Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Οδυσσέας Ελύτης:ο βίος ,το έργο του

 


Εποχές και Συγγραφείς - Οδυσσέας Ελύτης (Αρχείο ΕΡΤ)


Παρασκήνιο - ΣΕΦΕΡΗΣ, ΕΛΥΤΗΣ


Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, «Το σπίτι» | Από την έρευνα στη διδασκαλία

Τίτλος εισήγησης: Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου, «Το σπίτι»: Το βίωμα της ιθαγένειας ή της εντοπιότητας στην ελληνική μεταπολεμική και μεταπολιτευτική ποίηση ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Τμήμα Φιλολογίας, της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


                                      Ελύτης - Βιογραφικό - Συνέντευξη.wmv


https://www.youtube.com/watch?v=hhNAgger-PU

Ελύτης: η ζωή του μέσα από ερωτήσεις (Κείμενα Β Γυμνασίου)

Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα - Ελύτης


Συνέντευξη Τύπου του Οδυσσέα Ελύτη, στο «Μεγάλη Βρεταννία», με αφορμή το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1979)

ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ (Συνέντευξη τύπου)

Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ: Λέσβος - Οδυσσέας Ελύτης

Ένα κινηματογραφικό δοκίμιο του Γιάννη Σμαραγδή, πάνω σε αποσπάσματα ελληνικής ποίησης. ΕΤ1, 1991.

https://www.youtube.com/watch?v=4rmdMGmwzGc

Ο Οδυσσέας Ελύτης περί Ευρώπης / Odysseas Elytis



ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ- http://www.projethomere.com


https://www.youtube.com/watch?v=uXuIlNY6tag

Οδυσσέας Ελύτης - Το Μονόγραμμα [Adagio]

Διαβάζει ο Μίκης Θεοδωράκης και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου σε μουσική adagio


Οι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης και Γιώργος Σεφέρης

ΑΝΑΔΙΦΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ. Καλεσμένος ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος.

Το Μονόγραμμα ~ Οδυσσέας Ελύτης ♪♫•*¨*•.¸¸❤

Το Μονόγραμμα είναι το αγαπημένο μου ποίημα.... Αφήγηση: Stelios Weigand-Erotikos 9.48 Για πολλούς, "Το Μονόγραμμα" του Οδυσσέα Ελύτη είναι ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ. Άμεσο, συγκινητικό, βαθιά τρυφερό και ερωτικό, το Μονόγραμμα είναι ένα από αυτά τα ποιήματα που κάθε φορά έχουν κάτι καινούριο να πούν, κάτι νέο να μας δείξουν. Αν το διαβάσετε σε διαφορετικές εποχές, ανάλογα με την ψυχική και συναισθηματική σας διάθεση θα σας αγγίξει διαφορετικά. Το Μονόγραμμα έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης κατά τη διαμονή του στο Παρίσι (1969-1971). Το ποίημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά την Άνοιξη του 1971 στις Βρυξέλλες σε χειρόγραφη μορφή. Στην Ελλάδα τυπώθηκε το φθινόπωρο του 1972.

Οδυσσέας Ελύτης: Ο σπουδαίος ποιητής που βραβεύτηκε με Νόμπελ | Και εγένετο Ελλάς | OPEN TV

Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά ποτέ δεν κράτησε το μετάλλιο, αντίθετα το δώρισε, αναλύει η Ιουλίτα Ηλιοπούλου ποιήτρια και τελευταία σύντροφος του μεγάλου ποιητή. Περιγράφει τον άνθρωπο Οδυσσέα Ελύτη, αποκαλύπτει από πού αντλούσε έμπνευση, ενώ μιλάει και για το διαχρονικό του έργο «Άξιον Εστί» που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΣΤΟ ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ(TV100-190316)

Η ΛΕΣΒΟΣ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ... ΒΡΑΝΑ

Πολιτιστικό επίκεντρο της χώρας έγινε τις τελευταίες μέρες, το Ελαιοτριβείο - Μουσείο Βρανά, στον Παπάδο της Γέρας, με αφορμή τις εκδηλώσεις που διοργάνωσε για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη, εγγονού του τέως ιδιοκτήτη του ελαιοτριβείου, η εταιρεία «Αρχιπέλαγος».




Οδυσσέας Ελύτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9F%CE%B4%CF%85%CF%83%CF%83%CE%AD%CE%B1%CF%82_%CE%95%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B7%CF%82
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Οδυσσέας Ελύτης Nobel prize medal.svg
Odysseas Elytis 1974.jpg
Ο Οδυσσέας Ελύτης το 1974
ΌνομαΟδυσσέας Ελύτης Nobel prize medal.svg
Γέννηση2 Νοεμβρίου 1911
ΗράκλειοΚρήτη
Θάνατος18 Μαρτίου 1996 (84 ετών)
Αθήνα
Επάγγελμα/
ιδιότητες
μεταφραστήςποιητήςκριτικός τέχνης και συγγραφέας
ΕθνικότηταΈλληνας
ΥπηκοότηταΕλληνική
Σχολές φοίτησηςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Αξιοσημείωτα έργαΤο Άξιον ΕστίΤο ΜονόγραμμαΜαρία ΝεφέληΟ Μικρός ΝαυτίλοςΤα Ρω του Έρωτα
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Ο Οδυσσέας Ελύτης (πραγματικό όνομα: Οδυσσέας Αλεπουδέλης) (Ηράκλειο Κρήτης, 2 Νοεμβρίου 1911 - Αθήνα, 18 Μαρτίου 1996), ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, ο Ήλιος ο πρώτος και οι Προσανατολισμοί. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Βιογραφία

Νεανικά χρόνια

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρη της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλη ήταν Λεμονός, και αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου.[1]

Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ. Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του τα πέρασε στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες. Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Αποκορύφωμα των διώξεων που γνώρισε η οικογένειά του ήταν η σύλληψη του πατέρα του. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον εξόριστο, μετά την πτώση του, Ελευθέριο Βενιζέλο.

Η οικογένεια Αλεπουδέλη το 1917. Ο Οδυσσέας είναι το μικρό αγόρι στην άκρη αριστερά. Από τη φωτογραφία απουσιάζει η μεγάλη αδελφή του Μυρσίνη, η οποία πέθανε το 1918 σε ηλικία 20 ετών από την επιδημία της ισπανικής γρίπης.

Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Όπως ο ίδιος ομολογεί,[2] πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και, αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα, στράφηκε στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Δημήτριος ΚαμπούρογλουΚώστας ΠασαγιάννηςΣτέφανος Γρανίτσας κι ένας τρίτομος Οδηγός της Ελλάδος. Το 1925 πέθανε ο πατέρας του. Την άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντάς τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.

Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, και τον «ανάγκασαν να προσέξ[ει] κι αδίστακτα να παραδεχτ[ει] τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση».[2]

Λογοτεχνία

Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο η «Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα», με τη συμμετοχή των Κωνσαντίνου ΤσάτσουΠαναγιώτη ΚανελλόπουλουΙωάννη Θεοδωρακόπουλου και Ιωάννη Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα «Συμπόσια του Σαββάτου» που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο Αυλό), τη συλλογή Στου Γλιτωμού το Χάζι του Θεοδώρου Ντόρρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: «Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι' αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν.»[2]

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908–1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935–1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες, (όπως οι Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος ΘεοτοκάςΆγγελος ΤερζάκηςΚοσμάς ΠολίτηςΆγγελος Σικελιανός, κ.ά.) έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του '30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.

Η παρέα στα Νέα Γράμματα

Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Τον Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον περιέγραψε: «Ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα.»[2] Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι επισκέφτηκαν τη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ήρθαν σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του ποιητή Γεώργιου Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά με το ψευδώνυμο «Οδυσσέας Βρανάς», με στόχο τη δημοσίευσή τους, παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη. Αυτός αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος το επίσης ψευδώνυμο «Οδυσσέας Ελύτης».[3]

Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε τον Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει τον δημιουργό τους ως τον ποιητή που «ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης, βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».

Το 1936, στην «Α΄ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage).[4] Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα των νέων λογοτεχνών ήταν πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική Αμοργό. Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης» στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και, μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Σαμουέλ Μπω Μποβύ (Samuel Baud Bovy) δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.[5]

Στο Αλβανικό μέτωπο

Κείνοι που επράξαν το κακό — τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
M' αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ' οργισμένον άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Με πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο — δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να 'χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Χορεύοντας να 'χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο
ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (από το ΙΑ΄)

Με την έναρξη του πολέμου του 1940, ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την άνοιξη του 1942 παρουσίασε το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».

Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα, σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Το έργο αυτό φαίνεται να συνέγραψε το 1941 ή το 1943 και, σύμφωνα με μία άποψη, το συνέθεσε για να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία ενώ, κατά άλλη, το έγραψε για τον φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στην Αθήνα.[6]

Ο πόλεμος του 1940 τού έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και τη, χαμένη οριστικά, Βαρβαρία. Την περίοδο 1945–1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την Ελευθερία και την Καθημερινή, όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.

Στην Ευρώπη

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του: «Ένα ταξίδι που θα μ' έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ' έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l'Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Prés».[2] Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης (Association Internationale des Critiques d'Art), ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ ΜπρετόνΠωλ ΕλυάρΑλμπέρ ΚαμύΤριστάν ΤζαράΠιερ Ζαν ΖουβΖουάν Μιρό και άλλους.

Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη (E. Teriade), που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί ΜατίςΜαρκ ΣαγκάλΑλμπέρτο ΤζιακομέτιΤζόρτζιο ντε Κίρικο και Πάμπλο Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Της αγάπης αίματα*με πορφύρωσαν
Και χαρές ανίδωτες*με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη*νοτιά
*των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα*Pόδο μου Αμάραντο
 
Στ' ανοιχτά του πέλαγου*με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες*και μου ρίξανε
Αμαρτία μου νά ’χα*κι εγώ
*μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα*Pόδο μου Αμάραντο
 
Τον Ιούλιο κάποτε*μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της*μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια*στιγμή
*να φωτίσουν
Μακρινή Μητέρα*Pόδο μου Αμάραντο
 
Κι από τότε γύρισαν*καταπάνω μου
Των αιώνων όργητες*ξεφωνίζοντας
"Ο που σ’ είδε, στο αίμα*να ζει
*και στην πέτρα"
Μακρινή Μητέρα*Pόδο μου Αμάραντο
 
Της πατρίδας μου πάλι*ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα*και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα*με φως
*ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα*Pόδο μου Αμάραντο
Το Άξιον Εστί (Τα Πάθη, ι΄)

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για έναν χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από Το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για Το Άξιον Εστί το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό (εκδόσεις Ίκαρος), ενώ στη Γερμανία εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Korper des Sommers». Ωστόσο, το 1960 σημάδεψε τον Οδυσσέα Ελύτη με ένα βαρύτατο διπλό πένθος, καθώς έχασε τη μητέρα του και τον αδελφό του Κωνσταντίνο.[7]

Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.

Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο. Ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.

Το 1965 του απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ,[8] ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο.

Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974–1977). Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας

«Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική ἀντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.»
Οδ. Ελύτης, Ομιλία κατά την τελετη απονομής του Βραβείου Νόμπελ,
Ακαδημία της Στοκχόλμης, 10 Δεκεμβρίου 1979

Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα»,[9][10] σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.

Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.

Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

Η σχέση του με την πολιτική

Μεταλλικό ανάγλυφο που εικονίζει τον Οδυσσέα Ελύτη, από τη Λότζια Ηρακλείου Κρήτης. Έργο του γλύπτη Γιάννη Παππά.

Ο Ελύτης δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτικός ποιητής. Σπανιότατα εξέφραζε ορισμένες πολιτικές αλληγορίες μέσα από τα ποιήματά του. Συνήθως απείχε από την πολιτική, τα κόμματα και τις ιδεολογίες. Στα ποιήματά του εκφράζονται κυρίως η αγάπη για τον Ελληνισμό και την ορθόδοξη παράδοση.

Σύμφωνα με ένα άρθρο του Δημήτρη Μαρωνίτη ο Ελύτης, στην νεανική του ηλικία, είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για τον Επαναστατικό Μαρξισμό στην μορφή του Τροτσκισμού. Μάλιστα, αυτό το ενδιαφέρον είχε εκδηλωθεί με την μετάφραση κάποιων άρθρων του Τρότσκι για φοιτητικό περιοδικό.[11]

Αργότερα, δεδομένης της αστικής του καταγωγής, ο Ελύτης συνδέθηκε ελαφρώς με τη δεξιά παράταξη.[εκκρεμεί παραπομπή] Πάντως, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης αρνήθηκε την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας της, καθώς έμεινε πιστός στην αρχή που είχε υιοθετήσει, δηλαδή να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική.[12][13] Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.[14] , την οποία δήλωσε ότι στηρίζει με γραπτή επιστολή του.[15] Το 1995 ο Σαμαράς πρότεινε τον Ελύτη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μα και πάλι ο ποιητής αρνήθηκε.[16]

Μετά τον θάνατό του, το 2012 ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς χρησιμοποίησε μερικούς στίχους του Ελύτη σε προεκλογικό σποτ της Νέας Δημοκρατίας και το γεγονός αυτό προξένησε αντιδράσεις, ιδιαίτερα από την τελευταία σύντροφό του, η οποία τόνισε ότι η ποίηση του Ελύτη δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο κανενός πολιτικού κόμματος, καθώς ο Ελύτης ανήκει σε όλους τους Έλληνες. Παρ' όλα αυτά η Νέα Δημοκρατία δεν το απέσυρε.[17][18][19]

Προσωπική ζωή

Ο Ελύτης φρόντιζε αυστηρά η προσωπική του ζωή να βρίσκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Όταν πέθανε, οι μόνοι στενοί συγγενείς του εν ζωή ήταν ο Ευάγγελος Αλεπουδέλης και η κόρη του αδελφού του Θόδωρου, Μυρσίνη Αλεπουδέλη-Λεωνιδοπούλου. Τελευταία σύντροφος της ζωής του ήταν η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, που ήταν και η κληρονόμος των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου του.

Έργο

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος».[20] Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον «ορθόδοξο» υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό διακρίνονται ευκολότερα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).

Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο».[21] Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του, καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασική ακρίβεια της φράσης[22], ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης».[23] Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γεώργιος Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούνταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Διονυσίου Σολωμού, του Κωστή Παλαμά και του Άγγελου Σικελιανού.[21]

Η μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»«Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή».[20] Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί — για πρώτη φορά στην ποίησή του — την τεχνική του κολάζ.

Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

Εργογραφία

Ποιητικές συλλογές και μεμονωμένα ποιήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Προσανατολισμοί, περιοδικό «Νέα Γράμματα», Αθήνα 1936 - Πυρσός, Αθήνα 1940
  • Οι κλεψύδρες του αγνώστου, περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», Θεσσαλονίκη 1937
  • Ήλιος ο Πρώτος, Μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, Γλάρος, Αθήνα 1943
  • Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, περιοδικό Τετράδιο, τ. 2, Αθήνα 1945· Ίκαρος, Αθήνα 1962
  • Ποίημα «Ωδή στον Πικασσό», περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, έτος Η΄, τόμος ΙΕ΄, αρ. 85, 1948
  • Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, Αθήνα 1959
  • Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, Ίκαρος, Αθήνα 1960
  • Ποίημα «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα», περιοδικό Ζυγός, τ. 58, 1960
  • Ποιήματα «Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα», «Δώδεκα Νήσων Άγγελος» και «Της Σελήνης της Μυτιλήνης», περιοδικό Εποχές"", τ. 24, 1965
  • Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Ίκαρος, Αθήνα 1971
  • Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Ίκαρος, Αθήνα 1971
  • Ποίημα «Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», τυπωμένο στο εξωτερικό σε 111 αριθμημένα αντίτυπα, 1971
  • Το Μονόγραμμα, Ίκαρος, Αθήνα 1972
  • Τα Ρω του Έρωτα, Αστερίας, Αθήνα 1972
  • Ποίημα «Villa Natacha», τυπωμένο σε 111 αριθμημένα αντίτυπα, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1973
  • Φυλλομάντης, στη σειρά «Ένας Ποιητής, ένα Ποίημα», Αστερίας, 1973
  • Ποίημα «Αιώνος Είδωλον», περιοδικό Η Συνέχεια, αρ. 3, Αθήνα 1973
  • Τα Ετεροθαλή, Ίκαρος, Αθήνα 1974. Περιέχει όλα τα ως τότε ποιήματα, δημοσιευμένα ή ανέκδοτα, που είχαν μείνει έξω από τις ενότητες των άλλων ποιητικών συλλογών
  • Η καλωσύνη στις λυκοποριές, περιοδικό Τετράδιο, Αθήνα 1/1947[6]
  • Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος, Αθήνα 1978
  • Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, Ίκαρος, Αθήνα 1982
  • Ωδή στην Σαντορίνη, Αρχείο Θηραϊκών Μελετών - Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα, Αθήνα, 1984[24]
  • Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1984
  • Ο μικρός ναυτίλος, Ίκαρος, Αθήνα 1985
  • Ιουλίου Λόγος, Αθήνα 1991
  • Τα ελεγεία της Οξώπετρας, Ίκαρος, Αθήνα 1991
  • Η ποδηλάτισσα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1991
  • Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, Αθήνα 1995
  • Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998 (μεταθανάτια έκδοση)

Δοκίμια

  • «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», περ. Νέα Εστία, Αθήνα 1946
  • Ο ζωγράφος Θεόφιλος, Αστερίας, Αθήνα 1973
  • Ανοιχτά χαρτιά, Αστερίας, Αθήνα 1974
  • Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Ερμείας, Αθήνα 1976
  • Σηματολόγιον, Ερμείας, Αθήνα 1977[24]
  • Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979
  • Ιδιωτική οδός, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1980
  • Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Ίκαρος, Αθήνα 1990
  • Εν λευκώ, Ίκαρος, Αθήνα 1992
  • Ο κήπος με τις αυταπάτες, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1995

Μεταφράσεις

Συνεντεύξεις - Λευκώματα

  • Ευγένιος ΑρανίτσηςΤο δωμάτιο με τις εικόνες, εικονογράφηση Οδ. Ελύτη, Ίκαρος, Αθήνα 1986[24]
  • Συν τοις άλλοις, 37 συνεντεύξεις, επιμ. Ηλία Καφάογλου, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 2011
  • Οδυσσέας Ελύτης: Ο ναυτίλος του αιώνα, επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Ίκαρος, Αθήνα 2011

Μελοποιημένα έργα του Ελύτη

Σημαντικός αριθμός ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη έχει μελοποιηθεί και τραγουδηθεί από πολλούς καλλιτέχνες.[25] Μερικά έργα αναφέρονται παρακάτω:

  • 9 Φεβρουαρίου 1959: Ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζει τα τραγούδια που έγραψε για την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Ερμηνεύει ο Γιώργος Μούτσιος και παίζει πιάνο ο συνθέτης. Αργότερα την ίδια χρονιά κυκλοφορεί δίσκος 45 στροφών με 4 από αυτά.
  • 1964: Το Άξιον Εστί (Columbia GALP101/2 & 70201/2 LP-CD), το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη (που εκδόθηκε το 1959) μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη. Τραγουδούν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Θεόδωρος Δημήτριεφ και η Μικτή Χορωδία Θάλειας Βυζαντίου. Απγγέλλει ο Μάνος Κατράκης. Το εξώφυλλο του δίσκου από τον Γιάννη Τσαρούχη.
  • 1964: Ο Ελύτης Διαβάζει Ελύτη (Διόνυσος 0801 LP), τις Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό και τα Επτά Νυχτερινά Επτάστιχα με μουσική συνοδεία του Αργύρη Κουνάδη.
  • 1964: Επιτάφιος (Philips 6414953 LP-CD), όπου εκτός από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου η Νάνα Μούσχουρη τραγουδά το Ένα το Χελιδόνι του Ελύτη από το Άξιον Εστί. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
  • 1965: Ο Ελύτης Διαβάζει Ελύτη (Διόνυσος 0855 LP), από το Άξιον Εστί διαβάζει τη Γένεση και το Δοξαστικό.
  • 1966: Μικρές Κυκλάδες / Λιποτάκτες (HMV GCLP9 & Columbia SCXG210 & 70210 LP-CD), ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιάννη Θεοδωράκη μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεύει ο συνθέτης και η Ντόρα Γιαννακοπούλου.
  • 1967: Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (Lyra 3506 LP), ο Νότης Μαυρουδής μελοποίησε το ποίημα του Ελύτη που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1946. Τραγουδούν η Ρενάτα Καπερνάρου, ο Πέτρος Πανδής, η Πετρή Σαλπέα. Αφηγητής ο Χρήστος Τσάγκας.
  • 1969: Ήλιος ο Πρώτος (Philips 6331043 LP-CD), η ποίηση του Ελύτη (που πρωτοεκδόθηκε το 1943) μελοποιημένη από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ερμηνεύουν οι Μαρία Δημητριάδη, Σταύρος Πασπαράκης και η χορωδία Αινιάν. Αφηγητής ο Γιάννης Φέρτης.
  • 1970: Χατζιδάκις με Αγάπη (Lyra 3567 & Minerva 22049 LP), ο Γιώργος Μούτσιος και η Μαρία Δουράκη σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Τα 4 από αυτά είναι από τον Κύκλο με την Κιμωλία του Μπρεχτ, σε απόδοση Ελύτη.
  • 1971: Θεοδωράκης Διευθύνει Θεοδωράκη 2 (Polydor 2393025 LP-CD), ηχογραφημένος στο Παρίσι, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1974. Περιέχει το Romancero Gitano του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε μετάφραση Ελύτη, τα Τραγούδια του Ανδρέα σε στίχους Θεοδωράκη και τη Μυθολογία του Γιώργου Σεφέρη. Με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη. Στο CD, που κυκλοφόρησε το 1991, υπάρχουν και το Επιφάνια Αβέρωφ του Σεφέρη με τον Καλογιάννη και τον Yves Montand και το Μιλώ του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον Καλογιάννη.
  • 1971: Ο Μεγάλος Ερωτικός (Νότος 3901 LP-CD), ανάμεσα στα 11 ποιήματα που μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις υπάρχει το Με την Πρώτη Σταγόνα της Βροχής του Ελύτη που ερμηνεύει ο Δημήτρης Ψαριανός.
  • 1972: Το Θαλασσινό Τριφύλλι (Lyra 3576 LP-CD), ο Μιχάλης Βιολάρης και η Ρένα Κουμιώτη σε ποιήματα του Ελύτη μελοποιημένα από τον Λίνο Κόκοτο.
  • 1974: Μικρές Κυκλάδες (Lyra 3582 LP-CD), Μίκης Θεοδωράκης και Οδυσσέας Ελύτης με τη Σούλα Μπιρμπίλη.
  • 1974: Αντόνιο Τόρρες Χερέδια (Lyra 3711 LP-CD), ποίηση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε ελληνική απόδοση Οδυσσέα Ελύτη, μελοποιημένη από τον Γιάννη Γλέζο, με τη Μαρία Δημητριάδη.
  • 1976: Αρχιπέλαγος (ΕΜΙ 70232 LP-CD), τραγούδια με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στο ποίημα του Ελύτη Ανάμεσα Σύρο και Τζια.
  • 1978: Romancero Gitano (Lyra 3730 LP), η Αρλέτα σε 7 ποιήματα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε ελληνική απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, και τέσσερα ακόμη τραγούδια του Θεοδωράκη. Στις κιθάρες η Αρλέτα και ο Βασίλης Ρακόπουλος.
  • 1979: Η Ποδηλάτισσα (Lyra 3324 LP-CD), ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη μελοποιημένα από τον Μιχάλη Τρανουδάκη, με την Αφροδίτη Μάνου (πρώτος προσωπικός δίσκος της).
  • 1980: Το Άξιον Εστί (Lyra 13002 LP), στη σουηδική γλώσσα από Σουηδούς εκτελεστές.
  • 1982: Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (Minos 444 LP-CD), μουσική του Δημήτρη Λάγιου, ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Τραγουδούν ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελένη Βιτάλη, ο Νίκος Δημητράτος και η Χορωδία Λαμίας[26].
  • 1983: Σύννεφο, Σύννεφο Πού Πας (Δισκογραφικός Συνεταιρισμός Καλλιτεχνών 04 LP), η μουσική του Μιχάλη Τρανουδάκη και ερμηνεύει η Σοφία Μιχαηλίδου. Υπάρχουν τα ποιήματα του Ελύτη Τελετή και Σπίτι το Ακατοίκητο.
  • 1984: Προσανατολισμοί (Lyra 3374 LP-CD), μουσική Ηλία Ανδριόπουλου, ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (που πρωτοεκδόθηκε το 1939). Τραγουδά η Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Απαγγέλλει η Ρηνιώ Παπανικόλα[27].
  • 1984: Μαρία Νεφέλη (Auvidis 4462 LP), η Αγγελική Ιονάτου μελοποιεί και τραγουδά Οδυσσέα Ελύτη. Μαζί της ο Σπύρος ΣακκάςΓαλλική έκδοση.
  • 1984: Στην Όχθη της Καρδιάς μου (ΕΝΜ CP968 & Ακτή 469439 LP), 12 τραγούδια με μουσική του Νότη Μαυρουδή. Τα επτά από αυτά είναι ποιήματα των Giuseppe Ungaretti (4), Πωλ Ελυάρ (2) και Pierre Jean Jouve σε ελληνική απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη. Τραγουδά ο Γιάννης Σαμσιάρης και παίζει κιθάρα ο συνθέτης.
  • 1985: Ο Χατζιδάκις Παίζει Χατζιδάκι (HMV 401038 LP-CD), όπου ανάμεσα σε άλλα υπάρχουν και τέσσερα τραγούδια από τον Κύκλο με την Κιμωλία με τον Γιώργο Μούτσιο.
  • 1987: Ήχος Β΄ (EMI 170137 LP-CD), οι Δυνάμεις του Αιγαίου στον δεύτερο δίσκο τους μελοποιούν τα ποιήματα του Ελύτη Κόκκινο Άλογο και Σε Μεγάλη Απόσταση.
  • 1988: Το Άξιον Εστί (Minos 735/6 LP-CD) των Μίκη Θεοδωράκη και Οδυσσέα Ελύτη, με τους Γιώργο Νταλάρα, Ανδρέα Κουλουμπή, Νικήτα Τσακίρογλου και τη χορωδία της Έλλης Νικολαΐδου στην ηχογράφηση της συναυλίας στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στις 17 Σεπτεμβρίου 1988.
  • 1989: Το Άξιον Εστί (Motivo 1030 LP), με την παιδική χορωδία του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Μοσχάτου, υπό τη διεύθυνση και διδασκαλία του Δημήτρη Τυπάλδου.
  • 1990: Ρεσιτάλ (Σείριος 89005/6 LP-CD), ο Σπύρος Σακκάς ερμηνεύει, ανάμεσα σε άλλα, έξι ποιήματα του Μπρεχτ από τον Κύκλο με την Κιμωλία, σε ελληνική απόδοση του Ελύτη και με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
  • 1991: Four Song Circles (Musica Viva 88031 LP-CD), η Λίλα Αδαμάκη στις Μυκρές Κυκλάδες (Ελύτης-Θεοδωράκης) για φωνή και πιάνο. Επίσης σε ποιήματα των Γιώργου Σεφέρη και Κωνσταντίνου Καβάφη μελοποιημένα από τους Αργύρη Κουνάδη και Δημήτρη Μητρόπουλο, αντίστοιχα. Στο πιάνο ο Γιάννης Παπαδόπουλος.
  • 1992: Ο Έρωτας (Auvidis 6187 CD), η Αγγελική Ιονάτου ερμηνεύει και γράφει μουσική για ποιήματα του Ελύτη. Γαλλική έκδοση.
  • 1993: Άπονες Εξουσίες (MBI 105/6 LP-CD), διπλός δίσκος με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Περιέχει ζωντανή ηχογράφηση του Άξιον Εστί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μάνο Κατράκη.
  • Η πεντάμορφη στον κήπο, Γιώργος Κουρουπός[28]
  • 1996: Τραγούδια για τους μήνες, όπου ανάμεσα σε άλλα υπάρχουν και τέσσερα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη μελοποιημένα από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ερμηνεύει η Ελευθερία Αρβανιτάκη[29]
  • Η νεροσταγόνα, Θόδωρος Αντωνίου[28]
  • Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Μάνος Χατζιδάκις[28]
  • Ο Ήλιος ο ηλιάτορας, Ζαράνης Πέτρος[30]
  • Ο Αύγουστος, Ζαράνης Πέτρος[31]
  • Ο γλάρος. Σπύρος Σαμοΐλης

Παραπομπές Η Λέσβος είναι το νησί καταγωγής του Ελύτη. Στην πρωτεύουσα του νησιού, Μυτιλήνη, ο αερολιμένας φέρει το όνομα «Οδυσσέας Ελύτης» προς τιμήν του.

  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά.
  2.  Το 1979, σε ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ με τίτλο Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα (σκην. Γιώργος Καριπίδης), ο ίδιος ο ποιητής περιέγραψε πώς εμπνεύστηκε το ψευδώνυμό του. Αρχικά, λέει, του «ασκούσαν μια μαγεία» όλες εκείνες τις λέξεις που αρχίζουν από «ελ-» καθώς είναι λέξεις όπως ΕλλάδαελευθερίαελπίδαΕλένη (ήταν τότε ερωτευμένος με μια Ελένη). Κατόπιν σκέφτηκε το γράμμα «υ», για το οποίο υποστηρίζει πως «είναι το πιο ελληνικό γράμμα» και στη συνέχεια σκέφτηκε μια κατάληξη την οποία ήθελε να είναι «λίγο αρχαιοπρεπής».
  3.  Οδυσσέας Ελύτης, η ζωή του νομπελίστα ποιητή, Εφημερίδα Καθημερινή, 07/10/2007
  4.  Το ίδιο άρθρο μεταφράστηκε αργότερα στα ελληνικά από τον Γ. Κ. Κατσίμπαλη (Νέα Εστία, 1 Ιουνίου 1942).
  5. ↑ Άλμα πάνω, στο:6,0 6,1 Ρόζενμπεργκ, Άννα. «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας και Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας: Μια παράλληλη ανάγνωση»www.eens-congress.eu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
  6.  Ιστορικό Λεύκωμα 1960, σελ. 140, Καθημερινή (1997)
  7.  «Κάποια από τα κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2008.
  8.  «The Nobel Prize in Literature 1979»nobelprize.org. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
  9.  Περιοδικό Χάρτης, Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, τ. 21-23, σ. 277.
  10.  Μαρωνίτης, Δημήτρης Ν. (2 Οκτωβρίου 2011). «tovima.gr - Μακρινή πατρίδα»TO BHMA. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
  11.  «Οδυσσέας Ελύτης (1911 – 1996)»Σαν Σήμερα .gr. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2016.
  12.  Χρονοπούλου, Γιώτα. «ΕΛΥΤΗΣ: "Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς...;"»Arcadia 938. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2016.
  13.  «Σαν σήμερα γεννήθηκε πριν από 104 χρόνια ο Οδυσσέας Ελύτης — KoolNews»KoolNews. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2016.[νεκρός σύνδεσμος]
  14.  «Ποιο κόμμα «βάφτισε» ο Οδυσσέας Ελύτης;»Karfitsa.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2016.
  15.  «Ο Σαμαράς και ο Ελύτης»www.enikos.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2016.
  16.  «Η Νέα Δημοκρατία ζητάει και τα «ρέστα» για την καπήλευση του Ελύτη»iefimerida.gr. 4 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
  17.  «Η σύντροφος του Ελύτη ζητά απόσυρση διαφήμισης της ΝΔ (video)»www.skai.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2016.
  18.  «Η σύντροφος του Οδυσσέα Ελύτη εναντίον του Σαμαρά για το σποτ της ΝΔ»LiFO. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2016.
  19. ↑ Άλμα πάνω, στο:20,0 20,1 Ελύτης, Οδυσσέας (2000). Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό. Αθήνα: Ύψιλον/Βιβλία. σελ. 14. ISBN 978-960-7949-82-0.
  20. ↑ Άλμα πάνω, στο:21,0 21,1 Δημηρούλης, Δημήτρης (Νοέμβριος 1986). «Το "Άξιον" της ιστορίας και το "Εστί" της ρητορικής». Χάρτης (Αθήνα) (21-23).
  21.  Καραντώνης, Αντρέας (1980). Για τον Οδυσσέα Ελύτη. Αθήνα: εκδόσεις Παπαδήμας.
  22.  Vitti, Mario (1984). Οδυσσέας Ελύτης. Κριτική μελέτη. Αθήνα: εκδόσεις Ερμής.
  23. ↑ Άλμα πάνω, στο:24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 24,5 24,6 24,7 24,8 «Εθνικό Κέντρο Βιβλίου / Από το 18ο αιώνα μέχρι το 1935 - Οδυσσέας Αλεπουδέλης»www.ekebi.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
  24.  «Ελευθεροτυπία - Μνημονεύετε Οδυσσέα Ελύτη». 17 Μαρτίου 2006. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
  25.  «Ο ήλιος ο ηλιάτορας»www.dalaras.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
  26.  Σολωμός - Ελύτης: μελοποιημένη ποίηση 3 Σεπτ. 2000, «...ο Ηλίας Ανδριόπουλος διηύθυνε το έργο του «Προσανατολισμοί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη», σχετικά με μετάδοση από τη ΝΕΤ συναυλίας που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής, στις 11 Ιανουαρίου του 2000, ανακτήθηκε 27 Δεκ. 2008
  27. ↑ Άλμα πάνω, στο:28,0 28,1 28,2 DVD: Σπύρος Σακκάς, Γιώργος Κουρουπός, Μελοποιημένη Ελληνική Ποίηση
  28.  Καγκελάρης, Ν. Ι. (2020), "Ο Αγαμέμνων του Οδυσσέα Ελύτη και η μελοποίησή του από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου", στο Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικής Ημερίδας: Η Πρόσληψη της Κλασικής Λογοτεχνίας στη Σύγχρονη Στιχουργική , Αθήνα: ΕΚΠΑ, σσ. 38-60. [1]
  29.  «ΠΕΤΡΟΣ ΖΑΡΑΝΗΣ ΚΑΙ ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΧΗΜΑ - Ήλιος ο ηλιάτορας»www.p-zaranis.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2016.
  30.  Πέτρος Ζαράνης (2011-04-14), Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ (ΕΛΥΤΗΣ) - Π. Ζαράνης, Δ. Μπακαλγιάννη, ανακτήθηκε στις 2016-07-01

Πηγές

  • Μάριο ΒίττιΟδυσσέας Ελύτης. Κριτική μελέτη, Ερμής, Αθήνα 1984
  • Οδυσσέας Ελύτης, Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, Ύψιλον, Αθήνα 2000
  • «Αφιέρωμα στον Οδυσσέας Ελύτη», περιοδικό Χάρτης, τ. 21-23, Αθήνα, Νοέμβριος 1986
  • Οδυσσέας Ελύτης (Αφιέρωμα), Περιοδικό "Αιολικά Γράμματα" , Τόμος Η΄, τεύχη 43-44 1978 (Επιμέλεια: Γιώργος Βαλέτας)

Βιβλιογραφία

  • Μάριο Βίττι, Οδυσσέας Ελύτης: Βιβλιογραφία 1935-1971, συνεργασία Αγγελικής Γαβαθά, Ίκαρος, Αθήνα, 1977
  • Κίμων ΦράιερΆξιον Εστί το τίμημα. Εισαγωγή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, μτφ. Νάσος Βαγενάς, Κέδρος, Αθήνα 1978
  • Δ.Ν. ΜαρωνίτηςΌροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Κέδρος, Αθήνα 1980
  • Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, περ. Γράμματα και Τέχνες, τ. 43-44, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1985
  • Α. Μυκωνίου-Δρυμπέτα, Ελύτης και σουρρεαλισμός. Η καταγραφή μιας επίδρασης, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988
  • Νίκος ΔήμουΔοκίμια Ι. Οδυσσέας Ελύτης, Νεφέλη, Αθήνα 1992
  • Παναγιώτης Νούτσος, «Ο Ελύτης και η "πολιτική" της υπερρεαλιστικής γραφής», Θέματα Λογοτεχνίας, αρ. 1, Νοέμβρ. 1995/Φεβρ. 1996, σσ. 46-52
  • Ευάγγελος Ανδρέου, Δεν τον εννόησαν ποτέ, κι όμως... Περιοδικό "ΕΙ" τ.13 1996
  • Ηλίας ΠετρόπουλοςΕλύτης, Μόραλης, Τσαρούχης, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1998
  • Α. Μπελεζίνης, Ο όψιμος Ελύτης, Ίκαρος, Αθήνα 1999
  • Συλλογικό έργο, Δεκαέξι κείμενα για το Άξιον Εστί, Ίκαρος, Αθήνα 2001
  • Ελένα Κουτριάνου, Με άξονα το φως: Η διαμόρφωση και η κρυστάλλωση της ποιητικής του Οδυσσέα Ελύτη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 2002
  • Μαρία Χατζηγιακουμή, Η υπέρβαση της ιστορίας στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004
  • Δημήτρης Νικορέτζος, Ο άγνωστος Ελύτης της Μυτιλήνης, 2 τόμοι, εκδ. Αιολίδα, Μυτιλήνη 2009

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ

Ηχητικά αρχεία


Οδυσσέας Ελύτης

Οδυσσέας Ελύτης (1911 – 1996)
Οδυσσέας Ελύτης (1911 – 1996)Έλληνας ποιητής και ζωγράφος. Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές μας, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979. Αποτέλεσε ένα από τα επίλεκτα μέλη της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του Λέσβιου επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της συμπατριώτισσάς του Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του εγκαταστάθηκε το 1895 στο Ηράκλειο, όπου ίδρυσε εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας, και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη μητέρα του.

Με την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης μεταφέρει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Αθήνα και εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην οδό Σόλωνος 98α. Σε ηλικία έξι ετών ο Οδυσσέας εγγράφεται στο ιδιωτικό Λύκειο Μακρή, που βρισκόταν τότε στην οδό Ιπποκράτους. Το 1918 πεθαίνει η μεγαλύτερη αδελφή του Μυρσίνη, σε μόλις ηλικία 20 ετών. Το 1923, ένα έτος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια Αλεπουδέλη ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία, Γιουγκοσλαβία). Το 1924 θα γνωρίσει στη Λωζάνη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που αποτελούσε το πολιτικό ίνδαλμα της οικογένειάς του.

Το φθινόπωρο του 1924 μετεγγράφεται στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και τον επόμενο χρόνο χάνει τον πατέρα του. Σ’ αυτή την περίοδο των μαθητικών του χρόνων εκδηλώνονται τα πρώτα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Συνεργάζεται με το περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, διαβάζει ελληνική και γαλλική λογοτεχνία και το 1927 έρχεται σε επαφή με την ποίηση του Καβάφη. Το 1928 παίρνει το απολυτήριο του τότε Γυμνασίου και γνωρίζει την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη. Όλα αυτά τα χρόνια ο Οδυσσέας επισκεπτόταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι κάποιο από τα νησιά του Αιγαίου, γεγονός που θα επηρεάσει το λυρικό υπόστρωμα της ποίησής του.

Το 1929 αποτελεί καθοριστικό έτος για την ποιητική του διαδρομή. Ανακαλύπτει τον σουρεαλισμό και διαβάζει Λόρκα και Ελιάρ. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα και τα στέλνει με ψευδώνυμο σε περιοδικά. Το 1930 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και η οικογένειά του μετακομίζει στην οδό Μοσχονησίων 146 (Πλατεία Αμερικής). Το 1933 γίνεται μέλος της Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου και συμμετέχει σε εκδηλώσεις και συζητήσεις με τους Ιωάννη Συκουτρή, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Κωνσταντίνο Τσάτσο.Το 1935 θα γνωρίσει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, που θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίησή του, όπως και τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, η οποία θα ασκήσει σημαντική επίδραση στον εικονιστικό προσανατολισμό της ποίησής του. Τον ίδιο χρόνο, ο φίλος και ομότεχνός του Γιώργος Σαραντάρης τον φέρνει σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα. Την αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης. Στα Νέα Γράμματα θα δημοσιευτεί το πρώτο του δόκιμο ποίημα με τίτλο Του Αγαίου, με την υπογραφή: Ελύτης.

Το 1936 γνωρίζεται με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο και από τότε θα τους συνδέσει μια μακρόχρονη και στενή φιλία. Στην παρέα τους εντάσσονται οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιάννης Μόραλης, καθώς και ο ποιητής Νίκος Καρύδης, δημιουργός του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, ο οποίος θα εκδώσει τα περισσότερα από τα βιβλία του Ελύτη. Τον ίδιο χρόνο θα διακόψει τις σπουδές του στη Νομική και θα στρατευθεί. Θα απολυθεί ως έφεδρος αξιωματικός το 1938.

Ο Οδ. Ελύτης παραλαμβάνει το Νόμπελ
Τον Δεκέμβριο του 1939, όταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεσπάσει, θα εκδώσει σε 300 αντίτυπα την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Προσανατολισμοί, μια φωτεινή αχτίδα μέσα «στη συννεφιά του κόσμου». Το 1940 η οικογένεια Αλεπουδέλη μετακομίζει στην οδό Ιθάκης 31 και την ίδια χρονιά ο Σάμουελ Μπο-Μποβί μεταφράζει τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη στα γαλλικά.Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940) επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και ο παγωμένος χειμώνας του '40, τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή του πυρός. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 προωθείται με το λόχο του εντός του αλβανικού εδάφους. Στις αρχές του 1941 παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Γλυτώνει τον θάνατο ως εκ θαύματος και μεταφέρεται στην Αθήνα. Η μακριά του ανάρρωση συμπίπτει με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την επακολουθήσασα Κατοχή.

Το 1943 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, μια αλληγορική αντίσταση μέσα στην Κατοχή, καμουφλαρισμένη σε μια υπερρεαλιστική φόρμα, όπως η Αμοργός του Γκάτσου και ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, που κυκλοφορούν την ίδια χρονιά.

Το 1945 συνεργάζεται με το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο. Δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων του Λόρκα κι ένα δικό του έργο, την ελεγεία Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Την ίδια χρονιά, με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη, τοποθετείται διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), θέση από την οποία παραιτείται μετά από λίγο. Την περίοδο αυτή ασχολείται με τη ζωγραφική, που ήταν μια παλιά του απασχόληση, συμπληρωματική της ποίησης του.Το 1948 φεύγει από την Ελλάδα, που δοκιμάζεται από τον Εμφύλιο Πόλεμο, για την Ελβετία και από εκεί στο Παρίσι, όπου εγκαθίσταται. Εκεί γνωρίζεται με την πρωτοπορία της γαλλικής διανόησης (Μπρετόν, Ελιάρ, Τζαρά, Καμί) και έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως οι Πικάσο, Ματίς, Σαγκάλ και Τζιακομέτι. Το 1950 επισκέπτεται την Ισπανία και στο τέλος του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου συνεργάζεται με το BBC.

Το 1952 επιστρέφει στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο επανακάμπτει στο ΕΙΡ ως διευθυντής προγράμματος, θέση που θα κρατήσει για ένα μονάχα χρόνο. Το 1959 κυκλοφορεί το Άξιον Εστί, μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ποιητής καταδύεται στις ρίζες του ελληνικού μύθου και αντλεί υλικό και μορφές, εικόνες και ήχους, επιτυγχάνοντας μια δραματική σύνθεση, στην οποία το λυρικό «εγώ» ταυτίζεται με το επικό «εμείς» και η σύγχρονη γραφή συνδυάζεται με μια περιουσία, αρχαία βυζαντινή και νεώτερη. Το έργο αυτό του Ελύτη θα γνωρίσει πλατιά αναγνώριση και θα γίνει «κτήμα του Λαού», όταν θα μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1964.

Το 1967 το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου τον βρίσκει να μεταφράζει αποσπάσματα της Σαπφούς, στη νέα του κατοικία επί της οδού Σκουφά 23. Το 1969 φεύγει για δεύτερη φορά από την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει έως το 1971, οπότε επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίζεται πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας, ο Ελύτης αρνείται, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνείται, επίσης, την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.Το 1979 έρχεται η μεγάλη στιγμή για τον ποιητή. Στις 18 Οκτωβρίου η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία». Στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας επισημαίνεται ότι το Άξιον Εστί αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου 1979 στη Στοκχόλμη, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.

Τα επόμενα χρόνια θα είναι αρκούντως δημιουργικά για τον Ελύτη, με σημαντικές εκδόσεις έργων του στην ποίηση, το δοκίμιο και τη μετάφραση. Οι διακρίσεις και οι τιμές για το έργο του, εντός και εκτός της Ελλάδας, θα συνεχιστούν και θα ενταθούν. Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα φύγει από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 85 ετών.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του τριάντα, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος».

Εργογραφία

Ποιητικές συλλογές

  • Προσανατολισμοί («Πυρσός», 1939)
  • Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα ( «Γλάρος», 1943)
  • Το Άξιον Εστί («Ίκαρος», 1959)
  • Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό («Ίκαρος», 1960)
  • Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας («Ίκαρος», 1962)
  • Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας («Ίκαρος», 1971)
  • Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά («Ίκαρος», 1971)
  • Το Μονόγραμμα («Ίκαρος», 1972)
  • Τα Ρω του Έρωτα («Αστερίας», 1972)
  • Τα Ετεροθαλή («Ίκαρος», 1974)
  • Μαρία Νεφέλη («Ίκαρος», 1978)
  • Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας («Ίκαρος», 1982)
  • Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου («Ύψιλον», 1984)
  • Ο μικρός ναυτίλος («Ίκαρος», 1985)
  • Τα ελεγεία της Οξώπετρας («Ίκαρος», 1991)
  • Δυτικά της λύπης («Ίκαρος», 1995)
  • Εκ του πλησίον («Ίκαρος», 1998)

Δοκίμια

  • Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου («Νέα Εστία», 1946)
  • Ο ζωγράφος Θεόφιλος («Αστερίας» 1973)
  • Ανοιχτά χαρτιά («Αστερίας», 1974)
  • Η μαγεία του Παπαδιαμάντη («Ερμής», 1976)
  • Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο («Ύψιλον», 1980)
  • Ιδιωτική Οδός («Ύψιλον»,1990)
  • Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά («Ίκαρος», 1990)
  • Εν λευκώ («Ίκαρος», 1993)
  • Ο κήπος με τις αυταπάτες («Ύψιλον», 1995)


  • Ελύτης και Ρίτσος αρνήθηκαν να μοιραστούν το Νόμπελ Λογοτεχνίας που απονεμήθηκε στον Ελύτη. Ο Ρίτσος δήλωσε: “ δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μία τιμή προς το Νόμπελ”. Η συγκλονιστική απάντηση του Ελύτη στους επικριτές του...
  • Στις 18 Οκτωβρίου του 1978 η σουηδική ακαδημία ανήγγειλε ότι το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας θα απονέμονταν στον έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, ο Ελύτης κατάφερε να κερδίσει το βραβείο «για την ποίηση του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία». Μετά την αναγγελία για τον νικητή, το πρακτορείο Associated Press έγραψε μεταξύ άλλων στην ανακοίνωσή του ότι: «Από τη Βρετανίδα Ντόρις Λέσσινγκ, τον Γκράχαμ Γκρην, τον Τούρκο Γιοσάρ Κεμάλ που ήταν από τους επικρατέστερους υποψηφίους, η σουηδική Ακαδημία προτίμησε τον Οδυσσέα Ελύτη, παρόλο που το έργο του είναι αμετάφραστο στα σουηδικά». Η απονομή όπου ο Ελύτης κέρδισε τις εντυπώσεις και οι δηλώσεις των Ελλήνων Η απονομή έγινε στις 10 Δεκεμβρίου του 1979. Ο Οδυσσέας Ελύτης ντυμένος με φράκο, όπως επέβαλε το πρωτόκολλο, παρέλαβε το Νόμπελ λογοτεχνίας από τον σουηδό βασιλιά. Σύμφωνα με τις περιγραφές των παρευρισκόμενων στην αίθουσα τελετής, ο Έλληνας ποιητής, «έκλεψε την παράσταση». Τα άπταιστα γαλλικά του και το περιεχόμενο του λόγου του, που αναφέρονταν στην τέχνη της ποίησης, εντυπωσίασαν το κοινό. “Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγοι. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες, το τελικό αποτέλεσμα. Ο παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση στους καιρούς τους duzttigez – σκληρούς – είναι ακριβώς αυτή: ότι, η μοίρα μας παρ’ όλα αυτά, βρίσκεται στα χέρια μας”, ανέφερε μεταξύ άλλων, ο ποιητής στην ομιλία του. Στην Ελλάδα, τόσο ο πνευματικός όσο και ο απλός κόσμος εξέφρασε την περηφάνια του για τη διάκριση του Ελύτη. «Ο Ελύτης ανήκει σε μια γενιά που στον καιρό της χλευάστηκε και κοροϊδεύτηκε από το επίσημο «πνευματικό» κατεστημένο του τόπου μας και αναθεματίστηκε από τις δήθεν προοδευτικές παρατάξεις του καιρού του”, ανέφερε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο Μίκης Θεοδωράκης είπε για τον ποιητή, το έργο του οποίου είχε ήδη μελοποιήσει: “Στο πρόσωπό του βραβεύεται όλη η ελληνική ποίηση, όλη η ελληνική τέχνη, όλος ο ελληνικός λαός”. Ο Ελύτης αντίπαλος με τον Ρίτσο Το 1978 ο Ελύτης δεν ήταν ο μοναδικός έλληνας υποψήφιος για το βραβείο, καθώς προτάθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος. Λέγεται μάλιστα ότι η πρόθεση της σουηδικής ακαδημίας ήταν να απονείμει το Νόμπελ και στους δύο, γι’ αυτό και έστειλε στην Ελλάδα τον φιλόλογο Ίνγκεμαρ Ρέντιν. Ο Ρέντιν έκανε την επίσημη πρόταση στους δύο ποιητές, που συμφώνησαν χωρίς δεύτερη σκέψη ότι δεν θα μοιραστούν το βραβείο. Αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν αντίπαλοι. ...

  • Ανοιχτή κόντρα μεταξύ των ποιητών δεν υπήρξε ποτέ Πολλοί εκπρόσωποι του πνευματικού χώρου έσπευσαν να συμφωνήσουν μαζί τους και στο τρόπο που αντιμετώπισαν το θέμα. Ο Σουηδός φιλόλογος επηρέασε την απόφαση Το Νόμπελ έπρεπε να απονεμηθεί σε έναν από τους δύο και ο σουηδός φιλόλογος, λέγεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση. Ο Ρέντιν, πριν τεθεί το «δίλημμα» είχε ήδη αρχίσει να μεταφράζει την ποίηση του Ελύτη και συγκεκριμένα το πρώτο βιβλίο από το «Άξιον Εστί», τη «Γένεση». Όταν επέστρεψε στη Σουηδία, έδωσε τις μεταφράσεις στα μέλη της Ακαδημίας που χαρακτήρισαν το έργο του Ελύτη συγκλονιστικό και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του. Υπήρξαν αρκετοί που υποστήριξαν ότι ο Ρίτσος έχασε το Νόμπελ για πολιτικούς λόγους, επειδή ήταν μάχιμος αριστερός. Ο ίδιος ο Ρέντιν σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του απάντησε κατηγορηματικά, όχι. Η γνώμη του είναι πως ο Ρίτσος είχε γράψει πολύ ωραία ποιήματα, αλλά κανένα δεν φτάνει το «Άξιον Εστί». Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Σουηδό φιλόλογο που επηρέασε την απόφαση της επιτροπής Παρά το «κονταροχτύπημα» των δύο μεγάλων ποιητών, όταν τελικά το βραβείο κέρδισε ο Ελύτης, ο Ρίτσος δήλωσε: “Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στον μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μία τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ.” Φυσικά υπήρξαν και αρκετοί επικριτές του Ελύτη, ενδεχομένως να ήταν και απογοητευμένοι θαυμαστές του Ρίτσου, που κατέκριναν την απόφαση της σουηδικής ακαδημίας. Ο ίδιος ο Ελύτης είπε αναφερόμενος στους επικριτές του: “αιώνες τώρα φωνάζω Ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας.” Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης και πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα....


  • Της Μάρως Μπουρδάκου 1972, στο ιστορικό στούντιο ηχογράφησης της Columbia στη Ριζούπολη. Είναι η μέρα που ηχογραφείται ο  δίσκος της εταιρείας LYRA «Το θαλασσινό τριφύλλι» σε στίχους του Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Λίνου Κόκοτου. Ερμηνευτές είναι η Ρένα Κουμιώτη και ο Μιχάλης Βιολάρης. Μέσα στο στούντιο η Ρένα Κουμιώτη ερμηνεύει και έξω από το διαχωριστικό τζάμι ο ηχολήπτης γράφει έναν από τους καλύτερους δίσκους στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Έξω από το τζάμι ο Αλέκος Πατσιφάς, ο αείμνηστος ιδρυτής της LYRA, παρακολουθεί την εγγραφή. Δίπλα του ένας κύριος ψηλός με τραγιάσκα και μπλε ναυτικό ημίπαλτο παρακολουθεί κι αυτός. Όταν τελειώνει η εγγραφή η Ρένα Κουμιώτη βγαίνει από το στούντιο και πηγαίνει προς τον ηχολήπτη για να ακούσουν, ως είθισται, το ηχητικό αποτέλεσμα. Η Κουμιώτη με ένα μειδίαμα χαιρετά τον «άγνωστο» κύριο, ο οποίος με μία ζεστή χειραψία και ένα ζεστό χαμόγελο της λέει: «μπράβο παιδί μου, τα είπες εξαιρετικά όλα τα τραγούδια». «Α! Σας ευχαριστώ πάρα πολύ κύριε», του απαντά και δίνει την προσοχή της στην ακρόαση του αποτελέσματος της εγγραφής. Ο Αλέκος Πατσιφάς που εκείνη τη στιγμή ήταν λίγο παραπέρα, είδε τη σκηνή, πλησιάζει τη Ρένα και τη ρωτάει σιγά : -Τι λέγατε; -Με ποιόν κ. Πατσιφά ; -Με τον κύριο τώρα που μιλούσατε. -Μπα…τίποτα. Με συνεχάρη για το πώς είπα τα τραγούδια. -Μάλιστα… Ξέρεις παιδί μου ποιος είναι αυτός; -Όχι που να ξέρω; -Αυτός Ρένα είναι ο μεγάλος ποιητής μας ο Οδυσσέας Ελύτης, που έχει γράψει τους στίχους στα τραγούδια που λες. -Πω..πω γκάφα, κ.. Πατσιφά. Όχι δεν τον ξέρω οπτικά.. -Οδυσσέα έρχεσαι μισό λεπτό; Ο Ελύτης πλησιάζει. -Άκουσα Αλέκο, άκουσα. Που να με ξέρει το κορίτσι; Κυρία μου να συστηθώ. Οδυσσέας Ελύτης. Για εσάς εδώ σήμερα όχι ποιητής αλλά στιχουργός! Και έτσι ήταν γιατί το «Θαλασσινό τριφύλλι» δεν περιέχει ποιήματα του Ελύτη, αλλά στίχους. Ήταν το πέμπτο κατά σειρά έργο του ποιητή που μελοποιήθηκε. Είχαν προηγηθεί το «Άξιον Εστί» και οι “Μικρές Κυκλάδες”, μελοποιημένες από το Μίκη Θεοδωράκη, το “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” από το Νότη Μαυρουδή και ο “Ήλιος ο πρώτος” από τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Η υπέροχη και εύληπτη μουσική του Λίνου Κόκοτου και οι εξαιρετικές ερμηνείες της Ρένας Κουμιώτη και του Μιχάλη Βιολάρη μας χάρισαν σαν μουσική παρακαταθήκη ένα δίσκο τόσο διαχρονικά αριστουργηματικό, που δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα τρεις γενιές μετά, τραγουδιέται από όλους. Ένας δίσκος που μοσχοβολάει θάλασσα κι αρμυρίκια. Και όπως είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης: «αυτά τα τραγούδια τα έγραψα για να τα τραγουδάνε γέροι και παιδιά. Θέλω να μείνουν σαν παραδοσιακά. Ας μην ξέρουν ποιος τα έγραψε». Εννιά τραγούδια που μας πάνε βόλτα με μια βάρκα σε ένα «Ερημονήσι» στο Αιγαίο, στην αρμύρα, στον ήλιο και στο γαλάζιο του ουρανού έναν «Αύγουστο». Ακούμε τα «Τζιτζίκια» να γρατζουνάνε την ησυχία του μεσημεριού, συναντάμε ένα «Δελφινοκόριτσο» εκεί στης Υδρας τα ανοιχτά και των Σπετσών να ξελογιάζει τους ψαράδες, που με τις τράτες τους «Ντούκου-ντούκου μηχανάκι» οργώνουν για καλή ψαριά τα ευλογημένα μπλε νερά μας. Και μια «Ελένη» που πάντα περιμένει ένα Πάρη να της φέρει το «Χρυσό κλειδί» ξορκίζοντας τον «Ταχυδρόμο» που πάντα την ξεχνά. Και είναι κι αυτό. Αυτό που «μια φορά στα χίλια χρόνια του πελάγου τα τελώνια», το φυτεύουν πριν από την πρώτη ηλιαχτίδα εκεί στα βάθη της θάλασσας, ανάμεσα στα φύκια και φυτρώνει μαγικά λες και το χέρι του Θεού της θάλασσας το άγγιξε για να γεννηθεί…. Το δικό μας «Θαλασσινό τριφύλλι». Μια φορά στα χίλια χρόνια!!! ...


  • Και ποιανού είναι αυτά τα τραγούδια;» ρώτησα. «Δεν έχει καμία σημασία, ενός νέου είναι που έχει ταλέντο». Όταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος διόρθωσε χωρίς να το γνωρίζει στίχους του Οδυσσέα Ελύτη 3 Shares Share Tweet Pin Email Θυμάμαι ένα πρωινό, πήγα στο γραφείο του Αλέκου Πατσιφά, στην οδό Κριεζώτου. Ο Πατσιφάς, καλλιεργημένος, φίλος του Σεφέρη και του Ελύτη και ιδιοφυής δισκάς, είχε φτιάξει μια δισκογραφική εταιρία με ελάχιστα κεφάλαια. Είχε βρει και μερικούς νέους τραγουδιστές και συνθέτες και ύστερα από υπόδειξη του Σπανού, που μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα από το Παρίσι, δημιούργησε το λεγόμενο «Νέο Κύμα», από το γαλλικό (στο σινεμά), νουβέλ βαγκ. Οι νέοι αυτοί καλλιτέχνες «κάτι είχαν να πουν» σίγουρα. Και ορισμένοι, όπως ο μεγάλος, για μένα, Σαββόπουλος, διέπρεψαν. Όπως ο Πουλόπουλος, βεβαίως ο Σπανός, ο Παπαστεφάνου, η Αρλέτα κλπ. Έτσι ο Πατσιφάς, που τα έξοδα του ήταν ελάχιστα – ορχήστρα με μια κιθάρα και ένα πιάνο, ας πούμε, ενώ οι ανταγωνιστές χρησιμοποιούσαν λαϊκές ορχήστρες με 7, τουλάχιστον, όργανα – πάτησε γερά και με τον καιρό, έφτιαξε μια εταιρία αξιοθαύμαστη. Λευτέρης Παπαδόπουλος Ένα φεγγάρι άρχισα κι εγώ να συνεργάζομαι μαζί του. Εκεί, άλλωστε, έβγαλα με τον Πλέσσα και τον «ΔΡΟΜΟ», που έχει ρεκόρ πωλήσεων δίσκων στην Ελλάδα. Με την επιτυχία αυτή στις αποσκευές μου, μπαινόβγαινα στα γραφεία της «Λύρα» σαν στενός, αγαπητός φίλος, κουβέντιαζα με τον Πατσιφά, κάναμε σχέδια για διάφορες δουλειές. Ένα πρωινό λοιπόν, με βλέπει ο Πατσιφάς έξω από την πόρτα του και μου λέει βιαστικά και αποφασιστικά, δείχνοντας μου μια σειρά «γραφομηχανημένες» κόλες: – Εδώ είναι μερικά τραγούδια, ωραία τραγούδια, αλλά είναι μεγάλα σε έκταση. Σε παρακαλώ ανέβα σε ένα γραφειάκι εδώ από πάνω και κόψε, ράψε, ώστε να τα φέρεις σε κάποιο λογαριασμό. – Και ποιανού είναι αυτά τα τραγούδια; ρώτησα. -Δεν έχει καμία σημασία. Ενός νέου είναι, που έχει καθώς φαίνεται, ταλέντο. Πήρα τους στίχους, ανέβηκα στο γραφειάκι, και άρχισα να τους διαβάζω. Ήταν επτά ποιήματα, πολύ όμορφα, αλλά τα καθένα από αυτά, αντί να έχει δώδεκα στίχους ή το πολύ δεκάξι, είχε εικοσιπέντε, τριάντα! Έβγαλα το μολύβι μου και βάλθηκα να κόβω. Τρεις στίχους από εδώ, τέσσερις από εκεί, πέντε από το άλλο ποίημα. Ύστερα από μια ώρα, είχα φέρει τα «κομμάτια» σε λογαριασμό. Ήταν πλέον, κανονικά τραγούδια, από την άποψη της έκτασης. Τα παρέδωσα στον Πατσιφά, κι αυτός αφού τους έριξε μια ματιά γύρισε και μου είπε ενθουσιασμένος: Το εξώφυλλο του δίσκου «Το Θαλασσινό Τριφύλλι» -Θες λεφτά; Δεν θέλεις! η δουλειά πάντως που έκανες φαίνεται εξαιρετική. -Δεν χρειάζεται να πάρω λεφτά γι’αυτό που έκανα. Χαίρομαι μόνο που σε βλέπω ευχαριστημένο. Και έφυγα. Σε λίγες μέρες βγήκε ο δίσκος «ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ», του Λίνου Κόκοτου, με βασική τραγουδίστρια την Κουμιώτη. Τους στίχους του είχε γράψει ο Οδυσσέας Ελύτης. Έβαλα το δίσκο στο πικ απ, για να ακούσω τα τραγούδια και, με το πρώτο άκουσμα, διαπίστωσα ότι ήταν τα πολύστιχα τραγούδια, που μου είχε δώσει ο Πατσιφάς να κόψω και να ράψω. Δεν είπα τίποτα. Ντρεπόμουν μ’αυτή την ιστορία. Δεν ήμουν φταίχτης σε τίποτα.   Ο Πατσιφάς, θα μπορούσε να ζητήσει από τον Ελύτη να κόψει και να ράψει, αλλά δεν το έκανε. Όπως δεν το έκανε και κανένας άλλος «δισκάς». Δεν του άρεσε κάποιος στίχος; Έβγαζε το μολύβι και τον υπογράμμιζε. Ο Οδυσσέας Ελύτης πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996, σε ηλικία 85 χρόνων. Πηγή: Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Τα τραγούδια γράφουν την ιστορία τους», εκδόσεις ΙΑΝΟΣ ο μελωδός...

    Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/kallitexnes/ke-pianou-ine-afta-ta-tragoudia-rotisa-den-echi-kamia-simasia-enos-neou-ine-pou-echi-talento-otan-o-lefteris-papadopoulos-diorthose-choris-na-to-gnorizi-stichous-tou-odissea-eliti/



  • Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/kallitexnes/kiria-mou-na-sistitho-odisseas-elitis-gia-esas-edo-simera-ochi-piitis-alla-stichourgos-otan-i-rena-koumioti-cheretise-ton-kirio-me-tin-tragiaska-ke-den-ton-anagnorise-stin-ichografisi/


  • Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/featured/elitis-ke-ritsos-arnithikan-na-mirastoun-to-nompel-logotechnias-pou-aponemithike-ston-eliti-o-ritsos-dilose-den-ine-mia-timi-pros-ton-eliti-alla-mia-timi-pros-to-nompel-i-sigklo/


  • Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/featured/elitis-ke-ritsos-arnithikan-na-mirastoun-to-nompel-logotechnias-pou-aponemithike-ston-eliti-o-ritsos-dilose-den-ine-mia-timi-pros-ton-eliti-alla-mia-timi-pros-to-nompel-i-sigklo/






  • Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/featured/elitis-ke-ritsos-arnithikan-na-mirastoun-to-nompel-logotechnias-pou-aponemithike-ston-eliti-o-ritsos-dilose-den-ine-mia-timi-pros-ton-eliti-alla-mia-timi-pros-to-nompel-i-sigklo/

Μεταφράσεις

  • Ζαν Ζιρωντού: «Νεράιδα - Ονειρόδραμα σε τρεις πράξεις» (Εταιρία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 1973)
  • Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Ο κύκλος με την κιμωλία» (Εταιρία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 1974)
  • Δεύτερη Γραφή («Ικαρος», 1976)
  • Σαπφώ (1976)
  • Η Αποκάλυψη του Ιωάννη («Υψιλον», 1985)Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης χρησιμοποίησε ψευδώνυμο για το λογοτεχνικό έργο του, επειδή ήθελε να αποστασιοποιηθεί από το οικογενειακό του επίθετο, το οποίο ήταν «συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό». Το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ελύτης μπορεί να προέρχεται από τον συνδυασμό της συλλαβής «ελ», αρχικής σε ονόματα σημαδιακά, όπως Ελλάδα, Ελπίδα, Ελευθερία, Ελένη, με τη γενική τοπωνυμική κατάληξη των ελληνικών ονομάτων ανάλογα με το «Πολίτης», όπως προτείνει ο ελληνιστής Κίμων Φράιερ. Παλαιότερα οι φίλοι υποστήριζαν τρεις εκδοχές του ψευδωνύμου Ελύτης: το όνομα Eluard (Ελιάρ) και τις λέξεις elite (ελίτ) και αλήτης.

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη

Ο Οδυσσέας Ελύτης παραλαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ο Οδυσσέας Ελύτης παραλαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Η Σουηδική Ακαδημία, στις 18 Οκτωβρίου 1979, ανακοινώνει ότι το Νόμπελ Λογοτεχνίας θα απονεμηθεί στον Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Ήταν το δεύτερο Νόμπελ για την Ελλάδα και μάλιστα στην ίδια κατηγορία, ύστερα από αυτό του Γιώργου Σεφέρη το 1963. Η βράβευση του Ελύτη θεωρήθηκε έκπληξη, καθώς κανένα έργο του δεν είχε μεταφραστεί στα σουηδικά και τα προγνωστικά, που συνήθως πέφτουν έξω, έδιναν ως επικρατέστερους τους βρετανούς συγγραφείς Γκράχαμ Γκριν και Ντόρις Λέσινγκ (το πήρε τελικά το 2007) και τον Τούρκο συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ.

Η ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας αναφέρει, ότι η υψίστη διάκριση για την λογοτεχνία απονέμεται στον Οδυσσέα Ελύτη «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει, με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία» και ότι το κυριότερο έργο του Έλληνα ποιητή, το «Άξιον Εστί», αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ού αιώνα.

«Η θάλασσα και τα νησιά, τα ζώα και τα φυτά τους, τα απαλά βότσαλα και οι ακρογιαλιές, ο αφρός των κυμάτων, οι μαύροι θαλασσινοί αχινοί, είναι στοιχεία, που επαναλαμβάνονται συνεχώς στο έργο του[...] Ο αισθητός κόσμος είναι έντονα ζωντανός στο έpγο του, πλούσιος σε φρεσκάδα και καταπληκτικές εμπειρίες» προστίθεται στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας.

Στην ανακοίνωση επισημαίνεται, τέλος, ότι και το ψευδώνυμο του ποιητή «αντανακλά μια σύνθεση ιδεών της ελληνικής σκέψης, όπως το όνομα της ίδιας της χώρας του Ελλάδας, το όνομα της Ελπίδας, της Ελευθερίας και της Ελένης, το όνομα της γυναίκας, η οποία συμβολίζει την ομορφιά και τη γοητεία».

Η αναγγελία της βράβευσης έγινε δεκτή από τον Ελύτη με την παροιμιώδη ψυχραιμία και σεμνότητα του, όμως επισήμανε ο Τύπος. «Ήξερα ότι είμαι εφέτος υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ, αλλά δεν πίστευα ότι είχα πιθανότητες. Άκουγα διάφορες φήμες ότι σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζονται διασυνδέσεις, υπόγειες διεργασίες και επαφές, πράγμα ακατάλληλα για τον χαρακτήρα μου. Ιδού όμως πού όλα αυτά είναι μύθος. Και αυτό ας γίνει ένα μάθημα προς τους νεώτερους. Ας νοιώσουν οι νέοι πως κάνοντας σωστά και σεμνά την δουλειά τους θα αναγνωρισθούν. θέλω να πιστεύω ότι με την απόφασή της αυτή η Σουηδική Ακαδημία τιμά στο πρόσωπό μου ολόκληρη την ελληνική ποίηση, θέλω ακόμη να πιστεύω, ότι η Ακαδημία επιδιώκει να επισύρει την προσοχή όλου του κόσμου σε μια παράδοση που συνεχίζεται χωρίς διακοπή από την εποχή τού Ομήρου, παράδοση στην οποία περιέχεται ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός. Ευχαριστώ την Σουηδική Ακαδημία για λογαριασμό μου και για λογαριασμό της πατρίδος μου» ήταν οι πρώτες δηλώσεις του Έλληνα νομπελίστα.

Ο λόγος του Ελύτη στην τελετή απονομής

Στις 10 Δεκεμβρίου 1979, έγινε στην Στοκχόλμη η τελετή βράβευσης από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο. Στην καθιερωμένη ομιλία που απευθύνουν οι νέοι Νομπελίστες, ο Οδυσσέας Ελύτης είπε:

Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας.

Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ.

Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του.

Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.

Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τ' αντικείμενα σ' όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία.

Ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίστηκαν την ύλη οι γλύπτες της Κυκλαδικής περιόδου, που έφτασαν ίσια-ίσια να ξεπεράσουν την ύλη, το δείχνει καθαρά. Όπως επίσης, ο τρόπος που οι εικονογράφοι του Βυζαντίου επέτυχαν από το καθαρό χρώμα να υποβάλλουν το «θείο».

Μια τέτοια, διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική, επέμβαση, μέσα στην πραγματικότητα επεχείρησε πιστεύω ανέκαθεν και κάθε υψηλή ποίηση.

Όχι ν' αρκεστεί στο «νυν έχον» αλλά να επεκταθεί στο «δυνατόν γενέσθαι».

Κάτι που, είναι η αλήθεια, δεν εκτιμήθηκε πάντοτε. Ίσως γιατί οι ομαδικές νευρώσεις δεν το επέτρεψαν. Ίσως γιατί ο ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω πολύ πιο επώδυνη από την άλλη που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους.

Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο.

Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός -η μόνη ίσως οδός- προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.

Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια.

Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος; Είναι φρόνιμο ν' αποφεύγουμε τις μεγαλεπήβολες εκφράσεις, το ξέρω. Οι κατά καιρούς κοσμολογικές θεωρίες τις χρησιμοποίησαν, ήρθαν σε σύγκρουση, ακμάσανε, πέρασαν. Η ουσία όμως έμεινε, μένει. Και η ποίηση, που εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του για να τ' αναλάβει εκείνη και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, ελέγχεται να είναι ίσια-ίσια εκείνη που προσβάλλεται λιγότερο από τη φθορά. Διασώζει σε καθαρή μορφή τα μόνιμα, τα βιώσιμα στοιχεία που καταντούν δυσδιάκριτα μέσα στο σκότος της συνείδησης όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών.

Να γιατί μας χρειάζεται η διαφάνεια. Για να διακρίνουμε τους κόμπους στο νήμα που μες από τους αιώνες τεντώνεται και μας βοηθεί να σταθούμε όρθιοι πάνω σ' αυτή τη γη.

Από τον Ηράκλειτο έως τον Πλάτωνα και από τον Πλάτωνα έως τον Ιησού διακρίνουμε αυτό το «δέσιμο» που φτάνει κάτω από διάφορες μορφές ως τις ημέρες μας και που μας λέει περίπου το ίδιο: ότι εντός του κόσμου τούτου εμπεριέχεται και με τα στοιχεία του κόσμου τούτου ανασυντίθεται ο άλλος κόσμος, ο «πέραν» η δεύτερη πραγματικότητα η υπερτοποθετημένη επάνω σ' αυτήν όπου παρά φύσιν ζούμε. Είναι μια πραγματικότητα που τη δικαιούμαστε και που από δική μας ανικανότητα δεν αξιωνόμαστε.

Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε εποχές υγιείς το κάλλος ταυτίσθηκε με το αγαθόν και το αγαθόν με τον Ήλιο. Κατά το μέτρο που η συνείδηση καθαίρεται και πληρούται με φως, τα μελανά σημεία υποχωρούν και σβήνουν αφήνοντας κενά που -όπως ακριβώς στους φυσικούς νόμους- τα αντίθετά τους έρχονται να πληρώσουν τη θέση τους.

Κι αυτό, με τέτοιον τρόπο που τελικά το δημιουργημένο αποτέλεσμα να στηρίζεται και στις δύο πλευρές, θέλω να πω στο «εδώ» και στο «επέκεινα». Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μιαν «εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην»; Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία, που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή.

Πως να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους Θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ' ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν' ανακράξει: Wozu Dichter in durftiger Zeit!

Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και που το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πως αλλιώς. Αφού και η νύχτα και τ' άστρα εάν μας γίνονται αντιληπτά είναι χάρη στον ήλιο.

Με τη διαφορά ότι ο ήλιος, κατά τη ρήση του αρχαίου σοφού, εάν υπερβεί τα μέτρα καταντά «ύβρις». Χρειάζεται να βρισκόμαστε στη σωστή απόσταση από τον ηθικόν ήλιο, όπως ο πλανήτης μας από τον φυσικόν ήλιο, για να γίνεται η ζωή επιτρεπτή. Μας έφταιγε άλλοτε η αμάθεια. Σήμερα μας φταίει η μεγάλη γνώση. Δεν έρχομαι μ' αυτά που λέω να προστεθώ στην μακρά σειρά των επικριτών του τεχνικού μας πολιτισμού. Μια σοφία παλαιή όσο και η χώρα που μ' εξέθρεψε, μ' εδίδαξε να δέχομαι την εξέλιξη, να χωνεύω την πρόοδο μαζί με όλα της τα παρεπόμενα, όσο δυσάρεστα και αν μπορεί να είναι αυτά.

Τότε όμως η ποίηση; Τί αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών.

Είναι, το ξέρω, άτοπο ν' αναφέρεται κανείς σε προσωπικές περιπτώσεις. Και ακόμη πιο άτοπο να παινά το σπίτι του. Είναι όμως κάποτε απαραίτητο, στο βαθμό που αυτά βοηθούν να δούμε πιο καθαρά μιαν ορισμένη κατάσταση πραγμάτων. Και είναι σήμερα η περίπτωση. Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ' όλ' αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. -χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση.

Η σφαίρα που σχηματίζει η νέα ελληνική ποίηση έχει, θα μπορούσε να πει κανείς, όπως κάθε σφαίρα δύο πόλους: τον βόρειο και τον νότιο. Στον ένα τοποθετείται ο Διονύσιος Σολωμός που από την άποψη της εκφραστικής επέτυχε -προτού υπάρξει ο Μαλαρμέ στα ευρωπαϊκά γράμματα- να χαράξει με άκρα συνέπεια και αυστηρότητα την αντίληψη της καθαρής ποίησης με όλα της τα παρεπόμενα: να υποτάξει το αίσθημα στη διάνοια, να εξευγενίσει την έκφραση και να δραστηριοποιήσει όλες τις δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου προς την κατεύθυνση του θαύματος. Στον άλλο πόλο, τοποθετείται ο Κ. Π. Καβάφης, αυτός που παράλληλα με τον Τ.Σ.Έλιοτ έφτασε στην άκρα λιτότητα, στη μεγαλύτερη δυνατή εκφραστική ακρίβεια, εξουδετερώνοντας τον πληθωρισμό στη διατύπωση των προσωπικών του βιωμάτων.

Ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους κινήθηκαν οι μεγάλοι μας άλλοι ποιητές, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Αγγελος Σικελιανός, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Γιώργος Σεφέρης, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο προς το έν ή το άλλο από τα δύο άκρα. Αυτή είναι μια πρόχειρη και όσο γίνεται πιο σχηματική χαρτογράφηση του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Το πρόβλημα για μας που ακολουθήσαμε ήταν να επωμιστούμε τα υψηλά διδάγματα που μας κληροδότησαν και, ο καθένας με τον τρόπο του, να τ' αρμόσουμε πάνω στη σύγχρονη ευαισθησία. Πέραν από τα όρια της τεχνικής, οφείλαμε να φτάσουμε σε μια σύνθεση που από το ένα μέρος ν' αναχωνεύει τα στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και από το άλλο να εκφράζει τα κοινωνικά και ψυχολογικά αιτήματα της εποχής μας. Με άλλα λόγια, να φτάσουμε να προβάλλουμε τον τύπο του «Ευρωπαίου-Ελληνα». Δεν μιλώ για επιτυχίες μιλώ για προσπάθειες. Οι κατευθύνσεις είναι που έχουν σημασία για τον μελετητή της λογοτεχνίας.

Πώς όμως ν' αναπτυχθούν οι κατευθύνσεις αυτές ελεύθερα όταν οι συνθήκες της ζωής είναι στις ημέρες μας εξοντωτικές για τον δημιουργό; Και πως να διαμορφωθεί η πνευματική κοινότητα όταν οι φραγμοί των γλωσσών ορθώνονται αξεπέραστοι; Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από το 20 ή έστω το 30% που απομένει ύστερα από την μεταγλώτισση. Ειδικά εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μια συγκεκριμένη παράδοση και αποβλέπουμε στα θαύματα του λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δύο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες, παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι. Πάσχουμε από την έλλειψη μιας κοινής γλώσσας. Και ο αντίκτυπος απ' αυτή την έλλειψη -αν ανεβούμε την κλίμακα- σημειώνεται ακόμη και στην πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της κοινής μας πατρίδας, της Ευρώπης.

Λέμε, και το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, ότι ζούμε σ' ένα χάος ηθικό. Κι αυτό, τη στιγμή που ποτέ άλλοτε η κατανομή των στοιχείων της υλικής μας ύπαρξης δεν έγινε με τόσο σύστημα, τόση στρατιωτική θα έλεγα τάξη, τόσον αδυσώπητο έλεγχο. Η αντίφαση είναι διδακτική. Οταν σε δύο σκέλη το ένα υπερτροφεί, το άλλο ατροφεί. Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης, προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. Οι αξίες μας ούτε αυτές δεν αποτελούν μια γλώσσα κοινή.

Για τον ποιητη - μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές -η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε. Μήτε οδήγησε σε καμιά σύγκρουση όπως οι εικοσάδες των ιδεολογιών που αιματοκύλισαν τις κοινωνίες μας και μας άφησαν με αδειανά χέρια.

Όμως όταν μιλώ για αισθήσεις δεν εννοώ το προσιτό, πρώτο ή δεύτερο, επίπεδό τους. Εννοώ το απώτατο. Εννοώ τις «αναλογίες των αισθήσεων» στο πνεύμα. Όλες οι τέχνες μιλούν με ανάλογα. Μια οσμή μπορεί να είναι ο βούρκος ή η αγνότητα. Η ευθεία γραμμή ή η καμπύλη, ο οξύς ή ο βαθύς ήχος, αποτελούν μεταφράσεις κάποιας οπτικής ή ακουστικής επαφής. Όλοι μας γράφουμε καλά ή κακά ποιήματα κατά το μέτρο που ζούμε και διανοούμαστε με την καλή ή την κακή σημασία του όρου. Μια εικόνα πελάγους από τον Όμηρο φτάνει άθικτη ως τις ημέρες μας. Ο Ρεμπό την αναφέρει σαν mer melee au soleil και την ταυτίζει με την αιωνιότητα. Ένα κορίτσι που κρατάει ένα κλώνο μυρτιάς από τον Αρχίλοχο επιβιοί σ' έναν πίνακα του Ματίς και μας καθιστά πιο απτή την αίσθηση, τη μεσογειακή, της καθαρότητας.

Εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι ακόμη και μία παρθένος της βυζαντινής εικονογραφίας, δεν διαφέρει πολύ. Παρά ένα κάτι ελάχιστο, συχνά, το εγκόσμιο φως γίνεται υπερκόσμιο και τανάπαλιν. Μια αίσθηση που μας δόθηκε από τους αρχαίους και μια άλλη από τους μεσαιωνικούς έρχονται να γεννήσουν μια τρίτη που τους μοιάζει όπως το παιδί στους γεννήτορές του.

Μπορεί η ποίηση ν' ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο; Οι αισθήσεις μες απ' τον αδιάκοπο καθαρμό τους να φτάσουν στην αγιότητα; Τότε η αναλογία τους θα επαναστραφεί επάνω στον υλικό κόσμο και θα τον επηρεάσει.

Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους durftiger είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ' ολ' αυτά βρίσκεται στα χέρια μ

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/557

© SanSimera.gr

1911-1996
 
Βιογραφία Εργογραφία Βιβλιογραφία

Ο Οδυσσέας Ελύτης (πραγματικό όνομα: Οδυσσέας Αλεπουδέλης) (2 Νοεμβρίου 1911 – 18 Μαρτίου 1996), ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του ’30. Βραβεύτηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, ο Ήλιος ο πρώτος και οι Προσανατολισμοί. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρη της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλη ήταν Λεμονός, και αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου.

Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ. Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του τα πέρασε στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες. Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Αποκορύφωμα των διώξεων που γνώρισε η οικογένειά του ήταν η σύλληψη του πατέρα του. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον εξόριστο, μετά την πτώση του, Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Όπως ο ίδιος ομολογεί, πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και, αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα, στράφηκε στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Δημήτριος Καμπούρογλου, Κώστας Πασαγιάννης, Στέφανος Γρανίτσας κι ένας τρίτομος Οδηγός της Ελλάδος. Το 1925 πέθανε ο πατέρας του. Την άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντάς τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.

Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, και τον «ανάγκασαν να προσέξ[ει] κι αδίστακτα να παραδεχτ[ει] τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση».

Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο η «Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα», με τη συμμετοχή των Κωνσταντίνου Τσάτσου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και Ιωάννη Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα «Συμπόσια του Σαββάτου» που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο Αυλό), τη συλλογή Στου Γλιτωμού το Χάζι του Θεοδώρου Ντόρρου, τη Στροφή (1931) του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: «Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι’ αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν».

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908–1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935–1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες, (όπως οι Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός, κ.ά.) έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.

Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Τον Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον περιέγραψε: «O μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα». Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε

διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι επισκέφτηκαν τη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ήρθαν σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του ποιητή Γεώργιου Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά με το ψευδώνυμο «Οδυσσέας Βρανάς», με στόχο τη δημοσίευσή τους, παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη. Αυτός αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος το επίσης ψευδώνυμο «Οδυσσέας Ελύτης».

Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε τον Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει τον δημιουργό τους ως τον ποιητή που «ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης, βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».

Το 1936, στην «Α΄ Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα των νέων λογοτεχνών ήταν πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική Αμοργό. Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης» στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και, μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Σαμουέλ Μπω Μποβύ (Samuel Baud Bovy) δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.

Με την έναρξη του πολέμου του 1940, ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α΄ Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την άνοιξη του 1942 παρουσίασε το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».

Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος» μαζί με τις «Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Το έργο αυτό φαίνεται να συνέγραψε το 1941 ή το 1943 και, σύμφωνα με μία άποψη, το συνέθεσε για να τιμήσει τους συμπολεμιστές του στην Αλβανία ενώ, κατά άλλη, το έγραψε για τον φίλο του ποιητή Γιώργο Σαραντάρη, ο οποίος επίσης πολέμησε στην Αλβανία και πέθανε αφού μεταφέρθηκε βαριά άρρωστος στην Αθήνα.

Ο πόλεμος του 1940 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την «Καλωσύνη στις Λυκοποριές», την «Αλβανιάδα» και τη, χαμένη οριστικά, «Βαρβαρία». Την περίοδο 1945–1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε επίσης με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την Ελευθερία και την Καθημερινή, όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του: «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Prés». Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης (Association Internationale des Critiques d’Art), ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό και άλλους.

Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού Στρατή Ελευθεριάδη (E. Teriade), που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πάμπλο Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι τον Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1953, αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για έναν χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της

Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από Το Άξιον Εστί στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο τον Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για Το Άξιον Εστί το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό (εκδόσεις Ίκαρος), ενώ στη Γερμανία εκδόθηκε επιλογή ποιημάτων του με τίτλο «Korper des Sommers». Ωστόσο, το 1960 σημάδεψε τον Οδυσσέα Ελύτη με ένα βαρύτατο διπλό πένθος, καθώς έχασε τη μητέρα του και τον αδελφό του Κωνσταντίνο.

Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.

Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ η συνεργασία του Ελύτη με τον συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο. Ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.

To 1965 του απονεμήθηκε από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο.

Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974–1977). Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα», σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.

Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.

Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ’ την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος». Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον «ορθόδοξο» υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό διακρίνονται ευκολότερα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).

Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο». Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του, καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασική ακρίβεια της φράσης, ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης». Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γεώργιος Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούνταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Διονυσίου Σολωμού, του Κωστή Παλαμά και του Άγγελου Σικελιανού.

Η μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»: «Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ’ την ύλη και μέσα από την ψυχή». Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα

σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί — για πρώτη φορά στην ποίησή του — την τεχνική του κολάζ.

Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών 

συγγραφέων.


  • Προσανατολισμοί, περιοδικό «Νέα Γράμματα», Αθήνα 1936 – Πυρσός, Αθήνα 1940
  • Οι κλεψύδρες του αγνώστου, περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», Θεσσαλονίκη 1937
  • Ήλιος ο Πρώτος, Μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, Γλάρος, Αθήνα 1943
  • Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, περιοδικό Τετράδιο, τ. 2, Αθήνα 1945· Ίκαρος, Αθήνα 1962
  • Ποίημα «Ωδή στον Πικασσό», περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, έτος Η΄, τόμος ΙΕ΄, αρ. 85, 1948
  • Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, Αθήνα 1959
  • Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, Ίκαρος, Αθήνα 1960
  • Ποίημα «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα», περιοδικό Ζυγός, τ. 58, 1960
  • Ποιήματα «Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα», «Δώδεκα Νήσων Άγγελος» και «Της Σελήνης της Μυτιλήνης», περιοδικό Εποχές””, τ. 24, 1965
  • Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Ίκαρος, Αθήνα 1971
  • Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Ίκαρος, Αθήνα 1971
  • Ποίημα «Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», τυπωμένο στο εξωτερικό σε 111 αριθμημένα αντίτυπα, 1971
  • Το Μονόγραμμα, Ίκαρος, Αθήνα 1972
  • Τα Ρω του Έρωτα, Αστερίας, Αθήνα 1972
  • Ποίημα «Villa Natacha», τυπωμένο σε 111 αριθμημένα αντίτυπα, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1973
  • Φυλλομάντης, στη σειρά «Ένας Ποιητής, ένα Ποίημα», Αστερίας, 1973
  • Ποίημα «Αιώνος Είδωλον», περιοδικό Η Συνέχεια, αρ. 3, Αθήνα 1973
  • Τα Ετεροθαλή, Ίκαρος, Αθήνα 1974. Περιέχει όλα τα ως τότε ποιήματα, δημοσιευμένα ή ανέκδοτα, που είχαν μείνει έξω από τις ενότητες των άλλων ποιητικών συλλογών
  • Η καλωσύνη στις λυκοποριές, περιοδικό Τετράδιο, Αθήνα 1/1947
  • Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος, Αθήνα 1978
  • Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, Ίκαρος, Αθήνα 1982
  • Ωδή στην Σαντορίνη, Αρχείο Θηραϊκών Μελετών – Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα, Αθήνα, 1984
  • Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1984
  • Ο μικρός ναυτίλος, Ίκαρος, Αθήνα 1985
  • Ιουλίου Λόγος, Αθήνα 1991
  • Τα ελεγεία της Οξώπετρας, Ίκαρος, Αθήνα 1991
  • Η ποδηλάτισσα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1991
  • Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, Αθήνα 1995
  • Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998 (μεταθανάτια έκδοση)
  • Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», περ. Νέα Εστία, Αθήνα 1946
  • Ο ζωγράφος Θεόφιλος, Αστερίας, Αθήνα 1973
  • Ανοιχτά χαρτιά, Αστερίας, Αθήνα 1974
  • Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Ερμείας, Αθήνα 1976
  • Σηματολόγιον, Ερμείας, Αθήνα 1977
  • Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979
  • Ιδιωτική οδός, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1989
  • Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Ίκαρος, Αθήνα 1990
  • Εν λευκώ, Ίκαρος, Αθήνα 1992
  • Ο κήπος με τις αυταπάτες, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1995
  • Προσανατολισμοί, περιοδικό «Νέα Γράμματα», Αθήνα 1936 – Πυρσός, Αθήνα 1940
  • Οι κλεψύδρες του αγνώστου, περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», Θεσσαλονίκη 1937
  • Ήλιος ο Πρώτος, Μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, Γλάρος, Αθήνα 1943
  • Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, περιοδικό Τετράδιο, τ. 2, Αθήνα 1945· Ίκαρος, Αθήνα 1962
  • Ποίημα «Ωδή στον Πικασσό», περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, έτος Η΄, τόμος ΙΕ΄, αρ. 85, 1948
  • Το Άξιον Εστί, Ίκαρος, Αθήνα 1959
  • Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, Ίκαρος, Αθήνα 1960
  • Ποίημα «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα», περιοδικό Ζυγός, τ. 58, 1960
  • Ποιήματα «Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα», «Δώδεκα Νήσων Άγγελος» και «Της Σελήνης της Μυτιλήνης», περιοδικό Εποχές””, τ. 24, 1965
  • Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Ίκαρος, Αθήνα 1971
  • Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, Ίκαρος, Αθήνα 1971
  • Ποίημα «Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», τυπωμένο στο εξωτερικό σε 111 αριθμημένα αντίτυπα, 1971
  • Το Μονόγραμμα, Ίκαρος, Αθήνα 1972
  • Τα Ρω του Έρωτα, Αστερίας, Αθήνα 1972
  • Ποίημα «Villa Natacha», τυπωμένο σε 111 αριθμημένα αντίτυπα, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1973
  • Φυλλομάντης, στη σειρά «Ένας Ποιητής, ένα Ποίημα», Αστερίας, 1973
  • Ποίημα «Αιώνος Είδωλον», περιοδικό Η Συνέχεια, αρ. 3, Αθήνα 1973
  • Τα Ετεροθαλή, Ίκαρος, Αθήνα 1974. Περιέχει όλα τα ως τότε ποιήματα, δημοσιευμένα ή ανέκδοτα, που είχαν μείνει έξω από τις ενότητες των άλλων ποιητικών συλλογών
  • Η καλωσύνη στις λυκοποριές, περιοδικό Τετράδιο, Αθήνα 1/1947
  • Μαρία Νεφέλη, Ίκαρος, Αθήνα 1978
  • Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, Ίκαρος, Αθήνα 1982
  • Ωδή στην Σαντορίνη, Αρχείο Θηραϊκών Μελετών – Συλλογή Δημήτρη Τσίτουρα, Αθήνα, 1984
  • Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1984
  • Ο μικρός ναυτίλος, Ίκαρος, Αθήνα 1985
  • Ιουλίου Λόγος, Αθήνα 1991
  • Τα ελεγεία της Οξώπετρας, Ίκαρος, Αθήνα 1991
  • Η ποδηλάτισσα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1991
  • Δυτικά της λύπης, Ίκαρος, Αθήνα 1995
  • Εκ του πλησίον, Ίκαρος, Αθήνα 1998 (μεταθανάτια έκδοση)
  • Πωλ Ελυάρ, «Ποιήματα», περ. Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 3/1936
  • Πωλ Ελυάρ, «Δημόσιο Ρόδο», περ. Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 11/1936
  • Πιέρ Ζαν Ζουβ, «Ποιήματα Ι–ΧΧVΙΙ», περ. Τα Νέα Γράμματα, Αθήνα 12/1938
  • Ζαν Ζιρωντού, Νεράιδα: Ονειρόδραμα σε τρεις πράξεις, Εταιρία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 1973
  • Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ο κύκλος με την κιμωλία, Εταιρία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 1974· Ύψιλον/θέατρο, Αθήνα 2010
  • Δεύτερη γραφή (Αρτύρ Ρεμπό, Κόμης του Λοτρεαμόν, Πωλ Ελυάρ, Πιέρ Ζαν Ζουβ, Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι), Ίκαρος, Αθήνα 1976
  • Σαπφώ, Ίκαρος, Αθήνα 1984
  • Απόστολος Ιωάννης, Η Αποκάλυψη, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1985
  • Κριναγόρα
  • ς, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1987
  • Ζαν Ζενέ, Οι Δούλες, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1994
  • Ευγένιος Αρανίτσης, Το δωμάτιο με τις εικόνες, εικονογράφηση Οδ. Ελύτη, Ίκαρος, Αθήνα 1986
  • Συν τοις άλλοις, 37 συνεντεύξεις, επιμ. Ηλία Καφάογλου, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 2011
  • Οδυσσέας Ελύτης: Ο ναυτίλος του αιώνα, επιμ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου, Ίκαρος, Αθήνα 2011

Σημαντικός αριθμός ποιημάτων του Οδυσσέα Ελύτη έχει μελοποιηθεί και τραγουδηθεί από πολλούς καλλιτέχνες. Μερικά έργα αναφέρονται παρακάτω:

  • 9 Φεβρουαρίου 1959: Ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζει τα τραγούδια που έγραψε για την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης Ο κύκλος με την κιμωλία του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη. Ερμηνεύει ο Γιώργος Μούτσιος και παίζει πιάνο ο συνθέτης. Αργότερα την ίδια χρονιά κυκλοφορεί δίσκος 45 στροφών με 4 από αυτά.
  • 1964: Το Άξιον Εστί (Columbia GALP101/2 & 70201/2 LP-CD), το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη (που εκδόθηκε το 1959) μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη. Τραγουδούν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Θεόδωρος Δημήτριεφ και η Μικτή Χορωδία Θάλειας Βυζαντίου. Απαγγέλλει ο Μάνος Κατράκης. Το εξώφυλλο του δίσκου από τον Γιάννη Τσαρούχη.
  • 1964: Ο Ελύτης Διαβάζει Ελύτη (Διόνυσος 0801 LP), τις Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό και τα Επτά Νυχτερινά Επτάστιχα με μουσική συνοδεία του Αργύρη Κουνάδη.
  • 1964: Επιτάφιος (Philips 6414953 LP-CD), όπου εκτός από τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου η Νάνα Μούσχουρη τραγουδά το Ένα το Χελιδόνι του Ελύτη από το Άξιον Εστί. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
  • 1965: Ο Ελύτης Διαβάζει Ελύτη (Διόνυσος 0855 LP), από το Άξιον Εστί διαβάζει τη Γένεση και το Δοξαστικό.
  • 1966: Μικρές Κυκλάδες / Λιποτάκτες (HMV GCLP9 & Columbia SCXG210 & 70210 LP-CD), ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιάννη Θεοδωράκη μελοποιημένα από τον Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεύει ο συνθέτης και η Ντόρα Γιαννακοπούλου.
  • 1967: Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (Lyra 3506 LP), ο Νότης Μαυρουδής μελοποίησε το ποίημα του Ελύτη που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1946. Τραγουδούν η Ρενάτα Καπερνάρου, ο Πέτρος Πανδής, η Πετρή Σαλπέα. Αφηγητής ο Χρήστος Τσάγκας.
  • 1969: Ήλιος ο Πρώτος (Philips 6331043 LP-CD), η ποίηση του Ελύτη (που πρωτοεκδόθηκε το 1943) μελοποιημένη από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ερμηνεύουν οι Μαρία Δημητριάδη, Σταύρος Πασπαράκης και η χορωδία Αινιάν. Αφηγητής ο Γιάννης Φέρτης.
  • 1970: Χατζιδάκις με Αγάπη (Lyra 3567 & Minerva 22049 LP), ο Γιώργος Μούτσιος και η Μαρία Δουράκη σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Τα 4 από αυτά είναι από τον Κύκλο με την Κιμωλία του Μπρεχτ, σε απόδοση Ελύτη.
  • 1971: Θεοδωράκης Διευθύνει Θεοδωράκη 2 (Polydor 2393025 LP-CD), ηχογραφημένος στο Παρίσι, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1974. Περιέχει το Romancero Gitano του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε μετάφραση Ελύτη, τα Τραγούδια του Ανδρέα σε στίχους Θεοδωράκη και τη Μυθολογία του Γιώργου Σεφέρη. Με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη. Στο CD, που κυκλοφόρησε το 1991, υπάρχουν και το Επιφάνια Αβέρωφ του Σεφέρη με τον Καλογιάννη και τον Yves Montand και το Μιλώ του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον Καλογιάννη.
  • 1971: Ο Μεγάλος Ερωτικός (Νότος 3901 LP-CD), ανάμεσα στα 11 ποιήματα που μελοποίησε ο Μάνος Χατζιδάκις υπάρχει το Με την Πρώτη Σταγόνα της Βροχής του Ελύτη που ερμηνεύει ο Δημήτρης Ψαριανός.
  • 1972: Το Θαλασσινό Τριφύλλι (Lyra 3576 LP-CD), ο Μιχάλης Βιολάρης και η Ρένα Κουμιώτη σε ποιήματα του Ελύτη μελοποιημένα από τον Λίνο Κόκοτο.
  • 1974: Μικρές Κυκλάδες (Lyra 3582 LP-CD), Μίκης Θεοδωράκης και Οδυσσέας Ελύτης με τη Σούλα Μπιρμπίλη.
  • 1974: Αντόνιο Τόρρες Χερέδια (Lyra 3711 LP-CD), ποίηση του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε ελληνική απόδοση Οδυσσέα Ελύτη, μελοποιημένη από τον Γιάννη Γλέζο, με τη Μαρία Δημητριάδη.
  • 1976: Αρχιπέλαγος (ΕΜΙ 70232 LP-CD), τραγούδια με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στο ποίημα του Ελύτη Ανάμεσα Σύρο και Τζια.
  • 1978: Romancero Gitano (Lyra 3730 LP), η Αρλέτα σε 7 ποιήματα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα σε ελληνική απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, και τέσσερα ακόμη τραγούδια του Θεοδωράκη. Στις κιθάρες η Αρλέτα και ο Βασίλης Ρακόπουλος.
  • 1979: Η Ποδηλάτισσα (Lyra 3324 LP-CD), ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη μελοποιημένα από τον Μιχάλη Τρανουδάκη, με την Αφροδίτη Μάνου (πρώτος προσωπικός δίσκος της).
  • 1980: Το Άξιον Εστί (Lyra 13002 LP), στη σουηδική γλώσσα από Σουηδούς εκτελεστές.
  • 1982: Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (Minos 444 LP-CD), μουσική του Δημήτρη Λάγιου, ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Τραγουδούν ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελένη Βιτάλη, ο Νίκος Δημητράτος και η Χορωδία Λαμίας[26].
  • 1983: Σύννεφο, Σύννεφο Πού Πας (Δισκογραφικός Συνεταιρισμός Καλλιτεχνών 04 LP), η μουσική του Μιχάλη Τρανουδάκη και ερμηνεύει η Σοφία Μιχαηλίδου. Υπάρχουν τα ποιήματα του Ελύτη Τελετή και Σπίτι το Ακατοίκητο.
  • 1984: Προσανατολισμοί (Lyra 3374 LP-CD), μουσική Ηλία Ανδριόπουλου, ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (που πρωτοεκδόθηκε το 1939). Τραγουδά η Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Απαγγέλλει η Ρηνιώ Παπανικόλα.
  • 1984: Μαρία Νεφέλη (Auvidis 4462 LP), η Αγγελική Ιονάτου μελοποιεί και τραγουδά Οδυσσέα Ελύτη. Μαζί της ο Σπύρος Σακκάς. Γαλλική έκδοση.
  • 1984: Στην Όχθη της Καρδιάς μου (ΕΝΜ CP968 & Ακτή 469439 LP), 12 τραγούδια με μουσική του Νότη Μαυρουδή. Τα επτά από αυτά είναι ποιήματα των Giuseppe Ungaretti (4), Πωλ Ελυάρ (2) και Pierre Jean Jouve σε ελληνική απόδοση του Οδυσσέα Ελύτη. Τραγουδά ο Γιάννης Σαμσιάρης και παίζει κιθάρα ο συνθέτης.
  • 1985: Ο Χατζιδάκις Παίζει Χατζιδάκι (HMV 401038 LP-CD), όπου ανάμεσα σε άλλα υπάρχουν και τέσσερα τραγούδια από τον Κύκλο με την Κιμωλία με τον Γιώργο Μούτσιο.
  • 1987: Ήχος Β΄ (EMI 170137 LP-CD), οι Δυνάμεις του Αιγαίου στον δεύτερο δίσκο τους μελοποιούν τα ποιήματα του Ελύτη Κόκκινο Άλογο και Σε Μεγάλη Απόσταση.
  • 1988: Το Άξιον Εστί (Minos 735/6 LP-CD) των Μίκη Θεοδωράκη και Οδυσσέα Ελύτη, με τους Γιώργο Νταλάρα, Ανδρέα Κουλουμπή, Νικήτα Τσακίρογλου και τη χορωδία της Έλλης Νικολαΐδου στην ηχογράφηση της συναυλίας στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στις 17 Σεπτεμβρίου 1988.
  • 1989: Το Άξιον Εστί (Motivo 1030 LP), με την παιδική χορωδία του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Μοσχάτου, υπό τη διεύθυνση και διδασκαλία του Δημήτρη Τυπάλδου.
  • 1990: Ρεσιτάλ (Σείριος 89005/6 LP-CD), ο Σπύρος Σακκάς ερμηνεύει, ανάμεσα σε άλλα, έξι ποιήματα του Μπρεχτ από τον Κύκλο με την Κιμωλία, σε ελληνική απόδοση του Ελύτη και με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
  • 1991: Four Song Circles (Musica Viva 88031 LP-CD), η Λίλα Αδαμάκη στις Μυκρές Κυκλάδες (Ελύτης-Θεοδωράκης) για φωνή και πιάνο. Επίσης σε ποιήματα των Γιώργου Σεφέρη και Κωνσταντίνου Καβάφη μελοποιημένα από τους Αργύρη Κουνάδη και Δημήτρη Μητρόπουλο, αντίστοιχα. Στο πιάνο ο Γιάννης Παπαδόπουλος.
  • 1992: Ο Έρωτας (Auvidis 6187 CD), η Αγγελική Ιονάτου ερμηνεύει και γράφει μουσική για ποιήματα του Ελύτη. Γαλλική έκδοση.
  • 1993: Άπονες Εξουσίες (MBI 105/6 LP-CD), διπλός δίσκος με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Περιέχει ζωντανή ηχογράφηση του Άξιον Εστί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μάνο Κατράκη.
  • Η πεντάμορφη στον κήπο, Γιώργος Κουρουπός
  • Η νεροσταγόνα, Θόδωρος Αντωνίου
  • Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Μάνος Χατζιδάκις
  • Ο Ήλιος ο ηλιάτορας, Ζαράνης Πέτρος
  • Ο Αύγουστος, Ζαράνης Πέτρος

Οδυσσέας Ελύτης: Δέκα φορές που τα λόγια του έκαναν τον κόσμο μας λίγο πιο φωτεινό

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Οδυσσέας Ελύτης, ο «ποιητής του φωτός» που με τα λόγια και τους στίχους του έκανε τον κόσμο μας να μοιάζει λίγο πιο φωτεινός…


Σαν σήμερα, στις 18 Μαρτίου 1996, ο «ποιητής του Φωτός και του Αιγαίου,» ο σπουδαίος Οδυσσέας Ελύτης έφυγε από τη ζωή, αφήνοντας πίσω του ένα απέραντο κενό στον χώρο του πολιτισμού και των γραμμάτων.

Με τους στίχους του δόξασε όσο κανείς άλλος την ομορφιά της Ελλάδας. Μάλιστα, «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα» κέρδισε το 1979 βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Τα λόγια του σπουδαίου αυτού ποιητή που μας χάρισε τόσο όμορφες εικόνες και τόση μεγάλη σοφία σε 28 ποιητικές συλλογές και ποιήματα, είναι ακόμα πιο σημαντικά σήμερα, στις δυσκολες στιγμές που ζούμε. Διαβάζοντας Ελύτη, βρισκουμε και πάλι την τόλμη, τη δύναμη, το κουράγιο να συνεχίσουμε για ένα καλύτερο αύριο.

Από την ποιητική συλλογή «Ο μικρός Ναυτίλος» (1985)

Σίγουρα, ένας από τους πιο διάσημους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη: «Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.«

Απόσπασμα από το ποίημα «Μυρίσαι το Άριστον» της ίδιας συλλογής: «Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.«Από την ποιητική συλλογή «Μαρία Νεφέλη» (1978)

«Για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη.«

Απόσπασμα από το ποίημα «Η Ισόβια Στιγμή»
«Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε·
δώσε της διάρκεια· μπορείς!

Ο Οδυσσέας Ελύτης παραλαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο Οδυσσέας Ελύτης παραλαμβάνει το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Από τη μυρωδιά του χόρτου,
από την πύρα του ήλιου πάνω στον ασβέστη,
από το ατέρμονο φιλί,
να βγάλεις έναν αιώνα·»

Από την ομιλία του ποιητή στα βραβεία Νόμπελ (1979)

«Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση και δη στους καιρούς τους πενιχρούς είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’ όλ’ αυτά βρίσκεται στα χέρια μας

Από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη στους Έλληνες της Σουηδίας μετά την απονομή των βραβείων Νόμπελ

«Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι. Είναι οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.»Από την ποιητική συλλογή «Το φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά» (1971)

«Πού να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο: Η άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι.»

Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Ανδρέα Εμπειρίκο στην Άνδρο

Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Ανδρέα Εμπειρίκο στην Άνδρο

Από το δοκίμιο «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (1979)

«Πάρε τη λέξη μου, λέει ο Ανδρέας Εμπειρίκος, δώσε μου το χέρι σου. Μεσα σ’αυτή τη διπλή κίνηση βρίσκεται διατυπωμένη, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία, η αντίληψη που βγάζει από τον άνθρωπο τον ποιητή. Μια συναλλαγή, επιτέλους εκτός εμπορίου. Δίνεις και παίρνεις, χωρίς ούτε να πουλάς ούτε ν’ αγοράζεις. Αν υπάρχει κάτι που να περνάει από χέρι σε χέρι αυτό είναι η ανθρωπιά.»

Από την ποιητική συλλογή «Ήλιος Ο Ηλιάτορας» (1971)

«[…]«Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνον ετούτον αγαπώ!» Με τα μικρά χαμίνια του, καβάλα στα δελφίνια του, με τις κοπέλες τις γυμνές, που καίγονται στις αμμουδιές, με τους λοξάτους πετεινούς, και με τα κουκουρίκου τους!»

«Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε, μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε, κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!»




Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη καλύπτεται από πνευματικά δικαιώματα· για τον λόγο αυτό οι χρήστες της Ανεμόσκαλας δεν έχουν τη δυνατότητα προβολής ολόκληρου του ποιήματος και η αναζήτηση μένει στην ανάσυρση συμφραζομένων σε επίπεδο στίχου (για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις δυνατότητες αναζήτησης, αλλά και τις εκδοτικές αλλαγές, ο χρήστης μπορεί να συμβουλευτεί την ενότητα «Οδηγίες αναζήτησης» από το αριστερό μενού). Πρόκειται δηλαδή για τη διάθεση ενός γλωσσικού εργαλείου, το οποίο λειτουργεί επικουρικά και εκ παραλλήλου με τις στερεότυπες έντυπες εκδόσεις. Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει εδώ στην ενότητα «Για τη ζωή και το έργο του» για να παρακολουθήσει την εξέλιξή του βίου και της ποιητικής του.



Η στερεότυπη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του Ελύτη συγκροτήθηκε με δική του φροντίδα και κυκλοφόρησε μεταθανάτια (Ποίηση, Αθήνα: Ίκαρος, 2005). Εκτός συγκεντρωτικής έκδοσης έμεινε με επιλογή του ποιητή η συλλογή Καλωσύνη στις Λυκοποριές (1947, α΄ αυτοτελής έκδ. 1977), η ημιτελής σύνθεση Αλβανιάδα καθώς και μη αυτοτελείς δημοσιεύσεις. Το γλωσσικό εργαλείο της Ανεμόσκαλας για την ad hoc δημιουργίας (μη λημματοποιημένων) καταλόγων λεκτικών τυπών (σύμφωνα με τις εκδοτικές αρχές του προγράμματος και με διόρθωση παροραμάτων) στα συμφραζόμενά τους αντλεί από όσες συλλογές του Ελύτη εκδόθηκαν αυτοτελώς εν ζωή και περιλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση: 1940 Προσανατολισμοί / 1943 Ήλιος ο πρώτος / 1945 Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας/ 1959 Το άξιον εστί / 1960 Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό /1971 Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά / 1971 Ο ήλιος ο ηλιάτορας/ 1971 Το μονόγραμμα / 1972 Τα ρω του έρωτα / 1974 Τα ετεροθαλή / 1978 Μαρία Νεφέλη / 1982 Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας / 1984 Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου / 1985 Ο μικρός ναυτίλος / 1991 Τα ελεγεία της οξώπετρας / 1995 Δυτικά της λύπης. Επιπλέον, η έντυπη στερεότυπη συγκεντρωτική έκδοση περιλαμβάνει το ανέκδοτο εν ζωή σύνθεμα Εκ του πλησίον, σε φροντίδα της Ιουλίτας Ηλιοπούλου και με επιμέλεια (όπως και ολόκληρης της έκδοσης) του Γ. Χάρη. Στο ψηφιακό σώμα της Ανεμόσκαλας οι λεκτικοί τύποι αυτής της μεταθανάτιας συλλογής είναι επίσης αναζητήσιμοι, σύμφωνα με την τυπογραφική διάταξη των στίχων της συλλογής στη συγκεντρωτική έκδοση (καθώς σε κάποια σημεία η τελευταία αυτή μορφή διαφέρει σιωπηρά από την 1η αυτοτελή έκδοση του 1998). Ο αναγνώστης μπορεί να δει τους τίτλους των συλλογών που περιλαμβάνει το corpus από την επιλογή πάνω δεξιά «Το ποιητικό του έργο», χωρίς πάλι να έχει πρόσβαση στα ίδια τα ποιήματα.

Η ορθογραφία και η στίξη ακολουθεί την τελευταία, συγκεντρωτική, έκδοση, η οποία ωστόσο δεν είναι στιχαριθμημένη. Η στιχαρίθμηση που ακολουθείται εδώ πρέπει να θεωρηθεί συμβατική, ενώ για τα πεζά ποιήματα η παραπομπή γίνεται σε επίπεδο ποιήματος ή παραγράφου. Για τεχνικούς λόγους, οι σειρές ποιημάτων Του ΑιγαίουΕπτά Νυχτερινά ΤετράστιχαΑιθρίες κλπ. της συλλογής Προσανατολισμοί, στιχαριθμούνται ενιαία. Σημειώνουμε επιπλέον πως στη συλλογή Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου ως τίτλοι καταλογογραφούνται οι εγγραφές ημερομηνίας (ακολουθώντας τη λύση της αγγλικής μετάφρασης της συλλογής), ενώ το προλογικό ποίημα που τυπώνεται σε θέση προμετωπίδας, εντάσσεται, για διευκόλυνση του χρήστη, ως ποίημα κανονικά στον συμφραστικό πίνακα. Τέλος, σύμφωνα με τις εκδοτικές συμβάσεις του συγκεκριμένου σώματος κειμένων τα αρχαία ελληνικά παραθέματα πολυτονίζονται, ωστόσο τα αρχαιότροπα ποιήματα του Μικρού ναυτίλου ή όσα μιμούνται την εκκλησιαστική γλώσσα με παπαδιαμαντικούς απόηχους, μεταγράφονται στο μονοτονικό.

https://www.tovima.gr/2021/11/02/culture/san-simera-gennithike-o-nompelistas-poiitis-odysseas-elytis/

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης

Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες. Τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979. Αποτέλεσε ένα από τα επίλεκτα μέλη της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν ο μικρότερος από τα […]


Σαν σήμερα γεννήθηκε ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης | tovima.gr

Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες. Τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979. Αποτέλεσε ένα από τα επίλεκτα μέλη της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του Λέσβιου επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της συμπατριώτισσάς του Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του εγκαταστάθηκε το 1895 στο Ηράκλειο, όπου ίδρυσε εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας, και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη μητέρα του.

Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914, ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης μεταφέρει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Αθήνα και εγκαθίσταται με την οικογένειά του στην οδό Σόλωνος 98α. Σε ηλικία έξι ετών ο Οδυσσέας εγγράφεται στο ιδιωτικό Λύκειο Μακρή, που βρισκόταν τότε στην οδό Ιπποκράτους. Το 1918 πεθαίνει η μεγαλύτερη αδελφή του Μυρσίνη, σε μόλις ηλικία 20 ετών. Το 1923, ένα έτος μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια Αλεπουδέλη ταξιδεύει στο εξωτερικό, στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία, τη Γιουγκοσλαβία. Το 1924 θα γνωρίσει στη Λωζάνη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που αποτελούσε το πολιτικό ίνδαλμα της οικογένειάς του.

Το φθινόπωρο του 1924 μετεγγράφεται στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών . Τον επόμενο χρόνο ο πατέρας του φεύγει από τη ζωή.

Στα μαθητικά του χρόνια συνεργάζεται με το περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, διαβάζει ελληνική και γαλλική λογοτεχνία και το 1927 έρχεται σε επαφή με την ποίηση του Καβάφη. Το 1928 παίρνει το απολυτήριο Γυμνασίου και γνωρίζει την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη. Όλα αυτά τα χρόνια ο Οδυσσέας επισκεπτόταν σχεδόν κάθε καλοκαίρι κάποιο από τα νησιά του Αιγαίου, γεγονός που θα επηρεάσει το λυρικό υπόστρωμα της ποίησής του.

Το 1929 ανακαλύπτει τον σουρεαλισμό και διαβάζει Λόρκα και Ελιάρ. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα και τα στέλνει με ψευδώνυμο σε περιοδικά. Το 1930 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και η οικογένειά του μετακομίζει στην οδό Μοσχονησίων 146, στην Πλατεία Αμερικής. Το 1933 γίνεται μέλος της Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου και συμμετέχει σε εκδηλώσεις και συζητήσεις με τους Ιωάννη Συκουτρή, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Παναγιώτη Κανελλόπουλο και Κωνσταντίνο Τσάτσο.

Το 1935 θα γνωρίσει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο και τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου. Τον ίδιο χρόνο, ο φίλος και ομότεχνός του Γιώργος Σαραντάρης τον φέρνει σε επαφή με τη λογοτεχνική συντροφιά, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα. Την αποτελούσαν, μεταξύ άλλων, οι Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Γιώργος Κατσίμπαλης και Ανδρέας Καραντώνης. Στα Νέα Γράμματα θα δημοσιευτεί το πρώτο του δόκιμο ποίημα με τίτλο Του Αγαίου, με την υπογραφή: Ελύτης.

Το 1936 γνωρίζεται με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο με τον οποίον θα τον συνδέσει μια μακρόχρονη και στενή φιλία. Στην παρέα τους εντάσσονται οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιάννης Μόραλης, καθώς και ο ποιητής Νίκος Καρύδης, δημιουργός του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, ο οποίος θα εκδώσει τα περισσότερα από τα βιβλία του Ελύτη. Τον ίδιο χρόνο θα διακόψει τις σπουδές του στη Νομική και θα στρατευθεί. Θα απολυθεί ως έφεδρος αξιωματικός το 1938.

Τον Δεκέμβριο του 1939,  στον Β’ Παγκόσμιο, θα εκδώσει σε 300 αντίτυπα την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Προσανατολισμοί.  Το 1940 ο Σάμουελ Μπο-Μποβί μεταφράζει τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη στα 

γαλλικά. 

Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και ο χειμώνας του ’40, τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή του πυρός. Τον Δεκέμβριο του 1940 προωθείται με το λόχο του εντός του αλβανικού εδάφους. Στις αρχές του 1941 παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Καταφέρνει να διαφύγει τον κίνδυνο και μεταφέρεται στην Αθήνα. Η μακριά του ανάρρωση συμπίπτει με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την Κατοχή.

Το 1943 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, μια αλληγορική αντίσταση μέσα στην Κατοχή, καμουφλαρισμένη σε μια υπερρεαλιστική φόρμα, όπως η Αμοργός του Γκάτσου και ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, που κυκλοφορούν την ίδια χρονιά.

Το 1945 συνεργάζεται με το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο. Δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων του Λόρκα κι ένα δικό του έργο, την ελεγεία Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Την ίδια χρονιά, με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη, τοποθετείται διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), θέση από την οποία παραιτείται μετά από λίγο. Την περίοδο αυτή ασχολείται με τη ζωγραφική, που ήταν μια παλιά του απασχόληση, συμπληρωματική της ποίησης του.

Το 1948 στον Εμφύλιο Πόλεμο, φεύγει για την Ελβετία και από εκεί για το Παρίσι, όπου εγκαθίσταται. Εκεί γνωρίζεται με την πρωτοπορία της γαλλικής διανόησης (Μπρετόν, Ελιάρ, Τζαρά, Καμί) και έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως οι Πικάσο, Ματίς, Σαγκάλ και Τζιακομέτι. Το 1950 επισκέπτεται την Ισπανία και στο τέλος του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου συνεργάζεται με το BBC.

Το 1952 επιστρέφει στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο επανακάμπτει στο ΕΙΡ ως διευθυντής προγράμματος, θέση που θα κρατήσει για ένα μονάχα χρόνο. Το 1959 κυκλοφορεί το Άξιον Εστί, μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο αυτό του Ελύτη θα γνωρίσει πλατιά αναγνώριση και θα γίνει «κτήμα του Λαού», όταν θα μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1964.


Το 1967 το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου τον βρίσκει να μεταφράζει αποσπάσματα της Σαπφούς, στη νέα του κατοικία επί της οδού Σκουφά 23. Το 1969 φεύγει για δεύτερη φορά από την Ελλάδα και εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει έως το 1971, οπότε επιστρέφει οριστικά στην Ελλάδα. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίζεται πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 – 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας, ο Ελύτης αρνείται, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνείται, επίσης, την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.

Στις 18 Οκτωβρίου του 1979 η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία». Στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας επισημαίνεται ότι το Άξιον Εστί αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου1979 στη Στοκχόλμη, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο.

Τα επόμενα χρόνια ο Ελύτης ασχολείται με σημαντικές εκδόσεις έργων του στην ποίηση, το δοκίμιο και τη μετάφραση. Οι διακρίσεις και οι τιμές για το έργο του, εντός και εκτός της Ελλάδας, θα συνεχιστούν. Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα φύγει από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 85 ετών.

https://tvxs.gr

Οδυσσέας Ελύτης: Ο ποιητής της δικής μας μοίρας

Σαν σήμερα το 1979 η Σουηδική Ακαδημία βραβεύει με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Έλληνα ποιητή που έζησε και δημιούργησε με τη δύναμη του φωτός και την ανοιχτοσύνη της θάλασσας.

Τα πάντα είναι σώμα, τα πάντα είναι φως. Η ιδανική ίσως απάντηση του Οδυσσέα Ελύτη στον ζοφερό 20ό αιώνα, τον οποίο έζησε σχεδόν σε όλη τη διάρκειά του, από τις 2 Νοεμβρίου του 1911 μέχρι τις 18 Μαρτίου του 1996, επιβεβαιώνοντας περίτρανα με τη ζωή και το έργο του πως είναι ο ποιητής της δικής μας μοίρας. Όχι αυτής που ευαγγελίζεται αφελώς την αισιοδοξία αλλά αυτής που είναι ορισμένη να βλέπει ψηλά όταν όλα σημαίνουν το αντίθετο.

 

Όπως και τώρα, που η δύσκολη στιγμή της Ιστορίας μάς καλεί και πάλι να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, γνωρίζοντας πως είμαστε καταδικασμένοι να ανιχνεύουμε μόνοι μας το σθένος της κατάφασης και να βρίσκουμε εκ νέου τα «κλεισμένα λόγια που έμειναν μέσ' στους φλοιούς των ελπίδων, στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας  -τα κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμά τους κι έγιναν Υπερηφάνειες».


Κάπως έτσι έζησε και ο ίδιος, με μια περηφάνια που πήγαζε από τη δική του αρχή ζωής, που είχε ως βασικά υλικά τη δύναμη του φωτός και την ανοιχτοσύνη της θάλασσας.

 

Με καταγωγή από την πατρίδα του Αλκαίου και της Σαπφώς, ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά, ιδιοκτητών μιας επιχείρησης γνωστής για τα εμβληματικά σαπούνια Μασσαλίας με σήμα την άγκυρα, που εξακολουθούν να κυκλοφορούν.

 

Το Ηράκλειο, όμως, όπου είχε ουσιαστικά την έδρα των επιχειρήσεών της η βενιζελικών πεποιθήσεων οικογένεια δεν βοηθάει ώστε να μπορέσουν να λάβουν τα πάντοτε φιλομαθή τέκνα την απαραίτητη εκπαίδευση κι έτσι το 1914 μετακομίζουν όλοι μαζί στην Αθήνα, όπου ο μικρός Οδυσσέας Αλεπουδέλης ξεκινάει τη φοίτησή του στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή, έχοντας ως δασκάλους τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή. Διαβάζει ασταμάτητα ό,τι πέσει στα χέρια του και ξοδεύει όλο του το χαρτζιλίκι σε λογοτεχνικά περιοδικά και βιβλία. Τον χειμώνα περνάει αμέτρητες ώρες στο νεοκλασικό όπου εξελίσσονται σκηνές που φέρνουν εύλογα στον νου εικόνες από τον «Τρελαντώνη» της Πηνελόπης Δέλτα, ενώ το καλοκαίρι επισκέπτεται μαζί με την οικογένεια τα γειτονικά νησιά.

 

Ο έρωτας δεν είναι μόνο ανέφικτος και πένθιμος, όπως στο «Μονόγραμμα», οργιαστικός όπως στους «Προσανατολισμούς», ελεύθερος όπως στα «Ρω του Έρωτα», αλλά έφτανε να διαποτίσει όλες τις εκφάνσεις του βίου και να γίνει ένα μικρό μπουμπούκι απ' όπου ανθίζει ολάκερη η ύπαρξη, ένα βλαστάρι που παραμένει ζωντανό μέχρι τέλους.


Εκείνα τα καλοκαίρια, στις λατρεμένες του Σπέτσες αρχίζει να παρατηρεί τις απτές λεπτομέρειες που θα αποτελέσουν τα πρώτα υλικά του απέραντου ποιητικού του σύμπαντος: την πορεία του ανέμου, την ελευθερία των καραβιών, τη φυσική επιβολή του τιμονιέρη.

 

«Ο τρόπος που είδε ο Ικτίνος ανάμεσα σε δύο σημεία στον Παρθενώνα είναι η ίδια που είδε ένας τιμονιέρης που κυβερνάει τη βάρκα του στις εναντιώσεις των καιρών, βρίσκοντας την ακριβή γραμμή για να ισορροπήσει» θα πει αργότερα ο ίδιος στην κάμερα του Γιώργου Σγουράκη, εξηγώντας την απλή αισθητική γεωμετρία που τον καθόρισε από τότε, από εκείνες τις παρατηρήσεις του στα καρνάγια. Η μη ευκλείδεια γεωμετρία ή, μάλλον, η δική του αρχιτεκτονική των αισθήσεων μαρτυρά μια εξέγερση πιο σωματική και μάλλον πιο υπόγεια, που διακηρύσσει τη δύναμη της ελευθερίας.


O Οδυσσέας Ελύτης σε παιδική ηλικία.
Η εξέγερση του Οδυσσέα Ελύτη, ωστόσο, είναι καθολική, κόντρα σε όλα τα πεδία της δοκησισοφίας: απορρίπτει από νωρίς τους savants, τους υπερασπιστές της κατασκευασμένης γνώμης και οδεύει στη διαμόρφωση των δικών του αρχετύπων.

 

Παρότι περνάει, ύστερα από πίεση των γονιών του, με επιτυχία στο Χημικό, δεν είναι από τους μαθητές που κοκορεύονται για τα αριστεία τους. Ήδη από το γυμνάσιο πιο σημαντικός από τους βαθμούς του σχολείου είναι για εκείνον ο διάλογος με τον ιδανικό του αναγνώστη, έτσι έπαιρνε ενεργά μέρος σε διάφορους ποιητικούς διαγωνισμούς και δημοσίευε μικρά κείμενα στο περιοδικό Η διάπλασις των παίδων. Το περιπαικτικό σθένος του νεαρού ποιητή απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή επιβολής ή κατεύθυνσης φαινόταν από τότε και σύντομα βρήκε τη δική του εκφραστική άκρη στα ειρωνικά ποιήματα του Πολ Ελιάρ που διάβαζε και μετέφραζε με μανία, ακόμα και στην ειρωνεία του δικού μας Κ.Π. Καβάφη.

 

Παρότι οι περισσότεροι μελετητές θέλουν την ποίηση του Ελύτη να βρίσκεται στον αντίποδα του Καβάφη και κοντά σ' εκείνην του Σολωμού, ο ίδιος δεν αρνήθηκε ποτέ την επιρροή του σπουδαίου Αλεξανδρινού, ειδικά όσον αφορά το δηκτικό του σθένος. Ωστόσο πρόκειται για μια ειρωνεία όχι ειδολογική αλλά οντολογική, που απορρέει από τη διαπίστωση ότι το μεγαλείο της ύπαρξης κρύβεται στην ελάχιστη λεπτομέρεια και όχι στην ιδέα. Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας έχει πολλά να δείξει για τη δική μας στάση ζωής, βγαλμένη από την καθημερινότητα που φτάνει να γίνει δοξαστική και να μεταμορφωθεί σε ποίηση.

 

«Η ποιητική ματιά κατοχυρώνει την παρουσία ενός κόσμου διαφορετικού. Του γνωστού κόσμου που καταλύει τη μοναξιά των στοιχείων, ειρηνεύει τους εχθρικούς πληθυσμούς, υψώνει τις σημαίες στο ύψος της μίας και μόνης σημαίας όλων των ανθρώπων» γράφει ο ίδιος στα Ανοιχτά Χαρτιά, τα αυτοβιογραφικά κείμενα που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ίκαρος, όπως και όλο το έργο του Ελύτη.

 

Κάπως έτσι μας θέλει να είμαστε όλοι με έναν νέο τρόπο, πιο συμπαντικό, και να ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο, αρκεί να αλλάξουμε απλώς το βλέμμα. Σεμνοί και περήφανοι μαζί. Αγέρωχοι και γοητευτικά αυθάδεις, όπως εκείνα τα ανώνυμα κορίτσια που του άρεσε να παρατηρεί καθώς λοξοδρομούσαν, οι ανώνυμες εκδοχές της Μαρίας Νεφέλης, τις οποίες κατέγραφε μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ως καθημερινές του μούσες.

 

Ο τελευταίος ήταν αυτός που τον έβαλε στη διαρκή αναζήτηση του έρωτα και της ελευθερίας, που έφτασαν να απεικονίζονται ως ένα ατελεύτητο πεδίο αθωότητας και έγιναν το σήμα κατατεθέν τους.

 

Οδυσσέας Ελύτης: Ο ποιητής της δικής μας μοίρας
Η γνωριμία με τον Eμπειρίκο, τον κατεξοχήν ποιητή του υπερρεαλισμού το 1935, θα σταθεί καταλυτική για τον Ελύτη. Εδώ τους βλέπουμε μαζί στην Άνδρο.
 
 


Η γνωριμία με τον κατεξοχήν ποιητή του υπερρεαλισμού το 1935, όπως και εκείνη με τον Γιώργο Σεφέρη, θα σταθεί καταλυτική για τον Ελύτη. Θα γράψει, μάλιστα, γι' αυτόν ότι είναι ένας «μεγάλος, αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα· το έργο του, κάθε καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα», το μόνο ίσως που μπορεί να κρατήσει μακριά τα σύννεφα ενός επικείμενου πολέμου.

 

Όσο για το αθλητικό μέρος, αυτό δεν είναι μόνο συμβολικό και δεν αφορά αποκλειστικά τον Εμπειρικό. Μάλλον πηγάζει από την άγνωστη, πλην όμως επιμελή ενασχόληση του νεαρού Οδυσσέα με τον αθλητισμό, η οποία τον έκανε να είναι από τους πρώτους πιστούς οπαδούς της ορειβασίας στην Ελλάδα.

 

Αυτός ήταν ενδεχομένως ο δικός του τρόπος να αντιμετωπίσει το πένθος: το 1918 έχασε την αδελφή του Μυρσίνη από την επιδημία της ισπανικής γρίπης και το 1925 τον πατέρα του. Δύο χρόνια αργότερα θα αρρώσταινε και ο ίδιος σοβαρά από μια σπάνια αδενοπάθεια που θα τον απέτρεπε από τη σωματική άσκηση – τότε ήταν που πρόβαλε ως σανίδα σωτηρίας η λογοτεχνία. Μαζί και η ανάγκη και η φιλοδοξία να αναζητήσει τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών, γράφοντας, δημοσιεύοντας, κάνοντας την ποίηση άμεση προτεραιότητά του.

 

«Αν υπάρχει, συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας διαφορετικός, προσωπικός παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρέπει να είναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τα ασημώνει ο άνεμος, καθώς λεύκες, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους είχε αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά και να λένε "έρωτας", έρωτας, έρωτας».

 

Οδυσσέας Ελύτης: Ο ποιητής της δικής μας μοίρας
Ο Οδυσσέας Ελύτης με τη Μαρίνα Καραγάτση, φωτογραφημένοι από τον Ανδρέα Εμπειρίκο το 1955.
Οδυσσέας Ελύτης: Ο ποιητής της δικής μας μοίρας
O Οδυσσέας Ελύτης με την Ιουλίτα.
 


Η ερωτική μαγεία ήταν τρόπος και στόχος ζωής, η ποίηση η άμεση έκφρασή του. Αποκτούσε όλες τις δυνατές μορφές: έτσι ο έρωτας δεν είναι μόνο ανέφικτος και πένθιμος όπως στο «Μονόγραμμα», οργιαστικός όπως στους «Προσανατολισμούς», ελεύθερος όπως στα «Ρω του Έρωτα» αλλά έφτανε να διαποτίσει όλες τις εκφάνσεις του βίου και να γίνει ένα μικρό μπουμπούκι απ' όπου ανθίζει ολάκερη η ύπαρξη, ένα βλαστάρι που παραμένει ζωντανό μέχρι τέλους.

 

Απόδειξη όχι μόνο η ποίηση αλλά και ο ίδιος, που την ενσαρκώνει στο απόλυτο: ερωτεύτηκε παράφορα τη Μαρία, τη χώρα του την Ελλάδα, την Ιουλίτα. Κάπως έτσι εξηγείται και το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο που ξεκινάει από το Ελ, που αντιστοιχούσε, όπως έλεγε ο ίδιος, σε αγαπημένες του λέξεις (Ελλάδα, ελευθερία και Ελένη) και καταλήγει στο αρχαιοπρεπές -της. Με αυτό το όνομα ο Ελύτης θα διαμορφώσει το όραμα για έναν άλλο κόσμο, πιο ελπιδοφόρο, που θα κάνει ένα «άλμα πέρα από τη φθορά», αλλά θα γνωρίζει καλά την άλλη όψη, αυτή του τραγικού και του πένθους.

 

Η κατάφαση στον Ελύτη μοιάζει, άλλωστε, να είναι μια στάση σχεδόν ηθική, έχει ως αφορμές τη Σαπφώ και τον Ηράκλειτο και τοποθετείται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από αυτό του πικρόχολου πεσιμισμού της εποχής του. Η διαφορά αυτή αναδεικνύεται υπέροχα στον πλατωνικό «Φαίδρο», που γίνεται προσωπικός του οδοδείκτης, αλλά και στις απλές αχτίδες φωτός που συνυπάρχουν στην ίδια πάντα αναλογία με το ηρωικό σθένος στον Σολωμό.

 

Ως εκ τούτου, το φως που κυριαρχεί παντού δεν είναι παρά η αναγκαστική απάντηση στον θάνατο. Είναι η δική του μορφή αντίστασης, ο δικός του τρόπος να Είναι: «Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου με επέστρεψε στον ήλιο / Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος».

 

Ο Οδυσσέας Ελύτης θα ζήσει όλες τις ζοφερές εικόνες του πολέμου και αυτές θα τον ακολουθούν και θα τον στοιχειώνουν ακόμα και όταν θα αναχωρήσει για το Παρίσι, το κέντρο του λόγου και των τεχνών, στο ξέσπασμα του δικού μας Εμφυλίου. Στην πόλη του φωτός θα γνωρίσει τον Καμί, θα κάνει στενή παρέα με τον Ζουάν Μιρό, τον Τριστάν Τζάρα αλλά και τον Πάμπλο Πικάσο, στον οποίον θα αφιερώσει το κείμενο «Ωδή στον Πικάσο». Ο ελληνικός του οίστρος θα μετατραπεί έτσι σε έναν ζείδωρο κοσμοπολιτισμό και ο ίδιος θα γίνει δανδής, θα αποκτήσει αίφνης μια πιο αισθαντική αντίληψη των πραγμάτων και θα αρχίσει να αμφιβάλει για τα μέχρι τότε κείμενά του.

 

Ταξιδεύει στην Ισπανία, καταγράφει επιρροές, ερωτεύεται. Είναι η περίοδος της προσωπικής εμπειρίας αλλά και της πεποίθησης ότι ο ελληνικός του κόσμος, που φτιάχτηκε από τα υλικά της δικής του μυσταγωγίας, των παγανιστικών αρχαίων μυστηρίων και της Ορθοδοξίας, μπορεί να γίνει οδοδείκτης για μια νέα μορφή ποίησης πέρα από τα σύνορα.

 

Πρώτο υλικό όμως, όπως πάντα, έχει το βίωμα: είναι γνωστό ότι ο Ελύτης είχε καταταγεί ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Α' Σώματος Στρατού και τον άγριο, παγωμένο Δεκέμβρη του '40 είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή. Η δική του δαντική κόλαση ήταν, επομένως, φτιαγμένη με αυτούς τους νεκρούς αλλά και τους συμπολεμιστές του, που ήταν γεμάτοι με τραύματα, εκτεθειμένοι στις αρρώστιες και στις ψείρες – περιγραφές που πλαισιώνουν την υψηλή ποίηση του «Άξιον Εστί» και έχουν μείνει στη συνείδηση όλων (ειδικά μέσα από τη μελοποιημένη εκδοχή και την αφήγηση του Μάνου Κατράκη).

 

00:00
-02:35
 

«Άξιον Εστί - Η Μεγάλη Έξοδος» - Μάνος Κατράκης


Το «Άξιον Εστί», το κατεξοχήν αριστούργημά του, είναι μια μεγάλη προσευχή, φτιαγμένη τη μέρα της σταύρωσης, μια ποιητική δέηση για τη χώρα του, ένας επίγειος μεταφυσικός ύμνος. Είναι φτιαγμένο από τις διάσπαρτες εικόνες που γεννήθηκαν μέσα από την εμπειρία του στον πόλεμο και τον στοίχειωναν για χρόνια.

 

Όπως θα γράψει ο ίδιος: «Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατέτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά, αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου». Ήταν τότε που τον πορφύρωσαν τα αίματα της αγάπης και τον σκίασαν χαρές ανίδωτες σε αυτήν τη μοναδική, δική του Αποκάλυψη, όπου ανέλαβε τον ρόλο του ποιητή-προφήτη. Παράδεισος, γη, κόλαση, το ένα πλάι στο άλλο. Ένα ατέρμονο πεδίο άντλησης μεταφορών, ένα θέατρο όπου ο Ελύτης έστησε την πιο όμορφη παράσταση σε μικρή κλίμακα και με μόνιμο πρωταγωνιστή την Ελλάδα.

 

Εκεί αποτυπώθηκε ιδανικά και η πρωτότυπη γλώσσα του μέσα από λέξεις που έμοιαζαν αφημένες στον αέρα και λουσμένες στο φως. Χωρίς να διατυμπανίζουν τίποτα, γίνονταν καθολικές, άθελά τους – μεταφυσικές μέσα στη ρεαλιστική τους αυτοτέλεια. «Ποίηση», όπως έλεγε και ένας αφοσιωμένος μελετητής του ποιητή σαν τον Ευγένιο Αρανίτση, «για τον Ελύτη είναι το πέραν της θέασης, η δόνηση μιας απόλυτα αρμονικής στιγμής στην απειροελάχιστη διάρκεια της οποίας ο κήπος καθρεφτίζεται μέσα μας».


Όντως, έτσι είναι. Σάμπως αυτοί οι αόρατοι θεοί της ποίησης να τον εξουσιοδότησαν από μόνοι τους να παραλάβει το βραβείο Νόμπελ το 1979 «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα», όπως έγραφε στο σκεπτικό της η Σουηδική Ακαδημία.

 

Και είναι αυτός ακριβώς ο αγώνας που τον κράτησε ζωντανό και όρθιο μέχρι τέλους. Σε μια συνομιλία με τον καλό του φίλο Μάνο Χατζιδάκι, την οποία μετέφερε ο γιος του Μάνου, ο Ελύτης, σε μια στιγμή απελπισίας, του απηύθυνε το κρίσιμο ερώτημα, «Γιατί τα κάναμε όλα αυτά; Τι νόημα έχει που δουλέψαμε;», για να λάβει την απάντηση: «Οδυσσέα, μην ανησυχείς, για εμάς και τους φίλους μας τα κάναμε. Άλλωστε, η Ελλάδα υπάρχει μόνο στα όνειρά μας».

 

Ακόμα κι έτσι, ακόμα και αν αμφότεροι έφτιαξαν μια Ελλάδα όπου όλοι ζούμε μονάχα στα όνειρά μας, όπου επικρατούν οι εύπλαστες δυνάμεις του αισθήματος και η απέραντη απλότητα, το παιχνίδι έχει κερδηθεί. Αυτός είναι ο ελυτικός μας πλούτος, η απάντηση στον ζόφο και στο τίποτα: «Μ' ένα τίποτα έζησα / Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε  /Σ' ενός περάσματος αέρα / ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου». Αυτό το τίποτα είναι πραγματικά το παν.



/news/prosopa/odysseas-elytis-o-poiitis-toy-yperrealismoyhttps://www.ertnews.gr/anadromes/o-poiitis-ilias-gkris-stin-ert-o-odysseas-elytis-metoysiose-me-spania-dexiotita-to-elliniko-ithos/

https://newseo.gr/odyseas-elytis-viografia/αποφθέγματα


«Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις - Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία» Οδυσσέας Ελύτης  (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996)

Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους, κατά πολλούς ο σπουδαιότερος Έλληνας ποιητής. Το έργο του Οδυσσέα Ελύτη (πραγματικό όνομα: Οδυσσέας Αλεπουδέλης), για το οποίο τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979, αποτελεί ένα μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο της ποίησης. Ο «ποιητής του φωτός» ήταν ένα από τα επίλεκτα μέλη και τελευταίους εκπροσώπους της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η ροπή του τόσο προς την ελληνική παράδοση όσο και προς τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό τον οδήγησαν να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ύφος, λυρικό αλλά και εθνικό ταυτόχρονα. Τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Ελύτη είναι ο πλούτος της γλώσσας, η διεισδυτική του αντίληψη για τον κόσμο, η πολυσημία των λέξεων και η σημασία τους. Ο Ελύτης δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολιτικός ποιητής. Σπάνια εξέφραζε πολιτικές αλληγορίες μέσα από τα ποιήματά του. Συνήθως απείχε από την πολιτική, τα κόμματα και τις ιδεολογίες και στα ποιήματά του εκφράζονται κυρίως η αγάπη για τον ελληνισμό και την παράδοση.

Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 85 ετών, όμως κληροδότησε στις επόμενες γενιές μια τεράστια παρακαταθήκη λογοτεχνικών έργων, κάποια εκ των οποίων έχουν μελοποιηθεί από εξαίρετους συνθέτες. Είναι γνωστός και ως ο ποιητής του Αιγαίου.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα ήταν ο μικρότερος από τα έξι παιδιά του επιχειρηματία Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά, που είχαν  εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας στο Ηράκλειο. Το 1914 η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ξεκινά τη φοίτηση του στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή.

Το 1928 έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη λογοτεχνία και δημιουργεί μια σχέση αγάπης κι εξάρτησης μαζί της χωρίς ποτέ να την προδώσει. Το 1930 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών και γρήγορα γοητεύεται από την ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου. Παράλληλα, την ίδια περίοδο ανακαλύπτει το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία και τον έκαναν να παραδεχτεί τις δυνατότητες που παρουσίαζε η λυρική ποίηση.

Σημαντική στιγμή για την εξέλιξη της ποίησης του Ελύτη είναι το 1935 όταν γνωρίζει τον Αντρέα Εμπειρίκο, που του χαράζει και τον δρόμο του υπερρεαλισμού. O Ελύτης ψάχνει το νέο όραμα στην ποίηση, «την Μεγάλη Ιδέα», την ανανέωση, την αλλαγή και γίνεται μέσα από το έργο και την ζωή του ρομαντικός επαναστάτης. Μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο, γνωρίζουν τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα. Περνούν πολλές ώρες μιλώντας για την ποίηση, για τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα και γράφουν ποιήματα μαζί.

Ο ποιητής του Αιγαίου

Η πρώτη του εμφάνιση ως ποιητής μέσω του περιοδικού «Νέα Γράμματα» έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, παρά τις ποικίλες αντιδράσεις που προκάλεσε. Ο ποιητικός του λόγος είναι εντελώς καινούργιος και τα θέματά του, ο ήλιος, η θάλασσα, το Αιγαίο, η νεότητα, κάνουν τους αναγνώστες του να βλέπουν με μια νέα ματιά το ελληνικό τοπίο και την ίδια τη ζωή.

Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με τον Νίκο Γκάτσο και τον Γιώργο Σεφέρη, που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης» στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε τη νομική και, μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Προσανατολισμοί». Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του στα γαλλικά από τον Σαμουέλ Μπω Μποβύ.

Με το ξέσπασμα του πολέμου υπηρέτησε ως υπολοχαγός, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας παρέμεινε ενεργός, εκδίδοντας επιτυχημένες ποιητικές συλλογές και δοκίμια για τη σύγχρονη ποίηση και άλλα καλλιτεχνικά ζητήματα.

Το Νοέμβριο του 1943, εκδίδεται η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.

Το 1948 ξεσπά στην Ελλάδα εμφύλιος πόλεμος και μετακομίζει στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και είχε την είχε ευκαιρία να γνωριστεί με γάλλους ποιητές ζωγράφους και διανοούμενους, όπως ο Αντρέ Μπρετόν,ο Ελυάρ, ο Αλμπέρ Καμύ και ο Μιρό και να έρθει σε επαφή με τους αισθητικούς προβληματισμούς της εποχής. Γράφει συνέχεια χωρίς να δημοσιεύει τίποτα γιατί δεν τον ικανοποιούν τα έργα του. Όταν φύγει από την Γαλλία σχίζει καθετί που έχει που έχει γράψει.

Το 1952 επιστρέφει στην Ελλάδα και αναλαμβάνει διευθυντής του ΕΙΡ . Το 1959 είναι χρονιά ορόσημο για τον ποιητή, καθώς γράφει το αριστούργημά του «Ἀξιον Ἐστί», το «κτήμα του λαού» (όπως χαρακτηρίστηκε), ένα έργο που μελοποιήθηκε από τον Μ.Θεοδωράκη και 20 χρόνια μετά έμελλε να του χαρίσει το Νόμπελ λογοτεχνίας. Λίγους μήνες αργότερα τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. 

Πώς γεννήθηκε το Άξιον Εστί;

Ο ίδιος ο Οδυσσέας Ελύτης είχε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξη για το  πως έγραψε το «Άξιον Εστί»: «Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα…

Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!… Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.

Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά – σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.

Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Αξιον Εστί».

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας

 

Ο Ελύτης την περίοδο 1969, αφού μεταφράσει έργα της Σαπφώ, φεύγει για το Παρίσι. Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1971. Στα χρόνια της χούντας, προτίμησε να μιλήσει μέσα από το έργο του όπως ο «Ήλιος ο Ηλιάτορας» και το «Το φωτόδεντρο». Εκείνη την εποχή έγραψε και ένα από τα πιο ερωτικά ποιήματα, το «Μονόγραμμα». Η χούντα πέφτει (1974) και λίγο μετά αναλαμβάνει πρόεδρος του ΕΙΡ και μέλος του Δ.Σ του Εθνικού Θεάτρου. Στις 18 Οκτωβρίου 1979 η σουηδική ακαδημία ανακοινώνει ότι ο Ελύτης είναι υποψήφιος για το Νόμπελ λογοτεχνίας, «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα» σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης.

Ο Ελύτης δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ, καθώς προτάθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος. Υπάρχουν μάλιστα φήμες που υποστηρίζουν ότι η πρόθεση της σουηδικής ακαδημίας ήταν να απονείμει το Νόμπελ και στους δύο, γι’ αυτό και έστειλε στην Ελλάδα το φιλόλογο Ίνγκεμαρ Ρέντιν. Ο Ρέντιν έκανε την επίσημη πρόταση στους δύο ποιητές. Αμφότεροι αρνήθηκαν.  Ο Ρέντιν ωστόσο είχε αρχίσει να μεταφράζει ήδη το έργο του Ελύτη, και συγκεκριμένα το πρώτο βιβλίο από το «Άξιον Εστί», τη «Γένεση». Όταν επέστρεψε στη Σουηδία, έδωσε τις μεταφράσεις στα μέλη της Ακαδημίας, που χαρακτήρισαν το έργο του Ελύτη συγκλονιστικό και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι ο Ρίτσος δεν πήρε το νόμπελ εξαιτίας της αριστερής του ιδεολογίας. Ο ίδιος ο Ρέντιν το αρνήθηκε και ανέφερε πως «ο Ρίτσος είχε γράψει πολύ ωραία ποιήματα, αλλά κανένα δε φτάνει το 'Άξιον Εστί'».

Την ίδια χρονιά αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. «Τότε όμως η ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών», είχε πει για την βράβευσή του.

Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσι και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο Οδυσσέας Ελύτης διετέλεσε για λίγους μήνες πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, ενώ αρνήθηκε τη θέση του βουλευτή Επικρατείας με την ΝΔ.

Το έργο του μεγάλο και σημαντικό μέρος του έχει μελοποιηθεί από καταξιωμένους συνθέτες και τραγουδοποιούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Μεταξύ άλλων έχουν ξεχωρίσει τα «Άξιον Εστί», «Τα ρω του έρωτα», «Προσανατολισμοί» και άλλα πολλά. Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

Συνέντευξη του στον Ρένο Αποστολίδη, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία (15/6/1958), αποδεικνύει ότι ο ποιητής συνεχίζει να είναι σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ. «Δεν μ᾿ ενδιαφέρει ο επίσημος όρος της δουλοπρέπειας. Μ᾿ ενδιαφέρει η ουσία. Κι εκείνο που ξέρω είναι ότι  μ᾿ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε σε κάτι που θα μου επιτρέψετε να ονομάσω «ψευδοφάνεια». Έχουμε, δηλαδή, την τάση να παρουσιαζόμαστε διαρκώς διαφορετικοί απ’ ό,τι πραγματικά είμαστε. Και δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος προς την αποτυχία, είτε σαν άτομο σταδιοδρομείς είτε σαν σύνολο, από την έλλειψη της γνησιότητας. Το κακό πάει πολύ μακριά. Όλα τα διοικητικά μας συστήματα, οι κοινωνικοί μας θεσμοί, τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα, αρχής γενομένης από τους Βαυαρούς, πάρθηκαν με προχειρότατο τρόπο από έξω, και κόπηκαν και ράφτηκαν όπως όπως επάνω σ᾿  ένα σώμα με άλλες διαστάσεις και άλλους όρους αναπνοής.

Ο Ελύτης μπορεί να έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, η ποίηση του όμως μας κάνει να ανακαλύψουμε την ταυτότητάς μας, τη δύναμη της εναντίωσης στο τρέχον, την πίστη στο ουσιώδες και διαρκές. Αυτό άλλωστε ήταν και ο πόθος του ποιητή…

 Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σου φορώ
Το λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς

 Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

 Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

 Στα νερά ένα – ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων


http://photodentro.edu.gr/photodentro/elytis15_pidx0049890/

Οδυσσέα Ελύτη, Το Μονόγραμμα (αποσπάσματα)

ΙΙΙ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά — κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το «τί» και το «έ»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ και σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

 

VII

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Από τη συλλογή Το Μονόγραμμα (1971)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 254-255, 259]


Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Ποιήματα



Τὸ Φωτόδεντρο καὶ ἡ δέκατη τέταρτη Ὀμορφιά

Μ᾿ ἕνα τίποτα ἔζησα
Μονάχα οἱ λέξεις δὲ μοῦ ἀρκούσανε
Σ᾿ ἑνὸς περάσματος ἀέρα
ξεγνέθοντας ἀπόκοσμη φωνὴ τ᾿ αὐτιά μου
φχιὰ
φχιοὺ φχιού
ἐσκαρφίστηκα τὰ μύρια ὅσα
Τί γυαλόπετρες φοῦχτες
τί καλάθια φρέσκες μέλισσες καὶ σταμνιὰ φουσκωτὰ ὅπου
ἄκουγες βββ νὰ σοῦ βροντάει ὁ αἰχμάλωτος ἀέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικὸ μὰ ποὺ νὰ πιάνεται σὰν σὲ δίχτυ στὸ σχῆμα τοῦ Ἀρχαγγέλου
Παραλαλοῦσα κι ἔτρεχα
Ἔφτασα κι ἀποτύπωνα τὰ κύματα στὴν ἀκοὴ ἀπ᾿ τὴ γλώσσα

- Ἔ καβάκια μαῦρα, φώναζα, κι ἐσεῖς γαλάζια δέντρα τί ξέρετε ἀπὸ μένα;
- Θόη θόη θμός
- Ἔ; Τί;
- Ἀρίηω ἠθύμως θμὸς
- Δὲν ἄκουσα τί πράγμα;
- Θμὸς θμὸς ἄδυσος

Ὥσπου τέλος ἔνιωσα
κι ἂς πᾶ᾿ νὰ μ᾿ ἔλεγαν τρελὸ
πῶς ἀπό ῾να τίποτα γίνεται ὁ Παράδεισος.


Ὁ μικρὸς Ναυτίλος

Ὅτι μπόρεσα ν᾿ ἀποχτήσω μία ζωὴ ἀπὸ πράξεις ὁρατὲς γιὰ ὅλους, ἑπομένως νὰ κερδίσω τὴν ἴδια μου διαφάνεια, τὸ χρωστῶ σ᾿ ἕνα εἶδος εἰδικοῦ θάρρους ποὺ μοῦ ῾δωκεν ἡ Ποίηση: νὰ γίνομαι ἄνεμος γιὰ τὸ χαρταετὸ καὶ χαρταετὸς γιὰ τὸν ἄνεμο, ἀκόμη καὶ ὅταν οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει.

Δὲν παίζω μὲ τὰ λόγια. Μιλῶ γιὰ τὴν κίνηση ποὺ ἀνακαλύπτει κανεὶς νὰ σημειώνεται μέσα στὴ «στιγμή» ὅταν καταφέρει νὰ τὴν ἀνοίξει καὶ νὰ τῆς δώσει διάρκεια. Ὁπόταν, πραγματικά, καὶ ἡ Θλίψις γίνεται Χάρις καὶ ἡ Χάρις Ἄγγελος· ἡ Εὐτυχία Μοναχὴ καὶ ἡ Μοναχὴ Εὐτυχία.

μὲ λευκές, μακριὲς πτυχὲς πάνω ἀπὸ τὸ κενὸ ἕνα κενὸ γεμάτο σταγόνες πουλιῶν, αὖρες βασιλικοῦ καὶ συριγμοὺς ὑπόκωφου Παραδείσου.


Σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ

Ὢ σῶμα τοῦ καλοκαιριοῦ γυμνὸ καμένο
Φαγωμένο ἀπὸ τὸ λάδι κι ἀπὸ τὸ ἀλάτι
Σῶμα τοῦ βράχου καὶ ῥῖγος τῆς καρδιᾶς
Μεγάλο ἀνέμισμα τῆς κόμης λυγαριᾶς
Ἄχνα βασιλικοῦ πάνω ἀπὸ τὸ σγουρὸ ἐφηβαῖο
Γεμᾶτο ἀστράκια καὶ πευκοβελόνες
Σῶμα βαθὺ πλεούμενο τῆς μέρας!


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


εικόνα


 

Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

 Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας καί, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μιά για πάντα το κόψαμε
Και δέν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει τό χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

 Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

 Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά καί ποιος κλαίει – ακούς;

 Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ ακούς.

[Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Ίκαρος Αθήνα, 2008, σ.17-19]











Οδυσσέας Ελύτης: Τι σημαίνει «Ελλάδα» και τι «ελληνισμός» για τον σπουδαίο ποιητή

elitis

Η Ελλάδα είναι για τον ίδιο ένα είδος «έκστασης και θάμβους», ενώ η γλώσσα «ένα ξαφνικό αγκάλιασμα της ψυχής με τη δύναμη και το βάθος υποβολής των φθόγγων»

Διακόσια χρόνια μετά την έναρξη του Αγώνα για την κήρυξη του ελληνικού κράτους και 110 χρόνια μετά τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη, η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, που υπήρξε η σύντροφος της ζωής του, παρουσιάζει μιαν αντιπροσωπευτική επιλογή όχι από ποιήματα αλλά από πεζά του κείμενα για την Ελλάδα και τον ελληνισμό. Σε ένα κομψά σχεδιασμένο τομίδιο, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα του Ελύτη», η Ηλιοπούλου ανθολογεί χωρία και αποσπάσματα από τα βιβλία του ποιητή «Ανοιχτά χαρτιά» (1974), «Εν λευκώ» (1983) και «Συν τοις άλλοις» (2011, περιλαμβάνει εκλογή από τις συνεντεύξεις του). Κείμενα που μιλούν, όπως παρατηρεί η ανθολόγος στο εισαγωγικό της σημείωμα, για την Ελλάδα, την ιστορία του ελληνισμού, την ελληνική γλώσσα, την ελληνική θάλασσα και το Αιγαίο, την ελληνική φύση, την ελληνική τέχνη και την ελληνική πραγματικότητα. Τι ακριβώς μπορούμε να αποκομίσουμε από ένα τέτοιο απάνθισμα; Μεταπολιτευτικά, ο Ελύτης μπήκε συχνά στο στόχαστρο με επίκεντρο το τι φρονούσε για την Ελλάδα, αλλά και το πώς προσέγγιζε το Αιγαίο πέλαγος και το ελληνικό φως. Πολλές φορές έγιναν νύξεις για την υπέρμετρη εθνική του ιδεολογία, για τον μονολιθικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την ελληνική γλώσσα, εξυμνώντας με ενθουσιασμό τις υπεριστορικές αρετές της, καθώς και για την ωραιοποιητική του αντίληψη για το Αιγαίο και για τις ελληνικές θάλασσες.

Αρκεί να ξεφυλλίσουμε, έστω και με στοιχειώδη προσοχή, το ανθολόγιο της Ηλιοπούλου για να διαπιστώσουμε πως η κριτική που ασκήθηκε με αυτούς τους όρους στον Ελύτη βρίσκεται μακριά από το πραγματικό νόημα των γραπτών του, όταν δεν βαδίζει στην περιοχή του καθαρού μύθου. Ο ποιητής ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής πως η Ελλάδα δεν αντιπροσωπεύει για τον ίδιο ένα πατριωτικό ή φυσιολατρικό αίσθημα, αλλά ένα είδος έκστασης και θάμβους. Το ίδιο ισχύει για το ελληνικό φως, που περιέχει όχι μόνο την απαστράπτουσα λάμψη του μα και το κενό ή σκιά και το μαύρο. Μικρή χώρα, απλωμένη σε μικρή έκταση, η Ελλάδα αποτελεί ένα σύνολο από πέτρες, βουνά, νερά, βράχους και θάλασσες οι οποίες πηγαίνουν πέρα από τον περιορισμένο τόπο τους, συνενώνοντας το Μυρτώο και τον Αχελώο με την Κριμαία, το Τέξας και τον Μισισιπή. Όσο για το Αιγαίο, δεν είναι γραφικότητα ή αφελής νεανικότητα, αλλά η ορμή και η διαύγεια του ακατάληπτου σε έναν ούτως ή άλλως πολυμερή και πολυπολικό κόσμο. Σε αναλόγως μυστηριακό και πολυσθενές κλίμα θα μιλήσει ο Ελύτης και για την ελληνική φύση, και κάπως έτσι καταλαβαίνει και την έννοια του κάθε άλλο παρά ελληνοπρεπούς ελληνισμού. Από την εποχή των προσωκρατικών και τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι το Βυζάντιο και τον χριστιανισμό, τα πιο ετερόκλητα στοιχεία κινητοποιούνται και επιστρατεύονται προκειμένου να καταλήξουν στις πιο διαφορετικές ποικιλίες και διασταυρώσεις.

Και η ελληνική γλώσσα; Οι λέξεις, ο ήχος και η μακραίωνη επιβίωση των ελληνικών; Ο Ελύτης δεν είναι επιστήμονας και γλωσσολόγος ή μελετητής. Βλέπει τα φαινόμενα και τα καταγράφει ως ποιητής και η οπτική του έχει για άλλη μια φορά να κάνει με το θάμβος και με το θαύμα. Η γλώσσα αποκαλύπτει το μυστήριο της γέννησης των πραγμάτων, το ξαφνικό αγκάλιασμα της ψυχής μας με τη δύναμη και το βάθος υποβολής του φθόγγων – από εδώ αντλεί η γλώσσα το ήθος και την ηθική της, από εδώ ανασύρει και τη μεγάλη χρονική της διάρκεια. Γιατί η γλώσσα είναι μεταξύ άλλων ή είναι πρωτίστως ποίηση και επειδή η ελληνική ποίηση, από τη Σαπφώ και τον Όμηρο μέχρι και τις ημέρες μας, έχει καταφέρει να διατηρήσει στο ακέραιο, αν και με εντελώς διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, τόσο το μέταλλο όσο και το μέγεθος της φωνής της.

Η Ελλάδα είναι για τον Ελύτη άσπρο και μαύρο, Δύση και Ανατολή, δημόσιος χώρος με πλήθος ιστορικές παραμορφώσεις, αλλά και τοπίο ανάπτυξης και κατίσχυσης του ατόμου, και εν κατακλείδι ένα αξεχώριστο άθροισμα φυσικών και ηθικών ποιοτήτων χωρίς ιδεολογικό και ρητορικό πρόσημο. Όπως το λέει ο ίδιος: «Ελιά και λουΐζα, μάρμαρο και πευκώνας, νεράντζι και θαλασσόβραχος, πάντοτε στα όρια του θαύματος».