Ο Γιώργος Σεφέρης διαβάζει : Τελευταίος
Σταθμός
Τελευταίος Σταθμός
ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και στην Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'. Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (Από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ' αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.
| Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν. | ||
5 | πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις. | ||
| Τώρα που κάθομαι άνεργος1 και λογαριάζω | ||
10 | σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων | ||
| βαριά μια νάρκη. | ||
| Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα3 | ||
15 | στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος | ||
|
| Σαλέρνο | |
| πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη | ||
20 | μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι | ||
| ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν | ||
|
| ||
| Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.5 | ||
|
| ||
| Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος | ||
25 | ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς | ||
| δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο | ||
30 | μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει. | ||
| Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, | ||
|
| ||
| το κρατίδιο | ||
35 | και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια | ||
| κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες* | ||
|
| ||
| ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, | ||
40 | καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του. | ||
| Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα | ||
45 | ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων. | ||
| Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους· | ||
50 | και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα, | ||
| στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους. | ||
55 | προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι· | ||
| σαν έρθει ο θέρος | ||
|
| ρεύουν. | |
| Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες, | ||
60 | σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις; | ||
65 | Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου | ||
|
| τη σκέψη | |
| του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια* | ||
70 | να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων* | ||
| ν' ακούει τα τουμπελέκια* κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού, | ||
|
| το πεύκο, και τον βλέπεις | |
| είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, | ||
|
| νύχτες και νύχτες | |
75 | είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί- | ||
|
| χνουν οι στατιστικές, | |
| ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν | ||
80 | ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας | ||
| λεύγες και λεύγες· | ||
85 | δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή | ||
| γιατί είναι αμίλητη και προχωράει· | ||
|
| ||
| Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης | ||
90 | που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο | ||
| ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη | ||
95 | |||
|
| ||
96 | Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν. | ||
|
| ||
|
| Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρί ου '44 |
1. Τώρα που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη: «εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).
2. στη χάση: εννοεί του φεγγαριού.
3. σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).
4. μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής την περιμένουν (οι επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα επανέρχεται στους στ. 45 και 51.
5. Σιωπές αγαπημένες της Σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ.: του ποιητή).
6. Εννοεί από την Ελλάδα.
7. Αραπιά... Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει σ' αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.
8. Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της Ελλάδας (βλ. και στ. 73).
γκαμούζα: βουβάλι.
9. θάλασσες του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.
κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.
10. δόλο κι απάτη: όπως στο Μακρυγιάννη, Β', σελ. 258 «και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).
πραμάτεια: εμπόρευμα.
αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.
τουμπελέκι: είδος τυμπάνου.
μνησιπήμων: αυτός που σου θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση των δυστυχιών.
11. μνησιπήμων πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων, στ. 179: «στάζει δ' ἀνθ' ὕπνου πρὸ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).
12. οι ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Το ποίημα είναι χωρισμένο σε ποιητικές ενότητες. Αφού τις μελετήσετε χωριστά, να βρείτε:
α) Ποιο είναι το θέμα της πρώτης ενότητας και πώς συνδέεται με το υπόλοιπο ποίημα. Ποιες νομίζετε ότι είναι οι δυσκολίες για τις οποίες μιλάει ο ποιητής;
β) Ποια είναι τα επιμέρους θέματα στις υπόλοιπες ενότητες. - Το ποίημα έχει άμεση συνάφεια με την εποχή που γράφτηκε, όπως δηλώνει ο ποιητής με τη σημείωση στο τέλος (βλ. και εισαγωγικό σημείωμα). Να βρείτε τους στίχους που μιλούν:
α) Για τους Έλληνες που επιστρέφουν από τη Μ. Ανατολή.
β) Για την Ελλάδα και τη μοίρα της.
γ) Για τον άνθρωπο γενικά.
δ) Για τους ήρωες.
Πώς εκφράζεται ο ποιητής για το καθένα από τα παραπάνω; Ποια αισθήματα συνοδεύουν τις σκέψεις του και ποια νομίζετε ότι είναι η αιτία αυτών των αισθημάτων; - Το ποίημα αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο στίχο. Αλλά ενώ στον πρώτο στίχο το ρήμα είναι σε χρόνο παρελθοντικό στον τελευταίο είναι σε χρόνο παροντικό. Πώς δικαιολογείτε αυτή την αλλαγή του χρόνου; Και ποιο είναι το μορφολογικό αποτέλεσμα αυτής της επανάληψης;
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ' ἀρέσαν. / Τ'
ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις / ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης
μέρας / καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες, / πιὸ καθαρά μπορεῖς νὰ τὸ
διαβάσεις. /Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω / λίγα φεγγάρια ἀπὸμειναν
στὴ μνήμη∙ /νησιά, χρῶμα θλιμμένης Παναγίας, ἀργά στὴ χάση / ἤ φεγγαρόφωτα σὲ
πολιτεῖες τοῦ βοριᾶ ρίχνοντας κάποτε / σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμούς καὶ μέλη
ἀνθρώπων / βαριά μιὰ νάρκη.
Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα /
ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χαράξει / σὰν ἕνα χρέος παλιό,
μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια / στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος / ἦρθε ἡ
στιγμή τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται / νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι∙ / σὲ
τοῦτο τὸ τυρρηνικό χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ θάλασσα τοῦ Σαλέρνο / πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια
τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη / μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι /ξεπέρασε τὰ
σύν- νεφα, καὶ γίναν / τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο. /
Σιωπές ἀγαπημένες τῆς σελήνης…
Εἶναι κι αὐτός ἕνας εἱρμός τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος /
ν' ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς / δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ
βαστᾶς, σὲ φίλο / ποὺ ξέφυγε κρυφά καὶ φέρνει / μαντὰτα ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ
τοὺς συντρόφους, / καὶ βιάζεσαι ν' ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου / μὴ σὲ προλάβει ἡ
ξενιτιά καὶ τὸν ἀλλάξει. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη
τὴ Συρία∙ / τὸ κρατίδιο / τῆς Κομμαγηνῆς πού 'σβησε σὰν τὸ μικρό λυχνάρι /
πολλές φορές γυρίζει στὸ μυαλό μας, / καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες
χρόνια / κι ἔπειτα ἀπὸμειναν τὸπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες / χωράφια γιὰ
ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ' τὶς
θάλασσες τοῦ Πρωτέα, / ψυχές μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες, / καθένας κι
ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλί μές στὸ κλουβί του. / Τὸ βροχερό φθινόπωρο σ' αὐτή τὴ
γούβα / κακοφορμίζει τὴν πληγή τοῦ καθενός μας / ἤ αὐτὸ ποὺ θα ΄λεγες ἀλλιῶς
νέμεση μοῖρα /
ἤ μοναχά κακές συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη, / ἤ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ
αἷμα τῶν ἄλλων. / Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους∙ / ὁ ἄνθρωπος
εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο∙ / χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἑνα ἄσπρο
στῆθος / μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας / καὶ πόδια ποὺ θά
τρέχανε – κι ἄς εἶναι τὸσο κουρασμένα – / στὸ παραμικρό σφύριγμα τοῦ κέρδους. /
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο, / ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο -
ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἁπλώνουν∙ / σὰν ἔρθει ὁ θέρος / προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ
δρεπάνια στ' ἄλλο χωράφι∙ /σὰν ἔρθει ὁ θέρος / ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νά ξορκίσουν
τὸ δαιμονικὸ / ἄλλοι μπερδεύονται μὲς στ' ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητορεύουν. / Ἀλλά
τὰ ξόρκια τ' ἀγαθά τὶς ρητορεῖες, / σάν εἶναι οἱ ζωντανοί μακριά τί θὰ τὰ
κάνεις; / Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα; / Μήν εἰναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ
ζωή; / Καιρός τοῦ σπείρειν, καιρός τοῦ θερίζειν!..
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε. / Ὅμως τὴ
σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμαλώτου τὴ σκέψη / τοῦ ἀνθρώπου σὰν
κατὰντησε κι αὐτὸς πραμάτεια / δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δέν μπορεῖς. / Ἴσως
καὶ νά 'θελε νὰ μείνει βασιλιᾶς ἀνθρωποφάγων / ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανείς
δὲν ἀγοράζει, / νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων / ν' ἀκούει τὰ
τουμπελέκια κάτω ἀπ' τὸ δὲντρο τοῦ μπαμποὺ, / καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί μὲ
τερατώδεις προσωπίδες. / Ὅμως ὁ τὸπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν τὸ
πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις / εἴτε στὸ σκοτεινό βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες καὶ νύχτες / εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θά βουλιάξει καθὼς τὸ δείχνουν
οἱ στατιστικές, / ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν / ἐτοῦτα
φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες μὲ τὰ δὲντρα ἐκεῖνα / ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς
στὰ παρθένα δάση / κι αὐτά καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν∙ / ρίχνουν
κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελῶντας / λεῦγες καὶ λεῦγες∙ / ἕνα παρθένο
δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας. / Κι ἄ σοῦ μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
/ εἶναι γιατὶ τ' ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη / δέν κουβεντιάζεται γιατί εἰναι
ζωντανή / γιατί εἰναι ἀμίλητη καὶ προχωράει∙ / στὰζει τὴ μέρα, στὰζει στὸν ὕπνο
/μνησιπήμων πόνος.
Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης /
ποὺ ἔφυγε μ' ἀνοιχτές πληγές ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο / ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν,
τὴ νύχτα ἐκείνη / ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μές στὴ συσκοτισμένη πολιτεία, /
οὔρλιαζε ψηλαφῶντας τὸν πόνο μας∙ «Στὰ σκοτεινά / πηγαίνουμε,
στὰ σκοτεινά προχωροῦμε…» / Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ’ ἀρέσουν.
Casa dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ‘44
Πηγή: http://poetry-in-greece.blogspot.gr/1997/05/1900-1971_7152.html
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης («Ο Τελευταίος Σταθμός»)
https://blogs.sch.gr/pantsal/archives/187
Δε συμπαθούσε ο ποιητής τις νύχτες με φεγγάρι. Και δεν είναι μόνο η αντιπάθειά του στο γλυκανάλατο ρομαντισμό που οικειοποιήθηκε ανεπανόρθωτα τις φεγγαρόλουστες
νύχτες αλλά περισσότερο, νομίζω, η αίσθηση του απατηλού και του φευγαλέου που αφήνει το φεγγάρι. Αυτό που γνώριζαν ήδη οι αρχαίοι: Σελήνη – Σελάνα – Ελένη αλλά και η Κίρκη και η Εκάτη ως σεληνιακές θεότητες. Το ίδιο και στην αφήγηση του Αινεία: Et iam Argiva phalanx instructis navibus ibat/a Tenedo tacitae per amica silentia lunae/litora nota petens… Μέσα στις «αγαπημένες σιωπές της σελήνης» τα καράβια των Αχαιών γλυστρούν από την Τένεδο προς τα γνώριμα ακρογιαλια της Τροίας και δίνουν το σύνθημα να ανοίξει ο Δούρειος Ίππος για την άλωση της Τροίας.
Και δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί πως το σύνθημα περιμένουν και οι πολιτικάντηδες του «ζωολογικού κήπου του Καΐρου» (όπως ονόμασε την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής ο ίδιος ο ποιητής σε άλλο του ποίημα). Το σύνθημα να εξαργυρώσουν την ευπείθειά τους στα αφεντικά του Λονδίνου (...μονέδα που έμεινε για χρόνια/ στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος/ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται/νομίσματα να πέφτουν στο τραπέζι) , να καρπωθούν το αίμα των άλλων. Το αίμα των άλλων σε Ελλάδα και Μέση Ανατολή.
Είναι λοιπόν ένα βαρύθυμο ποίημα καθώς συμπυκνώνει όλη την απογοήτευση, την κούραση του ποιητή από τις αθλιότητες που έζησε τρία χρόνια στο γραφείο τύπου της κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι βέβαια το μόνο ποίημα σχετικό με την εμπειρία του ποιητή στο ακρογιάλι του Πρωτέα και στη Ν.Αφρική. Σειρά ποιημάτων στην ίδια συλλογή (Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄) καταγράφουν, περισσότερο υπαινικτικά όμως, τα ίδια βιώματα. Ξεχωρίζουν το «Kerk Str.Oost, Pretoria, Transvaal» (η φοβερή εικόνα με τον Τσουδερό ως ονοκρόταλο πελεκάνο στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου), το «Μέρες τ’ Απρίλη ’43», και το «Θεατρίνοι Μ.Α».
Όμως, ενώ τα προηγούμενα ποιήματα εγγράφονται στο κύριο – δημοσιευμένο – σώμα της ποίησης του Γ.Σεφέρη και περιορίζουν στο ελάχιστο τις σατιρικές τους αιχμές αξιοποιώντας με λυρικό ή δραματικό τρόπο τα βιωμάτα του ποιητή, η σατιρική και οργισμένη πλευρά εξορίστηκε στο, ανέκδοτο ως το 1976, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄. Τα ποιήματα της περιόδου 1943-1944 συγκεντρώνουν την αηδία, τον αποτροπιασμό και την ασυγκράτητη οργή του ποιητή τα τα έργα και τις ημέρες της ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή.
Τα σημαντικότερα είναι «Το άλλοθι ή ελεύθεροι Έλληνες ’43«, «Αντάρτες στη Μ.Α» [προτείνω να διαβαστεί παράλληλα με το «Θεατρίνοι Μ.Α» που γράφεται ένα μήνα πριν, Αύγουστο του 1943], «Χορικό από τον Μαθιό Πασχάλη Δεσμώτη» και την ιδιαίτερα βίαια σάτιρα στο «Το απομεσήμερο ενός φαύλου», το σατιρικό alter ego του «Τελευταίου Σταθμού» που γράφεται δύο μέρες μετά, 7 Οκτωβρίου 1944.
Ήδη έθιξα το πρώτο και οφθαλμοφανές επίπεδο «δυσκολίας» του ποιήματος- ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος στη νεώτερη ποίηση. Αναφέρομαι φυσικά στη γνώση των πολύπλοκων ιστορικών συμφραζομένων του ποιήματος. Ωστόσο και πριν φτάσει κανείς στο ίδιο το ποίημα έχει να ξεπεράσει, σε δεύτερο επίπεδο δυσκολίας, την πολύτροπη και πολυποίκιλη διακειμενικότητα του ποιήματος. Με αναφορές από τον Αισχύλο και την Παλαιά Διαθήκη έως τον Βιργίλιο και από τον Καβάφη έως τον Μακρυγιάννη, το ποίημα επαληθεύει τον τίτλο του poeta doctus που αποδόθηκε από την κριτική στον Σεφέρη. Και να μην ξεχάσουμε εδώ και τα ημερολόγια του ποιητή του προσφέρουν πολύτιμο υλικό στην κατανόηση της σύνθεσης του έργου. Ένα τέτοιο λοιπόν ποίημα, «το πιο σεφερικό ίσως από τα ποιήματα του Σεφέρη» κατά τον Τίμο Μαλάνο, απαιτεί τη συγκέντρωση αρκετού υλικού πριν ξεκινήσει κανείς να το προσεγγίσει. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο μέσος φιλόλογος – υποζύγιο της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι μελετητής του σεφερικού έργου για να γνωρίζει λ.χ από πού προκύπτει το «οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά». Ούτε και τα λυσάρια βοηθούν σε τέτοια περίπτωση. Οπότε αναγκαστικά περιορίζεται κανείς σε όσα πιάνει το μάτι και τα ερμηνευτικά σχόλια του βιβλίου του καθηγητή. Το παλιό βιβλίο δηλαδή γιατί το τωρινό δεν έχει σχεδόν τίποτα. Αλλά εδώ η τύχη αλλάζει.
Από φοιτητής είχα πετύχει μέσω μιας ..χμμ.. υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης από φίλο, τον τόμο Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση, εκδ. Εκπαιδευτηρίων Ζηρίδη, Αθήνα 1978. Εκεί περιέχεται η εισήγηση (συνέδριο ήταν) του Ξ.Α. Κοκόλη: «Ερμηνευτικά σχόλια στο ποίημα του Γ.Σεφέρη : Ο Τελευταίος Σταθμός». Περιέχει όλο το υλικό που μπορούσε να συγκεντρώσει κάποιος ερευνητής για το ποίημα ταξινομημένο ανά κατηγορία. Στα τριαντατρία χρόνια που πέρασαν στη σεφερική βιβλιογραφία προστέθηκε η έκδοση της αλληλογραφίας του ποιητή με διάφορους φίλους και οικείους αλλά δεν νομίζω οτι μπορεί να αλλάξει και πολλά πράγματα στην κατανόηση του ποιήματος. Ίσως η αλληλογραφία με τον Τίμο Μαλάνο – αλλά αυτή ήταν νομίζω γνωστή στον Κοκόλη όταν ετοίμαζε την εισήγηση.
Είναι λοιπόν αυτό ένα πολύτιμο εργαλείο για τον διδάσκοντα, που πρέπει να έχει υπ’όψη του οτι το ποίημα απαιτεί τρεις έως τέσσερις διδακτικές ώρες. Επιπλέον – εκ πείρας μιλώ, την πάτησα χρόνια πριν όταν πήγα να το πρωτοδιδάξω – απαιτεί επίσης οργάνωση των μαθητών σε ομάδες που θα αξιοποιήσουν και θα παρουσιάσουν η καθεμιά διαφορετικές ενότητες από το υλικό και αυστηρή τήρηση του διαγράμματος στο σχέδιο μαθήματος (χωρίς σχέδιο απλώς δεν διδάσκεται το ποίημα). Τέλος προσθέσα στο φάκελο του ποιήματος (εδώ) μερικές ακόμη προσεγγίσεις μάλλον δυσεύρετες, όπως αυτή του Μαρωνίτη, του M.Vitti από το Φθορά και λόγος – Εισαγωγή στην ποίηση του Γ.Σεφέρη καθώς και το πολύτιμο παλιό βιβλίο του καθηγητή.
Αναλυτικότερα:
- Ξ.Α. Κοκόλη: «Ερμηνευτικά σχόλια στο ποίημα του Γ.Σεφέρη Ο Τελευταίος Σταθμός » (συλλογικός τόμος Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση, Αθήνα, Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, 1978, σελ. 15-40)
- Δ.Ν. Μαρωνίτη: «Ο Τελευταίος Σταθμός του Σεφέρη. Δοκιμή ανάγνωσης» (περ. Φιλόλογος τ.9, 1976, σελ.78-84 – αναδημοσίευση στο τ.118, 2004, σελ. 51-56)
- Μιχαήλ Πασχάλη: «Σιωπές αγαπημένες της σελήνης». Ζητήματα διακειμενικότητας στον «Τελευταίο σταθμό» του Γιώργου Σεφέρη (περ. Κονδυλοφόρος τ.13, 2014, σελ. 111-132)
- Βιβλίο του Καθηγητή (παλιό) τόμος 2 – ποίηση – Καβάφης, Καρυωτάκης, Σεφέρης, σελ. 154-170
- Mario Vitti: Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, εκδ. Εστία, Αθήνα 1980, σελ. 160-168
- Α. Αργυρίου: «Ποίηση και πολιτική, ο επώδυνος διχασμός» , εφ. Το Βήμα, 27-02-2000.
- Ανάγνωση του ποιήματος από τον ποιητή.
Επιπλέον μια βόλτα στο latistor και στα Φιλολογικά είναι επίσης πολύ χρήσιμη για τις προσεγγίσεις που παρουσιάζονται εκεί.
http://siamantoura.blogspot.com/2010/01/blog-post_6120.html
. ΣΕΦΕΡΗΣ (1900–1971): Τελευταίος Σταθμός
–Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
1. Βιογραφικά του ποιητή
• Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900 και πέθανε στην Αθήνα το 1971.
• Το πραγματικό του όνομα είναι Γιώργος Σεφεριάδης, ενώ το Γιώργος Σεφέρης
είναι φιλολογικό-ποιητικό ψευδώνυμο.
• Ως συγγραφέας, πέραν της ποίησης, καλλιέργησε αρκετά είδη του έντεχνου λόγου:
δοκίμιο, μυθιστόρημα, ημερολόγιο (και πολιτικό ημερολόγιο),
αλληλογραφία-επιστολή, μετάφραση.
• Ως ποιητής εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα το 1931.
• Την αναγνώρισή του ασφαλώς την οφείλει στο ποιητικό του έργο.
• Σπούδασε Νομικά στο Παρίσι και τη Σορβόνη και ακολούθησε τον διπλωματικό
δρόμο (1926-1964).
• Τα πρώτα βήματα της διπλωματικής του σταδιοδρομίας θα τα κάνει στις κεντρικές
υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών.
• Πολλά χρόνια της υπηρεσιακής του θητείας θα τα περάσει σε διάφορες πόλεις του
εξωτερικού και θα υποστεί πολυκύμαντες εμπειρίες.
• Παράλληλα με την υπηρεσιακή του διαδρομή αναπτύσσει έντονη πνευματική και
ποιητική δραστηριότητα.
• Το ποιητικό του έργο δημοσιεύεται κατά τις ακόλουθες περιόδους και με τους
εξής τίτλους:
– Μάιος 1931: Στροφή.
– Οκτώβριος 1932: Η στέρνα.
– Μάρτιος 1935: Μυθιστόρημα.
– Φεβρουάριος 1936: Γυμνοπαιδία. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο ποιήματα, μη
ενταγμένα σε κάποια από τις άλλες ποιητικές του συλλογές.
– Μάρτιος 1940: Τετράδιο γυμνασμάτων.
– Απρίλιος 1940: Ημερολόγιο καταστρώματος [Α΄].
– Δεκέμβριος 1945: Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄. Πρόκειται για πρώτη τυπογραφική
έκδοση της ποιητικής συλλογής που είχε κυκλοφορήσει ιδιωτικά στην Αλεξάνδρεια
το καλοκαίρι του 1944.
– Μάρτιος 1947: Κίχλη.
– Δεκέμβριος 1955: Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄. Αρχικός τίτλος: Κύπρον, οὗ μ’
ἐθέσπισεν.
– Δεκέμβριος 1966: Τρία κρυφά ποιήματα.
– Μεταθανάτια κυκλοφόρησε το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ και ορισμένα άλλα ήσσονος
σημασίας.
• Πέραν της ποίησης, η συγγραφική δραστηριότητα του ποιητή περιλαμβάνει
Μυθιστορήματα, Δοκιμιακό έργο: τρεις τόμους με τίτλο Δοκιμές, Ημερολόγια
1925-1960,
2. Βασικά γνωρίσματα της ποίησής του
• Ο ποιητής ανήκει στη γενιά του ’30 και ευθύς με την πρώτη του ποιητική
συλλογή επιχειρεί ένα νέο προσανατολισμό στη νεοελληνική ποίηση.
• Ο νέος αυτός προσανατολισμός σχετίζεται με τον λεγόμενο ποιητικό μοντερνισμό.
• Κύριο γνώρισμα αυτού του μοντερνισμού είναι ο χαρακτήρας της ποιητικής
γραφής.
• Τα ποιήματα δηλαδή δεν γράφονται πλέον στον παραδοσιακό έμμετρο στίχο, αλλά
σε ελεύθερο.
• Συνακόλουθο αυτής της γραφής είναι να μην υπάρχει στο ποίημα μέτρο,
ομοιοκαταληξία, ισοσυλλαβία στίχων, ισόστιχες στροφές.;
• Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη όχι σπάνια εκφέρεται με αποφθεγματικές
αποστροφές, δίνοντας έτσι καθολικότερη ισχύ σε γνώμες που διαφορετικά θα
μπορούσαν να μείνουν αναξιοποίητες.
• Επίσης παρατηρείται στα ποιήματά του μια αίσθηση πολυφωνίας, ώστε να
εμπλουτίζεται η ποιητική αφήγηση, αλλά και να έχει συγκεκριμένη απεύθυνση.
• Η πολυφωνία συνήθως εκδηλώνεται ή με ορισμένα πρόσωπα που έχουν θέση σε
συγκεκριμένα ποιητικά επεισόδια ή με στίχους και φράσεις από άλλους
δημιουργούς.
• Πρόκειται κατ’ ουσία για λεκτικά ή φραστικά θραύσματα, τα οποία δεν
λειτουργούν μεμονωμένα μέσα στο ποιητικό κείμενο, αλλά ενσωματώνονται στη
νοηματική ροή του και διανοίγουν τον ορίζοντά του σε δοκιμασμένες ποιητικές ή
διανοηματικές εμπειρίες άλλων δημιουργών.
3. Ανάλυση του ποιήματος
Ι. Εισαγωγικά:
• Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το
Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
• Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και
τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
• Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
• Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί
εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο εξομολογητικός
τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα τα χρόνια του πολέμου
που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
• Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία
του πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
• Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής:
βίαιος εκπατρισμός, πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα και το
γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη κυβέρνηση, η θλίψη του
για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις
μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η
αίσθηση του γενικού παραλογισμού και της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος
πόλεμος.
• Ο ποιητής δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
• Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των μανάδων
που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από εκτελέσεις,
κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
• Παρ’ όλα αυτά στον Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της
ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις
στιγμές που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
• Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και
δραματικότητας.
• Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά θέματα
υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό ένα κεντρικό
άξονα.
• Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
• Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν
πολλές λέξεις.
• Ποιητικές ενότητες:
– Πρώτη ενότητα: στ. 1-22.
– Δεύτερη ενότητα: στ. 24-63.
– Τρίτη ενότητα: στ. 64-88.
– Τέταρτη ενότητα: στ. 89-95.
– Υπάρχουν και δύο στίχοι: 23 και 96 που έχουν δική τους νοηματική αυτονομία.
• Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά
πρόσωπα.
• Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
• Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα λόγια:
άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
• Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο
απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του σκέψης και
του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του: (εσωτερικός)
διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
• Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο ποιητικός
λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.
• Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που
ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.
• Στ. 6 και 44: φωνή-΄εκφραση του Μακρυγιάνη.
• Στ. 23: Βιργίλιος.
• Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμένων (στ. 179-180).
• Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον
Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.
• Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο, την
ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει κλιμακούμενες
δραματικές εντάσεις.
• Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
• Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή
καταστάσεις.
• Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο
συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
• Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.
ΙΙ. Ερμηνεία:
• Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της
επικείμενης επιστροφής.
• Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται εξομολογητικός
σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία με τον εαυτό του.
• Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει στο τέλος της και του
δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά με εμπειρίες και εκτιμήσεις
του.
• Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.
• Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής,
είναι φεγγαρόλουστη.
• Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει να
ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών πολιτικών.
• Φεγγάρι και αλφαβητάρι: ο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του
αυτές τις δύο έννοιες.
• Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία και
στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής ικανοποίησης
και ψυχικής ευφορίας.
• Και αυτά συγκριτικά με τις τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να
επιφέρουν οι πολιτικοί και οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την
ιδιοτέλειά τους.
• Η δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν
απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα
συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.
• Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.
• Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική όψη των
πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας πραγματικότητας.
• Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να τον εξαπατά; Αυτό μάλλον
αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες
οι νύχτες με φεγγάρι που του αρέσουν.
• Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις
θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν αισθηματολογικές στιγμές.
• Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να
λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην Ελλάδα ως
σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους βλέμμα κρύβεται ο
σκοταδιστικός τους ρόλος.
• Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν
οι πολλοί.
• Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.
• Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει τον
νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και υπολογισμούς
• Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να
λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.
• Το ίδιο και η λέξη φεγγάρια: υποδηλώνει περιόδους ζωής που ξαναζωντανεύουν
μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και ρεμβασμό (στ. 8) είτε από
χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).
• Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής
ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.
• Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική ή την
αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του ανθρώπου.
• Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του χρέους που οφείλει ο
ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια αναγκαστικής εξορίας.
• Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η
επιστροφή λογίζεται ως είδος συναλλαγής προς ίδιον όφελος.
• Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.
• Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς που
υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να τις
ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.
• Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους που
δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.
• Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας
το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.
• Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική
διάθεση:
• Παρεμβάλλεται η σιωπή, η οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει
περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο
συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.
• Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή
με τον εαυτό του.
• Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε
κρυφά από την Ελλάδα.
• Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που προηγήθηκε.
Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να συμβεί, προκειμένου να
μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.
• Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας έμπιστος, μέσα
στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που υποτίθεται αποτελούσαν
την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα είδε και έζησε.
• Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται
από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον
εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων
συναλλαγών.
• Ο ποιητής δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν στην
ξενιτιά και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να
πράξουν στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους
επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
• Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
• Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να ταξινομήσει
τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση αυτές να απαντήσει σε
εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά εγείρονται μέσα του κατά την
εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό
σώμα.
• Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος
διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
• Στ. 31-48: στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης απαντά,
αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει μαζί με την
εξόριστη κυβέρνηση.
• Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και
ανεστιότητας με κοινό παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
• Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική
εξάπλωση του Ελληνισμού σε αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
• Συγχρόνως, όπως αφήνει να διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται
σύγκορμα από το φόβο μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων
παραγόντων οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το
ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής.
• Αλλά ποια είναι η αληθινή ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που
περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
• Στ. 39-42: οι εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα
δημόσια πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους αγωνιζόμενους
στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και
διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
• Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα,
αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να εμπνέονται
από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
• Ο ίδιος ο ποιητής γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava:
« … διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ• είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε
τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
• Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους
συντρόφους «πληγή, σαν τις αράπικες μύγες».
• Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
• Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες, μπορεί
να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους χαρακτηρισμούς του γι’
αυτούς.
• Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια
περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα,
με παραδειγματική παραστατικότητα.
• Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ. 48-49), για απληστία (53),
έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία
(50-51), για καθετί που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.
• Για τον στίχο 45 χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και
Λόγος• εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον
κυνηγά η σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν
αδίστακτα να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που
άλλοι έχυσαν για την πατρίδα».
• Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις
περιστάσεις και με τους πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47,
52-53).
• Στους στ. 54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η
εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή
ειρωνεία.
• Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή, ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη
από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του.
• Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του πανικού που παρατηρείται συνήθως,
όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.
• Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε,
μπερδεύονται, ρητορεύουν:
• Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις
(=για να ξορκίσουν).
• Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται στον
κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και σιγουριά.
Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
• Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε ρητορικές–ιδεοληπτικές
εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις οποίες προβάλλει ως περισσή
αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για την ικανότητα και το ταλέντο της.
• Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των
ανθρώπων (στ. 60);
• Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής οδηγείται
σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική κατάληξη της
έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους προηγούμενους στίχους.
• Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο
άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού
όντος, αλλά η μόνη του δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του
είδους;
• Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης ουσίας,
της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια είναι όχι μόνο
περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα επιτάσσουν.
• Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
• Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις, από
κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς συμπεριφορές,
προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
• Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις
δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.
• Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια
ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους ανθρώπους:
• τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα στη δίνη του πολέμου
οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των επιτήδειων τους μεταποίησαν σε
εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο αγοροπωλησίας.
• Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί απέναντι στους ανθρώπους της
κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας, της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που
μας παρουσίασε στην προηγούμενη ενότητα.
• Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης
πατρίδας:
• ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υπήκοοί τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να
την καίνε σαν το πεύκο.
• Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική: επιτείνει
τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και ακέραιου ανθρώπου.
• Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν στην πράξη τα παραπάνω λόγια του
ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά
με τα Δεκεμβριανά και αργότερα με τον Εμφύλιο.
• Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ.
82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
• Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με
παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
• Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και
περισσότερο στοχαστικός.
• Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
• εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας
καλοπροαίρετης συνομιλίας.
• προχωρεί ασταμάτητα: απλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής• νέα
έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
• Το αποκορύφωμα αυτής της δηλητηριασμένης ατμόσφαιρας είναι ο καημός της
συμφοράς (στ. 87-88).
• Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ
αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.
• Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να
αναφέρεται σε ήρωες:
• Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης ποιητικής
ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την άλλη πλευρά των
αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της φθαρμένης ή διεφθαρμένης
δημόσιας ζωής.
• Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
• Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική
κατάσταση.
• Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να
κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.
• Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και δεν
αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αδυνατούν συνήθως
να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της οδύνης, της φρίκης και του
παραλογισμού.
• Στον τελευταίο στίχο, ο οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο
ενεστώτα: στ. 1: μ’ αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν, ο ποιητής εκφράζει μια
συγκρατημένη αισιοδοξία.
• Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις φοβερές εμπειρίες του
πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην πολεμική δίνη καταλήγει σε
«άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».
• Ο Μ. Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα
μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες
νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες από αυτές
που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής».
Oι σημειώσεις προέρχονται από διδακτικές επισημάνσεις του Δημητρίου
Τζωρτζόπουλου
Δρ. Φιλοσοφίας, Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων και στάλθηκαν στους νομούς
Βοιωτίας, Ευρυτανίας & Φθιώτιδας.
Πηγή: www.sunfiles.org
Γιώργος
Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός»
Όταν
τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση
κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την
ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και την Πραιτόρια της Ν.
Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των
συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά
του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό
Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και
τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την
Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα
πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες
αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής
«Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος
Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου
1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και
είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί
(από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει,
αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.
Λίγες
οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’
αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως
το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και
βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο
καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα
που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα
φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη∙
νησιά,
χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή
φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε
ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά
μια νάρκη.
Κι
όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου
προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν
ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην
κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε
η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα
να πέφτουν πάνω στο τραπέζι∙
σε
τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω
από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας
φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε
τα σύννεφα, και γίναν
τα
σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι
κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’
αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα,
σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που
ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα
από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και
βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη
σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε
απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
τη Συρία∙
το
κρατίδιο
της
Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές
φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και
πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι
έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια
για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε
απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές
μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας
κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το
βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει
την πληγή του καθενός μας
ή
αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή
μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή
ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα
τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙
ο
άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια
και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια
που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και
πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο
παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο
άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος
σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙
σαν
έρθει ο θέρος
προτιμούν
να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙
σαν
έρθει ο θέρος
άλλοι
φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι
μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά
τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν
είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως
ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην
είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός
του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι
τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως
τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του
ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε
να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως
και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας
δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να
σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’
ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς
χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως
ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε
στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε
στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα
ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα
φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που
ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι
αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν∙
ρίχνουν
κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες
και λεύγες∙
ένα
παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι
α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι
γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν
κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί
είναι αμίλητη και προχωράει∙
Στάζει
τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων
πόνος.
Να
μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που
έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως
μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που
έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε
ψηλαφώντας τον πόνο μας∙ «Στα
σκοτεινά
πηγαίνουμε
στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι
ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες
οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44
Τώρα
που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων
του Μακρυγιάννη: «... εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).
στη
χάση: εννοεί του φεγγαριού.
σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).
μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής την περιμένουν (οι
επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον
καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα επανέρχεται στους στίχους 45 και 51.
Σιωπές
αγαπημένες της σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ. του ποιητή).
Αραπιά...
Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει
σ’ αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.
Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας με πρωτεύουσα τα
Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της Ελλάδας.
γκαμούζα: βουβάλι.
θάλασσες
του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.
κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.
δόλο
κι απάτη: όπως και στο Μακρυγιάννη, Β΄, σελ. 258
«και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν∙ όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).
πραμάτεια:
εμπόρευμα.
αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και
στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.
τουμπελέκι:
είδος τυμπάνου.
μνησιπήμων: αυτός που θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση
των δυστυχιών.
μνησιπήμων
πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων, στ. 179 «στάζει
δ’ ἐν
γ’ ὕπνωι
προ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της
συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).
οι
ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς
αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.
Ανάλυση
του ποιήματος:
Λίγες
οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’
αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως
το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και
βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο
καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Ο
ποιητής με τον εισαγωγικό στίχο του ποιήματος ομολογεί πως ελάχιστες υπήρξαν οι
νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν. Τις νύχτες αυτές μπορείς να διαβάσεις
καθαρότερα το αλφαβητάρι των αστεριών και να κατανοήσεις με μεγαλύτερη διαύγεια
την αλήθεια της ζωής. Ο απολογισμός, δηλαδή, που ακολουθεί το τέλος της ημέρας,
ο οποίος καταλήγει κάποτε σε εύκολες αυταπάτες «βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες
ελπίδες», τις νύχτες με φεγγάρι οδηγείται καθαρότερα στις δύσκολες διαπιστώσεις
και στην πραγματική διάσταση των πραγμάτων.
Η διάθεση
του ποιητή είναι να μιλήσει για σκληρές αλήθειες, τις οποίες θα προτιμούσε να
μην αποδεχτεί, αλλά του είναι δύσκολο μια τέτοια νύχτα να βγάλει λανθασμένα
συμπεράσματα. Βλέπει πολύ καθαρά το νόημα των γεγονότων που έχει βιώσει και δεν
μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει και να παραδεχτεί την αλήθεια τους, όσο πικρή
κι αν είναι για τον ίδιο και για τους υπόλοιπους Έλληνες.
Τώρα
που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα
φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη∙
νησιά,
χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή
φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε
ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά
μια νάρκη.
Όσα
έχει να πει ο ποιητής λέγονται τόσο δύσκολα, ώστε επιλέγει να επιβραδύνει τη
στιγμή της επίπονης ομολογίας τους. Συνεχίζει, επομένως, να αναφέρεται στις
νύχτες με φεγγάρι, ξεχωρίζοντας αυτές που κατάφεραν να διατηρηθούν στη μνήμη
του.
Όταν
ο ποιητής γράφει τους στίχους αυτούς βρίσκεται κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας
και περιμένει μαζί με άλλους Έλληνες διπλωμάτες την αποχώρηση των Γερμανών από
την Ελλάδα, για να επιστρέψει στην Αθήνα. Θα περάσει έτσι μερικές μέρες
αναγκαστικής αδράνειας, κατά τις οποίες θα συνθέσει το πικρό αυτό απολογιστικό
ποίημα.
Οι
νύχτες με φεγγάρι που έχουν απομείνει στη μνήμη του ποιητή ήταν είτε σ’
ελληνικά νησιά, όπου το φεγγάρι βρισκόταν στη χάση του και προσέδιδε στο τοπίο
μια γαλήνια θλίψη, όπως αυτή που διακρίνει κανείς στις εικόνες της Παναγίας,
είτε σε χώρες του βορρά όπου το γεμάτο φεγγάρι μετέδιδε με το φως του μια
κατευναστική αίσθηση νάρκης (υπνηλίας) σε όλο το ταραγμένο τοπίο και στους
ανθρώπους που ήταν γεμάτοι ένταση.
Κι
όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου
προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν
ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην
κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε
η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα
να πέφτουν πάνω στο τραπέζι∙
σε
τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω
από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας
φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε
τα σύννεφα, και γίναν
τα
σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Αν
και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν, εντούτοις η χτεσινή νύχτα
-επαναφορά στο παρόν- απέκτησε μια μαγευτική ομορφιά καθώς το φεγγάρι πέρασε
πάνω απ’ τα σύννεφα που είχαν φέρει τη φθινοπωρινή μπόρα κι έκανε με το φως του
τα σπίτια της απέναντι πλαγιάς να γυαλίζουν και να λάμπουν σαν να ήταν
φτιαγμένα από σμάλτο. Η ομορφιά της εικόνας που δημιουργεί το φεγγαρόφωτο,
βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αλήθεια των συναισθημάτων εκείνων που έχουν
μείνει για χρόνια μακριά από την πατρίδα και ανυπομονούν να επιστρέψουν τώρα
που φεύγουν οι Γερμανοί.
Ο
Σεφέρης αναφέρεται εδώ σ’ εκείνους τους καιροσκόπους πολιτικούς και διπλωμάτες
που παρέμειναν μακριά από την Ελλάδα, όσο κρατούσε ο εφιάλτης της γερμανικής
κατοχής, και τώρα είναι έτοιμοι να επιστρέψουν για να εκμεταλλευτούν τη
νεοαποκτηθείσα ελευθερία της χώρας.
Οι
Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα να φύγουν από τη χώρα μόλις έγινε προφανής η
ήττα του ελληνικού στρατού, κυρίως πολιτικοί αλλά και άλλοι πλούσιοι πολίτες,
νιώθουν πως είναι καιρός να εξαργυρώσουν τη μακρόχρονη αναμονή της επιστροφής.
Όπως ένα χρέος που έχει μείνει για καιρό ανεξόφλητο κι έχει αποκτήσει πρόσθετη
αξία, όπως ένα νόμισμα που παρέμεινε φυλαγμένο για χρόνια στο σεντούκι κάποιου
φιλάργυρου κι ήρθε η ώρα να επιστραφεί, έτσι αντικρίζουν οι Έλληνες που
βρίσκονται μακριά τα χρόνια που περίμεναν να αλλάξει η κατάσταση στη χώρα, σαν
ένα «χρέος» δηλαδή που τους οφείλεται και πρέπει να εξοφληθεί.
Τώρα
που οι Γερμανοί φεύγουν είναι ο κατάλληλος καιρός να επιστρέψουν και να
εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο τις νέες καταστάσεις προς όφελός τους, παίρνοντας
την εξουσία στα χέρια τους. Η επιθυμία για την επιστροφή τους δεν έχει να
κάνει με την αγάπη για την πατρίδα, αλλά με την προοπτική μεγάλου κέρδους, από
την εκμετάλλευση των θυσιών του ελληνικού λαού.
Σιωπές
αγαπημένες της σελήνης.
Είναι
κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’
αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα,
σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που
ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα
από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και
βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη
σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Η
γαλήνη και η ομορφιά του τοπίου που προκύπτει απ’ το φως του φεγγαριού, μοιάζει
με μια ιδανική στιγμή για τον απολογισμό όσων πέρασαν. Με τη σιωπή, την απόλυτη
ησυχία της βραδιάς, οι σκέψεις έρχονται πιο εύκολα.
Η
προσήλωση του ποιητή στο φεγγάρι υπήρξε η αφορμή για να σκεφτεί πάνω στα
δύσκολα θέματα της ελληνικής πραγματικότητας. Υπήρξε ένα πρώτο έναυσμα για να
προσεγγίσει τις επίπονες αλήθειες που με δυσκολία μπορεί κάποιος να τις
ομολογήσει, αλλά δε βαστά κιόλας να τις κρατά μέσα του. Μια ομολογία λυτρωτική
που γίνεται σ’ έναν φίλο που ξέφυγε από τη δυναστευόμενη πατρίδα και φέρνει
πολύτιμες ειδήσεις για τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Μια ομολογία που γίνεται βιαστικά,
προτού προλάβει η ξενιτιά και οι δολοπλοκίες των εκεί Ελλήνων να αλλοιώσουν την
αγνότητά του.
Σε
αντίθεση με τους Έλληνες που βιώνουν τις συντριπτικές συνθήκες της κατοχής και
δεν μπορούν παρά να παλεύουν μέρα με τη μέρα για να επιβιώσουν, οι Έλληνες που
βρίσκονται μακριά και είναι ασφαλείς από τους κατακτητές, το μόνο που
σκέφτονται είναι πώς θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και πώς θα
αξιοποιήσουν καλύτερα τον πόνο και την καταστροφή της χώρας τους.
Για
τους Έλληνες του εξωτερικού δεν υπάρχει ο φόβος της επιβίωσης, υπάρχουν μόνο οι
υπολογισμοί και οι μηχανορραφίες για την επόμενη ημέρα, για τη στιγμή της
απελευθέρωσης. Τότε που οι εξαθλιωμένοι Έλληνες θα είναι ευάλωτοι όσο ποτέ και
η χειραγώγησή τους θα είναι πιο εύκολη.
Ερχόμαστε
απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
τη Συρία∙
το
κρατίδιο
της
Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές
φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και
πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι
έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια
για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ο
ποιητής αναφέρεται στις χώρες που είχαν καταφύγει τα μέλη της κυβέρνησης, οι
διπλωμάτες και άλλοι Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα διαφυγής, απ’ την
κατακτημένη πατρίδα.
Από
αυτές τις χώρες ξεκινούν τώρα όλοι οι αυτοεξόριστοι κι ετοιμάζονται να
επιστρέψουν στη ρημαγμένη Ελλάδα. Στη σκέψη τους έρχονται συχνά περιπτώσεις
κρατών που καταστράφηκαν τελείως και κατέληξαν να χρησιμεύουν μόνο ως
βοσκοτόπια και χώροι καλλιέργειας. Η συσχέτιση αυτών των κρατών με την Ελλάδα,
λειτουργεί ως συνειρμός που εκφράζει την ανησυχία των εξόριστων είτε γιατί
-λίγοι απ’ αυτούς- διατήρησαν ακέραιο το ενδιαφέρον τους για την πατρίδα είτε
γιατί -οι περισσότεροι- φοβούνται πως δε θα μπορέσουν τελικά να ανασυστήσουν το
κράτος και θα χάσουν έτσι την ευκαιρία να αποκομίσουν τα κέρδη που πιστεύουν
ότι τους αναλογούν.
Ερχόμαστε
απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές
μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας
κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Επιστρέφουν,
λοιπόν από την έρημο κι από τη θάλασσα της Αιγύπτου (εκεί είχε εγκατασταθεί η
εξόριστη ελληνική κυβέρνηση). Επιστρέφουν με τις ψυχές τους μαραμένες από τις
αμαρτίες που σχετίζονταν με το δημόσιο ρόλο τους. Πολιτικοί που είχαν
οικειοποιηθεί χρήματα της χώρας, που είχαν υπονομεύσει ελληνικά συμφέροντα και
το κυριότερο είχαν θέσει τις προσωπικές τους επιδιώξεις πάνω απ’ το καλό του
τόπου.
Η
θέση του Σεφέρη στο διπλωματικό σώμα της χώρας του επέτρεπε να γνωρίζει από
πρώτο χέρι τις μικρότητες, τις δολοπλοκίες και την κενότητα των πολιτικών
προσώπων της χώρας. Ο ποιητής δεν κατονομάζει φυσικά συγκεκριμένα πρόσωπα,
μεταφέρει όμως τη σαφή εικόνα σήψης που κυριαρχούσε στον πολιτικό χώρο του
τόπου. Οι πολίτες εμπιστεύονταν τα συμφέροντα της πατρίδας σε ανερμάτιστους
ανθρώπους που ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για τα προσωπικά τους
συμφέροντα.
Ο
καθένας απ’ αυτούς είχε κι ένα αξίωμα που τον κρατούσε δέσμιο, όπως ένα πουλί
φυλακίζεται μέσα στο κλουβί του. Ο ίδιος ο ποιητής, για παράδειγμα, έχοντας μια
δημόσια θέση δεν μπορούσε παρά να πράττει σύμφωνα με τις εντολές που του
έδιναν. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές του πεποιθήσεις κι ανεξάρτητα από την
αποστροφή που του προκαλούσε η κυρίαρχη διαφθορά, ήταν αναγκασμένος να
συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που απέρρεαν από τη θέση του.
Η
θέση που είχε κατακτήσει καθένας από αυτούς, αποτελούσε τελικά και το βασικό
παράγοντα που ρύθμιζε τις αποφάσεις και τις κινήσεις του. Η εξόριστη κυβέρνηση,
άλλωστε, όφειλε να υπακούει στις οδηγίες των συμμάχων και να περιμένει από
εκείνους να τους υποδείξουν τις υποχρεώσεις τους. Για τους Έλληνες πολιτικούς,
το δίχως άλλο, είναι σύνηθες να κινούνται σαν τις μαριονέτες με βάση τις
εντολές που λαμβάνουν από τους παράγοντες ισχυρότερων κρατών.
Το
βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει
την πληγή του καθενός μας
ή
αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή
μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή
ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Η
αναγκαστική αδράνεια των στελεχών της εξόριστης κυβέρνησης επιτείνει τις
εσωτερικές αδυναμίες, τα αρνητικά στοιχεία κάθε προσώπου. Έτσι, καθώς
παραμένουν ανενεργοί, στο βροχερό τοπίο της ξένης χώρας, οι πληγές τους –τα
ελαττώματά τους- γεμίζουν πύον, χειροτερεύουν, σαν να επέρχεται η θεία δίκη, η
τιμωρία για την ανήθικη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν μάθει να
ζουν με δόλους και με την εξαπάτηση των απλών πολιτών, οι άνθρωποι αυτοί που
ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν με το χειρότερο τρόπο το αίμα και τις θυσίες των
Ελλήνων πατριωτών, όσο περιμένουν να έρθει η ώρα της επιστροφής τόσο
περισσότερο σαπίζουν οι ψυχές τους.
Ο
ποιητής αισθάνεται αποτροπιασμό για τα σχέδια των εξόριστων πολιτικών να
επιστρέψουν στη χώρα και να καρπωθούν τις θυσίες των Ελλήνων που έμειναν πίσω
κι έδωσαν και τη ζωή τους για να παλέψουν με τους κατακτητές.
Τα
λόγια του Σεφέρη για τους Έλληνες πολιτικούς μοιάζουν σκληρά, αποδίδουν όμως
την ολοκληρωτική διαφθορά και τη μικροπρέπεια που τους χαρακτηρίζει. Τίποτε δεν
μπορεί να θεωρηθεί πιο ποταπό από τη διάθεσή τους να έρθουν και να πάρουν την
εξουσία απ’ τα χέρια εκείνων που πολέμησαν με απόλυτη αυτοθυσία για την πατρίδα
τους.
Εύκολα
τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙
ο
άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια
και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια
που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και
πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο
παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Οι
άνθρωποι, όπως σχολιάζει ο ποιητής, είναι αδύναμοι από τη φύση τους. Μέσα στις
δύσκολες συνθήκες του πολέμου αλλάζουν πολύ εύκολα, αφού δεν έχουν καμία δύναμη
χαρακτήρα. Είναι μαλακοί κι εύπλαστοι, σαν ένα δέμα χόρτα, και προσαρμόζονται
στις καταστάσεις που επικρατούν, επιδιώκοντας όμως πάντοτε και με κάθε κόστος
την προσωπική τους ευχαρίστηση.
Επιθυμούν
όλοι την απόλαυση του έρωτα, αγγίζοντας με τα χείλη και τα δάχτυλα ένα άσπρο
στήθος, μισοκλείνουν όλοι τα μάτια στο φως της ημέρας, και φυσικά είναι όλοι
πρόθυμοι, όσο κουρασμένοι κι αν είναι, να τρέξουν στην παραμικρή υποψία του
κέρδους.
Ο
Σεφέρης καταγράφει εδώ τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την πραγματική φύση των
ανθρώπων, όπως αυτή εμφανίζεται όχι στις εύκολες συνθήκες της ειρήνης, αλλά
όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και δεν υπάρχουν περιθώρια για υποκρισίες. Όσο κι
αν οι άνθρωποι υιοθετούν εκλεπτυσμένες συμπεριφορές και παρουσιάζουν τον εαυτό
τους καλλιεργημένο και με αρχές, όταν επικρατήσουν οι τραγικές περιστάσεις του
πολέμου, αποκαλύπτεται πως όλοι είναι ίδιοι, με τις ίδιες επιθυμίες και τα ίδια
ελαττώματα.
Ο
άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος
σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙
σαν
έρθει ο θέρος
προτιμούν
να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙
σαν
έρθει ο θέρος
άλλοι
φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι
μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Ο
άνθρωπος είναι εύπλαστος και μαλακός σαν το χόρτο, δεν έχει την αναγκαία ηθική
δύναμη να διατηρήσει τις αξίες του. Μόλις τα πράγματα δυσκολέψουν λειτουργεί με
τα ζωώδη ένστικτα επιβίωσης και κοιτάζει πώς θα κατορθώσει να κρατηθεί στη ζωή.
Σαν ένα διψασμένο χόρτο που απλώνει παντού τις ρίζες του για να βρει νερό, έτσι
κι άνθρωπος κάνει καθετί για να επιβιώσει, εκδηλώνοντας παράλληλα την άπληστη
ανθρώπινη φύση που αναζητά, όχι μόνο τα αναγκαία, αλλά και τα επιπλέον, το
κέρδος και την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τους άλλους.
Είναι,
μάλιστα, τόσο αδύναμοι οι άνθρωποι, ώστε όταν έρθει η ώρα του θερισμού, όταν
ξεκινήσει ο πόλεμος ή οι δυσκολίες, προτιμούν να δουν τα δρεπάνια στα χωράφια
των άλλων. Προτιμούν, δηλαδή, να δουν τους άλλους να θυσιάζονται και να
πληρώνουν το τίμημα κι εκείνοι να παραμένουν αμέτοχοι και μακριά από τον
κίνδυνο.
Όταν
έρθει η ώρα του κινδύνου άλλοι φωνάζουν και καταφεύγουν σε ανούσιους
εξορκισμούς προσπαθώντας να διώξουν μακριά το κακό, θυμίζοντας τις πεποιθήσεις
των αρχαίων ότι με τις κραυγές και τις θορυβώδεις τελετές μπορούσαν να
ξορκίσουν και να απομακρύνουν τους δαίμονες. Άλλοι στρέφουν την προσοχή τους
στα πολύτιμα αγαθά τους, δείχνοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να σώσουν ό,τι
αποτελεί την περιουσία τους. Άλλοι, τέλος, καταφεύγουν σε κενές ρητορείες, μιλώντας
για το χρέος προς την πατρίδα, χωρίς να έχουν όμως την απαιτούμενη δύναμη για
να στηρίξουν τα λόγια τους με πράξεις.
Αλλά
τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν
είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως
ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην
είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός
του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Τίποτε
από αυτά όμως δεν ωφελεί αν δεν υπάρχουν εκεί ζωντανοί άνθρωποι. Σε τι να
χρησιμεύσουν τα ξόρκια, τα υλικά αγαθά και τα μεγάλα λόγια, όταν η επέλαση του
κακού έχει διώξει μακριά του ζωντανούς ανθρώπους.
Ο
ποιητής πάντως, μη θέλοντας να αδικήσει τους συγκαιρινούς του, αναρωτιέται,
μήπως ο άνθρωπος είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό το αδύναμο ον που τρέμει
μπροστά στις δυσκολίες, μήπως είναι αυτός που δημιουργεί τη ζωή.
Σε
κάθε περίπτωση, όμως, ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση κάθε ανθρώπου,
μιας και στη ζωή παίρνουμε τελικά ό,τι δίνουμε. Όποια είναι η προσφορά και η
στάση καθενός στις κρίσιμες ώρες, θα είναι ανάλογη και η ανταπόδοση που θα
λάβει όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός και παύσουν οι δυσκολίες.
Ο
ποιητής κατανοεί πως τα λόγια του είναι πολύ πικρά και πως κάποιοι ίσως
θεωρήσουν ότι είναι υπερβολικά αυστηρός, γι’ αυτό και επιφυλάσσεται για την
επιβεβαίωση των λόγων του, όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός, ο «καιρός του θερίζειν».
Πάλι
τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως
τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του
ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε
να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ο
Σεφέρης αναγνωρίζει πως οι διαπιστώσεις του για το αδύναμο και το διεφθαρμένο
της ανθρώπινης φύσης ακούγονται κάπως κοινότοπες και προλαβαίνει τις πιθανές
αντιρρήσεις του φίλου του, που είναι ο αποδέκτης αυτών των λόγων (Πάλι τα ίδια
και τα ίδια θα μου πεις φίλε).
Κι
όμως, δηλώνει ο ποιητής, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να αλλάξει τον τρόπο
σκέψης των ανθρώπων που έφυγαν χωρίς να το θέλουν από την πατρίδα τους, τη
σκέψη εκείνων που πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι εκείνων που ένιωσαν την πλήρη
εξαθλίωση, σαν να είναι απλά αντικείμενα, θα διαπιστώσει πως είναι αδύνατο.
Οι
άνθρωποι που βιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, επιστρέφουν στον
ίδιο βασικό τρόπο σκέψης, στην ανάγκη της επιβίωσης και συνάμα εκείνοι που
βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα τους στην ανάγκη της επιστροφής στον τόπο του.
Ίσως
και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας
δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να
σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’
ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς
χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Θα
πρέπει να τονιστεί πως ο Σεφέρης πέρα από τη στηλίτευση της συμπεριφοράς των
πολιτικών κι εκείνων που περιμένουν ανυπόμονα να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να
πάρουν τον έλεγχο της εξουσίας, αναφέρεται και στους ανθρώπους που -όπως ο
ίδιος- βρέθηκαν μακριά από την Ελλάδα και επιθυμούν να επιστρέψουν από αγάπη
για τον τόπο τους.
Θα
μπορούσαν, λοιπόν, οι εξόριστοι να παραμείνουν στη χώρα των απολίτιστων και να
αισθάνονται ότι υπερέχουν από τους υπόλοιπους, έχοντας δυνάμεις -κυρίως
πνευματικές- τις οποίες όμως δεν τις χρειάζεται κανείς. Θα μπορούσαν να
περιφέρονται στους κάμπους με τους αγάπανθους και να βλέπουν τις τελετές των
γηγενών, που με τις προσωπίδες τους χορεύουν στο ρυθμό απ’ τα τουμπελέκια,
αποδίδοντας φόρο τιμής στον άρχοντά τους. Μα όλα αυτά δεν είναι αρκετά, όλα αυτά
δεν έχουν νόημα, τη στιγμή που θα βρίσκονται μακριά απ’ την πατρίδα τους.
Όμως
ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε
στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε
στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα
ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα
φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που
ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι
αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν∙
ρίχνουν
κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες
και λεύγες∙
ένα
παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Στο
μυαλό των εξόριστων -που διατηρούν ακέραιη την αγάπη τους για την πατρίδα-
εκείνο που κυριαρχεί είναι ο τόπος τους, που τον χτυπάνε και τον καίνε σαν ένα
πεύκο. Την πατρίδα τους βλέπουν όπου κι αν κοιτούν, είτε στα σκοτεινά βαγόνια
που με άθλιες συνθήκες μεταφέρονται αιχμάλωτοι Έλληνες σε άλλες χώρες είτε σ’
ένα πλοίο που έχει πυρακτωθεί κι είναι στατιστικώς βέβαιο πως θα βουλιάξει.
Εικόνες
συμφοράς, εικόνες που εκφράζουν την έντονη ανησυχία για την πατρίδα, είναι
αυτές που έχουν ριζώσει στο μυαλό των προσφύγων και τίποτε δεν μπορεί να τις
απομακρύνει. Όπως τα μεγάλα δέντρα στα παρθένα δάση που πολλαπλασιάζονται με το
να ρίχνουν τα κλωνάρια τους στη γη, κι από αυτά γεννιούνται νέα δέντρα,
καλύπτοντας ολοένα και μεγαλύτερες εκτάσεις, έτσι οι φρικτές αυτές εικόνες, όχι
μόνο έχουν ριζώσει, αλλά συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται κυριεύοντας πλήρως τη
σκέψη των ανθρώπων που νοσταλγούν την πατρίδα τους και δεν τους επιτρέπουν να
ξεχάσουν όλους εκείνους τους φίλους τους που πέθαναν στον αγώνα της αντίστασης
κατά των κατακτητών.
Κι
α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι
γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν
κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί
είναι αμίλητη και προχωράει∙
Στάζει
τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων
πόνος.
Κι
αν σου μιλάω, λέει ο ποιητής στο φίλο του με παραμύθια και παραβολές, με
μεταφορές δηλαδή και αναλογίες, είναι γιατί έτσι ακούγονται ευκολότερα όσα
φρικτά θέλω να σου πω. Οι εικόνες φρίκης του πολέμου είναι τόσο έντονες και
τόσο αποτροπιαστικές, ώστε θα ήταν αδύνατο να διατυπωθούν, χωρίς να προκαλέσουν
τη δυσαρέσκεια όποιου ακούει. Ο μεταφορικός λόγος είναι γλυκύτερος από την
πραγματική αποτύπωση της συμφοράς που είχε βρει τον ελληνισμό. Άλλωστε, η φρίκη
του πολέμου είναι ακόμη ζωντανή και κυρίαρχη -δεν αποτελεί παρελθόν-, βρίσκεται
μέσα σε κάθε Έλληνα πατριώτη και μέρα-νύχτα στάζει τις πικρές της αναμνήσεις,
αποτελώντας μια διαρκή υπενθύμιση των ακραίων καταστάσεων που αναγκάστηκαν να
ζήσουν όσοι γνώρισαν αυτόν τον πόλεμο.
Να
μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που
έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως
μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που
έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε
ψηλαφώντας τον πόνο μας∙ «Στα
σκοτεινά
πηγαίνουμε
στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι
ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Κι
αν θέλεις να σου μιλήσω για ήρωες, συνεχίζει ο ποιητής, αν θέλεις να ακούσεις
για πραγματικούς ήρωας, θα σου μιλήσω για τον Μιχάλη που έφυγε μια νύχτα απ’ το
νοσοκομείο, έχοντας ακόμη ανοιχτές της πληγές του, και σέρνοντας το πόδι του
ούρλιαζε απ’ τον πόνο. Περπατούσε στην υποχρεωτικά συσκοτισμένη πολιτεία (οι
Γερμανοί είχαν επιβάλει να σβήνονται τα φώτα, για να μη βρίσκουν στόχο τα
αντίπαλα βομβαρδιστικά) και φώναζε αγγίζοντας τον πόνο μας πως προχωράμε και
πηγαίνουμε στα σκοτεινά. Τα λόγια του Μιχάλη εκφράζουν τις σκέψεις όλων των
Ελλήνων, καθώς ο αγώνας και όλες τους οι προσπάθειες γίνονταν χωρίς καμία
επίγνωση για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Αγωνίζονταν και πάλευαν κατά
των Γερμανών, χωρίς εγγυήσεις και χωρίς φτηνές προσδοκίες κέρδους, όπως έκαναν
οι καιροσκόποι πολιτικοί. Οι Έλληνες αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, έστω
κι αν ο αγώνας τους έμοιαζε καταδικασμένος, έστω κι αν δεν μπορούσαν να ξέρουν
τι θα φέρει η επόμενη μέρα, μετά την αδιανόητη καταστροφή που είχε χτυπήσει τη
χώρα τους.
Οι
ήρωες επομένως προχωρούν στα σκοτεινά, γιατί δεν θυσιάζονται προσδοκώντας το
κέρδος και γιατί δεν έχουν ανάγκη από εγγυήσεις για να παλέψουν για την πατρίδα
τους. Πολεμούν και πεθαίνουν από αγάπη κι αυτό είναι ένα αίσθημα που μόνο οι
γνήσιοι ήρωες μπορούν να γνωρίσουν.
Λίγες
οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
Το
ποίημα κλείνει με σχήμα κύκλου, καθώς έχουμε επαναφορά του αρχικού στίχου. Η
αλλαγή στο χρόνο του ρήματος, από τον αόριστο «μ’ αρέσαν», στον ενεστώτα «μ’
αρέσουν», εκφράζει την πεποίθηση του ποιητή πως οι δύσκολες στιγμές των
προηγούμενων χρόνων δεν πρόκειται να τερματιστούν εκεί. Ο ποιητής νιώθει πως
και στη συνέχεια θα υπάρξουν εξίσου δυσάρεστες στιγμές, γι’ αυτό και
επαναδιατυπώνει το στίχο δίνοντάς του πλέον μια διαχρονικότερη διάσταση.
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, Τελευταίος Σταθμός Ο «Τελευταίος Σταθμός» είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β».
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, Τελευταίος Σταθμός
Ο «Τελευταίος Σταθμός» είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β».
Η ημερομηνία στο τέλος δηλώνει, σύμφωνα με τον Mario Vitti, «μάλλον την αρχή της συγγραφής παρά την ολοκλήρωσή της, αφού το ποίημα δεν ήταν έτοιμο ούτε και τον καιρό της τυπογραφικής έκδοσης του Ημερολογίου Καταστρώματος Β, που τυπώθηκε το Δεκέμβριο του δημοσιεύτηκε τελικά στο περιοδικό Τετράδιον, τεύχος Μαρτίου 1947, με την ένδειξη «Συμπλήρωμα στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β» και τη διαφορετική ημερομηνία «15 Οκτωβρίου 1944», που μάλλον οφείλεται σε τυπογραφικό σφάλμα.»
Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, ο Σεφέρης, όντας μέλος του διπλωματικού σώματος, ακολούθησε την κυβέρνηση στο Κάιρο και αργότερα στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Έτσι, στάθηκε μάρτυρας των παρασκηνιακών διπλωματικών ενεργειών των αυτοεξόριστων Ελλήνων σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Μετά την ήττα των Γερμανών, ο ποιητής πήρε μαζί με πολλούς άλλους διπλωμάτες, πολιτικούς και στρατιωτικούς το δρόμο της επιστροφής.
Τελευταίος σταθμός της περιπλάνησης ήταν το ιταλικό χωριό Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο. Εκεί η ελληνική κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής και η ακολουθία της περίμεναν την άδεια των Άγγλων για να ξεκινήσουν για την Ελλάδα.
Το ποίημα «Τελευταίος Σταθμός» γράφτηκε στις 5 Οκτωβρίου 1944, δώδεκα μέρες πριν από την επιστροφή των αυτοεξόριστων στην Αθήνα.
Το ποίημα ξεκινά με την κρίση που διατυπώνει το ποιητικό υποκείμενο, σε α ενικό πρόσωπο, για το φεγγάρι.
Δείχνει να προτιμά την αστροφεγγιά, καθώς ο έναστρος ουρανός ευνοεί τον προβληματισμό και την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Εδώ το «αλφαβητάρι των άστρων» παραπέμπει ευθέως στην αστρολογία, στην προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος, ενώ «ο κόπος της τελειωμένης μέρας» μοιάζει να υποδηλώνει την ολοκλήρωση του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι νύχτες με φεγγάρι και η αστροφεγγιά αποτελούν την αφορμή να ξετυλιχθούν οι σκέψεις του ποιητικού υποκειμένου τη δεδομένη ιστορική στιγμή.
Πβ. τους στίχους από το ποίημα «Ελένη»: «Το φεγγάρι/ βγήκε απ το πέλαγο σαν Αφροδίτη / σκέπασε τα άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να βρει / την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ αλλάζει. / Πού είν η αλήθεια;».
Το φεγγάρι και στα δύο ποιήματα αποτελεί την αφορμή, ώστε ο ποιητής να αναζητήσει την αλήθεια πίσω από τις πράξεις των θεών και των ανθρώπων (Ελένη) ή να προβληματιστεί για την πορεία της πατρίδας του στο μέλλον (Τελευταίος Σταθμός).
Η αντικατάσταση του α ενικού από το γενικευτικό β ενικό δίνει καθολικό χαρακτήρα στην ποιητική θέση.
Η φράση του Μακρυγιάννη «Τώρα που κάθομαι άνεργος» έχει κυριολεκτική σημασία, δεδομένου ότι ο Σεφέρης βρίσκεται ήδη είκοσι μέρες στο ιταλικό χωριό, όταν γράφει το ποίημα.
Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι ο ελληνικός λαός συνδέει την ανεργία με την ηθική φθορά, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η παρατεταμένη απραξία επιδρά αρνητικά στον ποιητή, αλλά και στους υπόλοιπους αυτοεξόριστους, που περιμένουν την ώρα της επιστροφής.
Το φεγγαρόφωτο καθορίζει το σκηνικό του ποιήματος και ανακαλεί στη μνήμη τουποιητή κάποιες άλλες νύχτες με φεγγάρι στα ελληνικά νησιά και σε «πολιτείες του βοριά», πιθανότατα την Αγγλία, όπου έζησε πολλά χρόνια. Οι δυο εικόνες προβάλλουν την αντιθετική επίδραση του φεγγαριού, τη νοσταλγία και την αποχαύνωση που προκαλεί στους ανθρώπους και τον ποιητή.
Το φεγγάρι ενεργοποιεί το στοχασμό. Το ποιητικό υποκείμενο υιοθετεί το α πληθυντικό πρόσωπο προκειμένου να εισάγει το θέμα της επιστροφής στην πατρίδα, ως εκπρόσωπος των αυτοεξόριστων Ελλήνων.
Ο νόστος έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο για τον ποιητή: όλοι όσοι ζουν μακριά από την Ελλάδα τα χρόνια της Κατοχής επιδιώκουν να επιστρέψουν για να πάρουν αμοιβή για τους αγώνες τους, μερίδιο στην εξουσία, χρήματα και υλικά αγαθά.
Ο φιλάργυρος που κρατάει το παλιό χρέος είναι ο χρόνος.
Αξιοπρόσεκτη είναι η απαξιωτική στάση του ποιητή προς τους αυτοεξόριστους.
Παρουσιάζει την επιδίωξή τους με εικόνες που έχουν σχέση με λεφτά και πληρωμές, ενώ χρησιμοποιεί λαϊκές εκφράσεις της αγοράς για να παραπέμψει σε ανθρώπους χωρίς ουσιαστική μόρφωση και αξίες.
Η εικόνα του φεγγαριού που προβάλλει έπειτα από τη φθινοπωρινή μπόρα ίσως να μπορεί να ερμηνευθεί ως μήνυμα για τον ερχομό της ειρήνης.
Ο στίχος «Σιωπές αγαπημένες της σελήνης» παραπέμπει στο απόσπασμα από το Βιργίλιο: «Και των Αργείων πια η φάλαγγα, σε πλοία βαλμένα στη σειρά, κινούσε από την Τένεδο, μες στις αγαπημένες σιωπές της ήσυχης σελήνης, γυρεύοντας γνωστές ακτές» (Αινειάδα, Β ).
Ο Σεφέρης έπειτα από μια σύντομη παύση ανακαλεί μια σκηνή νόστου από τον Τρωικό πόλεμο, το μακρινό παρελθόν, με πρόθεση να δώσει διαχρονικό χαρακτήρα σε όσα θα ακολουθήσουν, αλλά και να συνδέσει την πρώτη ενότητα του ποιήματος με τη δεύτερη.
Η δεύτερη ενότητα του ποιήματος αρχίζει με το στίχο «είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης», που δηλώνει τη συνειρμική σύνδεση του φεγγαριού με την ποιητική αφήγηση.
(Ας θυμηθούμε ότι το ποίημα του Σεφέρη «Επί ασπαλάθων» γράφεται με τη διαδικασία των συνειρμών).
Η νοσταλγία και η μοναξιά διογκώνουν την επιθυμία του ποιητή να μιλήσει σε ένα φίλο, να εκμυστηρευτεί σε ένα έμπιστο πρόσωπο τους προβληματισμούς του.
Για την ταυτότητα του φίλου γράφει ο Mario Vitti: «Ο φίλος που έρχεται δεν είναι μόνο ετούτος που φτάνει την τελευταία στιγμή, την παραμονή της επιστροφής ( παράδοξο, παράδοξο: διάφοροι που φεύγουν από την Ελλάδα και τώρα ακόμη και έρχονται ως εδώ.
Όλοι αυτοί οι κύριοι, που βγαίνουν από τα σπλάχνα καθώς λένε του αγωνιζομένου Έθνους, δε μας καλυτερεύουν, μας κάνουν χειρότερους Μέρες, τομ. Δ, σελ. 359), είναι και όσοι άλλοι κατά καιρούς πήγαν εκεί που βρισκόταν με την κυβέρνηση ο Σεφέρης και τους άλλαξε η ξενιτιά, όχι προς το καλό.»
Έτσι, ο στίχος 30 «Μη σε προλάβει η μοναξιά και σε αλλάξει» αποκτά την εξής σημασία:
όσοι πήγαιναν στη Μέση Ανατολή δεν αργούσαν να διαφθαρούν και να πάρουν μέρος στις δολοπλοκίες των ελληνικών κυβερνητικών και στρατιωτικών κύκλων.
Στους στίχους η αφήγηση γίνεται αναδρομική και τονίζει το ετερόκλητο των εξόριστων που έχουν συγκεντρωθεί στην Cava dei Tirreni με προορισμό την Ελλάδα και κυρίως την εξόφληση του «παλιού χρέους».
Το «κρατίδιο της Κομμαγηνής, που «σβησε σαν το μικρό λυχνάρι» παραπέμπει ευθέως στον Καβάφη: «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής» και υπονοεί την Ελλάδα που βρίσκεται στο έλεος των δολοπλόκων και διεφθαρμένων κατόχων αξιωμάτων χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, εφόσον βρίσκονται στην εξορία και επομένως δεν ασκούν εξουσία, οι οποίοι είναι αποξενωμένοι από τον ελληνικό λαό και ελέγχονται από τους Συμμάχους.
Ακολουθεί η επεξεργασία του θέματος της ηθικής διαφθοράς.
Σύμφωνα με τον ποιητή, μέσα στο φθινοπωρινό τοπίο διακρίνεται ακόμα πιο έντονα το ήθος των ανθρώπων που έρχονται από την εξορία.
Οι κατηγορίες του ποιητή είναι πολλές και βαριές και αναφέρονται στην εμπειρία της Μέσης Ανατολής: μικρότητες, δολοπλοκίες, πολιτική αδράνεια και απόπειρες εκμετάλλευσης του αγώνα των αντρών στην κατεχόμενη Ελλάδα τροφοδοτούν την πίκρα, την απογοήτευση και το θυμό του ποιητή.
Στο στίχο 44 έχουμε μια δεύτερη αναφορά στο Μακρυγιάννη: «δόλο και απάτη» που ενισχύει τη θέση του ποιητή με τη διαχρονικότητα και το κύρος που της προσδίδει.
Στους στίχους η
υιοθέτηση του γ προσώπου από τον ποιητή ταιριάζει με το στοχαστικό χαρακτήρα
των στίχων, όπως αυτό φαίνεται σε τρεις στίχους με γνωμικό περιεχόμενο:
«Εύκολα τρίβεται ο
άνθρωπος μες στους πολέμους Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο» «Ο
άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο»
Η ποιητική θέση
για τις επιπτώσεις του πολέμου στην ανθρώπινη προσωπικότητα διατυπώνεται
απερίφραστα: ο άνθρωπος αλλοιώνεται, φθείρεται ηθικά. Είναι μαλακός, ενδοτικός,
ελάχιστα ανθεκτικός στις πιέσεις.
Δεν αντιστέκεται στα ένστικτά του, επιζητεί
την ηδονή, απολαμβάνει το φυσικό κάλλος και επιδιώκει με κάθε τρόπο το κέρδος.
Μπροστά στον
πόλεμο όλοι οι άνθρωποι προτιμούν να μην κινδυνεύουν. Κάποιοι, όντας
θρησκόληπτοι και αμόρφωτοι, πιστεύουν ότι ο πόλεμος οφείλεται στις δυνάμεις του
κακού και προσπαθούν να τις ξορκίσουν, άλλοι προσπαθούν να διατηρήσουν ή να
αυξήσουν τα υλικά αγαθά τους και άλλοι περιορίζονται σε πύρινους πατριωτικούς
λόγους.
Καμιά όμως από
αυτές τις
συμπεριφορές δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα.
Όμως, για τον
Σεφέρη, ο άνθρωπος δεν είναι ικανός μόνο να φέρνει την καταστροφή, αλλά και για
τη δημιουργία.
Γι αυτό και οι στίχοι
αποτελούν μια σύνθεση φράσεων από την Αγία Γραφή: «Καιρός του σπείρειν, καιρός
του θερίζειν» με διδακτική πρόθεση: υπάρχει η εποχή του πολέμου, υπάρχει όμως
και η εποχή της ειρήνης, που τώρα αρχίζει και πρέπει να αξιοποιηθεί.
«Το ρητό αυτό
αποτελεί το αποκορύφωμα της σκέψης του ποιητή, όπου καταγγέλλεται ο υποβιβασμός
του ανθρώπου και όπου καταλήγει στην ταύτιση της ανθρώπινης ζωής με τη φυτική
ζωή» (Mario Vitti).
Στους στίχους ο
ποιητής προκειμένου να διεκτραγωδήσει τα πάθη των ακούσιων θυμάτων του πολέμου
υιοθετεί το δραματικό διάλογο: «Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε».
Οι εμπειρίες της προσφυγιάς, της ζωής
στην ξενιτιά, της αιχμαλωσίας και της καταστροφής μοιράζονται ανάμεσα στον
ποιητή και στο φίλο (σύντροφο και αναγνώστη).
Ο ποιητής αναφέρει
ότι είναι βαρετό για τους άλλους, τους αμέτοχους να ακούνε συνεχώς για τον
πόλεμο. Όσοι όμως γνώρισαν την κορυφαία πολεμική σύγκρουση δεν μπορούν ν
απελευθερωθούν απ αυτή.
Από τη μια μεριά, είναι οι κερδοσκόποι και οι
ανίεροι εκμεταλλευτές του αγώνα εναντίον των Γερμανών και από την άλλη ο
άνθρωπος που «κατάντησε κι αυτός πραμάτεια», τους πρόσφυγες, τους αιχμαλώτους,
τους νεκρούς.
Η ανάμνησή
τους τυραννά τον ποιητή και δεν μπορεί να τους βγάλει από το μυαλό του.
Στους στίχους ο ποιητής διατυπώνει την άποψη
ότι θα προτιμούσε να ζει ανάμεσα στους ανθρωποφάγους παρά στην Ελλάδα, για να
μπορέσει να ξεχάσει τις οδυνηρές εμπειρίες.
Ακολουθούν μια
σειρά από ζοφερές εικόνες από τις καταστροφές που γνώρισε η Ελλάδα στα χρόνια
του πολέμου: της καμένης γης, των προσφύγων που ταξίδευαν μέσα σε άθλιες
συνθήκες, του πλοίου, που φορτωμένο πρόσφυγες, βυθίζεται από τον εχθρό
.
Στόχος των
εικονοπλαστικών αυτών στίχων είναι να αποδοθεί με τον πιο δραστικό τρόπο η
φρίκη του πολέμου και ο αντίκτυπός της στη μνήμη («Ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό
και δεν αλλάζουν/ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα»)
Στο στίχο 82: «ένα
παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας» ο ποιητής μεταβαίνει στα θύματα
του πολέμου και δηλώνει, εκτός από τη συναισθηματική του αντίδραση, και το
μεγάλο αριθμό τους: είναι αμέτρητοι, όπως τα δέντρα ενός παρθένου δάσους.
Το α πληθυντικό πρόσωπο προσθέτει αμεσότητα,
καθώς προαναγγέλλει την πιο οδυνηρή ανάμνηση του ποιητικού υποκειμένου.
Είναι ένα θέμα που
δεν μπορεί να θίξει ευθέως, παρά μόνο με «παραμύθια και παραβολές», όπως ο
μύθος του Πρωτέα, οι εικόνες από τη φυτική ζωή, οι μεταφορές, οι
παρομοιώσεις.
Η φρίκη του
πολέμου δεν αποδίδεται με λέξεις «γιατί είναι ζωντανή / γιατί είναι αμίλητη και
προχωράει», τόσο αποτρόπαιη που αναγκάζει τον ποιητή να παραμείνει σιωπηλός. Ο
πόνος που του προκαλεί είναι συνεχής και αδιάλειπτος, εξακολουθεί μέρα και
νύχτα.
Ο στίχος του Αισχύλου «μνησιπήμων πόνος» συνδέει τους εξόριστους που
επιστρέφουν στην πατρίδα με τον Αγαμέμνονα που κι αυτός γύρισε στην πατρίδα του
και βρήκε το θάνατο από το χέρι της γυναίκας του. Στους στίχους το λόγο παίρνει
και πάλι το ποιητικό υποκείμενο για να αναφερθεί στο τελευταίο θέμα του
ποιήματος, τους ήρωες.
Εντύπωση προκαλεί η ανυπομονησία του ποιητή να μιλήσει που εκφράζεται με
την επανάληψη: «να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες». Ο Μιχάλης είναι
υπόδειγμα ηρωισμού, αρχέτυπο στο νου του Σεφέρη.
Γράφει ο ποιητής σχετικά στο
ημερολόγιό του:
«Η Μαρώ, το βράδυ, μου διηγήθηκε πώς
συνόδεψε έναν τραυματία που, αγιάτρευτος ακόμη, έφυγε βαριεστημένος από το
νοσοκομείο και πήρε τους δρόμους για το σπίτι του. Προσπαθούσε να τον βαστάξει
για να μην πέσει κι αυτός μονολογούσε: ποιον έχει η Ελλάδα για να την οδηγήσει;
η Ελλάδα τραβά μες στο σκοτάδι»
Η συνταρακτική εικόνα του πληγωμένου αγωνιστή μέσα στη σκοτεινή πολιτεία
και η σπαρακτική κραυγή αγωνίας αντανακλούν το θαυμασμό αλλά και την κριτική
διάθεση του ποιητή για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στον κατακτητή. Η φράση
του Μιχάλη, δοσμένη σε ευθύ λόγο, για να αποδώσει την αμεσότητα, που πληγώνει
όλους τους Έλληνες («ψηλαφώντας τον πόλεμο»)συμπυκνώνει σαν γνωμικό την
ποιητική θέση: οι ήρωες λειτουργούν παρορμητικά, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος
των αγώνων για τους ίδιους.
Έμμεσα βέβαια εκφράζεται η αγωνία του ποιητή για το μέλλον της Ελλάδας: ο
Σεφέρης, όντας διπλωμάτης καριέρας, γνώριζε ότι ο Εμφύλιος δεν θ αργούσε να
ξεσπάσει. Το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (σχήμα κύκλου) με το μοτίβο του
φεγγαριού να επαναλαμβάνεται για Πέμπτη φορά.
Ο αόριστος του πρώτου στίχου που μ
αρέσαν - γίνεται ενεστώτας που μ αρέσουν και αποκτά διαχρονική αξία.
Ο Mario Vitti δίνει μια διαφορετική ερμηνεία: «Η επαναφορά του πρώτου
στίχου ως κατακλείδας του ποιήματος, με τη μετάθεση του ρήματος από τον αόριστο
στον ενεστώτα, ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο
σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δε
θα είναι καλλίτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να
χαράξει η ώρα της επιστροφής»
Τεχνική:
Το ποίημα στηρίζεται στην εναλλαγή
όλων των ρηματικών προσώπων και των δύο αριθμών, εκτός από το β πληθυντικό, τα
οποία δηλώνουν τα υποκείμενα του έργου και τις μεταξύ τους σχέσεις, την
εναλλαγή μονόλογου διαλόγου, τους γνωμικούς στίχους, την περιγραφή και την
αφήγηση.
Στιχουργία:
Το ποίημα είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο. Οι στροφές είναι ανισόστιχες,
οι στίχοι ανισοσύλλαβοι, ενώ ομοιοκαταληξία δεν υπάρχει.
Γλώσσα
Ύφος:
Η γλώσσα του ποιήματος είναι δημοτική, χωρίς λόγιες προσμείξεις.
Οι αφηγηματικές τεχνικές, τα πλούσια εκφραστικά μέσα και οι στίχοι γνωμολογικού περιεχομένου διαμορφώνουν ένα ύφος στοχαστικό και διδακτικό
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
Να επισημάνετε τις αναλογίες ανάμεσα στα δύο ποιήματα:
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΛΟΥ
Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα, τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα! Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή, να ρθούμε πρώτοι εμείς! οι στερνοί. Τα στερνοπαίδια και τ αποσπόρια και τ αποβράσματα και τ αποφόρια μιας μάχης που ήτανε γι άλλα κορμιά για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά. Πολιτικάντηδες, καραβανάδες, ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά! Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή, κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή: το ματσαράγκα, το φαταούλα με μπογαλάκια και με μπαούλα τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά λες και την άδειασαν όλη μεμιά σ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή που στο βραχνά του παραμιλεί. Δες το σελέμη, δες και το φάντη πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη που ρητορεύεται λειτουργικά μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά. Μαυραγορίτες από τα Νάφια της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια, γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί, λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί στα χώματά σου τα λαβωμένα γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα και δεν μπορούνε χωρίς εσέ οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.
Cava dei Tirreni, Ο τίτλος του ποιήματος αποτελεί παραλλαγή του τίτλου «Απομεσήμερο ενός Φαύνου», μουσική για μπαλέτο του Debussy.
Θεός Φαύνος (Faunus): Ρωμαίος πανάρχαιος αγροτικός, ευεργετικός και γονιμικός Θεός, εγγονός του Σατούρνου, κύριος της Προφητικής τέχνης, εξουσιαστής των αγρών και των ζώων, δάσκαλος της αυλητικής τέχνης και προστάτης της νομοθεσίας. Κάποιες φορές, ο Φαύνος νοείται όχι ως μία μόνον θεότητα, αλλά ως πολυπληθής ομάδα αγροτοποιμενικών ευεργετικών θεοτήτων με τα ίδια πιο πάνω (οι λεγόμενοι Φαύνοι, Fauni).
Το όνομά του υποδηλώνει ευμένεια (από το «qui favet», «αυτός που ευνοεί»). Μετά την επαφή με τους Έλληνες, ταυτίσθηκε σε πολλές περιπτώσεις με τον Θεό Πάνα των τελευταίων.
Προς τιμήν του, καθώς και προςτιμήν των Θεών Φέμπρουουκαι Λουπέρκου, οι Ρωμαίοι τελούσαν στις 15 Φεβρουαρίου τα λεγόμενα Λουπερκάλια (Lupercalia).
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Γιώργος Σεφέρης ,Τελευταίος σταθμός
Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
https://fliphtml5.com/xpqa/ivyi/basic
1. Το ποίημα είναι χωρισμένο σε ποιητικές ενότητες.
Αφού τις μελετήσετε χωριστά, να βρείτε:
α) Ποιο είναι το θέμα της πρώτης ενότητας και πώς συνδέεται με το υπόλοιπο ποίημα. Ποιες νομίζετε ότι είναι οι δυσκολίες για τις οποίες μιλάει ο ποιητής;
β) Ποια είναι τα επιμέρους θέματα στις υπόλοιπες ενότητες.
Η πρώτη ενότητα έχει ως θέμα της την περίοδο της παραμονής του ποιητή στο ιταλικό χωριό καθώς και εικόνες από την εμπειρία της εξορίας του.
Επικεντρώνεται στις τελευταίες μέρες. Οι «σιωπές αγαπημένες της σελήνης» καταδεικνύουν τα συναισθήματα του ποιητή για τις μέρες εκείνες, συναισθήματα όχι τόσο θετικά. Η συγκεκριμένη φράση αποτελεί τον κρίκο της πρώτης ενότητας με το υπόλοιπο ποίημα.
Η δεύτερη ενότητα επικεντρώνεται στην ηθική και ψυχολογική καταρράκωση του λαού από τον πόλεμο, ενώ στην τρίτη ενότητα ο ποιητής διερευνά τις δικές του μνήμες και στην τέταρτη ενότητα κάνει μια μνεία σε όλους τους πολεμιστές που στάθηκαν σαν ήρωες στον πόλεμο.
2. Το ποίημα έχει άμεση συνάφεια με την εποχή που γράφτηκε, όπως δηλώνει ο ποιητής με τη σημείωση στο τέλος (βλ. και εισαγωγικό σημείωμα).
Να βρείτε τους στίχους που μιλούν:
α) Για τους Έλληνες που επιστρέφουν από τη Μ. Ανατολή.
β) Για την Ελλάδα και τη μοίρα της.
γ) Για τον άνθρωπο γενικά.
δ) Για τους ήρωες.
Πώς εκφράζεται ο ποιητής για το καθένα από τα παραπάνω;
Ποια αισθήματα συνοδεύουν τις σκέψεις του και ποια νομίζετε ότι είναι η αιτία αυτών των αισθημάτων;
Στίχοι που μιλούν για τους Έλληνες που επιστρέφουν από τη Μ. Ανατολή:
«Ερχόμαστε από την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, το κρατίδιο της Κομμαγηνής», «Ερχόμαστε από την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα»
Στίχοι που μιλούν για την Ελλάδα και τη μοίρα της:
«Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο», «Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων»
Στίχοι που μιλούν για τους ανθρώπους γενικά:
«Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες τους πολέμους», «Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα; Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;»
Στίχοι που μιλούν για τους ήρωες:
«οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά».
Ο ποιητής γίνεται επικριτικός με όλους εκείνους που είχαν θέσεις αξιωμάτων και παρασύρθηκαν από τις εντολές και τις πιέσεις και έγιναν απάνθρωποι.
Για την πατρίδα του μιλά με πόνο και θλίψη για τον ξεπεσμό της, αλλά και για την καταστροφή της από τους άπληστους ανθρώπους.
Κυριαρχεί η απογοήτευση του ποιητή για την εξέλιξη της γενιάς του και στηρίζει τις ελπίδες του σε εκείνους τους ήρωες που θα υπερβούν την αδύναμη ανθρώπινη φύση και θα πολεμήσουν για τα κεκτημένα.
3. Το ποίημα αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο στίχο. Αλλά ενώ στον πρώτο στίχο το ρήμα είναι σε χρόνο παρελθοντικό στον τελευταίο είναι σε χρόνο παροντικό. Πώς δικαιολογείτε αυτή την αλλαγή του χρόνου; Και ποιο είναι το μορφολογικό αποτέλεσμα αυτής της επανάληψης;
«Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.» «Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.»
Οι δυο στίχοι δημιουργούν το κυκλικό σχήμα του ποιήματος.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί αρχικά τον παρελθοντικό χρόνο για να δηλώσει τις αναμνηστικές εμπειρίες του από την εξορία.
Αφού παρουσιάσει τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του από τα παλιά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμα και τώρα λίγες είναι οι όμορφες βραδιές που έχει να θυμάται.
Ταυτόχρονα όμως θέλει να τονίσει ότι το συναίσθημα της θλίψης που περιέγραψε παραπάνω, δεν τον εμποδίζει από το να κρατά κάποιες όμορφες στιγμές ελπίδας στο νου του.
ΔΕΣ:https://slideplayer.gr/slide/1989070
Παραδοσιακή
- μοντέρνα ποίηση (πρόγραμμα σπουδών)
Παράδοση και μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση
Σκοποθεσία:
• Να συνειδητοποιήσουν ότι η ποίηση αλλάζει, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη
μορφή της, από εποχή σε εποχή.
• Να κατανοήσουν ότι οι αλλαγές αυτές δεν είναι αυθαίρετες ή τυχαίες, αλλά
εντάσσονται στο πλαίσιο γενικότερων καλλιτεχνικών και πολιτισμικών ρευμάτων.
• Να αποκτήσουν μια συνολική εικόνα της εξέλιξης της νεοελληνικής ποίησης.
• Να κατανοήσουν την έννοια του λογοτεχνικού κινήματος και τη σχέση ενός
λογοτεχνικού κινήματος με την εποχή του.
• Να γνωρίσουν τα λογοτεχνικά κινήματα του ρομαντισμού, του παρνασσισμού, του
συμβολισμού, του μοντερνισμού και του υπερρεαλισμού.
• Να κωδικοποιήσουν τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής και της μοντέρνας ποίησης
(ελεύθερος στίχος, άλογο στοιχείο, δραματικότητα, καθημερινό λεξιλόγιο).
• Να κατανοήσουν τη διαφορά της έννοιας του «σύγχρονου» από το «μοντέρνο».
• Να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της ρήξης με την παλαιότερη ποίηση που φέρνει
ο μοντερνισμός.
• Να γνωρίσουν τους κοινωνικούς παράγοντες και τις επιστημονικές φιλοσοφικές
τάσεις που οδήγησαν στο μοντερνισμό.
Δεξιότητες:
• Να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας και της παραδοσιακής ποίησης
και να τα εντοπίζουν σε ποιήματα.
• Να διακρίνουν τα χαρακτηριστικά άλλων λογοτεχνικών κινημάτων σε ποιήματα.
• Να εντάσσουν ένα ποιητικό έργο σε μια θέση στη γραμμή της εξέλιξης από την
παραδοσιακή στη μοντέρνα ποίηση.
• Να αισθάνονται το ρυθμό του ελεύθερου στίχου.
• Να εξοικειωθούν με το άλογο στοιχείο της μοντέρνας ποίησης και να είναι
ανοικτοί στην πολυσημία του ποιητικού λόγου.
• Να πειραματίζονται με τις δυνατότητες της γλώσσας και τους συνειρμούς.
Περιεχόμενο:
Από τα ΚΝΛ της Α΄ Λυκείου:
• Δημοτικό τραγούδι: Της νύφης που κακοπάθησε.
• Β. Κορνάρος: «Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός»
• Ι. Βηλαράς: «Σαν πεταλούδα στη φωτιά»
• Α. Κάλβος: «Τα ηφαίστεια»
• Δ. Σολωμός: «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»
• Λ. Μαβίλης: «Μούχρωμα»
• Κ. Παλαμάς: «Το πανηγύρι στα σπάρτα», «Αγορά»
• Κ. Χατζόπουλος: «Ήρθες»
• Λ. Πορφύρας: «Το θέατρο»
• Α. Σικελιανός: «Δείπνος»
• Κ. Βάρναλης: «Οι μοιραίοι»
• Κ. Π. Καβάφης: «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Ιθάκη», «Η σατραπεία»,
«Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», «Αλεξανδρινοί βασιλείς», «Ηγεμών εκ Δυτικής
Λιβύης», «Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ.»
Από τα ΚΝΛ της Β΄ Λυκείου:
• Ν. Λαπαθιώτης: «Νυχτερινό»
• Κ. Καρυωτάκης: «Είμαστε κάτι...», «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»
• Τ. Παπατσώνης: «Συνάντημα»
• Γ. Σεφέρης: «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο», «Ελένη», «Επί ασπαλάθων», «Ο βασιλιάς
της Ασίνης», «Τελευταίος Σταθμός»
• Α. Εμπειρίκος: «Τρία αποσπάσματα», «Ηχώ»
• Γ. Βαφόπουλος: «Η Ελεγεία τω αδελφών»
• Γ. Ρίτσος: «Ρωμιοσύνη», «Ανυπόταχτη πολιτεία»
• Ν. Καββαδίας: «Πούσι»
• Ν. Εγγονόπουλος: «Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φ. Γ. Λόρκα»
• Ο. Ελύτης: «Η τρελή ροδιά», «Η Μαρίνα των βράχων», «Στα χτήματα βαδίσαμε όλη
μέρα», «Το Άξιον εστί, (Τα Πάθη, άσμα Η΄)»
• Ν. Βρεττάκος: «Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές»
Από τα ΚΝΛ Γ΄ Λυκείου:
• Μ. Σαχτούρης: «Η Αποκριά»
• Ν. Βαλαωρίτης: «Μικρός θρήνος»
Παράλληλα Κείμενα:
• Κ. Π. Καβάφης: «Η πόλις», «Θάλασσα του πρωιού», «Τείχη», «Θυμήσου σώμα»,
«Έτσι πολύ ατένισα»
• Κ. Καρυωτάκης: «Πρέβεζα», «Εις Ανδρέαν Κάλβον»
• Γ. Σεφέρης: «Στροφή»
• Α. Εμπειρίκος: «Υψικάμινος»
• Ν. Εγγονόπουλος: «Γυψ και Φρουρά», «Το γλωσσάριο των ανθέων»
Δραστηριότητες:
• Έρευνα σε ένα λεξικό λογοτεχνικών όρων της σημασίας των όρων:
ρομαντισμός, συμβολισμός, μοντερνισμός.
• Κατασκευή πίνακα με τα χαρακτηριστικά του κάθε κινήματος.
• Δημιουργία συστάδων ποιημάτων με βάση κοινά χαρακτηριστικά (παρόμοιο ρυθμό,
μετρική, θεματική). Μπορούν να αξιοποιηθούν ανθολογήσεις στο διαδίκτυο.
• Σύγκριση ποιημάτων του Καβάφη με παραδοσιακά ποιήματα για εντοπισμό των
διαφορών.
• Σύγκριση των ποιημάτων του Καβάφη με του Καρυωτάκη.
• Κατάταξη ποιημάτων σε μια σειρά από το πιο παραδοσιακό ως το πιο
υπερρεαλιστικό.
• Κατάταξη ποιημάτων σε μια σειρά ανάλογα με τη δραματικότητα που τα
χαρακτηρίζει ή ανάλογα με το βαθμό του άλογου στοιχείου.
• Αναζήτηση των πιο «ποιητικών» και των πιο «καθημερινών» λέξεων σε ποιήματα και
κατασκευή πινάκων. (Για τον Σεφέρη μπορεί να αξιοποιηθεί ο συμφραστικός πίνακας
λέξεων στον κόμβο του ΚΕΓ).
• Εντοπισμός του άλογου στοιχείου σε παραδοσιακά και μοντέρνα ποιήματα.\
• Ανίχνευση συμβόλων σε ποιήματα και κατάταξή τους σε κατηγορίες ανάλογα με το
είδος τους (αντικείμενα, φυσικά φαινόμενα, εικόνες, ήχοι).
• Διασκευή ενός παραδοσιακού ποιήματος σε μοντέρνο και το αντίθετο.
• Σύνθεση ενός παραδοσιακού και ενός μοντέρνου ποιήματος.
• Συγγραφή κατά ομάδες ενός υπερρεαλιστικού ποιήματος.
• Έρευνα σχετικά με τη χρήση της μυθολογίας στα καλλιτεχνικά ρεύματα της
παραδοσιακής και της μοντέρνας ποίησης.
• Ακρόαση μελοποιημένων ποιημάτων και μελοποίηση παραδοσιακών και μοντέρνων
ποιημάτων.
• Ακρόαση και σχολιασμός μαγνητοφωνημένων αναγνώσεων ποιημάτων, πειραματισμός
με διαφορετικούς τρόπους φωναχτής ανάγνωσης των ποιημάτων.
Αξιολόγηση:
Αναμένεται οι μαθητές:
• Να αναγνωρίζουν τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής και της μοντέρνας ποίησης.
• Να διακρίνουν τα ποιήματα σε παραδοσιακά και μοντέρνα.
• Να γνωρίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά των λογοτεχνικών ρευμάτων.
• Να γνωρίζουν βασικούς εκπροσώπους της παραδοσιακής ποίησης και τους ποιητές
που πραγματοποίησαν τη μετάβαση από την παράδοση στον μοντερνισμό.
http://www.slideshare.net/VeraDakanali/vera-dakanali
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
http://dide-anatol.att.sch.gr/tte/nea/sumbouloi/yperrealismos_gym.pdf
Ν.
Βαγενάς "Για ένα ορισμό του μοντέρνου"
Τα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης
1) Ο ελεύθερος στίχος
2) Ανάπτυξη της δραματικότητας σε σχέση με τη λυρικότητα
3) Καθημερινό λεξιλόγιο
4) Σκοτεινότητα του νοήματος
Το 1) και 4) αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της
μοντέρνας ποίησης ενώ
τα 2) και 3) χαρακτηρίζονται ως δευτερεύοντα, από μόνα
τους δεν χαρακτηρίζουν τη μοντέρνα ποίηση.
Δηλαδή ποιήματα που έχουν ελεύθερο στίχο αλλά όχι
σκοτεινότητα του νοήματος χαρακτηρίζονται ως σύγχρονα αλλά όχι μοντέρνα
επίσης:
Κύριο χαρακτηριστικό της Μοντέρνας ποίησης είναι
Ο τρόπος έκφρασης
Σύζευξη συναισθήματος + σκέψης
Αυτό ισχύει και για την παραδοσιακή
π.χ. η ποίηση του Σολωμού είχε και συναίσθημα και σκέψη
Ο Σικελιανός είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην
παραδοσιακή και τη μοντέρνα ποίηση
Ταίριαξε στοιχεία της παράδοσης με τη μοντέρνα (να το
δούμε, αφού διαβάσουμε)
Στίχος: παραδοσιακός, 15σύλλαβος
Γλώσσα: δημοτική, επεξεργασμένη όμως.
Έχει λυρικότητα,
Έχει σκοτεινότητα στα νοήματα
http://www.potheg.gr/PeriodDetails.aspx?lan=1&id=19
ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΙΚΗ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (1910-1945)
Κατά τις πρώτες
δεκαετίες του εικοστού αιώνα, παράλληλα με την ακμή της παλιάς ποιητικής
παράδοσης, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από το ποιητικό έργο του Παλαμά και της γενιάς του, εμφανίζονται λογοτέχνες
που ξεφεύγουν από τα τότε γνωστά παραδοσιακά σχήματα και ανανεώνουν την
ποίηση. Οι ποιητές αυτοί δεν μοιάζουν μεταξύ τους και δεν
αποτελούν σχολή, μια και ο καθένας αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση.
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Κώστας Στεργιόπουλος, παρουσιάζουν κάποια
κοινά χαρακτηριστικά: «Ο αρχαιοελληνικός αισθητισμός και η
ελληνολατρία θα εξελιχθούν σε γόνιμη αξιοποίηση της αρχαιογνωσίας τους και σε
παράλληλη στροφή – με εξαίρεση τον Καζαντζάκη – προς τον Σολωμό και τις νεοελληνικές πηγές. Όλοι
τους αντλούν κεντρικά θέματα ή θεματικά μοτίβα από την αρχαιότητα. Τους
χαρακτηρίζει, εξάλλου, η κίνηση προς τη σύνθεση,
ένας γενικότερος οραματισμός και μια καθολική θεώρηση
της ζωής, που την εκφράζουν με τη σύλληψη και την πραγμάτωση φιλόδοξων
συνθετικών έργων (Απολλώνιος του Μελαχρινού, Αλαφροΐσκιωτος του Σικελιανού, Το φως που καίει και Σκλάβοι πολιορκημένοι του Βάρναλη, Οδύσσεια του Καζαντζάκη). Ένα ακόμη χαρακτηριστικό σημείο
στους περισσότερους είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας που παίρνει
στη συνέχεια το έργο τους».
Στην ανανέωση
της ποίησης στις αρχές του 20ου αιώνα, συνέβαλαν σημαντικά ο Απόστολος Μελαχρινός, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Μάρκος Αυγέρης, ο Κώστας Βάρναλης και άλλοι. Του τελευταίου ο
ποιητικός προσανατολισμός διακρίνεται σε δύο περιόδους: την προ του 1922, όπου
είναι σαφέστατες οι επιδράσεις από τον Παρνασσισμό και την μετά το 1922, όπου η
ποίησή του είναι επηρεασμένη από την πολιτική ιδεολογία του μαρξισμού.
Εντελώς
ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, που χρονολογικά θα μπορούσε να
ενταχθεί στην προηγούμενη γενιά. Ζώντας στην Αλεξάνδρεια και μακριά από την
Αθήνα και τις επιδράσεις των ποιητών της, δημιουργεί ένα εντελώς προσωπικό
ποιητικό ύφος. Η ποίηση του είναι απογυμνωμένη από τα παραδοσιακά λυρικά
σχήματα, που φτάνει συχνά ως την πεζολογία. H στοχαστικότητα και το βάθος των νοημάτων
της ποίησής του σε συνδυασμό με την εξαιρετική γλωσσική ευστοχία,
δημιουργούν μια ιδιαίτερα υψηλή ποίηση, την οποία αν και αρχικά η κριτική της
εποχής δεν αναγνώρισε, στη συνέχεια πρόβαλε με ιδιαίτερο τρόπο και την κατέταξε
στη θέση που της αρμόζει.
Παράλληλα με
τους προηγούμενους ποιητές που αναφέρθηκαν, παρουσιάζεται μια νέα γενιά
λογοτεχνών που φέρνει ένα διαφορετικό ποιητικό τόνο: Ο Ρώμος Φιλύρας,
ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κώστας Ουράνης και αργότερα ο
Κλέων Παράσχος, ο Τέλλος Άγρας, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Κώστας Καρυωτάκης κ.ά. «δίνουν», όπως σημειώνει ο
Κώστας Στεργιόπουλος, «μιαν αποφασιστική στροφή στην ποιητική μας παράδοση και
γίνονται φορείς μιας νέας ευαισθησίας».
Οι ποιητές
αυτοί του μεσοπολέμου, αν δεν έχουν απόλυτη ομοιογένεια μεταξύ τους, θα
μπορούσαμε να πούμε ότι δημιουργούν μια καινούρια τάση, του νεορομαντισμού
και νεοσυμβολισμού και με τις αλλαγές που φέρνουν,
ανακατεύοντας τα μέτρα και τους ρυθμούς, ταράζουν την ορθοδοξία της παράδοσης,
προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τις νέες τάσεις. Την περίοδο που ζουν και γράφουν,
συμβαίνουν στον ελληνικό χώρο δραματικά πολιτικά γεγονότα για τον ελληνισμό,
όπως η μικρασιατική καταστροφή, που αφήνουν το στίγμα τους και
στον πνευματικό χώρο. Ο ενταφιασμός της Μεγάλης Ιδέας με την προσφυγιά
που επακολούθησε και οι δύσκολες κοινωνικές και
πολιτικές συνθήκες της εποχής επηρέασαν βαθιά την ποίηση των ποιητών
της γενιάς αυτής. Το ποιητικό τους έργο χαρακτηρίζει η ψυχική κούραση
και η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα της
ζωής. Εκφράζουν κατά το μάλλον ή ήττον το αίσθημα του
ανικανοποίητου και της παρακμής, που πολλές
φορές φανερώνει τάσεις αυτοκαταστροφής. Η απαισιοδοξία
και το αντιηρωικό πνεύμα είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα
κύρια γνωρίσματα της ποίησής τους. Ο Κώστας Καρυωτάκης εκφράζει κατεξοχήν αυτό το κλίμα,
ενώ τη στάση του αυτή υιοθετούν και άλλοι ποιητές (καρυωτακισμός), όπως η Μαρία Πολυδούρη, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Τέλλος Άγρας κ.ά.
Κατά την δεύτερη
δεκαετία του μεσοπολέμου και μετά η ποίηση κάνει την πιο αποφασιστική στροφή
για την ανανέωση. Η ποίηση της περιόδου αυτής ονομάστηκε από
τους κριτικούς νεοτερική ή μοντέρνα ποίηση.
Οι ποιητές εγκαταλείπουν τα παραδοσιακά
εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά (ομοιοκαταληξία, μέτρο,
λογική νοηματική αλληλουχία κ.τ.λ.) και χρησιμοποιούν καινούριους
εκφραστικούς τρόπους (ελεύθερος στίχος, συνειρμοί κ.τ.λ.). Σ’ αυτό
συνέβαλε αποφασιστικά το λογοτεχνικό ρεύμα του υπερρεαλισμού
που εμφανίστηκε στη Γαλλία το 1924 με τη διακήρυξη του ιδρυτή του Αντρέ
Μπρετόν, αλλά και το ρεύμα του συμβολισμού που είχε εμφανισθεί
στην Ευρώπη μερικές δεκαετίες πριν.
Ο υπερρεαλισμός
υπήρξε το πλέον πρωτοποριακό κίνημα και εξαπλώθηκε όχι μόνο στην λογοτεχνία
αλλά και σε πολλά άλλα είδη τέχνης. Ο υπερρεαλισμός είχε ως σκοπό την υπέρβαση
του πραγματικού κόσμου με την καταγραφή στην ποίηση των υποσυνείδητων
ενεργειών της ψυχής και των ονειρικών
της εντυπώσεων χωρίς την παρέμβαση της λογικής.
Παράλληλα απέβλεπε στην ανανέωση όλων των ηθικών αξιών, της φιλοσοφίας και της
επιστήμης. Σύμφωνα με τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι ήταν έντονα
επηρεασμένοι από την ψυχανάλυση, ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να
μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, αλλά να
χρησιμοποιεί τη φαντασία, την τύχη και το ασυνείδητο για να μπορέσει να
φτάσει σε μια υπερ-πραγματικότητα. Σημαντικότεροι Έλληνες
υπερρεαλιστές ποιητές είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ενώ επιδράσεις δέχτηκαν και πολλοί
νεότεροι ποιητές.
Ο κύριος
εκφραστής της ανανέωσης στα ποιητικά πράγματα της εποχής υπήρξε ο Γιώργος Σεφέρης, που εμφανίστηκε στα 1931 με την
ποιητική συλλογή Στροφή, τα περισσότερα ποιήματα της οποίας κινούνται
στο κλίμα του συμβολισμού και της καθαρής ποίησης.
Ο Σεφέρης με τη Στροφή έγινε ο εισηγητής μιας νέας ποίησης η οποία
εξέφραζε τα νέα ρεύματα και τις εξελίξεις του ευρωπαϊκού λυρικού λόγου.
Σημαντική επίσης υπήρξε η συμβολή του Οδυσσέα Ελύτη στην ανανέωση της ποίησης, κυρίως ως
προς τη θεματική της, αφού το έργο του, σε αντίθεση με αυτό του Καρυωτάκη, εκφράζει την αισιοδοξία
και την αγάπη για την ζωή.
Αξιοσημείωτη
και κάπως διαφορετική είναι και η πορεία του Τάκη Παπατσώνη, τα έργα του οποίου χαρακτηρίζονται
από βαθιά θρησκευτική πίστη και γενικότερα
από την πίστη στις υψηλές αξίες της ζωής.
Στο ίδιο κλίμα με τον Παπατσώνη είναι και η ποίηση της Μελισσάνθης που είναι διαποτισμένη με έντονα
θρησκευτικά βιώματα και αγωνία για την τύχη τη ανθρώπινης ύπαρξης. Στο ίδιο
πνεύμα της ανανέωσης κινείται και το έργο άλλων ποιητών, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Καββαδίας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Νίκος Γκάτσος κ.ά.
http://www.scribd.com/doc/51286820/%CE%A3%CE%A5%CE%9D%CE%9F%CE%A8%CE%97-%CE%95%CE%9B%CE%A030
Σύγχρονη Ποίηση http://www.livepedia.gr/index.php/%CE%A3%CF%8D%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B7_%CE%A0%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7
Ι. Κατευθύνσεις της σύγχρονης τέχνης.
Τέχνη και ζωή είναι δύο έννοιες στενά συνδεδεμένες που ωστόσο
δεν ταυτίζονται πλήρως. Γιατί η Τέχνη αντλεί βέβαια από τη ζωή
και τη ζωή εκφράζει, όμως δεν είναι απλώς μια διήγηση, μια περιγραφή. Η γλαφυρότητα του ύφους και η αφηγηματική άνεση δεν αρκούν για να καταξιώσουν ένα έργο λογοτεχνίας.
Απαραίτητο είναι πρώτα απ' όλα το βίωμα. Αλλά πρέπει ακόμη να υπάρχουν ιδέες,
να ζούμε τα γεγονότα ή τις καταστάσεις με το μάτι του δημιουργού (αδιάφορο αν
συμφωνούμε ή διαφωνούμε μαζί του) και το σπουδαιότερο η εντύπωση από το έργο να
μη διαρκεί όσο το διάβασμα, αλλά να αφήνει κάτι, να ασκεί κάποια επίδραση στον
αναγνώστη, να το αναθυμάται αργότερα. Τότε μόνο το λογοτέχνημα, κι αν θέλετε το
θέατρο, οι εικαστικές τέχνες, η μουσική, έχουν αλήθεια, επιτελούν ένα έργο κι εκφράζουν το
συγγραφέα, τον καλλιτέχνη ή το μουσουργό.
Εκφράζουν δε κατά πρώτο λόγο τη θέση του απέναντι στην εποχή του. Η αληθινή
τέχνη αποτελεί τη γνήσια έκφραση της ζωής και ειδικότερα ορισμένης εποχής. Έτσι
όταν διαβάσουμε λίγους στίχους του Ομήρου, με τον πλούτο εκείνο των επιθέτων
και τα κλέη των σπουδαίων ανδρών, θα μεταφερθούμε νοερά στη λίγο προγενέστερή
του ηρωική εποχή των Αχαιών, στο λαμπρό Ίλιον και θα ακούσουμε τον απόηχο από
τις κλαγγές των όπλων, από τη φοβερή σύγκρουση που έγινε, όπως θέλει ο ποιητής,
"για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη".
Κι όταν ξεφυλλίσουμε λίγες σελίδες από τα δράματα ή τα σονέτα του Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ, θα ζήσουμε σε ένα άλλο κλίμα, εκείνο της Ελισαβετιανής εποχής. Η
ιστορία και το επικό στοιχείο είναι δοσμένα από το μεγάλο δημιουργό "από
πρώτο χέρι". Όμως τόσο ο Όμηρος όσο και ο Σαίξπηρ δεν περιορίζονται
στο ιστορικό πλαίσιό τους, αλλά απεικονίζουν τις ιδέες του καιρού τους. Ο
αθάνατος δημιουργός της "Ιλιάδας" και της "Οδύσσειας"
κωδικοποίησε πρώτος αυτός τους ηθικούς, θρησκευτικούς και κοινωνικούς νόμους
των Ελλήνων. Δεν περιέγραψε απλώς ηρωικές πράξεις. Έστησε έναν ολόκληρο κόσμο
ιδεών.
Τα έργα του Σαίξπηρ, εξάλλου, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Γκαίτε, "περιστρέφονται
γύρω από ένα κρυφό σημείο, που κανένας φιλόσοφος δεν το είδε και δεν το
καθόρισε κι όπου η ιδιομορφία του εγώ, η δήθεν ελευθερία της βουλήσεώς μας,
συμπίπτει με την αναγκαία πορεία του συνόλου".
Αν τώρα ανατρέξουμε στην πνευματική κληρονομιά του εθνικού μας ποιητή
Διονυσίου Σολωμού θα γνωρίσουμε τη φιλοσοφία του Ιερού μας Αγώνα, θα
αισθανθούμε στιγμές ανατάσεως και πατριωτικού μεγαλείου, θα νιώσουμε τον παλμό
της μεγάλης ώρας του σηκωμού. Γιατί ο Σολωμός είναι η έκφραση της
επαναστατημένης Ελλάδας. Και προπάντων ο οδηγητής του έθνους στη σωστή γλωσσική
πορεία και ο κήρυκας της ελληνικής αξιοπρέπειας.
Αργότερα θα έλθει ο Κωστής Παλαμάς, για να δώσει με τα πολυπλουμισμένα
ποιητικά σχήματα της εποχής του την εικόνα του κόσμου της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και
για να αγωνισθεί για την επιβολή της ζωντανής γλώσσας στη συνείδηση και στη ζωή
του Έθνους μας.
Ο δημιουργός, συμπεραίνουμε, ο αληθινός καλλιτέχνης ανήκει και εκφράζει την
εποχή, τον κόσμο ή το έθνος του. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει τη διάρκεια και την
αντοχή του στο χρόνο. Αντίθετα την εξασφαλίζει. Διαβάζοντας, σήμερα, ή
ακούγοντας σε ένα αρχαίο θέατρο τον επιγραμματικό λόγο των αρχαίων τραγικών για
τις μεγάλες ηθικές αξίες του ανθρώπου, που έμειναν και θα παραμείνουν
αναλλοίωτες όσο θα υπάρχει πολιτισμός, όσο οι άνθρωποι θα είναι άνθρωποι, ή τον
χαριτωμένο διάλογο του Αριστοφάνη για το αιώνιο θέμα της ειρήνης, δεν
αισθανόμαστε πλήρη ταύτιση με τους μακρινούς εκείνους προγόνους μας; Τα ίδια
εκείνα θέματα μας απασχολούν και σήμερα, τα ίδια προβλήματα μας βασανίζουν.
Μόνο που εκείνοι μιλούν σε μια άλλη γλώσσα, ή για να κυριολεκτήσουμε σε μια
άλλη μορφή γλώσσας, εκείνη της εποχής τους. Στιχουργούν και γράφουν στη δική
τους γλώσσα, στη δική τους τεχνική. Αυτήν που τους εκφράζει.
Εδώ ας σταθούμε για λίγο κι ας εξετάσουμε ένα θέμα που ήδη τίθεται μπρος
μας. Αφού οι ιδέες, οι αξίες είναι βασικά οι ίδιες, γιατί η μορφή, η τεχνική ν'
αλλάζει από εποχή σε εποχή και η σημερινή ηλεκτρονική μουσική π.χ. να διαφέρει
τόσο από τη μορφή της μουσικής των αρχαίων, όπως οι ελάχιστες σχετικές
μαρτυρίες μας τη διασώζουν; Μα για τον ίδιο ακριβώς λόγο, που σήμερα δεν φοράμε
χλαμύδα ή δεν χρησιμοποιούμε την πυρά για να ζεσταθούμε στις πολυκατοικίες. Η
σημερινή γλωσσική και λογοτεχνική φόρμα είναι αποτέλεσμα πολύχρονης πορείας και
επεξεργασίας. Ίσως κανείς θα επισήμαινε το φαινόμενο της απώλειας, της φθοράς.
Όμως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της εξέλιξης αυτής είναι η απλοποίηση, η
συμπύκνωση, η λιτότητα. Με την οποία και μόνο μπορεί να αισθάνεται ο άνθρωπος
άνετα στο χάος της εποχής μας και να αναπνέει. Όπως ακριβώς όταν φοράει μια
μπλούζα και καταργεί τους φιόγκους, τις γραβάτες, τα μανικετόκουμπα και
βρίσκεται πιο κοντά στον εαυτό του. Παρατηρείστε σήμερα μια επίσημη δεξίωση,
όπου το πρωτόκολλο δεν το επιβάλλει, ελάχιστοι προσέρχονται με επίσημο ένδυμα.
Οι περισσότεροι προτιμούν ένα σκουρόχρωμο κοστούμι. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει
με την τέχνη. Ο σύγχρονος δημιουργός για να μιλήσει στο σύγχρονο, τον
κουρασμένο αναγνώστη, μέσα στον πληθωρισμό της εποχής μας, πρέπει να του το πει
αυτό που θέλει χωρίς περιττολογίες, χωρίς βερμπαλισμούς. Μόνο με τον τρόπο αυτό
θα τον αγγίξει και ενδεχομένως θα τον κατακτήσει. Έτσι εκείνος που θα
επιχειρήσει να γράψει σήμερα ένα λογοτέχνημα στην καθαρεύουσα, ένα ποίημα με
ρίμα και την παλιά τεχνουργία, εκείνος που θα ζωγραφίσει έναν πίνακα με την
τεχνοτροπία, ας πούμε, της περιόδου του ρομαντισμού, ο γλύπτης που θα δουλέψει
με τον τρόπο του κλασικισμού, είναι καταδικασμένος σε αποτυχία. Γιατί τα μέσα
αυτά δεν είναι σύγχρονα. Ανήκουν σε άλλες εποχές, εκφράζουν άλλους καιρούς. Ο
σύγχρονος πεζογράφος θα επιδιώξει την αφαίρεση, ο καλλιτέχνης θα σπάσει τη
φόρμα και θα δουλέψει ελεύθερα, ο ποιητής θα γίνει, αν χρειασθεί, αντιλυρικός,
πεζός, αλλά πάντοτε αντιρητορικός.
Για να κατανοήσουμε όμως τις σημερινές τάσεις και κατευθύνσεις της Τέχνης,
πρέπει να επιχειρήσουμε μια αναδρομή, για να δούμε πώς η αλλαγή, πώς ο αιώνας
μας δημιούργησε τη μορφή αυτή.
Ας αρχίσουμε από την Αναγέννηση, που αναβάπτισε τον άνθρωπο στον κλασσικό
ουμανισμό. Τι άλλο υπήρξε παρά μια επανάσταση, που διέλυσε τα σκοτάδια του
Μεσαίωνα και απελευθέρωσε τον Ευρωπαίο από τα δεσμά της θρησκευτικής
δεισιδαιμονίας και από την καταπίεση της Ιεράς Εξετάσεως; Η επανάσταση αυτή
ήταν καθολική και άλλαξε τη μορφή του κόσμου και την εικόνα της τέχνης. Ο καλλιτέχνης
απολυτρώθηκε από τους περιορισμούς του σκοταδισμού και των προκαταλήψεων και
άρχισε να προχωρεί σταθερά στο δρόμο της ελεύθερης δημιουργίας.
Μέσα από την Αναγέννηση ξεκίνησε η νεότερη επιστήμη. Η φιλοσοφία ελεύθερη
φτερούγισε και οδήγησε στην ακμή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ο γαλλικός 18ος
αιώνας παρουσιάζεται σαν ένας λαμπρός αστερισμός από λογοτέχνες γεμάτους
ανησυχία και επιθετικότητα, αλλά με θέση. Η μαχητικότητα του διαφωτισμού πνίγει
τη φωνή της λυρικής και της τραγικής ποιήσεως, όπως και της πρόζας. Η
φιλοσοφία, η δημοσιολογία, η κοινωνιολογία, είναι εκείνες που έχουν να
επιδείξουν τα πιο διαλεχτά ονόματα. Η μεγάλη Γαλλική Εγκυκλοπαίδεια είναι
δημιούργημα της εποχής αυτής. Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα είναι η
αντικατάσταση της λατινικής από τις κατά τόπους λατινογενείς γλώσσες. Έτσι το
γλωσσικό ζήτημα, τόσο σημαντικό για τη διάδοση των φώτων και την εξάπλωση της
παιδείας, βρήκε στην Ευρώπη ιδανική λύση.
Στην Ελλάδα δυστυχώς τα πράγματα δεν ήταν το ίδιο εύκολα. Εδώ δεν είχαμε μια
γλώσσα ξένη, αλλά τη γλώσσα των προγόνων και οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να
αντιληφθούν πως ήταν δυνατό να αναστηθεί η προγονική δόξα χωρίς την
αποκατάσταση της προγονικής γλώσσας. Η τάση καθαρισμού που εκδηλώθηκε, υπήρξε
ολέθρια για την παιδεία του τόπου στα μεταγενέστερα χρόνια. Νόθευε την ποιητική
και λογοτεχνική γλώσσα, που άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από τον 10ο αιώνα με το
έπος του Διγενή Ακρίτα, τη γλώσσα του "Ερωτοκρίτου", του
Σολωμού και των αγωνιστών, τη γνήσια λαϊκή γλώσσα και έδωσε την εξαμβλωματική
καθαρευουσιάνικη ποίηση της πρώτης αθηναϊκής σχολής.
Κουρασμένη από τη φιλοσοφία η ευρωπαϊκή σκέψη, θέλγεται από τις νέες
επιστημονικές θεωρίες. Ένα τεράστιο κύμα αμφιβολίας ταράζει την απόλυτη γαλήνη
που χαρακτήριζε τον επιστημονισμό τον 19ο αιώνα. Ο ρομαντισμός έρχεται να
πιστοποιήσει την αβεβαιότητα. Πρώτα η ποίηση και μετά η νεώτερη σκέψη θα
φθάσουν στην άρνηση του επιστημονισμού. Διψασμένη και διχασμένη η ψυχή του
ανθρώπου, μέσα από μια κλονισμένη ατμόσφαιρα επιστημονικής αβεβαιότητας,
ανακαλύπτει τη φύση σαν αιώνια αξία και σαν μορφή διαρκείας και επιβιώσεως.
Αντίθετα προς το ανθρωποκεντρικό ιδεώδες της αρχαιότητας, εκείνο του ανθρώπου
του περασμένου αιώνα περιστρέφεται γύρω από τη φύση.
Ήδη από τον 18ο αιώνα, οι προρομαντικοί ποιητές της Αγγλίας ανοίγουν νέους
προσανατολισμούς και τραβούν σε ανοιχτούς ορίζοντες. Η αίσθηση της φύσης, ο
ρεμβασμός, η ονειροπόληση, γνωρίζουν ολοένα ευρύτερη διάδοση. Όμως οι
προρομαντικοί δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν πέρα από την ανανέωση της ουσίας και
στην ανανέωση της μορφής της ποιήσεως. Η τελευταία αυτή θα γίνει τυραννική
αναζήτηση για τους τεχνίτες του λόγου στον αιώνα του ρομαντισμού. Από το
ρομαντισμό άλλωστε ξεκίνησαν οι πιο σημαντικές λογοτεχνκές σχολές και
τεχνοτροπίες.
Μια αναρχία παρατηρείται και ένα χάος δημιουργείται με την κρίση που
παρουσιάζει η ευρωπαϊκή συνείδηση στην περίοδο του ρομαντισμού, ιδίως με την
έλλειψη ισορροπίας στις επιδιώξεις της. Άγονη αντίδραση υπήρξε ο παρνασσισμός
που με το ψευδοκλασικό ιδεώδες του προσπάθησε να επαναφέρει τα πράγματα στη
θέση τους. Αυτό όμως δεν ήταν ανανέωση, αλλά οπισθοδρόμηση, γι' αυτό και δεν
ευδοκίμησε.
Αντίθετα ο συμβολισμός παραμερίζοντας τα μεγάλα οράματα του ρομαντισμού,
αλλά και το εξεζητημένο ύφος με τα σπάνια επίθετα του παρνασσισμού,
περιορίσθηκε σε ένα μικρότερο χώρο "ονειροπολώντας ψιθυριστά σε ένα
απλό λυκόφως". Η αξία του όμως υπάρχει κατεξοχήν στο καθαρό ποιητικό
του ύφος. Δίδαξε μια νέα τεχνική που παρουσίασε μια νέα αισθητική. Η γοητεία
του έγκειται στους "μουσικούς κυματισμούς των λεκτικών συμβόλων".
Από την άλλη όμως πλευρά στέρησε την ποίηση και το αυθεντικό όραμα της φύσης
και είχε πάντοτε το βλέμμα του στην εξωτερική εντύπωση. Δεν εισχώρησε στο
εσωτερικό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Με τον υπερρεαλισμό, η τέχνη καταργεί κάθε σύνδεσμο με τον αντικειμενικό
κόσμο και βυθίζεται στο υποσυνείδητο φθάνοντας συχνά σε αφηρημένη μορφή. Το
όνειρο γίνεται παντοδύναμο. Οι υπερρεαλιστές απορρίπτουν τις παραδοσιακές αρχές
της μορφής και δημιουργούν έναν καινούργιο κόσμο με την αντιπαράταξη θεμάτων
και καταστάσεων που δεν έχουν σχέση. Έτσι κάποτε έφθασαν σε ακρότητες που
τελικά καταδίκασαν την ποιητική τους σχολή και δεν άργησαν να βρεθούν μπρος σε
αδιέξοδο.
Αν επιχειρήσουμε τώρα να εντοπίσουμε του λόγους, εξαιτίας των οποίων δεν
επιβίωσαν, τόσο ο συμβολισμός όσο και ο υπερρεαλισμός, ανεξάρτητα από την
καλλιτεχνική προσφορά τους και την οπωσδήποτε αποφασιστική συμβολή τους στην
ανανέωση και την αποδέσμευση του ποιητικού λόγου και της τέχνης γενικά από
προκαθορισμένες φόρμες, θα παρατηρήσουμε ότι και οι δύο αυτές λογοτεχνικές
σχολές δεν εμβάθυναν στην πραγματικότητα, δεν εξέφρασαν τη ζωή, αλλά μια τάση
της Τέχνης.
Οι καιροί μας σκληροί, δύσκολοι, τραχείς, άλλον τρόπο γραφής επέβαλαν. Έτσι
η τέχνη απολυτρώθηκε από κάθε σχήμα και συμβατικότητα, έσπασε τα καλούπια και
τις προκατασκευασμένες φόρμες και τράβηξε απόλυτα ελεύθερη, με την άνεση της
λυμένης γραβάτας. Αγχώδης, νευρωτική, συχνά κουραστική, ξέφυγε από τη ρουτίνα
που την καταδίωκε αιώνες. Βέβαια όλη αυτή η ελευθερία τώρα δημιούργησε πολλούς
κινδύνους (μερικοί από αυτούς είναι το παράλογο, η κατάργηση της ίδιας της
τέχνης, τα χάππενινγκς (=δρώμενα) στο ζωντανό θέατρο). Κι ακόμη έδωσε την
εντύπωση ότι πρόκειται για εύκολη υπόθεση με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας
παραλογοτεχνίας.
Αυτά όμως είναι περαστικά φαινόμενα και σε τελευταία ανάλυση δεν βλάπτουν.
Τα χάππενινγκς, δεν είναι βέβαια τέχνη, αφού ισοπεδώνουν με τη συμμετοχή των
θεατών το θέατρο με τη ζωή. Είναι όμως μια προσπάθεια ανανεώσεως. Και η τέχνη,
η αληθινή τέχνη, για να ζήσει και να αναπτυχθεί πρέπει να πειραματίζεται, να
δοκιμάζει. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα επιτύχει την ανανέωσή της.
Μερικοί είπαν ότι από τη σύγχρονη δημιουργία δεν θα επιβιώσουν παρά
ελάχιστες σελίδες ενδεικτικές του ύφους της. Και στην περίπτωση αυτή υπάρχει
ένα μεγάλο κέρδος, γιατί είναι σίγουρο ότι η σύγχρονη τέχνη, γνήσιο παιδί του
καιρού μας, απέκτησε πια την ελευθερία της. Ένα μέγιστο αγαθό που είναι βέβαιο
ότι αν δεν την οδηγήσει σε μεγάλα επιτεύγματα και αριστουργήματα, τουλάχιστον
θα την βοηθήσει να δώσει σωστά τον παλμό, την αγωνία και το κλίμα της νέας
εποχής των τεχνολογικών αλμάτων και των διαπλανητικών εξερευνήσεων.
ΙΙ. Το πρόσωπο της νέας ποίησης.
Άλλοτε την ποίηση την χαρακτηρίζαμε και ως έμμετρο λόγο. Ή μάλλον δεν ήταν
δυνατό να νοηθεί ποίηση χωρίς έμμετρο λόγο. Έτσι τη διακρίναμε από την πεζογραφία,
που την αναλύαμε ως τον πεζό λόγο και τη χωρίζαμε στα κείμενα πεζογραφικής
φαντασίας (διήγημα- νουβέλα- μυθιστόρημα) και σε εκείνα της ταξιδιογραφίας και
της κριτικής και δοκιμιογραφίας. Αν ανοίξουμε ένα οποιοδήποτε εγχειρίδιο με
στοιχεία νεοελληνικής γραμματολογίας και καλολογίας, τους ορισμούς και τις
διακρίσεις αυτές θα συναντήσουμε.
Έχουμε μπρος μας ένα μεθοδικό βιβλίο, του γυμνασιάρχη Κ.Γ. Παπαγεωργίου. Μας
πληροφορεί: "Ο λόγος γενικά διακρίνεται στον προφορικό και στον γραπτό.
Ο προφορικός λόγος είναι η καθημερινή και η φυσική μας ομιλία. Ο γραπτός λόγος
είναι που διατυπώνεται γραπτά: διαιρείται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
- τον πεζό λόγο ή την
πεζογραφία (πρόζα) και
- τον έμμετρο λόγο ή την
ποίηση.
Η πεζογραφία (πρόζα) μοιάζει με τον προφορικό λόγο, την
καθημερινή ομιλία, ενώ ο έμμετρος λόγος (ποίηση) παρουσιάζει στίχους,
ομοιοκαταληξίες, μέτρα και ρυθμούς".
Μάταια θα επιχειρήσουμε να εντάξουμε στον ορισμό αυτό τη νέα ποίηση. Είδαμε
ήδη πώς η σύγχρονη τέχνη έσπασε τα δεσμά που αιώνες πριν την κρατούσαν
καθηλωμένη σε ορισμένα αμετακίνητα σχήματα και μορφές, πώς ανέτρεψε κάθε
μανιέρα και ελεύθερη πια μπόρεσε να πιάσει τον παλμό της εποχής μας και να
εκφράσει τον άνθρωπο του καιρού μας. Τούτο έγινε ιδιαίτερα αισθητό στον
ποιητικό λόγο, όπου η ρίμα και το μέτρο δυνάστευαν ουσιαστικά την εξωτερίκευση
των εσωτερικών ανησυχιών και των ψυχικών αντιδράσεων του ποιητή. Τη νέα αυτή
ποίηση, τη γνήσια ποίηση του αιώνα μας αδυνατούν να αγκαλιάσουν οι παραπάνω
ορισμοί.
Και ίσως διερωτηθεί κανείς: Πώς είναι τότε δυνατό να είναι ποίηση, αυτή όταν
δεν πληρεί τους στοιχειώδεις όρους του ορισμού; Για να τον προλάβουμε θα
ανατρέξουμε και πάλι στο απώτατο παρελθόν, για να δούμε πώς η ποίηση εξελίχθηκε
μέσα στους αιώνες ως τις μέρες μας. Ο ποιητικός λόγος εμφανίσθηκε στα πανάρχαια
χρόνια με τη μορφή πένθιμων τραγουδιών, τραγουδιών του υμέναιου και
θρησκευτικών τραγουδιών. Αργότερα αναπτύχθηκε η επική ποίηση, η οποία αφηγείται
πράξεις και κατορθώματα ηρώων και συνδέεται άμεσα με τη θρησκεία, καθώς οι
θεότητες παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην όλη εξέλιξη των γεγονότων ή
πρωταγωνιστούν σ' αυτά.
Προηγήθηκε μάλιστα η εμφάνιση της ποιήσεως από εκείνη της πεζογραφίας. Το
φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο. Η διάδοση των επών γινόταν μόνο προφορικά (όπως
είναι γνωστό καταγράφηκαν μόλις επί Πεισιστράτου) και τούτο γινόταν δυνατό μόνο
με ορισμένη τεχνική.
Έρευνες του Αμερικανού Milman Parry στη Γιουγκοσλαβία όπου οι αοιδοί και
σήμερα ακόμη με ορισμένη τεχνική αποστηθίζουν μεγάλα ποιήματα, τον οδήγησαν στο
συμπέρασμα ότι ανάλογη τεχνική υπήρχε και για τα ομηρικά ποιήματα.
Χρησιμοποιώντας ο αθάνατος δημιουργός τους ένα κοσμητικό επίθετο, το οποίο
συνοδεύεται σταθερά από ένα κύριο όνομα ή ουσιαστικό, δημιουργεί μια μετρική
και νοηματική ενότητα, που την εφαρμόζει συχνά με τον ίδιο τρόπο. Με τον τρόπο αυτό
προχωρεί στη δημιουργία των στίχων, όπου τον διευκολύνουν οι στερεότυποι στίχοι
και τα ημιστίχια. Έτσι η φιλολογική επιστήμη εξηγεί σήμερα την προφορική
παράδοση των επών, πριν την καταγραφή τους.
Τα ομηρικά έπη, όπως και όλη η επική ποίηση των αρχαίων έχουν συντεθεί στο
δακτυλικό ή ηρωικό εξάμετρο. Αυτό αποτελείται από έξι πόδες, από τους οποίους ο
τελευταίος είναι ελλιπής κατά μία συλλαβή και γι' αυτό ο εξάμετρος στίχος είναι
καταπληκτικός. Οι πόδες του αποτελούνται από μία μακρά συλλαβή και δύο βραχείες
ή από δύο μακρές. Ο πρώτος τύπος λέγεται δάκτυλος και ο δεύτερος σπονδείος. Ο
έκτος πόδας του στίχου έχει την τελευταία συλλαβή αδιάφορη, δηλαδή μακρά ή
βραχεία. Και ο δάκτυλος και ο σπονδείος είναι τετράσημοι πόδες, έχουν δηλαδή
τέσσερις χρόνους, γιατί θεωρητικά μια μακρά συλλαβή ισοδυναμεί με δύο βραχείες.
Κάθε λέξη ανάλογα με τον αριθμό και την ποσότητα των συλλαβών της τείνει να
καταλάβει ορισμένη θέση στον στίχο, ώστε να δημιουργήσει τους κατάλληλους
συνδυασμούς μακρών και βραχειών συλλαβών, που επιτρέπουν την ομαλή σύνθεση του
στίχου σύμφωνα με τους κανόνες του ελληνικού λόγου. Έτσι η επική ποίηση
χαρακτηρίζεται βασικά από τον έμμετρο λόγο.
Έπειτα αναπτύχθηκε η λυρική ποίηση, η οποία εκφράζει κυρίως τον υποκειμενικό
κόσμο του ποιητή. Η λυρική ποίηση εκφράζεται με διάφορα ποιητικά είδη: το
διθύραμβο, τον ίαμβο, την ωδή, τον παιάνα κλπ. Η δραματική ποίηση προήλθε από
τη συνένωση του έπους και της λυρικής ποίησης. Είδη της είναι η τραγωδία, η
κωμωδία, το σατυρικό δράμα, ο μιμίαμβος και το ειδύλλιο. Το βασικό γνώρισμα της
αρχαίας ποίησης, η διάκριση των φωνηέντων σε βραχέα και μακρά, άρχισε σιγά-σιγά
να εξαφανίζεται στο τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. και στους πρώτους αιώνες μ.Χ.
Από τότε η αλλαγή αυτή γενικεύθηκε και η αίσθηση της προσωδιακής προφοράς
περιορίσθηκε αργά, αλλά σταθερά. Βάση της μετρικής γίνεται τώρα ο τόνος, η
κανονική εναλλαγή τονιζομένων και ατόνων συλλαβών. Η προσωδία παραχωρεί τη θέση
της στον τονισμό. Ίχνη της νέας στιχουργίας βρίσκουμε στον 4ο αιώνα. Είναι
μερικοί στίχοι του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Η ζωντανή ποίηση χρειάζεται και
ζωντανούς ρυθμούς, αυτούς τους βρήκε στον πολιτικό δεκαπεντασύλλαβο.
Πότε ακριβώς καθιερώθηκαν δεν είναι γνωστό. Θετικές ενδείξεις έχουμε στον 10ο
αιώνα.
Είναι οι στίχοι που ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος περιέλαβε στο έργο του "Περί
της βασιλείου τάξεως":
Ίδε το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει φέρον υγείαν και χαράν και την
ευημερίαν ανδραγαθίαν εκ του Θεού βασιλεύσι Ρωμαίων και νίκην Θεοδώρητον κατά
των πολεμίων.
Πάντως δεκαπεντασύλλαβο βρίσκουμε ήδη στο κοντάκιο "Εις τα Άγια
Φώτα" του Ρωμανού του Μελωδού (τέλη πέμπτου-αρχές έκτου αιώνα). Στο
κοντάκιο αυτό ο πρώτος στίχος κάθε στροφής είναι δεκαπεντασύλλαβος. Πρέπει να
λεχθεί ότι οι Βυζαντινοί από φύση συντηρητικοί, δεν υιοθέτησαν εύκολα τα νέα
μέτρα και διατήρησαν την αρχαία προσωδία.
Όπως παρατηρεί ο Κρουμπάχερ: "Οι απονεκρωθέντες τύποι της
απηρχαιωμένης μετρικής δεν άφηνον να αναλάμψη ελευθέρως το πυρ του
αισθήματος". Έτσι οι αρχαιολάτρες λόγιοι του Βυζαντίου ονόμασαν τον
δεκαπεντασύλλαβο "πολιτικό", για να τον υποτιμήσουν, γιατί με
την ονομασία αυτή αποκαλούσαν καθετί το φθηνό, το κοινό, το άξιο περιφρονήσεως.
Όμως ο νέος στίχος επιβλήθηκε τελικά και έγινε ο εθνικός στίχος των Νεοελλήνων.
Πώς όμως κατορθώθηκε η μετατροπή της προσωδιακής τεχνουργίας σε τονική; Την
απάντηση μας τη δίνει στο "Περί γνησίας Προφοράς" έργο του ο
Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων: "Διότι τίποτ' άλλο δεν είναι
αυτοί οι πολιτικοί στίχοι ειμή πολλών Ομηρικών και άλλων παλαιών επών
απομιμήματα, κατά μόνους τους τόνους εκφωνουμένων, χωρίς του μακρού και του
βραχέος χρόνου την διάκρισιν".
Κάτι ανάλογο έγραψε και ο Ηλίας Βουτιερίδης: "Η τονική στιχουργία
δεν βασίζεται καθόλου επάνω στην τεχνική της αρχαίας, αλλά είναι γέννημα φυσικό
της αλλαγής των φωνητικών όρων της γλώσσας και της γενικής γλωσσικής
αλλαγής".
Για μεγαλύτερη επιβλητικότητα και μεγαλοπρέπεια ο νεοελληνικός στίχος
δέχθηκε ορισμένα συμπληρωματικά στοιχεία, όπως είναι η ομοιοκαταληξία, η
παρήχηση και η μιμητική αρμονία. Την ομοιοκαταληξία (ρίμα) χρησιμοποιούσαν οι
λαϊκοί στιχουργοί (ριμαδόροι), γιατί τους διευκόλυνε στο να συγκρατούν τις
στιχοπλοκίες τους. Με τον καιρό η ομοιοκαταληξία έγινε βασικό γνώρισμα της
καλής ποιητικής τέχνης!
Την αρχή της θα αναζητήσουμε στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, στον
Συνέσιο τον Κυρηναίο, στον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, στον "Ακάθιστο
Ύμνο". Από την εκκλησιαστική ποίηση περνά στην κοσμική κι ως τον 18ο
αιώνα διατηρεί ζευγαρωτή μορφή, με εξαίρεση τα κυπριώτικα ερωτικά τραγούδια του
16ου αιώνα, που παρουσιάζουν τεχνικότερη ομοιοκαταληξία λόγω ξένης επιδράσεως.
Στα μεταγενέστερα χρόνια η ομοιοκαταληξία υπήρξε σύνηθες γνώρισμα της
νεοελληνικής ποίησης. Δεν έλειψαν όμως και οι αντιδράσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αδαμάντιος Κοραής έγραψε ότι η "οργή των
Μουσών" έστειλε την ομοιοκαταληξία στην ποίησή μας, ότι είναι βάρβαρη
και ότι "κόλλησε σαν ψώρα" στους Έλληνες. Εξάλλου ο
Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων τη χαρακτήρισε ως "νεώτερον
άρτυμα όχι πολύ νόστιμον".
Ωστόσο η ομοιοκαταληξία έγινε κανόνας και αισθητική γραμμή. Ο Παναγιώτης
Σούτσος έγραφε:
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ ΜΟΥ ("Η κιθάρα")
Ξαπλωμένος υποκάτω σ' ένα δένδρο μυρωδάτο
Εκοιμήθηκα εις κλίνην από δάφνην και μυρσίνην,
Είδα όνειρον ωραίον με ροδόκρινον στεφάνι
Ο καλός μας Ανακρέων εις τον ύπνον μου εφάνη
Αυτό ήταν το ποιητικό πρότυπο. Αδυνατούσε όμως να εκφράσει τον αιώνα των
κοσμογονικών εξελίξεων. Έτσι σιγά-σιγά χάθηκε και άφησε την ποίηση ελεύθερη να
ανταποκριθεί στα αιτήματα της σύγχρονης εποχής και να μιλήσει χωρίς καμιά
δέσμευση, χωρίς κανένα περιορισμό. Αυτό όμως οδήγησε στην παρεξήγηση ότι η ποίηση
είναι εύκολη υπόθεση και αφού μετρικοί κανόνες δεν υπάρχουν, αραδιάζουμε ότι
μας έλθει στην τύχη και γράφουμε ποιήματα!
Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Η σύγχρονη ποίηση είναι πιο δύσκολη
από την παλιά. Δεν έχει βέβαια μετρικούς περιορισμούς, έχει ωστόσο κι αυτή τους
κανόνες, την αρμονία, τη μουσικότητα κάποτε, το σαρκασμό ή την ειρωνεία, έχει
τα σύμβολα, τους πυρήνες, το δικό της ύφος και σε τούτο διαφέρει από τον πεζό
λόγο. Το πρόσωπο της ποιήσεως άλλαξε, δεν καταργήθηκε. Μεταβλήθηκε η αισθητική,
ο ποιητής όμως, όπως ο αρχαίος, όπως ο Βυζαντινός ομότεχνός του, "ποιεί",
δημιουργεί ένα έργο τέχνης. Και για να το κατορθώσει, ασκείται, σπουδάζει,
καλλιεργεί τα εκφραστικά του μέσα.
Την εποχή μας διακρίνουν βασικά τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα: η απλότητα,
η λιτότητα και η συμπύκνωση. Άλλοτε σε όλους τους τομείς της ζωής
και της Τέχνης αρεσκόμασταν στο πλούσιο, στο υπερφορτωμένο, στο άφθονο.
Ασκητική η εποχή μας; Μάλλον πιο θετική και ίσως αρκετά κουρασμένη. Παρατηρεί
κανείς, αίφνης, τη σημερινή αρχιτεκτονική. Ποια ήταν η αισθητική πριν τον
πόλεμο; Πολλά φτιασίδια, κορεσμός, πολλά διακοσμητικά. Το ίδιο ακριβώς και
απαράλλαχτο φαινόμενο παρατηρείται και στους άλλους τομείς.
Αυτή είναι η φυσική εξέλιξη όλων των πραγμάτων. Στην παλαιογραφία, π.χ. όσο
πιο πριν ανατρέξουμε, τόσο οι αντιγραφείς των χειρογράφων είναι πιο
καλλιγράφοι, χωρίς κενά. Στα νεότερα χρόνια τα πάντα αντικαταστάθηκαν με
συντομογραφίες.
Έτσι και η ποίηση. Έχασε τα αλλοτινά χαρακτηριστικά της. Έπαψε στην ουσία να
είναι έμμετρος λόγος. Έχασε τη ρίμα, δεν έχει καλούπια. Το είπε ωραία, "λυρικά",
ο Σεφέρης: Ο λόγος μας εβάρυνε κι έπρεπε να τον απλουστεύσωμε. Προσοχή: Να τον
απλουστεύσουμε, όχι να πεζολογήσουμε. Η σύγχρονη ποίηση είναι συμπυκνωμένη,
χωρίς φτιασίδια, χωρίς ρητορισμούς. Αλλά δεν είναι πεζολογία, προς τι τότε να "ποιηθεί";
Γράφεται απλώς.
Ποιος είναι, λοιπόν, ο ορισμός της σύγχρονης ή όπως λέγεται, της μοντέρνας ή
νεότερης ποίησης; Η απάντηση δεν είναι και τόσο εύκολη. Ο κάθε σύγχρονος
ποιητής έχει τη δική του ποιητική. Οφείλει όμως να συνθέτει με ειρμό. Κι ακόμη
να μη γράφει για να μη τον καταλαβαίνει κανείς. Να δίνει ευκαιρίες για
προεκτάσεις. Να συμπίπτει. Να εκφράζει τη ζωή, να τη σχολιάζει, να την
υπομνηματίζει. Να έχει βιώματα και να μην είναι εγκεφαλικός. Και το σπουδαιότερο:
η ποίησή του να μην είναι αυτοσκοπός. Να μη γράφει για να πει ότι είναι
ποιητής. Αλλά από εσωτερική ανάγκη.
Με όλες τις απλουστεύσεις, σε όλες τις εποχές, οι προϋποθέσεις της
πραγματικής ποίησης δεν αλλάζουν. Γι' αυτό σήμερα διαβάζοντας Αισχύλο εκτιμούμε
τη μεγάλη ποιητική του αξία. Διαβάζοντας τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό ή τον
Ναπολέοντα Λαπαθιώτη θαυμάζουμε το τάλαντό τους. Η κενότητα, η ανυπαρξία δεν
καλύπτονται με καμιά απλούστευση.
Μιλώντας για τη σύγχρονη ποίηση, πρέπει ακόμη να πούμε ότι στην εξέλιξή της
έπαιξε σπουδαίο ρόλο η αυτόματη γραφή. Η αυθορμησία, που έδωσε στον ποιητή τη
δυνατότητα να φθάσει στην απόλυτη ειλικρίνεια, ν' αποκαλύψει το αληθινό του
πρόσωπο, να κατακτήσει την πλήρη ελευθερία, εκφράζοντας ότι βαθύτερο κρύβεται
στο υποσυνείδητό του. (Την πρώτη εμπειρία της αυτόματης γραφής δοκίμασε ο Αντρέ
Μπρετόν στο "Υπερρεαλιστικό Μανιφέστο του").
"Λογικευμένη" η υπερρεαλιστική διάθεση, περνάει μέσα από το
προσωπικό βίωμα, την εμπειρία, τις πνευματικές καταβολές, την προσωπική
φιλοσοφία, για να κατασταλάξει στη σύγχρονη ποίηση. Όπως εύστοχα έχει
παρατηρήσει ο Αντρέας Καραντώνης: "Ο ποιητής, σε όποια εποχή κι αν
ανήκει, όποια σχολή κι όποιο δόγμα κι αν ακολουθεί, είναι καταρχήν ένα
ξεχωριστό άτομο, έχει ένα προσωπικό ύφος και με αυτό το ύφος δοκιμάζει να
εκφράσει την ατομικότητά του, συνοψισμένη πολλές φορές σε ένα μήνυμα, σε έναν
ήχο, σε μια κραυγή, σε ένα χρώμα, αλλά που ακούονται ή βλέπονται από μας σαν
κάτι διαφορετικό από όλα τα άλλα παρόμοια. Ο ποιητής στέκεται και λειτουργεί
ατόφιος, ολόκληρος, μέσα στον γύρω κόσμο. Οπλισμένος με την πείρα των άλλων,
φέρνει και τη δική του και την προσφέρει στο κοινό κεφάλαιο. Αλλά καθώς φέρνει
την πείρα του δημιουργεί και το έργο του. Και μέσα εκεί εναποθέτει μοιραία,
έναν κόσμο αισθημάτων, στάσεων, στοχασμών και ευαισθησιών, που αποτελούν το
νευρικό πλέγμα του λόγου του και του ύφους του... Έμπνευση, θέμα, εσωτερικό
πλέγμα, λογική και υπέρλογη πραγματικότητα, είναι αξεδιάλυτα συνταιριασμένα
μέσα σε μια ροή λόγου ελεύθερα στιχουργημένου, δίχως στίξη, κινούμενου δίχως
σταθερούς κανόνες τονισμού, αρμονίας, επανάληψης ενός λόγου πνιγμένου κάτω από
ένα πλήθος εικόνων που διαδέχεται η μία την άλλη, ασύνδετα, απροσδόκητα, όπως
στο όνειρο που βλέπουμε κοιμισμένοι ή που πλάθουμε ξυπνητοί". (Α.
Καραντώνη: Εισαγωγή στη Νεώτερη Ποίηση, "Γαλαξίας", 1971, σσ.
109-110).
Αυτό ακριβώς είναι η μοντέρνα ποίηση, ένα όνειρο, που όταν φύγει και χαθεί
αφήνει πίσω τη γεύση του. Ένας ανεμοστρόβιλος, που όταν περάσει, εγκαταλείπει
εδώ κι εκεί κομμάτια ενός συνόλου, που αντίθετα με ότι συνέβαινε στην
παραδοσιακή τέχνη, είναι αδύνατο (και άσκοπο) να μετρηθεί σαν λεπτομερειακό
σύνολο, αλλά σαν γενικό σύνολο με δυνατούς πυρήνες. Μοιάζει η μοντέρνα ποίηση,
με μια συμφωνική συναυλία, που ο ακροατής πιάνει τα μοτίβα, αγγίζει το σύνολο,
το πνεύμα και το χαρακτήρα του έργου, αλλά δεν είναι να το παρακολουθήσει στην
κάθε του λεπτομέρεια. Ένα όνειρο, λοιπόν, είναι η σύγχρονη ποίηση, που οδηγεί
από τη φύση της σε μια προσπάθεια μαντικής: "Ανάμεσα από τις εικόνες
του" , σημειώνει ο Καραντώνης, "και μαζί με τις εικόνες,
ακούονται φράσεις σαν συνθήματα, σαν χρησμοί, σαν στιγμιαίες εξομολογήσεις, σαν
μισοαποκαλύψεις μυστικών, που καλά-καλά δεν τα ξέρει μήτε κι αυτός ο ποιητής,
που όμως συνταράζουν το λόγο του και του δίνουν το ύφος της ονειρικής μαντείας.
Στη νέα ποίηση η Πυθία, ξανάβρε πολλά από τα χαμένα της δικαιώματα, κι ίσως
αυτό να είναι από τις πιο σημαντικές κατακτήσεις του νεότερου ποιητικού λόγου.
Ένα μοντέρνο ποίημα, όποιο κι αν είναι το ειδικό του περιεχόμενο, μας κάνει να
περπατάμε σαν μέσα σ' ένα απεριόριστο όνειρο. Αυτή είναι η υπέρτατη γοητεία,
αυτή είναι η ουσιαστική λογική, αυτή είναι η τελική αισθητική σκοπιμότητα της
νέας ποίησης. Άλλοτε γύρευε να μας γοητέψει με τη λεκτική αρμονία, με τις
συνηχήσεις, με το ρυθμό, με το αίσθημα, με τη συγκίνηση, με το βάθος των
μουσικών ιδεών. Τώρα, χωρίς να παραγνωρίζει τις δοκιμασμένες μεθόδους, κοιτάζει
πώς να μας κάνει να ονειρευτούμε, τινάζοντας μπροστά μας πρωτοθώρητες εικόνες
που γοργά γλιστρούν μπρος από τα μάτια της φαντασίας μας και που όλες μαζί
δημιουργούν τη λυρική ψευδαίσθηση ενός άλλου κόσμου, πιο ελεύθερου, πιο
πλούσιου σε συνδυασμούς, αλλά και μαζί βαθύτερα πιο ανθρώπινου από τον
"καταγεγραμμένο" και ξεδιαλυμένο δικό μας- δηλαδή από τον κόσμο που
είναι η περιοχή της πρόζας, η περιοχή που με μύριους τρόπους ξεφαντώνει η
λογική και το πεπερασμένο και αλυσοδεμένο, στη συμβατική ψυχολογία και στις
κοινωνικές αξιώσεις, αίσθημα".
Όλα τα παλαιότερα ρεύματα, ο συμβολισμός, περισσότερο ο υπερρεαλισμός, ακόμη
κι ο ρομαντισμός σε μικρό βαθμό, άφησαν τα σημάδια τους στο σύγχρονο ποιητικό
λόγο, που, στις καλύτερες, στις γνήσιες στιγμές του, μπορεί να μην είναι
έμμετρη ποίηση, αλλά είναι οπωσδήποτε ποίηση, ένα αρμονικό συνταίριασμα από
πολύχρωμες ψηφίδες όλων των ειδών, ένα γερά δεμένο μωσαϊκό, που η ιδιαιτερότητα,
η αξία και η προσφορά του έγκειται στη συμπύκνωση, εκμετάλλευση και αξιοποίηση
της αναμφίβολα αξιόλογης πείρας μέσα από την καυτή πραγματικότητα του
σημερινού, του δικού μας παρόντος.
ΙΙΙ. Πάουντ - Έλιοτ- Σεφέρης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Έσδρας
Πάουντ (1885-1972), ο "πιο σημαντικός ζωντανός ποιητής της αγγλικής
γλώσσας", καθώς τον είχε αποκαλέσει, όσο ζούσε, ο μεγάλος Άγγλος
ποιητής Τ.Σ. Έλιοτ, υπήρξε ο αρχηγέτης της μοντέρνας ποίησης.
Ο Έσδρας Λούμις Πάουντ γεννήθηκε στο Αϊντάχο στις 30 Οκτωβρίου 1885. Ο
πατέρας του ήταν κλασσικός τύπος ληστή του Φαρ Ουέστ κι αυτό έκανε τον Έσδρα
αληθινά υπερήφανο. Φαινόμενο φιλομάθειας, μπήκε στο Πανεπιστήμιο της
Πενσυλβανίας στα 15 του χρόνια. Σπούδασε συγκριτική φιλολογία και λατινογενείς
γλώσσες. Πριν γίνει 17 χρονών, οι δάσκαλοί του τον ξεχώρισαν και του επέτρεψαν
να μελετάει μόνος του, για να μην καθυστερεί με τους υπόλοιπους μαθητές. Τρία
χρόνια αργότερα, το 1905, γίνεται φροντιστής με καθηγητικές αρμοδιότητες στο
ίδιο Πανεπιστήμιο.
Τύπος μποέμ, δεν μπορεί να προσαρμοσθεί με τις πανεπιστημιακές αρμοδιότητες.
Έτσι εγκαταλείπει την Αμερική και το 1908 αποβιβάζεται στο Γιβραλτάρ με 80
δολάρια στην τσέπη. Τον ίδιο χρόνο επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Βενετία και
τυπώνει στην πόλη αυτή την πρώτη του ποιητική συλλογή "Με σβησμένα
κεριά". Λίγους μήνες αργότερα εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου μένει ως
το 1920.
Εκεί τυπώνει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, τα "Πρόσωπα"
(Personae, 1909) και πραγματοποιεί μια πολύ επιτυχή εμφάνιση στους αγγλικούς
φιλολογικούς κύκλους.
Ο Σκοτ Τζαίημς διαβλέπει το ρόλο που θα παίξει στην ανανέωση του ποιητικού
λόγου και επισημαίνει την αξία του. "Στην αρχή αυτά τα ποιήματα,
γράφει, και η μετρική τους μοιάζει τρελή και ρητορική, μια απλή επίδειξη
δυνάμεως και πάθους χωρίς ομορφιά. Αλλά αν δει κανείς το βάθος θα ανακαλύψει
ότι αυτά τα περίεργα μέτρα έχουν τους δικούς τους νόμους και τη δική τους
τάξη".
Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου ο Πάουντ τυπώνει τις "Αγαλλιάσεις"
που γίνονται κι αυτές με ενθουσιασμό δεκτές από την κριτική. Στο Λονδίνο κυκλοφορεί
τα "Καντσόνι" του (1911), τις "Ριπόστες"
(1912), την "Κατάι", τα "Λούστρα" (1916) και
τη συλλογή "Χιου Σέλγουιν Μώμπερλυ" (1920), όπου το ύφος του
έχει πια αποκρυσταλλωθεί.
Το 1920 έφυγε για τη Γαλλία και έμεινε στο Παρίσι τέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Μετά πήγε στην Ιταλία, όπου έμεινε ως την πτώση του Μουσολίνι. Στα 1946-1947
κρατούμενος σε ένα αμερικάνικο στρατόπεδο κοντά στην Πίζα, με τα "Πιζάνικα
Κάντος" αναγνωρίζει τα λάθη του. "Λάθη ανθρώπινα",
καθώς τα λέγει. Αταίριαστα όμως στον μεγάλο δημιουργό που ποδηγέτησε ολόκληρη
γενιά Αγγλοσαξόνων ποιητών. (Ο Πάουντ είχε υποστηρίξει με πάθος τον Ιταλικό
Φασισμό).
Πληθωρικός λογοτέχνης ο Πάουντ έχει να παρουσιάσει μεταφράσεις, μελέτες,
πλατύ πρωτότυπο έργο. Τα "Κάντος" που καλύπτουν την ποιητική
του παραγωγή από το 1925 ως το 1950 (έφθασαν τα 109) είναι το αριστούργημά του.
Ο Έλιοτ τα θεωρεί ως το πιο σπουδαίο έργο του Πάουντ και πραγματικά πρόκειται
για ένα από τα πιο σημαντικά σύγχρονα ποιήματα, που γράφτηκαν στην αγγλική
γλώσσα. Ο ίδιος ο δημιουργός του το είχε ονομάσει "ένα ποίημα κάποιου
μάκρους". Το δούλευε χρόνια ολόκληρα και οδήγησε μ' αυτό την ποίηση σε
ένα ελεύθερο κανάλι, που αρδευόταν από ότι υψηλό έχει να παρουσιάσει ο
πολιτισμός της γης. Με το έπος αυτό του σημερινού ανθρώπου, χωρίς μύθο, χωρίς
υπόθεση, έτεινε στην παρουσίαση μιας ποιητικής σύνθεσης, που αντλούσε τα
συστατικά της από τις μεγάλες πολιτιστικές περιόδους της Γης (Κίνα του
Κομφουκίου, Ιταλία της Αναγέννησης, Αμερική της Ανεξαρτησίας των Τζέφφερσον και
Άνταμς) και ανίχνευε τις αιτίες που τις καταστρέφουν. (Η αρπακτική διάθεση των
μικρών, αλλά ισχυρών, οι μικροφιλοδοξίες, η απληστία καταστρέφουν εκείνο που
έστησαν οι μεγάλοι πολιτισμοί). Με το παλιό αυτό υλικό δημιουργήθηκε η νέα "μυθολογία"
του Πάουντ, η απαρχή της νέας ποιήσεως.
Ένα ψηφιδωτό είναι τα "Κάντος" από τους μεγάλους
πολιτισμούς της Ελλάδας, της Κίνας, της Ευρώπης. Μια ανισομερής, μα μελετημένη
σύνθεση που έχει αποτελεσθεί από γεγονότα, τα οποία άγγιξαν την ποιητική
ευαισθησία του Πάουντ.
Ο Γιώργος Σεφέρης μας έδωσε μια επιτυχημένη ανάλυση των "Κάντος":
"Ο αναγνώστης γυρίζοντας τις σελίδες, ζαλίζεται παρατηρώντας ένα σωρό
παρεμβολές ξένων κειμένων, περιστατικών ή στιχομυθιών - πολλές φορές σε ξένες
γλώσσες - προσώπων γνωστών από την ιστορία ή ολότελα άγνωστων, που δεν μπορεί
να εξηγήσει την απροσδόκητη παρουσία τους, τοπίων που μεταφέρουν την κλασσική
εποχή στην Αναγέννηση, στους καιρούς μας ή το αντίθετο. Δυσκολεύεται να κάνει
την ανάλυση του κειμένου που έχει μπροστά του και που είναι, νομίζω, άσκοπο να
την επιχειρήσει προτού εξοικειωθεί με το κλίμα της ποίησης αυτής. Ίσως είναι
καλύτερο να έχει υπόψη του, στην αρχή, ότι ο Pound μεταχειρίζεται την ποιητική
μεταφορά, με την κυριολεκτική της σημασία, σαν μια μεταφορά που μεταφέρει στ'
αλήθεια μέσα στο έργο του όλα όσα μπόρεσαν να μαζέψουν οι αντένες ενός
πνεύματος αδηφάγου, που έχει προσεταιριστεί ένα μεγάλο πλήθος από τα στοιχεία
που διαμόρφωσαν την τωρινή ζωή μας, είτε είναι κείμενα των Ελλήνων και των
Ρωμαίων, είτε ο μεσαίωνας, είτε η Αναγέννηση, είτε η προδαντική ποίηση των
προβηγκιανών. Και τα μεταφέρει με οδηγό, σχεδόν αποκλειστικά, το αίσθημα της
ρηματικής λειτουργίας ανήσυχο, ατίθασο, δεσποτικό, που δεν παραδέχεται κανένα
σχεδόν προδιαγραμμένο διάκοσμο, καμιά διάταξη και καμιά άλλη ιεραρχία, εκτός
από την ιεραρχία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ενός ρυθμικού παλμού".
(Βλ. Γ. Σεφέρη, Νέα Γράμματα, Απρίλης-Ιούνιος 1939).
Ο ίδιος κορυφαίος ποιητής μας έχει μεταφράσει στις "Αντιγραφές"
του μερικά από τα "Κάντος". Ένα απόσπασμα από τη μετάφραση του
πρώτου:
Αλλά ήλθε πρώτος ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας Ελπήνωρ,
Άθαφτος, απορριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,
Κουφάρι που τ' αφήσαμε στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυτο κι ασαβάνωτο, τα βάσανα μας κέντριζαν γι'
αλλού.</p><p>Αξιολύπητο πνεύμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:
"Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;
Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;
Και αυτός βαριά μιλώντας:
"Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Γλίστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.
Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος
Έπεσα πάνω στον τοίχο,
Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα, κ' η ψυχή γύρεψε τον Άδη.</p><p>Μα
εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με,
άκλαυτον, άθαφτο,
Σώριασε τ' άρματά μου,
φτιάξε μου τάφο στην ακρογιαλιά, και γράψε:
"Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ' όνομα μελλούμενο".
Και στήσε το κουπί μου που έλαμνα μαζί με τους συντρόφους".
Με το έργο αυτό ο Πάουντ άνοιξε νέους ορίζοντες στην ποίηση και δίδαξε
εκείνους που έκαναν την επανάσταση στην τέχνη. Αυτός καθοδηγούσε τον Τ.Σ. Έλιοτ
στους μορφικούς του πειραματισμούς, ώσπου να φθάσει στο "Γερόντιον",
το πρώτο ποίημά του με καθαρά ελιοτικό χαρακτήρα. Αυτός τον βοήθησε να "βγάλει"
τελικά την "Έρημη Χώρα" (1922), το μεγάλο του ποίημα,
"που δεν έβγαινε", διορθώνοντας και κόβοντας
αρκετούς στίχους. Τελευταία, μάλιστα, κυκλοφόρησε στην Αμερική ένας τόμος με το
αρχικό κείμενο του Έλιοτ και τις διορθώσεις του Πάουντ.
Ο ίδιος εξέδωσε τον τεράστιο "Οδυσσέα" (Ulysses) του
Τζαίημς Τζόυς (James Joyce), του άλλου μεγάλου σύγχρονου ποιητή της Ευρώπης,
που δεν έβρισκε εκδότη. Ο ποιητής των "Κάντος" έστρεψε το
ενδιαφέρον του Γέητς (W.B. Yeats) στα νέα εκφραστικά μέσα. Ο Πάουντ τέλος
βοήθησε τη γενιά του μεσοπολέμου να βρει το δρόμο της.
Ο Χεμινγουαίη, ο Ουίλλιαμς κι άλλοι ακόμη τον αναγνώριζαν ως δάσκαλό τους.
"Η καλλιτεχνική αξία των "Κάντος", παρατηρεί ο Erwin
Laaths, "έχει αναγνωρισθεί κι απ' τους εχθρούς του ακόμα, που
σκεπτόμενοι με τα στενά πλαίσια των πολιτικών συνθημάτων, τον κατηγόρησαν ως
φερέφωνο του φασισμού. Η τελευταία όμως λέξη για τον Πάουντ δεν θα ειπωθεί απ'
τους συγχρόνους του, φίλους ή εχθρούς, όπως άλλωστε και για το νεότερο συμπατριώτη
του, τον Έλιοτ, που το πρώτο ποίημά του "Το ερωτικό τραγούδι του Άλφρεντ
Προύφροκ" οφείλει στον Έσδρα Πάουντ την οριστική του έκδοση".
Για να φθάσει όμως ο Πάουντ στα αποτελέσματα που πέτυχε, ασκήθηκε σκληρά.
Μετέφρασε αρχαία τραγωδία, κινέζικη ποίηση, μεσαιωνικά ευρωπαϊκά έργα. Ο ίδιος
προσπάθησε από τους πρώτους να γνωρίσει συστηματικά στο αγγλόφωνο κοινό γάλλους
ποιητές της εποχής του συμβολισμού. Το 1910 δημοσίευσε το "Πνεύμα της
μυθιστορίας", μελέτη για τη λογοτεχνία της Αναγεννήσεως. Το 1934 το "Αλφάβητο
της Μελέτης" και 4 χρόνια αργότερα το "Culture".
Από το υπόλοιπό του έργο ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της λογοτεχνίας
έχουν τα γράμματά του. Κατά κανόνα οι μεγάλοι ποιητές έχουν να παρουσιάσουν κι
αξιόλογη πρόζα, που μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα την ποιητική τους.
Παραδείγματα ο Έλιοτ, ο δικός μας Σεφέρης. Το ίδιο κι ο Έσδρας Πάουντ. Όμως
εκείνο που οφείλουμε νηφάλια και αντικειμενικά, χωρίς προκατάληψη, να του
αναγνωρίσουμε είναι το προβάδισμα στην ανανέωση του νεότερου ποιητικού λόγου, ο
ελεύθερος αγέρας που εμφύσησε στη σύγχρονη ποίηση.
Όμως αν ο Πάουντ υπήρξε ο αρχηγέτης, ο Άγγλος ποιητής Τόμας Στηρνς Έλιοτ
(1888-1966), ήταν εκείνος που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή από κάθε άλλον στην
εξέλιξη της μοντέρνας ποίησης. Ιδιαίτερα η δική μας σύγχρονη ποίηση είναι βαθιά
επηρεασμένη από το μεγάλο αυτό ποιητή του αιώνα μας, που προερχόταν από μια
οικογένεια της Νέας Αγγλίας που είχε μεταναστεύσει τον 17ο αιώνα από ένα χωριό
του Σάμερσετ, το Ήστ Κόκερ, στη Μασσαχουσέτη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Έλιοτ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1888 στο Σαιντ Λούις του Μιζούρι.
Σπούδασε φιλολογία και ήδη το 1912 έγινε υφηγητής της φιλοσοφίας. Αργότερα
παρακολούθησε σπουδές στη Σορβόννη και έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη
γαλλική ποίηση που άσκησε επίδραση στο έργο του. Μετά εγκαταστάθηκε στην Αγγλία
και πέρασε στη βρετανική πρωτεύουσα ολόκληρη τη ζωή του. Το 1928 έγινε Βρετανός
υπήκοος.
Ο Έλιοτ δεν υπήρξε μόνο ποιητής, αλλά και εξαίρετος δοκιμιογράφος. Κατά
καιρούς συνεργάσθηκε ενεργά ως αρχισυντάκτης σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά,
όπου δημοσίευσε σημαντικότατες μελέτες. Το 1920 εξέδωσε έναν τόμο με τον τίτλο
"Ιερό Δάσος", όπου περιέλαβε πολλές από τις μελέτες αυτές. Ποιήματα
άρχισε να δημοσιεύει από μαθητής γυμνασίου. Η καταξίωσή του ήλθε το 1919 όταν ο
εκδοτικός οίκος Χόγκαρθ εξέδωσε σε 200 αντίτυπα τα "Ποιήματά" του.
Δύο χρόνια πριν (1915) ποιήματά του είχαν τυπωθεί στην "Καθολική
Ανθολογία" του Πάουντ. Εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στον ποιητή που
τον βοήθησε στα πρώτα του βήματα, του αφιέρωσε το 1922 την "Έρημη χώρα",
το δημοφιλέστερο ασφαλώς έργο του, που του προσεπόρισε τεράστια φήμη σε
ολόκληρο τον κόσμο και άσκησε τεράστια επίδραση στη νεότερη ποίηση. Στην "Έρημη
χώρα" ο Έλιοτ κατέχεται από ένα έντονο αίσθημα φθοράς και εκφράζει την
απογοήτευσή του από την αποσύνθεση των αξιών και το γέρασμα του κόσμου.
Καθώς σημειώνει ο μεταφραστής του Γιώργος Σεφέρης:
"Τα ποιήματά του, ως το τέλος του πολέμου, είτε γελοιογραφούν την
αγιάτρευτη μετριότητα ορισμένων χυδαίων τύπων, όπως ο Σουήνη, είτε στρέφονται
ανέλπιδα προς μια ολοκλήρωση ζωής χαμένης για πάντα, είτε συναντούν το σκέλεθρο
στην άκρη των αισθήσεων, κινούνται - ανεξάρτητα από τη γενίκευση που δέχεται η
καλλιτεχνική έκφραση - μέσα στον κύκλο ενός ατομικού δράματος. Η ειρήνη έδωσε
στον κόσμο να κοιτάξει βαθύτερα την απελπισία του. Στη Γαλλία, όπου το πνεύμα
συνηθίζει να κρατά μια κάποια υπερήφανη ανεξαρτησία, είχε κιόλας ξεσπάσει, στο
διανοητικό επίπεδο, η απόλυτη άρνηση. Στην Αγγλία ήταν ίσως οι συνθήκες πιο
πρόσφορες για να διατυπωθεί η μεταπολεμική απόγνωση με τρόπο αμεσότερα
ανθρώπινο. Ο θάνατος δεν είναι πια για τον Έλιοτ ένα προσωπικό συναίσθημα σε
ορισμένες περιπτώσεις, είναι όλα τα θνησιμαία που τον περιστοιχίζουν "ο
κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός". Με το "Γερόντιον", με την
"Έρημη χώρα", με τους "Κούφιους ανθρώπους", με τον
"Σουήνη αγωνιστή", τη γραμμή των ποιημάτων που καταλήγει στις
"Δυσκολίες Πολιτευομένου", ο Έλιοτ έδωσε όσο κανένας άλλος, αν όχι το
έπος μιας εποχής, καθώς έγραψαν, τουλάχιστο το έπος ενός βασικού συναισθήματος
μιας στιγμής της ιστορίας, ενός συναισθήματος που το νιώσαμε όλοι μας, είτε
θέλουμε να ζήσουμε τώρα, είτε θέλουμε να πεθάνουμε. Αν δεν έκανε τίποτε άλλο,
έκανε τουλάχιστο τούτο: έκοψε πίσω του μερικά γιοφύρια. Τη στιγμή που η
αποσύνθεση απλωνότανε τριγύρω του, το ένιωσε και το φώναξε. Μετά τον Έλιοτ
μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε, αλλά δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω προς
ορισμένα πράγματα σαπισμένα. Και ο τόπος της απομόνωσης έχει γίνει άθλια
στενός. Δεν είναι λίγο. Είπανε εναντίον του πως αφήνει τον αναγνώστη μέσα στη στεγνή,
στέρφα και άνυδρη "Έρημη χώρα" μόνο, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Αυτό θα
ήταν αλήθεια αν ο Έλιοτ δεν είχε δημιουργήσει ποίηση. Και η ποίηση όσο
απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των
παθών".
Από το 1925 ο Έλιοτ, επί 40 χρόνια συνεργάσθηκε με τον εκδοτικό οίκο
Φαίημπερ και βοήθησε από τη θέση εκείνη πάμπολλους νέους ποιητές. Παράλληλα
συνέχισε την προσωπική του προσφορά, εκτείνοντας τα ενδιαφέροντά του εκτός από
το δοκίμιο, στο θέατρο. Μόχθησε πολύ ο Έλιοτ για την επιβίωση του ποιητικού
δράματος. Το πρώτο ολοκληρωμένο θεατρικό του έργο υπήρξε το "Φονικό στη
Μητρόπολη" ("Murder in the Cathedral"), 1935, που ο Σεφέρης
μετέφρασε ως "Φονικό στην Εκκλησιά".
Όπως παρατηρεί στο μικρό πρόλογο, που προέταξε στη μετάφρασή του ο δικός μας
ποιητής, το "Φονικό στην Εκκλησιά" είναι έργο σύγχρονο με το
πρώτο από τα "Τέσσερα Κουαρτέτα" του, το "Burnt
Norton" (1935), αν προσέξει κανείς τα δύο κείμενα, δεν θα δυσκολευτεί
να παρατηρήσει πόσο είναι συγγενικά. Έτσι μόνο γι' αυτό - αν το κοιτάξει κανείς
σαν ένα ξεκίνημα για τα "Κουαρτέτα" - μπορούμε να πούμε ότι
σημειώνει έναν αξιοπρόσεχτο σταθμό στην ποιητική δημιουργία του" .
Η μεταφορά του θεατρικού έργου έγινε στη γλώσσα μας με αληθινή μαστοριά από
τον Σεφέρη κι ο υψηλός λόγος του Έλιοτ δεν προδόθηκε:
Όμως για το κάθε δεινό, την κάθε ιεροσυλία, το κακούργημα, το άδικο, την
καταπίεση, την αδιαφορία, την εκμετάλλευση, την κόψη του τσεκουριού, σεις κι
εσείς κι εσείς πρέπει να πληρώσετε. Το ίδιο κι εσείς.
Άλλα θεατρικά έργα του Έλιοτ είναι το "Κοκτέιλ Πάρτυ" (Τ.Σ.
Έλιοτ: Κοκτέιλ Πάρτυ, μετάφραση Μανώλη και Διονυσία Σκουλούδη, Αθήνα 1965), η "Οικογενειακή
Συγκέντρωση", "Ο Βράχος" (Τ.Σ. Έλιοτ: Δέκα χορικά απ'
το Βράχο, Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Ε.Ν. Μόσχου, Αθήνα 1969), "Ο
υπάλληλος εμπιστοσύνης" και "Ο γηραιός πολιτικός".
Οπωσδήποτε η αρχαία ελληνική τραγωδία άσκησε γόνιμη επίδραση στο θέατρο του
Έλιοτ, όπως και η βαθιά χριστιανική του πίστη, που διαποτίζει εκτός από τα "Τέσσερα
κουαρτέτα", την "Τετάρτη των τεφρών".
"Και στα ποιητικά αυτά έργα του Έλιοτ", γράφει ο Ε.Ν.
Μόσχος, "συναντούμε το ίδιο γνώριμο ύφος του, την ίδια λιτότητα, τον
ίδιο προβληματισμό, πάνω στα θεμελιακά ανθρώπινα προβλήματα.
Αλλά εδώ η αντιμετώπισή τους είναι διαφορετική. Είναι η Χριστιανική Πίστη
και Ελπίδα, που δίνει στις ιδέες του και στους στοχασμούς του, μια καινούργια
διάσταση.
Στην "Τετάρτη των Τεφρών" βλέπουμε τον ποιητή, που τον
απασχολεί το πρόβλημα του χρόνου και της ματαιότητας, να οδηγείται, με μια
μυστικιστική διάθεση, γιομάτη μεταμέλεια, εγκαρτέρηση και ταπεινοφροσύνη, στην
αγκαλιά του Θεού. Το ίδιο και στα "Τέσσερα Κουαρτέτα", έργο
λυρικότερο και με έντονες φιλοσοφικές αναζητήσεις και πάλι, γύρω από το
πρόβλημα του χρόνου, δεσπόζει η παρουσία του Άχρονου, που εξουσιάζει και πάνω
στη ροή του χρόνου και λυτρώνει τον ποιητή και που αυτός ο Άχρονος, δεν είναι
άλλος από το Σαρκωμένο Λόγο".
Όταν πέθανε ο Έλιοτ έγραψαν :
"Από τις εξωλογοτεχνικές επιδράσεις που συνέβαλαν πολύ στην ποιητική
εξέλιξη του Έλιοτ, πρώτη πρέπει να θεωρηθεί η θρησκεία. Η εξονυχιστικότητα, το
ηθικό γούστο και η πνευματική αυστηρότητα που αποτελούσαν κληρονομιά των
προγόνων του της Νέας Αγγλίας, σε συνδυασμό με την αγγλικανική παράδοση
κατεύθυναν την ποίησή του ακόμη μακρύτερα προς τη διερεύνηση του πνεύματος και
την αναζήτηση πνευματικών αξιών. Από την "Έρημη χώρα" και τους
"Ρηχούς ανθρώπους" ως το "Ταξίδι των Μάγων", την
"Τετάρτη των Τεφρών" και τα "Τέσσερα κουαρτέτα" υπάρχει μια
σταθερή γραμμή εξελίξεως όσον αφορά στη θετική επεξεργασία της θρησκευτικής
εμπειρίας".
Μεγάλη επιρροή πάνω στον Έλιοτ άσκησαν οι Γάλλοι συμβολιστές. Το λυρισμό
όμως εκείνων τον μετέτρεψε σε δραματική ποίηση.
"Ο άνθρωπος", έχει πει ο Καραντώνης, "ακόμα κι ο
καλλιτέχνης, δεν μπορεί να ζήσει έξω από την αμεσότητα του κόσμου, και μάλιστα
ενός κόσμου με την πείρα, τον πλούτο, τις αντιθέσεις, το μεγαλείο, την
τραγικότητα, τις επιτεύξεις και τις δυνατότητες του σημερινού. Γι' αυτό και η
ποίηση, μετά την ουρανοσκόπηση που έκαμε με το συμβολισμό, έπειτα από τα ωραία
φτερουγίσματά της προς τα ύψη της καθαρής μορφής, προς την ουτοπική αναζήτηση
της ουσίας της, αφού μας έδειξε να λαμποκοπάν σιμά στον ήλιο στίχοι - κρύσταλλα
πολυεδρικά, έπεσε με το κεφάλι στη λασπωμένη γη, σα λαβωμένο πουλί, διψώντας
για νερό, για χώμα, για αίμα, για ψωμί - ακόμα και για εφημερίδα".
Το πνεύμα αυτό εξέφρασε ο Έλιοτ και με το λιτό και αδρό ποιητικό του λόγο
άνοιξε νέους ορίζοντες στην ποίηση του καιρού του. Άσκησε γι' αυτό τεράστια
επίδραση στους νέους συμπατριώτες του ποιητές, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα.
Το 1948 τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας.
Στην Ελλάδα ο Γιώργος Σεφέρης μεταφύτευσε με ιδιαίτερη επιτυχία τον
ελιοτισμό και κατόρθωσε την ανανέωση της ελληνικής ποίησης που ουσιαστικά
έφθινε.
Ένα χρόνο πριν από την έκδοση της "Στροφής" του Σεφέρη
(1931), το 1930, ο Θεόδωρος (Ντορής) Ντόρρος αφομοιώνοντας τα κηρύγματα του
Μπρετόν και του Ελυάρ, κυκλοφόρησε στο Παρίσι την ποιητική συλλογή "Στου
γλυτωμού το χάζι", που είναι η πρώτη με "μοντέρνους"
στίχους στη γλώσσα μας. "Όλα καινούργια", λέγει ο Ντόρρος,
"τόσο που θα 'ρθει κάτι άλλο πιο καινούργιο κι απ' αυτά".
Το 1933 με τα "Ποιήματα" και ένα χρόνο αργότερα με τα
"Ποιήματα, ΙΙ τετράδιο" ο Ν. Ράντος ακολουθώντας τα σύγχρονα
ρεύματα του καιρού του έδωσε στίχους που ανήκουν στη "μοντέρνα"
ποίηση. Κατά καιρούς δημοσίευσε ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά. (Εδώ ας
αναφερθεί κι ο υπερρεαλιστής των αλεξανδρινών Γραμμάτων Ηλίας Χατζηλίας).
Αλλά και ο Σεφέρης, όπως ο Έλιοτ, δέχθηκε πολλαπλές επιρροές. Ήταν οι ίδιοι
οι Γάλλοι συμβολιστές, ήταν οι αρχαίοι του πρόγονοι, ήταν το κλίμα που
ετοίμασαν στον τόπο του ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ακόμη και ο Σικελιανός.
Απέβαλε γρήγορα την ποιητική επίδραση του Παλαμά, που επισημαίνεται στο
νεανικό "Ερωτικό λόγο" του και πραγματοποίησε αληθινή στροφή
στην ποίησή μας. Κι όλ' αυτά πέρα από τη δυναμική προσωπικότητα, τις οδυνηρές
εμπειρίες και προπάντων την τραγική αίσθηση που τον συνόδευε από την καταστροφή
της μικρασιατικής του πατρίδας. Ανάγκη όμως να μιλήσουμε για καθένα από αυτά
ξεχωριστά.
Ο ίδιος ο Σεφέρης έχει γράψει στο "Γράμμα σ' ένα ξένο φίλο" (Άγκυρα
15 Απριλίου 1948) για τη σχέση του Έλιοτ με την ελληνική ποίηση: "Υπάρχουν
κριτικοί στον τόπο μας που λένε πως στα λίγα ποιήματα που έχω γράψει,
διακρίνουν την επίδραση του Έλιοτ, πράγμα που δεν με παραξενεύει πολύ γιατί δεν
πιστεύω να υπάρχει παρθενογέννηση στην τέχνη. Ο κάθε άνθρωπος είναι φτιαγμένος
από τα πράγματα που έχει αφομοιώσει. Αλλά ακριβώς επειδή η αφομοίωση είναι το
πράγμα που έχει σημασία, είναι πολύ δύσκολο να μιλούμε γι' αυτές τις σκοτεινές
λειτουργίες".
Στο ίδιο πολύτιμο κείμενο ο Σεφέρης τονίζει: "Με την ποίηση του
Έλιοτ έζησα συχνά ανάμεσα στα 1932 και στα τελευταία χρόνια, και, μαζί με τα
πολλά που του χρωστώ, δεν είναι η μικρότερη οφειλή μου τα μονοπάτια που μου
έδειξε για να γνωρίσω καλύτερα την αγγλική λογοτεχνία και την αγγλική γλώσσα:
δώρο σπουδαίο για ένα αυτοδίδακτο, σαν εμένα σ' αυτά τα πράγματα"
"Υπήρχε όμως και μια άλλη παλιά γνωριμία μου που μ' έκανε να
αισθάνομαι μια ιδιαίτερη οικειότητα με τον Έλιοτ. Ένας Γάλλος που αγάπησα πολύ
μόλις έφτασα φοιτητής στο Παρίσι, καθώς τέλειωνε ο πρώτος μεγάλος πόλεμος: ο
Jules Laforgue... Διάβαζα Όμηρο και τα πιο παλαβά πρωτοποριακά
περιοδικά. Ήμουν αξιοθαύμαστα χαμένος και ονειροπαρμένος. Τότε γνώρισα τον
Laforgue... M' άρεσαν οι τρόποι του. Ξαφνιαζόμουνα που τον αγνοούσαν ή τον
περιφρονούσαν στη Γαλλία. Δεν ήταν της μόδας. Ο Rimbaud και ο Lautreamont τον
είχαν συνθλίψει... Ήξερα απ' έξω σχεδόν όλους τους στίχους του"
Και για τον Κ.Π. Καβάφη μας μιλάει εδώ ο Σεφέρης και "τεκμηριώνει"
όσα παρατηρήσαμε παραπάνω για το ποιητικό κλίμα μέσα από το οποίο ξεπήδησε:
"Πάρε για παράδειγμα την "Έρημη χώρα". Νομίζω πως με τον
ένα ή τον άλλο τρόπο, θετικά ή αρνητικά, έμμεσα ή άμεσα, το συναίσθημα Έρημη
Χώρα, ας το ονομάσουμε έτσι για συντομία, διατρέχει όλη την ποιητική έκφραση
των καιρών μας. Ο άνθρωπος που θα μπορούσαμε να πούμε πως διατύπωσε αυτό το
συναίσθημα στην Ελλάδα, είναι ένας γέρος, πήγαινα να πω Γερόντιον, που
μεταφέρει μέσα του έμφυτα μια κολοσσιαία σε βάθος και σε όγκο παράδοση. Αλλά
δεν έχει καμιά αναμορφωτική ροπή. Το αντίθετο έχει μια φανερή απέχθεια για κάθε
αναμορφωτή. Γράφει σαν να μας λέει: οι άνθρωποι είναι τέτοιοι που είναι, ας
πάνε εκεί που τους πρέπει, δεν είναι δική μου δουλειά να τους διορθώσω. Είναι
ένας μυθολόγος με μιαν "ιστορική αίσθηση" (θέλω να πω τέτοια που την
περιγράφει ο Έλιοτ) καταπληκτική"
Το γράμμα αυτό, που περιλήφθηκε και στις "Δοκιμές" του Σεφέρη
δημοσιεύθηκε στον τόμο τον αφιερωμένο στα 60 χρόνια του Έλιοτ.
Τόσο ο Έλιοτ, όσο και ο Καβάφης, ακόμη κι ο Σεφέρης, δέχθηκαν την επίδραση
του γαλλικού συμβολισμού. Ο Τίμος Μαλάνος έγραψε πως "δική τους τεχνική
του στίχου θα δοκιμάσει και θ' αναπτύξει ο Καβάφης. Σε δικό τους εργαστήρι θα
μαθητεύσει ο Έλιοτ... Από την εποχή του Μαλαρμέ ως τα σήμερα, μια
παράδοση ερμητισμού έχει δημιουργηθεί και από τότε η προτίμηση του σκοτεινού
και του δύσκολου όλο και πιο επίμονα καλλιεργείται. Ο Σεφέρης, που έχει
φοιτήσει και στου Βαλερί (Γάλλος συμβολιστής ποιητής (1871-1945), ο αρχηγός της
"καθαρής ποίησης"), αλλά και στου Έλιοτ το εργαστήρι, σπουδάζοντας σ'
αυτά μέσα και θαυμάζοντας, θα γίνει ο απολογητής και σε μας των δύσκολων
τρόπων".
Αλλά και με τον μεγαλοφάνταστο ποιητή μας Άγγελο Σικελιανό έχει πνευματική
συγγένεια ο Σεφέρης κι ας διαφέρουν στο ύφος και στην ποιητική. Αυτό φαίνεται
καθαρά από τις παρακάτω πυκνές γραμμές του, όπου διαπιστώνει κανείς τη βαθύτατα
ελληνική ταυτότητα των δύο ποιητών:
"Ο Σικελιανός είναι χωρίς διάσπαση, χωρίς διάθλαση. Και όπως δεν
παραδέχεται να χωρίσει το σώμα του από το σώμα του τόπου του έτσι αγωνίζεται να
ενώσει τον κόσμο των θεών και τον κόσμο των ανθρώπων. Υπάρχει στο Σικελιανό
ένας ιερός ελληνικός ενανθρωπισμός" (Γ. Σεφέρη : Εκλογή. όπ.
παρ., σελ. 72).
Ακόμη πρέπει να ειπωθεί ότι μετά τον πόλεμο η ποίηση του Σικελιανού έγινε
πιο λιτή και συμπορεύθηκε με τη σύγχρονη ποίηση καθώς τη συγκίνησε η περιπέτεια
του ανθρώπου. Τα δεινά του απασχόλησαν σε πολλούς στίχους του τον μεγάλο ποιητή
και η στυφή τους γεύση πέρασε σε σημαντικότατες συνθέσεις του.
Αναφέρθηκε και ο τραγικός "αυτόχειρ της Πρέβεζας", ο
ποιητής του μεσοπολέμου Κ.Γ. Καρυωτάκης.
Η μελέτη της ποιητικής πορείας του Σεφέρη επισημαίνει και δική του παρουσία
στον περίγυρο του ποιητή του "Μυθιστορήματος".
Σημειώνει ο Μαλάνος: "Για μένα - μου έγραφε [ο Σεφέρης] - η τέχνη
είναι μια επιμιξία με τους άλλους".
Αν όμως παραδεχτούμε, ότι και στη δική του περίπτωση αυτό αληθεύει, θα
έπρεπε να διασαφηνίσουμε πως μονάχα από εδώ κι εμπρός αληθεύει. Τουλάχιστο πριν
από το "Μυθιστόρημα", δεν φαίνεται να είχε μια τέτοια αντίληψη
για την τέχνη, μολονότι και μεταξύ των παλαιότερων ποιημάτων υπάρχει ένα - το
"Γράμμα του Μαθιού Πασχάλη" γραμμένο λίγες μέρες μετά την
αυτοκτονία του Καρυωτάκη, που θα μπορούσε ίσως, με λίγη καλή προαίρεση, να
θεωρηθεί ως η πρώτη απόπειρα της ποίησής του ν' αντικρύσει συγκεκριμένες
εικόνες του γύρω της κόσμου. Εντούτοις φανερό είναι πως, όταν το έγραφε, δεν είχε
ακόμη βγει, όσο θα έπρεπε, από το εγώ του. Να, γιατί, πεισιθάνατο στη διάθεση
και το αίσθημα, θυμίζει απλώς επιβίωση. Ο Καρυωτάκης είναι παρών:
Βερίνα, μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί
κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους κεφάλι
και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραΐλα κι από την πείνα
Α! να βρισκόμουν ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό
μόνος με τη θάλασσα και τον αγέρα
μόνος και χωρίς ασύρματο ούτε δύναμη για να παλαίψω με τα στοιχεία".
Όμως πεισιθάνατο δεν μπορούμε να πούμε το Σεφέρη. Είναι ορθή η παρατήρηση
του Καραντώνη: "Πεισιθάνατους ποιητές χάρηκε πολλούς ο τόπος αυτός.
Ακόμα κι ο χθεσινός μας Καρυωτάκης τα λυρικά του λουλούδια στεφάνι τα έπλεξε
και τα κρέμασε μελαγχολικά στην πύλη του θανάτου. Όμως ο Σεφέρης δεν είναι
πεισιθάνατος ποιητής. Γι' αυτόν, ο θάνατος δεν είναι αναγκαίο ιδεώδες και
φυσική λύση των παθών, όπως στους ρομαντικούς, αλλά ένα προανάκρουσμα και μια
εισαγωγή στα έρημα εδάφη, στα υποστρώματα και στις νεκροθάλασσες του
κατεστραμμένου κόσμου που με τόση αναγλυφικότητα μας παράστησε τις στυγνές
μορφές του" .
Ο Σεφέρης παίρνει δικαιωματικά μια πρώτη θέση στον νεοελληνικό Παρνασσό. Με
πλούσια εγκυκλοπαιδική μόρφωση και εποπτεία, ο ποιητής που θα αξιωθεί να
χαρίσει για πρώτη φορά το διεθνές βραβείο της λογοτεχνίας στη χώρα μας (Νόμπελ
Λογοτεχνίας 1963), έφερε στην ποίησή μας έναν αέρα ευρωπαϊκό.
Δεν είναι όμως αυτή μόνο η συμβολή του. Ο Σεφέρης, μικρασιάτης την καταγωγή,
έφερνε μέσα του την τραγική αίσθηση της φυλής. Η καταστροφή της "γλυκειάς"
πατρίδας του της Σμύρνης άσκησε μεγάλη επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του, όπως ο
ίδιος επανειλημμένα παραδέχθηκε. Η μικρασιατική συμφορά γενικεύεται στην ποίηση
του Σεφέρη και γίνεται η τραγική μοίρα ολόκληρης της ελληνικής φυλής από την
αρχαιότητα ως σήμερα.
Ο Σεφέρης έχει έντονη ελληνική συνείδηση, όπως και ο Σολωμός, όπως και ο
Παλαμάς. Παράλληλα οι ευαίσθητες κεραίες του έχουν πιάσει τα μηνύματα των νέων
καιρών και η ποίησή του εκφράζει, κάτω από τις αρχαϊκές συχνά εικόνες της, το
σύγχρονο παλμό. Στη σεφερική ποίηση σημαντικό ρόλο παίζει η θάλασσα. Το υγρό
στοιχείο που συμβολίζει την ενότητα του ελληνικού χώρου. Γενικά η Ελλάδα
κυριαρχεί στους στίχους του και ότι την αντιπροσωπεύει. Η ελληνικότητα του
ποιητή εκτός από το περιεχόμενο, επεκτείνεται και στα εκφραστικά του μέσα. Ο
στίχος του αδρός, καθαρός, έχει μια δωρική λιτότητα. Περιεχόμενο και έκφραση
βρίσκονται σε τέλεια αρμονική αντιστοιχία.
Το Γιώργο Σεφέρη ακολουθεί μια ομάδα ποιητών που δέχθηκε στα πρώτα της
βήματα την επίδραση του υπερρεαλισμού και των Ευρωπαϊκών ρευμάτων. Από αυτούς ο
Νίκος Εγγονόπουλος ("Μην ομιλείτε εις τον οδηγό", 1938, "Τα
κλειδοκύμβαλα της σιωπής", 1939, "Επτά ποιήματα", 1944,
"Μπολιβάρ", 1944, "Η επιστροφή των πουλιών", 1946,
"Ελευσίς", 1948, "Εν ανθηρώ λόγω", 1957) έμεινε πιστός
στον υπερρεαλισμό ως το τέλος, ενώ ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975), πέρασε από
το στάδιο της "αυτόματης γραφής" ("Υψικάμινος",
1935) σε λυρικότερες συνθέσεις που διακρίνει έντονος ερωτισμός.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η περίπτωση του Οδυσσέα Ελύτη, άλλου ποιητή που
ιδιαίτερα έλκεται από το υγρό στοιχείο. Οι στίχοι του δροσεροί και ήρεμοι είναι
γεμάτοι ελληνική φωτεινότητα και γαλήνη. Το αλβανικό έπος τον οπλίζει με
πλούσια εμπειρία και τον φέρνει κοντύτερα στον τόπο και τους ανθρώπους του. Μια
νέα ελληνική ενόραση θα φανερωθεί στο "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" (1945), που θα γίνει το έπος του
νεότερου Ελληνισμού. Η ανοδική πορεία του Ελύτη συνεχίζεται με το περίφημο "Άξιον
εστί" (1961), όπου οι δυνατότητες και οι αρετές του ποιητή, που είναι
κι αυτός ποτισμένος από βαθιά ελληνικότητα, εκδηλώνεται στο ζενίθ τους.
Ακολουθεί μια σειρά συνθέσεων όπου ο Ελύτης διαρκώς πειραματίζεται και
ανανεώνεται πάνω σε ένα ποιητικό καμβά, που τον στολίζει με τα πλούσια μοτίβα
της ευαισθησίας, του λυρισμού και της φυσιολατρικής του ροπής.
Η θάλασσα πλημμυρίζει την ποίηση δύο ακόμη ποιητών της περιόδου αυτής, του
Νίκου Καββαδία και του Δ.Ι.Αντωνίου. Ο Νίκος Καββαδίας (1910-1975) δεν ήταν
επαγγελματίας λόγιος. Δεν κυνηγούσε τη χάρτινη δόξα, τις αγγελίες των
εφημερίδων, τις κριτικές των φημισμένων.
Έγραψε ότι έγραψε ("Μαραμπού", 1933, "Πούσι", 1947,
"Τραβέρσο", 1975, το 1954 έβγαλε κι ένα μυθιστόρημα θαλασσινό, τη
"Βάρδια"), από ψυχική ανάγκη εξωτερικεύοντας εσωτερικούς
κραδασμούς. Κάνοντας το κέφι του. Κι έδωσε αλήθειες. Κι έκανε ποίηση. Στην
ποίηση αυτή χαίρεται κανείς τον καλλιτέχνη και απολαμβάνει όλο τον ψυχικό
πλούτο και τον εξωτικό κόσμο του Καββαδία, χωρίς να σκοντάφτει πουθενά σε
ανάξιες συνθέσεις, σε αποτυχημένες προσπάθειες. Βέβαια δεν έχουμε εδώ μια
βαρύγδουπη και ερμητική ποίηση για αναλύσεις και ποικίλες ερμηνείες. Έχουμε
όμως ένα φιλοσοφημένο λόγο, έχουμε βαθιά ανθρωπιά, έχουμε μια ιδιαιτερότητα. Η
ποίηση του Καββαδία δεν ξεχωρίζει μόνο ανάμεσα στη θαλασσινή μας φιλολογία. Και
στο σύγχρονο ποιητικό λόγο κατέχει εξέχουσα θέση. Χωρίς λεκτικό φόρτο και
λυρικά ψιμύθια, έχει μιαν απλότητα και μιαν αμεσότητα που κατακτούν όποιον
έλθει σε επαφή μαζί της. Έχει πάνω απ' όλα αλήθεια, που δίνεται με ολοένα πιο
λιτά μέσα.
Το υγρό στοιχείο κυριαρχεί πέρα για πέρα στην ποίηση του Δ.Ι. Αντωνίου
("Ποιήματα", 1939, "Της Μουσικής", 1944,
"Ινδίες", 1967 κλπ.). Ο ποιητικός λόγος του Δημήτρη Αντωνίου
διαγράφει τον ίδιο πάντα κύκλο, επαναλαμβάνει το ίδιο πάντα μοτίβο: επιστροφή
στη θάλασσα, την πλανεύτρα, στην τρικυμία και τη γαλήνη, που θα σε αλαφρώσουν
από το άγχος που σε κατέχει:
Σκέφτεσαι
η πλώρη είναι για ένα τόπο που ζούνε κ' εκεί τα παραμύθια
ας είναι βλογημένη η άσκηση κι όσα εστερήθης,
κερδίζοντας την κυρίαρχη τέχνη να σε υπακούη ένα καράβι.
Ο Σεφέρης μας δίνει την πληροφορία: ο Αντωνίου έγραφε τους στίχους του πάνω σε
άπειρα κουτιά σιγαρέττων, που ονόμαζε: "Οι μποτίλιες μου μέσα στο
πέλαγο" .
Τα ψυχικά βιώματα που έπαιρνε από μια διαρκή πάλη, από το νοσταλγικό γυρισμό
στην παντοδύναμη θάλασσα. Ακόμη πρέπει να λεχθεί ότι και ο Αντωνίου δέχθηκε την
επίδραση του υπερρεαλισμού στο ξεκίνημά του.
Αξιόλογη ποιητική προσφορά έχουν να παρουσιάσουν ο πρόωρα χαμένος Γ.
Σαραντάρης, ο λεπταίσθητος Αλ. Μάτσας, που έδωσε και θέατρο, και μια σειρά από
ποιητές της Θεσσαλονίκης, όπως ο Γ. Θέμελης, ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, η Ζωή Καρέλλη
κ.ά.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος και ο Γιάννης Ρίτσος, πολιτικά στρατευμένοι, έχουν
δώσει ωστόσο λυρικότατες, βαθιά ανθρώπινες και σταθερά κοινωνικές ποιητικές
συνθέσεις που τους εξασφάλισαν ένα πυκνό πλήθος θαυμαστών. Τόσο ο Βρεττάκος όσο
και ο Ρίτσος είναι ποιητές με όλη τη σημασία του όρου και από τους πιο
εξέχοντες της γενιάς τους. Χρησιμοποίησαν σύγχρονα εκφραστικά μέσα και
συμπορεύθηκαν με τους ανανεωτές του ποιητικού μας λόγου.
Ιδιαίτερα αισθητός είναι ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποιητικής δημιουργίας
του παλαιότερου Κώστα Βάρναλη (1884-1974), που υπήρξε ο πρόγονος όλων αυτών των
ποιητών. Το έργο του έχει μουσικότητα, διονυσιακή διάθεση και είναι σταθερά
προσανατολισμένο στα προβλήματα του ανθρώπου ("Κηρήθρες", 1905,
"Το φως που καίει", 1922, "Σκλάβοι πολιορκημένοι", 1927
κ.ά.).
Παρά τη στράτευσή του, ο Κώστας Βάρναλης δεν πρόδωσε σε καμιά περίπτωση την
ποίηση. Γιατί οι στίχοι του εξέφραζαν το ιδεολογικό του πιστεύω και την
ακλόνητη προσήλωσή του στις ανθρώπινες αξίες.
Αντίθετα το θρησκευτικό αίσθημα διαποτίζει την ποίηση του Τάκη Παπατσώνη. Το
καθολικό δόγμα ιδιαίτερα επέδρασε στο έργο του ως προς τη χρησιμοποίηση
συμβόλων που πάρθηκαν από τη λειτουργική των Δυτικών. Όμως η αξία της ποιήσεώς
του έγκειται στην ανανεωμένη εκφραστική του και τον πρώιμο
"μοντερνισμό" του, που του εξασφάλισε δίκαια μια εξέχουσα θέση στην
πρωτοπορία του σύγχρονου ποιητικού λόγου.
Μετά τον πόλεμο φάνηκαν πολλοί νέοι ποιητές που συνέχισαν την παράδοση του
"μοντέρνου" στίχου αναζητώντας καινούργιες εμπνεύσεις και νέα
οράματα. Ενδεικτικά απλώς, χωρίς να επιχειρείται η μείωση άλλων, αναφέρονται τα
ονόματα του Ν.Δ. Καρούζου, του Γ. Κότσιρα, του Κρ. Αθανασούλη, του Μ. Δημάκη,
του Γ. Γεραλή, του Άρη Δικταίου, του Μ. Σαχτούρη κ.ά.
Ιδιαίτερα ο Δ.Π. Παπαδίτσας έδωσε με την ποίησή του έναν ανανεωμένο
υπερρεαλισμό. Έναν νεοϋπερρεαλισμό, που εκτός από τη μυστικιστική του
περιδίνιση και την προχωρημένη εκφραστική, διακρίνεται για τη συγκόλληση της
αρχαιοελληνικής παραδόσεως με το παρόν. Η ποίηση του Παπαδίτσα μοιάζει μ' έναν
ερμητικό στρόβιλο, που περνώντας αφήνει απαστράπτοντα στοιχεία, που
συμπυκνώνουν μια ευρηματική και πλούσια φαντασία. Σημασία δεν έχει η πλήρης
κατανόηση του ποιητικού λόγου, αλλά η επιβολή του πάνω μας και η γεύση που
αφήνει. Με την ποίηση του είδους αυτού συμβαίνει ότι και με τη μουσική. Τη
δέχεσαι όπως την ακούς. Έτσι μας κατακτά και μας επιβάλλεται. Όπως ο ίδιος ο
Παπαδίτσας γράφει: "Αποκαλυπτική υψηλών νοημάτων, ανεβάζει τον άνθρωπο
από το χαμερπές αδιέξοδο, το άγχος και την απόγνωση του πνεύματος στην ενόραση
του θείου, που είναι και το βαθύτερο αίτημα της ύπαρξης, μα και η μεγάλη
έκπληξη".
Και μετά τους ποιητές αυτούς εμφανίσθηκαν νεότεροι που χρησιμοποίησαν κι
αυτοί τη "μοντέρνα" έκφραση ανανεώνοντας και πλουτίζοντάς την. Είναι
πια γεγονός ότι η "μοντέρνα" ποίηση επικράτησε στον τόπο μας
χαρίζοντας στους ποιητές μας ένα μεγάλο αγαθό: την απόλυτη ελευθερία, που
είναι και η υψηλότερη κατάκτηση της τέχνης.
LivePedia.gr :: Η Ελληνική Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια
Παραδοσιακή - μοντέρνα ποίηση (πρόγραμμα σπουδών)
Γ. Σεφέρης: «Πάνω σ' έναν ξένο στίχο», «Ελένη», «Επί ασπαλάθων», «Ο βασιλιάς της
Ασίνης», «Τελευταίος Σταθμός» • Α. Εμπειρίκος: «Τρία αποσπάσματα», «Ηχώ»
https://issuu.com/artemisdeligianni/docs/_________________________
http://archeia.moec.gov.cy/sm/297/13_12_43_panagiotis_parousiasi.pdf
1. ΚΕΙΜΕΝΟ Γιώργος Σεφέρης: Τελευταίος Σταθµός (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ ) 2. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ 2.1. Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραµ- µατολογικά στοιχεία: 1. Ποια βιώµατα (µνήµες και εµπειρίες) του Γιώργου Σεφέρη αποτελούν την πρώτη ύλη του ποιήµατος αυτού 1 ; 2. Ποιος είναι ο Τελευταίος Σταθµός στον οποίο αναφέρεται ο τίτλος του ποιήµατος; 3. Στο ποίηµα αυτό υπάρχουν φανερές αναφορές στο Μακρυγιάννη, Καβάφη και άλλους σύγχρονους ποιητές. Τι πετυχαίνει, κατά τη γνώµη σας, ο ποιητής µε τις αναφορές αυτές 2 ; 4. Ο ποιητής παραπέµπει συνειδητά σε αρχαίους ποιητές, συγκεκριµένα στο Βιργίλιο και τον Αισχύλο. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τους στίχους αυτούς οµή του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης): 1. Ποιο είναι το σκηνικό του ποιήµατος (ο χώρος και ο χρόνος); 2. Ποια στοιχεία δίνουν στο ποίηµα το χαρακτήρα εσωτερικού µονολόγου 4 ; 3. Ποιες ενότητες διακρίνετε στο ποίηµα και ποιο είναι το θέµα κάθε ενότητας; 1 Βλ. σχετικά Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, σ Οι αναφορές αυτές που παρακολουθούν την πορεία της ποίησης στηρίζουν τη σύγχρονη πραγµατικότητα του ποιητή, την ερµηνεύουν και την ελέγχουν. Βλ. σχετικά Μαρωνίτης. Ν., Ο τελευταίος σταθµός του Γ. Σεφέρη - οκιµή ανάγνωσης, Φιλόλογος τ.χ. 9 (1976), σσ , ιδιαίτερα σ Βλ. σηµειώσεις σχολ. βιβλίου, σσ. 46, Η εναλλαγή των ρηµατικών προσώπων, ιδιαίτερα του α και β ενικού, η αµεσότητα και ειλικρίνεια, η εκµυστήρευση του ποιητή, ο εσωτερικός προβληµατισµός, η υποθετική αναφορά σε 76
2 4. Ποιες αφηγηµατικές τεχνικές χρησιµοποιούνται στο κείµενο; Ποιος είναι ο τόνος του ποιήµατος 5 ; 5. α) Το ποίηµα αρχίζει και τελειώνει µε τον ίδιο στίχο. Σε τι αποβλέπει, κατά τη γνώµη σας, αυτή η επανάληψη; β) Σε τι διαφοροποιείται ο πρώτος από τον τελευταίο στίχο 6 ; 6. Να παρακολουθήσετε την εναλλαγή των ρηµατικών προσώπων στο ποίηµα: τι πετυχαίνει, κατά τη γνώµη σας, ο ποιητής µε την ποικιλία αυτή 7 ; 7. Βασικά εκφραστικά µέσα της ποιητικής τέχνης του Σεφέρη είναι οι εικόνες, οι µεταφορές, οι παροµοιώσεις και οι αλληγορίες. Να εντοπίσετε στο ποίηµα χαρακτηριστικά παραδείγµατα Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου: 1. Γιατί µόνο λίγες νύχτες µε φεγγάρι αρέσουν στον ποιητή, σύµφωνα µε το κείµενο; Τι εκφράζει το φεγγάρι στο ποίηµα; 2. Με τι παροµοιάζεται η επιστροφή των εξόριστων πολιτικών στην πατρίδα (στ ); Πώς ερµηνεύετε την παροµοίωση; 3. Ποια είναι η γνώµη του Σεφέρη για τους πολιτικούς του τόπου του 8 και σε ποιους στίχους εκφράζεται; 4. Πώς αντιδρούν οι άνθρωποι σαν έρθει ο θέρος, σύµφωνα µε το ποίηµα; 5. Πώς ερµηνεύετε την παροµοίωση του ανθρώπου µε χόρτο στους στίχους 47, 52 και 53 9 ; 6. Ποια γνώµη εκφράζει ο ποιητής για τον άνθρωπο και τα έργα του στους στίχους 60-63; Τι νοµίζετε ότι εννοεί µε τη φράση καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν ; κάποιο φίλο (στ. 64) κ.ά. 5 Εναλλαγή µονολόγου - διαλόγου, περιγραφή, αφήγηση, στίχοι γνωµολογικού περιεχοµένου κ.ά. Το ποίηµα έχει τόνο πικρό και διδακτικό (επίδραση από τον Καβάφη). 6 Το ποίηµα έχει κυκλική σύνθεση. Έτσι οι σκέψεις του ποιητή δείχνουν να ολοκληρώνονται. Στο τέλος των διαλογισµών του ο ποιητής φαίνεται να έχει κατασταλάξει σε κάποιες απόψεις και γι αυτό ενισχύει στο τέλος του ποιήµατος µε περισσότερη βεβαιότητα την κρίση του σχετικά µε το τι δεν του άρεσε. Βλ. σχετικά ανιήλ Ανθούλα, Προσεγγίσεις ποιηµάτων Λυκείου, Εκδοτικές Τοµές, Αθήνα 1995, σ Βλ. Μαρωνίτης, ό.π., σσ Βλ. Μπαλάσκας Κ., Νεοελληνική ποίηση, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1980, σσ , ιδιαίτερα σ Πρβλ. επίσης το ποίηµα του Παλαµά [Σαν των Φαιάκων το καράβι] στ , Κ.Ν.Λ. 77
3 7. Ποιους υπονοεί ο ποιητής στους στίχους όµως τη σκέψη του πρόσφυγα πραµάτεια ; 8. α) Γιατί προτιµά ο ποιητής να γίνει βασιλιάς ανθρωποφάγων (στ.68); β) Σε ποιες δυνάµεις που κανείς δεν αγοράζει αναφέρεται στο στίχο 69; 9. Ποιες εικόνες του πολέµου τραυµατίζουν τη µνήµη του ποιητή (στ.73-82). Να σχολιάσετε ιδιαίτερα το στίχο 82: ένα παρθένο δάσος σκοτωµένων φίλων το µυαλό µας. 10. Σε ποια παραµύθια και παραβολές αναφέρεται ο ποιητής στο στίχο 83; 11. Πώς χαρακτηρίζει ο ποιητής τη φρίκη στους στίχους 84-88; 12. α) Τι επιδιώκει ο ποιητής, κατά τη γνώµη σας, µε το παράδειγµα του Μιχάλη στους στίχους 89-94; β) Πώς ερµηνεύονται, κατά την άποψή σας, οι στίχοι 93-95: Στα σκοτεινά / πηγαίνουµε στα σκοτεινά προχωρούµε... / Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά ; 13. Ποιες ηθικές αντιλήψεις προκύπτουν έµµεσα από το ποίηµα; 2.4. Σχολιασµός αδίδακτου λογοτεχνικού κειµένου: Γ. Σεφέρης: Σαλαµίνα της Κύπρος 10 Φίλοι του άλλου πολέµου, σ αυτή την έρηµη συννεφιασµένη ακρογιαλιά σας συλλογίζοµαι καθώς γυρίζει η µέρα - Εκείνοι που έπεσαν πολεµώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια µετά τη µάχη. Εκείνοι που είδαν την αυγή µες απ την πάχνη του θανάτου ή, µες στην άγρια µοναξιά κάτω από τ άστρα, νιώσανε πάνω τους µαβιά µεγάλα τα µάτια της ολόκληρης καταστροφής. Γ Λυκείου, σ Σεφέρης Γ. Ποιήµατα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1998 (α έκδοση 1972), σσ
4 Κι ακόµη εκείνοι που προσεύχουνταν όταν το φλογισµένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια: Κύριε, βόηθα να θυµόµαστε πώς έγινε τούτο το φονικό. Την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια, το στέγνωµα της αγάπης. Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουµε... (απόσπασµα) Πώς αντιµετωπίζεται το θέµα του πολέµου και του θανάτου στο παραπάνω ποίηµα; Να το συγκρίνετε τον τρόπο που αντιµετωπίζεται στο ποίηµα Τελευταίος Σταθµός. Γ. Σεφέρης: Από το Μυθιστόρηµα 11 Α... Γυρίσαµε στα σπίτια µας τσακισµένοι µ ανήµπορα µέλη, µε το στόµα ρηµαγµένο από τη γέψη της σκουριάς και της αρµύρας. Όταν ξυπνήσαµε ταξιδέψαµε κατά το βοριά, ξένοι βυθισµένοι µέσα σε καταχνιές από τ άσπιλα φτερά των κύκνων που µας πληγώναν. Τις χειµωνιάτικες νύχτες µας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής τα καλοκαίρια χανόµασταν µέσα στην αγωνία της µέρας που δεν µπορούσε να ξεψυχήσει. Φέραµε πίσω αυτά τ ανάγλυφα µιας τέχνης ταπεινής. (απόσπασµα) Ποια βιώµατα του ποιητή εκφράζουν, κατά τη γνώµη σας, οι παραπάνω στίχοι; 11 Σεφέρης Γ., ό.π., σ
5 3. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ 1. Να µελετήσετε τις σελίδες από το ηµερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη (Μέρες : 1 Γενάρη εκέµβρη 1944) 12 που αναφέρονται στην εποχή που γράφτηκε το ποίηµα και να επισηµάνετε τα βιώµατα που απετέλεσαν το νοηµατικό υπόβαθρο του ποιήµατος Τελευταίος Σταθµός. 2. Στο ποίηµα διαπλέκονται πολλά θέµατα: η ξενιτιά, ο νόστος, ο πόλεµος, ο άνθρωπος και η µοίρα, οι ήρωες 13. Σχολιάστε σύντοµα πώς παρουσιάζονται τα θέµατα αυτά στο κείµενο. 3. Ποια συναισθήµατα διακατέχουν τον ποιητή στον Τελευταίο Σταθµό 14 και πού οφείλονται; 4. Να µελετήσετε το ποίηµα του Γ. Σεφέρη Το Αποµεσήµερο ενός Φαύλου (Τετράδιο Γυµνασµάτων Β ) 15 και να επισηµάνετε τον κοινό νοηµατικό άξονα µε τον Τελευταίο Σταθµό. 5. Να µελετήσετε το ποίηµα του Γ. Σεφέρη Το σπίτι κοντά στη θάλασσα (Κίχλη) 16 και να συγκρίνετε το περιεχόµενό του µε αυτό του Τελευταίου Σταθµού. 12 Βλ. Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 2, Βιβλίο του Καθηγητή, ΟΕ Β, σσ Βλ. σχετικά Μαρωνίτης, ό.π. σ Βλ. Κούσουλας Λ., Νεοελληνικά διδακτικά δοκίµια για το Λύκειο, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1981, σ , ιδιαίτερα σ.168: το άλλο µέρος του ποιήµατος, µε περισσότερες της µίας ενότητες, σ ένα τόνο µόλις συγκρατηµένου πάθους, αφήνει να ξεχυθεί η πίκρα του ποιητή, ο θυµός κι η απογοήτευσή του από τους ανθρώπους τριγύρω του και την κατάστασή τους. 15 Με το ποίηµα αυτό ο Σεφέρης παρωδεί το Αποµεσήµερο ενός Φαύνου του Στ. Μαλλαρµέ. Βλ. Κούσουλας κ.ά., ό.π., σσ Σεφέρης Γ., ό.π., σσ
6 4. ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ Κριτήριο για ωριαία γραπτή δοκιµασία (45 λεπτά περίπου) ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:.. ΤΑΞΗ:.ΤΜΗΜΑ:. ΜΑΘΗΜΑ: Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γιώργος Σεφέρης: Τελευταίος Σταθµός ΗΜΕΡ/ΝΙΑ: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: 1. Σαλέρνο, µια φθινοπωρινή νύχτα του 1944: Ποιες σκέψεις απασχολούν τον ποιητή τη νύχτα αυτή; (Να τις παρουσιάσετε σε πεζό λόγο σε 20 σειρές περίπου). 2. Ποια στοιχεία της ποιητικής τεχνικής του Σεφέρη (π.χ. χρήση εικόνας, τολµηρές µεταφορές κ.ά) διακρίνετε στο ποίηµα αυτό; ώστε παραδείγµατα. 3. Πώς ερµηνεύετε τους στίχους 85-88: κι η φρίκη / δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή / γιατί είναι αµίλητη και προχωράει. / Στάζει τη µέρα στάζει στον ύπνο / µνησιπήµων πόνος ; 4. Ποια άποψη εκφράζει ο ποιητής για τους ήρωες και πώς ερµηνεύετε τους σχετικούς στίχους;
81
Γιώργου Ιωάννου, «†13-12-43» – Θανάση Βαλτινού, «Ο Παναγιώτης»
Η συνανάγνωση ως λειτουργικό μέρος της πορείας διδασκαλίας
Δhttp://archeia.moec.gov.cy/sm/297/13_12_43_panagiotis_parousiasi.pdf
Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης –αλλά και ο πρέσβης Γεώργιος Σεφεριάδης– έδινε σε όσους τον πλησίαζαν την εντύπωση ανθρώπου σοβαρού, συγκρατημένου και μελαγχολικού, ενώ η ποίησή του ήταν ποίηση σκοτεινή, στα όρια του τραγικού. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει επισημανθεί και αλλού,[1] ο ποιητής είχε και ένα άλλο πρόσωπο, πιο αισθησιακό και φιλοπαίγμον από αυτό που βρίσκουμε στον «κανόνα» των ποιημάτων του.Στο μεταθανάτιο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄[2] (το οποίο πλέον συμπεριλαμβάνεται στα Ποιήματa[3]) βρίσκουμε σατιρικά ποιήματα, καλλιγραφήματα (α λα Απολλιναίρ), χαϊκού, λιμερίκια και μαντινάδες σε κρητικό ιδίωμα, ενώ κάπου ο ποιητής μιμείται τη γλώσσα και το ύφος του Κάλβου. Εντύπωση ακόμα προκαλεί το ποίημα-άσκηση «Ινδικό Παραμύθι», το οποίο ο Σεφέρης έγραψε ως αντίδραση για την κατηγορία ότι η Στροφή είναι ποίημα «που προσφέρει μόνο λέξεις»: «Προσπάθησα να γράψω σύμφωνα με την ιδέα τους και δοκίμασα λέξεις που μου είναι ολωσδιόλου άγνωστες. Τις δανείστηκα από τον Λορέντσο Μαβίλη: Μπαχαμπαράτα – Νάλας και Νταμαγιάντη, 1915, σ. 33».
Λιμερίκια βρίσκουμε ακόμα και στα Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά,[4] ενώ η εικόνα του «σοβαρού» κλονίζεται περαιτέρω με τη μεταθανάτια σατιρική και «άσεμνη» συλλογή Τα εντεψίζικα,[5] που δημοσιεύτηκε με το γνωστό ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και μία αθυρόστομη παρωδία του Ερωτόκριτου. Τέλος, από τη συζήτησή του με τον Έντμουντ Κήλυ[6] μαθαίνουμε ότι πέρα από το αγγλοσαξωνικό χιούμορ (nonsense) τον διασκέδαζε να διαβάζει έργα σατιρικά, όπως η Ακολουθία του Σπανού, ή πειραματικά, όπως το Ποίημα Καρκινικόν του ιερομόναχου Αμβρόσιου Πάμπερι.
Καταλαβαίνουμε εύκολα λοιπόν πως το χιούμορ, ο πειραματισμός, αλλά και ο αυτοπεριορισμός δεν ήταν ξένα στον Γιώργο Σεφέρη ούτε ως αναγνώστη ούτε ως δημιουργό ποίησης. Αναρωτιέται κανείς πώς θα έμοιαζαν τα «σοβαρά» ποιήματα του αν επέλεγε να ακολουθήσει και σε αυτά αντίστοιχη φορμαλιστική προσέγγιση.
Σκοπός της άσκησης αυτής ήταν η μεταγραφή του γνωστού ποιήματος Τελευταίος Σταθμός σε λειπογράμματη εκδοχή χωρίς το γράμμα «ε», κατά τα πρότυπα του La Disparition[7] του Ζωρζ Περέκ και των πρακτικών του Oulipo[8] γενικότερα. Η αρχική εκδοχή του κειμένου προέρχεται από τον τόμο Ποιήματα.[9] Έγινε απόπειρα κατά το δυνατόν να διατηρηθεί το νόημα των αρχικών στίχων και να μην προστεθούν επιπλέον νοηματικές ενότητες. Τυχαία κατά τόπους το ποίημα έμεινε άθικτο, συνολικά όμως μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η ιδιότυπη λειπογράμματη διάλεκτος μειώνει το ποίημα ξεκάθαρα. Ο γράφων θέλει να ελπίζει παρ’ όλα αυτά ότι ο Σεφέρης θα έβρισκε το εγχείρημα διασκεδαστικό, αν και προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης –αλλά και ο πρέσβης Γεώργιος Σεφεριάδης– έδινε σε όσους τον πλησίαζαν την εντύπωση ανθρώπου σοβαρού, συγκρατημένου και μελαγχολικού, ενώ η ποίησή του ήταν ποίηση σκοτεινή, στα όρια του τραγικού. Παρ’ όλα αυτά, όπως έχει επισημανθεί και αλλού,[1] ο ποιητής είχε και ένα άλλο πρόσωπο, πιο αισθησιακό και φιλοπαίγμον από αυτό που βρίσκουμε στον «κανόνα» των ποιημάτων του.
Στο μεταθανάτιο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄[2] (το οποίο πλέον συμπεριλαμβάνεται στα Ποιήματa[3]) βρίσκουμε σατιρικά ποιήματα, καλλιγραφήματα (α λα Απολλιναίρ), χαϊκού, λιμερίκια και μαντινάδες σε κρητικό ιδίωμα, ενώ κάπου ο ποιητής μιμείται τη γλώσσα και το ύφος του Κάλβου. Εντύπωση ακόμα προκαλεί το ποίημα-άσκηση «Ινδικό Παραμύθι», το οποίο ο Σεφέρης έγραψε ως αντίδραση για την κατηγορία ότι η Στροφή είναι ποίημα «που προσφέρει μόνο λέξεις»: «Προσπάθησα να γράψω σύμφωνα με την ιδέα τους και δοκίμασα λέξεις που μου είναι ολωσδιόλου άγνωστες. Τις δανείστηκα από τον Λορέντσο Μαβίλη: Μπαχαμπαράτα – Νάλας και Νταμαγιάντη, 1915, σ. 33».
Λιμερίκια βρίσκουμε ακόμα και στα Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά,[4] ενώ η εικόνα του «σοβαρού» κλονίζεται περαιτέρω με τη μεταθανάτια σατιρική και «άσεμνη» συλλογή Τα εντεψίζικα,[5] που δημοσιεύτηκε με το γνωστό ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης, στην οποία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων και μία αθυρόστομη παρωδία του Ερωτόκριτου. Τέλος, από τη συζήτησή του με τον Έντμουντ Κήλυ[6] μαθαίνουμε ότι πέρα από το αγγλοσαξωνικό χιούμορ (nonsense) τον διασκέδαζε να διαβάζει έργα σατιρικά, όπως η Ακολουθία του Σπανού, ή πειραματικά, όπως το Ποίημα Καρκινικόν του ιερομόναχου Αμβρόσιου Πάμπερι.
Καταλαβαίνουμε εύκολα λοιπόν πως το χιούμορ, ο πειραματισμός, αλλά και ο αυτοπεριορισμός δεν ήταν ξένα στον Γιώργο Σεφέρη ούτε ως αναγνώστη ούτε ως δημιουργό ποίησης. Αναρωτιέται κανείς πώς θα έμοιαζαν τα «σοβαρά» ποιήματα του αν επέλεγε να ακολουθήσει και σε αυτά αντίστοιχη φορμαλιστική προσέγγιση.
Σκοπός της άσκησης αυτής ήταν η μεταγραφή του γνωστού ποιήματος Τελευταίος Σταθμός σε λειπογράμματη εκδοχή χωρίς το γράμμα «ε», κατά τα πρότυπα του La Disparition[7] του Ζωρζ Περέκ και των πρακτικών του Oulipo[8] γενικότερα. Η αρχική εκδοχή του κειμένου προέρχεται από τον τόμο Ποιήματα.[9] Έγινε απόπειρα κατά το δυνατόν να διατηρηθεί το νόημα των αρχικών στίχων και να μην προστεθούν επιπλέον νοηματικές ενότητες. Τυχαία κατά τόπους το ποίημα έμεινε άθικτο, συνολικά όμως μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η ιδιότυπη λειπογράμματη διάλεκτος μειώνει το ποίημα ξεκάθαρα. Ο γράφων θέλει να ελπίζει παρ’ όλα αυτά ότι ο Σεφέρης θα έβρισκε το εγχείρημα διασκεδαστικό, αν και προφανώς κάτι τέτοιο δεν θα το μάθουμε ποτέ.