▲ Βηλαράς Ιωάννης
[…] Ο Βηλαράς ευτύχησε να ζήσει μακριά από τα νοθευμένα κοσμοπολιτικά κέντρα του φαναριωτισμού: είχε γεννηθεί συμπτωματικά στα Κύθηρα (1771), αλλά μεγάλωσε στην πατρίδα του την Ήπειρο, και ύστερα από ιατρικές σπουδές στην Ιταλία, ξαναήρθε στα Γιάννινα, όπου υπηρέτησε στην αυλή του Αλή πασά. Κοντά στον γιο του Αλή, τον Βελή, έζησε στον Μοριά και στην Θεσσαλία. Τα χρόνια του Αγώνα τον βρήκαν στα Γιάννινα απ’ όπου έφυγε, πέρασε στα Ζαγοροχώρια κι εκεί πέθανε, κατεστραμμένος από την πυρκαγιά των Ιωαννίνων, στα 1823. Έτσι έζησε σε αδιάκοπη επαφή με τις πιο γνήσιες εκδηλώσεις του λαϊκού μας πολιτισμού και με την ζωντανή γλωσσική μας παράδοση. Ενόσω ζούσε, εδημοσίευσε ένα μόνο έργο, στα 1814, την Ρωμέικη γλώσσα.
Είναι μια σύντομη έκθεση του ορθογραφικού του συστήματος και των γλωσσικών του θεωριών μαζί με μερικές εφαρμογές σε ποιήματα και σε μεταφράσεις. Έντονα προοδευτικός, ορθολογιστής ποτισμένος από τον γαλλικό Διαφωτισμό, ο Βηλαράς όχι μόνο διδάσκει έναν δημοτικισμό χωρίς συμβιβασμούς, αλλά μαζί καταργεί και την ιστορική ορθογραφία, τα διπλά σύμφωνα, τα ποικίλα φωνήεντα που εκφράζουν τον ίδιο φθόγγο. Η προσωπικότητά του ξεχωρίζει αδρή μέσα στις συμβατικές μορφές των άλλων λογίων όπως τις εγνωρίσαμε· ίσως θα του ταίριαζε μια σύγκριση με τον δυναμισμό και την πληθωρικότητα του Ρήγα.
[…]
Ο δημοτικισμός του Βηλαρά στα ποιήματά του, στα πρωτότυπα, στις μεταφράσεις του, είναι ορθόδοξος και φανερώνει μάλιστα κάποια αυστηρότητα στην συνέπεια, χαρακτηριστικό που συναντούμε στις πρώτες εφαρμογές των νέων ιδεών· […]
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 240-241 & 244.
Το 1814 στην Κέρκυρα (τρία χρόνια μετά τα Λυρικά) δημοσίευσε ο Βηλαράς ένα περίεργο βιβλιαράκι. Η ρομέικη γλόσα, γραμμένο ολόκληρο σ’ ένα σύστημα ορθογραφίας επαναστατικό, σχεδόν φωνητικό και χωρίς, φυσικά, τόνους και πνεύματα. Το σύστημα και τη χρησιμότητά του τα εξηγεί σε μια εισαγωγική «μικρή ορμήνεια»· και ύστερα, σαν δείγματα μάλλον της «ρωμαίικης γλώσσας» στην ποίηση και στην πεζογραφία, δημοσιεύει τέσσερα πρωτότυπα ποιήματα και μεταφράσεις από τον Ανακρέοντα, τον Πλάτωνα και το Θουκυδίδη. Όλα τα ποιήματά του δε θα δημοσιευτούν παρά μετά το θάνατό του, το 1827 στην Κέρκυρα. Το κλίμα είναι κι εδώ το ίδιο όπως και στο Χριστόπουλο· ο ίδιος κόσμος των κλασικιστικών αλληγοριών, η ίδια ανάλαφρη, παιγνιδιάρικη διάθεση. Ο Βηλαράς όμως είναι πιο γνήσια «αρκαδικός»: η Χλόη, η Φύλλις, ο Θύρσις, η Δάφνη ξανάρχονται συχνά στους στίχους του, η «αρκαδική» διάθεση είναι εδώ γνησιότερη και περισσότερο αφομοιωμένη. […]
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 135-136.
[…] το μοναδικό κείμενο του ελλαδικού δημοτικισμού που φτάνει στη δημοσιότητα απομένει η Ρομεηκη γλοσα. […] Ζώντας μακριά από τα αστικά κέντρα και σε άμεση επαφή με το λαϊκό πολιτισμό [ο Βηλαράς] έμεινε αποφασιστικά ανέπαφος από λόγιες επιδράσεις τόσο στη γλωσσική του θεωρία όσο και στην ποιητική του. Η ποίησή του θαυμάστηκε πολύ από τους δημοτικιστές, ιδίως στα Επτάνησα, και για το λυρισμό και για τη γλώσσα της. Δραστήριος Φιλικός διαχειρίστηκε τα οικονομικά της Εταιρείας στην Ήπειρο.
Στο βιβλιαράκι του, που τυπώθηκε στην Κέρκυρα το 1814, συνοψίζει τη γραμματική του εκδοχή σε μια «Μηκρη ορμηνια για τα γραματα, κε ορθογραφηα της ρομεηκης γλοσας» που καλύπτει λιγότερες από τρεις σελίδες. Ασύγκριτα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το σημείωμά του «Προς τους αναγνοστες» όπου παραβολικά και σε έντονα προσωπικό τόνο μορφοποιεί τις γλωσσικές και τις ευρύτερα ιδεολογικές του απόψεις: […] ενώ τα ποιήματα και οι μεταφράσεις που συνεκδίδει αποσκοπούν
[…] να δηξη, οτη στη γλοσα μας ξηγιετε κανης κε πηητηκα κε φηλοσοφηκα.
Όμως, πέρα από τη Ρομεηκη γλοσα, η γλωσσική εκδοχή του Βηλαρά αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο, ήδη από τα 1812, σε μια σειρά επιστολών του που όσο κι αν διαδίδονται χειρόγραφες πάντως μένουν ιδιωτικές. Ακόμη, δυο διηγήματά του, Ο Λογιώτατος ή ο Κολοκυθούλης και Ο λογιώτατος ταξιδιώτης, που προορίζονταν να συνεκδοθούν με τις επιστολές του στη Γραφη Ρομεου, αν και κεντρικό του θέμα έχουν το γλωσσικό, καθόλου δεν προάγουν την όλη θεωρία του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παράλληλα προς τις γλωσσικές του απόψεις, παρουσιάζουν στη μεν αλληλογραφία του η ιδιότυπη αλλά εξαιρετικά γόνιμη, μολονότι αντίθετη προς την αστική παροικιακή, στάση του απέναντι στην αρχαιότητα, στα δε διηγήματά του το μη αστικό περιβάλλον στο οποίο εκτυλίσσονται.
Εμμ. Ι. Μοσχονάς, «Αγώνας για μια χαμένη υπόθεση». Βηλαράς, Ψαλίδας, Χριστόπουλος κ.ά., Η δημοτικιστική αντίθεση στην κοραϊκή «μέση οδό», εισαγ.-επιμ. Εμμ. Ι. Μοσχονάς, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1981, ογ΄-οε΄.
Και ο Βηλαράς αποτίει φόρο τιμής στην αρκαδική θεματολογία με μια περιγραφή της άνοιξης· […] μεταφράζει επίσης Ανακρέοντα, όπως τόσοι άλλοι αρκαδικοί ποιητές, Έλληνες και Ιταλοί, βιώνοντας ελεγειακά συναισθήματα καρτερίας και ρέμβης. Κατά τα άλλα, ο Βηλαράς παραμένει ήπιος και μετριοπαθής. […] Καμιά φορά έχει κανείς την εντύπωση πως η μελαγχολία και οι σάτιρές του δεν είναι άλλο παρά οι στεναγμοί και το πικρό μειδίαμα μιας ψυχής αηδιασμένης από τη σκλαβιά. Αυτή την ερμηνεία δίνουν οι συμπατριώτες του στο ποίημα «Πουλάκι ξένο, ξενητεμένο». Βέβαια αυτό δεν είναι το μοναδικό ποίημα όπου ο Βηλαράς υπαινίσσεται τη δυσφορία του ανελεύθερου ανθρώπου. […]
Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, 171-172.
Σατιρικά θα ονομάσουμε μέσα στο έργο του Βηλαρά τόσο εκείνα τα ποιήματα όπου πάει να περιπαίξει μ’ ένα λογοπαίγνιο ή να στιγματίσει κάποιον συγκαιρινό του για ηθικό ή άλλο ελάττωμά του, όσο και μιαν άλλη ομάδα ποιημάτων, όπου ο ποιητής, ηθικολόγος, ελέγχει γενικά μιαν ανθρώπινη κακία. Στην πρώτη περίπτωση, το ευτράπελο στοιχείο πρυτανεύει και φθάνει συχνά ως την μεγαλύτερη αθυροστομία· στίχοι εύκολοι, με φανερή την σφραγίδα του αυτοσχεδιασμού, καμωμένοι για να προκαλέσουν ένα αυθόρμητο γέλιο στην παρέα. […] Στα άλλα, τα καθαυτό σατιρικά, ο τόνος είναι άλλος: υπάρχει η εξυπνάδα, υπάρχει το σκώμμα, αλλά τα διατρέχει η οργή, το πάθος εναντίον της κακίας, της ταπεινότητας που υψώνεται με αυθάδεια, της αναξιότητας που δεν γνωρίζει τα όριά της:
Έτσι είναι, ναίσκε, τον καιρό
που χαίροσουν βαθμό λαμπρό,
γιατί πλουτούσες
[…]
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 246-247.
Τα περισσότερα από τα γνωστά πεζά αφηγήματα του Βηλαρά γράφτηκαν στα χρόνια 1812-1815, συνδέονται λίγο-πολύ με τους γλωσσικούς προβληματισμούς του, θα δημοσιεύονταν το 1821 στο Άμστερνταμ (σε βιβλίο καταστρωμένο από κοινού με τον Ψαλίδα), αλλά τελικά έμειναν ανέκδοτα ώς τον θάνατό του.
[…]
Εδώ μας ενδιαφέρουν οι πιο αφηγηματικές από τις «παραβολές» αυτές: όχι τόσο ο υπερτιμημένος «Λογιότατος Ταξιδιώτης», που, αν εξαιρέσει κανείς το περιηγητικό αφηγηματικό πλαίσιό του, γέρνει περισσότερο προς το δοκίμιο, την πραγματεία και τον διάλογο, όσο οι πολύ πιο σύντομες μα και δραστικές —κάποτε και μέσω της διάχυτης απαισιοδοξίας, ή, έστω, μελαγχολίας τους— ιστορίες «Ο λογιότατος ή ο Κολοκυθούλης» και «Ο πατεράγιος και ο Φιλάληθος»· […]
Κοινό «οδηγητικό μοτίβο» των διηγήσεων αυτών, που τοποθετούνται όλες στο επαρχιακό ελλαδικό συγχρονικό περιβάλλον (όχι απαραίτητα «μη αστικό», όπως υποστηρίχθηκε), είναι μια αγανακτισμένη αναφώνηση που θα ξανακουστεί και αλλού μέσα στο έργο του Βηλαρά:
Ω πρόληψες του κόσμου,
τύραννοι της ψυχής,
ο κόσμος σάς λατρεύουν,
για νά ’ναι δυστυχής!…
Γιατί, σε μεγάλο βαθμό, το πεζό και ποιητικό, λυρικό, αφηγηματικό, δραματικό, δοκιμιακό και επιστολικό έργο του Βηλαρά διέπεται από έναν και μόνο συνεκτικό άξονα: τη στηλίτευση κάποιων παλαιών λατρειών και τη διακήρυξη/ευαγγελισμό της αναμόρφωσης με βάση καινούργιες αξίες. Η αναμόρφωση: εμπιστοσύνη στην καθομιλουμένη και απέχθεια σε κάθε λογής παρεκτροπή, ακροβατισμό ή αλαζονεία των αρχαϊστών και κοραϊστών (σοφο)λογιότατων· πίστη στον ορθό λόγο και αλλεργία απέναντι σε κάθε λογής πλάνη, διαστροφή ή απάτη της θρησκευτικής πρόληψης. Κοινό υπόβαθρο: η διαφωτιστική αναζήτηση της ευτυχίας. Κοινός παρονομαστής: η θυμοσοφία, η προσγείωση, ο πρακτικός και σωτήριος ρεαλισμός. Κοινοί λογοτεχνικοί πρόγονοι: ο Θεόφραστος αγκαλιά με τον Βοκάκιο, ο Αίσωπος παρέα με τον Μπερτόλδο, ο Λαφονταίν πάνω στο γαϊδούρι του Ναστρατίν Χότζα.
Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Ιωάννης Βηλαράς». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Β΄,2. 15ος αιώνας – 1830, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1999, 106-108.