ΙΙ. Το λεξιλόγιο των κειμένων
Α
ἄγρα (ἡ) | το κυνήγι, ο τρόπος του ψαρέματος |
ἄγω | μεταφέρω, οδηγώ |
ὁ/ἡ ἀείμνηστος, τὸ ἀείμνηστον | αυτός που αξίζει να τον θυμόμαστε για πάντα |
ἀειφυγία (ἡ) | ισόβια εξορία |
ὁ/ἡ ἀζήμιος, τὸ ἀζήμιον | ατιμώρητος |
ἀήρ (ὁ), τοῦ ἀέρος | ο αέρας |
ἆθλον (τό) | το βραβείο, το έπαθλο |
ὁ ἀθρόος, ἡ ἀθρόα, τὸ ἀθρόον | συνολικός |
αἰγιαλός (ὁ) | ο γιαλός |
αἰδώς (ἡ), τῆς αἰδοῦς | ο σεβασμός |
αἰκία (ἡ) | ο βασανισμός, η βιαιοπραγία |
αἱρέομαι, αἱροῦμαι | προτιμώ, επιλέγω, παίρνω το μέρος κάποιου |
αἰτέω, αἰτῶ | ζητώ |
αἰτιάομαι, αἰτιῶμαι | κατηγορώ |
ἀκάτιον (τό) | το πλοιάριο |
ὁ/ἡ ἀκίνητος, τὸ ἀκίνητον | αμετάβλητος, στατικός |
ὁ/ἡ ἄκλητος, τὸ ἄκλητον | απρόσκλητος, ακάλεστος |
ἀκουσίως | παρά τη θέληση |
ὁ ἄκων, ἡ ἄκουσα, τὸ ἆκον | παρά τη θέληση κάποιου, αθέλητα |
ἁλιεύς (ὁ), τοῦ ἁλιέως | ο ψαράς |
ἁλίσκομαι | κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι |
ὁ ἀλλότριος, ἡ ἀλλοτρία, τὸ ἀλλότριον | ο ξένος |
ὁ/ἡ ἄλογος, τὸ ἄλογον | αυτός που δεν έχει λογική, το ζώο |
ἁμαρτάνω | σφάλλω, αδικώ |
ἁμαρτία (ἡ) | το σφάλμα, η αδικία |
ὁ/ἡ ἄμοιρος, τὸ ἄμοιρον | αυτός που δεν έχει μερίδιο σ’ ένα πράγμα |
ἀμύνομαι | εκδικούμαι, τιμωρώ, αντιμετωπίζω |
ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα (επιμερ. αντων.) | και οι δύο |
ἀνάγκη (ἡ) | η ανάγκη, ο εξαναγκασμός |
ἀνάγομαι | βγαίνω στο πέλαγος |
ἀναιρέομαι, ἀναιροῦμαι | λείπω, καταστρέφομαι |
ἀναλαμβάνω | επωμίζομαι / υιοθετώ |
ἀναστέλλω | εμποδίζω, αναβάλλω |
ἀνδριάς (ὁ), τοῦ ἀνδριάντος | ο ανδριάντας, το άγαλμα |
ἀντιλέγω | διαφωνώ, προβάλλω αντίρρηση |
ὁ/ἡ ἀνωφελής, τὸ ἀνωφελές | άχρηστος, ανώφελος |
ἀξιοπρεπῶς | όπως πρέπει |
ἀπειθέω, ἀπειθῶ | δεν υπακούω |
ἀποβαίνω | κάνω απόβαση |
ἀποβλέπω | κοιτάζω προσεκτικά |
ἀποδιδράσκω | δραπετεύω, προσπαθώ να ξεφύγω |
ἀποδύω | γδύνω |
ὁ/ἡ ἀπόθετος, τὸ ἀπόθετον | αποθηκευμένος, για ώρα ανάγκης |
ἀποκτείνω | σκοτώνω |
ἀπολαμβάνομαι | περιορίζομαι |
ἀπολαύω | απολαμβάνω |
ἀπόλλυμαι | χάνομαι, καταστρέφομαι |
ἀπόλλυμι | χάνω, καταστρέφω |
ἀπολύω | ελευθερώνω |
ἀπονέμω | μοιράζω |
ὁ/ἡ ἀπότομος, τὸ ἀπότομον | απόκρημνος |
ἀποφαίνομαι | απαντώ, διατυπώνω κρίσεις |
ἀπώλεια (ἡ) | ο χαμός |
ἄρχω | εξουσιάζω, κυβερνώ |
ἀστήρ (ὁ), τοῦ ἀστέρος | το αστέρι |
ἄστυ (τό), τοῦ ἄστεως | η πόλη |
ὁ/ἡ ἄτακτος, τὸ ἄτακτον | εκτός τάξεως, μη πειθαρχημένος |
ἄτοπόν ἐστι (απρόσ. έκφραση) | είναι παράλογο |
αὖ | πάλι, από την άλλη πλευρά |
αὐγή (ἡ) | το φως, η αυγή |
αὐτός, αὐτή, αὐτό (οριστ. αντων.) | ο ίδιος |
ἀφαιρέομαι, ἀφαιροῦμαι | χάνω |
ὁ/ἡ ἄφθιτος, τὸ ἄφθιτον | αυτός που ζει αιώνια |
ἀφίημι | αφήνω, απαλλάσσω |
ἀφικνέομαι, ἀφικνοῦμαι | φτάνω |
ἀφίσταμαι | απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι, αποφεύγω |
ἀχρειόομαι, ἀχρειοῦμαι | αχρηστεύομαι |
Β | |
ὁ βέλτιστος, ἡ βελτίστη, τὸ βέλτιστον | πάρα πολύ καλός |
βιάζομαι | εξαναγκάζω, χρησιμοποιώ βία, επιτίθεμαι σε κάποιον |
βιβλίον και βυβλίον (τό) | ο κύλινδρος παπύρου πάνω στον οποίο έγραφαν |
βορά (ἡ) | η τροφή |
βούλομαι | θέλω, επιθυμώ |
βροτός (ὁ) | ο θνητός |
βρῶμα (τό), τοῦ βρώματος | η τροφή |
Γ | |
γαστήρ (ἡ), τῆς γαστρός | η κοιλιά |
γε (μόριο) | τουλάχιστον, βέβαια |
γίγνομαι | γίνομαι |
ὁ/ἡ γλυκίων, τὸ γλύκιον | γλυκύτερος |
γοῦν | βέβαια |
γράφω | ζωγραφίζω |
Δ | |
δέδοικα και δέδια | φοβάμαι |
δεῖ (απρόσ. ρ.) | πρέπει |
δελφίς (ὁ), τοῦ δελφῖνος | το δελφίνι |
δέος (τό), τοῦ δέους | ο φόβος |
δή (συμπερ. σύνδ.) | λοιπόν, ως γνωστόν |
δηλαδή | φανερά, φυσικά |
δήπου | ίσως, βέβαια, αναμφίβολα |
διαβαίνω | περνώ μέσα από |
διαδιδράσκω | ξεφεύγω |
διαζώννυμι | περικυκλώνω |
διακελεύομαι | συμβουλεύω |
διακονέομαι, διακονοῦμαι | προσφέρω υπηρεσίες |
διάταξις (ἡ), τῆς διατάξεως | η τελευταία επιθυμία |
ὁ/ἡ διαφανής, τὸ διαφανές | ο εμφανής |
διαφθείρω | καταστρέφω, διαφθείρω |
διαφθορά (ἡ) | η καταστροφή, η διαφθορά |
ὁ/ἡ διάφορος, τὸ διάφορον | ο (πολιτικός) αντίπαλος |
διό | γι’ αυτό |
διώκομαι | κατηγορούμαι, καταδικάζομαι |
δοκεῖ τινι (απρόσ. ρήμα) | φαίνεται (καλό) σε κάποιον |
δοκέω, δοκῶ | δίνω την εντύπωση, φαίνομαι |
δορυφόρος (ὁ) | αυτός που φέρει δόρυ, ο σωματοφύλακας |
δουλόομαι, δουλοῦμαι (μέση διάθεση) | υποδουλώνω |
δύναμαι | μπορώ, έχω τη δύναμη |
δυναστεία (ἡ) | η δύναμη, η εξουσία |
Ε | |
ἐθίζω | συνηθίζω |
εἰ (υποθ. ή αιτιολ. σύνδ. ή ερωτ. μόριο) | εάν |
εἴδωλον (τό) | το ομοίωμα |
εἰκότως | εύλογα |
εἰκών (ἡ), τῆς εἰκόνος | το ομοίωμα |
εἴργω και εἵργω | αποκλείω, εμποδίζω την είσοδο ή την έξοδο |
εἰσηγέομαι, εἰσηγοῦμαι | εισάγω |
εἶτα | έπειτα |
ἐκβάλλω | αποβάλλω |
ἐκδιδάσκω | διδάσκω, καθοδηγώ |
ἐκδίδωμι | παραδίδω, εκθέτω |
ἐκεῖσε | προς εκείνη την κατεύθυνση |
ἐκκλησία (ἡ) | η συνέλευση του λαού |
ἔκπληξις (ἡ), τῆς ἐκπλήξεως | η επιφανειακή ευχαρίστηση |
ἐκφέρω | δίνω διαταγή |
ἐκφεύγω | ξεφεύγω |
ἔκφυσις (ἡ), τῆς ἐκφύσεως | η παραφυάδα |
ὁ ἑκών, ἡ ἑκοῦσα, τὸ ἑκόν | με τη θέληση κάποιου |
ἐλεέω, ἐλεῶ | συμπονώ, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι |
ἐνακμάζω | βρίσκομαι σε ακμή, καίω |
ἐνδίδωμι | υποχωρώ, υποκύπτω |
ἕνεκα και ἕνεκεν (πρόθεση) | για, χάρη, εξαιτίας |
ἔνθα (αναφ. επίρρ.) | όπου, στην περίπτωση που |
ἐνταῦθα | εδώ, σε αυτή την περίπτωση |
ἐντυγχάνω | συναντώ τυχαία |
ἐξαγγέλλω | στέλνω |
ἐξαιρέομαι, ἐξαιροῦμαι | απαλλάσσω |
ἐξαμαρτάνω | σφάλλω, αδικώ |
ἐξαρτάω, ἐξαρτῶ | κρεμώ |
ἐξεικάζω | κάνω να μοιάζει, μεταμφιέζω |
ἐξευρίσκω | επινοώ |
ἐπεί (αιτιολ. ή χρον. σύνδ.) | γιατί, όταν, αφού |
ἐπικαρπία (ἡ) | το μερίδιο, οι απολαβές |
ἐπικλώθεται (απρόσ. ρ.) | καθορίζεται από τη μοίρα |
ἐπιλανθάνομαι | ξεχνώ |
ἐπίσταμαι | γνωρίζω, έχω εμπειρία σε κάτι |
ἐπιστήμη (ἡ) | η γνώση, η τέχνη |
ἐπιτάσσω | διατάζω |
ἐπιτείνω | επιδεινώνω |
ἐπιτήδευμα (τό) | η ενασχόληση, η πράξη |
ἐπιτηδεύω | ασχολούμαι σοβαρά |
ἐπονειδίστως | κατά τρόπο αισχρό / ντροπιαστικό |
ἐργάζομαι | προκαλώ, κάνω |
ἐρίζω | φιλονικώ, ανταγωνίζομαι |
ἔρυμα (τό), τοῦ ἐρύματος | ο φράκτης |
ἔρχομαι και εἶμι | έρχομαι, επιτίθεμαι |
ἐρῳδιός (ὁ) | ο ερωδιός ή ψαροφάγος (είδος πουλιού) |
ἐσέρχομαι και εἰσέρχομαι | μπαίνω |
ἐσθίω | τρώω |
ὁ ἐσθλός, ἡ ἐσθλή, τὸ ἐσθλόν | ενάρετος |
ἐσχαρίς (ἡ), τῆς ἐσχαρίδος | η μικρή σχάρα |
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (αόρ. επιμερ. αντων.) | άλλος (από δύο) |
εὐγνωμόνως | με σωφροσύνη, σύνεση |
εὐδία (ἡ) | η καλοκαιρία |
εὐδοκιμέω, εὐδοκιμῶ | προοδεύω, προκόβω |
εὐθύνη (ἡ) και εὔθυνα (ἡ) | η ευθύνη, η λογοδοσία |
εὐλογέω, εὐλογῶ | επαινώ |
ὁ/ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν | ευνοϊκός, φιλικός |
εὐπρέπεια (ἡ) | η εξωτερική εμφάνιση |
ἔχω + απαρέμφατο | μπορώ να + ρήμα |
Ζ | |
ζημιόομαι, ζημιοῦμαι | τιμωρούμαι |
ζῷον (τό) | το ζωντανό πλάσμα |
Η | |
ἡγέομαι, ἡγοῦμαι | νομίζω, θεωρώ, είμαι αρχηγός |
ὁ ἡδύς, ἡ ἡδεῖα, τὸ ἡδύ | ευχάριστος |
ὁ/ἡ ἡδίων, τὸ ἥδιον | πιο ευχάριστος |
ἥδομαι | ευχαριστιέμαι |
ἡδονή (ἡ) | η ευχαρίστηση |
ἥκω | έχω έρθει, φτάνω |
ἡνίκα (χρον. σύνδ.) | όταν |
ἡρῷον (τό) | ιερό αφιερωμένο σε ήρωα |
ἡσυχάζω | μένω αδρανής, δεν κουνιέμαι, κουρνιάζω |
Θ | |
θάλλω | ανθίζω, ακμάζω |
ὁ θαυμαστός, ἡ θαυμαστή, τὸ θαυμαστόν | θαυμαστός, περίεργος, άξιος απορίας |
θεάομαι, θεῶμαι | βλέπω, παρακολουθώ με ευχαρίστηση |
θεωρέω, θεωρῶ | παρακολουθώ, διαβάζω |
θήρα (ἡ) | το κυνήγι |
θηρατής (ὁ) | ο κυνηγός |
ὁ/ἡ θηριώδης, τὸ θηριῶδες | αυτός που ταιριάζει με θηρίο, που χαρακτηρίζεται από θηριωδία, άγριος |
θριδακίνη (ἡ) και θρίδαξ (ἡ), τῆς θρίδακος | το μαρούλι |
Ι | |
ἰατρεία (ἡ) | η θεραπεία |
ὁ ἴδιος, ἡ ἰδία, τὸ ἴδιον | ιδιωτικός, προσωπικός |
ἱδρόω, ἱδρῶ | ιδρώνω |
ἱέραξ (ὁ), τοῦ ἱέρακος | το γεράκι |
ἵνα (τελικός σύνδ.) | για να |
ἰσομοιρία (ἡ) | το ίσο μερίδιο |
Κ | |
καθαίρομαι | εξαγνίζομαι |
καθαρεύω | είμαι καθαρός, απέχω από κάτι κακό |
καθίσταμαι | γίνομαι |
καὶ γάρ | και πράγματι, γιατί πράγματι |
καὶ μήν | και μάλιστα, και όμως |
καιρός (ὁ) | η ευκαιρία, η εποχή, η κρίσιμη περίσταση |
καίτοι (αντιθ. σύνδ.) | και βέβαια |
ὁ καλός, ἡ καλή, τὸ καλόν | όμορφος |
κατακλείω | κλείνω ερμητικά |
κατακλίνω | γέρνω προς τα κάτω |
καταλαμβάνω | συναντώ, βρίσκω |
καταλείπομαι | απομένω |
καταλείπω | αφήνω πίσω, κληροδοτώ |
κατάποσις (ἡ), τῆς καταπόσεως | ο οισοφάγος |
κατασπεύδω | κάνω κάτι βιαστικά |
καταστρέφομαι | υποτάσσω |
κατέρχομαι | επιστρέφω από την εξορία |
κατέχομαι | καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι |
κάτοπτρον (τό) | ο καθρέφτης |
κεῖμαι | βρίσκομαι, κείτομαι, υπάρχω |
κελεύω | διατάζω, προτρέπω |
κοινωνέω, κοινωνῶ | μοιράζομαι, επικοινωνώ, έχω σχέσεις με κάποιον |
κολάζω | τιμωρώ |
κόλασμα (τό), τοῦ κολάσματος | η τιμωρία |
κολαστής (ὁ) | ο τιμωρός |
κοσμέω, κοσμῶ | τιμώ |
κρύφα (επίρρ.) | κρυφά |
Λ | |
λάθρᾳ | κρυφά |
λεαίνομαι | προκαλώ ευχαρίστηση |
λιμός (ὁ) | η πείνα |
λοιδορέομαι, λοιδοροῦμαι | κακολογούμαι |
Μ | |
μακαρίζω | καλοτυχίζω, θεωρώ ευτυχισμένο |
ὁ μακάριος, ἡ μακαρία, τὸ μακάριον | ευτυχισμένος |
μάλα, μᾶλλον, μάλιστα | πολύ, περισσότερο, πάρα πολύ |
μάστιξ (ἡ), τῆς μάστιγος | το μαστίγιο |
μεγαλαυχέω, μεγαλαυχῶ | υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι |
μεθύω | μεθάω |
μέλει μοι (απρόσ. ρ.) | με ενδιαφέρει, νοιάζομαι |
μεταδίδωμι συγγνώμης τινί | συγχωρώ κάποιον |
μηκέτι | όχι (δεν...) πια |
μηνίω | οργίζομαι |
μίμημα (τό), τοῦ μιμήματος | το αντίγραφο, η απομίμηση |
μυριάς (ἡ), τῆς μυριάδος | πλήθος αποτελούμενο από 10.000 |
Ν | |
νέμω αἰδῶ | επιδεικνύω σεβασμό |
νῆξις (ἡ), τῆς νήξεως | το κολύμπι |
νομή (ἡ) | η μοιρασιά |
Ο | |
ὅθεν (αναφ. επίρρ.) | από όπου |
οἶδα | γνωρίζω πολύ καλά, μαθαίνω, καταλαβαίνω |
ὁ οἰκεῖος, ἡ οἰκεία, τὸ οἰκεῖον | γνωστός, φιλικός |
οἰκεῖοι (οἱ) | οι συγγενείς, οι γνωστοί |
οἴομαι | νομίζω |
οἷον | παραδείγματος χάρη |
ὅλως | γενικά |
ὁμιλέω, ὁμιλῶ | έρχομαι σε επαφή |
ὁμολογεῖται | ομολογείται, είναι γενικά παραδεκτό |
ὄνυξ (ὁ), τοῦ ὄνυχος | το νύχι |
ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (αναφ. αντων.) | όσος |
ὁράω, ὁρῶ | βλέπω |
ὄρνεον (τό) | το πουλί |
ὅς, ἥ, ὅ (αναφ. αντων.) | ο οποίος |
ὅστις, ἥτις, ὅ τι (αναφ. αντων.) | ο οποίος, όποιος |
ὅτι (ειδ. ή αιτιολ. σύνδ.) | ότι, επειδή |
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν (αόρ. επιμερ. αντων.) | κανείς |
οὐκοῦν (συμπερ. σύνδ.) | λοιπόν |
οὕτως | έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο |
ὀφλισκάνω | χρωστώ |
ὀφλισκάνω δίκην | καταδικάζομαι |
ὄψις (ἡ), τῆς ὄψεως | το μάτι |
Π | |
πάλλομαι | τρέμω |
πανταχόθεν | από όλες τις πλευρές, από παντού |
πάνυ | πολύ |
παπταίνω | κοιτάζω γύρω φοβισμένος |
παραδίδωμι | προσφέρω |
παρακαταθήκη (ἡ) και παραθήκη (ἡ) | αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο |
παρανήχομαι | κολυμπώ κοντά, συνοδεύω κολυμπώντας |
πάρειμι | παρευρίσκομαι, συντροφεύω |
παρίσταμαι | παραστέκομαι, παρευρίσκομαι |
παρίσταταί μοι δόξα | σχηματίζω την εντύπωση, τη γνώμη |
ὁ πατρῷος, ἡ πατρῲα, τὸ πατρῷον | πατροπαράδοτος |
πείθομαί τινι | υπακούω σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον |
πειράομαι, πειρῶμαι | προσπαθώ |
ὁ/ἡ πένης | φτωχός |
ὁ περιαιρετός, ἡ περιαιρετή, τὸ περιαιρετόν | αυτός που μπορεί να αφαιρεθεί, ο πρόσθετος |
πέριξ | γύρω |
περιστέλλω | καλύπτω, περιβάλλω |
ὁ περιττός, ἡ περιττή, τὸ περιττόν | περισσευούμενος, περιττός |
πέτρα (ἡ) | ο βράχος |
πήγνυμαι | πήζω, παρασκευάζω, φτιάχνω |
πιστεύεται (απρόσ. ρ.) | είναι κοινή πεποίθηση |
πιστεύομαι | απολαμβάνω την εμπιστοσύνη κάποιου |
ὁ/ἡ πλείων, τὸ πλέον | περισσότερος |
πλημμελέω, πλημμελῶ | διαπράττω παραπτώματα |
πληγή (ἡ) | το χτύπημα |
ποιέω, ποιῶ | κάνω |
ποιοῦμαι τὸν κίνδυνον | αποτολμώ την επίθεση |
ὁ πολέμιος, ἡ πολεμία, τὸ πολέμιον | εχθρικός |
πολέμιοι (οἱ) | οι εχθροί |
πολλάκις | πολλές φορές |
πονέω, πονῶ | κοπιάζω |
πόνος (ὁ) | ο κόπος, ο μόχθος |
ποτέ (σε καταφάσεις) | κάποτε |
πότερος, ποτέρα, πότερον (ερωτ. αντων.) | ποιος από τους δύο |
πούς (ὁ), τοῦ ποδός | το πόδι |
πραγματεία (ἡ) | το θέμα, η επιδίωξη |
προεδρία (ἡ) | η τιμητική θέση |
προΐεμαι | παραμερίζω, αφήνω κατά μέρος |
προκρίνομαι | προτιμώμαι, θεωρούμαι καλύτερος |
προσάπτομαι | αποδίδομαι |
πρόσειμι και προσέρχομαι | πλησιάζω |
προσήκει (απρόσ. ρ.) | ταιριάζει, αρμόζει |
προσήκοντες (οἱ) | οι συγγενείς |
προσημαίνω | φανερώνω από πριν |
προσκαρτερέω, προσκαρτερῶ | περιμένω με υπομονή |
προσφέρομαι | πλησιάζω, συμπεριφέρομαι |
ὁ πρότερος, ἡ προτέρα, τὸ πρότερον | προηγούμενος |
προφασίζομαι | προβάλλω ως δικαιολογία |
πρῲρα (ἡ) | η πλώρη |
πρῶτα (τά) | αρχικά (επίρρ.) |
πυνθάνομαι | ζητώ να μάθω |
πῦρ (τό), τοῦ πυρός | η φωτιά |
Σ | |
Σεληνίτης (ὁ) | αυτός που κατοικεί στη Σελήνη |
σημαίνω | δηλώνω, φανερώνω |
σῖτος (ὁ) (πληθ. τὰ σῖτα) | τα δημητριακά, το σιτάρι, η τροφή |
σκῆπτρον (τό) | το ραβδί, το ραβδί που αποτελεί σύμβολο εξουσίας |
στασιάζω | διαφωνώ, ξεσηκώνομαι |
στέγω | στεγάζω, προστατεύω |
ὁ συβαριτικός, ἡ συβαριτική, τὸ συβαριτικόν | αυτός που έχει σχέση με τη Σύβαρη, μτφ. ο βαρυφορτωμένος με εδέσματα |
συγκυρία (ἡ) | η κρίσιμη και αναπάντεχη περίσταση |
συμβιόω, συμβιῶ | ζω μαζί με κάποιον |
συμμισέω, συμμισῶ | μισώ κάποιον όπως και κάποιος άλλος |
συμπνέω | συμφωνώ |
ὁ/ἡ σύνθηρος, τὸ σύνθηρον | ο σύντροφος στο κυνήγι και στο ψάρεμα |
ὁ/ἡ σύνθρονος, τὸ σύνθρονον | αυτός που έχει τον θρόνο / την εξουσία μαζί με άλλον |
συντίθημι | συνθέτω, καταστρώνω |
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (κτητ. αντων.) | δικός τους, δική τους, δικό τους |
ὁ σφοδρός, ἡ σφοδρά, τὸ σφοδρόν | δυνατός |
σχῆμα (τό), τοῦ σχήματος | η εικόνα, η μορφή |
Τ | |
ταράττομαι | βρίσκομαι σε σύγχυση |
τελευτή (ἡ) | το τέλος, ο θάνατος |
τέλος (τό), τοῦ τέλους | ο σκοπός |
τηνικαῦτα | τότε |
τίθεμαι νόμους | θεσπίζω νόμους |
τίθημι | τοποθετώ, θέτω, συγκαταλέγω |
τοίνυν (συμπερ. σύνδ.) | λοιπόν |
τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο (δεικτ. αντων.) | τέτοιος |
τράπεζα (ἡ) | το τραπέζι |
τρόπαιον και τροπαῖον (τό) | το μνημείο νίκης |
τύπτω | χτυπώ |
τύραννός εἰμι | εξουσιάζω, κυβερνώ |
Υ | |
ὕβρις (ἡ), τῆς ὕβρεως | η αλαζονεία, η ξιπασιά |
ὑβριστής (ὁ) | ο αλαζόνας |
ὕδερος (ὁ) | η υδρωπικία, η συσσώρευση υγρού σε κοιλότητες του σώματος |
ὑπερπηδάω, ὑπερπηδῶ | πηδώ πάνω από |
ὑπομένω | αντέχω, έχω το θάρρος, ανέχομαι |
ὑφίεμαι | παύω, σταματώ |
Φ | |
φείδομαι | εξοικονομώ, λυπάμαι, δεν σπαταλώ |
φημί | λέω, ισχυρίζομαι |
ὁ φίλος, ἡ φίλη, τὸ φίλον | αγαπημένος |
φοβέω, φοβῶ | φοβίζω |
φρέαρ (τό), τοῦ φρέατος | το πηγάδι |
φρονέω, φρονῶ | σκέφτομαι, σχεδιάζω, πιστεύω |
ὁ φρόνιμος, ἡ φρονίμη/φρόνιμος, τὸ φρόνιμον | συνετός, μυαλωμένος |
φύομαι | γεννιέμαι, είμαι από τη φύση μου |
φύω | κάνω κάτι να φυτρώσει, «βγάζω» |
φωράομαι, φωρῶμαι | συλλαμβάνομαι, αποδεικνύομαι |
Χ | |
χαίρω | είμαι καλά, χαίρομαι |
ὁ χαλεπός, ἡ χαλεπή, τὸ χαλεπόν | δύσκολος, σκληρός, άσπλαχνος |
ὁ χαλκοῦς, ἡ χαλκῆ, τὸ χαλκοῦν | χάλκινος |
χειμών (ὁ), τοῦ χειμῶνος | η κακοκαιρία |
χλαμύς (ἡ), τῆς χλαμύδος | κοντός μανδύας |
χρεία (ἡ) | η ανάγκη |
χρή (απρόσ. ρ.) | πρέπει |
χρήομαι, χρῶμαι | χρησιμοποιώ, εφαρμόζω |
ὁ χρηστός, ἡ χρηστή, τὸ χρηστόν | ενάρετος |
Ψ | |
ψέγω | κατηγορώ, σπρώχνω, διώχνω |
ψόγος (ὁ) | η μομφή, ο ψόγος |
Ω | |
ὠθέω, ὠθῶ | παρακινώ |
ὠφέλεια (ἡ) | η ωφέλεια |
τὸ ὠφέλημα | η ωφέλεια |
ΙΙΙ. Τα ανώμαλα ρήματα των κειμένων
1.
| βιάζομαι |
2.
| δέδοικα, δέδια |
ἐβιαζόμην | ἐδεδοίκειν, ἐδεδίειν | ||
βιάσομαι, βιασθήσομαι | δείσομαι | ||
ἐβιασάμην, ἐβιάσθην | ἔδεισα | ||
βεβίασμαι |
—
| ||
ἐβεβιάσμην |
—
| ||
•
| Παθ. αόρ. ΥΠ: βιασθῶ | ||
•
| ΠΡΚ/ΥΠΡΣ οδοντικόληκτων, | ||
βλ. πέπεισμαι |
3.
| διώκω | διώκομαι |
4.
| δοκεῖ |
ἐδίωκον | ἐδιωκόμην | ἐδόκει | ||
διώξω, διώξομαι | διωχθήσομαι | δόξει | ||
ἐδίωξα | ἐδιώχθην | ἔδοξε | ||
δεδίωχα | δεδίωγμαι | δέδοκται | ||
ἐδεδιώχειν | ἐδεδιώγμην | ἐδέδοκτο | ||
•
| Παθ αόρ. ΥΠ: διωχθῶ | |||
•
| ΠΡΚ/ΥΠΡΣ ουρανικόληκτων, | |||
βλ. πέπραγμαι |
5.
| κελεύω | κελεύομαι |
6.
| λανθάνω |
7.
| μέλει |
ἐκέλευον | ἐκελευόμην | ἐλάνθανον | ἔμελε | |||
κελεύσω | κελευσθήσομαι | λήσω | μελήσει | |||
ἐκέλευσα | ἐκελεύσθην | ἔλαθον | ἐμέλησε | |||
κεκέλευκα | κεκέλευσμαι | λέληθα | μεμέληκε | |||
ἐκεκελεύκειν | ἐκεκελεύσμην | ἐλελήθειν | ἐμεμελήκει | |||
•
| Παθ. αόρ. ΥΠ: κελευσθῶ |
•
| Β′ αόρ. ΥΠ: λάθω | |||
•
| ΠΡΚ/ΥΠΡΣ οδοντικόληκτων, | |||||
βλ. πέπεισμαι |
8.
| στέλλω | στέλλομαι |
9.
| ταράττω | ταράττομαι |
ἔστελλον | ἐστελλόμην | ἐτάραττον | ἐταραττόμην | ||
στελῶ | σταλήσομαι | ταράξω | ταράξομαι, ταραχθήσομαι | ||
ἔστειλα | ἐστειλάμην, ἐστάλην | ἐτάραξα | ἐταράχθην | ||
ἔσταλκα | ἔσταλμαι | (τετάραχα) | τετάραγμαι | ||
ἐστάλκειν | ἐστάλμην | (ἐτεταράχειν) | ἐτεταράγμην | ||
•
| Μέλλ. συνηρημένος σε -έω |
•
| Παθ. αόρ. ΥΠ: ταραχθῶ | ||
•
| Άσιγμος αόρ. ΥΠ: στείλω, στείλωμαι |
•
| ΠΡΚ/ΥΠΡΣ ουρανικόληκτων, βλ. πέπραγμαι | ||
•
| Β′ παθ. αόρ. ΥΠ: σταλῶ | ||||
•
| ΠΡΚ/ΥΠΡΣ υγρόληκτων, βλ. ἤγγελμαι |
10.
| τείνω | τείνομαι |
11.
| φθείρω | φθείρομαι |
ἔτεινον | ἐτεινόμην | ἔφθειρον | ἐφθειρόμην | ||
τενῶ | -τενοῦμαι, -ταθήσομαι | φθερῶ | φθεροῦμαι, φθαρήσομαι | ||
ἔτεινα | -ετεινάμην, -ετάθην | ἔφθειρα | ἐφθάρην | ||
-τέτακα | -τέταμαι | ἔφθαρκα | ἔφθαρμαι | ||
-ετετάκειν | -ετετάμην | ἐφθάρκειν | ἐφθάρμην | ||
•
| Μέλλ. συνηρημένος σε -έω |
•
| Μέλλ. συνηρημένος σε -έω | ||
•
| Άσιγμος αόρ. ΥΠ: τείνω, -τείνωμαι |
•
| Άσιγμος αόρ. ΥΠ: φθείρω | ||
•
| Παθ. αόρ. ΥΠ: ταθῶ |
•
| Β′ παθ. αόρ. ΥΠ: φθαρῶ | ||
•
| ΠΡΚ/ΥΠΡΣ υγρόληκτων, βλ. ἦρμαι |