Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ,ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ , Η Γένεσις-τρίτος ύμνος και "Τα Πάθη, Ε'" - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

 

https://www.youtube.com/watch?v=rp0GhF2w_f4

ΟΔΥΣΣΕΑΣ. ΕΛΥΤΗΣ : «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ» ΓΕΝΕΣΙΣ-ΜΙΚΡΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ


https://www.youtube.com/watch?v=UlpqMtCZHbA

Η Γένεσις(Άξιον Εστί) apagelei o Odysseas Elytis (1)

https://www.youtube.com/watch?v=18uAH1o-Z5w

ΕΛΥΤΗΣ ,ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

για το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Γυμνασίου από την Κατερίνα Προκοπίου





Μίκης Θεοδωράκης - Η ΓΕΝΕΣΙΣ,(Το άξιον εστί) - Οδυσσέας Ελύτης


Ο Οδυσσέας Ελύτης διαβάζει ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ




H Γένεσις (Άξιον Εστί) apagelei o Odysseas Elytis (2)


Οδ. Ελύτης & Μ. Θεοδωράκης, Η γένεσις (Το άξιον εστί)



Οδ. Ελύτης & Μ. Θεοδωράκης, Η γένεσις (Το άξιον εστί)


Μια εργασία μαθητή της Γ' τάξης του Γυμνασίου Παλαιοχώρας Χαλκιδικής στο μάθημα των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με υπεύθυνη καθηγήτρια τη φιλόλογο Σαράφη Μαρία./ Γένεσις, Ελύτης

Στον τρίτο ύμνο της Γενέσεως.

ΓΕΝΕΣΙΣ - Παιδικη Χορωδια Δημητρη Τυπαλδου


Άξιον Εστί - Τα πάθη


Αξιον Εστι ναοι στο σχημα του ουρανου.wmv



ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ  Οδυσσέας Ελύτης [πηγή: Βικιπαίδεια] Εποχές και Συγγραφείς. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ  Οδ. Ελύτης, «Το Άξιον εστί» [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Η Γένεσις

Στον τρίτο ύμνο της Γενέσεως, από όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί,

 ο ποιητής υμνεί τη δημιουργία των νησιών και της θάλασσας. Oι περιγραφές παρα

πέμπουν σε εικόνες του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, το οποίο δοξολογείται συ

χνά στην ποίηση του Oδυσσέα Ελύτη, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη και κατάγε

ται από τη Λέσβο.
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή 

μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το

 χώμα

για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, 

Ίκαρος

εικόνα

Τα Πάθη, Ε'

Στον πέμπτο ψαλμό των Παθών, του δεύτερου μέρους της σύνθεσης Το Άξιον

 Εστί, ο Oδυσσέας Ελύτης αναδεικνύει τη σημασία της μνήμης στον αγώνα του ελ

ληνικού λαού για την επιβίωση και την ελευθερία του. Τα Πάθη αναφέρονται στο

ν πόλεμο του 1940 και στην οδυνηρή εμπειρία της Κατοχής και παραλληλίζο

νται με τα πάθη του Χριστού. Η Ανάστασή Του προοιωνίζεται, κατά τον ποιητή,

 την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους και τη δικαίωση των αγώνων του.

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος

εικόνα

Οδ. Ελύτης, «Μυρίσαι το άριστον. XIV»   Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα. I΄»

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής



Γιάννης Μόραλης, Προμετωπίδα στο βιβλίο του Oδ. Ελύ

τη
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της \

Αλβανίας



ΕΡΓΑΣΙΕΣ
  1. Yπογραμμίστε τις τελικές προτάσεις του πρώτου ποιήματος και εξετάστε τη λειτουργία 
  2. τους, σε σχέση με τη δημιουργία του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου.
  3. Bρείτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού νησιωτικού χώρου που αναφέρονται 
  4. στο ποίημα.
  5. «φτενό…ολοένα»: Eρμηνεύστε το μεταφορικό νόημα αυτής της φράσης.
  6. Eξετάστε τη στίξη του ποιήματος.
  7. Ποιος είναι ο στίχος που κορυφώνει το θαυμασμό του ποιητή στον ύμνο της Γενέσεως;
  8.  Ποια εντύπωση σας δημιουργεί;
  9. Σε ποιο πρόσωπο μιλά ο ποιητής στον ψαλμό των Παθών και σε ποιον απευθύνεται;
  10. Βρείτε τους στίχους που αναφέρονται στη μνήμη και εξηγήστε το νόημά τους.
  11. Παρατηρήστε την αρχή και το τέλος του ποιήματος. Πώς ονομάζεται αυτό το σχήμα και
  12.  τι επιδιώκει με αυτό ο ποιητής;
  13. «Εσύ μόνη…γνωρίζεις»: Σε ποιον αρχαιοελληνικό μύθο παραπέμπει αυτή η φράση;

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
  • Με τη βοήθεια του καθηγητή των Θρησκευτικών, βρείτε και σχολιάστε τις φράσεις 
  • του κειμένου που παραπέμπουν στην Παλαιά Διαθήκη και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο της Γε
  • νέσεως.
  • Συγκεντρώστε εικόνες με αιγαιοπελαγίτικα ή ηπειρωτικά ελληνικά τοπία. Φτιάξτε κολάζ 
  • και διακοσμήστε την τάξη σας.



  •  Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου σελ. 182-185 
  • https://fliphtml5.com/xpqa/zwhy/basic
  • 1. Υπογραμμίστε τις τελικές προτάσεις του πρώτου ποιήματος και εξετά
  • στε τη λειτουργία τους σε σχέση με τη δημιουργία του αιγαιοπελαγίτικου τοπί
  • ου.

  •  Στίχος 9: «για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος»
  •  Στίχος 11-12: «που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως / 
  • κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου» 
  • Στίχος 14-15: «που να μην τα νιώθεις / όπως δε νιώθεις το σφυγμό 
  • στα χέρια σου» 
  • Στίχος 17: «για να το ’χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του» 
  • Στίχος 20-21: «για να το κάνεις φίλο σου / και να γνωρίζεις τ’ ακριβό
  •  του τ’ όνομα» 
  • Στίχος 23-24: «για να μην έχεις που ν’ απλώσεις ρίζα / και να τραβά του βάθους
  •  ολοένα»
  •  Στίχος 26: «για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη» 
  • Ο ποιητής με μια σειρά τελικών προτάσεων προσδιορίζει 
  • τη λειτουργία των στοιχείων εκείνων που συνθέτουν το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο.
  •  Κάθε στοιχείο της ελληνικής φύσης έχει δημιουργηθεί με σοφία με σκοπό 
  • να επιτελεί έναν ανώτερο προορισμό. 
  • Το σκοπό αυτό εκφράζουν οι τελικές
  •  προτάσεις που χρησιμοποιεί ο ποιητής στους στίχους 9-26. 

  • Συνεπώς, κάθε νησί, που παρομοιάζεται με το χελιδόνι, 
  • δημιουργήθηκε «για να φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος», τη χαρά μέσα στις 
  • λύπες 
  • της ζωής. 
  • Επίσης, τα λιόδεντρα είναι πολλά, για να απαλύνουν το εκτυφλωτικό 
  • φως που αντανακλά στις πέτρες. 
  • Στη συνέχεια, τα τζιτζίκια με το διαρκές τραγούδι τους γίνονται 
  • ένα με τον άνθρωπο, ενώ το νερό είναι λίγο, για να το λατρεύουμε και να το
  •  εκτιμάμε. 
  • Ακόμη, το δέντρο είναι μοναχό, για να ξεχωρίσει και να είναι μονα
  • δικό, γιατί μόνο έτσι οικειώνεται με τους ανθρώπους και αποκτά ιερή σημασία
  • . Το «φτενό», άγονο χώμα, εξαιτίας του οποίου η ρίζα αναγκάζεται να εισχω
  • ρήσει βαθιά, για να βρει νερό, συμβολίζει τις δυσκολίες ή στερήσεις που 
  • αντιμετωπίζει ο άνθρωπος ή ο λαός, οι οποίες, όμως, τον ενδυναμώνουν 
  • ψυχικά και τον προτρέπουν να εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων και
  •  στην αλήθεια.
  •  Τέλος, ο «πλατύς» και απέραντος ουρανός ευνοεί την περισυλλογή και τη σκέψη
  •  και το άνοιγμα του νου σε νέους ορίζοντες. 

  • 2. Βρείτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού νησιωτικού χώρου που
  •  αναφέρονται στο ποίημα. 

  • Ο Οδυσσέας Ελύτης στο ποίημα υμνεί τη δημιουρ
  • γία της θάλασσας και των νησιών και με οπτικές και ηχητικές εικόνες πε
  • ριγράφει τα στοιχεία που συνθέτουν το ελληνικό νησιώτικο τοπίο. 
  • Τα στοιχεία αυτά ταυτίζονται με:  τα λιόδεντρα, που «κοσκινίζουν» 
  • το άπλετο και σκληρό φως του ήλιου κάνοντάς το πιο γλυκό και «ελαφρό»,

  •  τα τζιτζίκια του ελληνικού καλοκαιριού, 

  •   το φτωχό σε νερό και βλάστηση τοπίο, 

  •  την άγονη γη και 
  •  τον απέραντο γαλάζιο ουρανό. 

  • 3. «φτενό...ολοένα»: Ερμηνεύστε το μεταφορικό νόημα αυτής της φράσης. 


  • Στους στίχους 23-24, «για να μην έχεις που ν’ απλώσεις ρίζα / και να τραβάς
  •  του βάθους ολοένα», αναφέρεται ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του 
  • ελληνικού νησιώτικου χώρου, το «φτενό», άγονο χώμα, το οποίο, όπως και
  •  κάθε άλλο φυσικό στοιχείο, επιτελεί έναν ανώτατο προορισμό, μέσα στην
  •  ελληνική φύση. 

  • Ειδικότερα, το «φτενό», άγονο χώμα, που αναγκάζει τη ρίζα
  •  να εισχωρήσει βαθιά, για να βρει νερό, συμβολίζει τις δυσκολίες ή τις στερή
  • σεις που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος ή ένα λαός στην πορεία της ύπαρξής 
  • του, οι οποίες, όμως, την ίδια στιγμή τον ενδυναμώνουν ψυχικά και του δί
  • νουν την ώθηση να προχωρήσει πιο βαθιά στην ουσία των πραγμάτων και
  •  να πλησιάσει την αλήθεια.

  • Συνεπώς, η σχέση του ανθρώπου με την ελληνική
  •  γη αντιστοιχεί σε μία σχέση εμβάθυνσης στην ουσία των πραγμάτων και 
  • στην αλήθεια.

  •  4. Εξετάστε την στίξη του ποιήματος. 

  • Παρατηρώντας κανείς το ποίημα συνειδητοποιεί την παντελή έλλειψη 
  • σημείων στίξης. Ο ποιητής θέλοντας να δημιουργήσει την εντύπωση μιας 
  • ρευστότητας και μίας εκστατικής στάσης απέναντι στο θαύμα της δημιουργί
  • ας της θάλασσας, των νησιών και των στοιχείων που συνθέτουν το μεσο
  • γειακό νησιωτικό τοπίο δε χρησιμοποιεί καθόλου σημεία στίξης. 
  • Αυτό επιτυγχάνεται με τον τρόπο παρουσίασης της δημιουργίας, που μοιάζει
  •  να λέγεται με μια ανάσα. 

  • 5. Ποιος είναι ο στίχος που κορυφώνει το θαυμασμό
  •  του ποιητή στον ύμνο της «Γενέσεως»; Ποια εντύπωση σας δημιουρ
  • γεί; 

  • Ο θαυμασμός του ποιητή κορυφώνεται στον τελευταίο στίχο του ποιήματος 

  •  «Αυτός / ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας»
  •  
  • Ο στίχος αυτός εκφράζει, μέσα από μια αντίθεση, το θαυμασμό του ποιη
  • τικού υποκειμένου για το μεγαλείο του ελληνικού τόπου, το οποίο, όμως έρ
  • χεται σε σύγκρουση με το μικρό μέγεθος της φτωχής σε νερό και βλάστηση 
  • χώρας. 
  • Όμως, η μικρή και άγονη Ελλάδα διακρίνεται και θαυμάζεται για το με
  • γαλείο, που δημιουργεί η πνευματικότητα και σοφία των στοιχείων που 
  • την αποτελούν.  

  • 6. Σε ποιο πρόσωπο μιλά ο ποιητής στον ψαλμό των «Παθών» 
  • και σε ποιον 
  • απευ
  • θύνεται;

  •  Ο ποιητής στον πέμπτο ψαλμό των «Παθών» χρησιμοποιεί το β΄ ενικό πρό
  • σω
  • πο, καθώς απευθύνεται στη μνήμη δίνοντάς της με αυτόν τον τρόπο ανθρώ
  • πινη 
  • ον
  • τότητα και υπόσταση. 
  • Εξάλλου, ο ρόλος που διαδραματίζει η μνήμη μέσα στην ανθρώ
  • πινη ιστορία αποτελεί την κεντρική ιδέα και το βασικό μοχλό του ποιήματος. 
  • Τέλος, 
  • με την εμφατική επανάληψη της προσωπικής αντωνυμίας «εσύ», ο ποιητής πλέ
  • κει το εγκώμιο της μνήμης, στην οποία και απευθύνεται.

  •  7. Βρείτε τους στίχους που αναφέρονται στη μνήμη και εξηγήστε το νόημά τους.

  • Σε όλο το ποίημα ο Οδυσσέας Ελύτης απευθύνεται με άμεσο τρόπο στη μνήμη 
  • και
  •  επιδιώκει
  •  να αναδείξει τη σημασία της για την ελληνική ανθρώπινη ιστορία.

  •  Στους στίχους 3-4 ο ποιητής αναφέρεται στη μνήμη, η οποία «καίει πάνω στα βου
  • νά»
  •  και μέσα από το φως της περνάει ζωντανή η ελληνική ιστορία. Τα βουνά, που 
  • αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, ταυτίζονται με τα βάσα
  • να
  •  και 
  • την ιστορία που ο λαός «σηκώνει στους ώμους του». 
  • Η μνήμη είναι τόσο βαριά όσο 
  • και αυτά τα βουνά, αλλά συγχρόνως, και τόσο λυτρωτική, όσο και η λάμψη της 
  • κορυ
  • φής. 
  • Επίσης, στον στίχο «Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω» 
  • (στιχ. 5 – στιχ. 12), που επαναλαμβάνεται, ο ποιητής συνδέει το όνομα της Πίν
  • δου
  • μέσα από βιωματικές εμπειρίες από το αλβανικό μέτωπο, με την προσωπική του
  •  μνήμη 
  • και τη μνήμη μιας ολόκληρης γενιάς που έζησε τον πόλεμο.
  •  Τέλος, οι στίχοι 13-22 αναφέρονται με εγκωμιαστική τόνο στη μνήμη. 

  • Η μνήμη δίνει νόημα και ταυτότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη, δημιουργεί γε
  • ρά μυαλά και υπόσχεται μια «πασχαλιάν αναστάσιμη» μετά το τέλος του εφιάλτη. 
  • Επίσης, στον στίχο «Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις» (στιχ. 13) συν
  • δυάζεται η ιστορία με το μύθο του αθάνατου Αχιλλέα, του οποίου η φτέρνα αποτε
  • λού
  • σε το μοναδικό τρωτό σημείο του.
  •  Επιπλέον, στους στίχους 18-22 ο ποιητής παρουσιά
  • ζει την κλιμάκωση της μνημονικής δύναμης η οποία οφείλει να περάσει μέσα α
  • πό τη 
  • φωτιά, για να φτάσει στη λύτρωση, στη λάμψη, στα βουνά τα «χιονόδοξα». 

  • 8. Παρατηρήστε την αρχή και το τέλος του ποιήματος. Πώς ονομάζεται αυτό το 
  • σχήμα 
  • και τί επιδιώκει με αυτό ο ποιητής; Το ποίημα ξεκινά και τελειώνει με το ίδιο τερά
  • στιχο. 

  • Το σχήμα αυτό ονομάζεται κυκλική επαναφορά («Τα θεμέλια μου στα βουνά ... 
  • άκα
  • υτη βάτος» (στιχ. 1-4 και στιχ. 24-27) και χρησιμοποιείται από τον ποιητή για να 
  • τονι
  • στεί με έμφαση η σφραγίδα της ελληνικής τοπογραφίας πάνω στην ανθρώπινη 
  • μνήμη 
  • και ιστορία. 
  • Τα βουνά, στα οποία «καίγεται η μνήμη» συμβολίζουν τα βάσανα και την ιστορί
  • α, που σηκώνει ο λαός στους ώμους του.
  • Η μνήμη είναι τόσο βαριά όσο αυτά τα βουνά, αλλά και τόσο λυτρωτική 
  • όσο η λάμψη της κορυφής

Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον Εστί», Η Γένεσις


Στον τρίτο ύμνο της Γενέσεως, από όπου και το απόσπασμα που ακολου
θεί, ο ποιητής υμνεί τη δημιουργία των νησιών και της θάλασσας. 
Οι περι
γραφές παραπέμπουν σε εικόνες του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου, το οποίο 
δοξολογείται συχνά στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος γεννήθηκε 
στην Κρήτη και κατάγεται από τη Λέσβο.

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος

Ο Οδυσσέας Ελύτης λαμβάνει το αρχικό ερέθισμα για τη σύνθεση του Άξι
ον Εστί από τα δεινά που πέρασε ο ελληνικός λαός εξαιτίας του Β΄ Παγκο
σμίου Πολέμου. Η Κατοχή, η απόλυτη εξαθλίωση των ανθρώπων, ο Εμφύλι
ος πόλεμος κι η διάλυση κάθε ίχνους συνοχής στον ελληνικό τόπο, εξωθούν
 τον Ελύτη στο να «δημιουργήσει» τον κόσμο απ’ την αρχή.



 Η βαθιά απογο
ήτευση κι η οδύνη που αισθάνεται για την αποκτήνωση των ανθρώπων και 
για την αδυναμία τους να παραμείνουν άνθρωποι τις στιγμές ακριβώς 
που η ανθρωπιά είναι περισσότερο αναγκαία, δίνουν το έναυσμα για μια νέα 
«κοσμογονία», ποιητική αυτή τη φο
ρά.
Έτσι, στην ενότητα της Γένεσις, ο ποιητής αναλαμβάνει την εκ του μηδενός 
δημιουργία του κόσμου, με την ελπίδα πως οι άνθρωποι θα κατανοή
σουν αυτή τη φορά ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που οφείλουν πραγματι
κά να εκτιμούν και να επιδιώκουν. 
Η απληστία, το μίσος, η δίψα για εξουσί
α και δύναμη, δεν έχουν θέση στο νέο αυτό κόσμο. 

Οι άνθρωποι καλούνται
 να ιεραρχήσουν εκ νέου τις αξίες τους και να δώσουν προτεραιότητα σ’ εκεί
νες που τους ενώνουν σ’ εκείνες που θα επιτρέψουν στο νέο αυτό ξεκίνη
μα της ανθρωπότητας να οδηγήσει σ’ έναν κόσμο ειρήνης, αποδοχής και αλ
ληλοσεβασμού.


Η Γένεσις παραπέμπει σαφέστατα στο αντίστοιχο κομμάτι της Δημιουργίας
 στην Παλαιά Διαθήκη, όπως συνολικά το Άξιον Εστί συνομιλεί τόσο με την
 Παλαιά όσο και με την Καινή Διαθήκη, κι έχει εμφανείς συσχετίσεις 
με την εκκλησιαστική υμνογραφία. Η χριστιανική πίστη διαδραματίζει, άλ
λωστε, κύριο ρόλο στη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας.

«Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα»

Ο λόγος του Θεού, η απλή του βούληση, αποτελεί το γενεσιουργό αίτιο και 
της νέας αυτής δημιουργίας του κόσμου. Ο Θεός «λέει» κι η θάλασσα αμέ
σως γεννιέται, προκαλώντας τον εύλογο θαυμασμό του ποιητικού υποκειμέ
νου.

Στο ποίημα συνυπάρχουν δύο φωνές εκείνη του Θεού, που έχει κυρίαρχο 
ρόλο στο συγκεκριμένο απόσπασμα κι η φωνή του ποιητή, που καλύπτει 
συγκριτικά πολύ λιγότερους στίχους.

«Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:»


Στη μέση της θάλασσας ο Θεός σπέρνει μικρούς κόσμους, τα νησιά, που δη
μιουργούνται κατ’ εικόνα και ομοίωση όχι του θεϊκού δημιουργού τους, αλ
λά του ποιητή και κατ’ επέκταση των ανθρώπων. Ο νέος αυτός κόσμος φτιά
χνεται στα μέτρα του ανθρώπου πλέον, και όχι κατ’ εικόνα και ομοίωση του 
ί
διου του Θεού, εφόσον τη φορά αυτή οι άνθρωποι καλούνται να αναγνωρί
σουν και να αποδεχτούν εγκαίρως πως ο κόσμος τους δεν είναι τέλειος. 


Έχει ελλείψεις και ελαττώματα, όπως καθετί το ανθρώπινο. Αν, επομένως, 
οι άνθρωποι θέλουν να συνυπάρξουν ειρηνικά στο νέο αυτό κόσμο θα πρέ
πει να συμβιβαστούν με την ιδέα πως οτιδήποτε υπάρχει γύρω τους είναι
 αν
θρώπινο και, άρα, γεμάτο ατέλειες.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, πάντως, ο κόσμος δημιουργείται κατ’ εικόνα και 
ομοίωση του ποιητή, προσδίδοντας σε αυτόν την πρωτοκαθεδρία, μιας
 κι ο δικός του ρόλος είναι εξόχως σημαντικός. Ο ποιητής είναι εκείνος που 
καλείται να εξυμνήσει τον νέο κόσμο και να φανερώσει σε όλους τις εμφα
νείς ή λιγότερο εμφανείς ομορφιές του. 

Είναι, συνάμα, εκείνος που έχει
 τη δύναμη να δώσει νέο νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, εφόσον χάρη
 στη δική του παρέμβαση οι άνθρωποι θα κληθούν να αναδιαμορφώσουν
 τη στάση τους απέναντι στη ζωή και να αποκτήσουν ένα νέο ήθος.

«Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες»

Με τρεις διαδοχικές παρομοιώσεις ο ποιητής παρουσιάζει με λόγο έντονα με
ταφορικό την ποικιλία που λαμβάνουν οι μορφές των νησιών, που μό
λις δημιούργησε ο Θεός. Όπως ένας άνθρωπος παρατηρώντας τα σύννεφα
 επιχειρεί να προσδιορίσει με τι μοιάζει το σχήμα που λαμβάνουν κάθε 
φορά, έτσι κι ο ποιητής καταγράφει τις εικόνες που του φέρνουν στη σκέ
ψη τα διάφορα σχήματα των ελληνικών νησιών.


Κάποια μοιάζουν με πέτρινα άλογα, που έχουν ανασηκωμένη τη χαίτη 
τους. 
Η ορθή χαίτη παραπέμπει, πιθανώς, στην παρουσία βουνών, πάνω 
σε νησιά στα οποία κυριαρχεί εν γένει το στοιχείο της πέτρας κι απ’ τα ο
ποία απουσιάζει προφανώς ο πλούτος εκείνος της βλάστησης, που θα μπο
ρούσε να απαλύνει τη σκληρή αίσθηση του ορεινού και πετρώδους τοπίου.


Κάποια νησιά μοιάζουν με γαλήνιους αμφορείς. Η αναφορά στα αγγεία πα
ραπέμπει στην αρχαιοελληνική τέχνη, συνδέοντας το παρόν του ελληνισμού
 με τη μακραίωνη παράδοσή του. Ενώ, το επίθετο «γαλήνιος» τονίζει ένα 
από τα κύρια χαρακτηριστικά στοιχεία των νησιών τη γαλήνη που προσφέ
ρουν στους επισκέπτες τους χάρη στην ομορφιά του τοπίου, αλλά και την 
απουσία των έντονων εκείνων ρυθμών που παρατηρούνται στα μεγάλα αστι
κά κέντρα.


Κάποια νησιά παρομοιάζονται με λοξές ράχες δελφινιών, φέρνοντας στη 
σκέψη την εικόνα της καμπύλης που έχει η πλάτη του θηλαστικού αυτού. Τα
 δελφίνια συμπληρώνουν το κάλλος του θαλάσσιου περιβάλλοντος, κι 
ο ποιητής υπενθυμίζει έμμεσα τον τον ενθουσιασμό που προκαλούν όταν
 εμφανίζονται να κολυμπούν πλάι σε κάποιο καράβι, παίζοντας με τα κύματα 
που προκαλεί η κίνηση του καραβιού.

«η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος»

Η επιλογή των ονομάτων γίνεται κυρίως με ηχητικό κριτήριο, καθώς στις λέ
ξεις αυτές δημιουργείται παρήχηση του «σ», η οποία μεταδίδει ένα αίσθημα
 πνοής ανέμου, θυμίζοντας ένα ακόμη στοιχείο της ζωής στα νησιά. 

«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε

Ο Θεός έχοντας δημιουργήσει τα νησιά, λέει στον ποιητή πως το όνομα κά
θε νησιού θα είναι κι από ένα χελιδόνι, για να φέρνει σ’ αυτόν και κατ’ ε
πέκταση σ’ όλους τους ανθρώπους, την άνοιξη μέσα στο καλοκαίρι. Θα λει
τουργεί, δηλαδή, το όνομα κάθε νησιού ως φορέας ελπίδας και θετικής
 προσμονής, εφόσον θα σηματοδοτεί την ανανέωση, τον έρωτα και την προ
σδοκία μιας αναγέννησης.


Τα νησιά με την ομορφιά και τη γαλήνη που αποπνέουν θα αποτελούν ψυχι
κά στηρίγματα για τους δοκιμαζόμενους ανθρώπους. Θα κατορθώνουν,
 έτσι, στο μέσο του καλοκαιριού να προμηνύουν διαρκώς μια επερχόμενη 
άνοιξη. Πάνω ακριβώς στην κορύφωση της ευτυχίας και της αναζωογο
νητικής ανάπαυσης, ο άνθρωπος θα λαμβάνει το μήνυμα πως παρά την επι
κείμενη έλευση του χειμώνα, παρά τις όποιες επικείμενες δυσκολίες, η άνοι
ξη
 και, άρα, η ελπίδα, θα έρθει ξανά.

Αν και το αναμενόμενο θα ήταν το μήνυμα της άνοιξης που φέρνουν 
αυτά τα «χελιδόνια» να έρχεται στους ανθρώπους το χειμώνα, ο ποιητής το
ποθετεί τον ερχομό τους το καλοκαίρι, μιας και τότε είναι που οι άνθρωποι
 επισκέπτονται τα νησιά κι έρχονται σ’ επαφή με την πραγματικά ευεργετική
 φύση τους.

«Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου»

Τα λιόδεντρα θα είναι πολλά, για να κρησάρουν για να κοσκινίζουν με 
τα χέρια τους το φως, ώστε αυτό να απλώνεται ελαφρό στον 
ύπνο του ανθρώπου. Τα λιόδεντρα προσωποποιούνται εδώ προκειμένου 
να παρουσιαστεί η ευεργετική σκιά που δημιουργούν ως συνειδητή επιλο
γή τους. 

Τα δέντρα -και κατ’ επέκταση η φύση-, εμφανίζονται να ενδιαφέ
ρονται ενεργά για τον άνθρωπο και να κάνουν ό,τι μπορούν για να τον 
προφυλάξουν και να του προσφέρουν τη δυνατότητα να κοιμηθεί με άνεση
 κάτω απ’ τα κλαδιά τους.
 Ο άνθρωπος, επομένως, δεν θα πρέπει να αντι
κρίζει τη σκιά των δέντρων ως κάτι που δημιουργούν συμπωματικά, αλ
λά ως μια προσφορά αγάπης, που θα πρέπει να την εκτιμήσει και να
 την ανταποδώσει σεβόμενος το φυσικό περιβάλλον.  

«και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου»

Στα νησιά θα είναι πολλά τα τζιτζίκια, ώστε ο άνθρωπος να συνηθίσει το κα
θημερινό και συνεχές τραγούδι τους, σε σημείο που να μην το νιώθει 
καν, όπως ακριβώς δε νιώθει και την αδιάκοπη κίνηση του αίματος στις
 φλέβες και τις αρτηρίες του. Με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής υπεν
θυμίζει την τάση των ανθρώπων να συνηθίζουν και να αποδέχονται ως ανα
πόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους οτιδήποτε το βιώνουν συνεχώς
. Έτσι, το «τραγούδι» των τζιτζικιών, που θα μπορούσε να φανεί ενοχλη
τικό στον αμύητο επισκέπτη, δεν θα δημιουργεί καμία ενόχληση στους
 κατοίκους του νησιού, αφού θα ζουν συνεχώς μ’ αυτό.

«αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του»

Η αντίθεση ανάμεσα στην πληθώρα των τζιτζικιών και την έλλειψη του νε
ρού τονίζει με μεγαλύτερη ενάργεια τη σημασία που οφείλουν να δίνουν οι ά
νθρωποι στο στοιχείο αυτό που είναι απολύτως αναγκαίο για την ύπαρξή
 τους.
 
Ο άνθρωπος θα πρέπει, επομένως, να έχει το νερό σαν Θεό του, αναγνωρίζο
ντας κι αποδεχόμενος πόσο άμεσα εξαρτάται η ζωή του από αυτό. Κάτι 
που γίνεται πληρέστερα κατανοητό σε περιοχές όπου το πόσιμο νερό δεν
 επαρκεί για τις ανάγκες των κατοίκων, όπως συμβαίνει σε αρκετά από τα ελ
ληνικά νησιά.

Προσέχουμε πως πέρα από την εύλογη αξία του νερού, η προσπάθεια του 
ποιητή να στρέψει την προσοχή του αναγνώστη σε αυτό προκύπτει από
 τη θέλησή του να καθοδηγήσει τους ανθρώπους σε μια νέα πιο ουσιαστική ιε
ράρχηση των αξιών τους.

 Έτσι, αντί οι άνθρωποι να αναλώνονται σ’ ένα
 ανούσιο κυνήγι του πλούτου ή της εξουσίας, οφείλουν να εκτιμήσουν το πό
σο λίγα πράγματα έχουν πραγματική σημασία στη ζωής τους. Κι είναι, μάλι
στα, εκείνα ακριβώς που φανερώνουν την κοινή φύση όλων των ανθρώ
πων και υποδηλώνουν το μάταιο των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων. Το νε
ρό υπ’ αυτή την έννοια λειτουργεί ως υπόμνηση πως όλοι οι άνθρωποι έχουν
 τις ίδιες ακριβώς ανάγκες, αφού είναι πλασμένοι για να είναι ίδιοι και ίσοι.
 Καμία θέση δεν έχουν, άρα, ακραίες αντιλήψεις, όπως αυτές που προκάλε
σαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σχετικά με την υποτιθέμενη υπεροχή κάποιων
 έναντι όλων των άλλων. 
Η απουσία του νερού θα ήταν εξίσου επιζήμια για 
όλους κι αυτό συνιστά απόδειξη της απόλυτης ομοιότητας και ισότητας μετα
ξύ
 των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, καλείται να καταλαβαίνει τι σημαίνει ο λόγος του 
νερού, αναγνωρίζοντας την απόλυτη κυριαρχία του στην ανθρώπινη ζωή.
 Το νερό είναι αυτό που μπορεί να συντηρήσει με την παρουσία του τη ζωή 

των ανθρώπων ή να την τερματίσει με την απουσία του. Σε συμβολικό 
επίπεδο, πάντως, ο λόγος του νερού σχετίζεται με τον Λόγο του Θεού, που 
είναι σε θέση να ικανοποιήσει κάθε 
ψυχική και πνευματική ανάγκη των ανθρώπων.

«και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα»

Πέρα από τη σπανιότητα του νερού, άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των 
ελληνικών νησιών είναι η απουσία πυκνής βλάστησης. Τα δέντρα που κο
σμούν τον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο, βρίσκονται σε έλλειψη στο νησιωτικό
 χώρο.
 Έτσι, ο άνθρωπος καλείται να κάνει φίλο του το μοναχικό δέντρο και 
να εκτιμήσει πλήρως την αξία και τη σημασία του. Καλείται να γνωρίσει το α
κριβό, το πολύτιμο όνομά του αίτημα που φέρνει στη σκέψη τη σύνδεση ανά
μεσα στη γνώση του ονόματος και την κατοχή του όντος, που προκύπτει απ’ 
τη γνώση αυτή.

Το προσωποποιημένο δέντρο που στέκει μονάχο του, χωρίς να έχει κοπάδι, 
παραπέμπει όχι μόνο στην έννοια της έλλειψης, αλλά και στην έννοια της 
ατομικότητας και κατ’ επέκταση της μοναδικότητας. 
Το άτομο στον ελληνικό
 χώρο δεν οδηγείται στη μαζοποίηση, όπως συμβαίνει σε περιοχές όπου 
επικρατεί η άγνοια κι η απροθυμία ατομικής πρωτοβουλίας και σκέψης. Το ά
τομο στέκει μόνο του, προβάλλοντας την εμπιστοσύνη που έχει στη δική 
του σκέψη και στην ικανότητά του να κρίνει αυτόνομα την κοινωνική του
 πραγματικότητα.
 
Υπήρξε ανέκαθεν γνώρισμα του ελληνικού κόσμου η εκτίμη
ση που έτρεφε στην αξία του ατόμου, καθώς και στη δύναμη της ανεξάρτητης
 σκέψης να οδηγήσει σε ουσιαστικά επιτεύγματα. Γνώρισμα καίριο του δημο
κρατικού τρόπου λειτουργίας, όπου το άτομο γίνεται σεβαστό και δεν εξω
θείται σε μια συντριπτική εξομοίωση, όπως συμβαίνει σε δεσποτικά ή ολοκλη
ρωτικά καθεστώτα.

«φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα»

Το χώμα των ελληνικών νησιών είναι φτενό (λεπτό), δεν έχει τη γονιμότητα 
εκείνη που διακρίνει άλλες περιοχές του ηπειρωτικού χώρου, όπου η καλ
λιέργεια της γης είναι πλούσια και αποδοτική. Οι κάτοικοι των νησιών δεν 
μπο
ρούν να βασιστούν στη δυνατότητα της γης να τους θρέφει και δεν έχουν, 
έτσι,
 το προνόμιο ν’ απλώσουν τις ρίζες τους, όπως θα συνέβαινε αν είχαν την
 αίσθηση πως το μέλλον τους είναι διασφα
λισμένο. 
Πρόκειται για μια ουσιώ
δη δυσκολία, η οποία λειτουργεί θετικά για τους ανθρώπους, εφόσον 
τους αναγκάζει να προσπαθούν όλο και περισσότερο για την επιβίωσή
 τους και τους καθιστά κατ’ αυτό τον τρόπο ολοένα και πιο ώριμους.

Οι δυσκολίες της ζωής είναι ευεργετικές για τους ανθρώπους υπό την έν
νοια ότι τους αναγκάζουν να εμβαθύνουν στα πράγματα και να αποκτούν
 μια πιο συγκροτημένη και μεστή σκέψη. Μια ζωή χωρίς δυσκολίες θα είχε
 ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να είναι επιφανειακοί τόσο στη σκέψη, όσο
 και στα συναισθήματά τους. Θα τους έλειπε το ψυχικό εκείνο σθένος 
των Ελλήνων που τους επιτρέπει να επιβιώνουν όσο κι αν δυσκολεύουν οι 
συνθήκες γύρω τους.

Η ανασφάλεια, άρα, που προκύπτει απ’ την απουσία αφθονίας πόρων, ο
δηγεί τους ανθρώπους να γίνονται πιο εφευρετικοί, πιο πείσμονες, πιο ε
ργατικοί και, κυρίως, πιο ώριμοι στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα 
πράγματα. Δεν επιτρέπουν στην κάθε δυσκολία να τους κάμπτει, εφόσον
 γνωρίζουν πως με υπομονή και με συνεχή προσπάθεια είναι σε θέση να ξε
περάσουν οποιοδήποτε εμπόδιο και να συνεχίσουν τη ζωή τους.

«και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.»

Πέρα από το εξαιρετικά ουσιώδες μάθημα που προσφέρουν οι δυσκολίες
 στον άνθρωπο, ένα ακόμη πολύτιμο μάθημα του δίνει ο πλατύς ελληνικός 
ουρανός, στον οποίο έχει τη δυνατότητα να διαβάζει την απεραντοσύνη. 
Το
 άτομο αντικρίζοντας την απεραντοσύνη του σύμπαντος συνειδητοποιεί 
εγκαίρως τη δική του ασημαντότητα και εκτιμά την αξία της ταπεινότητας. 
Κατανοεί πως τα πεπερασμένα όρια του σύντομου και δύσκολου ανθρώ
πινου βίου δεν αφήνουν περιθώρια για εγωισμούς και ανούσια υπεροψία.
 
Ο κάθε άνθρωπος δεν είναι παρά ένα εφήμερο πλάσμα μέσα σ’ ένα δίχως
 όρια σύμπαν. Η προσωρινότητα της ύπαρξής του δεν επιτρέπει, ε
πομένως, την παρέκκλιση σε σκέψεις μεγαλομανίας ή στην αίσθηση πως υ
περέχει έναντι άλλων.

Καθημερινά ο κάτοικος των ελληνικών νησιών μπορεί να μελετά το ά
πειρο της θεϊκής δημιουργίας και να προβληματίζεται γόνιμα σε σχέση με το
 πλήθος όσων αγνοεί για το χώρο στον οποίο κινείται, αλλά και για την πα
ντοδυναμία του Δημιουργού.

Συνάμα, η θέα του ανοιχτού ουρανού αποτελεί πηγή παραμυθίας για τον άν
θρωπο που αισθάνεται εγκλωβισμένος στην καθημερινότητα και τα 
προβλήματά του. Η απεραντοσύνη του ουρανού είναι ένα συνεχές κάλε
σμα για το άνοιγμα της ανθρώπινης σκέψης, καθώς και για τη βαθιά εκτί
μηση του αισθήματος ελευθερίας που προσφέρει στους ανθρώπους. Ο κό
σμος είναι δίχως όρια κι ο άνθρωπος έχει πάντοτε την ευκαιρία να ταξιδέ
ψει -νοητά ή κυριολεκτικά- οπουδήποτε θέλει, προκειμένου να ξεφύγει, έστω
 και προσωρινά, από τα προβλήματα εκείνα που τον πληγώνουν.

Η ικανότητα του ατόμου να διαβάζει την απεραντοσύνη στον ελληνικό ουρα
νό σχετίζεται και με την ηπιότητα του καιρού στον ελληνικό χώρο, αλλά και
 με την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων. Ο καθαρός ουρανός συνδέεται με 
την καθαρότητα της σκέψης και του πνεύματος των ανθρώπων αυτού του τό
που.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Οι στίχοι αυτοί, στους οποίους κορυφώνεται ο θαυμασμός του ποιητή για τη
 γένεση του νέου κόσμου, εμπεριέχουν μια φαινομενική αντίφαση, η οποί
α αίρεται αν ληφθεί υπόψη ως προς τι συγκρίνεται κάθε φορά η ελληνική γη. 

Η Ελλάδα είναι μικρή σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική της έκταση, αν συγκρι
θεί με άλλες πολύ μεγαλύτερες χώρες, είναι, εντούτοις μεγάλη, αν εξετα
στεί ως προς την προσφορά της στον πνευματικό και πολιτιστικό τομέα. 

Η χώρα αυτή που έχει γεννήσει έννοιες όπως είναι η φιλοσοφία κι η δημο
κρατία, κι έχει προσφέρει κορυφαίους πνευματικούς δημιουργούς, όπως
 είναι ο Όμηρος, ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης, δεν μπορεί παρά να εκλαμβά
νεται ως σπουδαία και μεγάλη.

Κατά παρόμοιο τρόπο, το σύνολο της γης μπορεί να θεωρηθεί ένας 
μικρός κόσμος, αν συγκριθεί με την απεραντοσύνη του σύμπαντος, αλ
λά μεγάλος, αν ιδωθεί ως προς τις δυνατότητες που παρέχει στους ανθρώ
πους και την εκπληκτική ποικιλία που παρουσιάζει το τοπίο της από χώρα 
σε χώρα κι από περιοχή σε περιοχή. 
Εντυπωσιάζει, μάλιστα, όχι μόνο με 
τις παραλλαγές του τοπίου, αλλά και με το πόσο πολυποίκιλη παρουσιάζε
ται η ανθρώπινη σκέψη και φύση στις διάφορες περιοχές της.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για κάθε άνθρωπο χωριστά. 
Την ίδια στιγμή 
είναι μικρός, αν ιδωθεί σε σχέση με την απεραντοσύνη του κόσμου, αλλά 
και μεγάλος, αν ληφθεί υπόψη το πόσο σημαντικός είναι για τους ανθρώ
πους που τον αγαπούν, καθώς κι οι δυνατότητες που του παρουσιάζονται 
να προσφέρει σημαντικό έργο στους συνανθρώπους του. Ο ένας άνθρω
πος μπορεί, έστω και στα περιορισμένα όρια του βίου του, να επηρεάσει
 θετικά τη ζωή χιλιάδων συνανθρώπων του.

Ας σημειωθεί δε, πως ο μικρόκοσμος της ελληνικής γης είναι μια μικρογρα
φία του κόσμου ολόκληρου, αφού σε αυτή ενυπάρχουν όλα εκείνα τα στοι
χεία που μπορεί κανείς να εντοπίσει σε κάθε άλλο μέρος του υπόλοιπου κό
σμου.  

Βιβλιογραφία:
Τάσος Λιγνάδης, «Το Άξιον Εστί του Ελύτη», Εκδόσεις Πορεία



Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον Εστί» [Ψαλμός Ε΄]

«Είναι βουνά τα βάσανα και τα κρατούμε στον ώμο μας στο πέρασμα των 
αιώνων, γιατί η δύναμη της μνήμης μας αναγκάζει, μια αγία προσταγή, 
που αν και καίεται μέσα στις φλόγες των παθών, ποτέ δεν γίνεται στάχτη.»
 Τάσος Λιγνάδης

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

Στον πέμπτο ψαλμό των Παθών, του δεύτερου μέρους της σύνθεσης Το
 Άξιο Εστί, ο Οδυσσέας Ελύτης αναδεικνύει τη σημασία της μνήμης στον
 αγώνα του ελληνικού λαού για την επιβίωση και την ελευθερία του. Τα Πά
θη αναφέρονται στον πόλεμο του 1940 και στην οδυνηρή εμπειρία της Κατο
χής και παραλληλίζονται με τα πάθη του Χριστού. Η Ανάστασή Του 
προοιωνίζεται, κατά τον ποιητή, την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους 
και τη δικαίωση των αγώνων του.

«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.»

Ο ποιητής τοποθετεί τα θεμέλιά του και κατ’ επέκταση τα θεμέλια του ελ
ληνικού λαού, στα βουνά, καθώς εκεί δόθηκαν οι κρίσιμες μάχες κατά την
 έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κι εκεί κλήθηκαν οι Έλληνες να υ
περασπιστούν την ελευθερία τους. Στα βουνά, άλλωστε, δοκιμάστη
καν κι οι Έλληνες των χρόνων της Επανάστασης, όταν διεκδίκησαν την ανε
ξαρτησία τους.

Τα βουνά είτε λαμβάνουν τη μορφή αγώνων για την ελευθερία είτε το σύ
νολο της ευθύνης και του μόχθου που απαιτείται για να διατηρηθεί ανεξάρτη
το και ακμαίο ένα έθνος, τα σηκώνουν οι πολίτες στον ώμο τους. Οι αγώ
νες, οι δοκιμασίες, οι ταπεινώσεις, οι αδιάκοπες θυσίες βαραίνουν απο
κλειστικά και μόνο τους πολίτες ενός έθνους. Αν οι ίδιοι δεν παλέψουν 
για το έθνος τους, δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για το έθνος αυτό κανένα
ς άλλος. 
Πρόκειται για μια βαρύτατη ευθύνη που οφείλουν να την επωμι
στούν οι πολίτες, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η διατήρηση και η συνέχι
ση του έθνους εξαρτάται από τις δικές τους προσπάθειες και μόνο.
Πάνω στα βουνά όπου δόθηκαν οι μεγάλοι αγώνες των Ελλήνων καίει αδιά
κοπα η μνήμη του ελληνικού έθνους σαν άκαυτη βάτος καίει, χωρίς να
 φθείρεται, υπενθυμίζοντας το μήνυμα ευθύνης που έχει κάθε νέα γενιά α
πέναντι σε όσους προηγήθηκαν και σε όσους έπονται. Η μνήμη διαδραμα
τίζει κύριο ρόλο στη διατήρηση ενός έθνους, διότι χωρίς εκείνη οι πολί
τες παύουν να έχουν συνείδηση της ταυτότητάς τους και κινδυνεύουν 
να αλλοτριωθούν. 
Έτσι, τα βουνά αυτά παραμένουν μόνιμοι χώροι υπενθύ
μισης των δεινών εκείνων που βίωσε ο ελληνικός λαός προκειμένου να 
διατηρήσει την ελευθερία του και να διαφυλάξει την ύπαρξή του.
Κάθε πολίτης έχει χρέος να γνωρίσει και να τιμήσει με τη δράση του τις θυ
σίες όσων προηγήθηκαν, καθώς χωρίς τις πράξεις εκείνων ο ίδιος δεν θα
είχε το δικαίωμα να ζει ελεύθερος σ’ ένα ελεύθερο κράτος, κι αντιστοίχως,
 χωρίς την αποφασιστικότητα εκείνου να υπερασπιστεί το έθνος του, δεν 
θα έχουν οι επόμενοι την ευκαιρία να ζήσουν σ’ ένα ανεξάρτητο και ελεύθε
ρο κράτος. Επιπρόσθετα, κάθε πολίτης οφείλει να γνωρίζει την ιστορία του 
τόπου του, ώστε να έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει μια σαφή εικόνα της 
ίδιας του της ταυτότητας.
Γίνεται, έτσι, η μνήμη το κλειδί για τη διατήρηση και τη διαφύλαξη τόσο 
της ελευθερίας ενός έθνους όσο και της μοναδικότητάς του, εφόσον μόνο 
μέσω αυτής οι πολίτες συνειδητοποιούν και αναγνωρίζουν την ιδιαίτερη αξία
 που έχει το έθνος στο οποίο ανήκουν. Κατανοούν με τη συνδρομή της 
μνήμης τα ξέχωρα γνωρίσματά τους κι αντιλαμβάνονται πως τα γνωρίσμα
τα αυτά δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν μήτε να αντικατασταθούν, μιας
 κι είναι αυτά που προσδιορίζουν τη διαχρονικά ανεπανάληπτη ταυτότητα 
του έθνους τους.  
Η «άκαυτη βάτος» προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη κι αναφέρεται στο 
κάλεσμα που δέχτηκε ο Μωυσής από τον Θεό να οδηγήσει το λαό του έξω
 από την Αίγυπτο. Έξοδος Γ΄, 2: «φθη δ ατ γγελος Κυρίου ν πυρ 
φλογς κ το βάτου, κα ρ τι  βάτος καίεται πυρί,  δ βάτος ο κατεκαί
ετο.». (Φανερώθηκε σε αυτόν άγγελος Κυρίου μέσα στη φλόγα φωτιάς 
από μια βάτο, και βλέπει ότι η βάτος φλεγόταν από τη φωτιά, αλλά η βάτος 
δεν καιγόταν.)

«Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.»

Η προσωποποιημένη μνήμη του ελληνικού λαού ταυτίζεται με την Πίνδο, 
εκεί όπου οι Έλληνες έδωσαν σκληρές μάχες κατά τη διάρκεια του ελληνοϊ
ταλικού πολέμου εκεί όπου κι ο ίδιος ο ποιητής πολέμησε και γνώρισε 
τη σωματική και ψυχική δοκιμασία της ζωής στο πολεμικό μέτωπο. Η μνήμη 
ου ελληνικού λαού ταυτίζεται συνάμα με τη χερσόνησο του Άθω και κατά
 συνέπεια με το Άγιο Όρος, μιας κι ένα βασικό στοιχείο της ελληνικής ταυτό
τητας είναι η χριστιανική θρησκεία και πίστη.
Ο Άθως υποδηλώνει τόσο τη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων όσο
 και το κομμάτι εκείνο της ελληνικής ιστορίας που συνδέεται με τα χρόνια 
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.  

«Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.»

Ο καιρός -ο χρόνος- προσωποποιείται κι εκφράζει την αγανάκτησή του 
για τη νέα δοκιμασία που καλείται να αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός. Ο
 νέος αυτός πόλεμος επαναφέρει στη μνήμη τις πλείστες δοκιμασίες του 
παρελθόντος και εξωθεί τον «καιρό» να κρεμάσει τις μέρες ανάποδα αδειά
ζοντας κάτω με δύναμη τα οστά των ταπεινωμένων Ελλήνων απ’ τους 
πολέμους κι από τις ήττες παλαιότερων εποχών.
Οι συγκαιρινοί του ποιητή μάχονται όχι μόνο για τη δική τους ελευθερία, αλ
λά και για τη δικαίωση των προγόνων που βρέθηκαν αλλεπάλληλες φορές
 στην ανάγκη να αγωνιστούν για την πολύπαθη πατρίδα. Μάχονται για να
 καθησυχάσουν τον πόνο εκείνων που γνώρισαν τη σκλαβιά και την ταπείνω
ση.

«Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;»

Οι νεκροί που επανέρχονται από την άβυσσο για να προσφέρουν τη στήρι
ξή τους στη νέα δοκιμασία της χώρας είναι όλοι εκείνοι οι πρόγονοι των
 Ελλήνων που βρέθηκαν στα δικά τους χρόνια να πολεμούν για την ελευ
θερία. Είναι μαζί τους κι εκείνοι που γνώρισαν τον καημό της ήττας και
 της σκλαβιάς, κι επιθυμούν τώρα μια διαφορετική έκβαση για τους νεότερους
 Έλληνες.
Στους στίχους αυτούς είναι εμφανής η παρήχηση του «π» μέσω της οποίας
 προκύπτει ένας σκληρός ήχος σαν να ακούγονται ριπές όπλων, που 
μας μεταφέρουν ηχητικά στο πεδίο της μάχης.

«Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.»

Η καρτερική αγωνιστικότητα των Ελλήνων κι η πολύτιμη συνδρομή των 
αναστημένων προγόνων φέρνουν την επιθυμητή αλλαγή της κατάσταση, το
 γύρισμα εκείνο της τύχης, που οδηγεί στην απομάκρυνση των εχθρών και
 στην απελευθέρωση της χώρας. Ένας ακόμη κρίσιμος κίνδυνος απο
σοβείται χάρη στο ψυχικό σθένος των Ελλήνων, το οποίο πηγάζει από
 τη «Μνήμη» των ποικίλων περιπετειών, αλλά και της μακραίωνης παράδο
ση
ς του ελληνικού λαού.
Ο ποιητής επαναλαμβάνει το στίχο για τη Μνήμη του ελληνικού λαού, θέ
λοντας να τονίσει την αξία τόσο των αγώνων που δόθηκαν στην Πίνδο, 
όπου οι Έλληνες στρατιώτες πέτυχαν λαμπρές νίκες, όσο και την αξία της 
χριστιανικής παράδοσης του λαού, που έχει εμψυχώσει και στηρίξει τους 
πολίτες στις δύσκολες περιόδους της πολύχρονης πορείας του.

«Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς»

Με σχήμα επαναφοράς ο ποιητής επισημαίνει πως μόνο η Μνήμη έχει τη
 δυνατότητα να οξύνει την αντίληψη των ανθρώπων και να ενισχύσει την
 ψυχική τους δύναμη. Μόνη η μνήμη μπορεί να γνωρίσει τον άντρα από το
 δυναμισμό και την αποφασιστικότητα που έχει το περπάτημά του, αφού
 μόνο εκείνη έχει ζήσει αλλεπάλληλες φορές τη δοκιμασία του πολέμου. Εί
ναι σε θέση, έτσι, να αναγνωρίσει κάθε φορά τη θέληση του αγωνιστή να 
προσφέρει ακόμη και τη ζωή του για να υπερασπιστεί την πατρίδα του.
Η αναφορά στη «φτέρνα» φέρνει -ίσως και ακούσια- στη σκέψη το μύθο του 
Αχιλλέα και το μόνο τρωτό σημείο του, ενώ η αναφορά στην «κόψη» 
λειτουργεί ως συνειδητή προσπάθεια υπόμνησης του Εθνικού Ύμνου.
Η μνήμη μιλάει στους ανθρώπους από την κόψη της πέτρας, διότι ακριβώς
 στο δύσβατο και σκληρό ορεινό τοπίο της χώρας είναι που καλούνται οι 
άνθρωποι να ακούσουν πραγματικά το κάλεσμά της. Την ώρα που ο 
στρατιώτης έρχεται αντιμέτωπος με τη δοκιμασία της ανάβασης και της 
επιβίωσης στα βουνά της πατρίδας του, οφείλει να θυμηθεί τις αντίστοιχες 
εμπειρίες όσων έζησαν και πολέμησαν πριν από αυτόν, προκειμένου 
να βρει το αναγκαίο κουράγιο για να συνεχίσει τον δικό του αγώνα.

«Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!»

Η μνήμη είναι εκείνη που επιτρέπει στους ανθρώπους να υπομείνουν τις 
απαιτούμενες δυσκολίες για χάρη της πατρίδας τους, έστω κι αν κατά τη 
διάρκεια αυτών δοκιμάζονται τόσο σε πνευματικό όσο και σε σωματικό επί
πεδο. Υπ’ αυτή την έννοια η όψη των αγίων φέρνει στη σκέψη τις ασκητι
κές μορφές της αγιογραφίας και κατ’ επέκταση την όψη των πολεμιστών ύ
στερα από τις πολλαπλές κακουχίες στο πεδίο της μάχης.
Η μνήμη, συνάμα, είναι εκείνη που μέσα στο πλήθος των δοκιμασιών που συ
ναποτελούν την ιστορία του ελληνικού τόπου, φέρνει διαρκώς ένα μήνυμα
 ελπίδας, μια υπόσχεση «ανάστασης» αναγκαία για να διατηρηθεί η αντο
χή κι η καρτερικότητα των ανθρώπων. Εδώ, η ιστορία του τόπου, παρουσι
άζεται ως ένας ποταμός που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, πάνω στα νερά 
του οποίου η μνήμη περνά την αναστά
σιμη πασχαλιά και υπενθυμίζει στους πολίτες πως η χώρα τους έχει δοκιμα
στεί αλλεπάλληλες φορές, κατορ
θώνοντας πάντοτε να επιβιώσει και να ανακάμψει.

«Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!»

Το άγγιγμα της μνήμης φέρνει στο νου του ποιητή τις αναπόφευκτες ω
δίνες κάθε γέννας, κι ιδίως μιας τόσο πολύτιμης γένεσις, όπως είναι αυτή 
της Άνοιξης του ερχομού, δηλαδή, μιας νέας αρχής για το ελληνικό γένος.
 Οι Έλληνες μπορούν να αντέξουν τη δοκιμασία κι αυτού του πολέμου 
μπορούν να ελευθερώσουν και πάλι τη χώρα τους μπορούν να δουν
 μια νέα άνοιξη στον τόπο τους. Για να επιτευχθεί, όμως, η αναγέννηση αυτή 
οφείλουν να υπομείνουν τις αναγκαίες ωδίνες. Καμία γέννα και κατ’ επέκτα
ση κανένα
 ουσιαστικό επίτευγμα δεν γίνεται να προκύψει χωρίς να βιωθούν οι πόνοι
 του «τοκετού».

«Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!»

Η μνήμη «τιμωρεί» το χέρι του ποιητή -και του κάθε πολεμιστή-, αφού το 
εξαναγκάζει να αφαιρέσει τις ζωές των εχθρών, μα συνάμα του προσφέρει 
και άφεση αμαρτιών «λευκαίνοντάς» το μέσα στο σκοτάδι του πολέμου. Ανα
πόδραστο χρέος του πολεμιστή είναι να σκοτώσει συνανθρώπους του και 
να βιώσει τη βαρβαρότητα του φόνου. Μα οφείλει να μη βυθιστεί στις τύψεις
, εφόσον είναι οι εχθροί της πατρίδας του που τον εξωθούν σε μια τέτοια
 δράση. Οι πολεμιστές καλούνται να υπερασπιστούν την ελευθερί
α τους και να αμυνθούν απέναντι σ’ εκείνους που κινήθηκαν εναντίον τους. Η 
δική τους δράση, επομένως,
 δεν είναι παρά μια αναγκαία πράξη αντίστασης, κι όχι μια δίχως έλεος κατα
φυγή στη βία.

«Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.»

Με σχήμα επαναφοράς, επανάληψης και κλιμάκωσης, ο ποιητής κα
ταγράφει την πολλαπλώς απαιτητική διαδικασία για να φτάσει ο αγωνιστής
 στη δικαίωση και να λάβει τη δόξα 
που του αναλογεί. Προκειμένου, λοιπόν, να φτάσει ως τη λάμψη της δόξας ο
φείλει να περάσει μέσα από τη φωτιά 
της μάχης και να αποδείξει το σωματικό και το ψυχικό του σθένος. Κι αντιστοί
χως, προκειμένου να φτάσει ως την α
ποθέωση που προσφέρουν τα βουνά τα «χιονόδοξα» -τα βουνά των μεγά
λων αναμετρήσεων-, οφείλει να έχει πρώτα 
δοκιμαστεί ξανά και ξανά.
Για τους Έλληνες αγωνιστές η απλή δόξα της μάχης δεν επαρκεί, πρέπει να
 παλέψουν ακόμη περισσότερο, μέχρι να οδηγηθούν στην απόλυτη αποθέω
ση που μόνο τα χιονισμένα και σκληρά
 βουνά μπορούν να προσφέρουν.

«Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;»

Γιατί όμως πρέπει οι Έλληνες αγωνιστές ν’ αποδείξουν την αξία και το σθέ
νος τους πάνω στα βουνά; Ποιος και τι βρίσκεται εκεί που τα καθιστά τόσο 
σημαντικά;

«Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!»

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνεται από τον ποιητή, ο οποίος με 
σχήμα κύκλου επαναφέρει τις αρχικές καίριες διαπιστώσεις του.
«Γιατί όμως στα βουνά; γιατί εκεί τα θεμέλια του λαού του. Τα βάσανα του
 χρέους που σηκώνει κάθε λαός στον ώμο του κι ο δικός του λαός, 
που μέσα του καίει, ακοίμητη φλόγα, η παράδοση 
της ελευθερίας.» Τάσος Λιγνάδης


Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου σελ.

 182-185 

1. Υπογραμμίστε τις τελικές προτάσεις του πρώτου ποιήματος και εξετά
στε τη λειτουργία τους σε σχέση με τη δημιουργία του αιγαιοπελαγίτικου το
πίου.

Στίχος 9: «για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος»
 Στίχος 11-12: «που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως / κι ελαφρό ν’ 
απλώνεται στον ύπνο σου» Στίχος 14-15: «που να μην τα νιώθεις / όπως
 δε νιώθεις το σφυγμό στα χέρια σου» Στίχος 17: «για να το ’χεις Θεό και να
 κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του» 

Στίχος 20-21: «για να το κάνεις φίλο σου / και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ 
όνομα» Στίχος 23-24: «για να μην έχεις που ν’ απλώσεις ρίζα / και να τραβά 
του βάθους ολοένα» 

Στίχος 26: «για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη» 

Ο ποιητής με μια σειρά τελικών προτάσεων προσδιορίζει τη λειτουργία των
 στοιχείων εκείνων που συνθέτουν το αιγαιοπελαγίτικο τοπίο. Κάθε
 στοιχείο της ελληνικής φύσης έχει δημιουργηθεί με σοφία με σκοπό να επιτε
λεί έναν ανώτερο προορισμό. 
Το σκοπό αυτό εκφράζουν οι τελικές προτάσεις που χρησιμοποιεί ο ποιη
τής στους στίχους 9-26. Συνεπώς, κάθε νησί, που παρομοιάζεται με το χελι
δόνι, δημιουργήθηκε «για να φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος», τη χαρά μέ
σα στις λύπες της ζωής.
 Επίσης, τα λιόδεντρα είναι πολλά, για να απαλύνουν το εκτυφλωτικό 
φως που αντανακλά στις πέτρες. Στη συνέχεια, τα τζιτζίκια με το διαρκέ
ς τραγούδι τους γίνονται ένα με τον άνθρωπο, ενώ το νερό είναι λίγο, για
 να το λατρεύουμε και να το εκτιμάμε. Ακόμη, το δέντρο είναι μοναχό, για να
 ξεχωρίσει και να είναι μοναδικό, γιατί μόνο έτσι οικειώνεται με τους αν
θρώπους και αποκτά ιερή σημασία. Το «φτενό», άγονο χώμα, εξαιτίας του ο
ποίου η ρίζα αναγκάζεται να εισχωρήσει βαθιά, για να βρει νερό, συμβολίζει 
τις δυσκο
λίες ή στερήσεις που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος ή ο λαός, οι οποίες, όμως, 
τον ενδυναμώνουν ψυχικά και τον προ
τρέπουν να εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων και στην αλήθεια. 
Τέλος, ο «πλατύς» και απέραντος ουρανός ευνοεί την περισυλλογή και τη
 σκέψη και το άνοιγμα του νου σε νέους ορίζοντες.


 2. Βρείτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού νησιωτικού χώρου που
 αναφέρονται στο ποίημα. 

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο ποίημα υμνεί τη δημιουρ
γία της θάλασσας και των νησιών και με οπτικές και ηχητικές εικόνες περι
γράφει τα στοιχεία που συνθέτουν το ελληνικό νησιώτικο τοπίο. 

Τα στοιχεία αυτά ταυτίζονται με:
 
 τα λιόδεντρα, που «κοσκινίζουν» το άπλετο και σκληρό φως του ήλιου κά
νοντάς το πιο γλυκό και «ελαφρό»,  τα τζιτζίκια του ελληνικού καλοκαιριού,  

  το φτωχό σε νερό και βλάστηση τοπίο, 

 την άγονη γη και 

 τον απέραντο γαλάζιο ουρανό. 


3. «φτενό...ολοένα»: 
Ερμηνεύστε το μεταφορικό νόημα αυτής της φράσης. 


Στους στίχους 23-24, «για να μην έχεις που ν’ απλώσεις ρίζα / και να τρα
βάς του βάθους ολοένα», αναφέρεται ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
 του ελληνικού νησιώτικου χώρου, το «φτενό», άγονο χώμα, το οποίο, 
όπως και κάθε άλλο φυσικό στοιχείο, επιτελεί έναν ανώτατο προορισμό, μέ
σα στην ελληνική φύση. Ειδικότερα, το «φτενό», άγονο χώμα, που αναγκά
ζει τη ρίζα να εισχωρήσει βαθιά, για να βρει νερό, συμβολίζει τις δυσκολίες
 ή τις στερήσεις που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος ή ένα λαός στην πορεία της 
ύπαρξής του, οι οποίες, όμως, την ίδια στιγμή τον ενδυναμώνουν ψυχικά και 
του δίνουν την ώθηση να προχωρήσει πιο βαθιά στην ουσία των πραγμάτων
 και να πλησιάσει την αλήθεια. 

Συνεπώς, η σχέση του ανθρώπου με την ελληνική γη αντιστοιχεί σε μία
 σχέση εμβάθυνσης στην ουσία των πραγμάτων και στην αλήθεια. 


4. Εξετάστε την στίξη του ποιήματος. Παρατηρώντας κανείς το ποίημα
 συνειδητοποιεί την παντελή έλλειψη σημείων στίξης. 

Ο ποιητής θέλοντας να δημιουργήσει την εντύπωση μιας ρευστότητας και
 μίας εκστατικής στάσης απέναντι στο θαύμα της δημιουργίας της θάλασσα
ς, των νησιών και των στοιχείων που συνθέτουν το μεσογειακό νησιωτικό 
τοπίο δε χρησιμοποιεί καθόλου σημεία στίξης. 
Αυτό επιτυγχάνεται με τον τρόπο παρουσίασης της δημιουργίας, που μοιάζει
 να λέγεται με μια ανάσα.


 5. Ποιος είναι ο στίχος που κορυφώνει το θαυμασμό του ποιητή 
στον ύμνο της «Γενέσεως»; Ποια εντύπωση σας δημιουργεί;

 Ο θαυμασμός του ποιητή κορυφώνεται στον τελευταίο στίχο του ποιήμα
τος  «Αυτός / ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας» Ο στίχος αυτός εκφράζει, μέ
σα από μια αντίθεση, το θαυμασμό του ποιητικού υποκειμένου για το με
γαλείο του ελληνικού τόπου, το οποίο, όμως έρχεται σε σύγκρουση με το
 μικρό μέγεθος της φτωχής σε νερό και βλάστηση χώρας. 
Όμως, η μικρή και άγονη Ελλάδα διακρίνεται και θαυμάζεται για το μεγαλείο,
 που δημιουργεί η πνευματικότητα και σοφία των στοιχείων που την αποτε
λούν. 


 6. Σε ποιο πρόσωπο μιλά ο ποιητής στον ψαλμό των «Παθών» 
και σε ποιον απευθύνεται; Ο ποιητής στον πέμπτο ψαλμό 
των «Παθών» χρησιμοποιεί το β΄ ενικό πρόσωπο, 


καθώς απευθύνεται
 στη μνήμη δίνοντάς της με αυτόν τον τρόπο ανθρώπινη οντότητα και
 υπόσταση.
 Εξάλλου, ο ρόλος που διαδραματίζει η μνήμη μέσα στην ανθρώπινη ιστο
ρία αποτελεί την κεντρική ιδέα και το βασικό μοχλό του ποιήματος.

 Τέλος, με την εμφατική επανάληψη της προσωπικής αντωνυμίας «εσύ», 
ο ποιητής πλέκει το εγκώμιο της μνήμης, στην οποία και απευθύνεται. 


7. Βρείτε τους στίχους που αναφέρονται στη μνήμη και εξηγήστε το νόημά
 τους. Σε όλο το ποίημα ο Οδυσσέας Ελύτης απευθύνεται με άμεσο τρόπο
 στη μνήμη και επιδιώκει να αναδείξει τη σημασία της για την ελληνική ανθρώ
πινη ιστορία


Στους στίχους 3-4 ο ποιητής αναφέρεται στη μνήμη, η οποία «καίει πάνω 
στα βουνά» και μέσα από το φως της περνάει ζωντανή η ελληνική ιστορία. 
Τα βουνά, που αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας, 
ταυτίζονται με τα βάσανα και την ιστορία που ο λαός «σηκώνει στους ώμους
 του». 
Η μνήμη είναι τόσο βαριά όσο και αυτά τα βουνά, αλλά συγχρόνως, και 
τόσο λυτρωτική, όσο και η λάμψη της κορυφής.
 Επίσης, στον στίχο «Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε 
λένε Άθω» (στιχ. 5 – στιχ. 12), που επαναλαμβάνεται, ο ποιητής συνδέει το 
όνομα της Πίνδου, μέσα από βιωματικές εμπειρίες από το αλβανικό μέτωπο
, με την προσωπική του μνήμη και τη μνήμη μιας ολόκληρης γενιάς 
που έζησε τον πόλεμο. Τέλος, οι στίχοι 13-22 αναφέρονται με εγκωμιαστική
 
τόνο στη μνήμη. 
Η μνήμη δίνει νόημα και ταυτότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη, δημιουργεί γερά

 μυαλά και υπόσχεται μια «πασχαλιάν αναστάσιμη» μετά το τέλος του εφιάλ
τη. 
Επίσης, στον στίχο «Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις» (στιχ. 13)
 συνδυάζεται η ιστορία με το μύθο του αθάνατου Αχιλλέα, του οποίου η φτέρ
να αποτελούσε το μοναδικό τρωτό ση

μείο του. Επιπλέον, στους στίχους 18-22 ο ποιητής παρουσιάζει την κλιμάκω
ση της μνημονικής δύναμης η οποία 
οφείλει να περάσει μέσα από τη φωτιά, για να φτάσει στη λύτρωση, στη 
λάμψη, στα βουνά τα «χιονόδοξα».


 8. Παρατηρήστε την αρχή και το τέλος του ποιήματος. Πώς ονομάζεται αυ
τό το σχήμα και τί επιδιώκει με αυτό ο ποιητής; 


Το ποίημα ξεκινά και τελειώνει με το ίδιο τεράστιχο. 
Το σχήμα αυτό ονομάζεται κυκλική επαναφορά («Τα θεμέλια μου στα βου
νά ... άκαυτη βάτος» (στιχ. 1-4 και στιχ. 24-27) και χρησιμοποιείται από 
τον ποιητή για να τονιστεί με έμφαση η σφρα
γίδα της ελληνικής τοπογραφίας πάνω στην ανθρώπινη μνήμη και ιστορία. 
Τα βουνά, στα οποία «καίγεται η μνήμη» συμβολίζουν τα βάσανα και την ιστο
ρία, που σηκώνει ο λαός στους ώμους του. 
Η μνήμη είναι τόσο βαριά όσο αυτά τα βουνά, αλλά και τόσο λυτρωτική
όσο η λάμψη της κορυφής. 


9. «Εσύ μόνη ... γνωρίζεις»: Σε ποιον αρχαιοελληνικό μύθο παραπέμπει
 αυτή η φράση; 


Στον στίχο «Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις» (στιχ. 13) 
συνδυάζεται η ιστορία με το μύθο, καθώς γίνεται αναφορά στο μύθο του
 Αχιλλέα και στη «βάπτισή του» στα νερά της Στυγός προκειμένου να γίνει
 αθάνατος. 
Η φτέρνα του, όμως από την οποία τον κρατούσε η μητέρα του,
 η Θέτις, δε μετείχε στην αθανασία και γι’ αυτό αποτελούσε το μοναδικό 
τρωτό του σημείο.







 Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ-ΛΥΚΕΙΟΥ
 Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Κάτω στης Μαργαρίτας τ΄ αλωνάκι 
[Ο άνθρωπος και η φύση – ΠόληΎπαιθρος] 
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι 
[Η αγάπη για τους συνανθρώπους μας – οι φιλικοί δεσμοί- η αγάπη]

 Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Πίνοντας ήλιο κορινθιακό από συλλ. Ήλιος ο πρώτος, 1943 
[Ο άνθρωπος και η φύση – Πόλη- Ύπαιθρος]

 Γ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Το άξιον εστί (Η γένεσις, 3ο ύμνος) 
Τα πάθη (Ε΄ ψαλμός του 2ου μέρους της σύνθεσης του Άξιον εστί)
Δώρο ασημένιο ποίημα (από το Φωτόδενδρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά 1971)
 [η λογοτεχνία από το 1922-1945 
Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 
(Από Νέα Αθηναϊκή Σχολή – νεότερη ποίηση- πεζογραφία του μεσοπολέμου]
Η τρελή ροδιά (Προσανατολισμοί, εκδ. Γαλαξίας)
 [Στα χτήματα βαδίζαμε όλη μέρα… από το Ήλιος ο πρώτος ]
εκδ. Γλάρος Η Μαρίνα των βράχων (Προσανατολισμοί, εκδ. Ίκαρος)
 Το άξιον Εστί (εκδ. Κέδρος) Ο ύπνος των Γενναίων


ΓΝΩΣΗ
Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017


ΟΔΥΣΣΕ

ΑΣ 

Ε

ΛΥΤΗΣ

 
Οδυσσέας Ελύτης [πηγή: Βικιπαίδεια] Εποχές και Συγγραφείς. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

ΤΟ ΑΞΙ

ΟΝ

 ΕΣΤΙ
Οδ. Ελύτης, «Το Άξιον εστί» [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
Η Γένε

σις

 

Στον τρίτο ύμνο της Γενέσεως, από όπου και το απόσπασμα που α

κολουθεί, ο ποιητής υμνεί τη δημιουργία των νησιών και της 

θάλασσας. Oι περιγραφές παραπέμπουν σε εικόνες του αιγαιοπελα

γίτικου τοπίου, το οποίο δοξολογείται συχνά στην ποίηση του Oδυσ

σέα Ελύτη, ο οποίος γεννήθηκε στην Κρήτη και κατάγεται από τη Λέ

σβο. Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ο
μοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα

182


  
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος

Τα Πάθη, 

Ε'

Στον πέμπτο ψαλμό των Παθών, του δεύτερου μέρους της σύνθεσης

 Το Άξιον Εστί, ο Oδυσσέας Ελύτης αναδεικνύει τη σημασία της μνή

μης στον αγώνα του ελληνικού λαού για την επιβίωση και την ελευ

θερία του. Τα Πάθη αναφέρονται στον πόλεμο του 1940 και στην ο

δυνηρή εμπειρία της Κατοχής και παραλληλίζονται με τα πάθη του 

Χριστού. Η Ανάστασή Του προοιωνίζεται, κατά τον ποιητή, την απε

λευθέρωση του ελληνικού έθνους και τη δικαίωση των αγώνων του.

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακρι
ά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις

183


  
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!

Ο. Ελύτης, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος

Παράλληλα Κείμενα
 Οδ. Ελύτης, «Μυρίσαι το άριστον. XIV Οδ. Ελύτης, «Μυρίσαι το άριστον. XIV»
 Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα. I΄ Γ. Σεφέρης, «Μυθιστόρημα. I΄»

Γιάννης Μόραλης, Προμετωπίδα στο βιβλίο του Oδ. Ελύτη
Γιάννης Μόραλης, Προμετωπίδα 

στο βιβλίο του 

Oδ. 

Ελύτη
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο 

ανθυπολοχαγό 

της Αλ

βανίας

184



ΕΡΓΑΣΙ

ΕΣ

  •  Yπογραμμίστε τις τελικές προτάσεις του πρώτου ποιήμα
  • τος και εξετάστε τη λειτουργία τους, σε σχέση με τη δημιουργία 
  • του αιγαιοπελαγίτικου τοπίου.
  •  Bρείτε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού νησιωτικού 
  • χώρου που αναφέρονται στο ποίημα.
  •  «φτενό…ολοένα»: Eρμηνεύστε το μεταφορικό νόημα αυτής 
  • της φράσης.
  •  Eξετάστε τη στίξη του ποιήματος.
  •  Ποιος είναι ο στίχος που κορυφώνει το θαυμασμό του ποιητή 
  • στον ύμνο της Γενέσεως; Ποια εντύπωση σας δημιουργεί;
  •  Σε ποιο πρόσωπο μιλά ο ποιητής στον ψαλμό των Παθών και 
  • σε ποιον απευθύνεται;
  •  Βρείτε τους στίχους που αναφέρονται στη μνήμη και εξηγήστε
  •  το νόημά τους.
  •  Παρατηρήστε την αρχή και το τέλος του ποιήματος. Πώς ονομά
  • ζεται αυτό το σχήμα και τι επιδιώκει με αυτό ο ποιητής;
  •  «Εσύ μόνη…γνωρίζεις»: Σε ποιον αρχαιοελληνικό μύθο παραπέ
  • μπει αυτή η φράση;

 

 

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Συγκρίνετε το απόσπασμα με το πρώτο μέρος από τη Ρωμιοσύνη

 του Γ. Ρίτσου: «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται.». Ποια είναι η σχέση

 των δύο ποιητών με το ελληνικό τοπίο;

2. Σε συνεργασία με τον καθηγητή των Θρησκευτικών, αναζητήστε

 τα στοιχεία του ποιήματος που παραπέμπουν στην Παλαιά Διαθήκη.



ΔΙΑΘΕΜΑΤΙ

ΚΕΣ ΔΡΑ

ΣΤΗΡΙΟΤΗ

ΤΕΣ

  •  Με τη βοήθεια του καθηγητή των Θρησκευτικών, βρείτε και
  •  σχολιάστε τις φράσεις του κειμένου που παραπέμπουν στην Πα
  • λαι
  • ά Διαθήκη και ιδιαίτερα στο κεφάλαιο της Γενέσεως.
  •  Συγκεντρώστε εικόνες με αιγαιοπελαγίτικα ή ηπειρωτικά ελληνι

  • κά τοπία. Φτιάξτε κολάζ και διακοσμήστε την τάξη σας.


 

Οδυσσέας Ελύτης

 (1911-1996)


Ελύτης

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογρα

φικό 


Το Άξιον Εστί αποτελεί μια μακροσκελή ποιητική σύνθεση που χω

ρίζεται σε τρεις μεγάλες ενότητες. Η ονομασία που τους δίνει ο 

ποιητής (Γένεσις, Πάθη, Δοξαστικόν) καθώς και διάφορες εκφρά

σεις (π.χ. «Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα» θυμίζει το στίχο 

της Παλαιάς Διαθήκης «και είπεν ο Θεός· γεννηθήτω το φως· και 

εγένετο φως», Γένεσις Α3) παραπέμπουν τον αναγνώστη σε κείμε

να της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς και της ευρύτερης

 χριστιανικής υμνολογίας.

Το εν λόγω απόσπασμα ανήκει στην ενότητα της Γενέσεως και 

αποτελεί τον τρίτο της ύμνο. Ο Ελύτης περιγράφει τη δημιουργία

 της θάλασσας και των νησιών, γεγονός που εξυψώνει την ψυ

χική του διάθεση και τον θαυμασμό του απέναντι στα στοιχεία

 της φύσης, που αντικατοπτρίζουν τον ίδιο του τον εαυτό («κατ'

 εικόνα και ομοίωσή μου»). Από την αρχή κιόλας, με μια σειρά

 παρομοιώσεων («Ίπποι πέτρινοι και λοξές δελφινιών ράχες»)

 τα ελληνικά νησιά αναδύονται μέσα από την αχλύ του φωτός. 

Πρόκειται για μια κοσμογονία που είναι σφραγισμένη με τα στοι

χεία του μεσογειακού τοπίου, στοιχεία που αποτελούν τον βιωμέ

νο χώρο για τον ποιητή. Τα λιόδεντρα που «κοσκινίζουν» το άπλε

το και σκληρό φως του ήλιου κάνοντάς το πιο γλυκό, τα τζιτζίκια

 του ελληνικού καλοκαιριού, το φτωχό σε βλάστηση και νερό το

πίο, η άγονη γη και ο απέραντος ουρανός αποτελούν τη 

«σκηνογραφία» του ελληνικού νησιωτικού χώρου και προσδιορί

ζουν την ιδιαιτερότητά του, που έχει στοιχειοθετήσει την ελληνι

κή ιθαγένεια και μυθολογία. Όλα έχουν δημιουργηθεί με σοφό 

τρόπο έτσι, ώστε να επιτελούν έναν ανώτερο προορισμό. Στο

 μυαλό του ποιητή το ελληνικό τοπίο προσεγγίζει τις διαστάσεις 

ενός χώρου λυτρωτικού και ανυψωτικού. Η ξηρασία και η στέ

ρηση αποκτούν απελευθερωτικές δυνατότητες. Με μια σειρά τελι

κών προτάσεων («που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως..., 

που να μην τα νιώθεις..., για να το 'χεις θεό και να κατέχεις τι ση

μαίνει ο λόγος του..., για να το κάνεις φίλο σου / και να γνωρίζεις

 τ' ακριβό του όνομα, για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα / και

 να τραβάς του βάθους ολοένα., για να διαβάζεις μόνος σου 

την απεραντοσύνη») ο Ελύτης προσδιορίζει τη λειτουργία των

 στοιχείων εκείνων που συνθέτουν το αιγαιοπελαγίτικο τοπί

ο. Τα λιόδεντρα είναι πολλά, για να απαλύνουν το εκτυφλωτικό 

φως που αντανακλά στις πέτρες. Τα τζιτζίκια με το διαρκές τραγού



δι τους γίνονται ένα με τον άνθρωπο, το νερό είναι λίγο, για να το

 λατρεύουμε και να το εκτιμάμε. Το δέντρο είναι μοναχό, για να ξε

χωρίζει και να είναι μοναδικό. Μόνο έτσι οικειώνεται με τους αν

θρώπους και αποκτά ιερή σημασία. Σε αυτό το σημείο δε θα μπο

ρούσαμε να παραλείψουμε το γεγονός ότι το μοναχικό δέντρο μά

ς φέρνει στο μυαλό την εικόνα του ίδιου του ποιητή. Οι τρεις τε

λευταίες τελικές προτάσεις δίνουν μια πιο ουσιαστική και μετα

φυσική χροιά στο ποίημα. Το χώμα είναι «φτενό», άγονο, και έτσι

 η ρίζα αναγκάζεται να χωθεί βαθιά για να βρει νερό. Η μεταφορι

κή σημασία αυτής της φράσης είναι σαφής και δραστική. Το 

«φτενό» χώμα απεικονίζει τις οποιεσδήποτε δυσκολίες ή στερή

σεις έχει να αντιμετωπίσει ένας λαός ή άνθρωπος, οι οποίες όμως

 τον ενδυναμώνουν και τον κάνουν να ψάχνει πιο βαθιά στην 

ουσία των πραγμάτων. Η σχέση του Έλληνα με τη γη ισοδυναμεί

 με μια σχέση εμβάθυνσης στην αλήθεια. Ο τόπος ευνοεί την περι

συλλογή και τη σκέψη, το άνοιγμα του μυαλού σε νέους ορίζο

ντες. Όλα αυτά τα στοιχεία του ελληνικού περιβάλλοντος αγιοποι

ούνται και παρουσιάζονται μέσα από ζωντανές εικόνες γεμάτες

 μυρωδιές, ήχους (τα τζιτζίκια) και φως. Η παντελής έλλειψη στί

ξης και η δομή των στίχων δημιουργεί την εντύπωση μιας ρευστό

τητας και μιας εκστατικής στάσης του ποιητή απέναντι στο θαύ

μα. Είναι σαν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σκηνικό να λέ

γονται με μια ανάσα και να τονίζεται η ευεργετική τους σημασί

α με τις τελικές προτάσεις, που όχι τυχαία επιλέγεται να πιά

νουν ένα στίχο η καθεμιά. Η κορύφωση έρχεται με την αντίθεση

 «Αυτός / ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας». Πρόκειται για μια αντίθε

ση που διατρέχει όλο το έργο του ποιητή. Η φτωχή σε νερό 

και πράσινο Ελλάδα αποπνέει μεγαλείο μέσα από την πνευματικό

τητα και τη σοφία των στοιχείων που την αποτελούν και 

που δεν είναι άλλα από αυτά που περιγράφονται στο απόσπασμα.



 


Το απόσπασμα αυτό έχει ελεγειακό τόνο. Ο ποιητής χρησιμο

ποιώντας το δεύτερο ενικό πρόσωπο απευθύνεται στη μνήμη, δί

νοντάς της έτσι ανθρώπινη οντότητα και αυθυπαρξία. Ο ρόλος 

άλλωστε που αυτή παίζει μέσα στην ανθρώπινη ιστορία αποτελεί

 τον βασικό μοχλό του ποιήματος. Η μνήμη καίει πάνω στα βουνά

 και μέσα από το φως της περνάει ζωντανή η ελληνική ιστορία. Η 

φράση «άκαυτη βάτος» παραπέμπει άμεσα στην Παλαιά Διαθή

κη. Η αναφορά αμέσως μετά στα ονόματα Πίνδος και Άθως αποτε

λεί μια σαφή γείωση τόσο στα βιώματα του ποιητή από το αλβα

νικό μέτωπο, με το όνομα Πίνδος, όσο και στο πλαίσιο που κινεί

ται όλο το Άξιον Εστί,η οποία συνδέεται με τη βυζαντινή - χριστια

νική κληρονομιά, με τη χερσόνησο του Άθω. Ο Ελύτης πολέ

μησε στην Πίνδο και έτσι το όνομα αυτό είναι βαθιά συνδεδεμέ

νο όχι μόνο με την προσωπική του μνήμη, αλλά και με τη μνήμη 

μιας ολόκληρης γενιάς που έζησε τον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο 

ότι αυτός ο στίχος επαναλαμβάνεται άλλες δυο φορές μέσα στο 

ποίημα, ίσως γιατί συνενώνει το παρελθόν με το παρόν. Στη 

συνέχεια ο ποιητής, με μια εμφατική επανάληψη της προσωπι

κής αντωνυμίας «εσύ», πλέκει τον ύμνο της μνήμης. Αυτή είναι 

που δίνει νόημα και ταυτότητα στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτή εί

ναι που σφυρηλατεί γερά μυαλά και δίνει την υπόσχεση μετά 

το τέλος του εφιάλτη για μια «πασχαλιάν αναστάσιμη». Μέσα 

σε αυτό το υμνολόγιο ο Ελύτης εισάγει και το στοιχείο του αρχαί

ου ελληνικού μύθου. Στο στίχο «Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα

 γνωρίζεις» γίνεται μια σαφής αναφορά στον μύθο του Αχιλλέα 

και στη «βάπτισή του» στα νερά της Στυγός προκειμένου να γί

νει αθάνατος. Μόνο η φτέρνα του από την οποία τον κρατούσε

 η μητέρα του, η Θέτις, δεν μετείχε στην αθανασία και αποτελούσε


 το τρωτό σημείο του. Αξίζει επίσης να επισημανθεί το σημείο όπου



 ο ποιητής μιλάει με ένα κλιμακωτό

 σχήμα για τη δύναμη της μνήμης, μια δύναμη που πολλές φο

ρές πρέπει να περάσει μέσα από τη φωτιά για να φτάσει στη λάμψη, στη λύτρωση, για να φτάσει στα βουνά τα «χιονόδοξα». Στα βουνά τοποθετείται από την αρχή η φωτιά της μνήμης, γιατί τα βουνά είναι αυτά που συσσωρεύουν την ελληνική ιστορία και τους αγώνες, ειδικά την περίοδο του Β' Παγκόσμιου πολέμου. Στα βουνά αυτά βρίσκονται τα θεμέλια της ποιητικής υποκειμενικότητας, και με αυτά κλείνει το ποίημα. Η κυκλική επαναφορά, στο τέλος των πρώτων τεσσάρων στίχων, υπογραμμίζει γλαφυρά με αυτό το σχήμα της επανάληψης τη σφραγίδα της ελληνικής τοπογραφίας πάνω στην ανθρώπινη μνήμη και ιστορία. Τα βουνά είναι τα βάσανα και η ιστορία του λαού και αυτά τα σηκώνει στον ώμο του. Η μνήμη πολλές φορές είναι τόσο βαριά όσο αυτά τα βουνά, αλλά και ταυτόχρονα τόσο λυτρωτική όσο και η λάμψη της κορυφής. Αντίθετα με τον τρίτο ψαλμό της Γενέσεως, όπου κυριαρχεί η πιο ανάλαφρη και φωτεινή ατμόσφαιρα της θάλασσας, στο εν λόγω ποίημα η πρωτοκαθεδρία του ορεινού τοπίου προσδίδει μια πιο βαριά και σκοτεινή διάθεση.

 


 

Α. Οδυσσέας Ελύτης, «Μυρίσαι το άριστον, XIV», Ο μικρός ναυτίλος


 (1985). Ποίηση, Ίκαρος 2002, σ. 514-515.

 

Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. 

Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:

1. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομέ

νουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τό

σα την ξαναφτιάχνεις.

2. Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πά

ντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.

3. Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα)

και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να

 κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matis

se.

4. Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βου

νό απ' τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.


5. Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τό

σο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

6. Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι 

αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι 

ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.

7. Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους

 άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

 

Β. Gail Holst, Μίκης Θεοδωράκης, Μύθος και πολιτική στη σύγχρο

νη ελληνική μουσική, Ανδρομέδα 1980, σ. 99.

 

Στον ύμνο «Τα θεμέλιά μου στα βουνά», αναφύονται πάλι βυ

ζαντινές και δημοτικές καταβολές με μια ορχηστρική συνοδεία βα

σισμένη στο ηπειρώτικο μοιρολόι. Το κλαρίνο μιμείται την ηπει

ρωτική τεχνική παι-ξίματος, ενώ το σαντούρι και τα κρουστά 

ήχους από κουδούνια προβάτων. Με φόντο αυτή τη «νατουραλι

στική» ορχηστρική εικόνα, η φωνή του ψάλτη κινείται σε μια βυ

ζαντινοπρεπή μελωδική γραμμή που υποστηρίζεται από ισοκρατή

ματα της χορωδίας σε ανοιχτές τέταρτες ή πέμπτες. Το πιάνο 

δίνει ψηλές οκτάβες, σαν καμπάνα. Καθώς το κλαρίνο τελειώνει

 το μέρος του υπάρχει ένα μακρόσυρτο μέλισμα που ενώνει δυο 

παραδόσεις, τη λαϊκή και την εκκλησιαστική.

 

Γ. Πορεία προς το μέτωπο

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη 

διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει 

καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συ

νέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω 

που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δει

λά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής

 καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχο

λόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και


 στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον 

άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,

 όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συ

χνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και

 τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε 

που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγο

ντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φο

ρές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμα

σταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε

 ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση 

ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα,

 σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπρο

στά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε

 στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέ

τοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρω

νε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος

 το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μάς θύμωναν,

 

που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους — ίσως και που 

ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, 

μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα 

να ’ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ’χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα — έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε, απ’ τ’ άλλο μέρος να ’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι. «Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ’λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

 


Οδυσσέας Ελύτης
στο βιβλίο «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Εγγονόπουλος
Βικιπαίδεια Οδυσσέας Ελύτης [πηγή: Βικιπαίδεια]
Εποχές και Συγγραφείς. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό 

Αρχείο της ΕΡΤ] Εποχές και Συγγραφείς. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή:

 Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
«Το Άξιον εστί» [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσ

σας] Οδ. Ελύτης, «Το Άξιον εστί» [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
Ιστοσελίδα: Καρβουνίδη Σαράντη / Πασιόπουλου Γεώργιου Ιστοσελίδα: Καρβουνίδη Σαράντη / Πασιόπουλου Γεώργιου
Ανεπίσημος Ιστότοπος Του Οδυσσέα Ελύτη Ανεπίσημος Ιστότοπος Του Οδυσσέα Ελύτη
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Βιογραφία, Βιβλιογραφία, Εργογραφία, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Μικρός Αναγνώστης Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Μικρός Αναγνώστης
Βιογραφία, Βιβλιογραφία, Εργογραφία, Κριτικά Κείμενα, Πολιτιστι

κός

 Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας ΠΟΘΕΓ
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες

 

Γιάννης Μόραλης, βιογραφία και έργα
στη Βικιπαίδεια Μόραλης
στην Εθνική Πινακοθήκη Μόραλης
στο ΙΣΕΤ Μόραλης
στο art magazine Μόραλης
στο eikastikon Μόραλης
στο paleta art ΜόραληςΜόραλης
στο artnet Μόραλης
στη ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟ Γ.Ι. ΚΑΤΣΙΓΡΑ Μόραλης



στο ΝΙΚΙΑΣ Μόραλης
στο wiki art Μόραλης
στο Google Arts & Culture Google Arts & Culture

"Άξιον Εστί"

"Άξιον Εστί": Ο τρίτος ύμνος


 της "Γενέσεως" 


και "Τα Πάθη, Ε'"

"Άξιον Εστί": Υπήρξε μία από τις κορυφαίες ποιη
τικές δημιουργίες του Ελύτη το έργο με το οποίο   απέ
κτησε σημαίνουσα  θέση στην εθνική λογοτε
χνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλο
γική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο».Εκδόθηκε το 
1959 και το 1963 μελοποιήθηκε εμπνευσμένα από το
 Μίκη Θεοδωράκη.













Η λογοτεχνική 
κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του, κα
θώς και την τεχνική
 του αρτιότητα. Η γλώσσα
 του επαινέθηκε για
 την κλασσική ακρίβεια
 της φράσης, .ενώ η αυ
στηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που 
«δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βια
σμός της αυθόρμητης έκφρασης».
    Απαρτίζεται από τρία τμήματα : Τη «Γένεση», τα 
«Πάθη» και  το «Δοξαστικό». Η σύνθεση του ποιήματος 
είναι  διαρθρωμένη πάνω στα μέρη της 
θείας λειτουργίας.   Αποδίδεται  με θαυ­μαστό τρόπο η ατομική και η συλ­λογική μοίρα. 
Ο ποιητής 
κατορθώνει να συγκεράσει και να εκφρά­σει ατομικά και συλλογικά πάθη, μέσα
 από έναν ποιητικό λόγο
 στον ο­ποίο ακούγονται καθαρά οι φωνές της αρχαίας, της μεσαιωνικής και της 
νεώτερης παράδοσης. 
Διακρίνονται,  και στην γλώσσα και στην μορφή, επιρ
ροές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τον Ερωτό
κριτο, τους εκκλησιαστικούς ύμνους (και κυρίως 
αυτούς του Ρωμανού του Μελωδού), τον Σολωμό
 και τον Κάλβο, το δημοτικό τραγούδι, τον Παπαδια
μάντη και τον Μακρυγιάννη.
       Περιεχόμενο της "Γένεσης" είναι η  γέννηση 
του κόσμου, μέσω της γέννησης ενός ατόμου, του Ε
νός , το οποίο ταυτίζεται με τον Ποιητή. Αυτός εί
ναι και παραμένει αξεδιάλυτος με  τον χώρο και την Φύ
ση και έτσι γίνεται εφικτό να εκφραστεί μέσω της μοί
ρας του ποιητή (ατομικό) η μοίρα του έθνους (γενικό).
  Και  «Αυτός ο κόσμος ο μικρός», της ατομικής εμπει
ρίας, γίνεται εκφραστής του «μεγάλου »  κόσμου. Και το 
 μικρό και τωρινό ανάγεται σε έκφανση του καθολικού,
 του απέραντου, του αιώνιου.
         Το ίδιο σχήμα, της  έκφρασης του ατομικού μέσα 
από το συλλογικό και το αντίθετο, υπάρχει και στα 
«Πάθη». Ο ποιητής αφηγείται τα πάθη του  Έθνους (πό
λεμος, Κατοχή) μέσω της ατομικής του εμπειρίας.
          Στο «Δοξαστικό» αποθεώνεται   υμνούμενος ο μι
κρός κόσμος (και μέσω της σύνδεσης που έχει επιτευ
χθεί και ο  μέγας),  τα πάθη και την γέννηση του οποίου,
 έχει ήδη τραγουδήσει. Εάν η "Γένεση" είναι η Ζωή
 και τα «Πάθη» ο Θάνατος, το «Δοξαστικό »  αποτελεί
 μαζί Ανάσταση και Αθανασία. Το κακό επαναστρέφε
ται σε καλό και ανακαλείται εκστατικά κάθε τι το οποίο  
«Άξιον εστί», αξίζει δηλαδή.


  Για το πρώτο απόσπασμα του βιβλίου τα κλειδιά ερμη
νείας  είναι η σειρά των τελικών δευτερευ
ουσών προτάσεων και η πολυσημία της 
λέξης "κόσμος" στο τελευταίο στίχο, ο οποίος αποτε
λεί και την κατακλείδα -επωδό στην ενότητα της "Γένε
σης".  Στο βιβλίο  περιέχεται το μεγαλύτερο μέρος  του 
τρίτου ύμνου της "Γένεσης"  στο οποίο περιγράφεται η γέν
νηση της θάλασσας και των νησιών εντελώς τελολογικά 
ως ένα μέρος ενός θεικoύ  σχεδίου.  Ένας τόπος ο 
οποίος είναι φτιαγμένος για τον άνθρωπο και  με τον 
οποίο ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστα δεμένος,
 γιατί προέρχεται από αυτόν, είναι προέκτασή 
του και αξεδιάλυτο μέρος του. Κι είναι φτιαγμένος με 
τέτοιο τρόπο που, παρά την απόλυτη συνάφει
α και συμβατότητα στα όρια της ταύτισης που αναφέ
ρθηκε παραπάνω, δεν οδηγεί τον άνθρωπο σε πνευ
ματικό τέλμα και σε στείρα  μαλθακή μακαριότητα. 
Γιατί οι φαινομενικές ελλείψεις του είναι στην πραγματι
κότητα τα εργαλεία, τα κίνητρα του ανθρώπου να εμβα
θύνει και να 
φτάνει στην ουσία των πραγμάτων και παράλληλα 
("άλλοτε από τον ίδιο ουράνο" λέει κάπου ο Καββαδίας)
 να μην φοβάται να ξανοίγεται στο άπειρο, να 
κρατά ετοιμοπόλεμο και ελεύθερο το πνεύμα του...
Κατόπιν αυτών, το συμπέρασμα της επωδού έρχεται 
χωρίς χάσματα, αβίαστα, λογικά και αναπόφευκτα... Τα
 νησιά αυτά, αν και μικρά,  είναι ένας πλήρης κό
σμος απέραντης ομορφιάς (κόσμος= στολίδι) και 
ένας  ολοκληρωμένος κόσμος απίστευτης τελειό
τητας  (κόσμος= σύμπαν) για όλους τους ανθρώπους
  .

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ

  1. Αν χαρακτηριστικά της τεχνικής του Ελύτη εί
  2. ναι τα παρακάτω, ποια απ’ αυτά αναγνωρίζετε
  3.  στο κείμενό μας;
    Ο ελεύθερος στίχος
    Η γλωσσική πρωτοτυπία
    Η περιορισμένη στίξη
    Η συνειρμική εναλλαγή εικόνων
    Οι υπερρεαλιστικές (εξωπραγματικές) εικόνες
    Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι μετωνυμίες
    Οι λυρικές περιγραφές
    Η σύζευξη των αντιθέτων
    Η αντίληψη των πραγμάτων μέσω των αισθήσε
ων

  1. Αν βασικά θεματικά μοτίβα του Ελύτη εί
  2. ναι τα παρακάτω, ποια απ’ αυτά αναγνωρίζετε
  3.  στο κείμενό μας;
     Η θάλασσα, το Αιγαίο
     Το ελληνικό τοπίο
     Η ελληνική ιστορία
     Η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή
     Ο έρωτας και η γυναίκα
     Η ποίηση
     Η δημιουργία ενός νέου κόσμου
     Η φύση
     Το φως
     Ο θάνατος και η νίκη μας εναντίον του

  1. Αν ο καινούριος κόσμος χρειάζεται και τη διαδικα
  2. σία του ονείρου, σε ποιο σημείο του ποιήματος ο ποιητής ονειρεύεται; 
  3. Αν το «βάθος» για το οποίο μιλάει δε σημαίνει βα
  4. θιά στη γη, τι άλλο μπορεί να σημαίνει;
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

1.Αντιστοιχίζω:

1η ενότητα (στ…..) (α) Τα φυσικά στοιχεία και ο 
ρόλος τους

2η ενότητα (στ….) (β) Η ταύτιση του ποιητή 
με τον κόσμο

3η ενότητα (στ….) (γ) Η δημιουργία της θάλασ
σας και των νησιών

2.«και είδα και θαύμασα» : ποιο είναι το ποι
ητικό υποκείμενο, το οποίο παρακολουθεί
 τη δημιουργία του κόσμου σε ποιο πρόσωπο μι
λά και πώς νιώθει;

3. «τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα» : εκτός
 από τον ποιητή υπάρχει και ένα δεύτερο πρό
σωπο. Ποιο είναι αυτό και σε ποιο πρόσωπο 
(α, β, γ ενικό – πληθυντικό) απευθύνεται προς
 τον ποιητή; («για να σου φέρνει την άνοιξη»).

4.Ο κόσμος πλάθεται κατ’ εικόνα και ομοίωση
 του ποιητή, άρα καθορίζει τα χαρακτηριστικά
 της ποιητικής του ταυτότητας. Είναι
 ένα αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, στο οποίο κυριαρ
χεί η θάλασσα και τα νησιά.Δώσε τρεις μεταφο
ρικές εικόνες που χαρακτηρίζουν τα νησιά.

5.Ποια στοιχεία συνθέτουν την ιδιαίτερη φυσιο
γνωμία των νησιών και ποιόν ανώτερο 
σκοπό εκπληρώνουν;

6.Όλα τα στοιχεία του κόσμου αυτού συμπράτ
τουν, για να διαμορφώσουν τα χαρακτηριστικά
 του ανθρώπου που ζει μέσα σε αυτόν τον χώρο. 
Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά;

* Ο ποιητής «διαβάζοντας» ένα – ένα τα στοιχεία
 του κόσμου αποκτά αυτογνωσία, κατανοεί το νόη
μα του κόσμου και διαμορφώνει την ποιητική του φυσιογνωμία.

7.Να σχολιάσεις τη γλώσσα του ποιήματος, την έλ
λειψη στίξης, το ύφος και τον στίχο.


8.Να εντοπίσεις μεταφορές, παρομοιώ
σεις, προσωποποιήσεις, αντιθέσεις, επαναλήψεις.

9Να βρείτε και να σχολιάσετε τα ιδι
αίτερα χαρακτηριστικά του νησιωτικού χώρου
που προβάλλονται στο ποίημα.

10)Να αναλυθεί και να  σχολιαστεί ο στίχος:
«και να τραβάς του βάθους ολοένα»

11)Για ποιο λόγο νομίζετε ότι στο ποίημα δεν
υπάρχουν σημεία στίξης; Τι θέλει να εκφράσει
μ’ αυτή την τεχνική ο ποιητής;

12)Με ποια εκφραστικά μέσα  ο Ελύτης παρουσιά
ζει τη δημιουργία της θάλασσας και των αιγαιοπελαγίτικων νησιών
13. Πώς κορυφώνεται ο θαυμασμός του ποιητή;
Πώς αίρεται , κατά τη γνώμη σας, η αντίφαση
του καταληκτικού στίχου  του αποσπάσματος;
14. Υποθέτοντας πως είστε το ποιητικό υποκείμενο
που βίωσε την κοσμογονία της γένεσης των ελλη
νικών νησιών, καταγράψτε στο προσωπικό σας ημερολόγιο τις  σκέψεις σας και τα συναισθήματά
σας.
  Το δεύτερο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου προέρ
χεται από τα "Πάθη". Ας το ακούσουμε  μελοποιημένο α
πό τον Μίκη Θεοδωράκη .
 Ο  τόνος εδώ δεν είναι πανηγυρικός και χαρούμενος
, μα σκοτεινός. Και με τις δυο έννοιες. Και δυσκολονόη
τος και σοβαρός/ μελαγχολικός. Πλην η μελαγχολία
 που υπάρχει είναι αυτή της γνώσης της σοβαρότητας
 μιας κατάστασης κι όχι εκείνη της παραίτησης... Το 
ποιητικό υποκείμενο εδώ εστιάζει στο άλλο ιδι
αίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής φύσης. Τα ψη
λά και απόκρημνα βουνά.  Τα βουνά αντιμετωπίζο
νται στο ποίήμα ως θεματοφύλακας και εκφραστής
 της μνήμης,  ως σύμβολο σταθερότητας και διαχρονι
κά και συγχρονικά. Από την μια, δηλαδή,  συμβολί
ζουν το ενιαίο και το αδιάσπαστο της ελληνικότητας ("κα
λότυχα είναι τα βουνά ποτέ τους δεν γερνάνε...") και α
πό την άλλη,  τόσο την αδάμαστη και την αδούλωτη ψυ
χή των κατοίκων της χώρας όσο και τους μαχητές της
 (κάθε) Αντίστασης ενάντια στον (κάθε) κατακτητή... Και 
από τα βουνά είναι εκπορεύεται η τελική ανάσταση...
 Διότι, όπως και αλλού (κι ίσως προφητικά) στο "Άξιον
 Εστί" λέει ο Ελύτης ("Τα Πάθη, Ζ'" ), ο ίδιος ο τόπος είναι αυτός που δεν δέχεται την υποταγή...
"ΗΡΘΑΝ ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους. Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη, Βίβλους γραμμάτων 
και αριθμών, την πάσα Υποταγή και Δύναμη, το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας. Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδιούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές. 
Έστησαν και θεμελίωσαν στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα πύργους κραταιούς κι επαύλεις ξύλα
 κι άλλα πλεούμενα, τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα, στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας. 
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.
Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι
 δεν άφησε ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά 
τους δεν είπε να πάρει. Έφτασαν ντυμένοι 
"φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπά
λαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους άλ
λα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά. Στ' α
νοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σί
δερο και φωτιά. Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά
". 
Κι είναι πολύ ενδεικτικό και χαρακτηριστικό ότι η ίδια 
σκέψη υπάρχει και στον Ρίτσο,  έναν ποιητή προερχόμενο
 από ένα διαφορετικό  ποιητικό σύμπαν κα  υποστηρικτή
 μιας διαφορετικής θεώρησης της ζωής.
"Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό... "


ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Οδυσσέας Ελύτης