ΙΙ. Το λεξιλόγιο των κειμένων
Α
ὁ/ἡ ἀγήρατος, τὸ ἀγήρατον | | αγέραστος |
ἀγών (ὁ) | ο αγώνας, η δίκη |
ἀδεῶς | χωρίς φόβο |
ὁ/ἡ ἄδοξος, τὸ ἄδοξον | ο αφανής, ο άσημος |
ᾄδω | τραγουδώ |
Ἀθήνησι | στην Αθήνα |
αἱρέω, αἱρῶ | κυριεύω, συλλαμβάνω |
αἴρομαι | παίρνω στους ώμους μου |
αἴρω | σηκώνω |
ὁ αἰσχρός, ἡ αἰσχρά, τὸ αἰσχρόν | άσχημος, ντροπιαστικός |
ἄκων, ἄκουσα, ἆκον | χωρίς τη θέληση (κάποιου) |
ἁλίσκομαι | κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι |
ὁ ἀλλότριος, ἡ ἀλλοτρία, τὸ ἀλλότριον | ξένος |
ἄλλως τε καί | και μάλιστα, και ιδιαίτερα |
ἅμα | συγχρόνως |
ἀναμένω | περιμένω |
ἀνατρέπομαι | καταλύομαι |
ἀνιάω, ἀνιῶ | ενοχλώ, στενοχωρώ |
ἀξιόω, ἀξιῶ | έχω την αξίωση, ζητώ, απαιτώ, θεωρώ σωστό / πρέπον |
ἅπαξ | μία φορά |
ὁ ἅπας, ἡ ἅπασα, τὸ ἅπαν | όλος ανεξαιρέτως |
ἀποβλέπω | παρατηρώ, λαμβάνω υπόψη |
ἀποδιδράσκω | δραπετεύω |
ἀποδίδωμι | επιστρέφω, δίνω πίσω |
ἀπόλλυμαι | χάνομαι, σκοτώνομαι |
ἀποστερέω, ἀποστερῶ | στερώ, αφαιρώ |
ἀποτρίβομαι | απαλλάσσομαι |
ἀποφαίνομαι | φανερώνω |
ἀπταίστως | χωρίς δυσκολία |
ἄπωθεν | από μακριά |
ἆρα (ερωτ.) | άραγε |
ἁρμόττει (απρόσ. ρ.) | ταιριάζει |
ἀσφαλῶς | με ασφάλεια |
ἀτιμάζω | στερώ την τιμή |
ἀτυχέω, ἀτυχῶ | αποτυγχάνω, ατυχώ |
ὁ/ἡ αὐτόματος, τὸ αὐτόματον | φυσικός |
ἡ αὐτουργία | ο μόχθος |
ἄχθομαι | δυσανασχετώ, στενοχωριέμαι |
Β
βιάζομαι | | εξαναγκάζομαι |
βούλομαι | θέλω |
Γ
γε | | βέβαια, τουλάχιστον |
γεωργέω, γεωργῶ | καλλιεργώ τη γη, ασχολούμαι με τη γεωργία |
γιγνώσκω | γνωρίζω, έχω τη γνώμη, αποφασίζω |
γοῦν | λοιπόν, πράγματι |
Δ
δαιμόνιον (τό) | | ο θεός |
δαπάνημα (τό) | το έξοδο, η δαπάνη |
ὁ δεινός, ἡ δεινή, τὸ δεινόν | φοβερός |
δέομαι | παρακαλώ, ζητώ |
δεσμωτήριον (τό) | η φυλακή |
δημοκρατέομαι, δημοκρατοῦμαι | έχω δημοκρατικό καθεστώς |
δημοσίᾳ | στη δημόσια ζωή, δημόσια |
διαβάλλω | συκοφαντώ, κατηγορώ |
διάκειμαι οὕτω πρός τινα | τηρώ τέτοια στάση απέναντι σε κάποιον |
διανοέομαι, διανοοῦμαι | σκέφτομαι |
διαφθείρομαι | καταστρέφομαι, αφανίζομαι, καταργούμαι |
διονομάζομαι | γίνομαι ευρύτερα γνωστός, είμαι επιφανής |
δύναμαι | έχω τη δύναμη, μπορώ |
Ε
ἐγκαταλαμβάνομαι | | παγιδεύομαι μέσα σε κάτι |
ἐθίζομαι | συνηθίζω |
εἰκότως | εύλογα |
εἰκός ἐστιν (απρόσ. έκφρ.) | είναι φυσικό |
εἴωθα | έχω συνηθίσει |
τὸ εἰωθός | το συνηθισμένο |
ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν | με τη θέληση (κάποιου) |
ἐλλείπω | υστερώ, έχω έλλειψη, είμαι κατώτερος |
ἐμβάλλω | βάζω μέσα |
ἐνθένδε | από εδώ |
ἐνιαυτός (ὁ) | χρόνος |
ἐξάγω | βγάζω |
ἐξάγω εἰς ἔργον | επιδεικνύω στην πράξη |
ἐξαρκεῖ (απρόσ. ρ.) | είναι αρκετό |
ἐξελαύνομαι | εξορίζομαι |
ἐπιδίδωμι | προοδεύω |
ἐπιθέω | τρέχω προς το μέρος κάποιου |
ἐπισκοπέω, ἐπισκοπῶ | επιτηρώ |
ἐπιτρέπω τινί τι | αναθέτω / εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον |
ἐπιχειρέω, ἐπιχειρῶ | ασχολούμαι |
ὁ/ἡ ἐπιχώριος, τὸ ἐπιχώριον | τοπικός |
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (επιμερ. αντων.) | άλλος (από δύο) |
ἔτι | ακόμα, πια |
εὖ | καλά |
εὖ τίθεμαι | διευθετώ σωστά |
εὐδαιμονέω, εὐδαιμονῶ | είμαι ευτυχισμένος |
ὁ/ἡ εὐδαίμων, τὸ εὔδαιμον | ευτυχισμένος, καλότυχος |
εὐδοκιμέω, εὐδοκιμῶ | εκτιμώμαι, χαίρω εκτιμήσεως |
εὐπορία (ἡ) | η οικονομική άνεση |
ὁ/ἡ εὔπορος, τὸ εὔπορον | εύπορος, πλούσιος |
εὐφραίνομαι | χαίρομαι, ευχαριστιέμαι |
ἐφίσταμαι | στέκομαι μπροστά, επιβλέπω |
ἔχω εὐμενῶς | ευνοώ, έχω φιλικές διαθέσεις |
Ζ
ζηλόω, ζηλῶ | | ζηλεύω, μιμούμαι |
ὁ ζηλωτός, ἡ ζηλωτή, τὸ ζηλωτόν | αξιοζήλευτος |
Η
ἡγέομαι, ἡγοῦμαι | | ηγούμαι, θεωρώ |
ἤν | εάν |
ἠρέμα | ήρεμα, μαλακά |
Θ
θαυμάζω | | απορώ |
θεωρέω, θεωρῶ | παρατηρώ, εξετάζω, παρακολουθώ |
Ι
ἰδέα (ἡ) | | η μορφή |
ἰδιώτης (ὁ) | ο απλός πολίτης, ο ανειδίκευτος |
ὁ ἱκανός, ἡ ἱκανή, τὸ ἱκανόν | αρκετός, επαρκής |
ἵνα | για να |
ἰσχύω | ισχύω, έχω δύναμη |
Κ
καθίσταμαι | | γίνομαι, ορίζομαι |
καὶ γάρ | και πράγματι, και βέβαια |
καὶ εἰ | ακόμα και αν |
καταλείπω | αφήνω πίσω, κληροδοτώ, εγκαταλείπω |
ὁ/ἡ καταφανής, τὸ καταφανές | προφανής, εμφανής |
καταφρονέω, καταφρονῶ | περιφρονώ |
κατεργάζομαι | κατορθώνω, επιτυγχάνω, κερδίζω |
κεῖμαι | βρίσκομαι, υπάρχω, ισχύω |
κινδυνεύω | αντιμετωπίζω κίνδυνο, αγωνίζομαι |
Λ
Μ
μακαρίζω | | καλοτυχίζω |
μάλιστα | πάρα πολύ, κυρίως |
μέλλω | σκοπεύω |
ὁ μεστός, ἡ μεστή, τὸ μεστόν |
γεμάτος
|
μεταβαίνω | πηγαίνω σε άλλο μέρος |
ὁ/ἡ μυθώδης, τὸ μυθῶδες | αυτός που μοιάζει με μύθο |
Ν
νεωλκέω, νεωλκῶ
| | καθελκύω, τραβώ πλοίο από τη θάλασσα στη στεριά |
Ο
ὅθεν | | από όπου, γι΄αυτό |
οἰκέτης (ὁ) | ο δούλος του σπιτιού |
οἴομαι, οἶμαι | νομίζω, θεωρώ |
οἷόν τ’ ἐστι (απρόσ. έκφραση) | είναι δυνατόν |
ὁλκάς (ἡ), τῆς ὁλκάδος | το (ρυμουλκούμενο μεγάλο) φορτηγό πλοίο |
ὁμολογέω, ὁμολογῶ | συμφωνώ |
ὁμονοέω, ὁμονοῶ | έχω ομόνοια, ζω ειρηνικά |
ὁράω, ὁρῶ | βλέπω |
ὅστις, ἥτις, ὅ τι (αναφ. αντων.) |
ο οποίος
|
οὕτως | έτσι, τόσο |
Π
πάλαι | | παλιά |
ὁ πανηγυρικός, ἡ πανηγυρική, τὸ πανηγυρικόν | εορταστικός, χαρούμενος, γεμάτος απολαύσεις |
πανωλεθρία (ἡ) | η ολοκληρωτική καταστροφή |
παρασκευάζω | προετοιμάζω, μηχανεύομαι |
παρασκευή (ἡ) | η προετοιμασία, ο εξοπλισμός |
παρεισάγω | θεσπίζω |
ὁ/ἡ πάτριος, τὸ πάτριον | πατροπαράδοτος, αυτός που κληροδοτείται από τους προγόνους |
πένης (ὁ/ἡ) | φτωχός, άπορος, στερημένος |
περιρρέω | περικυκλώνω |
πιστεύω | έχω εμπιστοσύνη |
πλῆθος (τό) | ο (απλός) λαός |
πολύσπαστον (τό) | σύστημα τροχαλιών |
πόνος (ὁ) | ο μόχθος, ο κόπος |
ὁ πρεσβύτερος, ἡ πρεσβυτέρα, τὸ πρεσβύτερον | γεροντότερος |
προσάγομαι | τραβώ προς το μέρος μου |
προσαγορεύομαι | αποκαλούμαι |
προσγί(γ)νομαι | προστίθεμαι |
προσήκει (απρόσ. ρ.) | ταιριάζει |
πρόσοδος (ἡ) | το έσοδο |
Ρ
ῥύαξ (ὁ), τοῦ ῥύακος | | το ρυάκι |
ῥώμη (ἡ) | η δύναμη |
Σ
σείω | | μετακινώ |
σπουδή (ἡ) | η βιασύνη, ο ζήλος |
ὁ/ἡ συγγενής, τὸ συγγενές | αυτός που έχει κοινή καταγωγή |
συμμίσγω | αναμειγνύω, συγκρούομαι |
ὁ σύμπας, ἡ σύμπασα, τὸ σύμπαν | όλος (ανεξαιρέτως) |
συννοέω, συννοῶ |
κατανοώ
|
συνοικέω, συνοικῶ | κατοικώ μαζί |
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (κτητ. αντων.) | δικός τους, δική τους, δικό τους |
Τ
ταραχή (ἡ) | | η αναταραχή |
τέκνον (τό) | το παιδί |
τελευτάω, τελευτῶ | τελειώνω, πεθαίνω |
τελέως | πλήρως, ολοκληρωτικά |
τίθημι | τοποθετώ, θέτω, ορίζω |
τίμημα (τό) | το πρόστιμο |
τοι | βέβαια |
ὁ/ἡ τριάρμενος, τὸ τριάρμενον | αυτός που έχει τρία πανιά, τρία κατάρτια |
τυγχάνω τινός | μου συμβαίνει κάτι, πετυχαίνω κάτι |
Υ
υἱός (ὁ), τοῦ υἱέος | | ο γιος |
ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (κτητ. αντων.) | δικός σας, δική σας, δικό σας |
ὑπερβάλλω | ξεπερνώ, υπερβαίνω |
ὑπομένω | αντέχω, ανέχομαι |
Φ
φαύλως | | άσχημα |
φέρω | φέρνω, οδηγώ |
φέρω τὴν ψῆφον | ψηφίζω, αποφασίζω |
φημί | λέω, υποστηρίζω |
φιλοτιμία (ἡ) | η αγάπη για τις τιμές, η άμιλλα, ο συναγωνισμός |
φόρτος (ὁ) | το φορτίο |
ὁ/ἡ φρενοβλαβής, τὸ φρενοβλαβές | παράφρων |
Χ
ὁ χαλεπός, ἡ χαλεπή, τὸ χαλεπόν | | δύσκολος, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος |
χορεύω | παίρνω μέρος σε χορό (= χορωδία) και ψάλλω άσμα προς τιμήν κάποιου θεού |
χρήομαι, χρῶμαι | χρησιμοποιώ |
χωρίον (τό) | η περιοχή |
Ψ
Ω
ὥσπερ | | όπως ακριβώς |
ὥστε | ώστε, επομένως |
|