Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Σπύρος Τσακνιάς: ο βίος ,το έργο του :ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Γ. Π. -

 



Σπύρος Τσακνιάς (1929-1999)

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_a_27_02.html


 Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Βιβλιονέτ]

εικόνα

Γεννήθηκε το 1929 στη Λαμία.

 Σπούδασε οικονομικά. Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση, την κριτική λογοτεχνικών βιβλίων και τη μετάφραση. 


'Εργα του: Ποιητικά: 

Εν Αυλίδι (1976), Ιστορίες για το Σέργιο (1976), Ο κύκλος (1979), Πτέρυξ χρονιών παθήσεων (1982), Ονειροσκόπιο (1984), Χαμηλό βαρομετρικό (1987), Ορατότης μηδέν (1992). 

Πεζά: 

Η βαλίτσα του ξένου (διηγήματα), (1983). 

Κριτικής: 

Δακτυλικά αποτυπώματα (1983), Ετερώνυμα (1987), Επί τα ίχνη (1990). Μεταφράσεις:

 Πολλά βιβλία ποίησης, πεζογραφίας και δοκίμια (από τα Αγγλικά και Γαλλικά).


Σπύρος Τσακνιάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%80%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%A4%CF%83%CE%B1%CE%BA%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CF%82
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Σπύρος Τσακνιάς
Γέννηση1929
Θάνατος6  Μαΐου 1999
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Ιδιότηταποιητής και κριτικός λογοτεχνίας

Ο Σπύρος Τσακνιάς (1929 - 6 Μαΐου 1999) ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και κριτικός της λογοτεχνίας.


Ο Τσακνιάς γεννήθηκε στη Λαμία το 1929.[1]


 Ολοκληρώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή (ΑΣΟΕΕ) ενώ παρακολούθησε και μαθήματα κινηματογράφου.

 Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, αλλά τελικά σταδιοδρόμησε ως στέλεχος σε φαρμακευτική εταιρία.[2] 

Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1951, με το ποίημα Γράμμα σ' έναν ποιητή, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δημοκρατικός Τύπος[1] γεγονός που τον εντάσσει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά της Νεοελληνικής ποίησης.[3] 

Ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Γράμματα και Τέχνες, μέλος της συντακτικής επιτροπής των ανθολογιών μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής λογοτεχνίας για λογαριασμό των Εκδόσεων Σοκόλη ενώ ήταν διευθυντής της σειράς "Οι ποιητές του κόσμου" για λογαριασμό των εκδόσεων Εγνατία, ενώ έκανε την επιμέλεια της σειράς ποίησης των εκδόσεων "Πατάκη".[2] 

Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, όπως το "Διαβάζω", "Το Δέντρο", "Η Λέξη" (στο οποίο διατηρούσε σταθερή στήλη βιβλιοκρισίας), "Τραμ", "Σχεδία". 

Αρθρογραφούσε, επίσης, σε εφημερίδες (Τα Νέα, Το Βήμα, Η Καθημερινή, Η Πρώτη, Η Αυγή).[2]

Ο Τσακνιάς ασχολήθηκε επίσης και με μεταφράσεις δοκιμίων, ποίησης και πεζογραφίας.[3] Ήταν νυμφευμένος με την επίσης ποιήτρια και μεταφράστρια Αμαλία Τσακνιά.

Απεβίωσε στην Αθήνα το Μάιο του 1999.[1][4]

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

  • [Αφιέρωμα], Κ, τχ. 19 (Δεκ. 2009), σ. 4 - 48.
  • Ζήρας, Αλέξης, Η τέχνη των φωτοσκιάσεων: ο σκιώδης ποιητικός λόγος του Σπύρου Τσακνιά, Νέα Εστία, τχ. 1745 (Μάιος 2002), σ. 887 - 894.
  • Μηλιώνης, Χριστόφορος, Το ποιητικό έργο του Σπύρου Τσακνιά, Νέα Εστία, τχ. 1726 (Οκτ. 2000), σ. 467 - 478.
  • Σελίδες για τον Σπύρο Τσακνιά, Εντευκτήριο, τχ. 57, (απρ. - Ιουν. 2002), σ. 7 - 46.
  • Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης, Σπύρος Τσακνιάς: η κριτική της λογοτεχνίας και η θεωρία της πράξης, Εντευκτήριο, τχ. 46 (Άνοιξη 1999), σ. 23 - 26.

ΕΝΟΤΗΤΑ 9: Η λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα

Α. Η ποίηση


Ο ποιητής και δημοσιογράφος Σπύρος Τσακνιάς (1929-2000) διακρίνεται κυρίως για τη διαύγεια του ποιητικού λόγου του. Σύζυγός του η Αμαλία Τσακνιά (1932-1984), η οποία στην ποίησή της κινητοποιεί κυρίως τη διαδικασία της μνήμης χωρίς να μεμψιμοιρεί ή να έχει ψευδαισθήσεις. Η ποιήτρια χαρακτηρίζεται, όπως σημειώνει ο Κώστας Παπαγεωργίου, από «νηφάλιο πάθος, εγκράτεια συναισθημάτων και αβρότητα εκφραστικών τρόπων».


https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=1494
Σπύρος Τσακνιάς


Ο ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Σπύρος Τσακνιάς 

(1929-1999) γεννήθηκε στη Λαμία. 

Σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου. 

Μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως 

στέλεχος επιχείρησης φαρμάκων.

 Από τη μεταπολίτευση ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική. 

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1951, με το ποίημα "Γράμμα σ' έναν ποιητή", στην

 εφημερίδα "Δημοκρατικός Τύπος".

 Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού "Γράμματα και Τέχνες",

 των ανθολογιών μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Σοκόλη 

και διευθυντής της σειράς "Οι ποιητές του κόσμου" των εκδόσεων Εγνατία. 

Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά ("Το Δέντρο", "Η Λέξη", "Σχεδία", "Τραμ",

 "Διαβάζω"), καθώς και με εφημερίδες ("Η Αυγή", "Η Καθημερινή", "Η Πρώτη", "Τα Νέα").

 Ήταν παντρεμένος με την ποιήτρια και μεταφράστρια Αμαλία Τσακνιά. 

Απεβίωσε στην Αθήνα το 1999.


ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ 30/8

Ο νυχτερινός κήπος του φρενοκομείου

Ελίζαμπεθ Τζένινγκς—
Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς

Η κραυγή της κουκουβάγιας γδέρνει τη σιγαλιά.
Φράχτες οι κουρτίνες και πίσω τους
οι βραγιές βολεύουν σε στρωτές σειρές.
Σε λίγο θ’ αναστατωθούν.

Ο κήπος δεν ξέρει τίποτα για την αρρώστια.
Ξέρει μονάχα για τη νωθρή ανταύγεια
των άστρων, το στάλαγμα του φεγγαριού· ξέρει
γιατί, πελούζες και βραγιές έχουν ισοπεδωθεί.

Και τότε η πληρότητα συντρίβεται.
Μια κραυγή ανθρώπινη διαπερνάει τ’ όνειρο.
Έν’ άγριο χέρι συνθλίβει έν’ ανοιχτό τριαντάφυλλο.
Είμαστε μαγεμένοι, γητεμένοι.








Σπύρος Τσακνιάς

Ομόκεντρα 

ποιήματα

17 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Σπύρος Τσακνιάς

 (1929-1999) γεννήθηκε στη Λαμία.

 Σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου.

 Μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως 

στέλεχος επιχείρησης φαρμάκων.

 Από τη μεταπολίτευση ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική κριτική. 

https://www.timesnews.gr/spyrostsaknias-omokentra-poiimata/

ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ

Ομόκεντρα ποιήματα

I

Ωραία μες στο πανδαιμόνιο η φωνή σου
σεληνοβάμων με τα φθοριούχα χέρια
μυρίζεις δεντρολίβανο μυρίζεις άνεμο
άλλων εποχών ένα τριάλφα είσαι
στο στήθος της νύχτας
ατμούς θλίψεων εκκρίνουν οι αδένες σου κι εγώ
αναπνέω τη νύχτα μες στα μάτια σου
παρακολουθώ τις αργές κινήσεις σου
τον τρόπο που τσακίζεις τα σπίρτα στα δυο
και τα τυλίγεις στο μαντίλι σου
χαμογελώντας μυστικά στον αδειούχο στρατιώτη
που οιμώζει από νόστο.
Εγώ πίνω τη νύχτα κι εσύ
γίνεσαι πάλι αδιάφανη
τόσον ωραία τόσο άρρωστη τόσο τρωτή.

II

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε σένα.
Είσαι η χαίνουσα πληγή των αναμνήσεων
των τύψεων είσαι η επωδός
το πικραμένο ρόδο τ’ αφιονισμένο κρασί
ο ήχος του τραμ που ‘σβησε μες στη νύχτα
ο ήχος της νύχτας στις έρημες στοές
το ανακλώμενο φως του θανάτου…
…Άνθος περίτεχνο λεηλατημένο
κηροπήγιο πουλημένο σε πονηρούς σαράφηδες
οσμή του νοτισμένου χόρτου
διάθλαση αχτίδας στη τζαμόπορτα του μπάνιου
αργυρή τέφρα στα σεληνόφωτα δέντρα
θανατερή πνοή του χτες
οι δρόμοι όλοι οδηγούν σε σένα.

III

Είσαι η εποχή των πικρών στερήσεων
δισύλλαβη ανταρσία
πυρπολείς τ’ απόκρυφα οράματα
εξουσιάζεις τα σύννεφα, την ομίχλη
σκοτεινών αναμνήσεων παγιδεύεις
τα φωνήεντα των λέξεων υποκλέπτεις
τον ειρμό της σιωπής είσαι
η πράσινη απορία η κίτρινη αμφιθυμία
το μεταίχμιο των αποφάσεων
η σύνοψη των φόνων που δεν διέπραξα
η ατελέσφορη πρόθεση που δηλητηριάζει τους πόρους της μνήμης
η οργή που κοχλάζει μέσα στα ποιήματα.
Είσαι η κληματαριά του παλιού μας σπιτιού
εκεί που μαζεύονταν οι φίλοι
ν’ αποκρυπτογραφήσουν τον κώδικα της μοναξιάς.

IV

Είσαι η απροσπέλαστη γαλήνη
η μοναξιά που ζήτησα μετά την πυρκαγιά·
είσαι η αποσύνθεση των ονείρων
βγαίνεις τη νύχτα μυστικά
κλείνεις αθόρυβα την πόρτα
γίνεσαι μια λεύκα μέσα στη βροχή
φιλεύεις δάκρυα τους ζητιάνους στις γωνιές των δρόμων
ταΐζεις τα περιστέρια σπόρους λησμονιάς
γυρίζεις το ίδιο αθόρυβα στο σπίτι
γίνεσαι η σκοτεινή ταραχή του αίματος
ανάβεις τη λάμπα κλείνεις τα παντζούρια
γράφεις σύντομα γράμματα σα συνθήματα στους τοίχους
“δεν ωφελεί να τα θυμάσαι δεν ωφελεί”.
Είσαι η απροσπέλαστη μοναξιά
η γαλήνη που ζήτησα μετά τον πυρετό.

V

Είσαι η συντριβή του θάρρους η οριστική εγκατάλειψη·
η σάπια μέρα που απόκανε να πολεμάει τη συννεφιά
και παραδόθηκε αμαχητί στη νύχτα χωρίς
να διεκδικήσει την εφήμερη έστω δόξα ενός ηλιοβασιλέματος·
είσαι η νύχτα που φέρνει την απόγνωση
στα μάτια των φοβισμένων παιδιών
στα κουρασμένα μάτια των μοναχικών ποιητών
τα βοώδη μάτια των καρτερικών μανάδων
στα κόκκινα μάτι των πεινασμένων σκύλων.
Είσαι η άοσμη νύχτα των κλειστών δωματίων
εκεί που μια ώριμη γυναίκα περιμένει καπνίζοντας
μες στο σκοτάδι καπνίζει περιμένοντας
τον παράνομο εραστή της.
Όχι, εσύ δεν είσαι η εύοσμη νύχτα των αγρών.

VI

Έλεγαν πάλι οι προφητείες πως θα φύγεις.
Ήταν άβολα εδώ μίζερα φτωχικά·
θα ξαναγύριζες μια μέρα στις πηγές της νύχτας
στις ρίζες των δακρύων σου εκεί
όπου φυτρώνουν τ’ άγρια όνειρα
μες στα σκοτάδια της ανυπαρξίας.
Το ξέραμε. Όλα τα χρόνια που ‘μεινες κοντά μας
άλλο δεν κάναμε – προετοιμάζαμε την αναχώρηση.
Μαζεύαμε τα λόγια ΄να-ένα
τα διπλώναμε προσεκτικά όπως τ’ ασπρόρουχα
τα βάζαμε με τάξη στο μεγάλο ταξιδιωτικό σου σάκο
μαζεύαμε του ήχους του δάσους
τη δροσιά απ’ τα πέταλα των λουλουδιών
τα μελαγχολικά χαμόγελα των μοναχικών παιδιών.
Πάρτα μαζί σου. Εμείς τι να τα κάνουμε;
Εδώ είναι άβολα εδώ είναι μίζερα
δεν είναι αυτός τόπος για σένα.

VII

Με σένα κλείνει αυτός ο κύκλος των θλίψεων
πρωινή διαύγεια στο βουνό
βραδινή αιθρία στη θάλασσα
στήλη υδραργύρου θαμμένη
κάτω από σωρούς ανώνυμες μαργαρίτες διατρέχεις
όλα τα στάδια της αποσύνθεσης
ώς να παγώσεις εξαίσια
στην αθανασία.
Αυτός ο κύκλος των θλίψεων
κλείνει με σένα.

  • Πρώτη δημοσίευση: ΤΡΑΜ/ΕΝΑ ΟΧΗΜΑ. Δεύτερη διαδρομή, όγδοο τεύχος. Μάρτης 1978
  •  Θεσσαλονίκη.

[ΟΜΟΛΟΓΙΑ] Του Σπύρου Τσακνιά

On 23 February, 2018 by admin


Στον Χ.Θ.

 

Η ποίηση
είναι μια εξομολόγηση.
Κι αν γράφω ποιήματα
είναι γιατί
δεν έχω μάθει να μιλώ
σε άλλη γλώσσα.

Πλησίασε μικρή μου Ιφιγένεια
δώσε μου το λευκό
λεπτό σου χέρι.
Πρέπει να πούμε την αλήθεια·
θέλει θάρρος·
κράτα μου το χέρι.

Δεν το συλλογιστήκαμε το χρέος
δεν πέρασε καν απ’ το μυαλό μας.

Βρέχει έξω, βρέχει.

Είναι κι αυτό μια αφορμή
ν’ αλλάξουμε κουβέντα.
Κράτα μου πολύ σφιχτά
το χέρι. Πρέπει να πούμε την αλήθεια·
σταθήκαμε δειλοί και τιποτένιοι.

 


 

Βρέχει έξω, βρέχει, βρέχει.

Όχι όχι, μη διστάζεις.
Χίλια επιχειρήματα πίσω απ’ τη γλώσσα
νύχτες και νύχτες ν’ αραδιάζω δικαιολογίες.
Η αίτηση χάριτος έτοιμη στο συρτάρι.
Η τριανταφυλλιά που αγαπούσαμε
κι ο ουρανός γέμιζε πουλιά·
τα πύρινα εγκάρδια δάκρυά σου.
Έτοιμα τα βαρβιτουρικά μες στο συρτάρι
έτοιμα όλα και συνταιριασμένα.
Πρέπει ωστόσο να πούμε την αλήθεια·
δεν το συλλογιστήκαμε το χρέος.

Μικρούλα Ιφιγένεια
γλυκιά μου
τί άδικα σε βασανίζω
πώς να καταλάβεις…

Σταθήκαμε δειλοί και τιποτένιοι
όχι γιατί παραβιάσαμε το Νόμο
μήτε γιατί όταν άλλοι θεριζόνταν
εμείς ξοδιάζαμε το ιερό μας σπέρμα
σε μιαρά κι ανόσια κρεβάτια.
Κι ούτε θα σου μιλήσω πια
για τα προσχήματα μιας νεότητος
που φθείρεται ματαίως. Φτάνει.

Βρέχει ακόμα.

Έλα πιο κοντά μου·
πρέπει να σου το πω.
Άλλο η εντολή κι άλλο το χρέος.
Σταθήκαμε δειλοί.

Καταλαβαίνεις;

[από το βιβλίο “Τα ποιήματα (1952-1992)”, εκδόσεις Στιγμή]

Καπνίζοντας μ'ένα φίλο -ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ

Κάποτε θα μετακομίσω. Θα εγκατασταθώ μονίμως σε
ένα ευρύχωρο παρελθόν δίπλα στη θάλασσα.
Το σούρουπο θ’ ακούω τον ουρανό να ψιθυρίζει μυστικά
στις μολόχες και τα χαμομήλια. Μετά θ’ ανοίγω τα παράθυρα
στις σκιές της νύχτας.
Περνούν τα χρόνια, ασπρίζουν, γίνονται σαν τις λαμπάδες της
Αναστάσεως. Και τι ποιήματα θα γράψεις που θα τα
πάρουνε τα κύματα.
Προσπαθώ απλώς να διατηρήσω μερικά φαντάσματα,
όμως το σπίτι είναι γεμάτο χαραμάδες,
βγαίνουν στο δρόμο, τα πατάνε τ’ αυτοκίνητα.
Πώς μπορεί να μένει αδιάφορος κανείς μπροστά σε
τόση καταστροφή; Κι όμως, τον περισσότερο καιρό δεν
συλλογίζομαι τίποτε ή θυμάμαι κάτι ξεχαρβαλωμένες
μελωδίες και στεναγμούς αποχαιρετισμών ή παίρνω μια
γομολάστιχα και σβήνω λογαριασμούς
που μια ζωή κρατούσα με σχολαστική ακρίβεια.
Τότε έρχεται ένας ηλικιωμένος άντρας με πράο ύφος
κι άσπρα μαλλιά, κάθεται διστακτικά στην άκρη του καναπέ
όπως κάνουν πάντα οι φτωχοί.
Η ανάσα του μοσχοβολάει άγια σοφία,
θέλω να του πω πως έτσι φανταζόμουν
πάντα τη δικαιοσύνη,
αλλά φοβάμαι ότι κι οι πιο ανώδυνες λέξεις
θα σκοντάψουν στην άτρωτη αμηχανία του.
Του μιλώ απλώς για τα μελλοντικά μου σχέδια και για
τη μετακόμιση, εκείνος ακούει με προσήνεια ώσπου
το σούρουπο γυρίζει σε βαθύ σκοτάδι
και δεν διακρίνονται παρά οι καύτρες των τσιγάρων μας.
Φεύγει αθόρυβα ψιθυρίζοντας καληνύχτα
κι εγώ ντρέπομαι που μια καλή
φιλία σκέφτηκα προς στιγμήν να την πω δικαιοσύνη.

Πηγές: http://hellenicpoetry.com
https://el.wikipedia.org

Μνήμη Σπύρου Τσακνιά

https://www.tanea.gr/2003/01/13/lifearts/culture/mnimi-spyroy-tsaknia/




«Ο αγώνας ενάντια στη λησμονιά είναι αναγκαίος σε κάθε καιρό και σε κάθε
συνθήκη». Μ' αυτή τη φράση αρχίζει το κείμενό του ο Τίτος Πατρίκιος για τον
φίλο και ομότεχνό του Σπύρο Τσακνιά, που έφυγε απροσδόκητα και στον οποίο το
περιοδικό του Γιώργου Κορδομενίδη αφιερώνει πολλές σελίδες.


Κι αυτός ο αγώνας «ενάντια στη λησμονιά» αξίζει να έχει μεγάλη διάρκεια για
εκείνους που διάλεξαν χαμηλούς τόνους στη ζωή τους, βάζοντας με πάθος και
μέθοδο το λιθάρι τους στο σπίτι της ελληνικής λογοτεχνίας. Ένας από αυτούς ο
Σπύρος Τσακνιάς.


Ο Τίτος Πατρίκιος, επί δεκαετίες φίλος του τιμωμένου, καταγράφει κοινές
στιγμές τους, άλλες δύσκολες, άλλες σπαρταριστές και καταλήγει στην «ύστατη
αλήθεια που έψαχνε να βρει ο Σπύρος»: «Να δώσει ένα όνομα στους υπάρχο

ντες
τόπους της λογοτεχνίας και ταυτόχρονα να πλάσει καινούργιους λογοτεχνικούς
τόπους κάτω από τα υπάρχοντα ονόματα...». Έτσι ο Πατρίκιος ορίζει τις τρεις
ιδιότητες του φίλου του: λογοτέχνης, μεταφραστής, κριτικός.


Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος με τη σειρά του σ' ένα κείμενο (20-3-2000) θα

 τονίσει
ότι «η συνολική προσφορά του Σπύρου Τσακνιά ήταν και παραμένει η τίμια
κατάθεση ενός πνευματικού ανθρώπου ο οποίος δεν χρησιμοποίησε κίβδηλα μέσα και
δεν προσπάθησε να φανεί ως κάτι διαφορετικό από ό,τι πράγματι ήταν...».


Για τον κριτικό Τσακνιά, ένας νεώτερός του κριτικός λογοτεχνίας, ο Βαγγέλης
Χατζηβασιλείου, θα επισημάνει: «Ανοιχτή γλώσσα, συγκρατημένη εννοιολογική
εξειδίκευση, ενσωμάτωση της θεωρίας της λογοτεχνίας, σε συνδυασμό με την
αντίκρουση της υπερπροβολής ή της αυτοκατανάλωσής της, καθώς και εστίαση στις
χειροπιαστές ορίζουσες τού υπό έρευνα αντικειμένου: να, με δυο λόγια, η
κριτική όπως την ήθελε και όπως τη συζητούσε επί χρόνια ο Σπύρος Τσακνιάς,
αλλά κι όπως την είδαμε εν πολλοίς να αναδεικνύεται στα μάχιμα - επί των
επάλξεων - κείμενά του».


Το μικρό αφιέρωμα κλείνει με μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση (1991) του 

Μισέλ
Φάις με τον Σπύρο Τσακνιά.


Έχω επισημάνει και άλλοτε ότι οι σελίδες των βιβλιοκρισιών του περιοδικού
είναι πλούσιες και καλύπτουν ευρύ φάσμα εκδόσεων. Η τελευταία σοδειά με

 κριτές
και κρινομένους:

Σπύρος Τσακνιάς, Σκέψεις πάνω σε έναν ορισμό










«Διανοούμενος είναι ο άνθρωπος που κάνει τα βιώματά του και τις εμπειρίες του στοχασμό»
















Οστοχασμός του διανοούμενου δεν πρέπει να συγχέεται με την αναλυτική σκέψη του 

επιστήμονα. Επειδή τρέφεται από προσωπικά βιώματα, από το αίμα της καρδιάς, έχει πάθος. Ή, μάλλον

 ο στοχασμός του διανοούμενου ε ί ν α ι πάθος. Πάθος για ανακάλυψη. Ή, μήπως, για αποκάλυψη;

*

Ο στοχασμός αυτός, εξάλλου, δεν πρέπει να συγχέεται με τη νηφάλια και συστηματική σκέψη του φιλό

σοφου. Βέβαια, ο διανοούμενος, σε τελευταία ανάλυση, δεν ασχολείται παρά με το κατ’ εξοχήν πρόβλη

μα της φιλοσοφίας: «Εγώ και ο κόσμος».

*

Ασχολείται! Τι άνοστο και παραπλανητικό ρήμα! Ο διανοούμενος δεν ασχολείται. Πάσχει.

*

Για τον διανοούμενο, το πρόβλημα δεν κρίνεται έξω απ΄αυτόν. Το εγώ του είναι το πειραματόζωο

 και το πεδίο της μάχης. Οι στοχασμοί του είναι περισσότερο αιμορραγία παρά γέννηση και παρα

γωγή σκέψεων.

*

Λοιπόν, μέσα από τις εμπειρίες που του παρέχει ο κόσμος, αποκαλύπτει τον εαυτό του. Μέσα από 

τα βιώματά του, αποκαλύπτει τον κόσμο.

*

Επειδή ο στοχασμός του δεν είναι αφηρημένα λογικός, η πίστη του στις ανθρώπινες αξίες δοκιμά

ζεται λιγότερο απ’ ό,τι η πίστη του επιστήμονα ή του φιλόσοφου. Από την άποψη αυτή ― και μόνο

 ― συγγενεύει περισσότερο με τον καλλιτέχνη.

*

Στο μέτρο που το διάβασμα γόνεται βίωμα, για το διανοούμενο είναι τροφή στοχασμού· όχι μάθη

ση.

*

Πολλοί ποιητές, πολλοί επιστήμονες είναι και διανοούμενοι. Μεγάλοι ποιητές, μεγάλοι επιστήμονες

 δεν είναι καθόλου διανοούμενοι. Οι φιλόσοφοι είναι συνήθως διανοούμενοι. Πολλοί διανοούμενοι 

δεν είναι ούτε ποιητές, ούτε επιστήμονες, ούτε φιλόσοφοι.

*

Ο διανοούμενος πάσχει, αλλά δεν σταυρώνεται. Ο εσταυρωμένος δεν είναι διανοούμενος· είναι 

πιστός.

 

«Α’ δημοσίευση, περιοδικό Λέξη, τ.31 – 1984»


Μνήμη Σπύρου Τσακνιά με τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο στο Δημοτικό

 Θέατρο Λαμίας (Δείτε φωτο)








Εκδήλωση μνήμης πραγματοποιήθηκε το απόγευμα του Σαββάτου στο Δημοτικό Θέα

τρο Λαμίας  για τον Λαμιώτη λογοτέχνη, κριτικό και μεταφραστή Σπύρο Τσακνιά

 (1929-1999),  έναν άνθρωπο του πνεύματος που  το λογοτεχνικό του έργο και η στάση

 ζωής του  τιμά την πόλη μας.

Την εκδήλωση οργάνωσαν ο Δήμος Λαμιέων, το 4ο Γενικό Λύκειο Λαμίας, ο Σύνδεσμος 

Φιλολόγων Φθιώτιδας και ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων του 4ου ΓΕ.Λ. Λαμίας .   

Παρευρέθηκε και μίλησε ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος  ο οποίος συνδέεται μαζί του με μα

κρόχρονη φιλία και   τα δύο παιδιά του Σπύρου Τσακνιά η Εύη και ο Δημήτρης που  

 διάβασαν αποσπάσματα από το έργο του  αλλά και ποιήματα της  επίσης ποιήτριας μητέρας 

τους Αμαλίας Τσακνιά. Παρόντες  στην εκδήλωση, ο Δήμαρχος Λαμιέων Νίκος Σταυ

ρογιάννης, ο Αντιπεριφερειάρχης  Θ. Καραϊσκος, η  Αντιδήμαρχος πολιτισμού Βίβιαν

 Αργύρη, ο αδελφός του Θανάσης  Τσακνιάς, πολλοί φίλοι και συμπολίτες του ποιητή και

 συγγραφέα Σπύρου Τσακνιά.

«Ο αγώνας ενάντια στη λησμονιά είναι αναγκαίος σε κάθε καιρό και σε κάθε συνθήκη».

 Με αυτή τη φράση άρχισε την ομιλία του ο Τίτος Πατρίκιος που μας μίλησε  για τον φίλο,  

άνθρωπο και διανοούμενο Σπύρο Τσακνιά.  Κι αυτός ο αγώνας «ενάντια στη λησμονιά» αξίζει

 να έχει μεγάλη διάρκεια για εκείνους που διάλεξαν χαμηλούς τόνους στη ζωή τους, βάζοντας

 με πάθος και μέθοδο το λιθάρι τους στο σπίτι της ελληνικής λογοτεχνίας. Ένας από αυτούς ο 

Σπύρος Τσακνιάς, προσθεσε ο Τίτος Πατρίκιος..

 Η φιλία τους που θα διαρκέσει για όλη τους τη ζωή αρχίζει από τα φοιτητικά τους χρόνια. Η 

 τυχαία γνωριμία τους  όμως  πάει πίσω στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της  απελευθέ

ρωσης , όταν ο 16χρονος επονίτης Σπύρος Τσακνιάς με το ποδήλατο του μετέφερε  μήνυμα 

σε τμήμα του ΕΛΑΣ που είχε στρατοπεδεύσει έξω από τη Λαμία στο οποίο συμμετείχε ο 

Τιτος Πατρίκιος. Με  μια  συγκινητική  αναπόληση, ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος μας μετέφερε 

 στη μεταπολεμική Αθήνα,  στον καθημερινό αγώνα του επαρχιώτη φοιτητή Σπύρου Τσακνιά

 για επιβίωση και μόρφωση ,  τη δύσκολη ζωή του  στο ανήλιαγο υπόγειο της Ζωοδόχου 

Πηγής . Μας μίλησε ακόμη για  το πάθος  του Σπύρου για το διάβασμα, την αγάπη του για τη

 φωτογραφία, τον κινηματογράφο και  τις μαρξιστικές  αναζητήσεις  τους με  τις ατέρμονες  συ

ζητήσεις στα φιλολογικά και καλλιτεχνικά στέκια  της εποχής . Αλλά και για την αγάπη του

Σπύρου για τη ζωή, την τύχη του   να γνωρίσει και να παντρευτεί με  μια εξαιρετική γυναίκα 

την  ποιήτρια Αμαλία Τσακνιά  που δυστυχώς έχασε νωρίς και  για τα δυο υπέροχα παιδιά που 

απέκτησαν .

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Καθηγητές/τριες  και μαθητές/ριες του 4ου ΓΕ.Λ. Λαμίας, μέλη του Συλλόγου Γονέων 

και Κηδεμόνων και του Συνδέσμου Φιλολόγων Φθιώτιδας   απήγγειλαν αποσπάσματα από

 το έργο του ποιητή ενώ οι μουσικοί Περικλής Τιμπλαλέξης βιολί και  Μιχάλης Παπαπέτρου 

πιάνο μας ταξίδεψαν μελωδικά.
Την Επιμέλεια της εκδήλωσης είχε ο  Οδυσσέας Γκοτζαμάνης και η  Γιάννα Φουντούκη ενώ

 

την εισήγηση  για το καλλιτεχικό έργο του Σπύρου Τσακνιά  επιμελήθηκε η Μαρία Τοπάλη κα


διάβασε η Ελένη Κεχαγιόγλου.

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Βιογραφικό

Ο ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Σπύρος Τσακνιάς

 (1929-1999) γεννήθηκε στη Λαμία. Σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και παρακολούθησε 

μα

θήματα κινηματογράφου. Μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά στη 

συνέχεια σταδιοδρόμησε ως στέλεχος επιχείρησης φαρμάκων. Από τη μεταπολίτευση ασχολή


θηκε με τη λογοτεχνική κριτική. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1951, με το ποίημα “Γράμμα

 σ’ έναν ποιητή”, στην εφημερίδα “Δημοκρατικός Τύπος”.

 Υπήρξε μέλος της συντακτι

κής επιτροπής του περιοδικού “Γράμματα και Τέχνες”, των ανθολογιών μεσοπολεμικής και με


ταπολεμικής λογοτεχνίας των εκδόσεων Σοκόλη και διευθυντής της σειράς “Οι ποιητές του

 κόσμου” των εκδόσεων Εγνατία. Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά (“Το 

Δέντρο”, “Η Λέξη”, “Σχεδία”, “Τραμ”, “Διαβάζω”), καθώς και με εφημερίδες (“Η Αυγή”, “Η 

Καθημερινή”, “Η Πρώτη”, “Τα Νέα”). Ήταν παντρεμένος με την ποιήτρια και μεταφράστρια Αμα

λία Τσακνιά. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1999.( Πηγή: Βιβλιονετ).

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Δείτε φωτογραφικά στιγμιότυπα από την εκδήλωση

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Σπύρος Τσακνιάς













http://hellenicpoetry.com/uncategorized/tsaknias/



ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ [1952-1976]

ΙΙ

Μελαγχολία, Σελ. 57
Έτοιμοι ήσαν να κρυσταλλωθούν οι στίχοι·
ανεδύθη όμως η μορφή σου
μια υγρασία θερμή να με τυλίγει
ως τον πνιγμό.
Και το ποίημα διελύθη
σε μια συνήθη βραδινή
μελαγχολία.
© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

ΙΙΙ

ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΤΙΓΜΗ, Σελ. 64

Ένα λευκό πουκάμισο
μια βρώμικη φανέλα
ένας φίλος που ξέκοψε
μια γνωριμία που απεμάκρυνα ευσχήμως
το κορίτσι που δεν μ` αγάπησε
η γυναίκα που μ`άφησε αδιάφορο κι ας μ`αγαπούσε
μια δουλειά που παράτησα
μια θεσούλα που αγκιστρώθηκα επάνω της με πείσμα
κι ένα πλήθος άλλα
μικρά ή μεγάλα περιστατικά
σκέψεις αισθήματα συμβάντα
για μια στιγμή
πήραν μορφή και σχήμα
σαν
από μόνα τους
ξαφνικά
και στήθηκαν εμπρός μου επιμένοντας
πως είναι “η ζωή μου”.
Για μια στιγμή κλονίστηκα·
για μια στιγμή.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

 


 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΡΓΙΟ, 1976

 

 

 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ, Σελ. 78

Σε περίμενα ως τις δώδεκα τα μεσάνυχτα σ’ εκείνο το

καφενεδάκι κοντά στο πρακτορείο των υπεραστικών λεωφο-

ρείων που όλα ήταν τόσο βρώμικα και τόσο λυπητερά.

Σε περίμενα ξέροντας πως δε θα ‘ρθεις απολαμβάνον-

τας μπορώ να πω αυτή τη βεβαιότητα και την επιμονή

μου να την αποδείξω στον εαυτό μου. Όσα μου είπες ύ-

στερ’ από χρόνια πως σ’ είχε πάρει από πίσω ένας χαφιές

και προτίμησες να θυσιάσεις τη συνάντησή μας παρά να

με μπλέξεις σε κάποιο κίνδυνο που εγώ δεν είχα προαπο-

φασίσει μου φανήκαν απολύτως πιστευτά. Στο μεταξύ

είχες παντρευτεί κι είχες φυσικά αποκτήσει δυο παιδιά.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

 


 

ΟΥΡΑΝΙΑ ΤΟΞΑ

 

ΣΤΟ ΒΥΘΟ, Σελ. 258

Χωρίς λουλούδια χωρίς σημαίες χωρίς
τις μικρές -ή μεγάλες-
αυταπάτες. Ανοίγοντας
μονοπάτια στη στάχτη.
Με την κλεψύδρα στο χέρι. Και
τον εξάντα των ορθών συλλογισμών.
Στον
ωκεανό της πλάνης.

Μ`ένα όνειρο – σκάφανδρο
προσεγγίζω το βυθό.

Το σύμπαν διαθλάται.
Ο χρόνος συνθλίβεται.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

 


 

ΧΑΜΗΛΟ ΒΑΡΟΜΕΤΡΙΚΟ, 1987

 

ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΑΣ Μ’ ΕΝΑ ΦΙΛΟ, Σελ. 279

Κάποτε θα μετακομίσω. Θα εγκατασταθώ μονίμως σε

ένα ευρύχωρο παρελθόν δίπλα στη θάλασσα. Το σούρου-

πο θ’ ακούω τον ουρανό να ψιθυρίζει μυστικά στις μο-

λόχες και τα χαμομήλια. Μετά θ’ ανοίγω τα παράθυρα

στις σκιές της νύχτας. Περνούν

τα χρόνια, ασπρίζουν, γίνονται σαν τις λαμπάδες της

Αναστάσεως. Και τι ποιήματα θα γράψεις που θα τα

πάρουνε τα κύματα. Προσπαθώ απλώς να διατηρήσω

μερικά φαντάσματα, όμως το σπίτι είναι γεμάτο χαρα-

μάδες, βγαίνουν στο δρόμο, τα πατάνε τ’ αυτοκίνητα.

Πώς μπορεί να μένει αδιάφορος κανείς μπροστά σε

τόση καταστροφή; Κι όμως, τον περισσότερο καιρό δεν

συλλογίζομαι τίποτε ή θυμάμαι κάτι ξεχαρβαλωμένες

μελωδίες και στεναγμούς αποχαιρετισμών ή παίρνω μια

γομολάστιχα και σβήνω λογαριασμούς που μια ζωή κρα-

τούσα με σχολαστική ακρίβεια. Τότε

έρχεται ένας ηλικιωμένος άντρας με πράο ύφος κι ά-

σπρα μαλλιά, κάθεται διστακτικά στην άκρη του καναπέ

όπως κάνουν πάντα οι φτωχοί. Η ανάσα του μοσχοβο-

λάει άγια σοφία, θέλω να του πω πως έτσι φανταζόμουν

πάντα τη δικαιοσύνη, αλλά φοβάμαι ότι κι οι πιο ανώ-

δυνες λέξεις θα σκοντάψουν στην άτρωτη αμηχανία του.

Του μιλώ απλώς για τα μελλοντικά μου σχέδια και για

τη μετακόμιση, εκείνος ακούει με προσήνεια ώσπου

το σούρουπο γυρίζει σε βαθύ σκοτάδι και δεν διακρίνον-

ται παρά οι καύτρες των τσιγάρων μας. Φεύγει αθόρυβα

ψιθυρίζοντας καληνύχτα κι εγώ ντρέπομαι που μια καλή

φιλία σκέφτηκα προς στιγμήν να την πω δικαιοσύνη.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

 



ΑΛΛΟΘΙ, Σελ. 305

Θα μαζέψω μιαν αγκαλιά σπάρτα, κλωνάρια μυγδαλιάς,
να ζεστάνω το μοναχικό σπίτι,  τ’ άδειο δωμάτιο.  Θα
συμμαζέψω τα σκορπισμένα χαρτιά, θα πετάξω τ’ απο-
τσίγαρα, θα συγυρίσω τ’ ανάρμοστα όνειρα, τις ατίθασες
μνήμες. Θα διώξω

τον ίσκιο που ρίχνουν οι λέξεις πάνω στα ποιήματα,
τον ίσκιο που ρίχνουν τα ποιήματα πάνω στη δυστυχία,
να μείνει ανόθευτο το βράδυ κι η γαλήνη του,   κι ο πό-
νος, γυμνό μαχαίρι,  ν’ αστράφτει στο σκοτάδι. Όχι

δεν με τρομάζει το σκοτάδι. Νυχτοβατώ ανάμεσα σε
πράγματα που ήταν κάποτε ανθρώπινα κι έγιναν φαντά-
σματα: ο σκυθρωπός καθρέφτης,  η βαρύθυμη καρέκλα,
τ’ απαρηγόρητο σκαμνί, η απελπισμένη σιφονιέρα. Όχι

δεν προσπαθώ να σας γελάσω: Αν είναι να ζήσουμε
δίχως αυταπάτες,  πρέπει να συνηθίσουμε στο πολικό
ψύχος ενός μοναχικού σπιτιού, ενός άδειου δωματίου.
Γι’ αυτό στρέφομαι στ’ αγριολούλουδα, τα βότανα, τ’ άν-
θη της σέρας, τα εξημερωμένα φυτά. Είναι κι αυτό ένα 

άλλοθι,  ή μια ακόμη αυταπάτη,


-η τελευταία αυταπάτη. Μη με ρωτήσετε ποιος
φταίει,  δεν ξέρω ποιον να κατηγορήσω κι αν είναι σκό-
πιμο ν’ αναζητούμε πάντα κάποιον ένοχο ή κάποιο εξι-
λαστήριο θύμα ή μήπως είναι απείρως προτιμότερο να
ζούμε με την υποψία μιας απέραντης αθωότητας.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000.

 

 

 


 


 

ΟΡΑΤΟΤΗΣ ΜΗΔΕΝ, 1992

ΞΗΜΕΡΩΜΑ, Σελ. 320

Θαμποχαράζει όταν κλείνω το βιβλίο
με τόσα αινίγματα στο μυαλό
πώς θα κοιμηθώ
βλέπω
χέρια να χτυπούν πλήκτρα
μα δεν ακούω μουσική
ακούω πυροβολισμούς
αλλά δε βλέπω δολοφόνους
όμως το σπίτι
γέμισε σκοτωμένους
ο κήπος γέμισε φαντάσματα
κάθονται κάτω απ’ την κληματαριά
κάτω απ’ τα πλατιά μαύρα καπέλα τους
πότε-πότε σηκώνουν τα κεφάλια τους
σα να ψάχνουν για σημάδια στον ουρανό
κι ύστερα χάνονται
στο μεγάλο σχήμα της αυγής.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000.

 

ΕΠΙΦΥΛΑΚΗ, Σελ. 325

Το χέρι που με αβέβαιες γραμμές
σχεδιάζει τη μορφή σου
είναι η σαρκοφάγος
ενός χαμένου προσανατολισμού
δεν έχει βαφτεί στο αίμα κανενός
κάνει το σημείο του σταυρού
ή μαζεύει βότανα
κόβει το ψωμί
ή χαϊδεύει το κεφάλι του σκύλου
που κοιμάται
στη σκιά της ιτιάς

το χέρι που ονειρεύεται να σφίξει
τ’ αστραφτερό μαχαίρι
διανυκτερεύει
μέσα στα δικά σου χέρια.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000.



 

ΣΙΩΠΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ, Σελ. 334

Η γυναίκα που βγαίνει απ` τον ύπνο

με τα όνειρά της αχνιστά

στο σκοτάδι που λάμπει απ` την επιθυμία του φωτός

όπως φαρμακερό ποτάμι

που σκίζει στα δυό τον κοιμισμένο κάμπο

μια νύχτα μ` αφρισμένο φεγγάρι

παλεύει να κρατήσει στην αγκαλιά της

την άσαρκη εικόνα του φονιά

ενώ η παλίρροια ανοίγει το χορό των νερών

και τα φύλλα πριν γίνουν φυτόχωμα

στροβιλίζονται με το γύρισμα του χρόνου.

© ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952-1992, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000.







 





 

ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, 1932-1984

 

Η Αμαλία Τσακνιά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932.

 

Το 1950 αποφοίτησε από το Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων

 

και εργάστηκε από το 1953 μέχρι το 1968 στη φαρμακευτική εταιρεία ΑΒΒΟΤΤ.

 

Ήταν παντρεμένη με τον ποιητή και κριτικό Σπύρο Τσακνιά (1929-1999), με τον

 

οποίο απέκτησε δύο παιδιά.

 

Το 1953 δημοσίευσε την εμπερίστατη ανθολογία “Κινέζικη ποίηση”, την οποία

 

δούλευε και εμπλούτιζε συνεχώς.

 

Το 1977 κυκλοφόρησε, ιδίοις αναλώμασιν, συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της

 

(έγραφε από παιδί) με τίτλο, “Το δέντρο”.

 

Μέχρι το θάνατό της (1984), μετά από επώδυνη ασθένεια, συνέχισε αδιαλείπτως να

 

γράφει και να μεταφράζει ποίηση, πεζογραφία και θέατρο.

 

Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και

 

μεταφραστεί στα γερμανικά, αγγλικά και σλοβένικα. ΠΗΓΗ: ΛΑΦΥΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΠΑΤΗ, Σελ. 177

Στο τέλος θα συμμαχήσω μ’ αυτόν το δύστροπο χειμώνα

θα υποκύψω στα καπρίτσια του

την αχαλίνωτη ορμή του

και δε θα δώσω αφορμή για υποψίες·

αρκεί να υπάρχει πάντα το κρυφό παράθυρο

και στο πρώτο χτύπημα στο τζάμι

και μόνο στην ιδέα ενός κελαϊδισμού

εκεί, αθόρυβα κι αδίστακτα

θα τον προδώσω.

© ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000


 

ΤΟΙΧΟΙ, Σελ. 179

Τα βουνά δε μετακινούνται·

ποτίζονται απ’ το χιόνι

και γλυκαίνουν.

Οι τοίχοι

δεν απορροφούν το δάκρυ.

Κατεδαφίζονται.

© ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000


 

ΕΝΥΔΡΕΙΟ, Σελ. 184

Φιλάρεσκα

νωχελικά

μονότονα

φωτογραφίζεται

κολυμπά

ζευγαρώνει.

Τουρίστες, μαθητές, περίεργοι,

ζώνουν το γυάλινο τείχος

το διάφανο τείχος.

Όταν νυχτώνει

πελώρια πελαγίσια κύματα

ζώνουν το γυάλινο τείχος

το άθραυστο τείχος.

© ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

 


 

ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ [1982]

ΡΕΒΕΚΚΑ, Σελ. 212

Ρεβέκκα

παίξε κάτι απόψε για μένα

είμαστε πάλι εδώ η πιστή συντροφιά

μικρές ζαλισμένες μέλισσες

στα χλωρά μαλλιά σου

την ώρα που οι σονάτες χυμούν στα παράθυρα

κι ανατριχιάζει ο δρόμος με τους ευκαλύπτους.

Η Ρεβέκκα δεν είναι όραμα

δεν είναι σύμβολο ποιητικό η Ρεβέκκα

πηγούλα στην ξερολιθιά

λεύκα ψηλή στ’ ασήμαντα περιβολάκια μας

μικρούλα ιέρεια τελετουργούσα

κι εμείς πιο πέρα

ο χορός των αγίνωτων χλωμών κοριτσιών.

Ρεβέκκα

παίξε κάτι απόψε για μένα

ήρθα κοντά σου

πάντα εκστατική·

μα πρώτα διώξε αυτή την ξέπνοη στεγνωμένη γυναίκα

που μέρες τώρα μ’ ακολουθεί

και διεκδικεί τ’ όνομά σου.

© ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000


“Παρομοιώσεις”, Σελ. 217

Κάπου θα μοιάζει·

σαν αστροπελέκι

μ’ ανέφελο ουρανό

σαν τύψη σε τραπέζι γιορτινό

σα βακτήριο σε φιάλη αποστειρωμένη

σα χαλασμένη ρίμα

σαν τον αχινό

βαθιά μέσα στο πέλμα

σαν το δηλητήριο

σαν το παράπονο παιδιού αδικημένου

π’ αποκοιμιέται μ’ ένα στεναγμό

σαν τ’ αποκηρυγμένο ποίημα

που εκδικείται.

 © ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000


 

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΧΘΗ [1984]

 

“Η τελευταία ψήφος”, Σελ. 251

Ευτυχώς με την ψήφο της Αθήνας

όλα τακτοποιήθηκαν.

Κι ο Ορέστης είχε εξουθενωθεί

και οι Ερινύες το ‘χαν παρακάνει.

Όσο για το θέμα της δικαιοσύνης

το συζητάμε αργότερα.

Έχουμε πίσω μας τόσους αιώνες.

© ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

 


 

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ [1978-1979]

 

“Δρόμοι μονής κατευθύνσεως”, Σελ. 291

Σοφό το σύστημα του καιρού μας με τους δρόμους μο-

νής κατευθύνσεως

γιατί σκέψου με το δικαίωμα επιστροφής τι ξεβόλεμα

τι συνωστισμός

ξεπουλώντας το βιός μας ξεκινώντας χωρίς αποσκευές

εκείνοι που τραβούν μπροστά θα ρωτούσαν έκπληκτοι

γιατί γυρίζουμε

κι εμείς αμήχανοι θα ξεφεύγαμε μην ξέροντας πώς

ν’ αποκριθούμε.

© ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

 

«Παλινδρόμηση», Σελ. 298

Αφού το αύριο σκοτεινό κι αβέβαιο

και το παρόν τόσο δυσκίνητο, μας απελπίζει,

βρήκαμε θύμα εξιλαστήριο το παρελθόν

και πιλατεύουμε άσπλαχνα και αδιάντροπα

ως και τ’ αθώα εκείνα παιδικά μας χρόνια.

© ΑΜΑΛΙΑ ΤΣΑΚΝΙΑ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΙΓΜΗ, 2000

 

Μιροσλάβ Χόλουμπ, Παραμύθι

 https://doumoustella.wordpress.com/2014/03/03/%CE%BC%CE%B9%CF%81%CE%BF%CF%83%

CE%BB%CE%AC%CE%B2-%CF%87%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%80-%CF%80%CE%B1%

CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9/

Μιροσλάβ Χόλουπ, Παραμύθι

















Έχτισε το σπιτάκι του
τα θεμέλιά του
τις πέτρες του
τους τοίχους του
τη στέγη του
το τζάκι του και τον καπνό
τη θέα του απ’ το παράθυρο.

Έφτιαξε τον κήπο του
το φράχτη του
το θυμάρι του
το σκουλίκι του
τη βραδινή δροσιά του.

Ξεχέρσωσε
ένα κομμάτι ουρανό πάνω απ’το κεφάλι του.

Και τύλιξε τον κήπο μες στον ουρανό
το σπίτι μες στον κήπο
κι όλα μαζί σ’ένα μαντήλι

και βγήκε μόνος
σαν αρκτική αλεπού
στην παγερή
ατέλειωτη
βροχή
μέσα στον κόσμο.

(μετφρ.Σπύρος Τσακνιάς)

Photo: Leszec Bujnowski

..

BIGNIEW HERBERT 

(1924-1998)
ΒΟΤΣΑΛΟ
Το βότσαλο

είναι ένα τέλειο ον
ίσο με τον εαυτό του
με συνείδηση των ορίων του
γεμάτο ακριβώς
μ’ ένα βοτσαλένιο νόημα
με μιαν οσμή που δε θυμίζει τίποτα
δεν τρομάζει κανένα και δεν ξυπνάει καμιάν επιθυμία
η ψυχρότης κι η θερμότης του ισορροπούν
είναι δίκαιες και πλήρεις αξιοπρεπείας
αισθάνομαι βαθιά τύψη
κάθε φορά που το κρατώ στο χέρι μου
και το ευγενές σώμα του
επηρεάζεται απ’ την απατηλή ζέστη
Τα βότσαλα δεν είναι δυνατόν να δαμαστούν
ως το τέλος θα μας κοιτούν
μ’ ένα σταθερό και τέλεια καθαρό μάτι

Μετάφραση: 

Σπύρος

 Τσακνιάς.
Από το βιβλίο: Χέρμπερτ, «Επιλο

γή από το έργο του»,

 Η μικρή Εγνατία,

 Θεσσαλο

νίκη 1979, σελ. 

37.

 

Τίτλοι:
Συγγραφέας
Μετάφραση
Επιμέλεια
Εισήγηση
Ευθύνη Σειράς