Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

Χριστουγεννιάτικα παραμύθια και διηγήματα

 


Χριστουγεννιάτικα δώρα- Hugo Oehmichen – 1882

ΔΕΣ:https://antikleidi.com/2014/12/15/xristoygeniatiki-pinakes/

Οι 20 διάσημοι πίνακες των Χριστουγέννων


Χριστουγεννιάτικα παραμύθια και διηγήματα

   


 

Να συγκρίνετε τις δοξασίες για τους καλικάντζαρους των Χριστουγέννων όπως παρουσιάζονται στο παραμύθι των αδερφών Γκριμμ, «Τα καλικαντζαράκια» και στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Της Κοκκώνας το σπίτι».

 












 


Αδερφοί Γκρίμμ, «Τα καλικαντζαράκια»

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας τσαγκάρης, που χωρίς να φταίει, έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. Και δεν τού 'μεινε πια τίποτα παρά μονάχα ένα κομμάτι δέρμα για ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθισε λοιπόν αποβραδίς κι έκοψε το δέρμα, για να ξυπνήσει το πρωί και να φτιάξει τα παπούτσια. Κι επειδή είχε ήσυχη τη συνείδησή του, έκανε το σταυρό του κι έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα, αφού ξύπνησε κι είπε την προσευχή του, ετοιμάστηκε να καθίσει στον πάγκο του να δουλέψει. Τί να δει όμως; Τα παπούτσια ήταν έτοιμα, στολισμένα πάνω στον πάγκο του! Τα πήρε στα χέρια του για να τα δει από κοντά κι ήταν στ' αλήθεια τόσο καλά δουλεμένα που ούτε μια βελονιά δεν ήταν στραβά κεντημένη, λες και τά 'χε φτιάξει ο καλύτερος τσαγκάρης της πολιτείας. Σε λίγο μπήκε μέσα ένας πελάτης κι επειδή τα παπούτσια τού άρεσαν πολύ, πλήρωσε διπλά για να τ' αγοράσει. Ο τσαγκάρης μας λοιπόν αγόρασε δέρμα για δυο ζευγάρια παπούτσια. Τό 'κοψε κι αυτό αποβραδίς να τό 'χει έτοιμο την άλλη μέρα το πρωί να δουλέψει.

Αλλά δεν χρειάστηκε: όταν ξύπνησε, βρήκε πάλι τα δυο ζευγάρια έτοιμα. Οι πελάτες δεν άργησαν νά 'ρθουν κι αυτή τη φορά ο τσαγκάρης πήρε χρήματα αρκετά και αγόρασε δέρμα για τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Την άλλη μέρα το πρωί βρήκε πάλι τα παπούτσια έτοιμα. Κι έτσι έγινε και την άλλη και την παράλλη: όσα ζευγάρια παπούτσια έκοβε αποβραδίς, τά 'βρισκε έτοιμα την άλλη μέρα το πρωί. Ώσπου έγινε πλούσιος. Κι ένα βράδυ, λίγο πριν απ' τα Χριστούγεννα, την ώρα που τέλειωσε τη δουλειά του κι ετοιμάστηκε να πάει για ύπνο, είπε στη γυναίκα του: «Γυναίκα, τί θά 'λεγες να μείνουμε ξύπνιοι τούτη τη νύχτα, να δούμε ποιος κάνει όλη τούτη τη δουλειά για χάρη μας;» Η γυναίκα του συμφώνησε και άναψε μια μικρή λάμπα, για να βλέπουν. Ύστερα κρύφτηκαν στη γωνίτσα και κράτησαν τα μάτια τους ανοιχτά, να μην κοιμηθούν.

Όταν χτύπησαν μεσάνυχτα, ήρθαν δυο μικρούλικα γυμνά καλικαντζαράκια, κάθισαν στον πάγκο του τσαγκάρη, πήραν τα κομμάτια το δέρμα κι άρχισαν να ράβουν και να καρφώνουν τόσο γρήγορα κι επιδέξια με τα μικροσκοπικά τους δαχτυλάκια που ο τσαγκάρης έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα απ' την κατάπληξη και το θαυμασμό. Τα δυο καλικαντζαράκια δεν σταμάτησαν, ώσπου τέλειωσαν όλη τη δουλειά. Τότε έδωσαν έναν πήδο κι έφυγαν, όπως είχαν έρθει.

Την άλλη μέρα το πρωί η γυναίκα είπε στον άντρα της: «Τα δυο καλικαντζαράκια μάς έκαναν πλούσιους. Πρέπει να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Έτσι  γυμνά που τριγυρνάνε, θα κρυώνουν. Έχω μια ιδέα: Θα τους ράψω πουκαμισάκια, παντελονάκια και γιλεκάκια. Και θα τους πλέξω κι από ένα ζευγάρι κάλτσες. Κάτσε κι εσύ και φτιάξ' τους από ένα ζευγάρι παπουτσάκια». Ο άντρας δεν περίμενε να του το πει δεύτερη φορά. Ώς το βράδυ είχαν τελειώσει. Κι αντί ν' αφήσουν τον πάγκο φορτωμένο με δουλειά, όπως πάντα, τον στόλισαν με τα δωράκια τους. Ύστερα κρύφτηκαν, να δουν τί θα γίνει. Τα μεσάνυχτα ήρθαν πάλι τα δυο καλικαντζαράκια κι ετοιμάστηκαν να πιάσουν δουλειά. Αλλά δουλειά δεν βρήκαν. Κι όταν είδαν τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια και τις κάλτσες και τα παπούτσια, απόρησαν στην αρχή. Έπειτα όμως δεν ήξεραν τί να κάνουν απ' τη χαρά τους. Χορεύοντας και γελώντας ντύθηκαν, κι όλο καμάρι πηδούσαν και τραγουδούσαν:

«Είμαστε όμορφα ντυμένοι
και ποδεμένοι και στολισμένοι!
Με τόση λεβεντιά και χάρη,
γιατί να κάνουμε τον τσαγκάρη;
»

Έτσι χόρευαν και τραγουδούσαν και στριφογύριζαν σ' όλη την κάμαρη, πηδούσαν πάνω στις καρέκλες και στα τραπέζια με κέφι και χαρά. Στο τέλος, χορεύοντας πάντα, βγήκαν απ' την πόρτα κι έφυγαν. Και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια. Αλλά κι ο τσαγκάρης έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.

[πηγή: Τα παραμύθια των αδερφών Γκριμμ, Α' τόμος, εισαγωγή Marthe Robert, μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Εδόσεις Άγρα, Αθήνα 1995, σ. 325-328]


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Της Κοκκώνας το σπίτι»

Δεν ήτον δρόμος πλέον περαστικός εις όλον το χωρίον. Αδύνατον να μην επερνούσε κανείς απ' εκεί όστις θα ανέβαινεν εις την επάνω ενορίαν ή όστις θα κατέβαινεν εις την κάτω. Λιθόστρωτον ανηφορικόν, από κάτω απ' της Σταματρίζαινας το σπίτι έως επάνω εις τον ναόν της Παναγίας της Σαλονικιάς. Χίλια βήματα, κάθε βήμα και άσθμα. Εφούσκωνεν, εκοντανάσαινε κανείς διά ν' αναβεί, εγλιστρούσε διά να καταβεί.

Άμα επάτει τις εις το λιθόστρωτον, αφού άφηνεν οπίσω του το μαγαζί του Καψοσπύρου, το σπίτι του Καφτάνη και το παλιόσπιτον του γερο-Παγούρη με την τοιχογυρισμένην αυλήν, ευρίσκετο απέναντι εις το σπίτι του Χατζή Παντελή, με τον αυλόγυρον σύρριζα εις τον βράχον. Κάτω έχασκε μέγας κρημνός, μονότονος, προκαλών σκοτοδίνην, σημειούμενος από ολίγους έρποντας θάμνους εδώ κι εκεί, οι οποίοι θα εφαίνοντο εις το σκότος της νυκτός εκείνης ως να ήσαν κακοποιοί ψηλαφώντες και αναρριχώμενοι ή και σκαλικάντζαροι ελλοχεύοντες και καραδοκούντες ώς να έλθει η ώρα να εισβάλουν εις τας οικίας διά των καπνοδόχων. Το κύμα υποκώφως εφλοίσβιζεν εις τα κράσπεδα του κρημνού, και ακούραστος βορράς φυσών από προχθές, μαλακώσας την εσπέραν ταύτην, εξήπλωνε τες αποθαλασσιές του έως τον μεσημβρινόν τούτον μικρόν λιμένα, ο παγκρατής χιονόμαλλος βασιλεύς του χειμώνος.

Από το άλλο μέρος του δρόμου, αριστερά εις τον ανερχόμενον, δίπλα εις το σπίτι του γερο-Παγούρη, και αντικρύζουσα με το του Χατζή Παντελή, υψούτο ατελείωτος οικοδομή, με τέσσαρας τοίχους ορθούς μέχρι του πατώματος, με τας ξυλώσεις χασκούσας έως της οροφής, με την στέγην καταρρέουσαν, με φαιούς και φθειρομένους τους τοίχους, την οποίαν η εγκατάλειψις, ο άνεμος και η βροχή είχον καταστήσει ερείπιον και χάλασμα. Τα παιδία, όσα κατήρχοντο την μεσημβρίαν από το εν σχολείον και όσα ανήρχοντο την εσπέραν από το άλλο, διά να αφήσωσι τα βιβλία εις την οικίαν, κλέψωσι τεμάχιον άρτου από το ερμάριον και τρέξωσιν ακράτητα διά να παίξωσιν εις τον αιγιαλόν, της έρριπτον αφθόνους πέτρας, διά να την εκδικηθώσι την ημέραν δι' όσον τρόμον τούς επροξένει την νύκτα, όταν ετύχαινε να περάσωσιν. Οι παπάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικία του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζιά, και διώκοντες τους σκαλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρεί ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθεί ν' απολαύσει την οικοκυράν της. Τοιαύτη οικία επόμενον ήτο να γίνει κατοικητήριον των φαντασμάτων, άσυλον ίσως των βρυκολάκων, και ίσως ορμητήριον και τόπος συγκεντρώσεως των τυράννων της ώρας ταύτης, των σκαλικαντζάρων.

***

Δεν είχεν αξιωθεί ν' απολαύσει την οικοκυράν της. Ο καπετάν Γιαννάκος ο Συρμαής, ανήρ αισθηματικός και γενναίος, «μερακλής» όσον κανείς άλλος εκ των συγχρόνων του, είχε ερωτευθεί ποτέ εις το Σταυροδρόμι την Κοκκώνα-Αννίκαν, ωραίαν, υψηλήν, με χρυσόξανθα μαλλιά, λευκήν και με χαρακτήρας λεπτοτάτους, με βλέμμα το οποίον κάτι έλεγε στην καρδιά. Ο πλοίαρχος ηρραβωνίσθη εν τη Βασιλευούση, και κατήλθε με το καράβι εις την πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιον κομψόν και ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην, την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων με το πρώτον ταξίδιον να φέρει έπιπλα από την Βενετίαν, διά να ευτρεπίσει, να στολίσει την νεόκτιστον οικίαν και την κάμει αξίαν της αβράς Κοκκώνας, την οποίαν εμελέτα να φέρει από την Πόλιν. Αλλ' η οικία δεν έμελλε να τελειώσει και η Κοκκώνα δεν έμελλε να κατέλθει. Η Κοκκώνα, οκτώ μήνας μετά την μνηστείαν, απέθνησκε φθισική εις το Σταυροδρόμι, και η οικία έμεινεν ατελείωτη, έρημη και άχαρη, ανά τον λιθόστρωτον ανηφορικόν δρόμον, σιμά εις τον κρημνώδη βράχον. Ως αόρατος δε επιγραφή επί του μετώπου της καταρρευούσης οικίας, ως αόριστος τραγική ειρωνία επί της τύχης της, έμενε το όνομα «της Κοκκώνας το Σπίτι».

Μνημούρια του Φερίκ-κιοΐ κι' ολόρθα κυπαρίσσα...
Έχασα την αγάπη μου και λαχταρώ περίσσα.

***

Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185... δύο παιδία κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμνον μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο εις εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά. Σφοδρός άνεμος κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά. Ο άνεμος έκαμνε τα σφικτοκλεισμένα παράθυρα και τας κλειδομανδαλωμένας θύρας να στενάζωσιν υπό την ψυχράν πνοήν του. Τα παιδία εμάλωναν ως δύο γνήσιοι φίλοι.

— Εγώ είδα π' σόδωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το εν.

— Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο· μια πεντάρα μόδωκε. Νά τηνε.

Και εδείκνυε μεταξύ των δακτύλων του μίαν πεντάραν.

— Όχι, επέμενε το άλλο, το οποίον εκράτει το φανάριον. Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι· δε με γελάς.

— Όχι, μα την παναγίδα, βρε Νάσο. Μια πεντάρα, σου λέω.

— Μ' αφήνεις να σε ψάξω;

— Θα σ' πέσει το φανάρι.

Διά μιας ο Νάσος άφησε το φανάρι καταγής και ητοιμάζετο να ψάξει τον Αγγελήν. Είχον λάβει το μέτρον, επειδή δεν ενεπιστεύοντο αλλήλους (ήσαν δεκαετείς την ηλικίαν), ευθύς άμα κατήρχοντο από εκάστην των οικιών, όπου ανέβαινον κι ετραγουδούσαν τα Χριστούγεννα, να κάμνωσιν ευθύς μερίδιον πεντάρα και πεντάρα και κανείς εκ των δύο να μην είναι κάσσα μέχρι τέλους της επιχειρήσεως. Αλλά την τελευταίαν φοράν ο Νάσος είχε υποπτευθεί τον Αγγελήν.

Εν τη θέρμη της λογομαχίας των, είχον λησμονήσει ότι έφθασαν ήδη εις το στενόν του λιθοστρώτου, του άγοντος εις την επάνω συνοικίαν, και ευρίσκοντο υποκάτω εις το σπίτι της Κοκκώνας, όπου έβγαιναν φαντάσματα. Εκεί είχον σταματήσει και ο Νάσος ήρχισε να ψάχνει τον Αγγελήν.

Ο Αγγελής, ενόσω ο άλλος ηρεύνα τα θυλάκια της περισκελίδος του, ίστατο αδιάφορος, αλλ' άμα η χειρ ανήλθε και ήρχισε να ψαύει τον κόλπον, έπιασεν ο ίδιος το γελέκον του αριστερά προς την μέσην, και το έσφιγγε με όλην την δύναμιν του, εμποδίζων την χείρα του φίλου του να φθάση έως εκεί.

— Δεν μ' αφήνεις να σε ψάξω!

— Άφησέ με! Δεν έχω τίποτε.

— Είσαι ψεύτης!

Ο Αγγελής ύψωσε απειλητικήν χείρα.

— Είσαι ψεύτης και κλέφτης!

Ελαφρός κόλαφος ηκούσθη, και συγχρόνως φωνή παραδόξου όντος μελανού την όψιν, με μαλλιά ανατσουτσουρωμένα, με αλλόκοτα ράκη ως ενδυμασίαν, αντήχησε:

— Τί μαλώνετε, βρε;

***

Τα δύο παιδία αφήκαν συγχρόνως διπλήν πεπνιγμένην κραυγήν και εδοκίμασαν να τραπώσιν εις φυγήν, αφήνοντα το φανάριον καταγής. Αλλά το παράδοξον ον με τον πόδα ανέτρεψε το φανάριον, το οποίον έσβησεν ευθύς, και με τας δύο χείρας συνέλαβεν από τους βραχίονας τα δύο τρέμοντα παιδία.

— Ποιος είναι κάσσα, βρε;

Τα δύο παιδία ήσπαιρον κ' εδοκίμαζαν να φύγουν.

— Μη φοβάστε, δεν σας τρώω. Δώστε μου τους παράδες σας, για να μη μαλώσετε και σκοτωθήτε. Καλά που βρέθηκα εδώ και σας γλύτωσα.

Έψαξε τες τσέπες των δύο παιδίων, και συγχρόνως τα έσυρε προς την θύραν του ισογείου της κατηρειπωμένης οικίας οπόθεν είχεν εξέλθει, ως φαίνεται, το παράδοξον ον. Εκεί έβαλε τον Νάσον υπό κράτησιν όπισθεν της θύρας, ωχύρωσε το άνοιγμα με το ίδιον σώμα του και έψαξεν εν ανέσει τον Αγγελήν. Εύρε δεκαπέντε ή είκοσι πεντάρες και δεκάρες εις τα θυλάκια. Είτα έψαξε τον Νάσον, εύρεν άλλα τόσα και εις αυτού το θυλάκιον. Ακολούθως απέπεμψε τα δύο παιδία.

— Πηγαίνετε τώρα, και μη φοβάσθε. Άλλη φορά να μην μαλώνετε.

***

Ο Γιάννης ο Παλούκας δεν είχε πώς να μεθύσει και πώς να εορτάσει τα Χριστούγεννα, εκείνην την χρονιά. Ήτο συνήθως άεργος, και οι τεμπέλικες μικροδουλειές, τας οποίας εξετέλει κάποτε, πότε κουβαλών νερό με την στάμναν εις τας οικίας, πότε υπηρετών τους κηπουρούς, τους αλωνιστάς και τους εργάτας των ελαιοτριβείων, πότε βοηθών τους γριπάρηδες εις την ανέλκυσιν του μακρού ατελειώτου γρίπου επί της μεγάλης άμμου εις τον αιγιαλόν, δεν τον είχαν «σηκώσει» κατά το έτος εκείνο. Τί να κάμει; Πώς να περάσει τέτοια χρονιάρα μέρα; Τί εσοφίσθη;

Της Κοκκώνας το σπίτι, το οποίον εφοβούντο τα παιδία της πολίχνης, και το οποίον δεν αγίαζαν οι παπάδες όταν κατήρχοντο από την άνω συνοικίαν με τους σταυρούς, ήτο κατάλληλος σταθμός διά να κρυβεί κανείς και να περάσει ως σκαλικάντζαρος, επειδή το καλούσαν οι μέρες, αφού μάλιστα χάριν των ημερών αυτών θα το έκαμνε και ο Παλούκας. Από εκεί θα επερνούσαν όλα τα παιδία της κάτω ενορίας, δηλαδή τα δύο τρίτα των παιδιών του χωριού, εις το γύρισμά των από την επάνω ενορίαν, ότε θα είχαν ικανά κέρματα εις τα θυλάκιά των. Ο Παλούκας δεν εσκέφθη περισσότερον.

Έλαβε παλαιόν σιδηρούν τηγάνιον, εμουντζουρώθη όλος εις το πρόσωπον —μετέθεσε, το επ' αυτώ δύο μήνας πρωιμώτερα την Αποκριάν— εφόρεσε παλαιά ράκη τα οποία επρομηθεύθη κάπου, και απελθών, άμα ενύκτωσεν, εξεκάρφωσεν αθορύβως τας παλαιάς σανίδας, τας σχηματιζούσας χιαστί πρόχειρον φραγμόν εις το ισόγειον της ερήμου κατοικίας της Κοκκώνας, και εχώθη μέσα. Μίαν ώραν ύστερον κατήλθε διά του λιθοστρώτου, η πρώτη συνωρίς των αδόντων παιδίων, ο Νάσος και ο Αγγελής. Είδομεν πώς ήλθαν βολικά τα πράγματα, και πώς ο Παλούκας κατώρθωσε μάλιστα να περάση ως ειρηνευτής μεταξύ των παιδίων που εμάλωναν.

Αφού ο Νάσος και ο Αγγελής ετράπησαν εις φυγήν, αισθανόμενοι φεύγον το έδαφος υπό τους πόδας των, κατήλθον άλλα παιδία, είτα άλλα. Ο Παλούκας ήκουε μακρόθεν τον κρότον των βημάτων των, τας ευθύμους φωνάς των, και εψιθύριζε:

— Μας έρχεται άλλη ζυγιά.

Η τελευταία ζυγιά ήτις κατήλθε, συνίστατο από τον Στάμον και από τον Αργύρην, δύο φρονίμους παίδας. Ούτοι δεν εμάλωναν, αλλ' εσχεδίαζαν μεγαλοφώνως τί να τα κάμουν τα λεπτά εκείνα που θα εμάζωναν εκείνην την βραδιάν.

— Να φτιάσωμε κι ένα σκεπαρνάκι, βρε.

— Να κόψουμε μια λεύκα.

— Να πάρουμε φλαμούρι, να κάμουμε καράβι.

— Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλμπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα.

— Εσύ θα είσαι μαραγκός, κι εγώ πρωτομάστορας.

— Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μία φωνή.

Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τέταρτην φοράν, από την κρύπτην του.

Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν. Αλλ' ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδόν του, και τους ελήστευσε.

— Είναι άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα.

Τα παιδία τον εκοίταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησε εν τω μεταξύ ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη, και μετέδωκε θάρρος και εις τον Αργύρην.

— Είναι κι άλλη ζυγιά; επανέλαβεν ακαταλήπτως ο παράδοξος άνθρωπος.

— Τί ζυγιά; ηδυνήθη ν' αρθρώσει ο Στάμος.

— Είναι άλλα παιδιά να κατεβούν, απ' τον απάνω μαχαλά;

— Δεν ξέρω, είπεν ο Στάμος.

Την φοράν ταύτην, ο Παλούκας είχεν ολιγωρήσει να σβήσει τον φανόν, διότι εκ της μέχρι τούδε πείρας του επείσθη ότι δεν θα τον ανεγνώριζαν τα παιδία. Αλλ' ο Στάμος τον εκοίταξε τόσον καλά, ώστε «εγύριζε μες στο νου του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του να τον αναγνωρίσει.

— Πέστε μου, βρε, αν είναι κι άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας.

— Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο Στάμος.

Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία ελεύθερα.

***

Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας, και γενναίον πετροβόλημα ήρχισε να δέρνει την στέγην, τας ξυλώσεις, και τας δοκούς του αφατνώτου πατώματος της ερήμου κατοικίας. Πολλοί λίθοι, με υπόκωφον δούπον, διερχόμενοι διά των δοκών, και άλλοι διά της θύρας έπιπτον εις το έδαφος του ισογείου.

Στράτευμα παιδίων είχεν εξορμήσει από το προαύλιον του ναού των Τριών Ιεραρχών, τριακόσια ή τετρακόσια βήματα απέχοντος, και εξετέλει φοβεράν έφοδον κατά του ασύλου του Σκαλικαντζάρου.

Τα πρώτα ληστευθέντα παιδία, ο Νάσος και ο Αγγελής, αφού έφθασαν ασθμαίνοντα εις την μικράν πλατείαν την έμπροσθεν του ναού, μη έχοντα πλέον διά τί πράγμα να μαλώσωσιν, έκαμαν αγάπην. Μετά φιλικωτάτην δε συζήτησιν εκ συμφώνου, απεφάνθησαν ότι το παράδοξον ον, το οποίον τους επήρε τα λεπτά, αφού δεν τους επήρε ούτε την φωνήν ούτε τον νουν των, θα ειπεί ότι δεν ήτον φάντασμα, ούτε βρυκόλακας, και αφού δεν εδοκίμασε να τους φάγει, θα ειπεί ότι δεν ήτον ούτε σκαλικάντζαρος. Τί άλλο θα ήτον λοιπόν; Θα ήτον άνθρωπος, χωρίς άλλο.

Η δευτέρα ζυγιά των παιδίων έφθασε μετ' ου πολύ, είτα η τρίτη και η τετάρτη. Τέλος ο Στάμος, όστις ήλθε τελευταίος μετά του Αργύρη, επρότεινε και όλοι εψήφισαν να εκτελέσωσι τακτικήν νυκτερινήν έφοδον κατά της οικίας.

Ο Παλούκας, την στιγμήν εκείνην, εδίσταζε, και είχεν αποφασίσει πλέον ν' αποσυρθεί αφού είχε κάμει αρκετήν λείαν, όση θα ήρκει διά να μεθύσει την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την ημέραν των Επιλοχίων, και την του αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να φύγει και πάλιν έμενεν, επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων.

— Νά μια ζυγιά! εφώναξε φιλέκδικος ο Στάμος.

— Νά μια ζυγιά! επανέλαβον εν χορώ τα παιδία.

Πέντε δευτερόλεπτα πρότερον αν απεφάσιζεν ο Παλούκας να φύγει, θα ήτο ήδη εκτός βολής. Δυστυχώς ήτο αργά τώρα.

Απεφάσισε ν' αρπάξει μίαν σανίδαν και μεταχειριζόμενος αυτήν ως σπάθην άμα και ως ασπίδα να εκτελέση έξοδον διασχίζων τας τάξεις του εχθρού. Αλλά δευτέρα ραγδαιοτέρα χάλαζα λίθων τον έκαμε να οπισθοδρομήσει με δύο πληγάς εις την κνήμην και εις τον βραχίονα.

— Νά κι άλλη ζυγιά! εφώναξεν αδιάλλακτος ο Στάμος.

— Νά κι άλλη ζυγιά! ηλάλαξαν τα παιδία.

Ο Παλούκας εκόλλησεν εις την εσωτέραν γωνίαν του ισογείου, στηρίξας τα νώτα εις τον τοίχον, ζαρωμένος υπό τινά δοκόν του πατώματος, σύρριζα εις τον τοίχον βαλμένην. Αλλά κι' εκεί, μέγας λίθος, κτυπήσας επί του τοίχου, ελόξευσε και τον έπληξε μετά μετρίας βίας εις τον ώμον.

— Βρε! από σπόντα, εμορμύρισε γελών ακουσίως ο Παλούκας.

Ευτυχώς δι' αυτόν, οι εχθροί δεν απεφάσισαν να έλθωσιν έως την θύραν του ισογείου. Λείψανον φόβου υπήρχεν ακόμη, φαίνεται, εις το βάθος του παιδικού θράσους.

Τέλος, επειδή η μάχη παρετείνετο, ο Παλούκας, μετά φρόνιμον σκέψιν, απεφάσισε ν' αναρριχηθεί εις τον τοίχον (εγνώριζε πού υπήρχαν οπαί από τα ικρία και τες ξυλωσιές της οικοδομής) πατών από οπήν εις οπήν. Το έκαμε ταχέως και επιτυχώς, και αφού έφθασεν εις το πάτωμα, αόρατος εις τον εχθρόν όπισθεν λειψάνου ξυλοτοίχου, αποφασιστικώς επήδησεν από το άλλο μέρος, εντός του εδάφους της αυλής του γερο-Παγούρη.

Ήτον ώς δύο μπόγια υψηλά, όχι περισσότερον. Διότι το έδαφος ήτο υψηλότερον κατά τρεις ή τέσσαρας σπιθαμάς έσωθεν του αυλογύρου.

Ο Παλούκας έπεσε βαρύς, εκτύπησεν εις το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη, έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς ότι δεν του είχε σπάσει κανέν κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν, τρέχων από το άλλο μέρος του αυλογύρου, όπου ήξευρεν ότι ο περίβολος εκλείετο από απλούν φράκτην, συγκοινωνών προς την αυλήν συγγενικής οικίας.

Ο δούπος της πτώσεώς του ηκούσθη εκείθεν του τοίχου της αυλής.

Ο Στάμος εφώναξε «εμπρός!» και δοκιμάσας το μάνδαλον της θύρας του αυλογύρου, είδεν ότι η θύρα ήτο ανοικτή. Εισώρμησε πρώτος και τα άλλα παιδία τον ηκολούθησαν.

Η φωνή του Παλούκα συνωδεύθη, εκτός του δούπου της πτώσεώς του, και από άλλον κρότον, κρότον μεταλλικόν. Λεπτά τού είχαν πέσει από την τσέπην.

Ο Παλούκας δεν εγύρισεν οπίσω να τα μαζέψει.

Ο Αγγελής, εν των παιδίων, ήκουσε ζωηρότατα τον μεταλλικόν κρότον, αγροίκησε πολύ καλά το μέρος εις το οποίον είχον πέσει τα κέρματα, και κύψας και ψηλαφών ήρχισε να τα μαζώνει με την φούχταν, ενώ τα άλλα παιδία έτρεχαν κατόπιν του φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους και κράζοντα:

— Νά, κι άλλη ζυγιά! Νά, κι άλλη ζυγιά!

***

Κρότος παραθύρου ανοιγομένου ηκούσθη ήδη εις τον οικίσκον του γερο-Παγούρη, όστις ακούσας την ακατανόητον έφοδον, την γενομένην την νύκτα εκείνην εις τον αυλόγυρον του, ήνοιγε το παράθυρον και ηρώτα έκπληκτος:

— Τί είναι; Τί τρέχει;... Ποιος είναι;... Ποιοι είστε;... Ε! δεν ακούτε!

Ενώ ο Αγγελής είχε μαζέψει ήδη όλα τα λεπτά όσα ηύρε, και έφευγεν διά της μεσημβρινής θύρας, και τα άλλα παιδία πέραν του βορεινού φράκτου, κατεδίωκον εις τον βρόντο τον Παλούκαν, όστις είχε γίνει άφαντος ήδη, επαναλαμβάνοντα:

— Νά, κι άλλη ζυγιά! Νά, κι άλλη ζυγιά!

(1893)

[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ. 2, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 1997, σ. 641-649]





Διαβάστε το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Το χριστόψωμο» (1887). Στον ιστότοπο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών μπορείτε να βρείτε και να διαβάσετε και άλλα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Σκιαθίτη συγγραφέα.

https://www.papadiamantis.net/

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

https://www.papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata


 

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Το χριστόψωμο (Διήγημα πρωτότυπον)»

Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί μητρυιάς άλλοτε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου. Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.

Εις τί έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου, εις τί έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις της έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι της έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν. Τέλος καλόγηρος τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.

Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.

Είναι αληθές ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.

Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε μόνα τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε· δεν ήτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρηαπασσάλωτηξετσίπωτη, κτλ. Όλα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη».

Ο καπετάν Καντάκης, σφλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς ώρισεςκαλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.

Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος, και έκλεισεν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν όμως ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν.

Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ' ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.

Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν.

Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο» και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».

Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.

— Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θεια-Καντάκαινα, με γεια να το φας.

— Θα το φυλάξω ώς τα Φώτα, διά ν' αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.

— Όχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.

— Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλύτερα.

Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.

— Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο, είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης γειτονοπούλας, ήτις τη έκαμνε συντροφίαν οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της.

Η Διαλεχτή εκοιμήθη πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του αγ. Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της.

Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρις ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.

Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.

— Δώσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.

— Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.

Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.

Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν.

— Είμαι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το καθίσαμε στα ρηχά.

— Πέσατε έξω; ανέκραξεν η Διαλεχτή.

— Όχι, δεν είναι σου λέγω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη, και καθισμένη.

— Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;

— Άναψε, και δώσε μου ν' αλλάξω.

Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.

— Θέλεις κανένα ζεστό;

— Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.

Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.

— Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.

— Δεν σ' επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;

— Βάλε στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κ' εγώ σε λίγο.

Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση. Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής χροιάς.

— Η μάννα μου δεν θα το 'μαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.

— Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;

— Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.

Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.

— Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;

— Να μεταλάβω κ' έρχομαι, απήντησεν η γυνή.

Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν.

Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και επέστρεψεν εις τον ναόν.

Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ' αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος.

.................................................................................................................................................................................................................................................................

Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.

Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα.

Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.

Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω· ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου.

Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν εμέμφθη την νύμφην της, αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων. Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο βεβαίως πολύ ευτυχής εις το γήρας της.

(1887)

[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ. 2, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 1997, σ. 77-81]


Διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη [πηγή: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών]


 https://www.papadiamantis.net/

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

https://www.papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata


Διαβάστε δύο μοντέρνα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και του Ευγένιου Τριβιζά, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία - Ένα δέντρο, μια φορά». Τί διαφορετικό έχουν αυτά τα παραμύθια από τα συνηθισμένα χριστουγεννιάτικα παραμύθια που γνωρίζετε;


Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα»

Έκανε κρύο φοβερό, έπεφτε χιόνι πυκνό και είχε αρχίσει να νυχτώνει· το βράδυ, το τελευταίο βράδυ του χρόνου, πλησίαζε. Αλλά παρά το κρύο και το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι, ξεσκούφωτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους. Όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε παντόφλες, αλλά ήτανε πολύ μεγάλες —αφού ανήκανε στη μητέρα της— και της έφυγαν από τα ποδαράκια κάποια στιγμή που διέσχιζε τρέχοντας το δρόμο για ν' αποφύγει δυο άμαξες. Η μία παντόφλα χάθηκε, την άλλη την άρπαξε ένα παιδί που ήθελε να την κάνει κούνια για την κούκλα του.

Έτσι λοιπόν το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Κρατούσε ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι, και στην τσέπη τής φθαρμένης της ποδιάς είχε κι άλλα. Κανένας δεν είχε αγοράσει ούτ' ένα σπίρτο όλη την ημέρα, κανένας δεν της είχε δώσει μια δεκάρα. Έτρεμε από το κρύο και την πείνα καθώς σερνόταν εδώ και εκεί —προσωποποίηση της δυστυχίας— το κακόμοιρο το κοριτσάκι.

Νιφάδες χιονιού κάθονταν στα μακριά, ξανθά μαλλιά της, που έπεφταν χυτά σε μπούκλες ώς τους ώμους της· αλλά η μικρή δεν σκεφτότανε ούτε την ομορφιά της ούτε το κρύο. Σε όλα τα παράθυρα έλαμπαν φώτα κι η μυρωδιά της ψητής χήνας έβγαινε από μερικά σπίτια: ήτανε παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτό μόνο σκεφτότανε το κοριτσάκι.

Σε μια γωνία που σχημάτιζαν δυο σπίτια, επειδή το ένα προεξείχε από το άλλο, το κοριτσάκι κάθισε και ζάρωσε τα ποδαράκια του όσο γινόταν πιο σφιχτά, όμως δεν μπορούσε να τα ζεστάνει. Δεν τολμούσε να γυρίσει στο σπίτι, γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε ένα σπίρτο, δεν είχε κερδίσει ούτε μια δεκάρα, και ίσως ο πατέρας της την έδερνε· άλλωστε, η σοφίτα που μένανε δεν ήτανε πιο ζεστή από το δρόμο, και παρ' όλο που είχανε φράξει πολλές τρύπες στη στέγη με άχυρα και κουρέλια, ο παγωμένος αέρας και το χιόνι έμπαιναν μέσα. Τα χεράκια του κοριτσιού ήτανε ξυλιασμένα· ένα μονάχα σπίρτο αν άναβε, μπορεί και να τα ζέσταινε λιγάκι. Πήρε ένα από το μάτσο και το 'τριψε στον τοίχο: μπράβο! Έβγαλε μια φωτεινή, ζεστή φλόγα και η μικρή πλησίασε τα χέρια της. Τότε της φάνηκε σαν να φωτίστηκαν όλα γύρω από τη μαγική φλόγα· και η μικρή νόμισε ότι στ' αλήθεια καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια θερμάστρα με μπρούντζινα στολίδια, που μέσα της κόρωνε η φωτιά. Η μικρή τέντωσε και τα πόδια της για να ζεσταθούν· όμως, τί κρίμα, μέσα σε λίγες στιγμές η φλόγα έσβησε, χάθηκε κι η θερμάστρα, και το κοριτσάκι βρέθηκε πάλι ξυλιασμένο με την κάφτρα του σπίρτου στο χέρι.

Έτριβε και δεύτερο σπίρτο στον τοίχο, που άναψε και λαμποκόπησε, και σ' όποιο σημείο του τοίχου έπεφτε το φως του, τον έκανε διάφανο σαν πέπλο, έτσι που το κοριτσάκι μπορούσε να δει τί γινότανε μέσα στο σπίτι. Στο τραπέζι ήταν στρωμένο ένα κατάλευκο τραπεζομάντιλο από δαμασκηνό ύφασμα και πάνω του σερβίτσιο πορσελάνινο· η ψητή χήνα, γεμισμένη με μήλα και ξερά δαμάσκηνα, μοσχομύριζε. Αλλά τότε ξαφνικά η χήνα, που είχε ακόμα μπηγμένα στο στήθος της ένα μαχαίρι κι ένα πιρούνι, πήδηξε απ' την πιατέλα στο πάτωμα και προχώρησε κουνιστή και λυγιστή προς το μέρος του φτωχού κοριτσιού. Όμως εκείνη τη στιγμή έσβησε το σπίρτο και η μικρή βρέθηκε πάλι δίπλα στον χοντρό, κρύο τοίχο.

Άναψε τρίτο σπίρτο. Πάλι άστραψε η φλόγα, κι αυτή τη φορά βρέθηκε κάτω από ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο, πολύ μεγαλύτερο και πολύ πλουσιότερο από εκείνο που είχε δει ανήμερα τα Χριστούγεννα μεσ' από τις γυάλινες πόρτες στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Εκατοντάδες κεράκια φώτιζαν τα πράσινα κλαδιά του, όπου ήτανε κρεμασμένες μικροσκοπικές κούκλες, απ' αυτές που βλέπουμε στις βιτρίνες των καλών καταστημάτων. Η μικρή τέντωσε τα χέρια της να τις αγγίξει, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπίρτο έσβησε· όμως τα χριστουγεννιάτικα κεράκια ανέβηκαν ψηλά, πολύ ψηλά, η μικρή τα έβλεπε σαν να ήταν αστέρια στον ουρανό. Κι έν' απ' τ΄αστέρια έπεσε, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά.

«Κάποιος πεθαίνει ετούτη τη στιγμή», είπε το κοριτσάκι· αυτό της το είχε μάθει η γιαγιά της —ο μοναδικός άνθρωπος που της είχε φερθεί καλά, αλλά τώρα ήτανε πεθαμένη—, ότι δηλαδή, όποτε πέφτει έν' αστέρι στη γη, κάποια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό.

Έτριψε κι άλλο σπίρτο στον τοίχο, κι όταν άναψε, είδε να στέκεται μπροστά της η αγαπημένη της γιαγιά, ευγενική και τρυφερή όπως πάντα, αλλά και γελαστή και χαρούμενη όσο δεν την είχε ξαναδεί ποτέ της.

«Γιαγιάκα μου!» φώναξε η μικρή. «Αχ, πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα χαθείς κι εσύ μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως χάθηκε η ζεστή φωτιά στη σόμπα και το υπέροχο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και το πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο!» Κι άρπαξε όλα τα υπόλοιπα σπίρτα και τ' άναψε για να μη χαθεί η γιαγιά της. Και τα σπίρτα έκαναν μια μεγάλη φλόγα και τα φώτισαν όλα γύρω σαν να ήτανε μέρα-μεσημέρι. Ποτέ η γιαγιά της δεν είχε παρουσιαστεί τόσο ψηλή και καλοντυμένη, τόσο ωραία κι ευγενική· πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της και πετάξανε μαζί, χαρούμενες κι οι δύο, ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε κρύο ούτε πείνα ούτε βάσανα: στον Παράδεισο.

Το άλλο πρωί βρέθηκε το κοριτσάκι κουρνιασμένο στη γωνία. Τα μάγουλά της ήταν ρόδινα, τα χείλη της χαμογελαστά· αλλά το κρύο της τελευταίας νύχτας του παλιού χρόνου είχε ξυλιάσει το κορμάκι της. Ο ήλιος της Πρωτοχρονιάς έλαμψε πάνω από το άψυχο παιδί, που έγερνε στον τοίχο μ' ένα μάτσο καμένα σπίρτα στην αγκαλιά του. «Προσπαθούσε να ζεσταθεί το κακόμοιρο!» έλεγε ο κόσμος. Αλλά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τα υπέροχα πράγματα που είχε δει, ούτε ότι εκείνη την ώρα κάπου πολύ ψηλά η μικρή και η γιαγιά της χαιρόντουσαν την ωραιότερη Πρωτοχρονιά τους.

[πηγή: Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Ιστορίες και Παραμύθια, μτφρ. Ερρίκος Μπελιές, Ωκεανίδα, Αθήνα 1993, σ. 39-43]

Ευγένιου Τριβιζά, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία – Ένα δέντρο, μια φορά»

Το δέντρο

Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.

Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τί τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;

Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...

Το παιδί

Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.

Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.

Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.

Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...

Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...

H συνάντηση

Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.

Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.

Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.

— Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.

Ήταν το δέντρο του δρόμου.

— Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.

— Στόλισέ με! —ψιθύρισε το δέντρο— Στόλισέ με και εμένα έτσι!

— Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.

— Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.

— Γιατί το λες αυτό;

— Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.

Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;

— Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.

— Με τί; Απόρησε.

— Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.

— Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...

Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

 

Τα στολίδια

















Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.

Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.

— Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.

— Με τί άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.

Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα-δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.

— Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.

— Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...

— Κοίτα! Έρχονται!

Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.

— Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.

Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.

Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.

Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.

— M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο —είπε το δέντρο στο παιδί— Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...

— Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια — Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...

— Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.

— Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.

Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το ταξίδι

Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά —τί παράξενο— άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.

Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από το βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...

Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!

H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.

— Τί όμορφο δέντρο! —Χαμογέλασε— Ποιος να το στόλισε άραγε;

— Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.

— Αλήθεια;

— Ναι.

— Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.

— Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.

H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.

Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.

Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!

Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.

Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοί...

Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.

Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.

Έτσι λένε...

Ποιος ξέρει;

[πηγή: εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003]

ΔΕΣ:https://www.papadiamantis.net/

Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

https://www.papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/syggrafiko-ergo/diigimata


info

info