Κωνσταντίνος Καβάφης «Άννα Κομνηνή»
Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
Η Άννα Κομνηνή (1083-1148 μ.Χ.) ήταν κόρη του Αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (περίοδος διακυβέρνησης 1081-1118 μ.Χ.) και της Ειρήνης Δούκαινας. Η Άννα Κομνηνή σε μικρή ηλικία αρραβωνιάστηκε με τον Κωνσταντίνο Δούκα, τον οποίο ο πατέρας της Αλέξιος είχε ανακηρύξει συναυτοκράτορα μέχρι τη στιγμή που ο Αλέξιος απέκτησε γιο και διάδοχο, τον Ιωάννη Β΄. Ο γάμος του Κωνσταντίνου με την Άννα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, καθώς ο Κωνσταντίνος πέθανε. Αργότερα, ο Αλέξιος θα παντρέψει την Άννα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, στον οποίο θα δώσει τον τίτλο του Καίσαρα. Η μεγαλύτερη επιθυμίας της Άννας ήταν να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και για το λόγο αυτό, όταν ο πατέρας της πέθανε (1118), προσπάθησε σε συνεργασία με τη μητέρα της Ειρήνη να οργανώσει συνομωσία εις βάρος του αδερφού της και νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Η Άννα θέλησε να προωθήσει στο θρόνο το σύζυγό της Νικηφόρο, αλλά ο ίδιος, μένοντας πιστός στον Ιωάννη, δε δέχτηκε να συμμετάσχει στα σχέδια της φιλόδοξης συζύγου του. Η αποτυχία της συνομωσίας θα οδηγήσει την Άννα μαζί με τη μητέρα της σε απομόνωση, στην Ιερά μονή της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Άννα θα αξιοποιήσει τις γνώσεις της για να συγγράψει την ιστορία του πατέρα της. Η «Αλεξιάδα», το ιστορικό αυτό έργο της Άννας Κομνηνή, αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών για τα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλέξιου Α΄ και συνάμα ένα εξαιρετικό λογοτέχνημα, μιας και η Άννα είχε βαθιά καλλιέργεια και, όπως φαίνεται, σημαντικές συγγραφικές ικανότητες.
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός: Ο πατέρας της Άννας, Αλέξιος Α΄, από τη στιγμή που ανέλαβε την αυτοκρατορία (1081) είχε να αντιμετωπίσει πολλαπλούς κινδύνους, καθώς η αυτοκρατορία απειλούνταν από τους Νορμανδούς, από τους Σελτζούκους Τούρκους, αλλά και από τους Πετσενέγους. Με έντονη διπλωματική δραστηριότητα και με συνεχείς πολεμικούς αγώνες ο Αλέξιος κατόρθωσε να προφυλάξει την αυτοκρατορία, αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τους αντιπάλους του. Στα χρόνια του, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε και η Α΄ Σταυροφορία, η οποία σκοπό είχε να συνδράμει τον Αλέξιο στην προσπάθειά του να κατανικήσει τους εχθρούς του, όταν όμως οι Σταυροφόροι κατέφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο Αλέξιος είχε ήδη αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους, γι’ αυτό και ο αυτοκράτορας, διατηρώντας συνετή στάση, αξιοποίησε τους Σταυροφόρους στέλνοντάς τους στη Μικρά Ασία να ανακαταλάβουν για λογαριασμό του εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τους Τούρκους. Οι Σταυροφόροι με σκληρές μάχες θα επιτύχουν μέχρι και την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, απελευθερώνοντας έτσι τους Αγίους Τόπους. Εντούτοις, ενώ αρχικά παραχωρούσαν στον Αλέξιο τα εδάφη που κατακτούσαν, την Αντιόχεια και την Ιερουσαλήμ θα τις κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους, δημιουργώντας έτσι έναν επιπλέον κίνδυνο για τον αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος, βέβαια, εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες των Σταυροφόρων θα κατορθώσει να εξουδετερώσει και αυτόν τον κίνδυνο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη δύναμη της αυτοκρατορίας.
Το ποίημα του Καβάφη
ποίημα του Καβάφη
Στον πρόλογο της Aλεξιάδος της θρηνεί,
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Στον πρόλογο της Αλεξιάδας η Άννα Κομνηνή παρουσιάζει συνοπτικά τη δικής της ιστορία, αλλά και του συζύγου της, Νικηφόρου Βρυέννιου, ο οποίος ήταν εξαιρετικά μορφωμένος και ικανότατος στρατηγός. Η Άννα μιλά με θαυμασμό για την ευγένεια του συζύγου της, για την ασυνήθιστη ομορφιά του, αλλά και για το συγγραφικό του έργο, δηλώνοντας πόσο μεγάλη απώλεια υπήρξε ο θάνατός του τόσο για την ίδια όσο και για την αυτοκρατορία που έχασε έναν τόσο σημαντικό πολίτη.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος ο Καβάφης παρουσιάζει τον πόνο της Άννας Κομνηνή για το χαμό του άντρα της, παραθέτοντας μάλιστα αυτούσιες φράσεις από τον πρόλογο της Αλεξιάδας. Σε κατάσταση ιλίγγου βρίσκεται η ψυχή της και ποτάμια δακρύων κυλούν από τα μάτια της. Αλίμονο στις διακυμάνσεις που είχε η ζωή της και αλίμονο στις επαναστάσεις που τη σημάδεψαν. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του άντρα της την καίει μέχρι τα οστά της, μέχρι το μεδούλι των οστών της, και σχίζει την ψυχή της στα δύο. Η Κομνηνή γράφει στον πρόλογο της Αλεξιάδας ότι παρά το γεγονός ότι ήταν πορφυρογέννητη κόρη ενός αυτοκράτορα, η ζωή της δεν υπήρξε εύκολη και όσοι νομίζουν ότι η καλή και ευγενική της γενιά σήμαινε κι ευτυχία, κάνουν λάθος. Υπέφερε πολλά και η ζωή της είχε πολλές εναλλαγές κι ενώ η ίδια θεωρούσε ότι είχε ήδη πονέσει αρκετά, αποδείχτηκε πως όλα όσα είχε ζήσει μέχρι τότε δεν ήταν παρά το προοίμιο για τον μεγαλύτερο πόνο που έμελλε να βιώσει, τον θάνατο του συζύγου της. Η Κομνηνή αποδίδει στον Νικηφόρο εξαιρετικές αρετές, τόσο για το χαρακτήρα του και την εξωτερική του ομορφιά, όσο και για τις στρατηγικές και συγγραφικές του ικανότητες και παρουσιάζει τον εαυτό της βυθισμένο στο θρήνο για την απώλεια του υπέροχου αυτού συζύγου.
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
Κι ενώ η Κομνηνή στον πρόλογο του βιβλίου της μοιάζει να μην μπορεί να ξεπεράσει το χαμό του άντρα της, ο Καβάφης στην τρίτη στροφή του ποιήματος έρχεται να μας αποκαλύψει πως άλλος είναι ο πραγματικός καημός της. Η Κομνηνή δεν πονά που έχασε τον άντρα της, αλλά που παρά τις προσπάθειές της δεν κατόρθωσε να κατακτήσει το θρόνο της αυτοκρατορίας και η εξουσία πέρασε στον αδερφό της, τον αυθάδη, όπως τον χαρακτηρίζει εκ μέρους της Κομνηνή ο ποιητής, Ιωάννη Β΄.Παρά το γεγονός ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος υπήρξε πράγματι χαρισματικός, η Κομνηνή δεν εκτίμησε στο βαθμό που έπρεπε τις αρετές του κι αυτό γιατί ο Νικηφόρος δεν θέλησε να τη βοηθήσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της. Ο θρήνος, επομένως, που περιγράφεται στον πρόλογο της Αλεξιάδας, αποδίδει επί της ουσίας τα συναισθήματα που θα έπρεπε να έχει η Κομνηνή και όχι τα συναισθήματα που εν τέλει είχε.Ο πόνος της Κομνηνή έχει να κάνει με την ανατροπή που επήλθε στα σχέδιά της και με το γεγονός ότι ενώ θα μπορούσε να πάρει την εξουσία, δεν το κατόρθωσε. Ο Καβάφης, επομένως, παρά τις διαβεβαιώσεις της Άννας Κομνηνή για το πώς αισθάνεται, αναζητά βαθύτερα την απογοήτευσή της και δε διστάζει να αποκαλύψει τα αληθινά συναισθήματά της. Ο ποιητής, βέβαια, δεν είναι επικριτικός απέναντι στην ξεχωριστή αυτή γυναίκα, και μάλιστα πίσω από το χαρακτηρισμό «η αγέρωχη αυτή Γραικιά», μπορούμε να διακρίνουμε το θαυμασμό του για τη δυναμική αυτή Ελληνίδα.Ο Καβάφης δεν επιχειρεί να κρίνει την Κομνηνή για τη φιλοδοξία της, ενδιαφέρεται περισσότερο να τονίσει τη δυναμικότητά της και να εκφράσει έτσι το θαυμασμό του για μια γνήσια Ελληνίδα, που ήταν πρόθυμη ακόμη και τον αδερφό της να υποσκελίσει προκειμένου να βρεθεί η ίδια στο θρόνο. Άλλωστε, η Κομνηνή -παρόλο που δεν έγινε αυτοκράτειρα- συνθέτοντας την «Αλεξιάδα», κατόρθωσε να κερδίσει μια σημαντική θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και να διαφυλάξει την υστεροφημία της στις επόμενες γενιές. Όπως γράφει η ίδια στον πρόλογο του έργου της, ο χρόνος που περνά βυθίζει στην αφάνεια κάθε τι σημαντικό, και η Κομνηνή θέλησε να διασώσει όχι μόνο τη μνήμη του πατέρα της Αλέξιου Α΄, αλλά και τη δική της.
Βασικό στοιχείο του ποιήματος είναι η ειρωνεία που διατρέχει του στίχους του, καθώς ο Καβάφης φροντίζει αρχικά να παρουσιάσει τα συναισθήματα της Κομνηνή, όπως τα καταγράφει η ίδια στον πρόλογο της Αλεξιάδας, κι αμέσως μετά να μας αποκαλύψει τις πραγματικές της σκέψεις -όπως αυτές προκύπτουν από τις πράξεις της για την διεκδίκηση του θρόνου-, υπονομεύοντας έτσι την ειλικρίνεια της Κομνηνή. Η εναλλαγή αυτή ανάμεσα στο πώς παρουσιάζει τα πράγματα η Κομνηνή και στο πώς είναι στην πραγματικότητα, δημιουργεί έντονη δραματική ειρωνεία.Η Κομνηνή προτίμησε να αποκρύψει τη μεγάλη της απογοήτευση για το γεγονός ότι απέτυχε να πάρει την εξουσία στα χέρια της, και μάλιστα εξαιτίας της απροθυμίας του συζύγου της να τη βοηθήσει -του ίδιου εκείνου συζύγου που με τόση ένταση θρηνεί. Ο Καβάφης, όμως, θεωρεί ότι η αλήθεια των γεγονότων δεν μπορεί πια να αμαυρώσει την εικόνα της Κομνηνή, η οποία αν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι είναι ο πόθος της για την εξουσία και το θάρρος της να διεκδικήσει αυτό που ήθελε, παρόλο που ήταν γυναίκα. Αυτό, δηλαδή, που η Κομνηνή θέλει να αποκρύψει, αποτελεί, κατά τη γνώμη του ποιητή, πηγή μεγαλείου για την αγέρωχη αυτή Ελληνίδα που δεν δίστασε να αψηφήσει τη φύση της και να στοχεύσει στην κορυφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.Ο Καβάφης, μάλιστα, αποκαλεί τον Ιωάννη «προπετή», αυθάδη, χρησιμοποιώντας λεκτική ειρωνεία, η οποία εντοπίζεται κυρίως στη διπλή ανάγνωση της λέξης. Από την οπτική των αναγνωστών η λέξη αυτή είναι ειρωνεία εις βάρος της Άννας Κομνηνή, υπό την έννοια ότι ο Ιωάννης ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, οπότε εκείνη που φέρθηκε με αυθάδεια ήταν η Κομνηνή που δε φάνηκε να λογαριάζει την ιεραρχία της αυτοκρατορίας. Από την οπτική όμως της Κομνηνή ο χαρακτηρισμός αυτός δεν απέχει πολύ από το πώς έβλεπε τον αδερφό της, καθώς η ίδια ως το πρώτο παιδί του Αλέξιου είχε χρηστεί συμβασίλισσα και θα διαδεχόταν τον πατέρα της στο θρόνο, γεγονός που άλλαξε με τη γέννηση του αδερφού της. Η Κομνηνή, παρά την αλλαγή στη σειρά διαδοχής, δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό της ως πρώτο διάδοχο του θρόνου, κάτι που θα ήταν πραγματικότητα, αν δεν υπήρχε αυτή η διάκριση εις βάρος των γυναικών.
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
Εις ίλιγγον είν’ η ψυχή της. «Και
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
Όμως η αλήθεια μοιάζει που μια λύπη μόνην
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
για την χηρεία της η Άννα Κομνηνή.
ρείθροις δακρύων», μας λέγει, «περιτέγγω
τους οφθαλμούς..... Φευ των κυμάτων» της ζωής της,
«φευ των επαναστάσεων». Την καίει η οδύνη
«μέχρις οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής».
καιρίαν εγνώρισεν η φίλαρχη γυναίκα·
έναν καϋμό βαθύ μονάχα είχε
(κι ας μην τ’ ομολογεί) η αγέρωχη αυτή Γραικιά,
που δεν κατάφερε, μ’ όλην την δεξιότητά της,
την Βασιλείαν ν’ αποκτήσει· μα την πήρε
σχεδόν μέσ’ απ’ τα χέρια της ο προπετής Ιωάννης.
Άννα Κομνηνή: Η βυζαντινή πριγκίπισσα που έγραψε την ιστορία του αυτοκράτορα πατέρα της, Αλεξίου Α’ Κομνηνού
Γράφει η Αλεξία Π. Ιωαννίδου
«Ακάθεκτος κυλά ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάζει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας…», μας λέει η Άννα η Κομνηνή στον πρόλογο της Αλεξιάδος. Φαίνεται όμως πως η ίδια κατάφερε να βγάλει τον εαυτό της από τον «βυθό της αφάνειας», αφού μετά από μια χιλιετία το έργο της αποτελεί σταθμό τόσο για τα ελληνικά γράμματα όσο και για την παγκόσμια ιστορία.
Η Άννα Κομνηνή ήταν πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού και της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας.
Μέχρι να γεννηθεί ο αδελφός της Ιωάννης, υπήρξε «συναυτοκράτειρα».
Η μόρφωση που έλαβε ως πορφυρογέννητη πρωτότοκη πριγκίπισσα ήταν πλούσια και η ανατροφή που της δόθηκε επιμελέστερη από αυτήν κάθε άρρενα επίδοξου διεκδικητή του αυτοκρατορικού θρόνου. Το θάρρος που επεδείκνυε επισκίαζε εκείνο πολλών ανδρών και ειδικά του συζύγου της Βρυέννιου, ο οποίος ήταν απρόθυμος να της συμπαρασταθεί στην προσπάθειά της να ανατρέψει τον αδερφό της από την εξουσία και να αναλάβει ο ίδιος αυτοκράτορας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, αφενός μεν μεμφόταν την φύση της που την γέννησε γυναίκα (και έχασε το θρόνο από τον δευτερότοκο αδελφό της), αφετέρου δε την τύχη της που βρέθηκε δίπλα σε ένα άντρα άτολμο όπως ο Βρυέννιος.
Λόγω της κοινωνικής της θέσης συνέβαινε σε πολλές περιπτώσεις να είναι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των γεγονότων που περιγράφει. Η πριγκιπική της ιδιότητα εξάλλου της εξασφάλιζε άμεση πρόσβαση σε εγκυρότατες πηγές όπως επίσημες επιστολές και εμπιστευτικά κρατικά αρχεία. Δε δίστασε μάλιστα προκειμένου να ενισχύσει την αλήθεια όλων όσων ισχυριζόταν, να ενσωματώσει στο έργο της ένα χρυσόβουλο του πατέρα της Αλεξίου Α΄. Το γεγονός αυτό βρίσκει την βυζαντινή πριγκίπισσα πλήρως εναρμονισμένη με τα διδάγματα και τις μεθόδους της αρχαίας ιστοριογραφίας, εφόσον ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης χρησιμοποιούσαν εκτός από γεωγραφικές και εθνολογικές παρατηρήσεις και τμήματα από λόγους και δημηγορίες, αρχεία πόλεων, διοικητικές πράξεις και άλλα ντοκουμέντα για να ενισχύσουν την αλήθεια των γραφομένων .
Εκτός όμως από την άμεση πρόσβαση στα κρατικά αρχεία και τα προσωπικά της βιώματα, η Κομνηνή είχε αναπτύξει ως προς την συγγραφή της ιστορίας επαρκή επιστημονική μέθοδο, κάνοντας διασταυρώσεις με διαπρεπείς ιστορικούς της αυτοκρατορίας, όπως ο Ψελλός, ο Ατταλειάτης και ο Σκυλίτζης. Συγχρόνως μελετούσε και έκανε χρήση των υπομνημάτων των συμπολεμιστών του πατέρα της στις μάχες και φυσικά χρησιμοποιούσε τις κατά γενική ομολογία αξιόπιστες γραπτές μαρτυρίες του ανδρός της Βρυέννιου, στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια αξιοπρεπή ιστορική μελέτη.
Όσον αφορά στη γλώσσα, η Αλεξιάδα θεωρείται αντιπροσωπευτικό κείμενο της αττικής γλώσσας. Η εύστροφη συγγραφέας της κάνει την σύνδεση με την αρχαιότητα όχι μόνο μέσω της γλώσσας, αλλά επιπλέον χρησιμοποιώντας τα αρχαία τοπωνύμια των πόλεων στις οποίες και αναφέρεται. Ενδεικτικό της υψηλής της μόρφωσης είναι το γεγονός ότι σε σχέση με τους βυζαντινούς ιστοριογράφους της πρώιμης περιόδου, η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί συχνότερα, ευκαιρίας δοθείσης, χωρία από αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ιστοριογράφους (τον Θουκυδίδη που προσπαθεί να μιμηθεί με επανάληψη δικών του στερεότυπων φράσεων) και τον αγαπημένο της Όμηρο. Είναι εξάλλου ηλίου φαεινότερον πως ο τίτλος της ιστορίας Αλεξιάς που έγραψε καλύπτοντας τη χρονική περίοδο 1069-1118 με πρωταγωνιστή τον Αυτοκράτορα και πατέρα της Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, παραπέμπει στο «Ιλιάς» του αρχαίου Έλληνα επικού ποιητή Ομήρου.
Σε όλο το έργο της η Κομνηνή κάνει σαφή στον αναγνώστη τα αντιβαρβαρικά της αισθήματα, ένα άλλο κοινό σημείο, συνέχεια θα λέγαμε των αρχαίων Ελλήνων ιστοριογράφων που αποστρέφονταν ό,τι αφορούσε τους μη Έλληνες-βάρβαρους εχθρούς. Έτσι η οξύνους βυζαντινή πριγκίπισσα, διαφοροποιεί πλήρως τη θέση της από την «δυτικολατρεία» του ανιψιού της Μιχαήλ, ο οποίος διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Ιωάννη και, με την αφέλεια που τον διέκρινε, έφτασε στο σημείο να συμβουλεύεται αστρολόγους για τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας (συνήθεια εισαγόμενη από τη Δύση), αλλά και να επιφυλάσσει θερμές υποδοχές σε απεσταλμένους του Πάπα.
Η Άννα Κομνηνή είχε την άποψη πως οι βάρβαροι ήταν αλαζόνες, άξεστοι, φιλοχρήματοι και ο όρκος τους δεν είχε καμιά απολύτως αξία (γιατί προφανώς τον πατούσαν με την πρώτη ευκαιρία).
Έφτασε δε σε σημείο, για να μην μιάνει το κείμενό της με βαρβαρικά ονόματα, να αποφεύγει να τα χρησιμοποιεί.
Έτσι μπορούμε να εξαγάγουμε το ασφαλές συμπέρασμα πως σύμφωνα με την παράδοση της κλασικής ιστοριογραφίας η Αλεξιάς ήταν και ως προς τη γλώσσα (αττικίζουσα) αλλά και ως προς το ύφος (ελληνοπρεπές) και τις μεθόδους της ιστοριογραφίας (πηγές, αναφορές σε αρχαιοελληνικά κείμενα κ.τλ.) αντιπροσωπευτικό της κείμενο. Παρόλα αυτά όμως, λόγω της απόκρυψης των μειονεκτημάτων και των λαθών του πατέρα της, και της εγκωμιαστικής της διάθεσης για το βίο και τις πράξεις του (βαρβαρότητες εναντίον των αιρετικών Παυλικιανών), της έλλειψης ουδετερότητας, των έντονων αρνητικών (που άγγιζαν την εμπάθεια) συναισθημάτων της για εχθρικά της πρόσωπα1 και του συναισθηματισμού της2, η Κομνηνή δεν επιτέλεσε τελικά με ευλάβεια το στόχο
Έτσι μπορούμε να εξαγάγουμε το ασφαλές συμπέρασμα πως σύμφωνα με την παράδοση της κλασικής ιστοριογραφίας η Αλεξιάς ήταν και ως προς τη γλώσσα (αττικίζουσα) αλλά και ως προς το ύφος (ελληνοπρεπές) και τις μεθόδους της ιστοριογραφίας (πηγές, αναφορές σε αρχαιοελληνικά κείμενα κ.τλ.) αντιπροσωπευτικό της κείμενο. Παρόλα αυτά όμως, λόγω της απόκρυψης των μειονεκτημάτων και των λαθών του πατέρα της, και της εγκωμιαστικής της διάθεσης για το βίο και τις πράξεις του (βαρβαρότητες εναντίον των αιρετικών Παυλικιανών), της έλλειψης ουδετερότητας, των έντονων αρνητικών (που άγγιζαν την εμπάθεια) συναισθημάτων της για εχθρικά της πρόσωπα1 και του συναισθηματισμού της2, η Κομνηνή δεν επιτέλεσε τελικά με ευλάβεια το στόχο
επιτέλεσε τελικά με ευλάβεια το στόχο που είχε θέσει στο προοίμιο της Αλεξιάδος να γράψει δηλαδή αντικειμενικά ιστορία. Αυτό όμως δεν μειώνει την αξία του έργου της. Τουναντίον χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως κείμενο ξεχωριστό ανάμεσα στην πληθώρα των σύγχρονών του ιστορικών κειμένων και έχει ιδιαίτερη αξία.
Σύντομη γλωσσική ανάλυση του προοιμίου της Αλεξιάδος
Στην πρώτη παράγραφο του προοιμίου της Αλεξιάδος, παρατηρείται μια προσπάθεια φιλοσοφικής προσέγγισης της έννοιας του χρόνου, ενώ παράλληλα εξαίρεται η σημασία της καταγραφής της ιστορίας και ο ανασχετικός ρόλος που μπορεί αυτή να διαδραματίσει σε ό,τι αφορά την «επέλασή» του.
Παρόλο που είναι εμφανής σε αυτό το χωρίο η τάση μίμησης αρχαίων προτύπων και ιδιαίτερα του Θουκυδίδη, διαφαίνεται επίσης και ένα είδος λαϊκής θυμοσοφίας όσον αφορά το ύφος και το περιεχόμενό του. Παράλληλα, είναι εμφανές πως παρά την αρχαιοπρέπεια, δεν εφαρμόζονται άκαμπτα οι κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη μορφολογία και το τυπικό.
Ανατρέχοντας στο κείμενο διαπιστώνουμε πως δύο φορές απαντάται η πρόθεση «εις», την πρώτη φορά με τον τύπο που εμφανίζεται στο έργο του Θουκυδίδη, δηλαδή «ες». Η εμφάνιση της ίδιας λέξης σε δύο διαφορετικές εκδοχές μέσα σε λίγες αράδες, δείχνει την βαθιά αντινομία που προκύπτει από την ενσωμάτωση παλαιότερων γλωσσικών μορφών στο ιδιόλεκτο των λογίων συγγραφέων. Μίμηση του Θουκυδίδη αποτελεί και η περιστασιακή μάλλον υιοθέτηση της πρόθεσης «συν» ως «ξυν» στο ρήμα «ξυνέχει», αλλά και το επίρρημα «ακάθεκτα», αντί «ακαθέκτως», κατά τη συνήθεια του αρχαίου ιστοριογράφου να χρησιμοποιεί το ουδέτερο πληθυντικού αντί για το επίρρημα εις –ως. Δεν υπάρχει όμως μετατροπή του «αεί» σε «αιεί» ούτε και άλλες διαφοροποιήσεις στη σύνταξη και τη γραμματική σύμφωνες με την γλώσσα του Θουκυδίδη.
Συναντάμε ακόμη μετοχές της αρχαίας ελληνικής π.χ. «ρέων», «φύων» «τα φανέντα», «αποκρυπτόμενος», αρχαίους ρηματικούς τύπους π.χ. «υπερείληφε», ίστησι» και κάποιες δοτικές, όπως «γενέσει», «ρεύματι». Συναντάμε την αντιθετική σύνδεση «μεν…δε», και απαρεμφατική σύνταξη (ουκ εά διολισθαίνειν). Αξιοσημείωτη είναι η χρήση του αρχαϊκού συνηρημένου τύπου καταποντοί (από το καταποντόω, ω) αντί για το συνηθέστερο «καταποντίζει». Το ρήμα συνηρημένο απαντάται στον Αρχίλοχο, αλλά και στον Ηρόδοτο.
Τα παραπάνω είναι στοιχεία που δείχνουν την τάση μίμησης αρχαίων προτύπων. Από την άλλη όμως πλευρά παρατηρούμε μία προτίμηση στην παρατακτική σύνταξη και την αναλυτική γλώσσα με συχνή επανάληψη του συνδέσμου «και», αλλά και νεότερες μορφές σύνταξης, όπως τη χρήση του τοπικού επιρρήματος «όπου» εις διπλούν αντί για το διαζευκτικό «είτε.. είτε», κάτι ανάλογο με τη σημερινή χρήση του «πότε.. πότε» (και ες βυθόν αφανείας καταποντοί όπου μεν ουκ άξια λόγου πράγματα όπου δε μεγάλα τε και άξια μνήμης).. Πρόκειται για επιρροή που πιθανότατα δέχτηκε η συγγραφέας από τη σύγχρονή της γλώσσα.
Το έργο της Άννας Κομνηνής, παρά την εξόφθαλμη «αγιοποίηση» του πατέρα της αποτελεί πολύτιμο εντρύφημα κάθε ερευνητή που σκοπό του δεν έχει μόνο την στείρα ανάγνωση γεγονότων τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο. Είναι κάτι πολύ περισσότερο, μας κάνει κοινωνούς της κουλτούρας μιας από τις πιο λαμπρές εποχές της ρωμιοσύνης κατά την οποία έζησε η πορφυρογέννητη πριγκίπισσα η οποία εκοιμήθη ως μοναχή3στην Ιερά Μονή της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη και ετάφη σύμφωνα με την επιθυμία της δίπλα στον τάφο του πατέρα της, στην Παμμακάριστο.
Αλεξία Π. Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων
1. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της Κομνηνής για το πρόσωπο του νεογέννητου αδελφού της, που αυτόματα της αφαίρεσε τον τίτλο της συναυτοκράτειρας (τον παρουσιάζει ως τέρας της φύσης) αλλά και της στάσης του όταν ψυχορραγούσε ο πατέρας τους (έσπευσε να καταλάβει το παλάτι όταν η μητέρα του και η μεγάλη του αδελφή βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του πόνου).
2. Όταν περιγράφει τον θάνατο αγαπημένων της προσώπων όπως του πατέρα της και του συζύγου της.
3. Δεν φόρεσε όμως το μοναχικό «μαντήλι» παρά μόνο λίγες ημέρες πριν το τέλος της που προφανώς είχε προαισθανθεί.
Βιβλιογραφία
• Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Α’, Κανάκης, Αθήνα 1997.
• Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Γ’, Κανάκης, Αθήνα 2009.
• H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τομ. Β΄, Αθήνα 2005.
• Γιασμίνα Μωυσείδου, Γράμματα Ι: Αρχαία ελληνική και βυζαντινή φιλολογία, τόμ. Γ΄ Βυζαντινή περίοδος, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
• Henry G. Scott / Robert Liddell, Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, τόμ. B’, εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήν