Σάββατο 6 Απριλίου 2019

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ -ΕΠΙΜΕΤΡΟ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

ΙΙ. Το λεξιλόγιο των κειμένων

Α

ὁ/ἡ ἀγήρατοςτὸ ἀγήρατοναγέραστος
ἀγών ()ο αγώνας, η δίκη
ἀδεῶςχωρίς φόβο
ὁ/ἡ ἄδοξος, τὸ ἄδοξονο αφανής, ο άσημος
ᾄδωτραγουδώ
Ἀθήνησιστην Αθήνα
  αἱρέω, αἱρῶκυριεύω, συλλαμβάνω
αἴρομαιπαίρνω στους ώμους μου
αἴρωσηκώνω
ὁ αἰσχρός, ἡ αἰσχρά, τὸ αἰσχρόνάσχημος, ντροπιαστικός
ἄκων, ἄκουσα, ἆκονχωρίς τη θέληση (κάποιου)
ἁλίσκομαικυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι
ὁ ἀλλότριος, ἡ ἀλλοτρία, τὸ ἀλλότριονξένος
ἄλλως τε καίκαι μάλιστα, και ιδιαίτερα
ἅμασυγχρόνως
ἀναμένωπεριμένω
ἀνατρέπομαικαταλύομαι
ἀνιάω, ἀνιῶενοχλώ, στενοχωρώ
ἀξιόω, ἀξιῶέχω την αξίωση, ζητώ, απαιτώ, θεωρώ σωστό / πρέπον
ἅπαξμία φορά
ὁ ἅπας, ἡ ἅπασα, τὸ ἅπανόλος ανεξαιρέτως
ἀποβλέπωπαρατηρώ, λαμβάνω υπόψη
ἀποδιδράσκωδραπετεύω
ἀποδίδωμιεπιστρέφω, δίνω πίσω
ἀπόλλυμαιχάνομαι, σκοτώνομαι
ἀποστερέω, ἀποστερῶστερώ, αφαιρώ
ἀποτρίβομαιαπαλλάσσομαι
ἀποφαίνομαιφανερώνω
ἀπταίστωςχωρίς δυσκολία
  ἄπωθεναπό μακριά
ἆρα (ερωτ.)άραγε
ἁρμόττει (απρόσ. ρ.)ταιριάζει
ἀσφαλῶςμε ασφάλεια
ἀτιμάζωστερώ την τιμή
ἀτυχέω, ἀτυχῶαποτυγχάνω, ατυχώ
ὁ/ἡ αὐτόματος, τὸ αὐτόματονφυσικός
ἡ αὐτουργίαο μόχθος
ἄχθομαιδυσανασχετώ, στενοχωριέμαι

Β

βιάζομαιεξαναγκάζομαι
βούλομαιθέλω

Γ

γεβέβαια, τουλάχιστον
γεωργέω, γεωργῶκαλλιεργώ τη γη, ασχολούμαι με τη γεωργία
γιγνώσκωγνωρίζω, έχω τη γνώμη, αποφασίζω
  γοῦνλοιπόν, πράγματι

Δ

δαιμόνιον (τό)ο θεός
  δαπάνημα (τό)το έξοδο, η δαπάνη
ὁ δεινός, ἡ δεινή, τὸ δεινόνφοβερός
δέομαιπαρακαλώ, ζητώ
δεσμωτήριον (τό)η φυλακή
δημοκρατέομαι, δημοκρατοῦμαιέχω δημοκρατικό καθεστώς
δημοσίᾳστη δημόσια ζωή, δημόσια
διαβάλλωσυκοφαντώ, κατηγορώ
διάκειμαι οὕτω πρός τινατηρώ τέτοια στάση απέναντι σε κάποιον
διανοέομαι, διανοοῦμαισκέφτομαι
διαφθείρομαικαταστρέφομαι, αφανίζομαι, καταργούμαι
διονομάζομαιγίνομαι ευρύτερα γνωστός, είμαι επιφανής
δύναμαιέχω τη δύναμη, μπορώ

Ε

ἐγκαταλαμβάνομαιπαγιδεύομαι μέσα σε κάτι
ἐθίζομαισυνηθίζω
εἰκότωςεύλογα
εἰκός ἐστιν (απρόσ. έκφρ.)είναι φυσικό
εἴωθαέχω συνηθίσει
τὸ εἰωθόςτο συνηθισμένο
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόνμε τη θέληση (κάποιου)
ἐλλείπωυστερώ, έχω έλλειψη, είμαι κατώτερος
ἐμβάλλωβάζω μέσα
  ἐνθένδεαπό εδώ
ἐνιαυτός (ὁ)χρόνος
ἐξάγωβγάζω
ἐξάγω εἰς ἔργονεπιδεικνύω στην πράξη
ἐξαρκεῖ (απρόσ. ρ.)είναι αρκετό
ἐξελαύνομαιεξορίζομαι
ἐπιδίδωμιπροοδεύω
ἐπιθέωτρέχω προς το μέρος κάποιου
ἐπισκοπέω, ἐπισκοπῶεπιτηρώ
ἐπιτρέπω τινί τιαναθέτω / εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
ἐπιχειρέω, ἐπιχειρῶασχολούμαι
ὁ/ἡ ἐπιχώριος, τὸ ἐπιχώριοντοπικός
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (επιμερ. αντων.)άλλος (από δύο)
ἔτιακόμα, πια
 εὖκαλά
  εὖ τίθεμαιδιευθετώ σωστά
εὐδαιμονέω, εὐδαιμονῶείμαι ευτυχισμένος
ὁ/ἡ εὐδαίμων, τὸ εὔδαιμονευτυχισμένος, καλότυχος
εὐδοκιμέω, εὐδοκιμῶεκτιμώμαι, χαίρω εκτιμήσεως
  εὐπορία (ἡ)η οικονομική άνεση
ὁ/ἡ εὔπορος, τὸ εὔπορονεύπορος, πλούσιος
εὐφραίνομαιχαίρομαι, ευχαριστιέμαι
ἐφίσταμαιστέκομαι μπροστά, επιβλέπω
ἔχω εὐμενῶςευνοώ, έχω φιλικές διαθέσεις

Ζ

ζηλόω, ζηλῶζηλεύω, μιμούμαι
ὁ ζηλωτός, ἡ ζηλωτή, τὸ ζηλωτόναξιοζήλευτος

Η

ἡγέομαι, ἡγοῦμαιηγούμαι, θεωρώ
  ἤνεάν
ἠρέμαήρεμα, μαλακά

Θ

θαυμάζωαπορώ
θεωρέω, θεωρῶπαρατηρώ, εξετάζω, παρακολουθώ

Ι

ἰδέα (ἡ)η μορφή
ἰδιώτης (ὁ)ο απλός πολίτης, ο ανειδίκευτος
ὁ ἱκανός, ἡ ἱκανή, τὸ ἱκανόναρκετός, επαρκής
ἵναγια να
ἰσχύωισχύω, έχω δύναμη

Κ

καθίσταμαιγίνομαι, ορίζομαι
καὶ γάρκαι πράγματι, και βέβαια
καὶ εἰακόμα και αν
καταλείπωαφήνω πίσω, κληροδοτώ, εγκαταλείπω
ὁ/ἡ καταφανής, τὸ καταφανέςπροφανής, εμφανής
καταφρονέω, καταφρονῶπεριφρονώ
κατεργάζομαικατορθώνω, επιτυγχάνω, κερδίζω
κεῖμαιβρίσκομαι, υπάρχω, ισχύω
κινδυνεύωαντιμετωπίζω κίνδυνο, αγωνίζομαι

Λ

λείωςομαλά

Μ

μακαρίζωκαλοτυχίζω
  μάλισταπάρα πολύ, κυρίως
μέλλωσκοπεύω
ὁ μεστός, ἡ μεστή, τὸ μεστόν
γεμάτος
μεταβαίνωπηγαίνω σε άλλο μέρος
ὁ/ἡ μυθώδης, τὸ μυθῶδεςαυτός που μοιάζει με μύθο

Ν

νεωλκέω, νεωλκῶ
καθελκύω, τραβώ πλοίο από τη θάλασσα στη στεριά

Ο

ὅθεναπό όπου, γι΄αυτό
  οἰκέτης (ὁ)ο δούλος του σπιτιού
οἴομαι, οἶμαινομίζω, θεωρώ
οἷόν τ’ ἐστι (απρόσ. έκφραση)είναι δυνατόν
ὁλκάς (ἡ), τῆς ὁλκάδοςτο (ρυμουλκούμενο μεγάλο) φορτηγό πλοίο
ὁμολογέω, ὁμολογῶσυμφωνώ
ὁμονοέω, ὁμονοῶέχω ομόνοια, ζω ειρηνικά
ὁράω, ὁρῶβλέπω
ὅστις, ἥτις, ὅ τι (αναφ. αντων.)
ο οποίος
οὕτωςέτσι, τόσο

Π

πάλαιπαλιά
ὁ πανηγυρικός, ἡ πανηγυρική, τὸ πανηγυρικόνεορταστικός, χαρούμενος, γεμάτος απολαύσεις
πανωλεθρία (ἡ)η ολοκληρωτική καταστροφή
    παρασκευάζωπροετοιμάζω, μηχανεύομαι
παρασκευή (ἡ)η προετοιμασία, ο εξοπλισμός
  παρεισάγωθεσπίζω
ὁ/ἡ πάτριος, τὸ πάτριονπατροπαράδοτος, αυτός που κληροδοτείται από τους προγόνους
   πένης (ὁ/ἡ)φτωχός, άπορος, στερημένος
περιρρέωπερικυκλώνω
πιστεύωέχω εμπιστοσύνη
πλῆθος (τό)ο (απλός) λαός
πολύσπαστον (τό)σύστημα τροχαλιών
πόνος (ὁ)ο μόχθος, ο κόπος
ὁ πρεσβύτερος, ἡ πρεσβυτέρα, τὸ πρεσβύτερονγεροντότερος
προσάγομαιτραβώ προς το μέρος μου
προσαγορεύομαιαποκαλούμαι
  προσγί(γ)νομαιπροστίθεμαι
προσήκει (απρόσ. ρ.)ταιριάζει
πρόσοδος (ἡ)το έσοδο

Ρ

ῥύαξ (ὁ), τοῦ ῥύακοςτο ρυάκι
ῥώμη (ἡ)η δύναμη

Σ

σείωμετακινώ
σπουδή (ἡ)η βιασύνη, ο ζήλος
ὁ/ἡ συγγενής, τὸ συγγενέςαυτός που έχει κοινή καταγωγή
συμμίσγωαναμειγνύω, συγκρούομαι
ὁ σύμπας, ἡ σύμπασα, τὸ σύμπανόλος (ανεξαιρέτως)
συννοέω, συννοῶ
κατανοώ
συνοικέω, συνοικῶκατοικώ μαζί
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (κτητ. αντων.)δικός τους, δική τους, δικό τους

Τ

  ταραχή (ἡ)η αναταραχή
τέκνον (τό)το παιδί
τελευτάω, τελευτῶτελειώνω, πεθαίνω
τελέωςπλήρως, ολοκληρωτικά
τίθημιτοποθετώ, θέτω, ορίζω
τίμημα (τό)το πρόστιμο
τοιβέβαια
ὁ/ἡ τριάρμενος, τὸ τριάρμενοναυτός που έχει τρία πανιά, τρία κατάρτια
τυγχάνω τινόςμου συμβαίνει κάτι, πετυχαίνω κάτι

Υ

υἱός (ὁ), τοῦ υἱέοςο γιος
ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (κτητ. αντων.)δικός σας, δική σας, δικό σας
ὑπερβάλλωξεπερνώ, υπερβαίνω
ὑπομένωαντέχω, ανέχομαι

Φ

φαύλωςάσχημα
φέρωφέρνω, οδηγώ
φέρω τὴν ψῆφονψηφίζω, αποφασίζω
φημίλέω, υποστηρίζω
φιλοτιμία (ἡ)η αγάπη για τις τιμές, η άμιλλα, ο συναγωνισμός
φόρτος (ὁ)το φορτίο
ὁ/ἡ φρενοβλαβής, τὸ φρενοβλαβέςπαράφρων

Χ

ὁ χαλεπός, ἡ χαλεπή, τὸ χαλεπόνδύσκολος, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος
χορεύωπαίρνω μέρος σε χορό (= χορωδία) και ψάλλω άσμα προς τιμήν κάποιου θεού
χρήομαι, χρῶμαιχρησιμοποιώ
χωρίον (τό)η περιοχή

Ψ

ψηφίζομαιαποφασίζω

Ω

ὥσπερόπως ακριβώς
ὥστεώστε, επομένως