Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Τελευταίος σταθμός,Γιώργος Σεφέρης-Λογοτεχνία Β Λυκείου

 


























Ο Γιώργος Σεφέρης διαβάζει : Τελευταίος 

Σταθμός


Τελευταίος Σταθμός

ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και στην Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'. Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (Από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ' αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.

Η εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 1940-1945 [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]

 

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,

5

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

 

Τώρα που κάθομαι άνεργος1 και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση2
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

10

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων

 

βαριά μια νάρκη.

 

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα3
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα4 που έμεινε για χρόνια

15

στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του

 

 

Σαλέρνο

 

πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη

20

μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι

 

ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

 

 

 

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.5

 

 

 

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος

25

ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς

 

δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει6
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν' ανοίξεις την καρδιά σου

30

μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

 

Ερχόμαστε απ' την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,

 

 

τη Συρία·7

 

το κρατίδιο
της Κομμαγηνής,8 που 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,

35

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια

 

κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες*
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες του

 

 

Πρωτέα,9

 

ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

40

καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

 

Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει* την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,10

45

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

 

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

50

και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,

 

στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν·
σαν έρθει ο θέρος

55

προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι·

 

σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ' αγαθά τους, άλλοι ρητο-

 

 

ρεύουν.

 

Αλλά τα ξόρκια τ' αγαθά τις ρητορείες,

60

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

65

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου

 

 

τη σκέψη

 

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια*
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει

70

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων*

 

ν' ακούει τα τουμπελέκια* κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

 

 

το πεύκο, και τον βλέπεις

 

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

 

 

νύχτες και νύχτες

75

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-

 

 

χνουν οι στατιστικές,

 

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·

80

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

 

λεύγες και λεύγες·
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

85

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

 

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων* πόνος.11

 

 

 

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

90

που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο

 

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...».

95

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.12

 

 

96

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσουν.

 

 

 

 

Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρί

ου '44

Γ. Σεφέρης, «Μέρες Δ΄» (αποσπάσματα)  Γ. Σεφέρης, «Το απομεσήμερο ενός φαύλου»  Τ. Σινόπουλος, «Νυχτερινός μονόλογος»


1. Τώρα που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη: «εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).
2. στη χάση: εννοεί του φεγγαριού.
3. σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).
4. μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής την περιμένουν (οι επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα επανέρχεται στους στ. 45 και 51.
5. Σιωπές αγαπημένες της Σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ.: του ποιητή).
6. Εννοεί από την Ελλάδα.
7. Αραπιά... Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει σ' αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.
8. Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της Ελλάδας (βλ. και στ. 73).
γκαμούζα: βουβάλι.
9. θάλασσες του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.
κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.
10. δόλο κι απάτη: όπως στο Μακρυγιάννη, Β', σελ. 258 «και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).
πραμάτεια: εμπόρευμα.
αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.
τουμπελέκι: είδος τυμπάνου.
μνησιπήμων: αυτός που σου θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση των δυστυχιών.
11. μνησιπήμων πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων, στ. 179: «στάζει δ' ἀνθ' ὕπνου πρὸ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).
12. οι ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Το ποίημα είναι χωρισμένο σε ποιητικές ενότητες. Αφού τις μελετήσετε χωριστά, να βρείτε:
    α) Ποιο είναι το θέμα της πρώτης ενότητας και πώς συνδέεται με το υπόλοιπο ποίημα. Ποιες νομίζετε ότι είναι οι δυσκολίες για τις οποίες μιλάει ο ποιητής;
    β) Ποια είναι τα επιμέρους θέματα στις υπόλοιπες ενότητες.
  2. Το ποίημα έχει άμεση συνάφεια με την εποχή που γράφτηκε, όπως δηλώνει ο ποιητής με τη σημείωση στο τέλος (βλ. και εισαγωγικό σημείωμα). Να βρείτε τους στίχους που μιλούν:
    α) Για τους Έλληνες που επιστρέφουν από τη Μ. Ανατολή.
    β) Για την Ελλάδα και τη μοίρα της.
    γ) Για τον άνθρωπο γενικά.
    δ) Για τους ήρωες.
    Πώς εκφράζεται ο ποιητής για το καθένα από τα παραπάνω; Ποια αισθήματα συνοδεύουν τις σκέψεις του και ποια νομίζετε ότι είναι η αιτία αυτών των αισθημάτων;
  3. Το ποίημα αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο στίχο. Αλλά ενώ στον πρώτο στίχο το ρήμα είναι σε χρόνο παρελθοντικό στον τελευταίο είναι σε χρόνο παροντικό. Πώς δικαιολογείτε αυτή την αλλαγή του χρόνου; Και ποιο είναι το μορφολογικό αποτέλεσμα αυτής της επανάληψης;

 

Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ' ἀρέσαν. / Τ' ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις / ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας / καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες, / πιὸ καθαρά μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις. /Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω / λίγα φεγγάρια ἀπὸμειναν στὴ μνήμη∙ /νησιά, χρῶμα θλιμμένης Παναγίας, ἀργά στὴ χάση / ἤ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριᾶ ρίχνοντας κάποτε / σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμούς καὶ μέλη ἀνθρώπων / βαριά μιὰ νάρκη.

Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα / ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χαράξει / σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια / στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος / ἦρθε ἡ στιγμή τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται / νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι∙ / σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικό χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ θάλασσα τοῦ Σαλέρνο / πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη / μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι /ξεπέρασε τὰ σύν- νεφα, καὶ γίναν / τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο. /

Σιωπές ἀγαπημένες τῆς σελήνης…

Εἶναι κι αὐτός ἕνας εἱρμός τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος / ν' ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς / δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο / ποὺ ξέφυγε κρυφά καὶ φέρνει / μαντὰτα ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ τοὺς συντρόφους, / καὶ βιάζεσαι ν' ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου / μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιά καὶ τὸν ἀλλάξει. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη τὴ Συρία∙ / τὸ κρατίδιο / τῆς Κομμαγηνῆς πού 'σβησε σὰν τὸ μικρό λυχνάρι / πολλές φορές γυρίζει στὸ μυαλό μας, / καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια / κι ἔπειτα ἀπὸμειναν τὸπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες / χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ' τὶς θάλασσες τοῦ Πρωτέα, / ψυχές μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες, / καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλί μές στὸ κλουβί του. / Τὸ βροχερό φθινόπωρο σ' αὐτή τὴ γούβα / κακοφορμίζει τὴν πληγή τοῦ καθενός μας / ἤ αὐτὸ ποὺ θα ΄λεγες ἀλλιῶς νέμεση μοῖρα /
ἤ μοναχά κακές συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη, / ἤ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων. / Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους∙ / ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο∙ / χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἑνα ἄσπρο στῆθος / μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας / καὶ πόδια ποὺ θά τρέχανε – κι ἄς εἶναι τὸσο κουρασμένα – / στὸ παραμικρό σφύριγμα τοῦ κέρδους. / Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο, / ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο - ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἁπλώνουν∙ / σὰν ἔρθει ὁ θέρος / προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ' ἄλλο χωράφι∙ /σὰν ἔρθει ὁ θέρος / ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νά ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ / ἄλλοι μπερδεύονται μὲς στ' ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητορεύουν. / Ἀλλά τὰ ξόρκια τ' ἀγαθά τὶς ρητορεῖες, / σάν εἶναι οἱ ζωντανοί μακριά τί θὰ τὰ κάνεις; / Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα; / Μήν εἰναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή; / Καιρός τοῦ σπείρειν, καιρός τοῦ θερίζειν!..

Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε. / Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμαλώτου τὴ σκέψη / τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατὰντησε κι αὐτὸς πραμάτεια / δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δέν μπορεῖς. / Ἴσως καὶ νά 'θελε νὰ μείνει βασιλιᾶς ἀνθρωποφάγων / ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανείς δὲν ἀγοράζει, / νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων / ν' ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ' τὸ δὲντρο τοῦ μπαμποὺ, / καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί μὲ τερατώδεις προσωπίδες. / Ὅμως ὁ τὸπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις / εἴτε στὸ σκοτεινό βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες καὶ νύχτες / εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θά βουλιάξει καθὼς τὸ δείχνουν οἱ στατιστικές, / ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν / ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες μὲ τὰ δὲντρα ἐκεῖνα / ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση / κι αὐτά καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν∙ / ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελῶντας / λεῦγες καὶ λεῦγες∙ / ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας. / Κι ἄ σοῦ μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς / εἶναι γιατὶ τ' ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη / δέν κουβεντιάζεται γιατί εἰναι ζωντανή / γιατί εἰναι ἀμίλητη καὶ προχωράει∙ / στὰζει τὴ μέρα, στὰζει στὸν ὕπνο /μνησιπήμων πόνος.

Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης / ποὺ ἔφυγε μ' ἀνοιχτές πληγές ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο / ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη / ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μές στὴ συσκοτισμένη πολιτεία, / οὔρλιαζε ψηλαφῶντας τὸν πόνο μας∙ «Στὰ σκοτεινά / πηγαίνουμε,
στὰ σκοτεινά προχωροῦμε…» / Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.

Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ’ ἀρέσουν.

Casa dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ‘44


Πηγήhttp://poetry-in-greece.blogspot.gr/1997/05/1900-1971_7152.html


Σιωπές αγαπημένες της σελήνης («Ο Τελευταίος Σταθμός»)

https://blogs.sch.gr/pantsal/archives/187


Δε συμπαθούσε ο ποιητής τις νύχτες με φεγγάρι. Και δεν είναι μόνο η αντιπάθειά του στο γλυκανάλατο ρομαντισμό που οικειοποιήθηκε ανεπανόρθωτα τις φεγγαρόλουστες 

νύχτες αλλά περισσότερο, νομίζω, η αίσθηση του απατηλού και του φευγαλέου που αφήνει το φεγγάρι. Αυτό που γνώριζαν ήδη οι αρχαίοι: Σελήνη – Σελάνα – Ελένη αλλά και η Κίρκη και η Εκάτη ως σεληνιακές θεότητες. Το ίδιο και στην αφήγηση του Αινεία: Et iam Argiva phalanx instructis navibus ibat/a Tenedo tacitae per amica silentia lunae/litora nota petens… Μέσα στις «αγαπημένες σιωπές της σελήνης» τα καράβια των Αχαιών γλυστρούν από την Τένεδο προς τα γνώριμα ακρογιαλια της Τροίας και δίνουν το σύνθημα να ανοίξει ο Δούρειος Ίππος για την άλωση της Τροίας.

Το αίμα των άλλων. Η σημαία της 1ης Ταξιαρχίας στην Μέση Ανατολή.

Το αίμα των άλλων. Μπλόκο της Κοκκινιάς

Και δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί πως το σύνθημα περιμένουν και οι πολιτικάντηδες του «ζωολογικού κήπου του Καΐρου» (όπως ονόμασε την κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής ο ίδιος ο ποιητής σε άλλο του ποίημα). Το σύνθημα να εξαργυρώσουν την ευπείθειά τους στα αφεντικά του Λονδίνου (...μονέδα που έμεινε για χρόνια/ στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος/ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται/νομίσματα να πέφτουν στο τραπέζι) , να καρπωθούν το αίμα των άλλων. Το αίμα των άλλων σε Ελλάδα και Μέση Ανατολή.

Θεατρίνοι Μ.Α κατά τον Τσαρούχη

Είναι λοιπόν ένα βαρύθυμο ποίημα καθώς συμπυκνώνει όλη την απογοήτευση, την κούραση του ποιητή από τις αθλιότητες που έζησε  τρία χρόνια στο γραφείο τύπου της κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι βέβαια το μόνο ποίημα σχετικό με την εμπειρία του ποιητή στο ακρογιάλι του Πρωτέα και στη Ν.Αφρική. Σειρά ποιημάτων στην ίδια συλλογή (Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄) καταγράφουν, περισσότερο υπαινικτικά όμως, τα ίδια βιώματα. Ξεχωρίζουν το «Kerk Str.Oost, Pretoria, Transvaal» (η φοβερή εικόνα με τον Τσουδερό ως ονοκρόταλο πελεκάνο στο ζωολογικό κήπο του Καΐρου), το «Μέρες τ’ Απρίλη ’43», και το «Θεατρίνοι Μ.Α».

Aντίοχος Α΄, βασίλειο της Κομμαγηνής

Όμως, ενώ τα προηγούμενα ποιήματα εγγράφονται στο κύριο – δημοσιευμένο – σώμα της ποίησης του Γ.Σεφέρη και περιορίζουν στο ελάχιστο τις σατιρικές τους αιχμές αξιοποιώντας με λυρικό ή δραματικό τρόπο τα βιωμάτα του ποιητή, η σατιρική και οργισμένη πλευρά εξορίστηκε στο, ανέκδοτο ως το 1976, Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄. Τα ποιήματα της περιόδου 1943-1944 συγκεντρώνουν την αηδία, τον αποτροπιασμό και την ασυγκράτητη οργή του ποιητή τα τα έργα και τις ημέρες της ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή.

Ο Σεφέρης στο γραφείο τύπου. Κάιρο 1942

Τα σημαντικότερα είναι «Το άλλοθι ή ελεύθεροι Έλληνες ’43«, «Αντάρτες στη Μ.Α» [προτείνω να διαβαστεί παράλληλα με το «Θεατρίνοι Μ.Α» που γράφεται ένα μήνα πριν, Αύγουστο του 1943], «Χορικό από τον Μαθιό Πασχάλη Δεσμώτη» και την ιδιαίτερα βίαια σάτιρα στο «Το απομεσήμερο ενός φαύλου», το σατιρικό alter ego του «Τελευταίου Σταθμού» που γράφεται δύο μέρες μετά, 7 Οκτωβρίου 1944.

Ήδη έθιξα το πρώτο και οφθαλμοφανές επίπεδο «δυσκολίας» του ποιήματος- ό,τι κι αν σημαίνει ο όρος στη νεώτερη ποίηση. Αναφέρομαι φυσικά στη γνώση των πολύπλοκων ιστορικών συμφραζομένων του ποιήματος. Ωστόσο και πριν φτάσει κανείς στο ίδιο το ποίημα έχει να ξεπεράσει, σε δεύτερο επίπεδο δυσκολίας, την πολύτροπη και πολυποίκιλη διακειμενικότητα του ποιήματος. Με αναφορές από τον Αισχύλο και την Παλαιά Διαθήκη έως τον Βιργίλιο και από τον Καβάφη έως τον Μακρυγιάννη, το ποίημα επαληθεύει τον τίτλο του poeta doctus που αποδόθηκε από την κριτική στον Σεφέρη. Και να μην ξεχάσουμε εδώ και τα ημερολόγια του ποιητή του προσφέρουν πολύτιμο υλικό στην κατανόηση της σύνθεσης του έργου. Ένα τέτοιο λοιπόν ποίημα, «το πιο σεφερικό ίσως από τα ποιήματα του Σεφέρη» κατά τον Τίμο Μαλάνο,  απαιτεί τη συγκέντρωση αρκετού υλικού πριν ξεκινήσει κανείς να το προσεγγίσει. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο μέσος φιλόλογος – υποζύγιο της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι μελετητής του σεφερικού έργου για να γνωρίζει λ.χ από πού προκύπτει το «οι ήρωες περπατούν στα σκοτεινά». Ούτε και τα λυσάρια βοηθούν σε τέτοια περίπτωση. Οπότε αναγκαστικά περιορίζεται κανείς σε όσα πιάνει το μάτι και τα ερμηνευτικά σχόλια του βιβλίου του καθηγητή. Το παλιό βιβλίο δηλαδή γιατί το τωρινό δεν έχει σχεδόν τίποτα. Αλλά εδώ η τύχη αλλάζει.

Φυλακισμένοι από τους Άγγλους γιορτάζουν την 25η Μαρτίου

Από φοιτητής είχα πετύχει μέσω μιας ..χμμ.. υποχρεωτικής απαλλοτρίωσης από φίλο, τον τόμο Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση, εκδ. Εκπαιδευτηρίων Ζηρίδη, Αθήνα 1978.  Εκεί περιέχεται η εισήγηση (συνέδριο ήταν) του Ξ.Α. Κοκόλη: «Ερμηνευτικά σχόλια στο ποίημα του Γ.Σεφέρη : Ο Τελευταίος Σταθμός». Περιέχει όλο το υλικό που μπορούσε να συγκεντρώσει κάποιος ερευνητής για το ποίημα ταξινομημένο ανά κατηγορία. Στα τριαντατρία χρόνια που πέρασαν στη σεφερική βιβλιογραφία προστέθηκε η έκδοση της αλληλογραφίας του ποιητή με διάφορους φίλους και οικείους αλλά δεν νομίζω οτι μπορεί να αλλάξει και πολλά πράγματα στην κατανόηση του ποιήματος. Ίσως η αλληλογραφία με τον Τίμο Μαλάνο – αλλά αυτή ήταν νομίζω γνωστή στον Κοκόλη όταν ετοίμαζε την εισήγηση.

Αιχμάλωτοι των Άγγλων σε στρατόπεδο στην Αίγυπτο

Είναι λοιπόν αυτό ένα πολύτιμο εργαλείο για τον διδάσκοντα, που πρέπει να έχει υπ’όψη του οτι το ποίημα απαιτεί τρεις έως τέσσερις διδακτικές ώρες. Επιπλέον  – εκ πείρας μιλώ, την πάτησα χρόνια πριν όταν πήγα να το πρωτοδιδάξω – απαιτεί επίσης οργάνωση των μαθητών σε ομάδες που θα αξιοποιήσουν και θα παρουσιάσουν  η καθεμιά διαφορετικές ενότητες από το υλικό και αυστηρή τήρηση του διαγράμματος στο σχέδιο μαθήματος (χωρίς σχέδιο απλώς δεν διδάσκεται το ποίημα). Τέλος προσθέσα στο φάκελο του ποιήματος (εδώ) μερικές ακόμη προσεγγίσεις μάλλον δυσεύρετες, όπως αυτή του Μαρωνίτη, του M.Vitti από το Φθορά και λόγος – Εισαγωγή στην ποίηση του Γ.Σεφέρη καθώς και το πολύτιμο παλιό βιβλίο του καθηγητή.
Αναλυτικότερα:

Η κηδεία του ποιητή, διαδήλωση κατά της δικτατορίας

  • Ξ.Α. Κοκόλη: «Ερμηνευτικά σχόλια στο ποίημα του Γ.Σεφέρη Ο Τελευταίος Σταθμός » (συλλογικός τόμος Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση, Αθήνα, Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη, 1978, σελ. 15-40)
  • Δ.Ν. Μαρωνίτη: «Ο Τελευταίος Σταθμός του Σεφέρη. Δοκιμή ανάγνωσης» (περ. Φιλόλογος τ.9, 1976, σελ.78-84 – αναδημοσίευση στο τ.118, 2004, σελ. 51-56)
  • Μιχαήλ Πασχάλη: «Σιωπές αγαπημένες της σελήνης». Ζητήματα διακειμενικότητας στον «Τελευταίο σταθμό» του Γιώργου Σεφέρη (περ. Κονδυλοφόρος τ.13, 2014, σελ. 111-132)
  • Βιβλίο του Καθηγητή (παλιό) τόμος 2 – ποίηση – Καβάφης, Καρυωτάκης, Σεφέρης, σελ. 154-170
  • Mario Vitti: Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, εκδ. Εστία, Αθήνα 1980, σελ. 160-168
  • Α. Αργυρίου: «Ποίηση και πολιτική, ο επώδυνος διχασμός» , εφ. Το Βήμα, 27-02-2000.
  • Ανάγνωση του ποιήματος από τον ποιητή.
    Επιπλέον μια βόλτα στο latistor και στα Φιλολογικά είναι επίσης πολύ χρήσιμη για τις προσεγγίσεις που παρουσιάζονται εκεί.


http://siamantoura.blogspot.com/2010/01/blog-post_6120.html

. ΣΕΦΕΡΗΣ (1900–1971): Τελευταίος Σταθμός –Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ

1. Βιογραφικά του ποιητή


• Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900 και πέθανε στην Αθήνα το 1971.
• Το πραγματικό του όνομα είναι Γιώργος Σεφεριάδης, ενώ το Γιώργος Σεφέρης είναι φιλολογικό-ποιητικό ψευδώνυμο.
• Ως συγγραφέας, πέραν της ποίησης, καλλιέργησε αρκετά είδη του έντεχνου λόγου: δοκίμιο, μυθιστόρημα, ημερολόγιο (και πολιτικό ημερολόγιο), αλληλογραφία-επιστολή, μετάφραση.
• Ως ποιητής εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα το 1931.
• Την αναγνώρισή του ασφαλώς την οφείλει στο ποιητικό του έργο.
• Σπούδασε Νομικά στο Παρίσι και τη Σορβόνη και ακολούθησε τον διπλωματικό δρόμο (1926-1964).
• Τα πρώτα βήματα της διπλωματικής του σταδιοδρομίας θα τα κάνει στις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών.
• Πολλά χρόνια της υπηρεσιακής του θητείας θα τα περάσει σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού και θα υποστεί πολυκύμαντες εμπειρίες.
• Παράλληλα με την υπηρεσιακή του διαδρομή αναπτύσσει έντονη πνευματική και ποιητική δραστηριότητα.
• Το ποιητικό του έργο δημοσιεύεται κατά τις ακόλουθες περιόδους και με τους εξής τίτλους:
– Μάιος 1931: Στροφή.
– Οκτώβριος 1932: Η στέρνα.
– Μάρτιος 1935: Μυθιστόρημα.
– Φεβρουάριος 1936: Γυμνοπαιδία. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο ποιήματα, μη ενταγμένα σε κάποια από τις άλλες ποιητικές του συλλογές.
– Μάρτιος 1940: Τετράδιο γυμνασμάτων.
– Απρίλιος 1940: Ημερολόγιο καταστρώματος [Α΄].
– Δεκέμβριος 1945: Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄. Πρόκειται για πρώτη τυπογραφική έκδοση της ποιητικής συλλογής που είχε κυκλοφορήσει ιδιωτικά στην Αλεξάνδρεια το καλοκαίρι του 1944.
– Μάρτιος 1947: Κίχλη.
– Δεκέμβριος 1955: Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄. Αρχικός τίτλος: Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν.
– Δεκέμβριος 1966: Τρία κρυφά ποιήματα.
– Μεταθανάτια κυκλοφόρησε το Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄ και ορισμένα άλλα ήσσονος σημασίας.
• Πέραν της ποίησης, η συγγραφική δραστηριότητα του ποιητή περιλαμβάνει Μυθιστορήματα, Δοκιμιακό έργο: τρεις τόμους με τίτλο Δοκιμές, Ημερολόγια 1925-1960,

2. Βασικά γνωρίσματα της ποίησής του

• Ο ποιητής ανήκει στη γενιά του ’30 και ευθύς με την πρώτη του ποιητική συλλογή επιχειρεί ένα νέο προσανατολισμό στη νεοελληνική ποίηση.
• Ο νέος αυτός προσανατολισμός σχετίζεται με τον λεγόμενο ποιητικό μοντερνισμό.
• Κύριο γνώρισμα αυτού του μοντερνισμού είναι ο χαρακτήρας της ποιητικής γραφής.
• Τα ποιήματα δηλαδή δεν γράφονται πλέον στον παραδοσιακό έμμετρο στίχο, αλλά σε ελεύθερο.
• Συνακόλουθο αυτής της γραφής είναι να μην υπάρχει στο ποίημα μέτρο, ομοιοκαταληξία, ισοσυλλαβία στίχων, ισόστιχες στροφές.;
• Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη όχι σπάνια εκφέρεται με αποφθεγματικές αποστροφές, δίνοντας έτσι καθολικότερη ισχύ σε γνώμες που διαφορετικά θα μπορούσαν να μείνουν αναξιοποίητες.
• Επίσης παρατηρείται στα ποιήματά του μια αίσθηση πολυφωνίας, ώστε να εμπλουτίζεται η ποιητική αφήγηση, αλλά και να έχει συγκεκριμένη απεύθυνση.
• Η πολυφωνία συνήθως εκδηλώνεται ή με ορισμένα πρόσωπα που έχουν θέση σε συγκεκριμένα ποιητικά επεισόδια ή με στίχους και φράσεις από άλλους δημιουργούς.
• Πρόκειται κατ’ ουσία για λεκτικά ή φραστικά θραύσματα, τα οποία δεν λειτουργούν μεμονωμένα μέσα στο ποιητικό κείμενο, αλλά ενσωματώνονται στη νοηματική ροή του και διανοίγουν τον ορίζοντά του σε δοκιμασμένες ποιητικές ή διανοηματικές εμπειρίες άλλων δημιουργών.

3. Ανάλυση του ποιήματος
Ι. Εισαγωγικά:

• Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
• Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
• Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
• Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο εξομολογητικός τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα τα χρόνια του πολέμου που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
• Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία του πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
• Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής: βίαιος εκπατρισμός, πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα και το γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη κυβέρνηση, η θλίψη του για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η αίσθηση του γενικού παραλογισμού και της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος πόλεμος.
• Ο ποιητής δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
• Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των μανάδων που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από εκτελέσεις, κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
• Παρ’ όλα αυτά στον Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις στιγμές που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
• Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και δραματικότητας.
• Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά θέματα υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό ένα κεντρικό άξονα.
• Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
• Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν πολλές λέξεις.

• Ποιητικές ενότητες:

Πρώτη ενότητα: στ. 1-22.
– Δεύτερη ενότητα: στ. 24-63.
– Τρίτη ενότητα: στ. 64-88.
– Τέταρτη ενότητα: στ. 89-95.

Υπάρχουν και δύο στίχοι: 23 και 96 που έχουν δική τους νοηματική αυτονομία.

• Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά πρόσωπα.
• Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
• Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα λόγια: άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
• Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του σκέψης και του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του: (εσωτερικός) διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
• Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο ποιητικός λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.

• Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.

Στ. 6 και 44: φωνή-΄εκφραση του Μακρυγιάνη.
• Στ. 23: Βιργίλιος.
• Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμένων (στ. 179-180).
• Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.


• Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο, την ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει κλιμακούμενες δραματικές εντάσεις.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή καταστάσεις.
Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.

ΙΙ. Ερμηνεία:
Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της επικείμενης επιστροφής.
• Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται εξομολογητικός σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία με τον εαυτό του.
• Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει στο τέλος της και του δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά με εμπειρίες και εκτιμήσεις του.
• Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.

• Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής, είναι φεγγαρόλουστη.

• Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει να ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών πολιτικών.

• Φεγγάρι και αλφαβητάρι: ο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του αυτές τις δύο έννοιες.

• Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία και στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής ικανοποίησης και ψυχικής ευφορίας.

• Και αυτά συγκριτικά με τις τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν οι πολιτικοί και οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλειά τους.

• Η δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.

• Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.

• Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική όψη των πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας πραγματικότητας.

• Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να τον εξαπατά; Αυτό μάλλον αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του αρέσουν.

• Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν αισθηματολογικές στιγμές.

• Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην Ελλάδα ως σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους βλέμμα κρύβεται ο σκοταδιστικός τους ρόλος.

• Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν οι πολλοί.

• Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.

• Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει τον νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και υπολογισμούς

• Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.

• Το ίδιο και η λέξη φεγγάρια: υποδηλώνει περιόδους ζωής που ξαναζωντανεύουν μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και ρεμβασμό (στ. 8) είτε από χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).

• Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.

• Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική ή την αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του ανθρώπου.

• Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του χρέους που οφείλει ο ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια αναγκαστικής εξορίας.

• Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η επιστροφή λογίζεται ως είδος συναλλαγής προς ίδιον όφελος.

• Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.

• Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς που υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να τις ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.

• Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.

• Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.

• Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική διάθεση:

• Παρεμβάλλεται η σιωπή, η οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.

• Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.

• Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε κρυφά από την Ελλάδα.

• Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που προηγήθηκε. Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να συμβεί, προκειμένου να μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.

• Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας έμπιστος, μέσα στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που υποτίθεται αποτελούσαν την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα είδε και έζησε.

• Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων συναλλαγών.
• Ο ποιητής δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν στην ξενιτιά και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να πράξουν στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
• Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
• Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να ταξινομήσει τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση αυτές να απαντήσει σε εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά εγείρονται μέσα του κατά την εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό σώμα.
• Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
• Στ. 31-48: στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης απαντά, αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση.
• Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και ανεστιότητας με κοινό παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
• Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική εξάπλωση του Ελληνισμού σε αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
• Συγχρόνως, όπως αφήνει να διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται σύγκορμα από το φόβο μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων παραγόντων οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής.
• Αλλά ποια είναι η αληθινή ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
• Στ. 39-42: οι εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους αγωνιζόμενους στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
• Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα, αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να εμπνέονται από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
• Ο ίδιος ο ποιητής γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava: « … διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ• είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
• Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους συντρόφους «πληγή, σαν τις αράπικες μύγες».
• Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
• Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες, μπορεί να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους χαρακτηρισμούς του γι’ αυτούς.
• Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα, με παραδειγματική παραστατικότητα.
• Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ. 48-49), για απληστία (53), έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία (50-51), για καθετί που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.

Για τον στίχο 45 χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και Λόγος• εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον κυνηγά η σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν αδίστακτα να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που άλλοι έχυσαν για την πατρίδα».
• Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις περιστάσεις και με τους πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47, 52-53).
• Στους στ. 54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή ειρωνεία.

• Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή, ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του.
• Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του πανικού που παρατηρείται συνήθως, όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.

• Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε, μπερδεύονται, ρητορεύουν:
• Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις (=για να ξορκίσουν).
• Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται στον κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και σιγουριά. Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
• Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε ρητορικές–ιδεοληπτικές εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις οποίες προβάλλει ως περισσή αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για την ικανότητα και το ταλέντο της.
• Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των ανθρώπων (στ. 60);
• Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής οδηγείται σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική κατάληξη της έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους προηγούμενους στίχους.
• Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού όντος, αλλά η μόνη του δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους;
• Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης ουσίας, της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα επιτάσσουν.
• Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
• Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις, από κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς συμπεριφορές, προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
• Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.
• Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους ανθρώπους:
• τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα στη δίνη του πολέμου οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των επιτήδειων τους μεταποίησαν σε εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο αγοροπωλησίας.
• Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί απέναντι στους ανθρώπους της κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας, της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που μας παρουσίασε στην προηγούμενη ενότητα.
• Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης πατρίδας:
• ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υπήκοοί τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να την καίνε σαν το πεύκο.
• Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική: επιτείνει τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και ακέραιου ανθρώπου.
• Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν στην πράξη τα παραπάνω λόγια του ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά με τα Δεκεμβριανά και αργότερα με τον Εμφύλιο.
• Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ. 82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
• Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
• Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και περισσότερο στοχαστικός.
• Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
• εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας καλοπροαίρετης συνομιλίας.
• προχωρεί ασταμάτητα: απλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής• νέα έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.

• Το αποκορύφωμα αυτής της δηλητηριασμένης ατμόσφαιρας είναι ο καημός της συμφοράς (στ. 87-88).
• Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.

• Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να αναφέρεται σε ήρωες:
• Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης ποιητικής ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την άλλη πλευρά των αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της φθαρμένης ή διεφθαρμένης δημόσιας ζωής.
• Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
• Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική κατάσταση.
• Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.

• Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και δεν αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αδυνατούν συνήθως να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της οδύνης, της φρίκης και του παραλογισμού.

• Στον τελευταίο στίχο, ο οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο ενεστώτα: στ. 1: μ’ αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν, ο ποιητής εκφράζει μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
• Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις φοβερές εμπειρίες του πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην πολεμική δίνη καταλήγει σε «άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».

• Ο Μ. Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής».


Oι σημειώσεις προέρχονται από διδακτικές επισημάνσεις του Δημητρίου Τζωρτζόπουλου
Δρ. Φιλοσοφίας, Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων και στάλθηκαν στους νομούς Βοιωτίας, Ευρυτανίας & Φθιώτιδας.

Πηγή: www.sunfiles.org

Γιώργος Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός»

 https://latistor.blogspot.com/2011/12/blog-post_15.html

Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και την Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.

 

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας

και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω

λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη

νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση

ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων

βαριά μια νάρκη.

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα

όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει

σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια

στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος

ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται

νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι

σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του

Σαλέρνο

πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη

μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι

ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν

τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.


Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

 

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος

ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς

δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο

που ξέφυγε κρυφά και φέρνει

μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,

και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου

μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,

            τη Συρία

το κρατίδιο

της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι

πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια

κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες

χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του

            Πρωτέα,

ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα

κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους

ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο

χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος

μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,

στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν

σαν έρθει ο θέρος

προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι

σαν έρθει ο θέρος

άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό

άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-

ρεύουν.

Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;

Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;

Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;

Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

 

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου

            τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

            το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

            νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-

            χνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει

Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.

 

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

 

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

 

                        Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

 

Τώρα που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη: «... εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).

στη χάση: εννοεί του φεγγαριού.

σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).

μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής την περιμένουν (οι επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα επανέρχεται στους στίχους 45 και 51.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ. του ποιητή).

Αραπιά... Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει σ’ αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.

Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της Ελλάδας.

γκαμούζα: βουβάλι.

θάλασσες του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.

κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.

δόλο κι απάτη: όπως και στο Μακρυγιάννη, Β΄, σελ. 258 «και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).

πραμάτεια: εμπόρευμα.

αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.

τουμπελέκι: είδος τυμπάνου.

μνησιπήμων: αυτός που θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση των δυστυχιών.

μνησιπήμων πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων, στ. 179 «στάζει δ’ ν γ’ πνωι προ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).

οι ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.

 

Ανάλυση του ποιήματος:

 

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας

και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

 

Ο ποιητής με τον εισαγωγικό στίχο του ποιήματος ομολογεί πως ελάχιστες υπήρξαν οι νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν. Τις νύχτες αυτές μπορείς να διαβάσεις καθαρότερα το αλφαβητάρι των αστεριών και να κατανοήσεις με μεγαλύτερη διαύγεια την αλήθεια της ζωής. Ο απολογισμός, δηλαδή, που ακολουθεί το τέλος της ημέρας, ο οποίος καταλήγει κάποτε σε εύκολες αυταπάτες «βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες», τις νύχτες με φεγγάρι οδηγείται καθαρότερα στις δύσκολες διαπιστώσεις και στην πραγματική διάσταση των πραγμάτων.

Η διάθεση του ποιητή είναι να μιλήσει για σκληρές αλήθειες, τις οποίες θα προτιμούσε να μην αποδεχτεί, αλλά του είναι δύσκολο μια τέτοια νύχτα να βγάλει λανθασμένα συμπεράσματα. Βλέπει πολύ καθαρά το νόημα των γεγονότων που έχει βιώσει και δεν μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει και να παραδεχτεί την αλήθεια τους, όσο πικρή κι αν είναι για τον ίδιο και για τους υπόλοιπους Έλληνες.

 

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω

λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη

νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση

ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων

βαριά μια νάρκη.

 

Όσα έχει να πει ο ποιητής λέγονται τόσο δύσκολα, ώστε επιλέγει να επιβραδύνει τη στιγμή της επίπονης ομολογίας τους. Συνεχίζει, επομένως, να αναφέρεται στις νύχτες με φεγγάρι, ξεχωρίζοντας αυτές που κατάφεραν να διατηρηθούν στη μνήμη του.

Όταν ο ποιητής γράφει τους στίχους αυτούς βρίσκεται κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας και περιμένει μαζί με άλλους Έλληνες διπλωμάτες την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, για να επιστρέψει στην Αθήνα. Θα περάσει έτσι μερικές μέρες αναγκαστικής αδράνειας, κατά τις οποίες θα συνθέσει το πικρό αυτό απολογιστικό ποίημα.

Οι νύχτες με φεγγάρι που έχουν απομείνει στη μνήμη του ποιητή ήταν είτε σ’ ελληνικά νησιά, όπου το φεγγάρι βρισκόταν στη χάση του και προσέδιδε στο τοπίο μια γαλήνια θλίψη, όπως αυτή που διακρίνει κανείς στις εικόνες της Παναγίας, είτε σε χώρες του βορρά όπου το γεμάτο φεγγάρι μετέδιδε με το φως του μια κατευναστική αίσθηση νάρκης (υπνηλίας) σε όλο το ταραγμένο τοπίο και στους ανθρώπους που ήταν γεμάτοι ένταση.

 

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα

όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει

σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια

στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος

ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται

νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι

σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του

Σαλέρνο

πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη

μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι

ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν

τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

 

Αν και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν, εντούτοις η χτεσινή νύχτα -επαναφορά στο παρόν- απέκτησε μια μαγευτική ομορφιά καθώς το φεγγάρι πέρασε πάνω απ’ τα σύννεφα που είχαν φέρει τη φθινοπωρινή μπόρα κι έκανε με το φως του τα σπίτια της απέναντι πλαγιάς να γυαλίζουν και να λάμπουν σαν να ήταν φτιαγμένα από σμάλτο. Η ομορφιά της εικόνας που δημιουργεί το φεγγαρόφωτο, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αλήθεια των συναισθημάτων εκείνων που έχουν μείνει για χρόνια μακριά από την πατρίδα και ανυπομονούν να επιστρέψουν τώρα που φεύγουν οι Γερμανοί.

Ο Σεφέρης αναφέρεται εδώ σ’ εκείνους τους καιροσκόπους πολιτικούς και διπλωμάτες που παρέμειναν μακριά από την Ελλάδα, όσο κρατούσε ο εφιάλτης της γερμανικής κατοχής, και τώρα είναι έτοιμοι να επιστρέψουν για να εκμεταλλευτούν τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία της χώρας.

Οι Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα να φύγουν από τη χώρα μόλις έγινε προφανής η ήττα του ελληνικού στρατού, κυρίως πολιτικοί αλλά και άλλοι πλούσιοι πολίτες, νιώθουν πως είναι καιρός να εξαργυρώσουν τη μακρόχρονη αναμονή της επιστροφής. Όπως ένα χρέος που έχει μείνει για καιρό ανεξόφλητο κι έχει αποκτήσει πρόσθετη αξία, όπως ένα νόμισμα που παρέμεινε φυλαγμένο για χρόνια στο σεντούκι κάποιου φιλάργυρου κι ήρθε η ώρα να επιστραφεί, έτσι αντικρίζουν οι Έλληνες που βρίσκονται μακριά τα χρόνια που περίμεναν να αλλάξει η κατάσταση στη χώρα, σαν ένα «χρέος» δηλαδή που τους οφείλεται και πρέπει να εξοφληθεί.

Τώρα που οι Γερμανοί φεύγουν είναι ο κατάλληλος καιρός να επιστρέψουν και να εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο τις νέες καταστάσεις προς όφελός τους, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια τους.  Η επιθυμία για την επιστροφή τους δεν έχει να κάνει με την αγάπη για την πατρίδα, αλλά με την προοπτική μεγάλου κέρδους, από την εκμετάλλευση των θυσιών του ελληνικού λαού.

 

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

 

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος

ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς

δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο

που ξέφυγε κρυφά και φέρνει

μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,

και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου

μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

 

Η γαλήνη και η ομορφιά του τοπίου που προκύπτει απ’ το φως του φεγγαριού, μοιάζει με μια ιδανική στιγμή για τον απολογισμό όσων πέρασαν. Με τη σιωπή, την απόλυτη ησυχία της βραδιάς, οι σκέψεις έρχονται πιο εύκολα.

Η προσήλωση του ποιητή στο φεγγάρι υπήρξε η αφορμή για να σκεφτεί πάνω στα δύσκολα θέματα της ελληνικής πραγματικότητας. Υπήρξε ένα πρώτο έναυσμα για να προσεγγίσει τις επίπονες αλήθειες που με δυσκολία μπορεί κάποιος να τις ομολογήσει, αλλά δε βαστά κιόλας να τις κρατά μέσα του. Μια ομολογία λυτρωτική που γίνεται σ’ έναν φίλο που ξέφυγε από τη δυναστευόμενη πατρίδα και φέρνει πολύτιμες ειδήσεις για τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Μια ομολογία που γίνεται βιαστικά, προτού προλάβει η ξενιτιά και οι δολοπλοκίες των εκεί Ελλήνων να αλλοιώσουν την αγνότητά του.

Σε αντίθεση με τους Έλληνες που βιώνουν τις συντριπτικές συνθήκες της κατοχής και δεν μπορούν παρά να παλεύουν μέρα με τη μέρα για να επιβιώσουν, οι Έλληνες που βρίσκονται μακριά και είναι ασφαλείς από τους κατακτητές, το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και πώς θα αξιοποιήσουν καλύτερα τον πόνο και την καταστροφή της χώρας τους.

Για τους Έλληνες του εξωτερικού δεν υπάρχει ο φόβος της επιβίωσης, υπάρχουν μόνο οι υπολογισμοί και οι μηχανορραφίες για την επόμενη ημέρα, για τη στιγμή της απελευθέρωσης. Τότε που οι εξαθλιωμένοι Έλληνες θα είναι ευάλωτοι όσο ποτέ και η χειραγώγησή τους θα είναι πιο εύκολη.

 

Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,

            τη Συρία

το κρατίδιο

της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι

πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια

κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες

χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

 

Ο ποιητής αναφέρεται στις χώρες που είχαν καταφύγει τα μέλη της κυβέρνησης, οι διπλωμάτες και άλλοι Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα διαφυγής, απ’ την κατακτημένη πατρίδα.

Από αυτές τις χώρες ξεκινούν τώρα όλοι οι αυτοεξόριστοι κι ετοιμάζονται να επιστρέψουν στη ρημαγμένη Ελλάδα. Στη σκέψη τους έρχονται συχνά περιπτώσεις κρατών που καταστράφηκαν τελείως και κατέληξαν να χρησιμεύουν μόνο ως βοσκοτόπια και χώροι καλλιέργειας. Η συσχέτιση αυτών των κρατών με την Ελλάδα, λειτουργεί ως συνειρμός που εκφράζει την ανησυχία των εξόριστων είτε γιατί -λίγοι απ’ αυτούς- διατήρησαν ακέραιο το ενδιαφέρον τους για την πατρίδα είτε γιατί -οι περισσότεροι- φοβούνται πως δε θα μπορέσουν τελικά να ανασυστήσουν το κράτος και θα χάσουν έτσι την ευκαιρία να αποκομίσουν τα κέρδη που πιστεύουν ότι τους αναλογούν.

 

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του

            Πρωτέα,

ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

 

Επιστρέφουν, λοιπόν από την έρημο κι από τη θάλασσα της Αιγύπτου (εκεί είχε εγκατασταθεί η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση). Επιστρέφουν με τις ψυχές τους μαραμένες από τις αμαρτίες που σχετίζονταν με το δημόσιο ρόλο τους. Πολιτικοί που είχαν οικειοποιηθεί χρήματα της χώρας, που είχαν υπονομεύσει ελληνικά συμφέροντα και το κυριότερο είχαν θέσει τις προσωπικές τους επιδιώξεις πάνω απ’ το καλό του τόπου.

Η θέση του Σεφέρη στο διπλωματικό σώμα της χώρας του επέτρεπε να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις μικρότητες, τις δολοπλοκίες και την κενότητα των πολιτικών προσώπων της χώρας. Ο ποιητής δεν κατονομάζει φυσικά συγκεκριμένα πρόσωπα, μεταφέρει όμως τη σαφή εικόνα σήψης που κυριαρχούσε στον πολιτικό χώρο του τόπου. Οι πολίτες εμπιστεύονταν τα συμφέροντα της πατρίδας σε ανερμάτιστους ανθρώπους που ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για τα προσωπικά τους συμφέροντα.

Ο καθένας απ’ αυτούς είχε κι ένα αξίωμα που τον κρατούσε δέσμιο, όπως ένα πουλί φυλακίζεται μέσα στο κλουβί του. Ο ίδιος ο ποιητής, για παράδειγμα, έχοντας μια δημόσια θέση δεν μπορούσε παρά να πράττει σύμφωνα με τις εντολές που του έδιναν. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές του πεποιθήσεις κι ανεξάρτητα από την αποστροφή που του προκαλούσε η κυρίαρχη διαφθορά, ήταν αναγκασμένος να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που απέρρεαν από τη θέση του.

Η θέση που είχε κατακτήσει καθένας από αυτούς, αποτελούσε τελικά και το βασικό παράγοντα που ρύθμιζε τις αποφάσεις και τις κινήσεις του. Η εξόριστη κυβέρνηση, άλλωστε, όφειλε να υπακούει στις οδηγίες των συμμάχων και να περιμένει από εκείνους να τους υποδείξουν τις υποχρεώσεις τους. Για τους Έλληνες πολιτικούς, το δίχως άλλο, είναι σύνηθες να κινούνται σαν τις μαριονέτες με βάση τις εντολές που λαμβάνουν από τους παράγοντες ισχυρότερων κρατών.

 

Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα

κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

 

Η αναγκαστική αδράνεια των στελεχών της εξόριστης κυβέρνησης επιτείνει τις εσωτερικές αδυναμίες, τα αρνητικά στοιχεία κάθε προσώπου. Έτσι, καθώς παραμένουν ανενεργοί, στο βροχερό τοπίο της ξένης χώρας, οι πληγές τους –τα ελαττώματά τους- γεμίζουν πύον, χειροτερεύουν, σαν να επέρχεται η θεία δίκη, η τιμωρία για την ανήθικη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν μάθει να ζουν με δόλους και με την εξαπάτηση των απλών πολιτών, οι άνθρωποι αυτοί που ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν με το χειρότερο τρόπο το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων πατριωτών, όσο περιμένουν να έρθει η ώρα της επιστροφής τόσο περισσότερο σαπίζουν οι ψυχές τους.

Ο ποιητής αισθάνεται αποτροπιασμό για τα σχέδια των εξόριστων πολιτικών να επιστρέψουν στη χώρα και να καρπωθούν τις θυσίες των Ελλήνων που έμειναν πίσω κι έδωσαν και τη ζωή τους για να παλέψουν με τους κατακτητές.

Τα λόγια του Σεφέρη για τους Έλληνες πολιτικούς μοιάζουν σκληρά, αποδίδουν όμως την ολοκληρωτική διαφθορά και τη μικροπρέπεια που τους χαρακτηρίζει. Τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί πιο ποταπό από τη διάθεσή τους να έρθουν και να πάρουν την εξουσία απ’ τα χέρια εκείνων που πολέμησαν με απόλυτη αυτοθυσία για την πατρίδα τους.

 

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους

ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο

χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος

μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,

στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

 

Οι άνθρωποι, όπως σχολιάζει ο ποιητής, είναι αδύναμοι από τη φύση τους. Μέσα στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου αλλάζουν πολύ εύκολα, αφού δεν έχουν καμία δύναμη χαρακτήρα. Είναι μαλακοί κι εύπλαστοι, σαν ένα δέμα χόρτα, και προσαρμόζονται στις καταστάσεις που επικρατούν, επιδιώκοντας όμως πάντοτε και με κάθε κόστος την προσωπική τους ευχαρίστηση.

Επιθυμούν όλοι την απόλαυση του έρωτα, αγγίζοντας με τα χείλη και τα δάχτυλα ένα άσπρο στήθος, μισοκλείνουν όλοι τα μάτια στο φως της ημέρας, και φυσικά είναι όλοι πρόθυμοι, όσο κουρασμένοι κι αν είναι, να τρέξουν στην παραμικρή υποψία του κέρδους.

Ο Σεφέρης καταγράφει εδώ τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την πραγματική φύση των ανθρώπων, όπως αυτή εμφανίζεται όχι στις εύκολες συνθήκες της ειρήνης, αλλά όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και δεν υπάρχουν περιθώρια για υποκρισίες. Όσο κι αν οι άνθρωποι υιοθετούν εκλεπτυσμένες συμπεριφορές και παρουσιάζουν τον εαυτό τους καλλιεργημένο και με αρχές, όταν επικρατήσουν οι τραγικές περιστάσεις του πολέμου, αποκαλύπτεται πως όλοι είναι ίδιοι, με τις ίδιες επιθυμίες και τα ίδια ελαττώματα.

 

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν

σαν έρθει ο θέρος

προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι

σαν έρθει ο θέρος

άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό

άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-

ρεύουν.

 

Ο άνθρωπος είναι εύπλαστος και μαλακός σαν το χόρτο, δεν έχει την αναγκαία ηθική δύναμη να διατηρήσει τις αξίες του. Μόλις τα πράγματα δυσκολέψουν λειτουργεί με τα ζωώδη ένστικτα επιβίωσης και κοιτάζει πώς θα κατορθώσει να κρατηθεί στη ζωή. Σαν ένα διψασμένο χόρτο που απλώνει παντού τις ρίζες του για να βρει νερό, έτσι κι άνθρωπος κάνει καθετί για να επιβιώσει, εκδηλώνοντας παράλληλα την άπληστη ανθρώπινη φύση που αναζητά, όχι μόνο τα αναγκαία, αλλά και τα επιπλέον, το κέρδος και την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τους άλλους.

Είναι, μάλιστα, τόσο αδύναμοι οι άνθρωποι, ώστε όταν έρθει η ώρα του θερισμού, όταν ξεκινήσει ο πόλεμος ή οι δυσκολίες, προτιμούν να δουν τα δρεπάνια στα χωράφια των άλλων. Προτιμούν, δηλαδή, να δουν τους άλλους να θυσιάζονται και να πληρώνουν το τίμημα κι εκείνοι να παραμένουν αμέτοχοι και μακριά από τον κίνδυνο.

Όταν έρθει η ώρα του κινδύνου άλλοι φωνάζουν και καταφεύγουν σε ανούσιους εξορκισμούς προσπαθώντας να διώξουν μακριά το κακό, θυμίζοντας τις πεποιθήσεις των αρχαίων ότι με τις κραυγές και τις θορυβώδεις τελετές μπορούσαν να ξορκίσουν και να απομακρύνουν τους δαίμονες. Άλλοι στρέφουν την προσοχή τους στα πολύτιμα αγαθά τους, δείχνοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να σώσουν ό,τι αποτελεί την περιουσία τους. Άλλοι, τέλος, καταφεύγουν σε κενές ρητορείες, μιλώντας για το χρέος προς την πατρίδα, χωρίς να έχουν όμως την απαιτούμενη δύναμη για να στηρίξουν τα λόγια τους με πράξεις.

 

Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;

Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;

Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;

Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

 

Τίποτε από αυτά όμως δεν ωφελεί αν δεν υπάρχουν εκεί ζωντανοί άνθρωποι. Σε τι να χρησιμεύσουν τα ξόρκια, τα υλικά αγαθά και τα μεγάλα λόγια, όταν η επέλαση του κακού έχει διώξει μακριά του ζωντανούς ανθρώπους.

Ο ποιητής πάντως, μη θέλοντας να αδικήσει τους συγκαιρινούς του, αναρωτιέται, μήπως ο άνθρωπος είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό το αδύναμο ον που τρέμει μπροστά στις δυσκολίες, μήπως είναι αυτός που δημιουργεί τη ζωή.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση κάθε ανθρώπου, μιας και στη ζωή παίρνουμε τελικά ό,τι δίνουμε. Όποια είναι η προσφορά και η στάση καθενός στις κρίσιμες ώρες, θα είναι ανάλογη και η ανταπόδοση που θα λάβει όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός και παύσουν οι δυσκολίες.

Ο ποιητής κατανοεί πως τα λόγια του είναι πολύ πικρά και πως κάποιοι ίσως θεωρήσουν ότι είναι υπερβολικά αυστηρός, γι’ αυτό και επιφυλάσσεται για την επιβεβαίωση των λόγων του, όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός, ο «καιρός του θερίζειν».

 

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου

            τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

 

Ο Σεφέρης αναγνωρίζει πως οι διαπιστώσεις του για το αδύναμο και το διεφθαρμένο της ανθρώπινης φύσης ακούγονται κάπως κοινότοπες και προλαβαίνει τις πιθανές αντιρρήσεις του φίλου του, που είναι ο αποδέκτης αυτών των λόγων (Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε).

Κι όμως, δηλώνει ο ποιητής, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να αλλάξει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων που έφυγαν χωρίς να το θέλουν από την πατρίδα τους, τη σκέψη εκείνων που πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι εκείνων που ένιωσαν την πλήρη εξαθλίωση, σαν να είναι απλά αντικείμενα, θα διαπιστώσει πως είναι αδύνατο.

Οι άνθρωποι που βιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, επιστρέφουν στον ίδιο βασικό τρόπο σκέψης, στην ανάγκη της επιβίωσης και συνάμα εκείνοι που βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα τους στην ανάγκη της επιστροφής στον τόπο του.

 

Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

 

Θα πρέπει να τονιστεί πως ο Σεφέρης πέρα από τη στηλίτευση της συμπεριφοράς των πολιτικών κι εκείνων που περιμένουν ανυπόμονα να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να πάρουν τον έλεγχο της εξουσίας, αναφέρεται και στους ανθρώπους που -όπως ο ίδιος- βρέθηκαν μακριά από την Ελλάδα και επιθυμούν να επιστρέψουν από αγάπη για τον τόπο τους.

Θα μπορούσαν, λοιπόν, οι εξόριστοι να παραμείνουν στη χώρα των απολίτιστων και να αισθάνονται ότι υπερέχουν από τους υπόλοιπους, έχοντας δυνάμεις -κυρίως πνευματικές- τις οποίες όμως δεν τις χρειάζεται κανείς. Θα μπορούσαν να περιφέρονται στους κάμπους με τους αγάπανθους και να βλέπουν τις τελετές των γηγενών, που με τις προσωπίδες τους χορεύουν στο ρυθμό απ’ τα τουμπελέκια, αποδίδοντας φόρο τιμής στον άρχοντά τους. Μα όλα αυτά δεν είναι αρκετά, όλα αυτά δεν έχουν νόημα, τη στιγμή που θα βρίσκονται μακριά απ’ την πατρίδα τους.

 

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

            το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

            νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-

            χνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

 

Στο μυαλό των εξόριστων -που διατηρούν ακέραιη την αγάπη τους για την πατρίδα- εκείνο που κυριαρχεί είναι ο τόπος τους, που τον χτυπάνε και τον καίνε σαν ένα πεύκο. Την πατρίδα τους βλέπουν όπου κι αν κοιτούν, είτε στα σκοτεινά βαγόνια που με άθλιες συνθήκες μεταφέρονται αιχμάλωτοι Έλληνες σε άλλες χώρες είτε σ’ ένα πλοίο που έχει πυρακτωθεί κι είναι στατιστικώς βέβαιο πως θα βουλιάξει.

Εικόνες συμφοράς, εικόνες που εκφράζουν την έντονη ανησυχία για την πατρίδα, είναι αυτές που έχουν ριζώσει στο μυαλό των προσφύγων και τίποτε δεν μπορεί να τις απομακρύνει. Όπως τα μεγάλα δέντρα στα παρθένα δάση που πολλαπλασιάζονται με το να ρίχνουν τα κλωνάρια τους στη γη, κι από αυτά γεννιούνται νέα δέντρα, καλύπτοντας ολοένα και μεγαλύτερες εκτάσεις, έτσι οι φρικτές αυτές εικόνες, όχι μόνο έχουν ριζώσει, αλλά συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται κυριεύοντας πλήρως τη σκέψη των ανθρώπων που νοσταλγούν την πατρίδα τους και δεν τους επιτρέπουν να ξεχάσουν όλους εκείνους τους φίλους τους που πέθαναν στον αγώνα της αντίστασης κατά των κατακτητών.

 

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει

Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.

 

Κι αν σου μιλάω, λέει ο ποιητής στο φίλο του με παραμύθια και παραβολές, με μεταφορές δηλαδή και αναλογίες, είναι γιατί έτσι ακούγονται ευκολότερα όσα φρικτά θέλω να σου πω. Οι εικόνες φρίκης του πολέμου είναι τόσο έντονες και τόσο αποτροπιαστικές, ώστε θα ήταν αδύνατο να διατυπωθούν, χωρίς να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια όποιου ακούει. Ο μεταφορικός λόγος είναι γλυκύτερος από την πραγματική αποτύπωση της συμφοράς που είχε βρει τον ελληνισμό. Άλλωστε, η φρίκη του πολέμου είναι ακόμη ζωντανή και κυρίαρχη -δεν αποτελεί παρελθόν-, βρίσκεται μέσα σε κάθε Έλληνα πατριώτη και μέρα-νύχτα στάζει τις πικρές της αναμνήσεις, αποτελώντας μια διαρκή υπενθύμιση των ακραίων καταστάσεων που αναγκάστηκαν να ζήσουν όσοι γνώρισαν αυτόν τον πόλεμο.

 

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

 

Κι αν θέλεις να σου μιλήσω για ήρωες, συνεχίζει ο ποιητής, αν θέλεις να ακούσεις για πραγματικούς ήρωας, θα σου μιλήσω για τον Μιχάλη που έφυγε μια νύχτα απ’ το νοσοκομείο, έχοντας ακόμη ανοιχτές της πληγές του, και σέρνοντας το πόδι του ούρλιαζε απ’ τον πόνο. Περπατούσε στην υποχρεωτικά συσκοτισμένη πολιτεία (οι Γερμανοί είχαν επιβάλει να σβήνονται τα φώτα, για να μη βρίσκουν στόχο τα αντίπαλα βομβαρδιστικά) και φώναζε αγγίζοντας τον πόνο μας πως προχωράμε και πηγαίνουμε στα σκοτεινά. Τα λόγια του Μιχάλη εκφράζουν τις σκέψεις όλων των Ελλήνων, καθώς ο αγώνας και όλες τους οι προσπάθειες γίνονταν χωρίς καμία επίγνωση για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Αγωνίζονταν και πάλευαν κατά των Γερμανών, χωρίς εγγυήσεις και χωρίς φτηνές προσδοκίες κέρδους, όπως έκαναν οι καιροσκόποι πολιτικοί. Οι Έλληνες αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, έστω κι αν ο αγώνας τους έμοιαζε καταδικασμένος, έστω κι αν δεν μπορούσαν να ξέρουν τι θα φέρει η επόμενη μέρα, μετά την αδιανόητη καταστροφή που είχε χτυπήσει τη χώρα τους.

Οι ήρωες επομένως προχωρούν στα σκοτεινά, γιατί δεν θυσιάζονται προσδοκώντας το κέρδος και γιατί δεν έχουν ανάγκη από εγγυήσεις για να παλέψουν για την πατρίδα τους. Πολεμούν και πεθαίνουν από αγάπη κι αυτό είναι ένα αίσθημα που μόνο οι γνήσιοι ήρωες μπορούν να γνωρίσουν.

 

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

 

Το ποίημα κλείνει με σχήμα κύκλου, καθώς έχουμε επαναφορά του αρχικού στίχου. Η αλλαγή στο χρόνο του ρήματος, από τον αόριστο «μ’ αρέσαν», στον ενεστώτα «μ’ αρέσουν», εκφράζει την πεποίθηση του ποιητή πως οι δύσκολες στιγμές των προηγούμενων χρόνων δεν πρόκειται να τερματιστούν εκεί. Ο ποιητής νιώθει πως και στη συνέχεια θα υπάρξουν εξίσου δυσάρεστες στιγμές, γι’ αυτό και επαναδιατυπώνει το στίχο δίνοντάς του πλέον μια διαχρονικότερη διάσταση.


ΠΗΓΗ:https://docplayer.gr/48125504-G-seferis-teleytaios-stathmos-o-teleytaios-stathmos-einai-to-teleytaio-poiima-tis-syllogis-imerologio-katastromatos-v-i-imerominia-sto-telos.html

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, Τελευταίος Σταθμός Ο «Τελευταίος Σταθμός» είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β».

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, Τελευταίος Σταθμός 

Ο «Τελευταίος Σταθμός» είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β». 

Η ημερομηνία στο τέλος δηλώνει, σύμφωνα με τον Mario Vitti, «μάλλον την αρχή της συγγραφής παρά την ολοκλήρωσή της, αφού το ποίημα δεν ήταν έτοιμο ούτε και τον καιρό της τυπογραφικής έκδοσης του Ημερολογίου Καταστρώματος Β, που τυπώθηκε το Δεκέμβριο του δημοσιεύτηκε τελικά στο περιοδικό Τετράδιον, τεύχος Μαρτίου 1947, με την ένδειξη «Συμπλήρωμα στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β» και τη διαφορετική ημερομηνία «15 Οκτωβρίου 1944», που μάλλον οφείλεται σε τυπογραφικό σφάλμα.» 

Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, ο Σεφέρης, όντας μέλος του διπλωματικού σώματος, ακολούθησε την κυβέρνηση στο Κάιρο και αργότερα στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Έτσι, στάθηκε μάρτυρας των παρασκηνιακών διπλωματικών ενεργειών των αυτοεξόριστων Ελλήνων σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.

 Μετά την ήττα των Γερμανών, ο ποιητής πήρε μαζί με πολλούς άλλους διπλωμάτες, πολιτικούς και στρατιωτικούς το δρόμο της επιστροφής. 

Τελευταίος σταθμός της περιπλάνησης ήταν το ιταλικό χωριό Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο. Εκεί η ελληνική κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής και η ακολουθία της περίμεναν την άδεια των Άγγλων για να ξεκινήσουν για την Ελλάδα. 

Το ποίημα «Τελευταίος Σταθμός» γράφτηκε στις 5 Οκτωβρίου 1944, δώδεκα μέρες πριν από την επιστροφή των αυτοεξόριστων στην Αθήνα. 


Το ποίημα ξεκινά με την κρίση που διατυπώνει το ποιητικό υποκείμενο, σε α ενικό πρόσωπο, για το φεγγάρι. 

Δείχνει να προτιμά την αστροφεγγιά, καθώς ο έναστρος ουρανός ευνοεί τον προβληματισμό και την εξαγωγή συμπερασμάτων. 

Εδώ το «αλφαβητάρι των άστρων» παραπέμπει ευθέως στην αστρολογία, στην προσπάθεια πρόβλεψης του μέλλοντος, ενώ «ο κόπος της τελειωμένης μέρας» μοιάζει να υποδηλώνει την ολοκλήρωση του Β Παγκοσμίου Πολέμου. 

Οι νύχτες με φεγγάρι και η αστροφεγγιά αποτελούν την αφορμή να ξετυλιχθούν οι σκέψεις του ποιητικού υποκειμένου τη δεδομένη ιστορική στιγμή.

 Πβ. τους στίχους από το ποίημα «Ελένη»: «Το φεγγάρι/ βγήκε απ το πέλαγο σαν Αφροδίτη / σκέπασε τα άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να βρει / την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ αλλάζει. / Πού είν η αλήθεια;». 

Το φεγγάρι και στα δύο ποιήματα αποτελεί την αφορμή, ώστε ο ποιητής να αναζητήσει την αλήθεια πίσω από τις πράξεις των θεών και των ανθρώπων (Ελένη) ή να προβληματιστεί για την πορεία της πατρίδας του στο μέλλον (Τελευταίος Σταθμός). 

Η αντικατάσταση του α ενικού από το γενικευτικό β ενικό δίνει καθολικό χαρακτήρα στην ποιητική θέση. 

Η φράση του Μακρυγιάννη «Τώρα που κάθομαι άνεργος» έχει κυριολεκτική σημασία, δεδομένου ότι ο Σεφέρης βρίσκεται ήδη είκοσι μέρες στο ιταλικό χωριό, όταν γράφει το ποίημα.

 Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι ο ελληνικός λαός συνδέει την ανεργία με την ηθική φθορά, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η παρατεταμένη απραξία επιδρά αρνητικά στον ποιητή, αλλά και στους υπόλοιπους αυτοεξόριστους, που περιμένουν την ώρα της επιστροφής. 

Το φεγγαρόφωτο καθορίζει το σκηνικό του ποιήματος και ανακαλεί στη μνήμη τουποιητή κάποιες άλλες νύχτες με φεγγάρι στα ελληνικά νησιά και σε «πολιτείες του βοριά», πιθανότατα την Αγγλία, όπου έζησε πολλά χρόνια. Οι δυο εικόνες προβάλλουν την αντιθετική επίδραση του φεγγαριού, τη νοσταλγία και την αποχαύνωση που προκαλεί στους ανθρώπους και τον ποιητή. 

Το φεγγάρι ενεργοποιεί το στοχασμό. Το ποιητικό υποκείμενο υιοθετεί το α πληθυντικό πρόσωπο προκειμένου να εισάγει το θέμα της επιστροφής στην πατρίδα, ως εκπρόσωπος των αυτοεξόριστων Ελλήνων. 

Ο νόστος έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο για τον ποιητή: όλοι όσοι ζουν μακριά από την Ελλάδα τα χρόνια της Κατοχής επιδιώκουν να επιστρέψουν για να πάρουν αμοιβή για τους αγώνες τους, μερίδιο στην εξουσία, χρήματα και υλικά αγαθά. 

Ο φιλάργυρος που κρατάει το παλιό χρέος είναι ο χρόνος. 

Αξιοπρόσεκτη είναι η απαξιωτική στάση του ποιητή προς τους αυτοεξόριστους. 

Παρουσιάζει την επιδίωξή τους με εικόνες που έχουν σχέση με λεφτά και πληρωμές, ενώ χρησιμοποιεί λαϊκές εκφράσεις της αγοράς για να παραπέμψει σε ανθρώπους χωρίς ουσιαστική μόρφωση και αξίες. 

Η εικόνα του φεγγαριού που προβάλλει έπειτα από τη φθινοπωρινή μπόρα ίσως να μπορεί να ερμηνευθεί ως μήνυμα για τον ερχομό της ειρήνης. 

Ο στίχος «Σιωπές αγαπημένες της σελήνης» παραπέμπει στο απόσπασμα από το Βιργίλιο: «Και των Αργείων πια η φάλαγγα, σε πλοία βαλμένα στη σειρά, κινούσε από την Τένεδο, μες στις αγαπημένες σιωπές της ήσυχης σελήνης, γυρεύοντας γνωστές ακτές» (Αινειάδα, Β ).

 Ο Σεφέρης έπειτα από μια σύντομη παύση ανακαλεί μια σκηνή νόστου από τον Τρωικό πόλεμο, το μακρινό παρελθόν, με πρόθεση να δώσει διαχρονικό χαρακτήρα σε όσα θα ακολουθήσουν, αλλά και να συνδέσει την πρώτη ενότητα του ποιήματος με τη δεύτερη.


 Η δεύτερη ενότητα του ποιήματος αρχίζει με το στίχο «είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης», που δηλώνει τη συνειρμική σύνδεση του φεγγαριού με την ποιητική αφήγηση.

 (Ας θυμηθούμε ότι το ποίημα του Σεφέρη «Επί ασπαλάθων» γράφεται με τη διαδικασία των συνειρμών). 

Η νοσταλγία και η μοναξιά διογκώνουν την επιθυμία του ποιητή να μιλήσει σε ένα φίλο, να εκμυστηρευτεί σε ένα έμπιστο πρόσωπο τους προβληματισμούς του.

 Για την ταυτότητα του φίλου γράφει ο Mario Vitti: «Ο φίλος που έρχεται δεν είναι μόνο ετούτος που φτάνει την τελευταία στιγμή, την παραμονή της επιστροφής ( παράδοξο, παράδοξο: διάφοροι που φεύγουν από την Ελλάδα και τώρα ακόμη και έρχονται ως εδώ. 

Όλοι αυτοί οι κύριοι, που βγαίνουν από τα σπλάχνα καθώς λένε του αγωνιζομένου Έθνους, δε μας καλυτερεύουν, μας κάνουν χειρότερους Μέρες, τομ. Δ, σελ. 359), είναι και όσοι άλλοι κατά καιρούς πήγαν εκεί που βρισκόταν με την κυβέρνηση ο Σεφέρης και τους άλλαξε η ξενιτιά, όχι προς το καλό.» 

Έτσι, ο στίχος 30 «Μη σε προλάβει η μοναξιά και σε αλλάξει» αποκτά την εξής σημασία: 

όσοι πήγαιναν στη Μέση Ανατολή δεν αργούσαν να διαφθαρούν και να πάρουν μέρος στις δολοπλοκίες των ελληνικών κυβερνητικών και στρατιωτικών κύκλων.

 Στους στίχους η αφήγηση γίνεται αναδρομική και τονίζει το ετερόκλητο των εξόριστων που έχουν συγκεντρωθεί στην Cava dei Tirreni με προορισμό την Ελλάδα και κυρίως την εξόφληση του «παλιού χρέους». 

Το «κρατίδιο της Κομμαγηνής, που «σβησε σαν το μικρό λυχνάρι» παραπέμπει ευθέως στον Καβάφη: «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής» και υπονοεί την Ελλάδα που βρίσκεται στο έλεος των δολοπλόκων και διεφθαρμένων κατόχων αξιωμάτων χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, εφόσον βρίσκονται στην εξορία και επομένως δεν ασκούν εξουσία, οι οποίοι είναι αποξενωμένοι από τον ελληνικό λαό και ελέγχονται από τους Συμμάχους. 

Ακολουθεί η επεξεργασία του θέματος της ηθικής διαφθοράς. 

Σύμφωνα με τον ποιητή, μέσα στο φθινοπωρινό τοπίο διακρίνεται ακόμα πιο έντονα το ήθος των ανθρώπων που έρχονται από την εξορία. 

Οι κατηγορίες του ποιητή είναι πολλές και βαριές και αναφέρονται στην εμπειρία της Μέσης Ανατολής: μικρότητες, δολοπλοκίες, πολιτική αδράνεια και απόπειρες εκμετάλλευσης του αγώνα των αντρών στην κατεχόμενη Ελλάδα τροφοδοτούν την πίκρα, την απογοήτευση και το θυμό του ποιητή.

 Στο στίχο 44 έχουμε μια δεύτερη αναφορά στο Μακρυγιάννη: «δόλο και απάτη» που ενισχύει τη θέση του ποιητή με τη διαχρονικότητα και το κύρος που της προσδίδει. 


Στους στίχους η υιοθέτηση του γ προσώπου από τον ποιητή ταιριάζει με το στοχαστικό χαρακτήρα των στίχων, όπως αυτό φαίνεται σε τρεις στίχους με γνωμικό περιεχόμενο:

 

«Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο» «Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο»

 

Η ποιητική θέση για τις επιπτώσεις του πολέμου στην ανθρώπινη προσωπικότητα διατυπώνεται απερίφραστα: ο άνθρωπος αλλοιώνεται, φθείρεται ηθικά. Είναι μαλακός, ενδοτικός, ελάχιστα ανθεκτικός στις πιέσεις.

 

 Δεν αντιστέκεται στα ένστικτά του, επιζητεί την ηδονή, απολαμβάνει το φυσικό κάλλος και επιδιώκει με κάθε τρόπο το κέρδος.

 

Μπροστά στον πόλεμο όλοι οι άνθρωποι προτιμούν να μην κινδυνεύουν. Κάποιοι, όντας θρησκόληπτοι και αμόρφωτοι, πιστεύουν ότι ο πόλεμος οφείλεται στις δυνάμεις του κακού και προσπαθούν να τις ξορκίσουν, άλλοι προσπαθούν να διατηρήσουν ή να αυξήσουν τα υλικά αγαθά τους και άλλοι περιορίζονται σε πύρινους πατριωτικούς λόγους.

 

Καμιά όμως από  αυτές τις συμπεριφορές δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα.

 

Όμως, για τον Σεφέρη, ο άνθρωπος δεν είναι ικανός μόνο να φέρνει την καταστροφή, αλλά και για τη δημιουργία.

 

 Γι  αυτό και οι στίχοι αποτελούν μια σύνθεση φράσεων από την Αγία Γραφή: «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν» με διδακτική πρόθεση: υπάρχει η εποχή του πολέμου, υπάρχει όμως και η εποχή της ειρήνης, που τώρα αρχίζει και πρέπει να αξιοποιηθεί.

 

«Το ρητό αυτό αποτελεί το αποκορύφωμα της σκέψης του ποιητή, όπου καταγγέλλεται ο υποβιβασμός του ανθρώπου και όπου καταλήγει στην ταύτιση της ανθρώπινης ζωής με τη φυτική ζωή» (Mario Vitti).

 

Στους στίχους ο ποιητής προκειμένου να διεκτραγωδήσει τα πάθη των ακούσιων θυμάτων του πολέμου υιοθετεί το δραματικό διάλογο: «Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε».

 Οι εμπειρίες της προσφυγιάς, της ζωής στην ξενιτιά, της αιχμαλωσίας και της καταστροφής μοιράζονται ανάμεσα στον ποιητή και στο φίλο (σύντροφο και αναγνώστη). 

 

Ο ποιητής αναφέρει ότι είναι βαρετό για τους άλλους, τους αμέτοχους να ακούνε συνεχώς για τον πόλεμο. Όσοι όμως γνώρισαν την κορυφαία πολεμική σύγκρουση δεν μπορούν ν απελευθερωθούν απ αυτή.

 

 Από τη μια μεριά, είναι οι κερδοσκόποι και οι ανίεροι εκμεταλλευτές του αγώνα εναντίον των Γερμανών και από την άλλη ο άνθρωπος που «κατάντησε κι αυτός πραμάτεια», τους πρόσφυγες, τους αιχμαλώτους, τους νεκρούς.

 

 Η ανάμνησή τους τυραννά τον ποιητή και δεν μπορεί να τους βγάλει από το μυαλό του.

 Στους στίχους ο ποιητής διατυπώνει την άποψη ότι θα προτιμούσε να ζει ανάμεσα στους ανθρωποφάγους παρά στην Ελλάδα, για να μπορέσει να ξεχάσει τις οδυνηρές εμπειρίες.

 

Ακολουθούν μια σειρά από ζοφερές εικόνες από τις καταστροφές που γνώρισε η Ελλάδα στα χρόνια του πολέμου: της καμένης γης, των προσφύγων που ταξίδευαν μέσα σε άθλιες συνθήκες, του πλοίου, που φορτωμένο πρόσφυγες, βυθίζεται από τον εχθρό .

 

Στόχος των εικονοπλαστικών αυτών στίχων είναι να αποδοθεί με τον πιο δραστικό τρόπο η φρίκη του πολέμου και ο αντίκτυπός της στη μνήμη («Ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν/ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα»)

 

Στο στίχο 82: «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας» ο ποιητής μεταβαίνει στα θύματα του πολέμου και δηλώνει, εκτός από τη συναισθηματική του αντίδραση, και το μεγάλο αριθμό τους: είναι αμέτρητοι, όπως τα δέντρα ενός παρθένου δάσους.

 Το α πληθυντικό πρόσωπο προσθέτει αμεσότητα, καθώς προαναγγέλλει την πιο οδυνηρή ανάμνηση του ποιητικού υποκειμένου.

 

Είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να θίξει ευθέως, παρά μόνο με «παραμύθια και παραβολές», όπως ο μύθος του Πρωτέα, οι εικόνες από τη φυτική ζωή, οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις. 

 

Η φρίκη του πολέμου δεν αποδίδεται με λέξεις «γιατί είναι ζωντανή / γιατί είναι αμίλητη και προχωράει», τόσο αποτρόπαιη που αναγκάζει τον ποιητή να παραμείνει σιωπηλός. Ο πόνος που του προκαλεί είναι συνεχής και αδιάλειπτος, εξακολουθεί μέρα και νύχτα. 

 

Ο στίχος του Αισχύλου «μνησιπήμων πόνος» συνδέει τους εξόριστους που επιστρέφουν στην πατρίδα με τον Αγαμέμνονα που κι αυτός γύρισε στην πατρίδα του και βρήκε το θάνατο από το χέρι της γυναίκας του. Στους στίχους το λόγο παίρνει και πάλι το ποιητικό υποκείμενο για να αναφερθεί στο τελευταίο θέμα του ποιήματος, τους ήρωες.

Εντύπωση προκαλεί η ανυπομονησία του ποιητή να μιλήσει που εκφράζεται με την επανάληψη: «να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες». Ο Μιχάλης είναι υπόδειγμα ηρωισμού, αρχέτυπο στο νου του Σεφέρη.

 Γράφει ο ποιητής σχετικά στο ημερολόγιό του:

 «Η Μαρώ, το βράδυ, μου διηγήθηκε πώς συνόδεψε έναν τραυματία που, αγιάτρευτος ακόμη, έφυγε βαριεστημένος από το νοσοκομείο και πήρε τους δρόμους για το σπίτι του. Προσπαθούσε να τον βαστάξει για να μην πέσει κι αυτός μονολογούσε: ποιον έχει η Ελλάδα για να την οδηγήσει; η Ελλάδα τραβά μες στο σκοτάδι»

Η συνταρακτική εικόνα του πληγωμένου αγωνιστή μέσα στη σκοτεινή πολιτεία και η σπαρακτική κραυγή αγωνίας αντανακλούν το θαυμασμό αλλά και την κριτική διάθεση του ποιητή για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν στον κατακτητή. Η φράση του Μιχάλη, δοσμένη σε ευθύ λόγο, για να αποδώσει την αμεσότητα, που πληγώνει όλους τους Έλληνες («ψηλαφώντας τον πόλεμο»)συμπυκνώνει σαν γνωμικό την ποιητική θέση: οι ήρωες λειτουργούν παρορμητικά, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος των αγώνων για τους ίδιους.

Έμμεσα βέβαια εκφράζεται η αγωνία του ποιητή για το μέλλον της Ελλάδας: ο Σεφέρης, όντας διπλωμάτης καριέρας, γνώριζε ότι ο Εμφύλιος δεν θ αργούσε να ξεσπάσει. Το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (σχήμα κύκλου) με το μοτίβο του φεγγαριού να επαναλαμβάνεται για Πέμπτη φορά.

 Ο αόριστος του πρώτου στίχου που μ αρέσαν - γίνεται ενεστώτας που μ αρέσουν και αποκτά διαχρονική αξία.

Ο Mario Vitti δίνει μια διαφορετική ερμηνεία: «Η επαναφορά του πρώτου στίχου ως κατακλείδας του ποιήματος, με τη μετάθεση του ρήματος από τον αόριστο στον ενεστώτα, ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δε θα είναι καλλίτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής»

 

 Τεχνική:

 Το ποίημα στηρίζεται στην εναλλαγή όλων των ρηματικών προσώπων και των δύο αριθμών, εκτός από το β πληθυντικό, τα οποία δηλώνουν τα υποκείμενα του έργου και τις μεταξύ τους σχέσεις, την εναλλαγή μονόλογου διαλόγου, τους γνωμικούς στίχους, την περιγραφή και την αφήγηση.

Στιχουργία:

Το ποίημα είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο. Οι στροφές είναι ανισόστιχες, οι στίχοι ανισοσύλλαβοι, ενώ ομοιοκαταληξία δεν υπάρχει.

Γλώσσα

Ύφος:

Η γλώσσα του ποιήματος είναι δημοτική, χωρίς λόγιες προσμείξεις.

Οι αφηγηματικές τεχνικές, τα πλούσια εκφραστικά μέσα και οι στίχοι γνωμολογικού περιεχομένου διαμορφώνουν ένα ύφος στοχαστικό και διδακτικό


ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ: 

Να επισημάνετε τις αναλογίες ανάμεσα στα δύο ποιήματα: 

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΛΟΥ

 Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα, τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα! Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή, να ρθούμε πρώτοι εμείς! οι στερνοί. Τα στερνοπαίδια και τ αποσπόρια και τ αποβράσματα και τ αποφόρια μιας μάχης που ήτανε γι άλλα κορμιά για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά. Πολιτικάντηδες, καραβανάδες, ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά! Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή, κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή: το ματσαράγκα, το φαταούλα με μπογαλάκια και με μπαούλα τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά λες και την άδειασαν όλη μεμιά σ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή που στο βραχνά του παραμιλεί. Δες το σελέμη, δες και το φάντη πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη που ρητορεύεται λειτουργικά μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά. Μαυραγορίτες από τα Νάφια της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια, γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί, λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί στα χώματά σου τα λαβωμένα γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα και δεν μπορούνε χωρίς εσέ οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ. 

Cava dei Tirreni, Ο τίτλος του ποιήματος αποτελεί παραλλαγή του τίτλου «Απομεσήμερο ενός Φαύνου», μουσική για μπαλέτο του Debussy. 

Θεός Φαύνος (Faunus): Ρωμαίος πανάρχαιος αγροτικός, ευεργετικός και γονιμικός Θεός, εγγονός του Σατούρνου, κύριος της Προφητικής τέχνης, εξουσιαστής των αγρών και των ζώων, δάσκαλος της αυλητικής τέχνης και προστάτης της νομοθεσίας. Κάποιες φορές, ο Φαύνος νοείται όχι ως μία μόνον θεότητα, αλλά ως πολυπληθής ομάδα αγροτοποιμενικών ευεργετικών θεοτήτων με τα ίδια πιο πάνω (οι λεγόμενοι Φαύνοι, Fauni). 

Το όνομά του υποδηλώνει ευμένεια (από το «qui favet», «αυτός που ευνοεί»). Μετά την επαφή με τους Έλληνες, ταυτίσθηκε σε πολλές περιπτώσεις με τον Θεό Πάνα των τελευταίων. 

Προς τιμήν του, καθώς και προςτιμήν των Θεών Φέμπρουουκαι Λουπέρκου, οι Ρωμαίοι τελούσαν στις 15 Φεβρουαρίου τα λεγόμενα Λουπερκάλια (Lupercalia). 

Γιώργος Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός»

Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και την Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί (από την Αθήνα έφυγαν στις 12 Οκτωβρίου 1944). Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
            τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
            Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
            τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
            το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
            νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
            χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

                        Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

Τώρα που κάθομαι άνεργος: όπως στην Εισαγωγή των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη: «... εδώ εις Άργος, όπου κάθομαι άνεργος» (Σημ. του ποιητή).
στη χάση: εννοεί του φεγγαριού.
σκάλα: λιμάνι (εννοεί το λιμάνι της Cava dei Tirreni).
μονέδα: νόμισμα. Την ημέρα της επιστροφής την περιμένουν (οι επαναπατριζόμενοι) σαν οφειλόμενο χρέος, σαν ανταμοιβή. Υπαινιγμός για τον καιροσκοπισμό πολλών από αυτούς. Το θέμα επανέρχεται στους στίχους 45 και 51.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης: «Amica silentia lunae». Βιργίλιος (Σημ. του ποιητή).
Αραπιά... Συρία: εννοεί τους Έλληνες που είχαν καταφύγει σ’ αυτές τις χώρες της Μέσης Ανατολής στην Κατοχή.
Κομμαγηνή: αρχαίο κρατίδιο στα ΒΑ της Συρίας με πρωτεύουσα τα Σαμόσατα. Ο ποιητής εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της Ελλάδας.
γκαμούζα: βουβάλι.
θάλασσες του Πρωτέα: τα παράλια της Αιγύπτου.
κακοφορμίζω: προκαλώ φλεγμονή, ερεθίζω μια πληγή.
δόλο κι απάτη: όπως και στο Μακρυγιάννη, Β΄, σελ. 258 «και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν όλο δόλο κι απάτη» (Σημ. του ποιητή).
πραμάτεια: εμπόρευμα.
αγάπανθος: φυτό ιθαγενές της Αφρικής, που καλλιεργείται και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό.
τουμπελέκι: είδος τυμπάνου.
μνησιπήμων: αυτός που θυμίζει τις συμφορές, η αλγεινή ανάμνηση των δυστυχιών.
μνησιπήμων πόνος: Αισχ. Αγαμέμνων, στ. 179 «στάζει δ’ ν γ’ πνωι προ καρδίας μνησιπήμων πόνος» (στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός) (Σημ. του ποιητή).
οι ήρωες... στα σκοτεινά: μια πικρή σκέψη του ποιητή καθώς αναλογίζεται τις θυσίες του λαού και το αβέβαιο μέλλον.

Ανάλυση του ποιήματος:

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Ο ποιητής με τον εισαγωγικό στίχο του ποιήματος ομολογεί πως ελάχιστες υπήρξαν οι νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν. Τις νύχτες αυτές μπορείς να διαβάσεις καθαρότερα το αλφαβητάρι των αστεριών και να κατανοήσεις με μεγαλύτερη διαύγεια την αλήθεια της ζωής. Ο απολογισμός, δηλαδή, που ακολουθεί το τέλος της ημέρας, ο οποίος καταλήγει κάποτε σε εύκολες αυταπάτες «βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες», τις νύχτες με φεγγάρι οδηγείται καθαρότερα στις δύσκολες διαπιστώσεις και στην πραγματική διάσταση των πραγμάτων.
Η διάθεση του ποιητή είναι να μιλήσει για σκληρές αλήθειες, τις οποίες θα προτιμούσε να μην αποδεχτεί, αλλά του είναι δύσκολο μια τέτοια νύχτα να βγάλει λανθασμένα συμπεράσματα. Βλέπει πολύ καθαρά το νόημα των γεγονότων που έχει βιώσει και δεν μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει και να παραδεχτεί την αλήθεια τους, όσο πικρή κι αν είναι για τον ίδιο και για τους υπόλοιπους Έλληνες.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.

Όσα έχει να πει ο ποιητής λέγονται τόσο δύσκολα, ώστε επιλέγει να επιβραδύνει τη στιγμή της επίπονης ομολογίας τους. Συνεχίζει, επομένως, να αναφέρεται στις νύχτες με φεγγάρι, ξεχωρίζοντας αυτές που κατάφεραν να διατηρηθούν στη μνήμη του.
Όταν ο ποιητής γράφει τους στίχους αυτούς βρίσκεται κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας και περιμένει μαζί με άλλους Έλληνες διπλωμάτες την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, για να επιστρέψει στην Αθήνα. Θα περάσει έτσι μερικές μέρες αναγκαστικής αδράνειας, κατά τις οποίες θα συνθέσει το πικρό αυτό απολογιστικό ποίημα.
Οι νύχτες με φεγγάρι που έχουν απομείνει στη μνήμη του ποιητή ήταν είτε σ’ ελληνικά νησιά, όπου το φεγγάρι βρισκόταν στη χάση του και προσέδιδε στο τοπίο μια γαλήνια θλίψη, όπως αυτή που διακρίνει κανείς στις εικόνες της Παναγίας, είτε σε χώρες του βορρά όπου το γεμάτο φεγγάρι μετέδιδε με το φως του μια κατευναστική αίσθηση νάρκης (υπνηλίας) σε όλο το ταραγμένο τοπίο και στους ανθρώπους που ήταν γεμάτοι ένταση.

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Αν και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του άρεσαν, εντούτοις η χτεσινή νύχτα -επαναφορά στο παρόν- απέκτησε μια μαγευτική ομορφιά καθώς το φεγγάρι πέρασε πάνω απ’ τα σύννεφα που είχαν φέρει τη φθινοπωρινή μπόρα κι έκανε με το φως του τα σπίτια της απέναντι πλαγιάς να γυαλίζουν και να λάμπουν σαν να ήταν φτιαγμένα από σμάλτο. Η ομορφιά της εικόνας που δημιουργεί το φεγγαρόφωτο, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την αλήθεια των συναισθημάτων εκείνων που έχουν μείνει για χρόνια μακριά από την πατρίδα και ανυπομονούν να επιστρέψουν τώρα που φεύγουν οι Γερμανοί.
Ο Σεφέρης αναφέρεται εδώ σ’ εκείνους τους καιροσκόπους πολιτικούς και διπλωμάτες που παρέμειναν μακριά από την Ελλάδα, όσο κρατούσε ο εφιάλτης της γερμανικής κατοχής, και τώρα είναι έτοιμοι να επιστρέψουν για να εκμεταλλευτούν τη νεοαποκτηθείσα ελευθερία της χώρας.
Οι Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα να φύγουν από τη χώρα μόλις έγινε προφανής η ήττα του ελληνικού στρατού, κυρίως πολιτικοί αλλά και άλλοι πλούσιοι πολίτες, νιώθουν πως είναι καιρός να εξαργυρώσουν τη μακρόχρονη αναμονή της επιστροφής. Όπως ένα χρέος που έχει μείνει για καιρό ανεξόφλητο κι έχει αποκτήσει πρόσθετη αξία, όπως ένα νόμισμα που παρέμεινε φυλαγμένο για χρόνια στο σεντούκι κάποιου φιλάργυρου κι ήρθε η ώρα να επιστραφεί, έτσι αντικρίζουν οι Έλληνες που βρίσκονται μακριά τα χρόνια που περίμεναν να αλλάξει η κατάσταση στη χώρα, σαν ένα «χρέος» δηλαδή που τους οφείλεται και πρέπει να εξοφληθεί.
Τώρα που οι Γερμανοί φεύγουν είναι ο κατάλληλος καιρός να επιστρέψουν και να εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο τις νέες καταστάσεις προς όφελός τους, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια τους.  Η επιθυμία για την επιστροφή τους δεν έχει να κάνει με την αγάπη για την πατρίδα, αλλά με την προοπτική μεγάλου κέρδους, από την εκμετάλλευση των θυσιών του ελληνικού λαού.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

Η γαλήνη και η ομορφιά του τοπίου που προκύπτει απ’ το φως του φεγγαριού, μοιάζει με μια ιδανική στιγμή για τον απολογισμό όσων πέρασαν. Με τη σιωπή, την απόλυτη ησυχία της βραδιάς, οι σκέψεις έρχονται πιο εύκολα.
Η προσήλωση του ποιητή στο φεγγάρι υπήρξε η αφορμή για να σκεφτεί πάνω στα δύσκολα θέματα της ελληνικής πραγματικότητας. Υπήρξε ένα πρώτο έναυσμα για να προσεγγίσει τις επίπονες αλήθειες που με δυσκολία μπορεί κάποιος να τις ομολογήσει, αλλά δε βαστά κιόλας να τις κρατά μέσα του. Μια ομολογία λυτρωτική που γίνεται σ’ έναν φίλο που ξέφυγε από τη δυναστευόμενη πατρίδα και φέρνει πολύτιμες ειδήσεις για τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Μια ομολογία που γίνεται βιαστικά, προτού προλάβει η ξενιτιά και οι δολοπλοκίες των εκεί Ελλήνων να αλλοιώσουν την αγνότητά του.
Σε αντίθεση με τους Έλληνες που βιώνουν τις συντριπτικές συνθήκες της κατοχής και δεν μπορούν παρά να παλεύουν μέρα με τη μέρα για να επιβιώσουν, οι Έλληνες που βρίσκονται μακριά και είναι ασφαλείς από τους κατακτητές, το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και πώς θα αξιοποιήσουν καλύτερα τον πόνο και την καταστροφή της χώρας τους.
Για τους Έλληνες του εξωτερικού δεν υπάρχει ο φόβος της επιβίωσης, υπάρχουν μόνο οι υπολογισμοί και οι μηχανορραφίες για την επόμενη ημέρα, για τη στιγμή της απελευθέρωσης. Τότε που οι εξαθλιωμένοι Έλληνες θα είναι ευάλωτοι όσο ποτέ και η χειραγώγησή τους θα είναι πιο εύκολη.

Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
            τη Συρία
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

Ο ποιητής αναφέρεται στις χώρες που είχαν καταφύγει τα μέλη της κυβέρνησης, οι διπλωμάτες και άλλοι Έλληνες που είχαν τη δυνατότητα διαφυγής, απ’ την κατακτημένη πατρίδα.
Από αυτές τις χώρες ξεκινούν τώρα όλοι οι αυτοεξόριστοι κι ετοιμάζονται να επιστρέψουν στη ρημαγμένη Ελλάδα. Στη σκέψη τους έρχονται συχνά περιπτώσεις κρατών που καταστράφηκαν τελείως και κατέληξαν να χρησιμεύουν μόνο ως βοσκοτόπια και χώροι καλλιέργειας. Η συσχέτιση αυτών των κρατών με την Ελλάδα, λειτουργεί ως συνειρμός που εκφράζει την ανησυχία των εξόριστων είτε γιατί -λίγοι απ’ αυτούς- διατήρησαν ακέραιο το ενδιαφέρον τους για την πατρίδα είτε γιατί -οι περισσότεροι- φοβούνται πως δε θα μπορέσουν τελικά να ανασυστήσουν το κράτος και θα χάσουν έτσι την ευκαιρία να αποκομίσουν τα κέρδη που πιστεύουν ότι τους αναλογούν.

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
            Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

Επιστρέφουν, λοιπόν από την έρημο κι από τη θάλασσα της Αιγύπτου (εκεί είχε εγκατασταθεί η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση). Επιστρέφουν με τις ψυχές τους μαραμένες από τις αμαρτίες που σχετίζονταν με το δημόσιο ρόλο τους. Πολιτικοί που είχαν οικειοποιηθεί χρήματα της χώρας, που είχαν υπονομεύσει ελληνικά συμφέροντα και το κυριότερο είχαν θέσει τις προσωπικές τους επιδιώξεις πάνω απ’ το καλό του τόπου.
Η θέση του Σεφέρη στο διπλωματικό σώμα της χώρας του επέτρεπε να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις μικρότητες, τις δολοπλοκίες και την κενότητα των πολιτικών προσώπων της χώρας. Ο ποιητής δεν κατονομάζει φυσικά συγκεκριμένα πρόσωπα, μεταφέρει όμως τη σαφή εικόνα σήψης που κυριαρχούσε στον πολιτικό χώρο του τόπου. Οι πολίτες εμπιστεύονταν τα συμφέροντα της πατρίδας σε ανερμάτιστους ανθρώπους που ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Ο καθένας απ’ αυτούς είχε κι ένα αξίωμα που τον κρατούσε δέσμιο, όπως ένα πουλί φυλακίζεται μέσα στο κλουβί του. Ο ίδιος ο ποιητής, για παράδειγμα, έχοντας μια δημόσια θέση δεν μπορούσε παρά να πράττει σύμφωνα με τις εντολές που του έδιναν. Ανεξάρτητα από τις προσωπικές του πεποιθήσεις κι ανεξάρτητα από την αποστροφή που του προκαλούσε η κυρίαρχη διαφθορά, ήταν αναγκασμένος να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που απέρρεαν από τη θέση του.
Η θέση που είχε κατακτήσει καθένας από αυτούς, αποτελούσε τελικά και το βασικό παράγοντα που ρύθμιζε τις αποφάσεις και τις κινήσεις του. Η εξόριστη κυβέρνηση, άλλωστε, όφειλε να υπακούει στις οδηγίες των συμμάχων και να περιμένει από εκείνους να τους υποδείξουν τις υποχρεώσεις τους. Για τους Έλληνες πολιτικούς, το δίχως άλλο, είναι σύνηθες να κινούνται σαν τις μαριονέτες με βάση τις εντολές που λαμβάνουν από τους παράγοντες ισχυρότερων κρατών.

Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

Η αναγκαστική αδράνεια των στελεχών της εξόριστης κυβέρνησης επιτείνει τις εσωτερικές αδυναμίες, τα αρνητικά στοιχεία κάθε προσώπου. Έτσι, καθώς παραμένουν ανενεργοί, στο βροχερό τοπίο της ξένης χώρας, οι πληγές τους –τα ελαττώματά τους- γεμίζουν πύον, χειροτερεύουν, σαν να επέρχεται η θεία δίκη, η τιμωρία για την ανήθικη συμπεριφορά τους. Οι άνθρωποι αυτοί που έχουν μάθει να ζουν με δόλους και με την εξαπάτηση των απλών πολιτών, οι άνθρωποι αυτοί που ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν με το χειρότερο τρόπο το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων πατριωτών, όσο περιμένουν να έρθει η ώρα της επιστροφής τόσο περισσότερο σαπίζουν οι ψυχές τους.
Ο ποιητής αισθάνεται αποτροπιασμό για τα σχέδια των εξόριστων πολιτικών να επιστρέψουν στη χώρα και να καρπωθούν τις θυσίες των Ελλήνων που έμειναν πίσω κι έδωσαν και τη ζωή τους για να παλέψουν με τους κατακτητές.
Τα λόγια του Σεφέρη για τους Έλληνες πολιτικούς μοιάζουν σκληρά, αποδίδουν όμως την ολοκληρωτική διαφθορά και τη μικροπρέπεια που τους χαρακτηρίζει. Τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί πιο ποταπό από τη διάθεσή τους να έρθουν και να πάρουν την εξουσία απ’ τα χέρια εκείνων που πολέμησαν με απόλυτη αυτοθυσία για την πατρίδα τους.

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

Οι άνθρωποι, όπως σχολιάζει ο ποιητής, είναι αδύναμοι από τη φύση τους. Μέσα στις δύσκολες συνθήκες του πολέμου αλλάζουν πολύ εύκολα, αφού δεν έχουν καμία δύναμη χαρακτήρα. Είναι μαλακοί κι εύπλαστοι, σαν ένα δέμα χόρτα, και προσαρμόζονται στις καταστάσεις που επικρατούν, επιδιώκοντας όμως πάντοτε και με κάθε κόστος την προσωπική τους ευχαρίστηση.
Επιθυμούν όλοι την απόλαυση του έρωτα, αγγίζοντας με τα χείλη και τα δάχτυλα ένα άσπρο στήθος, μισοκλείνουν όλοι τα μάτια στο φως της ημέρας, και φυσικά είναι όλοι πρόθυμοι, όσο κουρασμένοι κι αν είναι, να τρέξουν στην παραμικρή υποψία του κέρδους.
Ο Σεφέρης καταγράφει εδώ τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την πραγματική φύση των ανθρώπων, όπως αυτή εμφανίζεται όχι στις εύκολες συνθήκες της ειρήνης, αλλά όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και δεν υπάρχουν περιθώρια για υποκρισίες. Όσο κι αν οι άνθρωποι υιοθετούν εκλεπτυσμένες συμπεριφορές και παρουσιάζουν τον εαυτό τους καλλιεργημένο και με αρχές, όταν επικρατήσουν οι τραγικές περιστάσεις του πολέμου, αποκαλύπτεται πως όλοι είναι ίδιοι, με τις ίδιες επιθυμίες και τα ίδια ελαττώματα.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν
σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.

Ο άνθρωπος είναι εύπλαστος και μαλακός σαν το χόρτο, δεν έχει την αναγκαία ηθική δύναμη να διατηρήσει τις αξίες του. Μόλις τα πράγματα δυσκολέψουν λειτουργεί με τα ζωώδη ένστικτα επιβίωσης και κοιτάζει πώς θα κατορθώσει να κρατηθεί στη ζωή. Σαν ένα διψασμένο χόρτο που απλώνει παντού τις ρίζες του για να βρει νερό, έτσι κι άνθρωπος κάνει καθετί για να επιβιώσει, εκδηλώνοντας παράλληλα την άπληστη ανθρώπινη φύση που αναζητά, όχι μόνο τα αναγκαία, αλλά και τα επιπλέον, το κέρδος και την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τους άλλους.
Είναι, μάλιστα, τόσο αδύναμοι οι άνθρωποι, ώστε όταν έρθει η ώρα του θερισμού, όταν ξεκινήσει ο πόλεμος ή οι δυσκολίες, προτιμούν να δουν τα δρεπάνια στα χωράφια των άλλων. Προτιμούν, δηλαδή, να δουν τους άλλους να θυσιάζονται και να πληρώνουν το τίμημα κι εκείνοι να παραμένουν αμέτοχοι και μακριά από τον κίνδυνο.
Όταν έρθει η ώρα του κινδύνου άλλοι φωνάζουν και καταφεύγουν σε ανούσιους εξορκισμούς προσπαθώντας να διώξουν μακριά το κακό, θυμίζοντας τις πεποιθήσεις των αρχαίων ότι με τις κραυγές και τις θορυβώδεις τελετές μπορούσαν να ξορκίσουν και να απομακρύνουν τους δαίμονες. Άλλοι στρέφουν την προσοχή τους στα πολύτιμα αγαθά τους, δείχνοντας μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να σώσουν ό,τι αποτελεί την περιουσία τους. Άλλοι, τέλος, καταφεύγουν σε κενές ρητορείες, μιλώντας για το χρέος προς την πατρίδα, χωρίς να έχουν όμως την απαιτούμενη δύναμη για να στηρίξουν τα λόγια τους με πράξεις.

Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Τίποτε από αυτά όμως δεν ωφελεί αν δεν υπάρχουν εκεί ζωντανοί άνθρωποι. Σε τι να χρησιμεύσουν τα ξόρκια, τα υλικά αγαθά και τα μεγάλα λόγια, όταν η επέλαση του κακού έχει διώξει μακριά του ζωντανούς ανθρώπους.
Ο ποιητής πάντως, μη θέλοντας να αδικήσει τους συγκαιρινούς του, αναρωτιέται, μήπως ο άνθρωπος είναι κάτι διαφορετικό απ’ αυτό το αδύναμο ον που τρέμει μπροστά στις δυσκολίες, μήπως είναι αυτός που δημιουργεί τη ζωή.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο καιρός θα δείξει την πραγματική υπόσταση κάθε ανθρώπου, μιας και στη ζωή παίρνουμε τελικά ό,τι δίνουμε. Όποια είναι η προσφορά και η στάση καθενός στις κρίσιμες ώρες, θα είναι ανάλογη και η ανταπόδοση που θα λάβει όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός και παύσουν οι δυσκολίες.
Ο ποιητής κατανοεί πως τα λόγια του είναι πολύ πικρά και πως κάποιοι ίσως θεωρήσουν ότι είναι υπερβολικά αυστηρός, γι’ αυτό και επιφυλάσσεται για την επιβεβαίωση των λόγων του, όταν έρθει ο κατάλληλος καιρός, ο «καιρός του θερίζειν».

Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
            τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ο Σεφέρης αναγνωρίζει πως οι διαπιστώσεις του για το αδύναμο και το διεφθαρμένο της ανθρώπινης φύσης ακούγονται κάπως κοινότοπες και προλαβαίνει τις πιθανές αντιρρήσεις του φίλου του, που είναι ο αποδέκτης αυτών των λόγων (Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε).
Κι όμως, δηλώνει ο ποιητής, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να αλλάξει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων που έφυγαν χωρίς να το θέλουν από την πατρίδα τους, τη σκέψη εκείνων που πιάστηκαν αιχμάλωτοι κι εκείνων που ένιωσαν την πλήρη εξαθλίωση, σαν να είναι απλά αντικείμενα, θα διαπιστώσει πως είναι αδύνατο.
Οι άνθρωποι που βιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου, επιστρέφουν στον ίδιο βασικό τρόπο σκέψης, στην ανάγκη της επιβίωσης και συνάμα εκείνοι που βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα τους στην ανάγκη της επιστροφής στον τόπο του.

Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Θα πρέπει να τονιστεί πως ο Σεφέρης πέρα από τη στηλίτευση της συμπεριφοράς των πολιτικών κι εκείνων που περιμένουν ανυπόμονα να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να πάρουν τον έλεγχο της εξουσίας, αναφέρεται και στους ανθρώπους που -όπως ο ίδιος- βρέθηκαν μακριά από την Ελλάδα και επιθυμούν να επιστρέψουν από αγάπη για τον τόπο τους.
Θα μπορούσαν, λοιπόν, οι εξόριστοι να παραμείνουν στη χώρα των απολίτιστων και να αισθάνονται ότι υπερέχουν από τους υπόλοιπους, έχοντας δυνάμεις -κυρίως πνευματικές- τις οποίες όμως δεν τις χρειάζεται κανείς. Θα μπορούσαν να περιφέρονται στους κάμπους με τους αγάπανθους και να βλέπουν τις τελετές των γηγενών, που με τις προσωπίδες τους χορεύουν στο ρυθμό απ’ τα τουμπελέκια, αποδίδοντας φόρο τιμής στον άρχοντά τους. Μα όλα αυτά δεν είναι αρκετά, όλα αυτά δεν έχουν νόημα, τη στιγμή που θα βρίσκονται μακριά απ’ την πατρίδα τους.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
            το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
            νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
            χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Στο μυαλό των εξόριστων -που διατηρούν ακέραιη την αγάπη τους για την πατρίδα- εκείνο που κυριαρχεί είναι ο τόπος τους, που τον χτυπάνε και τον καίνε σαν ένα πεύκο. Την πατρίδα τους βλέπουν όπου κι αν κοιτούν, είτε στα σκοτεινά βαγόνια που με άθλιες συνθήκες μεταφέρονται αιχμάλωτοι Έλληνες σε άλλες χώρες είτε σ’ ένα πλοίο που έχει πυρακτωθεί κι είναι στατιστικώς βέβαιο πως θα βουλιάξει.
Εικόνες συμφοράς, εικόνες που εκφράζουν την έντονη ανησυχία για την πατρίδα, είναι αυτές που έχουν ριζώσει στο μυαλό των προσφύγων και τίποτε δεν μπορεί να τις απομακρύνει. Όπως τα μεγάλα δέντρα στα παρθένα δάση που πολλαπλασιάζονται με το να ρίχνουν τα κλωνάρια τους στη γη, κι από αυτά γεννιούνται νέα δέντρα, καλύπτοντας ολοένα και μεγαλύτερες εκτάσεις, έτσι οι φρικτές αυτές εικόνες, όχι μόνο έχουν ριζώσει, αλλά συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται κυριεύοντας πλήρως τη σκέψη των ανθρώπων που νοσταλγούν την πατρίδα τους και δεν τους επιτρέπουν να ξεχάσουν όλους εκείνους τους φίλους τους που πέθαναν στον αγώνα της αντίστασης κατά των κατακτητών.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Κι αν σου μιλάω, λέει ο ποιητής στο φίλο του με παραμύθια και παραβολές, με μεταφορές δηλαδή και αναλογίες, είναι γιατί έτσι ακούγονται ευκολότερα όσα φρικτά θέλω να σου πω. Οι εικόνες φρίκης του πολέμου είναι τόσο έντονες και τόσο αποτροπιαστικές, ώστε θα ήταν αδύνατο να διατυπωθούν, χωρίς να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια όποιου ακούει. Ο μεταφορικός λόγος είναι γλυκύτερος από την πραγματική αποτύπωση της συμφοράς που είχε βρει τον ελληνισμό. Άλλωστε, η φρίκη του πολέμου είναι ακόμη ζωντανή και κυρίαρχη -δεν αποτελεί παρελθόν-, βρίσκεται μέσα σε κάθε Έλληνα πατριώτη και μέρα-νύχτα στάζει τις πικρές της αναμνήσεις, αποτελώντας μια διαρκή υπενθύμιση των ακραίων καταστάσεων που αναγκάστηκαν να ζήσουν όσοι γνώρισαν αυτόν τον πόλεμο.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

Κι αν θέλεις να σου μιλήσω για ήρωες, συνεχίζει ο ποιητής, αν θέλεις να ακούσεις για πραγματικούς ήρωας, θα σου μιλήσω για τον Μιχάλη που έφυγε μια νύχτα απ’ το νοσοκομείο, έχοντας ακόμη ανοιχτές της πληγές του, και σέρνοντας το πόδι του ούρλιαζε απ’ τον πόνο. Περπατούσε στην υποχρεωτικά συσκοτισμένη πολιτεία (οι Γερμανοί είχαν επιβάλει να σβήνονται τα φώτα, για να μη βρίσκουν στόχο τα αντίπαλα βομβαρδιστικά) και φώναζε αγγίζοντας τον πόνο μας πως προχωράμε και πηγαίνουμε στα σκοτεινά. Τα λόγια του Μιχάλη εκφράζουν τις σκέψεις όλων των Ελλήνων, καθώς ο αγώνας και όλες τους οι προσπάθειες γίνονταν χωρίς καμία επίγνωση για το τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον. Αγωνίζονταν και πάλευαν κατά των Γερμανών, χωρίς εγγυήσεις και χωρίς φτηνές προσδοκίες κέρδους, όπως έκαναν οι καιροσκόποι πολιτικοί. Οι Έλληνες αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, έστω κι αν ο αγώνας τους έμοιαζε καταδικασμένος, έστω κι αν δεν μπορούσαν να ξέρουν τι θα φέρει η επόμενη μέρα, μετά την αδιανόητη καταστροφή που είχε χτυπήσει τη χώρα τους.
Οι ήρωες επομένως προχωρούν στα σκοτεινά, γιατί δεν θυσιάζονται προσδοκώντας το κέρδος και γιατί δεν έχουν ανάγκη από εγγυήσεις για να παλέψουν για την πατρίδα τους. Πολεμούν και πεθαίνουν από αγάπη κι αυτό είναι ένα αίσθημα που μόνο οι γνήσιοι ήρωες μπορούν να γνωρίσουν.

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

Το ποίημα κλείνει με σχήμα κύκλου, καθώς έχουμε επαναφορά του αρχικού στίχου. Η αλλαγή στο χρόνο του ρήματος, από τον αόριστο «μ’ αρέσαν», στον ενεστώτα «μ’ αρέσουν», εκφράζει την πεποίθηση του ποιητή πως οι δύσκολες στιγμές των προηγούμενων χρόνων δεν πρόκειται να τερματιστούν εκεί. Ο ποιητής νιώθει πως και στη συνέχεια θα υπάρξουν εξίσου δυσάρεστες στιγμές, γι’ αυτό και επαναδιατυπώνει το στίχο δίνοντάς του πλέον μια διαχρονικότερη διάσταση.



Γιώργος Σεφέρης ,Τελευταίος σταθμός

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου 

https://fliphtml5.com/xpqa/ivyi/basic

 1. Το ποίημα είναι χωρισμένο σε ποιητικές ενότητες. 

Αφού τις μελετήσετε χωριστά, να βρείτε: 

α) Ποιο είναι το θέμα της πρώτης ενότητας και πώς συνδέεται με το υπόλοιπο ποίημα. Ποιες νομίζετε ότι είναι οι δυσκολίες για τις οποίες μιλάει ο ποιητής; 

β) Ποια είναι τα επιμέρους θέματα στις υπόλοιπες ενότητες. 


Η πρώτη ενότητα έχει ως θέμα της την περίοδο της παραμονής του ποιητή στο ιταλικό χωριό καθώς και εικόνες από την εμπειρία της εξορίας του. 

Επικεντρώνεται στις τελευταίες μέρες. Οι «σιωπές αγαπημένες της σελήνης» καταδεικνύουν τα συναισθήματα του ποιητή για τις μέρες εκείνες, συναισθήματα όχι τόσο θετικά. Η συγκεκριμένη φράση αποτελεί τον κρίκο της πρώτης ενότητας με το υπόλοιπο ποίημα. 

Η δεύτερη ενότητα επικεντρώνεται στην ηθική και ψυχολογική καταρράκωση του λαού από τον πόλεμο, ενώ στην τρίτη ενότητα ο ποιητής διερευνά τις δικές του μνήμες και στην τέταρτη ενότητα κάνει μια μνεία σε όλους τους πολεμιστές που στάθηκαν σαν ήρωες στον πόλεμο. 


2. Το ποίημα έχει άμεση συνάφεια με την εποχή που γράφτηκε, όπως δηλώνει ο ποιητής με τη σημείωση στο τέλος (βλ. και εισαγωγικό σημείωμα).

 Να βρείτε τους στίχους που μιλούν:

 α) Για τους Έλληνες που επιστρέφουν από τη Μ. Ανατολή. 

β) Για την Ελλάδα και τη μοίρα της. 

γ) Για τον άνθρωπο γενικά. 

δ) Για τους ήρωες.

 Πώς εκφράζεται ο ποιητής για το καθένα από τα παραπάνω; 

Ποια αισθήματα συνοδεύουν τις σκέψεις του και ποια νομίζετε ότι είναι η αιτία αυτών των αισθημάτων; 

Στίχοι που μιλούν για τους Έλληνες που επιστρέφουν από τη Μ. Ανατολή: 

«Ερχόμαστε από την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, το κρατίδιο της Κομμαγηνής», «Ερχόμαστε από την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα» 

 Στίχοι που μιλούν για την Ελλάδα και τη μοίρα της:

 «Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο», «Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων»

 

Στίχοι που μιλούν για τους ανθρώπους γενικά:

 «Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες τους πολέμους», «Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα; Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;» 


Στίχοι που μιλούν για τους ήρωες: 

«οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά».

 Ο ποιητής γίνεται επικριτικός με όλους εκείνους που είχαν θέσεις αξιωμάτων και παρασύρθηκαν από τις εντολές και τις πιέσεις και έγιναν απάνθρωποι.

 Για την πατρίδα του μιλά με πόνο και θλίψη για τον ξεπεσμό της, αλλά και για την καταστροφή της από τους άπληστους ανθρώπους. 

Κυριαρχεί η απογοήτευση του ποιητή για την εξέλιξη της γενιάς του και στηρίζει τις ελπίδες του σε εκείνους τους ήρωες που θα υπερβούν την αδύναμη ανθρώπινη φύση και θα πολεμήσουν για τα κεκτημένα. 


3. Το ποίημα αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο στίχο. Αλλά ενώ στον πρώτο στίχο το ρήμα είναι σε χρόνο παρελθοντικό στον τελευταίο είναι σε χρόνο παροντικό. Πώς δικαιολογείτε αυτή την αλλαγή του χρόνου; Και ποιο είναι το μορφολογικό αποτέλεσμα αυτής της επανάληψης; 


«Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.» «Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.» 

Οι δυο στίχοι δημιουργούν το κυκλικό σχήμα του ποιήματος.

 Ο ποιητής χρησιμοποιεί αρχικά τον παρελθοντικό χρόνο για να δηλώσει τις αναμνηστικές εμπειρίες του από την εξορία. 

Αφού παρουσιάσει τις αναμνήσεις και τις σκέψεις του από τα παλιά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ακόμα και τώρα λίγες είναι οι όμορφες βραδιές που έχει να θυμάται. 

Ταυτόχρονα όμως θέλει να τονίσει ότι το συναίσθημα της θλίψης που περιέγραψε παραπάνω, δεν τον εμποδίζει από το να κρατά κάποιες όμορφες στιγμές ελπίδας στο νου του. 


ΔΕΣ:https://www.scribd.com/doc/48275884/%CE%A3%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%91%CE%BD%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%85-%CE%A3%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7-%CE%A4%CE%95%CE%9B%CE%95%CE%A5%CE%A4%CE%91%CE%99%CE%9F%CE%A3-%CE%A3%CE%A4%CE%91%CE%98%CE%9C%CE%9F%CE%A3



ΔΕΣ:https://slideplayer.gr/slide/1989070

 

Ερμηνευτικά σχόλια στο ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ο τελευταίος σταθμός» / Ξ. Α. Κοκόλη
Συγγραφείς: Κοκόλης - Ξενοφών
Εκδόσεις: Ζηρίδη
Έτος: 1979