Σάββατο 6 Απριλίου 2019

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΠΙΜΕΤΡΟ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ,ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

ΙΙ. Το λεξιλόγιο των κειμένων

Α

ἄγρα (ἡ)το κυνήγι, ο τρόπος του ψαρέματος
ἄγωμεταφέρω, οδηγώ
ὁ/ἡ ἀείμνηστος, τὸ ἀείμνηστοναυτός που αξίζει να τον θυμόμαστε για πάντα
ἀειφυγία (ἡ)ισόβια εξορία
ὁ/ἡ ἀζήμιος, τὸ ἀζήμιονατιμώρητος
ἀήρ (ὁ), τοῦ ἀέροςο αέρας
ἆθλον (τό)το βραβείο, το έπαθλο
ὁ ἀθρόος, ἡ ἀθρόα, τὸ ἀθρόονσυνολικός
αἰγιαλός (ὁ)ο γιαλός
αἰδώς (ἡ), τῆς αἰδοῦςο σεβασμός
αἰκία (ἡ)ο βασανισμός, η βιαιοπραγία
αἱρέομαι, αἱροῦμαιπροτιμώ, επιλέγω, παίρνω το μέρος κάποιου
αἰτέω, αἰτῶζητώ
αἰτιάομαι, αἰτιῶμαικατηγορώ
ἀκάτιον (τό)το πλοιάριο
ὁ/ἡ ἀκίνητος, τὸ ἀκίνητοναμετάβλητος, στατικός
ὁ/ἡ ἄκλητος, τὸ ἄκλητοναπρόσκλητος, ακάλεστος
ἀκουσίωςπαρά τη θέληση
ὁ ἄκων, ἡ ἄκουσα, τὸ ἆκονπαρά τη θέληση κάποιου, αθέλητα
ἁλιεύς (ὁ), τοῦ ἁλιέωςο ψαράς
ἁλίσκομαικυριεύομαι, συλλαμβάνομαι
ὁ ἀλλότριος, ἡ ἀλλοτρία, τὸ ἀλλότριονο ξένος
ὁ/ἡ ἄλογος, τὸ ἄλογοναυτός που δεν έχει λογική, το ζώο
ἁμαρτάνωσφάλλω, αδικώ
ἁμαρτία (ἡ)το σφάλμα, η αδικία
ὁ/ἡ ἄμοιρος, τὸ ἄμοιροναυτός που δεν έχει μερίδιο σ’ ένα πράγμα
ἀμύνομαιεκδικούμαι, τιμωρώ, αντιμετωπίζω
ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα (επιμερ. αντων.)και οι δύο
ἀνάγκη (ἡ)η ανάγκη, ο εξαναγκασμός
ἀνάγομαιβγαίνω στο πέλαγος
ἀναιρέομαι, ἀναιροῦμαιλείπω, καταστρέφομαι
ἀναλαμβάνωεπωμίζομαι / υιοθετώ
ἀναστέλλωεμποδίζω, αναβάλλω
ἀνδριάς (ὁ), τοῦ ἀνδριάντοςο ανδριάντας, το άγαλμα
ἀντιλέγωδιαφωνώ, προβάλλω αντίρρηση
ὁ/ἡ ἀνωφελής, τὸ ἀνωφελέςάχρηστος, ανώφελος
ἀξιοπρεπῶςόπως πρέπει
ἀπειθέω, ἀπειθῶδεν υπακούω
ἀποβαίνωκάνω απόβαση
ἀποβλέπωκοιτάζω προσεκτικά
ἀποδιδράσκωδραπετεύω, προσπαθώ να ξεφύγω
ἀποδύωγδύνω
ὁ/ἡ ἀπόθετος, τὸ ἀπόθετοναποθηκευμένος, για ώρα ανάγκης
ἀποκτείνωσκοτώνω
ἀπολαμβάνομαιπεριορίζομαι
ἀπολαύωαπολαμβάνω
ἀπόλλυμαιχάνομαι, καταστρέφομαι
ἀπόλλυμιχάνω, καταστρέφω
ἀπολύωελευθερώνω
ἀπονέμωμοιράζω
ὁ/ἡ ἀπότομος, τὸ ἀπότομοναπόκρημνος
ἀποφαίνομαιαπαντώ, διατυπώνω κρίσεις
ἀπώλεια (ἡ)ο χαμός
ἄρχωεξουσιάζω, κυβερνώ
ἀστήρ (ὁ), τοῦ ἀστέροςτο αστέρι
ἄστυ (τό), τοῦ ἄστεωςη πόλη
ὁ/ἡ ἄτακτος, τὸ ἄτακτονεκτός τάξεως, μη πειθαρχημένος
ἄτοπόν ἐστι (απρόσ. έκφραση)είναι παράλογο
αὖπάλι, από την άλλη πλευρά
αὐγή (ἡ)το φως, η αυγή
αὐτός, αὐτή, αὐτό (οριστ. αντων.)ο ίδιος
ἀφαιρέομαι, ἀφαιροῦμαιχάνω
ὁ/ἡ ἄφθιτος, τὸ ἄφθιτοναυτός που ζει αιώνια
ἀφίημιαφήνω, απαλλάσσω
ἀφικνέομαι, ἀφικνοῦμαιφτάνω
ἀφίσταμαιαπομακρύνομαι, αποχωρίζομαι, αποφεύγω
ἀχρειόομαι, ἀχρειοῦμαιαχρηστεύομαι

Β

ὁ βέλτιστος, ἡ βελτίστη, τὸ βέλτιστονπάρα πολύ καλός
βιάζομαιεξαναγκάζω, χρησιμοποιώ βία, επιτίθεμαι σε κάποιον
βιβλίον και βυβλίον (τό)ο κύλινδρος παπύρου πάνω στον οποίο έγραφαν
βορά (ἡ)η τροφή
βούλομαιθέλω, επιθυμώ
βροτός (ὁ)ο θνητός
βρῶμα (τό), τοῦ βρώματοςη τροφή

Γ

γαστήρ (ἡ), τῆς γαστρόςη κοιλιά
γε (μόριο)τουλάχιστον, βέβαια
γίγνομαιγίνομαι
ὁ/ἡ γλυκίων, τὸ γλύκιονγλυκύτερος
γοῦνβέβαια
γράφωζωγραφίζω

Δ

δέδοικα και δέδιαφοβάμαι
δεῖ (απρόσ. ρ.)πρέπει
δελφίς (ὁ), τοῦ δελφῖνοςτο δελφίνι
δέος (τό), τοῦ δέουςο φόβος
δή (συμπερ. σύνδ.)λοιπόν, ως γνωστόν
δηλαδήφανερά, φυσικά
δήπουίσως, βέβαια, αναμφίβολα
διαβαίνωπερνώ μέσα από
διαδιδράσκωξεφεύγω
διαζώννυμιπερικυκλώνω
διακελεύομαισυμβουλεύω
διακονέομαι, διακονοῦμαιπροσφέρω υπηρεσίες
διάταξις (ἡ), τῆς διατάξεωςη τελευταία επιθυμία
ὁ/ἡ διαφανής, τὸ διαφανέςο εμφανής
διαφθείρωκαταστρέφω, διαφθείρω
διαφθορά (ἡ)η καταστροφή, η διαφθορά
ὁ/ἡ διάφορος, τὸ διάφορονο (πολιτικός) αντίπαλος
διόγι’ αυτό
διώκομαικατηγορούμαι, καταδικάζομαι
δοκεῖ τινι (απρόσ. ρήμα)φαίνεται (καλό) σε κάποιον
δοκέω, δοκῶδίνω την εντύπωση, φαίνομαι
δορυφόρος (ὁ)αυτός που φέρει δόρυ, ο σωματοφύλακας
δουλόομαι, δουλοῦμαι (μέση διάθεση)υποδουλώνω
δύναμαιμπορώ, έχω τη δύναμη
δυναστεία (ἡ)η δύναμη, η εξουσία

Ε

ἐθίζωσυνηθίζω
εἰ (υποθ. ή αιτιολ. σύνδ. ή ερωτ. μόριο)εάν
εἴδωλον (τό)το ομοίωμα
εἰκότωςεύλογα
εἰκών (ἡ), τῆς εἰκόνοςτο ομοίωμα
εἴργω και εἵργωαποκλείω, εμποδίζω την είσοδο ή την έξοδο
εἰσηγέομαι, εἰσηγοῦμαιεισάγω
εἶταέπειτα
ἐκβάλλωαποβάλλω
ἐκδιδάσκωδιδάσκω, καθοδηγώ
ἐκδίδωμιπαραδίδω, εκθέτω
ἐκεῖσεπρος εκείνη την κατεύθυνση
ἐκκλησία (ἡ)η συνέλευση του λαού
ἔκπληξις (ἡ), τῆς ἐκπλήξεωςη επιφανειακή ευχαρίστηση
ἐκφέρωδίνω διαταγή
ἐκφεύγωξεφεύγω
ἔκφυσις (ἡ), τῆς ἐκφύσεωςη παραφυάδα
ὁ ἑκών, ἡ ἑκοῦσα, τὸ ἑκόνμε τη θέληση κάποιου
ἐλεέω, ἐλεῶσυμπονώ, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι
ἐνακμάζωβρίσκομαι σε ακμή, καίω
ἐνδίδωμιυποχωρώ, υποκύπτω
ἕνεκα και ἕνεκεν (πρόθεση)για, χάρη, εξαιτίας
ἔνθα (αναφ. επίρρ.)όπου, στην περίπτωση που
ἐνταῦθαεδώ, σε αυτή την περίπτωση
ἐντυγχάνωσυναντώ τυχαία
ἐξαγγέλλωστέλνω
ἐξαιρέομαι, ἐξαιροῦμαιαπαλλάσσω
ἐξαμαρτάνωσφάλλω, αδικώ
ἐξαρτάω, ἐξαρτῶκρεμώ
ἐξεικάζωκάνω να μοιάζει, μεταμφιέζω
ἐξευρίσκωεπινοώ
ἐπεί (αιτιολ. ή χρον. σύνδ.)γιατί, όταν, αφού
ἐπικαρπία (ἡ)το μερίδιο, οι απολαβές
ἐπικλώθεται (απρόσ. ρ.)καθορίζεται από τη μοίρα
ἐπιλανθάνομαιξεχνώ
ἐπίσταμαιγνωρίζω, έχω εμπειρία σε κάτι
ἐπιστήμη (ἡ)η γνώση, η τέχνη
ἐπιτάσσωδιατάζω
ἐπιτείνωεπιδεινώνω
ἐπιτήδευμα (τό)η ενασχόληση, η πράξη
ἐπιτηδεύωασχολούμαι σοβαρά
ἐπονειδίστωςκατά τρόπο αισχρό / ντροπιαστικό
ἐργάζομαιπροκαλώ, κάνω
ἐρίζωφιλονικώ, ανταγωνίζομαι
ἔρυμα (τό), τοῦ ἐρύματοςο φράκτης
ἔρχομαι και εἶμιέρχομαι, επιτίθεμαι
ἐρῳδιός (ὁ)ο ερωδιός ή ψαροφάγος (είδος πουλιού)
ἐσέρχομαι και εἰσέρχομαιμπαίνω
ἐσθίωτρώω
ὁ ἐσθλός, ἡ ἐσθλή, τὸ ἐσθλόνενάρετος
ἐσχαρίς (ἡ), τῆς ἐσχαρίδοςη μικρή σχάρα
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (αόρ. επιμερ. αντων.)άλλος (από δύο)
εὐγνωμόνωςμε σωφροσύνη, σύνεση
εὐδία (ἡ)η καλοκαιρία
εὐδοκιμέω, εὐδοκιμῶπροοδεύω, προκόβω
εὐθύνη (ἡ) και εὔθυνα (ἡ)η ευθύνη, η λογοδοσία
εὐλογέω, εὐλογῶεπαινώ
ὁ/ἡ εὔνους, τὸ εὔνουνευνοϊκός, φιλικός
εὐπρέπεια (ἡ)η εξωτερική εμφάνιση
ἔχω + απαρέμφατομπορώ να + ρήμα

Ζ

ζημιόομαι, ζημιοῦμαιτιμωρούμαι
ζῷον (τό)το ζωντανό πλάσμα

Η

ἡγέομαι, ἡγοῦμαινομίζω, θεωρώ, είμαι αρχηγός
ὁ ἡδύς, ἡ ἡδεῖα, τὸ ἡδύευχάριστος
ὁ/ἡ ἡδίων, τὸ ἥδιονπιο ευχάριστος
ἥδομαιευχαριστιέμαι
ἡδονή (ἡ)η ευχαρίστηση
ἥκωέχω έρθει, φτάνω
ἡνίκα (χρον. σύνδ.)όταν
ἡρῷον (τό)ιερό αφιερωμένο σε ήρωα
ἡσυχάζωμένω αδρανής, δεν κουνιέμαι, κουρνιάζω

Θ

θάλλωανθίζω, ακμάζω
ὁ θαυμαστός, ἡ θαυμαστή, τὸ θαυμαστόνθαυμαστός, περίεργος, άξιος απορίας
θεάομαι, θεῶμαιβλέπω, παρακολουθώ με ευχαρίστηση
θεωρέω, θεωρῶπαρακολουθώ, διαβάζω
θήρα (ἡ)το κυνήγι
θηρατής (ὁ)ο κυνηγός
ὁ/ἡ θηριώδης, τὸ θηριῶδεςαυτός που ταιριάζει με θηρίο, που χαρακτηρίζεται από θηριωδία, άγριος
θριδακίνη (ἡ) και θρίδαξ (ἡ), τῆς θρίδακοςτο μαρούλι

Ι

ἰατρεία (ἡ)η θεραπεία
ὁ ἴδιος, ἡ ἰδία, τὸ ἴδιονιδιωτικός, προσωπικός
ἱδρόω, ἱδρῶιδρώνω
ἱέραξ (ὁ), τοῦ ἱέρακοςτο γεράκι
ἵνα (τελικός σύνδ.)για να
ἰσομοιρία (ἡ)το ίσο μερίδιο

Κ

καθαίρομαιεξαγνίζομαι
καθαρεύωείμαι καθαρός, απέχω από κάτι κακό
καθίσταμαιγίνομαι
καὶ γάρκαι πράγματι, γιατί πράγματι
καὶ μήνκαι μάλιστα, και όμως
καιρός (ὁ)η ευκαιρία, η εποχή, η κρίσιμη περίσταση
καίτοι (αντιθ. σύνδ.)και βέβαια
ὁ καλός, ἡ καλή, τὸ καλόνόμορφος
κατακλείωκλείνω ερμητικά
κατακλίνωγέρνω προς τα κάτω
καταλαμβάνωσυναντώ, βρίσκω
καταλείπομαιαπομένω
καταλείπωαφήνω πίσω, κληροδοτώ
κατάποσις (ἡ), τῆς καταπόσεωςο οισοφάγος
κατασπεύδωκάνω κάτι βιαστικά
καταστρέφομαιυποτάσσω
κατέρχομαιεπιστρέφω από την εξορία
κατέχομαικαταλαμβάνομαι, κυριεύομαι
κάτοπτρον (τό)ο καθρέφτης
κεῖμαιβρίσκομαι, κείτομαι, υπάρχω
κελεύωδιατάζω, προτρέπω
κοινωνέω, κοινωνῶμοιράζομαι, επικοινωνώ, έχω σχέσεις με κάποιον
κολάζωτιμωρώ
κόλασμα (τό), τοῦ κολάσματοςη τιμωρία
κολαστής (ὁ)ο τιμωρός
κοσμέω, κοσμῶτιμώ
κρύφα (επίρρ.)κρυφά

Λ

λάθρᾳκρυφά
λεαίνομαιπροκαλώ ευχαρίστηση
λιμός (ὁ)η πείνα
λοιδορέομαι, λοιδοροῦμαικακολογούμαι

Μ

μακαρίζωκαλοτυχίζω, θεωρώ ευτυχισμένο
ὁ μακάριος, ἡ μακαρία, τὸ μακάριονευτυχισμένος
μάλα, μᾶλλον, μάλισταπολύ, περισσότερο, πάρα πολύ
μάστιξ (ἡ), τῆς μάστιγοςτο μαστίγιο
μεγαλαυχέω, μεγαλαυχῶυπερηφανεύομαι, καυχιέμαι
μεθύωμεθάω
μέλει μοι (απρόσ. ρ.)με ενδιαφέρει, νοιάζομαι
μεταδίδωμι συγγνώμης τινίσυγχωρώ κάποιον
μηκέτιόχι (δεν...) πια
μηνίωοργίζομαι
μίμημα (τό), τοῦ μιμήματοςτο αντίγραφο, η απομίμηση
μυριάς (ἡ), τῆς μυριάδοςπλήθος αποτελούμενο από 10.000

Ν

νέμω αἰδῶεπιδεικνύω σεβασμό
νῆξις (ἡ), τῆς νήξεωςτο κολύμπι
νομή (ἡ)η μοιρασιά

Ο

ὅθεν (αναφ. επίρρ.)από όπου
οἶδαγνωρίζω πολύ καλά, μαθαίνω, καταλαβαίνω
ὁ οἰκεῖος, ἡ οἰκεία, τὸ οἰκεῖονγνωστός, φιλικός
οἰκεῖοι (οἱ)οι συγγενείς, οι γνωστοί
οἴομαινομίζω
οἷονπαραδείγματος χάρη
ὅλωςγενικά
ὁμιλέω, ὁμιλῶέρχομαι σε επαφή
ὁμολογεῖταιομολογείται, είναι γενικά παραδεκτό
ὄνυξ (ὁ), τοῦ ὄνυχοςτο νύχι
ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (αναφ. αντων.)όσος
ὁράω, ὁρῶβλέπω
ὄρνεον (τό)το πουλί
ὅς, ἥ, ὅ (αναφ. αντων.)ο οποίος
ὅστις, ἥτις, ὅ τι (αναφ. αντων.)ο οποίος, όποιος
ὅτι (ειδ. ή αιτιολ. σύνδ.)ότι, επειδή
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν (αόρ. επιμερ. αντων.)κανείς
οὐκοῦν (συμπερ. σύνδ.)λοιπόν
οὕτωςέτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο
ὀφλισκάνωχρωστώ
ὀφλισκάνω δίκηνκαταδικάζομαι
ὄψις (ἡ), τῆς ὄψεωςτο μάτι

Π

πάλλομαιτρέμω
πανταχόθεναπό όλες τις πλευρές, από παντού
πάνυπολύ
παπταίνωκοιτάζω γύρω φοβισμένος
παραδίδωμιπροσφέρω
παρακαταθήκη (ἡ) και παραθήκη (ἡ)αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο
παρανήχομαικολυμπώ κοντά, συνοδεύω κολυμπώντας
πάρειμιπαρευρίσκομαι, συντροφεύω
παρίσταμαιπαραστέκομαι, παρευρίσκομαι
παρίσταταί μοι δόξασχηματίζω την εντύπωση, τη γνώμη
ὁ πατρῷος, ἡ πατρῲα, τὸ πατρῷονπατροπαράδοτος
πείθομαί τινιυπακούω σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον
πειράομαι, πειρῶμαιπροσπαθώ
ὁ/ἡ πένηςφτωχός
ὁ περιαιρετός, ἡ περιαιρετή, τὸ περιαιρετόναυτός που μπορεί να αφαιρεθεί, ο πρόσθετος
πέριξγύρω
περιστέλλωκαλύπτω, περιβάλλω
ὁ περιττός, ἡ περιττή, τὸ περιττόνπερισσευούμενος, περιττός
πέτρα (ἡ)ο βράχος
πήγνυμαιπήζω, παρασκευάζω, φτιάχνω
πιστεύεται (απρόσ. ρ.)είναι κοινή πεποίθηση
πιστεύομαιαπολαμβάνω την εμπιστοσύνη κάποιου
ὁ/ἡ πλείων, τὸ πλέονπερισσότερος
πλημμελέω, πλημμελῶδιαπράττω παραπτώματα
πληγή (ἡ)το χτύπημα
ποιέω, ποιῶκάνω
ποιοῦμαι τὸν κίνδυνοναποτολμώ την επίθεση
ὁ πολέμιος, ἡ πολεμία, τὸ πολέμιονεχθρικός
πολέμιοι (οἱ)οι εχθροί
πολλάκιςπολλές φορές
πονέω, πονῶκοπιάζω
πόνος (ὁ)ο κόπος, ο μόχθος
ποτέ (σε καταφάσεις)κάποτε
πότερος, ποτέρα, πότερον (ερωτ. αντων.)ποιος από τους δύο
πούς (ὁ), τοῦ ποδόςτο πόδι
πραγματεία (ἡ)το θέμα, η επιδίωξη
προεδρία (ἡ)η τιμητική θέση
προΐεμαιπαραμερίζω, αφήνω κατά μέρος
προκρίνομαιπροτιμώμαι, θεωρούμαι καλύτερος
προσάπτομαιαποδίδομαι
πρόσειμι και προσέρχομαιπλησιάζω
προσήκει (απρόσ. ρ.)ταιριάζει, αρμόζει
προσήκοντες (οἱ)οι συγγενείς
προσημαίνωφανερώνω από πριν
προσκαρτερέω, προσκαρτερῶπεριμένω με υπομονή
προσφέρομαιπλησιάζω, συμπεριφέρομαι
ὁ πρότερος, ἡ προτέρα, τὸ πρότερονπροηγούμενος
προφασίζομαιπροβάλλω ως δικαιολογία
πρῲρα (ἡ)η πλώρη
πρῶτα (τά)αρχικά (επίρρ.)
πυνθάνομαιζητώ να μάθω
πῦρ (τό), τοῦ πυρόςη φωτιά

Σ

Σεληνίτης (ὁ)αυτός που κατοικεί στη Σελήνη
σημαίνωδηλώνω, φανερώνω
σῖτος (ὁ) (πληθ. τὰ σῖτα)τα δημητριακά, το σιτάρι, η τροφή
σκῆπτρον (τό)το ραβδί, το ραβδί που αποτελεί σύμβολο εξουσίας
στασιάζωδιαφωνώ, ξεσηκώνομαι
στέγωστεγάζω, προστατεύω
ὁ συβαριτικός, ἡ συβαριτική, τὸ συβαριτικόναυτός που έχει σχέση με τη Σύβαρη, μτφ. ο βαρυφορτωμένος με εδέσματα
συγκυρία (ἡ)η κρίσιμη και αναπάντεχη περίσταση
συμβιόω, συμβιῶζω μαζί με κάποιον
συμμισέω, συμμισῶμισώ κάποιον όπως και κάποιος άλλος
συμπνέωσυμφωνώ
ὁ/ἡ σύνθηρος, τὸ σύνθηρονο σύντροφος στο κυνήγι και στο ψάρεμα
ὁ/ἡ σύνθρονος, τὸ σύνθρονοναυτός που έχει τον θρόνο / την εξουσία μαζί με άλλον
συντίθημισυνθέτω, καταστρώνω
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (κτητ. αντων.)δικός τους, δική τους, δικό τους
ὁ σφοδρός, ἡ σφοδρά, τὸ σφοδρόνδυνατός
σχῆμα (τό), τοῦ σχήματοςη εικόνα, η μορφή

Τ

ταράττομαιβρίσκομαι σε σύγχυση
τελευτή (ἡ)το τέλος, ο θάνατος
τέλος (τό), τοῦ τέλουςο σκοπός
τηνικαῦτατότε
τίθεμαι νόμουςθεσπίζω νόμους
τίθημιτοποθετώ, θέτω, συγκαταλέγω
τοίνυν (συμπερ. σύνδ.)λοιπόν
τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο (δεικτ. αντων.)τέτοιος
τράπεζα (ἡ)το τραπέζι
τρόπαιον και τροπαῖον (τό)το μνημείο νίκης
τύπτωχτυπώ
τύραννός εἰμιεξουσιάζω, κυβερνώ

Υ

ὕβρις (ἡ), τῆς ὕβρεωςη αλαζονεία, η ξιπασιά
ὑβριστής (ὁ)ο αλαζόνας
ὕδερος (ὁ)η υδρωπικία, η συσσώρευση υγρού σε κοιλότητες του σώματος
ὑπερπηδάω, ὑπερπηδῶπηδώ πάνω από
ὑπομένωαντέχω, έχω το θάρρος, ανέχομαι
ὑφίεμαιπαύω, σταματώ

Φ

φείδομαιεξοικονομώ, λυπάμαι, δεν σπαταλώ
φημίλέω, ισχυρίζομαι
ὁ φίλος, ἡ φίλη, τὸ φίλοναγαπημένος
φοβέω, φοβῶφοβίζω
φρέαρ (τό), τοῦ φρέατοςτο πηγάδι
φρονέω, φρονῶσκέφτομαι, σχεδιάζω, πιστεύω
ὁ φρόνιμος, ἡ φρονίμη/φρόνιμος, τὸ φρόνιμονσυνετός, μυαλωμένος
φύομαιγεννιέμαι, είμαι από τη φύση μου
φύωκάνω κάτι να φυτρώσει, «βγάζω»
φωράομαι, φωρῶμαισυλλαμβάνομαι, αποδεικνύομαι

Χ

χαίρωείμαι καλά, χαίρομαι
ὁ χαλεπός, ἡ χαλεπή, τὸ χαλεπόνδύσκολος, σκληρός, άσπλαχνος
ὁ χαλκοῦς, ἡ χαλκῆ, τὸ χαλκοῦνχάλκινος
χειμών (ὁ), τοῦ χειμῶνοςη κακοκαιρία
χλαμύς (ἡ), τῆς χλαμύδοςκοντός μανδύας
χρεία (ἡ)η ανάγκη
χρή (απρόσ. ρ.)πρέπει
χρήομαι, χρῶμαιχρησιμοποιώ, εφαρμόζω
ὁ χρηστός, ἡ χρηστή, τὸ χρηστόνενάρετος

Ψ

ψέγωκατηγορώ, σπρώχνω, διώχνω
ψόγος (ὁ)η μομφή, ο ψόγος

Ω

ὠθέω, ὠθῶπαρακινώ
ὠφέλεια (ἡ)η ωφέλεια
τὸ ὠφέλημαη ωφέλεια

ΙΙΙ. Τα ανώμαλα ρήματα των κειμένων

1.
βιάζομαι
2.
δέδοικα, δέδια
ἐβιαζόμηνἐδεδοίκειν, ἐδεδίειν
βιάσομαι, βιασθήσομαιδείσομαι
ἐβιασάμην, ἐβιάσθηνἔδεισα
βεβίασμαι
ἐβεβιάσμην
Παθ. αόρ. ΥΠ: βιασθῶ
ΠΡΚ/ΥΠΡΣ οδοντικόληκτων,
βλ. πέπεισμαι

3.
διώκωδιώκομαι
4.
δοκεῖ
ἐδίωκονἐδιωκόμηνἐδόκει
διώξω, διώξομαιδιωχθήσομαιδόξει
ἐδίωξαἐδιώχθηνἔδοξε
δεδίωχαδεδίωγμαιδέδοκται
ἐδεδιώχεινἐδεδιώγμηνἐδέδοκτο
Παθ αόρ. ΥΠ: διωχθῶ
ΠΡΚ/ΥΠΡΣ ουρανικόληκτων,
βλ. πέπραγμαι

5.
κελεύωκελεύομαι
6.
λανθάνω
7.
μέλει
ἐκέλευονἐκελευόμηνἐλάνθανονἔμελε
κελεύσωκελευσθήσομαιλήσωμελήσει
ἐκέλευσαἐκελεύσθηνἔλαθονἐμέλησε
κεκέλευκακεκέλευσμαιλέληθαμεμέληκε
ἐκεκελεύκεινἐκεκελεύσμηνἐλελήθεινἐμεμελήκει
Παθ. αόρ. ΥΠ: κελευσθῶ
Β′ αόρ. ΥΠ: λάθω
ΠΡΚ/ΥΠΡΣ οδοντικόληκτων,
βλ. πέπεισμαι

8.
στέλλωστέλλομαι
9.
ταράττωταράττομαι
ἔστελλονἐστελλόμηνἐτάραττονἐταραττόμην
στελῶσταλήσομαιταράξωταράξομαι, ταραχθήσομαι
ἔστειλαἐστειλάμηνἐστάληνἐτάραξαἐταράχθην
ἔσταλκαἔσταλμαι(τετάραχα)τετάραγμαι
ἐστάλκεινἐστάλμην(ἐτεταράχειν)ἐτεταράγμην
Μέλλ. συνηρημένος σε -έω
Παθ. αόρ. ΥΠ: ταραχθῶ
Άσιγμος αόρ. ΥΠ: στείλω, στείλωμαι
ΠΡΚ/ΥΠΡΣ ουρανικόληκτων, βλ. πέπραγμαι
Β′ παθ. αόρ. ΥΠ: σταλῶ
ΠΡΚ/ΥΠΡΣ υγρόληκτων, βλ. ἤγγελμαι

10.
τείνωτείνομαι
11.
φθείρωφθείρομαι
ἔτεινονἐτεινόμηνἔφθειρονἐφθειρόμην
τενῶ-τενοῦμαι, -ταθήσομαιφθερῶφθεροῦμαι, φθαρήσομαι
ἔτεινα-ετεινάμην, -ετάθηνἔφθειραἐφθάρην
-τέτακα-τέταμαιἔφθαρκαἔφθαρμαι
-ετετάκειν-ετετάμηνἐφθάρκεινἐφθάρμην
Μέλλ. συνηρημένος σε -έω
Μέλλ. συνηρημένος σε -έω
Άσιγμος αόρ. ΥΠ: τείνω, -τείνωμαι
Άσιγμος αόρ. ΥΠ: φθείρω
Παθ. αόρ. ΥΠ: ταθῶ
Β′ παθ. αόρ. ΥΠ: φθαρῶ
ΠΡΚ/ΥΠΡΣ υγρόληκτων, βλ. ἦρμαι