Αντώνης Τσακίρης – Riviera: Έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών
Στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών εγκαινιάζεται η ατομική έκθεση του Αντώνη Τσακίρη με τίτλο “Riviera”.
Σύμφωνα με την ιστορικό τέχνης Δρ Σωζήτα Γκουντούνα που υπογράφει το κείμενο της έκθεσης “Riviera”:
Η ακτογραμμή του Αντώνη Τσακίρη, η δική του «ριβιέρα», είναι ένα ταξίδι στον κόσμο της μνήμης, του ενστίκτου και της φαντασίας, μέσα από τον μοναδικό τρόπο ζωγραφικής του. Ο καλλιτέχνης, με βιωματική αφετηρία και εσωτερική αναζήτηση, δημιουργεί μια σειρά έργων που αποτυπώνουν την κίνηση ανάμεσα στο υπαρξιακό, το προσωπικό και το συλλογικό. Η πολυδιάστατη και βαθιά προσωπική αυτή έκθεση συνδιαλέγεται με την ιστορία της τέχνης και την ίδια την αισθητική της δύναμη. Μέσα από περίπου τριάντα έργα, ο ζωγράφος αναζητά τον αντίλογο στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει, επιχειρώντας ένα είδος εικαστικού διαλόγου με την ιστορική κληρονομιά και τη σύγχρονη πολιτισμική ταυτότητα.
Βασικός πυλώνας της έκθεσης είναι μια επίμονη σκέψη που ξεκίνησε από ένα θραύσμα της μνήμης: μια βραδινή βόλτα στην Αθηναϊκή Ριβιέρα, κατά την πανσέληνο του καλοκαιριού. Σύμφωνα με τον ίδιο, το υποσυνείδητο, λειτουργώντας συνθετικά, πρόβαλε τη συγκεκριμένη εικόνα άρρηκτα και αυθαίρετα συνδεδεμένη με μια άλλη, εκείνη ενός διαλυμένου αυτοκινήτου στον παραλιακό δρόμο, δίπλα στη νυχτερινή, παραθαλάσσια πόλη. Μέσα από μια φωτεινή και λιτή ζωγραφική γλώσσα, ο ζωγράφος απεικονίζει όχι απλά το ίδιο το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αλλά, κυρίως, την ευρύτερη ατμόσφαιρα, τα ανθρώπινα πρόσωπα και τα περιβάλλοντα που το συνοδεύουν.
Οι πίνακες, με γεωμετρική αυστηρότητα και ζωηρό χρώμα, αναδεικνύουν μια δομημένη αλλά και παιχνιδιάρικη σχέση με το χώρο και την προοπτική, εντείνοντας την αίσθηση της αμφισβήτησης και της φαντασίας, καθώς αναμειγνύει πραγματικότητα και μνήμη, μύθο και ψυχολογία.
8H έκθεση αποτελεί μια σύνθεση έργων, ελαιογραφίες και μελάνια, που ταξιδεύουν τον θεατή σε μια φαντασιακή πόλη, όπου οδηγοί-πεταλούδες, οι ερωτευμένοι, οι θρυμματισμένοι, εργαζόμενοι και περαστικοί, πολίτες της καθημερινότητας, αντιπροσωπεύουν τις ψυχικές και κοινωνικές διαστάσεις της σύγχρονης ανθρώπινης συνθήκης. Ο ζωγράφος δημιουργεί ένα αίνιγμα, μια αφήγηση ζωής που αποκαλύπτει πώς το παρελθόν και το υποσυνείδητο μπορούν να γίνουν η καύσιμη ύλη για τη ζωγραφική έκφραση.
Στη νέα του σειρά, ο καλλιτέχνης διαμορφώνει ένα νέο εξωτερικό, ανθρώπινο πεδίο, όπου η θάλασσα και η ακτογραμμή μετατρέπονται σε συμβολική «ριβιέρα», ένα μεταβατικό σκηνικό, μια αλήθεια που αναδύεται και εξαφανίζεται, ενώ παράλληλα ενώνεται με την ανθρώπινη ιστορία και το συλλογικό ασυνείδητο.
Ο Τσακίρης, πειραματίζεται και εμβαθύνει, αναζητώντας την ουσία σε κάθε σύσταση χρώματος και μορφής. Συνεχίζει την παράδοση των μοντερνιστών και των πρωτοποριακών, αλλά παράλληλα διαμορφώνει ένα στίγμα που είναι μοναδικό στην ελληνική εικαστική σκηνή.
Οι πίνακες του Αντώνη Τσακίρη λειτουργούν ως μικροί μύθοι, αντανάκλαση των φόβων και των επιθυμιών μας. Εκφράζουν τις ψυχικές και κοινωνικές διαστάσεις του σύγχρονου ανθρώπου καθώς διερευνά την πραγματική του θέση και στάση στο σήμερα, στο τώρα. Ο ίδιος βλέπει την τέχνη ως ένα διαχρονικό όχημα επικοινωνίας και συλλογικής αντίδρασης, και μέσω αυτής προσπαθεί να κατανοήσει και να εκφράσει το βαθύτερο εγώ του.
Στα έργα του, συνδέεται η τόλμη με τη σύνεση, το παρελθόν με το παρόν, η καθημερινότητα με το φαντασιακό. Και η αλήθεια με την ανάμνηση κάποιας νυχτερινής βόλτας στην Αθηναϊκή Ριβιέρα».
Αντώνης Τσακίρης:
O Αντώνης Τσακίρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970. Το 1996 αποφοίτησε από την Γερμανική Σχολή Εφαρμοσμένων Γραφικών Τεχνών και Σχεδίου–Παράρτημα Αθηνών» (Gebrauchsgraphikder Akademie fuer das Graphische Gewerbe in Muenchen, Αthen) με επικεφαλής τον καθηγητή Fritz Lüdtke.
Έχει πραγματοποιήσει τέσσερις ατομικές εκθέσεις σε Ύδρα, Αθήνα και Παρίσι και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη. Η «Ριβιέρα» είναι η πέμπτη του ατομική έκθεση και η πρώτη ως συνεργάτης της Αίθουσας Τέχνης Αθηνών.
Έργα του βρίσκονται σε Ιδιωτικές και Δημόσιες συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Συλλογή Δάκη Ιωάννου, Καλλιτεχνική Συλλογή Εθνικής Τράπεζας, Συλλογή Luciano Benetton (Imago Mundi), Συλλογή Μουσείου Οικογένειας Κοπελούζου, Συλλογή Αντώνη & Άζιας Χατζηιωάννου, Συλλογή Πινακοθήκης Γιώργου Βογιατζόγλου, Συλλογή Μουσείου Φρυσίρα κ.α.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ένορκοι (2020), 42 x 29,7 εκ., πενάκι γραφής σε χαρτί
Η “Riviera”, σε όλη την ενότητα των έργων είναι στην πραγματικότητα μια αλληγορία. Είναι η Ύδρα που βρίσκομαι από παιδί και στην οποία επιστρέφω πάντα. Είναι η θάλασσα. Η ιδιοσυγκρασία και η σύστασή μου. Δεν έχει τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα που θα περίμενε κανείς βάσει του τίτλου, ούτε περιγράφει μια κατάσταση ευζωίας. Η ακτογραμμή είναι το γεωγραφικό στίγμα μιας καθημερινότητας, τόσο πεζής όσο και ονειρικής. Οι φιγούρες στον ομότιτλο πίνακα που περιγράφετε, δεν συνδέονται εμφανώς μεταξύ τους, όμως υπάρχουν επιμέρους συνδέσεις. Αρχικά τους ενώνει το περιβάλλον που βρίσκονται, αυτό είναι μια κοινή κατάσταση για όλους όσους βρίσκονται εκεί. Το μωρό και το παιδί πάνω από την κούνια, το αγόρι-μαέστρος κάτω δεξιά και το άλλο αγόρι πάνω δεξιά που σαν να στηρίζεται σε ένα περβάζι χαζεύοντας την κίνηση του κόσμου που περνά από κάτω, είναι σε όλα ο γιός μου. Τον ζωγράφισα πριν γεννηθεί, πριν καν μάθω πως θα γίνω πατέρας. Και αυτό δεν το κατάλαβα παρά μερικά χρόνια μετά που αποκτήσαμε τον Μάνο. Είναι από αυτά που συνειδητοποιώ σε δεύτερο χρόνο, μου έχει συμβεί και σε άλλα έργα στο παρελθόν, για διαφορετικές αναφορές.

-Στον πίνακα σας “The Ride Home” εμφανίζεται μια γυναικεία μορφή σε ένα αστικό λεωφορείο, ενώ σε μια θέση βρίσκεται ακουμπισμένη μια θρησκευτική εικόνα. Έχετε την πρόθεση να δημιουργήσετε έναν διάλογο του μοντερνισμού και της βυζαντινής εικονογραφίας εδώ;
Μια γυναίκα, παίρνει το νυχτερινό λεωφορείο της επιστροφής για το σπίτι, μετά τη δουλειά. Είναι κατάκοπη, όμως η ομορφιά της και η καθαρότητα του βλέμματός της δεν επισκιάζονται. Εκείνη δεν ήταν μια καλή μέρα για εκείνη. Με την πλάτη γυρισμένη στη θάλασσα, μοιάζει να έχει παραδοθεί σε μια προσωρινή, ελπίζω για λογαριασμό της, παραίτηση. Στο πίσω κάθισμα βρίσκεται μια ξεχασμένη θρησκευτική εικόνα, από αυτές τις φτηνές που πωλούνται έξω από τους ναούς. Είναι κάποιες στιγμές που η πίστη, όπως κι αν ορίζεται για τον καθένα, μοιάζει να μην έχει σημασία ή να βουλιάζει στην καθημερινότητα, πίσω από τις δουλειές που πρέπει ακόμα να γίνουν. Η χειρολαβή μετατρέπεται σε ένα είδος κρεμάλας. Και τότε, μέσα από τη ζοφερή αυτή πραγματικότητα, ξεχύνονται τα κίτρινα γύρω από το κεφάλι της γυναίκας αυτής, σαν φωτοστέφανο. Το πρόσωπο φωτίζεται από τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς. Χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες, τέτοια νοητικά παιχνίδια συμβαίνουν όταν ζωγραφίζω, και ίσως για αυτό να υπάρχει μια κινηματογραφική αισθητική, οι πίνακες μοιάζουν σαν καρέ από φιλμ. Ειδικά σε αυτό το έργο, όπως σωστά παρατηρείτε, θέλησα να συνδέσω τη βυζαντινή παράδοση και την πνευματικότητα που τη χαρακτηρίζει με το τολμηρό χρώμα και την εκφραστική ελευθερία του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας.

-Πώς θα περιγράφατε τη χρωματική σας παλέτα σχετικά με τα έργα της έκθεσης;
Όπως είπα και στην περιγραφή του παραπάνω έργου, το χρώμα αποτελεί πάντα ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη ζωγραφική μου. Το αντιμετωπίζω όμως κατά κάποιο τρόπο και ως σωσίβιο. Οι εικόνες που ζωγραφίζω δεν έχουν συνήθως ευχάριστη θεματολογία, οι πρωταγωνιστές, οι αντιήρωες των ιστοριών μου ζουν στο σήμερα το οποίο είναι σκληρό. Έρχεται το χρώμα και η ελευθερία της χειρονομίας να με αποκόψουν από αυτή τη σκληρότητα, η πιο σωστά, να τη μεταφράσουν, κάνοντας συνδυασμούς που αποκαλύπτουν διαδρομές προς μια αισθητική πρακτική, η οποία αποτελεί ανάχωμα. Το γούστο είναι πολύ ισχυρό όπλο. Επίσης, χρησιμοποιώ πολύ την τεχνική impasto, απλώνω το χρώμα με σπάτουλα για τους πρώτους όγκους και τη βασική περιγραφή της σύνθεσης και στη συνέχεια επεμβαίνω με το πινέλο για τις διάφορες λεπτομέρειες. Στη «Riviera» περιγράφεται μια ατμόσφαιρα που προέρχεται, θεωρητικά, από την πανσέληνο του καλοκαιριού και τα φώτα της πόλης, δημιουργώντας ανάλογους χρωματικούς συνδυασμούς αλλά με υπερβατική και όχι ρεαλιστική προσέγγιση.
-Μπορείτε να μας περιγράψετε τη δημιουργική διαδικασία που ακολουθείτε;
Η εικαστική μου «ρουτίνα» μεταβάλλεται όσο προχωράνε τα χρόνια και αλλάζουν οι απαιτήσεις και οι ρυθμοί. Πηγαίνω στο εργαστήριο συνήθως νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι και μετά πάλι το βράδυ αργά, ανάλογα πάντα με το τι φτιάχνω εκείνη την περίοδο. Κάποτε το πρώτο πράγμα που έκανα πηγαίνοντας στο εργαστήριο ήταν να πάρω καφέ, να βάλω μουσική και να ανάψω ένα τσιγάρο χαζεύοντας ό,τι υπήρχε στο καβαλέτο. Τώρα που έχω κόψει το τσιγάρο, παραμένει ο καφές και η ζωγραφική. Πλέον, τα πρωινά πηγαίνω για περπάτημα, σαν καλό παιδί και μετά ξεκινάω να ζωγραφίζω. Χαίρομαι με πράγματα που παλαιότερα περνούσαν απαρατήρητα. Δεν τσιμπάω πια στην εικόνα του μποέμ, ιδιοφυή και μοναχικού ζωγράφου που δεν καταλαβαίνει κανείς, αλλά χαίρομαι που πέρασα κι από αυτό το στάδιο.
-Όταν καλείστε να εκφραστείτε με λέξεις για τη ζωγραφική σας, νιώθετε ότι αυτό περιορίζει ή στερεί δύναμη από έργα σας, ή αντίθετα σας δίνει μια διαφορετική δυνατότητα επικοινωνίας με το κοινό;
Ο ζωγράφος ζωγραφίζει. Αυτός είναι ο τρόπος της έκφρασης που διαθέτει. Ο διάλογος είναι επικοινωνία. Οπότε, όχι, δεν μπλέκεται το ένα με το άλλο. Δεν προσπαθώ να εξηγήσω, μιλάω για ζωγραφική που την αγαπώ. Κι αυτό είναι υπέροχο.
Photo Credit κεντρικής εικόνας ανάρτησης: Eleni Vasileiadou
Αντώνης Τσακίρης: «Τα έργα είναι οι τελικοί αφηγητές»
«Από μικρός έπιασα το μολύβι και τους μαρκαδόρους και, εν τέλει, δεν τους άφησα ποτέ»
Προτζέκτορας: Ο ζωγράφος Αντώνης Τσακίρης μιλάει στην Athens Voice για τη διαδρομή του στον χώρο της τέχνης.
O Αντώνης Τσακίρης θα μπορούσε πιο εύκολα να μιλήσει για τα κίνητρα, τις στιγμές, για οτιδήποτε του δίνει το έναυσμα για να ζωγραφίσει, παρά για τα ολοκληρωμένα έργα του. Έχοντας ζήσει μια μεγάλη ή μικρή περιπέτεια με κάθε ένα από αυτά, πάντα πίστευε πως το αποτέλεσμα είναι ο τελικός αφηγητής, ο οποίος –στα κέφια του– θα αυτοσχεδίαζε σε κάθε νέα ανάγνωση.
Εμφάνισα από νωρίς μια σαφή κλίση προς το καλλιτεχνικό στοιχείο, ήταν στη φύση μου. Από μικρός έπιασα το μολύβι και τους μαρκαδόρους και, εν τέλει, δεν τους άφησα ποτέ. Αλλά, έχοντας τη βεβιασμένη πεποίθηση μιας φυσικής άνεσης στην εικαστική έκφραση, η αγάπη για τη Μουσική πήρε τη θέση της ως το πρώτο μεγάλο πάθος. Τα μαθήματα στο ωδείο, δυστυχώς για μένα, απαιτούσαν μια πειθαρχία που οι αρετές της δεν είχαν ακόμα πλήρως ευδοκιμήσει εντός μου. Καιγόμουν σιωπηλά. Έτσι, με σχεδόν παιδικό πείσμα και έχοντας καταναλώσει αμέτρητες ώρες σ’ ένα δωμάτιο, έμαθα να παίζω κιθάρα, να γράφω τραγούδια και μουσική. Λίγο μετά βρέθηκα σε μεταμεσονύχτια live στη σκηνή, στο θρυλικό πάλαι ποτέ “Ξεχασμένο Πηγάδι” στα Άνω Πατήσια που είχε πάρει το όνομά του απ’ το τραγούδι του Δημήτρη Πουλικάκου «Το ξεχασμένο πηγάδι καραδοκούσε το θύμα του». Σ’ αυτό το μπαρ, μετα-μπουάτ θα το χαρακτήριζα στην πραγματικότητα, κυριολεκτικά μέσα σε σύννεφα καπνού, πέρασα μεγάλο διάστημα παρέα με φίλους καλλιτέχνες, μουσικούς, ποιητές. Είναι αδύνατο να υπολογίσω πόσα αυθόρμητα σκιτσάκια έκανα στην μπάρα του, γεμίζοντας τα χαρτάκια των μπλοκ με τις παραγγελίες και τις χαρτοπετσέτες με το λογότυπο, δίπλα σε ένα ωραίο ουίσκι με έναν πάγο, καλή παρέα και υπέροχη μουσική.


