1. Τελευταία λόγια (Ανέστης Ευαγγέλου)
  2. Του χρόνου λάφυρο (Ανέστης Ευαγγέλου)
  3. Είναι πολλοί (Ανέστης Ευαγγέλου)
  4. Αν θρηνώ (Ανέστης Ευαγγέλου)

Το σπίτι και ο κόσμος του Ανέστη Ευαγγέλου. 

Σημειώσεις για μια άστεγη ποιητική.

Ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου, ένας άστεγος ανάμεσα στους 

νεκρούς

https://www.academia.edu/44867960/%CE%9F_%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%

CF%84%CE%AE%CF%82_%CE%91%CE%BD%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%B7%

CF%82_%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%BF%

CF%85_%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%

CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CF%83%

CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82_%CE%BD%CE%B5%CE%BA%

CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%82?email_work_card=title

 

 «Κι εσύ θαρρείς πως είσαι ζωντανός;» Η ερώτηση αυτή με εισήγαγε αιφνίδια στον 

κρυμμένο, θανάσιμο κόσμο του Ανέστη Ευαγγέλου. 

Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, σε μια από τις πανελλήνιες ποιητικές

 συναντήσεις που είχαν οργανωθεί στα χρόνια εκείνα με πρωτοβουλία του ποιητή. 

Ο στίχος προέρχεται από το ποίημα «Η συνάντηση», που διαβάστηκε τότε

 δημόσια από τον Ευαγγέλου και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή 

Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987). 

Το κείμενο αυτό, παράδοξο στην απατηλά ρεαλιστική σκηνοθεσία του, δεν σταμάτη

σε να με στοιχειώνει από τότε.

 Δεν έμοιαζε καν με ποίημα. 

Το ύφος ήταν  πεζολογικό, η στιχουργία δυσκίνητη και ασθματική, το σκηνικό

 οχληρά γνώριμο, τα υλικά φθαρμένα κι ωστόσο ξάφνιαζαν σαν καινούρια.

 Από πού έβγαινε όλη αυτή η αδιέξοδη ομορφιά;

 Η ιστορία ήταν απλή: Ένας κουρασμένος άνθρωπος περπατάει στο λιμάνι της Θεσσα

λονίκης στη στάλα του μεσημεριού, την ώρα των δαιμονίων και των οραμάτων. 


Και ξαφνικά, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, πέφτει πάνω στον νε

κρό αδερφό του, νέο πάντα και ωραίο, σαν να μην τον είχε αγγίξει ο χρόνος:

                        […]     Αδελφάκι μου, είπα

και σ’ ασπάστηκα και κλαίγαμε κι οι δυο μας

ανάμεσα στους έκπληκτους περαστικούς,                                                                            

                                                               ποιος άνεμος

σ’ έφερε από τα μέρη μας μετά από τόσον

καιρό; […]

 

«Eλπήνορα, Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;», είχε ρωτήσει αντίστοι

χα στα 1945 ο Τάκης Σινόπουλος, σε ένα «χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' 

αλάτι και το φως».

 Έτσι, σαν άλλος Οδυσσέας, προσφώνησε τότε ο πρεσβύτερος ποιητής τον νεκρό

 σύντροφό του στο εμβληματικό ομώνυμο ποίημα,  που μας εισάγει στο ζοφερό τοπίο 

του ελληνικού μεταπολέμου, σε αυτή την απέραντη νέκυια των ταπεινών. 

Στον Ευαγγέλου όμως, ποιητή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, η μυθική σκευή

 και η σεφερική σκηνογραφία των προγενέστερων έχουν αντικατασταθεί από την

 αφόρητη κυριολεξία, από την  τυραννία του συγκεκριμένου και την αστική ασχή

μια. 

Ακόμα και ο αγαπημένος νεκρός αντιμετωπίζεται αρχικά με οιονεί ρεαλιστικούς 

όρους, σαν ξενιτεμένος που επέστρεψε ξαφνικά μετά από χρόνια.

 Μόνο μετά τις πρώτες διαχύσεις το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να θυμάται και να 

εκπλήσσεται.

                                          Μα εσύ-

Αιφνίδιο φως καταύγασε το σκοτεινό μυαλό μου

κι έντρομος και βαθιά λυπημένος μαζί

σε κοίταξα εντατικά στα μάτια-

                                           εσύ ‘σαι

σαρανταπέντε χρόνια κιόλας πεθαμένος, ψέλλισα

και νέα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου.

 

Και τότε είναι που ο αδερφός του απευθύνει το αναπάντητο ερώτημα, που αποτελεί

 ίσως και κεντρικό ερώτημα ολόκληρης της νέας ποίησης:

 «Κι εσύ θαρρείς πως είσαι ζωντανός;». 

Αυτό το ίδιο που ρώτησε για πρώτη φορά ο Καρυωτάκης στην «Πρέβεζα», περπατώ

ντας αργά στην προκυμαία: 

«Υπάρχω» λες; Κι ύστερα «Δεν υπάρχεις!». 

Ή αργότερα ο Σεφέρης, όταν διαπίστωνε  «Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια /

-Έτσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω». 

«Η άλλη ζωή, η βυθισμένη» φαίνεται  ότι θα μείνει για πάντα βυθισμένη. 


Ο υπαρξιακός θάνατος, που έχει σχεδόν ταυτιστεί με τον φυσικό θάνατο στη 

λογοτεχνία του μοντερνισμού, θα επανέρχεται διαρκώς στην ποίηση αυτή με διάφο

ρες μορφές, ανακρίνοντας επίμονα τις βεβαιότητές μας.

 Το ίδιο και οι νεκροί, οι εξόριστοι αυτοί της νεοτερικότητας, θα συνυπάρχουν 

εδώ με τους ζωντανούς, αναστημένοι αμφίσημα ανάμεσα στον κόσμο της

 ποιητικής γλώσσας και στον κόσμο της εμπειρίας.

Ήδη οι παραπάνω επισημάνσεις έχουν δώσει, πιστεύω, ένα ποιητικό στίγμα, 

ταυτόχρονα αντιπροσωπευτικό για τη γενιά του ποιητή αλλά και μοναδικό:

 Αφενός διάλογος με τη γραμματειακή παράδοση και συμμετοχή στις ευρύτε

ρες ζητήσεις μιας εποχής, αφετέρου βιωματική, εξομολογητική κατάθε

ση∙ αναχώνευση του λογοτεχνικού παρελθόντος (και παρόντος) σε ώσμωση

 με καθοριστικές, προσωπικές και κοινωνικές, εμπειρίες.

 Και ίσως εδώ είναι η στιγμή να αναφερθεί ένα αρκετά γνωστό κριτικό 

σχόλιο, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαγώνιος με αφορμή την πρώτη 

συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Ευαγγέλου το 1974: 


 «Η συγκίνηση που φαίνεται πως τα κίνησε είναι ειλικρινής, αλλά οι 

εμπειρίες είναι κυρίως βιβλιακές». 

Η παρατήρηση αυτή (που σημειωτέον προκάλεσε στη συνέχεια την αντίδραση 

του πεζογράφου Τόλη Καζαντζή με τη μορφή του διηγήματος 

«Βιβλιακές εμπειρίες»), αποτέλεσε για μένα τη δεύτερη πύλη εισόδου στην

 ποίηση του Ευαγγέλου.


 Τη διάβασα τυχαία, ξεφυλλίζοντας παλιά τεύχη της  Διαγωνίου, σε μια

 εποχή που δεν γνώριζα ακόμα ούτε τον ποιητή ούτε τον κριτικό ούτε το διήγη

μα του Καζαντζή, και μου προκάλεσε αρκετές απορίες:


 Έχουν λοιπόν κάτι επιλήψιμο οι βιβλιακές εμπειρίες; Και τι ακριβώς σημαίνει

 «βιβλιακές»; 

Εν αντιθέσει προς τι είδους εμπειρίες; Αυτές που αποκαλούμε βιώματα; 

Δηλαδή η ανάγνωση δεν είναι βίωμα; 

Και μήπως τα διαβάσματα δεν επηρεάζουν τα βιώματά μας και αντίστροφα;

 Και, ακόμα, πώς είναι σε θέση ο κριτικός να διακρίνει με τόση βεβαιότητα 

το προσωπικό από το βιβλιακό και να αποφαίνεται και περί της «ειλικρίνειας»

 της συγκίνησης; 

Και, τέλος, γιατί η «ειλικρίνεια» να αποτελεί άραγε τόσο σημαντική ποιητική

 αρετή;

Τα παραπάνω θέματα, χαρακτηριστικά για τις προτεραιότητες  της παραδο

σιακής ελληνικής κριτικής, σήμερα μπορούν να θεωρηθούν πλέον λυμένα 

από καιρό.


 Κάθε κείμενο αποτελεί εξ ορισμού ένα υφαντό από νήματα διαφορετικής προέ

λευσης, ένα πεδίο διαπλοκής ποικίλων εκδοχών λόγου.

 Όσο για τα όρια του εντός και εκτός του κειμένου, αυτά δεν ισχύουν πια μετά

 την κειμενοποίηση ολόκληρης της πραγματικότητας, που «διαβάζεται» και 

ερμηνεύεται σαν βιβλίο. Αυτό δηλαδή που μια μερίδα της τότε κριτικής 

αντιμετώπισε με επιφύλαξη σήμερα θεωρείται δημιουργικός διακειμενικός 

διάλογος: 


Ο Ευαγγέλου προσλαμβάνει και οικειοποιείται ένα ευρύτατο φάσμα της 

ελληνικής και ευρωπαϊκής ποιητικής παράδοσης, από τον Έλιοτ και τον Ρίλκε

 μέχρι τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής

 γενιάς αλλά και τους συγχρόνους του της δεύτερης,  και κυρίως τους Θεσσαλο

νικείς: τον Θέμελη, τον Βαφόπουλο, την Καρέλλη, τον Αναγνωστάκη, τον Χριστια

νόπουλο, τον Ασλάνογλου.


 Η σεμνή φωνή του αναδεικνύεται μοναδική ακριβώς χάρη σ’ αυτή τη βα

θιά κατάδυση στα κοιτάσματα των  (ποιητικών και άλλων) λόγων που διαμόρφω

σαν την εποχή και την περιοχή του, τον χρόνο και τον χώρο του. 

Όπως είπε και ο δάσκαλός του Γιώργος Θέμελης :

Εφάρμοσε την ιστορία του ποταμού, ο οποίος ξεκινάει από την πρώτη πηγή τη νερο

μάνα και τρέχει ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε 

γκρεμούς, και όσο προχωρεί μεγαλώνει από λογής άφθονα νερά καθάρια, βρύσες, ρύακες,

 παραπόταμους, που χύνονται εις τον ρουν του, σπέρνοντας υδρόχαρα φυτά, βοσκήματα,

 πουλιά και σπίτια στο πέρασμά του, ώσπου, φτάνοντας, εισβάλλει στη θάλασσα με πολ

λή ορμή, χωρίς να χάνει μέσα της την κοίτη του και τα γλυκά νερά του.[…]

Το έργο του Ανέστη Ευαγγέλου προσέλκυσε από την αρχή την προσοχή σημαντικών

 κριτικών και μελετήθηκε αρκετά. 

Ο ίδιος ο Μανόλης Αναγνωστάκης υποδέχεται ιδιαίτερα ευνοϊκά την πρώτη του

 ποιητική συλλογή, την Περιγραφή εξώσεως, στο περιοδικό Κριτική (τχ. 11/12, Ιούλ.

-Αύγ. 1960, 237-239):

«Σπάνια μια ποιητική συλλογή νέου και πρωτοφανέρωτου ποιητή, τα τελευταία 

χρόνια, μου έδωσε ένα τέτοιο αίσθημα πληρότητας, με έφερε σε επαφή με μια γνήσια

 ποιητική φύση που δεν έχει ανάγκη από συμβατικές ενθαρρύνσεις ή πιθανολογήσεις

 για το μέλλον – όπως το βιβλίο του κ. Ανέστη Ευαγγέλου «Περιγραφή εξώσεως» 

(Θεσσαλονίκη 1960). Ίσως τίποτα το εντελώς καινούριο – καλύτερα θα έλεγα:

 για πρώτη φορά ειπωμένο – δεν ακούγεται εκεί μέσα, το κλίμα του είναι το 

γνωστό, πολυβασανισμένο μοτίβο της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, της προσδοκίας 

κάποιου δρόμου, αλλά ακριβώς γιατί απουσιάζει και η απατηλή, συνήθως, φραστι

κή πρωτοτυπία, κάθε εντυπωσιακή εκζήτηση, κάθε απόπειρα για επίδειξη συναι

σθηματικών υπερβολών – η φωνή του νέου ποιητή ακούγεται τόσο γνήσια, τόσο ειλι

κρινής, τόσο πειστική. […] 

Ελπίζω το μικρό αυτό βιβλίο να προσεχτεί όπως του αξίζει και να είναι το προοίμιο 

μιας εργασίας που κάποτε θα πρέπει να μας απασχολήσει ευρύτερα και συστηματικότε

ρα»


Και όντως η πρόβλεψη επαληθεύτηκε, η εργασία αυτή πράγματι μας απασχόλησε.

 Επανερχόμενα θέματα και μοτίβα έχουν εντοπιστεί, δομικά, ρητορικά και διακειμε

νικά ζητήματα έχουν συζητηθεί και έχει επίσης αναδειχθεί το ποιητολογικό της

 στίγμα, σε ένα βαθμό χάρη και στη συστηματικότητα με την οποία ο ίδιος

 ο ποιητής αρχειοθέτησε το έργο του.

 Ωστόσο, νομίζω ότι το ερώτημα που προκύπτει από το κριτικό σημείωμα του 

Αναγνωστάκη έχει μείνει αναπάντητο. 


Πώς τελικά από κάτι τόσο «πολυβασανισμένο» προκύπτει μια τόσο αφοπλιστική

 συγκίνηση; Από πού άραγε πηγάζει όλη αυτή η θλιμμένη υποβολή, που αποσβολώ

νει, στις καλύτερες στιγμές της, τη ροή της ανάγνωσης; 

Ούτε κι εγώ μπορώ βέβαια να απαντήσω, παρά μόνο σε επίπεδο εικασιών.

 Ήδη παραπάνω διατύπωσα κάποιες σχετικές απόψεις, που έχουν να κάνουν με

 την αφομοίωση ξένων λόγων, με τη γραμματειακή αλλά και κοινωνική μεστότη

τα που αντηχεί στη φωνή του ποιητή. 

Αλλά η ποίηση είναι πάνω από όλα προβεβλημένη γλώσσα: 

Για να την προσεγγίσει κανείς αναλυτικά, πρέπει να εστιάσει στον συντονισμό 

όλων των γλωσσικών επιπέδων, από την ηχητική αξία των λέξεων, τα συντακτι

κά σχήματα και τους νοηματικούς παραλληλισμούς μέχρι τις γραφηματικές ιδιαι

τερότητες και τα τυπογραφικά κενά. 

Όπως για παράδειγμα στο  ποίημα «Αν θρηνώ», από την πρώτη συλλογή του ποιητή

.

Αν θρηνώ       

δεν είναι τόσο γιατί έχασα το σπίτι μου

και δεν έχω πια πού την κεφαλήν κλίναι

(σ’ αυτό ίσως κι εγώ να φταίω εν μέρει)

δεν είναι τόσο για το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο

που μου νυχτώνει την όψη·

είναι που είμαι γεμάτος από λέξεις,

βάρος αβάσταχτο από λέξεις, λόγια, φράσεις

έτοιμες από καιρό, νοήματα

που δεν μπορούν να βγουν

αφού εσύ

δεν μπορείς πια ν’ ακούς ανθρώπινες ομιλίες.

Το παραπάνω ποίημα αποτελείται κατά βάση από έναν υποθετικό λόγο σε πρώτο

 πρόσωπο (Αν θρηνώ…είναι) που συμπληρώνεται από διάφορες δευτερεύουσες προτά

σεις, αιτιολογικές και αναφορικές. Η φράση-στίχος Αν θρηνώ, απομονωμένη και εύ

θραυστη στην αρχή του ποιήματος, μοιάζει να παράγει όλο τον όγκο του λόγου που 

εξαρτάται από αυτήν και ταυτόχρονα την προσδιορίζει. 

Όλο το βάρος της απώλειας, της ενοχής, της απομόνωσης και της εκφραστικής 

αφωνίας, που δηλώνεται σημασιολογικά και αναπαριστάνεται και γραφηματικά με

 τη συσσώρευση των αλληλένδετων προτάσεων, μοιάζει να προέρχεται από αυτόν τον

 αδύναμο, μοναχικό θρήνο, αλλά και να τον φέρει σαν επιστέγασμα. 


Παράλληλα οργανώνονται οι αρνητικές και θετικές δομές της σύνταξης: Δύο έντεχνες

 αρνήσεις (δεν είναι τόσο…δεν είναι τόσο) εισάγουν δύο διαφορετικές εκδοχές δυστυχί

ας, που επιβαρύνουν το κύριο αίτιο της θλίψης, δηλαδή την αδυναμία έκφρασης, 

όπως αυτό εμφανίζεται εκτεταμένο σε τέσσερις στίχους. 

Ή μάλλον έτσι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. 

Γιατί το ποίημα μας επιφυλάσσει μια τελευταία απρόβλεπτη τροπή.

 Ο προτελευταίος στίχος μένει κενός τυπογραφικά, σαν να θέλει να αποτυπώσει τη

 απουσία, και μόνο στην άκρη της αράδας εμφανίζεται το αιτιολογικό αφού μαζί με

 το δεύτερο πρόσωπο της αντωνυμίας, εσύ, ο άλλος άνθρωπος που λείπει, η απώτερη

 πηγή του θρήνου.

 Έτσι επιπλέον η ελεγειακή διάσταση συντήκεται με την ποιητολογική. 

 Όπως σημειώθηκε και παραπάνω η απλότητα των ποιημάτων του Ευαγγέλου είναι 

μόνο φαινομενική, και ίσως για αυτό και τόσο καθηλωτική.

Ανάλογου τύπου παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για το ποίημα «Εδώ» από 

την ίδια συλλογή.

Εδώ που βρίσκομαι τώρα, μέσα σ’ αυτούς

τους σκοτεινούς λασπωμένους δρόμους όπου προχωρούμε,

όλο προχωρούμε μέσ’ από γούβες ψηλαφώντας,

τυφλοί μες στο σκοτάδι και την καταχνιά

βουτώντας ως τα γόνατα στην παχιά λάσπη-

εδώ που βρίσκομαι σε σας μιλώ

εγώ ο φτωχός καθώς εσείς, ο έρημος,

γυμνός μέσα στα βρώμικα νερά σε σας μιλώ

εδώ που τώρα βρίσκομαι, εδώ

που τα κοράκια διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου.

Αυτό που κάνει το ποίημα αυτό ξεχωριστό δεν είναι τόσο η δυσοίωνη εικονοπλασία 

του ούτε η σεφερική ανάμνηση του «στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχω

ρούμε».

 Είναι σε τελευταία ανάλυση η ιδιάζουσα σύνταξη. 

Το κείμενο οργανώνεται γύρω από την τριπλή επαναφορά με μικρές παραλλαγές μιας 

αναφορικής τοπικής πρότασης (Εδώ που βρίσκομαι τώρα[…]εδώ που βρίσκομαι […]

εδώ που τώρα βρίσκομαι), η οποία διαστέλλεται από διάφορους προσδιορισμούς

 και άλλες αναφορικές και μετοχικές προτάσεις.


 Η κύρια πρόταση ( εγώ…σε σας μιλώ) επαναλαμβάνεται δύο φορές, αλλά το ρήμα της 

σχεδόν εξαφανίζεται μέσα στον όγκο και την πολυπλοκότητα της υπόλοιπης συντα

κτικής σκευής. 

Με τον τρόπο αυτό η σχέση κύριας και δευτερεύουσας πρότασης ουσιαστικά αντιστρέ

φεται.

 Η κύρια πρόταση, ο βασικός φορέας του νοήματος,  μοιάζει σαν να εξαρτά

ται από τη δευτερεύουσα. Δηλαδή το «εδώ» και το «τώρα» της λάσπης και του σκότους

 έχει αναλάβει τα ηνία του λόγου.

 Η ανεξάρτητη χειρονομία της σταθερότητας, της αντίστασης και της επικοινωνίας,

 που εκπροσωπεί το «σε σας μιλώ» συνθλίβεται κάτω από το βάρος της υπερ

τροφικής υπόταξης, που αναπαριστά σημασιολογικά τον εγκλωβισμό και το αδιέξο

δο. 

Επιπλέον, το υποκείμενο «εγώ» αποσυνδέεται από το ρήμα «μιλώ» με μια σειρά

 στερητικών προσδιορισμών («φτωχός», «έρημος», «γυμνός») εξαρθρώνοντας έτσι 

την απόπειρα επικοινωνίας.


 Έτσι το ποίημα δεν «μιλάει» για τον υπαρξιακό και κοινωνικό εφιάλτη αλλά 

«είναι» το ίδιο ένας υπαρξιακός και κοινωνικός εφιάλτης, καθώς το νόημα διαποτίζει

 την ίδια τη συντακτική κατασκευή.

            Ως προς τη σκηνοθεσία του τώρα, το παραπάνω ποίημα είναι χαρακτηρι

στικό για ένα θέμα που διατρέχει με διάφορες μορφές τόσο την ποίηση όσο και την

 πεζογραφία του Ευαγγέλου. Θα το ονομάσω προς το παρόν «δυστοπία», δηλαδή αρνη

τική ουτοπία, παρόλο που η χρήση του όρου εν προκειμένω θα μπορούσε να θεωρηθεί 

συζητήσιμη.

 Η πιο χαρακτηριστική εκδοχή της είναι το ξενοδοχείο ή πανδοχείο, άξενο και απο

τρόπαιο, με ακόμα πιο αποτρόπαιους ενοίκους. 

Το πανδοχείο, ο τόπος της έξωσης και της ανεστιότητας, αντιπαρατίθεται συχνά στο

 χαμένο ιδανικό σπίτι των παιδικών χρόνων, μοτίβο άλλωστε αρκετά συχνό στην ελλη

νική λογοτεχνία. 

«Τα σπίτια που είχα μου τα πήρανε», είχε πει ο Σεφέρης στην Κίχλη, ενώ στον 

«Τελευταίο σταθμό», διαπίστωνε από την εξορία των χρόνων του πολέμου: «Τώρα

 που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο».


 Ο Ευαγγέλου όμως φαίνεται ότι έχει την εξορία μέσα του. 

Τα καταγώγια, οι ασφυκτικές οικοδομές, τα τοπία στην ομίχλη, οι ανήλιαγοι, άνυ

δροι κήποι, η ξενιτιά του θανάτου, οι σήραγγες και οι υπόνομοι αποτελούν το σύνηθες

 -μετά την Πτώση- σκηνικό του, που εποπτεύεται αδιάφορα από έναν ανάλγητο θεό.


 Το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το τερατώδες μετατρέπεται με τον καιρό σε οικείο και

 τελικά σε «κανονικό» και αγαπητό.

 Όπως στο μποντλερικό Πανδοχείο από τη συλλογή Απογύμνωση (1979), που μοιάζει

 μάλιστα να απευθύνεται από πατέρα σε γιο, σαν υποθήκη:

Πόρνες ξεδοντιασμένες και χοντρά ποντίκια

στους διαδρόμους, πράκτορες, μαστρωποί,

κλέφτες, φονιάδες, προσωπιδοφόροι,

σημαδεμένοι όλοι από φριχτές πληγές,

με χαλασμένο το αίμα τους, αγόρι μου, και σάπιο

το μεδούλι βαθιά βαθιά στα κόκαλά τους

 

εδώ λοιπόν σου μέλεται να ζήσεις

κι εσύ, τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν

κινείται, ιστορία παλιά, λάσπη αιώνια,

αγαπημένο, βρωμερό πανδοχείο.       

Χρησιμοποίησα παραπάνω τον όρο «δυστοπία» με την έννοια ενός χρονότοπου της

 απανθρωπιάς και της εξαθλίωσης, όπως, για παράδειγμα, στο 1984 του Orwell 

ή στο σύγχρονο Hunger games της  Suzanne Collins. 

Αν δηλαδή η ουτοπία επιδιώκει να παρέμβει διορθωτικά στα κακώς κείμενα της κοι

νωνίας αναπαριστώντας έναν ιδανικό κόσμο, η δυστοπία κάνει ακριβώς το αντίθε

το: 

Λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης της κοινωνίας, μεγεθύνοντας δυσοίω

να υπαρκτές κοινωνικές τάσεις και προβάλλοντάς τις ως κυρίαρχες σε ένα απώτερο 

μέλλον. 

Και εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά με το ζοφερό σκηνικό του ποιητή: 

Οι κλασικές δυστοπίες, όπως και οι ουτοπίες, είναι φανταστικές και κατά κανόνα χρο

νικά απομακρυσμένες. 


Οι δυστοπίες όμως του Ευαγγέλου εμφανίζονται ως απόλυτα πραγματικές και σύγ

χρονες, ως θύλακες έκκεντρης φρίκης στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης κανονικότητας. 

Από την άποψη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμφανίζουν και γνωρίσματα

 μιας άλλης θεωρητικής έννοιας: 

Της ετεροτοπίας, όπως τη γνωρίζουμε από τον Michel Foucault, δηλαδή του υπαρκτού

 κοινωνικού χώρου που στεγάζει την απωθημένη ετερότητα (όπως ψυχιατρείο,

 φυλακή, γηροκομείο, κοιμητήριο).


 Δυστοπία και ετεροτοπία λοιπόν συνυπάρχουν εδώ όπως σε μια κατοπτρική σχέση, που

 συνδέει απειλητικά το πραγματικό με το φανταστικό.

 Και δεν το συνδέει απλώς:

 Στον κόσμο του Ευαγγέλου, καθώς το ποιητικό υποκείμενο εθίζεται στις νέες συνθή

κες, το παραβατικό και περιθωριακό διηθείται  στο «κανονικό» και το μολύνει με τη

 διαφορά του. 

Σιγά σιγά το εκτοπίζει στον χώρο της μακρινής ανάμνησης ή και το υποκαθιστά 

ολοκληρωτικά, καταργώντας τα όρια ανάμεσα στο ομαλό και το αποκλίνον, τη μνήμη

 και τη φαντασία, το μόνιμο και το εφήμερο.

 Ή μήπως τα όρια αυτά δεν υπήρχαν ποτέ;

«Υστερόγραφο» (Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987)

Όσο για μένα μην ανησυχείτε-

είμαι καλά, πολύ καλά.

                                    Δεν έχω βέβαια,

τίποτα πια δικό μου, τα ‘χασα όλα

με του καιρού το πέρασμα ένα ένα

                                                      όμως βολεύτηκα

σε τούτο το ετοιμόρροπο ξενοδοχείο κι οι μέρες μου

κυλούν ειρηνικά κι ασπρίζω δίκαια.[…]

 

Άλλοτε πάλι, όπως συμβαίνει και στο ποίημα «Στ’ αστεία παίζαμε» του Μανόλη Αναγνω

στάκη, ολόκληρη η ζωή ταυτίζεται με ένα στημένο παιχνίδι, όπου οι ανυποψίαστοι 

παίκτες πέφτουν θύματα απάτης:

«Ένα παιχνίδι σικέ» (Αφαίμαξη 66-70, 1971)

[…] Τώρα τι να επαναστατείς

        τι να γυρεύεις πίσω τα λεφτά σου

       να διαμαρτύρεσαι-και με το δίκιο σου- δεν ωφελεί.

 

       Ένα παιχνίδι σικέ η ζωή σου

       και πρέπει να το καταπιείς αυτό,

       να το χωνέψεις καλά καλά

       και γρήγορα.

     

Το κακό παιχνίδι εμφανίζεται ως κοινή μοίρα των συγχρόνων του ποιητή:

 «Γενιά του ΄60»  (Το χιόνι και η ερήμωση, 1994)

Ανάμεσα στο φαρμάκι της οχιάς

και του λύκου το δόντι                                 

μες στην ομίχλη και το φόβο

μες στον πανικό

και υπό το βλέμμα πάντα των χαφιέδων

γνωρίσαμε τον κόσμο εμείς.

 

Για τούτο είναι τα λόγια μας φτωχά,

Δίχως εξάρσεις, δίχως μουσική,

Κι οι στίχοι μας αιμορραγούν συνήθως.

 

Έτσι, τελείως αυτονόητα, ένα ποίημα προφανώς κοινωνικό μετατρέπεται σε ποίημα

 ποιητικής (στο πλαίσιο μιας σειράς ομόθεμων ποιημάτων) με αντηχήσεις από την 

«ταπεινή τέχνη» του Καρυωτάκη και την επιθυμία του Σεφέρη «να μιλήσει απλά»

Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς

ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει

καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε

ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της

κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ

ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.


Ωστόσο το ποίημα του Ευαγγέλου δεν είναι λόγια. Είναι πληγή. 

Βέβαια η αντίληψη για το ποίημα ως κάτι σωματικό δεν είναι καινούρια.

 Προϋπάρχει στον ύστερο ρομαντισμό, στους στίχους από σάρκα και αίμα του 

Καρυωτάκη, στη δερματοστικτική γραφή του Σεφέρη: Κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα

 εδώ που γράφω δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι

 ή πελαγίσιοι. Στον Ευαγγέλου όμως (και σε άλλους μεταπολεμικούς)  η σωματικό

τητα εξελίσσεται σε κυριολεκτικό μαρτύριο. 

Η ποίηση είναι το θηρίο, το γνωστό και από τον Σαχτούρη, το τέρας που ξεσκίζει

 τις σάρκες του ποιητή. Η απώτερη προέλευση και οι λόγοι που οδήγησαν στην 

πύκνωση αυτού του φαινομένου στον μεταπόλεμο αποτελούν ζήτημα προς διερεύνιση

. Απ’ όπου πάντως κι αν κατάγεται αυτή η ποιητική του πόνου και του αίματος (και 

συχνά και της ντροπής), είναι σίγουρα πολύ μακριά από τον αιθέριο κόσμο του

 Υψηλού, της έμπνευσης και της μεταρσίωσης, που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της 

παραδοσιακής τέχνης:

Ars poetica”  (Μέθοδος αναπνοής, 1966)

To ποίημα δεν είναι τραγούδι,

ανάερη θλίψη για κάτι μακρινό, χαμένο,

έστω με την πιο τέλεια μουσική. δεν είναι

αναμονή του άγνωστου, γοητευτική,

μες στην αβεβαιότητά της, προσδοκία.

 

Το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει -

όσο πιο ανοιχτή τόσο καλύτερα. κάνω ποίηση

θα πει τρυπώ το θώρακα μ' ένα νυστέρι

ψάχνω με χέρι σταθερό όπως οι χειρούργοι

γυρεύω την καρδιά και την τρυπώ, χύνω το αίμα

άφθονο μες στις λέξεις- κόκκινο,

ζεστό, το αίμα, όλοι το ξέρουν,

το πιο θαυμαστό, το πιο όμορφο πως είναι πράγμα.

Ο Ευαγγέλου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους νεότερους ποιητές που έχουν 

χαρακτηριστεί «ποιητές της κοινωνικής οδύνης». 


Γράφει με φυσικό πόνο για λογαριασμό μιας γενιάς που ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα 

ανάμεσα στη δίψα για γνήσια ζωή και στην οικονομική, ηθική και πολιτισμική 

ασυναρτησία ενός μικρόψυχου καιρού. Ωστόσο, το μόνιμο πένθος του δεν έχει να κάνει

 μόνο με τους όρους της εποχής του.

 Πρόκειται μάλλον για ένα πένθος πρωτογενές και διαχρονικό, μια ενδιάθετη

 αίσθηση έξωσης, σαν τη νοσταλγία πραγμάτων που δεν ζήσαμε, σαν τη δίψα για έναν

 προ- πτωτικό κόσμο.

 Είναι ποιητής ταυτόχρονα υπαρξιακός και κοινωνικός, λόγιος και απλός, μονήρης 

και συντροφικός, απελπισμένος αλλά και αναστάσιμος.

 Για όλους αυτούς τους λόγους, όπως είπε κάποτε ο Εμπειρίκος για τον Καρυωτάκη,

 «Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως

 και του θανάτου, […] τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά, μην τον ξεχνάτε 

και, ακόμη, να τον αγαπάτε.» 

Ή, όπως είπε κάποτε ο ίδιος για τον ζωγράφο Λουκά Βενετούλια,

ότι πολύ μαρτύρησε η ψυχή του για την ομορφιά

και στον τροχό οσιώθηκε το φτωχό σώμα–

καθώς, σε άφιλους καιρούς και τόπους, κοίταξε κατάματα τον φόβο που μας ενώνει με

 τους άλλους:

«Είναι πολλοί» (Μέθοδος αναπνοής, 1966)

Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες

κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσά μας,

πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό

κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.

 

Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.



Ανέστης Ευαγγέλου


Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να ακούσουμε τι έχει να μας πει και

 ο Μίλτος Σαχτούρης…







Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη.

 

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως


Από τότε δημοσίευσε άλλα επτά ποιητικά βιβλία (Μέθοδος αναπνοής, 1966, Αφαίμαξη

 '66-'70, 1971, Ποιήματα 1956-1970, 1974, Διάλειμμα, 1976, Χάι κάι, 1978, Απογύμνωση,

 1979, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987, Το χιόνι και η ερήμωση). Το 1988 συγκέ

ντρωσε σε έναν τόμο όλη την ως τότε ποιητική δημιουργία του, που κυκλοφόρησε από 

τις εκδόσεις Παρατηρητής με τον τίτλο Τα Ποιήματα, 1956-1986.

 Έγραψε επιπλέον και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα Το Ξενοδοχείο και το σπίτι ,

1966 (επανέκδοση, διευρυμένημε τον τίτλο, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985), 

το βιβλίο Ανάγνωση και γραφή (Παρατηρητής, 1981), στο οποίο συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής

 κριτικής, και το δοκίμιο Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (Παρατηρητής, 

1990).

Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή, 

Το χιόνι και η ερήμωση, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα, καθώς και η ποιητική ανθολογία 


Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970, από τις εκδόσεις Παρατηρητής. 

Το 1995, κυκλοφόρησε πάλι η πρώτη του ποιητική συλλογή, Περιγραφή εξώσεως, από 

τις εκδόσεις Χειρόγραφα.

 Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, 

ιταλικά, πολωνικά, ρουμάνικα, ολλανδικά και σλοβενικά).

[Η Κατάληξη – 14 Ποιήματα] Του Ανέστη Ευαγγέλου

On 24 September, 2018 by admin

https://www.bibliotheque.gr/article/72957



[Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς]

 

Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις
μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια,
να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια
που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου,
καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι,
πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου:

είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ
που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις
νερό και λάσπη, με τα ίδια
υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου.

Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους
πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις.

[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως, 1960]

 

 

[Αγάπη]

 

Όρμηξαν και τον ξέσκισαν στα δυο
η λέαινα η μεγάλη κι η λέαινα η μικρή
με νύχια κόκκινα, με δόντια αστραφτερά.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

Τη σάρκα σπάραξαν και μόνο στην καρδιά
και στο μυαλό σαν έφτασαν χυμήξανε
η μια στην άλλη μήπως κι αστοχήσουν
στη δίκαιη μοιρασιά.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

Τέλος ριχτήκαν λιμασμένες και του λιάνισαν
τα κόκαλα κι ηδονικά τα τραγανίσανε
ως το μεδούλι κι έγλειψαν το χυμένο αίμα
μην απομείνει τίποτε να τον θυμίζει πια.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

[Από τη συλλογή Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987]


 

 

[Το φως]

 

Και στα πιο σκοτεινά λαγούμια
τα πιο βαθιά
τα πιο λησμονημένα
έρχεται κάποτε
ωσάν σε διάλειμμα
κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει
θαυματουργό
παρήγορο
το φως.

[Από τη συλλογή Το διάλειμμα, 1976]

 

 

 

[Η κατάληξη]

 

Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως.
Σ’ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη,
και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά,
αρχίζουν να σου τα παίρνουν μέσ’ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν.

Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μας κλέβουν στα χαρτιά.

Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως.
Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας,
πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα της νιότης,
γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα.

Τέλος,
μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή,
αληθινά δικά μας.

[Από τη συλλογή Αφαίμαξη ’66-’70 (1971) – Ενότητα Το κακό παιχνίδι]

 

 

 

[Είναι πολλοί]

 

Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.

Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.

[Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής – 1966]

 



 

[Το πρόσωπό σου]

 

Το πρόσωπό σου είν’ ένα άστρο
ένα άστρο μικρό και καθαρό πάνω από τα ερείπια
ένα άστρο από πρόσωπο παιδιού πάνω απ’ το γερασμένο χρόνο.

Το πρόσωπό σου είν’ ένα κλεφτοφάναρο μέσα στη νύχτα
φωτιά για να ζεσταίνουν τα χέρια τους οι μοναχικοί
για όσους τους βασανίζει κρίση στέγης.

Το πρόσωπό σου οδυνηρή γωνιά μέσα στη μνήμη
χώρος ιερός επιστροφής, πληγή της σκέψης
όταν απ’ το φθαρμένο κόσμο λείπει, άφθαρτο, το πρόσωπό σου.

[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως – 1960]

 

 

 

[Μην απορείς, μητέρα]

 

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι, μητέρα· αυτόν εικονίζουν.

Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δε βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ’ όρθιο το κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ’ απ’ ερείπια ν’ ανοίγει δρόμο και να προχωράει.

[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως – 1960]




 

[Παντού το κλέβουν το ψωμί]

 

Παντού το κλέβουν το ψωμί.

Τ’ αρπάζουν χέρια τοκογλύφων,
το παίρνουν Γραμματείς Εντεταλμένοι,
το χώνουμε σε υπόγεια, το στοιβάζουν.

Εκεί τ’ αναλαμβάνουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι
και στα σοφά των δάκτυλα Ειδικοί,
χείλη ποιητών, αβρά, το κάνουν ύμνο
να τον μαθαίνουν τα παιδιά,
του πλέκουν φωτοστέφανο να λάμπει.

Εκεί αρχίζει η λεπτή διαδικασία,
οι απαραίτητες διεργασίες συντελούνται,
επέρχονται οι εκπληκτικές διαμορφώσεις

για να βγει θάνατος μια μέρα
για να βγει αίμα.

Παντού το κλέβουν το ψωμί
Θεέ μου, παντού.

[Aπό τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) – Ενότητα Ανάβαση]

 

 

[Οι πράξεις]

 

Αρχίζω πια να δυσκολεύομαι με την ομιλία
να χάνω λίγο λίγο το δώρο που μου χάρισαν οι θεοί.

Περίσσεψαν οι πράξεις, φίλοι μου, μας πλάκωσαν,
μας σύντριψαν με το περίσσιο βάρος τους∙
δε φτάνουν πια τα λόγια, δεν επαρκούν,
δε βγαίνουν καν κάτω απ’ το βάρος
των πράξεων.

Ήδη μπερδεύονται τα λόγια μου, τραυλίζω,
χάνουν σιγά σιγά τη συνοχή τους
χάνουν τη δύναμη και το ζεστό τους αίμα
ακόμα λίγο και θα γίνουν άναρθρες κραυγές.

Οι πράξεις μας,
όγκοι χωμάτων, μπάζα και σιωπή,
μας έπνιξαν.

[Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής – 1966]

 

 

[Ο έφηβος άνεμος]

 

Καθώς ο έφηβος άνεμος σηκώνεται τη νύχτα
και στη λεύκα μπαίνει βαθιά πλάι στο ποτάμι
κι εκείνη ανατριχιάζει σύγκορμη και σειούνται
όλα μεμιάς τα φύλλα της κι αναριγούν
κι οι πιο κρυφές της ρίζες–
όμοια
μπήκα και βγήκα μέσα σου νυχτερινός,
ακούραστος,
κι αναριγήσανε τα πιο βαθιά σου φύλλα.

[Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) – Ενότητα Στο καμίνι]

 

 

 

[Τώρα να γίνεις ταπεινός]

 

Τώρα να γίνεις ταπεινός, ν’ αφήσεις
τη μάταιη σοφία των βιβλίων και στης πράξης
το μεγάλο σχολείο να μαθητέψεις.

Εκεί να δεις
πόσο λίγο μετρούν, πόσο φτωχά φαντάζουν
όλα τα χρόνια που έχασες γνώσεις μαζεύοντας,
όλα σου τα χαρτιά μαζί πως δεν βαραίνουν
στη δίκαιη πλάστιγγα που όλους τελικά θα μας μετρήσει
–όχι την υπερβατική εκείνη αλλά την άλλη,
την πιο ταπεινή, που καθημερινά, ωστόσο, μας ελέγχει–
όσο μια μόνο απλή χειρονομία ζεστής
αλληλεγγύης προς τ’ αδέλφια σου, μια ανώνυμη,
ανάμεσα σε χιλιάδες παρόμοιες ολόγυρά σου,
πράξη θυσίας.

[Από τη συλλογή Απογύμνωση (1979) – Ενότητα Το πανδοχείο]

 


[Αυτά]

 

Αυτά τα μάτια, έτσι καθώς
αδιόρατα σου χαμογελούν και σε ανακρίνουν
εισδύοντας από τις αφύλαχτες ρωγμές στα ενδότερα,
λάμποντας εκτυφλωτικά,
αυτά τα μάτια είναι μαγνήτες καταστροφικοί–
μια μέρα θα σε κάψουν.

Ετούτα τα μαλλιά, έτσι όπως
μέσα τους χάνεσαι μεθώντας απ’ την ευωδιά,
εισπνέοντας άπληστα, ως την τρέλα, το φαρμάκι τους,
και στο λαιμό σου τυλίγονται βαλσαμικά
και σε ναρκώνουν,
ετούτα τα μαλλιά είναι πλοκάμια–
μια μέρα θα σε πνίξουν.

Αυτά τα χέρια, έτσι καθώς
απαλά περπατούν επάνω στο κορμί σου
και τρυφερά σου κλείνουν μία μία τις πληγές,
αδιάκοπα, κιόλας, ταξιδεύοντας στον ύπνο σου, τυραννικά,
και καθώς κύμα πονετικό, της άνοιξης, σε νανουρίζουν–
θα ’ρθει μια μέρα που θα σε σκοτώσουν.

Αυτά τα μάτια, αυτά τα μαλλιά, κι αυτά τα χέρια.

[Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) – Ενότητα Στο καμίνι]

 


[Κατάθεση]

 

Βρέθηκα στο καταγώγιο –
μη με ρωτάτε πώς βρέθηκα.
Σε σκοτεινές, υπόγειες αίθουσες, αποπνιχτικές,
ξύπνησε ένα πρωί η γενιά μας
και των πατέρων μας η γενιά
και των παιδιών μας.

Ανάγκη τώρα να τα καταγράψω όλα μη χαθούν
να ειπώ μ’ ακρίβεια όση μπορώ αυτά που είδα
μην τ’ αλλοιώσουν πληρωμένοι ιστορικοί,
ανάγκη να τα σώσω σαν τιμαλφή πολύτιμα
για μένα και για σένα και γι’ αυτούς που θα ’ρθουν.

Εκεί –τα είδα όλα με τα ίδια μου τα μάτια –
ανάμεσα από τους καπνούς, τη μπόχα, τις βρισιές,
ανάμεσα από μαχαιρώματα κι από καβγάδες,
παίζαν στα ζάρια δολοφόνοι αδίσταχτοι
παίζανε χαρτοκλέφτες προσωπιδοφόροι,
με χάχανα, σαν ένα τίποτα, παίζαν το αίμα μας,
το αίμα μας και το αίμα των παιδιών μας.

Βρέθηκα στο καταγώγιο –
έφταιγα εγώ, εσύ, ποιος φταίει,
υποψία απαίσια με βασανίζει
μήπως βοήθησα κι εγώ ασυναίσθητα,
μην έβαλα μια πέτρα με τη σιωπή,
μην έφερα νερό και λάσπη με την αδιαφορία.

Πού είναι ο αναμάρτητος, ο καθαρός, ο δίκαιος,
που θα χωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια
εδώ που η σήψη έχει μολύνει τον αέρα,
πού είναι ο αδιάφθορος, ο αδέκαστος,
ποιος θα μας δικάσει.

[Από τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) – Ενότητα Ανάβαση]

 



[Καθίζηση]

 

Στον Γιώργο Αράγη

Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.

Ήταν που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος
απ’ την αρχή
ήταν που κλέψαν οι εργοδηγοί
και οι εργολάβοι
που βάλανε λειψό χαρμάνι
οι αχρείοι

ήρθε από πάνω και η βροχή
κι ανοίξανε τα ουράνια
και κάθισε
και βούλιαξε
και γέμισε ρωγμές βαθιές
ωσάν πληγές
κι ωσάν κραυγή διαμαρτυρίας προς τα άστρα.

Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Σαν τη ζωή μου.

[Από τη συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα, 1994) – Ενότητα Ερήμωση (1989-1993)]

 

 

artworks : Lino Lago

 


 




ΔΕΣ και:https://www.facebook.com/%CE%91%CE%BD%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%B7%

CF%82-%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%

85-871185102991507/Ανέστης Ευαγγέλου

"Μην πουν οι ερχόμενοι πως στάθηκα ποιητής,
πως έγραψα ποιήματα.
Όλη μου η έγνοια, όλος μου ο καημός,
να βρω έναν άνθρωπο να του μιλήσω.
Όλος μου ο βίος μια προσπάθεια συνεχής
για συνεννόηση – εξόριστος
σε τόπο άγνωστο, μακριά απ’ τη γη μου,
μακριά απ’ τους ομόφυλους, αδελφούς μου,
μιλώντας μια διάλεκτο άγνωστη
για τους αυτόχθονες, τους γηγενείς.
Όμως η συνεννόηση στάθηκε αδύνατη-
δε βρέθηκε άνθρωπος, δε βρέθηκε ψυχή,
κι είχα πολλά να ειπώ, πολλά να εκφράσω.
Κάθομαι και τα γράφω, λοιπόν, στο χαρτί –αυτό είναι όλο.
Ούτε ωραίες εικόνες ξέρω να συνθέτω
ούτε και να μιλώ τα ωραία πράγματα.
Όχι, δεν είμαι ποιητής.
Όχι, δεν έγραψα ποιήματα."
|Ανέστης Ευαγγέλου|

2 σχόλια


  • Συντάκτης
    Ανέστης Ευαγγέλου
    "Αρχίζω πια να δυσκολεύομαι με την ομιλία
    να χάνω λίγο λίγο το δώρο που μου χάρισαν οι θεοί.
    Περίσσεψαν οι πράξεις, φίλοι μου, μας πλάκωσαν,
    μας σύντριψαν με το περίσσιο βάρος τους
    δε φτάνουν πια τα λόγια, δεν επαρκούν,
    δεν βγαίνουν καν κάτω απ’ το βάρος
    των πράξεων.
    Ήδη μπερδεύονται τα λόγια μου, τραυλίζω,
    χάνουν σιγά-σιγά τη συνοχή τους
    χάνουν τη δύναμη και το ζεστό τους αίμα
    ακόμη λίγο και θα γίνουν άναρθρες κραυγές.
    Οι πράξεις μας,
    όγκοι χωμάτων, μπάζα και σιωπή,
    μας έπνιξαν."


  • Dina Papadopoulou
    Υπάρχει μια ιστορία πίσω από αυτό το ποίημα και το επόμενο "Νικόλα Βαπτσάρωφ ΙΙ". Το πρώτο, που είναι στην συλλογή Η επίσκεψη, γράφτηκε μετά που συνάντησε ο Ανέστης, για πρώτη φορά, στο λιμάνι το πλοίο, το δεύτερο όμως γράφτηκε πολύ αργότερα. Γύρω στα 1990 η ΕΡΤ και η εκπομπή Τέχνη και πολιτισμός με υπεύθυνο τον κ. Σπύρο Κατσίμη ζήτησε να έρθει στη Θεσσαλονίκη και να κάνουν μιά εκπομπή για τον Ανέστη. Ήρθαν πράγματι και επισκέφτηκαν και το λιμάνι για να κάνουν κάποια γυρίσματα. Εκεί βλέπουν το Νικόλα Βαπτσάρωφ, που έπειτα από πολλά χρόνια επιστρέφει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης εκείνη την συγκεκριμένη μέρα. Έτσι γράφεται και το ποίημα Νικόλα Βαπτσάρωφ ΙΙ, που βρίσκεται στην τελαυταία συλλογή Το χιόνι κι η ερήμωση.
"Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσα μας,
πολλοί μ’ ένα αναμμένο σίδερο μες το μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα
Είναι πολλά τα’ αδέλφια μου. Δεν είμαι μόνος."
|Ανέστης Ευαγγέλου|

* Μάρκογλου, Ανέστης Ευαγγέλου, Τόλης Καζαντζής
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
"Δε μίλησα ακόμα όσο έπρεπε έχω πολύ απόθεμα που με βαραίνει πολλές ακόμα λέξεις, πολλά λια άπειρο πλήθος από φράσεις κι από λόγια όμως μη με κατηγορείτε φίλοι μου που αργώ που δυσκολεύομαι τόσο να μιλήσω – πρέπει να βρω τα σύμβολα που πρέπουν, τις σκοτεινές μου αλληγορίες… Πώς να μιλήσεις, πώς να εκφραστείς πώς να δεχτείς έτσι γυμνό το θάνατο;"
*
"Φορές φορές συλλογίζομαι τι χρειάζονται όλα αυτά
τι χρειάζεται η ξοδεμένη δύναμή σου
η μετρημένη σου χαρά και η βαθιά σου οδύνη
το πιο πολύτιμο που έκανες, η ποίησή σου.
Τι θ’ απογίνουμε, τι θ’ απογίνουν."
*
"Μην απορείς μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγούν. Ίσως, ακόμα,
το γιό σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι, μητέρα, αυτόν εικονίζουν.
Πάσχουν κι' αυτά όπως κι' αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγεί απ' το πετσί του μέσα.
Μην απορείς μητέρα, μην τρομάζεις. Προ πάντων
μη σε κυριέψει απελπισία. Κάτι στηρίζει
το γιό σου, που εσύ δεν βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μιά κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ' όρθιο κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ' απ' τα ερείπια ν' ανοίγει δρόμο και να προχωράει."
*
"...Έσκυψα ταπεινά, με δάχτυλα που τρέμαν,
το στήθος μου άνοιξα κι ευλαβικά
σε πήρα κι σε απίθωσα βαθιά.
Η φωνή σου
θαυματουργά ραντίζει τώρα τις πληγές μου
γίνεται φίλτρο μαγικό
Παράξενο πουλί μου,
μαθημένο στα σκοτεινά."


Ανέστης Ευαγγέλου: Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός
Στόχος της εργασίας είναι η ανάδειξη του Ανέστη Ευαγγέλου ως χαρακτηριστικού εκπροσώπου της ποίησης που γράφεται στη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1960 και η επισήμανση του ρόλου που διαδραματίζει στο πλαίσιο της γενιάς του. Η εργασία μοιράζεται σε δυό τόμους. Στον πρώτο διερευνώνται, με την αξιοποίηση του αρχείου, τα χαρακτηριστικά: 1. Του ποιητικού έργου: θεματικοί πυρήνες, κριτική πρόσληψη, προϋποθέσεις ποιητικής, συνδηλώσεις και σύμβολα, ειρωνεία, σχήματα της δομής - προφορικότητα, επανάληψη στίχων, συντακτικά σχήματα της σύνολης δομής, αφηγηματικό ποιήμα, χάϊκου - διακειμενικότητα. 2.Του πεζογραφικού, όπως αυτά διαγράφονται στους πέντε δείκτες: χώρος, χρόνος, μύθος. πρόσωπα, τροποι της αφήγησης. 3.Του κριτικού όπως αυτό πραγματώθηκε με τα κείμενα κριτικής, το δοκίμιο περί ποίησης και ποιητικής και την "ανθολογία" της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Στο δεύτερο τόμο περιλαμβάνονται το αρχείο του ποιητή (ΑΑΕ), η βιβλιογραφία του, το χρονολόγιο και το παράρτημα με εφτά ανέκδοτα η δυσεύρετα κείμενα του. Ο Ευαγγέλου συνεχίζει την παράδοση του Αναγνωστάκη και του Χριστιανόπουλου στη Θεσσαλονίκη και είναι ο τελευταίος εκπρόσωπος του βιωματικού εξομολογητικού λόγου που εκφέρεται στην πόλη αυτή γύρω στο 1960, ενώ στο πλαίσιο της γενιάς του λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος των ποιητών της, ρόλος που επισφραγίστηκε με την "ανθολογία" του.

Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικ

Ανέστης Ευαγγέλου-Έρημο στρουθί

ΠΗΓΗ:https://www.apotipomata.com/anestis-evaggelou-erimostrouthi-emiron/

Γράφει ο Ε. Μύρων

Ωραία παγίδα στολισμένη μ’ άνθη

Γραμματολογικά ο Ευαγγέλου (1937-1994) ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. 

Ο τόσο αμφισβητημένος (και αμφισβητήσιμος..) τεμαχισμός της ποίησης σε «γενιές» έχει 

απασχολήσει όλους τους κριτικούς λογοτεχνίας. Ωστόσο μπορούμε να αντλήσουμε κάποια 

χρήσιμα στοιχεία για τη συνέχεια τα οποία θα αποτελέσουν ένα επιπλέον βοήθημα για την 

πληρέστερη ανάγνωση των ποιημάτων.

Μια παιδική ηλικία σημαδεμένη από την Κατοχή και την Αντίσταση και στη συνέχεια μια 

εφηβική ηλικία κατάστικτη από τις σφαίρες του Εμφυλίου δεν μπορεί παρά να περάσει και

 στην ποίηση…

Στην καταφρόνια και 

στη

 φτώχεια

Στην καταφρόνια και

 στη

 φτώχεια πέ

ρασες τα χρόνια σου–


μην το ξεχνάς.
Κι αν τώρα
τόσο αναπάντεχα εγύ

ρι

σε ο

 τροχός
και βρήκες ρούχα κι έντυ

σες τη 

γύμνια σου
και σπίτι και φωτιά 

να

 ζε

σταθείς
και δυο γλυκές κουβέ

ντες–
μη λησμονείς ποτέ την προ

σφυγιά
και μιαν αγάπη για 

τους

 στε

ρημένους.

Το διάλειμμα (1976)

Ο Ευαγγέλου δεν κρύβει νοήματα, δεν έχει αινιγματώδεις καταπακτές στους στίχους του, 

είναι ειλικρινής, ευθύς και εξομολογητικός. Μας εμπιστεύεται. Σε όλα τα ποιήματα μάς μιλά

ει κάποιος που ζει μέσα στην απομόνωση, στην ψυχική και σωματική στέρηση, στην ερημιά.

 Καταδικασμένος σε έναν ατέλειωτο μονόλογο, χωρίς έναν έστω συνομιλητή…

Αν θρηνώ

Αν θρηνώ
δεν είναι τόσο γιατί 

έχα

σα το

 σπίτι μου
και δεν έχω πια πού 

την 

κεφα

λήν κλίνη
(σ’ αυτό ίσως κι εγώ να 

φταίω

 εν μέρει)
δεν είναι τόσο για το σύννεφο που μου

 τυλίγει το πρόσωπο

που μου νυχτώνει την

 ό

ψη∙
είναι που είμαι γεμά

τος

 από

 λέξεις,
βάρος αβάσταχτο από 

λέξεις,

 λόγια, φράσεις
έτοιμες από καιρό, 

νοήματα
που δεν μπορούν να

 βγουν
αφού εσύ
δεν μπορείς πια ν’ ακούς

 ανθρώ

πινες ομιλίες.

Περιγραφή εξώσεως 

(1960)

Νιώθει εξόριστος, ακόμα και στο ίδιο του το σαρκίο, ωστόσο, κάτι μέσα του ακόμα σιγοκαίει,

 κάτι του λέει πως κάπου εκεί έξω υπάρχουν συνοδοιπόροι…

Είναι πολλοί

Είναι πολλοί που ουρλιά

ζουνε

 τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, 

περι

φέρονται

 ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο

 σίδερο 

μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω 

απ’ το

 δέρμα.

Είναι πολλά τ’ αδέρ

φια

 μου.

Δεν είμαι μόνος.

Μέθοδος αναπνοής

 (1966)

…και πως μέσα στα χαλάσματα και στα ερείπια, αν ψάξει καλά, κάτι θα βρει…

Τα υλικά της χαράς


Ανάμεσα από σωρούς 

σκου

πιδιών,

 ερειπίων, θανάτων


και ποταμούς δακρύ

ων,
λάμπουνε καταχωνια

σμένα,

 ελάχιστα,
τα υλικά της χαράς.


Ψάχνε
με υπομονή και πίστη

 α

πέραντη
καθώς τα πετεινά τ’ 

ουρα

νού σε

 χιονισμένον
έρημο κάμπο
και μάζευέ τα πετραδάκι

 πετραδάκι.

Το διάλειμμα (1976)


Ανέστης Ευαγγέλου











Μαζί με τους Πρόδρομο 
Μάρκο
γλου και
 Τόλη Καζαντζή

Μήπως η επιλογή ψευδωνύμου αντί του «ληξιαρχικού» του ονόματος (Ανέστης Παπαδόπου

λος λένε τα επίσημα χαρτιά…) μας λέει κάτι; Θα μπορούσα να ρισκάρω μια υπόθεση: ο ποιη

τής επιλέγει τον προσωπικό του δρόμου ακόμα κι εκεί. Ασφυκτιά σε κάτι που του έδωσαν άλ

λοι, θέλει την δική του υπογραφή. Βέβαια, ο Ευαγγέλου το αποδίδει σε άλλους λόγους «(…)η

 ενασχόληση με τη λογοτεχνία, και ιδιαίτερα με την ποίηση, εθεωρείτο ίδιον… μη σοβαρού αν

θρώπου την εποχή εκείνη, και οι ποιητές ζούσαν περίπου ως παράνομοι και παρίες του κοινωνι

κού περιθωρίου»

Σίγουρα υπάρχουν και περιπτώσεις που το ψευδώνυμο επελέγη για αισθητικούς λόγους, ό

πως στην περίπτωση του Ελύτη (Αλεπουδέλης…), όμως κάθε αληθινός ποιητής, όντας φύσει

 αναρχικός, δεν μπορεί να αντέξει οτιδήποτε δεν επιλέγει η συνείδησή του…

Πρόλαβε, ποίηση

Τούτη την τελευταία ώρα που 

νιώθω κιόλας
να τρίζουν τα θεμέ

λι

 μου, 

που ακούω
οι μυστικοί μου αρμοί 

να

παίζουν, 

απειλώντας με
κάθε στιγμή να πέσω 

και

 να

 σωριαστώ–
τούτη την ύστατη ώ

ρα
πρόλαβε, ποίηση
λέξεις
αίμα από το αίμα μου


από τη σάρκα μου σάρ

κα
πρόλαβε, ποίηση
πριν έρθει η νύχτα
να διασώσω κάτι από

 το

 πρό

σωπό μου.

Περιγραφή εξώσεως 

(1960)

Για κάθε έναν που βυθίζεται στα μύχια της ψυχής του η υπαρξιακή αγωνία είναι αναπόφευ

κτο… συναπάντημα. Πόσο μάλλον για έναν ποιητή που φτάνει στα βαθύτερα στρώματα του 

Είναι από οποιονδήποτε άλλον – για να θυμηθούμε τον Φρόιντ. Ίσως γι’αυτό ο Πάουντ ήθελε

 τόσο πολύ εκείνη τη δουλειά στο καπνοπωλείο…

Ενδοστροφή

Ποιος είμαι λοιπόν

 εγώ

 και

 ποιον
σκοπό εξυπηρετεί η

 ύπαρ

ξή μου;
Η άγνωστη δύναμη

 που

 απ’

 το βαθύ
σκότος μάς σπρώχνει 

σε

 διά

λειμμα φωτός
για να μας πάρει πάλι 

το 

σκοτάδι
γατί το ’κανε αυτό για

 μένα.

Την παρουσία μου τι 

δικαι

ολογεί
ποιος απόκρυφος σκο

πός, 

ακατανόητη
βούληση ποια, ικανοποι

είται

 και πώς
το ακατανόητο τούτο 

νο

ητό 

να το κάνω
για να καταλάβω τη

 ση

μα

σία μου

 και να υπάρξω.

Αν τρόπος υπάρχει 

να 

μου

 φανερω

θεί το μυστικό
θα ’στεργα σ’ όλα τα

 μαρ

τύρια,

 την πάσα
αθλιότητα πρόθυμος 

να 

δεχτώ·

 θα τα ’δινα
όλα, κι αν όλα ωστόσο

 δεν

 έφτα

ναν, και το πιο


πολύτιμο: την ψυχή 

μου.

Αλλά μήπως
δεν είν’ έτσι τα πράγμα\

τα,


 μήπως
μυστικό δεν υπάρχει 

κι

 ό,τι

 ως τώρα
μυστικό λέγοντας εννο

ούσα

 δεν είναι
παρά της φαντασίας 

μου 

πλάσμα, ή

 ακόμα, μήπως
το ίδιο αυτό που με

 κά

νει 

να ρωτώ
κι αιτία έγινε να γρα

φούν αυ

τοί οι στίχοι
είναι το ίδιο, που γυ

ρεύω

 να

 βρω, μυστικό;

Κόκαλά μου
σώμα μου θαυμαστό

που

 υπάρχεις 

και σε ψηλαφώ
μέλη που με τη βέβαι

η 

σας

 ψαύω

 αφή μου, κι εσύ


δύναμη μυστική που 

όλα τα

 κύτταρά

 μου διατρέχεις,
αφού πια δεν υπάρ

χουν

 θεοί για 

να μ’ ακούσουν
βοηθήστε με, τούτη 

την

 έσχα

τη ώρα, 

της ύπαρξής μου

την ισορροπία μη χά

σω,

 μη 

διαλυθώ.

Τα ποιήματα (1956-

1970)

Έτσι, εν μέσω ερειπίων και χαλασμάτων, η καταφυγή στη τέχνη είναι μονόδρομος.

 Συγκεκριμένα στην ποίηση ψάχνει ο Ευαγγέλου το νηπενθές φάρμακο. Κάτι ήξερε ο

 Αλεξανδρινός που έγραφε:

(…)

Εις σε προστρέχω Τέ

χνη 

της

 Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις 

απ

 φάρ

μακα·
νάρκης του άλγους δο

κι

μές,

 εν Φα

ντασία και Λόγω.


Είναι πληγή από φρικτό μα

χαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέ

ρε 

Τέχνη 

της

 Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για 

λί

γο—

 να μη 

νοιώθεται η πληγή.

(Μελαγχολία του Ιάσο

νος

 Κλεάν

δρου· ποιητού

 εν Kομμαγηνή· 

595 μ.X.) 

Όσο κι αν τον έχει βασανίσει στέκει μοναδική παρηγοριά για τον Ευαγγέλου:

Θηρίο αγαπημένο

Θηρίο αγαπημένο, πό

σα 

χρόνια
περάσαμε μαζί, τι νύ

χτες
και τι αυγές, τι μεση

μέ

ρια,
τι απόβραδα.
Τι αίμα ήπιες,
θηρίο μου, τι σάρκα

 έφα

γες,
τι σπλάχνα σπάραξες 

ζεστά,
αχόρταγο πάντοτε και 

διψα

σμένο,
ακόρεστο–
κι εγώ ο τρελός ακόμα

 σ’ 

αγαπώ.

Αφαίμαξη ’66-’70

 (1971)

Τὰ Γράμματα

Θὰ πάψω πιὰ νὰ γρά

φω

 ποι

ήματα
ἔριξες τὸ χρυσό σου δα

χτυλί

δι μὲς στὴ
θάλασσα
στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ 

νεκρὸ

 κρανίο
κι ὅλα τὰ βουλιαγμέ

να

 καρά

βια βγῆκαν
στὸν ἀφρὸ
κι ὁ καπετάνιος ζωντα

νὸς
κι οἱ ναύκληροι νὰ χα

μο

γελᾶνε

εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ 

γρά

φω 

ποιήματα

καὶ στὸ παράθυρο τοῦ

 σπι

τιοῦ μου

 τοῦ προγονικοῦ
ὁ πατέρας μου καὶ ἡ 

μητέ

ρα μου
κουνᾶνε τὰ μαντήλια


 τους καὶ

 χαιρετᾶνε

τὰ ποιήματά μου ὅμως 

δὲν μπό

ρεσαν νὰ
τὰ διαβάσουν
ἔχουν ξεχάσει νὰ δια

βά

ζουν
λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ 

τὸ δέλ

τα ἔψιλον

καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέ

ματα

στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κό

κκινου

 γελαστοῦ
κρανίου μὲ ξεγέλασες


γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέ

λα

σα
καὶ μὲ πιστέψατε

κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ 

σκιὲς

πάντα θὰ γράφω ποιή

ματα

ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ 

(1980)

Ο Ευαγγέλου προσπαθεί να εκφραστεί και, στις περισσότερες περιπτώσεις, το πετυχαίνει με

 μια θαυμαστή οικειότητα. Τα εργαλεία του απλά, καθημερινά, αφτιασίδωτα…

Ο Ιησούς εγκαταλεί

πει 

τον 

πατέρα του

Βρήκα χτες βράδυ 

το

 Χριστό,
ρακένδυτο, σε μια 

γω

νιά να

 ζητιανεύει.

Ήταν ισχνός και κάτω

χρος, 

μες στο δριμύ
ψύχος του φετινού χει

μώνα,

 αξύριστος,
τα δόντια του χτυπού

σαν, βή

χας φριχτός
του ξέσκιζεν αλύπητα

 το 

στήθος.

Καθίσαμε σ’ ένα πα

γκά

κι κι

 έβγαλα
κονιάκ από το πανωφό

ρι

 μου

 και του έδωσα.

Μάλωσα με το γέρο

 μου, 

αδελφέ μου,
τα βρόντηξα όλα κι

 όπως

 όπως τώρα
στου λιμανιού τα στέ

κια

 αυτά

 τη βγάζω,
μου είπε και μου ζήτησε 

τσιγάρο.

Η επίσκεψη και άλλα 

πο

ιήμα

τα (1987)

Η ποίηση είναι παράνοια για ένα θαυμαστικό, σχιζοφρένεια για ένα κόμμα κι ο ποιητής είναι

 ο μεσολαβητής που μας οδηγεί στον Κόσμο. Είναι υπεύθυνος να ψάξει μέσα στα νεοπλάσμα

τα και να μας ανακοινώσει τα αποτελέσματα της θεότυφλης αυτής μάχης κι όχι να κλειστεί

 στο ιδιωτικό δωμάτιο ενός προσωπικού καημού, το βεληνεκές του οποίου φτάνει τα όρια 

της αφέλειας…

Ένας που πείστηκε – 

Ανέστης

 Ευαγγέλου

Σώπασαν μέσα του

 πια

 οι 

κραυγές 

του σπαραγμού
κι οι τελευταίες εστί

ες

 αντι

στάσεως.
Δεν υπάρχει πλέον, δεν 

επα

ναστατεί,
τα ρούχα του δε σκίζει

ουδέ 

χτυπιέται,
τις νύχτες δεν ουρλιά

ζει 

απελ

πισμένα.

Ακόμα και σ’ Αυτόν, 

όπου

 συχνά

 στο παρελθόν,
σαν τελευταία ελπίδα

είχε 

προσφύγει,
δεν έχει πια καμιάν

 εμπι

στοσύνη-
άλλωστε είχε κωφεύ

σει 

συστηματικά.

Φρόντισε, βέβαια, η 

ζωή 

στο μετα

ξύ και με σοφές
δόσεις, του στράγγιξε

 με

θοδικά

 όλο το αίμα,
τον έπεισε τελειωτι

κά.

Ένας παραιτημένο

ς τώρα, 

ένας σιωπηλός,
δίχως σκληρές γραμ

μές,

 δίχως

 χαρακτηριστικά,


με μια αδιόρατη, 

πικρή 

γραμμή, 

μόνο στα χείλη,
αδιάφορος, γαλήνιος 

κι 

ευτυ

χισμένος.

Τα ποιήματα 1956-

1993

Εκδόσεις

 Kαπάνι (2007)

Παραίτηση; Ναι, όμως για να δούμε και πιο μέσα. Για κάποιους η ελευθερία ξεκινά όταν τε

λειώνει η λαχτάρα για… ελευθερία. Μην ακούτε αυτά τα ηχηρά που κάνουν μόνο για μότο 

ρομαντικών ψυχών στο facebook, ὀπως: επτά φορές να πέσεις, οκτώ να σηκωθείς ή άλλα τέ

τοια παρόμοια που δεν προσφέρουν τίποτα και μόνο μας κουράζουν με την κοινοτοπία τους. 

Όπως κακοί στίχοι μας βαραίνουν τα βλέφαρα με την… αβάσταχτη ευκολία τους ή την πλη

κτική χρηστομάθειά τους. Πέφτω πάνω σε πολλούς στίχους ποιητών, οι οποίοι είτε είναι κε

νοί νοημάτων και στοχασμού είτε κακέκτυπα άλλων ποιητών, που αναπαράγουν τσιτάτα που 

θα εξόργιζαν και τον… Κοέλιο.

Φτάνεις την πραγματική αλήθεια όταν η ζωή σού διαψεύσει όλα τα πλασματικά όνειρα ή

 ό,τι σου έχουν φορτώσει για όνειρο στην πλάτη. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας 

δεν είναι παραίτηση, είναι αυτογνωσία. Κι αυτός είναι ο ρόλος της ποίησης, να στέκεται 

αλλεργική στον κομφορμισμό και να σαλπίζει την αλήθεια. Υπάρχει η ποίηση των καρτ

 ποστάλ, υπάρχει ο Καρυωτάκης κι ο Ρεμπώ. Επιλογές…

Υπεραστική συνδιάλε

ξη

Εχτές το βράδυ μου 

τηλε

φώνησε
ο πατέρας μου.
Στείλε μου μερικά
πενηνταράκια ούζο, 

μου

 είπε,
και καναδυό κούτες 

τσι

γάρα
σέρτικα, να κάθουμαι
 

τα

 βράδια
να σας συλλογιέμαι

.
Και –να μην
το ξεχάσω– και πεντέ

ξι 

δίσκους
φωνογράφου μ’ εκείνα 

τα πα

λιά, ξέρεις,
ποντιακά τραγούδια,

 τα

 λυπητερά.

Εδώ στα ξένα δύσκο

λα περ

νούν οι μέρες
και πού να βρεις τσιγά

ρα,

 ούζο

 και τραγούδια
της πατρίδας, στα μα

γα

ζάκια 

τ’ ουρανού.

Η επίσκεψη και άλλα

 ποιήματα (1987)


Τίτλοι:
Συγγραφέας
Ανθολόγος