Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Μίλτος.Σαχτούρης,ο βίος ,το έργο του -ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ


Μίλτος Σαχτούρης

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_a_03_03.htmlΜίλτος Σαχτούρης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας] Παρασκήνιο. Κληρονόμος πουλιών (Μίλτος Σαχτούρης) (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Τα λόγια της πόλης. Ύδρα – Μίλτος Σαχτούρης ή Ποιος είναι ο τρελός λαγός (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

εικόνα

Γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα και είναι δισέγγονος του γνωστού ναυμάχου του 1821 Γεωργίου Σαχτούρη. Μετά το θάνατο του πατέρα του (1939), αποφάσισε να εγκαταλείψει τις πανεπιστημιακές του σπουδές (Νομικά) και ν' αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Θεωρείται σήμερα ως ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της μεταπολεμικής υπερρεαλιστικής ποίησης. Κύρια χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι τα εξής: α) Ποιητική γραφή έκδηλα αντιλυρική, β) το κάθε ποίημα αποτελεί και μια ιστορία που μέσα από τις αλλεπάλληλες εικόνες εκφράζει κάποιο μήνυμα και γ) το παράλογο. Για τη φύση του παράλογου, που είναι βασικό χαρακτηριστικό της ποίησής του, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Στην ποίηση του Σαχτούρη το παράλογο στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας σ' ένα παράδοξο σχήμα. Σπάνια χρησιμοποιείται με τους αχαλίνωτους τρόπους ενός ανερμάτιστου υποσυνείδητου.

Το έργο του: Ποίηση: Η λησμονημένη (1945), Παραλλαγές (1948), Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952), Όταν σας μιλώ (1956), Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο κόσμο (1958), Ο περίπατος (1960), Τα στίγματα (1962), Σφραγίδα ή η όγδοη Σελήνη (1964), Το σκεύος (1971), Χρωμοτραύματα (1980). Όλες οι παραπάνω συλλογές, εκτός από την τελευταία, έχουν περιληφθεί στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα (1945-1971), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1977. Έχει τιμηθεί με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1963 και το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησηςτο 1972.

Βασίλης Σπεράντζας (γεν. 1938), εικόνα για την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη

Βασίλης Σπεράντζας (γεν. 1938), εικόνα για την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη

Μίλτος Σαχτούρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Μίλτος Σαχτούρης
Γέννηση19 Ιουλίου 1919
Αθήνα
Θάνατος29 Μαρτίου 2005
Αθήνα
Επάγγελμα/
ιδιότητες
δημιουργός γραπτών έργωνσυγγραφέας και ποιητής
ΥπηκοότηταΕλλάδα

Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα29 Μαρτίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές. Τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.

Πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.

Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Χρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.

Η ενασχόλησή του με την ποίηση

Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Η Λησμονημένη. Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «Το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα.» Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.

Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από εκπροσώπους της Γενιάς του '30, όπως οι Άλκης ΘρύλοςΠαύλος ΠαλαιολόγοςΑιμίλιος ΧουρμούζιοςΠέτρος Χάρης, κ.ά., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.

Καταξίωση

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 οι κριτικοί άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματα του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Δ. Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.ά.

Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Το έργο του

Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό (ενσωμάτωσε ευρηματικά πολλά στοιχεία από τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό υπερρεαλισμό) δεν αφομοιώθηκε απ' αυτόν. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίησή του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, είναι ένας πρωτοποριακός ποιητής, με αντοχή στο χρόνο.

Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες όπως Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Ισπανικά, Πολωνέζικα. Ποιήματα του διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έτεινε προς τον Αριστερό χώρο, χωρίς όμως να είναι απόλυτα αριστερός, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.[1]

Προσωπική ζωή

Δεν παντρεύτηκε, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 μέχρι τον θανατό του με την σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη που συχνά έκανε την εικαστική επιμέλεια στα ποιήματά του. Της είχε αφιερώσει πολλές συλλογές όπως "Το Σκέυος" (1971) καθώς και συγκεκριμένα ποιήματα όπως "Τα Ρολόγια που Αναποδογυρίσαν Ανάποδα" (1998).

Τελευταία χρόνια

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Το Υπουργείο Πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.

Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη αφήνωντας πίσω την σύντροφο του Γιάννα Περσάκη, την κόρη της και τις εγγονές της. Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου«ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια» ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλλυπητήρια του για τον θάνατο του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».

Εργογραφία

Ποιήματα

  • «Η Μουσική των νησιών μου» (1941) (αποκηρυγμένη συλλογή δημοσιευμένη με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης)
  • «Η Λησμονημένη» (1945)
  • «Παραλογαίς» (1948)
  • «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952)
  • «Όταν σας μιλώ» (1956)
  • «Τα φάσματα ή Ή χαρά στον άλλο δρόμο» (1958)
  • «Ο περίπατος» (1960)
  • «Τα στίγματα» (1962)
  • «Σφραγίδα ή Η όγδοη Σελήνη» (1964)
  • «Το Σκεύος» (1971)
  • «Ποιήματα» 1945-1971 (Εκδόσεις Κέδρος1977)
  • «Χρωμοτραύματα» (1980)
  • «Εκτοπλάσματα» (1986)
  • «Καταβύθιση» (1990)
  • «Έκτοτε» (1996)
  • «Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια» (1998)
  • «Ποιήματα (1980-1998)» (Εκδόσεις Κέδρος2002)
  • «Ποιήματα (1945-1998)» (Εκδόσεις Κέδρος, 2014).

Συνομιλίες

Παραπομπές

  1.  «Μίλτος Σαχτούρης». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Σεπτεμβρίου 2011.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Γιάννης Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1997), εκδ. Κέδρος, ISBN 960-04-1171-9
  • Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Μίλτος Σαχτούρης, Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού, εκδ. Εστία
  • Δ.Ν. Μαρωνίτης, Σαχτούρης: Άνθρωποι-Χρώματα-Ζώα-Μηχανές (1980), εκδ. Γνώση
  • Νόρα Αναγνωστάκη, Οι δύσκολοι καιροί μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη (1973), εκδ. Τραμ
  • Όλγα Σελλά, «Σώπασε ο "άνεμος" του Σαχτούρη», εφημ. Η Καθημερινή, 30 Μαρτίου 2005.
  • Αγγελική Κωσταβάρα (επιμ.), «Μίλτος Σαχτούρης (1919–2005): Συνοπτική εργογραφία», περ. Αντί, περίοδος β΄, τεύχος 858/859, 30 Δεκεμβρίου 2005, σσ. 14–15.
  • Πέτρος Γκολίτσης, «Στοιχεία εξπρεσιονισμού στην ποίηση μας. Μίλτος Σαχτούρης, κ.α.», εκδ. ρώμη, 2017.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ


Μίλτος Σαχτούρης

Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005)
Μίλτος Σαχτούρης (1919 – 2005Σημαντικός νεοέλληνας ποιητής. Εντάσσεται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που διαδέχθηκε τους νεωτερικούςποιητές του μεσοπολέμ

Με καταγωγή από την Ύδρα, γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στην Αθήνα και ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του '21 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη. Το 1937 εγγράφηκε με προτροπή του πατέρα του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά μετά το θάνατό του την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ποίηση. Δεν άσκησε ποτέ του κανένα βιοποριστικό επάγγελμα και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δεν απόκτησε οικογένεια. Οι γονείς δίσταζαν να δώσουν το χέρι της κόρης τους στον γαμπρό Μιλτιάδη Σαχτούρη. «Όχι, γιατί ποιητής δεν είναι επάγγελμα» του έλεγαν και του έκλειναν την πόρτα.Το 1943 γνωρίστηκε με τον Nίκο Eγγονόπουλο, μια συνάντηση που στάθηκε καθοριστική για τον ποιητή Σαχτούρη. Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με ποίημά του στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Τα Νέα Ελληνικά», «Τραμ», «Το Δέντρο», «Η Λέξη» και «Νέα Εστία».

Το έργο του καθαρά ποιητικό και έχει κυκλοφορήσει στις συλλογές: «Οι Λησμονημένοι» (1945), «Παραλογαίς» (1948), «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), «Όταν σας μιλώ» (1956), «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958), «Ο περίπατος» (1960), «Τα στίγματα» (1962), «Σφραγίδα ή όγδοη Σελήνη» (1964), «Το σκεύος» (1971), «Ποιήματα 1945-1971», «Χρωμοτραύματα» (1980), «Εκτοπλάσματα» (1986), «Καταβύθιση» (1990), «Εκτοτε» (1996) και «Ανάποδα γύρισαν τα ρολόγια» (1998).

Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Ο Σαχτούρης είναι ποιητής του κλειστού χώρου, αντιηρωικός, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης και καθημαγμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Απορρίπτει την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Διαφοροποιείται από τους σύγχρονους ομοτέχνους του, επειδή οικοδομεί το έργο του με εφιαλτικές εικόνες και σύμβολα, που πλησιάζουν περισσότερο τον εξπρεσιονισμό.

Υπερτονίζει το παράλογο, ενώ από τον Υπερρεαλισμό από τον οποίον ξεκίνησε, κρατά τη φαντασία και την παραίσθηση, όχι όμως και τη συνειρμική εκφορά του λόγου. Είναι ποιητής του ατομικού άγχους, αλλά μέσα στο έργο του είναι διάσπαρτος ο απόηχος του άγχους μιας ολόκληρης εποχής. Κι όμως, η ποίησή του δεν είναι απαισιόδοξη. Ο δημιουργός της ομολογεί «Πάντα θα 'χουμε ανάγκη από ουρανό».

Έργα του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη.

Ο Μίλτος Σαχτούρης έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.

Εργογραφία

  • Ποιήματα 1945 - 1971 («Κέδρος»)
  • Ποιήματα 1980 - 1998 («Κέδρος»)

Δισκογραφία

  • O Mίλτος Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη (Διόνυσος 1977)


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/104

© SanSimera.gr
Μίλτος Σαχτούρης
https://latistor.blogspot.com/2010/08/blog-post_25.html#ixzz42mz2h5xQ

Ο Μίλτος Σαχτούρης γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα. Ήταν δισέγγονος του ναυάρχου του ’21, Γεωργίου Σαχτούρη. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Μίλτος Χρυσάνθης, ένα διήγημα στο εβδομαδιαίο περιοδικό 3. Το 1941 ολοκλήρωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Η Μουσική των νησιών μου. Ακολούθησε η δοκιμασία του από τη φυματίωση που τον ταλαιπώρησε ως το 1945. Ο θάνατος της μητέρας του Αγγελικής το 1955 αποτέλεσε ορόσημο στη ζωή του, όπως ανέφερε και ο ίδιος: «Αφού πέθανε κι η μητέρα μου, άρχισα σιγά-σιγά να γδύνομαι μέσα κι έξω μου από πολλά. Σιγά - σιγά η όρασή μου έγινε διεισδυτικότερη και η ακοή μου οξύτερη, ώστε να βλέπω και ν’ ακούω τώρα καλύτερα τι μου αποκάλυπταν πίσω από την πρόσοψή τους τα πράγματα».
Το 1987 τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή Εκτοπλάσματα. Το 1995 παρασημοφορήθηκε μαζί με άλλους 24 ποιητές και καλλιτέχνες σε ειδική τελετή που διοργανώθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πέθανε τον Μάρτιο του 2005.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Με το πρόσωπο στον Τοίχο (1952), Όταν σας μιλώ (1956), Τα Φάσματα ή η Χαρά στον άλλο Δρόμο (1958), Ο Περίπατος (1960), Τα Στίγματα (1962), Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη (1964), Το Σκεύος (1971), Χρωμοτραύματα (1980). Όλες οι παραπάνω συλλογές, εκτός από την τελευταία, έχουν περιληφθεί στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα (1945-1971) που εκδόθηκε το 1977. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Καταβύθιση (1990), Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998) και Ποιήματα 1980-1998 (2002).
Ο Μ. Σαχτούρης αξιοποιεί στοιχεία από τον εξπρεσιονισμό, τον εικονισμό, τον υπερρεαλισμό και το παράλογο, αλλά ουσιαστικά ακολουθεί το δικό του μοναχικό δρόμο. Το παράλογο στοιχείο, η απλή γλώσσα, η ποιητική σκηνοθεσία και η εικονοποιΐα είναι στοιχεία της ποιητικής του. Η ιστορία ως βίωμα είναι παρούσα τόσο στη σκηνοθεσία όσο και στην ιδεοπλαστική εικόνα. Η ποιητική του γλώσσα είναι απλή, καθημερινή. η συμπύκνωση των όρων της παρομοίωσης και η αξιοποίηση της μεταφοράς συγκροτούν ένα νέο ποιητικό τοπίο σύντηξης του πραγματικού και ποιητικού, στο οποίο εμπλέκεται ο αναγνώστης και το προσλαμβάνει ως ενιαίο χώρο. Το ποιητικό του τοπίο είναι μοναχικό, γεμάτο φόβο, το περιβάλλον στενό, έτσι όπως ήταν και η ζωή του ποιητή: «κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά». Ο ποιητής μεταθέτει την εμπειρία του σ’ έναν άλλο κόσμο υπερπραγματικό, εκεί όπου συντελείται το παράλογο ως σχίσμα της ζωής και της δημιουργίας του, εκεί όπου και ο έρωτας γίνεται θάνατος.

Η κριτική για το έργο του

«Η ποίησή του μοιάζει να σφραγίζεται ανεξίτηλα από την ορμή του πρώτου ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού. Και όμως, δεν φαίνεται να βγαίνει κατευθείαν από την κεντρική αρτηρία του κινήματος. Βγαίνει από το βάθος και πηγάζει πλάγια, από τις παρυφές του […] δεν αντλεί παθητικά σαν δέκτης, […] γίνεται κι αυτός ισότιμα εξερευνητής του κλίματος: Τα ίδια σκηνικά, παρόμοιες ιστορίες καθημερινότητας και ανάλογη διάρρηξη των «στεγανών» του κόσμου, για να ακολουθήσει λογικότατα η γνώριμη επικοινωνία του πραγματικού και του φανταστικού στην ποίησή του […] τα σκηνικά εκείνων <των υπερρεαλιστών> είναι σκηνικά του ονείρου ή της φαντασίας, ενός κόσμου άρα απλώς παράδοξου. Στον Σαχτούρη απεναντίας είναι σκηνικά ζωής και δράσης, ενός κόσμου άρα αυθεντικά παράλογου […]. Πίσω από τα υπερρεαλιστικά ποιήματά του, σαν από καταπακτές του υποσυνείδητου, διακρίνεις στον πυθμένα τα άλλα ρεύματα: Εκεί ο εικονισμός που ελάχιστα τον άγγιξε, πέρασε αφήνοντάς του την εικόνα. Και αυτός την πήρε και την έκανε, καθώς θα δούμε, εκφραστικό πρωτέα του ποιήματος. Και εκεί προπάντων ο συμβολισμός, αυτός που κατά βάση τον ανέθρεψε, αποστεγνώθηκε από κάθε τάση «υποβολής», αφήνοντας τα πράγματα πολύ συγκεκριμένα, με τους τύπους και τους αρχετύπους τους, σαν σύμβολα […]. Γεγονότα μιας εποχής ακρωτηριασμένης τού προσφέρονται σε μια πρωτοφανή τερατωδία και ελλειπτικότητα. Έτσι και η ποίηση γίνεται εκ των πραγμάτων ελλειπτική. Και αντίστροφα, η υπερρεαλιστική γλώσσα του και ενισχύεται και δεσμεύεται από αυτού του είδους την ιστορική κατάθεση. Χωρίς να χάσει την εκφραστική τόλμη της, γίνεται σοβαρή, σκυθρωπή, τραγική […].
Ο Σαχτούρης είναι η πιο εξπρεσιονιστική συνείδηση και ποιητική εκδοχή της λογοτεχνίας μας. θα έλεγα, μάλιστα, η μόνη. Ακόμη πως ο εξπρεσιονισμός του είναι καρπός φυσικής ροής και εκλεκτικής συγγένειας και σπουδής. και προπαντός είναι εξπρεσιονισμός και ελληνικότατος και προσωπικός […]. Ο εξπρεσιονισμός ως προάγγελος του υπερρεαλισμού, αλλά και ως αντίποδάς του […]. Του πηγαίνει η πνιγμένη κραυγή και η μουγκή παρουσία και όχι η ανοιχτή καταγγελία ή η όποια εξαγγελία. Του ταιριάζει ο μορφασμός και όχι το χιούμορ, ο ολοκληρωτικός σπαραγμός και όχι η εύκολη οργή και ρητορεία. Ο εξπρεσιονισμός σαν έκφραση τραγική της ζωής, αλλά και σαν έμμεση διαμαρτυρία για την απανθρωπία του περιβάλλοντος […]. Ως κίνημα της λογοτεχνίας καθολικεύει την υποκειμενική ερμηνεία του κόσμου με την επιβολή, επάνω στην περιοχή των αισθήσεων, του κόσμου του φανταστικού και του παράλογου. Ο έντονος συναισθηματισμός του «εγώ», που καθώς συμπιέζεται αντιδρά και σπάζει τα λογικά ή όποια άλλα δεσμά της συμβατικότητας […].
Ξεκινά <η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη> από την πιο προχωρημένη επικαιρότητα: απηχεί τη φρίκη των καιρών, με την πιο ακραία γλώσσα, του υπερρεαλισμού. Για να καταλήξει και να δώσει την ευρύτερη αγωνία των υπάρξεων μέσα από τη βαθύτερη πρωτοποριακή ματιά του εξπρεσιονισμού. Στην εμβάθυνσή του συναντά και την ελληνική παράδοση και προβληματική. Και με την ελληνική περιουσία του παράλογου, υπερβαίνοντάς την, ανεβαίνει και εκφράζεται ως σύγχρονος μαζί και ως Ευρωπαίος. Όπως υπερβαίνει και τα στίγματα της εποχής και τα ανάγει σε υπερχρονικά, ή σωστότερα, σε αχρονικά σημεία αναφοράς: συναντά τα προηγούμενα των μαγικών παραμυθιών και των παραλογών μας και υποσυνείδητα τα συστοιχεί με τα αρχέτυπα του σύγχρονου πολιτισμού, υπαινικτικά προβεβλημένα στα αρχικά ανθρωπολογικά τους βάθη […].
Ένας ποιητής που ανεβάζει τη βαθύτερη και πανανθρώπινη παράδοση ως την πιο επίκαιρη και ερμητική πρωτοπορία. Ή καλύτερα, που εν ονόματι της ποίησης, της μιας και αδιαίρετης, καταργεί αυτόματα τα όρια μεταξύ πρωτοπορίας και παράδοσης».

(Γ. Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα, 1997, σελ. 51-55, 172-181)

«Ο εμφύλιος χάραξε όσο τίποτα τον Σαχτούρη, που είχε ένα διαρκές αίσθημα ενοχής, σα να ήταν αυτός υπεύθυνος για το αιματοκύλισμα της φυλής. Στοίχειωσε τους στίχους του με αίμα και νεκρούς, ενώ άγρυπνο το μάτι του θανάτου ορά και αποκαλύπτει την τραγική φαντασμαγορία του κόσμου. «Το θηρίο», «Ο τρελός λαγός», «Η Αποκριά», για ν’ αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά ποιήματα, θα μπορούσαν κάλλιστα να υπάρξουν σε συναλληλία με την Γκουέρνικα, για την τρομακτική ακρίβεια με την οποία απεικονίζουν το ανάκουστο της κραυγής, όταν ο εφιάλτης απ’ τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις, είναι η ίδια η ζωή».

(Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, «Με το πρόσωπο στον τοίχο», Η Λέξη (αφιέρωμα),
123-124, 1994, σελ. 574)

«Ένα βασικό μορφολογικό γνώρισμα των ποιημάτων του Σαχτούρη είναι η ολιγολογία τους. Οι στίχοι είναι λιγοσύλλαβοι, το όλο ποίημα περιορίζεται σε λίγους στίχους […]. Όταν έχουμε να κάνουμε με τόση εκφραστική λιτότητα, τότε και το διάβασμά μας πρέπει να έχει άλλο ρυθμό, να είναι σιγανότερο, προσεχτικότερο, γιατί αλλιώς προσπερνούμε χωρίς να το καταλάβουμε σημεία που είναι βασικά για την κατανόηση του ποιήματος».

(Γ. Ιωάννου, «Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης», Εφήβων και μη. Διάφορα κείμενα, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 250-251)

«Τα δομικά στοιχεία του ποιήματός του είναι:
1. μια ιστορία- «μήνυμα»
2. η «σκηνική» διάρθρωση
3. η «ιδεοπλαστική» εικόνα
Έτσι ειδικά προσδιορισμένα κι έτσι ιεραρχημένα […].
Σε κάθε ποίημά του υπάρχει μια μοναδική ιστορία. Βλέπεις την κίνησή της πίσω από τον καμβά του θέματος, να δίνει σχήμα σ’ ένα μήνυμα. Ο καμβάς περιορίζεται σε τρία-τέσσερα επεισόδια. και αυτά είναι τα ορόσημά της. Η ιστορία, που περνά σαν μια ιδέα ανάμεσά τους, είναι μονοσήμαντη και ο στόχος της ευθύγραμμος […]. Η τεχνική του διάρθρωση είναι «σκηνική» […], δεν είναι λ.χ. εξομολογητική, δεν είναι περιγραφική. […] το ποίημά του απαρτίζεται από διαδοχικές σκηνές, η καθεμιά τους ευδιάκριτη από την άλλη. Είναι μια ακολουθία «λήψεων», που δείχνει και την ιστορία του σαν μια υπόθεση εν κινήσει. Δεν λείπει παρά το μοντάρισμά τους από τον ποιητή. συχνά, εκ των ενόντων, σαν να αφήνεται η υπόλοιπη «εμφάνιση» στον αναγνώστη. […] Μια τεχνική που γενικά θυμίζει ή επιδέχεται κινηματογραφική γραφή και προβολή. Και όπου μάλιστα […] προτιμώνται πάντα τα γκρο πλάνα: τα φυσικά ή τεχνικά ντεκόρ - η φύση ή η πόλη και η τεχνολογία της- δεν φαίνονται, αλλά επικαλύπτονται απάνω ως κάτω από τα πρόσωπα ή τα πράγματα της ιστορίας. […] μέσ’ από τα διαδοχικά γκρο πλάνα των σκηνών, ή λέγονται ή παίζονται, […] όχι γεγονότα, αλλά βαθύτερα μηνύματα. Με την εικόνα πάντα σαν φορέα της σκηνής και του μηνύματος […].
Κυρίαρχη τεκτονική μονάδα του είναι η εικόνα. Αυτή είναι ο εκφραστικός του Άτλαντας. Στους ώμους της υποβαστάζει την (οικο)δομή και του ποιήματος και της ποιητικής του. Υποβαστάζει τα δυο άκρα: την ιδέα και ταυτόχρονα την έκφρασή της. […] Δεν είναι μια ιδέα εικονοποιημένη. Ούτε και αντίστροφα μια εικόνα - παρομοίωση ή αλληγορία. […] Η εικόνα του Σαχτούρη είναι καθαρή και αυτόνομη. Καθαρή, γιατί πηγάζει ολόκληρη και χτίζεται από τις αισθήσεις. Και αυτόνομη, γιατί δεν διαρρέει για να υπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες του πνεύματος. Δεν «φιλοσοφεί» και δεν «διακηρύσσει» […] παρότι «παραστατική» μπορεί να παραπέμπει ευθύτερα στη νοητή της ενδοχώρα, την ιδέα. Παρότι υλική, γίνεται ο κομιστής ενός μηνύματος. […] μπορεί και συναιρεί την ιστορία -μήνυμα, γιατί η ίδια, ως περιγραφή, είναι συμπύκνωση μιας ιστορίας και, ως στοχασμός, είναι ένα μήνυμα εν παραστάσει. Μπορεί να αναπληρώνει και τη σκηνική διάρθρωση, αφού κάθε σκηνή ταυτίζεται με μιαν εικόνα και αφού το κάθε ποίημά του είναι ένα μοντάζ από εικόνες […].
Η φαντασία του Σαχτούρη είναι αφαιρετική. Η αφαίρεσή του λειτουργεί σε όλα τα στάδια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. και σ’ όλα τα πεδία του ποιήματος […]. Και πρώτα απ’ όλα αφαίρεση στην «ιδεολογία» του ποιήματος, που αποσημαίνεται από κάθε αναφορά στα «είδη» και έτσι συσπειρώνεται στα πιο ακραία «γεγονότα» […]. Αφαίρεση, μετά, στο θέμα του, που σκελετώνεται σε στοιχείωση σκηνικά και αρθρώνεται σε ανθρώπινες μορφές και αυτές πρωταρχικές […]. Η ίδια αφαίρεση ορίζει και την τεχνική του. […] Η πρόταση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του ποιήματός του […]. Μια πρόταση που δρα σαν δομική μονάδα […]. Καμιά συσσώρευση ή πλεονασμός των όρων. […] μια ρηματική εννοιολόγηση και φόρτιση των ονομάτων […]. Η παράταξη αποτελεί την αποχρώσα βάση των συντακτικών δομών του […]. Λίγες οι λέξεις, στρογγυλές, τετράγωνες, χωρίς αρμούς, βουλιάζοντας καθώς οι πέτρες των πνιγμένων μες στη φαντασία. Και έτσι ορυκτές με τις αιχμές τους, κόβοντας σαν το γυαλί την ακοή μας. Λέξεις αγέλαστες, χωρίς ευγένεια και χιούμορ»

(Γ. Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα, 1997, σελ. 56-66)

«Αλλά το χαρακτηριστικά ιδιαίτερο της ποιητικής ατμόσφαιρας του Σαχτούρη οφείλεται στην εκλογή των στοιχείων που κάνει για να αποδώσει μια κατάσταση. Γίνεται περιγραφικός. Η φαντασία του δηλαδή δεν φαίνεται να έχει οικοδομηθεί επάνω σε λέξεις αλλά σε παραστάσεις. Από την πλευρά της λεκτικής του λιτότητας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο λιγότερο ρητορικός απ’ όλους τους άλλους Έλληνες υπερρεαλιστές».

(Αλ. Αργυρίου, Διαδοχικές Αναγνώσεις Ελλήνων Υπερρεαλιστών, Γνώση, Αθήνα, 1990, σελ.225)

«Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στην ποίηση του Σαχτούρη είναι η μελέτη των εικόνων του, όπως αυτές παρουσιάζονται ως στοιχεία της καθημερινότητας, του γήινου και πραγματικού κόσμου, που επεκτείνονται στον ουράνιο και φανταστικό κόσμο δημιουργώντας το ποιητικό φαινόμενο. […] Ο ποιητής κάνει κατάδυση στη συνείδηση και αναδεικνύει όχι με μεγαλοστομίες, αλλά με την αμεσότητα της γραφής του, την ουσία των πραγμάτων, την ανάγκη για αυθεντική ζωή, για δικαιοσύνη και ελευθερία. […] Η ποίησή του και ο ποιητικός του λόγος κινούνται σε ένα επίπεδο υψηλής εκφραστικής δύναμης και αξιοπρέπειας, χωρίς περισσολογίες και επισημότητες, όπου η ποιητική αλήθεια αναδύεται από το ατομικό βίωμα που συνομιλεί με το συλλογικό, κυρίως με τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο και εξής. Ο ποιητής διαπλέκει το μυθολογικό στοιχείο με την πραγματικότητα, διασπώντας τη λογική τάξη του κόσμου και αφήνοντας χώρο για τη διείσδυση του παραλόγου, που στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας».

(Χρ. Αργυροπούλου, «Η αλληλοδιείσδυση του γήινου και του ουράνιου επίπεδου στο
έργο του Μίλτου Σαχτούρη μέσα από τη σκηνοθετική τεχνική του», Φιλολογική, 92, 2005, σελ. 23)

«Δύο είναι οι πραγματικότητες, ανάμεσα στις οποίες κυμαίνεται το ποίημα:
α) Η αληθινή αποκριά: τα συστατικά της διαφαίνονται στο ποίημα: Το γαϊδουράκι, που γυρίζει στους δρόμους, τα παιδιά με τους χαρταετούς, ο χαρτοπόλεμος. Σ’ αυτά τα αντικειμενικά συστατικά της αποκριάς (της πραγματικότητας) μπορούν να προστεθούν οι εικόνες της γυναίκας, των στρατιωτών και του φεγγαριού, που, βέβαια, δεν εντάσσονται μέσα στο συνηθισμένο σκηνικό πλαίσιο της αποκριάς, αλλά είναι στοιχεία της πραγματικότητας κι όχι ποιητικά είδωλα, έχουν αφετηρία τις εμπειρίες του ποιητή. β) Το ποιητικό είδωλο της αποκριάς: Διαμορφώνεται με την προσθήκη ορισμένων λέξεων ή φράσεων με βάση τις εικόνες της πραγματικής αποκριάς (ή απλώς: της πραγματικότητας). έτσι έχουμε: το γαϊδουράκι που γυρίζει στους έρημους δρόμους, όπου δεν ανάπνεε κανείς (εικόνα 1η, στ. 2-3). πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό/ κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους/ που τους είχαν ξεχάσει (εικόνα 2η, στ. 5-7. Εδώ η μόνη λέξη που αντιστοιχεί στην πραγματική αποκριά είναι οι αετοί). γυάλινος χαρτοπόλεμος/ μάτωνε τις καρδιές (εικόνα 3η, στ. 8-9). μια γυναίκα γονατισμένη/ ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή (εικόνα 4η, στ. 10-11). μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυο/ εν-δυο με παγωμένα δόντια (εικόνα 5η, στ. 12-13). Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι/ αποκριάτικο/ γεμάτο μίσος/ το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα/ μαχαιρωμένο (εικόνα 6η, στ. 14-18).
Η ιστορία του ποιήματος είναι μια και διαρθρώνεται σε έξι διαδοχικές εικόνες […] που κυμαίνονται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες, της πραγματικής αποκριάς και του ποιητικού της ειδώλου, και σημασιοδοτούν συνεχώς το μήνυμα του ποιήματος. Στις εικόνες αυτές κυριαρχεί η ερημιά, η ανυπαρξία ζωής, ο πόνος, ο θάνατος, το μίσος».

(Τ. Καρβέλης, Η νεότερη ποίηση. Θεωρία και πράξη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 194-195)

«Ο τίτλος είναι κυριολεκτικά και φαινομενικά ουδέτερος. Και μόνον ύστερα από το διάβασμα όλου του ποιήματος μας δείχνει και τη μεταφορική του σημασία. Μας δείχνει τη διπλή διάσταση του θέματος, που είναι: η πραγματική «αποκριά», αλλά και η «μαγική» αποκριά. Διπλή διάσταση, γιατί παρουσιάζεται η γνωστή γιορτή ως εμπειρία κοσμική με την περιγραφή ενός εθίμου, αλλά και εξωκοσμική γιατί πίσω από τις μάσκες και τη μεταμφίεση, που εδώ απλώς εξυπακούονται, μας δίνεται εξίσου ρεαλιστικά το νόημα της μεταμόρφωσης του ανθρώπου και του κόσμου. Παρουσιάζεται ως γεγονός πολύ κοντά μας, αλλά και ως φαντασία μακριά μας […].
Ο χώρος, όπου στήνεται η σκηνογραφία, απλώνεται σε δύο περιοχές. Αντίστοιχα ορίζονται και οι δύο αφηγηματικές ενότητες του θέματος: η πρώτη εκτείνεται σε ένα διάστημα ορίων μεταξύ μιας συνοικίας αστικής και του ουρανού (στ. 1-13) και η δεύτερη, αντιστρόφως, μεταξύ ουρανού και γης (και θάλασσας, στ. 14-19). Η πρώτη είναι αυτή που συγκρατεί το βάρος της αφήγησης, ενώ η δεύτερη είναι το συμπλήρωμά της: η μυθιστορηματική, θα λέγαμε, προέκταση του θέματος.
Περνώντας από τη σκηνογραφία στη σκηνοθεσία, δηλαδή από τη διάσταση του χώρου στη διάσταση του χρόνου και της δράσης, βλέπομε ν’ αναπτύσσεται, κατά τα προηγούμενα, μία αποκριά: α) επίκαιρα και ιστορικά προσδιορισμένη και β) αχρονική: πλασματική και μυθοποιημένη. Επίκαιρα, καθώς το δείχνει η ακριβής και γνώριμη από τους παλαιούς ειρηνικούς καιρούς περιγραφή της. […] Αλλά και ιστορικά σημασιοδοτημένη, καθώς προεικονίζεται με τις αναφορές «πεθαμένα παιδιά» (στ.5), «μάτωνε τις καρδιές» (στ.9), «μια γυναίκα σα νεκρή» (στ.10-11), προπαντός με τη ρητή κατάληξη όλης της ενότητας (στ.12-13). […] Είναι λοιπόν και μία, σφραγισμένη από τις μνήμες του Εμφυλίου (ίσως και της Κατοχής), πολεμική αποκριά. Και μολαταύτα είναι μεταποιημένη. είναι, δηλαδή πλασματική και μυθοποιημένη. Βλέπομε να συμβαίνει «σ’ εν’ άλλο κόσμο» (στ.1, 20), βλέπομε τα παιδιά ν’ ανεβοκατεβαίνουν «στον ουρανό» (στ.5-6), βλέπομε το φεγγάρι να το δένουν και να το πετούν «μαχαιρωμένο στη θάλασσα» (στ.17-18). Μάλιστα επισημαίνω εδώ και δύο διακριτικά γνωρίσματα κοινά: πως και τα δύο αφηγηματικά πεδία ανακόπτονται στο τέλος βίαια. Το γεγονός, που θα χρησίμευε ως αφορμή και έχει ως θέμα της η κύρια αφήγηση, το τερματίζει βίαια ο πόλεμος με τις φάλαγγες των στρατιωτών (στ.12-13), και τη μυθιστορηματική προέκταση του, που επινόησε και ενσωμάτωσε στο γεγονός ο ποιητής, την τερματίζει επίσης βίαια η σκηνή των δολοφόνων του φεγγαριού (στ.17-18). […]
[…] Αποτελεί, πραγματικά, πρωταρχική αρχή του ποιητή αυτού να στήνει τη σκηνή ανάμεσα στις πιο στοιχειακές συντεταγμένες χώρου. Όπως συμβαίνει και στο ποίημα που μελετούμε. Εδώ οι συντεταγμένες είναι η γη και ο ουρανός: είναι οι «δρόμοι» και εκείνος ο «ουρανός». Ανάμεσα σε αυτά τα δύο, τα πολύ συγκεκριμένα και ταυτόχρονα πολύ αφηρημένα ορόσημα, κυκλοφορεί επίσης ένας κόσμος απλοποιημένος («παιδιά», «γυναίκα», «στρατιώτες», χωρίς καμία πρόσθετη ιδιότητα ή περιπέτεια ή έστω κατονομασία). Και μάλιστα κυκλοφορεί με μια φορά και αντιφορά που αποτελεί και εκείνη αναγωγή στην πιο απλή μονάδα των κινήσεων. Σε μια τοπογραφία που στενεύει αφαιρετικά αντιστοιχεί η πιο απλή γεωμετρία των κινήσεων. Είναι μία κίνηση του κόσμου της αφήγησης αμφίδρομη και μία κυκλοφορία κυκλική. Πραγματικά, η αφήγηση ανοίγει με μια κίνηση από κάτω προς τα πάνω (από τη γη προς την περιοχή του ουρανού, στ.2-5) και κλείνει με μια κίνηση αντίστροφη από πάνω προς τα κάτω (από την περιοχή του ουρανού στη γη, στ.14-18). Μια κίνηση λοιπόν εναντιόδρομη, και συνδηλώνεται ρητά και άμεσα μ’ ένα από τα κεντρικά επεισόδια του μύθου: πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει και εξυπακούεται έμμεσα και στην επόμενη εικόνα: «μια γυναίκα γονατισμένη» (και αρά ζωντανή, εδώ στη γη), αλλά που «ανέστρεφε τα μάτια της σα νεκρή» (και άρα ασάλευτη, προσβλέποντας εκεί προς την περιοχή του ουρανού). Μια κίνηση, εσωτερικά, στο σώμα της αφήγησης, αμφίδρομη, που καταλήγει κυκλική. Και με την επανάληψη του πρώτου ως τελευταίου στίχου επισφραγίζεται και εξωτερικά από τον ποιητή μια τεχνική πανάρχαια: η κύκλια σύνθεση».

(Γ. Δάλλας, Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος, Αθήνα, 1997, σελ. 235-246)

«Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Τα Φάσματα ή Η Χαρά στον άλλο δρόμο [...]. Στον διαζευκτικά εκφερόμενο τίτλο της συλλογής <η λέξη φάσμα> αντιδιαστέλλεται τοπικά με το δεύτερο μέλος, ενώ σημασιολογικά λένε το ίδιο πράγμα: Τα φάσματα (εδώ), η χαρά στον άλλο δρόμο. Επομένως εδώ το ψεύτικο (τα είδωλα), εδώ αυτό που παράγει το φόβο (φάντασμα), ενώ στον άλλο δρόμο -μακριά μας πάντως- βρίσκεται η χαρά. Στον δικό μας δρόμο, στο εδώ, βρίσκεται η φρίκη, ο πόνος, ο θάνατος.
Η λέξη «στρατιώτης» του τίτλου απαντά στο συγκεντρωμένο ποιητικό corpus του Σαχτούρη 7 ενόλω φορές, ενώ η λέξη ποιητής 11 φορές [...]. Τα φάσματα, από την αισχύλεια και την ομηρική ακόμη εποχή, είναι στενά συνυφασμένα με την έννοια του «διπλού». Είναι η αποκοπή και η χωριστή εμφάνιση του απόντος: η ψυχή και η υλική της παράσταση, το πράγμα και η αντεικόνα του [...].
Αυτό που μας κάνει εντύπωση εδώ είναι ότι η κύρια ιδιότητα του ποιητή, αυτή της ποιητικής συνθέσεως, αναιρείται και εκμηδενίζεται. Την θέση της καταλαμβάνει μια άλλη μακάβρια απασχόληση στον ανοιχτό κοινωνικό χώρο: το κάρφωμα σταυρών στα μνήματα […].
Η απάρνηση της ποιητικής ιδιότητας, γράφει ο Α. Μπελεζίνης, κατά τον χρόνο και τον χώρο της ποιητικής τέλεσης, σημαίνει τον έσχατο εκπεσμό της ιστορικής περιόδου και συνάμα την εσωτερική μεταμόρφωση του ποιητικού λόγου που για να ανταποκριθεί σ’ αυτόν τον εκπεσμό υπομειώνει ολοένα και περισσότερο την ποιητικότητα του.
Στη συνείδηση των δημιουργών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ενυπάρχει -πυρηνικά- η βαθιά συναίσθηση κάποιας ανεπάρκειας και ματαίωσης, και η εναγώνια αμφιβολία για την ίδια την ύπαρξή τους ως ποιητών - αμφιβολία που διεθνείς και τοπικές συγκυρίες, κοινωνικές και γραμματολογικές, διατήρησαν εκκρεμή μέχρι σήμερα. Το αυτοσυναίσθημά τους είναι κατά το πλείστον αρνητικό και έχει κανείς την εντύπωση ότι βιώνουν ένα είδος «συντέλειας» του λόγου και της γραφής. Πρόκειται για μια εσχατολογία της ποίησης - κι αυτό ισχύει για ολους τους επιμέρους πνευματικούς προσανατολισμούς της γενιάς, από το «τελευταίο ποίημα» του Μ. Αναγνωστάκη, ως την τελευταία συλλογή του Ν. Καρούζου (Φαρέτριον 1981)».

(Πρακτικά Πρώτου Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης, Γνώση 1982, τ. Α΄, σελ. 110-111)

«Παρ’ όλα αυτά όμως το ποίημα δεν είναι απαισιόδοξο. [...]. Κι εδώ, κάπου στο τέλος-τέλος της όλης ανθρώπινης φρίκης, υπολείπεται ο ήσυχος και φιλάνθρωπος ρόλος της Ποιήσεως, που θεραπεύει και διασώζει αθόρυβα και στοργικά μέσα στη θανατόφιλη εποχή ο σεμνός, δηλαδή ο αληθινός ποιητής. Κι ο ρόλος αυτός της Ποιήσεως είναι να βάζει με τον λειτουργό της, τον στρατιώτη της, σταυρούς πάνω στα μνήματα. Να σώζει δηλαδή από την ανωνυμία τους αφανείς ήρωες, τους ανθρώπους, αθώα θύματα μιας φαύλης εξωτερικής συγκυρίας. Να νικάει τελικά τον θάνατο».

(Ζορμπάς Β. Α., «Μ. Σαχτούρη: Ο Στρατιώτης ποιητής. Μια Προσέγγιση του Ποιήματος με Προεκτάσεις στην Ποιητική της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς», Νέα Παιδεία, 42, 1987, σελ. 135-149)

«Η Δομή : Το ποίημα δομείται σε 4 επίπεδα. Το Α΄ επίπεδο περιλαμβάνει τον 1ο στίχο, το Β΄ τους στίχους 2-9, το Γ΄ τους στίχους 10-11 και το Δ΄ το τελευταίο τρίστιχο 12-14[…].
Α΄ ΕΠΙΠΕΔΟ: [...] ο Σαχτούρης προοιμιακά κάνει μια ομολογία-κατάθεση, με αποφατική διατύπωση. Μας τονίζει τι δεν έχει κάνει. Το «γιατί» το αφήνει ή το υπονοεί με τους επόμενους στίχους [...] Το αίσθημα της έκπληξης, που πηγάζει από την αφοπλιστική όσο και απρόσμενη ομολογία του ποιητή, είναι το [...] δομικό υλικό αυτού του επιπέδου [...].
Β΄ ΕΠΙΠΕΔΟ: Στίχοι 2-9. Σ’ αυτό το επίπεδο ο Σαχτούρης μας δίνει το πλαίσιο και το κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκε (κύλησε-πέρασε) η ζωή του. Τα γεγονότα βιώματα και όλες οι φρικτές εμπειρίες δίνονται επιγραμματικά και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μια προσπάθεια αυτοβιογραφίας [...]. Φορείς αυτών των βιωμάτων και συναισθημάτων του ποιητή είναι κατά πρώτο λόγο τα δύο ρήματα «έτρεμα ... ανατρίχιαζα» και κατά δεύτερο τα ουσιαστικά «κρότους» και «φόβο». Βασικό μοτίβο είναι οι στίχοι «κύλησε η ζωή μου» και «πέρασε η ζωή μου», που στην ουσία ταυτίζονται, αφού τα δύο ρήματα δεν έχουν ουσιαστική εννοιολογική διαφορά [...].
Γ΄ ΕΠΙΠΕΔΟ: Στίχοι 10-11. Το επίπεδο αυτό είναι η επανάληψη του πρώτου στίχου του ποιήματος και μάλιστα εδώ γίνεται σε δύο στίχους [...]. Η έμφαση που δίνεται με την επανάληψη είναι το κύριο γνώρισμα αυτού του επιπέδου [...]. Λειτουργικά έχει τη θέση του συμπεράσματος και της συνέπειας του Β΄ επιπέδου. Μοιάζει το δίστιχο 10-11 σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας, σαν καταγγελία [...]. Μας ξαναλέει ο ποιητής, για άλλη μια φορά, τι δεν έχει κάνει [...]. Καιρός να πει και τι έχει κάνει [...].
Δ΄ ΕΠΙΠΕΔΟ: Στίχοι 12-14. [...] θυμίζει κάπως ανάλογες εκμυστηρεύσεις του Τάκη Σινόπουλου, που λίγο-πολύ το ίδιο κλίμα και οι δύο ποιητές καταγράφουν, το ίδιο τοπίο (γεωγραφικό, ιστορικό, υπαρξιακό), «τοπίο ΘΑΝΑΤΟΥ» [...]. Αξιοπρόσεχτο στοιχείο στο επίπεδο αυτό είναι ο χρόνος του ρήματος «καρφώνω» (ενεστώτας), που έρχεται σε αντίθεση με τον αντίστοιχο παρελθοντικό των προηγούμενων ρημάτων - δεν έχω γράψει, κύλησε, έτρεμα, ανατρίχιαζα, πέρασε [...]. [...] ο ποιητής επειδή ήθελε φανερά να αντιπαραβάλει το «καρφώνω» με το «δεν έχω γράψει ποιήματα», το τοποθέτησε τελευταία [...] σαν μια απάντηση σ’ όλα τα παραπάνω. Επίσης η θέση του
«καρφώνω» εξυπηρετεί και την αντιπαράθεση των ουσιαστικών «ποιήματα» και «σταυρούς», που ενισχύεται και από την παρουσία του «μόνο» [...]. Χαρακτηριστικότατος [...] ο τρόπος με τον οποίο τελειώνει το ποίημα [...]. Ο ρόλος λοιπόν του ποιητή [..,] εξαντλείται στο ΚΑΡΦΩΝΩ».

(Ηλίας Γιαννακόπουλος, «Μίλτου Σαχτούρη ‘Ο Στρατιώτης ποιητής’ [...]: Μια Διδασκαλία στην Τάξη», Νέα Παιδεία, 46, 1988, 146-157)



Ο Μίλτος Σαχτούρης μιλά στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο
"Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτε
λείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που 
έχει αυτή η ζωή"
Φωτό: Μιχάλης Αναστασίου / www.michalisanastasiou.com/ 
LIFO

Σε κάτι παλιά χαρτιά, 30 χρόνων και βάλε, βρήκα αυτό: είναι η πρώτη συνέντευξη που πήρα ποτέ -και είναι από τον Μίλτο Σαχτούρη! Δεν ήξερα τότε πώς να χειριστώ το τεράστιο υλικό – δημοσίευσα ένα μικρό κομμάτι της. Τώρα που ο χρόνος δίνει άλλη αξία και νόημα στα πράγματα με τα οποία κάποτε, άμαθα, πειραματιστήκαμε, νομίζω ότι αξίζει να δημοσιευτούν αυτά τα λόγια ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Η συνέντευξη έγινε στο σπίτι του στην Κυψέλη, παρουσία της Γιάννας Περσάκη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή.

 

Κύριε Σαχτούρη, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να διαβάζουν τη «δύσκολη» ποίηση σας;

Θέλω να πλησιάζουν την ποίησή μου με αγάπη μόνο, χωρίς διανοητικές τάσεις και προεκτάσεις που αγνοώ. Ο Ισαάκ Μπράιτον, ας πούμε, δεν ξέρω καν ποιος είναι, ούτε ο Ιωάννης Βενιαμίν δ’ Αρκόζι. Στους πέντε χιλιάδες που αγόρασαν τελευταία τα ποιήματά μου θα υπάρχουν 100-200 άνθρωποι που καταλαβαίνουν, άσχετα από τη μόρφωσή τους. Το έχω ξαναπεί, στο Μαρούσι, προ πολλών ετών, ένας τσαγκάρης με γνώσεις Δ’ Δημοτικού διάβαζε τη «Λησμονημένη» κι έκλαιγε εξηγώντας μου πως είναι ερωτικό ποίημα – αυτό που είναι από τα πλέον δύσκολά μου.

 

Πάντα ορισμένοι με μια ευαισθησία αλλιώτικη, που έχουν ανάγκη την ποίησή μου, θα με καταλαβαίνουν. Μερικοί θυμώνουν όταν τους επισημαίνεις την έλλειψη ευαισθησίας που τους αποκλείει από τη μέθεξη. Ένας συνταγματάρχης μπορεί να παραδεχτεί ότι δεν καταλαβαίνει τον Μπετόβεν, αλλά επιμένει ότι μπορεί και κρίνει όλη την ποίηση. Δεν χρειάζεται να έχεις σχέση με την ποίηση για να συγκινηθείς. Εκείνο που με ικανοποιεί περισσότερο απ’ όλες τις κριτικές και τα γραφόμενα είναι οι ομολογίες μερικών νέων παιδιών ότι βρήκαν στην ποίησή μου κάποιον που συμπάσχει μαζί τους. Ήταν σαν να προέβλεψα τα δύσκολα χρόνια μας.

 

— Το έργο σας έχει, κυρίως από άποψη ύφους, συνεκτικότητα και συνέπεια πρωτοφανή.

Δεν εκτιμώ όσους πετάγονται από το ένα θέμα στο άλλο και αλλάζουν το ύφος σαν πουκάμισο. Είναι κάτι που με ενοχλεί και στον Πικάσο. Η λεγόμενη ανανέωση. Εγώ πιστεύω ότι ένας γνήσιος ποιητής έναν κόσμο έχει, και αυτόν εκφράζει. Το είπε και ο Παλαμάς: «Το ίδιο τραγούδι πάντα να λες, είτε γελάς είτε κλαις». Εκτιμώ τον Ρουό και τον Σαγκάλ που διατήρησαν το στυλ τους ως το τέλος.

 

— Ο κόσμος του καλλιτέχνη δεν υφίσταται ποτέ μεταβολές στην πορεία του, και κάποτε μάλιστα βίαιες;

Ναι, δεν αλλάζει ποτέ όμως ο μηχανισμός του οράματος, εκτός και είναι πλαστός. Ο γνήσιος ποιητής πρέπει να βρει το «μηχανάκι» του. Να καταλήξει κάπου... Κι εγώ στις «Παραλογαίς» άρχισα να κάνω δοκιμές, για να καταλήξω οριστικά στο «Με το πρόσωπο στον τοίχο»

 

— Πώς μπορεί ένας ποιητής να φανεί χρήσιμος; Το έργο σας έχει κάποιο αίτημα πέρα από τη μυστηριώδη ανάγκη που το κινεί;

Ο ποιητής είναι άχρηστος. Είναι είδος πολυτελείας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή.

 

— Αυτό δεν είναι ήδη κάτι;

Ίσως, και παρόλο που δηλώνω έτσι αφοριστικά την αχρηστία του ποιητή, βλέπω οπωσδήποτε την έστω περιορισμένη κοινωνική λειτουργία του. Υπάρχει αυτή η αντίφαση. Ο κόσμος γελάει όταν δηλώνεις ποιητής, άλλωστε τα περισσότερα ειδύλλιά μου τελειώσανε άμα τη δηλώσει της ποιητικής μου ιδιότητος. Πολλοί ντρέπονται.

 

— Εσείς;

Όχι, εγώ ήμουν ανέκαθεν τρελός, επαναστατημένος. Το πλήρωσα ακριβά αυτό, αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ.

 

— Νιώσατε ποτέ την ανάγκη να δημιουργήσετε κάτι παράλληλο ή ενάντιο στην ποίηση;

Όχι, ποτέ. Και όταν άφησα τα Νομικά τον τελευταίο χρόνο, έβαλα συμβόλαιο με τον εαυτό μου. Ζωγράφισα κάποτε, αλλά ως παιχνίδι και μόνον όταν δεν έγραφα ποιήματα. Άλλοτε επιχείρησα να δουλέψω, ακόμα και ως μεταφραστής, και όταν μου έμπαινε μια λέξη στο μυαλό, δεν κοιμόμουν όλο το βράδυ. Η Γιάννα Περσάκη, στην οποία οφείλω πολλά ακόμα, με απέτρεψε και γλίτωσα από το μαρτύριο. Οι καθαρόαιμοι ποιητές δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο. Άλλοι τα καταφέρνουν. Δεν τους αγαπώ αυτούς τους άλλους. Ποτέ δεν αγάπησα τον Κλοντέλ που ήταν και διπλωμάτης και ας τον είπαν μεγάλο. Ο Σεφέρης το είχε πει στον Ελύτη: «Αν δεν είχα αυτήν τη δουλειά, πόσο ωραιότερα πράγματα δεν θα είχα γράψει».

 

— Κύριε Σαχτούρη, ποιους καλλιτέχνες αγαπάτε;

Εγώ λατρεύω τον Μπέλα Μπάρτοκ και, φυσικά, τον δικό μας, ισάξιο, ει μη και καλύτερο, Σκαλκώτα, άνθρωπο που κατατρέξανε πολύ σ’ αυτό τον τόπο.

 

— «Σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπούνε...»

«Τρώνε βρόμικο ψωμί». Τον Σαββόπουλο τον αγαπάω πάρα πολύ. Αυτός είναι παιδί μας. Έχει βγει από τον κόσμο μας. Αυτό το ποίημα, η «Άννα», είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα που έχω ακούσει τα τελευταία χρόνια. Είναι τόσο μυστηριώδες και ωραίο. Θυμίζει σ’ οποιονδήποτε την πρώτη του αγάπη.

 

— Αγαπάτε πολύ και τον Ντίλαν Τόμας.

Ναι, και πρόσφατα έγραψα ένα μεγάλο ποίημα γι’ αυτόν. Εμένα μου αποκαλύφθηκε στην ηλικία των σαράντα και τον ένιωσα πράγματι σαν αδελφό. Να ένας ποιητής καθαρός, που δεν πρέπει να ανοίγεις λεξικό, σαν τον Έλιοτ, για να αποκρυπτογραφήσεις τα ονόματα.

 

Με συνέρπασε που αυτός, ένα χωριατόπαιδο από την Ουαλία, κατέβηκε στο Λονδίνο και διέλυσε όλους αυτούς τους πανεπιστημιακούς με τα συνέδριά τους: τον  Όντεν, τον Μακ Νις. Αυτοί ταξινομήθηκαν σε επιτομές και πανεπιστήμια, ενώ ο Ντίλαν Τόμας είναι από τους τελευταίους μεγάλους λυρικούς του αιώνα μας. Μεταφράζοντάς τον κατάλαβα την αξία του, την ποιότητα και τον λυρισμό του, την οικονομία του λόγου του.

 

Ο Μίλτος Σαχτούρης μιλά στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο
Φωτό: Μιχάλης Αναστασίου / www.michalisanastasiou.com/ LIFO

 

— Σας εντάσσουν άλλοτε στους υπερρεαλιστές, άλλοτε στους ποιητές του παραλόγου. Εσείς που εντάσσετε την ποίησή σας;

Κέρδισα πάρα πολλά πράγματα από τον υπερρεαλισμό, αλλά ποτέ δεν ήμουν καθαρόαιμος υπερρεαλιστής. Έχω οφειλές παντού και κυρίως στις μεγάλες ξένες λογοτεχνίες. Οι νέοι παίρνουν αίμα από τους παλιούς και προχωρούν τον δρόμο τους – εννοείται οι νέοι που έχουν ταλέντο, γιατί οι άλλοι, οι κακοί, απλώς μιμούνται.

 

— Προχωρούν τον δρόμο τους σε ρήξη ή σε συνεργασία με τους προηγούμενους;

Η ρήξη, όταν υπάρχει, είναι φαινομενική. Στον υπερρεαλισμό υπήρχε ήδη ο Απολινέρ, και γρήγορα προσυνεταιρίσθησαν τον Λοτρεαμόν και τον Ιερώνυμο Μπος.

 

— Τα ποιήματά σας έχουν κάτι από την εικονογραφία του Μπος.

Και ο κ. Μαρωνίτης το διαπιστώνει αυτό. Μου αρέσει πάρα πολύ, αλλά γνώρισα το έργο του αφού είχα γράψει τα περισσότερα ποίηματά μου. Νέος, είχα επηρεαστεί πολύ από τις εικόνες του Νταλί – αυτού του κατεργάρη και λιγάκι απατεώνα. Μου αρέσουν ακόμα από τους Έλληνες ο Παρθένης, ο Μπουζιάνης κι ο Εγγονόπουλος. Από τον τελευταίο έμαθα πολλά πράγματα. Είχα τη χαρά να τον κάνω συντροφιά τρία χρόνια καθημερινώς, τότε που μίλαγε ακόμα με τους ανθρώπους – ήταν αληθινά σοφός.

 

— Είστε ο κατ’ εξοχήν ποιητής του παραλόγου στην Ελλάδα. «Φύσει και θέσει», όπως αποδεικνύει ο Δάλλας («διπλοεγγράφοντας, ανακατασκευάζοντας και αποτυπώνοντας γραπτά την αμφιπλευρικότητα της εικόνας»). Πώς επιστρέφετε «σώος» στη μονοδιάστατη τοπογραφία της καθημερινής σας ζωής;

Είναι δυνατόν να επιστρέψω αλώβητος; Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Με κατατρώει αυτή η ποίηση. Οι ανθρώπινες σχέσεις μου γίνονται όσο πάνε και πιο δύσκολες. Κάποτε ισοφάριζα ωραία. Βέβαια, οι κοινωνικές σχέσεις πάντα με κουράζουν. Σπανίως μιλούσα σε συζητήσεις ασχέτων ανθρώπων σε ένα δωμάτιο.

 

Τα τελευταία χρόνια είμαι πολύ μόνος. Η ίδια η γενιά του τριάντα δεν με λογάριαζε, πλην του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου, που έζησε κι αυτός σε ένα υγρό υπόγειο 30 χρόνια κι επιβίωσε από τη γερή του κράση. Συνηθίζεται οι μετριότητες να ποδοπατούν μια ζωή στερημένη, τα δύσκολα χρόνια του καθενός.

 

— Τα πρόσωπα που διασχίζουν την ποίησή σας έχουν κάποια βιωματική σχέση μαζί σας;

Όχι απαραιτήτως. Τη φροϊλάιν Ράμσερ τη συνάντησα απλώς σε ένα νησί και μιλήσαμε δυο-τρεις φορές. Ο Ισαάκ Μπράιτον είναι όλος επινοημένος, αλλά με τον Γιώργο Μακρή, αυτόν το μεγάλης αξίας άνθρωπο, με συνδέει μια μακρόχρονη φιλία κι εκτίμηση. Δυστυχώς, τα ναρκωτικά και η σχιζοφρένεια τον κατέστρεψαν...

 

— Η σύγχρονη, σκληρή, εξομολογητική ποίηση, που δημοσιοποιεί τόσο εύκολα το ιδιωτικό σας;

Μου είναι αντιπαθής. Με θλίβει. Ένας βούρκος μόνος δεν κάνει Τέχνη∙ χρειάζεται ένα ανέβασμα, μια υπέρβαση.

 

— Σας ενοχλεί η απενοχοποιημένη γλώσσα απέναντι στις «βρόμικες» λέξεις»;

Νομίζω ότι δεν γίνεται ποίηση έτσι. Τέτοια στοιχεία υπάρχουν σε όλους, αλλά από όλη την μπητ γενιά μόνο ο Γκίνσμπεργκ αξίζει, που ήταν και ποιητής. Μου έρχονται πεζογραφήματα, ιδίως από ομοφυλόφιλους, που δεν έχουν μια γραμμή έξω από τέτοιες περιγραφές. Πού είναι η τέχνη του λόγου; Και το περίεργο είναι ότι σχεδόν όλοι έχουν θητεύσει πρώτα σε κατηχητικά. Άλλους πάλι δεν τους καταλαβαίνω καθόλου, τόσο μπερδεμένα γράφουν.

 

— Καλύπτουν την απουσία εμπειριών με γλωσσικές περιπέτειες και ιδεοληψίες;

Δεν ξέρω τι είναι. Οι ποιητές οι μεγάλοι ήτανε όλοι οραματιστές. Σήμερα τρίβονται σε πράγματα καθημερινά, χωρίς υπέρβαση. Εγώ όταν γράφω για ένα ποτήρι, αναφέρομαι σε κάτι πολύ ευρύτερο. Είναι όμως δύο νέοι που πολύ με έχουν συγκινήσει: Ο πολύ δυνατός Λευτέρης Πούλιος και ο Μιχάλης Γκανάς, που καταφέρνει ποιήματα ατμόσφαιρας Κρυστάλλη, αγροτικά, να τους δίνει προσωπικό τόνο και έντονη ποίηση.

 

— Η παραγωγή σας αραιώνει όλο και πιο πολύ.

Γράφω μόνο όταν μου έρχεται έμπνευση. Ποτέ δεν κάθομαι στο τραπέζι να γράψω ένα μέτριο ποίημα. Προτιμώ αυτά τα λίγα, αλλά να είναι γνήσια. Μπορεί και να μην εκδώσω άλλη συλλογή, αν δεν με ικανοποιεί. Ίσως ακολουθήσω το παράδειγμα του Αναγνωστάκη (αν και το θεωρώ σφάλμα του – πολύ αγαπώ την ποίησή του και τον ίδιο).

 

— Έστω αργά, όμως, έρχεται η αναγνώριση.

Αλλά και η ανασφάλεια που ποτέ δεν ξεπερνιέται...

 

— Η πολιτεία πώς προωθεί την πολιτιστική μας παραγωγή;

Με ποδοσφαιρικούς αγώνες. Αν δεν υπήρχαν ορισμένες συμπτώσεις, μερικοί ποιητές θα ’χαμε πεθάνει προ ετών.

 

— Όταν ξαναγυρίζετε στο παρελθόν, όταν σκέπτεσθε τη ζωή σας και το έργο σας, έχετε το συναίσθημα ότι εκπληρώσατε σωστά τους όρους του συμβολαίου σας με τον εαυτό σας;

Ναι, το πιστεύω, γιατί το έχω πληρώσει. Και τα αποτελέσματα φαίνονται τώρα, στα 65 χρόνια μου. Δεν δέχτηκα ούτε τραγουδάκια να κάνω για να επιβιώσω, ούτε τίποτε άλλο. Ήμουν απόλυτος και είναι περίεργο πώς επέζησα ως εκ θαύματος.

 

 

__________

 

ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ

 

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια

χάος

είν’ η ψυχή μου

που έκοψε με τα δόντια του

ο Θεός

 

 

Άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια

τα δείχνουν

τα πουλάνε

τ' αγοράζουν

 

Εγώ δεν τα πουλώ.

 

Οι άνθρωποι

τα κοιτάζουν

με ρωτάνε

άλλοι γελάνε

άλλοι προσπερνάνε

 

Εγώ δεν τα πουλώ.












Μίλτος Σαχτούρης: Ο ποιητής της οδύνης


«Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου

Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου

Δὲν ἔχω γράψει
ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα καρφώνω»

«Ὁ στρατιώτης ποιητής», Μίλτος Σαχτούρης, από τη συλλογή «Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο κόσμο», 1958

Σαν σήμερα στις 29 Ιουλίου 1919 γεννήθηκε ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές, τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία. Στο τέταρτο έτος της Νομικής το 1944 αποφάσισε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να αφοσιωθεί στη μεγάλη του αγάπη: την ποίηση.


Έχοντας ήδη από το 1938 δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο «Μίλτος Χρυσάνθης» ένα διήγημα στο περιοδικό «Εβδομάδα», ο Σαχτούρης πρωτοέγραψε ποίηση το 1941. Δυο χρόνια αργότερα γνώρισε τους Οδυσσέα Ελύτη και Νίκο Εγγονόπουλο και συνδέθηκε με στενή φιλία με τον τελευταίο. Ήταν, όμως, ο Ελύτης εκείνος που τον παρότρυνε να εμφανιστεί στο χώρο των γραμμάτων ως ποιητής, στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» το 1944.

Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Η Λησμονημένη», βιβλίο, το οποίο «είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα», όπως θα δηλώσει αργότερα ο ίδιος. Το 1948 εξέδωσε τη συλλογή «Παραλογαίς» και ακολούθησαν πολλές άλλες, με κορυφαία για πολλούς την «Με το πρόσωπο στον τοίχο» το 1952.

Αν και στην αρχή τουλάχιστον της μακρόχρονης πορείας του κατακρίθηκε από πολλούς, ειδικά από τους ποιητές της γενιάς του ’30, οι κριτικοί δεν άργησαν να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του σημαντικού αυτού ποιητή. Όσον αφορά τα κυρίαρχα θέματα του έργου του, αυτά αφορούν την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής. Ο Σαχτούρης θεωρείται ότι επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και παρά τη κυρίαρχη θέση του παραλόγου και του συμβολισμού στα ποιήματά του, δεν θεωρείται ότι εντάχθηκε ποτέ πλήρως στο ρεύμα αυτό.

 

Διαβάστε ακόμα:

Τιμήθηκε με τρία βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο του διαγωνισμού «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της RAI για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα». Έργα του Σαχτούρη έχουν μεταφραστεί στη γαλλική, αγγλική, ιταλική, γερμανική, πολωνική και βουλγαρική και ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τους Μάνο Χατζιδάκι, Αργύρη Κουνάδη, Γιάννη Σπανό, Κυριάκο Σφέτσα και Νίκο Ξυδάκη.

O Βρασίδας Καραλής σε κείμενό του στο περιοδικό «Διαβάζω» με τίτλο «Το μυστήριο της ένοχης συνείδησης στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», αναφέρει: «Κανένας άλλος ποιητής μας δεν έχει ποτίσει τις εμπειρίες του στην αποσαθρωτική μαγγανεία της ενοχής όσο ο Μ. Σαχτούρης. Οσο και αν άλλοι ερωτοτρόπησαν με αυτό το ρίζωμα, όπως λόχου χάρη ο Δ. Σολωμός στον «Λάμπρο», ο Κ. Καβάφης στα πρώιμα ποιήματά του, ο Κ. Καρυωτάκης στα τελευταία του ποιήματα, όλοι αυτοί βρήκαν τρόπο να ξεφύγουν ή να υπεκφύγουν τον τρομακτικό φόβο του εξατομικευμένου οράματος που γεννάει την ενοχή και τη μετατρέπει σε βάση πνευματικότητας. Ο Σολωμός απέδρασε σε μια άσαρκη και άφυλη anima mundi· Ο Καβάφης σε έναν ερωτισμό της περιέργειας για το ανδρικό σώμα, ενώ ο Καρυωτάκης κατέφυγε στη λαγνεία του κατοπτριζόμενου κορμιού του.

Μπορεί όμως κάποιος να αισθάνεται ενοχή μόνο και μόνο επειδή μισεί τη μητέρα του ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος ή επειδή δεν είναι ωραίος σαν τον Απόλλωνα;… Αυτές οι επιδερμικές και ανόητες φοβίες δεν διανοίγουν ποτέ την ατομική εσωτερικότητα στη θεωρία της ίδιας της τυχαιότητας και μοναξιάς· δεν στρέφουν το υποκείμενο προς τον εαυτό του. Το απομονώνουν σε ένα δωμάτιο, απ' όπου μοίρεται και κλαίγεται επειδή δεν αρέσει, επειδή το φαινόμενο δεν θεμελιώνει μια σχέση ελκτική προς το βλέμμα που το αντικρίζει. Από αυτές δυστυχώς τις παιδικές αφέλειες, με όλη τη γοητεία της αμέριμνης αθωότητας, είναι γεμάτη η ποίηση, και ειδικά η ελληνική σε βαθμό απελπισίας.

Με τον Μ. Σαχτούρη όλα αυτά καταρρέουν και διαλύονται· και μαζί του οι δημοτικοφανείς τρόποι μιας ύπαρξης χωρίς εσωτερικές σχέσεις, συγκρούσεις και διλήμματα. Πρώτη λογοτεχνική αφετηρία του έργου του είναι ο παραμερισμός της τοπιογραφίας του Οδ. Ελύτη, του Γ. Σεφέρη, του Α. Εμπειρίκου, ακόμα και του Ν. Εγγονόπουλου. Σε όλη τη γλωσσική ευφορία και ευτοπία αυτών των συγγραφέων, την πίστη τους στην αρτιμέλεια της γλώσσας και την τελειοποιησιμότητα του κόσμου διά του μύθου, ο Μ. Σαχτούρης αντιτάσσει ένα κολαστήριο ψυχών, μια ακοινώνητη γλώσσα, το άσμα μιας ρημαγμένης Κασσάνδρας».

Ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη μπορείτε να διαβάσετε εδώ 

1919- 2005
 
Βιογραφία Εργογραφία Βιβλιογραφία

https://apothesis.eap.gr/bitstream/repo/45332/1/500975_%CE%91%

CE%A0%CE%95%CE%A1%CE%93%CE%97_%CE%A7%CE%

A1%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%99%CE%91%CE%9D%

CE%9D%CE%91.pdf

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών

 Δημιουργική Γραφή 

ΜεταπτυχιακήΔιπλωματική Εργασία

 Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη

Χριστιάννα Απέργη 

Επιβλέπων Καθηγητής: Βασίλειος Αλεξίου 

Περιεχόμενα 

Περίληψη.....................................................................................................

..........................v

Abstract ................................................................................................................................vi Περιεχόμενα........................................................................................................................vii Κατάλογος Εικόνων / Σχημάτων ...................................................................................... 

viii Συντομογραφίες & Ακρωνύμια............................................................................................

ix Α' ΜΕΡΟΣ..............................................................................................................................1 1. Ο Σαχτούρης και η ποίηση. ..............................................................................................

1 1.1 Πρωτοπορία και παράδοση........................................................................................

2 1.1.1 Μορφολογία και γλώσσα ....................................................................................5 1.1.2 Κυρίαρχα σχήματα λόγου....................................................................................9 1.1.3 Η παντοδυναμία των εικόνων στη σαχτουρική ποίηση ....................................11 1.2 Θεματογραφία ..........................................................................................................15 1.2.1 Μύθος και ιστορία .............................................................................................17 1.2.2 Η κυριαρχία των χρωμάτων...............................................................................19 1.2.3 Ουρανός-έρωτας-θάνατος-Θεός-χρόνος..........................................................

21 2. Το παράλογο στην ποίηση του Σαχτούρη......................................................................28 

2.1 Ο Σαχτούρης και η πραγματικότητα.........................................................................

30 2.1.1 Η ποιητική ανθρωπο/ζωολογία του Σαχτούρη..................................................31 

2.1.2 Αυτοβιογραφικά ίχνη.........................................................................................

33 2.1.3 Ο 

Σαχτούρης μέσα από τα λόγια των άλλων...................................................

36 Β΄ ΜΕΡΟΣ.............................................................................................................................40 1. Η Αποκριά........................................................................................................................

40 2. Φυσούσε .........................................................................................................................42 3. 

Η Αγία..............................................................................................................................

44 4. Ημερολόγιο .....................................................................................................................47 

5. Καπνός ή γάτα.................................................................................................................49 6. 

Ο γάμος που δεν έγινε ....................................................................................................

50 7. Το σύνθημα.....................................................................................................................

53 Βιβλιογραφία ......................................................................................................................

58 Παράρτημα Α΄: Ποιήματα-αφορμήσεις για διηγήματα .....................................................

62 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητι

κή του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία viii

 Κατάλογος Εικόνων 

 Εικόνα 1 Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μαν

δραγόρας, τευχος 60, σελ. 86 ...................

5 Εικόνα 2 Σκίτσο του ποιητή 

από περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 60, σελ. 90 ...................9 

Εικόνα 3 

Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας,τεύχος 60, σελ.84 ........

...........12 

Εικόνα 4 Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας,

 τεύχος 60, σελ. 93 .................13

 Εικόνα 5 Σκίτσο του ποιητή από περιο

δικό Μανδραγόρας, τεύχος 60, σελ.89…………..14 

Εικόνα 6 Σκίτσο 

του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 60, σελ.92 ..................

18 

Εικόνα 7 Σκίτσο του ποιητή από Δάλλας, Γ. Ο ποιητής Μίλτος Σα

χτούρης, σελ 174........21 

Εικόνα 8 Σκίτσο του ποιητή από Δάλλας, Γ. 

Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, σελ 113........27 

Εικόνα 9 Χειρόγραφο 

ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη από Δάλλας, Γ. Ο ποιητής Μίλτος Σα

χτούρης, σελ. 77............................................................................................

..................35 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σα

χτούρη» Μετα

πτυχιακή Διπλωματική Εργασία ix Συντομογραφίες & Ακρωνύμια 

ΜΔΕ Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία ΕΑΠ Ελληνικό Ανοικτό 

Πανεπιστήμιο ΜΠΣ Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών ΜΑΝΔ περι

οδικό Μανδραγόρας, τεύχος 

60 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική


 του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 1 Α΄ 

ΜΕΡΟΣ 1.

Ο Σαχτούρης και η ποίηση Κοντή βιολέτα που είναι η ζωή

 5 Σε μία από τις συζητήσεις του με τον Γιάννη Δάλλα και με αφορμή 

το ποίημα «Του θηρίου»,

6 ο Σαχτούρης εξομολογήθηκε: «Το ‘γραψα 

σαν ξόρκι, που θα άλλαζε τη ζωή μου. Κι ύστερα κάθισα και συλλογί

στηκα. Τι είναι αυτό που ξορκίζω; Ναι, είναι η Έμπνευση και η Ποίη

ση που με κατατρώει», συμπληρώνοντας λίγο αργότερα: Το κορίτσι υ

πήρχε στην πραγματικότητα. Είχα το βράδυ ραντεβού μαζί του. Και

 ξαφνικά ξεσπά η αιμόπτυση. Έστειλα και το ειδοποίησα να μη με περι

μένει μες στο σκοτάδι. Χωρίς την Αρρώστια μου είναι ζήτημα αν είχα 

γίνει ποτέ ποιητής. Εννοώ, αυτός ή τέτοιος που είμαι». Για χάρη λοιπόν

 της Αρρώστιας, αλλά και της Εποχής θυσίασε τα πάντα. «Με αντάλ

λαγμα τραγικής ευτυχίας την Ποίηση». (Δάλλας, ΜΑΝΔ, 109) Μετά 

τον θάνατο του πατέρα του το 1939 και την ψυχική ασθένεια της μητέ

ρας του, τον κερδίζει η ποίηση.

 Σύμφωνα με την άποψη του Σπ. Τσακ

νιά «Οι γέφυρες, τόσο με το οικογενειακό παρελθόν όσο και με την

 πραγματική ζωή, κόβονται οριστικά και αμετάκλητα. Η ποίηση από 

επιλογή γίνεται μοίρα». (Πεντζίκης, 1992, 7-8). κατάρα με τις εφτά σκι

ές/πάντα θα γράφω ποιήματα 

7 Κατά τον Δάλλα «είναι ο πιο κατοικί

διος μετά τον Καβάφη», «ένας ποιητής θεληματικά αταξίδευτος πιο

 πολύ, ένας ποιητής του κλειστού χώρου». (Παναγιωτοπούλου, ΜΑΝΔ,

 60) Η αιτία αποκαλύπτεται στα λόγια του: «Εγώ το πίστευα από πολύ 

νέος, πως μόνο στη μεγάλη μοναξιά βγαίνει η τέχνη». (Τουρογιάννη, 

ΜΑΝΔ, 74) Δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα

 8 Αποδεχόμενος το χρέος

 του ποιητή δήλωνε ότι «Ποιητές είναι άνθρωποι που πνίγονται και

 δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν. Είναι η έσχατη ανάγκη» (Τουρογιάν

νη, ΜΑΝΔ, 71), ενώ παραδεχόταν ότι «το ποίημα βγαίνει από πόνο ε

σωτερικό και θυσίες, εγώ έκανα όλα (Οι στίχοι που εμφανίζονται ως

 μότο στην αρχή κάθε ενότητας της εργασίας, όπως και ενδιάμεσα, εί

ναι επιλεγμένοι από το ποιητικό έργο του Σαχτούρη) Από το ποίημα 

«Η βιολέτα», συλλογή Χρωμοτραύματα, 1980. 

 Το ποίημα γράφτηκε 

το 1949 και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Με το πρόσωπο στον 

τοίχο, 1952. 7 Από το ποίημα «Τα γράμματα», συλλογή Χρωμοτραύμα

τα, 1980. 8 Από το ομώνυμο ποίημα, συλλογή Το σκεύος, 1971.


 Χρι

στιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυ

χιακή Διπλωματική Εργασία 2

 τα άλλα πέρα χάρη της ποίησης […] 

η ποίηση γράφεται με αίμα. Πληρώνεται σκληρά. Είναι κάτι που σε 

τρελαίνει. Από την άλλη είναι διέξοδος». (Τουρογιάννη, ΜΑΝΔ, 75) 

και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα είδα τον ποιητή ο λ ο μ ό ν α χ ο/

και γύρω του ν α λ ά μ π ε ι/το κ ε ν ό 

9 Παράλληλα, συχνά αναφερόταν

 με έμφαση στην αγάπη του για τη ζωγραφική: «Αν δεν ήμουν ποιητής 

θα ήθελα να ήμουν ζωγράφος» έλεγε. (Παναγιωτοπούλου, ΜΑΝΔ, 59)

 Σε αυτά τα λόγια συνηγορούν περίτρανα η πολύχρονη σχέση του με τη

 ζωγράφο Γιάννα Περσάκη και τα ιδιόχειρα σκίτσα του που έχουν δια

σωθεί. 

Σε συνέντευξή του το 1995 εξηγεί γιατί φόρεσε σκουλαρίκι: 

« Είχα βαρεθεί την εικόνα μου… Πρίν από λίγους μήνες το φόρεσα

 για να αλλάξω, για αλλαγή… Και οι νέοι που τα φορούν για αλλαγή 

τα φορούν, για να μη μοιάζουν με τους πατεράδες τους». (Τουρογιάννη,

 ΜΑΝΔ, 80) 

Σε άλλη πάλι συνέντευξή του ξεκαθαρίζει ότι «ο ρόλος 

του ποιητή είναι ένας, και στους εύκολους και στους δύσκολους και

ρούς: να είναι ο εαυτός του και να γράφει αυτά που λέει η καρδιά του

 και το μυαλό του». (Τουρογιάννη, ΜΑΝΔ, 81) 

1.1 Πρωτοπορία και 

παράδοση τι μαύροι που είναι οι άνθρωποι τι καθαρά που είναι τ’ 

άστρα 

 Ο Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) είναι ένας ποιητής της 

πρώτης μεταπολεμικής γενιάς η οποία «αναδύεται μέσα από τη φωτιά

 της Αντίστασης και τις στάχτες του Εμφυλίου και μοιάζει μια γενιά 

«ορφανή» ή, σωστότερα , μια γενιά που αναζητάει τους χαμένους πατέ

ρες της ψηλαφώντας τις λαβωματιές της ρημαγμένης της ιστορίας». 

(Αλεξίου, 2018, 114) δεν είναι ο Οιδίποδας […]είναι ο νεκρός Ηλίας 

της λαχαναγοράς 

 Πολλοί σύγχρονοί του ποιητές «όχι μόνο δεν από

στρεψαν το πρόσωπο από τη γύρω τους πραγματικότητα, αλλά πολλές

 φορές κινδύνεψαν να συνθλιβούν ποιητικά κάτω από το βάρος της». 

(Καρβέλης, 1983, 153) 

Μεταπολεμικοί υπερρεαλιστές «επηρεασμένοι

 από τα δραματικά γεγονότα της εποχής τους, αποκτούν μια δραματι

κή αίσθηση της ζωής, που στα βαθύτερα συστατικά της θα περάσει 

στην ποίησή τους.» (Καρβέλης, 1983, 159) 9 Από το ποίημα «Το ποντί

κι», συλλογή Το σκεύος, 1971. 

10 Από το ποίημα «Παιδί», συλλογή 

Σφραγίδα ή Όγδοη σελήνη, 1964. 

11 Από το ποίημα «Δεν είναι ο Οιδί

ποδας», συλλογή Παραλογαίς, 1948. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιη

τική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 3 

Ήτανε παγωνιά/δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι κι έμεινα μ’

 έναν ακρωτηριασμένο φίλο/και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά

 12 Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Σαχτούρης, «απαλλαγμένοι από κάθε

 επικαιρικό στοιχείο, εκφράζουν το δέος και τον πανικό που τους προκα

λεί η εφιαλτική εποχή τους».(Καρβέλης, 1983, 158) γελάτε;/φάτε λοι

πόν το ψωμί σας/βρεγμένο στο πετρέλαιο! 13 Άνθρωπος ευαίσθητος, 

αλλά και με ιδιαίτερη αντίληψη, ο Σαχτούρης παρακολούθησε τα λογο

τεχνικά ρεύματα της εποχής του επιλέγοντας ό,τι του ταίριαζε και κλη

ροδοτώντας μας τελικά, ένα ποιητικό έργο εντελώς προσωπικό, μα και 

ένα έργο αφειδώλευτα βαμμένο στο χρώμα του αίματος. «Το νεανικό 

πρόσωπο του υπερρεαλισμού, που προπολεμικά αποτέλεσε για τους 

εκπροσώπους του μια μορφή έκφρασης χαράς μπροστά στο θαύμα 

της ζωής, στην περίπτωση του Μίλτου Σαχτούρη «ρυτίδιασε» πολύ

 σκληρά από τον πόνο». (Παπαϊωάννου, 2) Ελάτε βγείτε σφαγμένα περι

στέρια μου 14 Ο Λυκιαρδόπουλος συμπεραίνει ότι εκείνο που φαίνεται

 να δένει τον Σαχτούρη με τον σουρρεαλισμό, αυτό ακριβώς είναι που

 τον απομακρύνει οριστικά απ’ αυτόν. Γιατί, ενώ ο «παραλογισμός» 

του σουρεαλισμού είναι αδιάλλακτα «ονειρικός», ευαγγελιζόμενος την

 επαναστατική δικτατορία της «πραγματικότητας του ονείρου» πάνω 

στην πραγματικότητα της πραγματικότητας, τα όνειρα και οι «παραλο

γαίς»15 του Σαχτούρη δεν προκύπτουν από μια ανάλογη διάθεση, αλ

λά αποτελούν αποσπάσματα ενός απέραντου εφιάλτη. (Λυκιαρδόπου

λος, 2007, 47) τέρατα περπατούν/ανάποδα στα όνειρα/φυσάει ένας 

άγριος αέρας πάνω απ’ τις λεμονάδες/πετάει μια νυχτερίδα/σαν πικρα

μένο ευαγγέλιο 16 Ο ίδιος πάντως αξιολογεί θετικά την επαφή του με

 τον υπερρεαλισμό αναγνωρίζοντας τι του όφειλε: Ο υπερρεαλισμός με

 ελευθέρωσε από πολλά πράγματα. Με ελευθέρωσε, πρώτα απ’ όλα α

πό την αυστηρή πατρική αγωγή και από τη στενή οικογενειακή παρά

δοση. Και 12 Από το ποίημα «Η δύσκολη Κυριακή», συλλογή Η λησμο

νημένη, 1945. 13 Από το ανέκδοτο ποίημα «Τα ποιήματά μου», ΜΑΝΔ,

 84. 14 Από το ποίημα «Τα περιστέρια του νεκρού», συλλογή Παραλο

γαίς, 1948. 15 Με τη συγκεκριμένη ονομασία τιτλοφορήθηκε η δεύτε

ρη ποιητική συλλογή του Σαχτούρη Παραλογαίς, η οποία εκδόθηκε 

το 1948. 16 Από το ποίημα «Κυριακή», συλλογή Σφραγίδα ή η όγδοη

 σελήνη, 1964. Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σα

χτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 4 σαν τεχνίτη μ’ έμαθε

 να ξεχωρίζω τη γνησιότητα μέσα στην ποίηση και να μεταχειρίζομαι

 άφοβα όλες τις λέξεις.(Δάλλας, 1997, 34) και φύτρωναν τριαντάφυλλα

 στο νεροχύτη 17 Όμως δεν αρκείται στον υπερρεαλισμό. Πίσω από 

τα υπερρεαλιστικά ποιήματά του, σαν από καταπακτές του υποσυνείδη

του, διακρίνεις στον πυθμένα τα άλλα ρεύματα: Εκεί ο εικονισμός που 

ελάχιστα τον άγγιξε, πέρασε αφήνοντάς του την εικόνα. Και αυτός 

την πήρε και την έκανε […] εκφραστικό πρωτέα του ποιήματος. Κι ε

κεί προπάντων ο συμβολισμός, αυτός που κατά βάση τον ανέθρεψε, α

ποστεγνώθηκε από κάθε τάση «υποβολής», αφήνοντας τα πράγματα

 πολύ συγκεκριμένα, με τους τύπους και τους αρχετύπους τους, σαν

 σύμβολα. (Δάλλας, 1997, 55) ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι/ένα 

παιδί μου χάρισε ένα σφυρί 18 Ο Δάλλας και πάλι –από τους πρώτους

 που ενέκυψε ως μελετητής στο ποιητικό του έργο και αναγνώρισε την

 αξία του–, παρατηρεί ότι «ο Σαχτούρης είναι η πιο εξπρεσιονιστική 

συνείδηση και[…]ο εξπρεσιονισμός του είναι και ελληνικότατος και

 προσωπικός». (Δάλλας, 1997, 177) Συμπληρώνει ότι «του ταιριάζει ο

 μορφασμός και όχι το χιούμορ, ο ολοκληρωτικός σπαραγμός και όχι

 η εύκολη οργή και η ρητορεία. Ο εξπρεσιονισμός σαν έκφραση τραγι

κή της ζωής, αλλά και σαν έμμεση διαμαρτυρία για την απανθρωπιά 

του περιβάλλοντος». (Δάλλας, 1997, 178) Τελικά, καταλήγει ότι «Έτσι 

η ποίηση του Σαχτούρη ωριμάζει […] Ξεκινά από την προχωρημένη 

επικαιρότητα: απηχεί τη φρίκη των καιρών , με την πιο ακραία γλώσ

σα, του υπερρεαλισμού. Για να καταλήξει και να δώσει την ευρύτερη

 αγωνία των υπάρξεων μέσα από τη βαθύτερη πρωτοποριακή ματιά 

του εξπρεσιονισμού» 19 . (Δάλλας, 1997, 180) 17 Από το ποίημα «Η δια

δρομή», συλλογή Παραλογαίς, 1948. 18 Από το ποίημα «Τα δώρα»,

 συλλογή Παραλογαίς, 1948. 19 Το πρώτο βήμα προς τη νέα τέχνη, 

σύμφωνα με τους εξπρεσιονιστές, είναι η άρνηση κάθε αληθοφάνειας

 ή ευλογοφάνειας και η εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας για πιστή και

 ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας. […] τους ενδιαφέρει η 

προβολή του κόσμου όπως αυτός εμφανίζεται στη φαντασία του καλ

λιτέχνη […] το αλλόκοτο, το πρωτόγονο, το κραυγαλέο, το ονειρικό 

και το φαντασιακό κυριαρχούν. Σε ό,τι αφορά τη μορφή, οι εξπρεσιονι

στές καταργούν κάθε είδους δέσμευση: στίχος και λεξιλόγιο απελευθε

ρώνονται, η εικόνα και η μεταφορά αναδεικνύονται σε κυρίαρχα λεκτικά 

σχήματα […] κεντρικό θέμα για όλους τους εξπρεσιονιστές είναι, βέβαια, 

ο πόλεμος και γενικά η βία και οι επιπτώσεις της στον άνθρωπο.

 Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι ο εξπρεσιονισμός διακηρύσσει τη διάλυση 

και παράλληλα την αναγέννηση της κοινωνίας: όλοι οι εκπρόσωποί του διακατέχονται από έναν αγωνιώδη προβληματισμό σχετικά με την καταστροφή 

στην οποία οδηγείται ο κόσμος, και την ίδια στιγμή εκφράζουν ένα είδος μυστικιστικής ελπίδας για την ολοκληρωτική ανανέωση της ανθρωπότητας. (Παρίσης, 2005, 65) 

 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτού

ρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 5

 άγρια θηριοτροφεία μπροστά μας ξεκαρδίζονται/η άσεμνη πόλη.

20 Λιτές όμως πλήρως αποκαλυπτικές είναι οι προσωπικές του τοποθετήσεις: 

«Εγώ πιστεύω αυτό που είπε κάποτε ο Σολωμός: «Πρέπει οι Έλληνες να μάθουν πως εθνικό είναι ό,τι είναι αληθές». (Τουρογιάννη, ΜΑΝΔ, 63) 

«Πήρα για μαγιά τη συντομία κι απόφυγα τους Παρνασσικούς ποιητές με τη φλυαρία τους και τα μυθολογικά θέματα. Γενικά, απόφυγα κάθε θεματογραφία». (Τουρογιάννη, ΜΑΝΔ, 68)

 Εν κατακλείδι, ο Σαχτούρης αναδεικνύεται ένας ποιητής «που εν ονόματι της ποίησης, της μιας και αδιαίρετης, καταργεί αυτόματα τα όρια μεταξύ πρωτοπορί

ας και παράδοσης». (Δάλλας, 1997, 181) 

Εικόνα 1

 Χαρακτηριστικό σχέδιο του ποιητή 1.1.1 Μορφολογία και γλώσσα

 Μη κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.21

 Κάθε ποίημα του Σαχτούρη «μοιάζει σαν να σχηματίζεται αυτόματα ως μορφή δημόσια την ώρα που εκφωνείται. […] Και την ίδια ώρα, με την άλλη, μισοβυθισμένη και ύφαλη μορφή του, μοιάζει με ένα κρυπτογράφημα που αντιστέκεται και προκαλεί τον αναγνώστη». (Δάλλας, 1997, 189) Θα κρατήσω τον γαλήνιο ποιητή/τον άλλο τον τρελλό θα τον σκοτώσω 22 20 Από το ποίημα «Η άσεμνη πόλη», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 21

 Από το ποίημα «Η μητέρα», συλλογή Έκτοτε, 1996.

 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 6 

Γενικότερα, ο Σαχτούρης δείχνει να πειραματίζεται δημιουργώντας ιδιαίτερη αίσθηση και μόνο από την πρώτη ματιά.

 Έτσι στις συλλογές του περιλαμβάνονται ποιήματα πεζόμορφα, όπως το «Στον παλιό δρόμο», η «Επίσκεψη», «Η περίπτωση της άτυχης κυρίας» και άλλα σε πιο παραδοσιακή μορφή με στροφές, όπως «Η διαδρομή» (5 τετράστιχες) ή το «Τραγούδι» (2 πεντάστιχες), τα περισσότερα όμως είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, με άνισες στροφές, ενώ πολλά από αυτά έχουν έναν στίχο μόνο του σαν επιστέγασμα στο τέλος. κι η νύχτα θα ‘ναι όμορφη σα μέρα 23

 Κατά κανόνα τα ποιήματά του είναι κοντόσωμα, ολιγόστιχα και μονοσέλιδα –

ιδίως τα τελευταία του– με στίχους μονολεκτικούς και συνήθως κοφτούς ή άλ

λους μακρόσυρτους, παρουσιασμένους με στοίχιση στα δεξιά. αυτής/γης/θυμάσαι

/τρέχαμε 24 μην τις φοβάστε τις μαύρες τις φτερούγες του πουλιού μες στο κεφά

λι σας στον ύπνο 25 

Σε ορισμένες περιπτώσεις πάλι, ο ποιητής δίνει έμφαση σε λέξεις στοιχειοθετώ

ντας τις αραιά ή, άλλοτε ξεκινώντας τις με κεφαλαίο γράμμα («γ ι α π ά ν τ α», «Χάρη»).26 Όπως καταγράφει ο Δάλλας, στις πρώτες του ποιητικές συλλογές επικρατεί η κυκλική φορά, ενώ σε επόμενες η προεκβολική ή κατακόρυφη φορά. (Δάλλας, 1997, 152) 

Το ποτάμι το όνειρο τα σπιρούνια κι ο φόβος/σκορπίστηκαν σ’ αυτό το λιβάδι

 […] για να σμίξουν και πάλι μαζί στο λιβάδι το ποτάμι το όνειρο τα σπιρούνια κι

ο φόβος 27 Σύμφωνα με τον Σπ. Τσακνιά «στη γλωσσική βακχεία [των υπερρεαλιστών] αντιπαραθέτει τη λεκτική του λιτότητα και αυστηρότητα, την κλειστή περίφρακτη ποιητική του μονάδα. (Πεντζίκης, 1992, 11) «Δομική μονάδα

 […] είναι η λέξη ως σύνταξη και ως ρυθμός […], κυριαρχεί η στιχική αράδα, ανισοσύλλαβη, κατά τη φορά μιας φυσικής ποιητικής 22 Ανέκδοτο ποίημα «Θα κρατήσω», ΜΑΝΔ, 83. 23 

Με τον στίχο αυτό ολοκληρώνεται το ποίημα «Θρήνος», συλλογή Σφραγίδα ή Όγδοη σελήνη, 1964. 24 Από το ποίημα «Έναστρη», συλλογή Καταβύθιση, 1990. 

25 Από το ποίημα «Μενέλαος», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 26 Από το ποίημα

 «Η επίσκεψη», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 27 Από το ποίημα «Τα χωρισμένα»

, συλλογή Παραλογαίς, 1948.


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 7 αναπνοής». (Δάλλας, ΜΑΝΔ, 116).


 Έντονα επηρεασμένος από την υπερρεαλιστική γλώσσα και την τεχνική, «παρουσιάζει λιτότητα στα εκφραστικά μέσα και ευρηματικότητα στην εκλογή νέων λέξεων». (Πολίτης, 1985, 340) ο μοτοσυκλετοποδηλατιστής/[…]/ο αιματοκλαδοκλειδοσκοπιστής 28 

Γενικά, είναι αδιαφιλονίκητη η «απόλυτη κυριαρχία των ουσιαστικών και των ρημάτων στην ποίησή του, πλαισιωμένων με τα πιο στοιχειώδη επίθετα και επιρρήματα αντίστοιχα». (Δάλλας, 1997, 175) 

Όπου όμως υπάρχουν επίθετα, δημιουργούν αναμφισβήτητα αίσθηση. αχνά παπούτσια/ο χρυσός νεκρός 29


 Ο Σαχτούρης γενικά δεν «χρειάστηκε να καταφύ

γει σε πόζες, εξυπνακισμούς και λεξιλαγνίες, που ενδεχομένως εντυπωσιάζουν αλ

λά αποστερούν το αίσθημα της αλήθειας που οφείλει να εκπέμπει ο ποιητικός λόγος». (Κρεμμύδας, Αντί, 61)30 


Σε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις ο ρυθμός και 

η ομοιοκαταληξία γίνονται εύκολα / ασυναίσθητα αντιληπτές. Φεγγάρι πεθαμένο

 μου/για ξαναβγές και πάλι Θέλω να δω το αίμα σου/δεν έκαιγες λυχνάρι 31 

Είναι πουλιά/που δεν πετάνε/είναι πουλιά/θαμμένα/μες σε κουτιά Είναι δωμάτια/

και είναι λέξεις/που σκίζουνε το κεφάλι/σαν καρφιά 32 Με την οπτική και τυπογραφική διάρθρωση της ποίησής του σε αρκετά ποιήματα, όπως π.χ.

 «Η Αποκριά», δίνεται «η εντύπωση της α-ταξίας, της ασυμμετρίας στους στί

χους, όπως «αταξία» βασιλεύει στην αποκριάτικη περίοδο –και στις εμπόλεμες καταστάσεις– όπως «άτακτα» είναι τα αισθήματα οδύνης και φρίκης», 

(Διαλησμά, 1986, 114) ενώ «η συναισθηματική φόρτιση του ποιητή δηλώνεται με την πλήρη απουσία στίξης και με τους κοφτούς, ασθματικούς στίχους». (Γεωργιάδου, 2006, 137) 28 

Από το ποίημα «Ο Ζακχαίος», συλλογή Το σκεύος, 1971. 29 Από το ποίημα «Ο νεκρός τις γιορτές», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 30 

Σε αρκετά σημεία της ΜΔΕ γίνονται παραπομπές σε άρθρα από το τεύχος του περιοδικού Αντί, που ήταν αφιερωμένο στον Μίλτο Σαχτούρη και εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2005, λίγο μετά από τον θάνατο του ποιητή. 

Στη βιβλιογραφία αναφέρονται αναλυτικά τα στοιχεία κάθε άρθρου, όμως στις παραπομπές, χάρην ευκολίας, αναφέρεται ο τίτλος Αντί και ο αριθμός της σελίδας του περιοδικού στην οποία βρίσκεται το άρθρο. 31

 Από το ποίημα «Η πηγή», συλλογή Όταν σας μιλώ, 1956. 32 Από το ποίημα «Οι καμπάνες», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο,1958. Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 8 

Πράγματι, τα περισσότερα ποιήματά του είναι εξολοκλήρου άστικτα, όμως οφείλεται προσοχή στα σημεία στίξης που χρησιμοποιεί ο Σαχτούρης, όπως είναι 

η παύλα που δηλώνει ένα ομιλών πρόσωπο και το ερωτηματικό, τα αποσιωπητι

κά και οι παρενθέσεις. – Είσαι στ’ αλήθεια μαζί μου ευτυχισμένη;/την ερώτησα. 

– Μα, ναι, μ’ απάντησε/Αφού κάθε πρωί όταν ξυπνάω/τραγουδάω.33

 ολοένα ξεχνάω/σε λίγο θα ξεχάσω/και ποιος είμαι/και τότε …34


 Το ύφος του, κατά κανόνα λιτό και απέριττο, είναι ορατό ήδη από τον τίτλο,

 όπου συχνά προβάλλει μόνο ένα έναρθρο ουσιαστικό. 

Βέβαια, κάποιοι λιγοστοί τίτλοι επεκτείνονται, όπως ο «Άσπρα ωραία καράβια 

όπως μου άρεσαν πολύ». «Η πρόταση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του ποιήματός του» και «η παράταξη αποτελεί την αποχρώσα βάση των συντακτικών δομών

 του». (Δάλλας, 1997, 63-64) εμείς μαζεύουμε βελόνες/όπως άλλοτε μάζευαν λουλούδια/ κι η πιο μεγάλη διάπλατα/τρυπάει το κρανίο μας 35 

Οι λέξεις του «ορυκτές με τις αιχμές τους, κόβοντας σαν το γυαλί την ακοή μας. Λέξεις αγέλαστες, χωρίς ευγένεια και χιούμορ.[…] υπάρχει κι ας μη φαίνεται μια

 «βουβή» κοινωνιολογία αυτών των λέξεων». (Δάλλας, 1997, 66) Σύμφωνα με τον

 Μ. Κατσαρό «ο Σαχτούρης μαζεύει μ’ ένα φακό τις λέξεις του/ταχτοποιεί σε 

δέντρα τα συμβάντα…» («Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι») (Γιαννακόπουλος, 1988, 147) Τον αστροναύτη πάντα τον πληρώνουν/ποτέ τους δεν πληρώνουν το Θεό ούτε τους χρωματιστούς αγγέλους 36 

Ειδικότερα για τη συλλογή Εκτοπλάσματα 37 ο Μαρωνίτης αναφέρει ότι απλότη

τα και ενάργεια (στην κυριολεξία και στη μεταφορά, στη στάση και στον βηματισμό, στον κορμό και στα άκρα του λόγου) δίνουν την αίσθηση κάποτε και

 της παιδικής αφέλειας. 

Η τελική αυτή αφέλεια είναι το κατόρθωμα της ώριμης ποίησης […]Αυτή η 

έσχατη οικονομία αποφορτίζει τα Εκτοπλάσματα και από το υπερβάλλον υπερρεαλιστικό τους βάρος. 

Πρώτη φορά εξάλλου τόλμησε τώρα ο Σαχτούρης 

και το αστιχούργητο ποίημα: η αφηγηματική, πεζή «Επίσκεψη» του, με την οποί

α και κλείνει η συλλογή, μεταφέρει το ποιητικό ρίγος από 33 Από το ποίημα 

«Από την παλιά ερώτηση», συλλογή Χρωμοτραύματα, 1980. 34 

Από το ποίημα «Ημερολόγιο», συλλογή Καταβύθιση, 1990. 35 

Από το ποίημα «Μια μέρα», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 36 

Από το ποίημα «Ουράνια απάντηση», συλλογή Το σκεύος, 1971. 37

 Πρωτοεκδόθηκε το 1986. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 9 


το φύλλωμα στη ρίζα του ποιήματος· στην επιφάνεια του λόγου κυλάει ο άνεμος, διασκεδάζοντας ειρωνικά με το τελειωμένο δράμα. (Μαρωνίτης, 2007, 

142) 

Μόνο αφελής δεν είναι ο Σαχτούρης όμως, όσο ωριμάζει, κατορθώνει να γίνεται

 λακωνικότερος και ευστοχότερος μέσα στην απλότητά του. φέτος δεν πήγα εξο

χή/του χρόνου όμως θα πάω/από την οδό Αναπαύσεως 38

 Εικόνα 2 Χαρακτηριστικό σχέδιο του ποιητή 


1.1.2 Κυρίαρχα σχήματα λόγου 

Δώσε μου λίγο κρεβάτι Ουρανέ πήρε φωτιά το σπίτι μου 39 Ο Μαρωνίτης μελετώντας το ποίημα «Ο δαίμονας»40 σχολιάζει εύστοχα τον ρόλο των διάφορων σχημάτων (νοηματικών, λογοτεχνικών και γεωμετρικών). Θεωρεί ότι το ποίημα, από τεχνική άποψη, ορίζει τρεις ομόκεντρους κύκλους. Στο πρώτο τρίστιχο κατατίθεται η πραγματική αφορμή. Στον δεύτερο (τρίστιχο και πεντάστιχο) δηλώνονται οι παραισθητικές 38 Από το ποίημα «Φθινοπωρινό τοπίο», συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 1998. 39 Από το ποίημα «Το αμάξι», συλλογή Το σκεύος, 1971. 40 Από τη συλλογή Το σκεύος, 1971. Το μυαλό μου κουρασμένο/πώς έπεσα/και τσακίστηκα/τώρα/με δεκανίκια/χρυσά τρίγωνα χρυσά τετράγωνα γύρω κρεμνάω/τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα/τώρα η μαύρη φίλη μου/άσπρο φάντασμα/κι εκείνη που χάθηκε με τ’ ασημένιο καρφί στον ποταμό/δεν ξέρω ποιος; Ο ήλιος ή το χιόνι/δεν ξέρω ποια; Τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια/μετράω ολοένα μετράω/η μητέρα μου ολοένα κλαίει/η μητέρα μου ολοένα μετράει Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 10


 φασματικές αναγωγές της πραγματικότητας. 

Στον τρίτο κύκλο (τρίστιχο, όπως και ο πρώτος), ο ποιητικός λόγος αυτονομείται[…] Οι αλλεπάλληλες εξάλλου επαναλήψεις και η εφαρμογή του παραλληλισμού οργανώνουν, μέσα στους τρεις ομόκεντρους κύκλους, ένα σταυρόλεξο. Υπάρχουν οριζόντιοι, κάθετοι και χιαστοί συνδυασμοί. 

Οριζόντιες επαναλήψεις : χρυσά-χρυσά, μετράω-μετράω, μετράει-μετράει. 

Κάθετη στοίχιση: τώρα, τώρα, τώρα· φίλη μου, φίλη μου· δεν ξέρω ποιος, δεν 

ξέρω ποια· φάντασμα, φάντασμα· ήλιος, χελιδόνια· χιόνι, σπουργίτια· ολοένα, ολοένα· η μητέρα μου, η μητέρα μου. Τέλος το χιαστό σχήμα: άσπρη-μαύρο × μαύρη-άσπρο. Αυτός ο τριγωνισμός και ο τετραγωνισμός του κύκλου καθιστούν 

το ποίημα φανταστικό γεωμετρικό σχήμα και εκκρεμές αριθμητήριο. (Μαρωνί

της, 2007, 115) 


Γενικότερα, στο σαχτουρικό έργο εντοπίζονται εύκολα διάφορα σχήματα λόγου. 

Η επανάληψη λέξεων ή φράσεων διεκδικεί επάξια μια πρώτη θέση ανάμεσά τους

 με πάμπολλες εμφανίσεις –όπως στο τελευταίο ποίημα, VI, της συλλογής Λησμονημένη 41 όπου επαναλαμβάνεται 11 φορές η φράση: «Η λησμονημένη είναι»–, χωρίς ποτέ να γίνεται βαρετή, ενώ συνήθως κλιμακώνεται μέσω αυτής

 η ένταση. Είν’ ένας δρόμος πληγωμένος/είν’ ένας δρόμος φλογισμένος/είν’ ένας δρόμος λυπημένος 42 Ο Σαχτούρης χρησιμοποιεί την υπερβολή («ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα» 43), την αντίθεση («ένα μπαμπάκι/ και η πίσσα»,44 «κρατούσαν όνειρα ζεστά στα παγωμένα χέρια» 45), την παρήχηση («μετράω ολοένα μετράω» 46), το οξύμωρο («όλη τη νύχτα άναβε ο ήλιος» 47), 

τη μεταφορά («η άσεμνη πόλη» 48), εντυπωσιάζει όμως ίσως περισσότερο με τις παρομοιώσεις του. σαν τον βοσκό που ψάχνοντας για τα χλομά τ’ αρνιά του περιπλανήθηκε και χάθηκε στο χάος της ψυχής του 49 η φωνή της/σα σκοτεινή αίθουσα κινηματογράφου 50 41 Πρωτοεκδόθηκε το 1945. 42 Από το ποίημα «Ο δρόμος», συλλογή Όταν σας μιλώ, 1956. 43 Από το ποίημα «Το ψωμί», συλλογή 

Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο,1958. 44 Από το ποίημα «Η κόλαση», συλλογή Τα στίγματα, 1962. 45 Από το ποίημα «Ο χορός», συλλογή Τα φάσματα 

ή η χαρά στον άλλο δρόμο,1958. 46 Από το ποίημα «Ο δαίμονας», συλλογή Το σκεύος, 1971. 47 Από το ποίημα «Το μαύρο άστρο», συλλογή Όταν σας μιλώ, 1956. 48 Από το ποίημα «Η άσεμνη πόλη», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 49 Από το ποίημα «Η λατρεία», συλλογή Η λησμονημένη, 1945. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 11 


σαν πεινασμένοι έλικες γυρίζουνε/οι δείχτες των ωρολογιών 51

Με το «παραξένισμά» του νομιμοποίησε τις επιγονικές μας αμφισυνδέσεις, που

 όσο τολμηρότερες παρουσιάζονταν τόσο περισσότερο συγγενείς ήταν προς τις 

δικές του. […] τα θαύματα των αντιθέσεων και την τεχνική του απροσδόκητου


[…] τον τρόπο να ακινητοποιούμε φωτογραφικά, αλλά και θραυσματικά αυτό 

που ευρύτερα ονομάσαμε άγχος, αγωνία, καθημερινό πανικό. (Βαρβέρης, Αντί, 23)

 Μονάχα η ψυχή στ’ αυτί μου/ψιθυρίζει λέγοντας:/σκοτείνιασε σκοτείνιασες γιατί;

/δεν είσαι τρομαγμένος;52 

Ο Δάλλας σχολιάζει την ικανότητα που έχει ο Σαχτούρης να μεταβάλλει την παρομοίωση σε υποκατάσταση, την υποκατάσταση σε αρχετυπική κάλυψη των ρόλων. Και τα σύμβολα σε σημεία. Έτσι πίσω από τη συμβατικότητα της συνή

θειας που τη νέκρωσε, ανοίγει παράθυρα για να ξαναχαρούμε την πρωτοτυπία 

στη γλώσσα. […] σπάζοντας την απολίθωσή τους, αφυπνίζει την παραστατική δύναμη της γλώσσας. Και μέσα μας, την υποσυνείδητη εικόνα του κόσμου. 

(Δάλλας, 1997, 150-151) 

Ως το τέλος λυπήθηκα που ήτανε παιδί/θα ‘πρεπε να ΄ταν σύννεφο σαν κι αυτά 

που μέσα τους κρύβονται τα πουλιά/όταν φοβούνται 53 1.1.3 Η παντοδυναμία 

των εικόνων στη σαχτουρική ποίηση μενεξεδένια συνάρτηση/ ο κόσμος 54 

Σε ένα από τα καμωμένα με μολύβι , «με μια αδέξια, παιδική σχεδόν δραματικότητα», σχέδιό του σημειώνει: «Ζωγραφισμένη ποίηση», που γι’ αυτόν

 σημαίνει «εικαστική και άρα τη μόνη τέλεια σύλληψη και παράσταση της εμπειρίας του κόσμου, με την ποίησή του.» (Δάλλας, 1997, 173) 

Ο ίδιος ομολογούσε ότι «Ξεκίνησα σαν πεζογράφος με μικρά εξπρεσιονιστικά διηγήματα που, σιγά σιγά, πύκνωναν και γίνονταν ποιήματα». (Τουρογιάννη, ΜΑΝΔ, 69) και 50 Από το ποίημα «Ιστορία», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο,1958. 51 Από το ποίημα «Χρονικό», συλλογή Το σκεύος, 1971. 52 

Από το ποίημα «Ο συλλέκτης», συλλογή Το σκεύος, 1971. 53 Ποίημα «Ως το τέ

λος Ι», συλλογή Το σκεύος, 1971. 54 

Από το ποίημα «Χρονικό», συλλογή Το σκεύος, 1971. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 12


 αναμφίβολα η ποίησή του είναι «κατάφορτη από εξπρεσιονιστικές εικόνες». (Στεφανίδης, ΜΑΝΔ, 167) 

Ο Χρήστος Μπράβος είχε γράψει ότι αν δεν ήταν ποιητής ο Σαχτούρης , μπορού

με να τον φανταστούμε σκηνοθέτη του κινηματογράφου (όπως παρατίθεται στο Ζήρας, ΜΑΝΔ, 173), συμφωνώντας με την τοποθετήση του Δάλλα για τις ευδιάκριτα διαδοχικές σκηνές που απαρτίζουν κάθε ποίημα και που «είναι μια ακολουθία «λήψεων», που δείχνει και την ιστορία του σαν μια υπόθεση εν κινήσει.[…] 

Μια τεχνική, που γενικά θυμίζει ή επιδέχεται κινηματογραφική γραφή και προβολή». (Δάλλας, 1997, 58-59) Εικόνα 3 Χειρόγραφο με σκίτσο του ποιητή 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» 

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 13 


Ο Σαχτούρης –όπως και ο Δάλλας– αποφεύγει την ευκολία της έκφρασης, την επικαιρική ή επετειακή γραφή» γράφοντας με «σκοτεινότητα […] υπαινικτικότη

τα και μια εικονοποιία προκλητική που εμφανίζεται ως μια «αποδιαρθρωμένη ακολουθία οπτικών παραστάσεων» σε έναν ρημαγμένο κόσμο στον οποίο ο ποιητή

ς παρότι γηγενής και αυτόχθων, δεν νιώθει καθόλου οικείος και φιλικός. 

(Αλεξίου, 2018, 102)

 Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει. Ένας γέρος κοιτάζει μέσ’ από το τζάμι. Ένα ξερό δέντρο, ένα φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού. Ένα δέντρο με πορτοκάλια πιο πέρα.[…]Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! 55


Η εικόνα του Σαχτούρη είναι καθαρή και αυτόνομη. Καθαρή γιατί πηγάζει ολόκληρη και χτίζεται από τις αισθήσεις. Και αυτόνομη, γιατί δεν διαρρέει για να υπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες του πνεύματος. […] Η υλική παράσταση –η περιγραφή– και η ενδοχώρα της ιδέας της –ο στοχασμός– είναι τα δύο επίπεδα 

που γεφυρώνονται με την εικόνα του. (Δάλλας, 1997, 60) 


Η ιδιαιτερότητα των σαχτουρικών εικόνων σε πολλές συλλογές, όπως στις Παραλογαίς, έγκειται βασικά στην αίσθηση ανοικείωσης που προκαλούν, καθώς «αποδίδουν μικρογραφικά μια αναποδογυρισμένη εικόνα του κόσμου». (Μέντη, 2004, 28) Ο Σαχτούρης «παντρεύει» με τόλμη αταίριαστα, με βάση τη λογική, στοιχεία. υπάρχουν όμως άπειρες γλυκές γυναίκες μόνο που κρέμασαν στον ώμο τους ένα γκρίζο σύννεφο 56 Εικόνα 4 Χαρακτηριστικό σκίτσο του ποιητή Μ. Σαχτούρη 55 Από το ποίημα «Πορτοκαλιά», συλλογή Όταν σας μιλώ, 1956. 56 

Από το ποίημα «Η συννεφιά», συλλογή Η λησμονημένη, 1945 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 14 


Ο ίδιος ο Σαχτούρης είχε εκφράσει την άποψή του για τα ζωγραφικά σχέδια των ποιητών: Σε μια συνέντευξή του, ο αλησμόνητος Νικόλαος Εγγονόπουλος κάπως υπερβάλλοντας, όπως άλλωστε το συνήθιζε, έλεγε πως δεν είναι ποιητής αλλά ζωγράφος και τόνιζε ότι κάθε ευαίσθητος ζωγράφος, σε κάποιες πρόσφορες στιγ

μές του, αρέσκεται να χαράζει λίγους στίχους, λίγες γραμμές, έτσι διά παρηγοριά

ν. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και σε κάθε άξιο κι ευαίσθητο ποιητή: σε ορισμένες στιγμές, έρχεται κάτι που βγαίνει από ανάγκη ψυχής. 


Όταν ένας αληθινός ποιητής σχεδιάζει κάτι, δεν πρέπει να κριθεί αυτό που σχεδιά

ζει σαν έργο ζωγραφικής, αλλά σαν κάτι που βγαίνει από το περίσσευμα ευαισθησίας της στιγμής εκείνης και δεν αρμόζει να κριθεί με τις μεζούρες της κριτικής της ζωγραφικής. Και το πιο ατελές σχέδιο έχει την αξία του, άμα βγαίνει από το χέρι του αληθινού ποιητή. Και σαν τέτοιο, σύμφωνα με τη διάθεσή του ο ποιητής ο γνήσιος, έχει το δικαίωμα να το δημοσιέψει, να το εκθέσει, να το κάνει ό,τι θέλει, μια και είναι δημιούργημα της ποιητικής ψυχής του. 


Αυτά τα ολίγα για μια παρεξήγηση που συχνά γίνεται με τα σχεδιάσματα των ποιητών. 57 Εικόνα 5 Χαρακτηριστικό σκίτσο του ποιητή Μ. Σαχτούρη 57 Μίλτος Σαχτούρης, Η λέξη, τχ. 103, Μάιος-Ίούνιος ’91. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 15


 1.2 Θεματογραφία Κι ο χρόνος/ πάντοτε Κρόνος Κανίβαλος τρόμος 58 Κατηγορηματική είναι η δήλωση του ίδιου του Σαχτούρη στον Δ. Μαρωνίτη: «Πρέπει απαρχής να πω ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να εξηγήσω τα ποιήματά μου» (Αργυρίου, ΜΑΝΔ, 115), όμως στον πειρασμό μιας ερμηνευτικής ανάλυσης και 

ενός –έστω– αδρομερούς σχολιασμού τους υπέκυψαν και, καθώς φαίνεται, θα υποκύπτουν πολλοί, αποθησαυρίζοντας ένα συνεχώς διογκούμενο και ευεργετικά αξιόλογο υλικό. 

«Η ποίηση [του Σαχτούρη] φαίνεται να είναι βιωματική και μερικές φορές αυτοβιογραφική» (Ζορμπάς, 1987, 148) «Και είναι “συνεχής” αυτοβιογραφία, με

 την έννοια πως όλη η ποίησή του, από συλλογή σε συλλογή, δεν είναι […] παρά ένα “ποίημα εν προόδω”. (Δάλλας, 1997, 30) 

«Ο ποιητικός εξοπλισμός του, με τα πιο ριζικά και τα στοιχειώδη, πολύ πρόωρα 

έχει συντελεστεί· κάθε άλλη δεκτικότητά του έχει αποκλειστεί ή στομώσει. Έτσι εξηγείται ο κεντρομόλος ποιητικός του κόσμος». (Δάλλας, 1997, 36) 


Ο ίδιος ο ποιητής ομολογεί: Συχνά μάλιστα έχω την αίσθηση ότι όλες μου οι συλλογές αρθρώνουν ένα μεγάλο, ενιαίο ποίημα. Δεν μ’ αρέσει ν’ αλλάζω τρόπους και τεχνικές όπως κάνουν ορισμένοι, δεν μ’ αρέσει να «ανανεώνομαι». 

Είναι αυτό που λέει ο Παλαμάς «Το ίδιο τραγούδι να λες/είτε γελάς, είτε κλαίς.» Έτσι από τη Λησμονημένη μέχρι και την Καταβύθιση με βασανίζει πάντα το ίδιο ποίημα. (Τουρογιάννη, ΜΑΝΔ, 74) Εδώ και σαράντα χρόνια/ο θάνατος στέκει 

πλάι μου 59 Αποδεχόμενος ο Δάλλας, όσον αφορά την αρχιτεκτόνηση του ποιήμα

τος, ως δομικά στοιχεία των ποιημάτων του Σαχτούρη:


 1. Μια ιστορία-«μήνυμα», 2. τη «σκηνική» διάρθρωση, 3. την «ιδεοπλαστική» εικόνα» πιστεύει ότι «σε κάθε ποίημά του υπάρχει μια μοναδική ιστορία.

 Βλέπεις την κίνησή της πίσω από τον καμβά του θέματος, να δίνει σχήμα σ’ ένα μήνυμα. Ο καμβάς περιορίζεται σε τρία-τέσσερα επεισόδια και αυτά είναι τα ορόσημά της» (Δάλλας, 1997, 56) 58 Από το ποίημα «Κεφάλια», συλλογή Χρωμοτραύματα,1980. 59 Από το ποίημα «Batir des chateaux en Espagne», συλ

λογή Καταβύθιση, 1990. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 16 


Αναμφίβολα «τα ποιητικά του θέματα συνήθως τα αντλεί από τους δύσκολους καιρούς που ο ίδιος έζησε. Είναι δηλαδή θεματικά προσγειωμένος στην εποχή 

του». (Παρίσης, 2006, 167)

 Η πορεία του από συλλογή σε συλλογή μπορεί να χαρακτηριστεί: 

1. Φανταστική (Η μουσική των νησιών μου), 2. Αισθηματική (Η λησμονημένη), 

3. Καλλιτεχνική (Παραλογαίς), 4. Βιωματική-πραγματική (Με το πρόσωπο στον

 τοίχο, Όταν σας μιλώ), 5. Υποθετικήπλασματική (Τα φάσματα, Ο περίπατος, 

Τα στίγματα), 6. Ενορατική-υπερβατική ( Σφραγίδα, Το σκεύος). (Δάλλας, 1997,

 140-141) Το αίμα και οι νεκροί που αντίκρισε τόσο στην οικογένειά του όσο, κυρίως, σαν στρατιώτης έχουν αφήσει ανεξίτηλο στίγμα πάνω του. «Εκπροσω

πεί [όπως ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος] το κοινό ιδίωμα ενός λυρικού εξπρεσιονισμού και μιας ποιητικής του πένθους.» (Στεφανίδης, ΜΑΝΔ, 166) 

«Είναι παράξενο πως μπορεί να μας γοητεύει με τις εφιαλτικές φιγούρες. 

Μοιάζει μ’ αυτούς που λεν παραμύθια και πετυχαίνουν με σχετική ευκολία να γαληνεύουν και να αποκοιμίζουν τα παιδιά με ιστορίες φαντασμάτων και τεράτων». (Μόνιος, 1985, 135) 

Μέσα από τους ψαλμούς/ξεπετάχτηκε/και η ψυχή του πεθαμένου πήγε και κύλη

σε πεταλούδα πάνω σε μια κολόνα 60 Μέσα από ανοίκειες εικόνες, ο Σαχτούρης

 στο ποίημα «Τα δώρα» αποκαλύπτει συνειρμικά –αν και όχι πάντα κατανοητά–

 ένα βασικό για τον ίδιο θέμα, τον ρόλο του ποιητή: μέσα απ’ το συμβολικό κάρφωμα, ο ποιητής απευθύνεται στην καρδιά των ανθρώπων. 


Αφυπνίζει μέσα τους τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής τους. Τους κάνει να αναβλέψουν και να κοιτάξουν τον ουρανό, να υπερυψωθούν δηλαδή σε ένα επίπε

δο αισθητικής λειτουργίας, να κατανοήσουν το νόημα μιας άλλης δικαιοσύνης

 που δικαιώνει τους βασανισμένους στη ζωή (=ζητιάνα). […] 


Αρκεί μόνο οι άνθρωποι να κατανοήσουν ότι αυτός που τους μιλάει (=τους καρφώνει την καρδιά) είναι ποιητής! (Παρίσης, 2006, 173) 


Ο Ηλίας Μαγκλίνης χαρακτηρίζει εσωστρεφή και μοναχικό, αλλά όχι απόμακρο 

τον Σαχτούρη, θεωρώντας ότι αν υπάρχει μια θεματική στην ποίησή του, αυτή ενδεχομένως να είναι ο διαρκής στοχασμός πάνω στην έννοια της οδύνης, στον

 πόνο ως βαθύτερη ουσία και μοίρα της ανθρώπινης ύπαρξης.» (Μαγκλίνης,

 ΜΑΝΔ, 127) 60 


Από το ανέκδοτο ποίημα «Η ψυχή στο μοναστήρι», ΜΑΝΔ, 82.


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 17


 Τελικά, ο Σαχτούρης, με μόνιμο σύντροφο την αδήριτη μελαγχολία του, γράφει συναισθανόμενος την ασημαντότητα των πάντων και τη δύναμη της μοίρας. Η απραγματοποίητη στα νιάτα του ερωτική συνάντηση λόγω της αιμόπτυσης έχει μπολιάσει τον ποιητή ανεξίτηλα και η εικόνα της κοπέλας του έχει μείνει σαν

 ιδέα αλησμόνητη. 

Ο χρυσός νεκρός/θα βγει έξω/δεν τον γνωρίζει κανένας/τον αλήτη νεκρό θα κά

τσει στο πικρό καφενείο/να πιει τον καφέ του κι ύστερα πάλι/σε λίγες μέρες/ήσυ

χα θα πεθάνει (ο νεκρός) όταν έρθει ο χρόνος/κι όλες οι ρόδες/κόκκινες όπως πρώ

τα/θα γυρίσουν πάλι.61 

Με μάγια αλλά/και με Θεό μαζί/ψάχνω/την άδική μου μοίρα […] Πόση ακόμα 

μου μέλλεται/συμφορά.62 Όμως, «παρά την τερατουργία […], εμφανίζεται η ελπίδα». (Παπαντωνάκης, 2000, 87) Σε μια γωνιά/ο δ ρ ά κ ο ς/Θα είναι/Ένα κλωνάρι/Ανθισμένη/Αμυγδαλιά 63 


 1.2.1 Μύθος και ιστορία Πάντα θα ‘χουμε ανάγκη από ουρανό 64 Όπως ήδη αναφέρθηκε ο Σαχτούρης είναι προσγειωμένος στην εποχή όσον αφορά τη θεματογραφία. Δεν είναι όμως ένας ακόμη ποιητής που απλά γράφει στίχους για

 τον Εμφύλιο ή για έναν χαμένο έρωτα. «Παρατηρεί, αντιστρέφει τα πράγματα 

και τα παρουσιάζει διαφορετικά απ’ ό,τι τα ξέρουμε ως τώρα. 


Η πραγματικότητα διατηρεί τα βασικά της συστατικά, μέσα σ’ αυτήν ο ποιητής εγγράφει τη δική του φανταστική πραγματικότητα». (Καρβέλης, 1983, 197) 

Στα μικρά ποιήματά του «με τους σύντομους και σαν υπερρεαλιστικούς μύθους

 […] τραγουδά πάντα μια από τις αγνότερες ποιητικές φωνές». (Καραντώνης, 

1984, 294) Το περιεχόμενο όμως δεν είναι ευχάριστο αλλά, αντίθετα, εφιαλτικό 

και δραματικό.65 Ένας κόσμος κλειστός και περιχαρακωμένος, με βασικό στόχο

 την πικρή αίσθηση της ζωής· μια 61 Από το ποίημα «Ο νεκρός τις γιορτές», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 62 Από το ποίημα «Ξυμφορά», συλλογή Έκτοτε, 1996. 63 Από το ποίημα «Ο άρχοντας», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 64 Από το ποίημα «Το αεροπλάνο», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο,1958.

 65 


«Η ποίησή μου είναι ιδιότυπα δραματική και λυρική» δηλώνει ο ίδιος. (Τουρογιάννη, ΜΑΝΔ, 70)


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 18


 υπαρξιακή θλίψη που εκφράζεται κατά προτίμηση με παραβολές και μικρούς μύθους, ακόμη και με αινιγματικά σύμβολα και εικόνες, που φτάνουν ως το αλλόκοτο, το τρομαχτικό και το παραμορφωμένο. (Πολίτης, 1985, 340) 

Ο Σαχτούρης είναι «ένας υποβλητικός μυθοποιός του άγχους μας». (Καραντώνης,

 ΜΑΝΔ, 100)

 Γενικά στη σαχτουρική ποίηση οι αναφορές σε ιστορικά γεγονότα απουσιάζουν.

 Στο ποίημα «Δεν είναι ο Οιδίποδας» 66 αντίστοιχα με το Σημεία και τέρατα του Δάλλα με μια εξίσου «ασθμαίνουσα αποδιαρθρωμένη ακολουθία οπτικών και λεκτικών παραστάσεων»: δωρικές κολώνες/ο Αίγιστος/ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένος/νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα/ο Ορέστης σκοτωμένος/

σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα/άλλοι γυρίζουν στους δρόμους από το πανηγύ

ρι/ με φώτα με σημαίες/φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει από τον ουρανό/τα άλογα του Αχιλλέα πετούν στον ουρανό/το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι γεμάτο οινόπνευμα/βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του/είναι ο Ηλίας της λαχαναγο

ράς/παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα «συνυφαίνονται» μυθολογικά (Αίγιστος, Ορέστης), ιστορικά (δωρικές κολώνες), θρησκευτικά στοιχεία (ψαράς-

Απόστολοι, Μαρία-Θεοτόκος), προσωπικές μνήμες (με φώτα με σημαίες), σύγχρο

νες (ο Ηλίας της λαχαναγοράς)και παραδοσιακές εικόνες (φλογέρα). (Αλεξίου, 

2018, 106) Εικόνα 6 Χαρακτηριστικό σχέδιο του ποιητή Μ. Σαχτούρη 66 

Από τη συλλογή Παραλογαίς που εκδόθηκε το 1948.

Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 19 


1.2.2 Η κυριαρχία των χρωμάτων Και το πρωί/αν τα πουλιά που μου στέλνει/ο 

Θεός/είναι πάλι μαύρα Τα βάφω/πράσινα/κίτρινα/κόκκινα 67 Στην πρώτη συλλο

γή Η μουσική των νησιών μου ως Μίλτος Χρυσάνθης, ο Σαχτούρης προοικονομεί

 τον βαρυσήμαντο ρόλο που έμελλε να παίξουν τα χρώματα στο έργο του. 


Γεννήθηκα στην αγκαλιά κρατώντας/το φανταστικό ζώο ήταν χρυσαφί με γαλά

ζια πόδια/μόνο τα μάτια ήταν ματωμένα μεγάλωσε με την αγωνία των χρωμάτων

 […] πέθανε κρατώντας το φανταστικό ζώο/στην ίδια απελπισία των χρωμάτων.

68 


Η Νόρα Αναγνωστάκη θεωρεί ότι ο Σαχτούρης «είναι ο ζωγραφικότερος ποιητής

 […]Το σχήμα και το χρώμα είναι όχι διακοσμητικά αλλά εκφραστικά μέσα.[…] 

Γι’ αυτόν το χρώμα είναι ισότιμη πρώτη ύλη με τη λέξη». (Αναγνωστάκη, 

ΜΑΝΔ, 101) 


Από την άλλη, ο Δημήτρης Μαρωνίτης, ήδη μετά τη μελέτη της πρώτης του ποιητικής συλλογής, αναγνωρίζει ότι «τα χρώματα είναι για τον Σαχτούρη σύνερ

γα απαραίτητα και σταθερά, για να μπορεί να φασματοποιεί και να φασματοσκο

πεί τον κόσμο»[…] και παρατηρεί ότι «θαρρείς πως από ένστικτο ο Σαχτούρης σκοπεύει συνεχώς μια σταθερή χρωματική αναλογία, ως απαραγνώριστη σφραγί

δα της ποιητικής του γλώσσας». (Μαρωνίτης, 2007, 97) 


Το χρωματικό τρίγωνο του Σαχτούρη έχει βάση μακρόσυρτα σκοτεινή (ή ακόμη 

και κατασκότεινη) και δύο πλευρές, περίπου ίσες μεταξύ τους, με εντονότατη χρωματική αντίθεση προς τη βάση. Μαύρο λοιπόν το κυρίαρχο χρώμα· συγκυρίαρχα το κόκκινο και το άσπρο.[…] όσο σταθερά και διακρινόμενα είναι 

τα τρία αυτά χρώματα στη φύση ή στη ζωγραφική (εφόσον χρησιμοποιούνται αμιγώς), τόσο συνεχή και εναλλάξιμα παρουσιάζονται στην ποίηση του Σαχτού

ρη.(Μαρωνίτης, 2007, 98) δεν το περίμενα/στρίβοντας τη γωνία/ν’ αντικρίσω/το μαύρο κόκκινο. 69 


Ο Λυκιαρδόπουλος πιστεύει ότι όταν ο Σαχτούρης χρησιμοπο

ιεί τα χρώματα, και τα χρησιμοποιεί συχνά, το κάνει μόνο για να τα ανακατέψει. Λέξεις που εκ παραδόσεως έχουν 67 Από το ποίημα «Στιγμές», συλλογή Στίγματα,

 1962. 68 Από το ποίημα «Σταδιοδρομία», συλλογή Η μουσική των νησιών μου, 

1941, ΜΑΝΔ, 85. 69 Από το ποίημα «Στιγμές», συλλογή Τα στίγματα, 1962. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 20


 συμβολοποιηθεί κι έχουν αποκρυσταλλώσει ένα μοναδικό και γενικά παραδεκτό νόημα, επιστρατεύονται εναντίον αυτού του νοήματος. Το αποτέλεσμα αυτής της συστηματικής αντιστροφής (που έχει επισημανθεί απ’ όλους όσοι έχουν ασχολη

θεί με τον Σαχτούρη) δεν είναι ωστόσο ένας αντεστραμμένος, «ανάποδος» κό

σμος, ένας συνεπής αντικόσμος, αλλά ένας μη κόσμος – το «χάος»: (Λυκιαρδόπουλος, 2007, 50) Κάτι επικίνδυνα κομμάτια /χάος/είν’ η ψυχή μου/που

 έκοψε με τα δόντια του ο Θεός70


 Η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα θεωρεί ότι «την ποίησή του θα μπορούσαμε να 

την αποκαλέσουμε, χωρίς τον φόβο της προδοσίας, ποίηση του κόκκινου και του μαύρου, όπου το κόκκινο συμβολίζει το αίμα, ταυτίζεται με τον φόνο, ενώ το μαύρο παραπέμπει στη νύχτα, το σκοτάδι, τον φόβο». 


Παράλληλα, κρίνει ότι «τα λιγοστά χρώματα στην ποίηση του Σαχτούρη τείνουν προς το κόκκινο ή το μαύρο, είναι αιμοφιλικά ή μελανοτροπικά. […] το λευκό έχει πάντα αρνητικό συμβολισμό: είναι το χιόνι, η ερημιά, το γήρας, ο θάνατος». (Λαμπράκη-Πλάκα, ΜΑΝΔ, 117)

 Έκθαμβο σπίτι άσπρο και κόκκινο/ σε ποιο δωμάτιο ν’ άνθισαν οι αμυγδαλιές 

σου εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές/ στην κόκκινη και τη δυστυχισμένη στην τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι 71 Το μαύρο συνδυάζεται σε αμέτρητα και απρόσμενα σύνολα: μαύρος κόκορας, μαύρο πανί, μαύρες μάσκες, μαύρο άστρο, μαύρη πεταλούδα, μαύρες ανεμώνες, μια Παναγία μαύρη. 

Εντυπωσιάζουν από την άλλη και οι τολμηροί συνδυασμοί: πορτοκαλί μεσοφόρι, ροζ ξεσκονόπανο, ξανθός καπνός, κόκκινο σκυλί. 70

 Από το ποίημα «Κάτι επικίνδυνα κομμάτια», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 71 

Από το ποίημα «Οι αμυγδαλιές», συλλογή Παραλογαίς, 1948. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 21


 Εικόνα 7 Χαρακτηριστικό σχέδιο του ποιητή Μ. Σαχτούρη 1.2.3 

Ουρανός-έρωτας-θάνατος-θεός-χρόνος Εγώ/κληρονόμος πουλιών/πρέπει έστω 

και με σπασμένα φτερά/να πετάω 72 


Σύμφωνα με τη Δώρα Μεντη «ανάμεσα στους διακριτότερους σαχτουρικούς συμβολισμούς, ο ουρανός αποτελεί το πλέον κοινόχρηστο, αλλά και πολυσημικό πεδίο αναφοράς, που οδήγησε εξ αρχής την κριτική να καταπιαστεί με την περιγραφή και την ερμηνεία του». 


Η ίδια παραθέτει την εκδοχή της Νόρας Αναγνωστάκη ότι ο Σαχτούρης καταδιώκεται διαρκώς από την ελπίδα ενός ουρανού. 

Σκοπεύει πάντα σε κάποιον ουρανό, σε κάποιον υψηλότερο καθαρό χώρο λύτρω

σης. 


Ο ουρανός είναι ο στόχος του: η γαλήνια όψη της αποτρόπαιας ζωής, ο τόνος

 μιας αθωότητας και μιας χαράς, η θέση της καθάρσεως από των παθημάτων. (Μέντη, 2004, 92) Δώσε μου λίγο κρεβάτι Ουρανέ/πήρε φωτιά το σπίτι μου 73 Μαζεύοντας /χαρτιά/τα περιστέρια μας/θα φύγουμε απόψε Θα ‘ναι ωραίο ταξίδι ο ουρανός 74 72 

Από το ποίημα «Ο ελεγκτής», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο,

1958. 73 Από το ποίημα «Το αμάξι», συλλογή Το σκεύος, 1971. 74 

Από το ποίημα «Χαρτιά», συλλογή Σφραγίδα ή η όγδοη εντολή, 1964. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 22


 Η θέαση προς τον ουρανό δεν είναι άσκοπη. «Άνω θρώσκει. Εκεί θα γίνει η κάθαρση, εκεί η αποτρόπαιη ζωή θα αποχτήσει γαλήνια όψη, εκεί θα βρει την αθωότητα.» (Μόνιος, 1985, 137) 


Τ’ αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον κόσμο είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα ένα στον ουρανό 75 έμεινε/ξεκομμένος/στον Ουρανό […] οι μεγάλοι σιδερένιοι δρόμοι/κάτω τόσο πολύ πίκρα μας πότισαν 76 «Είναι χαρακτηριστικό

 ότι η ανάβαση στους ουρανούς γίνεται από όντα τα οποία διακρίνονται για την αθωότητα και την αγνότητά τους». (Παπαντωνάκης, 2000, 130) Πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό 77 


Η πορεία προς τον ουρανό (σε μια πιο πνευματική ζωή ή ζωή μετά θάνατον ίσως;) όμως δεν είναι εύκολη ούτε ανώδυνη. Δεν είν’ εύκολο πράμα ν’ αγαπήσετε 

τον ουρανό 78 Χρόνια/ο ουρανός/ήτανε ένα δύσκολο χαρτί/κρυμμένο/μες στην 

τσέπη μου και μες στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα/αίμα/γιατί βροχή πέφταν 

οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό/τσακίζοντας/κρέατα/και κόκαλα 79 


Πολλούς μάλιστα δεν τους ενδιαφέρει. Ματωμένο μοσχάρι/φράζει/τον ουρανό […]συνήθισαν/μονάχα ζητούν καλό κερί/και φτηνό χαμομήλι 80 κι άνθρωποι μ’ ουρανό γεμάτο σάπιο αίμα [..] τεράστιες μαύρες ανεμώνες φυτρώνουνε στο στή

θος τους καθώς πετάνε σφάζουν κι αγκαλιάζονται οι αγνές κοπέλες τα ψοφίμια οι σάπιοι άνθρωποι κάτω από έναν κατουρημένο ουρανό 81 75


Από το ποίημα «Τ’ αδέρφια μου», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο,1958. 76 Από το ποίημα «Έμεινε», συλλογή Το σκεύος, 1971. 77 Από το ποίημα «Η αποκριά», συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952. 78 Από το ποίη

μα «Ο ουρανός», συλλογή Παραλογαίς, 1948. 79 Από το ποίημα «Η ιστορία ενός παιδιού», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 80 Από το ποίημα «Τα στίγματα», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 81 Από το ποίημα «Κάτω από τον ουρανό», συλλογή 


Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958. Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητι


κή του Μίλτου Σαχτούρη» 


Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 23 


Σε πολλά ποιήματα το υποκείμενο ανεβαίνει στον ουρανό, σε άλλα κατεβαίνει, κάποτε μάλιστα ανεβοκατεβαίνει. Εγώ τραβώντας για τον ουρανό/εγώ πέφτοντας κατακόρυφα 82 

Σταδιακά πάντως ο ποιητής «χάνει ολοένα και περισσότερο την ορατότητα, κα

θώς η σκοτεινότητα επιτείνεται και, στις τελευταίες ποιητικές συλλογές, αμετάκλητα επιβάλλεται». (Μέντη, 2004, 99-100) 

Θριαμβικοί θάνατοι επέρχονται /ραγδαίως/και μες στον μαύρο ουρανό/ ανάμεσα 

σε πυραύλους μέσου βεληνεκούς/η λαμπερή αστραπή/ θα’ ναι η ψ υ χ ή μ ο υ. 83


 Στο ποίημα «Το ψωμί»84χρησιμοποιείται το ρήμα «διψάμε» (για ουρανό) και όχι

 το «πεινάμε», παρά το γεγονός ότι με το ψωμί ταιριάζει το δεύτερο. «Η δίψα δεί

χνει το πιο απαραίτητο βιολογικά στοιχείο για τον άνθρωπο […] η λέξη χρησιμοποιείται εμφαντικά για να υποδηλώσει τη σφοδρή επιθυμία και την αμεσότητα ή το επείγον ενός πράγματος». (Βακουφάρης, 1987, 163) Ίσως γιατί 

«η σύγχρονη κοινωνία «πεινάει» για υλικά αγαθά, την πιάνει βουλιμία γι’ αυτά, αλλά «διψάει» και καίγεται για ηθικοπνευματικά αγαθά.» (Βακουφάρης, 1987, 

164) 


Έμεινε ξεκομμένος στον Ουρανό […] οι μεγάλοι σιδερένιοι δρόμοι/κάτω/τόσο πολ

λή πίκρα μας πότισαν 85 Για το ποίημα «Δεν είναι ο Οιδίποδας» ο Μαρωνίτης πιστεύει ότι η αναφορά του ονόματος της Μαρίας στον κεφαλαιογράμματο Ουρα

νό είναι ένα τουλάχιστον σήμα που παραπέμπει στη θρησκευτική, χριστιανική μυθολογία. Το δεύτερο σήμα προς την ίδια κατεύθυνση κρύβεται ίσως στα επίθε

τα που συνοδεύουν τον Κώστα, κατά την πρώτη του εμφάνιση μέσα στο ποίημα: 

ο Κώστας / ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένος.


 Ο νους μας πηγαίνει στους μαθητές του Χριστού ή και στον ίδιο τον Χριστό. (Μαρωνίτης, 2007, 124) 

Στο ποίημα «Τα δώρα» η εξπρεσιονιστική εικονοποιία-σκηνοθεσία με τον ποιητή

 να φορά «ένα ζεστό κόκκινο αίμα» ανακαλεί στη σκέψη μας μια ανάβαση στον Γολγοθά. Ο ποιητής, με θέρμη στην ψυχή, σηκώνει τον σταυρό του μαρτυρίου και κερδίζει την αγάπη του πλήθους («σήμερα οι άνθρωποι με αγαπούν») που του χαρίζει «δώρα», αντίδωρα στη δική του 82 Από το ποίημα «Ασάη», συλλογή Χρωμοτραύματα,1980. 83 


Από το ποίημα «Η αστραπή», συλλογή Καταβύθιση, 1990. 84 

Από τη συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958. 85 

Από το ποίημα «Έμεινε», συλλογή Το σκεύος, 1971. 


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 24


 προσφορά: ένα χαμόγελο, ένα κοχύλι κι ένα σφυρί. […] τα δώρα εκφράζουν αντίστοιχα την ειρήνη και την ελπίδα, την ομορφιά και την αρμονία, την αλλαγή 

και την ανανέωση. Στη δεύτερη στροφή […]ο ποιητής […] γονατίζει και καρφώ

νει πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου «τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικώ

ν», όπως ο Χριστός που έπλυνε γονατιστός τα πόδια των μαθητών Του. […] 

Κι εκεί

νοι δεν αντιδρούν, αλλά αφήνονται «δακρυσμένοι» με εμπιστοσύνη στα χέρια του

 […] προσβλέπουν όμως και σε ουράνιες υποσχέσεις («ουράνιες ρεκλάμες») […] 


Ο «εσταυρωμένος» ποιητής-«θύμα» μεταμορφώνεται σε θύτη , σταυρωτή, που προσφέρει όμως στους ανθρώπους πραγματική λύτρωση –και όχι άπιαστες υποσχέσεις– αφυπνίζοντας και θερμαίνοντας τις καρδιές τους με την τέχνη του. (Γεωργιάδου, 2006, 129-130) Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν/τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; ναι την καρδιά μας καρφώνει/ώστε λοιπόν είναι ποιητής 86 


Ο Σαχτούρης αναφέρεται στον ουρανό και όταν διαπιστώνει τη ραγδαία πολιτισμική κρίση της εποχής του. «Εκφράζεται με εικονοπλασία που αποδίδει, 

είτε τη νοσταλγία μιας αλλοτινής εύφορης κατάστασης, είτε τον οραματισμό ενός

 κόσμου υπεροχής των φυσικών αξιών, ο οποίος τοποθετείται σε επουράνια διάσταση, μακριά και πάνω από τον παραλογισμό και τη φρίκη του σύγχρονου κόσμου». (Παπαϊωάννου, 16)


 Όμως υπάρχουν ακόμα/λίγοι άνθρωποι/που δεν είναι κόλαση/η ζωή τους υπάρχει

 το μικρό πουλί ο κιτρινολαίμης/η Fraulein Ramser και πάντοτε του ήλιου οι απομείναντες/οι ερωτευμένοι με ήλιο ή με φεγγάρι ψάξε, καλά/βρες τους, Ποιητή!

/κατάγραψέ τους προσεχτικά γιατί όσο παν και λιγοστεύουν/λιγοστεύουν 87 


Όσο αφορά τον έρωτα, στις πρώτες ποιητικές συλλογές είναι ευδιάκριτες και συχνότερες οι ερωτικές αναφορές του ποιητή, ενώ με την πάροδο των ετών μειώνονται. Όλα μου θυμίζουν εσένα/κι όλα τ’ αγαπώ για σένα 88 Αν και διαφαίνε

ται ως πράξη το σαρκικό πάθος, συνήθως υπερισχύει η εικόνα του αίματος/πόνου

 ή μιας εξωανθρώπινης αγιοσύνης. 


Τι γυρεύει το κορίτσι/στο σκοτάδι της καρέκλας; […] γδύνεται […]βγάζει τις κάλτσες […]πετάει το φωτοστέφανο […] 86 Από το ποίημα «Τα δώρα», συλλογή Παραλογαίς, 1948. 87 «Οι απομείναντες» από τη συλλογή Χρωμοτραύματα,1980. 

88 Από το ποίημα «Οκτώβριος», συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 25


 έξω τα φύλλα του καιρού/βάφονται μες στο αίμα 89 «Ο ερωτικός λόγος της σαχτουρικής ποίησης εκφέρεται με ιερό φόβο από έναν πομπό που βασανίζεται 

από το αίσθημα της απώλειας και την αγωνία της φρικτής παραμόρφωσης». (Μέντη, 2004, 20) γιατί τα μαύρα μαλλιά που τύλιγα τα χέρια μου γίναν αράχνες 

και δέρματα σκονισμένα; 90 Ο έρωτας μένει ανικανοποίητος με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τη στέρηση, την απομάκρυνση, τη λησμονιά.91 


Ο θάνατος αναδεικνύεται ισχυρός και ανίκητος αντίπαλος. Όταν κλείνω τα μάτια

/ξεκινάει από μακριά/η αγαπημένη έρχεται/και με κοιτάζει όταν σβήνω το φως/έρχεται ο θάνατος και μου φιλά τα χέρια.92


 Οι λέξεις «θάνατος» και «νεκρός» εμφανίζονται συχνά στην ποίηση του Σαχτού

ρη και ο ποιητής φαίνεται να ανησυχεί, αλλά και να καμαρώνει για τη νίκη της επιβίωσης. Θεέ μου, δώσε μας ένα θάνατο/ειρηνικό 93 Εδώ και σαράντα χρόνια/ο

 θάνατος στέκει πλάι μου είναι μι’ ασπροντυμένη κοπέλα […] κι εγώ γράφω κόκκινους στίχους […] ασπρίζουν τα μαλλιά του θανάτου […] κι όλο ρίχνει κλε

φτές ματιές ματιές α π ο ρ η μ έ ν ε ς/σε μένα/ που ατάραχος πάντα χτίζω/γκρεμί

ζω πύργους 94 


Ο Σαχτούρης, παρά τον εφιαλτικό και δραματικό χαρακτήρα της

 ποίησής του, προσβλέπει στον θάνατο με θάρρος και ελπίδα. Στα ποιήματά του «ζωή και θάνατος βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία, αλληλεξάρτηση και αλληλεπίδραση. Συνυπάρχουν. Το ένα βρίσκεται μέσα στο άλλο και δεν νοείται χωρίς αυτό» (Παπαντωνάκης, 2000, 93) ώσπου τα φέρετρα να γίνουν αύριο 

άσπρες βάρκες και μέσα να τραγουδάνε ευτυχισμένοι οι νεκροί 95 


Σε συνέντευξή του το 1987, χωρίς δισταγμό αποδέχεται ότι «κι ο θάνατος είναι αδερφός αγαπητός, η τελική ξεκούρασή μας». (Τουρογιάννη, ΜΑΝΔ, 70), ενώ σε

 μια άλλη το 1995 δηλώνει χαριτολογώντας: «Εγώ, τώρα, ζω με το πουρμπουάρ 

του Θεού». (Παμπούδη, 2005, Αντί, 67) 


Τελικά, όπως σχολιάζει ο Βαρβέρης, «μετέτρεψε τον θάνατο εις 89

 Από το ποίημα «Φθινόπωρο», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 90 Από το ποίημα «Γιατί», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 91 Ο τίτλος της α΄ συλλογής, Λησμονημένη, (1945) είναι ενδεικτικός. 92 Ποίημα «Όταν», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 93 Από το ποίημα «Πόρος 1985», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 94 Από το ποίημα «Batir des chateaux en Espagne”, συλλογή Καταβύθιση, 1990. 95 Από το ποίημα «Ο χορός», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρό

μο, 1958.


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 26


 “σταθεράν παρηγόρησιν”, σε οικείο […] συνοδοιπόρο, στη μόνη ζωντανή (τι παραδοξολογία!) ελπίδα χάριτος και ακτινοβολίας που επιφυλάσσεται στον θνητό». (Βαρβέρης, Αντί, 23) 


Σε αρκετά ποιήματά του ο Σαχτούρης αφήνει να αποκαλυφθεί η έντονη έννοια 

του για το αναπόδραστο τέλος, τον θάνατο, αλλά και για τον αδυσώπητο πανδαμάτορα χρόνο. Συχνά παράλληλα, παραθέτει και στοιχεία αποκαλυπτικά της

 πίστης του στον Θεό. Καθώς γύριζα στο σπίτι μου χτες τα μεσάνυχτα/συναντήθη

κα με τον Διάβολο[…] 

–Μην ανησυχείς, δεν ήρθε ακόμα/η σειρά σου, έχεις ακόμα καιρό/για να ταλαιπωρηθείς πάνω/σ’ αυτή την απαίσια γη. 96 Δείχνουν 5 η ώρα/δείχνουν 7 και μισή […] δείχνουν 6/δείχνουν ΘΑΝΑΤΟ.97


Έψαχνα να βρω το σπίτι μου…[…]ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στο σπίτι μου […] Στάθηκα λοιπόν στην εξώπορτα […] είδα τον Χ ρ ι σ τ ό,/μ έ σ α σ ε λ ά μ ψ η, με

 τα χέρια απλωμένα στα πλάγια να με κοιτάζει αυστηρά.98 μια Παναγία/μαύρη 

και τυφλή/με παραστέκει 99 Επίσης, σε πολλά σημεία στις τελευταίες του συλλο

γές γίνονται αναφορές στον χρόνο με αποκορύφωμα το όνομα της ύστερης, Ανάπο

δα γυρίσαν τα ρολόγια. 


Ο ποιητής ανησυχεί, συνειδητοποιεί το επερχόμενο τέλος και επιθυμεί «να καταλυθεί ο χρόνος, ο ποιητικός και ο βιολογικός, κι όχι απλώς να ανακοπεί η ταχύτατη ροή του παρά να στραφεί προς τα οπίσω, ώστε να ακυρωθεί ό,τι φαίνε

ται δεδικασμένο». (Μπουκάλας, ΜΑΝΔ, 126). 


Τα γένια μου είναι γκρίζα/όμως τα μαλλιά μου/είναι μακριά/και είναι μαύρα 

100 96 Από το ποίημα «Η συνάντηση», συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 

1998. 97 Από το ποίημα «Τ’ απελπισμένα ρολόγια», συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 1998. 98 Από το ποίημα «Το σπίτι μου», συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 1998. 99 Από το ποίημα «Ασβέστης», συλλογή Σφραγίδα ή η όγδοη εντολή, 1964. 100 Από το ποίημα «Τα μαλλιά», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986.


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 27 


Εικόνα 8 Χαρακτηριστικό σχέδιο του ποιητή Μ. Σαχτούρη

 Στο ποίημα «Του θηρίου» ίσως η ύστατη κίνηση εξευμενισμού του θηρίου έχει μεταφυσικό χαρακτήρα: «Θα σου βρω πάλι το σάπιο Μήλο», στίχος εμπνευσμένος από το μύθο των Πρωτοπλάστων και την αλληγορία του μήλου που τους έδιωξε από τον Παράδεισο. […] έχει όμως και άλλον συμβολισμό: την αρρώστια που κατατρώ

ει τον άνθρωπο, όπως ένα σκουλήκι το μήλο. 

Άλλωστε εκείνη την εποχή η φυματίωση έκανε θραύση και είχε προσβάλει και τον

 ίδιο τον ποιητή. (Πεντζίκης, 1992, 146) 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 28 2


. Το παράλογο Ας μη το κρύβουμε/διψάμε για ουρανό! 101


 Οι ανοίκειες εικόνες που συναντάμε σε αρκετά ποιήματα του Σαχτούρη οδήγησαν εύκολα πολλούς μελετητές του στον χαρακτηρισμό «παράλογο».


 Ο Πεντζίκης σημειώνει ότι «η ποίησή του είναι τόσο αλλόκοτη, αλλά και τόσο οικεία», (Πεντζίκης, 1992, 11) ενώ η Νόρα Αναγνωστάκη γράφει ότι όλο το παράλογο στην ποίηση του Σαχτούρη στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας. […] 


Ο Σαχτούρης είναι ρεαλιστικός, με τον τρόπο του, όπως είναι ρεαλιστικές (κι ό

μως πόσο ‘αφύσικες’, πόσο ‘παράλογες’, πόσο ‘ασύλληπτες’ στη διαστρέβλωσή τους) οι εικόνες των παραμορφωμένων σωμάτων της Χιροσίμα και των χιτλερι

κών στρατοπέδων συγκεντρώσεως. […] 


Γιατί λοιπόν δεν συγχωρούμε τον ποιητή, όταν δεν μπορεί να τα ξεχάσει κι όταν

 μας δίνει την εικόνα τους , όπως αποτυπώθηκε σαν με πυρωμένο σίδερο στην ψυ

χή του. (όπως παρατίθεται στο Δάλλας, 1997, 83) Τα βλέφαρα χάθηκαν μακριά/

φύγανε τα μαλλιά μα η πληγή/έμεινε ορθάνοιχτη/κι ουρλιάζει».102 


Εκτός από την «παράλογη» σύγχρονή του εικόνα ενός κόσμου ρημαγμένου από τον

 πόλεμο, «η συλλογική παράδοση απ’ όπου έμμεσα πηγάζει και όπου φυσιολογικά

 εντάσσεται ο κόσμος του παράλογου στην ποίησή του είναι οι παραλογές […]και

 τα παραμύθια». (Δάλλας, 1997, 93) «Στις Παραλογαίς, τη δεύτερη ποιητική του

 συλλογή, υπόκειται αυτή η «διαπίδυση» της γύρω του πραγματικότητας σε πλάσματα της φαντασίας.» (Δάλλας, 1997, 94) Έπειτα άρχιζαν να περνούν οι 

μαύροι πετεινοί/ένας ένας αφήνοντας ένα ρυάκι αίμα κόκκινο σαν χάνονταν/ρολό

για άρχιζαν να πυροβολούνε άδικα/και σκότωναν στην τύχη 103 


Ο Σαχτούρης τελικά επιλέγει «το παράλογο, ως την πιο λογική και αξιοπρεπή αντίδραση απέναντι στο ά-λογο που κυριαρχεί». (Παπαντωνάκης, 2000, 54) Κεφά

λι μου γεμάτο όνειρα/χέρια μου γεμάτα λάσπη 104 101 

Από το ποίημα «Το ψωμί», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958.

 102 Από το ποίημα «Βαριά από την Άνοιξη, συλλογή Ο περίπατος, 1960. 103 

Από το ποίημα «Η λειτουργία του άσπρου», συλλογή Παραλογαίς, 1948. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 29 


Βασική έκφραση του παράλογου είναι οι εντελώς απροσδόκητες μεταμορφώσεις. «Τα “αζωϊκά” στοιχεία που αλλάζουν μορφή και σύσταση παρουσιάζουν ιδιαίτερη ποικιλία (κάδρα, περίστροφο, καράβια, καρέκλες, κήπος, ρολόγια, λατέρνες κ.λπ.)

». (Παπαντωνάκης, 2000, 62) Άγριες λατέρνες μαχαιρώνουνε τα ντέφια τους 105 

 «Η ποίηση του Σαχτούρη», γράφει ο Στ. Ροζάνης, «διαβάζει τον κόσμο ανάποδα 

και τον αφηγείται ανάποδα: ακόμα και οι πιο καθημερινές, οι πιο οικείες προφάνειες… οι αγάπες και τα μίση μας… καταλήγουν να μεταμορφώνονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνονται σχεδόν αγνώριστα». 


Από την άποψη αυτή ο ανεστραμμένος κόσμος του ποιητή φαίνεται να αντιμάχε

ται τον αληθινό. (όπως παρατίθεται στο Παπαντωνάκης, 2000, 80) Λουλούδια καταβρόχθισαν τις μέλισσες […] κι ο μενεξές μεταμορφώθη σε κηδεία 106 γεμί

σανε σπυριά τα πρόσωπα στ’ αγάλματα 107 κάτι κεφάλια σαν άγρια φεγγάρια επιληπτικά/και κόκκινα τριαντάφυλλα ξάφνου φυτρώνανε/για στόματα/που ορμούσαν και τα ξέσκιζαν/οι πεταλούδες-σκύλοι 108 


Στο ποίημα «Ο τρελός λαγός» «το ποιητικό υποκείμενο μεταμορφώνεται σε ένα τρομοκρατημένο ζώο, στο σύμβολο του φόβου, το λαγό, και σ’ αυτόν μεταθέτει όλο τον παραλογισμό του ανθρώπινου κόσμου». […] 


Αξιοσημείωτη στο ποίημα είναι η επιλογή μιας προπαροξύτονης ή παροξύτονης

 ως πρώτης λέξης σε κάθε στίχο, ώστε να δημιουργείται η αίσθηση του τροχαϊκού

 μέτρου και να αποδίδεται εντονότερα το ασθματικό τρέξιμο του λαγού: 

«Γύριζε … γύριζε … ξέφευγε … έπεφτε … φέγγαν … άνοιγε … στάζαν … 

έφεγγε … βούρκωναν … πρήσκονταν … βόγγαε … θάνατος» (Γεωργιάδου, 2006,

 142-143) 


Η θέση της Μ. Λαμπράκη – Πλάκα είναι ότι «η ποίηση του Σαχτούρη συγκλίνει προς ένα, έστω αντιφατικό, νόημα: ο παραλογισμός της ιστορίας οδηγεί μοιραία στην απορρύθμιση του κόσμου, στην ασυναρτησία της ζωής, στην απώλεια του νοήματος, στη σιωπή۰ο ποιητής είναι η τελευταία έκλαμψη πριν από τη σιωπή». 

( Λαμπράκη-Πλάκα, ΜΑΝΔ, 117) 


Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα 109 104 Από το ποίημα «Τα πρόβατα», συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952. 105 Από το ποίημα «Η πόρτα», συλλο

γή Παραλογαίς, 1948. 106 Από το ποίημα «Πέτρος», συλλογή Παραλογαίς, 1948. 

107 Από το ποίημα «Natura», συλλογή Η λησμονημένη, 1945. 108

 Από το ποίημα «Ο κήπος», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958. 


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 30 


Γιατί τα λουλούδια που φύτεψα στον κήπο μου φύτρωσαν άγρια στον καθρέφτη 

της κάμαράς μου; 110 «Ο Μίλτος Σαχτούρης, ο βασκαμένος από τον εαυτό του, 

ο έξω και πέρα από την εποχή του, ο έξω και πέρα από την ίδια τη βιωμένη του

 ζωή, είναι όλα αυτά, ταυτόχρονα, όντας ο διά ποίησιν σαλός.» (Παμπούδη, Αντί, 

67) Σε μιαν εκστατική αγκαλιά/φυτρώσαμε/με αναστεναγμένες ανεμώνες – 

«Με κοιμισμένες πέτρες/βασιλιάς/σε ματωμένους κήπους»111 2.1


 Ο Σαχτούρης και η πραγματικότητα Δε φταίει το φεγγάρι για την πίκρα μας 112

 Όλη η ποίηση του Σαχτούρη είναι σαν απεγνωσμένα να ρωτάει: 


Ποια πραγματικότητα; Εκείνη που φαντάστηκα κι όταν συνήλθα είδα ότι ήταν αληθινή; Αυτή που οι άλλοι μου λένε πως είναι η μοναδική πραγματικότητα, μα

 που εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να την αναγνωρίσω; Αυτή που ζω καθημερινά αλλά 

που δεν ξέρω αν είναι μόνο στη φαντασία μου; 

Αυτή που θέλω να διώξω γιατί με πονάει; «Ο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα/ 

τα φτερά/ κι ο πόνος/ σκύλος με σπασμένο πόδι! μένει! μένει». «Ποιος είναι ο 

τρελός λαγός;» ρώτησαν κάποτε τον Μ. Σαχτούρη. 

«Εγώ» απάντησε εκείνος. (Αγγελάκη-Ρουκ, Αντί, 31) 


Η ποίηση του Σαχτούρη αποτελεί μια ιδανική σύμπτωση «έκφρασης» και «συνείδησης». Η χαρακτηριστικά κομματιασμένη φόρμα της αντιστοιχεί σε μια συνείδηση ανάλογης στερεότητας και διαύγειας – μια συνείδηση που δεν εποπτεύ

ει αλλά υφίσταται την πραγματικότητα, που δεν ενσωματώνει στην εμπειρία της 

μια καθολική εικόνα του κόσμου αλλά μονάχα ό,τι προλαβαίνει ν’ αρπάξει με την άκρη του ματιού ένας τρομαγμένος φυγάς: Από τα σκοτεινά παράθυρα/όλοι πυροβολούσαν 113 


 Η εικόνα του κόσμου όπως δίνεται σ’ αυτούς τους δύο στίχους δεν περικλείει βέβαια το βάθος, αλλά τουλάχιστον συνοψίζει τυπικά την επιφάνεια μιας πραγματικότητας (του εμφύλιου πολέμου) και δείχνει την αμυντική ατομικιστική θέση του ποιητή μέσα σ’ αυτή την 109 


Από το ποίημα «Οι τρεις εραστές», Η λησμονημένη, 1945. 110 Από το ποίημα «Γιατί», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 111 Από το ποίημα «Με κοιμισμένες πέτρες»,

 συλλογή Σφραγίδα ή η ογδόη σελήνη, 1964. 112 Από το ποίημα «Κοιτάμε με τα δόντια», συλλογή Σφραγίδα ή η ογδόη σελήνη, 1964. 113 Από το ποίημα «Η μάχη»

, συλλογή Παραλογαίς, 1948. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 31


 πραγματικότητα που του είναι ξένη κι εχθρική απ’ όλες της τις πλευρές. (Λυκιαρδόπουλος, 2007, 51) Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου 114 Γυρίζω γύρω γύρω ματωμένος/μες στο φεγγάρι του ύπνου μου 115 Σκύλοι τραγούδαγαν παράφωνα/κι από τη χλόη φύτρωναν αστέρια 116 

Ο «αγνωστικισμός» αυτός του Σαχτούρη που έχει οπωσδήποτε κάποια σχέση με 

την «ακαταστασία» και την «αναρχία» της ποίησής του, εκφράζει το σκοτάδι μιας εποχής, αλλά και το σκοτάδι αυτού του είδους κάπου έχει τις πηγές του. Ο Σαχτούρης δεν θα μας πάει ως εκεί. Δεν μπορεί και να μας πει ποιοι «πυροβολούσαν» –ίσως κιόλας αυτό το καίριο γι’ άλλους ποιητές, ηθικό πρόβλημα να μην έχει καμιά πρακτική σημασία για την ποιητική όσων ταύτισαν 

τη φωνή τους με τον γενικό πανικό. 


Ο «τρελός λαγός» αποτελεί προσωποποίηση αυτού του πανικού όπως αντανακλά

ται σε μια συνείδηση που βρίσκεται διαρκώς πρινηδόν. Κι απ’ αυτή τη θέση βέβαι

α δεν μπορεί κανείς να δει τίποτα πέρ’ απ’ τη μύτη του και πέρ’ απ’ τη ματωμένη λάσπη.

 Ο «τρελός λαγός» είναι μια ποιητική αυτοπροσωπογραφία.» (Λυκιαρδόπουλος, 2007, 51-52)

 Ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός/έπεφτε στις λάσπες[…] Στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός[…]βούρκωναν τα μάτια του 117 2.1.1 


Η ποιητική ανθρωπολογία του Σαχτούρη Άλογα περήφανα/οι επιθυμίες μου 118 

Οι στίχοι του Σαχτούρη αναφέρονται συνήθως σε έναν χώρο ορισμένο αφηρημένα,

 έτσι ώστε το περιβάλλον του να μη κινδυνεύσει να καταρρεύσει από την ύπαρξη

 λεπτομερειών και έναν χρόνο μη γραμμικό, ο οποίος εμφανίζεται σαν έκπληξη μέ

σα στον ιστό ανθρώπινων προσώπων, των πουλιών και των ζώων που διανθίζουν 

το ποιητικό του έργο. (Αντίοχος, Αντί, 24-25) 114 


Από το ποίημα «Ο Σωτήρας», συλλογή Η λησμονημένη, 1945. 115 

Από το ποίημα «Γυρίζω», συλλογή Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη, 1964. 116 Από 

το ποίημα «Σημάδια», συλλογή Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη, 1964. 117 Από το ποίημα «Ο τρελός λαγός», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958. 118Από το ομώνυμο ποίημα, συλλογή Έκτοτε, 1996. 


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 32 


Ως προς τα πρόσωπα, «κυριαρχούν τα προσηγορικά ουσιαστικά, τα οποία καλύπτουν την έννοια «άνθρωπος» στις διάφορες φυσικές και μεταφυσικές εκδο

χές της : άγγελος, αγόρι, κόρη, μητέρα, νεκρός, πονεμένη, τρελός , φάντασμα κτλ.

[…] Προέχει το αρχετυπικό τετράγωνο άντρας-γυναίκα-κόρη-παιδί. (Μαρωνίτης, 2007, 102) 


Παράλληλα «εντυπωσιακό είναι πόσο σπάνια συναντούμε κύρια ονόματα». (Μαρωνίτης, 2007, 103) 

Υπάρχουν μόνο τα ονόματα ποιητών ή φίλων του ποιητή, στους οποίους κάνει αναφορές και αφιερώσεις, όπως είναι ο Franz Kafka και ο Ντύλαν Τόμας ή η 

Νόρα Αναγνωστάκη. 


Μάλλον δεν είναι τυχαία η χρήση κατ’ εξαίρεση των ονομάτων «Μαρία», «Σοφία», «Ζακχαίος», που ίσως μεταφέρουν θρησκευτικού περιεχομένου ειδικό βάρος. 

Στην ποιητική ανθρωπολογία του Σαχτούρη εισβάλλει και μία άλλη πληθωρική κατηγορία προσώπων με επαγγελματική και τεχνική κυρίως ταυτότητα […] τα περισσότερα εκπλήσσουν με την, συμβατικά τουλάχιστον, αντιποιητική επίθεσή τους μέσα στο ποίημα, σαν να έχουν μετακομίσει εδώ από κάποιον άλλο χώρο (ασυρματιστής, βυρσοδέψης κτλ) και κάποια, τέλος, τα οποία με τον αριστοφανι

κό σχεδόν σχηματισμό τους και την αντιρρεαλιστική σημασία τους, παίζουν τον ρόλο επαγγελματικών φαντασμάτων (αιματοσυκλοποδηλατιστής, αιματοκλειδοσκοπιστής, μοτοσυλλεκτααποδοχοπωλητής). […] ενώ μονιμότερος ηθοποιός παραμένει ο ποιητής με έντεκα άμεσες ονομαστικές παραπομπές και πολλές άλλες έμμεσες. […] 


Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο, που συνδυάζει κατά περίεργο τρόπο την απόλυτη σχεδόν μοναξιά με το εφιαλτικό πλήθος, ο ποιητής κυκλοφορεί, θα έλεγα, κατακόρυφα, τρυπώντας τα παράλληλα επίπεδά του. (Μαρωνίτης, 2007, 104-105) 

Είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή η παρέλαση επαγγελματιών ή χαρακτήρων, όπως ο μουγκός, ο πιανιστής, οι εκφορτωτές, ο λαχειοπώλης, ένας φραγκόπαπας, 

μια τσιγγάνα, ο γαλατάς, η κυρά Κατίνα, ο άνθρωπος-πετεινός, αλλά και η Αγία. 


Κάποτε ήρωες των ποιημάτων του είναι μικρά παιδιά, όπως στο ποίημα «Το ψω

μί», όπου «φορτώνει το ιδεολογικό του περιεχόμενο στις πλάτες δύο μικρών παι

διών και προσπαθεί μέσα από την αθωότητά τους να αποκαλύψει το δικό του κώδικα και να καθορίσει τη φιλοσοφία βίου που ασπάζεται». (Βακουφάρης, 

ΜΑΝΔ, 161)


 Ξεχωριστή θέση διεκδικούν και οι εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου (χελώνα, ακρίδα, μέλισσα, αιτός, περιστέρι, φίδια, πεταλούδες, σκύλος, μυρμήγκια, γάτα, άλογο, πουλιά, αλλά και οι πεταλούδες-σκύλοι και ο ποντικός), που σουλατσάρουν ανεμπόδιστα στους στίχους του. Ο βασιλιάς της ζούγκλας απειλεί τον –ηλικιωμένο– πια ποιητή. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 33


 Στ’ απέναντι δωμάτιο ένα πουλάκι τοσοδά, ήτανε,/λέει, ο Χάρος και μπρος στο 

δικό μου το δωμάτιο το λιοντάρι που είχε ανεβεί από τις σκάλες, έγδερνε με λύσ

σα την πόρτα μου να τήνε σπάσει.119 2.1.2 Αυτοβιογραφικά ίχνη Θεέ μου, δώσε 

μας ένα θάνατο ειρηνικό.120 Όπως παρατηρεί και η Φραντζή, στην πρώτη περίο

δο από το 1945 έως το 1964 ο «ποιητής» εμφανίζεται μέσα στα ποιήματα ως γενικευτική κατηγορία, δίχως να εξατομικεύεται· κάνει δηλαδή την εμφάνισή του ανωνύμως […]στη δεύτερη […] περίοδο της σαχτουρικής ποίησης […]κατορθώνει να εκφέρει λόγο κατά κανόνα πρωτοπρόσωπο, να περιγράφει τον τρόμο ως προσωπική υπόθεση, να είναι εξομολογητικός, και παρά τα οργιώδη φαντάσματα που τον τριγυρίζουν, να «συνομιλεί» με ό,τι στο παρελθόν φαινόταν ως απλησίαστος τρόμος. (Φραντζή, Αντί, 36) 


Ο Σαχτούρης ειλικρινής πριν απ’ όλα απέναντι στον εαυτό του, μας πρόσφερε τα μπολιασμένα με κεραυνούς κόκκινα άνθη της ποίησής του. «Δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα» επιμένει ο ίδιος τρεις φορές στο ομότιτλο ποίημά του απ’ τη συλλογή Το σκεύος (1971), αποκαλύπτοντας έτσι –μέσω της ποίησης– έναν όρο που συνέβαλε στη διαμόρφωση του ύφους του. (Γιαννακός, Αντί, 26) 


Επιλέγει λοιπόν τη μοναξιά, όμως, όπως λέει ο Δάλλας «η παρουσία του στη ρεαλιστική ζωή, τη φρίκη και τη λάσπη των πραγμάτων, είναι δεδομένη. Ζει όπως αισθάνεται στη φαντασία του και αισθάνεται όπως γράφει στη ζωή. (όπως παρατίθεται στο Καρβέλης, 1983, 193) Κεφάλι μου γεμάτο όνειρα/Χέρια μου γεμά

τα λάσπη» 121


 Αποκαλυπτήριος χώρος των ιδεών και των συναισθημάτων του είναι φυσικά πά

ντα τα ποιήματα, όπου αναδύονται οι «μύχιες εντάσεις μιας ψυχής ακαταπαύστως αιμάσσουσας και εκ γενετής πληγωμένης, κατά τρόπο αξεπέραστο, ιδιαίτερα αναγνωρίσιμο και μοναδικό». (Μαρκόπουλος, Αντί, 53) 

Κάτι επικίνδυνα κομμάτια/χάος/είν’ η ψυχή μου/που έκοψε με τα δόντια του/ο

 Θεός 119 Από το ποίημα «Μελαγχολία», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 120 Από το ποίημα «Ο Πορος», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 121 Από το ποίημα «Τα πρόβατα», συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 34 


άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια/τα δείχνουν/τα πουλάνε/τ’ αγοράζουν εγώ

δεν τα πουλώ […] εγώ δεν τα πουλώ 122 

Κύματα Κυριακής τα μάτια μου/κύματα μοναξιάς τα χέρια μου 123

 Είδα και τον εαυτό μου να περνάει έξω από τη βιτρίνα/ ήταν απέραντα θλιμμένος

 και σκεφτικός 124 Οι μορφές των γονιών του τον συντροφεύουν συχνά. 



Στην πάροδο των χρόνων, σαν ένα μικρό παιδί τούς αναζητά πικραμένος. μετρώ 

τα χρόνια/και/τους περιμένω 125 και στο παράθυρο του σπιτιού μου του προγονικού/ο πατέρας μου και η μητέρα μου/κουνάνε τα μαντίλια τους και χαιρετάνε τα ποιήματά μου όμως δεν μπόρεσαν να διαβάσουν 126 έφυγε ξαφνικά/χάθηκε η μητέρα/σ’ ένα μακρύ τούνελ/χάθηκε ο πατέρας/κι έρημη πλανιέται/από πόνο/σε πόνο/από τρόμο/σε τρόμο/η άδικη ψυχή 127 


Απομονωμένος, αφιερώνεται εκούσια στην ποιητική τέχνη, θαυμάζοντας εκλε

κτούς ομότεχνούς του. Σήμερα καθώς οργίζομαι και μπαίνω/εις τα πενήντα δύο

 μου χρόνια με δέος και θάμβος μαζί σε χαιρετίζω/αδελφικό μου φάσμα Ντύλαν Τόμας που τόσο νέος ήξερες/φωτιά να βάζεις μες στις λέξεις 128 

Το πέρασμα του χρόνου και τα γηρατειά τού γεννούν το παράπονο, αλλά και την ανησυχία. Μαλλιά μαύρα μακριά που άσπρισαν […]τα γένια μου είναι γκρίζα 129 122 Από το ποίημα «Κάτι επικίνδυνα κομμάτια», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 123 Από το ποίημα «Κυρακή», συλλογή Σφραγίδα ή η ογδόη σελήνη, 1964. 124 Από το ποίημα «Το καφενείο», συλλογή Το σκεύος, 1971. 125 

Από το ποίημα «Το ρολόγι», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 126 Από το ποίημα «Τα γράμματα», συλλογή Χρωμοτραύματα, 1980. 127 Από το ποίημα «Πόνος και τρόμος», συλλογή Έκτοτε, 1996. 128 Από το ποίημα «Στον Ντύλαν Τόμας», συλλο

γή Το σκεύος, 1971. 129 Από το ποίημα «Τα μαλλιά», συλλογή Εκτοπλάσματα, 

1986. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 35


 Πέρασε κι αυτό το δύσκολο πρωινό της Δευτέρας/σπάσανε τα γυαλιά μου/έσπασε

 το χέρι μου 130 Ξεχνάω/ολοένα ξεχνάω/σε λίγο θα ξεχάσω/και ποιος είμαι/και τότε…131 Εικόνα 9 Χαρακτηριστικό χειρόγραφο με σχέδιο του ποιητή Ενοχλείται

 από την κοινωνία γύρω του. εδώ ζεις σ’ ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν 132 ακούω τα πράγματα τριγύρω να ουρλιάζουν/ιδέες-αυτοκίνητα[…]/άνθρωποι περνάνε/μιλούνε, γελάνε/για μένα/λένε αλήθειες/λένε ψευτιές/για μένα, για μένα!133 


Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα ποιητικής είναι «Ο στρατιώτης ποιητής». «Ο εξομολογητικός τόνος του ποιήματος […] μοιάζει σαν προσπάθεια ποιητικής αυτοβιογραφίας ή ακόμη θα διακινδύνευα να πω μοιάζει με κατάθεση ενός οργισμένου αθώου που «κατηγορείται» ότι απαρνήθηκε την ποίηση. (Γιαννακόπουλος, 1988, 147-148) 


Δεν έχω γράψει ποιήματα/δεν έχω γράψει ποιήματα μόνο σταυρούς/σε μνήματα/καρφώνω 134 130 Από το ποίημα «Η δύσκολη Δευτέρα», συλλογή Έκτοτε, 1996.

 131 Από το ποίημα «Ημερολόγιο», συλλογή Καταβύθιση, 1990. 132 Από το ποίημα «Η παρουσία», συλλογή Εκτοπλάσματα, 1986. 133 Από το ποίημα «Εκτοπλάσματα», συλλογή Χρωμοτραύματα, 1980. 134 Από το ποίημα «Ο στρατιώτης ποιητής», συλλογή Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958.


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 36


 Κι εδώ, κάπου στο τέλος-τέλος της όλης ανθρώπινης φρίκης, υπολείπεται ο ήσυ

χος και φιλάνθρωπος ρόλος της Ποιήσεως, που θεραπεύει και διασώζει αθόρυβα

 και στοργικά μέσα στη θανατόφιλη εποχή ο σεμνός, δηλαδή ο αληθινός ποιητής.

 Κι ο ρόλος αυτός της ποιήσεως είναι να βάζει με τον λειτουργό της, τον στρατιώ

τη της, σταυρούς πάνω στα μνήματα. Να σώζει δηλαδή από την ανωνυμία τους αφανείς ήρωες, τους ανθρώπους, αθώα θύματα μιας φαύλης εξωτερικής συγκυρί

ας. Να νικάει τελικά τον θάνατο. (Ζορμπάς, 1987, 148) 


Ο Σαχτούρης, όπως και πολλοί άλλοι ποιητές, στα πλαίσια μιας αυτοκριτικής, αγωνιά για την αναγκαιότητα και την αξία της ύπαρξής του. «Στη συνείδηση των δημιουργών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ενυπάρχει –πυρηνικά– η βαθιά συναίσθηση κάποιας ανεπάρκειας και ματαίωσης, και η εναγώνια αμφιβολία για 

την ίδια την ύπαρξη τους ως ποιητών.» (Ζορμπάς, 1987, 139) μέσα στο φόβο/μέσα

 στο φόβο/πέρασε η ζωή μου 135 Απ’ τό μεγάλο έπεσα το σύννεφο, τώρα ανάπηρο,

 σε καροτσάκι, με σέρνει ό Θεός 136 2.1.3. 


Ο Σαχτούρης μέσα από τα λόγια των άλλων Όλα φεύγουν, όλα φεύγουν/που να πάρει ο διάβολος!137 Ο Πεντζίκης έγραφε το 1992 για τον Σαχτούρη: 

Πρόκειται για κάποιες συμπληρωματικές αντιθέσεις […] : «σωματώδης και σχε

δόν αθλητικός» στην όψη, έχει εδώ και χρόνια υγεία εύθραυστη. Μοναχικός στο έπακρο, αναλώνει τον χρόνο του σε παράξενες «κοσμικές» τελετουργίες: επίσκεψη συγκεκριμένων καφενείων, καθορισμένη ώρα, χειμώνα ή καλοκαίρι. 


Με τον ερωτισμό απαραγνώριστα χαραγμένο στο πρόσωπό του (κάποτε εκφρασμέ

νο και ως κοκεταρία), παραμένει τόσο έκθετα παιδικός και αμήχανος, που θα νόμι

ζε κάποιος επιπόλαιος πως πρόκειται για αποφασισμένη πόζα (…) προορισμένος 

για ένα περίοπτο ίσως επάγγελμα, διάλεξε έγκαιρα μια θέση μπροστά στο παράθυ

ρο της ποίησης, να βλέπει ανεπάγγελτος τον κήπο και το αντικρινό φαρμακείο ή καφενείο. (Πεντζίκης, 1992, 8) Καθόμουνα στο καφενείο και κοίταζα από τη βιτρί

να […] 135 Ό.π. 136 


Οι τελευταίοι ανέκδοτοι στίχοι του Μ. Σαχτούρη, που παρέδωσε η σύντροφός του Γιάννα Περσάκη. 137 Από το ποίημα ¨Θα φύγουνε», αφιερωμένο στον Λευτέρη Ξανθόπουλο, ΜΑΝΔ, 165. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 37


 είδα και τον εαυτό μου να περνάει έξω από τη βιτρίνα/ ήταν απέραντα θλιμμένος και σκεφτικός 138 

Ο Αλέκος Φασιανός παραδέχεται ότι αγαπάει τον Σαχτούρη και τα ποιήματά του «γεμίζουν τη ζωή του με χυμούς της ζωής» (Φασιανός, ΜΑΝΔ, 121), ενώ ο Μάριος Μαρκίδης τον εκτιμά, θεωρώντας ότι μάλλον «βλέπεται» παρά «διαβάζεται» και «ότι βλέπεται με τα «μέσα μάτια». (Μαρκίδης, ΜΑΝΔ, 121). 

Τέλος, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου θεωρεί ότι λόγω της ελευθερίας και του 

οίστρου της φαντασίας του «δημιούργησε μια τόσο πρωτότυπη για τα δεδομένα 

της μεταπολεμικής μας ποίησης μυθολογία». (Χατζηβασιλείου, ΜΑΝΔ, 124) 


Ο Χρήστος Γιαννακός διαπιστώνει ότι «παραμένει εφιαλτικά επίκαιρος ο εκφραστικός δημιουργός, ίσως επειδή ο κόσμος δεν αλλάζει ριζικά προς το καλύτερο» (Γιαννακός, 2005, 28) και η ελληνίστρια Paola- Maria Minucci τονίζει πως «στο βάθος, η ποίηση του Σαχτούρη είναι μια καλή ευκαιρία να μάθουμε να μην υποκρινόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό, γλυκαίνοντας και παραποιώντας την κοντινή πραγματικότητα». (όπως παρατίθεται στο Παλούκας, Αντί, 50) 


Ο ποιητής απομονωμένος, «χωρίς να λιποτακτεί αλλά ζώντας», σύμφωνα με τον Α. Αργυρίου, «ίσα-ίσα στο κέντρο του πανικού», προβάλλει την κοινωνική του συνείδηση «όχι με λυσσαλέες κραυγές, αλλά με μία υποβλητική σεμνότητα σ’ έναν οξύ και διακριτικό τόνο», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Ν. Αναγνωστάκη, 

που συμπληρώνει ότι «ο κόσμος του Σαχτούρη φαίνεται κλειστός και σε μερικούς ίσως στενά ατομικός. Κι όμως συνεχώς υπάρχει μια ευαίσθητη ακοή που αφουγκράζεται, και ένα μάτι που βλέπει άγρυπνα ό,τι γίνεται απ’ έξω». (όπως παρατίθεται στο Πεντζίκης, 1992, 10) Η δυστυχία απ’ έξω/έγδερνε τις πόρτες 139 Έξω τα φύλλα του καιρού/βάφονταν μες το αίμα 140 Αναμφίβολα ο Σαχτούρης έμελλε με το έργο του νά κάνει βαθιά τομή, και καθοριστική. Διότι κανένας άλλος ποιητής μας ούτε από τη γενιά του ’30, ούτε από την πρώτη μεταπολεμική -τη γενιά του- ούτε από κάποια από τις μεταγενέστερες δεν μπόρεσε να μας μεταφέρει με έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο την θρυμματισμένη εικόνα του καιρού, την κατακρεουργημένη εποχή, την σύγχρονη φρίκη ενός κόσμου άγριου, με την συλλογική, αλλά και την ατομική συνείδησή του, βάναυσα παραμορφωμένη.(Μαρκόπουλος, Αντί, 53) 138 Από το ποίημα «Το καφενείο», συλλογή Το σκεύος, 1971. 139 Από το ποίημα «Η σκηνή», συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952. 140 Από το ποίημα «Το φθινόπωρο», συλλογή Ο περίπατος, 1960. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 38


 Ο Πεντζίκης, συμφωνώντας με τον χαρακτηρισμό του Μαρωνίτη που θεωρεί τον Σαχτούρη «βαθύτατα πολιτικό ποιητή», ανασυνθέτει και κωδικοποιεί τις απόψεις του Τσακνιά, όσο αφορά την ποίηση της πολιτικής εμπειρίας συγκριτικά με την υπαρξιακή ποίηση, μιας και ο Σαχτούρης ονομάστηκε «ποιητής της υπαρξιακής αγωνίας». 

Πιστεύει ότι η δεύτερη αντιπαραθέτει απέναντι στην πρώτη: 1. στην ιστορική επικαιρότητα / την άχρονη ιστορικότητα 2. στη συγκεκριμένη κοινωνική προβληματική / τον αφηρημένο φιλοσοφικό στοχασμό 3. στο ζεστό αίμα των τουφεκισμένων / το δέος του θανάτου 4. στην οδύνη των απτών πραγμάτων / το διάχυτο άγχος της. (Πεντζίκης, 1992, 10) 

Πάντως ο Σαχτούρης «δείχνει εκ πρώτης όψεως να μην ενθαρρύνει την προσπάθεια για μιαν ‘’εκλογικευμένη’’ ανάγνωση».(Μερακλής, ΜΑΝΔ, 118) Όλη η ποίησή του διαρρέεται από μια «σφιγγική αινιγματικότητα, κύριο χαρακτηριστικό κάθε αυθεντικής ποίησης και τέχνης», όπως παρατηρεί ο Αλεξίου μεθερμηνεύοντας το αντόρνο και μιλώντας βέβαια για την ποίηση ενός άλλου «συνδοκίμου του στη συντεχνία» και εξαιρετικού μελετητή του Σαχτούρη, του Γιάννη Δάλλα. (Αλεξίου, 2018, 103) ναι την καρδιά μας καρφώνει/ώστε λοιπόν είναι ποιητής 141


 Πολλοί θα συμφωνήσουν ότι είναι ένας ακατανόητος ποιητής. Τίποτα το λογικό, το ρευστό, το αποδεκτό δεν παρεισφρέει στην τέχνη του, το αντίθετο, όλα συνηγορούν προς το ποιητικά αλλοπρόσαλλο […] Ένας αντιήρωας, δηλαδή, που δεν σκοπεύει να ψαρέψει αναγνώστες, που δεν καίγεται για όσα ίσως του σούρουν αγράμματοι και απαίδευτοι κριτικοί, που δεν κόπτεται αν θα τον καταλάβουν λίγοι ή πολλοί, τέλος, που δεν κάνει πίσω από το όχημα που κυβερνά ούτε μέτρο. (Παπαγεωργίου, 2014) Στο καφενείο/έρχεται ο χοντρός νονός μου με τις λίρες. Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει/γιατί δεν έγινες ο βαφτισικός μου που περίμενα. Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου/ –Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.142


 Ο Νάνος Βαλαωρίτης το 2003, λίγο πριν τον θάνατό του, επαινούσε τον Σαχτούρη «για τη συνέπειά του την ποιητική, που κάνει να διαβάζονται πάντοτε με απόλαυση τα ποιήματά του, για τις εκάστοτε νέες επινοήσεις φρίκης, μαύρου χιούμορ, εφιαλτικά ονειρικής ατμόσφαιρας, με γλωσσικά και εικονικά ευρήματα» παρακινώντας όσους «ξέχασαν τι θα 141 Από το ποίημα «Τα δώρα», συλλογή Παραλογαίς, 1948. 142 Ποίημα «Στο καφενείο με τις λίρες», συλλογή Έκτοτε, 1996. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 39


 πει αυθεντική ποίηση» να αγοράσουν ένα βιβλίο με ποιήματά του. «Είναι μοναδικός στο είδος του, όχι μόνο ως Έλληνας ποιητής, αλλά και ως Ευρωπαίος και παγκόσμιος». (Βαλαωρίτης, ΜΑΝΔ,130). Ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία, με χαμηλόφωνη έκφραση, αλλά και διεισδυτική ματιά, με ιδιότυπη φωνή, ένας τρυφερός οπαδός του παραλόγου, ο Σαχτούρης πίστευε ότι για τον ποιητή μόνον το έργο του μπορεί να μιλήσει και τίποτε άλλο. (Μαρούδης, ΜΑΝΔ, 147) 

Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις είναι τυχεροί οι «ακροατές», όσοι πιστοί προστρέξουν καταφεύγοντας στους στίχους του. Σα θα με βρούνε πάνω στο ξύλο του θανάτου μου γύρω θα ΄χει κοκκινήσει πέρα για πέρα ο ουρανός μια υποψία θάλασσας θα υπάρχει κι ένα άσπρο πουλί, από πάνω, θ΄απαγγέλει μέσα σ’ ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα τραγούδια μου 143 Αυτοί που τον γνώρισαν και ταξίδεψαν άναυλα μαζί του στο φεγγάρι ή στα εσώψυχά τους, τον θυμούνται συχνά και καταφεύγουν σ’ αυτόν, όπως ο Λιβεριάδης που δηλώνει ότι «όταν “κρυώνω” τον διαβάζω. Γιατί ο Μίλτος έγινε πια ένα πανωφόρι που κρέμεται στον Ουρανό, για κάθε πικραμένο». (Λιβεριάδης, Αντί, 56) 143

 Ποίημα «Ο ποιητής», συλλογή Στίγματα, 1962. 


Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 40


 Β΄ ΜΕΡΟΣ 1.

 Η Αποκριά Ήταν μια κρύα Κυριακή του Μάρτη, η τελευταία της Αποκριάς. Ημερολογιακά μόνο φυσικά, αφού οι βασανισμένοι κάτοικοι της πόλης δεν είχαν όρεξη για μασκαρέματα. Η μικρή πλατεία και οι γύρω δρόμοι ήταν, όπως συνήθως, έρημοι και σκοτεινοί. Ο ήλιος δεν είχε καλοφανεί όλη μέρα. Έπαιζε κρυφτό με κάποια τεράστια σύννεφα και όλο έχανε. Με το πρόσωπο γυρισμένο στον τοίχο, να τα φυλάει, δεν πρόλαβε να φωτίσει, να ζεστάνει λίγο αυτήν την τόσο ταλαιπωρημένη πόλη. Τώρα, κουρασμένος, ετοιμαζόταν αργόσυρτα να αποσυρθεί για τη νύχτα. Από μια γωνιά εμφανίστηκε μία παρέα παιδιών. Ήταν τέσσερα λιπόσαρκα αγόρια γύρω στα δέκα, ντυμένα με μπαλωμένα ρούχα και με τρύπια παπούτσια στα πόδια, που σίγουρα δεν τα προστάτευαν, όσο θα έπρεπε, από το κρύο.

 Κρατούσαν στα χέρια μικρούς καλαμένιους αετούς, φτιαγμένους με βρωμόχαρτα. Για ουρά στο πίσω μέρος, τους είχαν κρεμάσει στενόμακρα κομμάτια από κουρέλια. Τα αγόρια είχαν φοβερό κέφι. Καμάρωναν τις δημιουργίες τους και χειρονομούσαν έντονα. Παρίσταναν ότι πετάνε οι αετοί τους στον αέρα, πραγματοποιώντας μάλιστα εντυπωσιακές φιγούρες. Τα γέλια τους αντηχούσαν σαν γάργαρο νερό βουνίσιας πηγής σκεπάζοντας τον σκληρό ήχο από τις μπότες που πατούσαν με πείσμα την άσφαλτο λίγο παραπέρα. 

Ξαφνικά αντίκρισαν μπροστά τους μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών, οι οποίοι ξεπρόβαλαν αναπάντεχα από τη γωνία ενός δρόμου περπατώντας σε παράταξη. 


Τα παιδιά πάγωσαν. Τα όπλα στα χέρια των στρατιωτών δεν τους ήταν κάτι άγνωστο. Όλα τους είχαν γίνει μάρτυρες κάποιας βιαιοπραγίας, κάποιου πυροβολισμού για … την επιβολή της τάξης, από τους δυνατούς, τους ισχυρούς κατακτητές που καμάρωναν για την ανωτερότητά τους κι έκαναν την καρδιά τους πέτρα, ανεχόμενοι τη συνύπαρξη με τους – κατά πολύ κατώτερούς τους– Έλληνες. Το πιο μικρό αγόρι πέταξε τον αετό του ασυναίσθητα κι εκείνος, μετά από μια σύντομη αεροβασία, προσγειώθηκε μπροστά στους στρατιώτες. Εκείνοι, χωρίς καθυστέρηση, έστρεψαν τις κάνες στα στήθη των παιδιών, ενώ παράλληλα ακούστηκε μια φράση στα γερμανικά από τα χείλη ενός αξιωματικού που συνόδευε την ομάδα. Τα παιδιά δεν 


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 41


 κατάλαβαν τι ακριβώς σήμαινε η φράση, όμως σίγουρα ένιωσαν ότι δεν ήταν φιλοφρόνηση. Το παγερό βλέμμα των στρατιωτών δεν χρειαζόταν μετάφραση. Αμέσως στάθηκαν –σχεδόν αυτόματα όλα τους– προσοχή, τρέμοντας από τον φόβο. Ένα γαϊδουράκι ξεπρόβαλε από την άλλη γωνιά με αργό βηματισμό.


 Τα χρόνια; Το βαρύ φορτίο στις πλάτες του; Όλα μαζί; Κανείς δεν γύρισε να του ρίξει ούτε μια ματιά κι εκείνο συνέχισε ταπεινά να διασχίζει αργά την πλατεία σέρνοντας με κόπο το κοκαλιάρικο κουφάρι του. Ο αξιωματικός κάτι είπε και αμέσως ένας στρατιώτης πλησίασε τα τέσσερα αγόρια και με το όπλο του τα πίεσε καθοδηγώντας τα να σηκώσουν τα χέρια. Θέλοντας και μη τα αγόρια τέντωσαν τα χέρια προς τα πάνω. Στη θέα των αετών που κρατούσαν και τα δυσκόλευαν ο στρατιώτης εκνευρίστηκε και με απότομες κινήσεις χτύπησε τους αετούς με την κάνη του όπλου, πετώντας τους στην άσφαλτο. 


Τα παιδιά έστρεψαν φοβισμένα το βλέμμα τους χαμηλά, στους ριγμένους αετούς. Ένας άλλος στρατιώτης πλησίασε και με προκλητικό τρόπο πάτησε άπονα με τις μπότες του τους αετούς που γρήγορα διαλύθηκαν. Ο Βενιαμίν της παρέας, που άθελά του ίσως είχε προκαλέσει την οργή των Γερμανών, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και αποπειράθηκε να μαζέψει τα κατεστραμμένα κομμάτια. Ο στρατιώτης που τα είχε διαλύσει έστρεψε την κάνη του όπλου του πάνω στο παιδικό στήθος για να το εμποδίσει. Το παιδί άρχισε να κλαίει. Γρήγορα το μιμήθηκαν και τα άλλα δύο. Μόνο το ένα δεν αντέδρασε. Στεκόταν σοβαρό και σκεφτικό. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί σε μια μεγάλη πέτρα που διακρινόταν λίγο πιο πέρα. Έσκυψε, την έπιασε, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει κάτι άλλο. 

Ένας άλλος στρατιώτης που τον παρακολουθούσε, έστρεψε την κάνη προς το μέρος του και τον πυροβόλησε. Το παιδί σωριάστηκε σε κλάσματα του δευτερολέπτου πέφτοντας πάνω στα κομμάτια του αετού του. Τα σκέπασε με το σώμα του σαν μια στοργική κλώσα. Το γαϊδουράκι, τρομαγμένο από τον πυροβολισμό, αυτόπτης μάρτυρας ερήμην του ενός φονικού, μπουρδουκλώθηκε, έγειρε απότομα στο ένα πλάι και το φορτίο του κατρακύλησε στον δρόμο. Ήταν κάτι γυάλινα μπουκάλια για κρασί που θρυμματίστηκαν αυτοστιγμεί. Οι στρατιώτες τού έριξαν μια φευγαλέα ματιά ατάραχοι και γρήγορα στράφηκαν πάλι στους μικρούς αντιπάλους τους. Αδημονούσαν να τελειώνουν. Τους περίμενε ζεστό φαγητό για βραδινό.


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» 

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 42


 Τα υπόλοιπα παιδιά άρχισαν να κλαίνε δυνατά. Ο αξιωματικός, χωρίς δεύτερη σκέψη, άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως. Το σκληρό του βλέμμα δεν αποκάλυπτε κανένα ίχνος συμπόνιας. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και τα τέσσερα αγόρια, ξαπλωμένα στον δρόμο το ένα δίπλα στο άλλο σε διάφορες απρογραμμάτιστες στάσεις, θύμιζαν πίνακα του Γκόγια. Ο στρατιώτης που είχε πυροβολήσει πρώτος, τα πλησίασε, τα κλώτσησε για να τα γυρίσει ανάσκελα, να βεβαιωθεί ότι είχε γίνει καλή δουλειά και έμεινε μετά να θαυμάζει το κατόρθωμά του. Ένας ακόμη πλησίασε τα τέσσερα άψυχα κορμάκια και τα έσπρωξε και αυτός με το πόδι του, για να βεβαιωθεί φαίνεται, αν ήταν πράγματι νεκρά. Ένα παράθυρο σε κάποιο από τα γειτονικά σπίτια έτριξε, καθώς κάποιος άνοιγε τα παραθυρόφυλλα. 

Στη θέαση των νεκρών αγγέλων ακούστηκε μια δυνατή κραυγή και λίγο μετά ξεπρόβαλε από την πόρτα, κάτω από το παράθυρο, μια φτωχοντυμένη γυναίκα γύρω στα σαράντα που έτρεξε γρήγορα κοντά στα μικρά σφαγάρια. Η γυναίκα, στριγγλίζοντας πλέον, είχε γονατίσει στον δρόμο, είχε αγκαλιάσει ένα από τα αγορίστικα κορμάκια και έκλαιγε γοερά. Το ταρακουνούσε μέσα στην αγκαλιά της και κάθε τόσο έριχνε το βλέμμα της προς τον ουρανό. Ο κοπετός της είχε πια γίνει ρυθμικός. Μοιρολογούσε το μικρό παιδί χωρίς να νοιάζεται καθόλου για την παρουσία των Γερμανών. Οι στρατιώτες, δεν ασχολήθηκαν καθόλου μαζί της και, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, μπήκαν σε σειρά και με ρυθμό που θύμιζε το εν δυο άρχισαν και πάλι να βαδίζουν προχωρώντας στον δρόμο που οδηγούσε στη θάλασσα. Ο ήλιος είχε πια δύσει και το φεγγάρι αχνοφαινόταν κόκκινο, σαν αίμα. Πίσω στην πλατεία οι μικρές νιφάδες χιονιού, που άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό σαν δάκρυα, ίσα που διακρίνονταν πάνω στα μπαλωμένα ρούχα των νεκρών παιδιών. Όταν πια νύχτωσε για τα καλά, τέσσερα αστέρια άναψαν ένα ένα στον ουρανό. Τι μαύροι που είναι οι άνθρωποι, τι καθαρά που είναι τ’ άστρα; 


2. Φυσούσε Ήταν δεκαπέντε ετών, ψηλόλιγνη –περισσότερο μάλλον από όσο έπρεπε–, με μακριά, κυματιστά, πυρόξανθα μαλλιά, όμορφη. Στη γειτονιά την καμαρώναν όλοι και μακάριζαν τους γονείς της για την τόσο χαριτωμένη μοναχοκόρη τους.


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 43 


Ο πατέρας της είχε ένα ημιφορτηγό και έκανε μεταφορές. Κουβαλούσε διάφορα οπωροκηπευτικά από τη Θήβα και άλλες περιοχές της Βοιωτίας στην πολυάνθρωπη πρωτεύουσα. Έλειπε κάθε εβδομάδα τρεις ή τέσσερις μέρες αφήνοντας πίσω τις δυο γυναίκες του να τον περιμένουν. Έφευγε αχάραγα, πάντα με κρύα καρδιά και με το βάρος της έγνοιας στις φτωχικές αποσκευές του, για τη φιλάσθενη γυναίκα του και τη μικρή του, που αναγκαζόταν να κρατήσει το νοικοκυριό και να ανταποκριθεί στη φροντίδα της μητέρας της παράλληλα. Έλειπε πάλι δύο μέρες και σίγουρα θα περνούσαν τουλάχιστον άλλες δύο μέχρι να επιστρέψει. Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος. Ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς ήταν βαρύς και ο Φλεβάρης είχε διανύσει ήδη τη μισή διαδρομή του χωρίς να επιτρέψει στον ήλιο να εμφανιστεί στον ουρανό. Σύννεφα και βροχή μαζί με αέρα συμπλήρωναν απαρέγκλιτα το καθημερινό σκηνικό. Η μάνα ήταν στο κρεβάτι εξαντλημένη από τον πυρετό. Η κόρη συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι της είχαν τελειώσει τα κινίνα. Είχε σχεδόν νυχτώσει και ο πατέρας της την είχε πολλές φορές ορμηνέψει να μη βγαίνει μετά τη δύση του ήλιου. Τι να κάνει; Το κρύο περόνιαζε το λεπτό κορμί της. Τα υγρά και ανήλιαγα τόσες μέρες ντουβάρια του μικρού χαμόσπιτου δεν κατάφερναν να εμποδίσουν τον παγωμένο αέρα που τρύπωνε από όπου μπορούσε, μικρές χαραμάδες, πορτοπαράθυρα, καμινάδα. Ένα μαγκάλι πάλευε να ζεστάνει λίγο τον χώρο, όμως τα λιγοστά κάρβουνα που είχαν μείνει μέσα του δεν είχαν δύναμη ούτε τα λεπτά της χέρια –που τέντωνε νευρικά ζητώντας μια απάντηση στο ερώτημα που τη βασάνιζε– να ζεστάνουν. 

Η ώρα περνούσε και η κατάσταση απλά χειροτέρευε. Η μάνα τώρα παραμιλούσε και το μαγκάλι κόντευε να σβήσει. Η κόρη το πήρε απόφαση. Τύλιξε ένα χοντρό σάλι γύρω από το κεφάλι και την πλάτη της, πήρε λίγα χρήματα που τους είχε αφήσει ο πατέρας της στο συρτάρι, έριξε μια ματιά στη μάνα της και βγήκε γρήγορα στον δρόμο. Το φαρμακείο δεν ήταν μακριά και στον γυρισμό θα ζητούσε λίγα κάρβουνα από τη γειτόνισσα. Ο πατέρας της, κάθε τόσο, της έδινε όσα λαχανικά μπορούσε να ξεκλέψει από την αμοιβή του κι εκείνη ανταποκρινόταν με τα κάρβουνα που είχε σε πιο μεγάλη αφθονία από τους φτωχούς γειτόνους, εξαιτίας του γιου της.

 Ήταν σοφέρ σε κάποιον πλούσιο επιχειρηματία, αλλά δεν ξεχνούσε τη μάνα που τον γέννησε. Μόλις πέρασε το κατώφλι και πάτησε στο στενό πεζοδρόμιο, συνειδητοποίησε ότι είχε σκοτεινιάσει αρκετά. Από τη μια το κρύο από την άλλη το σκοτάδι, άρχισε να τρέμει. Διέσχισε γρήγορα τον δρόμο, έφτασε στο φαρμακείο, πήρε κινίνα και γυρίζοντας σταμάτησε στη γειτόνισσα. Πήρε μια τσάντα με κάρβουνα που της έδωσε και βιαστικά


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 44 


βγήκε για να διασχίσει τα λίγα μέτρα που τη χώριζαν από το σπίτι της. Όταν όμως έστριψε στη γωνία, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν ψηλόσωμο άντρα γύρω στα πενήντα. Πρέπει να ήταν πολύ μεθυσμένος. Βρωμοκοπούσε ολόκληρος. Μόλις την είδε, σήκωσε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει. Εκείνη τρομαγμένη έκανε να φωνάξει βοήθεια, αλλά δεν πρόλαβε. Ο άντρας την έσπρωξε με δύναμη ρίχνοντας την πίσω, πάνω στο στενό πεζοδρόμιο. Τα κάρβουνα σκόρπισαν πάνω στο στήθος και τα χέρια της. Ο άντρας έπεσε με δύναμη πάνω της, της τράβηξε με βία το φουστάνι προς τα πάνω, ενώ παράλληλα πάλευε να τη φιλήσει. Η φωνή της κόρης πολύ γρήγορα χάθηκε, πνίγηκε. Μόνο λίγα δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της και κύλησαν ανεμπόδιστα στα μαλλιά της. Δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού της το αίμα έτρεχε ασυγκράτητο. Το άλλο πρωί ένας σκύλος τη βρήκε πρώτος και με το γάβγισμά του ξύπνησε όλη τη γειτονιά. Τη μάζεψαν και τη μετέφεραν στο νεκροτομείο. Κάποιες γειτόνισσες μπήκαν στο φτωχικό σπίτι και προσπάθησαν να περιποιηθούν τη μάνα. Είχε ακόμα πυρετό. Δεν καταλάβαινε καλά τι γινόταν γύρω της. Όταν την επομένη γύρισε ο πατέρας, η μάνα ήταν καλύτερα, αλλά δεν ήξερε ακόμη τίποτα. Ήταν πολύ αδύναμη και οι γυναίκες που τη φρόντιζαν θεώρησαν καλό να την προστατεύσουν μέχρι να δυναμώσει. Μόνο ο πατέρας συνόδευσε τη μονάκριβη θυγατέρα του στο νεκροταφείο μαζί με λίγες μαυροντυμένες γειτόνισσες σαν μεγάλα μαύρα μυρμήγκια.


 Πρώτη μέρα του Φλεβάρη που δεν έβρεχε· μόνο κάτι παράξενα κόκκινα σύννεφα έστεκαν στον ουρανό σαν βαμβάκια βουτηγμένα σε αίμα. Ήταν τυλιγμένη σε ένα σεντόνι μόνο. Λίγο πριν την αφήσουν στον φρεσκοσκαμμένο λάκκο, ο πονεμένος άντρας έσκυψε να τη φιλήσει για τελευταία φορά. Ένα δυνατό αεράκι μετέφερε από έναν γειτονικό τάφο λίγα αγριολούλουδα, που είχε κόψει μια χαροκαμένη μάνα για το παλικάρι της. Ήρθαν και έπεσαν δίπλα στα μαλλιά της κοπέλας. Ο πατέρας δεν ήξερε, μοσχοβολούσαν τα λουλούδια ή τα μαλλιά της; 3. Η Αγία Είχε αρκετή ψύχρα εκείνο το απόγευμα.

 Ήταν αρχές του Φλεβάρη και ο χειμώνας έκανε αισθητή την παρουσία του με το χιονόνερο που γέμιζε υπομονετικά όλη τη μέρα τις λακκούβες που υπήρχαν σε διάφορα σημεία του δρόμου. Μικρά ασθενικά σπουργίτια 



 Χριστιάννα Απέρ

 Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική


 Εργασία 45 έσκυβαν να πιουν για να ξεδιψάσουν, το βλέμμα τους όμως, που τριγύριζε ερευνητικά τριγύρω, φανέρωνε ότι το νερό δεν τους έφτανε και για να χορτάσουν. Σάματις έφτανε για τους ανθρώπους! Οι περισσότεροι είχαν ξεπουλήσει από τον προηγούμενο βαρύ χειμώνα ό,τι είχαν και δεν είχαν για έναν τενεκέ λάδι, για λίγο κρέας. Ειδικά όσοι είχαν μικρά παιδιά και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να τα κρατήσουν στη ζωή. Καθημερινό φαινόμενο είχε γίνει πια το πλιάτσικο και όσοι είχαν μαγαζιά φρουρούσαν την πραμάτεια τους με νύχια και με δόντια. 

Σκληρή η ανάγκη, αδυσώπητη η πείνα! Κι όμως δεν έψαχνε φαγητό ο νεαρός άντρας που περπατούσε βιαστικά κοιτάζοντας αφηρημένα μπροστά του.

 Σίγουρα θα κρύωνε, αφού ήταν ντυμένος μόνο με ένα παντελόνι και από πάνω ένα πουκάμισο μακρυμάνικο, σκισμένο σε πολλά σημεία και βρώμικο. Κατευθυνόταν στην παραλία και, όταν έφτασε στο τελευταίο στενό πριν την ακτή, έστριψε, πλησίασε την είσοδο ενός καπηλειού, άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Μέσα στο μαγαζί η ατμόσφαιρα ήταν πολύ πνιγηρή από τα τσιγάρα που κάπνιζαν οι περισσότεροι θαμώνες, άντρες αποκλειστικά, οι οποίοι έπιναν είτε παίζοντας χαρτιά είτε συνομιλώντας έντονα με άλλους είτε απλά πνίγοντας τον πόνο τους. Δυο νεαροί, που κάθονταν σε μια γωνιά απομονωμένοι, τον αντιλήφθηκαν και ανασηκώθηκαν, καθώς εκείνος τους πλησίαζε. Όταν στάθηκε δίπλα τους, του χτύπησαν ζωηρά την πλάτη και τον κάλεσαν να καθίσει μαζί τους.

 Στο πρόσωπό τους ήταν ζωγραφισμένη η απορία. – Τι έγινες; Σε ψάχνουμε τόσο καιρό, του είπε ο ένας χαμηλόφωνα. – Θα σας πω, θα σας πω. Να πιω κάτι να ζεσταθώ πρώτα. Κερνάτε; Δεν έχω μία. Κάθισε μαζί τους και παράγγειλε ένα ποτό. Όταν ο σερβιτόρος τού έφερε το ποτήρι, το ήπιε μονορούφι και ζήτησε ένα ακόμη. Μετά και το δεύτερο ποτό, φάνηκε να συνέρχεται λίγο και ξεκίνησε να μιλάει. Ίσα που ακουγόταν. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο άδειο ποτήρι που κράταγε γερά στα χέρια του. – Με είχαν πιάσει. Ήμουν κλεισμένος σε ένα δωμάτιο τέσσερις μήνες, δεμένος σε ένα κρεβάτι. Το μόνο που έκανα ήταν να μετράω τον χρόνο. 

Προσπαθούσα από το φαγητό να καταλάβω πότε πέρναγε μια μέρα. Δεν έβλεπα φως, τίποτα. Σκοτάδι, μόνο σκοτάδι και κάποιες φορές μια λάμπα να με τυφλώνει στα μάτια. Στην αρχή με χτυπούσαν κάθε τόσο, χωρίς να με αφήνουν καθόλου να κοιμηθώ. Γύρευαν να τους δώσω ονόματα. 

 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 46 

Βαρέθηκαν; 

Με ξέχασαν κάποια στιγμή; Δεν ξέρω τι άλλο συνέβη, πάντως με άφησαν ήσυχο. Πριν από μια ώρα περίπου με άφησαν ελεύθερο. Με σκυμμένο κεφάλι έμεινε αμίλητος για λίγο. Στο πρόσωπό του διαγραφόταν ο πόνος από τις αναμνήσεις που του ξύπνησε η διήγησή του. Οι άλλοι δεν μιλούσαν καθόλου. Τα σημάδια στα χέρια και στον λαιμό, που δεν κάλυπτε το πουκάμισό του, δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για όσα έλεγε. Παράγγειλε ένα ποτό ακόμη. Το ήπιε και κάρφωσε το βλέμμα του στο παράθυρο. Έξω είχε πια σκοτεινιάσει. 

Όπως έβλεπε στο τζάμι, άρχισε να θυμάται τα γεγονότα της μέρας που τον συνέλαβαν, τέσσερις μήνες πριν. Κάτι τότε τον είχε σπρώξει να βγει από το μικρό υπόγειο δωμάτιο που μοιραζόταν για λίγες μέρες με άλλους τρεις συντρόφους και να κατευθυνθεί προς το λιμάνι. Την ώρα που χάζευε το ταβάνι, νόμιζε ότι είδε μια γυναικεία φιγούρα, σαν οπτασία. 

Ταράχτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα στους άλλους, οι οποίοι, καθώς ήταν αφοσιωμένοι στη μελέτη κάποιων επαναστατικών φυλλαδίων, δεν έδωσαν σημασία στην αναχώρησή του. Όταν μετά από αρκετό περπάτημα αντίκρισε από τη γωνία του δρόμου τη θάλασσα, είχε πια σκοτεινιάσει και δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν έκανε τελικά καλά που είχε βγει μόνος. 


Τόσους μήνες όμως στο βουνό, μόνο με άντρες, είχε μπαφιάσει. Νέος ήταν, έβραζε το αίμα του. Το πρωί της ίδιας μέρας είχε κατεβεί ξανά εκεί για να συναντηθεί με κάποιους που θα τους προμήθευαν όπλα. Φευγαλέα είδε από μακριά στην προκυμαία μια κοπέλα και αναστατώθηκε. Η ζωή δεν ήταν μόνο πόλεμος. Δεν έπρεπε να είναι μόνο πόλεμος. Οπτασία ή πραγματικότητα, η μορφή σαν να ήταν πάλι μπροστά του κάνοντάς του νόημα για να την ακολουθήσει. Χωρίς να το καλοσκεφτεί προχώρησε και έστριψε λίγα μέτρα πιο κάτω σε ένα μικρό σκοτεινό δρομάκι. Έτσι του φάνηκε τουλάχιστον, όμως έκανε λάθος. Ήταν απλά μια εσοχή του κτηρίου με μικρό βάθος, τέτοιο που να καλύπτει το άνοιγμα μιας μεγάλης πόρτας, η οποία υπήρχε στην αριστερή πλευρά. Μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να στρίψει και να βγει πάλι στον δρόμο, άκουσε τον ήχο από τις πατημασιές πέντε αντρών που έκαναν φαίνεται εφόδους σε σπίτια εκεί γύρω κρατώντας όπλα. Σε λίγο βρέθηκε δεμένος στα χέρια τους. Δεν τον ένοιαζε το ξύλο. Είχε δει πολλούς να σκοτώνονται από σφαίρες και ένιωθε ευγνώμων που το αίμα του κυλούσε ακόμα στις φλέβες και όχι στο χώμα. Αυτό που του στοίχισε ήταν η κοπέλα. Δεν την ξαναείδε ποτέ, όμως δεν τη λησμόνησε, όσα χρόνια κι αν πέρασαν. Ήξερε ότι η σκέψη της τον κράτησε ζωντανό εκείνους τους τέσσερις μήνες. Η Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 47 θέληση να ζήσει για να τη βρει του απάλυνε τα σημάδια από το ξύλο και τα βασανιστήρια, ανακούφιζε τους πόνους του. Ο Θεός την είχε στείλει. Μια Αγία! 4. Ημερολόγιο 28/5/16 Πονάει το κεφάλι μου από το πρωί. Η νοικάρισσα στο διπλανό διαμέρισμα, η κυρία Μερόπη, με είδε στη σκάλα χθες και με βοήθησε να ανεβάσω τα ψώνια. «Κύριε Νίκο, μήπως έχετε πυρετό; Φαίνεστε άρρωστος! Αν θελήσετε κάτι, μην ντραπείτε να μου χτυπήσετε το κουδούνι», είπε. Μπήκε στο διαμέρισμά της και πριν κλείσει την πόρτα την άκουσα που μιλούσε σε κάποιον: «Είναι μόνος του ο κακομοίρης.» Ώστε λοιπόν δεν είχα συγγενείς. 30/6/16 Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι έχω. Κάποιες στιγμές νιώθω μια έντονη ζαλάδα, μια σύγχυση. 10/8/16 Ζεσταίνομαι πολύ, όμως δεν θέλω να κάνω μπάνιο στη θάλασσα. Ο φίλος μου, ο… , όλο το μπερδεύω το όνομά του, φωνάζει ότι δεν είμαι καλά. Τι να του πω; Φοβάμαι. Βλέπω το νερό και φοβάμαι. Έμπαινα εγώ παλιά στη θάλασσα; Δεν θυμάμαι. 12/1/17 Πάλι ξέχασα τι μέρα είναι κι έχασα την εκπομπή που ήθελα να παρακολουθήσω. Μπερδεύτηκα. Είχα πει μην το ξεχάσω κι όμως… Καλά δεν πειράζει, μια εκπομπή ήταν. Δεν χάθηκε ο κόσμος. 15/4/17 Να μην ξεχάσω να βάλω το φαγητό στο ψυγείο. Πρέπει να ποτίσω και τα φυτά πριν ξαπλώσω. Πότε τα πότισα τελευταία φορά; 1/9/17 Πρώτη φορά μπερδεύτηκα έτσι. Τόσα χρόνια μένω σ’ αυτή τη γειτονιά, πρώτη φορά δεν βρίσκω τον δρόμο για το σπίτι. Ο φούρνος, το εστιατόριο που αγοράζω φαγητό και μετά… στρίβω από εδώ… από εκεί … από πού; 25/12/17 Κάποιος φωνάζει έξω στον δρόμο. Τον βλέπω από το παράθυρο. Δεν θέλω να βγω στο μπαλκόνι. Φοβάμαι. Δεν μπορώ να βλέπω κάτω. Θα πέσω. Φωνάζει. Στριφογυρνάει το Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 48 σακάκι του και βρίζει. Φωνάζει για τον Διάβολο και για τον Χριστό. Πόσο καιρό έχω να πάω εκκλησία; 31/12/17 Μου χτύπησαν το κουδούνι. «Να τα πούμε;» Θέλουν να κλέψουν τα λεφτά μου. Δεν ανοίγω. 5/7/18 Φορώ τον μπερέ μου και το κόκκινο κασκόλ και προχωρώ στον δρόμο. Δυο παιδάκια γελάνε. «Είναι τρελός, είναι τρελός», φωνάζουν. Για ποιον λένε; 27/10/18 Τι μυρίζει έτσι; Εγώ έβαλα το μπρίκι στο γκαζάκι; Ούτε θυμάμαι τι ήθελα να φτιάξω. Πάντως χύθηκε. Έφαγα; 25/12/18 Η κυρία που μένει δίπλα είναι πολύ περίεργη. Όλο παραπονιέται. Μου χτύπησε την πόρτα. Ξεχνάω, λέει, συνέχεια τα σκουπίδια έξω από την πόρτα μου και έχει βρωμίσει όλη η πολυκατοικία μέρες που είναι. Η παράξενη! Ούτε θυμάμαι από πού κρατάει η σκούφια της. Τι εννοεί μέρες που είναι; Με ρώτησε αν θέλω να μπει στο σπίτι να με βοηθήσει. Αποκλείεται. Θέλει να με κλέψει. 27/12/18 Φαίνεται με πήρε ο ύπνος. Πεινάω. Τι θα φάω; Μαμά, πεινάω! 30/12/18 Κρυώνω. Είμαι βρεγμένος. Δεν πρόλαβα να πάω στην τουαλέτα. Μπερδεύτηκα. Πού είναι; Δεν θέλω να πλυθώ. Δεν θέλω νερό. Κρυώνω. Πεινάω. 31/12/18 Γιατί είμαι στο πάτωμα; Δεν ξέρω. Πεινάω. Μαμά, πεινάω… Θέλω να κοιμηθώ. 1/1/19 Κρυώνω… Ακούω φωνές. «Κύριε Νίκο, κύριε Νίκο» Ποιον φωνάζουν; Ποιος είναι ο κύριος Νίκος; Ακούω θορύβους, χτυπήματα. Δεν αντέχω. Πονάω… πονάω. Κουράστηκα… Κλείνω τα μάτια… Καληνύχτα, μαμά! Δώσε μου λίγο κρεβάτι ουρανέ! Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 49 5. Καπνός ή γάτα Ήταν τριάντα τριών ετών, ψηλός, ευθυτενής, γοητευτικός, με σγουρά κατάμαυρα μαλλιά και αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. Όλοι του οι γνωστοί τον καμάρωναν και περισσότερο από όλους η μάνα του. Έναν τον είχε και ποτέ του δεν την κούρασε. Μένοντας χήρα, όταν εκείνος ήταν ακόμη στο δημοτικό, είχε ζοριστεί πολύ για να τον μεγαλώσει. Τα είχε όμως καταφέρει μάλλον πολύ καλά, αφού ο μονάκριβός της είχε τελειώσει χωρίς προβλήματα τις βασικές σπουδές του αριστεύοντας και, μετά τη στρατιωτική του θητεία, είχε φύγει για τις μεταπτυχιακές σπουδές του, με υποτροφία, στην Αγγλία, σε ένα φημισμένο πανεπιστήμιο. Κι εκεί διακρίθηκε, γι’ αυτό, όταν γύρισε πίσω στην Ελλάδα, δεν δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά και μάλιστα με πολύ καλές συνθήκες εργασίας και ιδιαίτερα ικανοποιητικές αποδοχές. Όταν εμφανίστηκε στον δρόμο του πριν από τέσσερις μήνες η Ελένη –ωραία, όπως και η συνονόματή της ηρωίδα–, του πήρε τα μυαλά. Δεν έβλεπε μπροστά του. Όλη την ώρα περπατούσε σαν μεθυσμένος και την αναζητούσε σαν ναρκομανής που ψάχνει τη δόση του. Ξημεροβραδιαζόταν με τη σκέψη της. Την είχε γνωρίσει τυχαία στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς, όταν πήγε για να πάρει ένα σημειωματάριο και ένα στυλό. Εκείνη ήταν σκυμμένη πάνω από έναν πάγκο και μελετούσε με προσοχή κάποια ποιητική συλλογή. Έτσι είχε όλο τον χρόνο να την περιεργαστεί και να θαυμάσει την αψεγάδιαστη φυσική καλλονή της, τα μακριά κατάξανθα μαλλιά, τα λεπτά χέρια, τα εκφραστικά γαλανά μάτια και το χυμώδες σώμα. Όπως την παρατηρούσε διακριτικά, εκείνη κάτι ρώτησε τον βιβλιοπώλη και η φωνή της ακούστηκε μεθυστική, σαγηνευτική. Από εκείνη την ημέρα η μορφή της είχε κάνει κατάληψη στο μυαλό του διεκδικώντας την αποκλειστικότητα και μάλλον την είχε πετύχει. Ο νεαρός άντρας λίγο λίγο μαράζωνε. Δεν μπορούσε να αποδώσει στη δουλειά. Δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί ούτε το φαγητό, ούτε την ξεκούραση, τίποτα. Τη συλλογιζότανε συνέχεια και ένιωθε το κορμί του να τρέμει από το πάθος που τον είχε κυριεύσει. Αποφάσισε τελικά να παλέψει για να την κατακτήσει. Έψαξε και έμαθε τα πάντα γι’ αυτήν. Πού μένει, πώς λέγεται, αν έχει οικογένεια, αν δουλεύει, πώς περνά συνήθως τη μέρα της; Όσα έμαθε του άρεσαν ή μάλλον του πρόσφεραν το αίσθημα της ικανοποίησης. Η Ελένη ήταν είκοσι πέντε ετών, πτυχιούχος νηπιαγωγός και προσωρινά Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 50 εργαζόμενη στην οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα της. Δεν είχε ακουστεί ποτέ για αυτήν κάτι κακό και –το κυριότερο– ήταν ελεύθερη, χωρίς κάποιο δεσμό. Με πολύ κόπο πληροφορήθηκε και για τις συνήθειές της σχεδιάζοντας προσεχτικά μια συνάντηση γνωριμίας μαζί της. Διάλεξε να το κάνει , όταν κάποια στιγμή –φαινομενικά τυχαία– θα τη συναντούσε έξω από το σπίτι της. Της είχε στήσει καρτέρι σαν τον κυνηγό που καταστρώνει σχέδια για να καταφέρει να πιάσει ένα πανέμορφο ελάφι. Δεν ήθελε να τη φοβίσει και να τη χάσει. Πρόσεχε και την παραμικρή λεπτομέρεια, ώστε να μην του ξεφύγει, να την κάνει δική του. Όταν έφτασε η ώρα, ετοιμάστηκε, ντύθηκε, αρωματίστηκε και ξεκίνησε να βγει από το διαμέρισμα δίνοντας ένα βιαστικό φιλί στη μητέρα του. Ήταν πολύ ευδιάθετος. Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Όλα θα πήγαιναν καλά. Θα την κατακτούσε και θα πετύχαινε και σε αυτόν τον τομέα, όπως και σε όλους τους άλλους. Δεν του έλειπε τίποτα. Μόνο η ωραία Ελένη που είχε ερωτευτεί. Άρχισε να κατεβαίνει, σχεδόν πηδώντας, τα σκαλιά της πολυκατοικίας από τον τέταρτο όροφο που έμεναν προς τα κάτω. Στη στροφή φτάνοντας στον δεύτερο όροφο, όπου είχε καεί η λάμπα που φώτιζε τον διάδρομο και το κάτω μέρος της σκάλας, νόμισε ότι διέκρινε μια μαύρη σκιά. Καπνός ήταν ή γάτα; Όπως κουνιόταν το κεφάλι του με το γρήγορο κατέβασμα, νόμισε ότι ήταν κάτι που τον πλησίαζε, μπερδεύτηκε, στραβοπάτησε και γλίστρησε. Ένιωσε έναν έντονο πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και τίποτα άλλο. Οι στριγκλιές που ακούστηκαν σε λίγη ώρα ήταν μιας ογδοντάχρονης γιαγιάς που έμενε στον πρώτο όροφο και με πολύ κόπο είχε ανέβει μέχρι τον δεύτερο ψάχνοντας τη γάτα της που της είχε φύγει. Όσο για τη γάτα της, βρέθηκε λίγο αργότερα, την ώρα που μετέφεραν τη σορό στο ασθενοφόρο. Κοιμόταν φαίνεται σε κάποια γωνιά στο υπόγειο που ήταν ζεστά και εμφανίστηκε καμαρωτή, όταν πείνασε, Είχε χρώμα ξεθωριασμένο γκριζόμαυρο. Σαν καπνός. 6. Ο γάμος που δεν έγινε Η Ιφιγένεια κόντευε να κλείσει τα δεκαοκτώ. Παρόλο που ήταν πολύ όμορφη, δεν ασχολιόταν με την εξωτερική της εμφάνιση. Αγαπούσε πολύ τη μελέτη και ήταν καλή μαθήτρια στο σχολείο, αν και δεν είχε κανέναν να την υποστηρίζει σε αυτό από το σπίτι της. Πολλές φορές, που βρισκόταν μόνη σε μια ήσυχη γωνιά στο δωματιάκι της, Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 51 ονειρευόταν να καταφέρει να μορφωθεί, να γίνει μια δασκάλα, και να βρει δουλειά κοντά σε μικρά παιδιά, τα οποία υπεραγαπούσε. Σχεδίαζε σε λίγο καιρό που θα τελείωνε το σχολείο να μιλήσει στους γονείς της και να τους αποκαλύψει τα όνειρά της, να δώσει εξετάσεις, για να σπουδάσει στην Αρσάκειο Ακαδημία. Δεν πρόλαβε όμως να τους πει τίποτα. Οι γονείς της, συντηρούμενοι από τη μικρή ταβέρνα που είχαν σε ένα από τα χωριά του νησιού , πάλευαν να τα βγάλουν πέρα και να της προσφέρουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν. Τον τελευταίο καιρό οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά. Οι νεότεροι, αλλά και αρκετοί μεγαλύτεροι, προτιμούσαν πλέον πιο μοντέρνα μαγαζιά με ευρωπαϊκή ή γκουρμέ κουζίνα, κρεπερί ή πιτσαρίες. Ένα μεσημέρι, όταν γύρισε από το σχολείο και κάθισαν για φαγητό, ο πατέρας τής ανήγγειλε με περηφάνια ότι έστειλε προξενιό γι’ αυτήν ένας εύπορος άντρας από τη χώρα, με τον οποίο θα μπορούσε να ζήσει άνετα και χωρίς ποτέ να της λείψει τίποτα. Θα τη φρόντιζε και θα την προστάτευε από κάθε κακό. Έψαχνε μια σοβαρή κοπέλα, γιατί τα χρόνια περνούσαν και ήθελε να δημιουργήσει οικογένεια. Πλησίαζε τα … σαράντα, όμως έδειχνε πολύ νεότερος! Η Ιφιγένεια τον άκουγε σοκαρισμένη αδυνατώντας να αντιδράσει. Πήγε κάτι να ψελλίσει για τα όνειρά της, να γίνει δασκάλα, να εργαστεί, αλλά μια άγρια ματιά του πατέρα της την έκανε να σωπάσει. Δεν χρειαζόταν να παιδεύεται με τα διαβάσματα, της είπε. Η μητέρα της, που τέλειωσε μόνο κάποιες τάξεις του δημοτικού, μια χαρά ήταν. «Μια σωστή γυναίκα έχει καθήκον να κάθεται στο σπίτι της και να φροντίζει τον άντρα της και τα παιδιά της». Τα λόγια του αυτά φωτογράφιζαν πράγματι τη μητέρα της που υπεραγαπούσε, όμως δεν ταίριαζαν στην ίδια. Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της έτσι. Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς μόρφωση. Δεν μπορούσε να φανταστεί έναν γάμο χωρίς έρωτα και αγάπη. Ήξερε όμως ότι ήταν μάταιος κόπος να αρνηθεί. Ο πατέρας της ήταν αγύριστο κεφάλι. Χαμήλωσε το κεφάλι και πήγε στο δωμάτιό της. Εκείνος το εξέλαβε ως θετική αντίδραση. «Κοπέλα είναι» σκέφτηκε, «ντρέπεται να συζητάει τέτοια θέματα με τον πατέρα της» και έδωσε εντολή στη γυναίκα του να αρχίσει τις ετοιμασίες για τον γάμο. Θα γινόταν γρήγορα, σε έναν μήνα περίπου, μαζί με το πανηγύρι της Παναγιάς. Έτσι είχαν συμφωνήσει οι άντρες. Η Ιφιγένεια δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπάθησε το ίδιο βράδυ να βρει συμπαράσταση στη μάνα της, αλλά εκείνη τρομαγμένη από τις τρελές –όπως θεωρούσε– ιδέες της, την έβαλε Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 52 να ορκιστεί ότι θα υπακούσει στο θέλημα του πατέρα της που είχε δίκιο και νοιαζόταν μόνο για το καλό της. Την επόμενη μέρα τους επισκέφτηκε ο υποψήφιος γαμπρός. Η Ιφιγένεια, μόλις τον αντίκρισε, νόμιζε ότι θα τρελαθεί. Θα μπορούσε να ήταν πατέρας της. Τα πλούσια δώρα του δεν την εντυπωσίασαν καθόλου. Ο πατέρας της όμως είχε άλλη άποψη κι έτσι οι ετοιμασίες για τον γάμο ξεκίνησαν. Η μάνα έτρεχε για όλα και στον άντρα της δικαιολογούσε την κόρη της ότι τάχα ήταν πολύ αγχωμένη. Η Ιφιγένεια πράγματι είχε άγχος, αλλά μόνο για το πώς θα κατάφερνε να ξεφύγει από τον εφιάλτη που ζούσε. Ακόμη και το νυφικό που έστειλε ο γαμπρός, αν και ήταν εντυπωσιακό και φαινόταν πανάκριβο, ούτε που γύρισε να το δει. Δύο μέρες πριν τον γάμο, είχαν φτάσει στο σπίτι πλούσια δώρα του γαμπρού για το στόλισμα. Υπήρχαν βάζα με λουλούδια, τα στέφανα μέσα σε ασημένιο δίσκο και τριγύρω τους κουφέτα, μπομπονιέρες και γλυκά σε καλάθια, έτοιμα να προσφερθούν στους καλεσμένους. Καθώς ο πατέρας της είχε πάει στο καφενείο και θα αργούσε, η Ιφιγένεια, μην αντέχοντας πια, κλείστηκε στο δωμάτιό της και κατέγραψε τις σκέψεις που τη βασάνιζαν σε ένα χαρτί. Περιέγραψε με όμορφα λόγια το όνειρό της, ένα μέλλον γεμάτο χαρά και αγάπη και όχι μια ζωή σκλαβωμένη σε κάποιον άντρα που θα μισούσε. Στη συνέχεια ήπιε ένα μπουκάλι με ποντικοφάρμακο, που είχε προμηθευτεί από το φαρμακείο μια μέρα πριν. Άφησε το χαρτί στο κομοδίνο και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Η μάνα, απασχολημένη με διάφορα δεν πήρε χαμπάρι τι είχε συμβεί, όταν όμως ήρθε ο πατέρας της, τη φώναξε για να της δώσει ένα ακόμη δώρο που είχε στείλει ο γαμπρός. Καθώς δεν πήρε απάντηση, είπε στη γυναίκα του να πάει να τη βρει. Εκείνη υπακούοντας, μπήκε στο δωμάτιο και αντίκρισε το άψυχο σώμα. Στην αρχή νόμισε ότι η αγαπημένη της κόρη κοιμόταν λόγω της κούρασης και έσκυψε να την κουνήσει. Νιώθοντας την παγωνιά και την ακαμψία, συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί και έβαλε τις φωνές. Ο άντρας της τρομαγμένος μπήκε κι αυτός στο δωμάτιο, είδε την κόρη του, είδε το χαρτί και ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα. Η γυναίκα του είχε αρχίσει να ουρλιάζει: «Παιδί μου, σπλάχνο μου!» Ταρακουνούσε την κόρη της ελπίζοντας ότι θα ξυπνήσει, όμως δεν γινόταν τίποτα. Ξαφνικά, ανασηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον άντρα της με μάτια θολά. «Ο γάμος δεν θα γίνει» είπε και η φωνή της ακούστηκε παγερή σαν το χιόνι που μένει. Βγήκε από το δωμάτιο, πήγε στο καθιστικό που είχαν τα διάφορα πράγματα του γάμου και άρχισε να Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 53 τα πετάει κάτω με δύναμη. Πέταξε στην αρχή τα βάζα που έγιναν θρύψαλα, ενώ τα λουλούδια που βρίσκονταν μέσα τους γίνονταν κομμάτια. Μετά άρπαξε τα στέφανα και τα έριξε πάνω στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Με τη χούφτα της μάζευε κουφέτα και τα πετούσε σαν πέτρες κι αυτά μέσα στη φωτιά, πάνω από τα στέφανα. Ο πατέρας είχε μείνει ασάλευτος και την κοιτούσε. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, όταν εκείνη πήρε το ψαλίδι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι και με το οποίο έκοβε λίγη ώρα πριν άσπρες κορδέλες για να στολίσει την πόρτα. Το άνοιξε και το κάρφωσε με δύναμη στην κοιλιά της. Κάποιες κορδέλες που είχαν πέσει στο πάτωμα βάφτηκαν κόκκινες. Όπως σωριάστηκε κι εκείνη, τα μάτια της, δύο γυάλινες χάντρες έμειναν ασάλευτες να βλέπουν το άσπρο νυφικό που κρεμόταν στον τοίχο. 7. Το σύνθημα Το λυκόφως υπέκυπτε αμαχητί στο σκοτάδι της νύχτας, αφού είχε σύμμαχο ισχυρό τη συννεφιά που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού. Μέσα στη σιγαλιά, αφού οι άνεμοι ξεκουράζονταν και η απαλή αύρα φρόντιζε απλά να δροσίσει τους κατατρεγμένους κατοίκους της παραθαλάσσιας πολιτείας, ακούστηκε υπόκωφα το πρώτο σφύριγμα. Κάτι σαν λάλημα πουλιού. Ο φρουρός, που περπατούσε βαριεστημένα στην άκρη του δρόμου με το όπλο στο χέρι, δεν φάνηκε να δίνει καμιά σημασία. Σε ένα λεπτό να και το δεύτερο. Καμιά αντίδραση και πάλι, όπως και για το τρίτο που ακούστηκε λίγο αργότερα. Οι γλάροι ακούγονταν καθημερινά σε όλη την περιοχή και, όποιος σφύριξε, είχε σίγουρα ταλέντο στη μίμηση. Μόνο κάποιος υποψιασμένος θα υποπτευόταν κάτι. Τρεις αντρικές φιγούρες, σκυφτές σχεδόν, σκαρφάλωσαν πηδώντας από ένα τοιχαλάκι και άρχισαν να σέρνονται στην ταράτσα του κτηρίου που χρησιμοποιούσαν πριν την Κατοχή οι ντόπιοι σαν λιμεναρχείο και τώρα ήταν επιταγμένο από τους Γερμανούς –όπως και όλα όσα βρίσκονταν κατά μήκος της ακτής. Οι τρεις άντρες έφτασαν στην άκρη και πήδηξαν προσεχτικά, ένα μέτρο σχεδόν πιο πέρα, στην ταράτσα μιας μισογκρεμισμένης αποθήκης των ψαράδων της περιοχής, μέσα στην οποία πλέον σάπιζαν παλιά ξύλα από βάρκες και σχισμένα δίχτυα ψαρέματος. Ο απαλός παφλασμός του κύματος κάλυψε τον μικρό θόρυβο των πατημασιών τους. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο πρώτος στη σειρά άντρας πήδηξε παραδίπλα, στην ταράτσα ενός ακόμη μισογκρεμισμένου χτίσματος, το οποίο ήταν Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 54 πιο χαμηλό και έστεκε στο τέρμα της προκυμαίας, στο σημείο από όπου ξεκινούσε ο σχηματισμένος με μεγάλα βράχια λιμενοβραχίονας που αγκάλιαζε σαν δυνατό μπράτσο το λιμάνι προφυλάσσοντας τα πλεούμενα που φώλιαζαν μέσα του από τη μανία της θάλασσας. Για πολύ καιρό μετά το σαμποτάζ, που τους στοίχισε, πριν από σχεδόν δύο μήνες, τρία επανδρωμένα φορτηγά και δύο τόνους πυρομαχικά, οι Γερμανοί νόμιζαν ότι όλοι όσοι εμπλέκονταν ήταν νεκροί. Όμως η επιτόπια έρευνα των ειδικών επιβεβαίωσε ότι οι σοροί που βρέθηκαν ανήκαν όλες σε Γερμανούς και, άρα, οι σαμποτέρ είχαν διαφύγει. Οι υποψίες ότι ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν και Εγγλέζοι που κατείχαν τη σχετική τεχνογνωσία και σίγουρα τώρα κάπου ήταν κρυμμένοι, είχαν προκαλέσει πονοκέφαλο στους αξιωματικούς που είχαν αναλάβει την έρευνα. Δεν το έβαζαν όμως κάτω. Όλο και κάποιος σπιούνος θα βρισκόταν για να τους οδηγήσει στους κρυμμένους ταραξίες. Ήταν απλά θέμα χρόνου. Η Χριστίνα είχε την ιδέα να ονομάσουν τη συγκεκριμένη αποστολή «Ο λύκος και τα τρία γουρουνάκια». Ποτέ δεν έχανε το κέφι της αυτή η κοπέλα! Τόσους τραυματίες, τόσους νεκρούς είχε αντικρίσει, αυτή εκεί, με χαμόγελο και πίστη. Όσες αποστολές είχε αναλάβει, τις είχε ολοκληρώσει με επιτυχία. Παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις είκοσι τριών ετών και γυναίκα –μην το ξεχνάμε αυτό–, είχε ήδη δημιουργήσει έναν μύθο γύρω από το όνομά της. Κανείς δεν ήξερε πολλά γι’ αυτήν, εκτός από τον μέντορά της, τον λοχαγό Σωτηρίου, αυτός όμως τηρούσε σιγήν ιχθύος. «Το μόνο που πρέπει να ενδιαφέρει είναι η αποτελεσματικότητά της, αυτό μόνο» έλεγε, κόβοντας κάθε άλλη συζήτηση. Όμως σε χαμηλόφωνες συνομιλίες κάποιοι αποκάλυπταν συνωμοτικά ότι η Χριστίνα είχε σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια τουλάχιστον δύο Γερμανούς. Εκείνη τη βραδιά πάντως ονομαζόταν «Θέτις» και είχε βασικό ρόλο στο σενάριο που είχαν σκαρφιστεί οι ιθύνοντες της ασφάλειας για να μπορέσουν να φυγαδεύσουν ζωντανούς τους τρεις Άγγλους. Το σχέδιο των Ελλήνων ήταν σχετικά απλό. Σε μια βάρκα θα έμπαινε ο Γιώργος, ένας στρατιώτης από την Κατερίνη που ήξερε να παίζει κιθάρα, και μαζί του τρεις ακόμη στρατιώτες με τρομπέτες στα χέρια. Όλοι φυσικά θα ήταν ντυμένοι με λαϊκά ρούχα, παριστάνοντας τους μουσικούς που βγήκαν εκμεταλλευόμενοι την καλοκαιρία και τη φεγγαράδα για μια μουσική θαλασσινή περιπλάνηση. Θα ξεγελούσαν έτσι τον φρουρό που είχε βάρδια στην προκυμαία, ο οποίος, όταν ανοίγονταν λίγο με τα κουπιά και έβγαιναν από το λιμάνι, δεν θα μπορούσε να τους διακρίνει από την ακτή μέσα στο σκοτάδι. Τότε, θα έστριβαν με προσοχή προς τα αριστερά και θα πλησίαζαν τα βράχια, Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 55 ώστε να επιβιβαστούν από εκεί μαζί τους στη βάρκα οι τρεις κρυμμένοι Άγγλοι. Θα στρέφονταν στη συνέχεια ανοιγόμενοι προς τα βαθιά. Σε λίγη ώρα θα τους πλησίαζε ένα μικρό πλοίο, θα έπαιρνε τους Εγγλέζους και θα ανοιγόταν γρήγορα στο πέλαγο. Η απόσταση που θα διένυαν, μέχρι να τους συναντήσει το πλοίο, δεν θα ήταν μεγάλη. Η βάρκα θα άντεχε το βάρος εφτά ατόμων για τόσο λίγο, αφού και ο καιρός ήταν καλός. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού οι τέσσερις Έλληνες θα έπαιζαν μουσική ή θα έκαναν κουπί εναλλάξ, ξεγελώντας τον Γερμανό σκοπό που θα τους άκουγε από την παραλία. Για να σιγουρέψουν την επιχείρηση, η «Θέτις», ντυμένη προκλητικά θα παρουσιαζόταν να κάνει τσάρκα στην ακτή. Ο Γερμανός που είχε βάρδια στη σκοπιά σίγουρα δεν θα έμενε ανεπηρέαστος από τα κάλλη της, θα τσιμπούσε το δόλωμα και θα παραμελούσε τη βάρδιά του. Ο λοχαγός Σωτηρίου, θέλοντας να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο αποτυχίας, είχε δώσει εντολή και σε τέσσερις άντρες ακόμη, να ντυθούν ναύτες και να στέκουν παράμερα, κάνοντας ότι έχουν βγει βόλτα, ώστε, αν χρειαζόταν, να επέμβουν. Μόλις ακούστηκε το πρώτο σφύριγμα, εμφανίστηκε και η Χριστίνα στον δρόμο. Βάδιζε με προκλητικό τρόπο, λικνίζοντας ρυθμικά το καλοσχηματισμένο κορμί της πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της. Τα ρούχα της κάλυπταν ελάχιστα. Ο φρουρός που την αντίκρισε σίγουρα σκεφτόταν πόσο θα ήθελε να της τα βγάλει κι αυτά. Στο τρίτο σφύριγμα η Χριστίνα ήταν πια σχεδόν δίπλα του κι εκείνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από πάνω της αγνοώντας ότι την ίδια στιγμή οι τρεις φυγάδες είχαν φτάσει σχεδόν από πάνω τους. Οι τρεις Εγγλέζοι πολύ γρήγορα είχαν αρχίσει να ακροπατούν στα βράχια απομακρυνόμενοι όλο και περισσότερο από τον σκοπό και το όπλο του. Λίγα μέτρα ακόμα και μετά θα περίμεναν σκυμμένοι να περάσει η βάρκα των μουσικών για να μπουν μέσα. Όλα πήγαιναν ρολόι. Στην προκυμαία εμφανίστηκαν ο Γιώργος και οι τρεις σύντροφοι του με τις τρομπέτες. Ο φρουρός, απομακρύνοντας με κόπο το βλέμμα του από τη Χριστίνα, προχώρησε προς το μέρος τους και τους διέταξε στα γερμανικά να σηκώσουν τα χέρια. Εκείνοι έκαναν ότι δεν καταλάβαιναν καλά και του έδειχναν από τη μια τα όργανα που κρατούσαν και από την άλλη τη βάρκα που ήταν δεμένη από το πρωί εκεί και τους περίμενε. Ο Γερμανός τους εξέτασε και, όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν άοπλοι, τους άφησε να επιβιβαστούν στη βάρκα, αφού πρώτα την ερεύνησε και αυτήν. Τους παρακολούθησε λίγο, καθώς κωπηλατούσαν οι δύο από τους άντρες και η βάρκα απομακρυνόταν σιγά σιγά υπό τους ήχους της κιθάρας και της μιας τρομπέτας. Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 56 Μετά γύρισε πάλι κοντά στη Χριστίνα. Εκείνη, με βλέμμα γεμάτο λαγνεία, ακούμπησε την πλάτη της σε έναν βράχο στην άκρη της θάλασσας και ανασήκωσε το ένα πόδι. Ο Γερμανός έσκυψε προς το μέρος της προσπαθώντας να τη φιλήσει, ενώ παράλληλα το ένα του χέρι κρατούσε το όπλο και το άλλο την αγκάλιαζε χαμηλά στη μέση. Στην άλλη άκρη της προκυμαίας οι τέσσερις άντρες, ντυμένοι ναύτες, στέκονταν συνομιλώντας χαμηλόφωνα. Διέκριναν με δυσκολία τη βάρκα που είχε πια στρίψει στην άκρη του μόλου. Το σχέδιό τους σε λίγα λεπτά θα ολοκληρωνόταν με επιτυχία. Απρόσμενα, δύο μεγάλοι προβολείς έλουσαν με δυνατό φως, ο ένας τα βράχια που πάνω τους είχαν κουρνιάσει σαν νυχτοπούλια οι Άγγλοι και ο άλλος το ζευγάρι που εναγκαλιζόταν με περίσσιο πάθος. Οι ναύτες πάγωσαν και χλώμιασαν στο λεπτό. Η Χριστίνα αγέρωχη έσπρωξε από πάνω της τον Γερμανό και έσκυψε να τραβήξει από τη γόβα της έναν σουγιά. Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα άλλο. Οι πυροβολισμοί, που αντήχησαν σαν βροντές στα αυτιά της, έβαψαν κόκκινο το άσπρο πουκάμισο που έχασκε ανοικτό μπροστά, αφήνοντας ακάλυπτο στα μάτια όλων το στητό της στήθος. Με τα μάτια και τα πόδια ανοιχτά έγειρε στο πλάι, σαν να την έσπρωξε κάποιος, και έπεσε στο νερό. Ο φρουρός δίπλα της ήταν επίσης νεκρός, πεσμένος στο χώμα με την πλάτη. Νεκροί όμως ήταν και οι τρεις Άγγλοι. Το φως του προβολέα δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Δεν κουνιόταν κανείς τους έτσι που είχαν πέσει πάνω στα βράχια σε στάσεις εντελώς αφύσικες και σίγουρα επώδυνες για έναν ζωντανό άνθρωπο. Μέσα σε δευτερόλεπτα από τρία διαφορετικά σημεία ο χώρος πλημμύρισε από Γερμανούς στρατιώτες με προτεταμένα τα όπλα. Μια ομάδα περικύκλωσε τους ναύτες, που ύψωσαν τα χέρια και παραδόθηκαν θλιμμένοι. Ένας αξιωματικός με αργό βηματισμό πλησίασε τον πεσμένο φρουρό και βεβαιώθηκε ότι είναι νεκρός με μια κλωτσιά που του έδωσε ρίχνοντάς τον στη θάλασσα. Στο φως του φεγγαριού που είχε ξεπροβάλλει εκείνη τη στιγμή μέσα από τα σύννεφα έλαμψαν λίγο πιο πέρα τα άσπρα σκέλια της Χριστίνας κάτω από το νερό. Ο Γερμανός χάζεψε λίγο και μετά γύρισε με σαδισμό το βλέμμα του στα βράχια. Διακρίνονταν πλέον όχι μόνο οι τρεις Εγγλέζοι, αλλά και δύο οπλισμένοι Γερμανοί που έλεγχαν προσεκτικά τα πτώματα. Σε λίγη ώρα μπήκε στο λιμάνι και η βάρκα των μουσικών δεμένη με σχοινί πίσω από ένα μεγαλύτερο πλεούμενο με Γερμανούς. Μόνο η κιθάρα ήταν ριγμένη σε μια μεριά. Δεν φαίνονταν ούτε τρομπέτες ούτε κανένας από τους Έλληνες. Ένας από τους Γερμανούς στρατιώτες, μόλις άραξαν και πλησίασαν κοντά στον αξιωματικό, τον ενημέρωσε για όσα είχαν διαδραματιστεί έξω από το λιμάνι. 

Οι ναύτες που τον παρακολουθούσαν με αγωνία,  κατάλαβαν ότι όλοι οι δικοί τους είχαν σκοτωθεί και είχαν πέσει στη θάλασσα. Ήξεραν ότι τα ψάρια θα τους αγαπούσαν. Οι τρομπέτες θα έμεναν φυλαγμένες μέσα στα φύκια. Τελικά, νίκησε ο κακός ο λύκος. Ποτέ δεν έμαθαν ποιος πρόδωσε, όμως λίγους μήνες αργότερα ο πόλεμος έληξε, οι Γερμανοί έφυγαν και οι κάτοικοι έκαναν μνημόσυνο για τους ήρωες και τις ηρωίδες που είχαν δώσει τη ζωή τους παλεύοντας εναντίον τους. 


 Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 58 


Βιβλιογραφία 


Ακολουθούν οι βιβλιογραφικές αναφορές (πηγές) της Εργασίας. Αναγνωστάκη, Ν. (1960). «Οι δύσκολοι καιροί» μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη. Μανδραγόρας, 26 (60), 101. Αγγελάκη-Ρουκ, Κ. (2005). Μίλτος Σαχτούρης, ο τρελός λαγός της ελληνικής ποίησης. ΑΝΤΙ, 32 (858-9), 30-31.144 Αλεξίου, Β. (2018). Λογολογίες. Θεωρητικές δοκιμές στη γλώσσα και τη λογοτεχνία. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Αντίοχος, Γ. (2005). Ο παραισθητικός Μίλτος Σαχτούρης. ΑΝΤΙ, 32 (858-9), 24-25. Αργυρίου, Α. (1994). Ξαναδιαβάζοντας τον (και τα περί) Σαχτούρη. Μανδραγόρας, 26 (60), 114-115. Βακουφάρης, Π. (1897). Διδακτική προσέγγιση του ποιήματος «Το ψωμί» του Μίλτου Σαχτούρη. Νέα Παιδεία, 11 (42), 160-165. Βαλαωρίτης, Ν. (2003). Μικρή περιδιάβαση. Μανδραγόρας, 26 (60), 130. Βαρβέρης, Γ. (2005). Οφειλές μιας γενιάς. Αντί, 32 (858-9), 23. Γεωργιάδου, Α. (2006). Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες… Σημειώσεις στο περιθώριο των ποιημάτων που διαβάζουν οι ίδιοι οι ποιητές. τ.3. Αθήνα: Μεταίχμιο. Γιαννακόπουλος, Η. (1988). Μ. Σαχτούρη «Ο στρατιώτης ποιητής». Νέα Παιδεία, 12 (46), 146-157. Δάλλας, Γ. (1997). Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος. Δάλλας, Γ. (1983). Παράδοση και πρωτοτυπία στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη: ένα παράδειγμα. Μανδραγόρας, 26 (60), 108-109. Διαλησμά, Κ. (1986). Μίλτος Σαχτούρης: Η αποκριά. Νέα Παιδεία, 10 (37), 113-115. Ζήρας, Α. (2019). Ένα αχαρτογράφητο σχόλιο του Χρήστου Μπράβου για τη σχέση του Μίλτου Σαχτούρη με τον κινηματογράφο. Μανδραγόρας, 26 (60), 172-173. Ζορμπάς, Α. Β. (1987). Μ. Σαχτούρη, Ο στρατιώτης ποιητής. Νέα Παιδεία, 11 (42), 135-149. 144 Όλα τα άρθρα που περιλαμβάνονται στη βιβλιογραφία με παραπομπή στο Αντί προέρχονται από το περιοδικό Αντί, όπως ανακτήθηκε στις 9/12/19, από file:///C:/Users/chris/Desktop/anti_2005_teuxos_858_859%20Σαχτουρης.pdf . Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 59 Καραντώνης, Α. (1984). Α΄ Εισαγωγή στη νεότερη ποίηση Β΄ Γύρω από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Αθήνα: Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα. Κρεμμύδας, Κ. (2005). Ξαπλωμένος στο κρεβάτι μετρώ τους αμέτρητους θανάτους μου. Αντί, 32 (858-9), 60-62. Κρεμμύδας, Κ. (2019). Η οικολογική διάσταση στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη. Μανδραγόρας, 26 (60), 169-171. Καρβέλης, Τ. (1983). Η νεότερη ποίηση. Αθήνα: Εκδόσεις Κώδικας. Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. (1994). Η ποίηση του κόκκινου και του μαύρου. Μανδραγόρας, 26 (60), 116-117. Λιβεριάδης, Θ. (2005). Στο καφενείο με τις λίρες. Αντί, 32 (858-9), 54-56. Λυκιαρδόπουλος, Γ. (2 2007). Ο Ελληνικός σουρεαλισμός και ο Μίλτος Σαχτούρης. Αναφορές. Αθήνα: Έρασμος. Μαγκλίνης, Η. (2001). Ποιος είναι λοιπόν ο Μίλτος σαχτούρης; Δώδεκα συνομιλίες αποκαλύπτουν τον περίφημο «Στρατιώτη ποιητή». Μανδραγόρας, 26 (60), 1207. Μαρκίδης, Μ. (1994). Κεφάλι γεμάτο όνειρα (Μια τεχνική παρατήρηση στον Μίλτο Σαχτούρη). Μανδραγόρας, 26 (60), 120-121. Μαρκόπουλος, Γ. (2005). Η διαχρονική επίδραση της ποίησης του Μ.Σαχτούρη. Αντί, 32 (858-9), 52-53. Μαρουδής, Δ. (2009). Σκέψεις για το έργο του Μίλτου Σαχτούρη και του Paul Celan. Μανδραγόρας, 26 (60), 147. Μαρωνίτης, Δ. (1980). Μίλτος Σαχτούρης Άνθρωποι-ζώα-μηχανές. Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση. Μαρωνίτης, Δ. (2007). Τάκης Σινόπουλος Μίλτος Σαχτούρης Μελετήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. Μέντη, Δ. (2004). Ο προσωπικός μύθος. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη. Μερακλής, Μ. Γ. (1994). Άνθη, Πουλιά… (Θέματα ποιητικής μυθολογίας στο έργο του Μ.Σαχτούρη). Μανδραγόρας, 26 (60), 118. Μόνιος, Γ. (1985). Μίλτου Σαχτούρη: «Η Αποκριά». Νέα Παιδεία, 9 (36), 132-141. Μπουκάλας, Π. (1999). Ένας απόλογος του Μίλτου Σαχτούρη. Ο έλεγχος της απελπισίας στη νέα του συλλογή Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια. Μανδραγόρας, 26 (60), 126. Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 60 Παλούκας, Α. (2005). Μ. Σαχτούρης: «Μεγάλωσα με την αγωνία των χρωμάτων». Αντί, 32 (858-9), 50-51. Παμπούδη, Π. (2005). Μνήμη Μίλτου Σαχτούρη. Αντί, 32 (858-9), 66-67. Παναγιωτοπούλου, Κ. (2019). Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005) Μια βιογραφία. Μανδραγόρας, 26 (60), 58-61. Παπαντωνάκης, Γ. Δ. (2000). Η μορφολογία της σαχτουρικής μεταμόρφωσης. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη. Παρίσης, Ν. (2005). Η λογοτεχνία στο Γυμνάσιο Η ερμηνεία των ποιητικών κειμένων Για την Γ΄ τάξη. Αθήνα: Μεταίχμιο. Παρίσης, Ι. & Παρίσης, Ν. (2005). Λεξικό λογοτεχνικών όρων. Αθήνα: Οργανισμός εκδόσεως διδακτικών βιβλίων. Πεντζίκης, Γ. (1992). Μ. Σαχτούρης, Η αποκριά, ευρύτερα και στενότερα πλαίσια ερμηνείας. Λόγος και πράξη, τ.13 (48), 5-17. Πολίτης, Λ. (1985). Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας. Σαχτούρης, Μ. (2014). Ποιήματα (1945-1998). Αθήνα: Εκδόσεις Κέδρος. Στεφανίδης, Μ. (2019). Εξπρεσιονισμός και ζωγραφική. Για τον σκοτεινό λυρισμό του Μίλτου Σαχτούρη. Μανδραγόρας, 26 (60), 166-168. Τουρογιάννη, Β. επιμ. (2019). Η ποίησι, σκοτεινή ή φωτεινή, είναι το τραγούδι, είναι η ζωή που συνεχίζεται… Συνεντεύξεις του Μίλτου Σαχτούρη. Μανδραγόρας, 26 (60), 62- 81. Τουρογιάννη, Β. επιμ. (2019). Αναλυτικό και αντιπροσωπευτικό διάγραμμα της υποδοχής του έργου του Μίλτου Σαχτούρη από την κριτική. Μανδραγόρας, 26 (60), 98- 147. Φασιανός, Α. (1994). Ο Σαχτούρης του μύθου. Μανδραγόρας, 26 (60), 121. Φραντζη, Α. (2005). Το σπίτι του ποιητή. Αντί, 32 (858-9), 34-37. Χατζηβασιλείου, Β. (1997). «Μίλτος Σαχτούρης Έκτοτε». Μανδραγόρας, 26 (60), 123- 124. Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 61 Δικτυογραφία Παπαγεωργίου, Χ. (2014). Μίλτος Σαχτούρης Ποιήματα 1945-1998. Ανακτήθηκε 24/11/19, από https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/3083-saxtouris-poets Παπαϊωάννου, Δ. Η κρίση του σύγχρονου πολιτισµού µέσα στην Εικονοπλασία του Μίλτου Σαχτούρη ∆.. Τµήµα Φιλολογίας, Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων. Ανακτήθηκε, 16/11/19, από http://old.ntua.gr/MIRC/5th_conference/ergasies/36%20%CE%A0%CE%91%CE%A0%C E%91%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%9F%CE%A5%20%CE%9 4%CE%97%CE%9C% CE%97%CE%A4%CE%A1%CE%91.pdf Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 62 

Παράρτημα Α: Ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη που στάθηκαν πηγή έμπνευσης

 για τη συγγραφή των διηγημάτων που περιλαμβάνονται στο Β’ μέρος της ΜΔΕ 


1. Η ΑΠΟΚΡΙΑ Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους όπου δεν ανάπνεε κανείς πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος μάτωνε τις καρδιές μια γυναίκα γονατισμένη ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο εν δυο με παγωμένα δόντια το βράδυ βγήκε το φεγγάρι αποκριάτικο γεμάτο μίσος το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα μαχαιρωμένο μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά 


2. ΦΥΣΟΥΣΕ Φυσούσε λουλούδια από άλλο κόσμο σαν εκκλησία με μαύρα στίγματα όμως του κακού σκορπισμένα να καίνε κόκκινο το δέρμα μέσα στον ύπνο Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 63 τραγικά μοσχοβολούσαν τα μαλλιά της 


3. Η ΑΓΙΑ Ήταν εκείνο το φθινοπωρινό απόγεμα που η Αγία με πήρε απ’ το χέρι

 και με οδήγησε στο μικρό σκοτεινό δρόμο, που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καν. Γιατί αν υπήρχε τότε τι ήταν αυτά τα αίματα Κι οι στρατιώτες που ξεπετάχτηκαν από τους γύρω δρόμους και με δέσανε σ’ ένα ξύλινο κρεβάτι, τέσ

σερις μήνες, κι 

όταν πια με λύσανε ήτανε χειμώνας, έβρεχε συνέχεια κι η Αγία χάθηκε κι ούτε που ξαναφάνηκε πια. 


4. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ Δεν είναι καλοκαίρι δεν είναι άνοιξη είναι χειμώνας περνάν τα χρόνια περνούν οι εποχές κι αυτή η καρδιά ως πότε θ’ αντέξει; σήμερα είδα έναν άνθρωπο φώναζε στριφογύριζε μ’ ορμή το σακάκι του και φώναζε για το Διάβολο και το Θεό κι εγώ με το μπερέ και το κόκκινο κασκόλ ξεχνάω ολοένα ξεχνάω σε 

λίγο θα ξεχάσω και ποιος είμαι και τότε… 

5. ΚΑΠΝΟΣ Ή ΓΑΤΑ 

Χριστιάννα Απέργη, Για την ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη» Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία 64 


Καπνός ήταν ή γάτα; όταν αυτός κατρακύλησε τα σκαλοπάτια βλέποντας καπνό ή γάτα κύλησε στο τελευταίο σκαλί κι ήτανε πια νεκρός. 


6. Ο ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ Ο θλιβερός γάμος που δεν έγινε αναποδογύρισαν τα βάζα σπάσαν τα λουλούδια τα στέφανα πήραν φωτιά και τα πετροβολήσαν με κουφέτα. 


7. ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ 

Η κιθάρα παίζει μόνη μες στη βάρκα ενώ η σκιά του βαρκάρη βηματίζει στην ταράτσα φώτα προδοτικά θ’ ανάψουνε σε λίγο πνίξανε τις τρουμπέτες μες στα φύκια η άγρια γυναίκα ξεπροβάλλει απ’ τα νερά λάμπουνε τ’ άσπρα σκέλια της δίνεται στο φεγγάρι και στο ναύτη μες στα βράχια Οι άλλοι ναύτες προχωρούνε δύο δυο είναι χλωμοί και παγωμένοι στον ιδρώτα σε λίγο θ’ αντηχήσουν πυροβολισμοί μία δυο τρεις τρεις πρέπει να πηδήξουνε ταράτσες τρεις πρέπει να σφυρίξουνε φορές για να βρεθούν στην ώρα Αν ένας άνθρωπος ριχτεί μες στο νερό οι ναύτες θα τονε χτυπήσουν τ’ άστρα θα του τσακίσουνε το μέτωπο τα ψάρια θα τον αγαπήσουν τα πρόβατα θα πέσουν από πίσω του Θα γεννηθεί και θα πεθάνει μες στους πόνους  


Κατάλογος Εικόνων 

 Εικόνα 1 Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας, τευχος 60, σελ. 86 ...................5 

Εικόνα 2 Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 60, σελ. 90 ...................9 Εικόνα

 3 Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας,τεύχος 60, σελ.84 ...................12 Εικόνα 

4 Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 60, σελ. 93 .................13 Εικόνα

 5 Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 60, σελ.89…………..14 Εικόνα 

6 Σκίτσο του ποιητή από περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 60, σελ.92 ..................18 Εικόνα

 7 Σκίτσο του ποιητή από Δάλλας, Γ. Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, σελ 174........21 Εικόνα 

8 Σκίτσο του ποιητή από Δάλλας, Γ. Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, σελ 113........27 Εικόνα 

9 Χειρόγραφο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη από Δάλλας, Γ. Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, σελ. 77..............................................................................................................35