Η νύχτα μας εχώρισε απ’ όσους αγαπάμε, 1978
ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.
Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.
(ἀπὸ τὰ Ποιήματα, Ἴκαρος 1998)
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kikh_dhmoyla/various.htm#%CE%9A%CE%9F%CE%9D%CE%99%CE%91%CE%9A_%CE%9C%CE%97%CE%94%CE%95%CE%9D_%CE%91%CE%A3%CE%A4%CE%95%CE%A1%CE%A9%CE%9D
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Κονιάκ Μηδέν Αστέρων2. Το έργο της
3. Το ποίημα «Κονιάκ Μηδέν Αστέρων»
ελεγειακού χαρακτήρα, που έχουν επίκεντρο τον χρόνο, τη μνήμη, την απουσία και τον
θάνατο. Τα συναισθήματα που κυριαρχούν φέρουν τη σφραγίδα του βιώματος του θανάτου:
η ποιήτρια δοκιμάστηκε από την απώλεια του συζύγου της το 1985. Σαν αντιστάθμισμα της
λύπης και της οδυνηρής απουσίας επιστρέφει συνεχώς στο παρελθόν μέσω της μνήμης,
ανασυνθέτοντας στιγμές, εικόνες, πρόσωπα και αποτολμώντας συνομιλία με τον χρόνο, για
να εξοικειωθεί με την αμείλικτη ροή του, να απαλλαγεί από το δέος της φθοράς και τη λήθης.
Η προσωπική εμπειρία την οδηγεί τελικά σε μια συνολική στοχαστική διείσδυση στο
αμετάκλητο του θανάτου. Και στη συλλογή αυτή η ποιήτρια επιμένει στην τεχνική της
χρήσης αφηρημένων εννοιών με υπόσταση υποκειμένων, ενώ ο λόγος της διακρίνεται για τη
μουσικότητα και την υποβολή του.
φωτογραφίες, έχοντας αποτυπώσει στιγμές του παρελθόντος, ζωντανεύουν τη μνήμη και
ξυπνούν αναμνήσεις. Για την ποιήτρια η φωτογραφία αποκαλύπτει κυρίως την τραγική
διάσταση της ζωής, τονίζει την παροδικότητα, τη φθορά και την απουσία. Τα πρόσωπα, τα
αισθήματα, οι τόποι που ανακαλούν οι φωτογραφίες υπογραμμίζουν τη διαφορά ανάμεσα σε
ακινητοποιημένες στιγμές του παρελθόντος και στο παρόν και αναδεικνύουν την απώλεια, το
κενό. Γενικά, αποτελούν για την ποιήτρια ένα συνεχές κάλεσμα της μνήμης και τροφοδοτούν
την ποίησή της με εικόνες και αισθήματα. Προκαλούν νοσταλγία, μελαγχολία, αναπόληση,
σκεπτικισμό για τη ζωή και την ύπαρξη, παράλληλα όμως προσφέρουν και μια παρηγοριά
απομακρύνοντας τη λήθη.
Ο τίτλος του, που ξαφνιάζει, παραπέμπει σε κάτι φθαρμένο, ξεθωριασμένο, όπως το κονιάκ
που δε φέρει στην ετικέτα του αστέρια, με την έννοια ότι έχει ξεθυμάνει. Κυρίαρχο ρόλο στο
ποίημα έχει η μνήμη, που ανακαλείται σκόπιμα μέσα από μια παλιά φωτογραφία, για να
καλύψει το κενό μιας απουσίας. Πρώτα δημιουργείται η ψυχολογική ατμόσφαιρα που
προετοιμάζει την ανάκληση της μνήμης και έπειτα ακολουθεί το σχόλιο στη φωτογραφία.
Θέμα του ποιήματος είναι η επιστράτευση της μνήμης με τη βοήθεια μιας παλιάς
φωτογραφίας, για να απαλύνει ο πόνος της απώλειας του αγαπημένου προσώπου.
παρηγοριά απέναντι στη ανελέητη φθορά του χρόνου, που σημαδεύει την ανθρώπινη ζωή. Η
ιδέα δομείται στους αντιθετικούς άξονες παρελθόν – παρόν, παρουσία – απουσία, έρωτας – θάνατος. Στοιχείο δομής του ποιήματος είναι η επανάληψη «να σταθούμε στο πλευρό / ας σταθούμε στο πλευρό» (στ. 45
και 910),
που συνδέει το «ανώφελο» της πρώτης στροφικής
ενότητας (δηλαδή το ανώφελο της παρηγοριάς και της μνήμης) με τη «μικρή φωτογραφία»
της δεύτερης.
Το ποίημα χωρίζεται σε δύο νοηματικές ενότητες.
1η: στ. 18.
Η μνήμη σαν αντίδοτο στα δάκρυα και στον πόνο.
Τα δάκρυα δεν μπορούν πλέον να ανακουφίσουν τον πόνο. Η δοκιμασία της απώλειας
έχει ανατρέψει τα πάντα στη ζωή. Μένει μόνο η καταφυγή στην πικρή παρηγοριά των
αναμνήσεων.
2η: στ. 916.
παρελθόντος. Το νεαρό ζευγάρι που ποζάρει στη φωτογραφία αγκαλιασμένο σε μια
παραλία πιστεύει ότι τίποτα δε σκιάζει την ευτυχία του. Γιατί τότε η ζωή ήταν μόνο χαρά.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει: ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου
προκάλεσε ριζικές ανατροπές (αταξία), τίποτα δεν είναι όπως πριν.
έχει μεγάλη πείρα ο χαμός: η δοκιμασία μιας απώλειας οδηγεί στη συνειδητοποίηση τηςτραγικότητας της ύπαρξης.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του ανώφελου: ανώφελη εννοεί την παρηγοριά που
προσφέρει η μνήμη, προσπαθεί εντούτοις να την ζωντανέψει.
να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη: να ξυπνήσει η μνήμη, οι αναμνήσεις.
να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας σε ό,τι έχει πεθάνει: (σαρκασμός) η μνήμη είναι
μάταιη, δεν μπορεί να καλύψει το κενό της απουσίας.
είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της: η φωτογραφία απεικονίζει δυο νέους με όλο τομέλλον ακόμα μπροστά τους.
ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι: ανώφελα, γιατί ο ένας από τους δύο δεν υπάρχει πια.
και πού δεν ήταν τότε θάλασσα: για τους δύο νέους παντού υπήρχε τότε χαρά.
σταθούμε», «να ξαναβρεί» κ.ά.), καθώς και τα ουσιαστικά: στην πρώτη στροφική ενότητα
τα αφηρημένα («αταξία», «τάξη», «χαμός»», «μνήμη» κ.ά.) και στη δεύτερη κυρίως τα
συγκεκριμένα («φωτογραφία», «νέοι», «παραλίας» κ.ά.), αποκαλύπτοντας έτσι ένα από τα
κύρια γνωρίσματα της τεχνικής της Δημουλά, τη σύνδεση δηλαδή του αφηρημένου με το
συγκεκριμένο. Ουσιαστικό ρόλο έχουν επίσης τα επιρρήματα «ακόμα», «ανώφελα»,
«ανωνύμως» και «τότε», που υπογραμμίζουν τη ροή του χρόνου και την αντίθεση ανάμεσα
στο παρελθόν και στο παρόν.
Τ
του χαμού του αγαπημένου της προσώπου. Με ύφος παραινετικό («να σταθούμε», «να
ξαναβρεί») προβάλλει την καταφυγή στη μνήμη, αφού η πικρή πείρα έδειξε ότι τίποτε άλλο
δεν μπορεί να ανακουφίσει τον πόνο της απουσίας και του θανάτου. Αν και πρόκειται για
προσωπικό βίωμα, η ποιήτρια χρησιμοποιεί βασικά το γ΄ ενικό πρόσωπο, σε μια προσπάθεια
αποστασιοποίησης, για να αποφύγει τους συναισθηματισμούς. Η χρήση του α΄ πληθυντικού
σε δύο περιπτώσεις («να σταθούμε», «ας σταθούμε») δεν ανατρέπει την εντύπωση αυτή. Την
αποστασιοποίηση ενισχύουν οι προσωποποιημένες έννοιες και αντικείμενα (δάκρυα, τάξη,
αταξία, χαμός, μνήμη κ.ά.), που μοιάζουν σαν να είναι αυτά οι φορείς της ποιητικής δράσης,
ενώ η ποιήτρια παρακολουθεί σαν παρατηρητής, αναθέτοντάς τους να εκφραστούν για αυτήν
(π.χ. «έχει μεγάλη πείρα ο χαμός»). Η τεχνική αυτή δίνει στο ποίημα μια ατμόσφαιρα
έντασης. Το β΄ ενικό πρόσωπο στο τέλος («θα πεις») κάνει πιο αισθητή την παρουσία του
ποιητικού υποκειμένου, που δείχνει να απευθύνεται προς τον αναγνώστη ή και να μονολογεί.
Η εμπειρία της απώλειας έδειξε ότι τα δάκρυα και οι θρήνοι είναι μάταια, γιατί δεν της
προσέφεραν καμιά ανακούφιση. Ο αποφθεγματικός στίχος 2 εκφράζει τη γενικότερη πείρα
ανθρώπων που πέρασαν παρόμοια δοκιμασία: Ο θάνατος προκαλεί μεγάλη ανατροπή, φέρνει
την «αταξία», αναστατώνει ανεπανόρθωτα τη ζωή. Εκείνοι που δεν το έχουν ζήσει δεν
ξέρουν και δεν μπορούν να καταλάβουν. Όποιος έχει δοκιμαστεί από την απώλεια (τον
χαμό) έχει αποκτήσει τεράστια πείρα, συνειδητοποιώντας με τρόπο οδυνηρό την
παροδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης (στ. 3).
στη μνήμη, αν και γνωρίζει πως και αυτή είναι ανώφελη (στ. 45),
γιατί δεν μπορεί να
αποκαταστήσει την απουσία, να καλύψει το κενό. Θέλει όμως να την ενεργοποιήσει, γιατί
είναι το μόνο που της μένει (στ. 6), ενώ παράλληλα, με ένα σχήμα οξύμωρο (στ. 78),
σαρκάζει τον εαυτό της που παραδίνεται συνειδητά σε αυτή την αμφίβολη παρηγοριά. Όμως
η μνήμη, πέρα από το να προσφέρει μια πικρή παρηγοριά, έχει και έναν άλλο πολύ πιο
σημαντικό ρόλο για την ποιήτρια: κρατάει ζωντανή την ανάμνηση εκείνου που έφυγε, για να
μην την ξεθωριάσει η λήθη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η μνήμη ζωντανεύει μέσα από μια
φωτογραφία που έχει ακινητοποιήσει κάποια στιγμή από το ευτυχισμένο παρελθόν.
φωτογραφία. Και αυτή όμως παρουσιάζεται σαν να έχει τη δική της ζωή («είναι ακόμα στον
ανθό του μέλλοντός της»): Το ζευγάρι που απεικονίζεται σε αυτή είναι γεμάτο νιάτα και
έρωτα, έχει το μέλλον μπροστά του και τίποτα δε δείχνει να συννεφιάζει τη ζωή του. Την
εποχή της φωτογραφίας ήταν και οι δύο ανυποψίαστοι και ανέμελοι, δεν μπορούσαν να
σκεφτούν ότι υπάρχει χωρισμός και θάνατος. Ακριβώς αυτή την αρνητική κατάληξη
προοικονομεί η φράση «ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι», εκφράζοντας την άποψη της
ώριμης και μοναχικής πλέον ποιήτριας για τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το
αγκάλιασμα, ο έρωτας, η χαρά είναι ανώφελα, αφού υπάρχει πάντα το αναπότρεπτο τέλος. Η
παραλία της φωτογραφίας είναι γεμάτη ζωή, η θάλασσα απέραντη και γεμάτη υποσχέσεις. Η
ποιήτρια δε θυμάται ποιο ακριβώς μέρος ήταν, εξάλλου θεωρεί ότι αυτό έχει μικρή σημασία,
γιατί το σημαντικό είναι να νιώθει ο άνθρωπος χαρά όπου κι αν βρίσκεται. Και εκείνη την
εποχή της νιότης και του έρωτα κυριαρχούσε η χαρούμενη διάθεση, η αισιοδοξία, η ευτυχία:
παντού «ήταν θάλασσα», αντίθετα με την τωρινή πραγματικότητα, που όλα είναι θλιβερά και
έρημα. Αυτή η αίσθηση ματαιότητας που κυριαρχεί στην ψυχή της ποιήτριας απαλύνεται
κάπως από τη νοσταλγία για το παρελθόν. Η φωτογραφία, ως σύμβολο του χρόνου και της
μνήμης, έχει γλιτώσει από τη λήθη κάποιες στιγμές χαράς, αυτά τα «ανώφελα»
αναμνήσεις, η αδυνατισμένη από τον χρόνο μνήμη, που προσπαθεί να διατηρηθεί ζωντανή με
τη συνδρομή μιας παλιάς φωτογραφίας. Το ξεθυμασμένο ποτό μπορεί να παραπέμπει επίσης
στην άχαρη και ανούσια ζωή της ποιήτριας, η οποία επιχειρεί να καλύψει με τις αναμνήσεις
το ψυχικό κενό που της δημιούργησε η απώλεια του αγαπημένου προσώπου (βλ.
περισσότερα στην απάντηση της ερώτησης 1).
κλίμα, που προετοιμάζει την ανάκληση της μνήμης. Παρουσιάζει πρώτα τους στοχασμούς
και τα συναισθήματά της απέναντι στο αμετάκλητο γεγονός του θανάτου (στ. 15)
και στη
συνέχεια προαναγγέλλει την ενεργοποίηση της μνήμης («Σιγάσιγά
να ξαναβρεί το λέγειν της
η μνήμη») με τη βοήθεια της φωτογραφίας («Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής
φωτογραφίας»). Ξεκινάει δηλαδή από το αφηρημένο (συλλογισμοί), για να περάσει στη
συνέχεια στο συγκεκριμένο (φωτογραφία), ενώ σε πολλά άλλα ποιήματά της ακολουθεί
αντίστροφη σειρά. Χώρος του ποιήματος είναι ο εσωτερικός, οι φωτογραφίες συνδέονται με
τον χώρο του σπιτιού. Μέσα στη μοναξιά του δωματίου βρίσκουν έδαφος να γεννηθούν οι
στοχασμοί. Ο χρόνος δεν προσδιορίζεται. Η αντίθεση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν
τονίζεται με την παλιά φωτογραφία.
ύφος έναν τόνο ειρωνείας («το λέγειν», «ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης»). Διακρίνονται
επίσης αρκετά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γλώσσας της Δημουλά, όπως οι
προσωποποιημένες έννοιες και αντικείμενα (π.χ. δάκρυα, τάξη, αταξία, χαμός, μνήμη), η
ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου των επιθέτων (π.χ «στο πλευρό του ανώφελου») και το
οξύμωρο σχήμα («να δίνει συμβουλές μακροζωίας σε ό,τι έχει πια πεθάνει»). Γενικά, η
γλώσσα έχει δραστικότητα και πρωτοτυπία. Το ύφος είναι απλό και οικείο.
Ο στίχος είναι ελεύθερος, οργανωμένος σε δύο 8/στιχες στροφικές ενότητες.
αταξία η τάξη να σωπαίνει», «έχει μεγάλη πείρα ο χαμός», «στο πλευρό του ανώφελου», «να
ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη» κ.ά.). Υπάρχουν επίσης μεταφορές («να δίνει ωραίες
συμβουλές μακροζωίας», «ας σταθούμε στο πλευρό …», «που είναι ακόμα στον ανθό του
μέλλοντός της», «και πού δεν ήταν τότε θάλασσα» κ.ά), σχήμα ασύνδετο («Ναύπλιο Εύβοια
Σκόπελος»), σχήμα οξύμωρο (στ. 78),
σχήμα υπερβατό («Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια
των δακρύων»), αντιθέσεις (αταξία –τάξη) κ.ά.
αμεσότητα της γλώσσας. Ο στίχος φορτίζεται συγκινησιακά με τις προσωποποιημένες
έννοιες, τις τολμηρές εκφραστικές επιλογές, τον τόνο ειρωνείας και σαρκασμού. Το
αφηρημένο συνδέεται με το συγκεκριμένο σε μια προσπάθεια ανασύνθεσης μορφών που δεν
υπάρχουν πια, ενώ η παρουσία του θανάτου τονίζει την αίσθηση της ματαιότητας και της
φθοράς. Ο περασμένος χρόνος είναι διαρκώς παρών, τον συντηρεί και τον επιμηκύνει η
φωτογραφία, που είναι «στον ανθό του μέλλοντός της». Ο διάλογος της μνήμης με την
παροδικότητα της ύπαρξης, η συνεχής συνομιλία με τον χρόνο και ο τρόπος που αυτός
ακινητοποιείται στη φωτογραφία εντείνουν την αίσθηση του προσωρινού και του φθαρτού,
υπογραμμίζοντας τον υπαρξιακό και μεταφυσικό χαρακτήρα της ποίησης της Δημουλά.
Ανάλογα με τον αριθμό τους, τα αστέρια στην ετικέτα του κονιάκ πιστοποιούν την
ποιότητά του. Συνήθως το ποτό αυτό είναι τριών, πέντε ή επτά αστέρων, δεν υπάρχει όμως
«κονιάκ μηδέν αστέρων». Ο τίτλος αιφνιδιάζει και έχει ειρωνικό περιεχόμενο. Υπονοεί ένα
ποτό που έχει χάσει τη γεύση και τη σπιρτάδα του, είναι δηλαδή ξεθυμασμένο. Σε σχέση με
το περιεχόμενο του ποιήματος, ο τίτλος υπονοεί τη λειτουργία της μνήμης, που είναι και αυτή
ξεθωριασμένη και προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την ανάμνηση του προσώπου που έχει
φύγει μέσα από αντικείμενα που το θυμίζουν ή μέσα από παλιές φωτογραφίες, σε μια
απεγνωσμένη προσπάθεια να νικήσει τη φθορά του χρόνου, να αποτρέψει τη λήθη. Η
παρηγοριά όμως που δίνουν οι αναμνήσεις είναι μικρή, είναι μια προσπάθεια σχεδόν
ανώφελη. Η μνήμη δεν μπορεί να καλύψει την απουσία ούτε να χαρίσει δυνατές συγκινήσεις
και εντάσεις. Μοιάζει με το ξεθυμασμένο κονιάκ, που δεν προσφέρει καμία ευχαρίστηση.
Πιο γενικά, μπορούμε να πούμε επίσης ότι το ξεθυμασμένο ποτό παραπέμπει στην τωρινή
άχαρη και ανούσια ζωή της ποιήτριας, η οποία προσπαθεί μάταια να αναπληρώσει την
απώλεια του αγαπημένου προσώπου με τη συνδρομή της μνήμης.
2. Τι απεικονίζει κατά τη γνώμη σας η παλιά φωτογραφία;
Η ποιήτρια αφιερώνει στην περιγραφή της φωτογραφίας τρεις σύντομους αλλά
περιεκτικούς στίχους (στ. 1214):
Απεικονίζονται σε αυτή δύο νέοι αγκαλιασμένοι σε μια
παραλία που σφύζει από ζωή και χαρά, με φόντο πίσω τους τη θάλασσα. Ότι πρόκειται για
ζευγάρι το υποδηλώνει η λέξη «αγκαλιασμένοι». Ότι το ζευγάρι αυτό ήταν η ίδια η ποιήτρια
και ο αγαπημένος της αποκαλύπτεται από την αίσθηση πίκρας και ματαιότητας που
αναδύεται από τη λέξη «ανώφελα», η οποία αναφέρεται στο παρόν και δείχνει ότι έχει
μεσολαβήσει μια απώλεια, ότι η ποιήτρια, με την τωρινή της εμπειρία, βλέπει αυτό το
αγκάλιασμα σαν κάτι μάταιο, αφού τώρα όλα έχουν ανατραπεί από κάτι αμετάκλητο, που
είναι ο θάνατος. Την ταυτότητα του ζευγαριού υποδηλώνει επίσης η μεταφορική έκφραση
που αναφέρεται στη φωτογραφία «που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της» και
ιδιαίτερα η λέξη «ακόμα». Την εποχή της φωτογραφίας όλη η ζωή ήταν ακόμα μπροστά και
το μέλλον διαγραφόταν ευτυχισμένο, ενώ τώρα όλα έχουν τελειώσει.
3. Ποιες έννοιες αποκτούν στο ποίημα υπόσταση υποκειμένων;
Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τεχνικής της Δημουλά είναι η προσωποποίηση
αντικειμένων και εννοιών. Στο ποίημα είναι πολλές οι έννοιες που αποκτούν υπόσταση
υποκειμένου όπως: η τάξη και η αταξία («Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει»), ο
χαμός («έχει μεγάλη πείρα ο χαμός»), το ανώφελο («Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου»), η μνήμη («να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη / να δίνει ωραίες συμβουλές
μακροζωίας»). Υπόσταση υποκειμένου παίρνουν επίσης και αντικείμενα όπως: τα δάκρυα
(«τα λόγια των δακρύων»), η φωτογραφία («που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της»),
η παραλία («ευθυμούσης παραλίας»). Αυτές οι έννοιεςπρόσωπα
είναι συχνά οι φορείς της
δράσης, εκφράζοντας τα συναισθήματα και τις σκέψεις του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο
αποσύρεται στον ρόλο του παρατηρητή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η φράση «έχει
μεγάλη πείρα ο χαμός», στο οποίο, αντί να μιλήσει άμεσα η ίδια η ποιήτρια για την
προσωπική της εμπειρία του χαμού, του θανάτου, παρουσιάζει την αφηρημένη έννοια
«χαμός» να έχει αποκτήσει αυτή την πείρα. Η ανάθεση ρόλων προσώπων στις αφηρημένες
έννοιες, τα οποία μιλούν, δρουν, αισθάνονται, αυξάνει τη συναισθηματική ένταση,
αποτρέποντας παράλληλα το ρηχό συναισθηματισμό.
4. Γιατί δεν έχει σημασία ο ακριβής προσδιορισμός του τόπου; Γιατί ήταν παντού τότε
θάλασσα; Αποκτά η λέξη θάλασσα διαστάσεις συμβόλου στο ποίημα; Τι εντέλει σημαίνει το
να είναι παντού θάλασσα; Και τι θα σήμαινε το να μην είναι πουθενά;
Η ερωτηματική φράση σε σχήμα ασύνδετο του στίχου 14 («Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;»)
αφήνει σκόπιμα απροσδιόριστο τον τόπο όπου τραβήχτηκε η φωτογραφία. Για την ποιήτρια
δεν έχει σημασία ο τόπος αλλά η πληρότητα των συναισθημάτων. Την εποχή της
φωτογραφίας κυριαρχούσε ο έρωτας, η νιότη, η ανεμελιά. Όπου και αν βρισκόταν με τον
αγαπημένο της ήταν ευτυχισμένη. Για αυτό «παντού ήταν θάλασσα», παντού ένιωθαν την
ίδια χαρά. Η θάλασσα έχει, επομένως, συμβολική σημασία στο ποίημα. Παραπέμπει στη
νιότη, στη χαρούμενη διάθεση, στην ξεγνοιασιά και στην ευτυχία, αν και κρύβει επίσης στο
βάθος και την ιδέα του ασταθούς και του φευγαλέου, όπως είναι τα νιάτα και η χαρά. Την
εποχή εκείνη η ζωή απλωνόταν μπροστά τους γεμάτη υποσχέσεις, σε αντίθεση με το παρόν,
που όλα έχουν αλλάξει. Τώρα είναι πλέον σαν να μην είναι πουθενά θάλασσα, γιατί ο καιρός
της ευτυχίας έχει περάσει οριστικά και το ζευγάρι δεν είναι πια μαζί, αφού ο ένας έχει φύγει
από τη ζωή.
Η αοριστία του τόπου μπορεί να εκφράζει επίσης με τρόπο έμμεσο την επέλαση της
λησμονιάς. Όσο περνά ο καιρός, οι αναμνήσεις θολώνουν και διατηρούνται μόνο όσα
απεικονίζει απτά η φωτογραφία. Η καταφυγή σε αυτή βοηθά την ποιήτρια να πολεμήσει το
δέος της λήθης, να νικήσει τον κόσμο της σιωπής.
Α1. Ποια στοιχεία του περιεχομένου του ποιήματος φανερώνουν τον υπαρξιακό χαρακτήρα
της ποίησης της Δημουλά;
Α2. Με ποιο τρόπο το μοτίβο της φωτογραφίας δίνει μεταφυσική διάσταση στην ποίηση της
Δημουλά;
Β1. Με ποιο τρόπο πετυχαίνει η ποιήτρια να συνδέσει το συγκεκριμένο με το αφηρημένο στο
ποίημα;
Β2. Ποιος είναι ο ρόλος της επανάληψης των στίχων 45
και 910;
Γ1. Με ποια εκφραστικά σχήματα και τεχνικές της γλώσσας πετυχαίνει η ποιήτρια την
ειρωνεία και τον σαρκασμό;
Γ2. Να εξηγήσετε της μεταφορικές εκφράσεις του τίτλου και των στίχων 11 και 16.
Δ1. Να σχολιάσετε το θεματικό μοτίβο της φωτογραφίας και τον ρόλο του στο ποίημα.
Δ2. Να αναπτύξετε το νόημα των στίχων 15.
και τις αναλογίες με το «Κονιάκ Μηδέν Αστέρων».
των δακρύων οι μεγάλες συγκεντρώσεις.
Μνήμη και παρόν ψάχνουν να κρυφτούν
από τη διαύγειά τους.
Αραιά και πού καμιά τουφεκιά
πότε από κείνο το ευκρινές
χαράκωμα η λύπη πότε από αμυδρότερο.
Στρατηγική να δείξει τάχα
ότι έρχονται ενισχύσεις.
Ας παραδοθεί.
Έχει σχεδόν επικρατήσει η φωτογραφία σου.
Εξαπλώθηκε όπου βρήκε άμαχη επιφάνεια
αποδεκατισμένη αίσθηση πρόθυμη για γαλήνη.
Ανεμίζει στων βλεμμάτων τα υψώματα
όχι σαν έθιμο αδρανές μελαγχολικό
μα ως γενναίος συκοφάντης της απώλειάς σου.
Μέρα τη μέρα πείθει πως τίποτα δεν άλλαξε
ότι ήσουν πάντα έτσι, από χαρτί
εκ γενετής φωτογραφία σε συνάντησα
ανέκαθεν πως έτσι σ’ αγαπούσα γυρολόγα
από εικόνα σε απεικόνιση
κι από απεικόνιση σε εικόνα σου αρκέστηκα.
Μνήμη και παρόν πρέπει να κρυφτούν
από τη διαύγειά τους.
Αραιά και πού καμιά τουφεκιά αμυδρή
μαρτυρία υπέρ σου η λύπη
ας παραδοθεί.
Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε
είναι η απουσία μας.
Παράξενο. Στο προπατορικό αμάρτημα:
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου τον απαγορευμένο καρπό
πέρασε κήπος κάποτε. της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
Στο άλλο χέρι πέρασε πίστη κάποτε.
κρατώ πέτρα
Με χάρη και έπαρση. Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Υπόνοια καμιά Φοράει στολή δισταγμού.
ότι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις, Δεν έχει ακόμα προφτάσει να είναι
προγεύομαι άμυνες. σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε. πέρασ’ επάρκεια κάποτε.
Χαμογελώ. Συ δεν φαίνεσαι.
Η καμπύλη του χαμόγελου, Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο
το κοίλο αυτής της διαθέσεως, για να ‘χω σταθεί στην άκρη του
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο, κρατώντας λουλούδι
έτοιμο. και χαμογελώντας,
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι.
Πέρασε στόχος κάποτε. Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
Και προδιάθεση νίκης. ζωή πέρασε κάποτε.
Πηγή: www.patakis.gr
https://latistor.blogspot.com/2010/07/blog-post_4126.html
Με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται η αίσθηση της ματαιότητας των ανθρώπινων
Η ποιήτρια θέλοντας να εκφράσει το αίσθημα της ματαιότητας για κάθε τι ανθρώπινο που
Ο τίτλος κονιάκ μηδέν αστέρων χρησιμοποιείται για να αποδώσει με μια πρωτότυπη μεταφο
«Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων.» Τα δάκρυα προσωποποιούνται, αποκτούν
«Όταν μιλάει η αταξία ή τάξη να σωπαίνει.» Οι προσωποποιήσεις συνεχίζονται με την α
Όταν μιλάει η αταξία
η τάξη να σωπαίνει.
«έχει μεγάλη πείρα ο χαμός». Στο στίχο αυτό προσωποποιείται ο χαμός, ο οποίος μάλιστα
«Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό / του ανώφελου». Με μια ακόμη προσωποποίηση, αυ
«Σιγά – σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη» Ο στίχος αυτός, όπως ο πρώτος και ο δεύτερο
Η μνήμη προσωποποιείται και καλείται «να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας / σε ό,τι