Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Η Θάλασσα !Πώς λειτουργεί ως σύμβολο στην Ν. λογοτεχνία;




«Μόχλος: Ο Κάστελας»
του Γιάννη Τασιόπουλου


Η θάλασσα στη λογοτεχνία



Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
Πάσα θάλασσα θάλασσα τι Κυκλάδες ή στενόν Έλλης

κύμα και Οξείας ηλεά μεμφόμεθα;
άλλως τούνομ’ έχουσιν επεί τι με τον προφυγόντα
κείνα Σκαρφαιεύς αμφεκάλυψε λιμήν;
νόστιμον ευπλοίην αρώτό τις’ ως τά γε πόντου
πόντος ο τυμβευθείς οίδεν Αρισταγόρης.
Εξακολουθητικά διαβάζω άρθρα όπου τα συναντήσω για την θάλασσα. Κείμενα σε περιοδικά ή εφημερίδες που αναφέρονται στο θαλάσσιο στοιχείο, ποιητικές ανθολογίες που περιέχουν ποιήματα ανάλογης θεματολογίας, ή αρχαίων συγγραφέων επιτύμβια επιγράμματα για ναυτικούς που χάθηκαν στα αβαθή φουρτουνιασμένα νερά της.


Βιβλία από έλληνες πεζογράφους που διαπραγματεύονται τα μυριάδες προβλήματα των θαλασσινών και πολλές φορές και των οικογενειών τους.
Η ανθολόγηση κειμένων με θέμα τις πολυποίκιλες αντιξοότητες του επαγγέλματος των ναυτικών είναι σχετικά επαρκής και ενδιαφέρουσα.

Μια και, θαλασσινός λαός ο ελληνικός, έχει άμεση και προσωπική σχεδόν πάντα σχέση με την θάλασσα



Ο πολυμήχανος Οδυσσέας Έλληνας μας άφησε τις θαλασσινές του περιπέτειες και κατορθώματα καθώς και οι αρχαίοι γεωγράφοι.



Εξάλλου, όπως τραγουδούν οι νησιώτες μας, «μες στου αιγαίου τα νερά άγγελοι φτερουγίζουν, και μέσα στο φτερούγισμά τους τριαντάφυλλα σκορπίζουν».
Ταξιδιωτικές αναφορές που μας μιλούν για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στα μπάρκα τους οι ναυτικοί, την αμάχη τους με τις φουρτούνες, το αντροπάλεμά τους με τις θύελλες, τις θαλασσινές τους περιπέτειες και αγωνίες.

Πολυποίκιλες οι αναμνήσεις τους από τα ξένα λιμάνια που επισκέπτονται, εικόνες μαγευτικές, εξωτικές πρωτόγνωρες αισθήσεις και παραστάσεις ζωής, από χώρες γεμάτο μυστήριο, φόβο αλλά και θαύματα, από τις συναντήσεις τους με ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ φαντασθεί από ξένους πολιτισμούς από τον δικό τους.

Από πρωτόγονα ήθη και έθιμα, από την «άγρια σκέψη» πολιτιστικών μορφωμάτων κοινωνιών που πρώτη φορά συναντούν εκ του σύνεγγυς.

Πρωτάκουστες ηδονές και συναισθήματα, διακινδυνεύσεις στην προσπάθεια προσέγγισής τους.


Κάθε ταξίδι και ένας νέος ορίζοντες ελπίδας ζωής αλλά και κινδύνων, καθώς κάθε στιγμή κινδυνεύουν να βρεθούν στα σκοτεινά ερέβη του βυθού στην επιθυμία τους να τιθασεύσουν το θαλάσσιο στοιχείο, να το δαμάσουν, να το χαλιναγωγήσουν, να το τιμωρήσουν σαν τον αρχαίο πέρση σατράπη που διέταξε τους στρατιώτες του να μαστιγώσουν την θάλασσα.


Η θαλασσινή θεματογραφία έχει την δική της θέση και αξιακή σημασία στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, πεζογράφοι καταξιωμένοι και φημισμένοι ασχολήθηκαν με το θέμα, ποιητές μας άφησαν ποιήματα αφιερωμένα σε αυτήν, ή έγραψαν ποιήματα για την άλλη «ερωμένη» τους όπως την αποκαλούν.


Η θάλασσα, αποτελεί ένα σταθερό μοτίβο σε αρκετούς από αυτούς, ανεξάρτητα από το πώς και τον τρόπο με τον οποίο κάθε δημιουργός το διαπραγματεύεται.


Το υλικό είναι εμπειρικά σταθερό και συνήθως άκρως βιωματικό,


τα δώρα που προσφέρει η θάλασσα στους ναυτικούς και εν μέρει στις οικογένειές τους, γεμίζουν εκατοντάδες σελίδες βιβλίων και εντύπων, αλλά και το ρίγος της επιστροφής στην εστία τους.

Το καραβίσιο σκαρί μικρό ή μεγάλο, ξύλινο ή από άλλο υλικό κατασκευασμένο βυθισμένο στην αλμύρα και τα άγνωστα μυστήριο της θάλασσας-αυτός ο Άλλος Κόσμος-έχει την δική του ατομική ταυτότητα, την μνήμη της παράδοσης του, των κατασκευαστών του, κάθε σανίδα του διαθέτει το μεράκι και την μαστοριά των μαστόρων του, την λυρική ομορφάδα των σχεδιαστών του, τις φουρτουνιασμένες εμπειρίες των ταξιδιών του, έχει το δικό του ξεχωριστό πορτραίτο, την δροσιά της «συνεχούς» του διάπλασης.

Συμπληρώνει σε κάθε ταξίδι του την μορφολογία που του δίνει το θαλάσσιο στοιχείο.


Κάθε πλοίο, μικρό καΐκι ή ανέμελο τρεχαντήρι, υπερήφανη και κορδωμένη βαρκούλα, βαποράκι των ανέμων, ταυρίσιο τάνκερ ή θαλασσοπνίχτης, κρύβει στα σπλάχνα του την ετερότροπη ιδιαίτερη διαχρονική μνήμη των εκάστοτε ναυτικών που εργάζονται πάνω του αγόγγυστα, υπομονετικά, πυρετικά, στωικά, με πολλούς και άγνωστους κινδύνους σε κάθε ταξίδι του.


Το καράβι, είναι ένας μικρός ναός συσσωρευμένων και πολύμορφων αφανών ή φανερών, φωτεινών ή σκοτεινών θρύλων.


Μια κινούμενη εν πλω εκκλησία από ανέκδοτα ανθρώπινα περιστατικά και γεγονότα, συμβάντα που δεν αντέχει πολλές φορές ο ανθρώπινος στεριανός νους, από προσωπικές αναμνήσεις που ραγίζουν τις ψυχές ή τις πλημμυρίζουν αρμυρή αγαλλίαση.


Το καράβι, είναι ένα ερεθιστικό αρχείο γνώσης, ένα προφορικό μαρτυρολόγιο ζώσας ανεξάρτητης διαστελλόμενης ή συστελλόμενης ιστορικότητας.


Τυλίγεται από την μεταφυσική αχλή που του προσφέρει σε κάθε ταξίδι του το πέλαγος.


Οι ενθυμήσεις των ναυτικών είναι σφιχτοπλεγμένες μ’ εκείνες των καραβιών εσαεί, ακόμα και μετά την αποχώρησή τους από τον θαλασσινό εργασιακό τους βίο.


Η ατομική τους διαδρομή συμπορεύεται αβίαστα με το ταξίδι του καραβιού και η επαγγελματική ή ερασιτεχνική μνήμη του καραβιού ενώνεται με αυτή των ναυτικών, αγκαλιάζονται αρμονικά.


Κοινός ο χαρακτήρας καραβιού και ναυτικών.


Τίποτα το σκηνοθετημένο, τίποτα το ψεύτικο, το κάλπικο, όλα εκπορεύονται από την θάλασσα και τα μυστήριά της τα δώρα και τους καημούς της.


Αυτή που τους αντέχει πάνω της, τους ανέχεται να την διασχίσουν, τους επιτρέπει να χαρούν τις μπουνάτσες της, να φοβηθούν τις τρικυμίες της, να απολαύσουν τους ορίζοντές της που ενώνονται με τον ουράνιο θόλο.


Όλα προέρχονται από αυτήν την αινιγματική και θελκτική μαγεία του θαλάσσιου στοιχείου που περικλείει την ζωή και τον θάνατο μαζί, τον έρωτα και τα ανθρώπινα πάθη, τα βάσανα και τα ντέρτια των φτωχών ανώνυμων ναυτικών, τα πλούτη των επώνυμων καραβοκύρηδων.


Προσωπικός μόχθος και ταξιδιωτική περιπέτεια συναντώνται σ’ ένα κοινό ταξίδι ζωής και άγνωστων εμπειριών.


Ο θεός Ποσειδώνας και ο Άη Νικόλας, σκέπουν και ευλογούν μαζί το ταξίδι. Ο νόστος κοινός. Τα Σα εκ της Σης.

Ευλογημένοι και καταραμένοι του βίου και της μοίρας είμαστε όλοι ίσοι μπροστά στην Θάλασσα.

Την πρώτη της ζωής μας μάνα. Την θαλασσσοτρόφο Παναγιά Γοργόνα που ρωτά και ξαναρωτά τους ξενιτεμένους ναυτικούς,


Τι; Κάθε ναυτικός και ένα ξεχωριστό ερώτημα, κάθε ναυτικός και μια ιδιαίτερη απάντηση.

Και νέκυν απρήυντος ανιήσει με θάλασσα
Λύσιν ερημαίη κρυπτόν υπό σπιλάδι
στρηνές αεί φωνεύσα παρ’ ούατι και παρά κωφών
σήμα. Τι μ΄, ώνθρωποι, τήδε παρωκίσατε
ή πνοιής χήρωσε, τον ούκ επί φορτιγίδι νηί
έμπορον αλλ’ ολίγης ναυτίλον ειρεσίης
θηκαμένη ναυηγόν; ο δ’ εκ πόντοιο ματεύων
ζωήν έκ πόντου και μόρον ειλκυσάμην.

Κώστας Γεωργουσόπουλος


Ο γνωστός σε όλους μας φιλόλογος και συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής, πάντα επίκαιρος και παρών κύριος Κώστας Γεωργουσόπουλος δημοσίευσε πριν χρόνια ένα κείμενο για τη λογοτεχνία της θάλασσας.


Ο κύριος Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι μάλλον πρωτίστως, ένας θεατρικός δάσκαλος, που οι θεατρικές του κριτικές στάθηκαν σχολείο για τους νεότερους έλληνες και ελληνίδες θεατρόφιλους, ανεξάρτητα αν συμφωνούσαμε πάντα και σε ποιο βαθμό με αυτές, δεν παύουμε να θαυμάζουμε και να ζηλεύουμε


το εύρος της παιδείας του, την ιστορική του θεατρολογική κατάρτιση, το θεατρικό του πάθος, το βάθος των αναλύσεων και των συσχετισμών του, την προσωπική του θεατρική ματιά καθώς μας ανέλυε τις θεατρικές παραστάσεις.


Ο δάσκαλος αυτός είναι ένα «κινητό μουσείο» της θεατρικής μας παράδοσης. Μια θεατρική «εγκυκλοπαίδεια» ο λόγος και τα κείμενά του.


Ο κύριος Κώστας Γεωργουσόπουλος δημοσίευσε ένα κείμενο στο μακρόβιο και χρήσιμο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης του συγγραφέα και εκδότη Τηλέμαχου Αλαβέρα, την γνωστή μας «ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ», με τίτλο «Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ», τεύχος 461- 463/Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1993, σελίδα 134-


. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύω, χωρίς να γνωρίζω αν έχει ξαναδημοσιευτεί και αλλού. Ένα ευθύβολο κείμενο που μου άρεσε και ελπίζω να αρέσει και σε όσους και όσες αναγνώστες διαβάζουν από την Ελλάδα και το εξωτερικό αυτές τις αναδημοσιεύσεις.


Τις πολλές φορές βιαστικές και ανορθόγραφες, τις άτακτες ατομικές μου καταθέσεις, αλλά πάντα τεκμηριωμένες.


Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ




Κώστας Γεωργουσόπουλος,«ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ», 1993


Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.

Διονύσιος Σολωμός

Όταν ο ομηρικός Οδυσσέας έφτασε στα πέρατα του Ωκεανού, στη γη των Κιμμερίων, ζητώντας να μάθει από το νεκρό μάντη Τειρεσία τη μοίρα του και τα μέλλοντα, εκείνος, ένας ανάμεσα στους νεκρούς που διψασμένοι για ζωή πλησίασαν το αίμα των σφαγίων, του προφήτευσε πώς θα φτάσει, μετά από δεινά πολλά, στην πατρίδα, θα σκοτώσει τους μνηστήρες και για να πεθάνει έναν ήσυχο θάνατο μακριά από τη θάλασσα πα

πρέπει, να φορτωθεί ένα κουπί να τραβήξει προς το εσωτερικό.
Όταν θα φτάσει σε τόπους όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν τη θάλασσα, δεν αλατίζουν το φαϊ τους, δεν κατασκευάζουν καράβια και θα ονομάζουν το κουπί που κουβαλά στην πλάτη του λιχνιστήρι, εκεί να κάνει θυσία πολλών προβάτων στον Ποσειδώνα πριν γυρίσει για να πεθάνει στην πατρίδα του.

Στα νεότερα χρόνια μια παράδοση αφηγείται το ίδιο αναφερόμενη στον Προφήτη Ηλία, στον άγιο που οι νεοέλληνες κτίζουν το ναό του στις κορφές των βουνών, μακριά από την θάλασσα.


Νομίζω πως ο πυρήνας αυτής της αφήγησης αναφέρεται στο αδύνατον.


Γιατί είναι αδύνατον ένας Έλληνας να ζήσει μακριά από τη θάλασσα, τόσο αδύνατον, όσο να βρεθούν οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν το κουπί.


Από την άλλη η αφήγηση αυτή ίσως μεταφέρει μια βαθιά επιθυμία λύτρωσης του Έλληνα από το δεσμό με το υγρό στοιχείο. Όπως και να ‘ναι η θεμελιώδης αυτή αφήγηση αποτελεί μιάν ανεκπλήρωτη ευχή.


Για τον ομηρικό Έλληνα η θάλασσα είναι η Μεσόγειος και ο Ωκεανός το τέλος του κόσμου. Ο Έλληνας από τότε έως σήμερα είναι καταδικασμένος από τη φυσική ιστορία να ορίζεται ως άνθρωπος της θάλασσας κι από την πολιτική ιστορία να ορίζει τη θάλασσα ως πεδίο αναφοράς του.


Έτσι δεν είναι τυχαίο πως τα ομηρικά ποιήματα και ιδιαίτερα η Οδύσσεια είναι ένα θαλασσινό έπος, όπου για πρώτη φορά αλλά κατά τρόπο εξαντλητικό ταξινομούνται όλες οι δυνατές παραλλαγές των θεμάτων, των μοτίβων και των σχημάτων που έχουν ως πηγή αναφοράς τη θάλασσα


Δεν είναι επίσης τυχαίο πως η ησιόδεια κοσμογονία ανάγει τη γέννηση του υλικού κόσμου στο Ύδωρ, ούτε είναι τυχαίο πως στην αυγή της φιλοσοφίας ο Θαλής στο Ύδωρ ανάγει την πρώτη ουσία του κόσμου και στις μεταβολές του αείρροου υγρού στοιχείου στηρίζεται η πρώτη διχοτομία ανάμεσα στο πολυποίκιλο φαίνεσθαι και το απαιτητό στο νου σταθερό είναι.

Τέλος δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως η λυρική ποίηση στο μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργήθηκε στη νησιωτική ή στην παράλια χώρα και τα μοτίβα της αντλούν κύρος και σαφήνεια από τις μορφές, την ποικιλία, τη διάθεση και το μύθο της θάλασσας.
Άφησα τελευταίες τις ιστορικές συντεταγμένες που καθορίζουν την ηλικία του θαλασσίου συνδρόμου των Ελλήνων.
Αναφέρω μόνο την θαλάσσια νίκη στα στενά της Σαλαμίνας, την μοιραία ήττα της Αθηναϊκής δημοκρατίας στη Σικελία και την αγωνιώδη οδοιπορία των μυρίων προς τη θάλασσα.
Αυτή η τελευταία που συνδέεται με τον Ξενοφώντα έδωσε την ευκαιρία σ’ έναν κορυφαίο σύγχρονο Κύπριο ποιητή να γράψει το παρακάτω κωδικό για το θέμα μας ποίημα:
Μας σκότωσαν τους αρχηγούς
κι επιστρέφουμε ακέφαλοι
μ’ οδηγό-τι να κάνουμε;-ένα γραφιά!
(όμως η αλήθεια είναι πώς αυτοί οι γραφιάδες
ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα!…)

Κώστας Μόντης


Αν για την παγκόσμια λογοτεχνία η αρχαία ελληνική υπήρξε πρότυπο θεμάτων, συμβόλων, μοτίβων και εικόνων για την ελληνική μεσαιωνική και σύγχρονη αποτελεί όρο συνέχειας και αναγκαία προϋπόθεση.

Αν η λογοτεχνία δεν είναι άλλο από την συναισθηματικά φορτισμένη γλώσσα, η νεοελληνική λογοτεχνία είναι ίσως η μόνη από τις πολιτισμικές μορφές του νεοελληνισμού πού διά της γλώσσας μπόρεσε να διασώσει την αρχαία κληρονομιά.
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική.
Το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια μου η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Οδυσσέας Ελύτης


Έτσι στο δημοτικό τραγούδι η θάλασσα είναι ομηρική, ησιόδεια, λυρική και θουκυδίδεια.
Είναι δηλαδή τόπος του μύθου, όρος της περιπέτειας, απεικόνιση των κινημάτων της ψυχής και θέατρο της ιστορίας.

Ο Έλληνας άνθρωπος είναι οδυσσειακός και κάθε οδύσσεια είναι μια ελληνική περιπέτεια’ δηλαδή μια ορμή του ειδέναι, μια τραγική ζωή συνεχούς διακινδύνευσης, μια πορεία προς το οικείο μέσα από το ανοίκειο, ένα άνοιγμα στο καινούργιο.

Στη δημοτική ποίηση η θάλασσα ενώνει και χωρίζει τον Έλληνα, γοητεύει και βασανίζει, χαρίζει και χαρίζεται, μεριμνά και σκοτίζει, γεννά και σκοτώνει.
Από την Οδύσσεια του Ομήρου έως το μικρό Ναυτόπουλο του δημοτικού τραγουδιού’ από το Κανάρη του Κάλβου και τον Κρητικό του Σολωμού έως τον Οδυσσέα του Καβάφη· από το άνθος του γιαλού του Παπαδιαμάντη ως τον Πέδρο Κάζας του Κόντογλου’ από τον Στρατή το Θαλασσινό του Σεφέρη έως τον Μικρό Ναυτίλο του Ελύτη η θάλασσα στεριώνει, στοιχειώνει και ορίζει τον κόσμο τον ελληνικό.
Ενώ στο δημοτικό τραγούδι η θάλασσα, τα καράβια και οι ναυτικοί συνδέονται με τον χώρο της ανάγκης, η θάλασσα είναι φυσικό φαινόμενο, άλογο και απροσδιόριστο, τα καράβια εργαλεία δουλειάς και οι ναυτιλλόμενοι παιδιά της τύχης και αθύρματα της μοίρας, αλλά με έναν άνεμο ελευθερίας στα μαλλιά,

στον Κάλβο για να περιοριστεί στους μείζονες, η θάλασσα της ελληνικής επανάστασης επιστρέφει ξανά στο παρελθόν του Μύθου της.

Κατοικείται από νύμφες, διασχίζεται από αρχαίους θεούς, επιτηρείται από το ηλιακό άρμα, περιβρέχει τα λυρικά νησιά της Σαπφώς και της Αφροδίτης.

Για τον Κάλβο ο αγώνας για την Ελευθερία είναι μια νομοτελειακή επανάληψη αρχετυπικών πυρήνων μέσα στην εγγύηση του μυθικού τοπίου της καθ’ ημάς θαλάσσης.


Ο Σολωμός στα ποιήματα της ωριμότητάς του ταύτισε τη θάλασσα με την περιπέτεια της συλλογικής και της ατομικής ψυχής.

Στον ανειρήνευτο αγώνα του πνεύματος με τη φύση ο σολωμικός Οδυσσέας, είτε αυτός είναι ο Κρητικός που θέλει να περάσει στην άλλη όχθη, είτε είναι οι Μεσολογγίτες και οι Μεσολογγίτισσες που τους πολεμάει ακόμη και το μελτέμι είτε είναι ο άγγλος στρατιώτης που έχει να αντιμετωπίσει γυμνός τον τίγρη του πελάγου,

είναι θριαμβευτής πολύτροπος άνθρωπος, που χρησιμοποιεί τη θάλασσα ως κλίμακα και τα πάθη της ως βαθμίδες για να κατακτήσει τον εαυτό του.


Απέναντι στη δύναμη της θάλασσας, ορθώνεται ο βράχος της πνευματικής θέλησης, η βούληση της ελευθερίας αντιστέκεται στο τυφλό πάθος των ενστίκτων.


Η διάκριση του Σολωμού από τους άλλους ρομαντικούς, δικούς μας και ξένους, συγχρόνους και νεότερους, είναι πώς δεν αρκείται σε μια μηχανιστική αντιπαράθεση άλογου πάθους και έλλογης συνείδησης αλλά προχωρεί σε μια δραματική, σχεδόν τραγική σύγκρουση όπου η θάλασσα της ταραχής είναι ο όρος ελευθερίας του πνεύματος και ο λόγος του ανθρώπου δικαιώνεται στα όρια του φυσικού.
Έτσι η μεταφυσική γίνεται φυσική στο μέτρο που η θάλασσα στο Σολωμό απηχεί τα σπλάχνα των ανθρώπων.


Στον Κωστή Παλαμά η θάλασσα γίνεται μια έμμονη πικρή ανάμνηση ανέμελων παιδικών χρόνων.


Μέσα στην ασάλευτη ζωή του ποιητή η θάλασσα γίνεται προσμονή, επιθυμία, λαχτάρα και ανεκπλήρωτο όνειρο.


Η θάλασσα ως τοπίο, ως ιστορικό πεδίο και ως τρόπος ταραχής σπάνια και σχεδόν φιλολογικά συναντάται στην ποίηση του Παλαμά.


Η κλειστή λιμνοθάλασσα της γενέθλιας γης του, έχεις την εντύπωση πώς τον σημάδεψε για πάντα, αφήνοντάς του διπλή πίκρα, του απαγορευμένου και του ανέφικτου.




Στους Κολυμπιστές του Σολωμού και τους Ναυμάχους του Κάλβου ο Παλαμάς, σε εποχές εθνικής ταπείνωσης, έχει να αντιτάξει το Γύφτο:

της στεριάς τα τρεχαντήρια
να τ’ αδάμαστα μουλάρια!
Τ’ άρμενά τους είναι τα τσαντήρια

Την ίδια εποχή δύο πεζογράφοι επιστρέφουν στη θάλασσα και επανασυνδέουν τη λογοτεχνία και την παράδοση των θαλασσινών μοτίβων.


Ο Καρκαβίτσας ρεαλιστής και ηθογράφος πλουτίζει τη λογοτεχνία μας με μιάν ανανεωμένη ματιά πάνω στους θαλασσινούς θρύλους από τη μια και από την άλλη με μια έγνοια για τους εργάτες της θάλασσας.

Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πώς ο Καρκαβίτσας κατορθώνει να συμπλέκει τη λαϊκή θαλασσινή θεματογραφία, τη ναυτική γλώσσα, το λαογραφικό υλικό και τις κοινωνικές αξίες, το μεροκάματο, την εκμετάλλευση και τις εργασιακές συνθήκες των ναυτικών σε γοητευτικά αφηγήματα.


Ο Καρκαβίτσας μόλο που τεχνοτροπικά παραπέμπει στο γαλλικό νατουραλισμό κατορθώνει και μετριάζει τις ακρότητες, επειδή καταφεύγει σε μοτίβα και λύσεις από τις μεσαιωνικές μυθιστορίες, από τα ελληνιστικά μυθιστορήματα και τις παραδόσεις που συγκέντρωσε ο Νίκος Γ. Πολίτης.




Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ο κατεξοχήν ποιητής της θάλασσας.

Η Σκιάθος είναι το μοναδικό σχεδόν θέμα της «πεζογραφίας» του. Η ορθοδοξία του πηγάζει από τη λαϊκή ευσέβεια και η λαϊκή ευσέβεια είναι μια κατάφαση στη ζωή και στη δημιουργία.
Ο πρώτος απόλυτα ερωτικός λογοτέχνης μας νοεί τη φύση ως την κτιστή πλάση του θεού.

Η θάλασσα κυριαρχεί στη συνείδησή του ως ο τόπος της πτώσης και ο τόπος της μετανοίας’ η θάλασσα του Παπαδιαμάντη είναι η παρηγοριά του φτωχού, ο κίνδυνος του ταξιδιώτη, η πίκρα του ξενητεμένου, ο ορίζοντας απ’ όπου αναδύεται η ομορφιά της γυμνής αθωότητας, ο κόλπος της σωτηρίας, ο βυθός του θανάτου, καημός και χαρά’ τα πάθη του κόσμου.

Μόνο στον Όμηρο θα βρεί κανείς τέτοια μανιακή, παραληρηματική λεξιλογική πανδαισία για τη θάλασσα, τα όντα της, τη φρίκη της, την αίγλη της, τα μυστικά της, όση στον Παπαδιαμάντη.

Ο Άγγελος Σικελιανός επανέφερε στην ποίηση το μύθο της θάλασσας· ανακάλυψε ξανά την αρχαία της γοητεία. Είναι ο πρώτος που αντίκρυσε το Αιγαίο και το Ιόνιο ως θάλασσες του φωτός και της ερωτικής χαρμολύπης.
Πέρασε την ομηρική θάλασσα μέσα από τους αριθμούς του Πυθαγόρα, την αγχιβασίην του Ηρακλείτου και τα ριζώματα του Εμπεδοκλέους. Ταύτισε την πολυμορφία του θαλάσσιου τοπίου με τα πάθη του Αδώνιδος και τον πλούν του Διονύσου.
Οι εικόνες και τα ορφικά σύμβολα του Σικελιανού γαληνεύουν μέσα σε μια θάλασσα-δότειρα των πρώτων ουσιών.

Η μεταφυσική του φωτός είναι μεταφυσική της διάθλασης του φωτός μέσα από το θαλάσσιο πρίσμα. Η ποίηση του Σικελιανού είναι μια σπουδή στη φύση του μυθικού Γλαύκου:

Μακριά στα κύματα
ελουζόμουνα έρημος
σαν του πελάου θεότη.
Το λόγο, το κορμί μου εχάλκεψα
και τη βαρύγνωμή μου νιότη


Ο Νίκος Καζαντζάκης στο μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής, στη δική του Οδύσσεια ενώ εξαντλεί όλα τα ομηρικά και μεθομηρικά ποιητικά μοτίβα, μετατρέπει τη θάλασσα σ’ ένα κινδυνώδη ωκεανό ιδεών, ιδεοληψιών και νευρώσεων, πεδίο αγώνων για τον εκλεκτό θαλασσοπόρο της ιστορίας για να καταλήξει σε μια θάλασσα ορίων, το Νότιο πόλο, σκοτεινό τάφο, θεό ρουφήχτρα, άγνωστο καταφύγιο των απελπισμένων και αξεδίψαστων.

Αντίθετα ο πεζογράφος Φώτης Κόντογλου, ανατολίτης παραμυθάς, περιέγραψε με μια γλώσσα λαϊκού μπαρόκ τον θαυμαστό και άγριο κόσμο των πειρατών, των ληστών και των χρυσοθήρων, μέσα σε άγριες φουρτούνες, απρόσιτα κρησφύγετα, λεηλασίες και βιασμούς παρθένων.

Ο Νίκος Καββαδίας και με ολόκληρη την ποίησή του και με το μυθιστόρημά του Βάρδια εξήντλησε τη θαλασσινή θεματογραφία μέσα σ’ ένα κλίμα μπωντλερισμού και καταραμένης ποίησης’
η μοναξιά του ναυτικού, η προδοσία, οι αρρώστιες, η ανία, ο αισθησιασμός, οι φαντασιώσεις, η σκληρή μνήμη, η εκδίκηση, ο αναίτιος θάνατος, η μελαγχολία του ξέμπαρκου είναι τα θέματά του.

Στο ίδιο κλίμα αλλά κυνικότερος και λιτότερος κινείται και ο άλλος επαγγελματίας ναυτικός μας ο Δημήτρης Ι. Αντωνίου.


Από τη γενιά του τριάντα, λίγοι και σε μεμονωμένα μυθιστορήματα ή σποραδικά διηγήματα καταπιάνονται με θέματα της θάλασσας ή έχουν τη θάλασσα ως χώρο της δράσης.


Αστικά θέματά τους, ανακαλύπτουν την πόλη και τους κοινωνικούς αγώνες ή τα υπαρξιακά αδιέξοδα.


Μόνο ο Κωστής Μπαστιάς ακολουθώντας τα θέματα του Κόντογλου δίνει με το Μηνά το ρέμπελο, μια αδρή θαλασσογραφία. Η Παναγιά Γοργόνα του Στρατή Μυριβήλη, ο Ωκεανός του Ηλία Βενέζη, ο Σκελετόβραχος της Εύας Βλάμη, Η θάλασσα του Κώστα Σούκα, Το χρονικό μιας πολιτείας του Παντελή Πρεβελάκη, Οι κοτραμπατζήδες του Αιγαίου του Γιάννη Μαγκλή,


Πορεία κόντρα στον τυφώνα του Χρήστου Λεβάντα, Ο θρύλος του Κωνσταντή του Κώστα Χατζηαργύρη, Ο περίπλους του Διονυσίου Ρώμα είναι μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα μυθιστορήματα που έχουν για θέμα τους τη θάλασσα ή τους ανθρώπους της. Λίγα όμως ξεπερνάνε την καθαρή θεματογραφία για να προχωρήσουν, όπως έγινε με τους προαναφερθέντες, σε μια ουσιαστική αναμέτρηση με την θάλασσα.


Οι ελάσσονες ποιητές του μεσοπολέμου αντιμετώπισαν την θάλασσα θεματογραφικά, περιστατικά ως ένα από τα γνωστά και κοινόχρηστα σύμβολα του ποιητικού εργαστηρίου.


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης μόνο μια φορά στέκεται να την ιδεί και ευθύς αλλάζει θέμα, καταφεύγοντας στον ιδιωτικό του χώρο μόλο που η θάλασσα του έχει δώσει στην «Πόλιν» μια από τις ωραιότερες ρίμες του. Η «Ιθάκη» του, μοναδική, πλούτισε το θέμα με νέα διάσταση, αν και η θάλασσα παραμερίζει μπρος στο ταξίδι.

Ο Κώστας Καρυωτάκης αγνοεί τη θάλασσα τόσο ώστε και εκείνη να αρνείται μια ολόκληρη νύχτα να τον πνίξει μέχρι να καταλήξει στο περίστροφο.



Η θάλασσα μπαίνει ξανά στην νεότερη ποίησή μας με τον Γιώργο Σεφέρη.


Ο κύριος όγκος του έργου του το Μυθιστόρημα και τα τρία Ημερολόγια καταστρώματος μορφολογικά ακολουθούν τη δομή της Οδύσσειας και ο Στρατής ο θαλασσινός είναι ουσιαστικά η ποιητική μετενσάρκωση του πρώτου Έλληνα ταξιδιώτη. Μόνο που ο Σεφέρης έχει τη συνείδηση πώς μεταξύ του Ομήρου και εκείνου υπάρχει το φίλτρο του Αισχύλου.


Ο Σεφέρης βλέπει τον κόσμο με την πικρή εμπειρία της επιστροφής, με την λειτουργία της Νεμέσεως, της Άττης και της Δικαιοσύνης:


Η μοίρα μου πού κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιάν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι…

Ο τραγικός κόσμος του Σεφέρη έρχεται από τις θάλασσες του Πρωτέα, αλλά ανακαλύπτουν αίφνης πως ο κόσμος αυτός δεν είναι ο δικός τους-είναι του Ομήρου.

Από τους υπερρεαλιστές ο Ανδρέας Εμπειρίκος μόλο τον ύμνο του στο Υπερωκεάνιο και αρκετές εικόνες από το υγρό στοιχείο δεν νομίζω πώς στράφηκε ιδιαιτέρως προς τη θάλασσα ως πηγή εμπνεύσεως. Και η θηλυκή φάλαινα ως Μεσσίας κατάγεται από τον Λωτρεαμόν παρά από τον σολωμικό πόρφυρα.


Ο Νίκος Εγγονόπουλος όμως με τον Ατλαντικό έγραψε ένα οριακό ποίημα οδυσσειακό γεμάτο μεταφυσικό αγνωστικισμό.


Ο Γιάννης Ρίτσος με εμπειρίες εξορίας σε νησί μόλο που γεννήθηκε στη Μονεμβάσια κατοικούσε μήνες πολλούς στη Σάμο, έχει δώσει θαυμάσιες εικόνες από τη θάλασσα αλλά η θάλασσα ως οντότητα και σύμβολο του χρόνου, της αναγέννησης, της πολυμορφίας, του κινδύνου, του ξενητεμού, της επιστροφής, της απομόνωσης και τόσων άλλων μόνο σε λίγα ποιήματά του εμφανίζεται. Συνήθως η θάλασσα στους μεγάλους μονολόγους του ακούγεται, χωρίζει ή από μακριά γοητεύει. Μόνο στα χορικά «οι γερόντισσες και η θάλασσα», ο Ρίτσος βρίσκει στη θάλασσα το μεγάλο σύμβολο του χρόνου.


Με τον Οδυσσέα Ελύτη η αρχέγονη, η ερωτική, η μυστική, η λυρική θάλασσα εισβάλλει στην ποίησή μας ως πυρηνικό θέμα. Ο Ελύτης πού κατέθεσε τη λέξη θάλασσα στο παγκόσμιο κοινό μιλώντας κατά την τελετή της απονομής του Νόμπελ μαζί με άλλες αρχέτυπες έννοιες-λέξεις δεν είδε τη θάλασσα ως θέμα αλλά ως ποιητική πρώτη ύλη, ουσία του δημιουργικού γίγνεσθαι.


Στον Ελύτη το υγρό στοιχείο είναι μια καταρχήν φιλοσοφική ουσία· το αντιμετωπίζει με την ιερότητα που του έδιναν οι υλοζωιστές φιλόσοφοι της Ιωνίας, με την γονιμοποιό μεταβλητότητα και μεταπτωτικότητα που του πρόσδιδε ο Ηράκλειτος.


Η θάλασσα είναι κοιτίδα του μύθου, της λογικής, της ερωτικής πλησμονής, πρίσμα του φωτός, αιώνιο θήλυ, εγγύτητα αθανασίας.


Για τον Ελύτη η θάλασσα είναι τραγική έδρα της ιστορίας και ρωγμή ταυτόχρονα της ιστορικότητας, αίνιγμα.


Δίπλα στο Γλαύκο του Σικελιανού και τον Πρωτέα του Σεφέρη, ο Ελύτης βλέπει:

γιαλόν απέραντο από μαγγανεία ωραίων
ματιών βρεγμένο
τον βυθό της Μαρίνας

Η πολύ σημαντική πρώτη μεταπολεμική μας ποίηση, η καλή μας πεζογραφία καθώς και η λογοτεχνία της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, αγνοεί τη θάλασσα ή μέσα στο χώρο της ήττας, της απογοήτευσης, της μόνωσης, στον ιδιωτικό χώρο τη θάλασσα την ξορκίζει, την απωθεί ή ίσως της επιφυλάσσει μελλοντικές μέρες αιθρίας.

Έως τότε:

πάψε πιά να γυρεύεις τη θάλασσα και των
κυμάτων τις προβιές σπρώχνοντας τα καϊκια
κάτω απ’ τον ουρανό είμαστε εμείς τα ψάρια
και τα δέντρα είναι τα φύκια.
Γιώργος Σεφέρης

Τη θάλασσα, τη θάλασσα και ποιος θα τη στερέψει; Όπως θα ‘λεγε και ο Αισχύλος.


ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ


Περιοδικό ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ, τεύχη 461-463/Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1993, σ.134-


Αυτό είναι το ενδιαφέρον και εύστοχο στις επισημάνσεις του κείμενο του κυρίου Γεωργουσόπουλου. Ένα σύντομο ταξίδι, μια αναδρομή στους ποιητές που έγραψαν για την θάλασσα, για κείμενα λογοτεχνών που είχαν σαν κεντρικό τους άξονα το θαλάσσιο στοιχείο. Η διαπραγμάτευση του καθενός και καθεμιάς έχει την ιδιαιτερότητά του και τους ανάλογους θεματικούς χρωματισμούς. Η θεματογραφία περί την θάλασσα εμπλουτίζεται συνεχώς και από νεότερους πεζογράφους, διηγηματογράφους και ποιητές. Το λογοτεχνικό σελάγισμα ακολουθεί τη δική του ρότα.


Η θάλασσα ως σύμβολο στην ποίηση


πηγή:https://artic.gr/i-thalassa-os-symvolo-stin-poiisi/




Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.

Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά

(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.

Γ. Σεφέρης

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Σχέση λογοτέχνη και τοπίου


Η φυσικότητα του ανθρώπου, η διαφορά του από τα υπόλοιπα έμβια όντα, έγκειται στη μεσολαβημένη από τη “γλώσσα” σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Η γλώσσα, έμφορτη σημασιών και συμβόλων σημασιοδοτεί την φύση και γίνεται η ίδια προιόν του τρόπου και της ευαισθησίας με την οποία το «λογοτεχνικό υποκείμενο», συλλαμβάνει το «αντικείμενο φύση». Aν η σχέση του λογοτέχνη με την εποχή του είναι βιωματική και οργανική δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν οι ποικίλες οπτικές γωνίες του χώρου και του χρόνου μέσα από τις οποίες διαθλάται η εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος στο λογοτεχνικό κείμενο

ΔΕΣ:https://anemodektis.wordpress.com/2011/01/16/%CE%BF-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%83%CE%B5-300-pixel/



Οριζόντιοι, κάθετοι και διαγώνιοι άξονες χαρτογραφούν τη φωτογραφία και προσφέρουν τα κλειδιά ερμηνείας της. Ένα θαλασσινό τοπίο, ένα ποδήλατο, τα σχοινιά που δένουν ένα σκάφος στο λιμάνι. Η εικόνα επιθυμεί να μεταδώσει μια οικουμενικότητα, που αντανακλάται στην έκταση του νερού που χάνεται στο βάθος.



ΤΣΟΚΛΗΣ

H παραπάνω θέση του Γ. Σεφέρη βρίσκει την πληρότητα της εφαρμογής της στη σχέση των νεοελλήνων λογοτεχνών με τη φύση. Nους, ψυχή, καρδιά, ιστορικό βίωμα, φιλοσοφική ενατένιση, ανάμνηση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος καλύπτουν ένα πλατύ φάσμα πρόσληψης και απόδοσης του ελληνικού τοπίου. Tο τελευταίο δεν «φωτογραφίζεται» για τις ανάγκες μιας αφηρημένης φυσιολατρείας, αλλά εντάσσεται οργανικά στις απαιτήσεις του λογοτεχνικού υλικού, υποτάσσεται στον σκοπό της αφήγησης.









Tο τοπίο «βιώνεται» από τους λογοτέχνες ως τόπος και τρόπος ζωής. Σ’ αυτό ενοφθαλμίζονται ευαισθησίες, εμπειρίες, ελπίδες, απογοητεύσεις, απαισιοδοξίες, πίκρες. O ήλιος, η θάλασσα, ο αέρας, τα δένδρα, οι πέτρες εξυψώνονται σε σύμβολα της λογοτεχνικής γραφής έτοιμα να υπηρετήσουν τον λογοτεχνικό σκοπό, το αισθητικό και ιδεολογικό δημιούργημα ως υπέρτατη συγκινησιακή χρήση της γλώσσας. Oι νεοέλληνες λογοτέχνες αντικρίζουν το ελληνικό τοπίο έχοντας εγκολπωθεί το στίχο του Σολωμού: «Πάντα ανοιχτά πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».








Στην ποίηση του Eλύτη, γράφει ο κριτικός A. Kαραντώνης, «η φύση αποσπασμένη από τους άξονες της ακινησίας της και από τον άμεσο υποκειμενισμό του ποιητή ξετυλίγεται οργανικά και θεαματικότατα σαν όραμα καταπληκτικό». Τα φυσικά στοιχεία λαμβάνουν ανθρώπινη μορφή και κινούνται αδιάκοπα στο χώρο. Η ερωτική σχέση του ανθρώπου και της φύσης φτάνει στην πληρότητά της. O ήλιος γίνεται το κατ’ εξοχήν σύμβολο της ποιητικής τεχνικής και ενώνει υπό την εποπτεία του τον κόσμο:




«Ε, σεις στεριές και θάλασσες

τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούτε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου
Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτον αγαπώ»
(O ήλιος)









Η ποικιλομορφία του τοπίου και η ποιητική της απόδοση

Άλλοτε η φύση ασκεί ακαταμάχητη έλξη για φυγή από τον κόσμο, για μια νέα ζωή. Η ελληνική θάλασσα ήταν πάντα ένα από τα πιο αγαπημένα θέματα των νεοελλήνων λογοτεχνών. Άλλοτε ήρεμη, άλλοτε φουρτουνιασμένη ήταν σταθερή πηγή έμπνευσης.





Στην ποίηση του Κ. Βάρναλη, η θάλασσα εκφράζει την επιθυμία του ποιητή να φύγει μακριά από τα βάσανα της καθημερινής ζωής:


«Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,

στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους».
Κ. Βάρναλης





Γι’ αυτό και ο ποιητής την περιγράφει όχι όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελε να είναι, με «τ’ άγρυπνα μάτια της ψυχής»:

«Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω

απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά»
(Η θάλασσα)
Κ. Βάρναλης







Πρόκειται για ένα θαυμάσιο λυρικό υμνολόγημα της θάλασσας.

Την ακατανίκητη έλξη της θάλασσας για περιπέτεια και «αληθινή ζωή» περιγράφει και ο Α. Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης»

«Ναι! την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται από το ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μαθω το μυστικό της. Την έβλεπα οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς το ακρογιάλι, να καβαλικεύει τα χάλαρα, να σκαλώνει στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάει, λες και ζητούσε να φθάσει στην καρδιά της γης, για να σβήσει τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήσει, να νιώσω τον αφρό της επάνω μου, όπως πειράζομε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια».










Η αγάπη του συγγραφέα για την θάλασσα τον κάνει να αποδίδει σ’ αυτήν ανθρώπινες ιδιότητες (να την θυμώσω, να με κυνηγήσει). O ανθρωπομορφισμός του τοπίου είναι σταθερή συνιστώσα της λοτοτεχνικής περιγραφής. Αναγκαία προϋπόθεση για την ζωντανή έκφραση της αγάπης του ανθρώπου για τη φύση.

«Τον άλλο κόσμο, τους στεριανούς με θλίψη τους έβλεπα.
– Ψε!.. έλεγα με περιφρόνηση. Ζούνε τάχα κι εκείνοι!…».
Α. Καρκαβίτσας στα «Λόγια της πλώρης»

Η αγάπη για τη φύση γίνεται αγάπη για τη ζωή.



Μια «αγάπη νεοχριστιανική», αγάπη για τη ειρήνη και τον άνθρωπο χαρακτηρίζει την ποίηση του Ν. Βρεττάκου. Η φύση απευθύνει «προσκλητήριο» αγάπης στον κόσμο:

«Κοιτάχτε αυτή τη θάλασσα, που δίχως
αχτή λαμποκοπά. κι αυτού του δέντρου
το λύγισμα. με πόση εμπιστοσύνη
δεν κρέμεται στον άνεμο! Κοιτάχτε
τα ράμφη των πουλιών που ακινητούνε
το μεσημέρι, στους σχισμένους βράχους.
… …. …
Τα μέτωπα αναπνέουν
κι ανθίζουν τα χαμόγελα που πλέκουν
το μέλλον της ζωής! Αγαπηθείτε!…»
(Προσκλητήριο)

Ν. Βρεττάκος


























Το αποτύπωμα του Αιγαίου


Στο σύστημα των εθνικών αντιλήψεων των Ελλήνων για τον καθημερινό τους βίο το μεσογειακό στίγμα είναι εμφανές και νομοτελειακό, καθορισμένο από τον κοινό ή συγγενικό χαρακτήρα πολλών θεμελιακών παραγόντων. Από τη δέσμη τους θα ξεχωρίσουμε και θα θέσουμε στο επίκεντρο την ισχυρή δύναμη της μεσογειακής φύσης­, τη θάλασσα. Οι ποιητές στους οποίους αναφερόμαστε γεννήθηκαν δίπλα στη θάλασσα: ο Σεφέρης στη Σμύρνη, ο Ρίτσος στη Μονεμβασιά, ο Ελύτης στην Κρήτη. Η θάλασσα μπήκε στη ζωή τους με τις πρώτες εντυπώσεις και σφράγισε τις προσλήψεις τους, την καλλιτεχνική τους ματιά και ιδιοσυγκρασία. «…Για πολλούς από μας οι πλώρες των καραβιών έχουν μια θέση στο παιδικό μας εικονοστάσι» ομολογεί ο Σεφέρης, και ο Ρίτσος στο όψιμο «Τερατώδες αριστούργημα» θυμάται πως έμενε ώρες και ώρες από μικρό παιδί στον βράχο της Μονεμβασιάς «με ασάλευτα τα βλέφαρά μου // αγνάντια στη Μυρτώα Θάλασσα αντιγράφοντας τη στάση ενός μαρμάρινου Ποσειδώνα».







Η μόνιμη ψυχοσωματική επαφή με τη θάλασσα ανοίγει στον παιδικό μικρόκοσμο τη διάσταση απεραντοσύνης που αγγίζει όχι μόνο τις παραστάσεις του χώρου αλλά κατηγορίες όπως η αιωνιότητα, η κίνηση, ο αγώνας, η αναζήτηση. Για τον Ρίτσο γίνεται επιπλέον σύμβολο αντίστασης στον θάνατο, στις βαριές οικογενειακές απώλειες, στη φυματίωση που απειλούσε και τη δική του ζωή. Με τις ανεξίτηλες εντυπώσεις των παιδικών και νεανικών του χρόνων συνδέει και ο Ελύτης τη δική του βίωση της φύσης ως κληρονομιάς των προγόνων, ουσίας που διαποτίζει όλο του το είναι. Πολύ πριν από τις πρώτες ποιητικές δοκιμές ένιωσε μέσα του το σκίρτημα της μυθογένεσης, όπου το Αιγαίο δεν ήταν ένα γεωγραφικό locus αλλά η ίδια η μοίρα, «ένα είδος δακτυλικό αποτύπωμα». Στην ποίηση του Σεφέρη τα πολυσήμαντα σύμβολα της θάλασσας στρέφονται κυρίως προς την οικουμενική θέαση της ιστορικής μοίρας του ελληνικού κόσμου. Με αναφορές στο πέλαγο «τόσο πικρό για την ψυχή σου», κάποτε ο ποιητής στοχάζεται τις πίκρες από εθνικές ήττες και απώλειες, και η μορφή της Γοργόνας που επιμένει να ρωτά για τον Μεγαλέξανδρο διαπερνά τους στίχους του και γίνεται το τυπογραφικό του σήμα. Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε και μια όμορφη συνειρμική αλυσίδα του Ελύτη: «Πρέπει να ξέρεις ν’ αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξανδρο και όλα τα πάθη του Ελληνισμού».


Το θέμα της θάλασσας διαμορφώνεται σαν μοιροφόρο της ελληνικής ιστορίας, σύμβολο της τραγικής δοκιμασίας αλλά και της προσδοκίας του Ελληνισμού, των ηθικών του αρχών («Θέληση του Ελληνα να είναι δίκαιος, να είναι ελεύθερος, να φυλά τη γλώσσα του. Λίγα νησάκια σώζονται από αυτή τη θέληση· αλλά το μικρό αυτό αρχιπέλαγος είναι ό,τι αξίζει στον τόπο μας». Το μοτίβο αυτό, αν και περιορισμένο σε έκταση, έχει στο έργο του Σεφέρη μια ιδιαίτερη βαρύτητα και βρίσκεται σε άμεση ανταπόκριση με ένα δικό του «πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση»


Η θάλασσα από την σκοπιά κι άλλων ποιητών


Αν από την ποίηση του Νίκου Καββαδία σχηματίζουμε μια εικόνα της ζωής των ναυτικών με άμεσες αναφορές στην ποίηση του Αντωνίου, η εικόνα μιας «κατάστασης καραβιού» περνάει στο βάθος και γίνεται φόντο, ενώ έρχονται σε πρώτο επίπεδο, οι παρενέργειες της, ο μουσικός της απόηχος.


Μαραμπού

Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.
Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.
Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.

Νίκος Καββαδίας


«Με ανοιξιάτικη

σε είδα βροχή να περνάς
και τα χρώματα
του κόσμου χορεύοντας
μαζί μου σε πήρανε…»

Είναι το υπ. αριθμ. 5 από τα Τάνκα του Δημήτρη Αντωνίου

«Πέφτει πριν δέσει
τ’ ολάνοιχτο λουλούδι
σαν πεφτάστερο
μια μέρα μεσημέρι
στ’ αδιάφορο χέρι σου.»

Είναι το υπ. αριθμ. 6 από τα Τάνκα του Δημήτρη Αντωνίου.
Βιβλιογραφία
1. Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ,Αλέξανδρος Αργυρίου
2. Σύλλογος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
3. Σόνια Ιλίνσκαγια-Αλεξανδροπούλου,καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων- από τη δημοσίευσή άρθρου της στο βήμα


Ο ΛΈΩΝ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Η Ποίηση αντλεί εικόνες από το καλοκαίρι και τη θάλασσα. Διαβάζουμε τις σκέψεις του ποιητή Χάρη Βλαβιανού για το θέμα, όπως κατατίθενται σε παλιότερο άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία»: «Όταν σκεφτόμαστε τη «θάλασσα» στην ελληνική ποίηση, το μυαλό των περισσοτέρων αυτομάτως ανακαλεί τον Ελύτη και το περίφημο Αιγαίο του, που τόσο αγάπησε και ύμνησε με τους φωτεινούς αλλά ταυτόχρονα αινιγματικούς του στίχους.

Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές στρέφεται στην πλέον επίπεδη, προβλέψιμη και φολκλορική εκδοχή του, που θυμίζει εκείνες τις κακόγουστες αφίσες του ΕΟΤ της δεκαετίας του 70′, οι οποίες κοσμούσαν τους τοίχους και τις βιτρίνες ταξιδιωτικών γραφείων και δημοσίων υπηρεσιών. Οπως, βέβαια, σωστά έχει παρατηρήσει ο Αρανίτσης, δεν πρέπει να ξεγελιέται κανείς από την επιδερμική πρόσληψη του έργου του Ελύτη ως φυσιολατρικού ή τουριστικού χρονικού.

Στην πραγματικότητα ο Ελύτης «ήταν ένας “μυστικός” ποιητής, δημιουργός ενός περίπλοκου κοσμοειδώλου, του οποίου οι ρίζες ανιχνεύονται κυρίως στον νεοπλατωνισμό αλλά και σε διάφοραμεταφυσικά δόγματα της Ανατολής. Με στοιχεία των συστημάτων αυτών συνέθεσε ένα σύμπαν μαγικών αντιστοιχιών, αναλογιών, μεταφορών, συσχετίσεων κάθε λογής, στο κέντρο του οποίου σκηνοθέτησε μια νέου τύπου συνάντηση του υποκειμένου με τον ελληνικό φυσικό κόσμο.

Η πρωτοφανούς ομορφιάς αυτή συνάντηση ήταν, ωστόσο, και παραμένει, ένα παράδοξο τόλμημα». Πρόκειται, καταλήγει ο Αρανίτσης, «για έναν τύπο λυρικής κρυπτογραφίας -όχι άμεσα προσιτό βεβαίως στον αμύητο αναγνώστη, που επιμένει μέχρι σήμερα να ταυτίζει τη σημαίνουσα εικονοποιία του Ελύτη με τρεχαντήρια, όστρακα και γοργόνες» (Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηρίξει κανείς ως αντίλογο ότι σ’ αυτή την πρόσληψη του έργου του συνέβαλε και ο ίδιος ο Ελύτης, αφού τα σχετικά κολάζ, για παράδειγμα, τα οποία φιλοτέχνησε και κατ’ επανάληψη εξέθεσε, επιμένουν σε μία μάλλον μονοδιάστατη, κοινότοπη και προβλέψιμη ανάγνωση του Αιγαίου).

Η κουλτούρα, όπως καλά γνωρίζουμε, είναι το θέατρο αντιμαχόμενων πολιτικών και ιδεολογικών τάσεων -ένα πεδίο μάχης όπου συχνά συντελούνται οι πιο ακραίες, αλλά και οι πιο κοινές αντιπαραθέσεις. Δεν είναι τόπος Απολλώνιας ευγένειας ή διονυσιακής έκστασης -κάθε άλλο. Το ίδιο ισχύει και για τους τόπους που διαλέγουν οι ποιητές για να εγκαταστήσουν το ποιητικό τους σύμπαν: ακόμη κι όταν είναι κοινοί, μπορεί να διαφέρουν απόλυτα ως προς το περιεχόμενο, μπορεί να φορτίζονται με ολότελα διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες σημασίες.


Επιστρέφοντας στο προσφιλές μας Αιγαίο βλέπουμε ότι για τον Ελύτη δεν είναι μόνο ένα σταθερό σημείο αναφοράς στην ποίησή του αλλά και ένας αγνός τόπος, μια Κιβωτός όπου η Ρωμιοσύνη εναπόθεσε τους θησαυρούς της ώστε να επιζήσουν αιώνια.


Για μένα, ωστόσο, (φαντάζομαι και για άλλους) που δεν ψάχνω να εντοπίσω το χαμένο κέντρο των πραγμάτων, ούτε τη σταθερή, αναλλοίωτη ουσία τους, γιατί απλούστατα μια τέτοια ουσία δεν υφίσταται, η θάλασσα αυτή είναι ένα «πέρασμα», ένα «σύνορο», ένα «γλωσσικό όριο», που ο κάθε ποιητής καλείται να διασχίσει· όχι μόνο το σύνορο ανάμεσα στην εμπειρία και τη γλώσσα που ο ίδιος μιλάει, αλλά κυρίως αυτό που τον χωρίζει από άλλες γλώσσες, παραδόσεις και ποιητικές συμβάσεις· σύνορο, που, κατά μία έννοια, πρέπει να διασχίσει αν θέλει να κατανοήσει και ν’ ανταποκριθεί στη νέα συνθήκη που μας καθορίζει-πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, αλλά και ηθική.


΄Οσο για την Ιστορία, γι’ αυτήν το Αιγαίο μπορεί να αποτελεί ένα σύμπλεγμα νησιών που επί αιώνες βίωσε την ειρηνική συνύπαρξη καθολικών και ορθόδοξων, εβραίων και μουσουλμάνων ακόμη, αλλά ταυτόχρονα, και ένα πεδίο πολέμου. Μια θάλασσα όπου καράβια με διάφορες σημαίες μάχονται λυσσαλέα για επικράτηση. Εν ολίγοις, ένα πέλαγος σπαραγμού και όχι μόνο άσπιλης ομορφιάς.


Είναι ζήτημα θέασης, λοιπόν, που σχετίζεται με τους στοχαστικούς προσανατολισμούς και αναζητήσεις (αλλά και ιδεοληψίες) του συγγραφέα αλλά και με τις συναισθηματικές και ψυχικές του ανάγκες ή τραύματα.


Ο Θεοτοκάς είχε κάποτε γράψει ότι προτιμά να παρατηρεί ένα τρεχαντήρι που αρμενίζει ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο, παρά τις ζυμώσεις και τις εξελίξεις στα νέα κινήματα που είχαν μόλις ξεσπάσει στο Παρίσι -εννοούσε, προφανώς, τον ντανταϊσμό και τον υπερρεαλισμό.


Είναι γνωστό ότι σε μας η αναζήτηση της ταυτότητας πήρε κατά καιρούς, στρεβλές μορφές. Σήμαινε, με δυο λόγια, τη δοξολόγηση κάθε πράγματος που ήταν «αμιγώς ελληνικό» και ταυτόχρονα την απόρριψη και κατακεραύνωση κάθε «δυτικού», τουτέστιν «ξένου» (Αυτό που ο Ελύτης αποκαλούσε απαξιωτικά «πίσσα της Ευρώπης… δηλαδή τους Καρτέσιους και τους Καλβίνους, τους Καντ και τους Μαρξ»). Σήμαινε την περιχαράκωση σε έναν κόσμο κλειστό, τον βαυκαλισμό ότι έτσι περιφρουρείται η όποια ελληνική «ιδιαιτερότητα».


Ενώ η ιδιαιτερότητα δοκιμάζεται, κρίνεται και ελέγχεται ως προς την αντοχή και την ουσία της μόνο όταν συνδιαλέγεται γόνιμα με την ετερότητα.


Η θάλασσα του Αιγαίου (και, επομένως, τα ποιήματα που πλατσουρίζουν σ’ αυτό) αποκτά το όποιο νόημά της μόνο σε σχέση με άλλες θάλασσες, γαλήνιες ή φουρτουνιασμένες, απόμακρες ή κοντινές. Ενας πολιτισμός, και κατ’ επέκταση μια λογοτεχνία, δικαιώνει την ουσία της όταν δεν ταυτίζεται με τον εαυτό της. Το πνεύμα είναι όντως «ελεύθερο» (για να επιστρέψω στον Θεοτοκά) όταν έχει το σθένος να αντιπαρατεθεί με το ανοίκειο, όχι να πιπιλάει την καραμέλα της «γνησιότητας» και της «υπεροχής».






Κλείνοντας, παραθέτω ως παράδειγμα ποιήματος που ανοίγεται σ’ αυτήν την ετερότητα, διεκδικώντας για την ποίηση έναν τόπο οικουμενικό (έχοντας απεμπολήσει, δηλαδή, κάθε αίτημα «ιδιοκτησίας» και «κυριότητάς» του), ένα απόσπασμα ποιήματος του Γουάλας Στίβενς, από τα πλέον γνωστά, που τιτλοφορείται «Η ιδέα της τάξης στο Κη Γουέστ», μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά:

«Τραγουδούσε πέρα απ’ την ευφυΐα της θάλασσας./ Το νερό ποτέ δεν έπαιρνε σχήμα στο μυαλό ή τη φωνή./ Σαν ένα ολότελα σωμάτινο σώμα, που ανεμίζει/ τα άδεια του μανίκια· κι ωστόσο η μιμική του κίνηση/ αποτελούσε επίμονη κραυγή, προκαλούσε επίμονα μια κραυγή/ που δεν ήταν δική μας, αν και την εννοούσαμε./ Κραυγή εξωανθρώπινη, του αληθινού ωκεανού.// Η θάλασσα δεν ήταν μάσκα./ Ούτε κι εκείνη./ Το νερό και το τραγούδι δεν ήταν σύμφυρμα ήχων/ ακόμη κι αν ό, τι τραγουδούσε ήταν ό, τι άκουγε/ μια και ό, τι τραγουδούσε αρθρωνόταν λέξη τη λέξη./ Ισως γιατί σε όλες της τις φράσεις αναδευόταν/ το λίκνισμα του νερού και το αγκομαχητό του ανέμου./ Ομως ακούγαμε εκείνην, όχι τη θάλασσα.// Γιατί εκείνη ήταν η δημιουργός του τραγουδιού που τραγουδούσε./ Η θάλασσα, πάντα μαντιλοδεμένη, στο φέρσιμό της τραγική/ ήταν μονάχα ένας τόπος που πλάι του βάδισε για να τραγουδήσει».









Για να παραφράσω τίτλο βιβλίου του Αρανίτση και να τον συνδέσω με σχετική ποιητική του σύνθεση, «σε ποιον ανήκει, λοιπόν, η θάλασσα»;»