http://www.ystefanakis.gr/galleries/portreta/page/2/
https://www.youtube.com/watch?v=z6OruzKXBWo
Ο ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ - HECTOR KAKNAVATOS
ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΥΜΟΥ - ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
Έκτωρ Κακναβάτος - Ρήγμα στον κρόταφο
Έκτωρ Κακναβάτος - Quantum
https://www.youtube.com/watch?v=tyM8AQp7Qt4
Έκτωρ Κακναβάτος - In perpetuum
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ "ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ"
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη.
Γεννήθηκε το 1920 στον Πειραιά.
Σπούδασε μ..αθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική εκπαίδευση.
Έχει τιμηθεί με το κρατικό βραβείο ποίησης το 1983.
Έργα του:
Fuga (1943), Διασπορά (1961), Η κλίμακα του λίθου (1964), Τετραψήφιοι (1971), Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή (1972), Διήγηση (1974), Οδός Λαιστρυγόνων (1978), Τα μαχαίρια της Κίρκης (1980), Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας (1981), In perpetuum (1983), Το χάος (1998).
Έκτωρ Κακναβάτος
Έκτωρ Κακναβάτος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Γιώργος Κοντογιώργης (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1920[1] Πειραιάς |
Θάνατος | 9 Νοεμβρίου 2010[2] Αθήνα |
Εθνικότητα | Έλληνες |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Νέα ελληνική γλώσσα[3] |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής συγγραφέας |
Ο Έκτωρ Κακναβάτος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη, Πειραιάς, 1920 - 8 Νοεμβρίου 2010) ήταν Έλληνας ποιητής.
Βιογραφικά στοιχεία
Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1937-1941) και εργάστηκε ως καθηγητής στην ιδιωτική εκπαίδευση. Διετέλεσε σύμβουλος στο Υπουργείο Παιδείας και αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εξορίστηκε στην Μακρόνησο και την Ικαρία, το 1947, εξαιτίας των αριστερών του πεποιθήσεων.[4] Την πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας πραγματοποίησε το 1943 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής που είχε τίτλο «Fuga». Τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1983 για τη συλλογή του «In Perpetuum»).
Ο Έκτωρ Κακναβάτος τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά των Ελλήνων ποιητών. Το έργο του κινείται στα πεδία του υπερεαλιστικού γλωσσοκεντρισμού, εμφορείται από την ηχητική διάσταση του λόγου και μια αμείωτη ορμητικότητα η οποία συχνά αγγίζει τα όρια της σφοδρότητας.
Εργογραφία
Ποίηση
- “Fuga”, Αθήνα, (ιδιωτ. έκδοση), 1943, Αθήνα, Κείμενα, 1972, σελ. 32
- “Διασπορά”, Αθήνα, Πρώτη Ύλη, 1961, σελ. 22
- “Η κλίμακα του λίθου”, Αθήνα, Ζάρβανος, 1964, σελ. 64
- “Τετραψήφιο, Αθήνα, Κείμενα, 1971, σελ. 56
- "Τετραψήφιο” με την έβδομη χορδή, Αθήνα, Κείμενα α’ 1972, β’ 1980, σελ. 48
- “Διήγηση”, Αθήνα, Συντεχνία, 1974, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 72
- “Η κλίμακα του λίθου - Διασπορά”, Αθήνα, Καστανιώτης, 1977, σελ. 52
- “Οδός Λαιστρυγόνων, Αθήνα, Κείμενα, 1978, σελ. 96
- “Τα μαχαίρια της Κίρκης”, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 56
- “Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας”, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 8
- “In perpetuum”, Αθήνα, Κείμενα, 1983, σελ. 64, (β’ Κρατικό Βραβείο ποίησης)
- “Κιβώτιο ταχυτήτων”, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 104
- “Ποιήματα Α΄ τόμος (1943-1974)”, Αθήνα, Άγρα, 1990, σελ. 216
- “Ποιήματα Β΄ τόμος (1978-1987)”, Αθήνα, Άγρα, 1990, σελ. 318
- “Οιακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός”, Αθήνα, Άγρα, 1995, σ. 40
- “Χαοτικά Ι”, Αθήνα, Άγρα, 1997, σελ. 72
- “Ακαρεί”, Αθήνα, Άγρα, 2001, σελ. 56
- “Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες”, Αθήνα, Άγρα, 2001, σελ. 40
- “Στα πρόσω ιαχής”, Αθήνα, Άγρα, 2005, σελ. 56
- “Ποιήματα (1943-1987)”, συγκεντρωτική έκδοση, Αθήνα, Άγρα, 2010, σελ. 528
Δοκίμιο
- “Για τον “Μεγάλο Ανατολικό”", Αθήνα, Άγρα, 1991, σελ. 20
- “Βραχέα και μακρά”, Αθήνα, Άγρα, 2005, σελ. 104
Μεταφράσεις
- Joyce Mansour, “Ερωτικά”, Αθήνα, Κείμενα α’1975, β’ 1978, σελ. 48
- Joyce Mansour, “Όρνια”, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 62
- Marcel Schwob, “Φανταστικοί βίοι”, Αθήνα, Αγρα, 1987, σελ. 176
- Joyce Mansour, “Κραυγές-Σπαράγματα-Όρνια”, Αθήνα, Αγρα, 1994, σελ. 148,
- Julien Gracq, Andre Breton. “Επάνοδος στον Μπρετόν”, Αθήνα, Άγρα, 1997, σελ. 24,
Μεταφράσεις των έργων του
- Αγγλικά: Ποιήματά του περιέχονται στην ανθολογία Contemporary Greek Poetry, μετ. Kimon Friar, *Athens, Greek Ministry of Culture, 1985, 488 pp.
- Ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρουμανικά, ολλανδικά και ρωσικά.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Αργυρίου Αλεξ., «Ο Έκτωρ Κακναβάτος και ο υπερρεαλισμός», Διαδοχικές αναγνώσεις ελλήνων υπερρεαλιστών, σ.234-240. Αθήνα, Γνώση, 1983.
- Γεράνης Στέλιος, «Κακναβάτος Έκτωρ», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα, Χάρη Πάτση
- Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Ο αρχαίος θυμός. Ράτσα Υψικαμίνου», Η λέξη101, 1-2/1991, σ.4-8.
- Ζερβός Θεοτόκης, «Έκτωρ Κακναβάτος: “In perpetuum” (ποιήματα), τυπ. Κείμενα 1983», Πόρφυρας21, 2/1984, σ.150.
- Ζήρας Αλεξ., «Κακναβάτος Έκτωρ», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
- Κακλαμανάκη Ρούλα, «Εντολές στο άπειρο», Διαβάζω50, 2/1982, σ.149-151.
- Καραντώνης Ανδρέας, «Έκτορα Κακναβάτου: Οδός Λαιστρυγόνων», Νέα Εστία104, ετ.ΝΒ΄, 15/11/1978, αρ.1233, σ.1524-1525.
- Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Έκτωρ Κακναβάτος», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας οδηγός, σ.108-109. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
- Μαρωνίτης Δημήτρης, Κριτική για τη συλλογή Οι οιακισμοί του Μενεσθέα, Το Βήμα, 10/12/1995.
- «Σε β΄ πρόσωπο · Μια συνομιλία του Έκτορα Κακναβάτου με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η λέξη101, 1-2/1991, σ.85-88.
- Σταμέλος Δ. – Τσαούσης Κ.Ι., Κριτική για την Οδό Λαιστρυγόνων», Ελευθεροτυπία, 22/9/1978.
- Σταμέλος Δ., Κριτική για τα Μαχαίρια της Κίρκης, Ελευθεροτυπία, 26/11/1981.
- Φραγκόπουλος Θ.Δ., «Ένα λεξίθηρο συμπίλημα» (κριτική για την Οδό Λαιστρυγόνων), Διαβάζω14, 10-11/1978, σ.61-63.
- Φραγκόπουλος Θ.Δ., «Μια ποίηση Από Διός», Η λέξη101, 1-2/1991, σ.9-13.
- Αργυροπούλου Χριστίνα, διατριβή "Η Γλώσσα στην ποίηση του Έκτορα Κακναβάτου", εκδ. Τυπωθήτω-Γ.Δαρδανός, 2003.
- Αργυροπούλου Χριστίνα, "Από την υπερρεαλιστική γραφή του Α.Εμπειρίκου στον υπερρεαλισμό των επιγόνων.Η περίπτωση του Ε.Κακναβάτου", Φιλόλογος, τχ.115, 2004.
- Αργυροπούλου Χριστίνα, "Μία προσέγγιση στην ποιητική γλώσσα του Ε.Κακναβάτου", Εξώπολις, τχ.10-11, Αλεξανδρούπολη, 1998-99.
- Αργυροπούλου Χριστίνα, "Χαοτικά του Ε.Κ. και υπερρεαλισμός του Ε.Κ.", ΕΛΙ-ΤΡΟΧΟΣ, τχ.19-20, Πάτρα 1999.
- Αργυροπούλου Χριστίνα, "Ποίηση και ποιητική του Ε. Κακναβάτου", Θέματα Λογοτεχνίας, τχ.10, 1999.
- Αργυροπούλου Χριστίνα,"Έκτωρ Κακναβάτος. Το ιστορικό βίωμα και η δυναμική του στη σύγχρονη εποχή", Συνέδριο Καρδίτσας, πρακτικά εκδ. Έξαρχος, Καρδίτσα 2004, σελ. 99-112
- Αργυροπούλου Χριστίνα,"Οι μαθηματικοί και άλλοι επιστημονικοί όροι ως ποιητικοί τόποι στο έργο του Ε.Κακναβάτου",Συνέδριο ΚΕΕΠΕΚ, Πρακτικά Αθήνα 2009, σελ. 734-750.
- Αργυροπούλου Χριστίνα, "Η αρχαιότητα και η υπερρεαλιστική μετάπλασή της στην ποίηση του Ε.Κακναβάτου", Φιλολογική, τχ. 109, Ελληνοεκδοτική, 2010
Αφιερώματα περιοδικών
- Ελί-τροχος1, Ιανουάριος- Μάρτιος 1994, σ.3-16.
- Μανδραγόρας5, 10-12/1994, σ.14-77.
- Φιλολογική, τχ. 109, 2009, σελ.12-46.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Έκτωρ Κακναβάτος στον Πανδέκτη, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
- ΕΚΕΒΙ
- Έκτωρ Κακναβάτος και «Η πάμφωτη αταξία των πραγμάτων»: Μια Ποιητική Ανθολογία, 1943-2005 και Ακρόαση Ποιημάτων (επιλογή-επιμέλεια: Πέτρος Γκολίτσης)
- Έκτωρ Κακναβάτος, Διήγηση (1974)
Παραπομπές
- ↑ 1,01,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας, Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας: Gemeinsame Normdatei. 103168648. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ www
.enet .gr?i=news .el .texnes&id=222008. - ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb13741983v. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ «Απεβίωσε ο ποιητής και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Έκτωρ Κακναβάτος». politicalreviewgr.blogspot.gr. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2016.
Έκτωρ Κακναβάτος
Ποιητής της
πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ενταγμένος στο υπερρεαλιστικό ποιητικό σύμπαν.
Ο Γεώργιος Κοντογιώργης,
όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε τον σεπτέμβριο του 1920 στον
πειραιά από κεφαλονίτες γονείς. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του
το 1937, ενεγράφη στο μαθηματικό τμήμα του πανεπιστημίου αθηνών, από το οποίο
αποφοίτησε το 1941.
Κατά τη διάρκεια
της κατοχής πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση μέσα από τις γραμμές του εαμ.
Το 1943
δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα στο περιοδικό νέα κατεύθυνση και
τον ίδιο χρόνο εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο fuga.
Με την ελλειπτική και ανορθόδοξη γραφή του και τις πολλές επιδράσεις από τον
εμπειρίκο, δείχνει μία εντελώς αδέσμευτη φαντασία. Στα ποιήματά του αυτά
δεν υπάρχει απολύτως καμία αναφορά στις συνθήκες της
Εποχής του.
Αντίθετα, οι τίτλοι τους παραπέμπουν στα δύο σταθερά ενδιαφέροντά του: τη
μουσική και την επιστήμη. Τον επόμενο χρόνο, μαζί με τον ομότεχνό του δημήτρη παπαδίτσα (1922-1987)
δημοσιεύουν στο περιοδικό νεανική φωνή (τεύχος 7, σελίδα 175)
το κείμενο μία θέση και μία έφοδος, ένα είδος
Μανιφέστου για
τους ποιητές της γενιάς τουςτο 1947 εξορίζεται στην ικαρία, λόγω των αριστερών
πεποιθήσεών του και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου μετάγεται στη μακρόνησο.
Απολύεται το 1949, με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Το ενδιαφέρον στην
περίπτωσή του είναι ότι παρέμεινε μακριά από κομματικές γραμμές και
ιδεολογικούς δογματισμούς.
Το 1951,
συμμετέχει στην έκδοση του περιοδικού στόχος, μαζί με τους
παπαδίτσα, πολυδούρη, δάλλα κ.ά. Το μοναδικό τεύχος που κυκλοφόρησε τον
δεκέμβριο, εκτός της ποιητικής και κριτικής ύλης, περιελάμβανε και καυστικά
σημειώματα για πνευματικά φαινόμενα που θεωρούσε νοσηρά.
Τα πολιτικα
του φρονηματα του εφραξαν τον δρομο προς το δημοσιο κι ετσι αναγκαστηκε να δουλεψει
στην ιδιωτικη εκπαιδευση. Απο το 1958 εως το 1962 εργαζεται στη συρο, οπου
φτιαχνει δικο του φροντιστηριο. Το 1961, μετα απο δεκα χρονια
Σιωπης, επανεμφανιζεται στα γραμματα με την ποιητικη συλλογη διασπορα.
Απο τοτε η παρουσια του στα ποιητικα πραγματα υπηρξε συνεχης.το 1963
μετακομιζει στην αθηνα και διδασκει σε φροντιστηρια υποψηφιων για τα αει, εως
το 1973, οποτε προσλαμβανεται στη σχολη μωραϊτη. Το 1979 διοριζεται για πρωτη
φορα στο δημοσιο, απο το οποιο ηταν αποκλεισμενος λογω πολιτικων φρονηματων και
συνταξιοδοτειται το 1986, εχοντας διατελεσει συμβουλος στο υπουργειο παιδειας.
Το 1983 τιμηθηκε με το β' κρατικο βραβειο ποιησης για τη συλλογη του in
perpetuum. Ηταν ιδρυτικο μελος και στη διετια 1984-1986 αντιπροεδρος της
εταιρειας συγγραφεων.ο εκτωρ κακαναβατος υπηρξε ενας απο τους γνησιοτερους και
συνεπεστερους εκπροσωπους του υπερρεαλισμου στη χωρα μας, βαδιζοντας στα χναρια
του εμπειρικου, του καλας και του εγγονοπουλου, μαζι τους ματση χατζηλαζαρου,
μαντω αρβαντινου, γιωργο λικο, δημητρη παπαδιτσα, μιλτο σαχτουρη και νανο βαλαωριτη. Το
ποιητικο του συμπαν χτιστηκε ακομη απο τα ρητορικα και ενοραματικα υλικα του
δημοτικου τραγουδιου, του παλαμα, του σικελιανου και του ελυτη.εφτασε στα ακρα την αυτοματη γραφη,
ζωντανευοντας τη με στοιχεια απο την επιστημη των μαθηματικων και τη θεωρια του
χαους. Οντας καθηγητης μαθηματικων ειναι προφανως ο πρωτος ελληνας ποιητης που
ασχοληθηκε με την κοσμολογια της μετα-αϊνστανειας φυσικης και βεβαια ο πρωτος
που ς' ενα ποιημα του 1964 αναφερεται σε μια τεχνητη γλωσσα των υπολογιστων (η
σκεψη απο την γενια του αλγολ, απο τη συλλογη η κλιμακα του λιθου).
«Τα ποιήματα
του Κακναβάτου, αν και εκ πρώτης όψεως μοιάζουν µε εκθαμβωτικά λεκτικά
πυροτεχνήματα, εντούτοις οργανώνουν ένα συνεκτικό, σθεναρό, αισιόδοξα
προτρεπτικό λόγο, που αποσκοπεί να “ιδρύσει μια άλλη πραγματικότητα”, ικανή να
συμφιλιώσει τον άνθρωπο µε τις “ακαταµάχητα αβέβαιες”, χαοτικές διαστάσεις του
κόσµου» σημειώνει ο ομότεχνός του Χάρης Βλαβιανός.
Εκτός
από το ποιητικό, ο Κακαναβάτος μας άφησε και αξιόλογο μεταφραστικό έργο. Πέθανε
στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 2010, σε ηλικία 90 ετών.
Είπε κι Έγραψε
- «Όσες φορές
η γνώση γιγαντώθηκε πέρα από τις κεκορεσµένες συµβάσεις της ήταν που
άγγιξε µέσω της ποίησης το µυστήριο».
- «Η ποίηση
είναι η δυνατότητα υπέρβασης των όποιων ανασταλτικών κωδίκων που αγκυλώνουν
την άρθρωσή µας».
- « Ο λόγος
αυτονοµείται, ανοίγοντας απρόβλεπτες πύλες προς µια διευρυµένη
πραγµατικότητα, όπου πρωταγωνιστεί η φαντασία µε διαρκείς αναδιατάξεις των
πραγµάτων, πράγµα που τεκµηριώνει τις δυνατότητες της γλώσσας».
- «Δεν υπάρχει
στίχος, στροφή, φράση ή περίοδος στα έμμετρα ή κατά λογάδην κείμενα του
Ανδρέα Εμπειρίκου, που ο σημερινός αναγνώστης, έχοντας ξεφύγει από την
κηδεμονία της ευαισθησίας του εκ μέρους αυτόκλητων Τσελιγκάδων του
ποιητικού λόγου, να μην αισθάνεται τη χαρά, την απόλαυση, την αιθρία,
προπαντός την αλκή που αποπνέει ο γεμάτος από πνευματική και
συναισθηματική φόρα λόγος του Ανδρέα Εμπειρίκου».
- «Ο ποιητικός
λόγος ρευματοδοτεί πυρήνες συναισθημάτων, που είναι φορείς δόνησης της
ψυχονοητικής μας στρωμάτωσης».
- «Η ποίηση
δεν ήταν ποτέ ούτε είναι και σήμερα στους μοχλούς που παράγουν και κινούν
τα φαινόμενα επιφανείας, αλλά στους μοχλούς των επεξεργασιών βάθους».
- «Η γλώσσα
μάς δόθηκε για να της φερόμαστε ερωτικά μέσω της ποίησης. Έρωτας με
κανόνες δεν γίνεται».
- «Ο ποιητής
είναι το υποκείμενο ενός παραληρήματος που εκπορεύεται από την
αναντιστοιχία πραγματικότητας και γλώσσας».
- «Όταν η
γλώσσα δεν κάνει άλλο παρά να υπηρετεί τον Λόγο, καταστρέφει την πάμφωτη
αξία των πραγμάτων, κι αυτά την εκδικούνται θάβοντάς τη στην αιθάλη
τους...»
Εργογραφία
Ποίηση
- Fuga (1943)
- Διασπορά
(Πρώτη Ύλη, 1961)
- Η κλίμακα
του λίθου (Ζάρβανος, 1964)
- Τετραψήφιο
(Κείμενα, 1971)
- Τετραψήφιο
με την έβδομη χορδή. (Κείμενα, 1972)
- Διήγηση.
(Κείμενα, 1974)
- Η κλίμακα
του λίθου - Διασπορά. (Καστανιώτης, 1977)
- Οδός
Λαιστρυγόνων. (Κείμενα, 1978)
- Τα μαχαίρια
της Κίρκης. (Κείμενα, 1981)
- Ανάστιξη του
θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας. (Κείμενα, 1981)
- In
Perpetuum. (Κείμενα, 1983)
- Κιβώτιο
ταχυτήτων. Αθήνα, (Κείμενα, 1987)
- Ποιήματα
1943-1974 ( Άγρα, 1990)
- Ποιήματα
1978-1987 ( Άγρα, 1990)
- Χαοτικά Ι
(Άγρα, 1997)
- Οιακισμοί
του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός (Άγρα, 1995)
- Ακαρεί,
(Άγρα, 2000)
- Υψικαμινίζουσες
νεοπλασίες (Άγρα, 2001)
- Στα πρόσω
Ιαχής (Άγρα, 2005)
Μεταφράσεις
- Τζόις
Μανσούρ, “Eρωτικά”. (Κείμενα, 1975)
- Τζόις
Μανσούρ, “ Όρνια”. (Κείμενα, 1987)
- Μαρσέλ
Σβομπ, “Φανταστικοί βίοι”. (Άγρα, 1987)
- Τζόις
Μανσούρ, “Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια”. (Άγρα, 1994)
Μελέτες - Δοκίμια
- Για τον
«Μεγάλο Ανατολικό» (Άγρα, 1991)
- “Βραχέα και
Μακρά: Για την Ποίηση. Γλώσσα και Λόγος” (Άγρα 2005)
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/423
© SanSimera.gr
τώρα με σκορπιούς
Θρασύ το λάθος περιφέρει το λοφίο του
ξωπίσω του λαός οι άνοες αλαλάζουν
Φίλτρα της ακοής μου αντισταθείτε.
[Από την έκδοση]
Περιεχόμενα
A'«To Χάος δεν έχει πύλες ...»
«Το Χάος είναι ανδρόγυνο ...»
«Το Χάος είναι από άρτο της προθέσεως ...»
«Σακατεμένα ξέμειναν τα μέτρα ...»
«Δεν παραπέμπει σε γλωσσότυπο το Χάος ...»
«Φανερό αν και αόρατο ...»
«Δεν είναι η σήραγγα μα η διαδρομή της ...»
«Ο Χρόνος είναι εξωμήτριο του Χάους ...»
«Έγκλειστος στην κλεψύδρα ο Χρόνος ...»
«Η στέγη μου κάποτε με χελιδόνια ...»
«Ανατιναγμένος απο ανθηρό βραχυκύκλωμα ...»
«Λάμπες θυέλλης από καύτρες αστεριών ...»
Β'
ΤΟ ΧΑΟΤΙΚΟ ΜΗΔΕΝ ΤΩΝ ΜΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΩΝ
ΓΕΝΕΘΛΙΟ TOΥ ΧΑΟΥΣ
ΕΦΤΑ ΓΛΑΔΙΟΛΟΙ TOΥ ΧΑΟΥΣ
ΤΟ ΧΑΟΣ ΕΛΚΕΙ
ΤΟ ΑΡΡΗΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΒΑΡΕΣ
ΣΚΥΤΑΛΗ
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
ΚΥΑΝΟΔΡΟΜΟΣ
Η ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ
ΠΩΣ ΠΑΕΙ ΝΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ ΤΟ ΑΡΑ
ΑΦΟΒΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ
ΤΡΙΤΗ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ
ΕΝΖΥΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ
ΒΥΘΟΘΕΝ ΨΙΘΥΡΟΣ
ΤΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΕΛΕΝΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΣΤΡΟΦΑ ΤΗΣ ΧΑΟΣΥΝΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
ΣΚΑΙΕΣ ΠΥΛΕΣ
ΑΡΤΙΜΕΛΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΤΩΝ ΜΥΔΡΑΛΙΩΝ
ΥΒΡΙΣ
ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΑ ΘΕΩΡΗΜΑ
ΑΣΤΙΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑΣ
ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ ΤΗΣ ΦΑΡΑΩΝΙΚΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
ΤΑ ΥΦΑΛΑ ΩΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
ΘΕΟΠΛΗΞΙΑ Ή ΤΑ ΤΟΞΟΕΙΔΗ ΩΑΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΥΓΚΙΝΗΣΙΑΣ
ΕΓΚΩΜΙΟΝ ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΟΥ
ΚΟΜΒΙΚΟΣ ΟΔΟΔΕΙΚΤΗΣ
ΔΕΗΣΗ Ή ΛΑΒΡΥΣ
ΕΛΙΚΩΣΗ
ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΜΑ Ή Ο ΑΣΤΡΑΓΑΛΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ
ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
{και που σαν έφτασες ως τους πυρήνες
δεν είχες άλλη κβάντωση}
Η ποίηση είναι –ή τουλάχιστον οφείλει- να είναι χρήσιμη. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα είχε λόγο ύπαρξης και θα είχαμε ξεμπλέξει κι εμείς μαζί της κι αυτή μαζί μας, εδώ και κάτι αιώνες. Η ποίηση του Έκτορα Κακναβάτου, όχι απλά δεν ξεφεύγει απ' τον κανόνα περί χρησιμότητας, αλλά αποτελεί συγκλονιστική και κραυγαλέα πιστοποίησή του.
Ας υποθέσουμε πως όλο το σώμα της ποίησης του Έκτορα Κακναβάτου είναι ένα εγχειρίδιο αγωγής,κάτι σαν σαβουάρ βιβρ που μας διδάσκει πώς να χαιρετούμε, πώς να ντυνόμαστε, πώς να τρώμε, πώς να χορεύουμε, πώς ν' ανταλλάσουμε τις επισκέψεις μας. Είστε ένας νέος ερωτευμένος πλην ντροπαλός, για παράδειγμα, και δεν ξέρετε πώς να πλησιάσετε τη χλωμή δεσποινίδα που κάθεται δίπλα σας στο Μέγαρο Μουσικής. Δεν έχετε παρά ν' ανατρέξετε στον Κακναβάτο. "Περίεργο που τα ζυγωματικά σου παίζουνε τέτοιο ρόλο στην αναψηλάφιση των μυστηρίων",είναι μια αξιοπρεπής αρχή. Αν σας χαμογελάσει κολακευμένη, προχωρείτε πιο δυναμικά "...θα υποβάλλω ένα σχέδιο για την στρογγυλότητα των περιπτώσεων,ας πούμε της κοιλιάς σου γλυκό μου πρόστιμο, τιμάριθμέ μου..." Η πιθανότητα ν' αδιαφορήσει στο φλερτ, είναι σχεδόν μηδενική. Η νέα θα υποταχθεί στις ορέξεις σας, οπότε –χρησιμοποιώντας πάλι τον Κακναβάτο- μπορείτε να αναφωνήσετε εν εξάλλω "σε νίκησα ιουστινιανέ διακοσμητή".
Ας πάρουμε μια άλλη περίπτωση. Είστε καλεσμένοι σ' ένα πάρτυ-κόσμος,μουσική, ποτά. Εσείς, όμως, νιώθετε λίγο άβολα. Θέλετε να κάνετε εντύπωση, αλλά έχετε καταπιεί τον αμίλητο. Ο Κακναβάτος έχει τη λύση. Με σοβαρό ύφος πλησιάζετε το πρώτο πηγαδάκι και αναγγέλετε με στυλ: "...Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα το πρόβλημα του Αίγισθου: διαβήτες,Κλυταιμνήστρες,τρίγωνα τα τσιγάρα μου που τελείωσαν το πρόβλημα της αποχέτευσης σε διαμέρισμα Ερινύων..." –δεν υπάρχει περίπτωση να μην αποσπάσετε το αμέριστο ενδιαφέρον και τα ενθουσιώδη σχόλια της ομήγυρης που θα σας ανακηρύξει party emperor.
"...Φοράς το αρχαίο νερό μαχαίρι ντύνεσαι τον πρόγονο γενιά βελανιδιού τις δρασκελιές του τα ποτάμια φυσεκλίκια...", στίχος – ενδυματολογική πρόταση για επίσημο δείπνο ή κοσμική δεξίωση. Δε θα θεωρηθείτε ντεμοντέ, αλλά κι αν κάποιος κακοπροαίρετος τολμήσει να σχολιάσει υποτιμητικά την περιβολή σας, μπορείτε, θαυμάσια, να του αντιγυρίσετε πως "...Έγκλειστος στην κλεψύδρα ο Χρόνος είναι βαρήκοος όλος άμφια πέπλα χαμαλιά γίνεται μπαλαρίνα προωθείται λέκτορας...." Αν δεν ιδρώσει το αυτί του με τους υπαινιγμούς σας, μπορείτε να τον αποκαλέσετε "ένζυμο της διαλεκτικής" και να του πετάξετε κατάμουτρα πως "...φυσικά και δεν καταλαβαίνεις γρυ απ' τους λαρυγγισμούς της εκθετικής συνάρτησης..."
Δεν είναι, όμως, μόνον τα κοσμικά συμβάντα στα οποία ο Κακναβάτος θα σας σταθεί και θα σας ξελασπώσει. Σκεφτείτε την πιθανότητα να συλληφθείτε στα καλά του καθουμένου, χωρίς καν να γνωρίζετε το λόγο. Σας οδηγούν βίαια για ανάκριση. Απαιτούνε τα στοιχεία σας, έχετε ιδρώσει, θέλετε να τελειώνετε μιιαν ώρα αρχύτερα. "...Σχήμα προσώπου; οχτώ. Όνομα;καταρροικός γραμμοσύρτης Θρήσκευμα;εξανθηματικός πλαγίαυλος Επάγγελμα;Πατραικός κόλπος......'', απαντάτε προτού στείλετε όλους αυτούς που ''...το πάνε ξεπιτούτου να πεις απεταξάμην..." στ' ανάθεμα κι ακόμη παραπέρα.
Ο ποιητής που δεν ακούει στο όνομα Έκτορας,αλλά στο Ορείχαλκος –ο ίδιος που διδάσκει ουρανοπληξίαν και απαλοιφήν παρανομαστών, αυτός που το αριστερό του ημιθωράκιο εντοπιζότανε στην Αστυπάλαια και για μιαν αχτίνα λέηζερ έχανε τον νεοσύλλεκτο πευκώνα, αυτός για τον οποίο "...η μεγάλη Σαρακοστή παραμένει το μόνον ευλαβές αλίπαστον...", έφερε με τον ευφυή αντιστικτικό του σχολιασμό τα πάνω κάτω στην ποιητική εικόνα, τραβώντας την έξοχα στην περιοχή του σουρεαλισμού, ενώ η λογική συνοχή της αφήγησης και ο εσωτερικός ρεαλισμός εξακολουθούν να υπάρχουν.
Ο Κακναβάτος μάς αφήνει αμήχανους μπροστά στα κουλουβάχατα της Ιστορίας, στις προδοσίες, στην ηλιθιότητα αρχόντων και λακέδων, στην οσφυοκαμψία, στην ταπεινωτική υποταγή.
Χωρίς διδακτισμό, αλλά με μια βαθύτατη αίσθηση ηθικής. Χωρίς την ευκολία της αναπαραγωγής ιδεολογικών σχημάτων, χωρίς γραμμικές αλληλουχίες. Mε όπλο την πιο σκληρή ειρωνεία, την πιο άγρια ευθυμία, το πιο αλλόκοτο χιούμορ.
Η φόρμα του Κακναβάτου διασκεδάζει μέσα στο παραλήρημά της, προϊόν ειλικρινούς ανάγκης, που δεν απαιτεί, ούτε αγωνιά για την επικοινωνία. Μιας ανάγκης φιλόδοξης, αλλά ποτέ ματαιόδοξης, γι' αυτό και χρήσιμης- ένα σαβουάρ βιβρ που μπορεί να μας αλλάξει τη ζωή.
"..ΜΗ ΦΥΛΑΓΕΣΑΙ από την αταξία είναι ευφυής Η τάξη είναι αγκύλωση Φυλάξου Η τάξη στο ανατομείο....." θα μπορούσε εκτός από συγκλονιστικός στίχος, να είναι και η εισαγωγή στο ιδιότυπο αυτό ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΚΟΣΜΙΟΤΗΤΟΣ, ΥΠΟ ΕΚΤΟΡΟΣ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΥ.
"That's all και thanks που σιωπώντες συμφωνείτε"
(Διαβάστηκε στις 19/3/2001,σε βραδιά ποίησης αφιερωμένη στον ΄Εκτορα Κακναβάτο,στην αίθουσα τέχνης ''ΚΙΝΗΣΗ''.,παρουσία του ποιητή/πρώτη δημοσίευση Bibliotheque,2012)
extra bonus#
Perfecta
Φιγούρα πλάι στον άνεμο με δυο θανάσιμα φεγγάρια.
Το που στέγαζες πράγματα
υστέρα που πάλι πράγματα
κ' υστέρα που προχώρησες μέσα στα πράγματα
και που σαν έφτασες ως τους πυρήνες
δεν είχες άλλη κβάντωση.
Θυμόσουν μόνο τα χειρόκτια τα Επιφάνεια
την παρθένο αντιλόπη χαμένη μες στους πάγους
κ' εκείνο το χαμόγελο στο φεγγίτη του μουσείου
σαν ειρωνική ημισέληνος, ποτέ αφή.
Ύστερα –είναι κι αυτός ό χρόνος βλέπεις
που χώνεται στα πόδια μας–
άνοιξε ή τρύπα στα ύφαλα
το μέγιστο ναυάγιο πολτώδες
σαν το εδώ και σαν το τώρα των αρχιερέων.
Πότε με τέτοια τελειότητα και πού
δοθήκανε στις μνήμες οι λεμβούχοι;
Έκτωρ Κακναβάτος, 1972
------------------------------------
Ο Έκτωρ Κακναβάτος γεννήθηκε το 1920 και πέθανε τον Νοέμβρη του 2010. Από τους σημαντικότερους-και λιγότερο προβεβλημένους- Έλληνες υπερρεαλιστές. Με την αναγγελία του θανάτου του η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού εξέδωσε αυτή την ανακοίνωση:
"Η ποίηση έγινε ο δίαυλος μέσα από τον οποίο εξέφραζε τη σκέψη, τα συναισθήματα και τις αντιλήψεις του, έγινε ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να αποτυπώσει το πνευματικό του μανιφέστο. Ο θάνατος του ποιητή Έκτορα Κακναβάτου αποτελεί για την ελληνική ποίηση απώλεια μεγέθους ανάλογου του πνευματικού αναστήματος του εκλιπόντος''.
(Η γραφή του, προφανέστατα,διάβρωσε και τη γραφειοκρατία.)
Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία
Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη
ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ, Έκτωρ
Έκτωρ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
«Αυλίδα-Σχόλιο» [1987]
Έκτωρ Κακναβάτος. 1987. Κιβώτιο ταχυτήτων. Αθήνα: Κείμενα. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Έκτωρ
Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα: Άγρα.
Έκτωρ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
«Αυτό να πεις» [1978]
Έκτωρ Κακναβάτος. 1978. Οδός Λαιστρυγόνων. Αθήνα: Κείμενα. Και στον συγκεντρωτι
κό τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα: Άγρα.
Έκτωρ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
«Μυκήνες» [1985]
Έκτωρ Κακναβάτος. 1987. Κιβώτιο ταχυτήτων. Αθήνα: Κείμενα. Και στον συγκεντρωτικό
τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα: Άγρα.
Έκτωρ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
«Όπως ο Αίας» [1981]
Έκτωρ Κακναβάτος. 1981. Τα μαχαίρια της Κίρκης. Αθήνα: Κείμενα. Και στον συγκεντρω
τικό τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα: Άγρα.
Έκτωρ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
«Περίληψη Οδύσσειας» [1972]
Έκτωρ Κακναβάτος. 1981. Διήγηση. 2η έκδ. Αθήνα: Κείμενα. [1η έκδ. 1974, Αθήνα:
Συντεχνία].
Και στο συγκεντρωτικό τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα:
Άγρα.
Έκτωρ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
«Τέσσερα φονικά» [1984]
Έκτωρ Κακναβάτος. 1987. Κιβώτιο ταχυτήτων. Αθήνα: Κείμενα. Και στον συγκεντρωτικό
τόμο: Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα: Άγρα.
Έκτωρ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
«Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο» [1968]
Έκτωρ Κακναβάτος. 1974. Διήγηση. Αθήνα: Κείμενα. Και στον συγκεντρωτικό τόμο:
Έκτωρ Κακναβάτος. 2010. Ποιήματα (1943–1987). Αθήνα: Άγρα.
Έκτωρ Κακναβάτος και «Η πάμφωτη αταξία των πραγμάτων»: Μια
Ποιητική Ανθολογία, 1943-2005 και Ακρόαση Ποιημάτων (επιλογή-επι
μέλεια:Πέτρος Γκολίτσης)
18
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
O Έκτωρ Κακναβάτος διαβάζει το ποίημα του «Ρόγχος σιγαστήρα» απ’ τη
συλλογή Ακαρεί και μια παραλλαγή του ποιήματος «Αφοβίες της γενετικής»
απ’ τη συλλογή Χαοτικά Ι. (Aναγνώστηκαν από τoν ίδιο στην εκπομπή του Γ.
Έξαρχου, «Βάθος πεδίου», ΝΕΤ, 1995)
Η Αθανασία Δανελάτου διαβάζει το ποίημα-συλλογή Ανάστιξη του θρύλου για
τα νεφρά της πολιτείας, το ποίημα «Όπως ο Αίας» απ’ τη συλλογή Τα μαχαί
ρια της Κίρκης και το ποίημα «Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο» απ’ τη συλ
λογή Διήγηση.
Ο Πέτρος Γκολίτσης διαβάζει τα ποιήματα «Άλγεβρα», «Σχέδιο για άλλοθι»
και «Είσοδος κινδύνου» απ’ τη συλλογή Κιβώτιο ταχυτήτων, και τα ποιήματα
«Φανερό αν και αόρατο», «Ο χρόνος είναι εξωμήτριο του Χάους» και τις «Αφο
βίες της γενετικής» απ’ τη συλλογή Χαοτικά Ι.
ΑΥΤΑΣΦΑΛΙΣΗ
Μην τους ακούς που τάχα ολολύζουν
που παρότι
απολοφυράμενοι απέρχονται δακρύοντες
μην τους ακούς
που μυξοκλαίνε
Το ξέρουνε καλά που ο θάνατος
εξέχει από τον χρόνο ως ανθύπατος
όπως το δάχτυλο τους
από την τρύπια κάλτσα∙
ένας τέτοιος θρίαμβος.
ΑΛΓΕΒΡΑ
Πέρα κατά τη δημοσιά
φάνηκε πρώτα στήλη κουρνιαχτός
ως τα μεσούρανα
Δεν άργησε πολύ
Ο δρόμος έφερνε το ποδοβολητό
το χουγιατό της
Κλείνανε παράθυρα κατέβαιναν ρολά
Σιδεροντυμένη έμπαινε πια στην πόλη
η εξίσωση.
ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΛΛΟΘΙ
Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα
κομμένο στα τέσσερα
μ’ άλλους σακατεμένους κώδικες
λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο
έχω παιδιά να θρέψω
θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου
θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι
θέλουν τα ποντίκια μου τυρί
την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου
και βρέχει.
ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Κάτω από το παράθυρο μου πέρασε πάλι αυτός
δόκανο για φεγγάρια
Το κεφάλι του τετράγωνο κλουβί
μέσα του ένα μάτι
απ’ τα λίγα που περίσσεψαν της νύχτας
μα όχι ψάρι
Σου γράφω μετά από τρεις βροχές
Η απόπειρα μου για το ποιος είναι ο άλλος που είμαι
απότυχε
Τι να σου λέω λοιπόν για τη μοναξιά με λέξεις
Μη δεν είδες θερισμένο κάμπο πέρα πέρα
καταμεσί του απόμαχο βαγκόνι έξω από τις ράγιες
τη σιγαλιά ν’ ακουμπάει πάνω του
δίχως κουδούνι να βοσκάει η ερημιά
κατάψηλα να περιπολούν κοράκια;
Κάτω απ’ το παράθυρο μου πάλι αυτός
Το κεφάλι του εγώ: είσοδος κινδύνου.
ΣΧΕΔΙΟ ΡΑΨΩΔΙΑΣ
Έτσι το αίμα του έγινε άσπρο όπως
όταν φωνάζομε τα πουλιά•
γιατί και τα πουλιά, τυπικά, είναι άσπρα
Ωσάν τη θάλασσα να πας, της είπε.
Εκεί σαν γονατίσεις και της παρακαλεστείς θα δεις
καταπού γέρνει το κερί που απόκαμε πια να επικαλιέται
Θα δεις το μέγα δόκανο μέσα της κι άλλα τέτοια.
Και μη μιλήσεις μπλιό :
Έτσι που ‘γινες πιο άσπρη κι απ’ το αίμα μου
Δεν είναι ελόγου τους από άστρα να σε νιώσουν.
Ο ήλιος βυθίστηκε εκεί που ξέρεις μα πάλι ευθύς
μπίστησε τ’ απάνου.
Βρέθηκαν τα καρφιά του συναίματα και στραβωμένα
μα κανένας δεν τ’ απόδειξε
Γι’ αυτό τριχωτά αυγά κουρνιάσανε οι φωνές του
Έφριξα από κορυφής
Ήταν που πέρασες ξυστά τη φλόγωση
και βγήκες πέρα αχάραγη κ’ ετούτος κάρβουνο
ίσαμε που κάηκε ως το σάλιο του
Τότες πια βυθίστηκε οριστικά∙ μη μιλήσεις
ακόμα και τώρα μη μιλήσεις
μη φορτώνεσαι στα πράγματα μην τα ονοματίζεις
άσε τα∙ πονούνε.
ΣΟΥΡΝΤΙΝΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΣ
Για ιδές τον τον αμάραντο
Ολοκλωνίς όξω εγκρεμού
που είναι μια να ζυγιαστεί και δυό να πέσει
Και βάλε αυτί
μην ακουστώ μέσα στο αχ της άβυσσος.
(Απ’ τη συλλογή Κιβώτιο ταχυτήτων)
Ω λογισμέ διαστροφή μου
φιλήδονε ηνίοχε ευθειοβάτη Από
τις ερωμένες σου η μόνη που σου έμεινε
πιστή είναι η χλομάδα σου
για το που δόθηκε το σήμα πως εξώκειλες
για το που πάλι θα δοθεί
και που θα δίνεται
για πάντα
*
Όταν μετά αιώνες οι σκαπάνες σ’ αρχαίο
τάφο βρίσκοντας τα οστά μου θα δούνε
πάνω τους να φωσφορίζει τ’ όνομα σου
άραγε θα ξαφνιαστούν;
θα καταλάβουν;
θα ‘ναι ως τότε ακόμα ο έρωτας
πνοή πρωιού επάνω στο τριφύλλι;
θα βλασταίνει ακόμα τούτο στον πλανήτη
όταν οι σκαπάνες;
(Απ’ τη συλλογή In perpetuum)
Από τότε που η ερώτηση μου
μπήχτηκε λοξά στα νεφρά της πολιτείας,
από τότε που ‘γινε κομμάτια η θάλασσα
καθώς στάμνα χωματένια,
από τότε που άρχισαν να παρακμάζουν οι χειρονομίες σου,
να διαλύεται η φωνή σου όπως ομίχλη σε παράθυρο,
[…]
μα μη μπορώντας να ξεφύγει το μοιραίο
να γίνεται άλλη μια φορά η ερώτηση μου
λοξά μπηγμένη εκεί : στα νεφρά της πολιτείας.
Μ’ αυτό τον κύκλο ένα οχτάχρονο αγόρι έπαιζε το τσέρκι
τ’ απάνου τρέχοντας στο δρόμο του ορυχείου :
δε θα πεθάνομε λοιπόν.
[…]
Όλα θα τ’ ανασυνθέσω με υπομονή.
Βρήκα στην τύχη μερικές σελίδες
εδώ κ’ εκεί απ’ το στήθος σου.
Μικρά κορίτσια ζωγράφισαν επάνω τους
παράξενα χρυσόψαρα.
Ένα κουρέλι απ’ το μάγουλο σου, απόκομμα θύελλας,
Κρεμότανε στα σύρματα στιγμή τη στιγμή να πέσει.
[…]
Τι γίνεται τώρα;
Αν μια φοράν ακόμα; Αν δοκίμαζα μαζεύοντας
κομμάτι το κομμάτι τη σπασμένη στάμνα
να φτιάξω πάλι τη θάλασσα;
Αν άρπαζα απ’ τα δόντια του σκύλου
το ιερόν οστούν της μάνας μου ;
Αν έδενα πάλι τα βαγγόνια,
αν σφύριζαν τα τραίνα πάλι
λερώνοντας τα χαμομήλια δίπλα στις ράγιες;
Κι αν ύστερα γινόμουνα μια ζωγραφιά πολύχρωμη
στο μαξιλάρι του αγοριού καθώς κοιμάται τώρα
[…] άρχιζε η γάγγραινα.
Μα δεν θα το βάλω κάτω έτσι εύκολα.
[…]
Η θύελλα να κυρτώνεται, να γίνεται το μάγουλο σου,
ν’ ανοίγω με βρόντο το παράθυρο, η φωνή σου μισόγυμνη
να πετιέται στο δρόμο τρέχοντας
για το βάραθρο του Ζάλογγου∙
στάσου για το θεό :
στάσου να σε σημαδέψω, να σε πετύχω στο μεσόφρυδο.
[…]
Εσύ ήσουν η ερώτηση μου.
(Απ’ τη συλλογή Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας)
ΟΠΩΣ Ο ΑΙΑΣ
Ανάμεσα σε πέτρες που δεν είδανε
τον ίσκιο τους ποτές
που δεν ακούσαν τη φωνή του
τόσο υψίσυχνη στα φωνηεντόληκτα, είπα :
Κλείστε τις ποριές, όχι άλλοι “σωτήρες”∙
μεσολάβησαν τα Τρωικά. Ο λόγος μου
δίχως πια τα άμφιά του, γυμνός
όπως η πότνια βάτος
αναθρώσκοντας τα που του σφίγγανε το
υπογάστριο
“ιερά, εθνικά” και άλλα τέτοια χάχανα
χύθηκε κατεπάνω στο μαχαίρι του
όπως ο Αίας.
(Απ’ τη συλλογή Τα μαχαίρια της Κίρκης)
ΠΥΞΙΔΑ
Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια,
συνήθισα τη μοναξιά και το σκυλί της.
Είμαι λοιπόν με τ’ αγριολίθαρα και τον ασβέστη
που κουφάθηκε με το λιόκαμα.
ΟΡΤΥΚΙ
Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε
ένα χτυπημένο ορτύκι,
ξοπίσω ο αγριαπήγανος ύστερα το μολύβι,
δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι
ψάχνεις μέσα σου,
ακόμα η θύελλα αστράφτει δισκοπότηρο
η οργή δεν το ‘πνιξε το ουρλιαχτό της.
Γενιά του αγριόχορτου
έχεις ακόμα μάκρος.
ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ
Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είπαμε.
Χαμογελώ του χρώμιου χτες του ψευδάργυρου
αύριο πεθαίνω του λιγνίτη
χαλκός και νίκελ ματώνουν μες στα χέρια μου
που πρέπει τ’ αναστάσιμα καρφιά μας να ισιώνω
κ’ η διεθνής του αντιμόνιου απ’ το χαράκωμα
ατέλειωτο ταμπούρλο.
Θεόσταλτοι αφορισμοί από τους άμβωνες με οχταήχι
με σιγγίλια π ε ί θ ο υ ν ε με ξιφολόγχες και
χρηματιστήρια, με οχτάστηλα ή τέταρτη εξουσία
κι ο δεξιός ιεροψάλτης λουστρίνι μάγουλο
βήμα που το ‘μαθε η χήνα
καινούργιος στη μασχάλη του ο χαρτοφύλακας
από το δέρμα σου πατρίδα.
Μόνο ο ιδρώτας μου ερυθρόδερμος παραμερίζει
υπόκλιση άψογη, χαμόγελο νέα μανιφατούρα
ξάφνου αμολάει το κανελί σκυλί του
κι όλα γίνονται της πουτάνας.
Δεν περνάει το δικό σου,
όχι.
(απ΄τη συλλογή Οδός Λαιστρυγόνων)
Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ
Ο στόμφος εκούρασε∙ σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση∙
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει∙ σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγνώμη∙ ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις∙ λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφιχτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.
(Απ’ τη συλλογή Διήγηση)
ΑΓΑΠΗ
Περίεργο που τα ζυγωματικά σου
παίζουνε τέτοιο ρόλο στην αναψηλάφηση
των μυστηρίων;
[…]
Η ιστορία των δυό μας όπως ξέρεις
είναι σαν άδειος κάλυκας οβίδας
γεμάτος από θάνατο κωφάλαλο
κι όμως οι κύριοι δικαστές
ακόμη δεν κατάλαβαν το ρόλο
που τα ζυγωματικά σου παίζουνε
στις αναψηλαφήσεις
όταν πικρίζει το χορτάρι πάνω τους
και φεύγουν τα μικρά κατσίκια∙
[…]
να ‘σαι γενναία όπως η διακοπή του ρεύματος
που στριμώχνει τη λύσσα μας
τη βιάζει κ’ ύστερα
ανάβουνε τα φώτα και νιώθουμε το ζεστό
το καυτερό της σπέρμα ν’ ανεβαίνει
την αορτή σαν πέστροφα ως το κεφάλι
ν’ αυτοσχεδιάζει ευθύς την ανατίναξη
[…]
(Απ’ τη συλλογή Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή)
2.
[…]
κι ο πράσινος νάρθηκας της αυριανής ημέρας
κ’ η στέγη σου, λιώμα από του ήλιου τον τροχό
το κεραμίδι σου όνειρο καρένα σύννεφου
και πάει
όλα αγριόχηνες αποδημήσανε τα σύμβολα
άστραψε σκέτη πια η ξερολιθιά
και λευτερώθηκες
7.
[…]
πηχτός
απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο
άλλη τροφή από το πέτρωμα δεν έμεινε
που θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα;
9.
Ανυποχώρητος στίλβεις ανθρακίτης
αύριο βλήμα φθείρεσαι σε τροχιά
μένεις μόνο η τροχιά
κ’ η μοίρα σου κεντρόφυγη
να ερμηνεύεις, να ερμηνεύεις
πολύ πιο πριν δεν ήσουν έγχρωμη βοή;
(Απ’ τη συλλογή Η Κλίμακα του λίθου)
ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗΣ
[…]
πιο ύστερα μια χούφτα χαλίκια
λουλακιά πράσινα μαύρα
που τα σφενδόνισε η πολυώροφη θάλασσα
με τις πολύστροφες έλικες του νότου
που καθώς πέφτουν πάλι κροταλούν
στο τσίγκινο αίμα μου
ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημα σου
ένα παράξενο οροπέδιο μεγαλοσύνης
όπως τραπέζι άδειο
με τ’ άσπρο τραπεζομάντιλο.
(Απ’ τη συλλογή Διασπορά)
ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΒΥΘΟΥ 293 ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΩΝ
[…]
(Προσοχη. Εδω χρειαζεται περισσοτερο κυανο καμωμενο απο ερυθρη τεφρα)
Κι αυτην την εσπερα με αλαλαγμους τα κοραλλια
τη σωρο του ηλιου θα κατεβαζουν στους καμπους
Ησυχα, πηχτα, γαληνια θα πλαγιασει
ενω απαραμιλλοι σφαιρικοι κρινοι θα φερνουν
τον ουρανο που εμεινε πανω του
υψηλα ως τις καρινες των βραχων.
Κι εμεις αναμεσα στις κατακορυφες κλωστες
που θα μας φερνουν τροφη απ την αβυσσο
θα ψαχνομε το πελωριο πτωμα
για κανενα χορταρι για λιγη φωνη πουλιου
για το χαρτη της γης.
Υστερα το χρυσαφενιο σκελετο θα τον ριξομε
στη χαραδρα του Βαλαμουρ που φωσφοριζει
απο κοκκαλα ενω πλεουν επανω οι Φιλιππινες
αναβλυζουν χρυσανθεμα και ιματια
ψαριων με υπεροχα λεπια.
(Παλι τερφροκιτρινο σε χρονο εξι ογδοα)
Ω αγκαλια της σιωπηλης μητερας με τις αμετρητες
φτερουγες, ειναι πολλες ημερες που εφυγα απ τα
φρεατα που αναπαυονται τ αδαμαστα μεσημερια
για να μην κρατησω το σχημα μου.
[…]
(Απ’ τη συλλογη Fuga)
POST THERMIDOR
Και που ήσαν τάχα λαίλαπα ή
το φθαρμένο μου γάντι πυγμαχίας
τι μ’ αυτό;
Νύχια της αρκούδας ανηφορίζουνε τη φλέβα μου
Η θεωρία συρματόσχοινο που κόπηκε
ή καυσαέριο πατημασιά κοβάλτιου
ας είναι και σφυρίχτρα
τι μ’ αυτό;
Όρκο παίρνω ήταν μεσάνυχτα που η θάλασσα
παράτησε την ολομέλεια
περνούσε σύρριζα τον τοίχο
πέταξε τα εσώρουχα της
τα κολλημένα πάνω της επίθετα
τον οδοντογιατρό της.
Λαμπάδιζαν οι λεωφόροι
τα κορίτσια κόβανε τις ωοθήκες τους
τις ρίχναν στη φωτιά οι φλόγες κόρωναν
τύλιγαν τον ουρανοξύστη
ε… και τι
μ’ αυτό;
Μάτια μου ετούτος… άκαυτος
Λευκοντυμένες άφηναν τ’ αμφιθέατρα οι πιθανότητες
ρίχνανε τα πτυχία τους στον οχετό της νύχτας
Ιθαγενή αερόστατα ανέβαιναν
απ’ τις θερμοκοιτίδες
Κι εγώ
στις τσέπες μου όσο γίνονταν πιο βαθιά
επώαζα φυσίγγια.
Απόμακρη έξω απ’ τις ράγες επέμενε
αναντίρρητη σε ό,τι αφορά το ουρανί
το μπλάβο
το πορτοκαλί
επέμενε ότι λάμπουσα
αν και παρήλιξ
η γοερή διάνοια των μπολσεβίκων
Από το άπαρτο οδόφραγμα επέμενε
non passaran καμένη στο ιώδιο
η φωνή μου.
Κι αχ πως δίχως τροχούς επέμενε
καταμεσής στην άσφαλτο
μπαταρισμένη εκείνη η Άνοιξη
που το νιογέννητο ατσάλι βάλθηκε να γερνά
μες στη γροθιά μου…
Η ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΦΡΥΝΩΝ ή ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΘΟΔΩΝ
ΙΙ. Η ΛΟΙΜΙΚΗ ΤΟΥ ΕΠΤΑ
Χρόνια μετά που συνταξιοδοτήθηκε το Στραντιβάριους, και να σου πίπιζες ξοπίσω του σονάροντας σε φάλτσο καντάμπιλε, πιάσαμε πάτο. Ήταν τότες που καμηλοβάτραχοι δεσμεύτηκαν ασμένως ν’ αρχηγέψουν.
Προσθήκη ζάχαρης –ιδέα του μαέστρου- μαυλίσανε το γύψο και πήρε ελόγου του ν’ αναρριχιέται τις πλαγιές τ’ Απρίλη. Μα παρότι εγκέφαλος ζελέ. Παρότι αλάρυγγοι, αποφασίζανε και διατάζανε σε φρικαλέα ελληνικά. Παρότι παραβάτραχοι, περιτρέχανε τα ρείθρα ένστολοι, περιμαζεύοντας όσους γελούσανε και όσους δεν γελούσαν, σύμπαν το υπόλοιπο ατελούς διαιρέσεως περιστρεφόταν περί άξονα μιγαδικόν πλαγιοστρόφως…
Ο τότε μόλυβδος, θεός αγκαθερός από καμίνευσιν, χυνότανε χυλός σ’ αργιλικά καλούπια. ως χωλίαμβος ή κάτι τέτοιο, μα όμως άρρητος και ανομάτιστος λόγω που ο χώρος επιρρεπής στην παραχάραξη τονε φυγάδευε υπολογίζοντας ότι από μαύρη τρύπα θα καταποθεί. Κι ακόμα ως και τούτο: μες στα βελάσματα των τράγων, όταν τους σφάζανε άκουες, όπως και τώρα ακούς, για ελληνοβλάβεια, για βατραχοκρατία.
Και τότες έγινε το ξαφνικό: Πλημμύρα οι λεωφόροι από οξύφωνα σπουργίτια χουγιάζοντας τους βάτραχους και τις ερπύστριες. Κι από ψηλά έπεφτε με βρόντο, καταμεσής της χάλκινης ορχήστρας, ολοαίματη με ανοιγμένον αφαλό η ελληνοχριστιανικη πουλάδα. Το Κοίλο, άλαλο κι αλαφιασμένο, άδειασε μονομιάς. Το Αραχναίο σχίστηκε κάτω για κάτω ίσαμε την Πάφο, ενώ, ως βροχή από μυαλά αετών, ξέσπαε μαινάδα η μεγαλοφυΐα. Διότι πως αλλιώς θενά ‘χε κλέος και εσπεριδοειδή η Κορινθία ;
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΙ ΣΤΑ ΑΝΙΣΟΠΕΔΑ
ή ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΘΕΩΡΙΑΣ
Σκόρπια γύρω σου ασβέστης αμμοχάλικο
[…]
-Τι να ‘ναι ωρέ να χτίσεις, τον ερώτησα, και ξυέσαι ;
– Λέω να χτίσω βοϊδοχτάποδο. Θα χρειαστώ δυό κέρατα
από προχωρημένο αχάτη, είπε. Κι έριχνε καταπάνω λάσο,
έτσι, από εαρινή εναντίωση, να πιάσει σύννεφο.
[…]
-Πάρε από Χάιντεγκερ, του λέω, που ψάχνει για αποβάθρες
και όχι από το υπέρβαρο του άλλου ε γ ώ πού ξέχνα το
μιας και πήρε το κατόπι του ά ρ α σε γρηγοριανά ανισόπεδα.
[…]
ΑΠΟΛΑΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΧΟΥΣ
[…]
Ήταν το ανεπανάληπτο εκείνο d o. Η περίφημη κορόνα
σε οκτάβα Latina που αμόλησε στα ύψη ο alto tenore,
τελευταίος από τους Τρώες, Poplius Vergilius Maro.
Και τούτο όταν ένιωσε να ολισθαίνει προς τον ορθολογισμό.
Ήταν που εκστασιάστηκε όχι μόνο που τα λόγια του
εκτινάχτηκαν διεγερμένα αδρόνια κυνηγώντας
στα φαράγγια του Καλλίδρομου την αλαφιασμένη,
ηχώ,
μα πιο πολύ, απ’ το υπέρβαρο continuo από οργισμένες
αγριομέλισσες που κλείναν την μπασιά
στην πιο ένδοξη στενωπό της γης,
[…]
Στα ύψη ορτύκια κι άλλα πτηνάρια πελασγικά
χλευάζαν τα επίγεια… όπως και έγινε πιο ύστερα
με κάτι φρικιά του ουρανού κατά την ταφή
του Κόμητα Orgaz που συνεχίζεται
ως ουραίον πηδάλιον καλλιφωνίας…
Το τοπίο έλιωνε μέσα σ’ ασημένιο φως
[…]
(Απ’ τη συλλογή Στα πρόσω ιαχής)
ΡΟΓΧΟΣ ΣΙΓΑΣΤΗΡΑ
Άκου εσύ
η ασύγκριτη της ροδαυγής
η πιο κι από Αίγινα αιθέρια
η πάνω από ξερολιθιές
πάνω κι από τα έξαλλα μπαμπάκια
ακόμα πάνω κι από κάθε μεταφυσική
χαλυβουργία
Εσύ το αβαρές χαίρε των λιθρινιών
άκου που τίποτα δεν ηχεί ενώ εγώ
η αναίδεια των χρωμάτων
όταν στις ράγες βγάζουνε σπίθες οι τροχοί
πορνεύομαι με κάθε αντιδιάμετρο
λαθρέμπορος οσίων ιδεών
θυρωρός πλαστικών παραδείσων
διαδηλωτής με την άγραφη αφίσα
του μέλλοντος αιώνος.
Η ΣΚΑΠΑΝΗ
Δυό μερών λεχούδι το φεγγάρι μα
παρότι εδέσποζε σοφιστής αιρεσιάρχης
πετεινοί κωφάλαλοι σε φάλαγγα
κατά εξάδες
άνοιγαν δρόμο μες στην Ιστορία
Ξοπίσω γάβγιζε εγελιανή γκρανκάσα
και είπα :
Ιδού το βίωμα μου πρώιμο άλφα
των αλάλητων
Ιδού εγώ γυμνίτης
Ιδού το πιο διωγμένο των πρωτόπλαστων
που έγινα σκυλί και
αλυχτώ παράδεισο
ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ ΕΠ’ ΩΜΟΥ
Ανίχνευα τα μέλη της
έψαχνα για πέρασμα στον κόλπο
βαθιά μουκάνιζε μινώταυρος η άβυσσος
με τα ωάρια της θάλασσας ανέβαινε
και με σαΐτες.
Στο όνομα της έξαψης ίππευε αλαλάζουσα
το δεξί βυζί κομμένο
δοσμένη στην τοξοβολία
Εγώ πεζός με το σύννεφο επ’ ώμου
με τη φλεγμονή της ανηφόρας
με μια Κολχίδα μες στο νου
κατεπάνω του στο άπειρο
Άσπρο ελάφι ο δυϊσμός βόσκαε τα μάτια μας
σκόρπια στο πάτωμα
(Απ’ τη συλλογή Ακαρεί)
ΦΑΝΕΡΟ αν και αόρατο
με μάζα αιρετική προς τη βαρύτητα
την αστροκτόνο
ζητούσε το αντισημαίνον του για να σημανθεί
κάτι που να υπάρχει ως μ η ε ί ν α ι
κι όμως να υπάρχει
Κι ήταν ανήσυχος που το ‘νιωθε όλος σκιά ο Παρμενίδης
να τον ζυγώνει αν και αόρατο :
τάχα γιατί είν’ έξω απ’ το σχήμα του ο χώρος ;
*
Ο ΧΡΟΝΟΣ είναι εξωμήτριο του Χάους
Όλες οι μονάδες ρίχνονται να τον μετρούν
τον ακατάργητο
Μονοκόκαλος ελόγου του ανάμεσα στις κερασιές
ψειρίζεται πετώντας από πάνω του
τα σοφά έντομα των ταριχεύσεων
ΑΦΟΒΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΙΚΗΣ
Πυροβάτης ναι βετεράνος ναι
μα δεν πατάς το ναρκοπέδιο της.
Χρόνε το μεγαλείο σου!
Η καμπύλη σου από βατράχι ίσαμε άλτη ναι. . .
όμως την ύδρα λέω κόρη της Λέρνας
και τετράκλωνη
μ’ όλη τη λάβρα σου δεν τη μεθάς
να σου δοθεί
τη διπλοέλικη νουκλεϊκή τετράδα λέω
που αναπαράγεται
και σε χλευάζει
και λυσσάς
Κρόνιε παππού εδά ‘ναι που έσπασες
δεν σου περνά μ’ αυτήν δικέ μου
κιτρινιάρη. . .
Κανένα πέρασμα λοιπόν επέκεινα του ελαχίστου
ανάμεσα στα ελάχιστα
ω γεωμετρία αίμα που στάζεις απ’ τ’ αρμόνια
σώσε. . .
(απ’ τη συλλογή Χαοτικά Ι)
Βιογραφικό
Ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920. Σπούδασε
και δίδαξε στην ιδιωτική εκπαίδευση μαθηματικά. Πέθανε στις 9 Νοεμβρίου
του 2010.
Εργογραφία
“Fuga”, Αθήνα, (ιδιωτ. έκδοση), 1943, Αθήνα, Κείμενα, 1972, σελ. 32
“Διασπορά”, Αθήνα, Πρώτη Ύλη, 1961, σελ. 22
“Η κλίμακα του λίθου”, Αθήνα, Ζάρβανος, 1964, σελ. 64
“Τετραψήφιο, Αθήνα, Κείμενα, 1971, σελ. 56
Τετραψήφιο” με την έβδομη χορδή, Αθήνα, Κείμενα α’ 1972, β’ 1980, σελ. 48
“Διήγηση”, Αθήνα, Συντεχνία, 1974, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 72
“Η κλίμακα του λίθου – Διασπορά”, Αθήνα, Καστανιώτης, 1977, σελ. 52
“Οδός Λαιστρυγόνων, Αθήνα, Κείμενα, 1978, σελ. 96
“Τα μαχαίρια της Κίρκης”, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 56
“Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας”, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 8
“In perpetuum”, Αθήνα, Κείμενα, 1983, σελ. 64, (β’ Κρατικό Βραβείο ποίησης)
“Κιβώτιο ταχυτήτων”, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 104
“Ποιήματα Α΄ τόμος (1943-1974)”, Αθήνα, Άγρα, 1990, σελ. 216
“Ποιήματα Β΄ τόμος (1978-1987)”, Αθήνα, Άγρα, 1990, σελ. 318
“Οιακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός”, Αθήνα, Άγρα, 1995,
σ. 40
“Χαοτικά Ι”, Αθήνα, Άγρα, 1997, σελ. 72
“Ακαρεί”, Αθήνα, Άγρα, 2001, σελ. 56
“Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες”, Αθήνα, Άγρα, 2001, σελ. 40
“Στα πρόσω ιαχής”, Αθήνα, Άγρα, 2005, σελ. 56
“Ποιήματα (1943-1987)”, συγκεντρωτική έκδοση, Αθήνα, Άγρα, 2010, σελ. 528
Δοκίμιο:
“Για τον “Μεγάλο Ανατολικό””, Αθήνα, Άγρα, 1991, σελ. 20
“Βραχέα και μακρά”, Αθήνα, Άγρα, 2005, σελ. 104
Μεταφράσεις:
Joyce Mansour, “Ερωτικά”, Αθήνα, Κείμενα α’1975, β’ 1978, σελ. 48
Joyce Mansour, “Όρνια”, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 62
Marcel Schwob, “Φανταστικοί βίοι”, Αθήνα, Aγρα, 1987, σελ. 176
Joyce Mansour, “Κραυγές-Σπαράγματα-Όρνια”, Αθήνα, Aγρα, 1994, σελ. 148,
Julien Gracq, Andre Breton. “Επάνοδος στον Μπρετόν”, Αθήνα, Άγρα, 1997,
σελ. 24,
Μεταφράσεις των έργων του:
Αγγλικά: Ποιήματά του περιέχονται στην ανθολογία Contemporary Greek
Poetry, μετ. Kimon Friar, Athens, Greek Ministry of Culture, 1985, 488 pp.
Ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί στα γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά,
ρουμανικά, ολλανδικά και ρωσικά.
Σημείωση Ποιείν: Ευχαριστούμε θερμά τον Πέτρο Γκολίτση για την επιμέλεια
της σημερινής δημοσίευσης.
ΔΕΣ:https://www.facebook.com/people/%CE%95%CE%9A%CE%A4%CE%A9%
Εκτωρ Κακναβάτος, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές
Στις 9 Νοεμβρίου 2010, σε ηλικία 90 ετών, «έφυγε» από τη ζωή ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Εκτωρ Κακναβάτος.
Ο Γιώργος Κοντογιώργης, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, υπήρξε ένας από τους συνεπέστερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού υπερρεαλισμού.
Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920, σπούδασε μαθηματικά. Πήρε μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, κάτι που το «πλήρωσε» με εξορίες και φυλακές (Ικαρία, Μακρόνησος κ.ά.). Μετά την απελευθέρωσή του το 149 και εργάστηκε στην Ιδιωτική Εκπαίδευση εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση, όπως και πολλοί άλλοι άλλοι εκπαιδευτικοί που το μετεμφυλιακό κράτος δεν τους επέτρεπε να διοριστούν στο δημόσιο λόγω κοινωνικών φρονημάτων. Διορίστηκε στο δημόσιο το 1979
Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα, με την ποιητική συλλογή «Fuga», το 1943. Το έργο του συγκεντρώθηκε στον τόμο «Ποιήματα: 1943 – 1987» («Αγρα»). Είχε μεταφράσει Τζόις Μανσούρ και Μαρσέλ Σβομπ.
Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου
Πρώτον: σε θέλουν ακίνδυνη και να ξεχνάς
και ύστερα καλή μ’ αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
από τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μεσ’ στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις φτύσ’ τους.Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
Κάθε βήμα προς εσένα
μου στοιχίζει την απογύμνωση
και την ατίμητη
συγκομιδή του φόβου μου εκποίησα
και το ξερό δέρμα της πρώτης πρώτης μέρας
… την πρώτη θάλασσα τον πρώτο θάνατο
ίνα την ίνα την πρώτη σκέψη
κάθε βήμα προς εσένα μια κατάρρευση…
Έκτωρ Κακναβάτος: Quantum
Εκτωρ Κακναβάτος
Η ποίηση έχασε τον επιστήμονά της
Ενας από τους αυθεντικότερους μεταπολεμικούς έλληνες ποιητές, ο Εκτωρ Κακναβάτος, πέθανε χθες, σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας πίσω του πλούσιο ποιητικό έργο που το διακρίνουν ο έντονος πειραματισμός και η ευρηματική χρήση επιστημονικών όρων, ενταγμένων σε ένα είδος μεταϋπερρεαλιστικού λυρισμού ο οποίος αποτελεί αποκλειστικά δικό του δημιούργημα. Ποιητής ιδιότυπος και άνθρωπος σεμνός, με οξυμμένη κοινωνική ευαισθησία, ο Κακναβάτος σπούδασε Μαθηματικά και δίδαξε κατά καιρούς σε φροντιστήρια και στη Σχολή Μωραΐτη.
Ενας από τους αυθεντικότερους μεταπολεμικούς έλληνες ποιητές, ο Εκτωρ Κακναβάτος, πέθανε χθες, σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας πίσω του πλούσιο ποιητικό έργο που το διακρίνουν ο έντονος πειραματισμός και η ευρηματική χρήση επιστημονικών όρων, ενταγμένων σε ένα είδος μεταϋπερρεαλιστικού λυρισμού ο οποίος αποτελεί αποκλειστικά δικό του δημιούργημα.
Ποιητής ιδιότυπος και άνθρωπος σεμνός, με οξυμμένη κοινωνική ευαισθησία, ο Κακναβάτος σπούδασε Μαθηματικά και δίδαξε κατά καιρούς σε φροντιστήρια και στη Σχολή Μωραΐτη. Κατά την Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και μετά την απελευθέρωση, εξαιτίας των αριστερών του πεποιθήσεων, εξορίστηκε στην Ικαρία και στη Μακρόνησο.
Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Fuga» εκδόθηκε το 1943. Από τότε η παρουσία του στα ποιητικά πράγματα υπήρξε συνεχής. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το «Ιn perpetuum», το «Τετραψήφιο» και η «Οδός Λαιστρυγόνων». Το τελευταίο του βιβλίο, από τις εκδόσεις Αγρα (έχουν εκδώσει το σύνολο των ποιημάτων του), ήταν το «Βραχέα και μακρά» (2005).
Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αυθεντικός και ιδιότυπος, ο Κακναβάτος ακολούθησε τη δική του ποιητική πορεία και κατέθεσε ένα έργο συμπαγές και πρωτοπόρο. Δυστυχώς, η ελληνική Πολιτεία δεν τον τίμησε όπως του άξιζε, απόδειξη ότι η μοναδική διάκριση που έλαβε ήταν το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Ιn perpetuum» που εξεδόθη όταν ο Κακναβάτος ήταν 63 ετών και είχε ήδη καταθέσει το αντιπροσωπευτικότερο μέρος του έργου του. Εκτός από το ποιητικό, πάντως, είχε και αξιόλογο μεταφραστικό έργο.
https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=12398
Ο υπερρεαλιστής ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Έκτωρ Κακναβάτος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη), γεννήθηκε στον Πειραιά το Σεπτέμβριο του 1920 όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπου
δές του. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1943 εκδίδοντας την ποιητική συλλογή "Φούγκα".
Στα χρόνια που μεσολάβησαν έως το δεύτερο έργο του ("Διασπορά", 1961)
βίωσε την εμπειρία της εποχής: συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του
ΕΑΜ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στα χρόνια του Εμφυλίου.
Μετά την Απελευθέρωση, το 1947, εξορίστηκε στην Ικαρία και το φθινόπωρο του
ίδιου χρόνου μετάχθηκε στη Μακρόνησο.
Απολύθηκε το 1949, με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού.
Από το 1958 έως το 1962 εργάζεται στη Σύρο όπου φτιάχνει δικό του φροντιστή
ριο.
Σε φροντιστήρια υποψηφίων για τα ΑΕΙ δίδαξε επίσης στην Αθήνα τη δεκαετία
από το 1963 έως το 1973. Το 1973 διδάσκει στη Σχολή Μωραΐτη.
Το 1979 διορίζεται για πρώτη φορά στο Δημόσιο, από το οποίο ήταν αποκλεισμέ
νος λόγω πολιτικών φρονημάτων.
Συνταξιοδοτήθηκε το 1986.
Τα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου συνδυάζουν με ιδιοφυή τρόπο τον υπερρε
αλισμό με την πολιτική ποίηση, με έντονες επιρροές από τα μαθηματικά και
τις θεωρίες του χάους. Το ποιητικό έργο του υπήρξε συνεχές και αμετακίνητο
στις προθέσεις του.
Εξέδωσε τις συλλογές:
"Φούγκα" (1943), "Διασπορά" (1961), "Η κλίμακα του λίθου" (1977), "Τετραψή
φιο" (1971), "Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή" (1972), "Διήγηση" (1974), "Οδός
Λαιστρυγόνων" (1978), "Τα μαχαίρια της Κίρκης" (1981), "Ανάστιξη του θρύλου
για τα νεφρά της πολιτείας" (1981), "In Perpetuum" (1983) "Κιβώτιο ταχυτήτων"
(1987), οι οποίες συγκεντρώθηκαν σε δύο τόμους, το 1990, από τις εκδόσεις
'Αγρα ("Ποιήματα 1943-1974" και "Ποιήματα 1978-1987"), και επανεκδόθηκαν σε
ενιαίο τόμο τον Ιούλιο του 2010, "Οιακισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του
Μυστρός" (1995), "Χαοτικά Ι" (1997), "Ακαρεί" (2001), "Υψικαμινίζουσες νεοπλασί
ες" (2001) και "Στα πρόσω ιαχής" (2005), και τον τόμο δοκιμίων "Βραχέα και μα
κρά: Για την ποίηση: γλώσσα και λόγος" (2005).
Έφυγε από τη ζωή "πλήρης ημερών" στις 8 Νοεμβρίου του 2010, σε ηλικία
90 ετών.