Παρασκευή 5 Απριλίου 2019

ΕΠΙΜΕΤΡΟ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΙΙ. Το λεξιλόγιο των κειμένων

Α

ἄγρα (ἡ) το κυνήγι
ἀγών (ὁ) ο διαγωνισμός
ὁ/ἡ ἀδιερεύνητος, τὸ ἀδιερεύνητον ανεξερεύνητος, που δύσκολα εξερευνάται
ἀεί πάντοτε, συνεχώς
ἀθυμέω, ἀθυμῶ στενοχωριέμαι, χάνω το κουράγιο μου
ὁ/ἡ ἀίδιος, τὸ ἀίδιον παντοτινός, διαρκής
ὁ αἰσχρός, ἡ αἰσχρά, τὸ αἰσχρόν άσχημος
αἰτέω, αἰτῶ ζητώ
αἰτέομαι, αἰτοῦμαι ζητώ
αἰτιάομαι, αἰτιῶμαι κατηγορώ
αἰφνιδίως ξαφνικά
ἀκαιρία (ἡ) η κακοτυχία
ἀλεκτρυών (ὁ), τοῦ ἀλεκτρυόνος ο πετεινός
ἁλίσκομαι κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, παγιδεύομαι
ὁ ἀλλότριος, ἡ ἀλλοτρία, τὸ ἀλλότριον ο ξένος, αυτός που ανήκει σε άλλον
ἀλφιτοποιία (ἡ) η παρασκευή αλφίτων, κριθάλευρου
ἀμβάτης (ὁ) ή ἀναβάτης (ὁ) ο αναβάτης
ἀναιρέομαι, ἀναιροῦμαι καταστρέφω, εξοντώνω
ἀναλαμβάνω παίρνω μαζί μου
ἀναπείθω πείθω κάποιον παρά τη θέλησή του, παρασύρω, αλλάζω τη γνώμη κάποιου
ἀναφαίνομαι διαφαίνομαι, προβάλλω ως συμπέρασμα
ἀναφέρω φέρνω πάνω
ἀνδράποδον (τό) ο δούλος
ἀνειμένως χαλαρά, άνετα
ἄνευ χωρίς
ἀξιόομαι, ἀξιοῦμαι κρίνομαι άξιος για κάτι
ἀξιόω, ἀξιῶ έχω την αξίωση, ζητώ, απαιτώ· θεωρώ σωστό / πρέπον
ἀπάγω επιστρέφω κάτι
ἀπαξιόω, ἀπαξιῶ θεωρώ κάποιον / κάτι ανάξιο
ὁ ἅπας, ἡ ἅπασα, τὸ ἅπαν όλος (ανεξαιρέτως)
ἀπέχομαι απέχω
ἀποβάλλω χάνω
ἀποδειλιάω, ἀποδειλιῶ δειλιάζω
ἀποδέχομαι επιδοκιμάζω
(ἀπο)θνῄσκω πεθαίνω
ἀποκαθίστημι βάζω στη θέση του
ἀποκτείνω σκοτώνω
ἀπόλλυμι χάνω, καταστρέφω
ἀπολύω απαλλάσσω
ὁ/ἡ ἄπορος, τὸ ἄπορον αδιάβατος
ἀποσφάττομαι ή ἀποσφάζομαι σφάζομαι, θανατώνομαι
ὁ/ἡ ἄπρακτος, τὸ ἄπρακτον αναποτελεσματικός
ἅπτομαι αγγίζω
ἄρα (συμπερ. σύνδ.) λοιπόν, πράγματι
ὁ ἀργυροῦς, ἡ ἀργυρᾶ, τὸ ἀργυροῦν ασημένιος
ἀργῶς με βραδύτητα
ὁ/ἡ ἀρραγής, τὸ ἀρραγές άθραυστος
ὁ/ἡ ἄρρην, τὸ ἄρρεν αρσενικός
ἄρχομαι αρχίζω
ἆσμα (τό), τοῦ ἄσματος το τραγούδι
ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ μένω ακίνητος/-η
αὔξομαι, αὐξάνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω
αὐτίκα αμέσως
αὐτίκα μάλα αμέσως, την ίδια στιγμή
ἀφανίζομαι εξαφανίζομαι
ὁ/ἡ ἀφάρμακτος, τὸ ἀφάρμακτον αυτός που δεν περιέχει δηλητήριο
ὁ/ἡ ἄφατος, τὸ ἄφατον ανείπωτος, ανώτερος από περιγραφές
ἀφθόνως χωρίς δισταγμό
ἀφίημι αφήνω
ἀφικνέομαι, ἀφικνοῦμαι φτάνω

Β

ὁ/ἡ βάναυσος, τὸ βάναυσον ταπεινός
βλώσκω (αορ. β΄ ἔμολον, μτχ. μολών) έρχομαι, πηγαίνω
βομβέω, βομβῶ βουίζω
βοῦς (ὁ), τοῦ βοός το βόδι
ὁ βραχύς, ἡ βραχεῖα, τὸ βραχύ ο κοντός, ο μικρός

Γ

γε (εγκλιτικό μόριο) βέβαια, τουλάχιστον
γεωργέω, γεωργῶ είμαι γεωργός, καλλιεργώ τη γη
γί(γ)νομαι γίνομαι
γι(γ)νώσκω γνωρίζω
γραμματιστής (ὁ) ο δάσκαλος της γραφής και της ανάγνωσης
γυμνάσιον (τό) η σχολή γυμναστικής
ὁ γυμνικός, ἡ γυμνική, τὸ γυμνικόν γυμναστικός, αθλητικός

Δ

ὁ δασύς, ἡ δασεῖα, τὸ δασύ πυκνός
δέδοικα, δέδια φοβάμαι
δεῖ πρέπει
δεῖγμα (τό) το παράδειγμα
δέομαι παρακαλώ, έχω ανάγκη
δή (συμπερ. σύνδεσμος) λοιπόν, βέβαια
δῆμος (ὁ) ο λαός
διαβιόω, διαβιῶ ζω, περνώ τη ζωή μου
διαθάλπομαι θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι
διακωλύω εμποδίζω
διαλέγομαι συζητώ
διαπλόω, διαπλῶ εκτυλίσσω, απλώνω
διατρέφομαι συντηρούμαι
ὁ/ἡ διαυγής, τὸ διαυγές καθαρός
ὁ/ἡ διαφανής, τὸ διαφανές εμφανής
δίδομαι πρὸς γάμου κοινωνίαν δίδομαι ως σύζυγος
δίνη (ἡ) το ρεύμα
διό γι' αυτό
διοικέω, διοικῶ διαχειρίζομαι, τακτοποιώ
δίς (αριθμ. επίρρ.) δύο φορές
δουλόομαι, δουλοῦμαι υποδουλώνω, υποδουλώνομαι
δρομαῖος αυτός που τρέχει με όλες του τις δυνάμεις, ο ταχύς
δρῦς (ἡ), τῆς δρυός η βελανιδιά
δύναμαι μπορώ, έχω τη δύναμη
δύομαι βυθίζομαι
ὁ/ἡ δυσάλωτος, τὸ δυσάλωτον αυτός που είναι δύσκολο να πιαστεί
δυσκόλως δύστροπα, δυσάρεστα

Ε

ἔαρ (τό), τοῦ ἔαρος η άνοιξη
ἔγγυος (ὁ) ο εγγυητής
ἐγκαλέω, ἐγκαλῶ κατηγορώ
ἐγκύμων (ἡ), τῆς ἐγκύμονος η έγκυος, η εγκυμονούσα
ἐγχαράσσομαι χαράσσομαι πάνω σε κάτι
εἰκάζομαι παρομοιάζομαι, μοιάζω
εἷς, μία, ἕν ένας, μία, ένα
εἰσδύνω μπαίνω
εἶτα έπειτα
ἐκδύομαι βγάζω, γδύνομαι
ἐκμανθάνω μαθαίνω καλά
ἐκρίπτομαι ρίχνομαι έξω, πετιέμαι
ἐκτάδην (επίρρ.) σε έκταση
ἐκτρέφω ανατρέφω, μεγαλώνω
ἔλαφος (ὁ/ἡ) το ελάφι
ἐλεέω, ἐλεῶ λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι
ἐλέφας (ὁ), τοῦ ἐλέφαντος ο ελέφαντας
ἐλλείπω είμαι ελλιπής, υστερώ
ἐμβάλλω βάζω μέσα
ἐμός, ἐμή, ἐμόν (κτητ. αντων.) δικός μου, δική μου, δικό μου
ἐμπλέκομαι μπλέκομαι, ανακατεύομαι
ἐμπίπτω πέφτω μέσα
ὁ/ἡ ἐνδεής, τὸ ἐνδεές αυτός που έχει ανάγκη, έλλειψη
ἔνθα όπου
ἐνθάδε εδώ
ἐνταῦθα εδώ
ἐντρυφάω, ἐντρυφῶ ευχαριστιέμαι, χαίρομαι
ὁ/ἡ ἐνώπιος, τὸ ἐνώπιον αυτός που βρίσκεται μπροστά σε κάποιον, αυτός που είναι παρών
ὁ/ἡ ἐξαίσιος, τὸ ἐξαίσιον πάρα πολύ καλός, δυνατός
ἐξαμαρτάνω σφάλλω, αδικώ
ἐξάπτω ξεσηκώνω, εξεγείρω
ἐξεργάζομαι εργάζομαι και αποκτώ, εξασφαλίζω
ἐξευρίσκω βρίσκω
ἐξωμιδοποιία (ἡ) η τέχνη να κατασκευάζει κάποιος εξωμίδες (ανδρικά ενδύματα που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους)
ἔοικα μοιάζω, δείχνω
ἐπανορθόω, ἐπανορθῶ επανορθώνω
ἐπεί (χρον. ή αιτιολ. σύνδ.) όταν, αφού, επειδή
ἐπειδάν (χρονικοϋποθ. σύνδ.) όταν, μόλις
ἐπειδὰν τάχιστα αμέσως μόλις
ἐπέρχομαι επιτίθεμαι
ἐπιβουλεύω σχεδιάζω κάτι κακό εις βάρος κάποιου
ἐπιγι(γ)νώσκω  αναγνωρίζω
ἐπιδίδωμι δίνω, προοδεύω
ἐπιθαρρέω, ἐπιθαρρῶ έχω εμπιστοσύνη
ἐπιμέλεια (ἡ) η φροντίδα
ἐπιμελέομαι, ἐπιμελοῦμαι φροντίζω
ἐπισημαίνω δείχνω επιδοκιμασία
ἐπιτήδεια (τά) τα αναγκαία για τη ζωή
ἐπιτήδευμα (τό) η ασχολία
ἐπιτηδεύω ασχολούμαι, ασκώ επάγγελμα
ὁ/ἡ ἐπίτομος, τὸ ἐπίτομον σύντομος
ἐπιφαίνομαι παρουσιάζομαι
ἐπόμνυμαι ορκίζομαι
ἔπος (τό), τοῦ ἔπους ο λόγος
ἐρημία (ἡ) η μοναξιά, η ερήμωση
ὁ ἔσχατος, ἡ ἐσχάτη, τὸ ἔσχατον ο τελευταίος, ο πιο δύσκολος
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (επιμερ. αντων.) άλλος, άλλη, άλλο (από δύο)
ἔτι ακόμα, επιπλέον
εὖ (επίρρ.) καλά
εὐλογέομαι, εὐλογοῦμαι επαινούμαι
ὁ/ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες αυτός που έχει μεγάλο μέγεθος, ο μεγάλος
εὐμήχανον (τό) η επινοητικότητα
ὁ/ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν ευνοϊκός, ευμενής
εὖ πάσχω  ευεργετούμαι
εὖ ποιέω/ποιῶ ευεργετώ
εὖ πράττω ευτυχώ
ὁ/ἡ εὐπρεπής, τὸ εὐπρεπές κομψός
εὐφραίνω ευχαριστώ

Ζ

ζεῦγος (τό) το ζευγάρι ζώων που χρησιμοποιούνται σε αγροτικές εργασίες

Η

ἡγέομαι, ἡγοῦμαι νομίζω, θεωρώ, είμαι αρχηγός
ἡδέως (επίρρ.) με ευχαρίστηση
ὁ ἡδύς, ἡ ἡδεῖα, τὸ ἡδύ ευχάριστος, γλυκός
ἥκω έχω έρθει, φτάνω

Θ

θαυμάζω απορώ, θαυμάζω
θεραπεύω καλλιεργώ (αγρό), λατρεύω (θεό), φροντίζω (άνθρωπο)
θυγάτηρ (ἡ), τῆς θυγατρός η κόρη

Ι

ὁ ἴδιος, ἡ ἰδία, τὸ ἴδιον ατομικός, προσωπικός, δικός μου / σου / του
ἵνα (τελ. σύνδ.) για να

Κ

καθέζομαι κάθομαι
καὶ γάρ και πράγματι, γιατί πράγματι
καὶ μήν και ασφαλώς
καίτοι και βέβαια, και όμως
κάλλος (τό) η ομορφιά
ὁ καλός, ἡ καλή, τὸ καλόν όμορφος
ὁ καματηρός, ἡ καματηρά, τὸ καματηρόν κουρασμένος, εξαντλημένος
κάπηλος (ὁ) ο μικροπωλητής
καρκίνος (ὁ) ο κάβουρας
καταγι(γ)νώσκω κατηγορώ, καταλογίζω
κατακαίομαι ή κατακάομαι καίγομαι ολοκληρωτικά
καταμέμφομαι κατηγορώ
καταστρέφω τὸν βίον τελειώνω τη ζωή μου
κατασφαλίζομαι διασφαλίζω
κατατέμνομαι κομματιάζομαι
καῦμα (τό), τοῦ καύματος ο καύσωνας
κεῖμαι είμαι, βρίσκομαι, ξαπλώνω
καραδοκέω, καραδοκῶ περιμένω με αγωνία
κατοικτίρω λυπάμαι
κεραμεύς (ὁ), τοῦ κεραμέως ο τεχνίτης του πηλού
κιθαρίζω παίζω κιθάρα
κιθαριστής (ὁ) ο δάσκαλος της μουσικής που μάθαινε στα παιδιά να παίζουν λύρα ή αυλό, να τραγουδούν και να χορεύουν
κίνησις (ἡ), τῆς κινήσεως η αναταραχή, η εξέγερση
κλῆρος (ὁ) η κληρονομιά
κοιλότης (ἡ), τῆς κοιλότητος το κέλυφος
κομίζω φέρνω
κοσμέομαι, κοσμοῦμαι στολίζομαι
κόσμος (ὁ) τάξη, στολίδι
κοῦρος (ὁ) ο γιος
κρανία (ἡ), κρανέα (ἡ) και κράνεια (ἡ) η κρανιά, είδος δέντρου
κρατέω, κρατῶ επικρατώ, εξουσιάζω
ὁ κράτιστος, ἡ κρατίστη, τὸ κράτιστον πάρα πολύ δυνατός
κτάομαι, κτῶμαι αποκτώ, κατέχω
κτῆσις (ἡ), τῆς κτήσεως η απόκτηση
ὁ κύκνειος, ἡ κυκνεία, τὸ κύκνειον αυτός που ανήκει σε κύκνο ή μοιάζει με αυτόν
κύλιξ (ἡ), τῆς κύλικος το ποτήρι του κρασιού
κυνηγέτης (ὁ) ο κυνηγός
κύων (ὁ/ἡ), τοῦ κυνός ο σκύλος
κώνωψ (ὁ), τοῦ κώνωπος το κουνούπι

Λ

λάθρᾳ (επίρρ.) κρυφά
λειτουργέω, λειτουργῶ προσφέρω δημόσια υπηρεσία με δικά μου χρήματα
λιθοξόος (ὁ) ο τεχνίτης της πέτρας, ο μαρμαράς
λογίζομαι υπολογίζω, σκέφτομαι

Μ

μάλα (επίρρ.) πολύ
ὁ μαλθακός, ἡ μαλθακή, τὸ μαλθακόν μαλακός, δειλός
μᾶλλον (επίρρ.) περισσότερο
μανία (ἡ) η παραφροσύνη
μεγαλοπρέπεια (ἡ) το μεγαλείο
ὁ/ἡ μεγαλόψυχος, τὸ μεγαλόψυχον αυτός που θεωρεί τον εαυτό του άξιο για σπουδαίες πράξεις, ο γενναίος
μειρακίσκος (ὁ) το παλικαράκι
ὁ μέλας, ἡ μέλαινα, τὸ μέλαν μαύρος
μεταβολή (ἡ) η αλλαγή, η κατάπτωση
μιμνῄσκομαι θυμάμαι
μυθεύομαι λέγομαι, κυκλοφορώ ως μύθος
μυριάς (ἡ), τῆς μυριάδος σύνολο 10.000

Ν

ναῦς (ἡ), τῆς νεώς το πλοίο
ναύκληρος (ὁ) ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο ναυτικός, ο θαλασσινός
νουθεσία (ἡ) η συμβουλή

Ξ

ξυγκάμνω ή συγκάμνω υποφέρω, κουράζομαι μαζί με κάποιον
ξυλεύομαι κόβω ξύλα

Ο

ὀδύρομαι θρηνώ
οἶδα γνωρίζω
οἰκέτης (ὁ) ο οικιακός δούλος
οἰκειόω, οἰκειῶ εξοικειώνω
οἰκτίρω λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι
οἴομαι / οἶμαι νομίζω
οἷον όπως, π.χ.
οἷος, οἵα, οἷον (αναφ. αντων.)τέτοιος που
ὁράω, ὁρῶ βλέπω
ὁρμάομαι, ὁρμῶμαι ξεκινώ
ὁρμάω, ὁρμῶ τρέχω ορμητικά
ὀρύττω σκάβω
ὅς, ἥ, ὅ (αναφ. αντων.) ο οποίος
ὅσοσπερ, ὅσηπερ, ὅσονπερ (αναφ. αντων.) όσος βέβαια, όσος ακριβώς
ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (αναφ. αντων.) όποιος
ὄστρακον (τό) το περίβλημα
ὄστρεον (τό) το στρείδι
οὕτω(ς) (επίρρ.) έτσι, τόσο
ὀψιαίτατα (επίρρ.) πάρα πολύ αργά

Π

ὁ/ἡ πάγχρηστος, τὸ πάγχρηστον χρήσιμος σε όλα
παιδοτρίβης (ὁ) ο δάσκαλος της γυμναστικής
παίω χτυπώ
παλαίστρα (ἡ) η σχολή πάλης
ὁ/ἡ πάμφορος, τὸ πάμφορον αυτός που παράγει κάθε λογής καρπούς, ο πολύ εύφορος
πάνυ (επίρρ.) πολύ
παραγί(γ)νομαι φτάνω κοντά
ὁ/ἡ παραμόνιμος, τὸ παραμόνιμον διαρκής, σταθερός, πιστός
παρέρχομαι περνάω, φτάνω
πειράομαι, πειρῶμαι προσπαθώ
πέλεκυς (ὁ), τοῦ πελέκεως το τσεκούρι
πέμπω στέλνω
πενία (ἡ) η φτώχεια
περιοράω, περιορῶ αφήνω, αδιαφορώ
περιπέτομαι πετώ γύρω από κάτι
περιπτύσσομαι περικλείω
περιτυγχάνω συναντώ
ποιέω, ποιῶ κάνω
πολλάκις πολλές φορές
πολλαχοῦ σε πολλά μέρη
πονηρία (ἡ) η κακή κατάσταση
πορίζομαι εξασφαλίζω, αποκτώ
ποριστικόν (τό) εφευρετικότητα
ὁ πρᾶος, ἡ πραεῖα, τὸ πρᾶον ήπιος
προαγορεύω λέω εκ των προτέρων, προειδοποιώ
προΐσταμαι στέκομαι μπροστά ως αρχηγός / επικεφαλής
προκαλέω, προκαλῶ προσκαλώ
προκηρύσσω διακηρύσσω δημόσια
πρόοιδα γνωρίζω εκ των προτέρων
προπέτεια (ἡ) η επιπολαιότητα
προσαγορεύομαι ονομάζομαι, αποκαλούμαι
προσαρμόττομαι συναρμόζομαι, εφαρμόζω
προσδέομαι χρειάζομαι
πρόσθεν (επίρρ.) προηγουμένως, παλαιότερα
προσέχω στρέφω την προσοχή μου
προσλαμβάνομαι παίρνω και κάποιον άλλο
πρόσοδος (ἡ) το έσοδο
ὁ πρότερος, ἡ προτέρα, τὸ πρότερον προηγούμενος, παλαιότερος
πρῳαίτατα πάρα πολύ νωρίς
ὁ πτερόεις, ἡ πτερόεσσα, τὸ πτερόεν φτερωτός
πυνθάνομαι ρωτώ, ζητώ να μάθω

Ρ

ῥοπή (ἡ) το γύρισμα

Σ

σῆμα (τό), τοῦ σήματος το σημάδι
σημεῖον (τό) το σημάδι
σκέλος (τό), τοῦ σκέλους το πόδι
σκοπέω, σκοπῶ ή σκοπέομαι, σκοποῦμαι εξετάζω, ερευνώ
σκυτοτόμος (ὁ) ο τσαγκάρης, ο βυρσοδέψης
σπουδάζω ασχολούμαι σοβαρά με κάτι
στόμα (τό), τοῦ στόματος το στόμιο, ο κόλπος
συγκινδυνεύω κινδυνεύω μαζί με κάποιον
συγκλείω πλησιάζω
συζεύγνυμαι ενώνομαι, παντρεύομαι / νυμφεύομαι
συμβοηθέω, συμβοηθῶ βοηθώ κάποιον μαζί με άλλον
σύμπτυξις (ἡ), τῆς συμπτύξεως το κλείσιμο
συναθροίζομαι συγκεντρώνομαι
συνεπισχύω ενισχύω κάποιον βοηθώντας τον
συνίσταμαι συναποτελούμαι, συγκροτούμαι
συντρέχω τρέχω μαζί με κάποιον, συγκεντρώνομαι
σφάλλομαι αποτυγχάνω, καταστρέφομαι

Τ

τε (συμπλ. σύνδ.) και
τέκτων (ὁ), τοῦ τέκτονος ο μαραγκός, ο οικοδόμος
τέλος (επίρρ.) τελικά
ὁ τερπνός, ἡ τερπνή, τὸ τερπνόν ευχάριστος, διασκεδαστικός
τίκτω γεννώ
τὶς, τὶς, τὶ (αόρ. αντων.) κάποιος
τίς, τίς, τί (ερωτ. αντων.) ποιος
τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτον (δεικτ. αντων.) τέτοιος
τραγῳδέομαι, τραγῳδοῦμαι γίνομαι υπόθεση τραγωδίας
τρόπαιον (τό) το μνημείο νίκης
τρόπος (ὁ) η συμπεριφορά
τροφός (ἡ) η παραμάνα, η δούλη που μεριμνούσε για την ανατροφή του νηπίου
τυραννέω, τυραννῶ ασκώ εξουσία

Υ

ὑλακή (ἡ) το γάβγισμα
ὕλη (ἡ) το δάσος
ὁ/ἡ ὑπάργυρος, τὸ ὑπάργυρον αυτός που έχει κοιτάσματα αργύρου
ὑπερβάλλω ξεπερνώ
ὑπισχνέομαι, ὑπισχνοῦμαι υπόσχομαι
ὁ ὑποβολιμαῖος, ἡ ὑποβολιμαία, τὸ ὑποβολιμαῖον αυτός που παίρνει τη θέση κάποιου άλλου
ὑστεραίᾳ (τῇ) την επόμενη μέρα

Φ

φαίνω φανερώνω
φάρμακον (τό) το δηλητήριο
φάσκω λέω, υποστηρίζω
φημί λέω, υποστηρίζω
ὁ/ἡ φιλότιμος, τὸ φιλότιμον αυτός που αγαπάει και επιδιώκει τις τιμές, ο φιλόδοξος
φοιτάω, φοιτῶ συχνάζω
φυλάττω διαφυλάττω, τηρώ
φύσις (ἡ), τῆς φύσεως η φύση, η μορφή
φύομαι είμαι από τη φύση μου, γεννιέμαι

Χ

χελιδών (ἡ), τῆς χελιδόνος το χελιδόνι
χηλή (ἡ) η δαγκάνα
χλαμυδουργία (ἡ) η τέχνη της κατασκευής χλαμύδων
χρή (απρόσ. ρ.)πρέπει, είναι μοιραίο / γραφτό
ὁ χρηστός, ἡ χρηστή, τὸ χρηστόν ενάρετος, καλός

Ψ

ψέγω κατηγορώ, κατακρίνω
ψεύδομαι λέω ψέματα, ξεγελώ
ψηφίς (ἡ), τῆς ψηφῖδος το πετραδάκι

Ω

ὠκύτης (ἡ), τῆς ὠκύτητος η ταχύτητα
ὠνέομαι, ὠνοῦμαι (εξ)αγοράζω
ὥρα (ἡ) η εποχή
ὡς (ειδ. σύνδ.) ότι
ὥσπερ όπως ακριβώς