https://www.youtube.com/watch?v=6Ns-AcKpnBc
ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ.m4v - Ο Ανέστης Ευαγγέλου διαβάζει δύο ποιήματά του
https://www.youtube.com/watch?v=AsMKP2fssKU
Α. Ευαγγέλου & Γ. Αράγης - Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) | IANOS
https://www.youtube.com/watch?v=PJKTtYZm3i4
Υπόγεια Ρεύματα - Με παραχαραγμένη τη ζωή μας | Ypogeia Revmata - Me paraharagmeni ti zoi mas
Ανέστης Ευαγγέλου (1937-
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ανέστη Παπαδόπουλου. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στην οποία διατηρούσε εκτελωνιστικό γραφείο.
Έργα:
Ποίηση:
Περιγραφή εξώσεως (1960), Μέθοδος αναπνοής (1966), Αφαίμαξη '66-70 (1971), Τα ποιήματα (1974· περιλαμβάνονται οι προηγούμενες ποιητικές συλλογές), Το διάλειμμα (1976), Τα χάικάι (1978), Απογύμνωση (1979), Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987),
Τα ποιήματα 1956-1986, συγκεντρωτική έκδοση (1988),
Το χιόνι και η ερήμωση (1994),
Πεζογραφία:
Το ξενοδοχείο και το σπίτι (1966),
Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά (1985).
Κείμενα κριτικής:
Ανάγνωση και γραφή (1981), Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (1990).
Εξέδωσε επίσης ανθολογία με τον τίτλο Η Δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970 (1994).
Ανέστης Ευαγγέλου
Ανέστης Ευαγγέλου | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ανέστης Ευαγγέλου (Ελληνικά) |
Όνομα γεννήσεως | Ανέστης Παπαδόπουλος |
Γέννηση | 1937 Θεσσαλονίκη |
Θάνατος | 1994 Θεσσαλονίκη |
Εθνικότητα | Έλληνες |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Σπουδές | Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής |
Ο Ανέστης Ευαγγέλου (Θεσσαλονίκη, 1937-1994) είναι ποιητής της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανέστης Παπαδόπουλος. Η ζωή και το έργο του έχει συνδεθεί με τη Θεσσαλονίκη, όπου εξέδωσε τις ποιητικές του συλλογές. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ανέστης Ευαγγέλου γεννήθηκε το 1937 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Anatolia College και παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έζησε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας και πέθανε στην ίδια πόλη το 1994. Διηγήματά του, ποιήματα, κριτικά σημειώματα, δοκίμια και μελέτες έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 έλαβε ενεργό μέρος στην πολιτισμική ζωή της Θεσσαλονίκης, συμμετέχοντας στα Δ.Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών, της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης.[1]
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1958 με τη δημοσίευση του ποιήματος "Προετοιμασία και ώρες αναμονής πριν από μακρύ ταξίδι" στο πειραϊκό περιοδικό Το Περιοδικό μας των Ν. Βελιώτη και Χρ. Λεβάντα. Η ποιητική του παραγωγή συγκαταλέγεται κατά άλλους (Γιώργος Αράγης) στην κοινωνική και κατά άλλους (τριχοτόμηση του περιοδικού Νέες Τομές) στην υπαρξιακή-φιλοσοφική τάση της Β΄ μεταπολεμικής γενιάς,[2] ενώ η Δώρα Μέντη εντοπίζει στις τελευταίες συλλογές μια μετατόπιση από την κοινωνική στην οντολογική διάσταση, καθώς εμφιλοχωρεί στην ποίηση του Ευαγγέλου το στοιχείο του θανάτου.[3] Η ποίησή του διακρίνεται από τα λιτά εκφραστικά μέσα, τη διάχυτη ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και την αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου προς τη μεταπολεμική πραγματικότητα και το αίσθημα της ήττας. Ακόμη, στο ποιητικό του έργο ανιχνεύονται επιδράσεις από τους Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, Γιώργο Βαφόπουλο, Ζωή Καρέλλη, Γιώργου Θέμελη, Μανόλη Αναγνωστάκη και Άρη Δικταίο.
Η κριτική υποδοχή του έργου του υπήρξε αρκετά θερμή, ενώ για την ποίησή του μίλησαν ανάμεσα σε άλλους οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Γιώργος Αράγης, Βάσος Βαρίκας, Νικηφόρος Βρεττάκος, Αλέξης Ζήρας, Πάνος Μουλλάς, Κώστας Στεργιόπουλος, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και Ντίνος Χριστιανόπουλος. Εξ αρχής η κριτική μίλησε ομόθυμα για γνησιότητα, ειλικρίνεια, οικειότητα, για επανάκαμψη της συγκίνησης και τη διαύγεια των συμβόλων.[4]
Εργογραφία
Ποιητικές συλλογές
- Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Μέθοδος αναπνοής (1966)
- Αφαίμαξη '66-70 (1971)
- Τα ποιήματα, 1956-1970 (1974)
- Το διάλειμμα (1976)
- Τα χάι-κάι (1978)
- Απογύμνωση (1979)
- Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
- Τα ποιήματα, 1956-1986 (1988)
- Το χιόνι και η ερήμωση (1994)
Πεζά
- Το ξενοδοχείο και το σπίτι (1966)
- Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά (1985)
Συγκεντρωτικός τόμος με κείμενα λογοτεχνικής κριτικής
- Ανάγνωση και γραφή (1981)
Δοκίμιο
- Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (1990)
Ανθολογία
- Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970 (1994, εισαγωγή Γ. Αράγης)
Παραπομπές
- ↑ Δημήτρης Μαλακάσης-Τσέκος, Ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου, Αθήνα, 1982, σ. 13.
- ↑ Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου: ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2000, σσ. 19-20.
- ↑ Δώρα Μέντη, "Ευαγγέλου, Ανέστης", Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, Έργα, Ρεύματα, Όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2008, σ. 712.
- ↑ Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου: ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 200, σσ. 44-45.
Βιβλιογραφία
- Δημ. Γρ. Τσάκωνας, Η Σχολή Θεσσαλονίκης (Πεζογραφία-Ποίηση-Δοκίμιο), Αθήνα, Liquid Letter, 1990
- Δημήτρης Μαλακάσης-Τσέκος, Ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου, Αθήνα, 1982
- Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου: ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2000
- Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ματιές ενόλω. Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης, Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Μέσκος, Ευαγγέλου, Μάρκογλου, Σοκόλης, 2003
Σχετικοί σύνδεσμοι[
- Ανέστης Ευαγγέλου στον Πανδέκτη, του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
- Περιοδικό Εντευκτήριο - Ανέστης Ευαγγέλου
«Ανέστης Ευαγγέλου: Μια άλλη ανάγνωση των ποιημάτων του» της Ελένης Χωρεάνθη
Αφορμή να γραφτεί ετούτο το κείμενο υπήρξε ένα σύντομο γράμμα του αείμνηστου ποιητή Ανέστη Ευαγγέλου που βρήκα, εντελώς τυχαία, στο αρχείο μου ανάμεσα σε γράμματα φίλων, χαρτιά με στίχους, σημειώματα και άλλα χειρόγραφα. Συχνά, στη ζωή κάθε ανθρώπου συμβαίνουν γεγονότα, εντελώς τυχαία, που για κάποιο λόγο έπρεπε να συμβούν, όπως η συνάντησή μου και η γνωριμία με τον αναγνωρισμένο ταλαντούχο Θεσσαλονικιό ποιητή.
Ήταν το καλοκαίρι του 1965, όταν, επιστρέφοντας από μια σύντομη παραμονή μου στο Λονδίνο, έμεινα λίγο στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, φιλοξενούμενη της μητέρας του, της αείμνηστης κυρίας Κλειώς. Είχα πάει στην Αγγλία να συνεχίσω ανώτερες σπουδές με εκπαιδευτική άδεια. Αλλά δεν έμεινα. Εντελώς τυχαία, εκεί γνώρισα την αδερφή του, την Ηρώ, και τη μητέρα τους και συγκατοικήσαμε το λίγο διάστημα που έμεινα στο Λονδίνο. Στη συνέχεια, γίναμε φίλοι και ανταλλάξαμε τα πρώτα μας βιβλία. Για ένα μάλιστα από τα δύο πρώτα του βιβλία είχα γράψει σε εφημερίδα του Αγρινίου. Ύστερα, χαθήκαμε ίσαμε το 1996, οπόταν βρεθήκαμε ξανά με την Ηρώ και πληροφορήθηκα ότι και ο Ανέστης Ευαγγέλου από το 1994, δύο χρόνια πριν από τον συνομήλικό του, τον Κώστα Χωρεάνθη, είχε εκδημήσει στην άλλη διάσταση.
Διαβάζοντας τις λίγες γραμμές στο συγκεκριμένο γράμμα, που αναφερόταν σε «μια ξεπερασμένη (φιλολογική) κόντρα» ανάμεσα σ’ εκείνον και τον συνομήλικό του, αείμνηστο επίσης, ποιητή Κώστα Χωρεάνθη και κολακευτικά σχόλια για τα ποιήματα της συλλογής μου Μυρρίνη που, προφανώς, του είχα στείλει, συγκινήθηκα.
Σκέφτηκα να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του, έχοντας υπόψη μου τα πρώτα του ποιήματα. Μελετώντας, ωστόσο, το σύνολο του δημοσιοποιημένου ποιητικού του έργου, που η σύζυγός του κυρία Ντίνα Παπαδοπούλου-Ευαγγέλου είχε την καλοσύνη να μου εμπιστευτεί, εκτιμώ ότι το κατορθωμένο ποιητικό έργο του σημαντικού Θεσσαλονικιού δημιουργού χρήζει μιας από περιωπής θεώρησης, απαλλαγμένης από οποιαδήποτε συναισθηματική φόρτιση.
Γράφοντας ετούτες τις γραμμές μιλάω αποκλειστικά για την ποίηση του Ανέστη Ευαγγέλου, σε μια απόπειρα κατανόησης του βαθύτερου νοήματος και της ουσίας της, προτάσσοντας το επιγραμματικό ποίημα της ενότητας: «Αφαίμαξη» (’66-’70) που αναφέρεται στην επάρατη επταετία της Χούντας των συνταγματαρχών και στην ιστορική επέτειο του Πολυτεχνείου, μέσω του οποίου απευθύνεται στον αναγνώστη και του εφιστά την προσοχή:
Εδώ είναι ένα κομμάτι σάρκας, αναγνώστη,
μια φέτα είναι ψυχής.
Πέρνα απαλά,
παρακαλώ σε, από σελίδα σε σελίδα,
από τη μια στροφή στην άλλη
των ποιημάτων.
Πρόσεχε
μην τα πονέσεις.
(«Στον αναγνώστη», σελ. 65)
Έμμεσα, ωστόσο, πλην σαφώς, δίνει το στίγμα της ποίησής του, ποίησης τρυφερής, λαγαρής και απροσποίητης, αληθινής, θαρρείς κομμάτι από την ίδια του τη σάρκα, φέτα της ψυχής του. Και σου επιβάλλει να τη σεβαστείς, να μην την αγγίξεις με ανόσια χέρια και βέβηλα μάτια. Αυτό που θέλει να πει, δεν έχει ενδοιασμούς, το λέει καθαρά και με παρρησία.
Δεν είναι ο ποιητής της ήττας, που δέχεται τον θάνατο μοιραία. Και δεν τον ξεχνάει, ωστόσο. Τον αναφέρει αδιαλείπτως, γιατί τον έχει κάνει έμπειρο η ίδια η ζωή.
Ποιητής ήπιων τόνων ο Ανέστης Ευαγγέλου, σεμνός, με ήθος και όραμα, με αίσθηση του μέτρου, του ρυθμού και της αρμονίας, με προσωπικό ύφος, ευαίσθητος αλλά και μαχητικός, με σταθερές απόψεις, ανέντακτος, αγωνιστής με συναίσθηση ευθύνης και με πείσμα, με αγάπη για τον τόπο, για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θεσσαλονίκη, για την Ελλάδα και τον πολύπαθο λαό της. Ποιητής με αρχές και σταθερά πιστεύω. Πονάει, γνοιάζεται τον απλό, τον καθημερινό άνθρωπο, τον βιοπαλαιστή, που συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες της αγωνίας κι αργοπεθαίνει στα γρανάζια της βιοπάλης για το ψωμί της φαμελιάς του. Το καθολικό πρόβλημα είναι και δικό του, το νιώθει. Μπαίνει στη θέση του άνεργου που θυσιάζει την προσωπική του ζωή, τα δικά όνειρα, τα ιδανικά, το δικό του μέλλον, για να δώσει ικανοποίηση, λίγη ανακούφιση στην οικογένειά του, παρηγοριά στην αδύναμη μητέρα του:
Την εποχή εκείνη είχα μείνει πάλι χωρίς δουλειά.
Δύσκολα χρόνια, ο πατέρας είχε πεθάνει, ο αδερφός μου
στην ξενιτιά, το πατρικό μας λησμονημένο, σε ξένα χέρια,
πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, κι εμείς να στριμωχτούμε τελικά
σε τούτο το παλιόσπιτο το τούρκικο, όπου έμπαζε από παντού
νερά κι ο αγέρας το χτυπούσε απ’ όλες τις μεριές, να το σαρώσει...
(«Σταδιοδρομία»)
Γεννημένος το δεύτερο έτος μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, μεγαλώνει στα μαύρα χρόνια που ακολούθησαν, βιώνει τον πόλεμο του ’40 και τον Εμφύλιο, όπως όλοι της δικής μας γενιάς, που κουβαλούμε στο κορμί μας τις πληγές και τους νεκρούς που άφησαν πίσω τους η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Δεν ξεχνάει. Ταράζουν εφιάλτες τον ύπνο του. Ο θάνατος είναι πάντα εκεί, τον διαισθάνεται δίπλα του, ορατός, αόρατος, μόνιμος συγκάτοικος στην ποίησή του. Η παρουσία του θανάτου, αμέσως ή εμμέσως, είναι αισθητή στο σύνολο σχεδόν των ποιημάτων του, χωρίς να επηρεάζει την κοινωνική του ζωή. Είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος που ζει έντονα την καθημερινότητά του. Εργάζεται, αγαπάει, ερωτεύεται. Δεν είναι ο ποιητής της ήττας, που δέχεται τον θάνατο μοιραία. Και δεν τον ξεχνάει, ωστόσο. Τον αναφέρει αδιαλείπτως, γιατί τον έχει κάνει έμπειρο η ίδια η ζωή. Ξέρει, είναι ενήμερος, δεν έχει αυταπάτες, δεν παριστάνει τον γενναίο, αλλά ξέρει, είναι βέβαιος πως τον ακολουθεί. Αν «η ζωή είναι το μέγα καλό και πρώτο», ο θάνατος είναι το μέγιστο κι αναπότρεπτο Κακό. Και άδικος. Και δεν μπορεί να καταλάβει την ανοχή του Θεού.
Βρίσκεται πάντα στη μεριά των αδικουμένων και των προοδευτικών ανθρώπων. Η έξωση από το σπίτι, η αίσθηση ότι είναι εξόριστος εξ ορισμού είναι ολοφάνερη.
Στο πρώτο ποίημα της δεύτερης συλλογής διαφαίνεται πόσο τον έχει βασανίσει η απώλεια αγαπημένων, πόσο τον έχει στιγματίσει ο θάνατος ως γεγονός και ως κακό μη αναστρέψιμο:
Δεν μίλησα ακόμα όσο έπρεπε
έχω πολύ απόθεμα που με βαραίνει
πολλές ακόμα λέξεις, πολλά λόγια
όμως μη με κατηγορείτε φίλοι μου που αργώ
που δυσκολεύομαι τόσο να μιλήσω –
πρέπει να βρω τα σύμβολα που πρέπουν
τις σκοτεινές μου αλληγορίες.
Πώς να μιλήσεις, πώς να εκφραστείς
πώς να δεχτείς έτσι γυμνό το θάνατο.
(«Δε μίλησα ακόμα», σελ. 39)
Η συλλογή κυκλοφόρησε το 1960, όταν ο ποιητής ήταν 23 ετών. Ίσαμε τότε είχαν συμβεί τόσες συμφορές. Πόλεμοι, χαλασμοί, ξεσπιτωμοί, θάνατοι προσφιλών του που δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεχτεί. Έχει φωλιάσει μέσα του η υποψία της επέλασης του θανάτου από τότε που συνειδητοποίησε τι συνέβαινε γύρω του και ύπουλα τον πιλατεύει, φθείροντάς τον σωματικά με κάθε τρόπο, με την αγωνία για το αύριο, με τον πόνο των άλλων, βλέποντας το κακό να πέφτει πάνω στα κεφάλια των αθώων. Δεν τον αφήνει να ησυχάσει το άδικο, η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Σε όσους επιθυμούν κι επιδιώκουν να του κλείσουν το στόμα, να του σταματήσουν τον καταγγελτικό λόγο, κάνει σαφές ότι διεκδικεί το δικαίωμα να μιλήσει με τη δύναμη που του δίνει η εμπειρία του θανάτου, γεγονός που σηματοδοτεί και τη σχέση του με τον πνευματικό περίγυρο, αλλά και την απόφασή του να εναντιωθεί στο σαθρό κοινωνικό και πνευματικό κατεστημένο που θέλει να τον κάνει να σωπάσει. Απαντάει με ένα ποίημα καυστικό, δηλωτικό της δυναμικής του ποιητικού του λόγου:
Το δικαίωμα να μιλήσω πάλι μού ’δωσε
απόθεμα βαρύ και πλούσιο του θανάτου.
Θηρία αρπακτικά καραδοκούνε το χαμό μου,
διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου.
Όμως εγώ είμ’ εδώ και κάνω πόλεμο
Παίζω διαρκώς κορόνα γράμματα τη ζωή μου
πολλές φορές τ’ άκουσα μες στ’ αυτιά μου τα ουρλιαχτά
είδα τα δόντια και με ζέσταναν τα χνότα τους
όμως την τελευταία στιγμή
έρχεται πάντα η ομιλία και με σώζει.
Σε όλο του το ποιητικό έργο βλέπεις την αγωνία του ποιητή για το μέλλον αυτού εδώ του τόπου και του ταπεινού λαού του. Από τους πρώτους στίχους της πρώτης του ποιητικής συλλογής, Περιγραφή εξώσεως, εικονογραφεί τη θέση του και τη σχέση με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Ξέρει πού βρίσκεται. Έχει επίγνωση, γνωρίζει τι έχει στον σάκο των αποσκευών του, διατυπώνει σαφείς απόψεις, προβληματισμούς που χαρακτηρίζουν την εν γένει στάση του στη ζωή και στην Τέχνη. Πίσω από τους συμβολισμούς που ενέχουν οι λέξεις «άστεγος», «ακάλυπτος», «εξόριστος», «πρόσφυγας», νιώθει μόνος και ενδεής μέσα στο ίδιο του το σώμα, μετέωρος μέσα σ’ έναν κόσμο αδιάφορο, με θολό παρελθόν, με ένα διαρκώς μετακινούμενο παρόν και ένα δυσοίωνο μέλλον. Ως τα είκοσι τρία του χρόνια (χρονολογία έκδοσης της πρώτης του συλλογής), έχει απόψεις ξεκάθαρες, αποκρυσταλλωμένες ιδέες, σταθερές θέσεις, η σκέψη του είναι προσηλωμένη στα ιδανικά που πιστεύει, ο λόγος του σαφής, συγκροτημένος, η ποίησή του είναι διαυγής, αποσαφηνισμένοι οι στόχοι του:
Ποιος μπορούσε να φανταστεί
τη βίαιη έξωση από το προγονικό μου σπίτι...
...Κυκλοφορώ σ’ ένα χώρο αφηρημένο
δεν έχω μια παλιά φωτογραφία να ζεστάνω τη μνήμη
Βρίσκεται πάντα στη μεριά των αδικουμένων και των προοδευτικών ανθρώπων. Η έξωση από το σπίτι, η αίσθηση ότι είναι εξόριστος εξ ορισμού είναι ολοφάνερη. Υπάρχει διάχυτη αγωνία, ένας διαρκής φόβος και πόνος για τον πρόσφυγα που δεν έχει «πού την κεφαλήν κλίναι», που δεν βρίσκει πουθενά απανεμιά, μια σταθερή παλάμη γης να ακουμπήσει, να σταθεί και να βρει συμπόνια, λίγη αγάπη, ανθρωπιά. Μέσα σ’ αυτό το χάος που δημιούργησαν οι απανωτές συμφορές στη χώρα και στην οικογένειά του, αισθάνεται ο ίδιος σκόρπιος, μόνος κι έρημος, ψάχνει απεγνωσμένα τον πρώτο του εαυτό, το παιδικό, το μυθικό του πρόσωπο στα χρόνια της αθωότητας μέσα σ’ έναν ερειπωμένο, κατεστραμμένο κόσμο:
Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια, μορφή μικρή και τρυφερή, σταματημένη στην πρώτη ηλικία,
έλα πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,
[...] άνοιξε δρόμο μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα
Αυτή η αγωνιώδης αναζήτηση του ουσιώδους και του δρόμου προς τον χαμένο παράδεισο της ψυχής, κάποτε γίνεται έμμεση, πλην σαφής αμφισβήτηση της άνωθεν αρωγής και εκφράζεται εμμέσως με τους εύδηλους στίχους:
Αν θρηνώ [...]
είναι [...] που εσύ δεν μπορείς πια ν’ ακούς ανθρώπινες ομιλίες
(«Αν θρηνώ», σελ. 15)
και εμφανίζεται συχνά στο ποιητικό του έργο, δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ, γιατί δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη του κακού στον κόσμο και τον θάνατο:
...ήτανε μόνο
δεκατέσσερω χρονώ – και μου το παίρνεις, Θάνατε;
[...] Στο πανδοχείο που, άξαφνα, έγινε ο κόσμος
πού ν’ ακουμπήσω; Οι άνθρωποι πού είναι;
Και τ’ ουρανού η κουβέρτα πώς να με ζεστάνει
έτσι που σε μια νύχτα, έλιωσε και εισβάλλει
από παντού το ψύχος του θανάτου;
(«Χιόνι της μοίρας», σελ. 220-221)
Ακόμα και στα όνειρά του, στη συνάντηση με φίλο του, προσπαθεί να του θυμίσει πως υπάρχει:
...εσύ ’σαι σαρανταπέντε χρόνια κιόλας πεθαμένος, ψέλλισα
και νέα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου...
(«Η συνάντηση», σελ. 230-231)
Τα ποιήματά του όλα εκφράζουν το καθολικό αίτημα για ισότητα και δικαιοσύνη, αλλά όχι με κραυγές και διαμαρτυρίες εντυπωσιασμού, αλλά με πόνο ψυχής, μιας ψυχής που κλαίει και μιας τρυφερής καρδιάς που πονάει για τον πόνο του άλλου, καταγγέλλει το άδικο που γίνεται εις βάρος του άλλου, του πλαϊνού του, τον οποίο αποκαλεί αδερφό του και τον νιώθει σάρκα από την ίδια σάρκα με τη δική του:
Στην άγρια νύχτα
η καρδιά μου αγρυπνάει
για σε, αδερφέ μου.
Με το θηρίο
μετρήθηκα για σένα.
Να με θυμάσαι
(Χάι Κάι – «Άστεγα», σ. 176, 31, 32)
Τα 116 Χάι Κάι, χωρισμένα σε 4 ενότητες –«Νεκροί του Νοέμβρη» (11), «Άρρωστα χρόνια» (45), «Της αγάπης» (28) και «Άστεγα» (32)– από σελίδα 135 έως σελίδα 176 σε σύνολο 302 σελίδων, με την επιγραμματική μορφή, τη θαυμαστή πυκνότητα, τη χαρακτηριστική δομή και τη διακριτική νοηματική σχέση που συνδέει μεταξύ τους τα τρίστιχα κάθε ενότητας, κατέχουν, ίσως όχι τυχαία, τον μεσαίο χώρο του συνόλου των σελίδων του βιβλίου, όπου εκ των πραγμάτων εστιάζεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αποτελούν το κέντρο βάρους του περιεχομένου και της ενότητας που απαρτίζει το σύνολο των ποιημάτων και των συλλογών του κατορθωμένου έργου του Ανέστη Ευαγγέλου.
Το επισημαίνω αυτό γιατί τα πριν και τα μετά ποιήματα, παρά τις όποιες διαφορές και αυξομειώσεις που παρουσιάζουν, είναι ισοβαρή. Υπάρχει ισορροπία μεταξύ των δύο μερών. Από το πρώτο ίσαμε το τελευταίο ποίημα, υπάρχει η ίδια ένταση, η ίδια φόρτιση. Ωστόσο, ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. Ο ποιητής, εκτός από τον αγώνα και την αγωνία της έκφρασης, όσο προχωρούσε συνειδητοποιούσε πως είχε να παλέψει και με εκείνους που κρατούσαν ξύλα και μαχαίρια και πέτρες και κραύγαζαν: «Σκοτώστε τον». Και θέλουν να τον γκρεμίσουν από το ηθικό του βάθρο, να φάνε τις σάρκες του, να ξεσχίσουν το υλικό του περίβλημα, να αμαυρώσουν το ηθικό του κάλλος:
…Όμως η φωνή του
λευκό πουλί πέταγε πάνω απ’ τα κεφάλια τους
και δεν τη φτάναν οι κραυγές και τα μαχαίρια
(«Ο ποιητής», σελ. 60)
Όπως διεκδικεί και το δικαίωμα να ζήσει. Να ολοκληρώσει το ποιητικό του έργο θέλει, να μην αφήσει πίσω του εκκρεμότητες. Η ποίηση είναι η μεγάλη του αγάπη, η έγνοια του. Και προτρέπει τον θάνατο, που πολλές φορές τον έχει μακελέψει, να πάει αλλού με το κατάμαυρο φτερό του να μαυρίσει/ κι άλλες ψυχές:
...Να μην ξαναγυρίσεις γρήγορα.
Γιατί έχω μερικά ποιήματα
να φτιάξω ακόμα
να τροχίσω εδώ μια λέξη,
να στιλβώσω εκεί μια φράση
–Αυτές οι μικρές εκκρεμότητές μας που λατρεύεις
και για τη διαιώνισή τους άοκνα φροντίζεις–
(«Οι μικρές εκκρεμότητες του βίου», σελ. 271)
Παραγγέλλει του θανάτου, υποκλινόμενος μπροστά στην παντοδυναμία και τη δόξα του, και αποκαλεί «Άρχοντά» του και «Δεσπότη» του. Παρά ταύτα, μέσα από τις ανατροπές, τις ελάχιστες αναθεωρήσεις και επανατοποθετήσεις που κάνει, παραμένει πιστός στις αρχές του και στις αξίες του ανθρωπισμού, όπως αξιώνει η «δικαιοσύνη» και η «ηθική» της ποίησης, γιατί «η ζωή μας δεν πάει ποτέ χαμένη».
Το σπίτι και ο κόσμος του Ανέστη Ευαγγέλου. Σημειώσεις
για μια άστεγη ποιητική.
Ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου, ένας άστεγος ανάμεσα
στους νεκρούς
«Κι εσύ θαρρείς πως είσαι ζωντανός;» Η ερώτηση
αυτή με εισήγαγε αιφνίδια στον κρυμμένο, θανάσιμο κόσμο του Ανέστη Ευαγγέλου.
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, σε μια από τις πανελλήνιες ποιητικές
συναντήσεις που είχαν οργανωθεί στα χρόνια εκείνα με πρωτοβουλία του ποιητή. Ο
στίχος προέρχεται από το ποίημα «Η συνάντηση», που διαβάστηκε τότε δημόσια από τον
Ευαγγέλου και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987). Το κείμενο αυτό, παράδοξο στην
απατηλά ρεαλιστική σκηνοθεσία του, δεν σταμάτησε να με στοιχειώνει από τότε.
Δεν έμοιαζε καν με ποίημα. Το ύφος ήταν πεζολογικό, η στιχουργία δυσκίνητη και
ασθματική, το σκηνικό οχληρά γνώριμο, τα υλικά φθαρμένα κι ωστόσο ξάφνιαζαν σαν
καινούρια. Από πού έβγαινε όλη αυτή η αδιέξοδη ομορφιά; Η ιστορία ήταν απλή: Ένας
κουρασμένος άνθρωπος περπατάει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στη στάλα του
μεσημεριού, την ώρα των δαιμονίων και των οραμάτων. Και ξαφνικά, σαν να ήταν το
πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, πέφτει πάνω στον νεκρό αδερφό του, νέο πάντα και
ωραίο, σαν να μην τον είχε αγγίξει ο χρόνος:
[…] Αδελφάκι μου, είπα
και σ’ ασπάστηκα και κλαίγαμε κι οι
δυο μας
ανάμεσα στους έκπληκτους περαστικούς,
ποιος άνεμος
σ’ έφερε από τα μέρη μας μετά από
τόσον
καιρό;
[…]
«Eλπήνορα,
Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;», είχε ρωτήσει αντίστοιχα στα
1945 ο Τάκης Σινόπουλος, σε ένα «χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το
φως». Έτσι, σαν άλλος Οδυσσέας, προσφώνησε τότε ο πρεσβύτερος ποιητής τον νεκρό
σύντροφό του στο εμβληματικό ομώνυμο ποίημα, που μας εισάγει στο ζοφερό τοπίο του ελληνικού
μεταπολέμου, σε αυτή την απέραντη νέκυια των ταπεινών. Στον Ευαγγέλου όμως,
ποιητή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, η μυθική σκευή και η σεφερική
σκηνογραφία των προγενέστερων έχουν αντικατασταθεί από την αφόρητη κυριολεξία,
από την τυραννία του συγκεκριμένου και
την αστική ασχήμια. Ακόμα και ο αγαπημένος νεκρός αντιμετωπίζεται αρχικά με
οιονεί ρεαλιστικούς όρους, σαν ξενιτεμένος που επέστρεψε ξαφνικά μετά από
χρόνια. Μόνο μετά τις πρώτες διαχύσεις το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να θυμάται
και να εκπλήσσεται.
Μα εσύ-
Αιφνίδιο φως καταύγασε το σκοτεινό μυαλό μου
κι έντρομος και βαθιά λυπημένος μαζί
σε κοίταξα εντατικά στα μάτια-
εσύ
‘σαι
σαρανταπέντε χρόνια κιόλας πεθαμένος, ψέλλισα
και νέα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου.
Και
τότε είναι που ο αδερφός του απευθύνει το αναπάντητο ερώτημα, που αποτελεί ίσως
και κεντρικό ερώτημα ολόκληρης της νέας ποίησης: «Κι εσύ θαρρείς πως είσαι
ζωντανός;». Αυτό το ίδιο που ρώτησε για πρώτη φορά ο Καρυωτάκης στην «Πρέβεζα»,
περπατώντας αργά στην προκυμαία: «Υπάρχω» λες; Κι ύστερα «Δεν υπάρχεις!». Ή αργότερα
ο Σεφέρης, όταν διαπίστωνε «Κι είναι η
ζωή ψυχρή ψαρίσια / -Έτσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω». «Η άλλη ζωή, η
βυθισμένη» φαίνεται ότι θα μείνει για
πάντα βυθισμένη. Ο υπαρξιακός θάνατος, που έχει σχεδόν ταυτιστεί με τον φυσικό
θάνατο στη λογοτεχνία του μοντερνισμού, θα επανέρχεται διαρκώς στην ποίηση αυτή
με διάφορες μορφές, ανακρίνοντας επίμονα τις βεβαιότητές μας. Το ίδιο και οι
νεκροί, οι εξόριστοι αυτοί της νεοτερικότητας, θα συνυπάρχουν εδώ με τους
ζωντανούς, αναστημένοι αμφίσημα ανάμεσα στον κόσμο της ποιητικής γλώσσας και
στον κόσμο της εμπειρίας.
Ήδη
οι παραπάνω επισημάνσεις έχουν δώσει, πιστεύω, ένα ποιητικό στίγμα, ταυτόχρονα
αντιπροσωπευτικό για τη γενιά του ποιητή αλλά και μοναδικό: Αφενός διάλογος με
τη γραμματειακή παράδοση και συμμετοχή στις ευρύτερες ζητήσεις μιας εποχής,
αφετέρου βιωματική, εξομολογητική κατάθεση∙ αναχώνευση του λογοτεχνικού
παρελθόντος (και παρόντος) σε ώσμωση με καθοριστικές, προσωπικές και
κοινωνικές, εμπειρίες. Και ίσως εδώ είναι η στιγμή να αναφερθεί ένα αρκετά
γνωστό κριτικό σχόλιο, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαγώνιος με αφορμή την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του
Ευαγγέλου το 1974: «Η συγκίνηση που
φαίνεται πως τα κίνησε είναι ειλικρινής, αλλά οι εμπειρίες είναι κυρίως
βιβλιακές». Η παρατήρηση αυτή (που σημειωτέον προκάλεσε στη συνέχεια την αντίδραση
του πεζογράφου Τόλη Καζαντζή με τη μορφή του διηγήματος «Βιβλιακές εμπειρίες»),
αποτέλεσε για μένα τη δεύτερη πύλη εισόδου στην ποίηση του Ευαγγέλου. Τη
διάβασα τυχαία, ξεφυλλίζοντας παλιά τεύχη της Διαγωνίου,
σε μια εποχή που δεν γνώριζα ακόμα ούτε τον ποιητή ούτε τον κριτικό ούτε το
διήγημα του Καζαντζή, και μου προκάλεσε αρκετές απορίες: Έχουν λοιπόν κάτι
επιλήψιμο οι βιβλιακές εμπειρίες; Και τι ακριβώς σημαίνει «βιβλιακές»; Εν
αντιθέσει προς τι είδους εμπειρίες; Αυτές που αποκαλούμε βιώματα; Δηλαδή η
ανάγνωση δεν είναι βίωμα; Και μήπως τα διαβάσματα δεν επηρεάζουν τα βιώματά μας
και αντίστροφα; Και, ακόμα, πώς είναι σε θέση ο κριτικός να διακρίνει με τόση
βεβαιότητα το προσωπικό από το βιβλιακό και να αποφαίνεται και περί της
«ειλικρίνειας» της συγκίνησης; Και, τέλος, γιατί η «ειλικρίνεια» να αποτελεί
άραγε τόσο σημαντική ποιητική αρετή;
Τα
παραπάνω θέματα, χαρακτηριστικά για τις προτεραιότητες της παραδοσιακής ελληνικής κριτικής, σήμερα
μπορούν να θεωρηθούν πλέον λυμένα από καιρό. Κάθε κείμενο αποτελεί εξ ορισμού
ένα υφαντό από νήματα διαφορετικής προέλευσης, ένα πεδίο διαπλοκής ποικίλων
εκδοχών λόγου. Όσο για τα όρια του εντός και εκτός του κειμένου, αυτά δεν
ισχύουν πια μετά την κειμενοποίηση ολόκληρης της πραγματικότητας, που
«διαβάζεται» και ερμηνεύεται σαν βιβλίο. Αυτό δηλαδή που μια μερίδα της τότε
κριτικής αντιμετώπισε με επιφύλαξη σήμερα θεωρείται δημιουργικός διακειμενικός
διάλογος: Ο Ευαγγέλου προσλαμβάνει και οικειοποιείται ένα ευρύτατο φάσμα της
ελληνικής και ευρωπαϊκής ποιητικής παράδοσης, από τον Έλιοτ και τον Ρίλκε μέχρι
τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αλλά
και τους συγχρόνους του της δεύτερης, και κυρίως τους Θεσσαλονικείς: τον Θέμελη, τον
Βαφόπουλο, την Καρέλλη, τον Αναγνωστάκη, τον Χριστιανόπουλο, τον Ασλάνογλου. Η
σεμνή φωνή του αναδεικνύεται μοναδική ακριβώς χάρη σ’ αυτή τη βαθιά κατάδυση
στα κοιτάσματα των (ποιητικών και άλλων)
λόγων που διαμόρφωσαν την εποχή και την περιοχή του, τον χρόνο και τον χώρο του. Όπως είπε και ο δάσκαλός του Γιώργος Θέμελης
:
Εφάρμοσε την ιστορία του ποταμού, ο
οποίος ξεκινάει από την πρώτη πηγή τη νερομάνα και τρέχει ανάμεσα εις τόπους
φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, και όσο προχωρεί
μεγαλώνει από λογής άφθονα νερά καθάρια, βρύσες, ρύακες, παραπόταμους, που
χύνονται εις τον ρουν του, σπέρνοντας υδρόχαρα φυτά, βοσκήματα, πουλιά και
σπίτια στο πέρασμά του, ώσπου, φτάνοντας, εισβάλλει στη θάλασσα με πολλή ορμή,
χωρίς να χάνει μέσα της την κοίτη του και τα γλυκά νερά του.[…]
Το
έργο του Ανέστη Ευαγγέλου προσέλκυσε από την αρχή την προσοχή σημαντικών
κριτικών και μελετήθηκε αρκετά. Ο ίδιος ο Μανόλης Αναγνωστάκης υποδέχεται
ιδιαίτερα ευνοϊκά την πρώτη του ποιητική συλλογή, την Περιγραφή εξώσεως, στο περιοδικό Κριτική (τχ. 11/12, Ιούλ.-Αύγ. 1960, 237-239):
«Σπάνια
μια ποιητική συλλογή νέου και πρωτοφανέρωτου ποιητή, τα τελευταία χρόνια, μου
έδωσε ένα τέτοιο αίσθημα πληρότητας, με έφερε σε επαφή με μια γνήσια ποιητική
φύση που δεν έχει ανάγκη από συμβατικές ενθαρρύνσεις ή πιθανολογήσεις για το
μέλλον – όπως το βιβλίο του κ. Ανέστη Ευαγγέλου «Περιγραφή εξώσεως»
(Θεσσαλονίκη 1960). Ίσως τίποτα το εντελώς καινούριο
– καλύτερα θα έλεγα: για πρώτη φορά ειπωμένο – δεν ακούγεται εκεί μέσα, το
κλίμα του είναι το γνωστό, πολυβασανισμένο μοτίβο της μοναξιάς, της
εγκατάλειψης, της προσδοκίας κάποιου δρόμου, αλλά ακριβώς γιατί απουσιάζει και
η απατηλή, συνήθως, φραστική πρωτοτυπία, κάθε εντυπωσιακή εκζήτηση, κάθε
απόπειρα για επίδειξη συναισθηματικών
υπερβολών – η φωνή του νέου ποιητή ακούγεται τόσο γνήσια, τόσο ειλικρινής, τόσο
πειστική. […] Ελπίζω το μικρό αυτό
βιβλίο να προσεχτεί όπως του αξίζει και να είναι το προοίμιο μιας εργασίας που
κάποτε θα πρέπει να μας απασχολήσει ευρύτερα και συστηματικότερα»
Και όντως η πρόβλεψη επαληθεύτηκε, η εργασία
αυτή πράγματι μας απασχόλησε. Επανερχόμενα θέματα και μοτίβα έχουν εντοπιστεί,
δομικά, ρητορικά και διακειμενικά ζητήματα έχουν συζητηθεί και έχει επίσης αναδειχθεί
το ποιητολογικό της στίγμα, σε ένα βαθμό χάρη και στη συστηματικότητα με την
οποία ο ίδιος ο ποιητής αρχειοθέτησε το έργο του. Ωστόσο, νομίζω ότι το ερώτημα
που προκύπτει από το κριτικό σημείωμα του Αναγνωστάκη έχει μείνει αναπάντητο.
Πώς τελικά από κάτι τόσο «πολυβασανισμένο» προκύπτει μια τόσο αφοπλιστική
συγκίνηση; Από πού άραγε πηγάζει όλη αυτή η θλιμμένη υποβολή, που αποσβολώνει,
στις καλύτερες στιγμές της, τη ροή της ανάγνωσης; Ούτε κι εγώ μπορώ βέβαια να
απαντήσω, παρά μόνο σε επίπεδο εικασιών. Ήδη παραπάνω διατύπωσα κάποιες
σχετικές απόψεις, που έχουν να κάνουν με την αφομοίωση ξένων λόγων, με τη
γραμματειακή αλλά και κοινωνική μεστότητα που αντηχεί στη φωνή του ποιητή. Αλλά
η ποίηση είναι πάνω από όλα προβεβλημένη γλώσσα: Για να την προσεγγίσει κανείς
αναλυτικά, πρέπει να εστιάσει στον συντονισμό όλων των γλωσσικών επιπέδων, από
την ηχητική αξία των λέξεων, τα συντακτικά σχήματα και τους νοηματικούς
παραλληλισμούς μέχρι τις γραφηματικές ιδιαιτερότητες και τα τυπογραφικά κενά. Όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Αν θρηνώ», από την πρώτη συλλογή του
ποιητή.
Αν θρηνώ
δεν είναι τόσο γιατί έχασα το σπίτι μου
και δεν έχω πια πού την κεφαλήν κλίναι
(σ’ αυτό ίσως κι εγώ να φταίω εν μέρει)
δεν είναι τόσο για το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο
που μου νυχτώνει την όψη·
είναι που είμαι γεμάτος από λέξεις,
βάρος αβάσταχτο από λέξεις, λόγια, φράσεις
έτοιμες από καιρό, νοήματα
που δεν μπορούν να βγουν
αφού εσύ
δεν μπορείς
πια ν’ ακούς ανθρώπινες ομιλίες.
Το παραπάνω ποίημα αποτελείται κατά βάση από
έναν υποθετικό λόγο σε πρώτο πρόσωπο (Αν
θρηνώ…είναι) που συμπληρώνεται από διάφορες δευτερεύουσες προτάσεις,
αιτιολογικές και αναφορικές. Η φράση-στίχος Αν
θρηνώ, απομονωμένη και εύθραυστη στην αρχή του ποιήματος, μοιάζει να
παράγει όλο τον όγκο του λόγου που εξαρτάται από αυτήν και ταυτόχρονα την
προσδιορίζει. Όλο το βάρος της απώλειας, της ενοχής, της απομόνωσης και της
εκφραστικής αφωνίας, που δηλώνεται σημασιολογικά και αναπαριστάνεται και
γραφηματικά με τη συσσώρευση των αλληλένδετων προτάσεων, μοιάζει να προέρχεται
από αυτόν τον αδύναμο, μοναχικό θρήνο, αλλά και να τον φέρει σαν επιστέγασμα.
Παράλληλα οργανώνονται οι αρνητικές και θετικές δομές της σύνταξης: Δύο
έντεχνες αρνήσεις (δεν είναι τόσο…δεν
είναι τόσο) εισάγουν δύο διαφορετικές εκδοχές δυστυχίας, που επιβαρύνουν το
κύριο αίτιο της θλίψης, δηλαδή την αδυναμία έκφρασης, όπως αυτό εμφανίζεται
εκτεταμένο σε τέσσερις στίχους. Ή μάλλον έτσι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Γιατί
το ποίημα μας επιφυλάσσει μια τελευταία απρόβλεπτη τροπή. Ο προτελευταίος
στίχος μένει κενός τυπογραφικά, σαν να θέλει να αποτυπώσει τη απουσία, και μόνο
στην άκρη της αράδας εμφανίζεται το αιτιολογικό αφού μαζί με το δεύτερο πρόσωπο της αντωνυμίας, εσύ, ο άλλος άνθρωπος που λείπει, η
απώτερη πηγή του θρήνου. Έτσι επιπλέον η ελεγειακή διάσταση συντήκεται με την
ποιητολογική. Όπως σημειώθηκε και
παραπάνω η απλότητα των ποιημάτων του Ευαγγέλου είναι μόνο φαινομενική, και
ίσως για αυτό και τόσο καθηλωτική.
Ανάλογου τύπου παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν
και για το ποίημα «Εδώ» από την ίδια συλλογή.
Εδώ
που βρίσκομαι τώρα, μέσα σ’ αυτούς
τους
σκοτεινούς λασπωμένους δρόμους όπου προχωρούμε,
όλο
προχωρούμε μέσ’ από γούβες ψηλαφώντας,
τυφλοί
μες στο σκοτάδι και την καταχνιά
βουτώντας
ως τα γόνατα στην παχιά λάσπη-
εδώ
που βρίσκομαι σε σας μιλώ
εγώ ο
φτωχός καθώς εσείς, ο έρημος,
γυμνός
μέσα στα βρώμικα νερά σε σας μιλώ
εδώ
που τώρα βρίσκομαι, εδώ
που
τα κοράκια διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου.
Αυτό που κάνει το ποίημα αυτό ξεχωριστό δεν
είναι τόσο η δυσοίωνη εικονοπλασία του ούτε η σεφερική ανάμνηση του «στα
σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε». Είναι σε τελευταία ανάλυση η
ιδιάζουσα σύνταξη. Το κείμενο οργανώνεται γύρω από την τριπλή επαναφορά με μικρές
παραλλαγές μιας αναφορικής τοπικής πρότασης (Εδώ που βρίσκομαι τώρα[…]εδώ που βρίσκομαι […]εδώ που τώρα βρίσκομαι), η οποία διαστέλλεται από διάφορους
προσδιορισμούς και άλλες αναφορικές και μετοχικές προτάσεις. Η κύρια πρόταση ( εγώ…σε σας μιλώ) επαναλαμβάνεται δύο
φορές, αλλά το ρήμα της σχεδόν εξαφανίζεται μέσα στον όγκο και την
πολυπλοκότητα της υπόλοιπης συντακτικής σκευής. Με τον τρόπο αυτό η σχέση
κύριας και δευτερεύουσας πρότασης ουσιαστικά αντιστρέφεται. Η κύρια πρόταση, ο
βασικός φορέας του νοήματος, μοιάζει σαν
να εξαρτάται από τη δευτερεύουσα. Δηλαδή το «εδώ» και το «τώρα» της λάσπης και
του σκότους έχει αναλάβει τα ηνία του λόγου. Η ανεξάρτητη χειρονομία της
σταθερότητας, της αντίστασης και της επικοινωνίας, που εκπροσωπεί το «σε σας
μιλώ» συνθλίβεται κάτω από το βάρος της υπερτροφικής υπόταξης, που αναπαριστά σημασιολογικά
τον εγκλωβισμό και το αδιέξοδο. Επιπλέον, το υποκείμενο «εγώ» αποσυνδέεται από
το ρήμα «μιλώ» με μια σειρά στερητικών προσδιορισμών («φτωχός», «έρημος»,
«γυμνός») εξαρθρώνοντας έτσι την απόπειρα επικοινωνίας. Έτσι το ποίημα δεν
«μιλάει» για τον υπαρξιακό και κοινωνικό εφιάλτη αλλά «είναι» το ίδιο ένας
υπαρξιακός και κοινωνικός εφιάλτης, καθώς το νόημα διαποτίζει την ίδια τη
συντακτική κατασκευή.
Ως
προς τη σκηνοθεσία του τώρα, το παραπάνω ποίημα είναι χαρακτηριστικό για ένα
θέμα που διατρέχει με διάφορες μορφές τόσο την ποίηση όσο και την πεζογραφία
του Ευαγγέλου. Θα το ονομάσω προς το παρόν «δυστοπία», δηλαδή αρνητική ουτοπία,
παρόλο που η χρήση του όρου εν προκειμένω θα μπορούσε να θεωρηθεί συζητήσιμη. Η
πιο χαρακτηριστική εκδοχή της είναι το ξενοδοχείο ή πανδοχείο, άξενο και
αποτρόπαιο, με ακόμα πιο αποτρόπαιους ενοίκους. Το πανδοχείο, ο τόπος της
έξωσης και της ανεστιότητας, αντιπαρατίθεται συχνά στο χαμένο ιδανικό σπίτι των
παιδικών χρόνων, μοτίβο άλλωστε αρκετά συχνό στην ελληνική λογοτεχνία. «Τα
σπίτια που είχα μου τα πήρανε», είχε πει ο Σεφέρης στην Κίχλη, ενώ στον «Τελευταίο σταθμό», διαπίστωνε από την εξορία των
χρόνων του πολέμου: «Τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο». Ο
Ευαγγέλου όμως φαίνεται ότι έχει την εξορία μέσα του. Τα καταγώγια, οι
ασφυκτικές οικοδομές, τα τοπία στην ομίχλη, οι ανήλιαγοι, άνυδροι κήποι, η
ξενιτιά του θανάτου, οι σήραγγες και οι υπόνομοι αποτελούν το σύνηθες -μετά την
Πτώση- σκηνικό του, που εποπτεύεται αδιάφορα από έναν ανάλγητο θεό. Το πιο ενδιαφέρον
εδώ είναι ότι το τερατώδες μετατρέπεται με τον καιρό σε οικείο και τελικά σε
«κανονικό» και αγαπητό. Όπως στο μποντλερικό Πανδοχείο από τη συλλογή Απογύμνωση
(1979), που μοιάζει μάλιστα να απευθύνεται από πατέρα σε γιο, σαν υποθήκη:
Πόρνες ξεδοντιασμένες
και χοντρά ποντίκια
στους διαδρόμους,
πράκτορες, μαστρωποί,
κλέφτες, φονιάδες,
προσωπιδοφόροι,
σημαδεμένοι όλοι από
φριχτές πληγές,
με χαλασμένο το αίμα
τους, αγόρι μου, και σάπιο
το μεδούλι βαθιά βαθιά
στα κόκαλά τους
εδώ λοιπόν σου μέλεται
να ζήσεις
κι εσύ, τίποτα δεν
αλλάζει, τίποτα δεν
κινείται, ιστορία
παλιά, λάσπη αιώνια,
αγαπημένο,
βρωμερό πανδοχείο.
Χρησιμοποίησα
παραπάνω τον όρο «δυστοπία» με την έννοια ενός χρονότοπου της απανθρωπιάς και
της εξαθλίωσης, όπως, για παράδειγμα, στο 1984
του Orwell
ή
στο σύγχρονο Hunger
games
της Suzanne Collins. Αν δηλαδή η ουτοπία
επιδιώκει να παρέμβει διορθωτικά στα κακώς κείμενα της κοινωνίας αναπαριστώντας
έναν ιδανικό κόσμο, η δυστοπία κάνει ακριβώς το αντίθετο: Λειτουργεί σαν
παραμορφωτικός καθρέφτης της κοινωνίας, μεγεθύνοντας δυσοίωνα υπαρκτές κοινωνικές
τάσεις και προβάλλοντάς τις ως κυρίαρχες σε ένα απώτερο μέλλον. Και εδώ ακριβώς
έγκειται η διαφορά με το ζοφερό σκηνικό του ποιητή: Οι κλασικές δυστοπίες, όπως
και οι ουτοπίες, είναι φανταστικές και κατά κανόνα χρονικά απομακρυσμένες. Οι
δυστοπίες όμως του Ευαγγέλου εμφανίζονται ως απόλυτα πραγματικές και σύγχρονες,
ως θύλακες έκκεντρης φρίκης στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης κανονικότητας. Από
την άποψη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμφανίζουν και γνωρίσματα μιας άλλης
θεωρητικής έννοιας: Της ετεροτοπίας, όπως τη γνωρίζουμε από τον Michel Foucault, δηλαδή του υπαρκτού
κοινωνικού χώρου που στεγάζει την απωθημένη ετερότητα (όπως ψυχιατρείο, φυλακή,
γηροκομείο, κοιμητήριο). Δυστοπία και ετεροτοπία λοιπόν συνυπάρχουν εδώ όπως σε
μια κατοπτρική σχέση, που συνδέει απειλητικά το πραγματικό με το φανταστικό. Και
δεν το συνδέει απλώς: Στον κόσμο του Ευαγγέλου, καθώς το ποιητικό υποκείμενο
εθίζεται στις νέες συνθήκες, το παραβατικό και περιθωριακό διηθείται στο «κανονικό» και το μολύνει με τη διαφορά του.
Σιγά σιγά το εκτοπίζει στον χώρο της μακρινής ανάμνησης ή και το υποκαθιστά
ολοκληρωτικά, καταργώντας τα όρια ανάμεσα στο ομαλό και το αποκλίνον, τη μνήμη
και τη φαντασία, το μόνιμο και το εφήμερο. Ή μήπως τα όρια αυτά δεν υπήρχαν
ποτέ;
«Υστερόγραφο» (Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987)
Όσο για μένα μην ανησυχείτε-
είμαι καλά, πολύ καλά.
Δεν έχω
βέβαια,
τίποτα πια δικό μου, τα ‘χασα όλα
με του καιρού το πέρασμα ένα ένα
όμως βολεύτηκα
σε τούτο το ετοιμόρροπο ξενοδοχείο κι οι μέρες μου
κυλούν ειρηνικά κι ασπρίζω δίκαια.[…]
Άλλοτε
πάλι, όπως συμβαίνει και στο ποίημα «Στ’ αστεία παίζαμε» του Μανόλη Αναγνωστάκη,
ολόκληρη η ζωή ταυτίζεται με ένα στημένο παιχνίδι, όπου οι ανυποψίαστοι παίκτες
πέφτουν θύματα απάτης:
«Ένα
παιχνίδι σικέ» (Αφαίμαξη 66-70, 1971)
[…] Τώρα τι να επαναστατείς
τι να
γυρεύεις πίσω τα λεφτά σου
να
διαμαρτύρεσαι-και με το δίκιο σου- δεν ωφελεί.
Ένα
παιχνίδι σικέ η ζωή σου
και
πρέπει να το καταπιείς αυτό,
να το
χωνέψεις καλά καλά
και
γρήγορα.
Το
κακό παιχνίδι εμφανίζεται ως κοινή μοίρα των συγχρόνων του ποιητή:
«Γενιά του ΄60» (Το
χιόνι και η ερήμωση, 1994)
Ανάμεσα στο φαρμάκι της οχιάς
και του λύκου το δόντι
μες στην ομίχλη και το φόβο
μες στον πανικό
και υπό το βλέμμα πάντα των χαφιέδων
γνωρίσαμε τον κόσμο εμείς.
Για τούτο είναι τα λόγια μας φτωχά,
Δίχως εξάρσεις, δίχως μουσική,
Κι οι στίχοι μας αιμορραγούν συνήθως.
Έτσι, τελείως αυτονόητα, ένα ποίημα προφανώς κοινωνικό
μετατρέπεται σε ποίημα ποιητικής (στο πλαίσιο μιας σειράς ομόθεμων ποιημάτων)
με αντηχήσεις από την «ταπεινή τέχνη» του Καρυωτάκη και την επιθυμία του Σεφέρη
«να μιλήσει απλά»
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι
τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ
στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ
πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε
τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει
πανιά.
Ωστόσο το ποίημα του Ευαγγέλου δεν είναι
λόγια. Είναι πληγή. Βέβαια η αντίληψη για το ποίημα ως κάτι σωματικό δεν είναι
καινούρια. Προϋπάρχει στον ύστερο ρομαντισμό, στους στίχους από σάρκα και αίμα
του Καρυωτάκη, στη δερματοστικτική γραφή του Σεφέρη: Κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα εδώ που γράφω δεν είναι άλλο παρά εικόνες
που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι. Στον Ευαγγέλου όμως (και
σε άλλους μεταπολεμικούς) η σωματικότητα
εξελίσσεται σε κυριολεκτικό μαρτύριο. Η ποίηση είναι το θηρίο, το γνωστό και
από τον Σαχτούρη, το τέρας που ξεσκίζει τις σάρκες του ποιητή. Η απώτερη
προέλευση και οι λόγοι που οδήγησαν στην πύκνωση αυτού του φαινομένου στον
μεταπόλεμο αποτελούν ζήτημα προς διερεύνηση. Απ’ όπου πάντως κι αν κατάγεται
αυτή η ποιητική του πόνου και του αίματος (και συχνά και της ντροπής), είναι
σίγουρα πολύ μακριά από τον αιθέριο κόσμο του Υψηλού, της έμπνευσης και της
μεταρσίωσης, που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της παραδοσιακής τέχνης:
“Ars poetica” (Μέθοδος
αναπνοής, 1966)
To ποίημα δεν είναι
τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι
μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια
μουσική. δεν είναι
αναμονή του άγνωστου,
γοητευτική,
μες στην αβεβαιότητά
της, προσδοκία.
Το ποίημα είναι μια
ανοιχτή πληγή που τρέχει -
όσο πιο ανοιχτή τόσο
καλύτερα. κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα
μ' ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό
όπως οι χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και
την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις
λέξεις- κόκκινο,
ζεστό, το αίμα, όλοι
το ξέρουν,
το πιο θαυμαστό, το πιο
όμορφο πως είναι πράγμα.
Ο Ευαγγέλου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους
νεότερους ποιητές που έχουν χαρακτηριστεί «ποιητές της κοινωνικής οδύνης».
Γράφει με φυσικό πόνο για λογαριασμό μιας γενιάς που ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα ανάμεσα
στη δίψα για γνήσια ζωή και στην οικονομική, ηθική και πολιτισμική ασυναρτησία
ενός μικρόψυχου καιρού. Ωστόσο, το μόνιμο πένθος του δεν έχει να κάνει μόνο με
τους όρους της εποχής του. Πρόκειται μάλλον για ένα πένθος πρωτογενές και
διαχρονικό, μια ενδιάθετη αίσθηση έξωσης, σαν τη νοσταλγία πραγμάτων που δεν
ζήσαμε, σαν τη δίψα για έναν προ- πτωτικό κόσμο. Είναι ποιητής ταυτόχρονα υπαρξιακός
και κοινωνικός, λόγιος και απλός, μονήρης και συντροφικός, απελπισμένος αλλά
και αναστάσιμος. Για όλους αυτούς τους λόγους, όπως είπε κάποτε ο Εμπειρίκος
για τον Καρυωτάκη, «Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο
λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, […] τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα
πτερά, μην τον ξεχνάτε και, ακόμη, να τον αγαπάτε.» Ή, όπως είπε κάποτε ο ίδιος
για τον ζωγράφο Λουκά Βενετούλια,
ότι
πολύ μαρτύρησε η ψυχή του για την ομορφιά
και
στον τροχό οσιώθηκε το φτωχό σώμα–
καθώς, σε άφιλους καιρούς και τόπους, κοίταξε
κατάματα τον φόβο που μας ενώνει με τους άλλους:
«Είναι πολλοί» (Μέθοδος αναπνοής, 1966)
Είναι πολλοί που
ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα,
περιφέρονται ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο
σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω
απ’ το δέρμα.
Είναι πολλά τ’ αδέρφια
μου. Δεν είμαι μόνος.
Ανέστης Ευαγγέλου
Φιλολογικό ψευδώνυμο του Ανέστη Παπαδόπουλου.
Γεννήθηκε στο 1937 στη Θεσσαλονίκη όπου και έζησε.
Σπούδασε νομικά στο ΑΠΘ (έτη) και εργάστηκε ως εκτελωνιστής.
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή
«Περιγραφή εξώσεως».
Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994,
κυκλοφόρησε και η ποιητική του ανθολογία «Η δεύτερη μεταπολεμική
ποιητική γενιά, 1950-1970», από τις εκδόσεις Παρατηρητής.
Ποιητικές συλλογές:
«Περιγραφή εξώσεως», Θεσσαλονίκη, 1960 & εκδ. Χειρόγραφα, Θεσσαλο
νίκη, 1995
«Μέθοδος αναπνοής», Θεσσαλονίκη, 1966
«Αφαίμαξη ’66-’70, Θεσσαλονίκη, 1971
«Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1970)» (συγκεντρωτική έκδο
ση), Θεσσαλονίκη, 1974
«Το διάλειμμα», Θεσσαλονίκη, 1976
«Τα χάι-κάι», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1978
«Απογύμνωση», εκδ. Τραμ, Θεσσαλονίκη, 1979
«Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα», Θεσσαλονίκη, 1987
«Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986)» (συγκεντρωτική έκδο
ση),
εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1988
«Το χιόνι και η ερήμωση», εκδ. Χειρόγραφα, 1994
«Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1993)» (συγκεντρωτική έκδο
ση), εκδ. Καπάνι, Θεσσαλονίκη, 2007
Πεζογραφήματα:
«Το ξενοδοχείο και το σπίτι», 1966
«Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1985 &
εκδ. Σύγχρονοι ορίζοντες, Θεσσαλονίκη, 2001
Κείμενα κριτικής:
«Ανάγνωση και γραφή», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1981
«Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική», εκδ. Παρατηρητής,
Θεσσαλονίκη, 1990
Ανθολογία:
«Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά», εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλ
νίκη, 1994
Ποιήματα στο translatum:
- Αν θρηνώ / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Δεν την αρνιέμαι την οδύνη / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Εδώ / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Η ομίχλη / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Η σήραγγα / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Μα πώς λοιπόν μεγάλωσε τόσο / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Ποιος μπορούσε λοιπόν να φανταστεί / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Υπάρχουν άνθρωποι / Περιγραφή εξώσεως (1960)
- Είναι πολλοί / Μέθοδος αναπνοής (1966)
- Οι πράξεις / Μέθοδος αναπνοής (1966)
- Τώρα που γήινο στήριγμα / Μέθοδος αναπνοής (1966)
- Ars poetica / Μέθοδος αναπνοής (1966)
- Ένα παιχνίδι σικέ / Αφαίμαξη ’66-’70 (1971)
- Η εξήγηση / Αφαίμαξη ’66-’70 (1971)
- Θηρίο αγαπημένο / Αφαίμαξη ’66-’70 (1971)
- Κατάθεση / Αφαίμαξη ’66-’70 (1971)
- Παντού το κλέβουν το ψωμί / Αφαίμαξη ’66-’70 (1971)
- Παράξενο πουλί μου / Αφαίμαξη ’66-’70 (1971)
- Αυτά / Το διάλειμμα (1976)
- Δεν ξέρω / Το διάλειμμα (1976)
- Έλα να καούμε / Το διάλειμμα (1976)
- Έλευση / Το διάλειμμα (1976)
- Ο έφηβος άνεμος / Το διάλειμμα (1976)
- Σαν τα παλιά εικονίσματα, I / Το διάλειμμα (1976)
- Σαν τα παλιά εικονίσματα, II / Το διάλειμμα (1976)
- Στην καταφρόνια και στη φτώχεια / Το διάλειμμα (1976)
- Τα υλικά της χαράς / Το διάλειμμα (1976)
- Τις νύχτες / Το διάλειμμα (1976)
- Το φως / Το διάλειμμα (1976)
- Του χρόνου λάφυρο / Το διάλειμμα (1976)
- Άστεγα (4) / Τα Χάι-Κάι (1978)
- Της αγάπης (3, 4, 5) / Τα Χάι-Κάι (1978)
- Της αγάπης (7 & 8) / Τα Χάι-Κάι (1978)
- Της αγάπης (9, 10 & 11) / Τα Χάι-Κάι (1978)
- Από τις σχάρες / Απογύμνωση (1979)
- Στους δρόμους / Απογύμνωση (1979)
- Τώρα να γίνεις ταπεινός / Απογύμνωση (1979)
- Ωραία που λάμπει / Απογύμνωση (1979)
- Άγαλμα ή η εξαγορά / Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
- Αγάπη / Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
- Κέντημα / Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
- Λουκάς Βενετούλιας / Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
- Ο Ιησούς εγκαταλείπει τον πατέρα του / Η επίσκεψη και άλλα ποιήμα
- τα (1987)
- Το φεγγάρι / Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
- Υπεραστική συνδιάλεξη / Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
- Χέρια / Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
- Καθίζηση / Το χιόνι κι η ερήμωση (1994)
- Τα ποιήματα / Το χιόνι κι η ερήμωση (1994)
- Το χιόνι / Το χιόνι κι η ερήμωση (1994)
- Τελευταία λόγια (Ανέστης Ευαγγέλου)
- Του χρόνου λάφυρο (Ανέστης Ευαγγέλου)
- Είναι πολλοί (Ανέστης Ευαγγέλου)
- Αν θρηνώ (Ανέστης Ευαγγέλου)
Το σπίτι και ο κόσμος του Ανέστη Ευαγγέλου.
Σημειώσεις
για μια άστεγη ποιητική.
Ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου, ένας άστεγος ανάμεσα στους
νεκρούς
https://www.academia.edu/44867960/%CE%9F_%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%
CF%84%CE%AE%CF%82_%CE%91%CE%BD%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%B7%
CF%82_%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%BF%
CF%85_%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B5%
CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CF%83%
CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82_%CE%BD%CE%B5%CE%BA%
CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%82?email_work_card=title
«Κι εσύ θαρρείς πως είσαι ζωντανός;» Η ερώτηση αυτή με εισήγαγε αιφνίδια στον
κρυμμένο, θανάσιμο κόσμο του Ανέστη Ευαγγέλου.
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, σε μια από τις πανελλήνιες ποιητικές
συναντήσεις που είχαν οργανωθεί στα χρόνια εκείνα με πρωτοβουλία του ποιητή.
Ο στίχος προέρχεται από το ποίημα «Η συνάντηση», που διαβάστηκε τότε
δημόσια από τον Ευαγγέλου και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή
Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987).
Το κείμενο αυτό, παράδοξο στην απατηλά ρεαλιστική σκηνοθεσία του, δεν σταμάτη
σε να με στοιχειώνει από τότε.
Δεν έμοιαζε καν με ποίημα.
Το ύφος ήταν πεζολογικό, η στιχουργία δυσκίνητη και ασθματική, το σκηνικό
οχληρά γνώριμο, τα υλικά φθαρμένα κι ωστόσο ξάφνιαζαν σαν καινούρια.
Από πού έβγαινε όλη αυτή η αδιέξοδη ομορφιά;
Η ιστορία ήταν απλή: Ένας κουρασμένος άνθρωπος περπατάει στο λιμάνι της Θεσσα
λονίκης στη στάλα του μεσημεριού, την ώρα των δαιμονίων και των οραμάτων.
Και ξαφνικά, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, πέφτει πάνω στον νε
κρό αδερφό του, νέο πάντα και
ωραίο, σαν να μην τον είχε αγγίξει ο χρόνος:
[…] Αδελφάκι μου, είπα
και σ’ ασπάστηκα και κλαίγαμε κι οι
δυο μας
ανάμεσα στους έκπληκτους περαστικούς,
ποιος άνεμος
σ’ έφερε από τα μέρη μας μετά από
τόσον
καιρό;
[…]
«Eλπήνορα, Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;», είχε ρωτήσει αντίστοι
χα στα 1945 ο Τάκης Σινόπουλος, σε ένα «χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ'
αλάτι και το φως».
Έτσι, σαν άλλος Οδυσσέας, προσφώνησε τότε ο πρεσβύτερος ποιητής τον νεκρό
σύντροφό του στο εμβληματικό ομώνυμο ποίημα, που μας εισάγει στο ζοφερό τοπίο
του ελληνικού μεταπολέμου, σε αυτή την απέραντη νέκυια των ταπεινών.
Στον Ευαγγέλου όμως, ποιητή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, η μυθική σκευή
και η σεφερική σκηνογραφία των προγενέστερων έχουν αντικατασταθεί από την
αφόρητη κυριολεξία, από την τυραννία του συγκεκριμένου και την αστική ασχή
μια.
Ακόμα και ο αγαπημένος νεκρός αντιμετωπίζεται αρχικά με οιονεί ρεαλιστικούς
όρους, σαν ξενιτεμένος που επέστρεψε ξαφνικά μετά από χρόνια.
Μόνο μετά τις πρώτες διαχύσεις το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να θυμάται και να
εκπλήσσεται.
Μα εσύ-
Αιφνίδιο φως καταύγασε το σκοτεινό μυαλό μου
κι έντρομος και βαθιά λυπημένος μαζί
σε κοίταξα εντατικά στα μάτια-
εσύ
‘σαι
σαρανταπέντε χρόνια κιόλας πεθαμένος, ψέλλισα
και νέα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό μου.
Και τότε είναι που ο αδερφός του απευθύνει το αναπάντητο ερώτημα, που αποτελεί
ίσως και κεντρικό ερώτημα ολόκληρης της νέας ποίησης:
«Κι εσύ θαρρείς πως είσαι ζωντανός;».
Αυτό το ίδιο που ρώτησε για πρώτη φορά ο Καρυωτάκης στην «Πρέβεζα», περπατώ
ντας αργά στην προκυμαία:
«Υπάρχω» λες; Κι ύστερα «Δεν υπάρχεις!».
Ή αργότερα ο Σεφέρης, όταν διαπίστωνε «Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια /
-Έτσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω».
«Η άλλη ζωή, η βυθισμένη» φαίνεται ότι θα μείνει για πάντα βυθισμένη.
Ο υπαρξιακός θάνατος, που έχει σχεδόν ταυτιστεί με τον φυσικό θάνατο στη
λογοτεχνία του μοντερνισμού, θα επανέρχεται διαρκώς στην ποίηση αυτή με διάφο
ρες μορφές, ανακρίνοντας επίμονα τις βεβαιότητές μας.
Το ίδιο και οι νεκροί, οι εξόριστοι αυτοί της νεοτερικότητας, θα συνυπάρχουν
εδώ με τους ζωντανούς, αναστημένοι αμφίσημα ανάμεσα στον κόσμο της
ποιητικής γλώσσας και
στον κόσμο της εμπειρίας.
Ήδη οι παραπάνω επισημάνσεις έχουν δώσει, πιστεύω, ένα ποιητικό στίγμα,
ταυτόχρονα αντιπροσωπευτικό για τη γενιά του ποιητή αλλά και μοναδικό:
Αφενός διάλογος με τη γραμματειακή παράδοση και συμμετοχή στις ευρύτε
ρες ζητήσεις μιας εποχής, αφετέρου βιωματική, εξομολογητική κατάθε
ση∙ αναχώνευση του λογοτεχνικού παρελθόντος (και παρόντος) σε ώσμωση
με καθοριστικές, προσωπικές και κοινωνικές, εμπειρίες.
Και ίσως εδώ είναι η στιγμή να αναφερθεί ένα αρκετά γνωστό κριτικό
σχόλιο, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαγώνιος με αφορμή την πρώτη
συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Ευαγγέλου το 1974:
«Η συγκίνηση που φαίνεται πως τα κίνησε είναι ειλικρινής, αλλά οι
εμπειρίες είναι κυρίως βιβλιακές».
Η παρατήρηση αυτή (που σημειωτέον προκάλεσε στη συνέχεια την αντίδραση
του πεζογράφου Τόλη Καζαντζή με τη μορφή του διηγήματος
«Βιβλιακές εμπειρίες»), αποτέλεσε για μένα τη δεύτερη πύλη εισόδου στην
ποίηση του Ευαγγέλου.
Τη διάβασα τυχαία, ξεφυλλίζοντας παλιά τεύχη της Διαγωνίου, σε μια
εποχή που δεν γνώριζα ακόμα ούτε τον ποιητή ούτε τον κριτικό ούτε το διήγη
μα του Καζαντζή, και μου προκάλεσε αρκετές απορίες:
Έχουν λοιπόν κάτι επιλήψιμο οι βιβλιακές εμπειρίες; Και τι ακριβώς σημαίνει
«βιβλιακές»;
Εν αντιθέσει προς τι είδους εμπειρίες; Αυτές που αποκαλούμε βιώματα;
Δηλαδή η ανάγνωση δεν είναι βίωμα;
Και μήπως τα διαβάσματα δεν επηρεάζουν τα βιώματά μας και αντίστροφα;
Και, ακόμα, πώς είναι σε θέση ο κριτικός να διακρίνει με τόση βεβαιότητα
το προσωπικό από το βιβλιακό και να αποφαίνεται και περί της «ειλικρίνειας»
της συγκίνησης;
Και, τέλος, γιατί η «ειλικρίνεια» να αποτελεί άραγε τόσο σημαντική ποιητική
αρετή;
Τα παραπάνω θέματα, χαρακτηριστικά για τις προτεραιότητες της παραδο
σιακής ελληνικής κριτικής, σήμερα μπορούν να θεωρηθούν πλέον λυμένα
από καιρό.
Κάθε κείμενο αποτελεί εξ ορισμού ένα υφαντό από νήματα διαφορετικής προέ
λευσης, ένα πεδίο διαπλοκής ποικίλων εκδοχών λόγου.
Όσο για τα όρια του εντός και εκτός του κειμένου, αυτά δεν ισχύουν πια μετά
την κειμενοποίηση ολόκληρης της πραγματικότητας, που «διαβάζεται» και
ερμηνεύεται σαν βιβλίο. Αυτό δηλαδή που μια μερίδα της τότε κριτικής
αντιμετώπισε με επιφύλαξη σήμερα θεωρείται δημιουργικός διακειμενικός
διάλογος:
Ο Ευαγγέλου προσλαμβάνει και οικειοποιείται ένα ευρύτατο φάσμα της
ελληνικής και ευρωπαϊκής ποιητικής παράδοσης, από τον Έλιοτ και τον Ρίλκε
μέχρι τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής
γενιάς αλλά και τους συγχρόνους του της δεύτερης, και κυρίως τους Θεσσαλο
νικείς: τον Θέμελη, τον Βαφόπουλο, την Καρέλλη, τον Αναγνωστάκη, τον Χριστια
νόπουλο, τον Ασλάνογλου.
Η σεμνή φωνή του αναδεικνύεται μοναδική ακριβώς χάρη σ’ αυτή τη βα
θιά κατάδυση στα κοιτάσματα των (ποιητικών και άλλων) λόγων που διαμόρφω
σαν την εποχή και την περιοχή του, τον χρόνο και τον χώρο του.
Όπως είπε και ο δάσκαλός του Γιώργος Θέμελης
:
Εφάρμοσε την ιστορία του ποταμού, ο οποίος ξεκινάει από την πρώτη πηγή τη νερο
μάνα και τρέχει ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε
γκρεμούς, και όσο προχωρεί μεγαλώνει από λογής άφθονα νερά καθάρια, βρύσες, ρύακες,
παραπόταμους, που χύνονται εις τον ρουν του, σπέρνοντας υδρόχαρα φυτά, βοσκήματα,
πουλιά και σπίτια στο πέρασμά του, ώσπου, φτάνοντας, εισβάλλει στη θάλασσα με πολ
λή ορμή,
χωρίς να χάνει μέσα της την κοίτη του και τα γλυκά νερά του.[…]
Το έργο του Ανέστη Ευαγγέλου προσέλκυσε από την αρχή την προσοχή σημαντικών
κριτικών και μελετήθηκε αρκετά.
Ο ίδιος ο Μανόλης Αναγνωστάκης υποδέχεται ιδιαίτερα ευνοϊκά την πρώτη του
ποιητική συλλογή, την Περιγραφή εξώσεως, στο περιοδικό Κριτική (τχ. 11/12, Ιούλ.
-Αύγ. 1960, 237-239):
«Σπάνια μια ποιητική συλλογή νέου και πρωτοφανέρωτου ποιητή, τα τελευταία
χρόνια, μου έδωσε ένα τέτοιο αίσθημα πληρότητας, με έφερε σε επαφή με μια γνήσια
ποιητική φύση που δεν έχει ανάγκη από συμβατικές ενθαρρύνσεις ή πιθανολογήσεις
για το μέλλον – όπως το βιβλίο του κ. Ανέστη Ευαγγέλου «Περιγραφή εξώσεως»
(Θεσσαλονίκη 1960). Ίσως τίποτα το εντελώς καινούριο – καλύτερα θα έλεγα:
για πρώτη φορά ειπωμένο – δεν ακούγεται εκεί μέσα, το κλίμα του είναι το
γνωστό, πολυβασανισμένο μοτίβο της μοναξιάς, της εγκατάλειψης, της προσδοκίας
κάποιου δρόμου, αλλά ακριβώς γιατί απουσιάζει και η απατηλή, συνήθως, φραστι
κή πρωτοτυπία, κάθε εντυπωσιακή εκζήτηση, κάθε απόπειρα για επίδειξη συναι
σθηματικών υπερβολών – η φωνή του νέου ποιητή ακούγεται τόσο γνήσια, τόσο ειλι
κρινής, τόσο πειστική. […]
Ελπίζω το μικρό αυτό βιβλίο να προσεχτεί όπως του αξίζει και να είναι το προοίμιο
μιας εργασίας που κάποτε θα πρέπει να μας απασχολήσει ευρύτερα και συστηματικότε
ρα»
Και όντως η πρόβλεψη επαληθεύτηκε, η εργασία αυτή πράγματι μας απασχόλησε.
Επανερχόμενα θέματα και μοτίβα έχουν εντοπιστεί, δομικά, ρητορικά και διακειμε
νικά ζητήματα έχουν συζητηθεί και έχει επίσης αναδειχθεί το ποιητολογικό της
στίγμα, σε ένα βαθμό χάρη και στη συστηματικότητα με την οποία ο ίδιος
ο ποιητής αρχειοθέτησε το έργο του.
Ωστόσο, νομίζω ότι το ερώτημα που προκύπτει από το κριτικό σημείωμα του
Αναγνωστάκη έχει μείνει αναπάντητο.
Πώς τελικά από κάτι τόσο «πολυβασανισμένο» προκύπτει μια τόσο αφοπλιστική
συγκίνηση; Από πού άραγε πηγάζει όλη αυτή η θλιμμένη υποβολή, που αποσβολώ
νει, στις καλύτερες στιγμές της, τη ροή της ανάγνωσης;
Ούτε κι εγώ μπορώ βέβαια να απαντήσω, παρά μόνο σε επίπεδο εικασιών.
Ήδη παραπάνω διατύπωσα κάποιες σχετικές απόψεις, που έχουν να κάνουν με
την αφομοίωση ξένων λόγων, με τη γραμματειακή αλλά και κοινωνική μεστότη
τα που αντηχεί στη φωνή του ποιητή.
Αλλά η ποίηση είναι πάνω από όλα προβεβλημένη γλώσσα:
Για να την προσεγγίσει κανείς αναλυτικά, πρέπει να εστιάσει στον συντονισμό
όλων των γλωσσικών επιπέδων, από την ηχητική αξία των λέξεων, τα συντακτι
κά σχήματα και τους νοηματικούς παραλληλισμούς μέχρι τις γραφηματικές ιδιαι
τερότητες και τα τυπογραφικά κενά.
Όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Αν θρηνώ», από την πρώτη συλλογή του ποιητή
.
Αν θρηνώ
δεν είναι τόσο γιατί έχασα το σπίτι μου
και δεν έχω πια πού την κεφαλήν κλίναι
(σ’ αυτό ίσως κι εγώ να φταίω εν μέρει)
δεν είναι τόσο για το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο
που μου νυχτώνει την όψη·
είναι που είμαι γεμάτος από λέξεις,
βάρος αβάσταχτο από λέξεις, λόγια, φράσεις
έτοιμες από καιρό, νοήματα
που δεν μπορούν να βγουν
αφού εσύ
δεν μπορείς
πια ν’ ακούς ανθρώπινες ομιλίες.
Το παραπάνω ποίημα αποτελείται κατά βάση από έναν υποθετικό λόγο σε πρώτο
πρόσωπο (Αν θρηνώ…είναι) που συμπληρώνεται από διάφορες δευτερεύουσες προτά
σεις, αιτιολογικές και αναφορικές. Η φράση-στίχος Αν θρηνώ, απομονωμένη και εύ
θραυστη στην αρχή του ποιήματος, μοιάζει να παράγει όλο τον όγκο του λόγου που
εξαρτάται από αυτήν και ταυτόχρονα την προσδιορίζει.
Όλο το βάρος της απώλειας, της ενοχής, της απομόνωσης και της εκφραστικής
αφωνίας, που δηλώνεται σημασιολογικά και αναπαριστάνεται και γραφηματικά με
τη συσσώρευση των αλληλένδετων προτάσεων, μοιάζει να προέρχεται από αυτόν τον
αδύναμο, μοναχικό θρήνο, αλλά και να τον φέρει σαν επιστέγασμα.
Παράλληλα οργανώνονται οι αρνητικές και θετικές δομές της σύνταξης: Δύο έντεχνες
αρνήσεις (δεν είναι τόσο…δεν είναι τόσο) εισάγουν δύο διαφορετικές εκδοχές δυστυχί
ας, που επιβαρύνουν το κύριο αίτιο της θλίψης, δηλαδή την αδυναμία έκφρασης,
όπως αυτό εμφανίζεται εκτεταμένο σε τέσσερις στίχους.
Ή μάλλον έτσι φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
Γιατί το ποίημα μας επιφυλάσσει μια τελευταία απρόβλεπτη τροπή.
Ο προτελευταίος στίχος μένει κενός τυπογραφικά, σαν να θέλει να αποτυπώσει τη
απουσία, και μόνο στην άκρη της αράδας εμφανίζεται το αιτιολογικό αφού μαζί με
το δεύτερο πρόσωπο της αντωνυμίας, εσύ, ο άλλος άνθρωπος που λείπει, η απώτερη
πηγή του θρήνου.
Έτσι επιπλέον η ελεγειακή διάσταση συντήκεται με την ποιητολογική.
Όπως σημειώθηκε και παραπάνω η απλότητα των ποιημάτων του Ευαγγέλου είναι
μόνο φαινομενική, και
ίσως για αυτό και τόσο καθηλωτική.
Ανάλογου τύπου παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για το ποίημα «Εδώ» από
την ίδια συλλογή.
Εδώ
που βρίσκομαι τώρα, μέσα σ’ αυτούς
τους
σκοτεινούς λασπωμένους δρόμους όπου προχωρούμε,
όλο
προχωρούμε μέσ’ από γούβες ψηλαφώντας,
τυφλοί
μες στο σκοτάδι και την καταχνιά
βουτώντας
ως τα γόνατα στην παχιά λάσπη-
εδώ
που βρίσκομαι σε σας μιλώ
εγώ ο
φτωχός καθώς εσείς, ο έρημος,
γυμνός
μέσα στα βρώμικα νερά σε σας μιλώ
εδώ
που τώρα βρίσκομαι, εδώ
που
τα κοράκια διεκδικούν το σώμα μου και την ψυχή μου.
Αυτό που κάνει το ποίημα αυτό ξεχωριστό δεν είναι τόσο η δυσοίωνη εικονοπλασία
του ούτε η σεφερική ανάμνηση του «στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχω
ρούμε».
Είναι σε τελευταία ανάλυση η ιδιάζουσα σύνταξη.
Το κείμενο οργανώνεται γύρω από την τριπλή επαναφορά με μικρές παραλλαγές μιας
αναφορικής τοπικής πρότασης (Εδώ που βρίσκομαι τώρα[…]εδώ που βρίσκομαι […]
εδώ που τώρα βρίσκομαι), η οποία διαστέλλεται από διάφορους προσδιορισμούς
και άλλες αναφορικές και μετοχικές προτάσεις.
Η κύρια πρόταση ( εγώ…σε σας μιλώ) επαναλαμβάνεται δύο φορές, αλλά το ρήμα της
σχεδόν εξαφανίζεται μέσα στον όγκο και την πολυπλοκότητα της υπόλοιπης συντα
κτικής σκευής.
Με τον τρόπο αυτό η σχέση κύριας και δευτερεύουσας πρότασης ουσιαστικά αντιστρέ
φεται.
Η κύρια πρόταση, ο βασικός φορέας του νοήματος, μοιάζει σαν να εξαρτά
ται από τη δευτερεύουσα. Δηλαδή το «εδώ» και το «τώρα» της λάσπης και του σκότους
έχει αναλάβει τα ηνία του λόγου.
Η ανεξάρτητη χειρονομία της σταθερότητας, της αντίστασης και της επικοινωνίας,
που εκπροσωπεί το «σε σας μιλώ» συνθλίβεται κάτω από το βάρος της υπερ
τροφικής υπόταξης, που αναπαριστά σημασιολογικά τον εγκλωβισμό και το αδιέξο
δο.
Επιπλέον, το υποκείμενο «εγώ» αποσυνδέεται από το ρήμα «μιλώ» με μια σειρά
στερητικών προσδιορισμών («φτωχός», «έρημος», «γυμνός») εξαρθρώνοντας έτσι
την απόπειρα επικοινωνίας.
Έτσι το ποίημα δεν «μιλάει» για τον υπαρξιακό και κοινωνικό εφιάλτη αλλά
«είναι» το ίδιο ένας υπαρξιακός και κοινωνικός εφιάλτης, καθώς το νόημα διαποτίζει
την ίδια τη
συντακτική κατασκευή.
Ως προς τη σκηνοθεσία του τώρα, το παραπάνω ποίημα είναι χαρακτηρι
στικό για ένα θέμα που διατρέχει με διάφορες μορφές τόσο την ποίηση όσο και την
πεζογραφία του Ευαγγέλου. Θα το ονομάσω προς το παρόν «δυστοπία», δηλαδή αρνη
τική ουτοπία, παρόλο που η χρήση του όρου εν προκειμένω θα μπορούσε να θεωρηθεί
συζητήσιμη.
Η πιο χαρακτηριστική εκδοχή της είναι το ξενοδοχείο ή πανδοχείο, άξενο και απο
τρόπαιο, με ακόμα πιο αποτρόπαιους ενοίκους.
Το πανδοχείο, ο τόπος της έξωσης και της ανεστιότητας, αντιπαρατίθεται συχνά στο
χαμένο ιδανικό σπίτι των παιδικών χρόνων, μοτίβο άλλωστε αρκετά συχνό στην ελλη
νική λογοτεχνία.
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήρανε», είχε πει ο Σεφέρης στην Κίχλη, ενώ στον
«Τελευταίο σταθμό», διαπίστωνε από την εξορία των χρόνων του πολέμου: «Τώρα
που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο».
Ο Ευαγγέλου όμως φαίνεται ότι έχει την εξορία μέσα του.
Τα καταγώγια, οι ασφυκτικές οικοδομές, τα τοπία στην ομίχλη, οι ανήλιαγοι, άνυ
δροι κήποι, η ξενιτιά του θανάτου, οι σήραγγες και οι υπόνομοι αποτελούν το σύνηθες
-μετά την Πτώση- σκηνικό του, που εποπτεύεται αδιάφορα από έναν ανάλγητο θεό.
Το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι το τερατώδες μετατρέπεται με τον καιρό σε οικείο και
τελικά σε «κανονικό» και αγαπητό.
Όπως στο μποντλερικό Πανδοχείο από τη συλλογή Απογύμνωση (1979), που μοιάζει
μάλιστα να απευθύνεται από πατέρα σε γιο, σαν υποθήκη:
Πόρνες ξεδοντιασμένες
και χοντρά ποντίκια
στους διαδρόμους,
πράκτορες, μαστρωποί,
κλέφτες, φονιάδες,
προσωπιδοφόροι,
σημαδεμένοι όλοι από
φριχτές πληγές,
με χαλασμένο το αίμα
τους, αγόρι μου, και σάπιο
το μεδούλι βαθιά βαθιά
στα κόκαλά τους
εδώ λοιπόν σου μέλεται
να ζήσεις
κι εσύ, τίποτα δεν
αλλάζει, τίποτα δεν
κινείται, ιστορία
παλιά, λάσπη αιώνια,
αγαπημένο,
βρωμερό πανδοχείο.
Χρησιμοποίησα παραπάνω τον όρο «δυστοπία» με την έννοια ενός χρονότοπου της
απανθρωπιάς και της εξαθλίωσης, όπως, για παράδειγμα, στο 1984 του Orwell
ή στο σύγχρονο Hunger games της Suzanne Collins.
Αν δηλαδή η ουτοπία επιδιώκει να παρέμβει διορθωτικά στα κακώς κείμενα της κοι
νωνίας αναπαριστώντας έναν ιδανικό κόσμο, η δυστοπία κάνει ακριβώς το αντίθε
το:
Λειτουργεί σαν παραμορφωτικός καθρέφτης της κοινωνίας, μεγεθύνοντας δυσοίω
να υπαρκτές κοινωνικές τάσεις και προβάλλοντάς τις ως κυρίαρχες σε ένα απώτερο
μέλλον.
Και εδώ ακριβώς έγκειται η διαφορά με το ζοφερό σκηνικό του ποιητή:
Οι κλασικές δυστοπίες, όπως και οι ουτοπίες, είναι φανταστικές και κατά κανόνα χρο
νικά απομακρυσμένες.
Οι δυστοπίες όμως του Ευαγγέλου εμφανίζονται ως απόλυτα πραγματικές και σύγ
χρονες, ως θύλακες έκκεντρης φρίκης στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης κανονικότητας.
Από την άποψη αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμφανίζουν και γνωρίσματα
μιας άλλης θεωρητικής έννοιας:
Της ετεροτοπίας, όπως τη γνωρίζουμε από τον Michel Foucault, δηλαδή του υπαρκτού
κοινωνικού χώρου που στεγάζει την απωθημένη ετερότητα (όπως ψυχιατρείο,
φυλακή, γηροκομείο, κοιμητήριο).
Δυστοπία και ετεροτοπία λοιπόν συνυπάρχουν εδώ όπως σε μια κατοπτρική σχέση, που
συνδέει απειλητικά το πραγματικό με το φανταστικό.
Και δεν το συνδέει απλώς:
Στον κόσμο του Ευαγγέλου, καθώς το ποιητικό υποκείμενο εθίζεται στις νέες συνθή
κες, το παραβατικό και περιθωριακό διηθείται στο «κανονικό» και το μολύνει με τη
διαφορά του.
Σιγά σιγά το εκτοπίζει στον χώρο της μακρινής ανάμνησης ή και το υποκαθιστά
ολοκληρωτικά, καταργώντας τα όρια ανάμεσα στο ομαλό και το αποκλίνον, τη μνήμη
και τη φαντασία, το μόνιμο και το εφήμερο.
Ή μήπως τα όρια αυτά δεν υπήρχαν
ποτέ;
«Υστερόγραφο» (Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987)
Όσο για μένα μην ανησυχείτε-
είμαι καλά, πολύ καλά.
Δεν έχω
βέβαια,
τίποτα πια δικό μου, τα ‘χασα όλα
με του καιρού το πέρασμα ένα ένα
όμως βολεύτηκα
σε τούτο το ετοιμόρροπο ξενοδοχείο κι οι μέρες μου
κυλούν ειρηνικά κι ασπρίζω δίκαια.[…]
Άλλοτε πάλι, όπως συμβαίνει και στο ποίημα «Στ’ αστεία παίζαμε» του Μανόλη Αναγνω
στάκη, ολόκληρη η ζωή ταυτίζεται με ένα στημένο παιχνίδι, όπου οι ανυποψίαστοι
παίκτες
πέφτουν θύματα απάτης:
«Ένα
παιχνίδι σικέ» (Αφαίμαξη 66-70, 1971)
[…] Τώρα τι να επαναστατείς
τι να
γυρεύεις πίσω τα λεφτά σου
να
διαμαρτύρεσαι-και με το δίκιο σου- δεν ωφελεί.
Ένα
παιχνίδι σικέ η ζωή σου
και
πρέπει να το καταπιείς αυτό,
να το
χωνέψεις καλά καλά
και
γρήγορα.
Το
κακό παιχνίδι εμφανίζεται ως κοινή μοίρα των συγχρόνων του ποιητή:
«Γενιά του ΄60» (Το
χιόνι και η ερήμωση, 1994)
Ανάμεσα στο φαρμάκι της οχιάς
και του λύκου το δόντι
μες στην ομίχλη και το φόβο
μες στον πανικό
και υπό το βλέμμα πάντα των χαφιέδων
γνωρίσαμε τον κόσμο εμείς.
Για τούτο είναι τα λόγια μας φτωχά,
Δίχως εξάρσεις, δίχως μουσική,
Κι οι στίχοι μας αιμορραγούν συνήθως.
Έτσι, τελείως αυτονόητα, ένα ποίημα προφανώς κοινωνικό μετατρέπεται σε ποίημα
ποιητικής (στο πλαίσιο μιας σειράς ομόθεμων ποιημάτων) με αντηχήσεις από την
«ταπεινή τέχνη» του Καρυωτάκη και την επιθυμία του Σεφέρη
«να μιλήσει απλά»
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι
τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ
στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ
πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε
τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει
πανιά.
Ωστόσο το ποίημα του Ευαγγέλου δεν είναι λόγια. Είναι πληγή.
Βέβαια η αντίληψη για το ποίημα ως κάτι σωματικό δεν είναι καινούρια.
Προϋπάρχει στον ύστερο ρομαντισμό, στους στίχους από σάρκα και αίμα του
Καρυωτάκη, στη δερματοστικτική γραφή του Σεφέρη: Κάποτε συλλογίζομαι πως τούτα
εδώ που γράφω δεν είναι άλλο παρά εικόνες που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι
ή πελαγίσιοι. Στον Ευαγγέλου όμως (και σε άλλους μεταπολεμικούς) η σωματικό
τητα εξελίσσεται σε κυριολεκτικό μαρτύριο.
Η ποίηση είναι το θηρίο, το γνωστό και από τον Σαχτούρη, το τέρας που ξεσκίζει
τις σάρκες του ποιητή. Η απώτερη προέλευση και οι λόγοι που οδήγησαν στην
πύκνωση αυτού του φαινομένου στον μεταπόλεμο αποτελούν ζήτημα προς διερεύνιση
. Απ’ όπου πάντως κι αν κατάγεται αυτή η ποιητική του πόνου και του αίματος (και
συχνά και της ντροπής), είναι σίγουρα πολύ μακριά από τον αιθέριο κόσμο του
Υψηλού, της έμπνευσης και της μεταρσίωσης, που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της
παραδοσιακής τέχνης:
“Ars poetica” (Μέθοδος
αναπνοής, 1966)
To ποίημα δεν είναι
τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι
μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια
μουσική. δεν είναι
αναμονή του άγνωστου,
γοητευτική,
μες στην αβεβαιότητά
της, προσδοκία.
Το ποίημα είναι μια
ανοιχτή πληγή που τρέχει -
όσο πιο ανοιχτή τόσο
καλύτερα. κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα
μ' ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό
όπως οι χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και
την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις
λέξεις- κόκκινο,
ζεστό, το αίμα, όλοι
το ξέρουν,
το πιο θαυμαστό, το πιο
όμορφο πως είναι πράγμα.
Ο Ευαγγέλου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους νεότερους ποιητές που έχουν
χαρακτηριστεί «ποιητές της κοινωνικής οδύνης».
Γράφει με φυσικό πόνο για λογαριασμό μιας γενιάς που ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα
ανάμεσα στη δίψα για γνήσια ζωή και στην οικονομική, ηθική και πολιτισμική
ασυναρτησία ενός μικρόψυχου καιρού. Ωστόσο, το μόνιμο πένθος του δεν έχει να κάνει
μόνο με τους όρους της εποχής του.
Πρόκειται μάλλον για ένα πένθος πρωτογενές και διαχρονικό, μια ενδιάθετη
αίσθηση έξωσης, σαν τη νοσταλγία πραγμάτων που δεν ζήσαμε, σαν τη δίψα για έναν
προ- πτωτικό κόσμο.
Είναι ποιητής ταυτόχρονα υπαρξιακός και κοινωνικός, λόγιος και απλός, μονήρης
και συντροφικός, απελπισμένος αλλά και αναστάσιμος.
Για όλους αυτούς τους λόγους, όπως είπε κάποτε ο Εμπειρίκος για τον Καρυωτάκη,
«Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως
και του θανάτου, […] τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά, μην τον ξεχνάτε
και, ακόμη, να τον αγαπάτε.»
Ή, όπως είπε κάποτε ο ίδιος
για τον ζωγράφο Λουκά Βενετούλια,
ότι
πολύ μαρτύρησε η ψυχή του για την ομορφιά
και
στον τροχό οσιώθηκε το φτωχό σώμα–
καθώς, σε άφιλους καιρούς και τόπους, κοίταξε κατάματα τον φόβο που μας ενώνει με
τους άλλους:
«Είναι πολλοί» (Μέθοδος αναπνοής, 1966)
Είναι πολλοί που
ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα,
περιφέρονται ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο
σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω
απ’ το δέρμα.
Είναι πολλά τ’ αδέρφια
μου. Δεν είμαι μόνος.


Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να ακούσουμε τι έχει να μας πει και
ο Μίλτος Σαχτούρης…
Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη.
Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως.
Από τότε δημοσίευσε άλλα επτά ποιητικά βιβλία (Μέθοδος αναπνοής, 1966, Αφαίμαξη
'66-'70, 1971, Ποιήματα 1956-1970, 1974, Διάλειμμα, 1976, Χάι κάι, 1978, Απογύμνωση,
1979, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987, Το χιόνι και η ερήμωση). Το 1988 συγκέ
ντρωσε σε έναν τόμο όλη την ως τότε ποιητική δημιουργία του, που κυκλοφόρησε από
τις εκδόσεις Παρατηρητής με τον τίτλο Τα Ποιήματα, 1956-1986.
Έγραψε επιπλέον και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα Το Ξενοδοχείο και το σπίτι ,
1966 (επανέκδοση, διευρυμένημε τον τίτλο, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985),
το βιβλίο Ανάγνωση και γραφή (Παρατηρητής, 1981), στο οποίο συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής
κριτικής, και το δοκίμιο Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (Παρατηρητής,
1990).
Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή,
Το χιόνι και η ερήμωση, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα, καθώς και η ποιητική ανθολογία
Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970, από τις εκδόσεις Παρατηρητής.
Το 1995, κυκλοφόρησε πάλι η πρώτη του ποιητική συλλογή, Περιγραφή εξώσεως, από
τις εκδόσεις Χειρόγραφα.
Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά,
ιταλικά, πολωνικά, ρουμάνικα, ολλανδικά και σλοβενικά).
[Η Κατάληξη – 14 Ποιήματα] Του Ανέστη Ευαγγέλου
https://www.bibliotheque.gr/article/72957
[Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς]
Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις
μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια,
να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια
που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου,
καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι,
πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου:
είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ
που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις
νερό και λάσπη, με τα ίδια
υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου.
Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους
πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις.
[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως, 1960]
[Αγάπη]
Όρμηξαν και τον ξέσκισαν στα δυο
η λέαινα η μεγάλη κι η λέαινα η μικρή
με νύχια κόκκινα, με δόντια αστραφτερά.
(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)
Τη σάρκα σπάραξαν και μόνο στην καρδιά
και στο μυαλό σαν έφτασαν χυμήξανε
η μια στην άλλη μήπως κι αστοχήσουν
στη δίκαιη μοιρασιά.
(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)
Τέλος ριχτήκαν λιμασμένες και του λιάνισαν
τα κόκαλα κι ηδονικά τα τραγανίσανε
ως το μεδούλι κι έγλειψαν το χυμένο αίμα
μην απομείνει τίποτε να τον θυμίζει πια.
(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)
[Από τη συλλογή Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987]
[Το φως]
Και στα πιο σκοτεινά λαγούμια
τα πιο βαθιά
τα πιο λησμονημένα
έρχεται κάποτε
ωσάν σε διάλειμμα
κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει
θαυματουργό
παρήγορο
το φως.
[Από τη συλλογή Το διάλειμμα, 1976]
[Η κατάληξη]
Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως.
Σ’ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη,
και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά,
αρχίζουν να σου τα παίρνουν μέσ’ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν.
Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μας κλέβουν στα χαρτιά.
Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως.
Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας,
πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα της νιότης,
γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα.
Τέλος,
μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή,
αληθινά δικά μας.
[Από τη συλλογή Αφαίμαξη ’66-’70 (1971) – Ενότητα Το κακό παιχνίδι]
[Είναι πολλοί]
Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.
Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.
[Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής – 1966]
[Το πρόσωπό σου]
Το πρόσωπό σου είν’ ένα άστρο
ένα άστρο μικρό και καθαρό πάνω από τα ερείπια
ένα άστρο από πρόσωπο παιδιού πάνω απ’ το γερασμένο χρόνο.
Το πρόσωπό σου είν’ ένα κλεφτοφάναρο μέσα στη νύχτα
φωτιά για να ζεσταίνουν τα χέρια τους οι μοναχικοί
για όσους τους βασανίζει κρίση στέγης.
Το πρόσωπό σου οδυνηρή γωνιά μέσα στη μνήμη
χώρος ιερός επιστροφής, πληγή της σκέψης
όταν απ’ το φθαρμένο κόσμο λείπει, άφθαρτο, το πρόσωπό σου.
[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως – 1960]
[Μην απορείς, μητέρα]
Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι, μητέρα· αυτόν εικονίζουν.
Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.
Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δε βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ’ όρθιο το κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ’ απ’ ερείπια ν’ ανοίγει δρόμο και να προχωράει.
[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως – 1960]
[Παντού το κλέβουν το ψωμί]
Παντού το κλέβουν το ψωμί.
Τ’ αρπάζουν χέρια τοκογλύφων,
το παίρνουν Γραμματείς Εντεταλμένοι,
το χώνουμε σε υπόγεια, το στοιβάζουν.
Εκεί τ’ αναλαμβάνουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι
και στα σοφά των δάκτυλα Ειδικοί,
χείλη ποιητών, αβρά, το κάνουν ύμνο
να τον μαθαίνουν τα παιδιά,
του πλέκουν φωτοστέφανο να λάμπει.
Εκεί αρχίζει η λεπτή διαδικασία,
οι απαραίτητες διεργασίες συντελούνται,
επέρχονται οι εκπληκτικές διαμορφώσεις
για να βγει θάνατος μια μέρα
για να βγει αίμα.
Παντού το κλέβουν το ψωμί
Θεέ μου, παντού.
[Aπό τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) – Ενότητα Ανάβαση]
[Οι πράξεις]
Αρχίζω πια να δυσκολεύομαι με την ομιλία
να χάνω λίγο λίγο το δώρο που μου χάρισαν οι θεοί.
Περίσσεψαν οι πράξεις, φίλοι μου, μας πλάκωσαν,
μας σύντριψαν με το περίσσιο βάρος τους∙
δε φτάνουν πια τα λόγια, δεν επαρκούν,
δε βγαίνουν καν κάτω απ’ το βάρος
των πράξεων.
Ήδη μπερδεύονται τα λόγια μου, τραυλίζω,
χάνουν σιγά σιγά τη συνοχή τους
χάνουν τη δύναμη και το ζεστό τους αίμα
ακόμα λίγο και θα γίνουν άναρθρες κραυγές.
Οι πράξεις μας,
όγκοι χωμάτων, μπάζα και σιωπή,
μας έπνιξαν.
[Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής – 1966]
[Ο έφηβος άνεμος]
Καθώς ο έφηβος άνεμος σηκώνεται τη νύχτα
και στη λεύκα μπαίνει βαθιά πλάι στο ποτάμι
κι εκείνη ανατριχιάζει σύγκορμη και σειούνται
όλα μεμιάς τα φύλλα της κι αναριγούν
κι οι πιο κρυφές της ρίζες–
όμοια
μπήκα και βγήκα μέσα σου νυχτερινός,
ακούραστος,
κι αναριγήσανε τα πιο βαθιά σου φύλλα.
[Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) – Ενότητα Στο καμίνι]
[Τώρα να γίνεις ταπεινός]
Τώρα να γίνεις ταπεινός, ν’ αφήσεις
τη μάταιη σοφία των βιβλίων και στης πράξης
το μεγάλο σχολείο να μαθητέψεις.
Εκεί να δεις
πόσο λίγο μετρούν, πόσο φτωχά φαντάζουν
όλα τα χρόνια που έχασες γνώσεις μαζεύοντας,
όλα σου τα χαρτιά μαζί πως δεν βαραίνουν
στη δίκαιη πλάστιγγα που όλους τελικά θα μας μετρήσει
–όχι την υπερβατική εκείνη αλλά την άλλη,
την πιο ταπεινή, που καθημερινά, ωστόσο, μας ελέγχει–
όσο μια μόνο απλή χειρονομία ζεστής
αλληλεγγύης προς τ’ αδέλφια σου, μια ανώνυμη,
ανάμεσα σε χιλιάδες παρόμοιες ολόγυρά σου,
πράξη θυσίας.
[Από τη συλλογή Απογύμνωση (1979) – Ενότητα Το πανδοχείο]
[Αυτά]
Αυτά τα μάτια, έτσι καθώς
αδιόρατα σου χαμογελούν και σε ανακρίνουν
εισδύοντας από τις αφύλαχτες ρωγμές στα ενδότερα,
λάμποντας εκτυφλωτικά,
αυτά τα μάτια είναι μαγνήτες καταστροφικοί–
μια μέρα θα σε κάψουν.
Ετούτα τα μαλλιά, έτσι όπως
μέσα τους χάνεσαι μεθώντας απ’ την ευωδιά,
εισπνέοντας άπληστα, ως την τρέλα, το φαρμάκι τους,
και στο λαιμό σου τυλίγονται βαλσαμικά
και σε ναρκώνουν,
ετούτα τα μαλλιά είναι πλοκάμια–
μια μέρα θα σε πνίξουν.
Αυτά τα χέρια, έτσι καθώς
απαλά περπατούν επάνω στο κορμί σου
και τρυφερά σου κλείνουν μία μία τις πληγές,
αδιάκοπα, κιόλας, ταξιδεύοντας στον ύπνο σου, τυραννικά,
και καθώς κύμα πονετικό, της άνοιξης, σε νανουρίζουν–
θα ’ρθει μια μέρα που θα σε σκοτώσουν.
Αυτά τα μάτια, αυτά τα μαλλιά, κι αυτά τα χέρια.
[Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) – Ενότητα Στο καμίνι]
[Κατάθεση]
Βρέθηκα στο καταγώγιο –
μη με ρωτάτε πώς βρέθηκα.
Σε σκοτεινές, υπόγειες αίθουσες, αποπνιχτικές,
ξύπνησε ένα πρωί η γενιά μας
και των πατέρων μας η γενιά
και των παιδιών μας.
Ανάγκη τώρα να τα καταγράψω όλα μη χαθούν
να ειπώ μ’ ακρίβεια όση μπορώ αυτά που είδα
μην τ’ αλλοιώσουν πληρωμένοι ιστορικοί,
ανάγκη να τα σώσω σαν τιμαλφή πολύτιμα
για μένα και για σένα και γι’ αυτούς που θα ’ρθουν.
Εκεί –τα είδα όλα με τα ίδια μου τα μάτια –
ανάμεσα από τους καπνούς, τη μπόχα, τις βρισιές,
ανάμεσα από μαχαιρώματα κι από καβγάδες,
παίζαν στα ζάρια δολοφόνοι αδίσταχτοι
παίζανε χαρτοκλέφτες προσωπιδοφόροι,
με χάχανα, σαν ένα τίποτα, παίζαν το αίμα μας,
το αίμα μας και το αίμα των παιδιών μας.
Βρέθηκα στο καταγώγιο –
έφταιγα εγώ, εσύ, ποιος φταίει,
υποψία απαίσια με βασανίζει
μήπως βοήθησα κι εγώ ασυναίσθητα,
μην έβαλα μια πέτρα με τη σιωπή,
μην έφερα νερό και λάσπη με την αδιαφορία.
Πού είναι ο αναμάρτητος, ο καθαρός, ο δίκαιος,
που θα χωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια
εδώ που η σήψη έχει μολύνει τον αέρα,
πού είναι ο αδιάφθορος, ο αδέκαστος,
ποιος θα μας δικάσει.
[Από τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) – Ενότητα Ανάβαση]
[Καθίζηση]
Στον Γιώργο Αράγη
Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Ήταν που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος
απ’ την αρχή
ήταν που κλέψαν οι εργοδηγοί
και οι εργολάβοι
που βάλανε λειψό χαρμάνι
οι αχρείοι
ήρθε από πάνω και η βροχή
κι ανοίξανε τα ουράνια
και κάθισε
και βούλιαξε
και γέμισε ρωγμές βαθιές
ωσάν πληγές
κι ωσάν κραυγή διαμαρτυρίας προς τα άστρα.
Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Σαν τη ζωή μου.
[Από τη συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα, 1994) – Ενότητα Ερήμωση (1989-1993)]
artworks : Lino Lago
ΔΕΣ και:https://www.facebook.com/%CE%91%CE%BD%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%B7%
CF%82-%CE%95%CF%85%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%
85-871185102991507/Ανέστης Ευαγγέλου
ΠΗΓΗ:https://www.apotipomata.com/anestis-evaggelou-erimostrouthi-emiron/
Γράφει ο Ε. Μύρων
Ωραία παγίδα στολισμένη μ’ άνθη
Γραμματολογικά ο Ευαγγέλου (1937-1994) ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Ο τόσο αμφισβητημένος (και αμφισβητήσιμος..) τεμαχισμός της ποίησης σε «γενιές» έχει
απασχολήσει όλους τους κριτικούς λογοτεχνίας. Ωστόσο μπορούμε να αντλήσουμε κάποια
χρήσιμα στοιχεία για τη συνέχεια τα οποία θα αποτελέσουν ένα επιπλέον βοήθημα για την
πληρέστερη ανάγνωση των ποιημάτων.
Μια παιδική ηλικία σημαδεμένη από την Κατοχή και την Αντίσταση και στη συνέχεια μια
εφηβική ηλικία κατάστικτη από τις σφαίρες του Εμφυλίου δεν μπορεί παρά να περάσει και
στην ποίηση…
Στην καταφρόνια και
στη
φτώχεια
Στην καταφρόνια και
στη
φτώχεια πέ
ρασες τα χρόνια σου–
μην το ξεχνάς.
Κι αν τώρα
τόσο αναπάντεχα εγύ
ρι
σε ο
τροχός
και βρήκες ρούχα κι έντυ
σες τη
γύμνια σου
και σπίτι και φωτιά
να
ζε
σταθείς
και δυο γλυκές κουβέ
ντες–
μη λησμονείς ποτέ την προ
σφυγιά
και μιαν αγάπη για
τους
στε
ρημένους.
Το διάλειμμα (1976)
Ο Ευαγγέλου δεν κρύβει νοήματα, δεν έχει αινιγματώδεις καταπακτές στους στίχους του,
είναι ειλικρινής, ευθύς και εξομολογητικός. Μας εμπιστεύεται. Σε όλα τα ποιήματα μάς μιλά
ει κάποιος που ζει μέσα στην απομόνωση, στην ψυχική και σωματική στέρηση, στην ερημιά.
Καταδικασμένος σε έναν ατέλειωτο μονόλογο, χωρίς έναν έστω συνομιλητή…
Αν θρηνώ
Αν θρηνώ
δεν είναι τόσο γιατί
έχα
σα το
σπίτι μου
και δεν έχω πια πού
την
κεφα
λήν κλίνη
(σ’ αυτό ίσως κι εγώ να
φταίω
εν μέρει)
δεν είναι τόσο για το σύννεφο που μου
τυλίγει το πρόσωπο
που μου νυχτώνει την
ό
ψη∙
είναι που είμαι γεμά
τος
από
λέξεις,
βάρος αβάσταχτο από
λέξεις,
λόγια, φράσεις
έτοιμες από καιρό,
νοήματα
που δεν μπορούν να
βγουν
αφού εσύ
δεν μπορείς πια ν’ ακούς
ανθρώ
πινες ομιλίες.
Περιγραφή εξώσεως
(1960)
Νιώθει εξόριστος, ακόμα και στο ίδιο του το σαρκίο, ωστόσο, κάτι μέσα του ακόμα σιγοκαίει,
κάτι του λέει πως κάπου εκεί έξω υπάρχουν συνοδοιπόροι…
Είναι πολλοί
Είναι πολλοί που ουρλιά
ζουνε
τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα,
περι
φέρονται
ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο
σίδερο
μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω
απ’ το
δέρμα.
Είναι πολλά τ’ αδέρ
φια
μου.
Δεν είμαι μόνος.
Μέθοδος αναπνοής
(1966)
…και πως μέσα στα χαλάσματα και στα ερείπια, αν ψάξει καλά, κάτι θα βρει…
Τα υλικά της χαράς
Ανάμεσα από σωρούς
σκου
πιδιών,
ερειπίων, θανάτων
και ποταμούς δακρύ
ων,
λάμπουνε καταχωνια
σμένα,
ελάχιστα,
τα υλικά της χαράς.
Ψάχνε
με υπομονή και πίστη
α
πέραντη
καθώς τα πετεινά τ’
ουρα
νού σε
χιονισμένον
έρημο κάμπο
και μάζευέ τα πετραδάκι
πετραδάκι.
Το διάλειμμα (1976)

Μήπως η επιλογή ψευδωνύμου αντί του «ληξιαρχικού» του ονόματος (Ανέστης Παπαδόπου
λος λένε τα επίσημα χαρτιά…) μας λέει κάτι; Θα μπορούσα να ρισκάρω μια υπόθεση: ο ποιη
τής επιλέγει τον προσωπικό του δρόμου ακόμα κι εκεί. Ασφυκτιά σε κάτι που του έδωσαν άλ
λοι, θέλει την δική του υπογραφή. Βέβαια, ο Ευαγγέλου το αποδίδει σε άλλους λόγους «(…)η
ενασχόληση με τη λογοτεχνία, και ιδιαίτερα με την ποίηση, εθεωρείτο ίδιον… μη σοβαρού αν
θρώπου την εποχή εκείνη, και οι ποιητές ζούσαν περίπου ως παράνομοι και παρίες του κοινωνι
κού περιθωρίου»
Σίγουρα υπάρχουν και περιπτώσεις που το ψευδώνυμο επελέγη για αισθητικούς λόγους, ό
πως στην περίπτωση του Ελύτη (Αλεπουδέλης…), όμως κάθε αληθινός ποιητής, όντας φύσει
αναρχικός, δεν μπορεί να αντέξει οτιδήποτε δεν επιλέγει η συνείδησή του…
Πρόλαβε, ποίηση
Τούτη την τελευταία ώρα που
νιώθω κιόλας
να τρίζουν τα θεμέ
λι
μου,
που ακούω
οι μυστικοί μου αρμοί
να
παίζουν,
απειλώντας με
κάθε στιγμή να πέσω
και
να
σωριαστώ–
τούτη την ύστατη ώ
ρα
πρόλαβε, ποίηση
λέξεις
αίμα από το αίμα μου
από τη σάρκα μου σάρ
κα
πρόλαβε, ποίηση
πριν έρθει η νύχτα
να διασώσω κάτι από
το
πρό
σωπό μου.
Περιγραφή εξώσεως
(1960)
Για κάθε έναν που βυθίζεται στα μύχια της ψυχής του η υπαρξιακή αγωνία είναι αναπόφευ
κτο… συναπάντημα. Πόσο μάλλον για έναν ποιητή που φτάνει στα βαθύτερα στρώματα του
Είναι από οποιονδήποτε άλλον – για να θυμηθούμε τον Φρόιντ. Ίσως γι’αυτό ο Πάουντ ήθελε
τόσο πολύ εκείνη τη δουλειά στο καπνοπωλείο…
Ενδοστροφή
Ποιος είμαι λοιπόν
εγώ
και
ποιον
σκοπό εξυπηρετεί η
ύπαρ
ξή μου;
Η άγνωστη δύναμη
που
απ’
το βαθύ
σκότος μάς σπρώχνει
σε
διά
λειμμα φωτός
για να μας πάρει πάλι
το
σκοτάδι
γατί το ’κανε αυτό για
μένα.
Την παρουσία μου τι
δικαι
ολογεί
ποιος απόκρυφος σκο
πός,
ακατανόητη
βούληση ποια, ικανοποι
είται
και πώς
το ακατανόητο τούτο
νο
ητό
να το κάνω
για να καταλάβω τη
ση
μα
σία μου
και να υπάρξω.
Αν τρόπος υπάρχει
να
μου
φανερω
θεί το μυστικό
θα ’στεργα σ’ όλα τα
μαρ
τύρια,
την πάσα
αθλιότητα πρόθυμος
να
δεχτώ·
θα τα ’δινα
όλα, κι αν όλα ωστόσο
δεν
έφτα
ναν, και το πιο
πολύτιμο: την ψυχή
μου.
Αλλά μήπως
δεν είν’ έτσι τα πράγμα\
τα,
μήπως
μυστικό δεν υπάρχει
κι
ό,τι
ως τώρα
μυστικό λέγοντας εννο
ούσα
δεν είναι
παρά της φαντασίας
μου
πλάσμα, ή
ακόμα, μήπως
το ίδιο αυτό που με
κά
νει
να ρωτώ
κι αιτία έγινε να γρα
φούν αυ
τοί οι στίχοι
είναι το ίδιο, που γυ
ρεύω
να
βρω, μυστικό;
Κόκαλά μου
σώμα μου θαυμαστό
που
υπάρχεις
και σε ψηλαφώ
μέλη που με τη βέβαι
η
σας
ψαύω
αφή μου, κι εσύ
δύναμη μυστική που
όλα τα
κύτταρά
μου διατρέχεις,
αφού πια δεν υπάρ
χουν
θεοί για
να μ’ ακούσουν
βοηθήστε με, τούτη
την
έσχα
τη ώρα,
της ύπαρξής μου
την ισορροπία μη χά
σω,
μη
διαλυθώ.
Τα ποιήματα (1956-
1970)
Έτσι, εν μέσω ερειπίων και χαλασμάτων, η καταφυγή στη τέχνη είναι μονόδρομος.
Συγκεκριμένα στην ποίηση ψάχνει ο Ευαγγέλου το νηπενθές φάρμακο. Κάτι ήξερε ο
Αλεξανδρινός που έγραφε:
(…)
Εις σε προστρέχω Τέ
χνη
της
Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις
απ
φάρ
μακα·
νάρκης του άλγους δο
κι
μές,
εν Φα
ντασία και Λόγω.
Είναι πληγή από φρικτό μα
χαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέ
ρε
Τέχνη
της
Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για
λί
γο—
να μη
νοιώθεται η πληγή.
(Μελαγχολία του Ιάσο
νος
Κλεάν
δρου· ποιητού
εν Kομμαγηνή·
595 μ.X.)
Όσο κι αν τον έχει βασανίσει στέκει μοναδική παρηγοριά για τον Ευαγγέλου:
Θηρίο αγαπημένο
Θηρίο αγαπημένο, πό
σα
χρόνια
περάσαμε μαζί, τι νύ
χτες
και τι αυγές, τι μεση
μέ
ρια,
τι απόβραδα.
Τι αίμα ήπιες,
θηρίο μου, τι σάρκα
έφα
γες,
τι σπλάχνα σπάραξες
ζεστά,
αχόρταγο πάντοτε και
διψα
σμένο,
ακόρεστο–
κι εγώ ο τρελός ακόμα
σ’
αγαπώ.
Αφαίμαξη ’66-’70
(1971)
Τὰ Γράμματα
Θὰ πάψω πιὰ νὰ γρά
φω
ποι
ήματα
ἔριξες τὸ χρυσό σου δα
χτυλί
δι μὲς στὴ
θάλασσα
στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ
νεκρὸ
κρανίο
κι ὅλα τὰ βουλιαγμέ
να
καρά
βια βγῆκαν
στὸν ἀφρὸ
κι ὁ καπετάνιος ζωντα
νὸς
κι οἱ ναύκληροι νὰ χα
μο
γελᾶνε
εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ
γρά
φω
ποιήματα
καὶ στὸ παράθυρο τοῦ
σπι
τιοῦ μου
τοῦ προγονικοῦ
ὁ πατέρας μου καὶ ἡ
μητέ
ρα μου
κουνᾶνε τὰ μαντήλια
τους καὶ
χαιρετᾶνε
τὰ ποιήματά μου ὅμως
δὲν μπό
ρεσαν νὰ
τὰ διαβάσουν
ἔχουν ξεχάσει νὰ δια
βά
ζουν
λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ
τὸ δέλ
τα ἔψιλον
καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέ
ματα
στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κό
κκινου
γελαστοῦ
κρανίου μὲ ξεγέλασες
γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέ
λα
σα
καὶ μὲ πιστέψατε
κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ
σκιὲς
πάντα θὰ γράφω ποιή
ματα
ΧΡΩΜΟΤΡΑΥΜΑΤΑ
(1980)
Ο Ευαγγέλου προσπαθεί να εκφραστεί και, στις περισσότερες περιπτώσεις, το πετυχαίνει με
μια θαυμαστή οικειότητα. Τα εργαλεία του απλά, καθημερινά, αφτιασίδωτα…
Ο Ιησούς εγκαταλεί
πει
τον
πατέρα του
Βρήκα χτες βράδυ
το
Χριστό,
ρακένδυτο, σε μια
γω
νιά να
ζητιανεύει.
Ήταν ισχνός και κάτω
χρος,
μες στο δριμύ
ψύχος του φετινού χει
μώνα,
αξύριστος,
τα δόντια του χτυπού
σαν, βή
χας φριχτός
του ξέσκιζεν αλύπητα
το
στήθος.
Καθίσαμε σ’ ένα πα
γκά
κι κι
έβγαλα
κονιάκ από το πανωφό
ρι
μου
και του έδωσα.
Μάλωσα με το γέρο
μου,
αδελφέ μου,
τα βρόντηξα όλα κι
όπως
όπως τώρα
στου λιμανιού τα στέ
κια
αυτά
τη βγάζω,
μου είπε και μου ζήτησε
τσιγάρο.
Η επίσκεψη και άλλα
πο
ιήμα
τα (1987)
Η ποίηση είναι παράνοια για ένα θαυμαστικό, σχιζοφρένεια για ένα κόμμα κι ο ποιητής είναι
ο μεσολαβητής που μας οδηγεί στον Κόσμο. Είναι υπεύθυνος να ψάξει μέσα στα νεοπλάσμα
τα και να μας ανακοινώσει τα αποτελέσματα της θεότυφλης αυτής μάχης κι όχι να κλειστεί
στο ιδιωτικό δωμάτιο ενός προσωπικού καημού, το βεληνεκές του οποίου φτάνει τα όρια
της αφέλειας…
Ένας που πείστηκε –
Ανέστης
Ευαγγέλου
Σώπασαν μέσα του
πια
οι
κραυγές
του σπαραγμού
κι οι τελευταίες εστί
ες
αντι
στάσεως.
Δεν υπάρχει πλέον, δεν
επα
ναστατεί,
τα ρούχα του δε σκίζει,
ουδέ
χτυπιέται,
τις νύχτες δεν ουρλιά
ζει
απελ
πισμένα.
Ακόμα και σ’ Αυτόν,
όπου
συχνά
στο παρελθόν,
σαν τελευταία ελπίδα
,
είχε
προσφύγει,
δεν έχει πια καμιάν
εμπι
στοσύνη-
άλλωστε είχε κωφεύ
σει
συστηματικά.
Φρόντισε, βέβαια, η
ζωή
στο μετα
ξύ και με σοφές
δόσεις, του στράγγιξε
με
θοδικά
όλο το αίμα,
τον έπεισε τελειωτι
κά.
Ένας παραιτημένο
ς τώρα,
ένας σιωπηλός,
δίχως σκληρές γραμ
μές,
δίχως
χαρακτηριστικά,
με μια αδιόρατη,
πικρή
γραμμή,
μόνο στα χείλη,
αδιάφορος, γαλήνιος
κι
ευτυ
χισμένος.
Τα ποιήματα 1956-
1993
,
Εκδόσεις
Kαπάνι (2007)
Παραίτηση; Ναι, όμως για να δούμε και πιο μέσα. Για κάποιους η ελευθερία ξεκινά όταν τε
λειώνει η λαχτάρα για… ελευθερία. Μην ακούτε αυτά τα ηχηρά που κάνουν μόνο για μότο
ρομαντικών ψυχών στο facebook, ὀπως: επτά φορές να πέσεις, οκτώ να σηκωθείς ή άλλα τέ
τοια παρόμοια που δεν προσφέρουν τίποτα και μόνο μας κουράζουν με την κοινοτοπία τους.
Όπως κακοί στίχοι μας βαραίνουν τα βλέφαρα με την… αβάσταχτη ευκολία τους ή την πλη
κτική χρηστομάθειά τους. Πέφτω πάνω σε πολλούς στίχους ποιητών, οι οποίοι είτε είναι κε
νοί νοημάτων και στοχασμού είτε κακέκτυπα άλλων ποιητών, που αναπαράγουν τσιτάτα που
θα εξόργιζαν και τον… Κοέλιο.
Φτάνεις την πραγματική αλήθεια όταν η ζωή σού διαψεύσει όλα τα πλασματικά όνειρα ή
ό,τι σου έχουν φορτώσει για όνειρο στην πλάτη. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας
δεν είναι παραίτηση, είναι αυτογνωσία. Κι αυτός είναι ο ρόλος της ποίησης, να στέκεται
αλλεργική στον κομφορμισμό και να σαλπίζει την αλήθεια. Υπάρχει η ποίηση των καρτ
ποστάλ, υπάρχει ο Καρυωτάκης κι ο Ρεμπώ. Επιλογές…
Υπεραστική συνδιάλε
ξη
Εχτές το βράδυ μου
τηλε
φώνησε
ο πατέρας μου.
Στείλε μου μερικά
πενηνταράκια ούζο,
μου
είπε,
και καναδυό κούτες
τσι
γάρα
σέρτικα, να κάθουμαι
τα
βράδια
να σας συλλογιέμαι
.
Και –να μην
το ξεχάσω– και πεντέ
ξι
δίσκους
φωνογράφου μ’ εκείνα
τα πα
λιά, ξέρεις,
ποντιακά τραγούδια,
τα
λυπητερά.
Εδώ στα ξένα δύσκο
λα περ
νούν οι μέρες
και πού να βρεις τσιγά
ρα,
ούζο
και τραγούδια
της πατρίδας, στα μα
γα
ζάκια
τ’ ουρανού.
Η επίσκεψη και άλλα
ποιήματα (1987)













