δες :https://theodwrapappa.blogspot.com/2022/03/blog-post.html :
Ανέστης Ευαγγέλου :ο βίος ,το έργο του : ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Γ. Π. -
Ανέστης Ευαγγέλου
http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_a_38_01.html
Μην απορείς, μητέρα
Το Ποιημα Περιλαμβανεται στην ποιητική συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960).
Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια, λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα, το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως δικά του είναι μητέρα· αυτόν εικονίζουν. Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία, χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν, πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.
Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει το γιο σου, που εσύ δεν βλέπεις: μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα που τον στυλώνει, τον κρατά μ' όρθιο κεφάλι, που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα, μέσ' απ' τα ερείπια ν' ανοίγει δρόμο και να προχωράει. |
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
Τάκης Μάρθας (1905-1965), Μορφή
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Απευθυνόμενος (πρώτη στροφή) στη μητέρα του, ο ποιητής α) αποδίδει κάποιους χαρακτηρισμούς στα ποιήματά του και τον ίδιο και β) εκφράζει την υποψία πως πιθανόν να μη τον αναγνωρίζει. Να επισημάνετε αυτούς τους χαρακτηρισμούς και να δικαιολογήσετε την υποψία του.
- Στη δεύτερη στροφή το κλίμα μεταστρέφεται. Σε τι οφείλεται αυτό και πώς εξωτερικεύεται;
Λατρεύω το ποίημα του Ανέστη Ευαγγέλου, όσο και του Άρη Αλεξάνδρου.
Άρης Αλεξάνδρου
Με τι μάτια τώρα πια
Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
τα εξηντατέσσερα
μπορούσες να ‘σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν’ αρπαζόσουνα από ‘να φύλλο πράσινο
απ’ τα γυμνά κλαδιά
απ’ τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα ‘μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να ‘χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα-
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να ‘ρθεις και να μ’ αγγίξεις μέσ’
από τη σίτα*
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που ‘χω τριγύρω μου τις πέ-
τρες σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.
ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
[Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή Ευθύτης οδών (1959).]