Επτανησιακές καντάδες, αριέττες και αρέκια
Τα Επτάνησα αποτελούν για τον Ελλαδικό χώρο μια νησίδα πολιτισμού με αρκετές ιδιαιτερότητες, αφου δεν γνώρισαν παρά μόνο ελάχιστα την οθωμανική κατοχή, και αυτό μόνο στη Λευκάδα. Αποτελούσαν κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, με πρώτη την Κέρκυρα ήδη από το 1386. Έτσι, η Ιταλική επιρροή στη μουσική της Επτανήσου είναι προφανής και έντονη. Τα Επτάνησα ήρθαν σε επαφή με την έντεχνη, λόγια μουσική της Δύσης και το μουσικό ύφος που αναπτύχθηκε ακόμα και στη λαϊκή μουσική, υπακούει σε μεγάλο βαθμό στους νόμους της δυτικής αρμονίας.
Η καντάδα είναι έξοχο δείγμα επτανησιακόυ λαϊκού αστικού τραγουδιού. Το όνομά της προέρχεται απ το ιταλικό ρήμα cantare – τραγουδώ. Οι καντάδες χαρακτηρίζονται από τη δυτική πολυφωνία και κάθε φωνή εκτελείται από πολλά πρόσωπα και όχι σόλο. Αρκετές δημιουργήθηκαν από συνθέτες που κατά κύριο λόγο ανήκουν στην Επτανησιακή μουσική σχολή και στην Νεοελληνική Εθνική μουσική σχολή, όπως ο Δ. Λαυράγκας, ενώ τα λόγια συχνά ανήκουν σε ποιητές όπως ο Δ. Σολωμός.
Οι καντάδες συνοδεύονταν συνήθως από κιθάρες και μαντολίνα ενώ συχνά οι παρέες τις τραγουδούσαν και χωρίς συνοδεία οργάνων.
Στην Ελλάδα πιθανότατα πέρασε γύρω στα 1863 όταν ενώθηκε η Ηπειρωτική Ελλάδα με τα Επτάνησα. Διαδόθηκε ταχύτατα και έγινε ιδιαίτερα αγαπητή στα αστικά κέντρα. Η Αθηναϊκή καντάδα συνδέθηκε με τουςρομαντικούς ποιητές του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, όπως ο Γ. Δροσίνης, ο Α. Βαλαωρίτης, οΙ. Πολέμης. Αθηναϊκές καντάδες συνέχισαν να γράφονται μέχρι και τη δεκαετία του 1930. Η Αθηναϊκή καντάδα διαφέρει από την Επτανησιακή στο ότι διαθέτει λόγιο χαρακτήρα ενώ η Επτανησιακή φέρει περισσότερο έντονο το λαϊκό στοιχείο.
Περίπου μέχρι το 1940 και πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ήταν συνήθεια για τους νέους άνδρες να περιπατούν στης γειτονιές με φεγγαράδα και να τραγουδούν στα κορίτσια. Η καντάδα, είναι μελωδική κι ευχάριστη. Τα τραγούδια αντηχούσαν πάντα με το ίδιο θέμα: αγάπη, λουλούδια, φυσική ομορφιά, τη θάλασσα και την ομορφιά της ζωής. Πολύ σπάνια ανέφεραν αρρώστιες θάνατο ή διαμάχη για τη ζωή.
Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η διάθεση του κόσμου άλλαξε. Η καντάδα, ανήκε στο παρελθόν. Στις ταβέρνες, υπήρχαν ακόμη μερικά απομεινάρια καντάδας, αλλά με πολύ λίγους κιθαρίστες, που έπαιζαν στις παρέες. Ακόμη και σ’ αυτές τις ταβέρνες άρχισε να ζητείται μουσική, που ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Έτσι, η πολιτιστική τέχνη της καντάδας, άρχισε να ξεχνιέται. Με την πάροδο του χρόνου όμως, αρκετοί καλλιτέχνες, προσπάθησαν να αναβιώσουν την καντάδα, αλλά με πολύ λίγη επιτυχία. Η δημοτικότητα της, δεν έφθασε ποτέ στο ύψος που είχε φθάσει κάποτε.