Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

Κ.Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ,Ελεγεία και σάτιρες (1927) Βράδυ [Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…]

 








Κ.Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ,Ελεγεία και σάτιρες (1927)

,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Βράδυ [Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα…]
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
,,,,,,,,,
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα ’λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιάν ανέλπιστη χαρά,
για ποιές αγάπες
για ποιό ταξίδι ονειρευτό.
Κ.Γ. Καρυωτάκης,
Ποιήματα και πεζά, Ερμής
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
ΒΑΣΙΚΟ ΘΕΜΑ
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Το ποίημα «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα» ενσαρκώνει την ανικανότητα και την αδυναμία του ποιητή, που τον κάνει να συναισθάνεται και την τραγικότητά του.
Ο ποιητής επειδή γνωρίζει την ματαιότητα του κόσμου, δεν μπορεί να χαρεί με τις εφήμερες απολαύσεις που του προσφέρονται. Ο ποιητής δεν αισθάνεται την χαρμοσύνη της εποχής που έρχεται· δεν νιώθει ικανός να το κάνει…το μόνο που κάνει είναι να αφήνει ελεύθερη την ψυχή του να ταξιδέψει σε έναν κόσμο ονειρευτό, μαγικό, και να σκορπίσει την ευωδιά της σαν δέσμη από τριαντάφυλλα μέσα στην «νύχτα» του πραγματικού κόσμου.
ΜΙΑ ΚΑΙΡΙΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΕΠΙΔΡΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΗΤΗ
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης έζησε σε μια εποχή γενικευμένης παρακμής. Η παρακμή αυτή κυριάρχησε σε όλες τις πνευματικές εκδηλώσεις της εποχής του. Ο ίδιος δεν προσαρμόστηκε στην αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών και ουσιαστικά απαρνήθηκε το περιβάλλον του.
Έζησε απομονωμένος και περιχαρακωμένος γύρω από τον ποιητικό του οίστρο, που μετουσίωνε πάντα το επίκαιρο σε αιώνιο και το φθαρτό σε άφθαρτο και υψιπετές. Ήταν ένας άνθρωπος με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και ιδιαίτερη ψυχοσύσταση, που τον έκανε να ξεχωρίζει από όλους τους άλλους.
Έτσι, ενωρίς ξεκίνησε να δρα υπονομευτικά στα θεμέλια της νεοελληνικής ποίησης, υιοθετώντας τον ελεύθερο, όχι όμως άρρυθμο, στίχο και παρεμβάλλοντας μοτίβα μελαγχολίας και αμφισβήτησης στο έργο του.
Ο Καρυωτάκης με την ποιητική του δημιουργία άφησε ανεξάλειπτα σημάδια στην ποίηση, αποτυπώνοντας κυρίως την βιοθεωρία του και την βαθιά φιλοσοφημένη στάση του μπροστά στο φαινόμενο της ζωής και του θανάτου.
Ένα από τα πολλά ποιήματά του, το οποίο μου προξένησε ισχυρή υφολογική εντύπωση, είναι το «Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα», όπου εκεί αντηχεί η οιμωγή της τσακισμένης ψυχής του ποιητή.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ 1η
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Η εισαγωγική παρομοίωση, με την οποία ξεκινά το ποίημα, προσδίδει μια ερωτική, σχεδόν ονειρική, διάσταση στο βράδυ, το οποίο είναι εκ προοιμίου μαγικό για τον ποιητή. Του μεταδίδει έναν «ηλεκτρισμό», τον οποίο αναγνωρίζει με το ρήμα «είδα».
Αμέσως αντιλαμβανόμαστε την γενικευμένη μελαγχολία του ποιητή, για τον οποίο η φύση βρίθει από συμβολισμούς που μετουσιώνουν τα συναισθήματά του σε εικόνες και αρώματα. Ο λυρισμός του ποιήματος είναι έκδηλος, με το ποιητικό υποκείμενο να παραδίδεται κυριολεκτικά στην δίνη της ομορφιάς του περιβάλλοντος.
Στο συγκεκριμένο ποίημα, ο Καρυωτάκης θαυμάζει την ωραιότητα, το κάλλος, και καταφεύγει στην ποίηση για να λυτρωθεί από την απογοήτευση, την απελπισία, τη δυσχέρεια τού να επικοινωνήσει με τον υπόλοιπο κόσμο.
Θεωρεί ότι οι ποιητές είναι καταραμένοι γιατί αναγκάζονται να ζουν και να δημιουργούν ανάμεσα σ’ αυτόν τον κόσμο της υποκρισίας, της κακίας και της μιζέριας. Στην δεύτερη στροφή ο ποιητής δίνει χρόνο στον εαυτό του για να περιηγηθεί το τοπίο· τώρα, όμως, βλέπει ότι και αυτή η προσπάθειά του να ξεφύγει από τη μονοτονία μένει χωρίς αποτέλεσμα.
Εκφράζει έλλειψη αυτοπεποίθησης, αδυναμία, ματαιότητα, συναισθήματα που αποκαλύπτουν την εγγενή ανικανότητα του ποιητή να επιτύχει την μέθεξη με έναν κόσμο ευτελή και κενό.
(Γιώργος Τ. Τσερεβελάκης Φιλόλογος)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ερμηνεία 2η
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ο Καρυωτάκης αντιλήφθηκε τα δώρα και την ομορφιά της ζωής σαν μια θεσπέσια ανθοδέσμη.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Όλες του οι αισθήσεις κινητοποιούνται. Στους δρόμους υπάρχει μια “Χρυσή”, “λεπτότατη ευωδιά” (μεταφορά), που του φέρνει ψυχική ευφορία. Εδώ έχουμε μια εικόνα όπου σε πρώτο πλάνο βρισκεται η όσφρηση και σε δεύτερο η όραση. Αυτή η ταυτόχρονη ενέργεια δύο αισθήσεων (όσφρησης και ακοής) ονομάζεται συναισθησία.
Νιώθει πως είναι τελείως ασύμβατος ο βαθύς προβληματισμός με μια τόσο ανάλαφρη, ερωτική και θελκτική βραδιά.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται φυσικά την ιδιαίτερη γοητεία που είναι σε θέση να ασκήσει η ζωή, δεν μπορεί όμως, έστω κι αν θα το ήθελε, να νιώσει πραγματική ευτυχία.
Ο ποιητής αντικρίζει το βράδυ αυτό σαν ένα μπουκέτο, σαν μια δέσμη από τριαντάφυλλα, υποδηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη γοητεία που άσκησε στην ψυχή του η νυχτερινή εκείνη ώρα.
Ένιωθε τα δώρα και την ομορφιά της ζωής σαν μια θεσπέσια ανθοδέσμη∙ σαν ένα κάλεσμα να βιώσει κι εκείνος τη χαρά και τον έρωτα.
Η οπτική, μάλιστα, εικόνα της αρχικής παρομοίωσης, συμπληρώνεται με μια ακόμη μεταφορική εικόνα στο πλαίσιο της οποίας οι αισθήσεις της όρασης και της όσφρησης συμφύρονται, προκειμένου να αποδοθεί πιο δραστικά η ισχυρή επίδραση της γοητείας και του κάλλους που χαρακτήριζε εκείνη τη θερινή βραδιά.
Μια διακριτική ευωδιά κατέκλυζε τους δρόμους∙ μια ευωδιά που ο ποιητής τη χαρακτηρίζει χρυσή, για να τονίσει το ιδιαίτερο των συναισθημάτων και των συνειρμών που προκαλούσε στην ψυχή και στη σκέψη των ανθρώπων.
Υπό την επίδραση της ομορφιάς που διέκρινε εκείνη τη βραδιά, ο ποιητής ένιωσε την καρδιά του να κυριεύεται, εντελώς απροσδόκητα, από ένα βαθύ αίσθημα καλοσύνης.
Αποκαλύπτει έμμεσα πως τις αμέσως προηγούμενες στιγμές, η διάθεση του ποιητή και τα συναισθήματά του δεν ήταν μήτε θετικά μήτε γεμάτα καλοσύνη. Ο Καρυωτάκης, άλλωστε, υπήρξε ένας άνθρωπος αυξημένης πολιτικής συνείδησης και δεν μπορούσε να παραγνωρίσει τις ανομίες, την πλεονεξία και την ανηθικότητα των συνανθρώπων του.
Κι αν πολλές φορές οι στίχοι του προσέγγιζαν με ειρωνικό και σατιρικό τρόπο την κοινωνική πραγματικότητα, αυτό οφειλόταν ακριβώς στο γεγονός ότι ο ποιητής είχε πλήρη επίγνωση της αδικίας που επικρατούσε γύρω του.
Η αίσθηση, μάλιστα, που του δημιουργείται, είναι πως η όλη ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και γεμάτη ερωτικό πάθος από τα φιλιά ερωτευμένων ζευγαριών.
Πρόκειται περισσότερο, βέβαια, για μια εντύπωση, η οποία σχετίζεται με τον ρομαντισμό που αποπνέει το νυχτερινό τοπίο, γι’ αυτό κι ο ποιητής της προσδίδει υποκειμενική διάσταση με τη φράση «θα ‘λεγες», η οποία φανερώνει την απουσία βεβαιότητας.
Ωστόσο, εκείνο που εκφράζεται με μεγαλύτερη σιγουριά, είναι πως μια τέτοια βραδιά ο ποιητής νιώθει ως περιττό βάρος τη σκέψη και τα ποιήματα∙ νιώθει πως είναι τελείως ασύμβατος ο βαθύς προβληματισμός με μια τόσο ανάλαφρη, ερωτική και θελκτική βραδιά.
Παρασύρεται κι αυτός από το γενικότερο κλίμα και δεν μπορεί να αφεθεί, όπως συνηθίζει, στις πιο σοβαρές, μα και πιο οδυνηρές σκέψεις του, που αφορούν κυρίως τα δύσκολα ζητήματα της ζωής.
Ο ποιητής νιώθει την ιδιαίτερη γοητεία της βραδιάς και όλες εκείνες τις υποσχέσεις που μοιάζει να δίνει στους ανθρώπους το καλοκαίρι που μόλις ξεκίνησε -τις υποσχέσεις μιας επερχόμενης ευδαιμονίας- αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να βιώσει πραγματικά κανένα συναίσθημα χαράς. Η δική του συναισθηματική κατάσταση, όπως παραστατικά δίνεται με την εικόνα των σπασμένων φτερών, είναι αυτή ενός εσωτερικά πληγωμένου ανθρώπου, ο οποίος, αν και αντιλαμβάνεται τα θέλγητρα της ζωής, δεν μπορεί να γνωρίσει την ανέμελη ευτυχία που νιώθουν άλλοι άνθρωποι. Δική του συνοδός μοιάζει να είναι η θλίψη∙ μια θλίψη που πηγάζει από σημαντικά προσωπικά του προβλήματα, κι η οποία του στερεί τη συμμετοχή στις ευχάριστες πτυχές της ζωής, αφού τον κρατά δέσμιο των αρνητικών συναισθημάτων.
Η απορία του, επομένως, σχετικά με τον ερχομό του καλοκαιριού -μιας εποχής που συσχετίζεται με την ευτυχία και τη διασκέδαση-, ίσως να μοιάζει παράδοξη, είναι, εντούτοις, συνεπής με τη γενικότερη διάθεση του ποιητή, εφόσον ο ίδιος αδυνατεί να νιώσει αδημονία ή ενθουσιασμό για όσα χαροποιούν συνήθως τους άλλους ανθρώπους. Ο ποιητής δεν έχει να περιμένει μήτε κάποιο ονειρευτό ταξίδι, μήτε κάποια αγάπη∙ και δεν έχει να περιμένει τίποτε από αυτά, γιατί πολύ απλά δεν έχει την ψυχική εκείνη διάθεση που θα του επέτρεπε να τα διεκδικήσει και να τα βιώσει με την ανάλογη ευφορία.
Στο ποίημα αυτό, που ανήκει στην πρώτη ενότητα της συλλογής Ελεγεία και σάτιρες (1927), ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί ελευθερωμένο στίχο.
Εδώ ο ποιητής προχωρά πέρα από την παράδοση του συμβολισμού και προβάλλει με τολμηρό και ειλικρινή τρόπο τη συναισθηματική του κατάσταση.
Προχωρά, επομένως, ο ποιητής σε μια σατιρική προσέγγιση του εαυτού του και της ψυχικής του κατάστασης, καθώς αν και αντιλαμβάνεται τη μαγεία της εποχής, ο ίδιος από τη φύση του μελαγχολικός και απαισιόδοξος, δεν μπορεί να αφεθεί στην ευφορία που εύλογα διακρίνει γύρω του.
Όλες οι ωραίες στιγμές της πρώτης στροφής ακυρώνονται και το μόνο που μένει είναι ένα έντονο συναίσθημα ματαίωσης και μελαγχολίας. Όλα πια είναι καθαρά και μοιάζουν να μην έχουν νόημα.
Ούτε το καλοκαίρι, που σηματοδοτεί ευχάριστα πράγματα, δεν τον γεμίζει.
Στο τέλος η συσσώρευση των ερωτημάτων που μένουν αναπάντητα, δείχνει ότι όλα είναι μάταια, ανώφελα, άσκοπα. Ο ποιητής παραιτείται και συνειδητοποιεί την ματαιότητα του κόσμου
(πηγή:latistor,Κούρτη)
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Επίμετρο :η πολιτική κατάσταση
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ο εθνικός διχασμός, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ως αποτέλεσμα των συνεχών συγκρούσεων της πολιτικής ηγεσίας με το παλάτι, η μικρασιατική καταστροφή και η μεταβολή των γεωπολιτικών συνθηκών στη νοτιοανατολική Ευρώπη καθώς επίσης και η έλευση των προσφυγικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, οδήγησαν στην επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1922 και, τελικώς, στην εγκαθίδρυση αβασίλευτου δημοκρατικού πολιτεύματος. Με την αποφασιστική συμβολή του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, η «Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευσις» κατήργησε, στη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1924, τον βασιλικό θεσμό και ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία.
Το Σύνταγμα του 1927
Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1925, που αποδείχθηκε θνησιγενές, έργο της επιτροπής του Αλ. Παπαναστασίου, και τις δικτατορίες Πάγκαλου και Κονδύλη, το 1925 και 1926, αντιστοίχως, η αβασίλευτη δημοκρατία καθιερώθηκε τελικώς με το Σύνταγμα του 1927.