ΙΙ. Το λεξιλόγιο των κειμένων
Α
ἄγρα (ἡ) | το κυνήγι |
ἀγών (ὁ) | ο διαγωνισμός |
ὁ/ἡ ἀδιερεύνητος, τὸ ἀδιερεύνητον | ανεξερεύνητος, που δύσκολα εξερευνάται |
ἀεί | πάντοτε, συνεχώς |
ἀθυμέω, ἀθυμῶ | στενοχωριέμαι, χάνω το κουράγιο μου |
ὁ/ἡ ἀίδιος, τὸ ἀίδιον | παντοτινός, διαρκής |
ὁ αἰσχρός, ἡ αἰσχρά, τὸ αἰσχρόν | άσχημος |
αἰτέω, αἰτῶ | ζητώ |
αἰτέομαι, αἰτοῦμαι | ζητώ |
αἰτιάομαι, αἰτιῶμαι | κατηγορώ |
αἰφνιδίως | ξαφνικά |
ἀκαιρία (ἡ) | η κακοτυχία |
ἀλεκτρυών (ὁ), τοῦ ἀλεκτρυόνος | ο πετεινός |
ἁλίσκομαι | κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, παγιδεύομαι |
ὁ ἀλλότριος, ἡ ἀλλοτρία, τὸ ἀλλότριον | ο ξένος, αυτός που ανήκει σε άλλον |
ἀλφιτοποιία (ἡ) | η παρασκευή αλφίτων, κριθάλευρου |
ἀμβάτης (ὁ) ή ἀναβάτης (ὁ) | ο αναβάτης |
ἀναιρέομαι, ἀναιροῦμαι | καταστρέφω, εξοντώνω |
ἀναλαμβάνω | παίρνω μαζί μου |
ἀναπείθω | πείθω κάποιον παρά τη θέλησή του, παρασύρω, αλλάζω τη γνώμη κάποιου |
ἀναφαίνομαι | διαφαίνομαι, προβάλλω ως συμπέρασμα |
ἀναφέρω | φέρνω πάνω |
ἀνδράποδον (τό) | ο δούλος |
ἀνειμένως | χαλαρά, άνετα |
ἄνευ | χωρίς |
ἀξιόομαι, ἀξιοῦμαι | κρίνομαι άξιος για κάτι |
ἀξιόω, ἀξιῶ | έχω την αξίωση, ζητώ, απαιτώ· θεωρώ σωστό / πρέπον |
ἀπάγω | επιστρέφω κάτι |
ἀπαξιόω, ἀπαξιῶ | θεωρώ κάποιον / κάτι ανάξιο |
ὁ ἅπας, ἡ ἅπασα, τὸ ἅπαν | όλος (ανεξαιρέτως) |
ἀπέχομαι | απέχω |
ἀποβάλλω | χάνω |
ἀποδειλιάω, ἀποδειλιῶ | δειλιάζω |
ἀποδέχομαι | επιδοκιμάζω |
(ἀπο)θνῄσκω | πεθαίνω |
ἀποκαθίστημι | βάζω στη θέση του |
ἀποκτείνω | σκοτώνω |
ἀπόλλυμι | χάνω, καταστρέφω |
ἀπολύω | απαλλάσσω |
ὁ/ἡ ἄπορος, τὸ ἄπορον | αδιάβατος |
ἀποσφάττομαι ή ἀποσφάζομαι | σφάζομαι, θανατώνομαι |
ὁ/ἡ ἄπρακτος, τὸ ἄπρακτον | αναποτελεσματικός |
ἅπτομαι | αγγίζω |
ἄρα (συμπερ. σύνδ.) | λοιπόν, πράγματι |
ὁ ἀργυροῦς, ἡ ἀργυρᾶ, τὸ ἀργυροῦν | ασημένιος |
ἀργῶς | με βραδύτητα |
ὁ/ἡ ἀρραγής, τὸ ἀρραγές | άθραυστος |
ὁ/ἡ ἄρρην, τὸ ἄρρεν | αρσενικός |
ἄρχομαι | αρχίζω |
ἆσμα (τό), τοῦ ἄσματος | το τραγούδι |
ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ | μένω ακίνητος/-η |
αὔξομαι, αὐξάνομαι | αυξάνομαι, μεγαλώνω |
αὐτίκα | αμέσως |
αὐτίκα μάλα | αμέσως, την ίδια στιγμή |
ἀφανίζομαι | εξαφανίζομαι |
ὁ/ἡ ἀφάρμακτος, τὸ ἀφάρμακτον | αυτός που δεν περιέχει δηλητήριο |
ὁ/ἡ ἄφατος, τὸ ἄφατον | ανείπωτος, ανώτερος από περιγραφές |
ἀφθόνως | χωρίς δισταγμό |
ἀφίημι | αφήνω |
ἀφικνέομαι, ἀφικνοῦμαι | φτάνω |
Β
ὁ/ἡ βάναυσος, τὸ βάναυσον | ταπεινός |
βλώσκω (αορ. β΄ ἔμολον, μτχ. μολών) | έρχομαι, πηγαίνω |
βομβέω, βομβῶ | βουίζω |
βοῦς (ὁ), τοῦ βοός | το βόδι |
ὁ βραχύς, ἡ βραχεῖα, τὸ βραχύ | ο κοντός, ο μικρός |
Γ
γε (εγκλιτικό μόριο) | βέβαια, τουλάχιστον |
γεωργέω, γεωργῶ | είμαι γεωργός, καλλιεργώ τη γη |
γί(γ)νομαι | γίνομαι |
γι(γ)νώσκω | γνωρίζω |
γραμματιστής (ὁ) | ο δάσκαλος της γραφής και της ανάγνωσης |
γυμνάσιον (τό) | η σχολή γυμναστικής |
ὁ γυμνικός, ἡ γυμνική, τὸ γυμνικόν | γυμναστικός, αθλητικός |
Δ
ὁ δασύς, ἡ δασεῖα, τὸ δασύ | πυκνός |
δέδοικα, δέδια | φοβάμαι |
δεῖ | πρέπει |
δεῖγμα (τό) | το παράδειγμα |
δέομαι | παρακαλώ, έχω ανάγκη |
δή (συμπερ. σύνδεσμος) | λοιπόν, βέβαια |
δῆμος (ὁ) | ο λαός |
διαβιόω, διαβιῶ | ζω, περνώ τη ζωή μου |
διαθάλπομαι | θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι |
διακωλύω | εμποδίζω |
διαλέγομαι | συζητώ |
διαπλόω, διαπλῶ | εκτυλίσσω, απλώνω |
διατρέφομαι | συντηρούμαι |
ὁ/ἡ διαυγής, τὸ διαυγές | καθαρός |
ὁ/ἡ διαφανής, τὸ διαφανές | εμφανής |
δίδομαι πρὸς γάμου κοινωνίαν | δίδομαι ως σύζυγος |
δίνη (ἡ) | το ρεύμα |
διό | γι' αυτό |
διοικέω, διοικῶ | διαχειρίζομαι, τακτοποιώ |
δίς (αριθμ. επίρρ.) | δύο φορές |
δουλόομαι, δουλοῦμαι | υποδουλώνω, υποδουλώνομαι |
δρομαῖος | αυτός που τρέχει με όλες του τις δυνάμεις, ο ταχύς |
δρῦς (ἡ), τῆς δρυός | η βελανιδιά |
δύναμαι | μπορώ, έχω τη δύναμη |
δύομαι | βυθίζομαι |
ὁ/ἡ δυσάλωτος, τὸ δυσάλωτον | αυτός που είναι δύσκολο να πιαστεί |
δυσκόλως | δύστροπα, δυσάρεστα |
Ε
ἔαρ (τό), τοῦ ἔαρος | η άνοιξη |
ἔγγυος (ὁ) | ο εγγυητής |
ἐγκαλέω, ἐγκαλῶ | κατηγορώ |
ἐγκύμων (ἡ), τῆς ἐγκύμονος | η έγκυος, η εγκυμονούσα |
ἐγχαράσσομαι | χαράσσομαι πάνω σε κάτι |
εἰκάζομαι | παρομοιάζομαι, μοιάζω |
εἷς, μία, ἕν | ένας, μία, ένα |
εἰσδύνω | μπαίνω |
εἶτα | έπειτα |
ἐκδύομαι | βγάζω, γδύνομαι |
ἐκμανθάνω | μαθαίνω καλά |
ἐκρίπτομαι | ρίχνομαι έξω, πετιέμαι |
ἐκτάδην (επίρρ.) | σε έκταση |
ἐκτρέφω | ανατρέφω, μεγαλώνω |
ἔλαφος (ὁ/ἡ) | το ελάφι |
ἐλεέω, ἐλεῶ | λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι |
ἐλέφας (ὁ), τοῦ ἐλέφαντος | ο ελέφαντας |
ἐλλείπω | είμαι ελλιπής, υστερώ |
ἐμβάλλω | βάζω μέσα |
ἐμός, ἐμή, ἐμόν (κτητ. αντων.) | δικός μου, δική μου, δικό μου |
ἐμπλέκομαι | μπλέκομαι, ανακατεύομαι |
ἐμπίπτω | πέφτω μέσα |
ὁ/ἡ ἐνδεής, τὸ ἐνδεές | αυτός που έχει ανάγκη, έλλειψη |
ἔνθα | όπου |
ἐνθάδε | εδώ |
ἐνταῦθα | εδώ |
ἐντρυφάω, ἐντρυφῶ | ευχαριστιέμαι, χαίρομαι |
ὁ/ἡ ἐνώπιος, τὸ ἐνώπιον | αυτός που βρίσκεται μπροστά σε κάποιον, αυτός που είναι παρών |
ὁ/ἡ ἐξαίσιος, τὸ ἐξαίσιον | πάρα πολύ καλός, δυνατός |
ἐξαμαρτάνω | σφάλλω, αδικώ |
ἐξάπτω | ξεσηκώνω, εξεγείρω |
ἐξεργάζομαι | εργάζομαι και αποκτώ, εξασφαλίζω |
ἐξευρίσκω | βρίσκω |
ἐξωμιδοποιία (ἡ) | η τέχνη να κατασκευάζει κάποιος εξωμίδες (ανδρικά ενδύματα που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους) |
ἔοικα | μοιάζω, δείχνω |
ἐπανορθόω, ἐπανορθῶ | επανορθώνω |
ἐπεί (χρον. ή αιτιολ. σύνδ.) | όταν, αφού, επειδή |
ἐπειδάν (χρονικοϋποθ. σύνδ.) | όταν, μόλις |
ἐπειδὰν τάχιστα | αμέσως μόλις |
ἐπέρχομαι | επιτίθεμαι |
ἐπιβουλεύω | σχεδιάζω κάτι κακό εις βάρος κάποιου |
ἐπιγι(γ)νώσκω | αναγνωρίζω |
ἐπιδίδωμι | δίνω, προοδεύω |
ἐπιθαρρέω, ἐπιθαρρῶ | έχω εμπιστοσύνη |
ἐπιμέλεια (ἡ) | η φροντίδα |
ἐπιμελέομαι, ἐπιμελοῦμαι | φροντίζω |
ἐπισημαίνω | δείχνω επιδοκιμασία |
ἐπιτήδεια (τά) | τα αναγκαία για τη ζωή |
ἐπιτήδευμα (τό) | η ασχολία |
ἐπιτηδεύω | ασχολούμαι, ασκώ επάγγελμα |
ὁ/ἡ ἐπίτομος, τὸ ἐπίτομον | σύντομος |
ἐπιφαίνομαι | παρουσιάζομαι |
ἐπόμνυμαι | ορκίζομαι |
ἔπος (τό), τοῦ ἔπους | ο λόγος |
ἐρημία (ἡ) | η μοναξιά, η ερήμωση |
ὁ ἔσχατος, ἡ ἐσχάτη, τὸ ἔσχατον | ο τελευταίος, ο πιο δύσκολος |
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (επιμερ. αντων.) | άλλος, άλλη, άλλο (από δύο) |
ἔτι | ακόμα, επιπλέον |
εὖ (επίρρ.) | καλά |
εὐλογέομαι, εὐλογοῦμαι | επαινούμαι |
ὁ/ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες | αυτός που έχει μεγάλο μέγεθος, ο μεγάλος |
εὐμήχανον (τό) | η επινοητικότητα |
ὁ/ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν | ευνοϊκός, ευμενής |
εὖ πάσχω | ευεργετούμαι |
εὖ ποιέω/ποιῶ | ευεργετώ |
εὖ πράττω | ευτυχώ |
ὁ/ἡ εὐπρεπής, τὸ εὐπρεπές | κομψός |
εὐφραίνω | ευχαριστώ |
Ζ
ζεῦγος (τό) | το ζευγάρι ζώων που χρησιμοποιούνται σε αγροτικές εργασίες |
Η
ἡγέομαι, ἡγοῦμαι | νομίζω, θεωρώ, είμαι αρχηγός |
ἡδέως (επίρρ.) | με ευχαρίστηση |
ὁ ἡδύς, ἡ ἡδεῖα, τὸ ἡδύ | ευχάριστος, γλυκός |
ἥκω | έχω έρθει, φτάνω |
Θ
θαυμάζω | απορώ, θαυμάζω |
θεραπεύω | καλλιεργώ (αγρό), λατρεύω (θεό), φροντίζω (άνθρωπο) |
θυγάτηρ (ἡ), τῆς θυγατρός | η κόρη |
Ι
ὁ ἴδιος, ἡ ἰδία, τὸ ἴδιον | ατομικός, προσωπικός, δικός μου / σου / του |
ἵνα (τελ. σύνδ.) | για να |
Κ
καθέζομαι | κάθομαι |
καὶ γάρ | και πράγματι, γιατί πράγματι |
καὶ μήν | και ασφαλώς |
καίτοι | και βέβαια, και όμως |
κάλλος (τό) | η ομορφιά |
ὁ καλός, ἡ καλή, τὸ καλόν | όμορφος |
ὁ καματηρός, ἡ καματηρά, τὸ καματηρόν | κουρασμένος, εξαντλημένος |
κάπηλος (ὁ) | ο μικροπωλητής |
καρκίνος (ὁ) | ο κάβουρας |
καταγι(γ)νώσκω | κατηγορώ, καταλογίζω |
κατακαίομαι ή κατακάομαι | καίγομαι ολοκληρωτικά |
καταμέμφομαι | κατηγορώ |
καταστρέφω τὸν βίον | τελειώνω τη ζωή μου |
κατασφαλίζομαι | διασφαλίζω |
κατατέμνομαι | κομματιάζομαι |
καῦμα (τό), τοῦ καύματος | ο καύσωνας |
κεῖμαι | είμαι, βρίσκομαι, ξαπλώνω |
καραδοκέω, καραδοκῶ | περιμένω με αγωνία |
κατοικτίρω | λυπάμαι |
κεραμεύς (ὁ), τοῦ κεραμέως | ο τεχνίτης του πηλού |
κιθαρίζω | παίζω κιθάρα |
κιθαριστής (ὁ) | ο δάσκαλος της μουσικής που μάθαινε στα παιδιά να παίζουν λύρα ή αυλό, να τραγουδούν και να χορεύουν |
κίνησις (ἡ), τῆς κινήσεως | η αναταραχή, η εξέγερση |
κλῆρος (ὁ) | η κληρονομιά |
κοιλότης (ἡ), τῆς κοιλότητος | το κέλυφος |
κομίζω | φέρνω |
κοσμέομαι, κοσμοῦμαι | στολίζομαι |
κόσμος (ὁ) | τάξη, στολίδι |
κοῦρος (ὁ) | ο γιος |
κρανία (ἡ), κρανέα (ἡ) και κράνεια (ἡ) | η κρανιά, είδος δέντρου |
κρατέω, κρατῶ | επικρατώ, εξουσιάζω |
ὁ κράτιστος, ἡ κρατίστη, τὸ κράτιστον | πάρα πολύ δυνατός |
κτάομαι, κτῶμαι | αποκτώ, κατέχω |
κτῆσις (ἡ), τῆς κτήσεως | η απόκτηση |
ὁ κύκνειος, ἡ κυκνεία, τὸ κύκνειον | αυτός που ανήκει σε κύκνο ή μοιάζει με αυτόν |
κύλιξ (ἡ), τῆς κύλικος | το ποτήρι του κρασιού |
κυνηγέτης (ὁ) | ο κυνηγός |
κύων (ὁ/ἡ), τοῦ κυνός | ο σκύλος |
κώνωψ (ὁ), τοῦ κώνωπος | το κουνούπι |
Λ
λάθρᾳ (επίρρ.) | κρυφά |
λειτουργέω, λειτουργῶ | προσφέρω δημόσια υπηρεσία με δικά μου χρήματα |
λιθοξόος (ὁ) | ο τεχνίτης της πέτρας, ο μαρμαράς |
λογίζομαι | υπολογίζω, σκέφτομαι |
Μ
μάλα (επίρρ.) | πολύ |
ὁ μαλθακός, ἡ μαλθακή, τὸ μαλθακόν | μαλακός, δειλός |
μᾶλλον (επίρρ.) | περισσότερο |
μανία (ἡ) | η παραφροσύνη |
μεγαλοπρέπεια (ἡ) | το μεγαλείο |
ὁ/ἡ μεγαλόψυχος, τὸ μεγαλόψυχον | αυτός που θεωρεί τον εαυτό του άξιο για σπουδαίες πράξεις, ο γενναίος |
μειρακίσκος (ὁ) | το παλικαράκι |
ὁ μέλας, ἡ μέλαινα, τὸ μέλαν | μαύρος |
μεταβολή (ἡ) | η αλλαγή, η κατάπτωση |
μιμνῄσκομαι | θυμάμαι |
μυθεύομαι | λέγομαι, κυκλοφορώ ως μύθος |
μυριάς (ἡ), τῆς μυριάδος | σύνολο 10.000 |
Ν
ναῦς (ἡ), τῆς νεώς | το πλοίο |
ναύκληρος (ὁ) | ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο ναυτικός, ο θαλασσινός |
νουθεσία (ἡ) | η συμβουλή |
Ξ
ξυγκάμνω ή συγκάμνω | υποφέρω, κουράζομαι μαζί με κάποιον |
ξυλεύομαι | κόβω ξύλα |
Ο
ὀδύρομαι | θρηνώ |
οἶδα | γνωρίζω |
οἰκέτης (ὁ) | ο οικιακός δούλος |
οἰκειόω, οἰκειῶ | εξοικειώνω |
οἰκτίρω | λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι |
οἴομαι / οἶμαι | νομίζω |
οἷον | όπως, π.χ. |
οἷος, οἵα, οἷον (αναφ. αντων.) | τέτοιος που |
ὁράω, ὁρῶ | βλέπω |
ὁρμάομαι, ὁρμῶμαι | ξεκινώ |
ὁρμάω, ὁρμῶ | τρέχω ορμητικά |
ὀρύττω | σκάβω |
ὅς, ἥ, ὅ (αναφ. αντων.) | ο οποίος |
ὅσοσπερ, ὅσηπερ, ὅσονπερ (αναφ. αντων.) | όσος βέβαια, όσος ακριβώς |
ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (αναφ. αντων.) | όποιος |
ὄστρακον (τό) | το περίβλημα |
ὄστρεον (τό) | το στρείδι |
οὕτω(ς) (επίρρ.) | έτσι, τόσο |
ὀψιαίτατα (επίρρ.) | πάρα πολύ αργά |
Π
ὁ/ἡ πάγχρηστος, τὸ πάγχρηστον | χρήσιμος σε όλα |
παιδοτρίβης (ὁ) | ο δάσκαλος της γυμναστικής |
παίω | χτυπώ |
παλαίστρα (ἡ) | η σχολή πάλης |
ὁ/ἡ πάμφορος, τὸ πάμφορον | αυτός που παράγει κάθε λογής καρπούς, ο πολύ εύφορος |
πάνυ (επίρρ.) | πολύ |
παραγί(γ)νομαι | φτάνω κοντά |
ὁ/ἡ παραμόνιμος, τὸ παραμόνιμον | διαρκής, σταθερός, πιστός |
παρέρχομαι | περνάω, φτάνω |
πειράομαι, πειρῶμαι | προσπαθώ |
πέλεκυς (ὁ), τοῦ πελέκεως | το τσεκούρι |
πέμπω | στέλνω |
πενία (ἡ) | η φτώχεια |
περιοράω, περιορῶ | αφήνω, αδιαφορώ |
περιπέτομαι | πετώ γύρω από κάτι |
περιπτύσσομαι | περικλείω |
περιτυγχάνω | συναντώ |
ποιέω, ποιῶ | κάνω |
πολλάκις | πολλές φορές |
πολλαχοῦ | σε πολλά μέρη |
πονηρία (ἡ) | η κακή κατάσταση |
πορίζομαι | εξασφαλίζω, αποκτώ |
ποριστικόν (τό) | εφευρετικότητα |
ὁ πρᾶος, ἡ πραεῖα, τὸ πρᾶον | ήπιος |
προαγορεύω | λέω εκ των προτέρων, προειδοποιώ |
προΐσταμαι | στέκομαι μπροστά ως αρχηγός / επικεφαλής |
προκαλέω, προκαλῶ | προσκαλώ |
προκηρύσσω | διακηρύσσω δημόσια |
πρόοιδα | γνωρίζω εκ των προτέρων |
προπέτεια (ἡ) | η επιπολαιότητα |
προσαγορεύομαι | ονομάζομαι, αποκαλούμαι |
προσαρμόττομαι | συναρμόζομαι, εφαρμόζω |
προσδέομαι | χρειάζομαι |
πρόσθεν (επίρρ.) | προηγουμένως, παλαιότερα |
προσέχω | στρέφω την προσοχή μου |
προσλαμβάνομαι | παίρνω και κάποιον άλλο |
πρόσοδος (ἡ) | το έσοδο |
ὁ πρότερος, ἡ προτέρα, τὸ πρότερον | προηγούμενος, παλαιότερος |
πρῳαίτατα | πάρα πολύ νωρίς |
ὁ πτερόεις, ἡ πτερόεσσα, τὸ πτερόεν | φτερωτός |
πυνθάνομαι | ρωτώ, ζητώ να μάθω |
Ρ
ῥοπή (ἡ) | το γύρισμα |
Σ
σῆμα (τό), τοῦ σήματος | το σημάδι |
σημεῖον (τό) | το σημάδι |
σκέλος (τό), τοῦ σκέλους | το πόδι |
σκοπέω, σκοπῶ ή σκοπέομαι, σκοποῦμαι | εξετάζω, ερευνώ |
σκυτοτόμος (ὁ) | ο τσαγκάρης, ο βυρσοδέψης |
σπουδάζω | ασχολούμαι σοβαρά με κάτι |
στόμα (τό), τοῦ στόματος | το στόμιο, ο κόλπος |
συγκινδυνεύω | κινδυνεύω μαζί με κάποιον |
συγκλείω | πλησιάζω |
συζεύγνυμαι | ενώνομαι, παντρεύομαι / νυμφεύομαι |
συμβοηθέω, συμβοηθῶ | βοηθώ κάποιον μαζί με άλλον |
σύμπτυξις (ἡ), τῆς συμπτύξεως | το κλείσιμο |
συναθροίζομαι | συγκεντρώνομαι |
συνεπισχύω | ενισχύω κάποιον βοηθώντας τον |
συνίσταμαι | συναποτελούμαι, συγκροτούμαι |
συντρέχω | τρέχω μαζί με κάποιον, συγκεντρώνομαι |
σφάλλομαι | αποτυγχάνω, καταστρέφομαι |
Τ
τε (συμπλ. σύνδ.) | και |
τέκτων (ὁ), τοῦ τέκτονος | ο μαραγκός, ο οικοδόμος |
τέλος (επίρρ.) | τελικά |
ὁ τερπνός, ἡ τερπνή, τὸ τερπνόν | ευχάριστος, διασκεδαστικός |
τίκτω | γεννώ |
τὶς, τὶς, τὶ (αόρ. αντων.) | κάποιος |
τίς, τίς, τί (ερωτ. αντων.) | ποιος |
τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτον (δεικτ. αντων.) | τέτοιος |
τραγῳδέομαι, τραγῳδοῦμαι | γίνομαι υπόθεση τραγωδίας |
τρόπαιον (τό) | το μνημείο νίκης |
τρόπος (ὁ) | η συμπεριφορά |
τροφός (ἡ) | η παραμάνα, η δούλη που μεριμνούσε για την ανατροφή του νηπίου |
τυραννέω, τυραννῶ | ασκώ εξουσία |
Υ
ὑλακή (ἡ) | το γάβγισμα |
ὕλη (ἡ) | το δάσος |
ὁ/ἡ ὑπάργυρος, τὸ ὑπάργυρον | αυτός που έχει κοιτάσματα αργύρου |
ὑπερβάλλω | ξεπερνώ |
ὑπισχνέομαι, ὑπισχνοῦμαι | υπόσχομαι |
ὁ ὑποβολιμαῖος, ἡ ὑποβολιμαία, τὸ ὑποβολιμαῖον | αυτός που παίρνει τη θέση κάποιου άλλου |
ὑστεραίᾳ (τῇ) | την επόμενη μέρα |
Φ
φαίνω | φανερώνω |
φάρμακον (τό) | το δηλητήριο |
φάσκω | λέω, υποστηρίζω |
φημί | λέω, υποστηρίζω |
ὁ/ἡ φιλότιμος, τὸ φιλότιμον | αυτός που αγαπάει και επιδιώκει τις τιμές, ο φιλόδοξος |
φοιτάω, φοιτῶ | συχνάζω |
φυλάττω | διαφυλάττω, τηρώ |
φύσις (ἡ), τῆς φύσεως | η φύση, η μορφή |
φύομαι | είμαι από τη φύση μου, γεννιέμαι |
Χ
χελιδών (ἡ), τῆς χελιδόνος | το χελιδόνι |
χηλή (ἡ) | η δαγκάνα |
χλαμυδουργία (ἡ) | η τέχνη της κατασκευής χλαμύδων |
χρή (απρόσ. ρ.) | πρέπει, είναι μοιραίο / γραφτό |
ὁ χρηστός, ἡ χρηστή, τὸ χρηστόν | ενάρετος, καλός |
Ψ
ψέγω | κατηγορώ, κατακρίνω |
ψεύδομαι | λέω ψέματα, ξεγελώ |
ψηφίς (ἡ), τῆς ψηφῖδος | το πετραδάκι |
Ω
ὠκύτης (ἡ), τῆς ὠκύτητος | η ταχύτητα |
ὠνέομαι, ὠνοῦμαι | (εξ)αγοράζω |
ὥρα (ἡ) | η εποχή |
ὡς (ειδ. σύνδ.) | ότι |
ὥσπερ | όπως ακριβώς |