Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: Ο ΒΙΟΣ , ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

 


Τάσος Λειβαδίτης (Εποχές και συγγραφείς ΕΤ1)

Τάσος Λειβαδίτης - Αφιέρωμα, Προσώπων Τόποι

Τάσος Λειβαδίτης "Ασφαλής κατεύθυνση" (σπάνια απαγγελία του ίδιου του ποιητή)

Τάσος Λειβαδίτης - Τέχνη

Tasos Livaditis - Arte

Ο Τάσος Λειβαδίτης απαγγέλει "το παράπονο του ποιητή" (σπάνιο)


Τάσος Λειβαδίτης - Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας


Τάσος Λειβαδίτης - Κ. Καραμπέτη Τα μοναχικά βήματα

Τάσος λειβαδίτης, όλα τα τραγούδια



Τάσος Λειβαδίτης - Μεγάλες επιτυχίες (Compilation//Official Audio)


Τάσος Λειβαδίτης ,ο ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης | ΕΡΤ


Τάσος Λειβαδίτης, ο ποιητής της πιο όμορφης ουτοπίας (3)



Αλλά τα βράδια : Τάσος Λειβαδίτης, Βασ. Παπακωνσταντίνου, Γ. Μιχαλακόπουλος


Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
Λειβαδίτης Τάσος (Αναστάσιος- Παντελεήμων)
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=249
 
Έτος Γέννησης:1922
Έτος Θανάτου:1988
Λογοτεχνικές Κατηγορίες:Πεζογραφία
Ποίηση

Βιογραφικό Σημείωμα

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1922-1988)


Ο Τάσος Λειβαδίτης, γιος του Λύσανδρου Λειβαδίτη και της Βασιλικής Κοντοπούλου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο.

 Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς.

 Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και τα παιδικά χρόνια του ποιητή ήταν ευτυχισμένα. Τέλειωσε το γυμνάσιο στην Αθήνα και το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ.

 Κατά τη διάρκεια της κατοχής πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του.

 Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Βάσω.

 Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του "Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη" στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. 

Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού "Θεμέλιο". Την τετραετία 1948-1952 εξορίστηκε στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει ποιήματα.

 Το 1952 σημειώθηκαν οι εκδόσεις των έργων του "Μάχη στην άκρη της νύχτας" και "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας".

 Τρία χρόνια αργότερα οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο με αφορμή την ποιητική συλλογή του "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου" και αθωώθηκε πανηγυρικά.

 Σταθμό στην ποιητική του διαδρομή και σχηματικό ορόσημο της πορείας του προς τη δεύτερη, εσωτερικότερη και υπαρξιακής αγωνίας, φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε κατά τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας το βιβλίο του "Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια" (1958). 

Το 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. 

Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά και έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (η μουσική του Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη "Συνοικία το όνειρο", που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία.). 

Συνεργάστηκε με την εφημερίδα "Αυγή" (1954-1980 με μια διακοπή κατά την επταετία της δικτατορίας του Παπαδόπουλου), το περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης" (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.

 Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα λαϊκά περιοδικά · παράλληλα στράφηκε με νοσταλγία προς το παρελθόν αδυνατώντας να δεχθεί τη σκληρότητα της πραγματικότητας της εποχής, στάση που αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του αυτής της περιόδου με έμφαση στο "Νυχτερινό επισκέπτη". 

Το 1986 εξέδωσε τη συλλογή του "Βιολέτες για μια εποχή" που θεωρήθηκε ως το κύκνειο άσμα του.

Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. 

Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο "Χειρόγραφα του Φθινοπώρου".

 Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου"),

 το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του "Συμφωνία αρ.Ι"), 

το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή "Βιολί για μονόχειρα"), 

το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το "Εγχειρίδιο ευθανασίας").

 Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. 

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγγάρη και άλλους έλληνες συνθέτες.


 Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχείται από την σπαρακτική υπαρξιακή του αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας στα πλαίσια του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της ζωής στο παρελθόν μετά από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Τάσου Λειβαδίτη βλ.

Αργυρίου Αλεξ., «Τάσος Λειβαδίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.390-391. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, 

Κουβαράς Γιάννης, «Χρονολόγιο Τάσου Λειβαδίτη (1922-1938)», 

Διαβάζω228, 13/12/1989, σ.20-24 και

 Τσιριμώκου Λίζυ, «Λειβαδίτης Τάσος», 

Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία



Αργυρίου Αλεξ., «Τάσος Λειβαδίτης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.390-391. Αθήνα, Σοκόλης, 1982.
Βρεττάκος Νικηφόρος, «Τάσου Λειβαδίτη: Συμφωνία αριθ.1», Επιθεώρηση ΤέχνηςΗ΄, ετ.Δ΄, 7/1958, αρ.43, σ.64-66.
Βρεττάκος Νικηφόρος, «Τάσου Λειβαδίτη: Καντάτα», Επιθεώρηση ΤέχνηςΙΓ΄, ετ.Ζ΄, 6/1961, αρ.78, σ.623-627.
Ιλίνσκαγια Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς· Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
Καρβέλης Τάκης, «…Μονάχος μ’ ένα ωραίο παράθυρο στο χέρι…», «Ένας ποιητής αλκοολικός της ματαιότητας» και «Το τίμημα της ιστορίας», Δεύτερη ανάγνωση· Κριτικά κείμενα 1984-1991, σ.201-202 και 203-206 και 207-210. Αθήνα, Σοκόλης, 1991.
Καφάογλου Ηλίας, «Τάσος Λειβαδίτης: Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα», Η λέξη82, 2/1989, σ.177-179.
Κεντρωτής Γιώργος Δ., «Τα κρυφά και τα αλλότρια», Διαβάζω143, 7/5/1986, σ.61-62.
Κουβαράς Γιάννης, «Η μεταθανάτια δωρεά του ποιητή», Διαβάζω257, 20/2/1991.
Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Τάσος Λειβαδίτης», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας κριτικός οδηγός, σ.132-133. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
Μαρκόπουλος Γιώργος, «Τάσος Λειβαδίτης: Ο εσταυρωμένος Νυχτερινός Επισκέπτης στην αιώνια ηθική του αγώνα για επικοινωνία», Η λέξη20, 12/1982, σ.784-787.
Μαρκόπουλος Γιώργος, «Τάσος Λειβαδίτης, η καταφυγή από τη δυστυχία της πραγματικότητας, στο όνειρο, την υπέρβαση και τη μεταφυσική (όπως τη συναντάμε στη δεύτερη περίοδο της ποιητικής του πορείας)», Ακτή4, Φθινόπωρο 1990, σ.392-404.
Μπενάτσης Απόστολος, Η ποιητική μυθολογία του Τ.Λειβαδίτη· Πρόλογος Ε.Γ.Καψωμένος. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1992.
Ραυτόπουλος Δ., «Τάσου Λειβαδίτη: Το εκκρεμές», Επιθεώρηση ΤέχνηςΚΕ΄, ετ.ΙΓ΄, 2/1967, αρ.146, σ.203-208.
Σεβαστάκης Νίκος, «Η νοσταλγία του απείρου· Σκέψεις πάνω στην ποίηση του Τ.Λειβαδίτη», Διαβάζω267, 10/7/1991, σ.21-28.
Σταματίου Κ., Κριτική για το Βιολί για μονόχειρα, Τα Νέα, 19/2/77.
Τσακνιάς Σπύρος, «Δεν παραλογιζόμαστε, εξηγούμε τον πόνο μας» (Κριτική για την Ανακάλυψη), Διαβάζω12, 5-6/1978, σ.50-52.
Τσαούσης Κ.Ι., Κριτική για το Εκκρεμές, Ελευθεροτυπία, 12/6/1978.
Τσαούσης Κ.Ι., Κριτική για τους Τελευταίους, Ελευθεροτυπία, 8/2/1979.
Τσιριμώκου Λίζυ, «Λειβαδίτης Τάσος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986.
Αφιερώματα περιοδικών
Διαβάζω228, 13/12/1989.
• Η λέξη130, 11-12/1995.

Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1

Ι.Ποίηση

• Μάχη στην άκρη της νύχτας. Αθήνα, Κέδρος, 1952.
• Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Αθήνα, Κέδρος, 1952.
• Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Αθήνα, Κέδρος,1953.
• Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο. Αθήνα, Κέδρος, 1956.
• Συμφωνία αρ.Ι. Αθήνα, Κέδρος, 1957.
• Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια. Αθήνα, Κέδρος, 1958.
• Καντάτα. Αθήνα, Κέδρος, 1960.
• 25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα, Κέδρος, 1963.
• Ποίηση (1952-1963). Αθήνα, Κέδρος, 1965.
• Οι τελευταίοι. Αθήνα, Κέδρος, 1966.
• Νυχτερινός επισκέπτης. Αθήνα, Κέδρος, 1972.
• Σκοτεινή πράξη. Αθήνα, Κέδρος, 1974.
• Οι τρεις. Αθήνα, Κέδρος, 1975.
• Ο διάβολος με το κηροπήγιο. Αθήνα, Κέδρος, 1975.
• Βιολί για μονόχειρα. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
• Ανακάλυψη. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Ποιήματα (1958-1963). Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Εγχειρίδιο ευθανασίας. Αθήνα, Κέδρος, 1979.
• Ο Τυφλός με το λύχνο. Αθήνα, Κέδρος, 1983.
• Βιολέτες για μια εποχή. Αθήνα, Κέδρος, 1985.
• Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα. Αθήνα, Κέδρος, 1987.
• Απάνθισμα. Αθήνα, Κέδρος, 1997.
• Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Αθήνα, Κέδρος, 1990.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Το εκκρεμές. Αθήνα, Κέδρος, 1966.
ΙΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποίηση1 (1952-1966). Αθήνα, Κέδρος, 1985.
• Ποίηση2 (1972-1977). Αθήνα, Κέδρος, 1987.
• Ποίηση3 (1979-1987). Αθήνα, Κέδρος, 1988. 1. Για διεξοδικότερα εργογραφικά στοιχεία για τον Τάσο Λειβαδίτη βλ. Κουβαράς Γιάννης, « Βιβλιογραφία Τάσου Λειβαδίτη», Διαβάζω228, 13/12/1989, σ.90-91.

Τάσος Λειβαδίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%AC%CF%83%CE%BF%CF%82_%CE%9B%CE%B5%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Τάσος Λειβαδίτης
Tasos Livaditis.jpg
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση20  Απριλίου 1922
Αθήνα
Θάνατος30  Οκτωβρίου 1988
Αθήνα
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα[1]
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής
δημιουργός γραπτών έργων
συγγραφέας
Οικογένεια
ΑδέλφιαΑλέκος Λειβαδίτης

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 - 30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα. Καταγόταν από την Κοντοβάζαινα Γορτυνίας, από την πλευρά του πατέρα του, Λύσανδρου Λειβαδίτη.[2][3]

Βίος

Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια, μια αδελφή και τρεις αδελφούς. Αδελφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης. Το 1946 παντρεύεται τη Μαρία Στούπα,[4] κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Αλεξάνδρας Λογοθέτη, με την οποία θα αποκτήσει μία κόρη. Θα γράψει για αυτήν το «Ερωτικό» το οποίο είναι από τα λίγα ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του ίδιου του ποιητή.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Στα 1943, εν μέσω της Κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της αριστεράς. Τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης»[4][5] Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών ανήκε σε ομάδα της ΕΠΟΝ που διοργάνωνε εράνους και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, χωρίς να λάβει μέρος ως μάχιμος. Η δράση του αυτή είχε ως συνέπεια να συλληφθεί και να εξοριστεί. Αφέθηκε ελεύθερος μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.[6]

Το 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στον Μούδρο. Μεταφέρθηκε μετά από ένα χρόνο στην Μακρόνησο όπου ξεκίνησε την συγγραφή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Μεταφέρθηκε στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απήλλαξε λόγω αμφιβολιών.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίσθηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάσθηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάσθηκε επίσης ως κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.

Στο διάστημα της Χούντας των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος.

Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».

Επιπλέον δράση

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).

Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη.[7]

Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινεζικά και Αγγλικά.

Τιμές και διακρίσεις

Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».

Στα Ελληνικά ΜΜΕ έχουν πραγματοποιηθεί πολλά αφιερώματα στον ποιητή[8][9][10]. Σε ακαδημαϊκή έρευνα που προβλήθηκε από την ΕΡΤ υπογραμμίζεται ως σημαντική η τάση γνωστοποίησης των ποιημάτων του μέσα από τα social media. Έτσι που θεωρείται αξιοσημείωτος ο τρόπος που αγγίζει σήμερα τους ανθρώπους της εποχής, κάποιος που αποτελεί το ακριβώς αντίθετο αυτής της εποχής. Δηλαδή «σε καιρούς μεταμοντέρνου καπιταλισμού, συγκινεί τους ανθρώπους ένας μοντέρνος κομμουνιστής[11]»

Έργα

  1. «Μάχη στην άκρη της νύχτας». Αθήνα, Κέδρος, 1952.
  2. «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Αθήνα, Κέδρος, 1952.
  3. «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Αθήνα, Κέδρος,1953.
  4. «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο». Αθήνα, Κέδρος, 1956.
  5. «Συμφωνία αρ.Ι». Αθήνα, Κέδρος, 1957.
  6. «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια». Αθήνα, Κέδρος, 1958.
  7. «Καντάτα». Αθήνα, Κέδρος, 1960.
  8. «25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα, Κέδρος, 1963.
  9. «Ποίηση (1952-1963)». Αθήνα, Κέδρος, 1965.
  10. «Οι τελευταίοι». Αθήνα, Κέδρος, 1966.
  11. «Νυχτερινός επισκέπτης». Αθήνα, Κέδρος, 1972.
  12. «Σκοτεινή πράξη». Αθήνα, Κέδρος, 1974.
  13. «Οι τρεις». Αθήνα, Κέδρος, 1975.
  14. «Ο διάβολος με το κηροπήγιο». Αθήνα, Κέδρος, 1975.
  15. «Βιολί για μονόχειρα». Αθήνα, Κέδρος, 1976.
  16. «Ανακάλυψη». Αθήνα, Κέδρος, 1978.
  17. «Ποιήματα (1958-1963)». Αθήνα, Κέδρος, 1978.
  18. «Εγχειρίδιο ευθανασίας». Αθήνα, Κέδρος, 1979
  19. «Ο Τυφλός με το λύχνο». Αθήνα, Κέδρος, 1983
  20. «Βιολέτες για μια εποχή». Αθήνα, Κέδρος, 1985.
  21. «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα». Αθήνα, Κέδρος, 1987.
  22. «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου». Αθήνα, Κέδρος, 1990.
  23. «Απάνθισμα». Αθήνα, Κέδρος, 1997.
  24. Συγκεντρωτικές εκδόσεις:
    1. «Ποίηση 1» (1952-1966). Αθήνα, Κέδρος, 1985.
    2. «Ποίηση 2» (1972-1977). Αθήνα, Κέδρος, 1987.
    3. «Ποίηση 3» (1979-1987). Αθήνα, Κέδρος, 1988.
  • Πεζογραφία:
  1. «Το εκκρεμές». Αθήνα, Κέδρος, 1966.[12]

Μετάφραση του έργου του

  • The Blind Man with the Lamp, είναι η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή που μεταφράστηκε στην αγγλική γλώσσα το 2014 από τον Ν. Ν. Τρακάκη και εκδόθηκε από τις εκδόσεις "Denis Harvey", Limni, Evia, Greece.

Παραπομπές

  1.  Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικάαρχή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίαςdata.bnf.fr/ark:/12148/cb13475618n. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2.  Kalimera Arkadia - Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη (από την Κοντοβάζαινα) κερδίζει τις σημερινές γενιές!
  3.  maxmag.gr - Τάσος Λειβαδίτης: Ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης
  4. ↑ Άλμα πάνω, στο:4,0 4,1 «ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ»Τάσος Λειβαδίτης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2019. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2019.
  5.  Αναστασία, Μιγδάνη (20 Απριλίου 2017). «Αφιερώματα | Τάσος Λειβαδίτης: Ο ποιητής του έρωτα και της επανάστασης»MAXMAG | Πολιτισμός, Τέχνες, Διασκέδαση, Ομορφιά. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2019.
  6.  Μπενάτσης, Απόστολος. «ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ». Ανακτήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 2017.
  7.  Η «Συνοικία το όνειρο» υπήρξε η πρώτη και πιο αξιόλογη σκηνοθετική δουλειά του ηθοποιού Αλέκου Αλεξανδράκη στον κινηματογράφο. Χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς «αριστούργημα» ενώ τα τραγούδια της ταινίας ερμηνεύονται από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση με το αξεπέραστο «Βρέχει στην φτωχογειτονιά». Η προβολή της ταινίας είχε απαγορευτεί προσωρινά αλλά επετράπη κατόπιν παρέμβασης της Ελένης Βλάχου.
  8.  Anaxagoras (2018-02-26), Οι ποιητές μας - Τάσος Λειβαδίτης (1983), ανακτήθηκε στις 2019-03-09
  9.  Antifono.gr (2012-07-29), Τάσος Λειβαδίτης (ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΤ1), ανακτήθηκε στις 2019-03-09
  10.  Put the kings down (2019-02-28), Εκπομπή της ΕΡΤ αφιερωμένη στον Τάσο Λειβαδίτη, ανακτήθηκε στις 2019-03-09
  11.  Put the kings down (2016-11-29), Τάσος Λειβαδίτης:Ένας μοντέρνος κομμουνιστής σε καιρούς μεταμοντέρνου καπιταλισμού, ανακτήθηκε στις 2019-03-09
  12.  Πηγή το ΕΚΕΒΙ

Εξωτερικοί σύνδεσμοι - Πηγές

Τάσος Λειβαδίτης

Τάσος Λειβαδίτης (1922 – 1988)
Τάσος Λειβαδίτης (1922 – 1988)

Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. 

Η ποίησή του κυριαρχείται από τη σπαρακτική υπαρξιακή του αγωνία, η οποία εκδηλώνεται αρχικά ως έκφραση τρυφερότητας και συμπόνιας στο πλαίσιο του αισιόδοξου σοσιαλιστικού ρεαλισμού και στη δεύτερη φάση του έργου του ως εσωτερική αναδίπλωση και αναζήτηση του νοήματος της ζωής στο παρελθόν ύστερα από τη διάψευση των προσδοκιών και την προδοσία του καλλιτέχνη ως αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο. 

Στίχοι του ποιητή έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη («Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα» κ.α), τον Μάνο Λοΐζο, τον Στέλιο Βαμβακάρη, τον Μίμη Πλέσσα, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Γιώργο Τσαγκάρη και άλλους έλληνες συνθέτες.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Τάσος (Παντελεήμων - Αναστάσιος) Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 1922 και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. 

Ήταν γιος του Λύσανδρου Λειβαδίτη, εμπόρου με καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, και της αθηναίας Βασιλικής Κοντοπούλου

Αδελφός του ήταν ο κωμικός ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης (1914-1980), που διέπρεψε στην επιθεώρηση και ανιψιός του ο επίσης ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης (1934-2005), γνωστός από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις.

Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο το 1940, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών

Τις σπουδές του διέκοψαν η γερμανική κατοχή και η συνακόλουθη ένταξή του στην Αντίσταση και στράτευσή του στην ΕΠΟΝ. 

Το 1946 νυμφεύτηκε τη Μαρία Στούπα, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Βάσω.

Η πρώτη εμφάνιση στη λογοτεχνία

Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα».

 Από το 1948 έως το 1952 εξορίστηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις στη Λήμνο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο, μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου και ο Μάνος Κατράκης.

Το 1952 εκδόθηκαν οι ποιητικές του συλλογές «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Τον επόμενο χρόνο, η ποιητική του συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», που τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. 

Το βιβλίο του αυτό θεωρήθηκε ανατρεπτικό και ο ποιητής οδηγήθηκε σε δίκη στις 10 Φεβρουαρίου 1955 στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο τον αθώωσε πανηγυρικά.

«Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια»

Το 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την επικράτεια, απαγγέλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. Μάλιστα, στη Βέροια δέχτηκε επίθεση από παρακρατικούς. 

Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά κι έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (σε μουσική Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη «Συνοικία το όνειρο», που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα με τη λογοκρισία.

Ο Τάσος Λειβαδίτης συνεργάστηκε με περιοδικά, όπως η «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966) και η «Νέα Εστία», ενώ κράτησε τη στήλη της κριτικής στην εφημερίδα «Η Αυγή» (1954-1967 και 1974-1980)

Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας (1967-1974) έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε περιοδικά ποικίλης ύλης, όπως το «Φαντάζιο».

Τα βραβεία

Με την επάνοδο της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα» και το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας». Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων.

Ο Τάσος Λειβαδίτης άφησε την τελευταία του πνοή στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Αθήνας από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής στις 30 Οκτωβρίου 1988, ύστερα από δύο ανεπιτυχείς εγχειρήσεις. 

Μετά το θάνατό του εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου»

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2625

© SanSimera.gr

Τάσος Λειβαδίτης: Μία ανέγγιχτη από τον χρόνο ποίηση

Ο επαναστάτης ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, ο οποίος ύμνησε τον έρωτα, γεμίζοντας με ανθρώπινα δάκρυα τις σελίδες των ποιητικών του συλλογών, όσων είχαν την τύχη να νιώσουν κάθε του ελπιδοφόρα λέξη, βρίσκεται σε κάθε σκέψη μας για ένα δίκαιο κόσμο.





 









 
















 

Ποίηση «δρόμου»

Γεννημένος και μεγαλωμένος στις γειτονιές του αθηναϊκού κέντρου, ο Τάσος Λειβαδίτης είχε την ευκαιρία να γνωρίσει εκ των έσω την αληθινή ζωή που κρύβεται στις έντονες αντιθέσεις της πόλης.

 Άδικο και δίκαιο, πλούσιοι και φτωχοί, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι. Ο ποιητής, δεν άργησε να διαλέξει μεριά.

 Από νεαρή ηλικία έκανε φανερές τις κομμουνιστικές και ανθρωπιστικές του ιδέες. Εκείνες τις ιδέες που θέλουν τους ανθρώπους ίσους, να γελούν, να αγαπούν και να ερωτεύονται.

Λέγεται πως η νύχτα της Κατοχής, τον βρίσκει στην Νομική Σχολή όπου και φοιτούσε. 

Μετά την αποτρόπαια είδηση, μαζί με τους συντρόφους του γυρνούν όλα τα στενά και τα δρομάκια της πόλης γράφοντας συνθήματα κατά της ανελευθερίας του πολιτεύματος, για να πάρουν δύναμη όλα τα ζευγάρια καθαρών ματιών που θα τα αντικρίσουν, δημιουργώντας έτσι αυτό που εμείς ονομάζουμε «ποίηση δρόμου»…


Μια ζωή γεμάτη κόκκινο

Το κόκκινο συμβολίζει το πάθος για τη ζωή, για την επανάσταση, για τον έρωτα. Δεν θα μπορούσαμε λοιπόν να βρούμε ακριβέστερη στάλα λέξεων να περιγράψει την ζωή του ποιητή. 

Ο Τάσος Λειβαδίτης πάντοτε πιστός στο κόκκινο, οργανώνεται στην κομμουνιστική νεολαία του ΕΑΜ ώστε να αντισταθεί στην βαρβαρότητα. 

Διώκεται και εξορίζεται για τις πεποιθήσεις του, στο Μούδρο, στη Μακρόνησο, στον Αϊ Στράτη. 

Η επιστροφή του από την εξορία έμελλε να είναι καθοριστική για αυτό που σήμερα ονομάζουμε αείμνηστη ελληνική ποίηση.

Το 1952 λοιπόν, τον ερχομό του συνοδεύουν και οι ποιητικές του συλλογές, “Μάχη στην άκρη της νύχτας” και “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας”, όπου γνωρίζουν μεγάλη απήχηση από την προοδευτική αριστερά.

Ένα χρόνο μετά, το 1953, δημοσιεύει το «αριστερό ευαγγέλιο» με τίτλο ¨Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου¨

Γι’αυτό του το έργο, το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία του απονέμει το πρώτο βραβείο ποίησης, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα θεωρείται επικίνδυνα φιλειρηνικό ( άκουσον, άκουσον…) οδηγώντας τον στο εδώλιο του κατηγορουμένου.

 Η δίκη του συγκλονίζει την Ευρώπη και κύματα αλληλεγγύης προς τον ποιητή κάνουν την εμφάνιση τους. Η ευαισθησία που κρύβει κάθε ζευγάρι λέξεων του έργου του, τον αθωώνει.












 

Τα ανέγγιχτα από χρόνο ποιήματα

Τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, μεταφράστηκαν σε 10 γλώσσες και μελοποιήθηκαν από σπουδαίους συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης στους δίσκους «Πολιτεία», «Της εξορίας» ,«Πολιτεία Γ’» – Οκτώβρης ΄78» «Τα Λυρικά» «Λειτουργία Νο2

Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο», από τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μία ημέρα ζωής» και τραγουδήθηκαν από σπουδαίους καλλιτέχνες όπως τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και το συγκρότημα Ονάρ.

Τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη, τα οποία ανέκαθεν έκαναν την κοινωνία ολάκερη καλύτερη, σύμφωνα με έρευνα η οποία προβλήθηκε από την ΕΡΤ, ο σημερινός άνθρωπος ταυτίζεται πλήρως με την ανάγκη φυγής από την σκληρή ζωή και την φυσική ροπή προς την καταπιεσμένη ανάμνηση της παιδικότητας που «περιγράφεται» στα ποιήματα του.

Αυτή η ταύτιση είναι ένας από τους λόγους που βλέπουμε αρκετά τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη να δημοσιεύονται στα social media από πλήθος χρηστών.

 Θα τα λέγαμε λοιπόν διαχρονικά, καθώς ο χρόνος και οι αλλαγές πλησίασαν μα δεν τα ακούμπησαν, γιατί οι κοινωνικές συνθήκες μπορεί να μεταβάλλονται αλλά οι αισθήσεις και οι ανάγκες παραμένουν οι ίδιες.

Αποσπάσματα από τα ποιήματα του Τάσου Λειβαδίτη

Σε περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ
ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες
μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν
ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο… ἐκεῖ θὰ
σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!

Κανείς δεν εἶναι μόνος

«Ἦρθα», ἔλεγες πάντα μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν
……σὲ περίμενε κανείς.
Ὅμως ἀκριβῶς αὐτό σου ἔδινε μιὰ βαθύτερη ἀπάντηση.

Ἀλλά τα βράδια

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη

μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου

Αὐτός που σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…

Αὐτό το ἀστέρι εἶναι για ὅλους μας

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.

Περιμένοντας το βράδυ

Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μας – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.

Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση

Ἄ, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα,
ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.

Θα ήμασταν ψεύτες, εάν λέγαμε πως δεν έχουμε σιγοψιθυρίσει αργά την νύχτα κάποιον στίχο του Τάσου Λειβαδίτη σε αυτόν που αγαπάμε.

 Εάν υποστηρίζαμε πως σε κάθε μάχη που δώσαμε για ένα κόσμο πιο όμορφο δεν σκεφτήκαμε σιγανά πως «Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων, εμείς καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία του κόσμου. Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας».

Ευχαριστούμε Τάσο Λειβαδίτη, για την βαρβαρότητα την οποία μάθαμε από εσένα, να πολεμάμε πάντα, στον βωμό των σκιρτημάτων της καρδιάς μας και των απέραντων χαμόγελων μικρών και μεγάλων.

Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».


https://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=1778




1922-1998
 
Βιογραφία Εργογραφία Βιβλιογραφία

Βιογραφικό

Τάσος Λειβαδίτης

Τάσος Λειβαδίτης

Ο Τάσος Λειβαδίτης (ή Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης όπως είναι το πλήρες όνομά του), γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Σπούδασε νομικά, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.



Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη»

Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954.

Ακούστε τη φωνή του ποιητή (αρχείο mp3 των 2 MB) σε ηχογράφηση του 1988 που περιλαμβάνει τα ποιήματα: «Ο πρώτος στίχος», «Οι ορτανσίες», «Το παράπονο του ποιητή».

Περισσότερα βιογραφικά από το musicheaven.

Κυκλοφορεί μια συγκεντρωτική έκδοση (με το μεγαλύτερο μέρος των ποιημάτων του) σε τρεις τόμους από τις εκδόσεις Κέδρος.

Πέθανε στην Αθήνα το 1988.

Κριτικά κείμενα

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

(Από τον ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΜΠΕΝΑΤΣΗ)

https://www.poeticanet.gr/tasos-leibaditis-biografia-8211-ergografia-a-180.htmlcategory_id=390

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, υστερότοκος γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, το γένος Κοντοπούλου, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922. Ο πατέρας του ανήκε στη μεσοαστική τάξη κι ήταν υφασματέμπορος. Η μητέρα του, παντρεμένη για δεύτερη φο¬ρά, απόκτησε με το Λύσανδρο, εκτός από τον Τάσο, άλλα τρία παιδιά, το Δημήτρη, τον Αλέξανδρο και τη Χρυσαφένια. 

Ο Κωνσταντίνος, που ζούσε μαζί τους, ήταν από τον πρώτο γάμο της μητέρας του. Η οικογένεια του ήταν εύπο¬ρη. Αργότερα όμως αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα.

Το 1943 ο Τάσος Λειβαδίτης εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακολούθησε νομικά για ένα χρόνο περίπου και άκουσε μαθήματα του Κων/νου Τσά¬τσου. Βιοτικές ανάγκες όμως και η συμμετοχή του στην εθνική αντίσταση τον απομάκρυναν από τις σπουδές του.

Στην περίοδο των Δεκεμβριανών δεν ανήκε στους μάχιμους του Ε.Λ.Α.Σ., αλλά σε μια ομάδα της Ε.Π.Ο.Ν., που διοργάνωνε πολιτιστικές εκδηλώσεις και έκανε εράνους για τη συγκέντρωση τροφίμων. Με τη λήξη των Δεκεμβριανών συνελήφθη και οδηγήθηκε στις φυλακές Χατζηκώστα.

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας αφέθηκε ελεύθερος. Η πιο ολοκληρωμένη δράση του στο χώρο της Αριστεράς άρχισε στη συνέχεια. 

Στη συντροφιά του εκείνη την εποχή συγκαταλέγονταν ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός και ο Κώστας Κοτζιάς. 

Στο μεταξύ παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα και απόκτησε τη μοναδική του κόρη, τη Βασιλική Λειβαδίτη.

Τον Ιούνιο του 1948 συνελήφθη και εξορίστηκε στο Mούδρο, όπου κάθισε ένα χρόνο. 

Έγραφε στίχους και έκανε ποιητικά σχέδια. 

Το καλοκαίρι του 1949 μεταφέρθηκε με πολλούς άλλους στη Μακρόνησο. Ο χειμώνας εκείνη τη χρονιά ήταν πολύ σκληρός και συνοδεύονταν από την αρρώστια, τις εκτελέσεις και το φοβερό άνεμο για τον οποίο γίνεται λόγος στις πρώτες ποιητικές του συνθέσεις. 

Παρά τις κακουχίες ο ποιητής δεν υπέγραψε δήλωση και μεταφέρθηκε στη συνέχεια στον Αη Στράτη.

 Εκεί ολοκληρώθηκε η συγγραφή της ποιητικής σύνθεσης Μάχη στην άκρη της νύχτας, που είχε αρχίσει ήδη στη Μακρόνησο. 

Στον ίδιο χώρο θα γραφτεί και η δεύτερη ποιητική του σύνθεση Αυτό το αστέ¬ρι είναι για όλους μας. Τα χειρόγραφα μετέφερε κρυφά στην Αθήνα η γυναίκα του.  

Στον Αη Στράτη άρχισε να σχεδιάζει και το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, που ολοκληρώθηκε όμως αργότερα.

Απ' τον Αη Στράτη μεταφέρθηκε στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951.


 Οι διώξεις όμως δε σταμάτησαν. 

Το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κτασχέθηκε. Ο ίδιος ο ποιητής μάλιστα πέρασε από δίκη, που προκάλεσε το ενδιαφέρον όχι μόνο των στενών λογοτεχνικών κύκλων, αλλά και του ευρύτερου κοινού, τόσο μέσα όσο και έξω από την Ελλάδα. 

Τη δίκη παρακολούθησαν δημοσιογράφοι από πολλά μέρη του κόσμου, αλλά και ένα πλήθος συναγωνιστών του. 

Η κατηγορία στηρίχτηκε στον αναγκαστικό νόμο 509 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». 

Τελικά όμως το δικαστήριο τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.

Από το 1954 ο ποιητής εμφανιζόταν συστηματικά στις στήλες της εφημερίδας Η Αυγή ως κριτικός ποίησης.

 Το κλείσιμο της Αυγής από τη δικτατορία το 1967 είχε ως συνέπεια να χάσει τη δουλειά του

. Από το 1969 ως το 1980 με το ψευδώνυμο Α. Ρόκος παρουσίαζε συνόψεις έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας στο περιοδικό Φαντάζιο.


Του δόθηκε έτσι η ευκαιρία να ξαναδιαβάσει ένα πλήθος συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Γενικά η γνώση του Τάσου Λειβαδίτη γύρω από την παγκόσμια λογοτεχνία ήταν ευρύτατη. Γνώριζε καλά γαλλικά και οι προτιμήσεις του ήταν ο Ντοστογιέφσκι και ο Ρίλκε. Από το 1974 ως το 1980 συνέχισε την κριτική της ποίησης στην Αυγή.

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55, 15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». 

Το γεγονός δεν είναι τυχαίο, αφού στα Ελεύθερα Γράμματα συσπειρωνόταν μια ομάδα από αριστερούς διανοούμενους (Μανόλης Αναγνωστάκης, Νίκος Παππάς κ.ά.). Το κλίμα ακόμη του περιοδικού ήταν ευνοϊκό για τους νέους ποιητές.

Το 1947 ο Τάσος Λειβαδίτης έγινε μέλος της ομάδας που έβγαλε τη βραχύβια περιοδική έκδοση Θεμέλιο και εκεί μετάφρασε το ποίημα του Loys Masson, «Επιτάφιος για τον Μωρίς Λανγκλουά, Ροζέ Ράντισαν και άλλους» (1947, 32).

 Στη Νέα Εστία δημοσίευσε μόνο ένα ποίημα με τίτλο «Η Κυρά της Όστριας» (1947, 917-918). Πρωτοστάτησε ακόμη στην έκδοση του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης του οποίου υπήρξε τακτικός συνεργάτης. 

Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο Μάχη στην άκρη της νύχτας.

Δημοσίευσε με χρονολογική σειρά τις παρακάτω ποιητικές συλλογές:

Μάχη στην άκρη της νύχτας, 1952
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας,  1952
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, 1953
Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 1956
Συμφωνία αρ. 1, 1957
Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια, 1958
Καντάτα, 1960
25η ραψωδία της Οδύσσειας, 1963
Οι τελευταίοι, 1966
Νυχτερινός επισκέπτης, 1972
Σκοτεινή πράξη, 1974
Οι τρεις, 1975
Ο διάβολος με το κηροπήγιο, 1975
Βιολί για μονόχειρα, 1977
Ανακάλυψη, 1978
Ποιήματα (1958-1963), 1978
Εγχειρίδιο ευθανασίας, 1979
Ο τυφλός με το λύχνο, 1983
Βιολέτες για μια εποχή, 1985
Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, 1987
Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, 1990 (Εκδόθηκε μετά το θάνατο του ποιητή.)

Το 1966 κυκλοφόρησε η μοναδική του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Το εκκρεμές

Το 1965 έχουμε μια πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των μέχρι το 1963 συλλογών καθώς και άλλων ποιημάτων της περιόδου 1950-1962, που τιτλοφορείται Ποίηση. 

Στην ανατύπωση του 1985 από τον «Κέδρο» προστέθηκαν ο υπότιτλος Τόμος πρώτος, η συλλογή Οι τελευταίοι καθώς και ποιήματα που δημοσιεύτηκαν το 1966 στην Επιθεώρηση Τέχνης. Ο τόμος διαιρείται σε δυο μέρη (1950-1956, 1957-1966). 

Το 1987 κυκλοφόρησε ο δεύτερος τόμος, που περιλαμβάνει τις συλλογές που εκδόθηκαν από το 1972 ως το 1978. 

Ο τρίτος τόμος (1988) περιλαμβάνει τα έργα της περιόδου 1979-1987.

Στίχοι του Τάσου Λειβαδίτη, που δεν περιλήφθηκαν σε καμιά συλλογή, μελοποιήθηκαν από το Μίκη Θεοδωράκη (Δραπετσώνα, 
Τα Λυρικά: κύκλος τραγουδιών αφιερωμένων στη γενιά της εθνικής αντίστασης). 

Ποιήματά του μετα-φράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες: Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγάρικα, Κινέζικα, Αγ¬γλικά, Τουρκικά, κ.ά.


 Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών Ο θρίαμβος και Η συνοικία το όνειρο.


Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκε στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Τιμήθηκε το 1955 με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας της Βαρσοβίας για τη συλλογή Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου.

 Πήρε ακόμη το πρώτο βραβείο ποίησης του δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1, το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το Βιολί για μονόχειρα και το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή Εγχειρίδιο ευθανασίας.

 Μετά το 1972 συνεργάστηκε με τα περιοδικά Τραμ, Το Δέντρο και Η Λέξη.

Ο θάνατος τον βρήκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών στις 30 Οκτωβρίου του 1988 (μετά από δυο εγχειρή¬σεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής). Άφησε αδημοσίευ¬τη μια συλλογή (Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου), που εκδόθηκε στη συνέχεια.

Τέλος το 1997 εκδόθηκε από τον «Κέδρο» ένα Απάνθισμα του Τάσου Λειβαδίτη. Την επιλογή των κειμένων έκανε ο Γιώργος Δουατζής.

Απόστολος Μπενάτσης


Ημ/νία δημοσίευσης: 19 Απριλίου 2013
 Τάσος Λειβαδίτης: Ο μεταπολεμικός ποιητής του ουμανισμού και του έρωτα 
Αναστασία Κουτσώνα
01/11/2018
 Μια ματιά στη ζωή και το έργο του Τάσου Λειβαδίτη…

 Ο Τάσος Λειβαδίτης αποτελεί κύριο εκπρόσωπο της πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς. 
Περιγράφει στα ποιήματά του τα τρομακτικά εκείνα μεταπολεμικά χρόνια με έντονο ρεαλισμό.
 Μιλά για τους σκληρούς αγώνες της γενιάς του και εκφράζει τη φρίκη από την εφιαλτική μνήμη των αδικαίωτων θυσιών. 

 Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. 
Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας, ωστόσο δε θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του, καθώς συμμετείχε στην Αντίσταση.

 Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς και εξορίστηκε, από το 1945 έως το 1951.

 Στην ποίηση εμφανίστηκε το 1952 με τα ποιήματα 
«Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας», που τον έκαναν αμέσως γνωστό. 

Στα 1953, κέρδισε το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ νεολαίας στη Βαρσοβία, με το ποίημα «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». 

Το έργο κατασχέθηκε από την ελληνική λογοκρισία και έγινε αιτία να δικαστεί ο ποιητής το 1955 στο Πενταμελές Εφετείο, στο οποίο τελικά αθωώθηκε πανηγυρικά. 

Η ποίηση του είναι αυτοβιογραφική και αποτελεί μια πηγή της ιστορίας του μεταπολέμου. 

Στη δεύτερη φάση του, ο ποιητής ασχολήθηκε με πιο κοινωνικά και προσωπικά θέματα. 

Το σημαντικότερο στοιχείο της ποίησής του, είναι η πίστη του στη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου βασισμένου στην ειρήνη, στην ισότητα, στην αλληλοβοήθεια και τον ουμανισμό. 

Τονίζει ιδιαίτερα στο έργο του την αξία του ανθρώπου και το σεβασμό του συνανθρώπου.
 Όταν, λοιπόν, διαβάζεις ποίησή του, είναι αναπόφευκτο να οραματιστείς κι ο ίδιος έναν καλύτερο κόσμο.
 Μέσα από τα ποιήματα του σε παρακινεί να γίνεις ένας καλύτερος άνθρωπος.
 Αυτή η ποιητική του φάση είναι επίσης συνυφασμένη με τη ζωή του ποιητή, καθώς αρέσκονταν να προσφέρει με κάθε τρόπο στους συνανθρώπους του, ακόμη και σε περιόδους που και ο ίδιος δεν είχε τίποτα.
 Ο Τάσος Λειβαδίτης έχει χαρακτηριστεί και ως ο ποιητής του έρωτα, όπως και τον γνωρίζουν οι περισσότεροι νέοι σήμερα, μέσα από τα ευρέως διαδεδομένα ποιήματα του στα κοινωνικά μέσα. 

Χαρακτηριστική είναι η νοσταλγία του έρωτα που δεν έζησε ποτέ και παρασύρει και τους αναγνώστες του σε ένα τέτοιο συναίσθημα. 

Η ποίηση του είναι τόσο άμεση και ειλικρινής που σε κάνει να πιστεύεις πως γράφτηκε για εσένα και δημιουργεί έντονα συναισθήματα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έκανε στροφή και στα υπαρξιακά ποιήματα.

 Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988. 

Ο ίδιος είχε αναφέρει για το θάνατό του: «Και μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: Έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σε ένα αβέβαιο όνειρο».

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες,
 ενώ μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.

 Υπήρξε και κριτικός λογοτεχνίας. 
Γνωστοί στίχοι του που θα σας πείσουν για την ομορφιά των ποιημάτων του, ακολουθούν παρακάτω:
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί. 

Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει… 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.

 Καλότυχοι εκείνοι που δε γνώρισαν τον εαυτό τους, ανδρείοι εκείνοι που αποσιώπησαν την αθωότητά τους μα ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν έν’ άστρο σαν τη μόνη ανταπόδοση. …αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους. 

Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι. Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους. 

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα, θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου.

 Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω στο γυαλί της λάμπας. «Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό αφού με αγαπούσες. 

Και κάθε βράδυ κοιμάσαι μ’ έναν θησαυρό: Αυτήν την πολυσήμαντη αυριανή σου μέρα. 
Η αμαρτία μας: Ότι θελήσαμε πολλά, το έγκλημά μας: Πράξαμε τόσα λίγα. Γι’ αυτό σου λέω πρέπει να βρεις έναν άλλο τρόπο να ξεχωρίζεις τους ανθρώπους, όχι να περιμένεις την πράξη – είναι τότε αργά.

 Ο ουρανίσκος μας είναι ένα κοιμητήρι όπου σαπίζουν χιλιάδες ανείπωτα λόγια.

 Η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο.

 “Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ.

Πηγή: https://frapress.gr/2018/11/tasos-leivadiths

Αφιέρωμα στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη.

Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace και neatv.gr.

 

Βλ. anemourion.blogspot.com.

 

Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

Αριστ., το πατρικό σπίτι του Τάσου Λειβαδίτη στο Μεταξουργείο. Δεξ., ο Τάσος Λειβαδίτης το 1938 στην αυλή του σπιτιού του.

 Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

Ο Τάσος Λειβαδίτης εξόριστος στον 'Αη Στράτη το 1951. Δεξ., την ίδια χρονιά στον 'Αη Στράτη με τη γυναίκα του Μαρία και την κόρη τους Βάσω. Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

'Αη Στράτης, 1951. Ο Τάσος Λειβαδίτης με τη γυναίκα και την κόρη του. 

Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace και peri-grafis.com.

 

Πάνω,  άποψη του στρατοπέδου στον 'Αη-Στράτη. Aκουαρέλα και χημικό μολύβι του Γ. Φαρσακίδη. Κάτω, άποψη του στρατοπέδου του 'Αη-Στράτη στη δεκαετία του 1950. Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη. 

Βλ. Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

Αριστ., χειρόγραφο του Τάσου Λειβαδίτη ('Αη Στράτης, 1951). Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace. 

Δεξ., υπόμνημα διαμαρτυρίας για την κατάσταση που επικρατούσε στον 'Αη-Στράτη μετά την πλημμύρα τον Ιούνιο του 1957.
Αρχείο Ιορδάνη Χριστοδούλου. Via Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

Σκηνές στο στρατόπεδο του 'Aη-Στράτη. Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ). 

Βλ. Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

Εξόριστοι στον 'Αη-Στράτη

Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη. 

Βλ. Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

Γυναίκες στον 'Αη-Στράτη, μαζί με κάποια από τα παιδιά τους, μετά την αποχώρηση από το Τρίκερι

Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη.

 Βλ. Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

Στρατόπεδο του 'Aη-Στράτη. 

Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).

 Βλ. Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

Νεκροί από κεραυνό που χτύπησε τη σκηνή τους στον 'Αη-Στράτη το 1947. Προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον ορθοστάτη της σκηνής.
Aρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη.

 Βλ. Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

'Αη Στράτης. Διάνοιξη της κοίτης των χειμάρρων μετά από πλημμύρα.
Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη.

 Βλ. Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

'Αη Στράτης. 

Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη.

 Βλ. Μουσείο Δημοκρατίας 'Αγιος Ευστράτιος.

 

Ο Τάσος Λειβαδίτης με τον Γιάννη Ρίτσο το 1951 στον 'Αη Στράτη.

 Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

Αριστ., με τη γυναίκα και την κόρη του στο σπίτι τους στην Αχαρνών το 1964.

 Δεξ., με τη γυναίκα του Μαρία το 1960. 

Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

Βλ. greekbooks.gr. και praxisred.

 

Πάνω, ο Τάσος Λειβαδίτης απαγγέλει (1950).

 Κάτω, στην ΑΥΓΗ με τον Στάθη Δρομάζο και τον Τάσο Βουρνά

Δεξ., στο Τουρκολίμανο το 1956 με τον Jean-Paul Sartre, τον Τίτο Πατρίκιο και άλλους.

 Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

Αριστ., με τη γυναίκα του στο σπίτι τους στην Αχαρνών. Δεξ., τα τέσσερα αδέρφια : Τάσος, Χρυσαφένια, Μίμης, Αλέκος (1963). 

Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

Αριστ., εξώφυλλο του αφιερωμένου στον Τάσο Λειβαδίτη τεύχους του περιοδικού Οδός Πανός.

 Δεξ., αφιέρωση του Τάσου Λειβαδίτη στην Τατιάνα Μιλλιέξ σε σελίδα του βιβλίου του Βιολέτες για μια εποχή. Βλ. lekythos.library.

 

Βλ. potheg.gr.

 

Βλ. filadelfia-xalkidona.gr.

 

Βλ.  Άρδην- Ρήξη στη Θεσσαλονίκη και potheg.gr.

 

Τα Λυρικά. Mουσική Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη

Βλ. Τάσος Λειβαδίτης/MySpace, Amazon, athenscollectibles.com.

 

Βλ. bibliothiras και Τάσος Λειβαδίτης/MySpace.

 

Ο Θρίαμβος (1962), ταινία των Αλέκου Αλεξανδράκη και Αριστείδη Καρύδη Fuchs βασισμένη στο σενάριο των Κώστα Κοτζιά και Τάσο Λειβαδίτη

Βλ. Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

 

Συνοικία το 'Ονειρο (1961), ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη, με τον ίδιο, την Αλίκη Γεωργούλη, τον Μάνο Κατράκη, την Αλέκα Παίζη και τη Σαπφώ Νοταρά.

 Σενάριο : Κώστας ΚοτζιάςΤάσος Λειβαδίτης.

 Βλ. sevenart.gr, και e-go.gr.

 

Βλ. music-bazaar.com.

 

Συνοικία το 'Ονειρο (1961). Βλ. e-go.gr.

 

Συνοικία το 'Ονειρο (1961). Βλ. ethnos.gr.

 

 

Λειβαδίτης Τάσος (1922-1988)

(βιογραφικό από την αφιερωμένη σ' αυτόν σελίδα στο MySpace).

 

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922 και «έφυγε» στα 66 του χρόνια, ξημερώματα Κυριακής στις 30 Οκτωβρίου του 1988.


 Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Ο πατέρας του καταγόταν από την Αρκαδία, ήταν εύπορος μεγαλέμπορος που πτώχευσε λόγω του πολέμου. Η μητέρα του, Βασιλική Κοντοπούλου, ήταν Αθηναία.


 Από τα τέσσερα αδέρφια του, τα δύο ήταν καλλιτέχνες. Ο Μίμης, μουσικός της Λυρικής, ο Αλέκος, επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου, που πέθανε το 1980 κι αυτός από την ίδια πάθηση με τον ποιητή, ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. 


Το 1934 εγγράφεται στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου, κοντά στο πατρικό του σπίτι στην οδό Λεωνίδου. 


Το 1940 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Αθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς αφιερώνεται στην Αντίσταση από τις τάξεις ΕΠΟΝ. 


Το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα κι ενώ είναι εξόριστος στην Μακρόνησο (1951), χάνει και τη μητέρα του. 


Το 1946 παντρεύεται τη Μαρία, δευτερότοκη κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Αλεξάνδρας Λογοθέτη. 

Του στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας του ποιητή, συντηρώντας και την μητέρα του αλλά και φύλακας – άγγελος σε όλη του τη ζωή.


 Ο ποιητής την έχει ηρωίδα του στο "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας" που της το αφιερώνει.


 Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίζεται στο λογοτεχνικό στερέωμα με το ποίημα "Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη", που δημοσιεύεται στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" του Δημήτρη Φωτιάδη. 


Το 1947 δημοσιεύεται στη "Νέα Εστία", το εκτενές ποίημα του "Η κυρά της Όστριας".

 Εκδίδει μαζί με άλλους νέους, το λογοτεχνικό περιοδικό "Θεμέλιο". 


Την τετραετία 1948 -1952, εξόριστος για τις πολιτικές του ιδέες στον Μούδρο, τον Αη-Στράτη και την Μακρόνησσο, μαζί με άλλους πνευματικούς ανθρώπους της Αριστεράς (Κατράκης, Ρίτσος, Δεσποτόπουλος, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, Καρούσος, κ.α.). 


Το 1952 εκδίδει τα πρώτα του βιβλία "Μάχη στην άκρη της νύχτας" και "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας" και το 1953 δημοσιεύει το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου", για το οποίο του απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. 

Το βιβλίο κατασχέθηκε αργότερα κι ο ποιητής θα συρθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου. 

Αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Βρισκόμαστε στην καρδιά του ψυχρού πολέμου. 


Στις 10 Φεβρουαρίου του 1955, ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Εφετείο για το "Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου". 

Πλήθος κόσμου και ανάμεσα τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου


 θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά. 


Το 1956 δημοσιεύει τον "Ανθρωπο με το ταμπούρλο" και 


το 1957 εκδίδει την ποιητική συλλογή "Συμφωνία αρ. 1", για το οποίο ο Δήμος Αθηναίων τον βραβεύει με το Πρώτο βραβείο Ποίησης. 


Ήδη από το 1954 εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ όπου και κρατάει τη στήλη της κριτικής του βιβλίου μέχρι το 1980, με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα έχει κλείσει λόγω δικτατορίας.


 Σε αυτό το διάστημα αλλά και αργότερα ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Ρόκκος.


 Ακολουθούν τα βιβλία, το 1958 "Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια" , το 1960 η "Καντάτα". 


Το 1961 τον Οκτώβριο, περιοδεύει με τον Μίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Καβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Νάουσα, Βέροια, όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών απαγγέλει ή συνομιλεί με το κοινό.


 Την ίδια χρονιά γράφει το σενάριο της ταινίας "Συνοικία το ΄Ονειρο" με τους Κατράκη, Αλεξανδράκη, Γεωργούλη, κ.α. όπου ακούγονται τα τραγούδια "Βρέχει στη φτωχογειτονιά", "Σαββατόβραδο" κ.λ.π. όλα σε στίχους Λειβαδίτη και που με άλλα τραγούδια επίσης σε στίχους Λειβαδίτη θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του "Πολιτεία". 


Το 1965, εκδίδονται σε τόμο με τίτλο "Ποίηση 1952-65" όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές. 


Μεταξύ 1967 – 72, ο ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Μένει άνεργος. 


Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο Ρόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης.


 Το 1972, εκδίδει το βιβλίο "Νυχτερινός επισκέπτης, που οι κριτικοί το θεωρούν έναρξη της δεύτερης φάσης του έργου του. 


Παράλληλα αποστασιοποιείται από την πολιτική δράση και κάνει μια βαθιά στροφή ενδοσκόπησης, αναδεικνύοντας το μεγάλο φιλοσοφικό βάθος του έργο του, ακολουθώντας έναν μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στην μεγάλη του τέχνη. 


Το 1976, του απονέμεται το 2ο και 1ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα βιβλία του "Βιολί για μονόχειρα" και "Εγχειρίδιο ευθανασίας" αντίστοιχα.


 Γράφει την "Δραπετσώνα" κ.α. τραγούδια σε μουσική Μ. Θεοδωράκη.

 Το 1978 γράφει τους στίχουΤα λυρικά", "Οκτώβρης 78" και "Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο"ς των δίσκων ", όλα σε μουσική Μ. Θεοδωράκη. Τραγούδια με στίχους του έχει μελοποιήσει και ο Μάνος Λοΐζος. 


Αύγουστος του 1982, αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα υγείας.

 Νοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. 


Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. 


Το 1985 εκδίδονται η συλλογή "Βιολέττες για μια εποχή" και το 1987 ο δεύτερος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του, με τον τίτλο Ποίηση Β. 


Τον Οκτώβρη του1988, ο ποιητής εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο και υποβάλλεται σε δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, διάρκειας 5 ωρών η καθεμία, που όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο. 


Το 1990 ολοκληρώνεται και ο τρίτος τόμος των Απάντων του, με τίτλο Ποίηση Γ

Την ίδια χρονιά εκδίδεται το έργο που άφησε στο συρτάρι του πριν πεθάνει, "Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου" (1989).

 

Τα ΛυρικάΛυκαβηττός, 1978. Ιδιωτική εγγραφή με κασετόφωνο

Ασφαλής κατεύθυνση. Διαβάζει ο Τάσος Λειβαδίτης.


ΠΗΓΗ:Ποιείν 

Τάσος Λειβαδίτης: O αξέχαστος ποιητής του αγώνα και της φτωχογειτονιάς

 Θανάσης Ξάνθος

20/04/2015

  

«Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν, για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα από την άμμο. Γράφω να διαβάζουν αυτοί που μαζεύουνε τα χαρτιά απ’ τους δρόμους». 


Νύχτα. Περπατάς κάτω από τα κίτρινα φώτα της πόλης. Ελαφρύς θόρυβος, σαν κάποιος να περπατάει πίσω σου. Γυρνάς. Κανείς.

 Και όμως. Ήταν ένας ποιητής, εκείνος που στέκεται εμπρός σου τώρα, στη γωνιά και ανάβει το τσιγάρο του και που, πριν προλάβεις να πλησιάσεις, θα χαθεί πάλι μέσα στη νύχτα. 

Ένας ποιητής.


 Ο Τάσος Λειβαδίτης.


 Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 1922.

 Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. 


Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής.

 

Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Στη Νομική Σχολή, που δεν την τελείωσε.


 Μαζί με άλλους της γενιάς του, θα αφήσει τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. 


Ένας υπερήφανος λαός, πεινασμένος, ξυπόλυτος, ρακένδυτος, αλλά πάντα όρθιος, προσπαθεί, με το όπλο στο χέρι, με την καθημερινή του πάλη, με τη δημιουργία του, να ορίζει αυτός τα πεπρωμένα του. Κάποιοι δεν το ήθελαν αυτό.


 Μα, ο ποιητής επιμένει να τραγουδά:


 «Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα, εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια, τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου». 


Ανάμεσα στους ποιητές που περίγραψαν με αμεσότητα και ρεαλισμό το σκηνικό της εποχής, ξεχωρίζει και ο Τάσος Λειβαδίτης, κύριος εκπρόσωπος της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, που με τους στίχους του εκφράζει την φρίκη από την εφιαλτική μνήμη των αδικαίωτων θυσιών


Ο Λειβαδίτης, ξεκίνησε από την κοινωνική καταγγελία για να ασχοληθεί αργότερα με πιο προσωπικά θέματα.


Την περίοδο 1947-1951, ο ποιητής εξορίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες. 


Στην ποίηση εμφανίστηκε ξανά το 1952 με δύο εκτενή ποιήματα που τον έκαναν αμέσως γνωστό, τα «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». 


Το 1953, κέρδισε το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ νεολαίας στη Βαρσοβία με το ποίημα «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»


Το έργο κατασχέθηκε από την ελληνική λογοκρισία και έγινε αιτία να δικαστεί ο ποιητής το 1955 στο Πενταμελές Εφετείο.


 Ο ποιητής υπερασπίστηκε από το εδώλιο, την ουσία της τέχνης του και αθωώθηκε πανηγυρικά.


 [Aπό την Απολογία του Τάσου Λειβαδίτη]: (…) Δεν δικάζομαι για κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά γι’ αυτήν την ίδια την ποιητική μου ιδιότητα (…). Προσπάθησα να δείξω τη φρίκη και την αθλιότητα που επισωρεύει ο πόλεμος, να δείξω τη δραματική πείρα δύο παγκόσμιων πολέμων και τα εκατομμύρια ξύλινους σταυρούς που φύτεψαν στη γη, σκόρπισαν όμως και τους σπόρους για μια πλούσια άνθιση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας (…). 


Aκολούθησαν οι συλλογές Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο (1956), Οι τελευταίοι (1966), Νυκτερινός επισκέπτης (1972) και άλλες. 


Ο Τάσος Λειβαδίτης τιμήθηκε με το Α’ και Β΄ κρατικό βραβείο ποίησης για τις συλλογές του Βιολί με μονόχειρα (1976) και Εγχειρίδιο Ευθανασίας (1979). 


Έφυγε από την ζωή, στις 30 του Οκτώβρη 1988. 


«Επιστρέφει», όμως, κάθε βράδυ στις λαϊκές γειτονιές που τραγούδησε. Ανάβει το τσιγάρο του από τα πυρακτωμένα όνειρά τους. Φτιάχνει ποιήματα από πεσμένα στο δρόμο όνειρα. Όνειρα, που τα πατούν ακόμα και ανύποπτοι περαστικοί


Πηγή: https://frapress.gr/2015/04/

tasos-livaditis-o-axechastos-piitis-tou-agona-ke-tisftochogitonias/


Αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη από τον Γιώργο Δουατζή

Από τη σειρά της ΕΡΤ “Οι ποιητές μας” – 1983



























Αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη από τον Γιώργο Δουατζή

Από τη σειρά της ΕΡΤ “Οι ποιητές μας” – 1983




























Αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη από τον Γιώργο Δουατζή

Από τη σειρά της ΕΡΤ “Οι ποιητές μας” – 1983















Μνήμη Τάσου Λειβαδίτη


Αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη από τον Γιώργο Δουατζή

Από τη σειρά της ΕΡΤ “Οι ποιητές μας” – 1983






































Γράφει ο Γιώργος Δουατζής //

 

tasos_leivaditis

 

Πέρασαν κιόλας 28 ολόκληρα χρόνια χωρίς τη φυσική παρουσία του μεγάλου μας ποιητή Τάσου Λειβαδίτη – εσαεί παρόντος μέσα από το υπέροχο έργο του – ο οποίος πέθανε στις 30 Οκτωβρίου του 1988.

Δυο μέρες πριν, περιμέναμε οι φίλοι του έξω από το χειρουργείο του Γενικού Κρατικού νοσοκομείου, όπου οι χειρουργοί προσπαθούσαν να τον σώσουν από το επικίνδυνο ανεύρισμα αορτής που τον απειλούσε.

 Ο Μανώλης Πρατικάκης μπαινόβγαινε στο χειρουργείο με την ιατρική του ιδιότητα και μας πληροφορούσε.

 Κάποια στιγμή μας ανακοίνωσε την οριστική αναχώρηση του αγαπημένου μας ποιητή. 

Σκορπιστήκαμε στον εξωτερικό χώρο του νοσοκομείου, με τον βουβό λυγμό να μας μπουκώνει τα μάτια.

 

Την παραμονή του χειρουργείου τον είχα επισκεφτεί, προσπαθούσα να τον αποσπάσω από τον φόβο της επερχόμενης εγχείρησης με την κουβέντα, αλλά εκείνος με φοβισμένο βλέμμα, μου έλεγε ότι διαισθανόταν πως δεν θα ξαναβρεθούμε. Και επιβεβαιώθηκε…

 

Φωτο: από εφημερίδα της εποχής. Από αριστερά Μανώλης Πρατικάκης, Γιάννης Ρίτσος, η γυναίκα του Μαρία Λειβαδίτη, Γιώργος Δουατζής

Φωτο: από εφημερίδα της εποχής.

 Από αριστερά Μανώλης Πρατικάκης, Γιάννης Ρίτσος, η γυναίκα του Μαρία Λειβαδίτη, Γιώργος Δουατζής

 

Ο Τάσος Λειβαδίτης άφησε ένα σημαντικό έργο, το οποίο αγαπήθηκε από κάθε αναγνώστη της Ποίησης, κυρίως από τους νέους, τους νέους κάθε εποχής, μέχρι σήμερα.

 Η Ποίησή του ήταν σημαντική, πολυσήμαντη διότι – κατά την ταπεινή μου γνώμη – κατάφερε με απλές καθημερινές λέξεις να οικοδομήσει ένα έργο υψηλής αισθητικής και συγχρόνως βαθειά στοχαστικό, φιλοσοφικό.

Ήταν η σπάνια περίπτωση ενός δημιουργού, με ζωή ταυτισμένη με το αξιακό σύστημα το οποίο είχε κατακτήσει με το έργο του.

Με συνέπεια, επιμονή, αφιέρωσε τη ζωή του στη μεγαλόπνοη Ποίηση, σκυμμένος πάνω στα προβλήματα των απλών ανθρώπων με αγάπη και πίστη σε ιδανικά για έναν καλύτερο κόσμο με διαχρονικές αξίες.

Μεγάθυμος, γενναιόδωρος, έδινε απλόχερα σε όλους – ιδιαίτερα στους νέους ποιητές – την άδολη αγάπη του, τον πολύτιμο χρόνο του, τις  γνώσεις του, την πείρα του στη ζωή και την τέχνη.

Ως και υλική βοήθεια πρόσφερε σε ανθρώπους αδύναμους και μάλιστα σε περιόδους που ζούσε ο ίδιος μέσα στη στέρηση ως και των στοιχειωδών. 


Απολύτως φυσική στάση ζωής για έναν ποιητή που έγραψε: «Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλο, είμαστε κιόλας νεκροί».

Κύρια χαρακτηριστικά του, 

η ηπιότητα, παρά την ταραχώδη ζωή του με φυλακίσεις και εξορίες, η επιλεγμένη μοναχικότητα, παρά τους δεκάδες φίλους που τον αγαπούσαν, η φιλαρέσκεια, παρά το ότι ήταν από τη φύση του όμορφος, η ευγένεια, η αριστοκρατική συμπεριφορά του, η απλοχεριά του, παρά το ότι έζησε στερημένα, η αδυναμία του στο ποτό και τις όμορφες γυναίκες. 


Μα πάνω από όλα, ο Λειβαδίτης είχε κατακτήσει την ταπεινότητα, αυτή την μεγάλη αντίπαλο της ματαιοδοξίας, έχοντας απόλυτη επίγνωση της φθαρτότητας και της θνητότητας που σημαδεύει κάθε ανθρώπινο ον. 


Η άρνηση της επιβεβαίωσης της ύπαρξής του, αποτελεί την πιο βαθιά κατάφαση της ταπεινοσύνης του. 

Σπάνια θα άκουγες τον Λειβαδίτη να χρησιμοποιεί τη λέξη Εγώ… ΄Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να γράψει:

 

«…γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή / υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ / απ’ τον εαυτό της / η ζωή των άλλων».

«Μας φτάνει να μιλήσουμε/ απλά/ όπως πεινάει κανείς απλά/ όπως αγαπάει/ όπως πεθαίνουμε/ απλά».

«Kι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας,



Τα βιβλία μου, στέρεα και απλά, θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια, ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού».

 

Τον πίεζα επί πολλά χρόνια, να μου δώσει συνέντευξη ή να μου μιλήσει, έστω για κάποια έκδοση βιβλίου του. Η απάντηση του πάντα ίδια: “O δημιουργός μιλάει με το έργο του.”  


Το μόνο που καταφέραμε ήταν να απαγγείλει δυο – τρία ποιήματα στην τηλεοπτική κάμερα…

Ο Λειβαδίτης έφερε βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, την προσφυγιά, τη δικτατορία Μεταξά, τους αγώνες της Αριστεράς,  την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις διώξεις, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τη δικτατορία του 1967 και τόσα άλλα.


 Παρά τις τόσες κακουχίες, παρέμενε λάτρης, υμνητής της ζωής.


Έζησε καθοριστικά γεγονότα μιας ιστορικής διαδρομής «εκ των έσω», με μύριες δυσκολίες, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να κάμψουν το φρόνημά του. 


Αυτός προτίμησε να υψώσει το ανάστημα του πνευματικού ανθρώπου, του ταγμένου να φυλάει Θερμοπύλες.

Κλείνω με την υπέροχη παραίνεσή του:

«Γι αυτό σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική».

 

Γιώργος Δουατζής,  26 Οκτωβρίου 2016

 

Αφιέρωμα στον Τάσο Λειβαδίτη από τον Γιώργο Δουατζή

Από τη σειρά της ΕΡΤ “Οι ποιητές μας” – 1983

 

Α΄μέρος >>

 

Β΄μέρος >> 


 

 Ποιήματα από το βιβλίο “Απάνθισμα Τάσου Λειβαδίτη” του Γ. Δουατζή εκδόσεις Κέδρος 1997 (εξαντλημένο)


MAXH ΣTHN AKPH THΣ NYXTAΣ   (1952)

 

…πως θα ξαναπιστέψουμε στον κόσμο

τι ώρα νάναι;

 

…πικρή νύχτα

σαν την αδικία πικρή.

 

…πικρή νύχτα

σαν την ταπείνωση μικρή.

 

Μας κοίμιζε άλλοτε η μάνα μας

μ’ ένα τραγούδι σιγανό

τι κάνατε το τραγούδι αυτό;

 

Ένας άνθρωπος καίγεται

ένας άνθρωπος φωτίζει την νύχτα…

 


AYTO TO AΣTEPI EINAI ΓIA OΛOYΣ MAΣ   (1952)

 

…δός μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.

 

…μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πως να την  αγγίξω;

 

Πως θάνοιγα μια πόρτα όταν δε θάτανε για να σε συναντήσω

πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δε θάναι για να σε βρώ.

 

Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου

είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου

αγαπημένη μου.

 

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

 

Θάθελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.

Nα το φωνάξω τόσο δυνατά

που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο

καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

 

 

ΦYΣAEI ΣTA ΣTAYPOΔPOMIA TOY KOΣMOY     (1953)

 

…ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού…

 

…τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα απο το θάνατό μας

για να κλαίνε

φυσάει.

 

…φυσάει μες απ’ τα τρύπια βρακιά των ανέργων

φυσάει

φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού.

 

…ερχόμαστε

παραμερίστε

κατεβαίνουμε σαν μια χιονοστιβάδα που όσο κατηφορίζει μεγαλώνει.

 

 

O ANΘPΩΠOΣ ME TO TAMΠOYPΛO    (1956)

 

…μήπως δούμε το χαμόγελό σου

να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ’ τη δίψα μας.

 

Mας φτάνει να μιλήσουμε

απλά

όπως πεινάει κανείς απλά

όπως αγαπάει

όπως πεθαίνουμε

απλά.

 

…δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του

μη του το πάρουν.

 

…κρύβω στην τσέπη μου ένα όνειρο κουρελιασμένο

σφίγγω στα χέρια το άγνωστο όνομά μου…

 

Kι όταν σου πούν να με πυροβολήσεις

χτύπα με αλλού

μη σημαδέψεις την καρδιά μου.

Kάπου βαθιά της ζεί το παιδικό σου πρόσωπο.

Δεν θάθελα να το λαβώσεις.

 

…δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

 

ΣTIXOI ΓPAMMENOI ΣE ΠAKETA TΣIΓAPA

 

Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.

 

Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων

εμείς καθόμασταν τα βράδια

και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.

Eτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.

 

Kι όταν πεθάνω και δε θάμαι ούτε λίγη σκόνη πιά μέσα στους

δρόμους σας

τα βιβλία μου, στέρεα και απλά

θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια

ανάμεσα στο ψωμί

και τα εργαλεία του λαού.

 

Kατά που πέφτει, λοιπόν, ο κόσμος;

 

 

ΣYMΦΩNIA  Aρ. 1     (1957)

 

…η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή.

 

Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο

των αγέννητων παιδιών.

 

…και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι

και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας

είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.

 

Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι

γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.

 

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.

 

…χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πια

να μας προδώσουν…

 

Kι ύστερα μπήκατε ορθοί στη γη, όπως μπαίνει ο άντρας στη

γυναίκα.

Έτσι γεννήθηκαν τα στάχυα κι οι σημαίες.

 

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε

μια θέση

στη ζωή των άλλων.

 

 

OI  ΓYNAIKEΣ  ME  TA  AΛOΓIΣIA  MATIA   (1958)

 

…γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ

απ’ τον εαυτό της – η ζωή των άλλων.

 

…η μοναξιά είναι τόσο απέραντη

ώστε έρχονται δυο – δυο για να την υπομείνουν.

 

Δεν ήξερε,

πως το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στην τσέπη του…

 

Γιατί οι γυναίκες έχουν προαιώνιους,

μυστικούς δεσμούς με το αίμα

αίμα της ήβης, αίμα της παρθενιάς, αίμα της γέννησης…

 

Γιατί η ζωή είναι ατελείωτη και μπορεί κανείς να ξαναρχίσει

και δυο φορές – να ξαναρχίζει κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή…

 

…ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα

έτοιμο να ριψοκινδυνέψει την ψυχή του στη μεγάλη

αβεβαιότητα του έρωτα.

 

…τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον  – κι άλλες

τέτοιες βλασφημίες.

 

Kαι μόνο εκείνη η γυναίκα, θάρθει η αναπότρεπτη ώρα,

μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά,

πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη

μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

 

Kι ο άνεργος που γυρίζει αργά, για νάχουν όλοι κοιμηθεί

στο σπίτι…

 

 

25η PAΨΩΔIA THΣ OΔYΣΣEIAΣ   (1963)

 

Kαι νάμαι τώρα

διασχίζοντας το Άπειρο

πιο ανάλαφρος απ’ τους τρελούς και τα παιδιά…

 

…όσα δε ζήσαμε

αυτά μας ανήκουν…

 

…αγαπημένες μου,

εσείς, που ριχτήκατε τη νύχτα πάνω στα μαχαίρια της γύμνιας μου…

 

…κι ολόδροσος

σαν ένα χωριάτικο κοιμητήρι που διασχίζει το χρόνο.

 

 

ΠOIHMATA   (1958 – 1964)

 

…οι ερωτικές κραυγές μας

τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια

απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες…

…ά, για να γεννηθείς εσύ,

κι εγώ για να σε συναντήσω,

γι’ αυτό έγινε ο κόσμος.

…αφού έζησα όλο

το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο ανθρώπινο

έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους.

Kι ο άντρας είπε: θάθελα νάμαι Θεός. Kι η γυναίκα είπε:

θα γεννήσω σε λίγο.

…αδερφωμένοι ξαφνικά

μες στην παμμέγιστη αρετή της Tέχνης.

…κι η γριά πόρνη που σηκώνει τα φουστάνια της, για ένα γιαούρτι

δείχνοντας έναν ολόκληρο γκρεμισμένο Παράδεισο…

Oι εραστές είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει

τον άλλον.

Kι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις, κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου

έναν ολάκαιρο πικραμένο κόσμο.

…σταθήκαν τίμιοι, μα Aπόντες.

 

 

OI TEΛEYTAIOI  (1966)

 

Tα μαλλιά της γεράσανε και πάνω στα ωχρά της χείλη

σαπίζουν αρχαία μακρόσυρτα φιλιά και πολλά ανοιξιάτικα λόγια.

 

…και μέναμε κι οι δυο μετέωροι κι ολομόναχοι, κρεμασμένοι

απ’ την αρπαγή

μιας ασυνάντητης ηδονής…

 

Oλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας.

 

…κάθε τόσο σηκωνόταν κι έβγαζε το καπέλο του

σαν να ζητούσε συγνώμη που υπήρχε.

 

 

NYXTEPINOΣ EΠIΣKEΠTHΣ (1972)

 

Σε τι χρησίμεψαν λοιπόν οι αμαρτίες μου;

… όταν βράδιασε, άδειασα τα παπούτσια μου απ’ όλους τους δρόμους κι έπεσα να κοιμηθώ…

O ίδιος γύριζε σπίτι του τώρα δίχως πρόσωπο – σαν το Θεό.

…είχαμε κάποτε γκρεμίσει όλους τους τοίχους για να χωρέσουν εκείνοι που έφευγαν

…σε τι είχα φταίξει, εμένα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, που να βρεις καιρό…

…γιατί την ώρα που πεθαίνεις, σαν ένας φονιάς που απομακρύνεται βιαστικά,

φεύγει από μέσα σου ο άγνωστος που υπήρξες.

 

…” τώρα, μου λέει, θα πάμε μακριά”, ” μα δεν βλέπεις, του λέω, μας ξέχασαν”, ” γι’ αυτό” μου λέει…

…στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγιόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.

 

” μητέρα, ρώτησα κάποτε, που μπορούμε να βρούμε λίγο νερό για τ’ άλογό μου΄”, “μα δε βλέπω κανένα άλογο”, “κι εσύ, μητέρα!”…

Kανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρύπνιες συντήρησα τη ζωή μου…

 

 

ΣKOTEINH ΠPAΞH (XOPIKO) 1974

 

Kάτω απ’ το μανδύα ενός άλλου πηγαίνουμε, που προχωράει σιωπηλός, δίχως όνομα, ίσως γι’ αυτό και πιο αληθινός…

Kαι μόνο ο τυφλός χαμογελούσε καθώς το ραβδί του, σοφό, τον πήγαινε πέρα απ’ τη ματαιότητα, μες στο σκοτάδι.

…κι έπρεπε σαν έναν άλλο, πιό μεγάλο ουρανό, ν’ αντέξουμε

την καθημερινή μας ιστορία.

 

…ακόμα κι άν δεν υπήρχε ουρανός εμείς εκεί θα πηγαίναμε.

…ζήσαμε έξω απ’ τη θλίψη μας για να μη μας βρίσκουν.

 

 

OI TPEIΣ  (1975)

 

…άνθρωπος ασήμαντος δεν είχα φτιάξει ποτέ στη ζωή μου επισκεπτήρια…

 

…αυτοί, που έζησαν χωρίς ιστορία, σαν τον Θεό…

 

…έτσι η πιο αλησμόνητη ιστορία δε θα γραφτεί ποτέ, αφού πρέπει να την ξεχάσουμε, για να ζούμε ακόμα…

 

…κι εκείνος ο θλιμμένος άντρας, στο γειτονικό θάλαμο, ήθελε να πετάξει, έλεγε, και τρεφόταν μόνο με ψίχουλα…

 

…ίσως αργότερα μάθουν πως έζησα…

 

…ώρα που ο αιμομίχτης πρέπει να ονειρευτεί τη μητέρα του, ο φονιάς το άλλο του χέρι, η πόρνη να γυρίσει επιτέλους, στο πλευρό της, και ν’ ανάψει το λύχνο του ο τυφλός.

 

 

ΔIABOΛOΣ ME TO KHPOΠHΓIO  (1975)

 

Σκέφτομαι, αλήθεια, γιατί όλα αυτά, αφού με πολύ λιγότερα μπορεί κανείς να χαθεί.

 

…η εξέγερση θα γίνει τα μεσάνυχτα, έλεγαν, “έτσι θα μάθουμε και την ώρα”, είπε κάποιος…

 

Είμαι άντρας, και με μια φτωχή βιογραφία πρέπει να ετοιμάσω

μια δίκαιη αναχώρηση.

 

…στις έγκυες μάλιστα σήκωναν το φόρεμα

κι έβρισκαν πανάρχαια κλοπιμαία…

 

Υπάρχουν, αλήθεια, χιλιάδες τρόποι να κερδίσει κανείς τη ζωή του

μα ένας μόνο για να τη χάσει.

 

…ή να πονέσω τόσο πολύ που ο Θεός να υπάρξει…

 

…κάθε φορά που κάποιος μπαίνει στη ζωή σου,

είναι σαν να σου παίρνει μια βελόνα γραμμοφώνου, ώσπου, τελικά,

πρέπει να τραγουδήσεις μόνος σου…

 

 

BIOΛI ΓIA MONOXEIPA  (1976)

 

…ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία

όταν τη διηγούμαι σε κάποιον…

 

…ή ο παιδικός μας φίλος, που καθισμένοι στο πεζούλι τα βράδια

μοιράζαμε τον κόσμο – αλλά εγώ τον έκλεβα.

 

…έτσι δεν μπόρεσα ν’ αποτελειώσω καμιά ηλικία…

 

…σαν ένα παιδί που το αθώωσαν για να μην έχει τίποτα δικό του…

 

…ώ έρημοι δρόμοι, που μπορείς όλα να τους τα πείς, χωρίς να

τ’ ακούσουν…

 

…το πιό θανάσιμο αμάρτημα είναι να μήν αγαπάς τον εαυτό σου…

 

… ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ’ ένα χέρι βιολί, όταν με τ’ άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του…

 

… και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις…

 

 

ANAKAΛYΨH (1977)

 

… οι άγιοι φοβισμένοι είχαν καταφύγει στα ημερολόγια…

 

… ίσως γιατί υπάρχει κάτι που γι’ αυτό δε μίλησε ποτέ κανείς – και μόνο εκεί ζήσαμε…

 

… έτσι έμεινα χωρίς ηλικία σαν τα παλιά σφάλματα….

 

… και ξεκινάει μια μέρα καλή, όταν παραδεχτείς απ’ το πρωί τη νύχτα που φτάνει…

 

Και κάθε τόσο ανοίγω το ερμάρι και βεβαιώνομαι πως το παιδικό μου χέρι είναι ακόμα εκεί και κάποτε θα μου χτυπήσει το τζάμι.

 

… κινδύνεψα μπρος σε μια λέξη…

 

Κανείς δε μας συγχώρησε που ζήσαμε σιωπηλοί…

 

… τις νύχτες κοιμόμουν στο πάτωμα, αφήνοντας το κρεβάτι για τον εφιάλτη…

 

… τα σκυλιά, το βράδυ, κοιτάζουν δακρυσμένα προς τα κει πού ήμαστε κάποτε παιδιά

 

Πόσες ψευδομαρτυρίες δεν έσωσαν μιά ζωή.

 

… “μην τον ακούς, είπε η γριά, αυτός είναι ο πεθαμένος – αφού κρύβει ακόμα τα λεφτά του”.

 

… οι λέξεις είναι η ποινή μου, ο ύπνος η βιογραφία μου

 

 

EΓXEIPIΔIO EYΘANAΣIAΣ  (1979)

 

Τόσα άστρα κι εγώ να λιμοκτονώ.

 

… όπως μια γυναίκα που δεν τη γνώρισες ποτέ κι όμως θα πρέπει κάποτε να ‘χατε αγαπηθεί πολύ…

 

… γιατί αλίμονο αν μαθαίναμε όσα μας έχουν συμβεί.

 

. ή μια χειρονομία απαλή, όπως καρφιτσώνεις ένα ρόδο στο στήθος μιας γυναίκας

που ποτέ δεν υπήρξε.

 

… έχω τόσες ωραίες ιδέες να συντηρήσω…

 

… ίσως όταν ξαναΐδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον.

Έτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.

 

… κι αφού ποτέ δεν είχα ζήσει φανερά

θ’ ακούτε το τραγούδι κι όταν λείπω.

 

… κι η ειλικρίνεια αρχίζει πάντα εκεί, που τέλειωσαν όλοι οι άλλοι τρόποι να σωθείς.

 

 

O TYΦΛOΣ ME TO ΛYXNO  (1983)

 

Έρχομαι από μέρες που πρέπει ν’ αποσιωπηθούν, από νύχτες που θέλω να τις ξεχάσω…

 

… εξάλλου άνθρωπος είμαι κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα: ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση…

 

…παλιά, ρυτιδωμένη γη που μόνο έναν αιώνιο ύπνο υποσχόταν –

κι ώ σοφή προνοητικότητα των παιδιών, που πιάνουν από νωρίς φιλίες με το χώμα.

 

Aν έχασα τη ζωή μου είναι γιατί πάντα είχα μίαν άλλη ηλικία απ’ την αληθινή…

 

…ώσπου ξημέρωνε

κι ερχότανε ένας καινούριος πόνος να με σώσει απ’ τον παλιό.

 

…ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική…

 

Οπωσδήποτε  θα είχα κάνει μεγάλα πράγματα στη ζωή μου, αλλά είχα γεννηθεί πολύ απασχολημένος…

 

… οι πιο ωραίες ιστορίες θα ειπωθούν για μας

όταν δε θα ‘ναι πια κανείς να τις ακούσει.

 

Aν ρίχναν ένα καράβι μες στο μυαλό μου θα ναυαγούσε.

 

… αλλά τι να ‘κανα που υπήρξα πάντα

απ’ την άλλη μεριά της ζωής.

 

 

BIOΛETEΣ ΓIA MIA EΠOXH  1985

 

… μόνον η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες…

 

… ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά…

 

… οι φτωχοί κατακτούν αναίμακτα τα πάρκα…

 

… μια γυναίκα πιο κει τόσο θλιμμένη που ο κόσμος θα ‘πρεπε να ξαναρχίσει…

 

… ρωτάμε αλλά η απάντηση υπάρχει μόνο όσο δεν τη γνωρίζουμε

είμαστε τ’ όνειρο ενός μανιακού, η μεγαλοφυΐα ενός τρελού που

δραπετεύει μέσα σε μια λέξη…

 

… θα ‘δινα ένα βασίλειο για μια παιδική νύχτα…

 

… άνθρωποι αθώοι σαν άγραφες σελίδες

άνθρωποι ανυπεράσπιστοι σαν τις σελίδες που γράφτηκαν πια.

 

…πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών δεν είναι η βροχή, αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε…

 

…έξω απ’ τα ορφανοτροφεία σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια…

 

…οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση…

 

… ζήσαμε μεγάλα χρόνια, όμως πράγματα ασήμαντα μας πέθαναν…

 

…όπως τα παιδικά παιχνίδια που μια μέρα εξαφανίζονται άξαφνα σα να τα πήρε μαζί του το παιδί – καθώς πέθαινε, περίλυπο, μέσα στον άντρα.

 

 

MIKPA ΓYMNAΣMATA ΛHΣMONIAΣ

 

…δεν είχε πού να πάει,

ώσπου σηκώθηκε και με αργά, αβέβαια βήματα ανέβηκε στον ουρανό.

 

“Mα πως περπατάς επί των κυμάτων;” ρώτησα.

“Eχασα τον δρόμο” μου λέει.

 

Oι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα συμβιβασμοί – πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.

 

…αλλά τι αθλιότητα, κάθε φορά που έχω κάτι σπουδαίο να πω, τα χάνω, έτσι μένει στο σκοτάδι η ανθρωπότητα.

 

Kι, ώ αναμνήσεις, που συγκρατείτε κάτι πιο πολύ απ’ αυτό που ζήσαμε…

 

Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια

μιας και δεν ήταν ποτέ πραγματική…

 

 

 ΜIKPO BIBΛIO ΓIA MEΓAΛA ONEIPA  (1987)

 

…στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι νεκροί

έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.

 

A, έχασα τις μέρες μου

αναζητώντας τη ζωή μου.

 

…μίλησα πάντοτε με λόγια απλά για να επιδέχονται όλες τις ερμηνείες…

 

Kαι πεθαίνουμε στερημένοι σ’ έναν παράδεισο από λέξεις.

 

Εξάλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.

 

…η οικογένειά μου, από τις πιο ευυπόληπτες, διατηρούσε όλες τις μεγαλοαστικές συνήθειες μόνο που το σπίτι δε χωρούσε τόσες μικρότητες κι είχαμε κι ένα άλλο στην εξοχή.

 

Kι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον

είμαστε κιόλας νεκροί.

 

…η νεότητα πέθανε, ας σκεπάσουμε τους καθρέφτες…

 

 

TA XEIPOΓPAΦA TOY ΦΘINOΠΩPOY 1990 (εκδόθηκε μετά το θάνατό του ποιητή)

 

…η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο…

 

…κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλο…

 

Oλόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σε ένα άλλο όνειρο.

 

Tα ρολόγια σημαίνουν τις χαμένες ώρες, αλλά κανείς δεν τα πιστεύει…

 

…οι ερωτευμένοι παντρεύτηκαν και τώρα γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους…

 

…ω μα γιατί άφησα να μεγαλώσω, πώς ξεγελάστηκα…

 

O κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…

 

Kάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια.

 

…κορίτσια που βγάζουν το φουστάνι τους για να μπουν στον ουρανό…

 

H ελπίδα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο.

 

T’ άστρα ήταν το πρώτο μας αναγνωστικό.


Τάσος Λειβαδίτης – 30 Οκτωβρίου 1988


Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. 

Το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εξαιτίας της Κατοχής και της στράτευσής του στην ΕΠΟΝ.

Για την αριστερή πολιτική του δράση φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τον Ιούνιο του 1948 ως το 1951 στο Μούδρο, τον Άη- Στράτη και τη Μακρόνησο μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενος, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί άλλοι και συνέχισε να γράφει ποιήματα. 


Στα ελληνικά γράμματα ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού “Ελεύθερα Γράμματα”, με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη»

Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα “Αυγή”από το 1954 – 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης” (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.

Tο 1972, εξέδωσε το βιβλίο “Nυχτερινός επισκέπτης”, που οι  κριτικοί το θεωρούν έναρξη της β’ φάσης του έργου του, οπότε αποστασιοποιείται από την πολιτική δράση και κάνει μια βαθιά στροφή ενδοσκόπησης.

 Η ποίησή του εκφράζει σε πλατιές συνθέσεις καταστάσεις της εποχής μετά την Αντίσταση και την Απελευθέρωση με προβληματισμούς από την καθημερινή ζωή.

Επίσης, συνυπέγραψε μαζί με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη. 

Για την τελευταία έγραψε τους στίχους των τραγουδιών που ακούγονται (μουσική Μίκη Θεοδωράκη).

 Τιμήθηκε με  το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979) για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας» και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».

Το Αρχείο της ΕΡΤ τιμώντας τον σπουδαίο ποιητή, με αφορμή την ημερομηνία θανάτου του (30/10/1988) παρουσιάζει την εκπομπή:

ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΠΟΙ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1922-1988)

(video)

Εκπομπή της σειράς των Κώστα Χριστοφιλόπουλου και Νίκου Ι. Χουρδάκη, αφιερωμένης σε Έλληνες λογοτέχνες με στόχο τη μελέτη του χώρου και των συμβόλων του στην ποίησή τους, η οποία αποτελεί αφιέρωμα στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη και το έργο του. 

Το ντοκιμαντέρ ερευνά τα στάδια της ποιητικής του παραγωγής με έμφαση στην έννοια της εντοπιότητας και την ποιητική βίωση του τόπου της Αθήνας. 

Ανιχνεύονται επίσης, τα συστατικά στοιχεία, οι ιδεολογικές τοποθετήσεις και οι υπαρξιακές αναζητήσεις στο ποιητικό του έργο, όπως η ανθρωπιά, η μοναξιά, η νοσταλγία και το αίσθημα της ματαίωσης.

Ο ποιητής Θανάσης Κωσταβάρας 

μιλά για τις επιρροές του Λειβαδίτη και την ιδεολογική ένταξη του ποιητή.

 Κατατάσσει το έργο του σε δύο περιόδους:

 την εποχή της στράτευσης, περίοδο ιδεολογικού προβληματισμού,

 και της υπαρξιακής αγωνίας της τελευταίας φάσης της δημιουργίας του, που ταυτίζεται με την εκφραστική ωριμότητα του ποιητή.

Η καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Σόνια Ιλίνσκαγια 

αναφέρεται στο στίγμα της εντοπιότητας στο έργο του διακρίνοντας την πρώιμη φάση του έργου του που ταυτίζεται την ποίηση του Στρατοπέδου και τις σκληρές προσωπικές εμπειρίες από την εξορία του στη Μακρόνησο και τον Αη  Στράτη, και στη φάση έξω από το στρατόπεδο.

Στην πρώτη φάση ανιχνεύεται η κόλαση του στρατοπέδου σε αντίστιξη με τις ανθρώπινες αξίες που αντιπροσωπεύουν η συντροφικότητα των κρατουμένων και η μεταξύ τους αλληλεγγύη. 

Στη δεύτερη φάση της επιστροφής του από το στρατόπεδο, σκιαγραφείται έντονα η εικόνα της πόλης της Αθήνας στην ποίησή του και της αθηναϊκής συνοικίας.

 Η Σ. Ιλίνσκαγια μιλά για το πώς αξιοποιείται το σκηνικό της πόλης από τον ποιητή, μέσα από τις ιστορικές αναδρομές του και τις υπαρξιακές ανιχνεύσεις του, και πώς βιώνεται ποιητικά η Αθήνα ως ιδιαίτερη πατρίδα της ψυχής του.

Τον ποιητικό κόσμο του Λειβαδίτη παρουσιάζει ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος

Αναφέρεται, ακόμη, στους εξωτερικούς χώρους στο έργο του αλλά και στα παλιά αρχοντικά όπου διαδραματίζεται ένα μεγάλο μέρος του έργου του.

Kατά τη διάρκεια της εκπομπής διαβάζονται αποσπάσματα του έργου του ποιητή όπως, «Ετούτη τη φορά», «Εξόφληση» από την συλλογή «Νυχτερινός επισκέπτης» (1972), «Φίλιππος» κ.ά., και προβάλλονται πλάνα αρχείου από τη σειρά «Οι Ποιητές Μας» του Τάσου Λέρτα, παραγωγή 1982 – 1983, με μια σπάνια απαγγελία του ίδιου του ποιητή (διαβάζει το «Ασφαλής Κατεύθυνση»).

Την ανάγνωση των ποιημάτων κάνουν οι: Νίκος Χουρδάκης, Κώστας Χριστοφιλόπουλος, Θανάσης Κωσταβάρας και Σόνια Ιλίνσκαγια.

Έτος παραγωγής: 1995

Δείτε περισσότερα στο http://archive.ert.gr



Βιβλίο
Τάσος Λειβαδίτης
Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του

Συλλογικό έργο
Επιμέλεια: Γιώργος Δουατζής
Χρίστος Αλεξίου
Νικηφόρος Βρεττάκος
Κώστας Γεωργουσόπουλος
Γιώργος Δουατζής
Μίκης Θεοδωράκης
Σόνια Ιλίνσκαγια
Σπύρος Κατσίμης
Κώστας Κουλουφάκος
Κώστας Κρεμμύδας
Γιώργος Μαρκόπουλος
Απόστολος Μπενάτσης
Γιώργος Παπαλεονάρδος
Τίτος Πατρίκιος
Μανόλης Πρατικάκης
Γιάννης Ρίτσος
Έλλη Φιλοκύπρου
Γιάννης Στρατηγάκος
Ρέθυμνο
Στίξις
2017
σ. 234
Σχήμα: 21χ14
ISBN: 978-618-83051-6-8
Κυκλοφορεί
Τιμή: 14.84€ Φ.Π.Α.: 6%
(Τελευταία Ενημέρωση Τιμής: 14-02-2018)
Περίληψη:

Το έργο, η ζωή, η προσωπικότητα, οι τελευταίες στιγμές του μεγάλου μας
 ποιητή Τάσου Λειβαδίτη.
Άνθρωποι των Γραμμάτων αναλύουν τη σημασία του έργου του ποιητή, α
ποκαλύπτουν γεγονότα και άγνωστες πτυχές της ζωής του.
Ένα βιβλίο-αφιέρωμα για τα τριάντα χρόνια από το θάνατο του Τάσου Λει
βαδίτη, με βιογραφία και πλήρη εργογραφία.



Μια συγκλονιστική μαρτυρία για τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη

Ο Μανόλης Πρατικάκης διηγείται μία ιστορία για τον Τάσο Λειβαδίτη η οποία αναδεικνύει λιγότερο γνωστές πλευρές του ποιητή. Το δημοσιεύουμε με αφορμή την επέτειο της γέννησης του.  

«Θα περιγράψω ένα περιστατικό σχετικά με δημοσίευση

 ποιημάτων του Λειβαδίτη σε περιοδικό, γιατί νομίζω ότι

 έχει ένα γενικότερο ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκονται σ’ αυ

τό και άλλοι σημαντικοί ποιητές. Το 1988 ήταν τα δεκάχρο

να του περιοδικού «Το Δέντρο» και στο πανηγυρικό τεύχος

 ο Μαυρουδής και ο Γουδέλης θέλησαν να τιμήσουν τον 

Λειβαδίτη, με πρωτοσέλιδα ανέκδοτα ποιήματά του.   

Ο Μαυρουδής γνώριζε την φιλία μου με τον Λειβαδίτη

 και με παρακάλεσε να μεσολαβήσω για τη συγκατάθεσή 

του και να έρθουν τα πρωτότυπα κείμενα στα χέρια τους.

 Πράγματι τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του εξήγησα την

 πρόθεση του περιοδικού και εκείνος συμφώνησε. Συνα

ντηθήκαμε στο σπίτι του και μου έδωσε τα ποιήματα, τα

 οποία και έδωσα στο «Δέντρο». Το περιοδικό όμως είχε 

ζητήσει συνεργασία, για το ίδιο, πανηγυρικό τεύχος και 

από τους Ρίτσο, Καρούζο, Βρεττάκο, κ.λ.π. Προσωπικά 

αγνοούσα τα ονόματα των άλλων συνεργατών πλην του 

Λειβαδίτη.

Δέκα μέρες, περίπου, αργότερα με παίρνει τηλέφωνο ο Λει

βαδίτης. Άρχισε διστακτικά να μου λέει ότι δεν ήταν

 απαραίτητο να μπουν «πρώτα» τα ποιήματά του, και κάτι

 τέτοια. Του απάντησα ότι η επιλογή ήταν πηγαία, ότι

 «ήταν μια επιλογή εκτίμησης και αγάπης σ’ εσένα και το

 έργο σου» κ.λ.π. «Καλά παιδί μου», απάντησε, όπως συνή

θιζε με τους φίλους του. Την επόμενη άλλο τηλεφώνημα,

 γύρω από το ίδιο θέμα με αυξανόμενη αγωνία. Παρά τις 

εξηγήσεις μου, που προς το παρόν τον έπειθαν, επανερχό

ταν εναγωνίως. Όταν τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιος σο


βαρός λόγος, απάντησε αρνητικά. Όμως όπως έμαθα αργό

τερα, υπήρχε.

Στο μεταξύ ο Νίκος Καρούζος, αυτός ο σπουδαίος ποιη

τής, φίλος επίσης, και με πιο συχνές συναντήσεις, είχε μά

θει τη μεσολάβησή μου για τα ποιήματα του Λειβαδίτη 

στο «Δέντρο». Με παίρνει, λοιπόν, έξαλλος, σ’ ένα μεταμε

σονύχτιο τηλεφώνημα, βρίζοντας τους υπεύθυνους του πε

ριοδικού και αφήνοντας αρκετές αιχμές για τη δική μου 

μεσολάβηση. «Τον Φίλο σου τον Λειβαδίτη», όπως έλεγε 

συχνά με κάποια ζηλόφθονη σκοπιμότητα. Πάνω από μισή

 ώρα φώναζε με ένα βάναυσο επίμονο, δαιμονικό αλλά 

συγκρατημένο λόγο: «κανείς ζωντανός δεν μπορεί να προ

ηγηθεί από μένα, να το πεις στους φίλους σου, στον άθλιο

 Μαυρουδή και τον τρισάθλιο Γουδέλη, ας μην τολμήσουν

… σαράντα χρόνια τώρα μου χρωστάει η Ελλάδα…κανέ

νας ζωντανός», επαναλάμβανε για πολλοστή φορά ως συνή

θιζε, «μόνο οι νεκροί μπορούν να προηγηθούν, μόνο οι νε

κροί», κ.ο.κ. Προσπάθησα μάταια να τον καθησυχάσω. Ε

παναλάμβανε σαν από μαγνητόφωνο τις ίδιες ακριβώς 

φράσεις, σα μια οργισμένη μηχανή που ήξερε να χρησιμο

ποιεί μόνο αυτές τις λέξεις, με αυτήν την αλληλουχία, με

 την ίδια αδιάλειπτη οξύτητα και οργή. Συμφωνήσαμε να 

συναντηθούμε την επομένη. «Αλλά οι άθλιοι ας μην τολμή

σουν» ήταν η επωδός.

Όταν έκλεισε ήρθε μπροστά μου η ήρεμη, καλοσυνάτη μο

ρφή του Λειβαδίτη, ο διακριτικός, γεμάτος δισταγμούς λό

γος του, που «απαιτούσε» ακριβώς το αντίθετο από εκείνο

 που απαιτούσε ο μαινόμενος Καρούζος. Τι διαφορά! Έβλε

πα μπροστά μου δυο ειδών παραλογισμούς, που μόνο από

 καλλιτέχνες μπορούσαν να εκφραστούν. Όταν αργότερα 

βρέθηκα στο σπίτι του Λειβαδίτη, σε μια στιγμή που εκεί

νος έλειπε, η γυναίκα του η Μαρία, πολύ εμπιστευτικά 

μου αποκάλυψε ότι ο Τάσος δεν θέλει να είναι πρωτοσέλι

δο «γιατί θα στεναχωρηθεί και θα θυμώσει ο Γιαννάκης», 

δηλ. ο Ρίτσος, μου είπε χαμηλόφωνα. Και πρόσθεσε, σχε

δόν φοβισμένη: «Έχει κάνει και τρεις μήνες να του πει κα

λημέρα, σε κάποιες ανάλογες περιπτώσεις. Πρέπει όλα να 

περνούν από την έγκρισή του. Ο Τάσος τον σέβεται, τον 

θεωρεί δάσκαλό του, αν κι εκείνος δεν παύει ποτέ να μας 

το υπενθυμίζει, αλλά και τον φοβάται. Συχνά για τέτοια, 

τον κρατά σε καραντίνα, πράγμα που ο γλυκός μου ο Τά

σος, δεν μπορεί να αντέξει. Εσύ ξέρεις πόσο καλός και πό

σο εύθραυστος είναι. Ο Ρίτσος έμαθε για το πρωτοσέλιδο 

του «Δέντρου» και ήδη μας έκανε αρκετούς υπαινιγμούς, 

ξέρει εκείνος τον τρόπο», πρόσθεσε. Ήταν η Τρίτη κατά

 σειρά έκπληξή μου.   

Όταν την επομένη μου τηλεφώνησε ο Λειβαδίτης, για το 

γνωστό θέμα, του είπα, σχεδόν, οργισμένος. «Ε, ως εδώ, 

Τάσο. Τα ποιήματά σου θα μπουν πρωτοσέλιδο. Οι τιμές 

και τα πρωτοσέλιδα του Ρίτσου δεν μετριούνται. Δεν έχεις

 δικαίωμα να αποποιηθείς μια τιμή που σου κάνει ένα πε

ριοδικό. Μη με ξαναπάρεις γι’ αυτό το θέμα, τέρμα και τε

λεία. Ο Ρίτσος έχει μπουχτίσει, αλλά παραμένει άπληστος.

 Ως εδώ». Φαίνεται ότι η οργή μου τον ανακούφισε. Κατα

λάβαινε επίσης πως είχα αντιληφθεί την πηγή της αγωνί

ας του. Και ότι με είχε εξοργίσει η αιτία αυτής της αγωνί

ας, αυτή η καταπιεστική μηχανή, η ρετουσαρισμένη με 

τόσο τέλεια και ατελείωτη απρέπεια, στο όνομα της φιλί

ας και της ιδεολογικής ανιδιοτελούς συντροφικότητας – 

τι κούφιες λέξεις!   

Σ’ αυτό το περιστατικό η μοίρα θέλησε να παίξει ένα μα

κάβριο παιχνίδι. 

Πριν κυκλοφορήσει το τεύχος του «Δέντρου» με τη συνερ

γασία αυτών των κορυφαίων ποιητών, ο Λειβαδίτης εισά

γεται στο Γενικό Κρατικό Αθηνών, και μετά από δύο εξά

ωρα χειρουργεία για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, στα 

οποία, με παράκληση του ποιητή, ήμουν παρών, πεθαίνει.

 Ένας τεράστιος, απρόβλεπτος θρόμβος (μοναδικός στα 

χρονικά της Αγγειοχειρουργικής κλινικής), έφραξε το μόσ

χευμα και παρά τις απέλπιδες προσπάθειες, κατέληξε. Φα

ντάζομαι ότι ο Καρούζος θα έμεινε άναυδος. Τώρα πια θα 

μπορούσαν άνετα να τεθούν σε εφαρμογή οι αφορισμοί 

του. «Οι νεκροί προηγούνται». Τον είχε προλάβει η πραγ

ματικότητα. Και φυσικά, ούτε ο Ρίτσος θα τολμούσε να 

απαιτήσει υπακοή από τον νεκρό «μαθητή» και σύντροφο

 στους αγώνες και την τέχνη.

Όταν αργότερα συνάντησα τον Καρούζο στο γνωστό στέ

κι της πλατείας Μαβίλη, μου επανέλαβε μ’ εκείνη τη βρα

χνή μεταλλική φωνή του «οι νεκροί όντως προηγούνται…

είδες φίλε μου τι παιχνίδι μας έπαιξε η τύχη;». Μόνο που 

τώρα η φωνή του είχε ένα ράγισμα, ένα θάμπωμα. Εκείνη

 την στιγμή κατάλαβα ότι αισθάνθηκε τον παραλογισμό 

του και ότι είχε ίσως την υποψία ότι με την άγρια εμμονή 

του οδήγησε (σε επίπεδο μεταφυσικής) τα πράγματα, έτσι,

 που να προηγηθεί ο Λειβαδίτης, αλλά όχι βέβαια ζωντα

νός.   

Στο σπίτι του νεκρού πια Λειβαδίτη είχαμε μαζευτεί πολ

λοί. Ήταν εκεί και ο Ρίτσος. Έκλαιγε σπαρακτικά, με λυγμούς, απογυμνωμένος. Γέρος όσο ποτέ. Χωρίς κανένα φτιασίδι. Δίχως να σκέφτεται πως θα τον δει χωρίς τις προσωπίδες του ο κόσμος. Αφάνταστα γέρος, εύθραυστος

 και πελιδνός, αυτός με τις παλιές συντεταγμένες σοσιαλι

στικές του βεβαιότητες με το αγέρωχο επιτηδευμένο ύφος

 που μας δήλωνε πόσο μακριά στεκόταν από ευτέλειες και

 ματαιοδοξίες. Ήταν καθισμένος εκεί, ένα θλιβερό ανθρώ

πινο κουρέλι με πραγματικούς λυγμούς και αληθινά δάκρυ

α. Πρώτη φορά τον έβλεπα αυθεντικό και γνήσιο. Ήταν η

 κατάρρευση ενός μύθου. Εκμηδενισμένος, ξένος προς το

 ποιητικό του σώμα. Έκλαιγε για όλους και για όλα που εί

χαν καταρρεύσει και προ πάντων για τον ίδιο. (Βρισκόμα

στε στο 1989 που μόλις είχε καταρρεύσει η Σοβιετική 

΄Ενωση, ο Τσαουσέσκου, κ.λ.π.). Έκλαιγε μπροστά στο θά

νατο ενός αληθινά Αγγελικού ποιητή.
Που δεν ήξερε τι θα πει μικρότητα.

Αθήνα, Μανόλης Πρατικάκης, ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Τεύχος

 140, Απρίλιος- Ιούνιος 2008.

Πηγή: logotexnikesmikrografies


Ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ο πρώτος άντρας που με

 συγκίνησε

«Εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι για έ

ναν καινούργιο κόσμο… εκεί θα σε περιμένω, αγάπη 

μου

Article featured image

Κάθομαι στο καφενείο, για να γράψω το κείμενο. «Μερικά βιογραφικά στοιχεία και κάποιο ποίημα». Σαν ξεπέτα μού ακούγεται. Μου έρχονται στο μυαλό οι πιο πάνω στίχοι. Ο πόθος για έναν καλύτερο κόσμο συναντάται με το ίδιο το συμβάν τού ερωτικού άθλου. Είμαι πλέον σίγουρη. Δεν μπορώ να «ξεπετάξω» με μερικές «στεγνές», άνευ συναισθήματος βιογραφικές πληροφορίες από τη Wikipedia έναν κατεξοχήν ερωτικό ποιητή.

Γεννηθείς στις 20 Απριλίου του 1922. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως, τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στον χώρο της αριστεράς, η οποία οδήγησε σε συλλήψεις και σε στρατόπεδα εξορίας στον Μούδρο, στον Άη Στράτη και στη Μακρόνησο. Στρατευμένος στις τάξεις της αριστεράς, αλλά και του έρωτα, τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης». Στην αρχή του συγγραφικού του έργου μάς έδωσε μια υποδειγματική, αντιπολεμική ποίηση, ενώ αργότερα έγραψε για πιο προσωπικά θέματα. Πέθανε στην Αθήνα, στις 30 Οκτωβρίου του 1988.

tasos-leibaditis-ekdilosi-mnimis-ston-iano.jpg


Ο Τάσος Λειβαδίτης. Ένας μοντέρνος κομμουνιστής σε

 καιρούς μεταμοντέρνου καπιταλισμού, όπως άκουσα να

 τον αποκαλούν σε κάποιο από τα πολλά αφιερώματα

 που έγιναν για το πρόσωπό του.

Μετά, θυμάμαι την ιδιαίτερη σχέση που έχω μαζί του, 

μιας και ήταν ο πρώτος άντρας που με συγκίνησε. Δευ

τέρα -νομίζω- Λυκείου. Καψούρα. Έπειτα από κάποιο

 διάλειμμα βρήκα στο θρανίο μου ένα σημείωμα που

 έγραφε το εξής:

«Κι αν έρθει κάποτε η στιγμή να χωριστούμε, αγάπη μου,

μη χάσεις το θάρρος σου.

Η πιο μεγάλη αρετή του ανθρώπου, είναι να ‘χει καρδιά.

Μα η πιο μεγάλη ακόμα, είναι όταν χρειάζεται

να παραμερίσει την καρδιά του.

Την αγάπη μας αύριο, θα τη διαβάζουν τα παιδιά στα σχολικά βιβλία,

πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων.

Αν μου χάριζαν όλη την αιωνιότητα χωρίς εσένα,

θα προτιμούσα μια μικρή στιγμή πλάι σου».

Μετά, είχαμε Μαθηματικά. Θυμάμαι ότι ανάμεσα στους

 αριθμούς και τα σύμβολα ξεπηδούσαν οι λέξεις που εί

χα διαβάσει λίγο προηγουμένως και η δύναμή τους με 

είχε συνεπάρει. Κάποια στιγμή, ο καθηγητής με ρώτησε

 κάτι, αλλά δεν ήξερα να απαντήσω. Έφαγα παρατήρη

ση, αλλά δεν με ένοιαξε. Έκτοτε, τρέφω μια απέχθεια 

για τους αριθμούς κι ας τους συναντώ πλέον κάθε μέρα

 μπροστά μου. Έκτοτε, επίσης, είδα τους στίχους του 

Λειβαδίτη αναρτημένους στο Facebook, στο Instagram, 

σε τοίχους κτηρίων και σχηματισμένους στα χείλη συ

ντρόφων. Το πρόσωπο εκείνου του αγοριού έρχεται ξε

θωριασμένο στη μνήμη, η δυναμική της ποίησης νίκη

σε - ο αγών ήταν, άλλωστε, άνισος. Στα μεγαλύτερά 

μου χρόνια, στρατευμένη επίσης στους χώρους της αρι

στεράς και του έρωτος, ο Τάσος Λειβαδίτης μού προκά

λεσε πολλές φορές την πρώτη εκείνη συγκίνηση των δε

καέξι μου χρόνων. Η οποία δεν ξεπηδούσε πια μέσα α

πό αριθμούς και σύμβολα, αλλά μέσα από το ίδιο το αί

μα. «Γιατί οι γυναίκες έχουν προαιώνιους μυστικούς δε

σμούς με το αίμα / αίμα της ήβης, αίμα της παρθενιάς,

 αίμα της γέννησης», θα γράψει στο μεγάλο αφηγηματι

κό του ποίημα «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια».

Στο έργο του Λειβαδίτη εμφανίζονται νέοι, γέροι, παρά

νομοι εραστές, σύζυγοι, εταίρες, καμαριέρες που δεν 

αγαπήθηκαν, σύντροφοι, συντρόφισσες, επαναστάτες, 

τρελοί. Τελικά ο έρωτας και η επανάσταση δεν απέχουν

 και τόσο. Μάλλον, το ένα οδηγεί στο άλλο με έναν τρό

πο μεταφυσικό και ταυτόχρονα τόσο ρεαλιστικό. Θα πει

 «Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο 

να γνωρίσουμε τον άλλο». Με τον ίδιο τρόπο που ερω

τεύεται τις γυναίκες, ερωτεύεται και τη βίαιη επαναστα

τική αλλαγή της καθεστηκυίας τάξης. Είχε γράψει: «Ί

σως, θα πρέπει να ‘χεις περάσει πολλά και να τα ‘χεις 

υπομείνει όλα, για ν’ απαντήσεις κάποτε σωστά, όταν 

σε ρωτήσουν την ώρα». Κοιτάζω την ώρα. Οι δείκτες 

του ρολογιού τη δείχνουν με ευλαβική ακρίβεια. Ακό

μη, όμως, δεν μπορώ να απαντήσω σωστά.


Θάνασης Παπακωνσταντίνου - Στα πόδια της (από

σπασμα από το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Καντά

τα», που ολοκληρωμένο περιλαμβάνεται στο βιβλίο 

Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση 1, (1950 - 1966), εκδόσεις 

Μετρονόμος


Καντάτα

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,

ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,

πήρε μια γυναίκα,

μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,

αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,

γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει

να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,

«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,

οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.

Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές

— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια 

γυναίκα.

Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.

Κανείς δεν τον ξανάδε πια.

Και μόνο εκείνη η γυναίκα,

θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον

 τρόμο ξαφνικά,

πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,

την πιο μεγάλη ερωτική πράξη

μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της!

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος (απόσπασμα)

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό

γράμμα στη μάνα σου

Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη:

Ειρήνη

σα να ‘γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.

Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκερο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που

τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου (απόσπασμα)

Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε

βλοσυροί

χοντροκομμένοι

βρώμικοι

μην πιστεύοντας στο Θεό

κουβαλώντας σαν ένα καινούργιο πελώριο Θεό

τη δύναμή τους

είμαστε εμείς που κλαίμε σ' όλες τις γωνιές του κόσμου

εμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμου

είμαστε εμείς που τραγουδάμε σ' όλες τις γλώσσες του

κόσμου

Ειρήνη

Ειρήνη

Προχωράνε απ' όλα τα σημεία της γης

με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα

με τα σκληρά ροζιασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στον

κόκκινο ορίζοντα

τις φαρδιές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου

Και πίσω έρχεται ο άνεμος

πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος

πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας

Ειρήνη

Ειρήνη

Μάχη στην άκρη της Νύχτας


Το Χρονικό της Μακρονήσου (απόσπασμα)

Ο λοχαγός τον ρωτάει

ξαναρωτάει

η γυναίκα αλαλιασμένη

όλο φωνάζει:

μη…..

Τώρα πρέπει να μιλήσει

για να σωθεί

πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει

και να ζήσει.

Ο λοχαγός λέει: μίλησε

ο βούρδουλας λέει: μίλησε

η νύχτα τού λέει: μίλησε

μα η νύχτα είναι λίγη

οι σύντροφοι πολλοί

κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα

όπως θα κάνατε κι εσείς.

(…)*

Ο δεσμοφύλακας κοιμήθηκε

στην πόρτα

η νύχτα προχωράει στη νύχτα

αδέρφια

βασανισμένα μου αδέρφια

χαμηλώστε

βάλτε τ’ αυτί σας στον τοίχο

σ’ όλους τους τοίχους του κόσμου

ν’ ακούσετε αυτά τα χτυπήματα

ν’ ακούσετε

την ίδιά σας φωνή

Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους

η μέρα είναι κοντά.

Θα βαδίσουμε.









«Ο Χαμένος τα παίρνει όλα» 
Μια φιλοσοφική προσέγγιση στο έργο του Τάσου Λειβαδίτη

Περιεχόμενα
 Εισαγωγή σελ. 3
 Βασικές έννοιες
 Εργοβιογραφικό Πλαίσιο σελ. 12
 Κοινωνική εξέγερση και ατομική εξάρθρωση σελ. 15
 Διαφυγή στο Πραγματικό σελ. 16
 Πραγματικότητα μια φαντασιωτική κατασκευή σελ. 18
 Εξάρθρωση και Αποεπένδυση σελ. 19 
Διέξοδος μέσω παρελθόντος και μέλλοντος σελ. 22
 Επιθυμία Νόμος και Jouissance σελ. 23 
Ο Θεός πέθανε σελ. 26 
Ο έρωτας γεννήθηκε σελ. 64 
Άπιστη πίστη και αδύνατη πληρότητα σελ. 78
 Συμπέρασμα σελ. 79 
Βιβλιογραφία σελ. 82 3
 Εισαγωγή 

Τάσος Λειβαδίτης,
 ο ποιητής της επανάστασης και της ήττας. 
Ο ποιητής της συλλογικής έκφρασης, και του ατομικού υπαρξισμού.

 Ο άνθρωπος που "πέρασε πολλά και τα έζησε για να μπορέσει κάποτε [σήμερα] να απαντήσει σωστά όταν τον ρωτάμε την ώρα".
 Οι εξαρθρώσεις, και οι αλλαγές ταυτότητας, σε φέρνουν στην δύσκολη θέση να πρέπει να ταυτιστείς εκ νέου, με ρυθμούς που υπαγορεύει η ανάγκη της επιβίωσης σε μια κοινωνικοσυμβολική τάξη που αλλάζει πρόσωπο με μοναδικό παρανομαστή την καταπιεστική εξουσιαστική της μορφή. 

Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, αναλύοντάς την βάση των μεθοδολογικών εργαλείων που μας προσφέρει ένα από τα πιο πρωτοπόρα ρεύματα πολιτικής σκέψης, η Λακανική Αριστερά.

 Σύμφωνα με την Λακανική αριστερά το σύμπτωμα αναδύεται εκεί όπου έχει αποτύχει ο κόσμος, εκεί όπου το κύκλωμα της συμβολικής επικοινωνίας έχει διακοπεί. Η αποτυχημένη απωθημένη λέξη εξαρθρώνεται σε μια κωδικοποιημένη , κρυπτογραφημένη μορφή.

 To σύμπτωμα αποτελεί μια έκκληση να ερμηνεύσουμε αναδρομικά το κρυμμένο νόημά του. Το σύμπτωμα είναι ο τρόπος με τον οποίο εμείς τα υποκείμενα επιλέγουμε κάτι, αντί για το τίποτα ( Ζίζεκ 2006, 133-134) (καταστροφή συμβολικού σύμπαντος) .

 Με βάση την ζωή του Τάσου Λειβαδίτη και τις χαμένες ιστορικές μάχες που έδωσε στις "μεγάλες σελίδες της ιστορίας", θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τον ποιητή ένα σύμπτωμα της ιστορίας του 20ου αιώνα.

 Έναν ποιητή που μέσα στην προσωπική του διαδρομή, ακόμα και πάνω στο ίδιο του το σώμα, συμπυκνώθηκαν πολλές από τις εξαρθρώσεις και τις συναρθρώσεις του ελληνικού λαού. 

Το έργο του Λειβαδίτη όμως είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Επιλέγει συνειδητά το κάτι απέναντι στο Τίποτα. Αναζητάει εναγωνίως να περιγράψει το πραγματικό της άδικης τάξης πραγμάτων. Σκύβει αυτοκριτικά στον ίδιο του τον εαυτό και αλλάζει πολιτική και ατομική ταυτότητα, βαδίζοντας χέρι χέρι με την τρέλα. Τελικά δεν προσφέρει απαντήσεις, παρά μόνο εφόδια για να ερμηνεύσει κανείς την ιστορία ενός αιώνα που γύρισε καπάκι η ζωή.

 Για να ερμηνεύσει δηλαδή κανείς τους λόγους που τα επαναστατικά οράματα του 20ου αιώνα ήταν απλά "μεγάλα όνειρα", που δεν χώρεσαν στα "μικρά 4 βιβλία" της κοινωνικοσυμβολικής τάξης.

 Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι ένα σύμπτωμα που αναδύθηκε εκεί που απέτυχε η κατεστημένη κοινωνική τάξη, και ένα σύμπτωμα εκεί που απέτυχε η αναδυόμενη επαναστατική κοινωνικοσυμβολική τάξη που θα αντικαθιστούσε την παλιά. Πολλές συζητήσεις έχουν υπάρξει για την περιοδολόγηση του έργου του Τάσου Λειβαδίτη.

 Εν πολλοίς με βάση το παραπάνω σχήμα, θα λέγαμε ότι ο Λειβαδίτης μέχρι τα μέσα του 1950 αποτελεί το σύμπτωμα της υπάρχουσας τάξης, και έως τον θάνατό του κάνει μία έκκληση να ερμηνεύσουμε το κρυμμένο νόημά της αποτυχίας, της επανάστασης που χάθηκε.

 Πεποίθησή μας είναι ότι οποιοδήποτε επαναστατικό εγχείρημα θέλει να εγκαθιδρύσει μια άλλη τάξη πραγμάτων θα πρέπει να σκύψει αυτοκριτικά στην συσσωρευμένη πείρα του 20ου αιώνα.

 Αυτήν την πείρα μας προσφέρει ο Λειβαδίτης με μια ενοχικότητα, αναγκαία για να πετύχει οποιοδήποτε πολιτικό όραμα που θα μπορεί να διορθώνει τα λάθη του και να απελευθερώνει τον άνθρωπο Θέση μας είναι ότι χωρίς να έχει έρθει σε επαφή με την Λακανική σκέψη διαισθάνεται με την οξυδέρκεια που τον χαρακτηρίζει, πολλά από τα συμπεράσματα που θα έβγαζε εκ των υστέρων το ρεύμα της Λακανικής Αριστεράς. 


Θα αποδείξουμε ότι μία από τις αναγνώσεις της τέχνης του Λειβαδίτη μπορεί να γίνει με τα μεθοδολογικά εργαλεία της πολιτικής Λακανικής σκέψης. Με αυτόν τον τρόπο φρονούμε ότι αναδεικνύουμε ταυτόχρονα την σπουδαιότητα του συγκεκριμένου θεωρητικού ρεύματος για τον σχεδιασμό και υλοποίηση μιας επαναστατικής σύλληψης του πραγματικού, μιας νέας εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα του αδύνατου, σαν μία ρωγμή που θα αναδομήσει το φάσμα δυνατοτήτων εξέλιξης του Συμβολικού και της ζωής μας. 

Θα χωρίσουμε το έργο μας σε εννιά ενότητες μέσα από τις οποίες θα ταξιδέψουμε στους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη με όχημά μας την φιλοσοφία. Θα αναπτύξουμε συνοπτικά τις πιο πολλές ενότητες και θα εστιάσουμε στο ζήτημα του Θεού, όπου θα κάνουμε μια θεματική επικέντρωση με τις μετατοπίσεις/παραλλάξεις της που ανοίγονται σε διαφορετικές και εναλλασσόμενες κατευθύνσεις. 

Στην αρχή θα εξετάσουμε την ατομική εξάρθρωση σε σχέση με την ηττημένη κοινωνική εξέγερση και τον τρόπο που την προσεγγίζει ο Λειβαδίτης, βάσει μιας κατασκευασμένης πραγματικότητας.

 Στην δεύτερη ενότητα, θα δούμε την διέξοδο που προσπαθεί να βρει ο Λειβαδίτης, ανοίγοντας διαδρόμους προς το Πραγματικό,

 ενώ στην τρίτη θα δούμε γιατί η πραγματικότητα του Υποκειμένου δεν αποτελεί κάτι αντικειμενικό, αλλά αντίθετα μια φαντασιωτική κατασκευή κάτι που φαίνεται να υπαινίσσεται και ο ίδιος ο ποιητής.

 Στις δύο επόμενες ενότητες θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται οι εξαρθρώσεις με την αποεπένδυση της πραγματικότητας και κατά συνέπεια με το άνοιγμα διαδρόμων για το ανεξερεύνητο

 Πραγματικό, ενώ θα δούμε ότι αυτή πραγματοποιείται μέσα από την προσφυγή του Λειβαδίτη σε ένα φαντασιωτικό, πλήρες, αρμονικό μέλλον και παρελθόν, απαλλαγμένο από αντιθέσεις. Πέραν τούτων, θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο ποιητής ανιχνεύει τις λειτουργίες τις επιθυμίας με έναν τρόπο που εν αγνοία του 5 τον φέρνει πολύ κοντά στα συμπεράσματα της Λακανικής αριστεράς για την σχέση Jouissance, επιθυμίας και Νόμου.

 Στην συνέχεια θα εξετάσουμε την σχέση του Λειβαδίτη με τη Νιτσεϊκή ρήση “ο Θεός πέθανε”. Πίσω από τον Θεό θα δούμε ότι δεν βρίσκεται κάποια υπερβατική ύπαρξη, αλλά το νόημα, η αρχή εδραίωσης της ύπαρξης. 

Ο Θεός στον Λειβαδίτη αποκτά πολλές διαφορετικές εννοιολογήσεις και συνδέεται άμεσα με τον ουρανό. Ο ουρανός στα πρώτα έργα, συμβολίζει την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή και την αλήθεια. Ο Θεός από την άλλη συνδέεται με το Πραγματικό, όπου οι καταπιεσμένοι θα προσπαθήσουν να ρυθμίσουν την εξέλιξή του. Στην συνέχεια ο ουρανός λειτουργεί σαν το απρόσιτο ιδανικό, και έναν χρόνο μετά το 1957 σαν αμίλητος “το ίδιο αδιάφορος για τους νικητές και τους νικημένους.” Τελικά ο ουρανός αποκτά την κυριολεκτική σημασία της αέρινης ύλης χάνοντας όλες τις προσωποποιήσεις του. 

Έτσι όσοι αναζητούν αναζητούν λίγο ουρανό δεν είναι παρά καταδικασμένοι να χαθούν. Η οικειότητα με τον ουρανό δεν αποτελούν πλέον την ελπίδα και την αλήθεια, αλλά την αίσθηση της παραπλάνησης. 

Παρόλα αυτά ο Θεός δεν είναι κάποια υπερβατική οντότητα, αλλά αμφισβητείται ένα από τα βασικά δόγματα του χριστιανισμού, δηλαδή η μετά θάνατον ζωή. Έτσι ο Λειβαδίτης προσπαθεί σταδιακά να δώσει στον Θεό, και ιδιαίτερα στον Χριστό. Κυρίως όμως επιδιώκει να σώσει την έννοια του Θεού των ταπεινών.

Το 1958 ο Θεός, αποκτά μια απειλητική διάσταση, για τους πρώην ήρωες και νυν βιοπαλαιστές. Οι ήρωες, αλλά και ο ποιητής ήταν μέλη μιας ομάδας, και αισθάνονταν μέτοχοι της αιωνιότητας και συνομιλητές των άστρων. Πλέον κυριαρχεί η μοναξιά και η εξατομίκευση.

 Έτσι ζουν τον γήινο χρόνο με έναν καταπιεστικό τρόπο και αναζητούν εμπειρίες που θα τους συνδέσουν ξανά με το αιώνιο.


 Στα ποιήματά του συγκρούεται όλο και περισσότερο το εφήμερο με το αιώνιο, της ζωής με την ονειροπόληση και της αναπόλησης με το παρόν. Η σύγκρουση αυτή συμφιλιώνεται μονάχα στην νοσταλγία του απείρου. 

Ο Θεός επιστρέφει στην Καντάτα σαν κάτι παντοδύναμο, σκληρό και αλλότριο. Ενώ συνεχίζει να αμφισβητεί τον Θεό σαν υπερβατική ύπαρξη προβάλλοντας μια υλιστική ερμηνεία για την εξέλιξη του ανθρώπου. Η έξοδος από τον εαυτό είναι απαραίτητη προκειμένου να προσεγγίσει την ομορφιά, όμως στιγματίζεται για ακόμα μια φορά η αδυναμία του ανθρώπου να γνωρίσει όλη την ομορφιά. 

Βλέπουμε ότι η έξοδος του Λειβαδίτη από τον εαυτό του γίνεται σε πολλές περιπτώσεις αλλά μετά από τόσα αποτυχημένες αναζητήσεις να βρει το Πραγματικό ατομικά και συλλογικά, τελικά, ο Θεός έχει πεθάνει. 

Αυτό βέβαια είναι μάλλον ασυμβίβαστο με την «αδερφωσύνη» κάτι που αναγνωρίζει ο ποιητής. Εκτιμά δηλαδή ότι έτσι, δεν προωθείται το σχέδιο ενοποίησης της ανθρωπότητας . 

Παρόλα αυτά δείχνει να συνεχίζει να πολεμάει το άσκοπο, για να υπερασπίσει τελικά τον κόσμο.


 Περνώντας στο 1972 και μπαίνοντας στην τρίτη φάση του έργου του, θα λέγαμε ότι ο Θεός και η αιωνιότητα δεν γεννούν πια στην ποίηση αλλά δείχνουν να την παρεμποδίζουν. Ο Θεός χάνεται και εξαιτίας μιας κοινωνίας που εξαιτίας της παρακμής, έχει καταστήσει τα όρια καλού και κακού ιδιαίτερα δυσδιάκριτα.

 Το Πραγματικό φυλακίζει όλο και περισσότερο τα 6 υποκείμενα. Το ουράνιο σχέδιο γίνεται όλο και πιο ακατανόητο. 


Το αιώνιο λοιπόν, καθιστά ορατή την παρουσία του, αλλά παρεμποδίζει κάθε προσέγγιση. Και το αιώνιο ουσιαστικά τρέφεται με την καταστροφή του εφήμερου. Ο ποιητής αναζητεί απαντήσεις ζωτικής σημασίας και δεν τις βρίσκει. Εκεί συναντά τον Θεό, που πλέον εκτός από σιωπηλός εμφανίζεται καταστροφικός. Τελικά το μόνο που μπορεί να πράξει ο άνθρωπος, είναι η συμμετοχή του στο αιώνιο, με τους δεδομένους όρους, συμμετοχή που θεωρείται όλο και λιγότερο ουσιαστική. 


Το 1974 βλέπουμε ακόμα μεγαλύτερα σημάδια παραίτησης. Τελικά φανερώνεται μία αντίληψη για την ιστορία σαν μια περιπέτεια με βασικά συστατικά το παιχνίδι του έρωτα με το θάνατο, τη μοναξιά και τη νοσταλγία. 

Το 1975 Ο Λειβαδίτης παρότι προσεγγίζει όλο και περισσότερο την ιδέα του Θεού, με μερικούς μεγαλοφυείς σαρκαστικούς στίχους μας προβάλει ουσιαστικά τους λόγους που δεν θα πιστέψει ποτέ σε αυτόν. Υπονοεί ότι οι όροι που οδηγούν στην πίστη οφείλονται στην καταπίεση που βιώνει ο καταπιεσμένος άνθρωπος ο οποίος ψάχνει για μια διαφυγή. 

Συναντούμε στο έργο του, ανθρώπους που είναι κλεισμένοι στο άσυλο. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε και ότι είναι οι άνθρωποι-φυλακισμένοι σε αυτή την κοινωνία, που βιώνουν την αιώνια επανάληψη ενός κενού εαυτού.

 Στρέφονται λοιπόν στο Θεό ή τον ουρανό, με σκοπό να αναζητήσουν ένα υπαρξιακό νόημα. Ο Θεός όμως δεν βοηθάει και έτσι, ο άνθρωπος μπορεί να κρατηθεί μόνο από του πουθενά και το τίποτε.


 Στην δεύτερη συλλογή του 1975 ο προσανατολισμός του ανθρώπου χάνεται τελείως. Την ροή της ζωής δεν την ρυθμίζει πια ο Θεός ,αλλά ο Διάβολος. 

Συναντούμε ακόμα, μία αναπόληση των παλιών επαναστατικών καιρών και η αδυναμία των ανθρώπων να κάνουν την έφοδο στον ουρανό οδηγεί τελικά στην βιοπάλη και την απενεργοποίηση των μεγάλων οραμάτων.


 Το 1977 ο Λειβαδίτης προσπαθεί να πάρει την εκδίκησή του από την “λογική” στην οποία πίστεψε και αυτή τον πρόδωσε. Παρατηρείται μια διαρκής φυγή στο Φαντασιακό, μακριά από την πραγματικότητα στην οποία είναι ιδιαίτερα αδύναμος. Ο άνθρωπος είναι πια φυλακισμένος μιας Fatum, μιας μοίρας που προδιαγράφει τη ζωή του. Ταυτόχρονα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλο αυτό χρονικό διάστημα δημιουργίας του ποιητή σε συνθήκες ήττας, βασικά παρηγοριά ήταν οι μεγάλες στιγμές του παρελθόντος που τείνουν ξανά να αμφισβητούνται.

Το 1979 ο ποιητής στρέφεται ακόμα περισσότερο στην εσωτερική του αναζήτηση. Σε αυτό το κλίμα ειρωνεύεται τον μύθο δημιουργίας του κόσμου. Οι λέξεις φαίνεται ότι τραυματίζουν το Πραγματικό με το να το συμβολοποιήσουν. Παρόλα αυτά είναι και η συγκεκριμένη προσπάθεια ένας τρόπος για να προσεγγίσει το άπειρο.

 Το 1983 θα δούμε στις συνομιλίες μια σειρά από ενδιαφέροντες στίχους που αφορούν τον Θεό. Θα σχολιαστούν σαν απόδειξη πίστης του Λειβαδίτη. Όμως ο Μπενάτσης θα γράψει ότι οι Συνομιλίες σαν τίτλος ενέχουν μια ειρωνεία, κάποιου που έχει έναν μονόλογο χωρίς να συνομιλεί τελικά με 7 κάποιον. 

Εδώ πάντως, ο Λειβαδίτης θα εξηγήσει πόσο πολύ ήθελε να βρει και να πιστέψει σε έναν Θεό. Συναντούμε και στίχους που δείχνουν την σχέση αλληλεξάρτησης Θεού-θνητού δηλαδή Πραγματικού-Συμβολικού, ενώ ο Χριστός ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τους ταπεινούς.

 Στην συνέχεια το 1985 θα δούμε πόσο ανίσχυροι είναι οι θρησκευτικοί μύθοι, να επιλύσουν το υπαρξιακό αδιέξοδο. Η σύγκρουση εφήμερου και άπειρου επανέρχεται στο προσκήνιο με αυτούς που έρχονται σε επαφή με το άπειρο να ζουν όλο και πιο παραμερισμένοι.

 Το 1987 δημοσιεύτηκε η τελευταία συλλογή του ποιητή που εκδόθηκε ενώ ήταν εν ζωή. Εκεί είναι πολλοί στίχοι που περιγράφουν την νοσταλγία, η οποία συνδέεται με εκείνη την μεγάλη εποχή όπου ο Θεός μπορεί ακόμα να υπήρχε.

 Το κοινωνικοσυμβολικό επικαθορίζεται ακόμα μια φορά από το Πραγματικό με όλο και πιο ασφυκτικό τρόπο. Οι αποτυχημένες εξεγέρσεις επιστρέφουν στους στίχους του για να δείξουν πόσο μεγάλο ρόλο έπαιξε η ήττα σε αυτό το αίσθημα της έλλειψης νοήματος. 

Στην τελευταία συλλογή ο ποιητής επιδίδεται σε βαθιά αυτοκριτική. Μας εξηγεί με ποιον τρόπο πέρασε την ζωή του σαν μία κατακερματισμένη ύπαρξη. Το ένα μέρος στον σταθμό να βλέπει τα τραίνα να περνούν και το άλλο αναχωρεί με το τραίνο αναζητώντας. Και αναζητά ξανά και ξανά αυτό που δυσκολεύεται να προσεγγίσει. Τον Θεό και το νόημα. Γιατί παρότι ηττημένος γνωρίζει καλά ότι αυτές οι έννοιες συνδέονται με την «ανθρωπιά»... 

Στην συνέχεια θα δούμε σε σχέση με τον έρωτα στο έργο του ποιητή που φαίνεται να φουντώνει μπροστά στο αδύνατο της ανακάλυψης του εκάστοτε αντικειμένου αλλά και του κόσμου ολόκληρου. 

Θα ξεκινήσουμε από τα πρώτα έργα όπου ο έρωτας είναι ένα μέσο πρόσβασης στο υπερανθρώπινο ,όμως τελικά ακόμα και αυτός, διακόπτεται από αυτήν την βίαιη επαφή με το Πραγματικό του πολέμου. 

Θα δούμε τον έρωτα σαν “μια μετάβαση από το τυχαίο στο πεπρωμένο” και σαν μια επαφή με το Είναι του άλλου. Όμως το Επαναστατικό Πραγματικό, τελικά θα υπερισχύσει και όπως συνέβαινε με την ενότητα για τον Θεό, το Πραγματικό θα καθορίσει το Συμβολικό που εδώ είναι η ερωτική σχέση.

 Ο έρωτας αντιμετωπίζεται σαν μία γέφυρα ανάμεσα στο εφήμερο και το αιώνιο, όμως βλέπουμε όλο και περισσότερο μία απαισιοδοξία που εισχωρεί στους στίχους αναφορικά και με το συγκεκριμένο ζήτημα. Θα δείξουμε αυτή την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο ενδεχομενικό του έρωτα και το μοιραίο. 

Ένα φιλοσοφικό πρόβλημα πάνω στο οποίο θα συναντήσουμε την δυσκολία του Αλαίν Μπαντιού να το επιλύσει. Η παρακμή των ηρώων οδηγεί σε ταυτόχρονη παρακμή και εξαφάνιση του έρωτα. Και η βιοπάλη παίρνει την θέση τόσο των επαναστατικών προσπαθειών όσο και του ερωτευμένου υποκειμένου.

 Στην συνέχεια θα δούμε το σεξουαλικό και θα το εκτιμήσουμε ως κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, κυρίως λόγω της εγκατάλειψης του σώματος στον έρωτα που αποτελεί ένα υλικό σύμβολο της ερωτικής ολότητας. 

Τελικά ο έρωτας αντιμετωπίζεται σαν κάτι μοιραίο όχι από μιας υπερβατική άποψη αλλά από μια υλιστική όπου οι δύο προσωπικότητες έτυχε να είναι συμβατές σαν κοινωνικοϊστορικές υπάρξεις και ταυτόχρονα έτυχε να συναντηθούν. 

Ο έρωτας ανυψώνει τον άνθρωπο στο αιώνιο, όμως θα 8 δούμε ότι για να πετύχει, χρειάζεται προσπάθεια. 

Τελικά ο ποιητής θα αμφιταλαντευτεί σε σχέση με τον ρόλο του έρωτα. Είναι μία ψευδαίσθηση δύο ανθρώπων που δεν γνωρίζονται ακόμα, ή μήπως μια ιστορική συνάντηση, δύο υπάρξεων που μέσα στην εξέλιξη ήταν λογικό να ταιριάξουν; 

Ο ύστερος Λειβαδίτης θα συμφωνήσει μάλλον με το πρώτο, χωρίς παρ' όλα αυτά να σταματήσει να επιδιώκει αυτή την επαφή με την αιωνιότητα. Όπως ακριβώς κάνει και με το ζήτημα του Θεού. 

Θα κλείσουμε τέλος, με τον τρόπο που ο Λειβαδίτης, δείχνει να υλοποιεί τον όρο της άπιστης πίστης που θέτει ο Σταυρακάκης, αναζητώντας την διαμόρφωση μιας πληρότητας, σε έναν κόσμο όπου, αυτή, είναι εξ ορισμού είναι αδύνατη. 

Το εγχείρημα για μια προσέγγιση στο έργο του Λειβαδίτη, σίγουρα δεν είναι μια εύκολη προσπάθεια. Πίσω από μία οποιαδήποτε προσέγγιση σε καλλιτεχνικό κείμενο μπορεί να υπάρχουν χιλιάδες λέξεις και αντικρουόμενες ερμηνείες για την θεωρία της λογοτεχνίας. 

Η Φιλοσοφική προσέγγιση στην ανάπτυξή της είναι και αυτή μία μορφή λογοτεχνικής κριτικής όπως άλλωστε και η λογοτεχνική κριτική δεν μπορεί παρά να εμπεριέχει θέσεις φιλοσοφικών προσεγγίσεων

 Η προσπάθεια έγινε με επίγνωση ότι υπάρχουν απόψεις που θεωρούν ότι όλες οι ιστορίες περιλαμβάνουν εντός τους τα φαντάσματα των εναλλακτικών ιστοριών που προσπαθούν να αποκλείσουν.

 Άλλωστε όπως θα έλεγε και ο Καντ το να χρησιμοποιείς τα λόγια του άλλου στον δικό σου μύλο, είναι σαν να αγνοείς τις προθέσεις του και να τα χρησιμοποιείς εσύ, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο χρήση του μέσο που σου έδωσε ο καλλιτέχνης για την εξυπηρέτηση του δικό σου Σκοπού . (Χιρς 1972, 97)

Μια μεταμοντέρνα αντίληψη όπως αυτή που Υποστηρίζει ο Χάρολντ Μπλουμ θα σημείωνε ότι υπάρχει κάτι μέσα σε όλους σχεδόν τους αναγνώστες που θέλει να πει “Εδώ υπάρχει ένα ποίημα και εκεί ένα νόημα (Μπλουμ 1976, 258) , και έχω την εύλογη βεβαιότητα ότι το ποίημα και το νόημα μπορούν να συναντηθούν” 

Δυστυχώς, τα ποιήματα δεν είναι πράγματα, αλλά μόνο λέξεις που αναφέρονται σε άλλες λέξεις, οι οποίες με τη σειρά τους αναφέρονται σε άλλες λέξεις και ούτω καθεξής, μέσα στον πυκνοκατοικημένο κόσμο της λογοτεχνικής γλώσσας. Βέβαια όπως θα γράψει και ο Γκάνταμερ, (Γκάνταμερ 2010, 84) για την λογοτεχνική θεωρία ο γραπτός λόγος σημαίνει σταθεροποίηση. Και αυτή την σταθεροποίηση προσεγγίζουμε μέσα από την παρούσα εργασία. 

Παρέχουμε δηλαδή μερικές αναγνώσεις του έργου του μεγάλου ποιητή αναλογιζόμενοι τα όρια που μπορεί να έχει αυτό. Ο Ρολάντ Μπαρτ (Μπαρτ 1967, 162) είχε σημειώσει ότι όταν αποδίδουμε ένα κείμενο σε έναν Συγγραφέα του προσδίδουμε έναν μηχανισμό ασφαλείας, ένα έσχατο σημαινόμενο, και βάζουμε τέλος στη διαδικασία της γραφής. 

Με πλήρη συναίσθηση των παραπάνω περιορισμών η συγγραφή των παρακάτω γραμμών θα πρέπει να εκληφθεί σαν αναπόσπαστο τμήμα ενός προγράμματος ιστορικής κριτικής πρέπει να αποτελέσει η συνειδητοποίηση και η αναγνώριση του γεγονότος ότι οι 9 αναλύσεις και η κατανόησή μας προκύπτουν αναγκαία, από τις ιστορικά κοινωνικά και θεσμικά διαμορφωμένες οπτικές μας γωνίες ότι οι ιστορίες που ανασυγκροτούμε είναι κειμενικές κατασκευές ημών των κριτικών που αποτελούμε και εμείς ιστορικά υποκείμενα όπως θα σημείωνε και η Patricia Waugh (Waugh 2010, 425)

Παρόλα αυτά και με βάση αυτά η εργασία αναλαμβάνει να περατώσει τη δύσκολη προσπάθεια προσέγγισης στο έργο του μεγάλου ποιητή. Σε αυτή την προσπάθεια η εργασία ίσως σε σημεία της ελέγχεται για φορμαλισμό, αφού αυτός κατά τον Κληνθ Μπρουκς, κάνει δύο παραδοχές. Ότι το ουσιώδες μέρος της πρόθεσης του συγγραφέα είναι εκείνο που τελικά εντάχθηκε στο έργο του.

 Και δεύτερον δέχεται την ύπαρξη ενός ιδανικού αναγνώστη . Αντί δηλαδή να εστιάσει την προσοχή του στο μεταβαλλόμενο φάσμα των δυνατών αναγνώσεων, επιχειρεί να εντοπίσει ένα κεντρικό σημείο αναφοράς με βάση το οποίο μπορεί να εστιάσει στη δομή του ποιήματος ή του Μυθιστορήματος, (Μπρουκς 1951,72) Αναμφίβολα, η υιοθέτηση στοιχείων φορμαλιστικής προσέγγισης μπορεί να είναι ένα αναγκαίο κακό, ιδιότητες που αναγκαστικά πήρε το παρόν κείμενο για τη οικονομία του εγχειρήματος. Μέσα στο κείμενο όμως γίνεται προσπάθεια το λογοτεχνικό έργο, να γίνει πιο κατανοητό, αναπαράγοντας τις αρχικές συνθήκες της σύνθεσής του: την ιστορική κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας έγραψε ο συγγραφέας, κάτι που έχει υποστηριχθεί ως αναγκαίο από θεωρητικούς της λογοτεχνίας, όπως ο Τζων Μ. Έλλις (Έλλις 1874, 59) 

Πρόσθετες δυσκολίες δημιουργούνται από την ιδιοτυπία ενός ποιητικού κειμένου. Καθώς (Μπλουμ 1976, 257) δεν αποτελεί ένα σύνολο σημείων πάνω σε μια σελίδα, αλλά ένα ψυχικό πεδίο μάχης στο οποίο πραγματικές δυνάμεις παλεύουν για τη μόνη νίκη που αξίζει να καταταγεί κανείς, τον προφητικό θρίαμβο επί της λήθης. "Η ποίηση – ένας τρόπος για να πεθαίνεις όλο και πιο δύσκολα κάθε μέρα" θα γράψει ο Τάσος Λειβαδίτης (Λειβαδίτης 1997, 14) Άρα η σταθερότητα που υποθέσαμε πρωτύτερα, είναι μία μάλλον ευμετάβλητη έννοια και χάνεται μέσα στην δυναμική της ποίησης

 Μια δυναμική που ανακινείται και από το γεγονός ότι η ποίηση γεννιέται από την άγνοιά μας για τις αιτίες, και μπορούμε να προεκτείνουμε την άποψη αυτή. Ο Βίκο παρατηρεί άλλωστε ότι αν κάποιος ποιητής γνωρίζει πολύ καλά τις αιτίες του ποιήματός του , δεν μπορεί να το γράψει ή τουλάχιστον θα το γράψει άσχημα. 

Ο Λειβαδίτης όμως, ιδιαίτερα στα πρώτα έργα του υιοθετεί το ρεύμα του κριτικού ρεαλισμού με αρκετά στοιχεία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού έτσι θα πρέπει να παρουσιάσουμε και κάποια στοιχεία της συζήτησης που αφορούσε το συγκεκριμένο ρεύμα λογοτεχνίας. (Νewton 2013, 273) 

Η μαρξιστική θεωρία της λογοτεχνίας ξεκινά από την παραδοχή ότι η λογοτεχνία πρέπει να κατανοείται σε σχέση με την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα όπως 10 αυτή ερμηνεύεται από μαρξιστική σκοπιά. 

Το θεμελιώδες μαρξιστικό αξίωμα είναι ότι η οικονομική βάση μιας κοινωνίας καθορίζει τη φύση και τη δομή της ιδεολογίας, τους θεσμούς και τις πρακτικές (όπως η λογοτεχνίας) που συγκροτούν τον εποικοδόμημα της κοινωνίας αυτής. Ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς που ασχολήθηκε εκτενώς με την θεωρία της λογοτεχνίας είναι αναμφίβολα και ο Γκεόργκι Λούκατς. Το καλλιτεχνικό κριτήριο του Λούκατς είναι η “τυπικότητα”. Γι’ αυτό και επέκρινε τα ρεαλιστικά ή νατουραλιστικά έργα που επικεντρώνονται σε ότι αυτός θεωρεί μη τυπικό ή παράδοξο, ή τα έργα στα οποία δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην τεχνική από ότι στο περιεχόμενο. 

Είναι συνεπώς σε γενικές γραμμές επικριτικός απέναντι στη μοντερνιστική λογοτεχνία. Η αντίθεση του Λούκατς στον μοντερνισμό επικρίθηκε από μαρξιστές όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Τέοντορ Αντόρνο και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο Τελευταίος, υποστηρίζει ότι μια πραγματικά επαναστατική τέχνη πρέπει να διαρρήξει τις σχέσεις της με τις παραδοσιακές μορφές, αφού ακόμα και τα έργα που χρησιμοποιούν συμβατικές τεχνικές για να επιτεθούν στον καπιταλισμό, απλούστατα καταναλώνονται συνήθως από το ακροατήριο των αστών. Οι σοσιαλιστές καλλιτέχνες πρέπει να δίνουν έμφαση στην παραγωγή και όχι στην κατανάλωση, επιστρατεύοντας ριζοσπαστικές τεχνικές, όπως κάνει ο Μπρεχτ στο επικό θέατρό του, για να αποκαλύψουν τις σχέσεις παραγωγής και να υποχρεώσουν το ακροατήριο τους να υιοθετήσει μια πολιτική στάση απέναντί τους. 

Ο Πρώιμος Λειβαδίτης υιοθετεί αναμφίβολα τα κριτήρια της τυπικότητας, στην συνέχεια όμως με την διαφορετική μορφή που υιοθετεί δίνει έμφαση στην παραγωγή μάλλον όχι όμως για να υποχρεώσει το αναγνωστικό κοινό να υιοθετήσει θέση αλλά ακριβώς γιατί αναλαμβάνει να διεξάγει αυτήν την ψυχική μάχη. Τέλος, (Νewton 2013, 275)

 Σε ότι αφορά την εμπλοκή των γραμματολογικών σπουδών με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες, μετά από μια υποχώρηση προς την κατεύθυνση του δομισμού και των βιογραφικών προσεγγίσεων, η συζήτηση ανανεώθηκε με το αφιέρωμα (ψυχολογία και λογοτεχνία) του περιοδικού New Literary History το 1980 και στη συνέχεια με το σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού The Oxford Literary Review το 1990. Αυτές οι διαρκείς κριτικές επανεκτιμήσεις αποδεικνύουν πως η ψυχανάλυση συνεχίζει να είναι μια υπολογίσιμη δύναμη και ένα πεδίο σύγκρουσης για τη θεωρία της λογοτεχνίας και του πολιτισμού.

 Η Ψυχανάλυση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπενθύμιση των συνεχών μεταφράσεων και μετασχηματισμών που συμβαίνουν στις λογοτεχνικές και πολιτισμικές θεωρίες, των ρητών και άρρητων επιθυμιών τους, των εντάσεων και των ματαιώσεων τους. 

Γιατί όμως η ενασχόληση με τον Τάσο Λειβαδίτη. Εκτός από τα παραπάνω που αναφέρθηκαν, το έργο του ποιητή, συγκεντρώνει ένα ακόμα πολύ σημαντικό γνώρισμα. Με έναν ετερόδοξο τρόπο, η νέα γενιά διαβάζει τον Λειβαδίτη μέσα από το facebook. Ουδείς άλλος ποιητής δεν έχει την απήχηση του Λειβαδίτη, με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να μοιράζονται καθημερινά τους στίχους του.


 Ασχολούμαστε λοιπόν με τον Λειβαδίτη, διότι (Ζίζεκ 2010, 177) η αυθεντική 11 στιγμή ανακάλυψης, το μεγάλο άλμα συντελείται όταν η οικουμενική διάσταση εκδηλώνεται μέσα από ένα επιμέρους πλαίσιο, όταν καθίσταται “διεαυτήν” και βιώνεται άμεσα ως οικουμενική.

 Αυτή η οικουμενικότητα διεαυτήν δεν είναι απλώς κάτι έξω από το επιμέρους πλαίσιο ούτε αίρεται απλώς υπεράνω αυτού είναι εγγεγραμμένη σε αυτό. Το διαταράσσει και το επηρεάζει από τα μέσα, με αποτέλεσμα η ταυτότητα τους επιμέρους να διαχωρίζεται σε μια επιμέρους και σε μια οικουμενική διάσταση. Ο Μαρξ είχε ήδη επισημάνει ότι το πραγματικό πρόβλημα με τον Όμηρο δεν ήταν να εξηγήσει κανείς τις ρίζες των επών του στην πρώιμη ελληνική κοινωνία, αλλά να εξηγήσει το γεγονός ότι, ναι μεν ήταν σαφώς ριζωμένα στο ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά κατάφεραν μάλιστα να υπερβούν τη ιστορική αφετηρία τους και να μιλήσουν σε όλες τις εποχές.

 Ίσως, η πιο στοιχειώδης ερμηνευτική βάσανος για να καθορίσουμε το μεγαλείο ενός έργου τέχνης είναι η ικανότητά του να επιβιώνει αποχωρισμένο από το αρχικό του πλαίσιο. Στην περίπτωση της πραγματικά μεγάλης τέχνης κάθε εποχή την επανεφευρίσκει και την ανακαλύπτει εκ νέου. 

Πριν ξεκινήσουμε την κύρια ροή της εργασίας θα πρέπει να δώσουμε μία εισαγωγή με τις έννοιες που θα χρησιμοποιήσουμε από το ρεύμα της Λακανικής αριστεράς

 ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
 ΕΞΑΡΘΡΩΣΗ
 Είναι η στιγμή κατά την οποία ένα πρόβλημα ή μία κρίση εξαρθρώνει τις κοινωνικές μας κατασκευές. Διαλύεται κοινωνική τάξη και εξαρθρώνονται βεβαιότητες. Κρίση που βιώνουμε τα όρια των νοηματικών μας δομών. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι αποκεντρωμένη από τον εαυτό της διότι απειλείται διαρκώς από μία ριζική εξωτερικότητα που την εξαρθρώνει. 

Επιπλέον η στιγμή της εξάρθρωσης είναι ο παράγοντας εκείνος που προκαλεί την άρθρωση νέων κοινωνικών κατασκευών. Οι οποίες προσπαθούν να συρράψουν την έλλειψη που προκαλεί η εξάρθρωση.. Στον βαθμό που η εξάρθρωση δημιουργεί μια έλλειψη στη θέση της προϋπάρχουσας ρηματικής τάξης, η εξάρθρωση μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος επαφής με το πραγματικό, με τη Λακανική έννοια της φράσης (Σταυρακάκης 2008, 117-118)

 ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ

 Το πραγματικό δεν είναι πραγματικότητα, είναι ένα πραγματικό που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που θα υποστήριζε η παραδοσιακή γνώση, καθώς πραγματικότητα φαντασίωση. Το πραγματικό είναι το στοιχείο εκείνο που καταστρέφει, που εξαρθρώνει τη φαντασιωτική πραγματικότητα, το στοιχεία που μας αποκαλύπτει ότι η πραγματικότητα είναι ελλιπής

. Ενώ η πραγματικότητα είναι το 12 μέρος της αντικειμενικότητας που έχει κατασκευαστεί συμβολικά και στηρίζεται στη φαντασίωση το πραγματικό που ανήκει και αυτό στο αντικειμενικό επίπεδο, είναι το στοιχείο που υπερβαίνει τν εξημερωμένη διάσταση του αντικειμενικού.

 Είναι αυτό ακριβώς που εξηγεί την αποτυχία κάθε ουδέτερης αντικειμενικής αναπαράστασης. Το πραγματικό είναι το όριο που εμποδίζει κάθε ουδέτερη αναπαράσταση της συμβολικής πραγματικότητας. Το πραγματικό δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί ως τέτοιο αλλά φανερώνεται με την αποτυχία κάθε προσπάθειας συμβολοποίησής του.

 Η κατασκευή καθιστά δυνατή την παγίωση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά η πραγματικότητα αυτή απειλείται πάντοτε από μια ενδεχόμενη επαφή με εκείνο το κομμάτι του πραγματικού που ξεφεύγει από τα όρια της κατασκευής (Σταυρακάκης 2008, 118-119).140 

Φύση ως κοινωνική κατασκευή και Φύση ως πραγματικό. Άρα φύση ως σημαίνουσα κατασκευή μέσω της οποία προσπαθούμε να αναπαραστήσουμε την φύση και φύση ως η άμορφη μάζα της ετερότητας που απλώνεται στον πλανήτη. (Σταυρακάκης 2008, 64).

Το πραγματικό αντιστέκεται στη συμβολοποίηση, αυτός ο ορισμός του, το αδύνατον. Ενώ επίσης έχει χαρακτηριστεί και σαν το πεδίο του ανείπωτου (Σταυρακάκης 2008, 101) (Emig 2010, 273) 

Το Πραγματικό δεν είναι ούτε η αλήθεια ούτε η αντικειμενική, εμπειρική πραγματικότητα, αλλά οι ρωγμές που δημιουργεί στην αναπαράσταση αυτό που παραμένει μη αναπαραστάσιμο. Ο Λακάν αποκαλεί την καταδικασμένη αναμέτρηση με το πραγματικό πηγή τραυμάτων, η οποία ωστόσο ακριβώς, εξαιτίας της αποτυχίας της, μπορεί να θεωρηθεί η δημιουργική αρχή της θεωρίας της λογοτεχνίας. 

ΤΑΥΤΙΣΗ 
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ (Emig 2010, 270)

Ο Λακάν παράγει μια θεωρία για την ψυχή βασισμένη στις αλληλοσχετιζόμενες διαδικασίες της ταύτισης ως παραγνώρισης και επιθυμίας και της ματαίωσής της. Ο Λακάν εντοπίζει τις αρχές της ματαιωμένης επιθυμίας για ταύτιση στο λεγόμενο στάδιο του καθρέφτη βάσει της κατά Λακάν ιστορίας για τον ενθουσιώδη τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται το παιδί στο είδωλό του. Σύμφωνα με τον Λακάν, το παιδί, αντιλαμβάνεται την απόστασή του (και πάλι από το σώμα της μητέρας), τον περιορισμένο έλεγχο που έχει πάνω στο ίδιο του το σώμα και, το σημαντικότερο, τον παραμορφωτικό χαρακτήρα της αναπαράστασης ακόμη και κατά τη διάρκεια της πράξης της αναγνώρισης (καθώς ο καθρέφτης αντιστρέφει το σώμα και το κάνει να μοιάζει επίπεδο). 

Η αλληγορική αυτή σκηνή δείχνει ότι ο ανολοκλήρωτος εαυτός εξωθείται διαρκώς σε ταύτιση με ένα ιδεώδες εγώ και ότι υφίσταται αδιάκοπα την παραμόρφωση εκείνου που ζητεί να ορίσει. 13 (Σταυρακάκης 2008, 68) Η Ταύτιση είναι λοιπόν ένας μηχανισμός συγκρότησης υποκειμενικότητας. 

Η προσωπικότητα συγκροτείται και διαφοροποιείται μέσω μιας σειράς ταυτίσεων. Δεν υπάρχει αποτυχία ταύτισης αλλά αποτυχία ταυτότητας, δηλαδή αποτυχία να την αποκτήσουμε μέσω της ταύτισης, μέσω αυτής της αποτυχίας όμως γίνεται καταστατική η ταύτιση. 

Η συμβολική ταύτιση εμφανίζεται ως η λύση στο πρόβλημα της αμφισημίας του φαντασιακού. Στο στάδιο του καθρέφτη η ηγεμονία του φαντασιακού παίρνει ένα τέλος. Καμιά ταύτιση δεν μπορεί να αποκαταστήσει το πραγματικό, η να το ξαναβρεί για εμάς. Αλλά αυτή ακριβώς η αδυνατότητα μας υποχρεώνει να ταυτιζόμαστε ξανά και ξανά. Είσοδος στη γλώσσα συνεπάγεται μια απώλεια της αμεσότητας, την απώλεια μιας άμεσης, διαμεσολάβησης πλήρωσης της ανάγκης. Αναγκαζόμαστε να συμβολοποιήσουμε το πραγματικό αλλά με τον τρόπο αυτό το χάνουμε για πάντα

 ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ
 Είσοδος στο συμβολικό προϋποθέτει απαγόρευση μητέρας συνεπώς απώλεια, επιβολή συμβολικού Νόμου. Για να αναδυθεί το υποκείμενο μέσα στη γλώσσα και μέσω αυτής, θα πρέπει να γίνει δεκτό στο συμβολικό, θα πρέπει να αναγνωριστούν οι νόμοι της γλώσσας. (Σταυρακάκης 2008, 70) Η πατρική λειτουργία θεμελιώνει μια τάξη, που διαφέρει δομικά από τη φυσική τάξη, μια τάξη που θεσπίζει την ανθρώπινη κοινωνία, μια συγκεκριμένη κοινότητα νοήματος. Για να μπορέσουν να λειτουργήσουν λοιπόν, οι νόμοι της γλώσσας προϋποθέτουν την αποδοχή του Νόμου ως τέτοιου. Και για τον Λακάν ο Νόμος αρθρώνεται στο επίπεδο του σημαίνοντος.

 Η σημασιοδότηση, η συνάρθρωση των σημαινόντων σε συγκεκριμένες διατάξεις, θεμελιώνεται στο γεγονός της ύπαρξης του νόμου. Με άλλα λόγια η λειτουργία της γλώσσας εν γένει, η ίδια η κοινωνική τάξη, σε αντιδιαστολή με τη φυσική τάξη, στηρίζεται στο όνομα του πατρός ως φορέα του συμβολικού νόμου. Θα σχολιαστεί μάλιστα ότι Ο Λακάν θα αναπτύξει την ισχύ του συμβολικού σύμπαντος, τον συστηματικό και συνεκτικό χαρακτήρα που προοδευτικά ακυρώνει τις αξίες της διαλεκτικής προς όφελος της άρθρωσης (Σταυρακάκης 2008, 45-46)

 ΣΥΜΠΤΩΜΑ
 Το σύμπτωμα αναδύεται εκεί όπου έχει αποτύχει ο κόσμος, εκεί όπου το κύκλωμα της της συμβολικής επικοινωνίας έχει διακοπή. Η αποτυχημένη απωθημένη λέξη εξαρθρώνεται σε μια 14 κωδικοποιημένη , κρυπτογραφημένη μορφή. Σύμπτωμα μια έκκληση να ερμηνεύσουμε το κρυμμένο νόημά του. Επίσης Σύμπτωμα σε εγκαλεί να του αποδώσεις αναδρομικά το νόημά του.

 Το σύμπτωμα είναι ο τρόπος με τον οποίο εμείς τα υποκείμενα επιλέγουμε κάτι, αντί για το τίποτα όταν καταστρέφεται το Συμβολικό μας σύμπαν. (Ζίζεκ 2006, 133-134) Το σύμπτωμα ανάγεται εξ ολοκλήρου σε μια γλωσσική ανάλυση επειδή είναι το ίδιο δομημένο σαν γλώσσα, επειδή είναι γλώσσα που ο λόγος τον οποίο φέρει πρέπει να απελευθερωθεί. (Λακάν 2005, 111) 

Το σύμπτωμα είναι εδώ το σημαίνον ενός απωθημένου από τη συνείδηση του υποκειμένου σημαινόμενου. (Λακάν 2005, 132) Πρόκειται εξ ορισμού για «διαιωνιζόμενη επιθυμία», σύμφωνα με τη διευκρίνιση του Λακαν, αφού, γεννημένη από τον «φόνο του πράγματος» τον οποίο επιτελεί το σύμβολο, αδυνατεί πλέον να ξαναφτάσει στο πράγμα. 

Πρόκειται, λοιπόν, για επιθυμία καταδικασμένη στο επ' άπειρον επιθυμείν, για αιώνια επιθυμία (Ζίζεκ 2005, 226) ως καθαρή επίπτωση του συμβολικου.(Ζίζεκ 2005, 227) 

ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ 

Η Ανθρώπινη κατάσταση χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση μιας χαμένης/αδύνατης απόλαυσης, η φαντασίωση μας απευθύνει την υπόσχεση μιας επαφής με αυτή την πολύτιμη απόλαυση, μιας επαφής που φαντασιωνόμαστε ότι θα καλύψει την έλλειψη στον Άλλο, καλύπτοντας έτσι την έλλειψη στο υποκείμενο (Σταυρακάκης 2008, 104) Εργοβιογραφικό πλαίσιο 

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922 από τον Λύσανδρο και Βασιλική Λειβαδίτη. Ο Πατέρας του άνηκε στην μεσοαστική τάξη όντας υφασματέμπορος και έτσι η οικογένεια ήταν εύπορη, στην συνέχεια όμως αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα. 

Το 1943 ο Τάσος Λειβαδίτης εγγράφηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία όμως δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει κυρίως λόγω βιολογικών αναγκών αλλά και της ένταξής του στις τάξεις της ΕΠΟΝ, δηλαδή της νεολαίας του ΕΑΜ, το 1943. 

Με τη λήξη των Δεκεμβριανών του 1944 φυλακίζεται για πρώτη φορά, αφήνεται όμως ελεύθερος μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945). Σε αυτό το διάστημα γράφει στίχους και τους διαβάζει στον Γιάννη Ρίτσο και το Νικηφόρο Βρεττάκο, ενώ οικοδομεί φιλίες με τον Μιχάλη 15 Κατσαρό και τον Κώστα Κοτζιά με τον οποίο στην συνέχεια θα γράψουν από κοινού το σενάριο της ταινίας “Η συνοικία το όνειρο”.

 Στο μεταξύ παντρεύεται τη Μαρία Στούπα και αποκτά τη μοναδική του κόρη, Βασιλική. Μέχρι το 1951 φυλακίζεται, αλλάζοντας πολλές διαφορετικές φυλακές με πιο σκληρές αυτή της Μακρονήσου και του Αϊ Στράτη, ενώ αρνείται να υπογράψει δήλωση. Μάλιστα ο χειμώνας της Μακρονήσου το 1949 είναι τόσο σκληρός που σε συνδυασμό με την αρρώστια και τις εκτελέσεις θα σημαδέψουν τα πρώτα έργα του. 

“Το φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”, θα θεωρηθεί έργο ανατρεπτικό και θα τον οδηγήσει το δικαστήριο, από το ποίο θα αθωωθεί λόγω αμφιβολιών. Από το 1964 εργάζεται στην Αυγή ως κριτικός ποίησης, το 1967 μένει όμως άνεργος λόγω του κλεισίματος της εφημερίδας από τη στρατιωτική δικτατορία. Έτσι, από το 1969, μέχρι το 1980 με το ψευδώνυμο Δ. Ρόκος, παρουσιάζει συνόψεις παγκόσμιας λογοτεχνίας στο περιοδικό Φαντάζιο, κάτι που τον φέρνει ξανά στα βήματα κλασικών συγγραφέων όπως ο Τολστόι, ο Αντρέγιεφ, ο Ντοστογιέφσκι και άλλοι.

 Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη. Τιμήθηκε το 1955 με το πρώτο βραβείο ποίησης στο παγκόσμιο φεστιβάλ νεολαίας στη Βαρσοβία για τη συλλογή “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”, ενώ πήρε επίσης το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη Συμφωνία αρ. 1 και το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για το “Βιολί για μονόχειρα”. Επίσης ξανακέρδισε το πρώτο κρατικό βραβείο για τη συλλογή “Εγχειρίδιο αθανασίας”. Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988 αφήνοντας αδημοσίευτη τη συλλογή “Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου”.

 Εάν θα θέλαμε να κάνουμε μία περιοδολόγηση του έργου του, θα συμβουλευόμασταν τον Τάσο Λιγνάδη, ο οποίος διακρίνει την ποίηση σε τρεις περιόδους: 1946-1956, 1957-1966 και 1972-1987, 

Στην πρώτη περίοδο, υπάρχει μια νατουραλιστική περιγραφή αυτών που έζησε στην εξορία, αλλά ταυτόχρονα προβάλλεται η πίστη για την δικαίωση των αγωνιστών. Το 1957 παρατηρείται μια μεταβολή στο όραμα για τον κόσμο, και αρχίζουν να τον απασχολούν ζητήματα που αφορούν την ήττα της αριστεράς στον εμφύλιο ενώ υπάρχει η ανάδυση των πρώτων υπαρξιακών προβληματισμών. (Μπενάτσης 1991, 58) 

Η συγκεκριμένη αλλαγή φάσης αξίζει να σημειωθεί ότι γίνεται αμέσως μετά το 1956 και την λεγόμενη αποσταλινοποίηση. Έτσι ο Λειβαδίτης μετά τον θάνατο που υποκειμένου που “υποτίθεται ότι γνωρίζει” θα αρχίζει να πλανιέται σε συλλογισμούς μέχρι στιγμής ανεξερεύνητους και εν πολλοίς απαγορευμένους 

Μετά το 1972 μάλιστα υπάρχει αλλαγή τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή, αφού τείνει προς τον πεζό λόγο, ενώ καθιερώνεται και το ολιγόστιχο ποίημα. Επιστρέφοντας τις φάσεις από τις οποίες διακρίνεται το έργο του, θα θέλαμε να πούμε ότι θα ασχοληθούμε κατά βάση με την δεύτερη και την τρίτη φάση, παρότι παρόμοια στοιχεία φαίνεται να διαπερνούν (Φιλοκύπρου 2012, 17 και Μπενάτσης 1991, 58) και τις τρεις φάσεις.



Ένας από τους 16 χαρακτηρισμούς που αποσπά η ποίηση του Λειβαδίτη είναι η “ποίηση της ήττας” χαρακτηρισμός που μετατρέπεται σε κατηγορία και συμπεριλαμβάνει μια σειρά από ποιητές με πυρήνα αυτούς που στο παρελθόν ήταν οι ποιητές της Αντίστασης. Η διερεύνηση του όρου “ποίηση της ήττας” και η κάλυψη της συγκεκριμένης κατηγορίας, ασφαλώς ξεφεύγει από τα όρια της παρούσας εργασίας. 

Εμείς θα ασχοληθούμε κατά βάση με μερικά χαρακτηριστικά που άπτονται της συγκεκριμένης κατηγορίας. Για να το πράξουμε όμως αυτό θα πρέπει πρώτα να φωτίσουμε κάποιες σημαντικές πτυχές. Η ποίηση της ήττας αφορά μια μεταλλαγή στο ποιητικό κλίμα της μεταπολεμικής ποίησης. Επομένως μιλάμε πλέον για μια ποίηση που πυρήνας της είναι η αίσθηση πως “ ο άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα που είναι γενικότερα ήττα της ανθρωπότητας και του πολιτισμού” ( Μπενάτσης 1991, 68) .

 Τα γενικά χαρακτηριστικά είναι μια πρωτοφανής ένταση συγκίνησης και ο εξομολογητικός της χαρακτήρας. Έτσι “παρατηρείται το φαινόμενο πολλούς ποιητές να τους κερδίζει η ποίηση εκεί ακριβώς που τους χάνει η ιδεολογία τους” Ο ποιητής κοιτάει πίσω στο παρελθόν, ξαναβλέπει με νέο βλέμμα τα συντελεσθέντα και ανατρέπει το νόημά τους. 

Έτσι, η ήττα δεν περιορίζεται στον υποκειμενικό τομέα. “Εμφανίζεται σαν μια διαταραχή στη λειτουργία των αντικειμενικών νόμων εξέλιξης”. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι η παραπάνω διαφοροποίηση και η συνειδητοποίησή της από τους ποιητές, αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης της ήττας. “Εμφανίζεται σαν μια διαταραχή στη λειτουργία των αντικειμενικών νόμων της εξέλιξης”. 

Ένας ολόκληρος κόσμος που είχε φτάσει, όπως πίστευαν, σε πλήρη αυτοσυνείδηση και ήταν ώριμος για το μετασχηματισμό του, χτυπιέται από την ήττα, η οποία παίρνει τον χαρακτήρα του απρόοπτου . Οι λόγοι που φέρνουν αυτή την εξέλιξης δεν αφορούν τόσο πράξεις, όσο σχέσεις παραγόντων που δεν μπορεί να δει ο άνθρωπος, μιας εξίσωσης που δεν μπορεί να λύσει το ανθρώπινο πνεύμα. 

Έτσι, λοιπόν και αυτό είναι πολύ σημαντικό, μαζί με την κομμουνιστική ορθοδοξία της νομοτελειακής Εγελιανής συνειδητοποίησης, αμφισβητείται μέχρι την γέννησή της η παράδοση του Διαφωτισμού και της ορθολογικής κατάκτησης της πραγματικότητας. 

Όπως θα δούμε, την συγκεκριμένη παράδοση του Διαφωτισμού, αμφισβητεί και η Λακανική αριστερά με την διάκριση πραγματικότητας Πραγματικού και Συμβολικού. Συνεχίζοντας, πάνω στο θέμα της ποίησης της ήττα, ο Λειβαδίτης θα γράψει ότι “ Η ποίηση της ήττας είναι το φυσιολογικό συνακόλουθο μιας ανώμαλης δεκαπενταετίας και εκφράζει σε σημαντικό ποσοστό την τότε ψυχολογία των οπαδών του προοδευτικού κινήματος” Η Αληθινή ποίηση δεν είναι ανακάλυψη μα αποκάλυψη”. Έχει δηλαδή την ικανότητα να ανακαλύπτει την πραγματικότητα και να αντικατοπτρίζει μέσα σε μια παρακμάζουσα κοινωνία, την παρακμή. 

Έτσι, σύμφωνα με τον Μπενάτση, ο Λειβαδίτης δεν παρουσιάζεται σαν αρνητής της ιδεολογίας του, αλλά σαν υπερασπιστής της βαθύτερης ουσίας της, καθώς προσπαθεί μέσα από την συνειδητοποίηση των λαθών του παρελθόντος να πετύχει την αποκάλυψη και υπέρβασή τους.

 Ας μπούμε στο κύριο μέρος 17 της παρούσας εργασίας με το ζήτημα της κοινωνικής εξέγερσης και του τρόπου με τον οποίο η ήττα και οι εξαρθρώσεις που προκάλεσε, στιγμάτισαν το έργο του Αθηναίου ποιητή (Μπενάτσης 1991, 66-70). Κοινωνική Εξέγερση και ατομική εξάρθρωση 

Θα ξεκινήσουμε την παρούσα εργασία με μια σειρά από ποιήματα του Λειβαδίτη που περιγράφουν με εξαιρετικά έξυπνο τρόπο κάποια στιγμή της ιστορικής εξέλιξης. Από αυτήν την στιγμή μπορούμε να πιαστούμε και να ξεδιπλώσουμε το νήμα της σκέψης του Λειβαδίτη. Μια τέτοια στιγμή είναι ασφαλώς αυτή της εξέγερσης. Είναι η στιγμή κατά την οποία κάποιος είπε ότι διαμέσου της εξέγερσης "θα μάθουμε την ώρα" (Λειβαδίτης 1997, 63) .

 Έτσι λοιπόν, ο Λειβαδίτης, μέσω αυτής της σκέψης, μας μεταφέρει στο Πραγματικό. Το Πραγματικό δεν είναι πραγματικότητα, αλλά το στοιχείο εκείνο που καταστρέφει την πραγματικότητα, που μας αποκαλύπτει ότι η πραγματικότητα είναι ελλιπής. Έτσι, ενώ η πραγματικότητα είναι το μέρος της αντικειμενικότητας που έχει κατασκευαστεί συμβολικά και στηρίζεται στη φαντασίωση, το πραγματικό που ανήκει και αυτό στο αντικειμενικό πεδίο, είναι το στοιχείο εκείνο που υπερβαίνει την εξημερωμένη διάσταση του αντικειμενικού. Είναι αυτό που εξηγεί την αποτυχία της ουδέτερης αντικειμενικής αναπαράστασης. Το πραγματικό δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί ως τέτοιο αλλά φανερώνεται με την αποτυχία κάθε προσπάθειας συμβολοποίησής του. Η κατασκευή καθιστά δυνατή την παγίωση της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά η πραγματικότητα αυτή απειλείται πάντοτε από μια ενδεχόμενη επαφή με εκείνο το κομμάτι του πραγματικού που ξεφεύγει από τα όρια της κατασκευής (Σταυρακάκης 2008, 118-119) .

 Η εξέγερση ως έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κατεξοχήν η προσπάθεια για εξάρθρωση της εγκαθιδρυμένης τάξης. "Είναι η στιγμή κατά την οποία ένα πρόβλημα ή μία κρίση εξαρθρώνει τις κοινωνικές κατασκευές. Έτσι λοιπόν η εξέγερση επιθυμεί να διαλύσει την κοινωνική τάξη και να εξαρθρώσει τις υπάρχουσες βεβαιότητες. Επιπλέον η στιγμή της εξάρθρωσης είναι ο παράγοντας εκείνος που προκαλεί την άρθρωση των κοινωνικών κατασκευών. Αυτές προσπαθούν να συρράψουν την έλλειψη που προκαλεί η εξάρθρωση. Έτσι, στον βαθμό που η εξάρθρωση αναδεικνύει μία έλλειψη στη θέση της προϋπάρχουσας ρηματικής τάξης, η εξάρθρωση μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος επαφής με το πραγματικό (Σταυρακάκης 2008, 117-118) . 

Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα του συγκεκριμένου χωρίου. Η εξέγερση που συντελείται ίσως στην Ελλάδα του 1944, εκλαμβάνεται από τον εξεγερμένο ποιητή σαν μία προσπάθεια να αγγίξουμε το πραγματικό, σαν μία ρωγμή που αφήνει τα περιθώρια να ξεφύγουμε από τα όρια της Φύσης ως κοινωνικής σημαίνουσας κατασκευής και να προσεγγίσουμε την φύση ως άμορφη μάζα 18 της ετερότητας που απλώνεται στον πλανήτη.


\ Το κοινωνικό μπλοκ που συγκροτήθηκε γύρω από το ΕΑΜ θα προσπαθεί να πετύχει την βίαιη συμβολοποίηση του Πραγματικού όμως δεν θα τα καταφέρει. Φρονούμε ότι είναι σε αυτό το σημείο που ταιριάζει η φράση του Λειβαδίτη πως Kι ίσως θα πρέπει να 'χεις περάσει πολλά και να τα 'χεις υπομείνει όλα, για ν' απαντήσεις κάποτε σωστά, όταν σε ρωτήσουν την ώρα." (Λειβαδίτης 1997, 75) 

Συνεπώς όταν τελικά η ιστορία ρώτησε το στρατόπεδο με το οποίο τάχθηκε ο Λειβαδίτης, την ώρα που έπρεπε να γίνει η εξέγερση, η απάντηση δεν ήταν σωστή και αυτή η λανθασμένη απάντηση επεφύλασσε μια σειρά από βασανιστήρια και εξαρθρώσεις που όπως θα δούμε όμως εκτός από τον τραυματικό πυρήνα, ενέχουν και μια δημιουργική προοπτική κάτι που φαίνεται σε ολόκληρο το έργο του υπάρχει ένα ολόκληρο μυστήριο και μόνον όποιος άργησε θα το καταλάβει μια μέρα. (Λειβαδίτης 1997, 81) Άλλωστε είναι κατεξοχήν ο άνθρωπος που πέρασε πολλά. 

Αυτές οι εξαρθρώσεις και συναρθρώσεις θα τον φέρουν σε πολλές περιπτώσεις σε επαφή με το Πραγματικό και στην εκ νέου συνάρθρωση. Φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά το σχήμα που έχει ο Λειβαδίτης για την πραγματικότητα και το Πραγματικό στον αυτοκριτικό πικρό στίχο “αλλά η πραγματικότητα είναι κάτι το δευτερεύον που διέκοψε για λίγο τα μεγάλα μας σχέδια” (Λειβαδίτης 1997, 90) Διαφυγή στο Πραγματικό Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όσο επίπονη και να είναι η επιλογή ο ποιητής πραγματοποιεί τελικά την νέα κατάφαση της ζωής. Η αίσθηση της ήττα πάντως θα διατηρηθεί σε ολόκληρο το έργο του και θα ενταθεί μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950. 

Αξιοσημείωτο είναι το απόσπασμα όπου “αφού όλα έγιναν κάπου αλλού, κι εμείς εδώ δε ζούμε παρά μόνον την τιμωρία τους.” (Λειβαδίτης 1997, 72) Με αυτόν τον τρόπο ο Λειβαδίτης δείχνει ότι πρέπει να ξεφύγουμε από τα όρια της πραγματικότητας που κατασκευάσαμε κοινωνικά και μπορούμε να την συλλάβουμε και να την προσεγγίσουμε ως αντικειμενική άμορφη μάζα που απλώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Βέβαια με αυτό το απόσπασμα ο Λειβαδίτης προϋποθέτει μια τρόπον τινά νομοτέλεια στην έκβαση της ζωής και της ήττας, η οποία όπως θα δούμε δεν χαρακτηρίζει το έργο του ποιητή ο οποίος αναφέρεται διαρκώς στην ενδεχομενικότητα της εξέλιξης του κόσμου. 

Πάντως, οι 19 εξαρθρώσεις φαίνεται να ανιχνεύουν όντως διαδρόμους για αυτό το άπειρο καθώς όπως γράφει και ο ποιητής «Γέλασα, τι ξέρεις εσύ της λέω απ’ τους διαδρόμους που ανοίγουν οι τρελοί μέσα στην πόλη» (Λειβαδίτης 1997, 73) Βλέπουμε λοιπόν ότι νιώθει την τρέλα σαν κάτι οικείο, σαν κάτι που μπορεί να άγγιξε και να χάθηκε εκ νέου στην επόμενη συνάρθρωση του κόσμου. Είναι άλλωστε και η παραδοχή του ότι "Αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα θησαυροφυλάκιο πόνου για να τους αποσπάσω" (Λειβαδίτης 1997, 85) Και έτσι λοιπόν μέσω της ποίησης ο Λειβαδίτης, εξέφρασε πράγματα που οι άλλοι δεν έβλεπαν, εξέφρασε σημεία του πραγματικού που η ιδεολογία των άλλων τα απέκρυπτε για να στηρίξει την εκάστοτε πραγματικότητα. 

Θα γράψει μάλιστα τα εξής: "Φυσικά και μου στοίχισε αρκετή περιφρόνηση η ερώτηση για πράγματα που δεν βλέπαν οι άλλοι" (Λειβαδίτης 1997, 54) Επομένως, ο Λειβαδίτης θα γίνει ποιητής και θα γράφει αινίγματα από συνηθισμένα λόγια. Θα βάζει δηλαδή σημαίνοντα στην σειρά, όπου θα είναι ένα ερώτημα ποιο είναι τελικά το σημαινόμενο της εκάστοτε λέξης. Για τον κάθε ποιητή είναι εξαιρετικά επώδυνο να αποκαθάρει τις λέξεις που έχουν φθαρεί από την πολυχρησία "η σελήνη έγερνε πάνω στο λόφο αιμόφυρτη-σαν τον ποιητή πάνω σ’ αυτό το πεπαλαιωμένο αλφάβητο" (Φιλοκύπρου 2012, 45) Παρά την ενδεχομενικότητα της ανάγνωσης όμως η ποίηση έχει και αυτή τα όριά της, και είναι τα όρια που της επιβάλει η γλώσσα, η προσπάθεια για συμβολική αναπαράσταση του πραγματικού.

 "Κι η ποίηση είναι σαν να ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό" (Λειβαδίτης 1997, 34) Συνεπώς, ο Λειβαδίτης ενώ αναγνωρίζει την έλλειψη στο Συμβολικό, αφού "πεθαίνουμε στερημένοι σε έναν παράδεισο από λέξεις", την κοινωνικά δημιουργημένη υφή των όπλων που χρησιμοποιεί-των λέξεων "Χέρια μου δε σας είχα ποτέ δικά μου, όπως τα λόγια του ο ποιητής" (Φιλοκύπρου 2012, 67) . Ταυτόχρονα αναγνωρίζει τα στοιχεία που παίρνει και δίνει από την ποίηση, και αυτό το στοιχείο είναι η Ζουισάνζ .

 Όμως η ποίηση λόγω των παραπάνω σφραγίζεται από την ριζική αδυνατότητα κατάκτησης του πραγματικού. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως και με την μουσική που χωρίς να κινείται μέσω κοινωνικά δημιουργημένων σημαινόντων, μπορεί και υπερβαίνει την ποίηση στο συγκεκριμένο ζήτημα "Η μουσική αναζητάει στο άπειρο αυτό που η ποίηση αποσιωπά εδώ στην γη" (Λειβαδίτης 1997, 44)

 Σε αυτό το ταξίδι στους κόσμους του πραγματικού που δεν έβλεπαν οι συνάνθρωποί του, ο Λειβαδίτης φαίνεται όχι απλά να βίωσε αλλά να άφησε εκουσίως την κοινωνική κριτική να τον ταπεινώσει. Υπέστη λοιπόν εκουσίως την καταπίεση της κοινωνικοσυμβολικής τάξης επενδύοντας 20 για ακόμα μια φορά στο πραγματικό, στην σκάλα που μας πηγαίνει όπου αυτή θέλει (Λειβαδίτης 1997, 68), στην ενδεχομενικότητα της εξέλιξης. Βεβαίως, αυτό το έκανε για να σκεπάσει άλλα πράγματα πιο άσχημα, πιο σκοτεινά. 

Μάλιστα "αν συνεχίζει τη ζωή του είναι για να έχει πρόχειρη την περιφρόνηση του καθενός, που πολύ τον βοηθάει στην αυριανή του αναχώρηση” (Λειβαδίτης 1997, 35) Το ίδιο συνέβη και με τις ήττες που τις αποκαλεί συντρόφισσές του, που τον λύτρωσαν από τους αιώνιους φόβους της ήττας. Ή με το "πανάρχαιο σκοτεινό παιχνίδι όπου ο ποιητής ξέρει να χάνει με μια απρόβλεπτη κίνηση". Είναι απρόβλεπτη γιατί ξεφεύγει από το habitus της κοινωνικοσυμβολικής τάξης, και χάνει διότι συνεχίζει να βιώνει την μοναξιά και την περιφρόνηση σε ένα σύμπαν, σε ένα περιβάλλον που δεν βλέπει αυτά που μπορεί να δει ο ίδιος. Πραγματικότητα, μια φαντασιωτική κατασκευή 

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σημαντικό να φωτίσουμε αυτό το πιο σκοτεινό από το οποίο προφυλάσσει η ποίηση και αυτές οι ήττες. Τελικά η πραγματικότητα που πλάθει μέσω της ποίησης είναι μια φαντασιωτική κατασκευή που δίνει την δυνατότητα να σκεπαστεί το πραγματικό της επιθυμίας. Γράφει άλλωστε ότι: ”η δυστυχία φίλοι μου είναι κάτι πολύ μεγάλο για να μην κρύβεται κάτι πολύ μεγαλύτερο πίσω της.” (Λειβαδίτης 1997, 80) Η πραγματικότητα της ποίησης δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξεφεύγει της ιδεολογικής μόλυνσης. Αντίθετα επιτελεί έναν από τους ρόλους της, δηλαδή να προσφέρει την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα ως μία διαφυγή από κάποιον τραυματικό πραγματικό πυρήνα. 

"Έτσι η πιο αλησμόνητη ιστορία δεν θα γραφτεί ποτέ, αφού πρέπει να την ξεχάσουμε για να ζούμε ακόμα" (Λειβαδίτης 1997, 62) Πάντως αυτή η λήθη που προωθεί η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, αναμφίβολα έχει να κάνει και με την μικρή εμπιστοσύνη που τρέφει ο ποιητής για το Συμβολικό με αποτέλεσμα την θέλησή του να μην διατηρεί τις ταυτότητες έτσι ώστε να πειραματίζεται με νέες ταυτίσεις μετά από κάποια επαφή με το Πραγματικό. Σύμφωνα με την Λακανική σκέψη, η ταύτιση είναι μηχανισμός συγκρότησης υποκειμενικότητας. Η προσωπικότητα συγκροτείται και διαφοροποιείται μέσω μιας σειράς ταυτίσεων. Δεν υπάρχει αποτυχία ταύτισης αλλά αποτυχία ταυτότητας, δηλαδή αποτυχία να την αποκτήσουμε δια της ταύτισης (Σταυρακάκης 2008, 68) . 

Έτσι λοιπόν είναι χαρακτηριστικός ο στίχος “Έγραψα το όνομά μου στους τοίχους και ύστερα γύρισα και το έσβησα για να μην έχω πουθενά να ακουμπήσω” (Φιλοκύπρου 2012, 55) 21 Εξάρθρωση και Αποεπένδυση Με βάση τα παραπάνω, ο Λειβαδίτης, φαίνεται να αποεπενδύει συναισθηματικά την κοινωνικοσυμβολική τάξη, για να μπορεί να αφιερωθεί στις επαφές του με το Πραγματικό. Άλλωστε αυτή είναι ίσως και η μοναδική διαφυγή από έναν κόσμο που του προκαλεί μόνο εξαρθρώσεις.

 Μία άλλη διαφυγή θα ήταν η απώλεια κάθε ταυτότητας και ταύτισης και κατά συνέπεια η τρέλα, όμως κάτι τέτοιο αποφεύγεται με αυτόν τον δημιουργικό τρόπο. Είναι όμως η αποεπένδυση που περιγράψαμε κάτι που συμβαίνει μονάχα στον Λειβαδίτη; Όπως θα δούμε, με βάση τον Μπαντιού, το πάθος για το πραγματικό που χαρακτηρίζει τους Λενινιστές, συνοδεύεται από τον πολλαπλασιασμό της ομοιότητας. Για έναν επαναστάτη, ο κόσμος είναι ο παλαιός κόσμος, είναι κορεσμένος από διαφθορά και προδοσία (Μπαντιού 1999) . 

Η κάθαρση, η αποεπένδυση του πραγματικού πρέπει πάντα να ξαναρχίζει. Αυτό είναι τελικά και ένα από τα στοιχεία που ανάγκασαν τον Νίτσε να ασκήσει κριτική στην μνησικακία, εννοώντας κατά βάση τη διαλεκτική και τον τρόπο σκέψης και διαβίωσης που απορρέει από αυτήν. Η μνησικακία βλέπει στο κάθε πράγμα μια παγίδα, μια αντίθεση (Λεφέβρ 1996, 56) . Έτσι, ο άνθρωπος που αμφισβητεί το Είναι και θέλει έναν άλλον κόσμο, μια άλλη ζωή, θέλει κάτι πιο βαθύ, να διορθώσει τη φαινομενικότητα, επομένως απαρνείται την υπάρχουσα ζωή και στρέφεται εναντίον της (Σεβαστάκης 2008, 78) . 

Μέσω αυτού του τρόπου, τελικά, η κατάφαση της ζωής, φαίνεται ως κάτι κακό, κάτι καταδικαστέο. Έτσι ο Νίτσε καταγγέλλει την ψεύτικη γοητεία του αρνητικού που μετατρέπει το πολλαπλό, το γίγνεσθαι, το τυχαίο σε ισάριθμες δυστυχίες της συνείδησης και τις δυστυχίες της συνείδησης σε ισάριθμες στιγμές διαμόρφωσης αναστοχασμού η ανάπτυξης (Λεφέβρ 1996, 66).
 Αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί άλλωστε και με τον συλλογισμό που αναπτύσσει ο Λειβαδίτης στο παρακάτω απόσπασμα “Κι αυτό το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν ξαναβρήκαμε το δρόμο με τα ρολόγια μας σταματημένα στην μόνη ώρα, την ώρα που αργήσαμε” (Λειβαδίτης 1997, 94)

 Με βάση τον Νίτσε σε αυτό το σημείο, ίσως δεν θα έπρεπε να δουν τα υποκείμενα την ήττα σαν μία δυστοκία της συνείδησης, με σκοπό τον εκ νέου αναστοχασμό , αλλά θα έπρεπε να αποδεχτούν την μοίρα τους και να την αγαπήσουν Διονυσιακά (Σεβαστάκης 2008, 67) .

 Ασφαλώς κάτι τέτοιο στην Ελλάδα του 1950, ιδιαίτερα εάν κάποιος είχε αντιστασιακό παρελθόν, μάλλον ήταν εξαιρετικά αδύνατο, όπως είναι μάλλον αδύνατο να συμβιβαστεί και η σκέψη του Νίτσε για την μνησικακία με τις μεγάλες αφηγήσεις και πολιτικά σχέδια.
 Εν πάση περιπτώσει, ο Νίτσε θέτει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που πιάνει και ο Λειβαδίτης, όχι με ομοιόμορφο τρόπο. Το ζήτημα της αποεπένδυσης του πραγματικού, της άρνησης της ζωής, είναι κάτι που θα θέσει ο ποιητής με αντιφατικό τρόπο και θα 22 τον απασχολεί όλο και περισσότερο όσο φτάνει προς το τέλος της δημιουργίας και της ζωής του. 

Ας δούμε όμως με ποιον τρόπο διαγράφεται η αντίληψη του ποιητή μέσα από αποσπάσματα δύο διαφορετικών ποιημάτων στα οποία κεντρικό ρόλο παίζει ένα αστέρι.

 Έτσι λοιπόν, ο ποιητής θα γράψει “Ώσπου ένα μικρό τυχαίο άστρο μού ’παιρνε και το τελευταίο επιχείρημα πως δεν είναι ωραίος ο κόσμος” (Λειβαδίτης 1997, 65) Άρα, στην εναγώνια προσπάθεια του επαναστάτη να στηρίξει τις θυσίες του ότι η υπάρχουσα τάξη είναι πλήρης αντιφάσεων και φαινομενικοτήτων και δεν έχει καμία ομορφιά και ουσία, αυτό το αστέρι, δρα σαν ανασχετικός παράγοντας στην αποεπένυδη που θα επιχειρούσε ο ποιητής.
 Ενώ, όμως θα περίμενε κανείς ότι η συνέχεια του παραπάνω συλλογισμού θα οδηγούσε σε κάποια απόσυρση από την επαναστατική πάλη ο ποιητής μας διηγείται ότι: “Αυτό το άστρο στον ουρανό είναι η πέτρα που είχαμε στο στόμα , μην και ξεφύγει ο στεναγμός μας” (Λειβαδίτης 1997, 71) 

Συνεπώς, η ομορφιά αυτού του κόσμου, ακόμα και της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, είναι κάτι τελικά που όχι μόνο δεν δρα ανασχετικά στην στράτευση του επαναστάτη, αλλά αντίθετα εντάσσεται στην ιδεολογία του σαν μία ομορφιά, ένα κομμάτι του πραγματικού που πρέπει να διατηρηθεί και να μπορούν να το βιώνουν όλοι οι άνθρωποι.

 Και φυσικά ο τρόπος διατήρησης δεν είναι άλλος από την επιτυχία της επανάστασης και την εγκαθίδρυση μιας άλλης τάξης. Παρόλα αυτά είναι μια σειρά από αποσπάσματα στα οποία ο ποιητής φαίνεται να μετανιώνει για αυτή την διαχείριση της ζωής του. Όπως τα παρακάτω: “Και μόνο η έλλειψη ενδιαφέροντος για τους άλλους είναι αυτό που έδωσε στη ζωή μας αυτό το απέραντο βάθος.” (Λειβαδίτης 1978, 11, τ. 3) --------------------------------------------

 «Εξάλλου εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες» (Λειβαδίτης 1997, 102) Έτσι λοιπόν, φαίνεται ότι η ζωή του ποιητή θα μπορούσε να είναι ήσυχη και ευτυχισμένη βάση και της οικονομικής τους άνεσης. «Η ζωή μου διαγραφόταν μάλλον ήσυχη και χωρίς απρόοπτα, αν κάποια νύχτα, μένα κομμάτι κιμωλίας που βρήκα, δε ζωγράφιζα αστόχαστα ένα παράθυρο πάνω στον τοίχο. Απ’ αυτό το παράθυρο ήρθε ο πυροβολισμός» (Λειβαδίτης 1997, 78) Ίσως θα πρέπει να αναλύσουμε αυτό το δωμάτιο σαν την δεδομένη κοινωνικοσυμβολική τάξη στην οποία ζούσε ο ποιητής και από την οποία είχε τάσεις φυγής, ζωγραφίζοντας αυτό το παράθυρο. 

Από 23 αυτούς τους διαδρόμους όμως ήρθαν οι σφαίρες, δηλαδή η βίαιη καταστολή της προσωπικότητάς του, τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Η σκέψη του Λειβαδίτη και οι πολιτικές και προσωπικές επιλογές αποεπένδυσης του πραγματικού παίρνουν το νόημά τους αν αναλογιστούμε το σχήμα που χρησιμοποίησε με την ώρα στην οποία άργησε το επαναστατικό κίνημα. Έτσι και η ζωή του ήταν οργανικά συνδεδεμένη με αυτόν τον αγώνα δρόμου, των ιστορικών ραντεβού. Έτσι, γράφει χαρακτηριστικά: «Συλλογιέμαι , αλήθεια, πως αν είχα μια αιωνιότητα στη διάθεσή μου θα αποτελείωνα ίσως, αυτό το ταξίδι απ’ την πόρτα ως το αντικρινό περίπτερο» (Λειβαδίτης 1997, 65)

 Αν υπήρχε αρκετός χρόνος [αιωνιότητα] θα αποτελείωνε με πλήρη επένδυση την κάθε μικρή στιγμή της κοινωνικοσυμβολικής τάξης και δεν θα ήρε τον έρωτά του για αυτήν, ζήτημα που θα εξετάσουμε σε επόμενη ενότητα. Πάντως η στροφή του Λειβαδίτη στα τελευταία χρόνια προς την εξερεύνηση του συμβολικού, ή για την ακρίβεια το γεγονός πως μετανιώνει γιατί δεν το έπραξε, φωτίζεται με τον παρακάτω στίχο. «Σελίδες από μια χαμένη επανάσταση που στα περιθώρια γράψαμε κι εμείς τη ζωή μας ω μεγάλη ακατανόητη εποχή, που άξαφνα ο ένας καταλαβαίνει τον άλλον.» (Λειβαδίτης 1997, 94)

 Μετά λοιπόν από μία χαμένη εξάρθρωση που τελικά επέφερε όχι μόνο προσωπικές ρωγμές και δεν ανέτρεψε όλα τα μήκη και τα πλάτη του συμβολικού, μετά από μία εποχή που παρότι προσπάθησαν δεν κατάφεραν να την κατανοήσουν, να συλλάβουν το στάδιο εξέλιξης του Πραγματικού της για να μπορέσουν να την αλλάξουν, ξαφνικά ο Λειβαδίτης νιώθει να καταλαβαίνει τους άλλους, νιώθει ξανά οργανικό κομμάτι της κοινωνίας. Κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας όπου το περνάει στο περιθώριο της κοινωνικοσυμβολικής πραγματικότητα, σαν “Νεκροζώντανος”. Διέξοδος μέσω παρελθόντος και μέλλοντος Η διέξοδος του Λειβαδίτη σε κάτι πέραν τον ορίων της ισχύουσας πραγματικότητας.

 Μεταξύ άλλων αναζητείται όπως θα δούμε τόσο στο παρελθόν όσο και το μέλλον. Στο παρελθόν, υπάρχουν αρκετά αποσπάσματα όπου ο ποιητής αναπολεί τα παιδικά του χρόνια με έναν τρόπο που φαίνεται σαν αυτά να στερούνταν προβλημάτων και αντιθέσεων, δηλαδή σαν μία φαντασίωση του παρελθόντος. Η διέξοδος αυτή αναζητήθηκε επίσης (κατά βάση στα νεανικά του χρόνια) και στην επιθυμία για 24 έναν άλλον κόσμο πιο δίκαιο.


 Όπως θα μεταφέρει και ο Τζέημσον αναλύοντας τον Φρόυντ και τον Προυστ, η ανάμνηση της ευτυχίας και τα ίχνη της ουτοπικής ικανοποίησης που εξακολουθούν να επιβιώνουν σε ένα παρηκμασμένο παρόν, παρέχουν ένα “διαρκές απόθεμα” προσωπικής και πολιτικής ενέργειας. (Τζέημσον 2008, 35) “Οι επαναστάτες ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο” (Λειβαδίτης 1997, 64) Έτσι, ο ποιητής φωτίζει με αυτό το απόσπασμα την παραπάνω ανάλυση, αναφέροντας ότι καθήκον του είναι να επενδύσει τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον. Ας ξεκινήσουμε από την δεύτερη περίπτωση όπου ο Λειβαδίτης περιγράφει μια σειρά από αυτό που η Λακανική σκέψη θα χαρακτήριζε ως φαντασιώσεις.

 Δηλαδή εκείνη την ανθρώπινη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση μιας χαμένης/αδύνατης απόλαυσης, μιας επαφής που φαντασιωνόμαστε ότι θα καλύψει την έλλειψη στον Άλλον, καλύπτοντας έτσι και την έλλειψη στο υποκείμενο (Σταυρακάκης 2008, 104) . Ο λόγος που ο Λειβαδίτης ωθείται προς την νοσταλγία είναι σαφώς επειδή ηττήθηκε στη ζωή του, όπως όμως περιγράφει και η Φιλοκύπρου, ηττάται επειδή εξαρχής νοσταλγεί. (Φιλοκύπρου 2012, 52-53) Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κατάσταση εξαρθρώσεων οδήγησε τον Λειβαδίτη, στο “δεν έμεναν τα λιγοστά φανάρια με το κίτρινο φως κι η νοσταλγία ενός κόσμου έξω απ’ τον κόσμο”

 Υπό το παραπάνω πρίσμα ας δούμε ένα χαρακτηριστικό δείγμα νοσταλγίας για μια υποτιθέμενη πληρότητα (οι υπογραμμίσεις δικές μας) «Θα ’δινα ένα βασίλειο για μια παιδική νύχτα: οι γρύλοι τα γαβγίσματα μακριά, ένα τραγούδι που σβήνει, τα ψιθυρισμένα λόγια κάτω απ’ τα δέντρα της ωραίας εξαδέλφης και του μεγάλου αδελφού που σε λίγο γίνονται στεναγμοί- κι οι δυο τους έχουν πεθάνει από τότε όλα τα λόγια που λέω έχουν κάτι απ' την θλίψη ενός χαμένου φεγγαριού και πάντα η αίσθηση ότι ξαφνικά έχω χαθεί ή τέλος πάντων ότι βρίσκομαι κάπου αλλού από εκεί που ήθελα και ονειρευόμουν ένας δρόμος μακρύς απ' αυτούς που παίρνει κανείς μόνος του η νοσταλγία μιας ανολοκλήρωτης αιωνιότητας πριν γεννηθούμε κι ίσως μόνο το ανεκπλήρωτο να δίνει κάποιο νόημα στη ζωή μας τα παιδιά τρέχουν κυνηγώντας φύλλα ή αινίγματα» (Φιλοκύπρου 2012, 52) 25

 Με βάση και το παραπάνω απόσπασμα μετά το πέρας της παιδικής ηλικίας επέρχεται και το τέλος της υπαρξιακής πληρότητας και από τότε το υποκείμενο υπόκειται σε έναν κατακερματισμό διχαζόμενο στο εδώ και το εκεί, το τώρα και το τότε, χωρίς όμως να είναι απολύτως παρόν πουθενά.

 Επίσης, ο Λειβαδίτης σε ένα άλλο απόσπασμα, προειδοποιεί ότι “ Απ’ όλα μπορείς να σωθείς εκτός απ ’τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό που δεν το θυμάσαι” (Φιλοκύπρου 2012, 54) Με βάση λοιπόν το χωρίο αυτό, αλλά και το υπογραμμισμένο από την προηγούμενη παραπομπή μας (ανολοκλήρωτη αιωνιότητα πριν γεννηθούμε) θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Λειβαδίτης ενώ δεν έχει έρθει σε επαφή με την Λακανική σκέψη, ξεχωρίζει με ειλικρίνεια ότι αυτή η πληρότητα μπορούσε να υπάρξει μόνο στο προσυμβολικό επίπεδο. Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που οδήγησαν τον ποιητή σε αυτή την διαρκώς ανανεούμενη φυγή; 

Επιθυμία Νόμος και Jouissance Σε αυτό το σημείο διακρίνουμε ασφαλώς τον ρόλο που έπαιζε η καταπιεστική πραγματικότητα στο εσωτερικό κλείσιμο και στον αναστοχασμό, στην απόδραση από το Συμβολικό και ταυτόχρονα το άνοιγμα διαδρόμων είτε στο παρελθόν της νοσταλγίας, είτε στην επιθυμία για το μέλλον. Αναφέρει χαρακτηριστικά στο “Χοιροστάσιο”: «Είχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δεν σε σκότωναν, σε έδειχναν απλά με το δάχτυλο, κι αυτό αρκούσε. Ύστερα, κάνοντας έναν κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά σιγά, εσύ υποχωρούσες στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς.

 Κι όταν ο κύκλος διαλυόταν, στη θέση σου στεκόταν ένας άλλος καθ' όλα αξιαγάπητος κύριος» ( Λειβαδίτης 1978, 18 τ 2) Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε μια κλασική περίπτωση βιοπολιτικής επιβολής, που ανιχνεύει ο Λειβαδίτης. Όπως θα σημείωνε και ο Ζίζεκ για την σημερινή εξουσία (Ζίζεκ 2010, 152) Η ελευθερία συνεπάγεται ευθύνη και δεν πρέπει να γίνεται κατάχρησή της, . Τ

ι είναι αυτή η περίφημη ελευθερία μετά ευθύνης, αν όχι μια νέα εκδοχή του παλιού γνωστού παραδόξου της αναγκαστικής επιλογής; Σου δίνεται η ελευθερία να επιλέξεις, υπό τον όρο ότι θα κάνεις την ορθή επιλογή, σου δίνεται ελευθερία υπό τον όρο ότι δεν θα τη χρησιμοποιήσεις πραγματικά Έτσι λοιπόν φωτίζονται οι λόγοι που έφεραν τον ποιητή στην θέση να χαράσσει διαρκώς διαδρομές έξω από το παρόν, σε ότι αφορά στο παρελθόν.

 Στην πραγματικότητα εκτός από αναγκαίος τρόπος επιβίωσης σε μία άκρως καταπιεστική πράξη, η απόδραση προκαλεί στο υποκείμενό και μία δόση 26 ηδονής. “Κερδίζοντας έτσι μια παράξενη ευχαρίστηση: την ηδονή να κλαις για πράγματα ξεχασμένα απ' όλους” και “ αργότερα όταν ηττηθήκαμε τι ηδονή να θυμάσαι” ( Λειβαδίτης 1978, 12, 87. τ, 2) . Σε αυτό το σημείο είναι που θα πρέπει να περιγράψουμε την κομβική έννοια για την κατανόηση του Λακανικού τρόπου σκέψης, δηλαδή την jouissance που προσιδιάζει στην έννοια της ηδονής, την οποία χρησιμοποιεί ο ποιητής. 

Η διαφοροποίηση των δύο εννοιών και ο διάλογος εντός της Λακανικής σχολής θα υπερέβαινε το πλαίσιο της παρούσας εργασίας. Η Jouissance αναδύεται σαν κεντρική υπόθεση της Λακανικής σκέψης. Άλλωστε, αναρωτιέται ο Σταυρακάκης τι θα μπορούσε να εξηγήσει τον καταστατικό ρόλο της επιθυμίας, αν δεν δεχθούμε ως αιτία την απουσία της. Έτσι, αυτό που στηρίζει όλες τις κοινωνικές φαντασιώσεις είναι η υπόσχεση ανάκτησης μιας χαμένης/αδύνατης Jouissance ως πληρότητας) . Επομένως , ένα σύμπτωμα προϋποθέτει πάντοτε μια παράδοξη ασυνείδητη ικανοποίηση στον πόνο. Με βάση όσα έχουμε πει τα ποιήματα του Λειβαδίτη, ως συμπτώματα της επικρατούσας και αναδυόμενης συμβολικής τάξης, εκφράζουν αυτή την ασυνείδητη ικανοποίηση, την ευχαρίστηση που αντλείται από την δυσαρέσκεια.

 Ασφαλώς δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη ηδονή, αλλά για μια φαντασιακή προβολή της απόλαυσης ως πληρότητας, η οποία υπόσχεται να φέρει πίσω εκείνο το πραγματικό που χάθηκε για πάντα με την είσοδο στην κοινωνική τάξη (Σταυρακάκης 2012,102). Και αφού φωτίσαμε συνοπτικά την έννοια της ζουισάνζ, θα πρέπει να δούμε υπό αυτή την σκοπιά την επιθυμία στο έργο του ποιητή “όπως κι οι πιο ωραίες επιθυμίες που μ’ εμπόδισαν πάντα να ζήσω” ------------------------- “δεν έζησα έχοντας να μεριμνήσω για τόσα φύλλα την άνοιξη” (Λειβαδίτης 1997, 100, 112)
 Για τον Λακάν η επιθυμία και ο Νόμος, που μοιάζουν να συγκρούονται σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, παραδόξως επιτελούν έναν παρόμοιο ρόλο, καθώς εμποδίζουν την προσέγγιση στο πράγμα. Είναι επειδή επιθυμώ που δεσμεύομαι να ακολουθώ το μονοπάτι του Νόμου. 

Έτσι, η επιθυμία αποκαλύπτεται ως μια άμυνα κατά της απόλαυσης και ταυτόχρονα ως η λειτουργία που νομιμοποιεί τους νόμους (Σταυρακάκης 2012, 146, Σταυρακάκης 2008, 99, 109) Βλέπουμε λοιπόν ότι στα δύο παραπάνω αποσπάσματα, ο ποιητής για ακόμα μια φορά, οδηγείται σε συμπεράσματα της Λακανικής σκέψης, χωρίς ασφαλώς να έχει έρθει σε επαφή μαζί της. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να βγει ένα συμπέρασμα για την επιθυμία ως λειτουργία υπερβάσεων.

 Αυτή δεν είναι ποτέ ανεξάρτητη από το κοινωνικό-συμβολικό δίκτυο και κατά συνέπεια από την πολιτική. Διεγείρεται πάντοτε από το φαντασιακό δέλεαρ της κατάκτησης της απόλαυσης 27 (jouissance) αλλά και συντηρείται επίσης από την καταστατική αδυνατότητα επίτευξης αυτού του στόχου. Άρα η επιθυμία αναπαράγεται διαρκώς μέσω της αποτυχίας της, μέσα στις διαμεσολαβήσεις της εξέλιξης μιας προσωπικότητας ( Σταυρακάκης, 2012, 147 και Stavrakakis 2010, 6) 

Έτσι βλέπουμε ότι η επιθυμία για το άπιαστο παρελθόν, ή για το μέλλον βιώνεται για τον Λειβαδίτη ως μία αδύνατη αναζήτηση της πληρότητας, ενώ ταυτόχρονα ανιχνεύεται και η αλληλοδιαπλοκή της επιθυμίας με την αποτυχία με αποτέλεσμα να γράφει “κι αν νικηθήκαμε δεν είναι από την τύχη ή τις αντιξοότητες αλλά απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό” Αυτή η προσέγγιση που συμπεριλαμβάνει την ζουισάνζ εκτιμούμε ότι αποτελεί κάτι πρωτοπόρο που αμφισβητεί με προοδευτικό τρόπο το παράδειγμα του Διαφωτισμού για την εξήγηση των ανθρωπίνων συμπεριφορών.

 Έτσι και στο έργο του Λειβαδίτη, με το εργαλείο της συγκεκριμένης έννοιας όπως αναδεικνύεται από το έργο της Λακανικής σκέψης, προστίθεται μία ανάλυση που διαφέρει από αυτή των άλλων μελετητών του ποιητή. 
Η Έλλη Φιλοκύπρου θα γράψει σχετικά με το θέμα που πραγματευτήκαμε, ότι “Αυτός ο δρόμος που ανακαλύπτεται, μέσω της απελπισίας, υποδεικνύει πως στη ζωή του ποιητή και των συντρόφων υφίσταται κάτι μυστηριώδες και απροσπέλαστο στους άλλους. Ο ποιητής είναι έτοιμος να υπερασπιστεί με κίνδυνο της ζωής του το μυστήριο, όχι γιατί τον λυτρώνει απ’ όσα τον ταλανίζουν αλλά γιατί είναι ο μόνος χώρος που μπορεί να αναγνωρίσει σαν δικό του” (Φιλοκύπρου 2012, 131)

 Όπως είδαμε εκτός από τον συγκεκριμένο παράγοντα αυτοάμυνας, αυτό που παίζει σημαντικό ρόλο είναι η απέλπιδα προσπάθεια για ανάκτηση μιας χαμένης jouissance της πληρότητας, που διευκολύνει αυτή την στροφή προς το πραγματικό είτε μέσω της επιθυμίας, είτε μέσω της νοσταλγίας.

 Ποιος ήταν όμως ο λόγος που ο ποιητής όπως και χιλιάδες σύντροφοί του κατάφεραν να φέρνουν σε πέρας τις δυσκολίες. Όπως είδαμε και προηγουμένως, είναι η ομορφιά αυτού του κόσμου που ωθεί τον επαναστάτη να συνεχίζει να αγωνίζεται προκειμένου να φτιάξει μια κοινωνία-φαντασίωση όπου θα υπάρχει η πληρότητα και όλοι οι άνθρωποι θα μπορούν να απολαμβάνουν τα πάντα. Μέσα σε αυτή την διαδικασία, ο επαναστάτης, καλείται συνεχώς να ανακαλύπτει με δυναμικούς ρυθμούς όλο και περισσότερα στοιχεία του πραγματικού.

 Έτσι, γράφει ο ποιητής: “Ένας σύμπαν ανεξιχνίαστο ανεξάντλητο και απρόβλεπτο, ένας Θεός καθόλου αθάνατος, για αυτό τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική και ανεπανάληπτη στιγμή του” (Λειβαδίτης 1997, 35) 

Περιδιαβαίνοντας το έργο του Τάσου Λειβαδίτη, θα αναλύσουμε εκτενώς τον Θεό και τον τρόπο που αυτός εμφανίζεται και εξαφανίζεται στις συλλογές του. Θα κινηθούμε με αυτόν τον τρόπο διότι 28 ο Θεός είναι το (καθόλου κενό) σημαίνον, πάνω στο οποίο καθρεφτίζονται όλες οι ασυνέχειες που διαπερνούν το έργο του Λειβαδίτη με αποτέλεσμα να έχουμε αλυσιδωτές αντιδράσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του ποιητικού του σύμπαντος.


 Έτσι, λοιπόν, το Υποκείμενο που υποτίθεται ότι γνωρίζει, ο Θεός (όποιος και αν είναι αυτός), πέθανε. Και πέθανε πολλές φορές σε αυτές τις δεκαετίες ποιητικής συγγραφής Ο Θεός πέθανε Βλέπουμε , ότι ταυτόχρονα με την τάση για αποεπένδυση του συμβολικού υπάρχει μία διαρκής τάση συναισθηματικής επένδυσης που βασίζεται στο ανεξάντλητο και το απρόβλεπτο.

 Επιπλέον, θα μπορούσαμε εύκολα να συνδέσουμε τον στίχο για τον θεό που δεν είναι αθάνατος, με την ρήση του Νίτσε “Ο Θεός πέθανε”. Ας δούμε όμως μια συνοπτική ανάλυση για την συγκεκριμένη φράση. Είναι ο Θεός, ο δημιουργός του κόσμου, ο αιώνιος, παντογνώστης, παντοδύναμος, πανταχού παρόντας "; 

Μία θετική απάντηση θα ήταν ανεπαρκής, καθώς αν ο "Θεός" του Νίτσε ,και του συγκεκριμένου ποιήματος, ήταν παντοδύναμος, θα μπορούσε να έχει επιζήσει χωρίς να τον σκοτώσει οποιαδήποτε δύναμη. Αν ήταν αιώνιος, δεν θα ήταν νεκρός. Αν ήταν πανταχού παρών, δεν θα ήταν τώρα απών. Αν ήταν παντογνώστης, θα γνώριζε τον κίνδυνο που διατρέχει από εμάς. Αν ήταν ο δημιουργός του κόσμου, ο κόσμος δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτόν εφόσον αυτή η δημιουργία ήταν η αφετηρία και πηγή κάθε δημιουργίας, η μοναδική, κατ' εξαίρεση πράξη ενός μοναδικού και κατ' εξαίρεση όντος, κάτι εξ ορισμού αδύνατο να επαναληφθεί, κάτι που δεν έχει νόημα χωρίς την ύπαρξη του όντος αυτού.

 Συνεπώς, το Είναι φαίνεται να εκπροσωπεί την αρχή διαμεσολάβησης της ύπαρξης. Η ύπαρξη δεν είναι τυχαία, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των πλασμάτων δεν είναι χαώδεις και χωρίς σχέδιο, επειδή διαμεσολαβούνται από μια ανώτερη αρχή. Χωρίς αυτό το τρίτο, το έδαφος μιας σχέσης δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί, καθώς η σχέση δεν θα είχε καμία συγκροτητική αρχή, καμία δυνατότητα επιδιαιτησίας, και κανένα σημείο από το οποίο να μπορεί να αναπαρασταθεί ως σχέση. Αυτός λοιπόν είναι ο Θεός που "είναι νεκρός" και "παραμένει νεκρός" γιατί ήταν πάντα θνητός -- και ήταν τέτοιος επειδή ήταν, φυσικά, δημιούργημα του νου, λογικό εύρημα. Ο Θεός ήταν --αυτό είναι κρίσιμο-- λογικό εύρημα, αποτύπωση μιας λογικής αναγκαιότητας (Radical Desire 2009). 

Άρα ο "Θεός" του Νίτσε, επικύρωνε μια αρχή εδραίωσης ή θεμελίωσης των κοινωνικών σχέσεων -- εξισωτικών ή άνισων, αυτό ήταν ιστορικά αδιάφορο για τον Θεό ή τους θεούς που προηγήθηκαν 29 αυτού, και που δεν έτυχε ποτέ στην διάρκεια της ζωής τους να κάνουν άλλο από το να συντηρούν τη μορφή των σχέσεων που υποτίθεται πως δημιούργησαν". 

Αν ο κόσμος είχε έναν σκοπό, θα έπρεπε να έχει επιτευχθεί. Αν υπήρχε γι’ αυτόν μια απροσχεδίαστη έσχατη κατάσταση, θα έπρεπε επίσης να είχε επιτευχθεί. Αν ήταν ικανός καθ’ οποιονδήποτε τρόπο για μια παύση και ακινητοποίηση, για Είναι , αν σε όλη την πορεία του γίγνεσθαι του διέθετε έστω και για μια στιγμή την ικανότητα αυτού του Είναι, τότε κάθε γίγνεσθαι θα είχε λάβει προ πολλού τέλος, μαζί με κάθε σκέπτεσθαι και πνεύμα. Το γεγονός του πνεύματος ως μορφής του γίγνεσθαι αποδεικνύει ότι ο κόσμος δεν έχει σκοπό, τελική κατάσταση και είναι ανίκανος για κάποιο Είναι. " (Σεβαστάκης 2008, 274).

Έτσι, απορρίπτεται η παλιά συνήθεια να συνδέεται το κάθε συμβάν με ένα σκοπό, μια πρόθεση ή μια θέληση. Από τι αντικαταστάθηκε ο Θεός; Αντικαταστάθηκε από τις συμβασιακές σχέσεις ως αποκρυσταλλώσεις των σχέσεων που απορρέουν από την κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Οι σχέσεις αυτές είναι πάνω από όλα αυτοματικές: καθορίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, επιβάλλουν συνέπειες, ενσαρκώνουν μια νέα εξουσία της μοίρας χωρίς να είναι απαραίτητη η προσφυγή σε μια υποκειμενική μορφή της απόφασης. Μόνο με αυτή την έννοια είναι η "τεχνολογία" το αίτιο του θανάτου του Θεού: μόνο στο βαθμό που "τεχνολογία" σημαίνει "αυτοματισμός", και μόνο στον βαθμό που ο "αυτοματισμός" είναι συνώνυμος με την α-νόητη, απάνθρωπη αλλά και υπεράνθρωπη (Übermensch!) λειτουργικότητα του κόσμου, τη λειτουργικότητα χωρίς προσφυγή --και χωρίς καν τη δυνατότητα προσφυγής-- στην απόφαση, στην ηθική, στη σφαίρα του καλού και του κακού Επιπλέον, όπως σημείωνε και ο Σαρτρ επικαλούμενος τον Ντοστογιέφσκι (Σαρτρ 28) 

Όλα είναι επιτρεπτά αν δεν υπάρχει Θεός. Και επομένως ο άνθρωπος έχει εγκαταλειφθεί γιατί δεν βρίσκει , ούτε εσωτερικά , ούτε εξωτερικά, μια δυνατότητα για να πιαστεί. Και πρώτα απ’ όλα δε βρίσκει καμιά συγγνώμη. Επομένως ο στίχος του Λειβαδίτη, το ρητό του Νίτσε, η φράση του Σαρτρ, συνδέονται με αυτό που περιγράψαμε πως νιώθει ο Λειβαδίτης, δηλαδή μια αναρχία της κοινωνίας, ένα ακατανόητο (που έγκειται στην αδυναμία της να παγιδεύσει την ολότητα του πραγματικού) η οποία τελικά από την μία προκαλεί οδύνη και συναισθηματική αποεπένδυση του συμβολικού και από την άλλη προκαλεί έναν έρωτα για την ζωή.

 Πριν όμως περάσουμε στο ζήτημα του έρωτα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι πάντα έτσι στο έργο του Λειβαδίτη? Και εδώ όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, θα έπρεπε ασφαλώς να κατηγοριοποιήσουμε την έννοια του Θεού στο έργο του, σε φάσεις. Στα πρώτα χρόνια του έργου του ποιητή συναντούμε σπάνια την έννοια του Θεού και μάλιστα σε πολύ διαφορετικές σημασίες από ότι θα την βρούμε μετά το 1956 και κυρίως στο 1975. Ένα ακόμα σημαίνον που χρήζει ανάλυσης είναι αυτό του ουρανού. (Φιλοκύπρου 2012, 226) Ήδη από τις πρώτες συλλογές ο ουρανός αποτελεί μια μορφοποίηση της αιωνιότητας στο χώρο. 30 

Στα πρώτα έργα ο ουρανός συμβολίζει την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή αλλά και την αλήθεια Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (Λειβαδίτης 1952, 49-79) Ένα τέτοιο παράδειγμα βρίσκουμε το έργο “ Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας” (1952) Η συγκεκριμένη σύνθεση, περιλαμβάνει ένα μεγάλο ποίημα και η εξιστόρηση γίνεται μέσα από το πρόσωπο της αγαπημένης (Μπενάτσης 1991, 102) Η ποιητική εξομολόγηση μέσω επιστολής χρησιμοποιήθηκε από τους εξόριστους φυλακισμένους ποιητές όπως παρατηρεί και η Ιλίνσκαγια, ενώ η ταύτιση του Ήρωα με τον αφηγητή είναι σαφής στο ποίημα. Αναφερόμενος στους βασανιστές θα γράψει: “είναι πρόσωπα δίχως ουρανό, πρόσωπα δίχως πρόσωπο. Ίσως γι’ αυτό μας φοβούνται και μας σκοτώνουν. 

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε. “ (Μπενάτσης 1991, 103) 

Ο ουρανός συμβολίζει όχι μόνο την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, αλλά και την αλήθεια Αν και οικείος στους αγωνιστές (ο ένας ψάχνει τις τσέπες του, ο άλλος ψάχνει για ουρανό) ο ουρανός δεν τους συμπαραστέκεται πάντα: “ο ουρανός απόψε είναι τυφλός, συμπεραίνει ο αφηγητής παρακολουθώντας έναν σύντροφό του που έχει διαταχθεί να σκάψει ο ίδιος τον τάφο του. 
ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Λειβαδίτης 1953, 81-103) 

Η πρώτη φορά που ο Τάσος Λειβαδίτης θα χρησιμοποιήσεις την λέξη-έννοια «Θεός» είναι, στην τρίτη ποιητική του σύνθεση “Φυσάει στα Σταυροδρόμια του κόσμου” (1953). Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο παρακολουθούμε εικόνες σκληρού, κριτικού ρεαλισμού της μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτό το έργο θα απαγορευτεί και ο Λειβαδίτης θα καταλήξει στην φυλακή. Στην Ευρώπη εκείνο τον καιρό αναπτύσσεται το μεγάλο φιλειρηνικό κίνημα και γίνονται εμφανείς οι συνέπειες του Ψυχρού Πολέμου, με χειρότερη από αυτές μία πιθανή πυρηνική πολεμική σύρραξη. 

Σύμφωνα με τον Μπενάτση, (Μπενάτσης 1991, 120) σε ότι αφορά τους πρωταγωνιστές έχουμε από την μία τους εξουσιαστές και από την άλλη τους εξουσιαζόμενους, διάκριση που παραπέμπει αντίστοιχα στην κυρίαρχη τάξη και στους προλετάριους.

 Ξαφνικά θα συμβεί το εξής. “ο άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα τα αίματα μετατοπίζει τα σύνορα, κουρελιάζεις τους γεωγραφικούς χάρτες, αναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του μπήγει ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό παρασέρνει τα σύννεφα, τα έθνη, τις πυρκαγιές 31 φυσάει φυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του κόσμου” Έτσι, θα διαμορφωθεί μία επαναστατική κατάσταση όπου (Mπενάτσης 1991, 129) ο καταπιεσμένος προλετάριος εξεγείρεται ενάντια στους καταπιεστές του. 

Από τη σύγκρουση αναδεικνύονται νικητές οι προλετάριοι , που κυριαρχούν και φέρνουν την ειρήνη. Έτσι, ο Λειβαδίτης θα γράψει τους στίχους “Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε βλοσυροί χοντροκομμένοι βρώμικοι μη πιστεύοντας στο Θεό κουβαλώντας σαν ένα καινούριο πελώριο Θεό τη δύναμή τους είμαστε εμείς που κλαίμε σόλες τις γωνιές του κόσμου εμείς που βλαστημάμε όλα τα ιερά του κόσμου είμαστε εμείς που τραγουδάμε σόλες τις γλώσσες του κόσμου ειρήνη ειρήνη. (Λειβαδίτης 1953, 101)

 Παρατηρούμε εδώ ότι η λέξη Θεός, ενώ στην αρχή λαμβάνει την κυριολεκτική σημασία της παραπέμποντας στην υπερβατική ύπαρξη κάποιας θρησκείας, αμέσως μετά, “σαν ένας καινούριος πελώριος Θεός” φλερτάρει με την έννοια του Είναι. Του Πραγματικού, που οι καταπιεσμένοι με την δικιά τους δύναμη θα προσπαθήσουν να αιχμαλωτίσουν έτσι ώστε να σχεδιάσουν τελικά την εξέλιξη αυτού του Είναι, δηλαδή την εξέλιξη του κόσμου τους. 

Σε σχέση τώρα με τον ουρανό, η θέση του στο ποιητικό σύμπαν του Λειβαδίτη αρχίζει να κλονίζεται ελαφρά στο “Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο” (Λειβαδίτης 1956, 193-201). Στις εκδοχές της “Ανθρώπινης ευτυχίας” τις οποίες παραθέτει ο αφηγητής, ο ουρανός λειτουργεί μάλλον ως σύμβολο του απρόσιτου ιδανικού. “Σαν ήμουν παιδί κοίταζα τ' άστρα κι έκλαιγα που δεν μπορούσα να φτάσω τον ουρανό, Ύστερα αγάπησα τη δόξα. Νύχτες έμενα άγρυπνος δαγκώνοντας τα χέρια μου καθώς σκεφτόμουνα ότι θα ‘μενα για πάντα ασήμαντος και ταπεινός. 32 Τώρα αγωνίζομαι πλάι στα εκατομμύρια αδέρφια μου και είμαι ευτυχισμένος” Ο κλονισμός γίνεται σαφέστερος στο Συμφωνία αρ. 1 (Λειβαδίτης 1957, 209-265) όπου ο ουρανός παρουσιάζεται “αμίλητος και σταχτύς το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους”. 

Η Φιλοκύπρου θα σχολιάσει ότι “Ο Λειβαδίτης επαναφέρει τον ουρανό στην αέρινη ύλη του, αποσύροντας, τις προσωποποιήσεις του και μαζί μ' αυτές την ασφάλεια της θεϊκής εγγύησης για το δίκαιο και για το μέλλον. Έτσι, όσοι αναζητούν λίγο ουρανό, όπως και λίγη φιλία, μέσα στην αποξένωση και την αλλοτρίωση που επέρχεται, δεν είναι παρά τρελοί, καταδικασμένοι να τριγυρνούν άσκοπα ώσπου να χαθούν.” (Φιλοκύπρου 2012, 45) Η οικειότητα με τον ουρανό και η οικειοποίησή του λειτουργούν αντίστροφα απ' ότι έλπιζε ο Λειβαδίτης στη δεκαετία του 1950. Αν τότε σήμαιναν τη συλλογική ευτυχία, τώρα υποδηλώνουν την απομόνωση, την αίσθηση της παραπλάνησης και την εσωτερική ήττα.

 Στο ίδιο έργο , ο Λειβαδίτης θα γράψει έναν στίχο που αναδεικνύει με τον πιο καθαρό τρόπο την αντιφατική σχέση που είχε με τον Θεό και την θρησκεία. Θα ‘ταν αστείο, αλήθεια, κάποτε να γράψω την ιστορία μου Χριστιανός κι άθεος φιλόδοξος και δειλός σύντροφος και κοινή πόρνη πεινώντας, α πεινώντας πάντα γι' αυταπάρνηση και ζώντας με τα ξεροκόμματα της δυσπιστίας. ------------------------------------ ----------- 

Μα ναι, σου λέω, πιστεύω στον Θεό γι' αυτό σε θέλω ολόγυμνη μέσα στην εκκλησία να ‘ρχονται να με βλέπουν οι παράλυτοι να βγάζουνε φτερά να βλέπουν οι τυφλοί το φως και να φωνάζουν θαύμα: γιατί άλλο δεν είναι στη ζωή έξω απ' το θαύμα: τη ζωή Βλέπουμε λοιπόν ότι στα 1957 ο Λειβαδίτης παραμένει ένας υλιστής που δεν πιστεύει στην ύπαρξη κάποιας υπερβατικής οντότητας. Ο στίχος που καταφάσκει στην ύπαρξη του Θεού ενέχει έναν σαρκασμό και ταυτόχρονα μία προσπάθεια να οικειοποιηθεί το σημαίνον Θεός και να του δώσει το 33 δικό του νόημα, τα δικά του σημαινόμενα. 

Πρόκειται τελικά για έναν Χριστιανισμό του έρωτα και της ανθρωπιάς που αμφισβητεί ένα από τα βασικά δόγματα του Χριστιανισμού, την ζωή μετά θάνατον. Έτσι λοιπόν, θέλει να πιστεύει στην ύπαρξη του Χριστού της ιστορίας, ανθρώπων που θυσιάζονται για την ευτυχία αυτού του κόσμου, χωρίς την ίδια στιγμή να πιστεύει στην θεϊκή ύπαρξη. 

Οι Γυναίκες με τα αλογίσια μάτια (Λειβαδίτης 1958, 267-295) Μία ενδιαφέρουσα αλλαγή στην έννοια και στον ρόλο του Θεού στον κόσμο, έχουμε στην συλλογή που κυκλοφορεί το 1958. Πρόκειται για το έργο “Οι Γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια”. Σε αυτό το έργο μέσα από μια ιστορία μοιχείας, ο Λειβαδίτης ξεδιπλώνει μια σειρά από στοιχεία σε σχέση με την κατάσταση του κόσμου της αριστεράς αλλά και γενικότερα των καταπιεσμένων.

 Η Ελένη που είναι η πρωταγωνίστρια ένιωθε από μικρή μια ανάγκη να ξεφύγει και έτσι βρισκόταν όπως θα σημειώσει ο Μπενάτσης ( Mπενάτσης 1991, 191) σε μια κατάσταση στέρησης. Η πλήρωση θα επιτευχθεί μέσα από την ανακάλυψη του έρωτα, της ελπίδας και της συντροφικότητας, όπου ουσιαστικά περιγράφεται η ένταξη της Ελένης στην αντίσταση και την επαναστατική διαδικασία. “Ύστερα ήρθαν εκείνα τα χρόνια, πιο μεγάλα κι απ' τα πιο τρελά μας όνειρα, κι η Ελένη δε διηγήθηκε άλλο πια.” 

Έτσι, όλοι όσοι έλαβαν μέρος στην επαναστατική διαδικασία, πλέον βρίσκονται υπό διωγμόν και έτσι έχουμε μια νέα κατάσταση στέρησης. Θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε την φράση “δεν διηγήθηκε άλλο πια” η οποία αποτελεί μία αναφορά μιας γενιάς που ούσα ηττημένη σταμάτησε να προσπαθεί να συμβολοποιήσει το Πραγματικό. Είναι και αυτός ένας τρόπος παραίτησης από την ανακάλυψη του Είναι και του Πραγματικού. 

Η Ελένη θα βιώσει μια ψυχική αναστάτωση και η κατάληψη αυτής της κατάστασης θα είναι να βρει έναν εραστή. Αυτή η κίνηση συμβολίζει κάτι πολύ παραπάνω από την μοιχεία, καθώς μαζί με τον άντρα της προδίδει ταυτόχρονα και εκείνη την ηρωική εποχή, ή ίσως και εκείνη την ηρωική Ελένη.
 Έτσι, η Ελένη αρνείται τον άντρα της σαν μια κοινωνικοϊστορική δημιουργία στην στιγμή του παρόντος, σαν αυτό που περιγράφεται με τους στίχους “Ο άντρας στάθηκε λίγο στο κεφαλόσκαλο πριν ανεβεί 34 μοιάζοντας με το ερειπωμένο μαυσωλείο ενός ήρωα που κάποτε τον αγάπησαν και τον τραγούδησαν” Την ίδια στιγμή όμως αρνείται όλα αυτά που εκπροσωπούσε αυτός ο “ήρωας” 

Η μοιχεία δεν αφορά κάποιο βαθύτερο συναίσθημα ή δεσμό. Πως θα μπορούσε άλλωστε αφού ο έρωτας φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις, να επηρεάζεται στο έργο του Λειβαδίτη, κάτι που θα αναλυθεί σε επόμενη ενότητα. Ο άντρας που βρίσκει είναι ένας ματαιόδοξος και πνευματικά φτωχός και έτσι αναγνώσκουμε την περιγραφή όπου “Η Ελένη, γυμνή, κυλιέται πάνω στο κρεβάτι της, σχεδόν αδιάφορη για τον εραστή ολότελα άγνωστη για τον εαυτό της- σα να πάλευε να ξεφύγει το τεράστιο χέρι του Θεού” (Mπενάτσης 1991, 195)

 Έτσι, μέσα σε μερικά χρόνια βλέπουμε μια σημαντική διαφορά στον τρόπο που πραγματεύεται ο Λειβαδίτης τον Θεό μέσα από τους ήρωές του. Το 1953, ο Θεός ήταν κάτι που σύμφωνα με τους καταπιεσμένους και κατά πάσα πιθανότητα σύμφωνα και με τον Λειβαδίτη, δεν υπάρχει.

 Αυτό που έρχεται να τον αντικαταστήσει τον Θεό σαν αρχή εδραίωσης ή θεμελίωσης των κοινωνικών σχέσεων ,σαν εξισωτικών, είναι οι καταπιεσμένοι που αγωνίζονται και πολεμούν. Οι πρώτοι ήρωες του Λειβαδίτη δεν προσπαθούν να ξεφύγουν από τον Θεό, αλλά να τον ενσαρκώσουν και να αλλάξουν τον κόσμο Αντίθετα, η Ελένη ηρωίδα που επίσης πολέμησε μαζί με τους καταπιεσμένους, κάποτε, δεν διηγείται πια. Έχει μια πολύ μικρή αυτοπεποίθηση για τον ατομικό και συλλογικό εαυτό.

 Ο Θεός, η αναμέτρηση με το Είναι, ή η “ιστορική αναγκαιότητα” που θα έγραφαν οι εφημερίδες του ΕΑΜ που διάβαζε μικρή είναι έννοιες που μόνο πληγώνουν όταν προσπαθείς να τις προσεγγίσεις και να τις κατασκευάσεις εκ νέου. Έτσι λοιπόν στην ζωή της αλλά ακόμη και στην πράξη του σεξ, παλεύει να ξεφύγει από το χέρι αυτής της ανησυχητικής οντότητας, του Θεού αλλά και των χρόνων που νόμιζε ότι θα μπορούσε να πάρει την θέση του και να κάνει την έφοδο στον Ουρανό.

 Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής. Ως μέλος μιας ομάδας ανθρώπων που διατηρούσε κοινές ιδέες και αγώνες, ο ποιητής αισθανόταν μέτοχος της αιωνιότητας και συνομιλητής των άστρων. Στην συνέχεια δείχνει να μια υπαρξιακή μοναξιά. Έτσι βιώνει τον ατομικό, γήινο χρόνο του με έναν περιοριστικό τρόπο. 

Συνεπώς, αναζητεί εμπειρίες που θα τον συνδέσουν ξανά με το αιώνιο-συχνότερα την ποίηση ή το όνειρο και αισθάνεται στην συνέχεια , ότι ακριβώς αυτές οι εμπειρίες που τον κρατούν έξω από τη ζωή. (Φιλοκύπρου 2012, 207) 35 Έτσι λοιπόν, ο ποιητής όπως και οι άλλοι αναζητούν το νόημα της ύπαρξης, σε αυτόν τον κόσμο, ανάμεσα στην θνητή στιγμή και την μη προσεγγίσιμη αιωνιότητα (Φιλοκύπρου 2012, 208), μοτίβο που διαπερνά πολλές διαφορετικές θεματικές στο έργο του ποιητή .
 Αυτό το νόημα προσωποποιείται στη συνάντηση με το Θεό είτε στη συνομιλία με τον ουρανό. Πάντα όμως διαφεύγει και επανέρχεται σαν το ερώτημα. Ένα ερώτημα που βασανίζει. 

Ο Νικόλας Σεβαστάκης, παρατηρεί :“Η θεματική αγωνία της νοσταλγίας του απείρου, είναι ο μεταφυσικός τόπος από όπου εκπορεύεται η θρησκευτικότητα του Λειβαδίτη και όπου πραγματώνεται ποιητικά η αναζήτηση του Θεού, η αναπόληση της νεότητας, η προσέγγιση του άλλου ανθρώπου, η βίωση τέλος του συλλογικού οράματος και των περιπετειών του. Κάθε Λειβαδιτικό ποίημα είναι μια μελέτη του χρόνου, μια σπουδή της σύγκρουσης του εφήμερου με το αιώνιο, της ζωής με την ονειροπόληση, της αναπόλησης με το παρόν. Η σύγκρουση αυτή δεν βρίσκει εύκολα μια κατάληξη, ένα καταλάγιασμα. 

Η νοσταλγία του απείρου.” (Φιλοκύπρου 2012, 208) Αν στην Καντάτα η ποίηση παρουσιάζεται να λεηλατεί την αιωνιότητα, στα επόμενα έργα του ο Λειβαδίτης λεηλατεί την ποίησή του, αφαιρώντας της τέτοιου είδους βεβαιότητες. (Φιλοκύπρου 2012, 211).Σε σχέση με την Καντάτα, γράφεται το 1960 και μαζί με την απογοήτευση και την ήττα που επικρατεί, ταυτόχρονα αναδεικνύεται ακόμα μια πίστη σε έναν επαναστατικό σκοπό. Αυτή η πίστη διαιωνίζεται και από την δράση του ήρωα ο οποίος “τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον- κι άλλες τέτοιες βλασφημίες. Κι οι ταπεινοί χαμογέλαγαν, κι οι τυφλοί σκιρτούσαν, κι οι φτωχοί πλούτιζαν από φιλία. Οι διψασμένοι έβρισκαν εν’ αυλάκι νερό. Κι οι κυνηγημένοι μια πόρτα. 

Κι οι απελπισμένοι γύριζαν τώρα τραγουδώντας σιγανά μέσα στη νύχτα. Έναν παράξενο σκοπό Που ενώ μιλούσε για βάσανα, ξαλάφρωνε όλο της ψυχής σου το βάρος ” 

Αυτός ο τελευταίος στίχος εκτιμούμε ότι θα μπορούσε να περιγράψει και την διάθεση του Λειβαδίτη ο οποίος παρότι φαίνεται απελπισμένος, μέσα από την Καντάτα “τραγουδά” τα βάσανα με έναν τέτοιον τρόπο που εμπνέει ξανά αισιοδοξία.

 Και ένα μέρος της αισιοδοξίας αντλείται τόσο από τα βάσανα όσο και από τις εκτελέσεις των συντρόφων του που έμειναν μέχρι τέλους αταλάντευτα στον αγώνα. Στην πορεία του έργου, ο ήρωας που αναφέρθηκε παραπάνω, θα συλληφθεί και θα εκτελεστεί. Λίγο πριν την εκτέλεση παρουσιάζεται ο χορός των αντρών και των γυναικών που παρακολουθεί την εκτέλεση του πρωταγωνιστή και αντιδρά ως εξής: “ άντρες: 

Έτσι πέφταν οι σύντροφοι και τους σκεπάζαν τα 36 στάχια του τραγουδιού μαςόνειρα σάλπιγγες πυξίδες γέννες, αρτοφόρια, θρύλοι πορφυρά κρασιά, η σημαία μας είναι ανεξάντλητη σα το χρόνο, η σημαία μας είναι βαθειά απ’ το αίμα χορός: Η σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τα φέρετρα η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό”

 Αρχικά σε αυτό το απόσπασμα οι άντρες μπορεί να βλέπουν τον Ήρωα, τον σύντροφό τους, να βαδίζει προς τον θάνατο, όμως αναζητούν πρότυπα στο παρελθόν και με αυτόν τον τρόπο αντλούν θάρρος και δύναμη. Η σημαία παραπέμπει σε μια παράδοση αγώνων που είναι και το πρότυπο για τις αντίξοες συνθήκες του παρόντος (Μπενάτσης 1991, 225)

 Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Θεός εμφανίζεται στους στίχους του ποιητή εκ νέου σαν κάτι παντοδύναμο όμως και σαν κάτι σκληρό και κατά συνέπεια αφού βιώνεται σαν σκληρό θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε επίσης μια αλλότρια δύναμη. 

Εάν παραλληλίσουμε τον Θεό με το Είναι, θα μπορούσαμε να βρούμε την σύνδεση ανάμεσα σε αυτήν την αρνητική εικόνα για τον Θεό με την αρνητική εικόνα που υπάρχει για τον τρόπο που εκτυλίσσεται το Είναι μέχρι στιγμής και περιλαμβάνει και τους συγκεκριμένους ανθρώπους μέσα από τις ζωές τους. Στην ίδια συλλογή ο Λειβαδίτης θα αφήσει έναν στίχο όπου αμφισβητεί την ύπαρξη Θεού σαν υπερβατικής οντότητας.

 Ο άντρας-Υποκείμενο ανακαλύπτει την ιστορική του αποστολή μέσα από την αδελφοσύνη και την γνώση της καταγωγής του. Έτσι, αναφέρεται “Άλλοι μας είπαν πως μας έπλασε ο Θεός άλλοι ότι πρόγονός μας είναι ο πίθηκος Λοιπόν, που πάμε; Από που ερχόμαστε; Tι ψάχνουμε παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία; Ερχόμαστε απ' το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και την επανάληψη. Ερχόμαστε απ' την παλαιολιθική αρπαγήκι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία. ”

 O Mπενάτσης θα πει στην ανάλυσή του ότι ο Λειβαδίτης προκρίνει την εκδοχή του περάσματος από τη ζωική κατάσταση του πιθήκου στο ανθρώπινο επίπεδο της φιλίας. 
Έτσι, ο Λειβαδίτης με 37 έναν έμμεσο τρόπο αρνείται τον θρησκευτικό μύθο. Στην ίδια συλλογή διαβάζουμε και το παρακάτω απόσπασμα Συχνά γύρω σου υπάρχει κάτι τόσο ωραίο κι ακαθόριστο που βγάζεις το σακάκι σου και το πετάς απ' την γέφυρα ή κρεμάς το καπέλο σου στο φανοστάτη σαν την πιο ειλικρινή χειρονομία του αιώνα. 

Μα μόνο όταν σε ταπεινώνουν ακούς το στεναγμό του Θεού. Επομένως, το να βγει κάποιος από τον εαυτό του είναι απαραίτητο προκειμένου να προσεγγίσει την ομορφιά. Ο στεναγμός του Θεού, λοιπόν, από την μία αποτελεί την κορύφωση της ομορφιάς, και από την άλλη εκφράζει την συμπόνια του Θεού για την ανικανότητά μας, να κάνουμε κτήμα μας αυτή την ομορφιά. Η 25Η Ραψωδία της Οδύσσειας (Λειβαδίτης 1963, 349-360) 

Στην συνέχεια στην 25η Ραψωδία της Οδύσσειας συναντούμε ένα απόσπασμα που εκτιμούμε ότι είναι πολύ χαρακτηριστικό για την εξέλιξη της σκέψης του Λειβαδίτη σε σχέση με την ύπαρξη νοήματος και Θεού. Αιώνες ταξίδεψα, βυθίστηκα στο Άπειρο όπως μέσα στα ξάστερα λαγόνια μιάς γυναίκας - κι έφτασα μέχρι εκεί, πιό εκεί, πιό εκεί, πάντα πιό εκεί, εκεί, που το Σύμπαν στηρίζεται πάνω στο Άσκοπο, σαν ένα αρμόνιο πάνω στο ρύγχος ενός γουρουνιού. Αυτό το Άσκοπο εγώ το πολέμησα με την αδερφωσύνη και τα ποιήματα. (Μπενάτσης 1991, 231)

 Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή η έξοδος του Λειβαδίτη από τον εαυτό, τον υποβάλει σε πολλά διαφορετικά ταξίδια όπου προσπαθεί να προσεγγίσει το Πραγματικό. Αυτό το ταξίδι μετά από πολλές προσπάθειες τον οδήγησε σε μία οντολογική αντίληψη, όπου ο Θεός έχει τελικά πεθάνει. Το σύμπαν στηρίζεται πάνω στο άσκοπο. Η συνέχεια μπορεί να εκληφθεί με δύο διαφορετικές αναγνώσεις.

 Από την μία βλέπουμε μια αυτοκριτική καθώς ο Λειβαδίτης δείχνει να παραδέχεται ότι για λόγους πίστης και αλλαγής του κόσμου, πολέμησε αυτό το άσκοπο. Επιπλέον η αδερφοσύνη 38 δείχνει σαν να είναι ασυμβίβαστη με μια οντολογική προσέγγιση που εκτιμά ότι δεν υπάρχει νόημα και σκοπός. Εδώ μπορούμε να κατανοήσουμε και την φράση του Μπαντιού, (Zizek 2009, 149) πως ...ο απλούστερος ορισμός του Θεού και της θρησκείας βασίζεται στην ιδέα ότι αλήθεια και νόημα συμπίπτουν.

 Ο θάνατος του Θεού είναι το τέλος της παραδοχής ότι αλήθεια και νόημα ταυτίζονται. Και θα πρόσθετα ότι ο θάνατος του κομμουνισμού επίσης συνεπάγεται τον διαχωρισμό μεταξύ νοήματος και αλήθειας, όσον αφορά την Ιστορία. 

"Το νόημα της Ιστορίας" έχει δύο έννοιες: από την μία, την έννοια του "προσανατολισμού", η Ιστορία οδεύει προς κάπου. Και, αφετέρου η Ιστορία έχει ένα νόημα, το οποίο είναι η ιστορία της ανθρώπινης χειραφέτησης μέσω του προλεταριάτου κτλ. Στην πραγματικότητα όλη η εποχή του κομμουνισμού ήταν μια περίοδος κατά την οποία υπήρχε η πεποίθηση ότι ήταν δυνατόν να λαμβάνουμε δίκαιες πολιτικές αποφάσεις. Εκείνη τη στιγμή, ωθούμασταν από το νόημα της ιστορίας 

Στη συνέχεια, ο θάνατος του κομμουνισμού γίνεται ο δεύτερος θάνατος του Θεού, αλλά στο πεδίο της Ιστορίας. Από την άλλη αυτό το συμπέρασμα στην πραγματικότητα δημιουργεί τους όρους για τις νέες μετατοπίσεις στην σκέψη του Λειβαδίτη. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια παρέκβαση και να πούμε ότι η αυτοκριτική πλευρά της παραπάνω πρότασης θα μπορούσε κάλλιστα να συνδεθεί με τον στίχο μη με αδικείτε, λοιπόν, αν έκλεισα τα μάτια, ήταν για να υπερασπίσω τον κόσμο (Λειβαδίτης 1977, 134) 

Αφού παρότι το συμπέρασμα είναι από καιρό εμφανές, ο ποιητής συνεχίζει την ίδια στάση με σκοπό να μην θυσιάζει αυτό το όραμα αδελφοσύνης. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να σχολιάσουμε ότι η ποίηση σε αυτόν τον στίχο, έχει μια λειτουργία όπου νικάει το άσκοπο και έτσι θα μπορούσαμε να το παραλληλίσουμε με την φράση του Μαλλαρμέ ότι «η ποίηση είναι το τυχαίο νικημένο λέξη τη λέξη». Στα δώδεκα χρόνια που μεσολαβούν από την Καντάτα ως το Νυχτερινό Επισκέπτη έχουν συντελεστεί σημαντικές αλλαγές στην ποιητική του Λειβαδίτη. 

Μεταξύ αυτών και η απώλεια της πίστης ότι η αιωνιότητα -η ο Θεός- διατίθεται ευνοϊκά απέναντι στον άνθρωπο και του προσφέρει διαφυγές από τα δεσμά του χρόνου και της μοναξιάς. Η αιωνιότητα δεν γεννά πια την ποίηση. Αντίθετα, παρεμποδίζει την ύπαρξή της.(Φιλοκύπρου 2012, 212 ) Ο Νυχτερινός επισκέπτης (Λειβαδίτης 1972, 13-99) Μεταφερόμενοι στον χρόνο, θα μπούμε στην τρίτη ποιητική περίοδο του Τάσου Λειβαδίτη που με βάση τους μελετητές (Φιλοκύπρου, Μπενάτσης 1991, 253)

 Ξεκινάει το 1972 με την κυκλοφορία 39 του Νυχτερινού Επισκέπτη. Εκεί διαβάζουμε το εξής “Ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας, η μητέρα είχε ντυθεί στα μαύρα, φορούσε και το καλό καπέλο της με το βέλο, “δεν έπρεπε να μας το κάνει αυτό ο θεός” είπε, στο βάθος χλωμοί άντρες στήναν τη μεγάλη σκηνή του τσίρκου.” Σε αυτό το σημείο θα λέγαμε ότι ο ποιητής αποδομεί καταρχήν των Ιουδαικό μύθο με βάση τον οποίο ο κόσμος δημιουργήθηκε σε εφτά ημέρες. 

Έτσι, τη στιγμή που θεμελιώνεται η ζωή, ο Ήρωας βλέπει ότι σε αυτήν εισέρχεται ο θάνατος, εξού και τα μαύρα που φοράει η μητέρα. Ταυτόχρονα το σκηνικό της ζωής που ξεκινά, φαίνεται ότι θα είαι ταυτόσημο ενός τσίρκου, με το τσίρκο να συμβολίζει το θέαμα σύμφωνα με τον Μπενάτση (Μπενάτσης 1991, 255). Έχουμε επομένως μία εμφανή διάψευση θρησκευτικών μύθων.
 Στην συνέχεια του ίδιου έργου, αξίζει να σχολιάσει κανείς τον στίχο “Κύριε του λέω, κάνε ένα θαύμα να σ' αναγνωρίσουμε”, “πήγαινε κι αμάρτανε, μου λέει, είναι αργά”

 Αναφορικά με το παραπάνω απόσπασμα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πλέον ο Θεός δεν αναφέρεται με το συγκεκριμένο λέξημα αλλά αντίθετα οι ήρωες του Λειβαδίτη απευθύνονται σε αυτόν σε δεύτερο πρόσωπο. 

Αυτή η τάση θα κορυφωθεί στην συνέχεια του έργου του, όταν το 1983 στην συλλογή “Ο Τυφλός με το Λύχνο” θα περιλάβει μια ολόκληρη ενότητα με “Συνομιλίες” με τον Κύριο. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα που εξετάζουμε, πάντως, κλειδί για την κατανόησή του, αποτελεί το λέξημα “αργά”.

 Όπως αναλύει και ο Μπενάτσης (Μπενάτσης 1991, 261) φαίνεται πως είναι αργά για να αναγνωρίσει κάποιος τον Θεό, καθώς είναι αργά για ηθικούς κανόνες του τύπου αρετή/ αμαρτία, καθώς στην κοινωνία που ζει ο Ήρωας τα όρια καλού/κακού είναι πλέον τόσο δυσδιάκριτα που οι θρησκευτικοί κανόνες δεν μπορούν να λειτουργήσουν.

 Βέβαια, αν λάβουμε την έννοια του Θεού, σαν το Είναι, τότε θα δούμε ότι ο Λειβαδίτης εισάγει σταδιακά στο έργο του μια κριτική στάση απέναντι στην ύπαρξη του Είναι, ή τουλάχιστον στην δυνατότητα του ανθρώπου να το προσεγγίσει. 
Στο συγκεκριμένο έργο όμως θα έπρεπε να σχολιάσουμε και μια άλλη διάσταση. Ο κόσμος που βρίσκεται στην γη, δεν είναι αυτάρκης, καθώς οι δυνάμεις του Ουρανού, βλέπουν και την παραμικρή κίνηση που συντελείται στην γη έτσι ώστε να σταματήσουν οποιαδήποτε κίνηση ανεξαρτησίας. Συνεπώς το 

Πραγματικό είναι εκεί για να προδιαγράψει μια διαφορετική μοίρα για 40 τα Υποκείμενα του Συμβολικού κόσμου, από αυτήν που τα ίδια σχεδιάζουν. Θυμήθηκα, κάποτε που ρώτησα τη μητέρα, “πως είναι”; της είπα, μα εκείνη γύρισε το πρόσωπό της κι έκλαψε, από τότε δέχομαι υπάκουα το καθετί, και συχνά ήμουν τόσο αδέξια μέσα στον κόσμο, που οι ουράνιες δυνάμεις έπαιζαν με τα ξέφτια του παλτού μου, χωρίς να φυσάει καθόλου αέρας, αν μιλούσα τότε θα καταλάβαιναν, μα το αιώνιο έχει από πριν αφανίσει όλα τα λόγια, και κάποτε που μετακίνησαν τη λάμπα, χωρίς να ζητήσουν τη σκοτεινή εύνοια, την ίδια νύχτα η γυναίκα γέννησε το φριχτό σημάδι, που το θανάτωσαν βιαστικά, στην άκρη του κήπου, μάταια έπεσα στα γόνατα και τους ικέτεψα, “αφήστε το είπα, ίσως αυτό μας καταλάβει”, εκείνοι απόμακροι και χλωμοί όπως όλοι που είδαν, αμπάρωναν κιόλας τη μεγάλη σιδερένια πόρτα

 Ο ομιλητής επιθυμεί να κατανοήσει το ουράνιο σχέδιο και με αυτόν τον τρόπο να καταλάβει την ύπαρξη, τόσο την δική του όσο και των άλλων ανθρώπων. Η μητέρα, που είναι η δημιουργός της ζωής, έχει συναντήσει αυτό το σχέδιο αλλά δεν μιλάει επί αυτού.
 Άλλωστε και ο ίδιος ο ομιλητής χάνει την δυνατότητα του λόγου σε σχέση με το ζήτημα καθώς δεν μπορεί να καταδείξει στους άλλους τις ουράνιες δυνάμεις που υπάρχουν στα ξέφτια του παλτού του. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στο “σκοτεινό σημάδι” το οποίο παραπέμπει ασφαλώς στο σύμπτωμα, σαν μία τρύπα στον κόσμο του Συμβολικού. Έτσι, πολλοί ακόμα που το είδαν, όπως και η μητέρα, καθίστανται απόμακροι και αδυνατούν να μοιραστούν την εμπειρία τους. 

Ο ομιλητής συμπληρώνει την έκφραση της επιθυμίας του, αντιστρέφοντάς την “ίσως αυτό μας καταλάβει” στην αρχή του κειμένου [ίσως και του έργου του] επιχειρούσε να καταλάβει ο ίδιος, στη συνέχεια να καταλάβουν οι άλλοι και τώρα να γίνουμε εμείς κατανοητοί από τον ουρανό. Το αιώνιο καθιστά ορατή την παρουσία του, αλλά παρεμποδίζει κάθε προσέγγιση. (Μπενάτσης 1991, 213) 

Εξαίρεση αποτελεί ίσως η ώρα του Θανάτου όταν ακούγεται το όνομα του ετοιμοθάνατου “Ο Φίλιππος θα πέθαινε σε λίγο, και καταλάβαινα πως όλοι οι αιώνες δεν θα έφταναν πια, καθόμαστε σιωπηλοί, όταν στην κορφή της σκάλας ακούστηκε μια φωνή, “Φίλιππε” είπε, και ξανά πάλι “Φίλιππε”, χωρίς να περιμένει απάντηση, προσπάθησα να διακρίνω ποιος είναι, μα δε φαινόταν κανείς, και τότε σκέφτηκα πως αυτή η φωνή, ίσως, να υπήρχε πάντα εκεί, στην κορφή της σκάλας, και να μην την ακούγαμε, ενώ ήταν ότι πιο δικό μας είχαμε στον κόσμο, “Φίλιππε, ξανάπε, σαν να ’θελε να συγκρατήσει λίγο ακόμα τ' όνομά μας, μες στην αιώνια καταστροφή.” 

Η φωνή ακούγεται, και αναγνωρίζεται από τον αφηγητή ως “ότι πιο δικό μας είχαμε στον 41 κόσμο,”. Ίσως εκφράζεται έτσι διότι αυτή η φωνή είναι ένας τρόπος σύνδεσης με το αιώνιο: Από κάποια στιγμή άλλωστε αυτό το αιώνιο είναι τελικά το μόνο που μπορεί να σηματοδοτήσει την ύπαρξή μας. Η παρουσία της φωνής παρηγορεί για την αιώνια καταστροφή για να υπάρχει το αιώνιο, πρέπει διαρκώς να τροφοδοτείται από την καταστροφή του εφήμερου.. Γονάτισε κι ακούμπησε το μέτωπό του κάτω στο πάτωμα.
 

Ήταν η δύσκολη ώρα. Κι όταν σηκώθηκε, το ντροπιασμένο πρόσωπό του, που όλοι ξέραμε, είχε μείνει εκεί, πάνω στις σανίδες, σαν ένα αναποδογυρισμένο άχρηστο κράνος. Ο ίδιος γύρισε σπίτι του τώρα δίχως πρόσωπο-σαν το Θεό. (Φιλοκύπρου 2012, 231) Συχνά, ο Θεός που δεν έχει πρόσωπο παρουσιάζεται να μην έχει και φωνή και έτσι ταυτίζεται με την σιωπή αλλά και με την απόλυτη απελπισία καθώς παρά την εναγώνια αναζήτηση δεν προσφέρει ποτέ του, απαντήσεις.

 Η ύπαρξη του Θεού στο έργο του Λειβαδίτη εντοπίζεται όλο και περισσότερο εκεί που χρειάζεται μια απάντηση ζωτικής σημασίας. Η απάντηση φυσικά, δεν δίνεται ποτέ. Έτσι ο Θεός, εκτός από τα χαρακτηριστικά του σιωπηλού του απρόσωπου αλλά και της διαρκούς απουσίας, εμφανίζεται και καταστροφικός “αυτό το κομμάτι που το λέμε καρδιά είναι το χέρι του Θεού την ώρα που μας καταστρέφει”

 Ο Θεός όμως με το να καταδικάζει τους ανθρώπους σε απόσταση από τον ίδιο τελικά καταδικάζει και τον εαυτό του στη μοναξιά. Την πρώτη μέρα μετά το προπατορικό αμάρτημα, οι άνθρωποι που συναντιούνται στη είναι τουλάχιστον τρεις, ο αφηγητής, η γυναίκα του, που ίσως να είχε συλλάβει, κι ένας ρακένδυτος που προσκαλεί τον αφηγητή να παίξουν ζάρια.

 Αντίθετα, στο βάθος ο Θεός φαινόταν πολύ μονάχος (Φιλοκύπρου 2012, 232) . Τελικά ο Θεός και ο αφηγητής έχουν σαν τόπο συνάντησης την μοναξιά και την αίσθηση της απομόνωσης, παρότι αυτά τα δύο συναισθήματα είναι δημιουργημένα από διαφορετικές συνθήκες σε αυτά τα δύο Υποκείμενα. Εδώ λοιπόν το αιώνιο γνωστοποιεί την παρουσία του στη ζωή του ανθρώπου, όποτε και όπως θέλει, κρατώντας ταυτοχρόνως την απόστασή του Αναγνωρίζει την ύπαρξη αλλά αρνείται να συμβάλει στη σημασιοδότησή της . 

Το μόνο που μπορεί να πράξει ο άνθρωπος είναι να συνειδητοποιήσει τη συμμετοχή του στο αιώνιο, με τους δεδομένους όρους, ως έρμαιο δηλαδή αυτής της αντικειμενικής κατάστασης. Αντικειμενικής, όμως που δεν μπορεί να προσεγγιστεί με την υποκειμενική γνώμη. 

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΡΑΞΗ (Λειβαδίτης 1974, 101-157) 42

 Στην συνέχεια περνώντας στην Σκοτεινή Πράξη, θα λέγαμε ότι η συγκεκριμένη συλλογή έχει έναν λυρικό χαρακτήρα όπου πρωταγωνιστεί το συλλογικό Υποκείμενο. Οι μεταφορές στον χώρο και στον χρόνο, τόσο που θα λέγαμε ότι αυτές οι δύο διαστάσεις λειτουργούν τελικά σχηματικά στο συγκεκριμένο έργο. Σε κάποιο σημείο θα γράψει χαρακτηριστικά: Από μια παλιά φυλή που χάθηκε, είμαστε βάρβαρες εισβολές μας σκόρπισαν.

 Σ' όλο το μάκρος της Ιστορίας, πρόσωπα πέτρινα, δίχως μάτια, μας έχουν κοιτάξει κι ω, χαμένο μας όνειρο, που μας βοήθησες να πεθάνουμε ΑΙΩΝΙΑ, σκοτεινή αποδημία, λαοί που πλανιώνται από όνειρο σε όνειρο, πουλιά που διασταυρώνονται με το ποτέ ή το πουθενά. Κι ίσως τα δέντρα στάθηκαν, μαντεύοντας το άσκοπο του δρόμου. ΜΕΓΑΛΟΙ , βάρβαροι δρόμοι, στις αυλές έσφαξαν τ' άκακα ζώα πίσω απ΄ τις κολώνες οι δανειστές, κοίταζαν χαιρέκακα την πόλη, έμποροι και πλανόδιοι μάντεις, πάντα κακών, και γυναικόπαιδα μαύρα στην αγορά Σε αυτό το απόσπασμα ο Λειβαδίτης μας παραθέτει ακόμα μια φορά μια ποιητική απαισιόδοξη προσέγγιση για την ανθρώπινη ιστορία. Ο καταπιεστικός χαρακτήρας των κοινωνιών που έχουν διαμορφωθεί στην ανθρώπινη Ιστορία είναι εμφανής. 

Οι λαοί προσπαθούν να αλλάξουν την κατάσταση αι πιστεύουν σε κοινωνικά κατασκευασμένες αφηγήσεις οι οποίες τελικά διαψεύδονται. Μέσα σε αυτή την διάψευση και την ήττα που είναι εμφανής όχι μόνο στα συγκεκριμένα αποσπάσματα αλλά και σε ολόκληρο το έργο, αναδεικνύεται το άσκοπο της ιστορικής διαδικασίας εξ ου και τα ακίνητα δέντρα. 

Πρόκειται για έμμεση παραδοχή της αδράνειας, της παραίτησης. Η παλαιότητα της καταγωγής δηλώνει ένα ένδοξο παρελθόν, ενώ οι “βάρβαρες φυλές” σε συνδυασμό με τους “βάρβαρους δρόμους” παραπέμπουν στην έννοια βάρβαρη εποχή. 
Η σφαγή των άκακων ζώων φανερώνει πως έχουμε ένα φόνο, μια θανάτωση της αθωότητας και επίσης μας θυμίζει τον εξαιρετικό πρόλογο του Μενέλαου Λουντέμη στο βιβλίο του για τον Δεκέμβρη του 1944 όπου ο λαός παρομοιάζεται με τα άκακα ζώα, το λιοντάρι με την Αγγλία, η αρκούδα με την ΕΣΣΔ και το γεράκι με την ναζιστική Γερμανία. 

Και στο τέλος το λιοντάρι κοροϊδεύει την αρκούδα και τα “άκακα” ζώα και η πληγή συνεχίζεται (Λουντέμης Μ. 1945, 6) Συνεχίζοντας με τον Λειβαδίτη, οι δανειστές και οι έμποροι σχετίζονται με τις οικονομικές 43 δραστηριότητες και αντιπροσωπεύουν την εμπορευματοποίηση της κοινωνίας. Το χαμένο όνειρο δηλώνει ένα όραμα που τροφοδοτούσε έναν αγώνα στο παρελθόν και τη δύναμη του Υποκειμένου να θυσιαστεί για αυτό. (Μπενάτσης 1991, 272) 

H ιστορία μας είναι αιώνια μα εμείς ένα ελάχιστο κρατάμε/εφήμερες εικόνες του ύπνου μες στην αγρύπνια του Θεού. Κι όποιος γυρίζει σπίτι του είναι νικημένος. Με την αποδοχή του ελάχιστου, ο άνθρωπος μετέχει στο αιώνιο. Μόνο που αυτός ο κόσμος που κατοικεί είναι αντεστραμμένος. 

Ο Θεός αγρυπνεί, ενώ εμείς δεν είμαστε παρά εικόνες του ύπνου, ασήμαντοι εφήμεροι και ουσιαστικά ανύπαρκτοι. Η επιστροφή στο σπίτι σηματοδοτεί μάλλον την άρνηση αυτής της επίγνωσης, απέναντι στην ανθρώπινη μοίρα. 
Τελικά Η αιώνια ιστορία διαδραματίζεται με άλλα, κάθε φορά πρόσωπα, με ίδια όμως τα βασικά συστατικά της: το παιχνίδι του έρωτα με το θάνατο, τη μοναξιά τη νοσταλγία (Φιλοκύπρου 2012, 214) ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Λειβαδίτης 1975, 159-175) 

Το 1975 θα κυκλοφορήσει η σύνθεση “Οι Τρεις” όπου περιγράφει τους παράλληλους μονολόγους που κάνουν δύο τρόφιμοι ενός ασύλου. Οι τοίχοι είναι υγροί και παρμένοι και το φως λιγοστό. Οι συνθήκες που επικρατούν είναι άθλιες. Δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για τους ασθενείς. Τρελοί συμβιούν με γνωστικούς και ασθενείς με υγιείς. Ανίκανοι γέροι καθηλωμένοι στα κρεβάτια τους κατουριούνται πάνω τους. 

Το προσωπικό τους επιπλήττει και τους τρομοκρατεί (Mπενάτσης 1991, 284) Η τρέλα οδηγεί μερικούς στην αυτοκτονία. Πρόκειται για έναν κόσμο δυστυχίας όπου η στέρηση, η αρρώστια, η δυστυχία, ο φόβος είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του. Δηλαδή ένας κόσμος στον οποίο κατοικούν εγκαταλελειμμένοι και εξαθλιωμένοι άνθρωποι

 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαβάζουμε και τον στίχο “κι εκείνος ο θλιμμένος άντρας, στο γειτονικό θάλαμο, ήθελε να πετάξει, έλεγε, και τρεφόταν μόνο με ψίχουλα, ώσπου βέβαια πέθανε, κι όταν τον θάψαμε, απ' τους δρόμους που πέρασε το φέρετρο, γυρίζοντας αργότερα, βρίσκαμε κι από ένα μικρό φτερό” Αλλιώς θα 'ταν μάταιος ο κόσμος.”

 Ο Μπενάτσης (Μπενάτσης 1991, 289) θα σχολιάσει πάνω στο απόσπασμα ότι η συλλογή φτερών είναι ένα σημάδι ότι τελικά δικαιώθηκε σαν να υπάρχει πραγματικό Θεός. Ο μύθος του 44 Θεού, δημιουργεί μια ψευδαίσθηση και είναι με έναν τρόπο η διαφυγή των ταπεινών για να μπορούν να αντέχουν την μιζέρια τους. Βέβαια, σε αυτό το απόσπασμα υπάρχει και το στοιχείο της ειρωνείας που εκφράζεται μέσα από το “Αλλιώς θα ‘ταν μάταιος ο κόσμος” 

Ο Ζίζεκ (Ζίζεκ 2003, 48) θα γράψει ότι οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τη στερεότυπη μεταφορά σύμφωνα με την οποία το Πραγματικό είναι τρομακτικό Πράγμα, το αδύνατο να αντιμετωπίσουμε καταπρόσωπο, το ύστατο Πραγματικό που κρύβεται κάτω από τα επιστρώματα φαντασιακών ή συμβολικών Πέπλων: Η ίδια η ιδέα ότι, κάτωθεν των παραπλανητικών επιφάσεων, βρίσκεται κρυμμένο κάποιο απώτατο 

Πραγματικό Πράγμα, υπερβολικά φρικτό για να το κοιτάξουμε ευθέως, αποτελεί τη βασική επίφαση-αυτό το Πραγματικό Πράγμα είναι ένα φαντασιωτικό φάσμα του οποίου η παρουσία εγγυάται τη συνοχή του συμβολικού οικοδομήματός μας, καθιστώντας μας έτσι ικανούς να αποφύγουμε να αντιμετωπίσουμε την καταστατική ασυναρτησία του. Και φαίνεται ότι ο ποιητής υπονοεί αυτήν την λειτουργία του Θεού. 

Επίσης, σε αυτό το σημείο ο Λειβαδίτης υπονοεί μία από τις κύριες λειτουργίες της Θρησκείας για τους καταπιεσμένους σύμφωνα με την Μαρξική κριτική. Συγκεκριμένα ο Μαρξ έγραψε ότι «Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, το πνεύμα μιας χωρίς πνευματικότητα κατάστασης.

 Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού […] Η κριτική της θρησκείας είναι, επομένως, η εμβρυακή κριτική της κοιλάδας των δακρύων, που φωτοστέφανό της είναι η θρησκεία “ . "Η θρησκευτική αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου μπορεί γενικά να εξαφανιστεί μόνο από τη στιγμή που οι σχέσεις της καθημερινής πρακτικής ζωής θα εκφράζουν για τους ανθρώπους καθημερινά καταφανείς λογικές σχέσεις μεταξύ τους και προς τη φύση... οι πηγές της θρησκείας - τόνιζε - δε θα βρεθούν στον ουρανό, αλλά εδώ στη Γη.

 Μόλις αυτή η διαστρεβλωμένη πραγματικότητα, της οποίας η θρησκεία είναι αντανάκλαση, διαλυθεί, η τελευταία θα πεθάνει από φυσικό θάνατο". (Marx 1977, 131)

 Ο Θεός εδώ, λοιπόν είναι μια δύναμη που “Έρχεται από την πατρίδα του αγαθού, από την άλλη μεριά του όρους της Ιστορίας. Είναι η εσχατολογική ελπίδα, το παντοτινό όπλο των αδυνάτων και κατατρεγμένων μέσα στην ιστορία.” όπως θα γράψει ο Σάββας Μιχαήλ σε μία κριτική του για το Σολωμικό έργο. (Μιχαήλ 1991, 44)

 Έτσι ο ποιητής όχι μόνο ανανεώνει την πίστη του στην μη ύπαρξη Θεού, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιεί μία σαρκαστική ειρωνεία. Προς τους καταπιεζόμενους η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί και σαν αυτοσαρκαστική. Όπως θα δούμε όμως. Το ενδιαφέρον στην ποίηση του, όμως είναι ότι σε αυτήν την φάση, αρχίζει ταυτόχρονα να αναρωτιέται και να αναζητά τον Θεό όχι πλέον σαν ένα υλιστικό Πραγματικό, αλλά σαν υπερβατική ύπαρξη. Σε αυτό το σημείο μπαίνουν για τα 45 καλά τα θεμέλια ενός δρόμου που θα οδηγήσει τον Λειβαδίτη ίσως να πέσει μέσα στην ίδια την ειρωνεία του και να δείξει τελικά σημάδια πίστης σε κάποιον Θεό. 

Το απόσπασμα που δείχνει έναν πραγματικό προβληματισμό είναι στην ίδια σύνθεση και αναφέρει “Ακούστε, τους λέω, ή δεν υπάρχει Θεός, οπότε πρέπει να προφτάσουμε αυτόν που κατεβαίνει τη σκάλα, ή υπάρχει και τότε τι είναι μια θλίψη περισσότερο”

 Τα Υποκείμενα στο έργο του Λειβαδίτη, καθότι ζουν σε αυτόν τον κόσμο, έλλειψης και δυστυχίας, αναζητούν την καταφυγή είτε στο φαντασιακό παιδικό κόσμο ,ή στην ιδέα της ύπαρξης του Θεού και φαντάζονται-φαντασιώνονται ότι η αδυναμία τους υποχωρεί.

 Είναι ένα στήριγμα, σαν Λακανική φαντασίωση, στο να αντέξουν τις πολλαπλές στερήσεις στο επίπεδο της πραγματικότητας (Μπενάτσης 1991, 289) Ο ποιητής μέρος αυτού του κόσμου που ίσως και λόγω της ανεπτυγμένης συναισθηματικής του νοημοσύνης βιώνει πολύ βαθιά αυτές της δυστυχίες, θα παγιδευτεί μέσα στο ίδιο του το σχήμα, αλλά όπως θα δούμε στην συνέχεια με έναν αντιφατικό τρόπο.. 

Στο παραπάνω απόσπασμα, θα λέγαμε ότι αν δεν υπάρχει Θεός και νόημα θα πρέπει εξατομικευμένα να προλάβουμε την ζωή μας και να την ζήσουμε, ενώ από την άλλη εάν αυτά υπάρχουν τότε, μία θλίψη ακόμα δεν θα πείραζε. Εδώ υπάρχει η διπλή ανάγνωση. Από την μία αν ο Θεός εκπροσωπεί την υπερβατική οντότητα, μία θλίψη στο σήμερα, μπορεί απλά να είναι μία λεπτομέρεια απέναντι στον αιώνιο Παράδεισο, την αιώνια Δικαιοσύνη που θα αποδοθεί. Αιώνια Δικαιοσύνη όμως θα αποδοθεί και σύμφωνα με μια κομμουνιστική αφήγηση με την έννοια του ότι αν υπάρχει νόημα, μία θλίψη ακόμα στην υπάρχουσα στρατευμένη ζωή, δεν αποτελεί κάτι ιδιαίτερα αρνητικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτός ο κόσμος μπορεί να αλλάξει και τότε θα παίξουν “όλες οι φυσαρμόνικες του κόσμου”, για να θυμηθούμε και τον νεαρό Λειβαδίτη.

 Επιπλέον μία διαφορετική διάσταση δίνει στο απόσπασμα η Φιλοκύπρου. Αυτός που κατεβαίνει από την σκάλα φεύγει από το σπίτι του όντας κυνηγημένος , καθώς νιώθει ξένος ή πεθαμένος μέσα στην ίδια του την ζωή. Εάν δεν υπάρχει Θεός, αυτό θα του δείξει το μάταιο της προσπάθειάς του. 
Έτσι ο Θεός σε αυτό το σημείο ταυτίζεται με τη συμφιλίωση και με την αίσθηση πληρότητας. Είναι λοιπόν ένα στοιχείο που εάν δεν υπάρχει, ταυτόχρονα δεν θα υπάρχει και η δυνατότητα του ανθρώπου να ολοκληρωθεί. Από την άλλη, εάν υπάρχει έστω και στο μακρινό μέλλον υπάρχει η δυνατότητα της παρηγοριάς. Από την άλλη θα μπορούσε να υπάρξει και μια αντίθετη ερμηνεία, με βάση τα λόγια του Συμεών.

 Η ύπαρξη του Θεού ήδη μια μεγάλη θλίψη ώστε κάθε άλλη υποβαθμίζεται. Ο άνθρωπος που βιώνει την στέρηση, είναι άρρωστος για Θεό αλλά δεν καταφέρνει να τον βρει. Έτσι, στον βαθμό που χει και έγκλειστος σε έναν ακαθόριστο χώρο, αισθάνεται ότι του έχει απαγορευτεί η αναζήτηση του αληθινού εαυτού. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα 46 να επιδιώκει κάτι ανέφικτο και απροσδιόριστο, ιδιαίτερα το σούρουπο όπου χάνονται τα βέβαια περιγράμματα της πραγματικότητας. (Φιλοκύπρου 2012, 241) 

Θα μπορούσαμε επίσης να συγκρίνουμε αυτό το περιθωριακό υποκείμενο (που σε στιγμές τις ζωής του μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο ποιητής) με την Αντιγόνη του Ζίζεκ που χαρακτηρίζεται με τον όρο “Νεκροζώντανη”(Ζίζεκ 2003, 135) 

Η Αντιγόνη αναλαμβάνει την οριακή θέση της ίδιας της ιδρυτικής χειρονομίας της συμβολικής τάξης, του αδύνατου επιπέδου μηδέν της συμβολοποίησης , και για τούτο εκπροσωπεί την ορμή του θανάτου: ενώ είναι ακόμα ζωντανή , είναι ήδη νεκρή σύμφωνα με τους όρους της συμβολικής τάξης , αποκλεισμένη από τις κοινωνικοσυμβολικές Συντεταγμένες.

 Η Αντιγόνη εκπροσωπεί τη μετάβαση στο όριο, την κίνηση που φτάνει στο εξωτερικό αυτής της τάξης: Η Αντιγόνη, πάντα σύμφωνα με τον Ζίζεκ υποσκάπτει την υφιστάμενη συμβολική τάξη όχι μόνον από τη ριζική εξωτερικότητά της, αλλά και από μια ουτοπική θέση που αποσκοπεί στη ριζική ανασυνάρθρωσή του

. Η Αντιγόνη είναι μία “νεκροζώντανη”. Είναι νεκροζώντανη με την έννοια ότι αναλαμβάνει δημοσίως μιαν ακατοίκητη θέση μια θέση για την οποία δεν υπάρχει χώρος στο δημόσιο πεδίο- όχι απριόρι, αλλά μόνον ως προς τον τρόπο που είναι δομημένο τώρα, υπό ιστορικά ενδεχομενικές και ιδιαίτερες συνθήκες. Εκτός από τον ποιητή και τους ήρωες που περιγράφει στο έργο του θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή την θέση του Νεκροζώντανου είχαν αναλάβει στο μετεμφυλιακό κράτος, γενικότερα οι κομμουνιστές που έμειναν πιστοί στα ιδανικά αλλαγής της κοινωνικοσυμβολικής τάξης, θέση που έγινε με τον καιρό ριζικά εξωτερική και «ουτοπική» όπως της Αντιγόνης

 Όπως είδαμε το μπλοκ που προσπάθησε να αλλάζει τον ρου της ιστορίας έφτασε στο όριο της κοινωνικοσυμβολικής τάξης, επιδίωξε την επαφή με την αιωνιότητα και το Πραγματικό, όμως τελικά το πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε και έτσι οι άνθρωποι που επεδίωξαν αυτόν τον κοσμοϊστορικό μετασχηματισμό, παρέμειναν αποκλεισμένοι από τις κοινωνικοσυμβολικές συντεταγμένες.

 Το ότι ο Θεός απέχει ή και σιωπά σε συνδυασμό με την θλίψη και την μοναξιά, συνδέονται με το ότι απουσιάζει ο αληθινός εαυτός και έτσι ο άνθρωπος εγκλωβίζεται σε μια ύπαρξη που δεν αναγνωρίζει ως δική του. Ο άνθρωπος στην επιθυμία του να απελευθερωθεί έρχεται αντιμέτωπος και με τον χρόνο αυτό τον θεωρεί συνάρτηση του εγκλεισμού του. Επίσης, η αιωνιότητα που την βιώνει είτε στον ύπνο του είτε σαν όραμα δεν διασφαλίζει την πληρότητα της ύπαρξης. 

Πλέον οι άνθρωποι βιώνουν αυτό που ο πολιτισμικός αναλυτής Φρέντρικ Τζέημσον έχει ονομάσει “γνωστική χαρτογράφηση”, μια αδυναμία να τοποθετήσουν την εμπειρία της κατάστασής τους στο πλαίσιο ενός όλου με νόημα (Ζίζεκ 2010, 94) Απλά οξύνει αυτή την επίπονη αίσθηση της έλλειψης και της αλλοτρίωσης.

 Ταυτόχρονα η ύπαρξη διασπάται σε μία διαδοχή εφήμερων εμπειριών και ο άνθρωπος νιώθει καταδικασμένος να βιώνει την αιώνια επανάληψη ενός κενού εαυτού. 
Με βάση τα παραπάνω στρέφεται προς τον 47 ουρανό ή τον Θεό, με σκοπό να αναζητήσει ένα υπαρξιακό νόημα. Το υποκείμενο συνειδητοποιεί έτσι ότι δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά.
 Έτσι αντιμετωπίζει αυτό το υπαρξιακό αδιέξοδο δια της αποδοχής του. Τελικά αυτό που επικυρώνει την ζωή του ανθρώπου είναι να συνειδητοποιήσει αυτό το “πουθενά και το τίποτε”. (Φιλοκύπρου 2012, 242) 

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΗΡΟΠΗΓΙΟ (Λειβαδίτης 1975, 177-209)

 Πάντως τον ίδιο μήνα, το 1975 με την παραπάνω σύνθεση, κυκλοφορεί και “ο διάβολος με το κηροπήγιο”, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής και αφηγηματικής οργάνωσης. Σε αυτή τη σύνθεση έχουμε μια αναφορά στο συλλογικό Υποκείμενο που αρχικά πραγματεύεται την ιστορία της ανθρωπότητας. 

Γράφει λοιπόν: Η ιστορία μου ήταν κοινή, είχα γεννηθεί εδώ και δέκα δώδεκα χιλιετηρίδες το ίδιο αμήχανος, ενώ το τσάι μου κρύωνε στην άλλη άκρη της γης έβαλα, λοιπόν τον διάβολο να κρατάει το κηροπήγιο, έχαψα και τον καθρέφτη για να μην μπορώ να θυμηθώ, κι αποκοιμήθηκα για χίλια χρόνια αργότερα, στις σταυροφορίες, άνοιξε ένα μικρό πανδοχείο στ' όνομα του Ιησού Χριστού, φυσικά, απλησίαστος όταν μεθούσε, σιχαμερός όταν έκλαιγε Καταρχήν η έλλειψη οργάνωσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποκρυσταλλώνει και ένα από τα βασικά μοτίβα στην σκέψη του Λειβαδίτη.

 Η λέξη “αμήχανος και η φράση “το τσάι μου κρύωνε στην άκρη της γης” δηλώνουν έλλειψη προσανατολισμού και αδυναμία του ανθρώπου να θέσει έναν προορισμό στη ζωή και τη δράση του. Το “αποκοιμήθηκα για χίλια χρόνια” ενισχύει την αμηχανία αλλά σημαίνει ταυτόχρονα και μια μακρόχρονη αναβολή της δράσης. (Μπενάτσης 1991, 290) 

Επίσης, υπονοεί ότι η ανθρώπινη ιστορία δεν προχώρησε πραγματικά αλλά έμεινε σε μία στασιμότητα εντός εκμεταλλευτικών και καταπιεστικών συστημάτων. Δεν θα μπορούσαμε παρά να σχολιάσουμε και τον “διάβολο με το κηροπήγιο”, ως τίτλο που δείχνει ότι αυτός που κρατάει τα ηνία στην ανθρώπινη ιστορία δεν είναι ο Θεός που όπως είδαμε πριν έχει μία θετική χροιά. Διότι είτε εκπροσωπεί ένα Είναι που υπάρχει είτε εκπροσωπεί το φωτοστέφανο στην κοιλάδα των δακρύων, μπορεί να συντελέσει έναν θετικό ρόλο για τους καταπιεσμένους. 

Τελικά την ροή του γίγνεσθαι την ρυθμίζει το αντίθετο του Θεού, ο διάβολος Στην συνέχεια, ο Λειβαδίτης, θα γράψει 48 Α, ήταν μεγάλες εκείνες οι μέρες, τα πλήθη τρέχανε στους δρόμους, η εξέγερση έριχνε πάνω από την πόλη την σκάλα, σαν την προσευχή, μέρες, σαν ένας λαός από κεριά σκορπισμένα κάτω στην άσφαλτο κι εμείς που ζήσαμε, δεν έχουμε τώρα τα σπίρτα παρά μόνο για τα τσιγάρα μας. Σε αυτόν τον στίχο, το πλήθος τρέχει και έτσι δηλώνεται η συμμετοχή του στον αγώνα ( (Μπενάτσης 1991, 298). 

Σύμφωνα με τον Μπενάτση, η σκάλα που υψώνεται πάνω από την πόλη, δηλώνει την εσωτερική ανάταση και την ψυχική ευφορία που νιώθουν οι συμμετέχοντες.

 Βέβαια σε αυτό το σημείο θα λέγαμε ότι η συγκεκριμένη φράση παραπέμπει άμεσα στην γνωστή κομμουνιστική αφήγηση για την έφοδο στον ουρανό. Είναι η έφοδος εκεί που υπάρχει ο Θεός και η αντικατάστασή του, νόημα που όπως είδαμε υπάρχει και στα πρώτα έργα του ποιητή.
 Η εξέγερση όμως,,. όπως δείξαμε άλλωστε, αποτελεί μία εξάρθρωση της πραγματικότητας, και έτσι εδώ μιλούμε για μία διαφυγή από την καταπιεστική πραγματικότητα όχι πλέον φαντασιακή ή διαμέσου ενός Θεού και της θρησκείας του, αλλά μια πραγματική διαφυγή δια της επαφής με το Πραγματικό και της επαναστατικής αντικατάστασης του Θεού. Της άρσης δηλαδή των όρων που κάνουν τον άνθρωπο να πιστεύει στον Θεό. Που όπως είδαμε, αυτοί οι όροι αφορούν άμεσα την ζωή του εκμεταλλευόμενου 

Επιπλέον, η παρομοίωση εκείνων των ημερών με κεριά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει την εσωτερική φλόγα που έκαιγε, και μια εστία φωτός που έρχεται από το βάθος των περασμένων για να διατηρήσει τελικά τον προσανατολισμό των ανθρώπων που ζουν σήμερα ηττημένοι σε μία τόσο δύσκολη και πολύπλοκη πραγματικότητα. 

Έτσι, η επανάσταση χάθηκε, τα χρόνια περνούν και όσοι απέμειναν δεν έχουν παρά μόνο τα σπίρτα τους για τα τσιγάρα τους. Μπορούν δηλαδή να καλύψουν μόνο τις εντελώς προσωπικές τους ανάγκες. Τα μεγάλα οράματα και οι μεγάλες αφηγήσεις είναι λοιπόν εδώ, πλέον, ανενεργά. Τέλος, θα πρέπει ασφαλώς να σχολιάσουμε τον τίτλο του έργου.

 Όπως είδαμε ο διάβολος αποτελεί το κακό της ιστορίας, και ταυτόχρονα το ακριβώς αντίθετο του Θεού. Το ότι ο Λειβαδίτης επιλέγει να βάλει στον τίτλο της σύνθεσης το “ο διάβολος με το κηροπήγιο” δείχνει εμφατικά ότι η ελπίδα λείπει από αυτόν τον κόσμο συλλογικής στέρησης και δυστυχίας.

 Όπως σχολιάζει και ο Μπενάτσης (Μπενάτσης 1991, 301), στο κείμενο επιβεβαιώνεται ότι η ανθρωπότητα δεν μπόρεσε να δημιουργήσει αξίες ανθρωπιστικές και παραμένει αμήχανη και ανερμάτιστη. Ο ταπεινωμένος ανταμείβεται, αλλά συχνά με έναν τρόπο πιο περίπλοκο απ' τον χριστιανικό: βιώνει συνειδητά την απόλυτη ήττα του, η οποία τον οδηγεί κάποτε και ως την εξαφάνιση:

 ΒΙΟΛΙ ΓΙΑ ΜΟΝΟΧΕΙΡΑ (Λειβαδίτης 1976, 211-232) 49 

Η συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση εκδόθηκε το 1976 και τιμήθηκε με το Β κρατικό βραβείο. Σε αυτό το έργο έχουμε έναν εκτεταμένο μονόλογο ενός προσώπου ο οποίος έχει την θέση του Υποκειμένου-Αφηγητή. Πρόκειται λοιπόν για μία ατομική περιπέτεια. 

Σε αυτή την συλλογή συναντούμε το παρακάτω απόσπασμα όμως, εκείνος που έμεινε ταπεινός, είναι μια θεία παρέμβαση, γιατί διαβαίνει απαρατήρητος, σαν να μας έχει αφήσει κιόλας πίσω, και σ’ οποιοδήποτε παράθυρο ακουμπήσει δεν κρυώνει τον ουρανό, ενώ η λάμπα που κρατάει νιώθει, σαν από χάρη Θεού, να πηγαίνει μόνη της, όπως τα πράγματα σε μια κάμαρα γίνονται άξαφνα πιο μεγάλα και σοβαρά, μόλις ο νεκρός κλείσει τα μάτια

 Εδώ βλέπουμε ότι ο ταπεινός όντας απαρατήρητος κατορθώνει αυτή την έξοδο από τον εαυτό. Η βούληση του ανθρώπου που συχνά θεωρείται από τον ποιητή όλο και πιο παραπλανημένη, δεν μεσολαβεί στο συγκεκριμένο απόσπασμα και έτσι οι πράξεις του υπαγορεύονται από κάτι αιώνιο όπως ο Θεός και επομένως επιτέλους κάτι χωρίς αμφιβολία, αληθινό (Φιλοκύπρου 2012, 230)

 Ο αφηγητής εγκαταλείπει τα υπάρχοντά του και οτιδήποτε οικείο, συνεπώς θα έλεγε κανείς ότι δεν προσπαθεί να διασώσει τίποτε δικό του. Έτσι γλυτώνει από την καταστροφή η οποία ταυτίζεται με την εκπλήρωση. Ο ποιητής αναζητά αυτό το σημείο που παραμένει όμως μακρινό και κατά συνέπεια δεν του εξασφαλίζει κανενός είδους επιτυχία. Έτσι, δεν πέφτει στην παγίδα των Θεών, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να αντικρίσει το αδιάβατο και να σταθεί μπροστά του με τους θεούς να συνεχίζουν να παραμένουν απρόσιτοι. Πάντως και σε αυτό το σημείο βλέπουμε ότι η συνάντηση με τον Θεό, προϋποθέτει τη διερεύνηση ή και τη δημιουργία αδιεξόδων : “στέκονται μπροστά στον Θεό όσοι δεν έχουν που να πάνε” .

 Αυτά τα αδιέξοδα συνάντησε και ο Λειβαδίτης κατά την διάρκεια της ζωής του με αποτέλεσμα να καταφύγει στον Θεό όποια έννοια και αν πήρε αυτός κατά το έργο του ποιητή. Τέλος, έχουμε ουσιαστικά ξανά την άποψη ότι συνεχίζεται αυτή η επανάληψη της ανθρώπινης ιστορίας, του παιχνιδιού, δηλαδή του έρωτα με τον θάνατο. ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ (Λειβαδίτης 1977, 238-270) 

Η συλλογή αυτή εκδίδεται 5 χρόνια μετά το Νυχτερινό Επισκέπτη που αποτελεί το πρώτο έργο της τρίτης περιόδου του Λειβαδίτη. Σύμφωνα με τον Τσακνιά έχουμε μία προσφυγή στη γλώσσα του παραλόγου. Αυτή η 50 καταφυγή δεν σηματοδοτεί την αντίδραση του ποιητή που γίνεται όλο και πιο ακατανόητος αλλά θα λέγαμε ότι είναι περισσότερο μία σκόπιμη εξάρθρωση της λογικής, κάτι σαν “ρεβάνς” που θέλει να πάρει ο Λειβαδίτης από την λογική η οποία όπως φαίνεται τον πρόδωσε μαζί με τόσα άλλα πράματα στα οποία είχε πιστέψει (Μπενάτσης 1991, 310) Σε σχέση με την περιοδολόγηση του έργου του Λειβαδίτη και την συγκεκριμένη «εσωτερική στροφή» είναι αρκετά ενδιαφέρουσα μία παρατήρηση του Ζίζεκ που λέει ότι (Zizek 2009, 58) 

Όταν η χειραφετική ακολουθία του 1968 είχε εξαντλήσει τη δυναμική της. Σε εκείνο το κρίσιμο σημείο (στα μέσα της δεκαετίας του 1970) η μόνη επιλογή που απέμενε ήταν ένα άμεσο, βίαιο passage a l'acte, μια ώθηση προς το Πραγματικό, η οποία έλαβε τρεις κύριες μορφές: την αναζήτηση ακραίων μορφών σεξουαλικής jouissance, την αριστερή πολιτική τρομοκρατία, της οποίας το διακύβευμα ήταν ότι, σε μια εποχή όπου οι μάζες έχουν βουλιάξει τελείωσε στο καπιταλιστικό ιδεολογικό τέλμα, η κλασική κριτική της ιδεολογίας έχει πάψει πλέον να λειτουργεί και μόνο μια προσφυγή στο ωμό Πραγματικό της άμεσης βίας -laction Directe- θα αφυπνίσει τις μάζες και, τέλος, τη στροφή προς το Πραγματικό μιας εσωτερικής εμπειρίας. 

Ο κοινός παρονομαστής και των τριών αυτών τάσεων ήταν η απόσυρση από την απτή εμπλοκή στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και η εστίαση σε μια άμεση επαφή με το Πραγματικό. Έτσι θα λέγαμε ότι ο ποιητής φαίνεται πως με αυτή την στροφή του στην εσωτερική και υπαρξιακή εμπειρία, δίνει μία άλλη διέξοδο στην ανάγκη του για να αναζητήσει το Πραγματικό Πάντως παρά την απογοήτευση ο Λειβαδίτης και σε αυτή την συλλογή συνεχίζει σταθερά να, αναδεικνύει τις ταξικές διαφορές, με γέρους, φτωχούς, σακάτηδες, αρρώστους και ανώνυμους ανθρώπους να εμφανίζονται μέσα στους στίχους του και μέσα σε αυτή την αντιφατική κοινωνία.

Στα ποιήματα διακρίνουμε συνεχώς αυτή την φυγή του ήρωα στο φαντασιακό, όπου δείχνει ακόμη να έχει δυνατότητες αντίθετα από την πραγματικότητα που φαίνεται να τον βρίσκει ιδιαίτερα αδύναμο. Σε αυτήν την συλλογή συναντούμε δύο αποσπάσματα που είναι άξια σχολιασμού. Παραθέτουμε το πρώτο Γιατί κι εγώ, όπως όλοι σας, ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο και συχνά άνοιξα τα χέρια μου με τόση απελπισία, που ο Θεός μοίρασε ακόμα τρεις μέρες στους αναξιοπαθούντες”

 Εδώ ο Λειβαδίτης δείχνει για ακόμα μια φορά στο έργο του αλλά και στην συγκεκριμένη συλλογή την απογοήτευσή του για την ήττα των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο. Τελικά οι χειρονομίες ήταν τέτοιες που δεν μπόρεσαν να αντικαταστήσουν τον Θεό αλλά τελικά αυτός σχεδόν από ελεημοσύνη να αμβλύνει κάπως τα βάσανα των καταπιεσμένων. Θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε το απόσπασμα με αυτό της τελευταίας συλλογής όπου αναφέρει ότι “Εξάλλου δεν ζητήσαμε την νίκη...μονάχα λίγη μουσική” Είναι λοιπόν εμφανής εδώ η έκπτωση από την αλλαγή της ολότητας και η προσπάθεια για μια ασθενή 51 καλυτέρευση της μοίρας των εκμεταλλευόμενων. 

Στην συνέχεια συναντούμε το παρακάτω απόσπασμα: Όταν αρχίζει η μαύρη νοσταλγία κι ο πνιγμένος θυμάται το σπίτι, ενώ στη μισοσκότεινη κάμαρα οι εραστές ξαναβάζουν τη νεκρική μάρκα που τους είχε πέσει και κατεβαίνουν τη σκάλα ολομόναχοι- εδώ και χιλιάδες χρόνια (Φιλοκύπρου 2012, 214)
 Πρόκειται για αυτά την αιώνια επανάληψη της ιστορίας, με τον θάνατο, το παιχνίδι του έρωτα την μοναξιά και την νοσταλγία που αναφέραμε και πρωτύτερα, να αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά. Έχουμε εδώ λοιπόν το πέρασμα σε μία πραγματική Fatum που όπως θα δούμε μορφοποιείται πιο συγκεκριμένα σε επόμενα έργα.

 Η Μοίρα τελικά φυλακίζει τον άνθρωπο σε αυτό το αέναο ταξίδι με τέτοιον τρόπο που σταδιακά κυριαρχεί στον Λειβαδίτη αυτή η απαισιόδοξη αντίληψη ότι τελικά οι άνθρωποι δεν αποτελούν δημιουργικά υποκείμενα, αλλά μάλλον έρμαια αλλότριων καταστάσεων, διεργασιών που γίνονται στην σφαίρα του Πραγματικού. Σημαντικό είναι ότι σε αυτήν την συλλογή συναντούμε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι αυτή η αντίληψη για την ματαιότητα του κόσμου και την δυσκολία ανάγνωσης κάποιου νοήματος, συνδέεται με έναν αγνωστικισμό μια απαισιοδοξία προς την δυνατότητα αλλαγής του κόσμου.

 Ταυτόχρονα ο Λειβαδίτης αναρωτιέται και για το παρελθόν που όπως είδαμε και θα δούμε αποτελούσε πάντοτε ένα στήριγμα σε σχέση με την ακατανόητη πραγματικότητα του παρόντος. Έτσι ο Λειβαδίτης θα γράψει ... οι λευκοί κι οι κόκκινοι πολιορκούσαν την Oδησσό - κι Oδησσός δεν υπήρχε Ο Σάββας Μιχαήλ θα σχολιάσει στην ΕΡΤ, ότι βλέπει τους κόκκινους και τους λευκούς να πολιορκούν την Οδησσό στην Οκτωβριανή επανάσταση. “Το ερώτημα είναι αν δεν υπάρχει ή δεν υπάρχει ακόμα; 

Το όριο ενός ποιητή σαν τον Λειβαδίτη, ανάμεσα σε αυτά τα δύο είναι πολύ ακαθόριστο. Αν πει ότι δεν υπάρχει Οδησσός, έχει τελειώσει, είναι τελεσίδικο. Η Οδησσός δεν υπάρχει, τελεία. Αλλά για τον ποιητή το ζητούμενό μας είναι ανεκπλήρωτο. Η Οδησσός δεν έχει χτιστεί ακόμα. Το διακύβευμα της μάχης ανάμεσα σε Κόκκινους και Λευκούς βρίσκεται στο μέλλον. Και όχι απλά στο 17. 

Το 17 ήταν η προεικόνισή του. Και αυτό που έρχεται” (Youtube 2012, 34.00 ) 52 Εγχειρίδιο Ευθανασίας (Λειβαδίτης 1979, 10-107) Το 1979 ο Τάσος Λειβαδίτης θα εκδώσει, το “Εγχειρίδιο ευθανασίας” και οι κριτικές θα γράψουν ότι ο ποιητής που ξεκίνησε μια ποιητική πορεία σαν λάβαρο των αγώνων συνεχίζει σταθερά ολομόναχος, στραμμένος προς τον μέσα κόσμο του. Εκεί ανάμεσα σε έναν κόσμο στέρησης φτώχειας και ταξικής αδικίας, ο ποιητής θα σκιαγραφήσει ακόμα μια φορά αυτή την έλλειψη προοπτικής για το μέλλον.

 Ανάμεσα σε όλους αυτούς τους στίχους (η συλλογή περιέχει 94 ποιήματα), ο Λειβαδίτης θα γράψει το εξής: Κι όταν αργότερα ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, εγώ δεν είχα που να πάω-εκεί, λοιπόν, που βάδιζα συναντάω κάποιον, “άκου να σου πω ένα παραμύθι” του λέω, κι όταν τελείωσα “ξέρω κι εγώ ένα” μου λέει κι άρχισε κι εκείνος. Και μόνο, καμιά φορά, πολύ σπάνια, ερχόταν από μακριά η μελαγχολία της πραγματικής ζωής

 Αυτό το παράθεμα, αφορά τον μύθο της δημιουργίας του κόσμου. Με το “όταν αργότερα...” σαρκάζεται αυτόν τον μύθο. Υποτίθεται ότι η δημιουργία του κόσμου είναι η πρώτη αρχή, όμως ο Λειβαδίτης υπονοεί μία εκ των υστέρων ερμηνεία. Με βάση αυτήν ο Θεός υποτίθεται ότι τα έφτιαξε όλα τέλεια και έτσι οποιαδήποτε δυστυχία και παρέκκλιση δεν έχει θέση. (Μπενάτσης 1991, 325) Ο Μπενάτσης θα σχολιάσει ότι με τον μύθο της δημιουργίας ο Λειβαδίτης, μπορεί εν τέλει να εννοεί κάθε είδους μύθο (κοσμολογικό, κοινωνικό ή ιδεολογικοπολιτικό, που επιχειρεί να ερμηνεύσει τον κόσμο και να του δώσει ένα νόημα.

Έτσι, για παράδειγμα (σχολιάζει ο Μπενάτσης) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας νέος “μύθος Δημιουργίας” το μοντέλο ευδαιμονίας που επικρατεί στον δυτικό καπιταλισμό, ή ειδικότερα το “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών” .Όταν επιβάλλονται τέτοιοι μύθοι το ποιητικό Υποκείμενο και γενικά το υποκείμενο χάνει την αυτονομία του και “δεν έχει που να πάει”. Βέβαια από την πλευρά μας θα λέγαμε ότι στο σύμπαν του Λειβαδίτη δεν είναι μόνο οι παραπάνω μεγάλες αφηγήσεις που αποδομούνται. Ταυτόχρονα με την μη ύπαρξη του Είναι υπάρχουν στο έργο του οι διεργασίες ολοένα και μεγαλύτερης κριτικής και αναρώτησης για το αν η αφήγηση στην οποία πίστεψε και έδωσε την ζωή του μπορεί τελικά να αλλάξει τον κόσμο, και μιλάμε ασφαλώς για την κομμουνιστική αφήγηση. 

Άλλωστε μία αφήγηση που προσπαθεί με τόσο βίαιο τρόπο να υπολογίσει ,να αιχμαλωτίσει το Πραγματικό και να αλλάξει τον κοινωνικοσυμβολικό κόσμο δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από την κριτική κάποιου που σταματάει τελικά να πιστεύει στην δυνατότητα του ανθρώπου.

 Όπως είδαμε και πριν, προϋπόθεση της αιωνιότητας είναι, η απώλεια του εαυτού, ενός 53 εαυτού που δεν θα βρεθεί ποτέ, αλλά θα επανέρχεται στο δράμα, ολόκληρος ή μοιρασμένος, και θα αποτελεί ένα εσαεί ζητούμενο: -Κύριε, βοήθησέ με, του λέω, χάνομαι. -Μα αυτή είναι η βοήθειά μου -να χαθείς... Για να σε ψάχνουν στους αιώνες! 

Η επίγνωση ή και η βίωση της αιωνιότητας δεν προσφέρει παρηγοριά, καθώς εκείνα που διαιωνίζονται είναι η ανεκπλήρωτη επιθυμία, η επώδυνη νοσταλγία, η αίσθηση της απόρριψης και του αποκλεισμού. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Εγχειρίδιο ευθανασίας. Τελικά τους διέψευσα όλους κι ενώ περίμεναν να με δούνε ξοφλημένο, εγώ τύλιγα και ξετύλιγα τα παλιά εισιτήρια σ' ένα καινούριο ταξίδι- σαν κάποιον που του αρνήθηκαν δυο φορές και πάει για να του αρνηθούν και τρίτη Έτσι θα χει τώρα όλον τον καιρό. (Φιλοκύπρου 2012, 217) 

Το ταξίδι ανανεώνεται με την χρησιμοποίηση όμως παλιών εισιτηρίων. Ο προορισμός του είναι, επομένως, προδεδικασμένος. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει πως δεν θα βρει ότι επιθυμεί, αλλά επαναλαμβάνει το ταξίδι του γιατί μονάχα έτσι συναντά και ταυτοχρόνως χάνει τον εαυτό του, διαστέλλοντας το χρόνο του ως την αιωνιότητα και κατανοώντας τους όρους της ύπαρξής του. Η αέναη επιστροφή όσων έχουν ταξιδέψει δεν συμφιλιώνει τον άνθρωπο με το χρόνο και με το εφήμερο της ύπαρξης. Αντίθετα, του επιβεβαιώνει πως κινείται σε κάτι ανεξιχνίαστο και ανεξήγητο (Φιλοκύπρου 2012, 218)

 Ο αιώνιος συγκάτοικος, που εδώ ταυτίζεται με το Θεό, εμφανίζεται, αλλόκοτος και αλλόκοσμος, σε ένα κείμενο από το “Εγχειρίδιο ευθανασίας” “Ποιος ήταν; Και τι γύρευε από μένα; “Συγκατοικούμε αιώνες”, έλεγε- πάντα του υπερβολικός. Συχνά χανόταν για καιρό, όταν επέστρεφε τα ρούχα του είχαν κάτι απ’ την ακαταστασία πουλιών που τρόμαξαν ή έναν αέρα από κήπους που είχαν λησμονηθεί. Αργότερα έμαθα το επάγγελμά του, έστηνε παγίδες στους νικητές.” Τα τρομαγμένα πουλιά και η πτήση τους, οι λησμονημένοι κήποι με τη μυστική ζωή τους, συμβολοποιούν την ύπαρξη του Θεού και στοιχειώνουν, με τις πολλαπλές σημασίες και τις αλληλουχίες τους , τα κείμενα του Λειβαδίτη. 
Το ιδιότυπο επάγγελμα του μυστηριώδους συγκατοίκου “Ιδιότυπος βιοπορισμός” επιγράφεται στο κείμενο συνδέεται, βέβαια, τόσο με την καταξίωση της ήττας, η οποία αποτελεί βασικό θέμα του έργου του Λειβαδίτη, όσο και με το τέχνασμα των θεών: την εκπλήρωση, την οποία έχουν εφεύρει για να μας κρατούν μακριά τους.

 Τι 54 είναι όμως οι παγίδες στους νικητές. Είναι ασφαλώς η εγγενής αδυναμία της οποιασδήποτε εξουσίας της οποιασδήποτε οντότητας να ελέγξει με απόλυτο τρόπο την πραγματικότητα παρότι έχει κατισχύσει έναντι των άλλων δυνάμεων στο κοινωνικοσυμβολικό επίπεδο. Εκτός από αυτό όμως, πάντα υπάρχει και το Πραγματικό το οποίος φέρνει διαρκώς συμπτώματα σε μια πραγματικότητα που όσο και να νικήσεις τελικά, δεν μπορείς να αγγίξεις την αιωνιότητα. Το σχήμα συμπληρώνεται με δύο ακόμη συνομιλίες. 
Στη μία, ως τρόπος επικοινωνίας με το Θεό προβάλλεται η σιωπή, η οποία όμως πρέπει να τραυματιστεί για να διαχυθεί η αίρεση της απεραντοσύνης Κύριε μόνο με τη σιωπή σε νιώθουμε. Κάθε ομιλία σε πληγώνει. Κι οι λέξεις μας είναι τα τραύματα σου, απ' όπου, μαζί με το αίμα σου, στάζει και λίγη απεραντοσύνη. 

Τραυματίζοντας την τελειότητα, το μέγα άπειρο που ταυτίζεται με τον Θεό, οι λέξεις κατορθώνουν να οικειοποιηθούν ένα μικρό του μέρος και να το μοιράσουν, διαποτίζοντας τον κόσμο με τη νοσταλγία του.

 Η Συμβολοποίηση είναι εδώ για ακόμα μια φορά αδύνατη, απαισιόδοξο συμπέρασμα που πηγαίνει χέρι χέρι με την ευρύτερη απαισιόδοξη στροφή στην σκέψη που ποιητή. Η ποίηση πάντως φαίνεται ότι αποτελεί ή επιδιώκει επαφή με το Πραγματικό ώστε να εμπλουτίσει εκ νέου την πραγματικότητα. Παρών εκεί που κανείς δεν τον περιμένει (κι εσύ περνούσες ταπεινά κι αθόρυβα στον πιο ακαθόριστο, τη νύχτα, ρεμβασμό μου, ο Θεός βρίσκεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στις λέξις και στο συμπληρωματικό τους αντίθετο: τη σιωπή. 


Επίσης ο Θεός έχει συχνά ανάγκη παρηγοριάς, όπως και προστασίας ή σωτηρίας.- η οποία όμως δεν μπορεί να προσφερθεί. Επιπλέον, στο “Απορίας” για παράδειγμα, τόσο οι καθημερινές ασήμαντες κουβέντες όσο και οι απρόοπτες περιπέτειες αποκρύπτουν, ή τουλάχιστον δεν αποκαλύπτουν, την παρουσία της αιωνιότητας. Μια παρουσία που υποδηλώνεται με την πρώιμη άνοιξη και σημαίνεται με τα «γαβγίσματα» των σκύλων. Συνήθως μιλάμε για πράγματα ασήμαντα, ενώ οι μηλιές είναι οι παλιοί ονειροπόλοι σ' έναν άλλον ύπνο κι οι ένοικοι απορούν για την πρώιμη άνοιξη- μα είναι να μην απορεί κανείς; Τόσα γεγονότα, τόσες περιπέτειες, τόσα απρόοπτα κι αν δεν ήταν τα βραδινά γαβγίσματα, η αιωνιότητα θα περνούσε απαρατήρητη. (Φιλοκύπρου 2012, 223) 

Έτσι, ο άνθρωπος μπορεί να περάσει τη ζωή του χωρίς να διασταυρωθεί με το αιώνιο (οι 55 νεκροί αφήνουν πίσω τους αξόδευτη μια ολόκληρη αιωνιότητα) Σ' αυτήν την περίπτωση, η εξουσία του χρόνου είναι αμείλικτη.

 Κυριαρχεί η αίσθηση της συντομίας αλλά και της ματαιότητας της ζωής, οι μέρες περνούν χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς και χάνονται. («τα ρολόγια σημαίνουν τις χαμένες ώρες αλλά κανείς δεν τα πιστεύει») “Ο Τυφλός με το λύχνο” (Λειβαδίτης 1983, 108-212) Το 1983 θα κυκλοφορήσει το έργο “Ο Τυφλός με το λύχνο”, το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ενότητες. Η Δεύτερη λέγεται Συνομιλίες και περιέχει ποιήματα όπου ο δημιουργός ασχολείται αποκλειστικά με τον Θεό, τον οποίο προσφωνεί σε δεύτερο ενικό, σαν να είναι κάποιος πολύ κοντινός του χαρακτήρας. Στην πρώτη ενότητα πάντως με τον τίτλο Δάφνες για Νικημένους, ο ποιητής θα γράψει τους στίχους (Λειβαδίτης 1983, 112) 

Από κείνη τη στιγμή (που όλοι θα βρεθείτε κάποτε), κατάλαβα πως δεν υπάρχει άλλη λύση, γύριζα, λοιπόν, τις νύχτες και τράνταζα τα γραμματοκιβώτια των δρόμων .............. .................... και νύχτωνε σιγά σιγά κι η πόλη χανόταν πέρα σ'ένα απίθανο βάθος κι εγώ ήμουν άρρωστος για Θεό Βλέπουμε εδώ ότι όσο οξύνεται η κρίση ταυτότητας του Λειβαδίτη και όσο αναζητάει πιο απεγνωσμένα το νόημα, στην Ιστορία και την ζωή, τόσο αναζητάει έναν Θεό. 

Η χρονική αλληλουχία είναι δομημένη σε στιγμές, κάτι που συμβαίνει σε πολλά αποσπάσματα από το έργο του. Στην συνέχεια περνάμε στις συνομιλίες όπου υπάρχουν μια σειρά από αποσπάσματα που αξίζουν ανάλυσης. Κύριε, μόνο με τη σιωπή σε νιώθουμε. Κάθε ομιλία σε πληγώνει
 Κι οι λέξεις μας είναι τα τραύματά σου απ' όπου, μαζί με το αίμα σου, στάζει και λίγη απεραντοσύνη Εδώ μπορούμε να ανιχνεύσουμε εύκολα έναν παραλληλισμό του Θεού με το Πραγματικό, καθώς κάθε ομιλία, κάθε συμβολοποίηση, δείχνει να το αλλοιώνει, ή να το πληγώνει με αποτέλεσμα αυτό που βιώνουμε τελικά να μην είναι ο Θεικός κόσμος, ή αλλιώς το Πραγματικό. 56 Όπως είδαμε και στην “Λακανική Αριστερά” (Σταυρακάκης 2012, 138)

 Το πραγματικό είναι το όριο που εμποδίζει κάθε ουδέτερη αναπαράσταση της συμβλικής πραγματικότητας. Το πραγματικό δεν μπορεί να συμβολοποιηθεί ως τέτοιο αλλά φανερώνεται με την αποτυχία κάθε προσπάθειας συμβολοποίησής του. Το Πραγματικό όπως και ο Θεός σε αυτό το απόσπασμα, είναι το πεδίο του ανείπωτου. Και φυσικά το πραγματικό αφού ανήκει στο αντικειμενικό επίπεδο και είναι το στοιχείο που υπερβαίνει τν εξημερωμένη διάσταση του αντικειμενικού, θα λέγαμε ότι “στάζει λίγη απεραντοσύνη” Κύριε, είσαι το καθημερινό ψωμί μας, η μεγάλη νοσταλγία μας να ξαναγυρίσουμε- που; Είσαι η μήτρα που θα μας γεννήσει με το θάνατό μας. Αμήν

 Παρατηρούμε ότι ο Θεός τρέφει το Υποκείμενο προκειμένου να συνεχίσει. Είναι τρόπον τινά ένα στήριγμα για να συνεχίσει το υποκείμενο να ζει μέσα σε αυτήν την ελλειπτική πραγματικότητα. Όπως αναφέρεται και στο Larval Subjects “ο Λακάν ισχυρίζεται ότι οι Θεοί ανήκουν στην τάξη του Πραγματικού, ενώ η ιδέα των Θεών όπως και η ιδεολογία, προσπαθεί να καλύψει και να ντύσει το Πραγματικό. (Larvalsubjects 2014) Στην συνέχεια έχουμε το εξής απόσπασμα Κύριε τι θα ‘κανα χωρίς εσένα; 

Είμαι η ακατοίκητη κάμαρα κι είσαι ο μεγάλος Ξένος που ευδόκησες να την επισκεφτείς Κύριε τι θα ‘κανες χωρίς εμένα; Είσαι η μεγάλη αιώνια άρπα κι είμαι το εφήμερο χέρι που ξυπνάει τις μελωδίες σου. Σε αυτό το σημείο, παρατηρούμε ότι ο ποιητής ξεκινάει όντας κατώτερος από τον Θεό, όντας μία ύπαρξη χωρίς νόημα, όπως ακριβώς είναι μία ακατοίκητη κάμαρα. 

Όμως στην συνέχεια βλέπουμε ότι και ο Θεός χρειάζεται τον θνητό, όχι λιγότερο από ότι ο Θνητός χρειάζεται τον Θεό. Διότι αυτό το Πραγματικό, μπορεί όντως να υπάρχει ανεξάρτητα από την ύπαρξη των θνητών και του Συμβολικού, είναι όμως τελικά η χειρονομία του κοινωνικοσυμβολικού κόσμου που ξυπνάει τις μελωδίες. Κύριε, συγκατοικούμε αιώνες μες στην ίδια κάμαρα, αλλά δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου. Όμως σ’ ακούω κάποτε να περπατάς βαρύς μέσα στις λέξεις μου, άπληστος να ξεπεράσεις τα όρια αυτού του κόσμου 57 Συνεπώς, θα λέγαμε ότι έχουμε άλλη μια ένδειξη όπου ο Λειβαδίτης αναφέρεται στην συμβολοποίηση του Πραγματικού. Αυτός ο κόσμος που είναι ελλειπτικός, μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσα από την επαφή με το Πραγματικό και αυτή η επαφή είναι και το περπάτημα του Θεού, πάνω στις θνητές κατά τα άλλα λέξεις . 

Άλλωστε όπως είδαμε η πραγματικότητα είναι το μέρος της αντικειμενικότητας που έχει κατασκευαστεί συμβολικά, και ο Θεός στο συγκεκριμένο στίχο είναι το όχημα προσέγγισης μεγαλύτερου μέρους της αντικειμενικότητας, πάντα μέσα από την ποίηση. Πιστεύω στα διστακτικά αδέξια βήματα των ταπεινών και στον Χριστό που διασχίζει την Ιστορία... Εδώ βλέπουμε ότι ο Λειβαδίτης συνεχίζει να πιστεύει σε μια αλλαγή του κόσμου και της κοινωνίας. Μόνο που αυτή την φορά, η πίστη συνδέεται με την ύπαρξη της Ιδέας του Χριστού, ο οποίος ταυτίζεται όπως και ο Θεός, όλο και περισσότερο με τους ταπεινούς. 

Ο Σοβιετικός φιλόσοφος Ιλιένκωφ θα γράψει στην “Διαλεκτική” του, ότι ο Καρτέσιος είχε καταφύγει στον Θεό, αδυνατώντας να αναλύσει την περιπλοκότητα της πραγματικότητας (Ιλιένκωφ 1983, 39.) Έτσι λοιπόν, σαν άλλος Καρτέσιος ο Λειβαδίτης βλέπουμε να αναζητάει όλο και περισσότερο τον Θεό με την διαφορά ότι είναι ήδη εφοδιασμένος με μια σειρά από υλιστικά αντισώματα που δεν τον αφήνουν να πιστέψει σε οποιονδήποτε μύθο. 

Σε προηγούμενη ενότητα της συλλογής ο Λειβαδίτης θα γράψει “είδα τους φτωχούς να περπατάνε αθόρυβα στο δρόμο όπως ο Χριστός επί των υδάτων” (Μπενάτσης 1991, 331) ενώ στην Ανακάλυψη το 1977 είχε γράψει “είδα τον Χριστό επί των υδάτων μέσα στα λαϊκά λουτρά”. Έχουμε επομένως μια επαναλαμβανόμενη μεταφορά της εικόνας του Χριστού να περπατά στα νερά, με αυτήν των ταπεινών σε κάποια στιγμή της καθημερινής τους ζωής. Επιπλέον, άξιο αναφοράς είναι και το παρακάτω απόσπασμα. Το άλλο πρωί έμαθα ότι έφυγε- γιατί, βέβαια, Θεέ μου, κάπου θα υπάρχει ένας κόσμος καλύτερος... Εδώ έχουμε άλλον έναν στίχο που δείχνει ότι ο Θεός επιτελεί και την λειτουργία της Λακανικής φαντασίωσης σαν στήριγμα μιας τέτοιας πραγματικότητας.

 Αυτή την φορά η διαφυγή του υποκειμένου δεν γίνεται δια μέσου του Θεού αλλά δια μέσω του φαντασιακού κόσμου εγγυητής του οποίου στο συγκεκριμένο απόσπασμα, είναι ο Θεός. πως να σωθείς σ' αυτόν τον άγριο, ακατανόητο κόσμο, έβγαλα όλα μου τα ρούζα και τα πέταξα στα πόδια τους, “εγώ στάθηκε πάντα γυμνός μπροστά στον Θεό” φώναξα. 58 Και εδώ ο κόσμος χαρακτηρίζεται όχι μόνο σαν άγριος, αλλά και σαν ένας κόσμος που δεν μπορείς με τίποτα να καταλάβεις το νόημά του. Για αυτό και ο ποιητής κάνει μία ριζοσπαστική χειρονομία. Βγάζει τα ρούχα του μπροστά σε κάποια υποκείμενα που μάλλον εκπροσωπούν το εχθρικό περιβάλλον και αναφέρει ότι ήταν πάντοτε γυμνός μπροστά στον Θεό. Εκτιμούμε ότι με αυτή την γύμνια, ο ποιητής εννοείς ασφαλώς την ανοιχτότητά του στο Πραγματικό, αυτή την αρρώστια για τον Θεό που ανέφερε πρωτύτερα, την ευκολία του να ταυτιστεί ή και να στρατευτεί σε κάποια μεγάλη αφήγηση του κόσμου. 

Σε μια αφήγηση που να του δίνει νόημα, ώστε “ο κόσμος να υπάρξει” όπως έχει γράψει σε άλλο σημείο του έργου του. Η μέρα έφυγε τυλιγμένη στην εφήμερη βουή Αλλά το βράδυ ο ονειροπόλος ρίχνει λίγο αλάτι πάνω στην πέτρα και προσκαλεί τον Θεό του Το ίδιο σημείο στήριξης της πραγματικότητας, σημειώνει ο Λειβαδίτης και σε αυτό το απόσπασμα με τον ονειροπόλο να εκπροσωπεί αυτόν που διαφεύγει της καταπιεστικής πραγματικότητας προσκαλώντας τον Θεό του.

 Είναι σημαντικό εδώ να σχολιάσουμε ότι είναι ο Θεός του, δηλαδή αυτός στον οποίο υποκειμενικά πιστεύει το Υποκείμενο. Έτσι ανοίγει η πόρτα για να θεωρήσουμε τον Θεό όχι σαν έναν και μοναδικό, αλλά σαν την λέξη για εκπροσωπηθεί όχι απλά οποιαδήποτε υπερβατική οντότητα αλλά ίσως οποιαδήποτε μεγάλη αφήγηση. Επίσης με αυτόν τον τρόπο ο Λειβαδίτης συνεχίζει να φέρει μέσα του τα σπέρματα της μαρξιστικής κριτικής σχετικά με την ύπαρξη της Θρησκείας σαν το φωτοστέφανο στην κοιλάδα των δακρύων.

 Άνθρωποι που πολύ τους ταπείνωσαν κι ο Θεός τους λυπήθηκε και τους έδωσε και μια προηγούμενη ζωή έτσι θυμούνται τώρα περισσότερα Σε αυτό το σημείο κατά την γνώμη μας γίνεται μία σαφής αναφορά όχι σε κάποια προηγούμενη ζωή με την κυριολεκτική έννοια αλλά στο προηγούμενο χρονικό διάστημα της ζωής κάποιου όπως αυτό φιλτράρεται με τα γυαλιά της φαντασίωσης δηλαδή της φαντασιωτική κατασκευή μιας παρελθοντικής κατάστασης πληρότητας. Στο συγκεκριμένο έργο θα γράψει και το Τα βράδια οι φίλοι με αναζητούν στα καφενεία, όπου βρίσκουν ένα ποτήρι κονιάκ ν' αδειάζει σιγά σιγά μόνο τουαλλά τι να'κανα που υπήρξα πάντα απ' την άλλη μεριά της ζωής 59

 Ορισμένα πρόσωπα λοιπόν των κειμένων του Λειβαδίτη, ζώντας στο μεταίχμιο του ονείρου και της πραγματικότητας, στην αθέατη όψη της ζωής, λησμονημένοι και άγνωστοι υπερβαίνουν την εφήμερη ύπαρξη τους και δοκιμάζουν μια αίσθηση αιωνιότητας, η οποία όμως τους αφήνει μετέωρους και απαρηγόρητους. Παράλληλα, κάποιοι νιώθουν, κατά διαστήματα, την αιωνιότητα να τέμνεται με το χρόνο τους, διευρύνοντας το βίωμα ή υπονομεύοντάς το. Προσφέροντάς του, πάντως μια άλλη διάσταση. Βιολέτες για μια εποχή (Λειβαδίτης 1985, 216-345) 

Στην συνέχεια έχουμε τις Βιολέτες για μια εποχή που αποτελεί το προτελευταίο έργο του Λειβαδίτη που εκδόθηκε ενώ ήταν εν ζωή. Το έργο ασχολείται ακόμα περισσότερο με την παιδική ηλικία. Σε αυτή τη σύνθεση, έχουμε έντονο το μοτίβο, πτώση εναντίον ανόδου, και επίσης συναντούμε αναφορές στο πεπρωμένο. Έρημοι δρόμοι- οι ίδιοι δρόμοι που κάποτε το πλήθος στα οδοφράγματα πυροβολούσε το πεπρωμένο (Μπενάτσης 199, 341) Σε αυτό το σημείο ο Λειβαδίτης αναφέρεται ακόμα μια φορά στις περασμένες εξεγέρσεις και πιθανότατα στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944 στην οποία και πήρε μέρος. Το πλήθος δεν πυροβολεί απλά τους εχθρούς αλλά ίσως μία μοίρα που έχει προδιαγραφεί για αυτό.

 Σε αυτό το σημείο ο Λειβαδίτης μας θυμίζει ιδιαίτερα την απαισιόδοξη μηδενιστική σκέψη του Νίτσε σε σχέση με το ανθρώπινο υποκείμενο εντός του Είναι. Όμως με αυτούς τους πυροβολισμούς ο ποιητής μαζί με τους εξεγερμένους επιτίθενται σε αυτό το Είναι. 

Ο Σεβαστάκης έχει γράψει την εξής κριτική με αφορμή το έργο του Νίτσε Τι υποδηλώνει η επίθεση στην δεισιδαιμονία του Είναι; Μια χειρονομία που ξεσκεπάζει το κακό φάντασμα, ένα φανταστικό πλάσμα : μέσα τους στίχους του Λειβαδίτη το Είναι διαλύεται σε κατακερματισμένα συμβάντα, αποκαθηλώνεται για να εκτεθούν οι ξηλωμένες ραφές ενός γίγνεσθαι δίχως συνοχή, σκοπό ή όρια. Η διάρρηξη της συνοχής του Είναι και το άδειασμα του δεν αποκαθιστούν απλώς το εκάστοτε μοναδικό συμβάν στην ιδιαιτερότητα της έλευσης και της παρέλευσής του, της γέννησης και της απώλειάς του

. Υποκαθιστά το μεταφυσικό σαρκίο του Είναι με το σχήμα μιας μοίρας, τη σκιά ενός fatum ενός μυστικού πεπρωμένου (Σεβαστάκης 2008, 273) Στην συνέχεια σε ακόμα μία στιγμή αναπόλησης ο Λειβαδίτης θα γράψει 60 “Αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ μια νύχτα σ' εκείνη τη μεγάλη εξέγερση, οι τραυματιοφορείς μ' ακούμπησαν για μια στιγμή κάτω και τότε τ’ άστρα, Θεέ μου, πως έλαμπαν, και ξαφνικά δε μ' ένοιαζε που είχαμε νικηθεί, “όλο το άπειρο είναι δικό μας”, είπα μέσα μου κι έκανα όρκο να φέρω ως το τέλος το πεπρωμένο μου Με βάση την ανάλυση του Μπενάτση (Μπενάτσης 1991, 343) “Μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, εμφανίζονται άπειρες εστίες φωτός. Και αν το σκοτάδι παραπέμπει σημασιακά στο θάνατο, το φως παραπέμπει στη ζωή. 

Έτσι, η ψυχική κατάσταση του Ήρωα μεταβάλλεται. Το άπειρο δηλώνει τους μεγάλους στόχους, τις κοσμικές διαστάσεις του αγωνιστικού οράματος που δεν χάνεται από μια αποτυχία” Κατά την γνώμη μας βέβαια μπορεί να υπάρχουν αυτές οι εκλάμψεις στο έργο του Λειβαδίτη όπου αντλεί εκ νέου νόημα από το παρελθόν, όμως τείνουν να σβήνουν όλο και περισσότερο στην ακατανόητη εποχή που ζει.. Όπως είπαμε ο Λειβαδίτης, προσπαθεί να βρει διαφυγή σε μια σειρά από επιλογές, μία εκ των οποίων είναι και η θρησκεία. Έτσι θα γράψει: Κι όπως χιόνιζε άνοιξα το Ευαγγέλιο αλλά χιόνιζε κι εκεί (Μπενάτσης 1991, 344) Όπως στον υπαρκτό κόσμο δεν μπορεί να βρει λίγη ζεστασιά, έτσι δεν καταφέρνει να την συναντήσει ούτε και στο καταφύγιο, που προστρέχει, .

 Οι θρησκευτικοί μύθοι δηλαδή είναι ανίσχυροι να επιλύσουν τα προβλήματα του Ήρωα. Όταν είναι θολά και συγκεχυμένα και κει. Επίσης στο συγκεκριμένο έργο συναντάμε και τους εξής στίχους Δεν ξέρω πως, δεν ξέρω που, δεν ξέρω πότε, όμως τα βράδια κάποιος κλαίει πίσω απτην πόρτα κι η μουσική είναι φίλη μας-και συχνά μέσα στον ύπνο ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες στον καθρέφτη πρόσωπα που τα είδαμε κάποτε σ' ένα δρόμο ή ένα παράθυρο και ξανάρχοναι επίμονα σαν ένα άρωμα απ' τη νιότη μας- το μέλλον είναι άγνωστο, το παρελθόν ένα αίνιγμα, η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη. 

Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος, άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε με ένα λυγμό, οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο κι η εξήγηση θα έρθει κάποτε, όταν δεν θα χρειάζεται πια καμιά εξήγηση Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα-τι έρωτες Θεέ μου, τι ηδονές, τι όνειρα 61 ας πάμε τώρα νε εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά Εδώ ο Λειβαδίτης έχει ακόμα μία στιγμή όπου αμφισβητεί την δυνατότητα του ανθρώπου τόσο να αναγνώσει το παρελθόν όσο φυσικά και να κανονίσει το μέλλον της πραγματικότητας όπως θα ήθελε. 

Παρότι με κάποιον τρόπο το απόσπασμα έχει προσεγγίσεις ανάγνωσης του παρελθόντος, η κοινωνικοιστορική συνέχεια δίνεται με τα πιο μελανά χρώματα όπως οι πνιγμένοι που αναφέρονται παραπάνω. Όσοι ταξίδεψαν στο κοινωνικό σύμπαν χωρίς να παραμένουν στάσιμοι και στατικοί, όσοι προσπάθησαν να κατανοήσουν τον κόσμο, χάθηκαν στο βάθος που έχει αυτός ο κόσμος ενώ άλλοι έμειναν στα περιθώρια της ζωής, “νεκροζώντανοι” που θα πει και ο Ζίζεκ βαδίζοντας χέρι χέρι με την τρέλα, αφού τους κράτησε το φεγγάρι. Η στιγμή δύσκολο και αυτή να αναγνωστεί είναι βιαστική και επικίνδυνη.

 Θα λέγαμε μάλιστα, ότι όλος αυτός ο αγνωστικισμός έρχεται μάλλον σε αντίθεση με την προηγούμενη συλλογή όπου ο Λειβαδίτης μέσω και του τίτλου δηλώνει έμμεσα ότι υπάρχουν άνθρωποι και δυνάμεις που έχουν ακόμα το φως και τον Λύχνο για να οδηγήσουν τους τυφλούς για να διαλευκάνουν αυτήν την περίπλοκη και δυσανάγνωστη πραγματικότητα. 
Στην ίδια συλλογή διακρίνουμε ότι ο ίδιος ο χρόνος αντιμετωπίζεται ως τιμωρία, καθώς οριοθετεί τους ανθρώπους και τους αποκλείει από την αιωνιότητα: “Ο χρόνος σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία-για ποιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου.” 
Κατακρίνει τον χρόνο (Φιλοκύπρου 2012, 220) επειδή αποτελείται από διαδοχή στιγμών και από συσσώρευση ασύνδετων εμπειριών που δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο να διερευνήσει το αίνιγμα του εαυτού του, ο αφηγητής επιχειρεί να επικοινωνήσει με την αιωνιότητα- η οποία και πάλαι στοιχειώνεται από απουσίες.

 Άλλωστε η επαφή με την αιωνιότητα προϋποθέτει την αποξένωση από το παρόν (“ήμουν τόσο μοναχός που όλα τα τελείωναν στην αιωνιότητα”, δηλώνει ο αφηγητής στο κείμενο.) Αποξένωση που συνοδεύει τον άνθρωπο ως το τέλος της ζωής του: “Λοιπόν τι απόμεινε; Ένας άλλος έζησε τη ζωή μας και τώρα πρέπει εμείς να πεθάνουμε στη θέση του”. Από την ώρα που ο αυτάρκης παιδικός κόσμος χάνεται και η αίσθηση της συλλογικότητας καταστρέφεται, ο αφηγητής δεν αναγνωρίζει κάποια βαθύτερη συνοχή στις εμπειρίες του.

 Θεωρεί τη ζωή του παράταξη τυχαίων καταστάσεων και, επομένως, ατελέσφορη για αυτό και διαμαρτύρεται για τη βραχύτητά της: Άλλωστε στην προηγούμενη συλλογή του “Ο τυφλός με τον Λύχνο” έγραψε ότι “Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι τόσο πολλές μέρες κάνουν μια τόσο λίγη ζωή”, Η κατάργηση του χρόνου προτείνεται, λοιπόν, ως λύση στο πρόβλημα της διασκορπισμένης, ασυνεχούς ύπαρξης: 62 Έτσι στο έργο του ποιητή έχουμε μια διαρκώς ανανεωμένη κατάσταση (Φιλοκύπρου 2012, 221) όπου το πεπερασμένο της ύπαρξης και το εφήμερο της στιγμής αντιπαρατίθενται στην αιωνιότητα, η οποία όμως παρουσιάζεται εξίσου ατελέσφορη (Φιλοκύπρου 2012, 222) ενώ ο άνθρωπος που έρχεται σε επαφή το αιώνιο κατοικεί αναγκαστικά παράμερα, από την μία τρομάζοντας τους άλλους, όπως η γυναίκα με την προσμονή της “Η γυναίκα καθόταν στον κήπο και γύρω της, σαν ανταύγεια, έφεγγε η αιώνια προσμονή τηςπερίμενε, λέει κάτι που άκουσε να της ψιθυρίζουν κάποτε μες στον ύπνο της. Τι; τη ρωτούσα, σχεδόν φοβισμένος απ' την τόση απεραντοσύνη” Ή από την άλλη, το αιώνιο απουσιάζει πλήρως όπως ο αφηγητής στο Ζήτημα Θέσεως.

 Μία παρόμοια περίπτωση σημειώσαμε και σε προηγούμενη συλλογή όπου η μητέρα παρότι το γνώριζε, δεν το έλεγε σε κανέναν Στο “Απορίας” για παράδειγμα, τόσο οι καθημερινές ασήμαντες κουβέντες όσο και οι απρόοπτες περιπέτειες αποκρύπτουν, ή τουλάχιστον δεν αποκαλύπτουν, την παρουσία της αιωνιότητας. Μια παρουσία που υποδηλώνεται με την πρώιμη άνοιξη και σημαίνεται με τα γαβγίσματα των σκύλων. 

Συνήθως μιλάμε για πράγματα ασήμαντα, ενώ οι μηλιές είναι οι παλιοί ονειροπόλοι σ' έναν άλλον ύπνο κι οι ένοικοι απορούν για την πρώιμη άνοιξη- μα είναι να μην απορεί κανείς; Τόσα γεγονότα, τόσες περιπέτειες, τόσα απρόοπτα κι αν δεν ήταν τα βραδινά γαβγίσματα, η αιωνιότητα θα περνούσε απαρατήρητη. (Φιλοκύπρου 2012, 223) Έτσι, ο άνθρωπος μπορεί να περάσει τη ζωή του χωρίς να διασταυρωθεί με το αιώνιο (οι νεκροί αφήνουν πίσω τους αξόδευτη μια ολόκληρη αιωνιότητα) Σ' αυτήν την περίπτωση, η εξουσία του χρόνου είναι αμείλικτη.

 Κυριαρχεί η αίσθηση της συντομίας αλλά και της ματαιότητας της ζωής, οι μέρες περνούν χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς και χάνονται. (τα ρολόγια σημαίνουν τις χαμένες ώρες αλλά κανείς δεν τα πιστεύει)

 ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ (Λειβαδίτης 1987, 347-415)
 

Στην συνέχεια περνάμε στην τελευταία συλλογή του Λειβαδίτη που εκδόθηκε ενώ ήταν εν ζωή, δηλαδή το “Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα” που δημοσιεύτηκε το 1987. Πρόκειται για ένα έργο 63 με έντονες εσωτερικές αναζητήσεις και όπως έχει σχολιαστεί είναι ουσιαστικά ένας επίλογος της προηγούμενης εποχής και μια εισαγωγή σε μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα.

 Η νοσταλγία είναι διάσπαρτη στο έργο, κάτι που φαίνεται και από το συγκεκριμένο απόσπασμα. Τώρα ανεβαίνω σε μιαν άμαξα απ' αυτές που διασχίζουν τον ύπνο μου και δραπετεύω. Θα με ξαναβρείτε στα ωραιότερα ποιήματα του άλλου αιώνα να νοσταλγώ τον Θεό. Εδώ ο Λειβαδίτης δείχνει ότι ταξιδεύει με το μυαλό του, και γυρίζει μάλιστα πίσω στον χρόνο.

 Στον προηγούμενο αιώνα, όπου ακόμα το νόημα υπήρχε ή ήταν τουλάχιστον προσεγγίσιμο από τις συλλογικές προσπάθειες και τις επί μέρους προσωπικότητες πρόκειται για τον αιώνα του πάθους για το Πραγματικό όπως θα το ονομάσει και ο Ζίζεκ (Ζίζεκ 2009, 19).

 Και ο Λειβαδίτης δείχνει να νοσταλγεί αυτόν τον αιώνα. Στην πραγματικότητα δεν αρνείται τελικά την ύπαρξη νοήματος, αλλά για την ακρίβεια δείχνει μία μεγάλη απαισιοδοξία να γνωρίσει αυτό ίσως και επειδή δεν τα κατάφερε στον 20ο αιώνα, ούτε αυτός ούτε το στρατόπεδο που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο Αλήθεια, τι ζήσαμε; Μικρά καθημερινά γεγονότα που δε μάθαμε ποτέ το κρυφό νόημά τους Όμως αυτό το νόημα υπάρχει. 

Το Πραγματικό υπάρχει με τις αόρατες διεργασίες του, που αυτές τελικά καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό το τι συμβαίνει στον κοινωνικόσυμβολικό κόσμο. 

Ω, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Αυτός ο επικαθορισμός του κοινωνικοσυμβολικού σύμπαντος από το πραγματικό είναι κάτι που αλλάζει από έργο σε έργο και από ποίημα σε ποίημα. 

Όταν όμως χρησιμοποιείται η λέξη πεπρωμένο, και τις τελευταίες συλλογές την συναντούμε αρκετά συχνά, τότε κατά το ρητό “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο” θα λέγαμε ότι ο Λειβαδίτης προβληματίζεται και κλίνει πιο πολύ προς τον απόλυτο καθορισμό της ζωής από δυνάμεις ξένες και αλλότριες που εκφράζονται μόνο στο επίπεδο του Πραγματικού. 

Πρόκειται λοιπόν για μια μοίρα ή αλλιώς ένα Fatum, όπως το συναντήσαμε και νωρίτερα. 64 Ήταν κι αυτό ένα μέρος του γενναίου μου πεπρωμένου και κάθε τόσο “θα προλάβω;” αναρωτιόμουν γιατί κάθε στιγμή παίζεται η τύχη μας, πού; πως; 
Το ίδιο φαινόμενο συναντούμε και μερικές σελίδες πιο μετά, όπου ο Λειβαδίτης δείχνει ακριβώς αυτή την αδυναμία του ίδιου και του κινήματος να προλάβουν, να καταλάβουν το Πραγματικό και να ρυθμίσουν έτσι την κατάσταση που θα επικρατούσε. 

Τα επαναλαμβανόμενα ερωτηματικά δείχνουν μια αγωνία που επικρατεί και καμιά φορά η μητέρα με θωρούσε δακρυσμένη “γιατί σ' αρέσει να ταπεινώνεσαι; “θέλω να καταλάβω μητέρα” Αυτό το πάθος για το Πραγματικό συνόδεψε τον Λειβαδίτη σε ολόκληρη την ζωή του. Η ταπείνωση είναι μία εκούσια επιλογή για αμφισβήτηση των κανόνων του κοινωνικοσυμβολικού σύμπαντος. Μέσα από αυτές τις ρωγμές και τις προσπάθειες για εξάρθρωση ο Λειβαδίτης προσπαθούσε κάτι να καταλάβει. 

Όμως τι; Κάτι μας θυμίζει το σχήμα με την μητέρα και το Υποκείμενο να προσπαθεί να κατανοήσει. Την προηγούμενη φορά που το συναντήσαμε ήταν οι ουράνιες δυνάμεις που ήταν εν γνώσει της μητέρας και το ποιητικό Υποκείμενο προσπαθούσε να τις καταλάβει. Ένα νόημα δηλαδή που υπάρχει στην ζωή και έχει τεθεί από δυνάμεις εκτός της συγκεκριμένης ζωής.

 Η αδυναμία του ποιητή να βρει μια αφήγηση που να τα εξηγεί όλα αλλά και το πάθος του για έναν τέτοιο σκοπό φαίνεται και από το παρακάτω απόσπασμα ή προσπάθησα από μια χίμαιρα να φτιάξω ολόκληρο πεπρωμένο Μέσα από αυτό το φαντασιακό, το απραγματοποίητο όνειρο, ο ποιητής αποπειράθηκε να ονομάσει την ιστορική αναγκαιότητα, να συμβολοποιήσει το πραγματικό, όμως δεν τα κατάφερε. Και αυτή η αποτυχία, συνδέεται άμεσα και με την αποτυχία της εξέγερσης
 Τελικά η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα. 

Ακολούθησαν ταραγμένες μέρες. Σκιές απ' το παρελθόν εμφανίστηκαν στους δρόμους. Κάποιοι ευφάνταστοι είδαν και τον τυφλό ραψωδό σε μια σκάλα υπηρεσίας-εξακολουθούσε ενοχλητικά να υμνεί την Τροία.

 Εμείς σερνόμαστε συντετριμμένοι απ' το μεγαλείο όλων αυτών που δεν πράξαμε. Ώσπου νύχτωνε και τ' άστρα φώτιζαν σιγά σιγά 65 το ακατανόητο του κόσμου Η εξάρθρωση της συμβολικής πραγματικότητας δεν πέτυχε να εγκαθιδρύσει μία νέα τάξη. Οι ενοχές πλημμυρίζουν τους αγωνιστές και τελικά, όσο περνάει ο καιρός και απομακρύνεται εκείνη η φωτεινή σελίδα στην Ιστορία, πλησιάζει όλο και περισσότερο το Συμπέρασμα ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατανόητος. Αυτό ίσως τελικά σημαίνει ότι είναι αδύνατον να τον αλλάξεις κάτι που είναι ένα μεγάλο ερώτημα στο απόσπασμα της Ανακάλυψης που αναφέραμε σε σχέση με την Οδησσό. 

Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου (Λειβαδίτης 1990, 416-558) 

Στην συνέχεια περνάμε στην τελευταία έκδοση με ποιήματα που Λειβαδίτη που δημοσιεύτηκε το 1990 μετά τον θάνατό του και ονομάζεται “Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου”. Θα γράψει Δεν φοβάμαι παρά μόνο τον Θεό- εκτός κι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίηση- ακόμα κι όταν την υπηρετώ Έτσι λοιπόν, ο Θεός, το Είναι, προκαλεί φόβο όταν δεν τον υπηρετείς. Όταν δηλαδή δεν υπηρετείς την ιστορική αναγκαιότητα. Όπως είδαμε πρωτύτερα όμως στο έργο του Λειβαδίτη υπονοείται ότι τελικά αυτή η αναγκαιότητα είναι ένα “πεπρωμένο” κοινωνικά κατασκευασμένο.

 Παρόλα αυτά ο Λειβαδίτης για να γνωρίζει πως είναι να μην φοβάσαι τον Θεό έχουν υπάρξει στιγμές στην ζωή του που τον υπηρετούσε, ή νόμιζε ότι τον υπηρετούσε και αυτή η φράση παραπέμπει ασφαλώς σε εκείνα “τα μεγάλα χρόνια” της επαναστατικής αισιοδοξίας. 
Στην συνέχεια έχουμε μια σειρά από αποσπάσματα που αναδεικνύουν την έλλειψη νοήματος του κόσμου, ή μάλλον καλύτερα την αδυναμία να βρει κανείς το νόημα Κάποιο πρωινό ένα πουλί κάθισε στο αντικρινό δέντρο και κάτι σφύριξε Ω, αν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει, ίσως να είχα βρει το νόημα του κόσμου. ----------------- ------------------------ 

Ή μήπως όλα γίνονται για κάποιο λόγο μυστηριώδη: ένα άλυτο αίνιγμα ίσως, ή μία τιμωρία; Βέβαια ο Λειβαδίτης νοσταλγεί εκείνα τα χρόνια της νεότητας όπου, φρέσκιοι στην ζωή, ένιωθαν ότι μπορούν να βρουν το νόημα θυμάσαι που ψάχναμε απεγνωσμένα να βρούμε τον Θεό ή ονειρευόμαστε να αγγίξουμε το 66 μυστήριο ενός κοριτσίστικου απογέματος, Τελικά τα συμπεράσματα είναι μάλλον απαισιόδοξα. 

Πρόκειται για μία ολότητα που δεν θα την γνωρίσουν ποτέ. Οι εξεγέρσεις επιστρέφουν συνέχεια στους στίχους- ή μήπως οι στίχοι στις εξεγέρσεις- και αντλούν την μαγεία τους από αυτή την απεραντοσύνη που τελικά, ας μας επιτραπεί η έκφραση, ένας Θεός ξέρει σε ποιον βαθμό ρυθμίζει τι κάνουν οι άνθρωπο στον κόσμο τους. 

Κατά συνέπεια είναι ένα διαρκές διακύβευμα ποια θα είναι η ανάγνωση για αυτές τις εξεγέρσεις. Το σίγουρο είναι ότι η ήττα συντέλεσε στον προσανατολισμό ότι το νόημα δεν είναι εύκολο να κατανοηθεί, είναι ίσως αδύνατον. Σε ποιον βαθμό όμως οι εξεγέρσεις ήταν σωστές επιλογές, θα είναι το ανοιχτό ερώτημα Ω απεραντοσύνη δεν θα σε γνωρίσουμε ποτέ, όμως εσύ είσαι που δίνεις αυτή τη μυστική μαγεία στις χαμένες εξεγέρσεις μας Σίγουρα στην ατομική ζωή του ποιητή, αυτές οι εξεγέρσεις, αυτή η στράτευση έφερε μια σειρά από θετικά γεγονότα, πράγμα που παρακολουθήσαμε σε πολλά αποσπάσματα του έργου του. 

Ταυτόχρονα όμως αυτός ο δρόμος διαφυγής που φανερώθηκε, προς το άπειρο ήταν ένας από τους λόγους που ο ποιητής αποεπένδυε από τον κανονικό, τον συμβολικό κόσμο και δεν κατάφερε έτσι να ζήσει τη ζωή του. Και ζήσαμε το απέραντο σε μικρές σκοτεινές κάμαρες και το τίποτα στις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας Το απέραντο βρισκόταν στην κανονική ζωή, στην πλήρη επένδυση σε αυτήν, ενώ αντίθετα αφήνει σημάδια απαισιοδοξίας για όλο αυτό το μεγάλο παιχνίδι των καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές. Όλη αυτή την τιτάνια προσπάθεια να γράψουν ιστορία 

Τελικά το τελευταίο απόσπασμα που θα γράψει ο Λειβαδίτης για τον Θεό είναι το εξής Θεέ μου, γιατί δεν μπορώ να σε καταλάβω; Ίσως όμως αν σε καταλάβαινα να μην μπορούσα ν' αντέξω το βάρος σου. Θεέ μου, μ’ αυτή την ευτελή πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις. Πως να σε σώσω... Το παραπάνω κείμενο έχει τον τίτλο “Ευχαριστώ”. Η ευχαριστία για την κατανόηση του Θεού υποστηρίζεται από την εξήγηση που ακολουθεί. Ίσως όμως υπονοείται και μια ευχαριστία για τον κίνδυνο που διατρέχει ο Θεός. Καθώς ο ποιητής αντιλαμβάνεται τον Θεό ως τελειότητα και ως 67 άπειρο.

 Συνεπώς, νιώθει την ανάγκη να τον προστατεύσει από την ευτελή πραγματικότητα του κόσμου. Έτσι, παρεμβαίνει σ' αυτήν την πραγματικότητα καταδεικνύοντάς την ως ευτελή και υπονομεύοντάς την αυτάρκεια, την αναγκαιότητα και τη μοναδικότητά της. Μια υπονόμευση που εκθέτει τον ίδιο στους κινδύνους πολλαπλών λαβυρίνθων, αλλά ταυτοχρόνως τον σώζει από έναν μεγαλύτερο κίνδυνο, να απορροφηθεί από την ευτέλεια. 

Ο Θεός εντοπίζεται στην ανεξαρτησία από τη γύρω πραγματικότητα, στη δημιουργικότητα και σε μια αίσθηση αυτάρκειας: καταστάσεις βραχείας διάρκειας για τα πρόσωπα των κειμένων του Λειβαδίτη, καθώς η πραγματικότητα αλώνει κάθε τόσο την ύπαρξή τους, αποξενώνοντας τους ακόμη και απ' τον ίδιο τους τον εαυτό. Εκείνες τις στιγμές -της αποδοχής του Θεού και της ευδαιμονίας λαχταρά ο ποιητής όταν αυτοχαρακτηρίζεται άρρωστος για Θεό Εκείνη η στιγμή θα λέγαμε ότι ενώ δεν προσδιορίζεται χρονικά ή ηλικιακά , αφορά μια κατάσταση μοναξιάς και υπαρξιακού αδιεξόδου. 

Η λύση θα ήταν η επικοινωνίας με τους άλλους. Αυτή θα περιελάμβανε τον διάλογο με τους άλλους ανθρώπους αλλά δεν έγινε ποτέ δυνατή λόγω της παρέμβασης εχθρικών προσώπων. Έτσι, αυτή η αντικατάσταση του εαυτού από κάποιον άλλον δείχνει την αδυναμία του αφηγητή να επικοινωνήσει. Έτσι, τρέφει μια ελπίδα ότι μέσω τον νεκρών θα επιστρέψει σε μια πληρότητα που έχει πλέον καταστραφεί, κάτι που όμως δεν πραγματοποιείται. 

Τελικά ο σταθμός στον οποίο πηγαίνει για να τους αναζητήσει είναι ένας ακόμη τόπος αναχώρησης και ως τέτοιος λειτουργεί. Έτσι, ενώ οι νεκροί δεν επιστρέφουν, απομακρύνοντας τα πάντα, όπως και ο ίδιος ο ποιητής, μοιρασμένος σε δύο κομμάτια. Το ένα μένει στον σταθμό, περιμένοντας μια άφιξη που δεν συντελείται, ενώ το άλλο, αναχωρεί με το τρένο, βλέποντας την πόλη να χάνεται στο βάθος. 
Με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η ανάγκη να επικοινωνήσει και να επανεφεύρει τον εαυτό του, αλλά και να συμφιλιωθεί με την ύπαρξη, κάτι που συμβολοποιείται με την ανάγκη για Θεό. Αυτή η ανάγκη φτάνει μέχρι την αρρώστια και μένει ανικανοποίητη.

 Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Μπουφέα «ο ποιητής στα πρώτα του φανερώματα δεν αναζητεί το Θεό, άλλοτε η ύπαρξή του είναι δεδομένη, άλλοτε την αμφισβητεί. Στη θέση του υψώνει μια νέα αξία, τον άνθρωπο και τη δύναμή του (...). Θα ‘λεγε κανείς ότι τα επαναστατικά του πρότυπα τον υποχρεώνουν να αρνηθεί το Θεό, ενώ απ’ την άλλη το ένστικτό του μένει γαντζωμένο επάνω του». (Φιλολογικές Σελίδες 2008) 

Στη δεύτερη περίοδο παρατηρείται μια έντονη διαφοροποίηση. «Διαμορφώνεται μια ολόκληρη θεο-θεωρία καθώς τη θέση της απογοήτευσης από το ανεκπλήρωτο ιδανικό της επανάστασης υποκαθιστά η αναζήτηση της ύπαρξης του Θεού». 

Διαισθητικά και όχι νοησιαρχικά προσπαθεί να προσεγγίσει το Θεό. Ως αρετές προβάλλονται η ταπεινοφροσύνη, η μετριοφροσύνη και μια ιδιότυπη, μυστικιστική σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα στο Θεό και στους περιθωριοποιημένους της κοινωνίας. (Οι περιθωριοποιημένοι, άλλωστε, της κοινωνίας, ζητιάνοι, 68 τυφλοί, υπηρέτριες, πόρνες, μέθυσοι πρωταγωνιστούν συχνά στο έργο του Λειβαδίτη.

 Εξαγνιζόμενοι μέσα στο ποιητικό του φως, θεωρούνται «εντιμότεροι αρνητές του συστήματος από τους επαγγελματίες αμφισβητίες»).5 Ακόμα εντονότερη είναι η κατάφαση του ποιητή στο θείο στην τρίτη φάση του έργου του, καθώς και μια στροφή στις μεταφυσικές αναζητήσεις και αντιλήψεις.

 Πιστεύει στη μεταθανάτια ζωή και προσδοκά την ανάσταση των νεκρών. Το κύκνειο άσμα του, Ο τυφλός με το λύχνο, θα ’λεγε κανείς πως γράφτηκε από εκκλησιαστικό υμνογράφο. Ειδικά η ενότητα «Συνομιλίες» είναι ολόκληρη μια προσευχή που κάθε ποίημά της αρχίζει με το «Κύριε...», ενώ πλήθος άλλοι τίτλοι («Ευαγγελισμός», «Η άρνηση του Πέτρου κ.ά.», παραπέμπουν κατευθείαν στο Χριστιανισμό. 

Αναφορικά με το παραπάνω συμπέρασμα του Λειβαδίτη ως χριστιανού, διατυπώσαμε ότι κάτι τέτοιο φαίνεται ότι δεν ισχύει, καθώς καθ’ όλη την διάρκεια του έργου του καταγράφει μια σειρά από διαφωνίες πολλές φορές με σαρκαστικό τρόπο. Άλλωστε, αναφορικά με την ανάσταση των νεκρών, ήδη από τα πρώτα έργα του βλέπουμε τους νεκρούς του πολέμου να ανασταίνονται και να πολεμούν τα συμφέροντα που προκάλεσαν τον πόλεμο, χωρίς όμως σε καμία περίπτωση αυτό να αποτελεί μία κυριολεκτική επιθυμία του συγγραφέα Σαν μία κατακλείδα του έργου του, ο Λειβαδίτης καταλήγει ότι μάλλον δεν μπορεί να καταλάβει τον Θεό. 

Και με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής θίγει ένα από τα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα, για το εάν θα μπορούσε ο άνθρωπος να κατανοήσει όλες τις αιτίες που συνεισφέρουν σε κάποιο αποτέλεσμα. Σε αυτό το σημείο ο ποιητής, ίσως, να συμφωνούσε με τον Μπιτσάκη ότι μιας επαρκής, εξαντλητική διατύπωση αυτής της αλληλεξάρτησης, η διαμόρφωση στη σκέψη μιας ακριβούς εικόνας του παγκόσμιου συστήματος όπου ζούμε, είναι αδύνατη για τους ανθρώπους και θα παραμείνει για πάντα αδύνατη.

 Όπως αναφέρει ο Έλληνας φιλόσοφος “Αν σε μια στιγμή της εξέλιξης της ανθρωπότητας ολοκληρωνόταν ένα τέτοιο τελικό σύστημα των αλληλεξαρτήσεων μέσα στον κόσμο αυτό θα σήμαινε πως η ανθρώπινη γνώση θα είχε φτάσει το όριό της” Τελικά ο Λειβαδίτης συνεχίζει να επιδιώκει να σώσει το νόημα όμως σε αυτή την εποχή, σε αυτή την ευτελή πραγματικότητα, κινδυνεύει. Επιπλέον η προσπάθεια του Λειβαδίτη, να σώσει τον Θεό, ένας θνητός δηλαδή να σώσει μια υπερβατική υπεριστορική οντότητα από τον θάνατο, δείχνει ότι ο ποιητής συνεχίζει να εκτιμά ότι ο Θεός δεν υπάρχει σαν τέτοιος, αλλά είναι όπως ξεκινήσαμε και την ενότητά μας “καθόλου αθάνατος” (Μπενάτσης 1991, 83) Η πίστη του Λειβαδίτη είναι ριζωμένη αλλού, δεν είναι ορθόδοξος. Η αίρεσή του, αυθόρμητα σε κάνει να αισθανθείς την απελπισία των γνωστικών. Ζει το πάθος μιας εποχής και τη νοσταλγία των πληγών της Τέλος, θα κλείσουμε με ένα απόσπασμα από τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου με βάση το οποίο θα μπορούσαμε να βγάλουμε σημαντικά συμπεράσματα για μεγάλο μέρος του έργου του 69 Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω στο τραπέζι τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει την υπομονή μόνο ένα, Θεέ μου- δεν έζησα: έχοντας να μεριμνήσω για τόσα φύλλα την άνοιξη. (Φιλοκύπρου 2012, 224) Η απώλεια αυτή υποδηλώνει μια νίκη επί του χρόνου. Κάτοικος της άλλης πλευράς της ζωής, όπου περνά τον καιρό του μεριμνώντας για να ανοιξιάτικα φύλλα, ο αφηγητής αυτοπροσδιορίζεται ως ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά.

 Ο Θεός πέθανε, ο έρωτας γεννήθηκε Αν ο Λειβαδίτης είναι ο ποιητής του Έρωτα και της Επανάστασης, όπως έχει χαρακτηριστεί τότε το ζήτημα της επανάστασης είναι κάτι που σε μεγάλο βαθμό επικαθορίζεται από την πίστη στο Είναι και στον Θεό. Τι συμβαίνει όμως με τον έρωτα. Εδώ τα πράγματα θα λέγαμε ότι είναι κάπως πιο περίπλοκα. Ο έρωτας στο έργο του ποιητή δεν διακρίνεται από τόσο αμείλικτες ασυνέχειες όπως η πίστη στο νόημα και στον σκοπό. Ο έρωτας, μπορεί να έχει κάποιες διαφοροποιήσεις όμως αυτές υπακούουν σε ένα γενικό μοτίβο με την απαισιοδοξία να κυριαρχεί τελικά και σε αυτήν την θεματική. Το κείμενο σύμβολο του Λειβαδίτη, πάνω στον Έρωτα, είναι αναμφίβολα το "Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας" Το πρώτο απόσπασμα που θα παραθέσουμε είναι το εξής: Γύρισε λοιπόν τα μάτια σου να κοιτάξω τον ουρανό δως μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου. (Λειβαδίτης 1952, 49) 

Όπως είδαμε η Φιλοκύπρου σχολιάζει πως ήδη από τις πρώτες συλλογές ο ουρανός αποτελεί μια μορφοποίηση της αιωνιότητας στο χώρο και στα πρώτα έργα ο ουρανός συμβολίζει την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή αλλά και την αλήθεια. Με βάση αυτό τεκμηριώνεται η άποψη του Μπαντιού πως ο έρωτας είναι ένα μέσο πρόσβασης στο υπερανθρώπινο (Badiou και Τruong 2013, 26) Ταυτόχρονα βλέπουμε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε την εγκατάλειψη του σώματος και την χρήση του σώματος του άλλου ακόμα και για τις πιο απλές λειτουργίες. Έτσι 70 λοιπόν ο έρωτας, αναφέρεται στην ολότητα του είναι του άλλου, και η εγκατάλειψη του σώματος είναι το υλικό σύμβολο αυτής της ολότητας. 

Επίσης, στο παραπάνω απόσπασμα μας δίνεται στοιχειωδώς το καθολικό που υπάρχει στον έρωτα ο οποίος μας προτείνει ουσιαστικά μια καινούρια εμπειρία του να είμαστε δύο και όχι ένας (Badiou και Truong 2013, 49) Το ότι μπορούμε να συναντήσουμε και να αποκτήσουμε την εμπειρία του κόσμου με έναν άλλον τρόπο απ’ ότι μέσω μιας μοναχικής συνείδησης, ιδού αυτό για το οποίο οποιοσδήποτε έρωτας μας προσφέρει μια καινούρια απόδειξη. Τα δύο υποκείμενα νιώθουν ευφορία και η ερωτική πληρότητα απόλυτη (Μπενάτσης 1991, 104) Όμως ανεξάρτητα από το τι θέλουν οι δύο ερωτευμένοι η κατάσταση θα τείνει να ανατραπεί καθώς θα παρεμβληθούν, διάφορα γεγονότα.. Μέσα από τις αισθήσεις τους τα υποκείμενα βιώνουν αυτά τα "συμπτώματα" Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή και πόλεμο ο άνεμος μπαινοβγαίνει μες τις χαραμάδες οι τοίχοι μουσκεύουνε φουσκώνουν, ύστερα γκρεμίζονται μισοασβεστωμένο το πεζούλι ρήμαξε η γειτονιά μας το καροτσάκι...αναποδογυρισμένο σε μια γωνιά 

Στην αρχή οι δύο ερωτευμένοι αντιμετωπίζουν μαζί τη νέα κατάσταση και ο έρωτας δεν διαταράσσεται ακόμα Εμείς σφιγγόμαστε ο ένας πλάι στον άλλο. Γιατί ξέραμε το ξέραμε, αγαπημένη μου, πως δεν ήταν ο άνεμος (Λειβαδίτης 1952, 50) Ο Μπαντιού θα γράψει το εξής (Badiou και Truong 2013, 35) "Αν ακουμπώντας στον ώμο εκείνης που αγαπώ, βλέπω, ας πούμε, τη γαλήνη του δειλινού σε κάποιο ορεινό τοπίο, τη χρυσοπράσινη όψη ενός λιβαδιού, τη σκιά των δέντρων, τα ακίνητα πρόβατα με το μαύρο μουσούδι πίσω από τον φράχτη και τον ήλιο που αποσύρεται πίσω από τα βράχια, και ξέρω, όχι μέσω του προσώπου της, αλλά μέσα στον κόσμο όπως αυτός είναι, ότι εκείνη που αγαπώ, βλέπει τον ίδιο κόσμο, και ότι αυτή η ταυτότητα αποτελεί μέρος του κόσμου, και ότι ο έρωτας είναι ακριβώς, τούτη τη στιγμή, αυτό το παράδοξο μιας ταυτόσημης διαφοράς, τότε ο έρωτας υπάρχει και υπόσχεται πως θα συνεχίζει να υπάρχει. 

Κι αυτό γιατί εκείνη κι εγώ βρισκόμαστε ενσωματωμένοι σ’ αυτό το μοναδικό υποκείμενο το ερωτικό υποκείμενο το οποίο πραγματεύεται το ξετύλιγμα του κόσμου μέσα από το πρίσμα της διαφοράς μας, ώστε αυτός ο κόσμος να επέρχεται, να γεννιέται αντί να περιορίζεται μόνο σ αυτό που πληροί 71 το προσωπικό μου βλέμμα." Όμως στο συγκεκριμένο ζήτημα μάλλον θα διαψευστεί διότι μπορεί ο κόσμος να έχει τα ειδυλλιακά χαρακτηριστικά που του περιγράφει, όχι όμως όταν βρίσκεται σε πόλεμο... Έτσι, μπορεί από την μία το ερωτικό υποκείμενο να βιώνει ενιαία την συγκεκριμένη κατάσταση αλλά αυτό δεν θα συνεχίσει για πολύ. 

Τουλάχιστον με την κυριολεκτική υλική και σωματική έννοια Ο Ζίζεκ (Ζίζεκ 2003, 118) θα γράψει ότι Ο μοναδικός τρόπος για να έχουν δύο άνθρωποι μια έντονη και βαθιά ικανοποιητική προσωπική σεξουαλική σχέση δεν είναι να κοιτάζονται στα μάτια, ξεχνώντας τον κόσμο γύρω τους, αλλά, ενώ κρατιούνται χέρι -χέρι, να κοιτούν έξω, ένα τρίτο σημείο (την Υπόθεση για την οποία αγωνίζονται και οι δύο, στην οποία και οι δύο έχουν στρατευτεί. Και πως οι άνθρωποι είναι πραγματικά ζωντανοί παρά μόνον όταν στρατεύονται με μιαν υπερβολική ένταση η οποία μας τοποθετεί πέραν της απλής ζωής, κάτι που αποτελεί τελικά και την εξέλιξη στο συγκεκριμένο έργο. 

Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι οι δύο ερωτευμένοι απολαμβάνουν την πληρότητά τους περπατώντας αγκαλιασμένοι πάνω στον Συμβολικό κόσμο, με μικρές εφόδους στην αιωνιότητα και το Πραγματικό. Όμως η επαφή με το Πραγματικό έρχεται και με άλλους τρόπους και είναι ιδιαίτερα βίαιη. Εκτός από τα στοιχεία της φύσης, είναι το ίδιο το κοινωνικό περιβάλλον που δηλώνει αυτή την αλλαγή κατάστασης. 
Κι εκείνος ο ομπρελάς που τραγουδούσε τα πρωινά ντουφεκίστηκε κι ο περιπτεράς που μας παλωνε τα ρέστα χαμογελώντας ντουφεκίστηκε Σε 'όλους τους τοίχους απόψε ντουφεκίζεται η ζωή. Και μετά από αυτά έχουμε σταδιακά την σταδιακή απομάκρυνση των δύο ερωτευμένων. Πάρε λοιπόν το κόκκινο στόμα σου από κοντά μου, Μαρία.. Κρυώνω (Λειβαδίτης 1952, 51)

 Στην συνέχεια διαβάζουμε το εξής Θυμάσαι, αγάπη μου, "την πρώτη μεγάλη μέρα μας"; Σου πήγαινε αυτό το κίτρινο φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο. Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια. Σου πήγαινε στο πρόσωπό σου ο ήλιος 72 σου πήγαινε στην άκρη του δρόμου αυτό το τριανταφυλλένιο σύννεφο κι αυτή η φωνή μακριά ενός πλανόδιου ακονιστή-σου πήγαινε (Λειβαδίτης 1952, 61) ------------------- ---------------- --------- 

Κ' έτσι αυτήν τη νύχτα είχαμε στη μέση των άστρων για πάντοτε παντρευτεί (Λειβαδίτης 1952, 64) Μια ερωτική δήλωση σαν και αυτή είναι η μετάβαση από το τυχαίο στο πεπρωμένο , Η ερωτική δήλωση εξάλλου δεν λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά, μία μόνο φορά, μπορεί να είναι μακρά, διάχυτη, συγκεχυμένη, περίπλοκη, Είναι η στιγμή που το τυχαίο παγιώνεται. Όπου λέτε στον εαυτό σας, αυτό που συνέβη εδώ, αυτή η συνάντηση, τα επεισόδια αυτής της συνάντησης θα τα ανακοινώσω στον άλλον. Θα του ανακοινώσω ότι κάτι συνέβη εδώ, τουλάχιστον για μένα, κάτι που με δεσμεύει. 

Καθώς γδυνόσουν θρόιζαν τα φύλλα ενός δάσους μακρινού ο ουρανός ξαστέρωνε μονομιάς καθώς γδυνόσουνα. (Λειβαδίτης. 1952, 65) ------------------------- 

Κι ύστερα τίποτα άλλο παρά η αγάπη μας Τίποτα άλλο παρά εγώ κι εσύ τίποτα άλλο παρά οι δυο μας (Λειβαδίτης 1952, 66) Εδώ ο ουρανός συμβολίζει την αλήθεια. Μια αλήθεια που προσέγγιζαν τα υποκείμενα μέσα από ον έρωτα, καθώς ο έρωτας αποτελεί και μια επαφή με το Είναι του άλλου και το πραγματικό της απόλαυσης. 
Πρόκειται πλέον για ένα ενιαίο ερωτικό υποκείμενο και όχι για δύο ξεχωριστές υποκειμενικότητες Για να χουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν (Λειβαδίτης 1952, 68) Αυτός ο έρωτας όμως λερώνεται, η τελειότητα χάνεται διότι τα θεμέλια πάνω στα οποία 73 δημιουργήθηκε οι δύο προσωπικότητες δεν μπορούν να αφήσουν την αδικία του κόσμου, παρότι ίσως σε κάποια στιγμή του έργου ταλαντεύονται. 

Οι ήρωες του Λειβαδίτη δεν δρουν όπως οι ρομαντικοί Μάριος και Τιτίκα του Ουγκώ, που αφήνουν τα οδοφράγματα και βιώνουν μια ζωή χαρισάμενη σε σπίτια-παλάτια. Ο Λειβαδίτης σε αυτή την ηρωική του περίοδο οδηγεί τους ήρωές του να καταπατήσουν την ατομικότητά τους αλλά και την ευτυχία τους γιατί έχουν αυτό το περιβόητο πάθος για το Πραγματικό. Οδηγεί τους ήρωές του να πράξουν με τον ίδιο τρόπο που έπραξε και αυτός... Έτσι, μέσα στον εμφύλιο πόλεμο το Υποκείμενο θα αναφωνήσει Μα απόψε σ' όλες τις γωνιές μας περιμένουν οι άνθρωποι. Δώσε μου για μια στιγμή το στόμα σου. Κι ετοίμασε το μπόγο μου, Μαρία σηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο την οριστική ρήξη με το Ερωτικό Συμβολικό για μια επαφή με το Επαναστατικό Πραγματικό.

Η συνέχεια δείχνει το υποκείμενο να σκέφτεται τον έρωτά του ακόμα και στα ξερονήσια όπου ανάμεσα σε άλλα θα γράψει ότι αν πεθάνει, θα πρέπει να τον ξεχάσει για να βρει έναν νέο έρωτα. Με αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής δείχνει να εκτιμά εκείνες τις παλιές στιγμές όπου ήταν μαζί ένα ενιαίο ερωτικό υποκείμενο Θα πρέπει ολάκερη να του δοθείς όπως κάποτε δόθηκες και σε μένα (Λειβαδίτης 1952, 70) Τελικά ο ποιητής θα τονίσει ότι αυτός ο έρωτας θα μείνει στην αιωνιότητα, θα κρατήσει για πάντα.

 Έτσι, θα γράψει στους τελευταίους στίχους της συλλογής Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δε θα πεθάνουμε. Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε αφού θ' ανασαίνουν σ' έναν κόσμο, που εγώ κ' εσύ τον ονειρευτήκαμε ε, τότε, αγαπημένη, θάμαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά. (Λειβαδίτης 1952, 77) 
Με αυτόν τον τρόπο ο ποιητής ουσιαστικά δείχνει ότι η ερωτική ευτυχία είναι η απόδειξη ότι ο 74 χρόνος μπορεί να υποδεχτεί την αιωνιότητα όπως θα σημείωνε ο Μπαντιού. Δείχνει όμως και κάτι παραπάνω. Ότι αυτή η αιωνιότητα κατακτιέται όχι μόνο από την ερωτική σχέση αλλά και από την σχέση αυτή με τον μετασχηματισμό του κόσμου.Στην συλλογή που ονομάζεται ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, θα διαβάσουμε τον στίχο Θα θυμάμαι τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο πόλεμο (Λειβαδίτης 1956, 159) 

Πρόκειται ασφαλώς για έναν στίχο που συνδέει υποδειγματικά τον έρωτα με την επανάσταση. Είναι ένας έρωτας όπου μπορεί να εκτυλίσσεται για τελευταία φορά, και έτσι αποκτά μια ακόμα πιο ξεχωριστή αξία. Επιπλέον ο συγκεκριμένος στίχος σηματοδοτεί αυτή την ενσωμάτωση σαυτό το μοναδικό υποκείμενο, το ερωτικό υποκείμενο. Έναν χρόνο μετά, στο Συμφωνία αρ. 1, θα γράψει ...και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ' τον άλλον. 

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν. (Λειβαδίτης 1957, 224) Όπως επίσης και το οι ερωτευμένοι παντρεύτηκαν και τώρα γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους... (Λειβαδίτης 1957, 229) Πρόκειται για μία αλλαγή στην προσέγγιση του έρωτα από μέρους του ποιητή η οποία δεν είναι ασύνδετη με την αλλαγή ολόκληρου του έργου του μετά το 1956. 

Έτσι λοιπόν ο έρωτας από ένα γεγονός όπου δύο κοινωνικό ιστορικές υπάρξεις βρίσκονται είναι συμβατές και είναι σαν μία ιστορική αναγκαιότητα να γνωριστούν. Αυτό το βλέπουμε στο "αυτό το αστέρι είναι για όλους μας" Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ'τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα. Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι 75 είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια. Όταν ακούμπαγα το τζάμι της βροχής, είταν που αργούσες ακόμα όταν τη νύχτα κοίταζα τ΄αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν είτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο είταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα. Πάντοτε. Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά-θυμάσαι;- μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
 (Λειβαδίτης 1952, 60)
 Πρόκειται για στίχους που προσδίδουν έναν μοιραίο χαρακτήρα στον έρωτα ενώ στην πραγματικότητα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε περισσότερο για μια τυχαιότητα και ενδεχομενικότητα.

 "Ο Έρωτας αρχίζει με τον απολύτως ενδεχομενικό και τυχαίο χαρακτήρα της συνάντησης. Πρόκειται στ’ αλήθεια για τα παιχνίδια του έρωτα και του τυχαίου. Και είναι αναπόφευκτα" θα γράψει ο Μπαντιού (Badiou και Truong 2013, 53). Αλλά το τυχαίο, πρέπει σε κάποια δεδομένη στιγμή, να παγιωθεί. Πρέπει, ακριβώς, να αρχίσει μια διάρκεια. Είναι σχεδόν ένα μεταφυσικό πρόβλημα, ιδιαίτερα περίπλοκο πώς ένα αρχικα καθαρά τυχαίο γεγονός μπορεί να καταστεί το σημείο στήριξης για την κατασκευή μιας αλήθειας;

 Πώς αυτό το πράγμα που κατά βάθος δεν ήταν προβλέψιμο και φαίνεται να συναρτάται με με τις απρόβλεπτες περιπέτειες της ύπαρξης θα καταστεί, ωστόσο, το πλήρες νόημα για δυο ζωές που αναμείχθηκαν, ζευγάρωσαν, οι οποίες θα αποκτήσουν την παρατεταμένη εμπειρία αναγέννησης του κόσμου με τη μεσολάβηση της διαφοράς βλεμμάτων; Πως περνάμε από την καθαρή συνάντηση στο παράδοξο ενός ενιαίου κόσμου, όπου αποκρυπτογραφείται το ότι είμαστε δύο; Για να πούμε την αλήθεια είναι εντελώς μυστηριώδες. Άλλωστε αυτό τροφοδοτεί εν πολλοίς τον σκεπτικισμό απέναντι στον έρωτα. Γιατί να μιλάμε για , θα πουν κάποιοι , για μια μεγάλη αλήθεια, σχετικά με το γεγονός ότι κάποιος συνάντησε τον συνάδελφό του στη δουλειά; Κι αυτό ακριβώς πρέπει να υποστηρίξουμε, ένα φαινομενικά ασήμαντο γεγονός, το οποίο όμως στην πραγματικότητα είναι ένα θεμελιακό συμβάν της μικροσκοπικής ζωής. Είναι φορέας μέσα στην επιμονή και στην διάρκειά του, μιας καθολικής 76 σημασίας. 

Είναι ωστόσο αλήθεια ότι «το τυχαίο πρέπει να παγιωθεί» Πρόκειται για μια φράση του Μαλλαρμέ «Το τυχαίο έχει επιτέλους παγιωθεί» (Badiou και Truong 2013, 56) Όμως να που η μικρότερη πίστη στο νόημα, στον σκοπό και στην δυνατότητα του ανθρώπου να γνωρίσει το Είναι σημαίνει τελικά και την μικρότερη πίστη στον έρωτα σαν κάτι αντικειμενικό Είναι σε αυτό το έργο μία κατασκευή. Και όταν αυτή η κατασκευή καταρρέει από την φθορά του χρόνου, από τις συσσωρευμένες προσπάθειες γνωριμίας, τότε έχουμε πλέον γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους. Είναι ένα ερώτημα αν από την αρχή ήταν ξένοι μεταξύ τους ή τους έκανε ο καιρός και η "ανάπτυξη"-διαφοροποίηση της κάθε προσωπικότητας που βρισκόταν στην σχέση. 

Στην συνέχεια του έργου του θα δούμε μία πιο ολοκληρωμένη και απαισιόδοξη προσέγγιση Για να καταλάβουμε όμως αυτή την αλλαγή θα πρέπει να παρεμβάλουμε στην ανάλυσή μας μία παρένθεση που αφορά το έργο "οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια." Πρόκειται για αποσπάσματα που συμπίπτουν με την ενότητα που παραθέσαμε για τον Θεό, όμως η μετάβαση από το αναγκαίο του έρωτα στο τυχαίο και κοινωνικά κατασκευασμένο περνάει από την ανάλυση συγκεκριμένων χωρίων

 Ο άντρας στάθηκε λίγο στο κεφαλόσκαλο πριν ανεβεί μοιάζοντας με το ερειπωμένο μαυσωλείο ενός ήρωα που κάποτε τον αγάπησαν και τον τραγούδησαν (Λειβαδίτης 1958, 277) Την ίδια στιγμή όμως αρνείται όλα αυτά που εκπροσωπούσε αυτός ο "ήρωας".Πως μπορεί κάποιος να ερωτευτεί ένα ερειπωμένο μαυσωλείο, πως μπορεί κάποιος να ερωτευτεί έναν κόσμο ολόκληρο που πέρασε τις δόξες του και προσπαθεί να ξεχάσει. Έτσι, ο έρωτας υποβιβάζεται στην σεξουαλική πράξη Στην συνέχεια έχουμε την Καντάτα όπου δημοσιεύτηκε το 1960 και υπάρχουν ιδιαίτερα διευρυμένα αποσπάσματα αναφορικά με τις ερωτικές σχέσεις. 

Αρχικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι διακρίνουμε αντιπαράθεση ανάμεσα σε ατομική και συλλογική ηθική όπως γράφει και ο Μπενάτσης "Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες ένας άντρας πήγε σένα απ' αυτά τα "σπίτια", πήρε μια γυναίκα, μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο, αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση, γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές "εδώ έρχονται για άλλα πράματα", οι άλλοι απ' έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα. Με τα πολλά 77 άνοιξαν, και τον διώξανε με τις κλωτσιές- ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, λέει, να κλάψεις μπρος σε μια γυναίκα. (Μπενάτσης 1991, 219 ) Για το αξιολογικό σύστημα της Καντάτας φυσικές σχέσεις θεωρούνται οι ερωτικές επαφές ενός άντρα και μιας γυναίκας.

 Πρόκειται για ομαλή σχέση, που ανάγεται στην έλξη των δύο φύλων. Η σεξουαλική πράξη ενός αρσενικού και ενός θηλυκού, πέρα από την ηθική της διάσταση, που την καθορίζουν άλλοι παράγοντες, είναι μια φυσιολογική λειτουργία Οι εξωσυζυγικές σχέσεις εστιάζονται στη μοιχεία της γυναίκας. Στη πρώτη περίπτωση χαρακτηρίζονται μη επιτρεπτές, στη δεύτερη έχουμε και μια προσπάθεια ερμηνείας του γεγονότος. Αναζητούνται δηλαδή οι αιτίες που οδηγούν μια γυναίκα να εγκαταλείψει τη συζυγική κλίνη και να αναζητήσει την ερωτική πληρότητα αλλού. Η αξιολογική όμως αποτίμηση της πράξης δεν είναι όμοια, όπως θα φανεί στη συνέχεια (Μπενάτσης 1991, 270 )

 Η γκρίνια της φτώχειας, ο πανικός του χρόνου, το κενό που άφησε ο έρωτας πεθαίνοντας το ατέλειωτο μονότονο κύλισμα των ημερών και των νυχτιών συχνά μας έσπρωξε σε σκέψεις κακές, ανομολόγητες, και κάποτε πλαγιάσαμε σε ξένα κρεβάτια Αν τώρα προσέξουμε το αποτέλεσμα αυτών των σεξουαλικών σχέσεων από τη σκοπιά της γυναίκας-Υποκειμένου, θα διαπιστώσουμε πως σημασιοδοτεί μια κατάσταση στέρησης. 

Στο πρώτο απόσπασμα η γυναίκα μητέρα ασφυκτιά. Άλλος είναι ο ρόλος που της υποβάλει η ανθρώπινη φύση της και διαφορετική η ερμηνεία που προσδοκούν τα παιδιά της. Το σχήμα προσπάθεια vs αποτυχία είναι φανερό στην τελευταία περίπτωση. Το θηλυκό αντιδρά και προσπαθεί να βρει μια διέξοδο στις εξωσυζυγικές σχέσεις, αλλά και εδώ τα αποτελέσματα είναι αρνητικά. Η ερωτική επικοινωνία με το αρσενικό δεν αποκαθίσταται. Ειδικά στα συντάγματα που ακολουθούν θα πρέπει να προσεχθεί η στέρηση της πόρνης που αρνήθηκε να αφήσει έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της. Η ερωτική πράξη παίρνει στην περίπτωση αυτή ένα διαφορετικό περιεχόμενο και ταυτίζεται με την βαθύτερη επικοινωνία δύο υπάρξεων. 

Επιπλέον βλέπουμε μία συνάφεια με τα αποσπάσματα από τις «γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια». Ο έρωτας πέθανε όμως αυτός ο θάνατος συνδυάζεται με την ευρύτερη κατάσταση, με την ταξική αδικία και την διαιώνισή της. Η ήττα του έρωτα είναι μία ήττα που συνδέεται με την ήττα του ανθρώπου να ανυψωθεί, την ήττα του ανθρώπου να καταλάβει. Την ήττα τελικά του ανθρώπου 78 να επαναστατήσει. Ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες, κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας. Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις -αχ περνάει γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις. Τα παιδιά ζούνε σένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους- με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους. Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μοναχές μέσα στο ερωτικό μας πάθος, αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα της μητρότητας μας (Μπενάτσης 1991, 221 )

 Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θάρθει η αναπότρεπτη ώρα, μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά, πως στέρησε τον εαυτό της απτην πιο βαθειά την πιο μεγάλη ερωτική πράξη μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της (Μπενάτσης 1991, 270 ) --------------------------------------------------- μας γδύνουν ύστερα για τα υπόλοιπα, και σε λίγο μας εγκαταλείπουν-όπως και οι προηγούμενοι πλαγιάσαμε και σε ξένα κρεβάτια σχεδόν αδιάφορες κι ύστερα λένε οι γιατροί πως τα 70% των γυναικών πάσχουν από αναφροδισία. Πως θα μπορούσε νάναι αλλιώς σε μια ζωή με τόση μοναξιά (Μπενάτσης 1991, 222 ) 

Επομένως μπορούμε να ισχυριστούμε πως με το πολλαπλό πλέγμα των σεξουαλικών σχέσεων δεν σηματοδοτείται ένας ενοχλητικός πανσεξουαλισμός, αλλά η σεξουαλική στέρηση των γυναικών, όχι σε επίπεδο πράξης, αλλά στη βαθύτερη ουσία της. Η μοναξιά έρχεται να συναντήσει την αποξένωση και όλα ξεκίνησαν στους στίχους, από την γκρίνια της φτώχιας, από τους υλικούς όρους αναπαραγωγής της ζωής. 79 

Στην συνέχεια του έργου του ο ο ποιητής θα γράψει Α 416 Οι εραστές είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει τον άλλον. Το πρωί πηγαίνουν σε ολοπόρφυρους, βασιλικούς δρόμους και το βράδυ πλαγιάζουν σε κρεβάτια κι από θρύλους πιο βαθειά Κι αν καμιά φορά τους δεις να παραπατάνε ή να παίρνουν μονοπάτια άγνωστα και μυθικά-μην ξαφνιαστείς, γιατί οι εραστές είναι τυφλοί, με τα ωχρά τους βλέφαρα κλειστά ο ένας απ' τη λάμψη του άλλου. Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται, μα οι ρόγες των δαχτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια, τα πάντοτε έκπληκτα μάτια του Θεού. (Λειβαδίτης 1963, 416) Θα παραθέσουμε σε αυτό το σημείο την άποψη του Μπαντιού για το σεξουαλικό. 

Φαίνεται ότι αυτή η άποψη, μάλλον διαφέρει από αυτό που περιγράφεται στο έργο του Λειβαδίτη, αφού ο τελευταίος περιγράφει το υποκείμενο της ερωτικής πράξης, μάλλον σαν ένα ενιαίο υποκείμενο. Από την άλλη ο Μπαντιού θα υποστηρίξει ότι το σεξουαλικό, δεν συνδέει, χωρίζει. Το να είναι κάποιος γυμνός, κολλημένος πάνω στον άλλον είναι μια εικόνα, μια φαντασιακή παράσταση. Το πραγματικό είναι ότι η απόλαυσή σας παρασύρει μακριά, πολύ μακριά από τον άλλον. Το πραγματικό είναι ναρκισσιστικό, ο δεσμός είναι φαντασιακός (Badiou και Truong 2013, 30) Κάτι που μπορεί να υποστηριχθεί και από το απόσπασμα που ακολουθεί 
Όλη τη νύχτα πάλεψαν απεγνωσμένα να σωθούν απ' τον εαυτό τους, δαγκώθηκαν, στα νύχια τους μείναν κομμάτια δέρμα, γδαρθήκανε σαν δυο ανυπεράσπιστοι εχθροί, σε μια στιγμή, αλλόφρονες, ματωμένοι, βγάλανε μια κραυγή 80 σα ναυαγοί που λίγο πριν ξεψυχήσουν, θαρρούν πως βλέπουν φώτα, κάπου μακριά Κι όταν ξημέρωσε, τα σώματά τους σα δυο μεγάλα ψαροκόκκαλα ξεβρασμένα στην όχθη ενός καινούριου μάταιου πρωινού (Μπενάτσης 1991, 430 ) 

Πρώτον θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η διάσωση από τον εαυτό τους περιγράφει με τον πιο χρωματιστό τρόπο αυτή την ακούσια προσήλωση του εγώ στο ενιαίο ερωτικό υποκείμενο. Αλλά ο έρωτας αναφέρεται στην ολότητα του είναι του άλλου, και η εγκατάλειψη του σώματος είναι το υλικό σύμβολο αυτής της ολότητας. Οι εραστές ξέρουν ότι ακόμη και στο πιο βίαιο παραλήρημα, ο έρωτας είναι παρών, σαν ένας φύλακας άγγελος των σωμάτων, στο ξύπνημα, το πρωί, όταν γαληνεύει η απόδειξη από τον απόηχο που είχε στα σώματα η δήλωση του έρωτα. 

Όμως σημαντικό στο συγκεκριμένο απόσπασμα είναι και αυτή η αντίθεση που φανερώνεται με το μάταιο της επόμενης μέρας, το μάταιο του πρωινού, σε αντίστιξη με αυτή την εντυπωσιακή νύχτα. Και περνάμε τώρα σε ένα από τα πιο γνωστά αποσπάσματα του ποιητή κυρίως λόγω της επιτυχημένης μελοποίησης. Φαίνεται ότι ο συγκεκριμένος στίχος καλύπτει με ένα ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο την αντίληψη του ποιητή για τη σχέση του πρόσκαιρου με την αιωνιότητα, και όλα αυτά μέσα από τον συσχετισμό με τον Θεό και τον έρωτα. Ένα πλατύ δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου, σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί την άνοιξη, έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας τινάζονταν μέσα στον ουρανό σαν μεγάλα γεφύρια απ όπου θα περνούσαν οι αιώνες- α για να γεννηθείς εσύ, κι εγώ για να σε συναντήσω γι αυτό έγινε ο κόσμος. Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα πάνω απ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα ως τα ασύγκριτα, θνητά σου χείλη. (Λειβαδίτης 1963, 382 ) 

Σε αυτόν τον στίχο που έχει μάλιστα μελοποιηθεί με μεγάλη δημοφιλία και επιτυχία βλέπουμε αυτό το παιχνίδι του έρωτα με την αιωνιότητα και τον Θεό. Καταρχήν διακρίνουμε ότι η αιωνιότητα μπορεί να υπάρξει μέσα στον ίδιο τον χρόνο της ζωής, είναι κάτι που ο έρωτας, του οποίου η ουσία συνίσταται στην πιστότητα, με το νόημα που δίνω σ αυτή την λέξη, έρχεται να αποδείξει. Με δυο λόγια η ευτυχία. 
Ναι, η ερωτική ευτυχία είναι η απόδειξη ότι ο χρόνος μπορεί να 81 υποδεχτεί την αιωνιότητα. Όπως επίσης αποδείξεις της ίδιας τάξεως είναι ο πολιτικός ενθουσιασμός όταν συμμετέχουμε σε μια επαναστατική δράση, η ευχαρίστηση που μας δίνουν τα έργα τέχνης και η σχεδόν υπερφυσική χαρά που νιώθουμε όταν επιτέλους κατανοούμε σε βάθος μια επιστημονική θεωρία (Badiou και Truong 2013, 57) Στην συνέχεια θα κινηθούμε εκ νέου στο ζήτημα της συνάντησης. 

Πρέπει σίγουρα να υπάρχει κάτι το καθολικό στον έρωτα ώστε αυτές οι ιστορίες να ενδιαφέρουν ένα τόσο μεγάλο κοινό. Το καθολικό που υπάρχει είναι ότι κάθε έρωτας προτείνει μια καινούρια εμπειρία αλήθειας σχετικά με το να είμαστε δύο και όχι ένας. Το ότι μπορούμε να συναντήσουμε και να αποκτήσουμε την εμπειρία του κόσμου με έναν άλλον τρόπο απ ότι μέσω μιας μοναχικής συνείδησης, ιδού αυτό για το οποίο οποιοσδήποτε έρωτας μας προσφέρει μια καινούρια απόδειξη. Πολύ απλά γιατί αγαπούμε τις αλήθειες. Οι άνθρωποι αγαπούν τις αλήθειες ακόμη κι όταν δεν ξέρουν ότι τις αγαπούν.(Badiou και Truong 2013, 52) Ο Έρωτας αρχίζει με τον απολύτως ενδεχομενικό και τυχαίο χαρακτήρα της συνάντησης. Πρόκειται στα αλήθεια για τα παιχνίδια του έρωτα και του τυχαίου. Και είναι αναπόφευκτα. 

Αλλά το τυχαίο, πρέπει σε κάποια δεδομένη στιγμή, να παγιωθεί. Πρέπει, ακριβώς, να αρχίσει μια διάρκεια. Είναι σχεδόν ένα μεταφυσικό πρόβλημα, ιδιαίτερα περίπλοκο πώς ένα αρχικά καθαρά τυχαίο γεγονός μπορεί να καταστεί το σημείο στήριξης για την κατασκευή μιας αλήθειας; Πώς αυτό το πράγμα που κατά βάθος δεν ήταν προβλέψιμο και φαίνεται να συναρτάται με τις απρόβλεπτες περιπέτειες της ύπαρξης θα καταστεί, ωστόσο, το πλήρες νόημα για δυο ζωές που αναμείχθηκαν, ζευγάρωσαν, οι οποίες θα αποκτήσουν την παρατεταμένη εμπειρία αναγέννησης του κόσμου με τη μεσολάβηση της διαφοράς βλεμμάτων; Πως περνάμε από την καθαρή συνάντηση στο παράδοξο ενός ενιαίου κόσμου, όπου αποκρυπτογραφείται το ότι είμαστε δύο; Για να πούμε την αλήθεια είναι εντελώς μυστηριώδες. Άλλωστε αυτό τροφοδοτεί εν πολλοίς τον σκεπτικισμό απέναντι στον έρωτα. 

Γιατί να μιλάμε για , θα πουν κάποιοι , για μια μεγάλη αλήθεια, σχετικά με το γεγονός ότι κάποιος συνάντησε τον συνάδελφό του στη δουλειά; Κι αυτό ακριβώς πρέπει να υποστηρίξουμε, ένα φαινομενικά ασήμαντο γεγονός, το οποίο όμως στην πραγματικότητα είναι ένα θεμελιακό συμβάν της μικροσκοπικής ζωής. Είναι φορέας μέσα στην επιμονή και στην διάρκειά του, μιας καθολικής σημασίας. Είναι ωστόσο αλήθεια ότι «το τυχαίο πρέπει να παγιωθεί» Πρόκειται για μια φράση του Μαλλαρμέ «Το τυχαίο έχει επιτέλους παγιωθεί» Δεν το λέει αναφερόμενος στον έρωτα αλλά στο ποίημα Και συχνά αυτό που αρχίζει εδώ διαρκεί τόσο πολύ, εμπεριέχει σε τέτοιο βαθμό καινοτομία και εμπειρία του κόσμου, ώστε, αναδρομικά να μην παρουσιάζεται πλέον καθόλου σαν ενδεχομενικό και τυχαίο, όπως στην αρχή, αλλά πρακτικά σαν μια αναγκαιότητα. (Badiou και Truong 2013, 52) 82 Σε αυτόν τον στίχο έχουμε και την εμφάνιση ενός γνωστού μοτίβου στο έργο του Λειβαδίτη, δηλαδή της σκάλας.

 Εδώ διακρίνουμε σαφώς ότι ο έρωτας ανυψώνει τον άνθρωπο στο αιώνιο, παρότι αυτό το αιώνιο ισοδυναμεί τελικά με κάτι θνητό, όπως τα χείλη της ερωμένης. Μερικές σελίδες μετά θα βρούμε το εξής Βραδιάζει. Κι ο άντρας κι η γυναίκα τρέχουν να πλαγιάσουν μαζί, Το κρεβάτι μας είναι ένα καράβι που πάει στο αύριο χωρίς εμάς (Λειβαδίτης 1963, 386) 
Ο παραπάνω στίχος τεκμηριώνει ίσως την αντίληψη το σεξουαλικό είναι τελικά και αυτό μια απόδραση στο φαντασιακό. Ο έρωτας αποτυπώνεται όλο και περισσότερο σαν μία ματαιότητα, σαν κάτι που τελικά απογοητεύει Όλα δείχναν πως είχε τελειώσει η αγάπη μας, Τα χάδια μας ξυπνούσαν τώρα πιότερο την ανάμνηση παρά το ίδιο μας το κορμί. Κι όμως δε θέλαμε να το πιστέψουμε, επιμέναμε. Σκεπάζοντας τις ρωγμές του χρόνου με όρκους, δάκρια, ασέλγειες, κι άλλες τέτοιες υπέροχες και μάταιες υπερβολές. (Λειβαδίτης 1963, 387) 

Έχουμε εδώ έναν έρωτα αποτυχημένο, έναν έρωτα που δεν είναι πια έρωτας αν ορίσουμε αυτόν σαν έναν πετυχημένο αγώνα ενάντια στον χωρισμό. Ο Μπαντιού συστήνει για τον έρωτα ότι Πρέπει να είμαστε εν δράσει, πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή, πρέπει να ξαναβρισκόμαστε, με τον εαυτό μας και με τον άλλον. Πρέπει να στοχαζόμαστε, να δρούμε, να μετασχηματίζουμε. Και τότε, ναι, ως εμμενής ανταμοιβή του μόχθου, υπάρχει η ευτυχία. 
Τον χαρακτηρίζει μια εργώδης διαδικασία και σε αυτό το σημείο βλέπουμε ότι αυτή η εργώδης προσπάθεια διατήρησης του έρωτα γίνει πλέον, μία "μάταιαη υπερβολή" 
Τελικά ο έρωτας καταλήγει σε αυτήν την απόλυτη μοναξιά Μα όταν εκείνο το βράδυ σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλοί κι έφυγες χωρίς να σε σταματήσω ή να σε καλέσω πίσω και το κρεβάτι έμεινε βουλιαγμένο κι άδειο, σαν ένας τάφος που ζητάει το νεκρό του, και βρέθηκες μονάχη στη μέση του δρόμου, κι εγώ καταμό- 83 ναχος στην άδεια παγωμένη κάμαρα, έκλαψα-έκλαψα τότε ατελείωτα, καθώς είδα με τρόμο ξαφνικά, πόσο είχαμε σταθεί για πάντα ξένοι (Λειβαδίτης 1987, 430) 

Τείνει λοιπόν να αποτελεί μία θολή ανάμνηση. Το υποκείμενο συνειδητοποιεί το μάταιο του να κρατήσει κάτι που δεν υπάρχει και έτσι δεν προσπαθεί καν να κρατήσει την σύντροφό του. Εάν ήταν για πάντα ξένοι αυτό μας γυρίζει στην εγγενή αντίληψη του Λειβαδίτη για τον έρωτα, όπου λόγω αυτού οι άνθρωποι είναι πραγματικά δύσκολο να γνωριστούν Άπιστη πίστη και αδύνατη πληρότητα 

Παρόλα αυτά, παρά την απαισιοδοξία τόσο για την κατανόηση του κόσμου όσο και για τον έρωτα, Μπροστά σε αυτόν τον έρωτα, που τελικά πληγώνει ο Λειβαδίτης οικοδομεί φαντασιώσεις, δηλαδή φαντασιακές καταστάσεις πληρότητας για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί η διαδικασία της κοινωνικοσυμβολικής τάξης. 
Με αυτόν τον μηχανισμό ερωτεύεται τις γυναίκες, αλλά ακόμα και την ίδια την βίαιη επαναστατική αλλαγή του status quo. Αυτήν την τάση της επαναστατικής σκέψης έχει σχολιάσει ο Φρέηρε αναφερόμενοι στο γνωστό απόσπασμα του Τσε Γκεβάρα, από το παρακάτω απόσπασμα “Να μου επιτρέψεις να πω, κινδυνεύοντας να φανώ γελοίος, ότι ο αληθινός επαναστάτης οδηγείται από δυνατά αισθήματα αγάπης [...] αυτό είναι ίσως ένα από τα μεγαλύτερα δράματα ενός ηγέτη. Πρέπει να συνδυάσει ένα παθιασμένο πνεύμα με ένα ψυχρό μυαλό και να πάρει οδυνηρές αποφάσεις χωρίς να διασπάται ούτε ένας μυς του προσώπου του.” (Φρέηρε 1977, 130) 

Έτσι λοιπόν 84 ο Βραζιλιάνος παιδαγωγός, γράφει σχετικά: Σε μια ορισμένη στιγμή της υπαρξιακής εμπειρίας τους, κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες, αυτοί οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την τάξη στην οποία ανήκουν καί προσχωρούν στους καταπιεζόμενους, με μια πράξη αληθινής αλληλεγγύης. "Άσχετα από το αν αυτή ή προσχώρηση προκύπτει ή όχι από μια επιστημονική ανάλυση της πραγματικότητας, αποτελεί (όταν είναι γνήσια) μια πράξη αγάπης και αληθινής στράτευσης (Φρέηρε 1977, 38) 

Ο Φρέηρε μάλιστα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: '”Η έπανάσταση άγαπά και δημιουργεί ζωή, και για να δημιουργήσει ζωή μπορεί να υποχρεωθεί να εμποδίσει μερικούς ανθρώπους να βάλουν φραγμούς στη ζωή. Πέρα από τον κύκλο ζωής και θανάτου, πού είναι βασικός στη φύση, υπάρχει επίσης ένας αφύσικος ζωντανός θάνατος : ή ζωή πού στερήθηκε τήν πληρότητα της (Φρέηρε 1977, 46) 

Επομένως σε αυτό το ζήτημα βλέπουμε ότι ο επαναστάτης (και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο επαναστάτης ποιητής )αναζητεί μια πληρότητα η οποία όπως είδαμε είναι αδύνατη, μόνο που είναι διατεθειμένος να προβεί σε τρομερές πράξεις, στην προσπάθειά του να κυκλώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του Πραγματικού αναζητώντας αυτήν την χαμένη πληρότητα, μέσα από την εξερεύνηση του ανεξερεύνητου. Πιστεύουμε ότι αυτός ο τρόπος σκέψης και ζωής είναι τελικά η πρακτική υλοποίηση αυτού που ο Σταυρακάκης, χαρακτήρισε άπιστη πίστη (Σταυρακάκης 2012, 157-158 )

 Ο Ζίζεκ καταφάσκει σε μία πιστότητα στο συμβάν, ως ηθική πίστης στις ρωγμές της εκάστοτε επικρατούσας οντολογίας. Βεβαίως, αυτή η πιστότητα θα πρέπει να συνδυάζεται και με μία πίστη στη συμβαντικότητα κάτι που αναγκαστικά σημαίνει ότι θα πρέπει να κρατάει μία απόσταση από το εκάστοτε συμβάν. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει μια πίστη στο πραγματικό ως αδύνατο. Βέβαια, με αυτόν τον τρόπο, θα σημειώσει ο Σταυρακάκης , δημιουργείται ταυτόχρονα μία πίστη για άρνηση αυτού που ήδη πιστέψαμε, δηλαδή του μεμονωμένου συμβάντος. 

Έχουμε επομένως μια άπιστη πίστη, μια προδοσία με την έννοια του ότι μια μορφή, μια παρουσίαση της πράξης ξεφεύγει από την απόλυτη θετικότητα και εμπεριέχει τα σπέρματα της άρνησής της. Έτσι, η άπιστη πίστη προϋποθέτει ότι διατηρούμε μια πίστη στην ανοικτότητα του πολιτικού πεδίου και δεσμευόμαστε ότι θα συνεχιστεί η πολιτική επανεγγραφή της διαρκούς έλλειψης στον Άλλο (Σταυρακάκης 2012, 157-158 και Σταυρακάκης 2010, 4).

 Σε ένα απόσπασμα ο Λειβαδίτης γράφει τα εξής: “ο έρωτας μοιάζει με το φεγγάρι, αναβάλει την 85 προδοσία” (Λειβαδίτης, 1997: 16 ) βάση το παραπάνω μπορούμε να προσεγγίσουμε το απόσπασμα του Λειβαδίτη ως εξής: Ο έρωτας, κινητήριος μοχλός στην ποίηση και την ζωή του Λειβαδίτη, συνοδεύεται από μία πιστότητα στα συμβάντα και στην εξερέυνηση του αδύνατου, την ίδια στιγμή όμως αυτή η πίστη τείνει να προδίδεται από την ίδια την κοινωνικοσυμβολική τάξη με αποτέλεσμα να έχουμε συναισθηματική αποεπένδυση του συμβολικού, εξαρθρώσεις και εκ νέου συναρθρώσεις, με πιστότητα σε νέα συμβάντα. 

Συμπέρασμα Στην παρούσα εργασία αναμετρηθήκαμε με έννοιες κλειδιά για την Λακανική πολιτική σκέψη, όπως η εξάρθρωση, η συνάρθρωση το Πραγματικό, η ταύτιση και η ταυτότητα, το Συμβολικό η ιδεολογία, το σύμπτωμα, η φαντασίωση, η άπιστη πίστη και άλλες. Το ενδιαφέρον είναι ότι νοηματικά φαίνεται να οδηγείται στα συμπεράσματα που περιγράφουν τα παραπάνω σημαίνονται και ο ποιητής που εξετάσαμε μέσα από το ώριμο και ύστερο (μετά το 1956) έργο του. 

Στο πρώτο κεφάλαιο, διακρίναμε την διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και την κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα, και εστιάσαμε στην εξέγερση, ως προσπάθεια βίαιης συμβολοποίησης του πραγματικού και συνεπαγόμενου μετασχηματισμού της. Η αποτυχία αυτή είναι τελικά αυτό που προκαλεί μια εξάρθρωση και τομή στο έργο του ποιητή. 

Η εξάρθρωση έχει τραυματικό αλλά και δημιουργικό πυρήνα καθώς η εκ νέου συνάρθρωση που επιχειρεί ο ποιητής θα μας παρέχει αυτό το εξαιρετικό έργο που άφησε πίσω του. Έτσι, στο “Διαφυγή στο Πραγματικό, είδαμε τις πρώτες προσπάθειες του Λειβαδίτη, να αναζητήσει μια άλλη κοινωνικοσυμβολική τάξη, δια της αποφυγής της και της επαφής με το Πραγματικό. Η ποίηση σε αυτά τα ταξίδια προσφέρει ένα μέσο, έχει όμως και τα όριά της λόγω της κοινωνικά κατασκευασμένης Συμβολικής πραγματικότητας, λόγω των κοινωνικά κατασκευασμένων συμβόλων με τα οποία γίνεται η προσπάθεια να περιγραφεί το πραγματικό. 

Αντίθετα και αυτό έχει μεγάλη σημασία, η μουσική φαίνεται να ανοίγει διαδρόμους που η ποίηση κλείνει, για τους παραπάνω λόγους. Η ποίηση όμως και γενικότερα αυτή η προσπάθεια, φαίνεται να προφυλάσσει τον Λειβαδίτη από κάτι πολύ μεγαλύτερο. Έτσι λοιπόν το “πραγματικότητα μια φαντασιωτική κατασκευή”, θα δούμε ότι και ο Λειβαδίτης ανιχνεύει πως η πραγματικότητα αποτελεί διαφυγή από κάποιον τραυματικό πυρήνα του πραγματικού. Τελικά ο Λειβαδίτης επιλέγει να μην συγκροτεί πάγιες στατικές ταυτότητες, εντός αυτής της πραγματικότητας, αλλά λόγω και των εξαρθρώσεων τις οποίες βιώνει, αποεπενδύει συναισθηματικά το υπάρχον για να πειραματιστεί με τις ταυτίσεις, μέσω του Συμβολικού κάτι που μπορεί να φέρει κάποιον χέρι χέρι με την τρέλα, παρότι ο Λειβαδίτης το αποφεύγει με δημιουργικό 86 τρόπο.

 Σε αυτό το κεφάλαιο είδαμε επίσης ότι με βάση τον Μπαντιού, ο τύπος ανθρώπου του “Λενινιστή” (θα λέγαμε καλύτερα του επαναστάτη” χαρακτηρίζεται από την αποεπένδυση και την όραση του κόσμου σαν παλαιού σάπιου και γερασμένου. Η ποίηση του Λειβαδίτη, είναι τόσο πολυδιάστατη που ενώ μία τις διαστάσεις της θα μπορούσε να υπόκειται στην παραπάνω κριτική, τελικά επενδύει εκ νέου στο Συμβολικό και νιώθει για αυτό μια ερωτική διάθεση εξερεύνησης. Στο διέξοδος μέσω παρελθόντος και μέλλοντος, θα δούμε ότι ο Λειβαδίτης αναζητά διαδρόμους διαφυγής τόσο στο παρελθόν όσο και σοτ μέλλον περιγράφοντας καταστάσεις μια φαντασιακής πληρότητας που όμως είναι εν γνώση του ότι δεν μπορεί να έρθει ποτέ παρά μόνο πριν την γέννησή μας, δηλαδή σε αυτό που ο Λακάν θα έλεγε το προσυμβολικό επίπεδο. 

Στο επιθυμία Νόμος και Jouissance, εξετάσαμε στην σχέση που έχει η ηδονή με τον Νόμο και τον τρόπο που η επιθυμία τελικά όπως και ο Νόμος φράζει τον δρόμο προς την αδύνατη πληρότητα, δηλαδή εμποδίζει την προσέγγιση στο πράγμα. Έτσι, τα ποιήματα του Λειβαδίτη, εκφράζουν αυτή την ασυνείδητη ικανοποίηση και ευχαρίστηση που αντλείται από την δυσαρέσκεια. Έτσι, η επιθυμία αποτελεί τελικά μια αδύνατη αναζήτηση της πληρότητας, είτε αυτή στο έργο του Λειβαδίτη στρέφεται προς το παρελθόν είτε προς το μέλλον.
 Πάντως, αυτή η επιθυμία παρότι, επιτελεί τον ρόλο που αναφέρθηκε επιτελεί τελικό θετικό ρόλο στην διαρκή αναζήτηση, του ανεξάντλητου. Μέσω της ρήσης του Λειβαδίτη για τον Θεό που δεν είναι καθόλου αθάνατος, μπήκαμε στην ενότητα για τον Θεό. Εκεί όμως δεν εξετάσαμε το θέμα με την κλασική έννοια της υπερβατικής ύπαρξης. Παρότι είδαμε ο Λειβαδίτης αναμετριέται επανειλημμένα με την πίστη σε αυτόν. Ο Θεός στο έργο του ποιητή εκπροσωπεί την αρχή εδραίωσης των κοινωνικών σχέσεων. 

Συνεπώς με την ρήση του ο Λειβαδίτης, θα υπονοήσει ότι ενώ υπάρχει ακόμα μια αρχή και μια αναγκαιότητα, είναι ανεξερεύνητη η φύση της και αυτό το έργο θα αναλάβει, ως ποιητής. Το έργο αυτό όμως δεν είναι άσχετο με τις ευρύτερες διεργασίες της κοινωνίας. Η ήττα των επαναστατικών δυνάμεων, επηρεάσει άμεσα τον Λειβαδίτη και στην συγκεκριμένη θεματική, με αποτέλεσμα σταδιακά να απολέσει όχι την πίστη στον Θεό, που απ ότι περιγράφουμε φαίνεται να μην την είχε ποτέ, αλλά τη πίστη ο άνθρωπος να ρυθμίζει αυτήν την αρχή εδραίωσης, να γίνει δηλαδή ο ίδιος Θεός, και να κάνει την έφοδο στον ουρανό. Τελικά ο Λειβαδίτης έχει μία παράδοξη συνάντηση με τον Νίτσε καταλήγει σε μια νοσταλγία για το παρελθόν, ένα παρελθόν όπου η κατανόηση ήταν πιο εύκολη και ο Θεός, ακόμα ζωντανός. Αποεπενδύει από το Πραγματικό. Ο Θεός εκπροσωπεί το Είναι και το Πραγματικό. 

Στην αρχή οι ήρωές του, θέλουν να ενσαρκώσουν το Θεό. Στην συνέχεια τον φοβούνται και πιο μετά αρχίζουν να πιστεύουν σε αυτόν, σαν μια φαντασίωση που χρησιμεύει για να κρατήσει κάποιο νόημα στην ζωή. Παρόλα αυτά με τον καιρό οι στίχοι του ποιητή περιγράφουν έναν κόσμο άσκοπο. 87 Κάτι τέτοιο, εν γνώσει του ίδιου του δημιουργού φαίνεται να πηγαίνει πίσω οποιαδήποτε διαδικασία χειραφέτησης. Ακόμα και αν υπάρχει νόημα, ο Λειβαδίτης κρίνει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να το προσεγγίσει, όπως την καταστατική έλλειψη. Το Πραγματικό στέλνει διαρκώς συμπτώματα στην πραγματικότητα. Παρά την καταστατική αδυναμία ο ποιητής προσπαθεί, και αυτή η δυναμική προσπάθεια στέλνει αυτόν και πολλούς ακόμα, νεκροζώντανους στα όρια της κοινωνικοσυμβολικής τάξης και της τρέλας. 

Διέπεται από αυτό που θα λέγαμε άπιστη πίστη. Αλλά παρόλα αυτά συνεχίζει να κινείται σε ένα ταξίδι επενδύσεων και εξαρθρώσεων αναζητώντας μια πληρότητα που σε μεγάλο μέρος του έργου του παραδέχεται πλέον πως μπορεί να είναι αδύνατη Παρά την προσπάθεια να πιστέψει, σε κάποιο νόημα, οι θρησκευτικοί μύθοι δεν τον πείθουν. Οι αφηγήσεις για επαναστατική αλλαγή επίσης. Και αυτό που μένει τελικά είναι ένας ποιητής που προσπαθεί να αντλήσει νόημα για να ζει, από το παρελθόν, νοσταλγώντας. Οι ραφές του Είναι έχουν ξηλωθεί, όμως κάποτε έδειχναν να υπάρχουν. Τελικά υπάρχει η Οδησσός, το Είναι και η Επανάσταση; Αυτό είναι και το ανοιχτό ερώτημα του οποίου την απάντηση φαίνεται να αφήνει στις νέες γενιές 

Επιπλέον θα σημειώναμε ότι έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο έργο του ποιητή έπαιξαν οι φαντασιώσεις πληρότητας. Ίσως αποτελούν μάλιστα έναν κινητήριο μοχλό .Έτσι είτε στις γυναίκες είτε σε μια μελλοντική τάξη, ο άνθρωπος, ερωτεύεται το αδύνατο της απόλυτης γνωριμίας και πληρότητας και προσπαθεί κατά το δυνατόν να την προσεγγίζει. Aυτή την δυνατότητα του Λειβαδίτη παρακολουθούμε και στην ενότητα για τον έρωτα. Εκεί διακρίναμε και αναλύσαμε τους συλλογισμούς του ποιητή μέσα από την σκέψη του Γάλλου Φιλοσόφου Αλαίν Μπαντιού. Τελικά θα δούμε ότι οι αναφορικά με τον έρωτα παρότι οι ασυνέχειες του έργου του δεν είναι τόσο αιχμηρές όσο του Θεού, τελικά η συνολική κοινωνική ήττα επηρεάζει την πραγμάτευσή του. Παρόλα αυτά, η οριστική παραίτηση δεν θα επέλθει ποτέ. Η προσπάθεια συνεχίζεται, πράξη γενναία αν αναλογιστεί κανείς το τετελεσμένο συμπέρασμα της μελλούμενης απογοήτευσης. Αυτή η διαθεσιμότητα του ποιητή να ερωτεύεται διαρκώς, παρότι μπορεί να απογοητευτεί και να είναι μάλιστα σε θέση να προβεί σε τρομερές πράξεις για τον έρωτά του, αποτελεί την πρακτική υλοποίηση της Άπιστης Πίστης που αναφέρει ως όρο ο Σταυρακάκης. 

Άρα το έργο του Λειβαδίτη, φαίνεται να αποτελεί ακριβώς αυτή την διαδικασία της πιστότητας στα συμβάντα και στην εξερεύνηση του αδύνατου. Αυτή η πίστη τείνει διαρκώς να προδίδεται, με αποτέλεσμα να έχουμε την συναισθηματική αποεπένδυση του συμβολικού και την εξάρθρωση. 

Όμως ο Λειβαδίτης επιλέγει το κάτι αντί για το τίποτα, δηλαδή την νέα συνάρθρωση και τις νέες ταυτίσεις ενάντια στην τρέλα, με πιστότητα σε νέα συμβάντα. Αυτή του η συνέπεια, α-συνέπεια, είναι τελικά και ο λόγος που πραγματοποιήσαμε την παρούσα εργασία, για να ανιχνεύσουμε μία προσπάθεια ειλικρινούς αναζήτησης του τι πήγε στραβά στα ορθολογικά όνειρα της επαναστατικής αριστεράς.

 88 Βιβλιογραφία

 Badiou A. και Truong N.. (2013). Εγκώμιο για τον έρωτα. Αθήνα: Πατάκη. Badiou, A.. Το ένα διαιρείται σε δύο. Σεμινάρια στο Διεθνές κολέγιο φιλοσοφίας. Ανακτήθηκε 8 Αυγούστου 2013 από http://bestimmung.blogspot.gr/2013/07/alain-badiou.html. Emig R.. 2010 “Γραμματολογικές σπουδές και ψυχαναλυτικές θέσεις”. Στο Ιστορικές, φιλοσοφικές και ψυχολογικές όψεις της θεωρίας της λογοτεχνίας στον 20ο αιώνα επεξεργασμένο από τους Christina Knellwolf και Christopher Norris. 255-278. Αθήνα: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Νewton K.M.. 2013. Η Λογοτεχνική Θεωρία του εικοστού αιώνα, ανθολόγιο κειμένων. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. O' Malley, J.. επιμέλεια. 1977. Karl Marx: Critique of Hegel's 'Philosophy Of Right'. Cambridge: Cambridge University Press. Radicaldesire. (Μπαλασόπουλος Αντώνης). 2009. Ο Pascal και τα ουσιώδη διλήμματα της αριστεράς. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2013 από http://radicaldesire.blogspot.gr/2009/11/pascal.html. Stavrakakis, Y.. 2010 On Acts pure and impure. Internation Journal of Zizek studies 4:2. Waugh Ρ.. 2010 . «Μεταμοντερνισμός». Στο Ιστορικές, φιλοσοφικές και ψυχολογικές όψεις της θεωρίας της λογοτεχνίας στον 20ο αιώνα επεξεργασμένο από τους Christina Knellwolf και Christopher Norris, 411-436. Αθήνα: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Zizek S.. 2009. First as a Tragedy then as a Farce. Edimburgh: Verso. Γκάνταμερ Χ. Γκ.. 2010. «Η Γλωσσικότητα ως καθορισμός του αντικειμένου της ερμηνευτικής». Στο ΄΄Η Λογοτεχνική Θεωρία του εικοστού αιώνα΄΄, ανθολόγιο κειμένων, με επιμέλεια του Κ.Μ. Νewton σ. 83-89. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Πρώτη δημοσίευση στο Wahrheit ind Methode Τυβίγγη, «"Language as Determination of the Hermeneutic Object, σ. 394-399. 89 Έλλις Τζ. Μ. . 1874. «Το συναφές συγκείμενο ενός λογοτεχνικού κειμένου» στο ». Στο Η Λογοτεχνική Θεωρία του εικοστού αιώνα, ανθολόγιο κειμένων, με επιμέλεια του Κ.Μ. Νewton σ. 59-64. Ηράκλειο:Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Πρώτη δημοσίευση στο Μπέρκλευ 1874, "The Relevant Context of a Litetary Text", The Theory of Literary Criticism: A Logical Analysis, σ. 104-121. Ζίζεκ. Σ.. 2006. Το Υψηλό Αντικείμενο της ιδεολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Scripta. Ζίζεκ. Σ.. 2003. Καλωσορίσατε στην έρημο του Πραγματικού. Αθήνα: Scripta. Ζίζεκ,Σ.. 2010. Βία, έξι λοξοί στοχασμοί. Αθήνα: Scripta. Ιλιένκωφ Ε.. 1983. Διαλεκτική Λογική, Δοκίμια Ιστορίας και Θεωρίας. Αθήνα: Gutenberg. Λακάν Ζ.. (2005) Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση. Αθήνα: Εκκρεμές. Λειβαδίτης Τ.. 1952. “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας’’, 49-79. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.1. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1953 “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”,81-103. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.1. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1956. “Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο”, 193-206.Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.1. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1957. “Συμφωνία αρ. 1”,209-265. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.1. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1958. “Οι Γυναίκες με τα αλογίσια μάτια”, 267-295. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.1. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1963. “Η 25η Ραψωδία της Οδύσσειας”, 349-360. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.1. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1972. “Ο Νυχτερινός επισκέπτης”, 13-99. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.2. Αθήνα: 90 Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1974. “Σκοτεινή Πράξη”, 101-157. Στο Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.2. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1975. “Οι Τρεις”, 159-175. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.2. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1975. “Ο Διάβολος με το Κηροπήγιο”, 177-209. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.2. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1976. “Βιολί για Μονόχειρα”, 211-232. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.2. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1977. “Ανακάλυψη”, 238-270. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.2. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1979. “Εγχειρίδιο Ευθανασίας”. 10-107. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.3. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1983. “Ο τυφλός με το λύχνο”, 108-214. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.3. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1985. “Βιολέτες για μια εποχή”, 216-345. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.3. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1987. “Μικρό Βιβλίο για μεγάλα όνειρα”, 347-415. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.3. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. “Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου”, 416-558. Στο Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ.3. Αθήνα: Kέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1997. Απάνθισμα. Αθήνα: Κέδρος. Λειβαδίτης Τ.. 1978. Τάσος Λειβαδίτης Ποίηση τ. 1,2,3. Αθήνα: Κέδρος. Λεφέβρ Ανρί.. 1976. Χέγκελ Μαρξ Νίτσε: ή το βασίλειο των σκιών. Αθήνα. Ράππα. 91 Λουντέμης Μ.. (1945). Ο Μεγάλος Δεκέμβρης. Αθήνα: Μαρη και Κοροντζή. Μιχαήλ Σ.. (1991). Σολωμός και Χέγκελ. Αθήνα: Λέων. Μπαρτ Ρ..1967. «Επιστήμη εναντίον λογοτεχνίας». Στο Η Λογοτεχνική Θεωρία του εικοστού αιώνα, ανθολόγιο κειμένων, με επιμέλεια του Κ.Μ. Νewton σ. 162-169. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Πρώτη δημοσίευση στο , The Times Literary Supplement, "Science versus Literature, σ. 897-898. Μπλουμ Χ..1976. «Ποιήση αναθεωρητισμός και απώθηση». Στο Η Λογοτεχνική Θεωρία του εικοστού αιώνα, ανθολόγιο κειμένων, με επιμέλεια του Κ.Μ. Νewton, 256-263. Ηράκλειο:Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης Πρώτη δημοσίευση στο Νιου Χέιβεν, Poetry and Repression: Revisionism from Blake to Stevens, σ.1-26. Μπρουκς Κλ. .1951. «Ο Φορμαλιστής κριτικός». Στο Η Λογοτεχνική Θεωρία του εικοστού αιώνα, ανθολόγιο κειμένων, με επιμέλεια του Κ.Μ. Νewton σ. 45-55. Ηράκλειο:Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Πρώτη δημοσίευση στο Kenyon Review, "The Formalist Critic" σ.72-81. Μπενάτσης Α.. 1991. Η ποιητική μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη. Αθήνα: Επικαιρότητα. Μπιτσάκης Ε.. 1975. Το Είναι και το Γίγνεσθαι. Αθήνα: Δωδώνη. Σαρτρ Ζ. Π.. Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός: Δαμιανός Σεβαστάκης Νικόλας.. 2008 . Φιλόξενος μηδενισμός: Mια σπουδή στον Homo Democraticus. ΕΣΤΙΑΣ. Αθήνα

Τάσος Λειβαδίτης - Ποιήματα

(1921-1988) ποιητὴς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα.


Αὐτὸ τὸ ἀστέρι εἶναι γιὰ ὅλους μας

V

Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ ν᾿ ἀνασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ
ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.

Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.


IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.


Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!


Αὐτὸς ποὺ σωπαίνει

Τὸ σούρουπο ἔχει πάντα τὴ θλίψη
ἑνὸς ἀτέλειωτου χωρισμοῦ
Κι ἐγὼ ἔζησα σὲ νοικιασμένα δωμάτια
μὲ τὶς σκοτεινὲς σκάλες τους
ποὺ ὁδηγοῦνε
ἄγνωστο ποῦ…

Μὲ τὶς μεσόκοπες σπιτονοικοκυρὲς
ποὺ ἀρνοῦνται
κλαῖνε λίγο
κι ὕστερα ἐνδίδουν
καὶ τ᾿ ἄλλο πρωί,
ἀερίζουν τὸ σπίτι
ἀπ᾿ τοὺς μεγάλους στεναγμούς…

Στὰ παλαιικὰ κρεβάτια
μὲ τὰ πόμολα στὶς τέσσερις ἄκρες
πλάγιασαν κι ὀνειρεύτηκαν
πολλοὶ περαστικοὶ αὐτοῦ τοῦ κόσμου
κι ὕστερα ἀποκοιμήθηκαν
γλυκεῖς κι ἀπληροφόρητοι
σὰν τοὺς νεκροὺς στὰ παλιὰ κοιμητήρια

Ὅμως ἐσὺ σωπαίνεις…
Γιατί δὲ μιλᾷς;
Πές μου!
Γιατί ἤρθαμε ἐδῶ;
Ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε;
Κι αὐτὰ τὰ ἱερογλυφικὰ τῆς βροχῆς πάνω στὸ χῶμα;
Τί θέλουν νὰ ποῦν;

Ὤ, ἂν μποροῦσες νὰ τὰ διαβάσεις!!!
Ὅλα θὰ ἄλλαζαν…

Ὅταν τέλος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ξαναγύρισα…
δὲ βρῆκα παρὰ τοὺς ἴδιους ἔρημους δρόμους,
τὸ ἴδιο καπνοπωλεῖο στὴ γωνιά…

Κι ὁλόκληρο τὸ ἄγνωστο
τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει…


 
 

Ὁ ἐπίλογος

Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν
κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,
……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπομεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες ζοῦμε
καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ. Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος
σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),
……ἢ κάποιον ποὺ ντύνεται γυναῖκα γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ —
μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο
……ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,
……ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸ σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.

 

Τάσος Λειβαδίτης, Ὁ ἐπίλογος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Ἐκκρεμότητες, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 362

Καντάτα

Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της. Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
— ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.
Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της.

Ἐκμυστήρευση

Κι μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνορα
μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ
……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.

Τάσος Λειβαδίτης, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὰ χειρόγραφά του φθινοπώρου (1990)

Ἐπιστροφὴ ἀπ᾿ τὸ φαρμακεῖο

Συνέβη χωρὶς ποτὲ νὰ καταλάβω πῶς — ἡ μητέρα εἶχε πονοκέφαλο,
……θυμᾶμαι, καὶ μ᾿ ἔστειλαν στὸ φαρμακεῖο,
στὸ γυρισμό, εἶναι ἡ ἀλήθεια, χάζεψα λίγο, κορόιδεψα ἕναν γέρο,
……τρόμαξα μὲ μιὰ πέτρα δύο πουλιὰ
κι ὥσπου νὰ στρίψω πάλι τὸ δρόμο
οὔτε σπίτι, οὔτε νεότητα πιά.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἐπιστροφὴ ἀπ᾿ τὸ φαρμακεῖο (Coming home from the Pharmacy), ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 302


Τὸ δεῖπνο

……..Ἄντρες μὲ μακριὲς λόγχες κρατοῦσαν ἀκόμα καὶ τὴν ἀναπνοὴ μᾶς μακριὰ ἀπ᾿ τὸ στρωμένο τραπέζι. Μὰ ἐκεῖνον, ποὺ τόλμησε καὶ προχώρησε, τὸν κάρφωσαν καὶ τὸν σήκωσαν ψηλά,
……..πάνω ἀπ᾿ ὅλους τοὺς συνδαιτυμόνες.

Τάσος Λειβαδίτης, Τὸ δεῖπνο, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 35



Ταξίδι

Στὴ Λοῦλα, ποὺ δὲ θὰ τὸ διαβάσει

……Ζοῦσε τὴν τελευταία του ὥρα. Στὸ σταθμό, νύχτα, περίμενε τὸ τρένο, ποὺ θὰ ᾿πέφτε μπροστά του νὰ τελειώνει. Ἄξαφνα, ἀπὸ μιὰ παλιὰ ξεχασμένη παρόρμηση ἀνέβηκε στὴ γραμμὴ νὰ περπατήσει, ὅπως ἄλλοτε, ποὺ ἦταν ἕνα αἰώνιο παιδί. Τότε, μ᾿ ἔκπληξη, εἶδε τὴ μικρὴ πεθαμένη ἐξαδέλφη νὰ περπατάει στὴν ἄλλη γραμμή, ἀπλώνοντας τοῦ τὸ χέρι, γιὰ νὰ κρατηθοῦν, πιὸ στέρεα, πάνω ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο.
……Περπάτησαν ὥρα, χαμογελώντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, κι ὅταν πέρασε τυφλὸ τὸ τρένο, βουίζοντας, τὰ δύο παιδιὰ χειροπιασμένα συνέχιζαν νὰ προχωρᾶνε πάνω στὶς ρᾶγες,
……ἐνῷ τὸ πτῶμα ἑνὸς ἄντρα κείτονταν πιὸ ἐκεῖ.

Τάσος Λειβαδίτης, Ταξίδι, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 34


Περιπέτεια

……Ἀπ᾿ τὸν πατέρα μου κληρονόμησα αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο χέρι κι ἀπ᾿ τὴ μητέρα μου ἕνα μεγάλο φτερό, ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἔβγαζε ἀπ᾿ τὴν ψυχή της καὶ τὰ κάρφωνε στὸ ἀστεῖο καπέλο τῆς — εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ τὶς νύχτες ἡ παλιὰ ντουλάπα ἀνοίγει μόνη της καὶ βγαίνει ἡ λαιμητόμος, ἐγὼ παλεύω μαζί της, παίρνω τὸν μπαλντὰ καὶ τὴν κάνω κομμάτια, ὕστερα καταπίνω τὶς σανίδες γιὰ νὰ μὴν τὶς βροῦν, πολλοὶ ναυαγοὶ σώθηκαν ἔτσι.
……Χρόνια ἔζησα τρέμοντας τὶς πόρτες, ὥσπου μάζεψα τὰ χαρτιά μου, τὶς τύψεις μου κι ἔφυγα. Μὰ στὸν πρῶτο σταθμὸ εἶδα πάλι ἐκεῖνο τὸ παιδικὸ φτερὸ καὶ κατέβηκα.
……Ἀπὸ τότε ἔμεινα γιὰ πάντα στὴν Κόλαση.

Τάσος Λειβαδίτης, Περιπέτεια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 30



Γυμνὰ χέρια

……Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια
……καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο,
……ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.

Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80


Γυμνὰ χέρια

……Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια
……καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο,
……ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.

Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80

Περιμένοντας τὸ βράδυ

Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βραδιὰ
κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα
κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μας – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.
Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση

Ἄ, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θέε μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα,
ἂς πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.




Ὁ μουσικὸς

……Συχνὰ τὴ νύχτα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἔφτανα σὲ μιὰ ἄλλη πόλη, δὲν ὑπῆρχε παρὰ μόνο ἕνας γέρος, ποὺ ὀνειρευόταν κάποτε νὰ γίνει μουσικός, καὶ τώρα καθόταν μισόγυμνος μὲς στὴ βροχὴ – μὲ τὸ σακάκι τοῦ εἶχε σκεπάσει πάνω στὰ γόνατα τοῦ ἕνα παλιό, φανταστικὸ βιολί, «τὸ ἀκοῦς;» μοῦ λέει, «ναί, τοῦ λέω, πάντα τὸ ἄκουγα»,
……ἐνῷ στὸ βάθος τοῦ δρόμου τὸ ἄγαλμα διηγόταν στὰ πουλιὰ τὸ ἀληθινὸ ταξίδι.

Τάσος Λειβαδίτης, Ὁ μουσικός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 40



Βιβλικὸ τοπίο Β´

……Βάρβαρες φυλὲς μὲ μεγάλα πέλματα ἀνασκαψαν τὴν πατρικὴ γῆ καὶ μόνο ἕνα χάνι ἐρειπωμένο ἔστεκε ἀκόμα πλάι στὸ δρόμο, ὅπου ἄφηναν τὶς ψεῖρες τοὺς οἱ περαστικοί,
……σὰν τὸν ποιητὴ στὸ ἔλεος ὅλου του κόσμου.

Τάσος Λειβαδίτης, Βιβλικὸ τοπίο Β´, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 28



Συμφωνία ἄρ. 1

Ὕστερα εἴδαμε πὼς δὲν ἤτανε πρόσωπα
μὰ οἱ σιωπηλὲς χειρονομίες τοῦ ἡλιοβασιλέματος…
σὰν ἕνας θεὸς ποὺ τὸν ξέχασαν κι ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ χρόνου
καλοῦσε βοήθεια.

Ὁ οὐρανὸς ἀμίλητος καὶ σταχτὺς
τὸ ἴδιο ἀδιάφορος καὶ γιὰ τοὺς νικητὲς καὶ γιὰ τοὺς νικημένους.
Εἶδες ποτέ σου μὲς στὰ μάτια τῶν νικημένων στρατιώτων
τὴν πικρὴ θέληση νὰ ζήσουν!

Ἡ δυστυχία σὲ κάνει πάντα νὰ ἀναβάλεις – ἔφυγε ἡ ζωή.
οἱ φίλοι εἶχαν χαθεῖ
κι οἱ ἐχθροὶ ἦταν μικρόψυχοι γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τρέφεσαι ἀπ᾿ τὸ μῖσος σου…

…καὶ τὰ μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικὰ
ἀπὸ τοὺς παλιοὺς λησμονημένους θεοὺς καὶ τὶς παντοδύναμες
παιδικὲς εὐπιστίες…

Πάνω στὰ ὑγρὰ τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν τὸ γέλιο
τῶν ἀγέννητων παιδιῶν…
καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.

Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.

Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.

Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.

Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα…

Μεγάλες λέξεις δὲ λέγαν πιὰ τίποτα καὶ τὶς πετοῦσαν στοὺς
ὀχετούς.

Ά, ἐσὺ δὲν εἶδες ποτὲ τὸ ἴδιο τὸ χέρι σου νὰ σὲ σημαδεύει ἀλύπητα
ἀπ᾿ τὸ βάθος τῶν περασμένων.

…Θέ μου πόσο ἦταν ὄμορφη
σὰν ἕνα φωτισμένο δέντρο μιὰ παλιὰ νύχτα τῶν Χριστουγέννων…

Συχώρα μέ, ἀγάπη μου, ποὺ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω.

Μισῶ τὰ μάτια μου ποὺ πιὰ δὲν καθρεφτίζουν τὸ χαμόγελό σου…

Ἡ πλατεῖα θὰ μείνει ἔρημη
σὰ μιὰ ζωὴ ποὺ ὅλα τάδωσε, κι ὅταν ζήτησε κι αὐτὴ
λίγη ἐπιείκεια
τῆς τὴν ἀρνήθηκαν.

Χωρὶς ὄνειρα νὰ μᾶς ξεγελάσουνε καὶ δίχως φίλους πιὰ
νὰ μᾶς προδώσουν…

Γιατί οἱ ἄνθρωποι ὑπάρχουν ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ βρίσκουνε
μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Ή
ἕνα θάνατο
γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων…

[Ἀπόσπασματα]





Μυστικὴ πύλη

……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τὰ ἔπιπλα, καὶ στὸ βάθος ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἔκανε τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ μεγαλώσουν,
……ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ κατέβω, μὰ ἐμένα ἦταν ἡ μοῖρα μου νὰ περπατάω στὸ ταβάνι, μιὰ μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρὸς ἤμουν ἐγώ.
……Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τὴ μυστικὴ ὑπόγεια πύλη.

Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 21


Ποῦ εἶσαι

Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε
ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε; ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…

«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε

Ζευγάρια ἀγκαλιασμένα κάτω ἀπ᾿ τὶς ὀμπρέλες τους
σὲ λίγο θὰ ἀνάβουνε τὸ φῶς
Θὰ κοιτάζονται στὰ μάτια καὶ θὰ πετᾶν ἀπὸ πάνω τους ὅλη τὴ μοναξιὰ
Οἱ φωτεινὲς ρεκλάμες ἀνοιγοκλείνουνε τὰ μάτια τους
Ὅλα στὴν ἐποχὴ μᾶς διαφημίζονται γιατί ὄχι καὶ αὐτὸ …
Ἔβρεχε

«Ἀγαπῶ ἄλλον!»
Μὲ κόκκινα πελώρια γράμματα θὰ ᾿τᾶν ὑπέροχη διαφήμιση
γιατί ὄχι καὶ αὐτό: «Ἀγαπῶ ἄλλον!»
«Θὰ ἀγαπῶ ἄλλον»;
Ποῦ εἶσαι;
Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει κρυώνω
Ποῦ εἶσαι;



Ἀλλὰ τὰ βράδια

Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ
Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Βέβαια ἀγάπησε
τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,
ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα
γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει
ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,
μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη
μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα
ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..
Δῶς μου τὸ χέρι σου



Ἐνοχὴ

……Τὸ ζητοῦσαν, λοιπόν, σὲ τί εἶχα φταίξει, ἐμένα τὸ μόνο μου ἔγκλημα ἦταν ὅτι δὲν μπόρεσα νὰ μεγαλώσω, κυνηγημένος πάντα, ποῦ νὰ βρεῖς καιρό, ἔτσι ἔμεινα εὔπιστος κι ἀγκάλιαζα τὸ κρύο σίδερο τῆς γέφυρας.
……Ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βάθος, μακριά, μὲ κοίταζε σὰν ξένο ἡ πιὸ δική μου ζωή.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἐνοχή, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 25





Χωρὶς ἐπάγγελμα

……Βράδιαζε καὶ χτυποῦσαν ἀκόμα τὰ σφυριὰ στήνοντας τὸ ἰκρίωμα, δὲν εἶχαν ἀκούσει τὴ μεγάλη εἴδηση τοῦ αἵματος, δὲν ξέρανε πὼς εἶχα δραπετεύσει κι ἔγλειφα κιόλας τὴ χυμένη ζάχαρη στὸ πάτωμα, μὴν τρίξουν τὰ βήματα τῆς παραδουλεύτρας καὶ τὴ διώξουν.
……Ὅμως ἔπρεπε κι ἐγὼ νὰ ζήσω, νὰ κάνω ἕνα ἐπάγγελμα, πῆγα στοὺς ἀργυραμοιβοὺς καὶ μ᾿ ἔδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τὰ πουλιὰ καὶ τρώγαν τὸ χρυσάφι μέσα στὰ χέρια μου, κάθισα στὴν εἴσοδο τοῦ ναοῦ καὶ μοῦ ᾿ριξαν τὶς τρῦπες τῶν ματιῶν τοὺς μὲς στὸ καπέλο μου.
……Ὅλα τέλειωσαν στὸ νεκροταφεῖο, μὲ μιὰ σιγανὴ βροχή, μὲ λίγο φτηνὸ κονιὰκ στὰ ἐρειπωμένα μικρομάγαζα, ποὺ αὔριο θὰ ἔχουν κι ἐκεῖνα τὴ θέση τους στὸ ὑπερπέραν.
……Θυμᾶμαι τὴ νύχτα ποὺ παρίστανα τὴν κοῦκλα στὸ φτωχὸ μοδιστράδικο κι οἱ καρφίτσες ποὺ μοῦ κάρφωσαν, ὅταν πεθάνω, θὰ ᾿ναὶ τὰ σημάδια γιὰ νὰ μὲ ξαναβρίσκουν.
……Ἀπὸ τότε μου ᾿μεῖνε αὐτὸς ὁ ἀνεμοστρόβιλος τοῦ σκύλου ποὺ τρελαίνεται. Ὅταν τὸν βροῦν νεκρό, ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόλη, ἔχει λίγο ἀφρὸ στὸ στόμα καὶ τὸ μαχαῖρι μιᾶς ἀνείπωτης εἰκόνας στὰ μάτια,
……ὅπως οἱ ἥρωες.

Τάσος Λειβαδίτης, Χωρὶς ἐπάγγελμα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 24




Ἀλκοολισμὸς

……Κρατοῦσα μιὰ λάμπα καὶ κατέβαινα τὴ σκάλα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνακαλύψω ποιὸς εἶμαι, τί εἶχα κάνει στὸ παρελθόν, καὶ τὸ σπίτι πῶς ἔστεκε ἀκόμα, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴχαμε κάποτε γκρεμίσει ὅλους τοὺς τοίχους, γιὰ νὰ χωρέσουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφευγαν,
……στὸ βάθος, σακάτηδες χωρὶς χέρια παῖζαν τὴν τύχη μου στὰ χαρτιά, ὁ Ἰησοῦς τῶν μεθυσμένων περνοῦσε τὸ βράδυ μὲς στὰ θαμπὰ φανάρια, κι ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω τὸ φονιὰ σκουπίζοντας τὰ ἴχνη τοῦ πάνω στὸ χιόνι, γιατί τώρα ἤξερα,
……κι ἡ γυναῖκα, ὅταν πῆγα νὰ τὴν ἀγκαλιάσω, ἔκανε μιὰ μικρὴ κίνηση καὶ μπῆκε σὲ μιὰ δική της πόρτα, κλειστή, ἀφήνοντάς με ἔξω.

……Δῶσε μου, Κύριε, νὰ ᾿μαὶ νεκρὸς καὶ μεθυσμένος.
……Ἄσε μου μόνο τ᾿ ἄστρα, ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο φιλικὰ ἀκόμα καὶ στοὺς δρόμους ποὺ πυροβολοῦσαν.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἀλκοολισμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 19




Ἐπίλογος (Φυσάει)

Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.

Ποῦ νὰ πάω

Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.

Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν

Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.
Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.

Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι

Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.

Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.

Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.

Sos, sos, sos, sos
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,
δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου



Ἡ ἕκτη ἡμέρα

……Ἦταν ἡ ἕκτη μέρα τῆς δημιουργίας, ἡ μητέρα εἶχε ντυθεῖ στὰ μαῦρα, φοροῦσε καὶ τὸ καλὸ καπέλο της μὲ τὸ βέλο, «δὲν ἔπρεπε νὰ μᾶς τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Θεὸς» εἶπε, στὸ βάθος χλωμοὶ ἄντρες στήναν τὴ μεγάλη σκηνὴ τοῦ τσίρκου,
……«γύρισε σπίτι, εἶναι ἀργά», «ποιὸ σπίτι;» εἶπα κι ἀγκάλιασα τὸ φανάρι τοῦ δρόμου,
……ἡ μικρὴ ξαδέλφη ὅπου νὰ ᾿ναὶ θὰ πέθαινε, τὴν ἔσπρωξα πίσω ἀπ᾿ τὴν ντουλάπα, «σ᾿ ἀγαπάω» ἔλεγε, μὰ ἐγὼ τὴν ἔγδυνα κιόλας σὰν πόρνη — κι ὅταν τὴ θάψαμε, ἐγὼ ἔμεινα γιὰ πάντα ἐκεῖ, πίσω ἀπ᾿ τὴν ντουλάπα, μισοφαγωμένος ἀπ᾿ τὰ ποντίκια,
……κι ἦταν ἡ ἕκτη μέρα τῆς δημιουργίας,
……οἱ τροχαλίες γρύλιζαν καθὼς ἀνέβαζαν τὸ πρῶτο ρολόι στὴ στέγη τοῦ σταθμοῦ,
……κάθισα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, τόσο θλιμμένος, ποὺ οἱ τυφλοὶ μ᾿ ἔβλεπαν.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἡ ἕκτη ἡμέρα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 20



Σὲ μιὰ γυναῖκα

Θυμᾶσαι τὶς νύχτες; Γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ γελάσεις περπατοῦσα πάνω
……στὸ γυαλὶ τῆς λάμπας.
«Πῶς γίνεται αὐτό;» ρώταγες. Μὰ ἦταν τόσο ἁπλὸ
ἀφοῦ μ᾿ ἀγαποῦσες

Τάσος Λειβαδίτης, Σὲ μιὰ γυναῖκα, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 331




Κανεὶς δὲν εἶναι μόνος

«Ἦρθα», ἔλεγες πάντα μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν
……σὲ περίμενε κανείς.
Ὅμως ἀκριβῶς αὐτό σου ἔδινε μιὰ βαθύτερη ἀπάντηση.

Τάσος Λειβαδίτης, Κανεὶς δὲν εἶναι μόνος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 310


Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος

Νύχτα. Μονάχα τ᾿ ἄστρα. Καὶ πέρα τὸ βάθος τοῦ ὁλάνοιχτου ὁρίζοντα—
ἐκεῖ ποὺ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι χωρὶς τὰ ὀνόματά τους.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἀπαγορεύεται ἡ ἔξοδος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ἀνακάλυψη, ἑνότητα, Σημειώσεις, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 313


Ὁ ἑπόμενος

……Τὰ παιδιὰ κοιμόντουσαν ὠχρά, δαγκωμένα ἀπ᾿ τὰ γαβγίσματα τοῦ ταξιδιοῦ, τὰ χωράφια ἦταν ξέσκεπα καὶ ἡ μέρα τόσο γαλάζια, ὁ ὁδοστρωτῆρας ἀγκομαχοῦσε τυραννισμένος ἀπ᾿ τὶς μῦγες, στὶς ἄγρυπνες νύχτες μου μάρτυς μονάχα ὁ Θεὸς κι ἡ πεθαμένη ὑπηρέτρια, ποὺ ἀκούγοντας ἕνα περαστικὸ κουδοῦνι σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸν τάφο τῆς ν᾿ ἀνοίξει.
……Καὶ εἶδα ὅτι εἶχα φτάσει σὲ ἀκτὲς οὐράνιες, ναυαγισμένος μέσα στὰ παπούτσια μου.
……Τώρα, κάθε φορᾷ ποὺ θὰ δῶ μιὰ σκάλα κάθομαι χάμω καὶ κλαίω, γιατί ξέρω πὼς δὲ θὰ ξαναβρεθῶ — κι ἕραβα τὶς πληγές μου γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ ὁ θησαυρὸς ποὺ μοῦ ἐμπιστεύτηκαν, γιὰ νὰ γεννήσω ἕναν ἀκόμα στεναγμό, γιὰ νὰ μὲ συχωρέσει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσέλγησε πάνω μου, μὴν ξέροντας πῶς αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμή μου, σὰν τὶς μηλιὲς ποὺ ἀνθίζουν ὅταν ἀκούσουν τὸ λάλημα τοῦ τρελοῦ.
……Ὅταν τέλος ἀποφάσισα νὰ παραδοθῶ, ἔφερα μεγάλες ἀγκαλιὲς ἄχυρο καὶ σκέπασα τὰ ἴχνη μου,
……γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἐρχόταν πίσω.

Τάσος Λειβαδίτης, Ὁ ἑπόμενος, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 16



Ἐρήμωση

……Ὅσο θυμᾶμαι τὴ ζωή μου, δὲν εἶχα τίποτα δικό μου, ἔξω ἀπ᾿ τὸ φόβο, κι ἕνα τουφέκι, πού, νύχτα, μὲ σημάδεψαν μ᾿ αὐτό.
……Σιωπή. Οἱ νεκροὶ ἂς μᾶς συχωρέσουν.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἐρήμωση, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 46



Ἔρημος σταθμὸς

……Μόλις πέθανα, βγῆκα ἀπ᾿ τὸ μεγάλο καθρέφτη τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ, τὸ σούρουπο εἶχε μιὰ παράφορη οἰκειότητα, ἡ Τερέζα ἔλεγε τὸ παλιὸ τραγοῦδι τῶν ἀλλοπαρμένων σταθμῶν ποὺ ἀκολούθουσαν τὰ τρένα, κι ἐγὼ δὲν εἶχα ποῦ νὰ πάω κι ἀποκοιμήθηκα στὰ χέρια τῶν τυφλῶν, ποὺ ἐντούτοις ἀναβαν τὴ λάμπα,
……ἦταν σκοτεινὴ ἐποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλὰ πάνω στὶς γέφυρες, τραυματιοφορεῖς τρέχανε καὶ πάνω στὰ φορεῖα κείτονταν μεγάλοι στεναγμοὶ ἀπὸ παλιὲς ἐξεγέρσεις,
……ὅταν τέλος ἔφτασα στὸ σταθμό, εἶχαν ὅλοι φύγει, ἤμουν τόσο φοβισμένος ποὺ ἂν μ᾿ ἄγγιζες θὰ ράγιζα, ἀφήνοντας νὰ φάνει ὁ θεός, στὸ ἀπάνω πάτωμα ἔμεναν οἱ Φ. κι ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ κάνουμε ἡσυχία, γιατί ἡ μεγάλη κυρία εἶχε πυρετὸ κι ἡ μητέρα ποὺ τὴν ὑπηρετοῦσε εἶχε μάθει νὰ πετάει, γιὰ νὰ μὴν τῆς λερώνει τὸ χαλί,
……φέρανε, μάλιστα, καὶ τὸν ἐπιστάτη νὰ καταθέσει, ἀλλὰ δὲν εἴχανε καμιὰ ἀπόδειξη, γιατί τὸ παλιὸ σχολικὸ κουδοῦνι ἦταν πιὸ μακριὰ κι ἀπ᾿ τοὺς νεκροὺς κι ὁ ἅμαξας τῶν παιδικῶν καιρῶν ἔξω ἀπ᾿ τὴν πόρτα μάταια χτυποῦσε ἀπελπισμένα τὰ τέσσερα μαρμαρωμένα ἄλογα.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἔρημος σταθμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 15





Ἐξόφληση

……Ἡ παιδικὴ ἡλικία μου γλίστρησε ἀνάμεσά σε παλιὰ ἑρμάρια, οἱ ἁμαξάδες βλαστημοῦσαν καθὼς παίρνανε τὴ στροφή, ἀργά, λυγισμένοι ἀπ᾿ τὴ σκόνη κι ἡ κοιλιά μου σκουλήκιαζε ἀπὸ ἀναρίθμητες πεῖνες.
……Στὸ ὑπόγειο ὀνειρευόταν τὸ ραχητικὸ παιδί, ἐγὼ πίστευα στοὺς πλανόδιους ὀργανοπαῖχτες, ποὺ ἡ δυστυχία τοὺς εἶναι πιὸ οὐράνια κι ἀπ᾿ τοὺς οὐρανούς, πλαγιάζοντας μὲ γυναῖκες κωφάλαλες, γιὰ νὰ μὴ χάσω οὔτ᾿ ἕναν ἦχο ἀπ᾿ τοὺς στεναγμοὺς ποὺ ἄκουγα γύρω μου.
……Σὲ τί χρησίμεψαν, λοιπόν, οἱ ἁμαρτίες μου; Ἔβρεχε καὶ κανεὶς δὲ μ᾿ ἄκουγε, μονάχα ὁ κούφιος ἀντίλαλος ἀπ᾿ τοὺς σταύλους, ἐκεῖ ποὺ εἶδα τὸ γέρο, καθόταν στὸ βρεγμένο στρῶμα κι ἔκλαιγε, ζητώντας νὰ τοῦ δώσουν τὴν κοῦκλα του — τότε κατάλαβα πὼς δὲν εἶμαι μόνος, καὶ πὼς ὅταν θὰ ᾿ρθεῖ ἡ μέρα τῆς Κρίσεως, ἐγὼ θὰ ἔχω ὅλο τὸ χρυσάφι νὰ πληρώσω.
……Τὸ τέλος ἦταν ἀπροσδόκητο, μὲ τὸν καπνὸ νὰ μοῦ γνέφει πάνω ἀπ᾿ τὸ σταθμό, μὲ τοὺς τρελοὺς ποὺ ψάχνανε γιὰ ἕνα μικρὸ κομμάτι κιμωλία κι ἐκείνους τοὺς χλωμοὺς ἄντρες μὲ τὰ τύμπανα ποὺ φτάνουν ὅταν δὲν ὑπάρχει ἔλεος πιά.
……Κι ὕστερα, ὅταν βράδιασε, ἄδειασα τὰ παπούτσια μου ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δρόμους κι ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ, ἐνῷ τὰ ὑγρὰ σιωπηλὰ χωράφια ταξίδευαν μὲ τοὺς τυφλοπόντικες.

Τάσος Λειβαδίτης, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 14



Ἐνέδρα

……Βασίλευε ὁ ἥλιος πίσω ἀπ᾿ τοὺς στρατῶνες, οἱ ζητιάνοι ψάχνανε γιὰ λίγο νερό, μὰ ὅλα τὰ λαγήνια ἦταν ἀναποδογυρισμένα στὴν πόλη Κανά, οἱ γυναῖκες φεύγανε κλαίγοντας μέσα στὸ κίτρινο σούρουπο, ἐγώ, κυνηγημένος, μοίραζα πάνω στὸ λόφο τὸ κρασί μου μὲ λῃστὲς καὶ ψευδομάρτυρες, ἐνῷ ὁ σταυρὸς δάγκωνε κιόλας τὴν ἄκρη τοῦ παλτοῦ μου.
……Ποιὸν ν᾿ ἀγαπήσω; Σὲ ποιὸν νὰ ἐξομολογηθῶ; Μονάχα ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ ὅτι μ᾿ ἄκουσε νὰ παραπονιέμαι, ἤπια ὅλο τὸ βοῦρκο στὸν ὑπόνομο ποὺ μ᾿ ἔριξαν, τ᾿ ἄντερά μου ἔγιναν οἱ δρόμοι ποὺ κυλᾶνε ἁμάξια θριάμβου, ἔβγαλα τὰ φτερά μου καὶ τὰ κάρφωσα στὴ γριά, ποὺ τὴ θάβαν ὁλομόναχη μ᾿ ἕνα σπουργίτι στὸ γειτονικὸ δέντρο, μὲ μιὰ παλιὰ κασετίνα γεμάτη στάχτη — θυμηθεῖτε μὲ ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα.
……Ἐργόχειρα φυλακισμένων στέγνωναν στὸ τζάκι, ἦταν φθινόπωρο κι εἶχαν ἐρημώσει τὰ χωράφια, ἄκουγα τὸ βῆμα τῶν καραγωγέων καταβροχθίζοντας τὸν κλεμμένο σανό.
……Τότε εἶδα τὸ μεγάλο ἰκρίωμα, ὅπου ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβῶ, ἄγνωστο ἂν θὰ στεφθῶ βασιλιὰς ἢ θὰ κυλήσω στὸ καλάθι τῶν ἀποκεφαλισμένων.

Τάσος Λειβαδίτης, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Διασπορά, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 13