Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ : Ο βίος ,το έργο του












https://www.youtube.com/watch?v=SfPghXRN3zA



ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΕΚΠΟΜΠΉ 

ΠΑΡΑΣΚΉΝΙΟ από το archive ert gr


Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ 

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ_ Μέρος 1ο

Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ_ Μέρος 2ο








ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ – Για την ποίηση – «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» 1983 απόσπασμα από το 

archive ert gr


Μανόλης Αναγνωστάκης - Στο παιδί μου...



ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ 2


Αντί να φωνασκώ - Μανώλης Αναγνωστάκης


Ηρθες όταν εγώ - Μανώλης Αναγνωστάκης

Μανόλης Αναγνωστάκης Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει


Μανώλης Μητσιάς*Δρόμοι παλιοί*Μανώλης Αναγνωστάκης*Μίκης Θεοδωράκης


Mιλώ, Μ.Αναγνωστάκης, Α.Καλογιάννης.wmv










Ο Μανόλης Αναγνωστάκης μιλά στον Γιώργο Ζεβελάκη 

για τη «Χαμηλή Φωνή»

 και τη Λυρική ποίηση.

https://www.blod.gr/lectures/manolis-anagnostakis-o-poiitis

-kai-i-politeia-tou/

ΠΡΟΣΩΠΟ

Μανόλης Α. Αναγνωστάκης
Ελλάδα


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα νεότατος, στη διάρκεια της Κατοχής, στο περιοδικό "Πειραϊκά Γράμματα" (1942) και στο φοιτητικό περιοδικό "Ξεκίνημα" (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε πυκνή παρουσία στην εφημερίδα "Αυγή", με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό "Κριτική" (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των "Δεκαοχτώ κειμένων" (1970), των "Νέων κειμένων" και του περιοδικού "Η συνέχεια" (1973). Έγραψε ποίηση, κριτικά κείμενα και δοκίμια: "Εποχές", 1945, "Εποχές 2", 1948, "Εποχές 3", 1951, "Η συνέχεια", 1954, "Τα ποιήματα 1941-1956" (συγκεντρωτική έκδοση των τεσσάρων πρώτων ποιητικών συλλογών, μαζί με τις "Παρενθέσεις" και το "Η συνέχεια 2"), 1956, "Η συνέχεια 3", 1962, "Υπέρ και κατά", 1965, "Τα ποιήματα", 1971 (συγκεντρωτική έκδοση όλων των προηγούμενων ποιητικών συλλογών καθώς και του "Στόχου", που ένα μέρος του περιλήφθηκε στα "Δεκαοχτώ κείμενα"), "Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα", 1978, "Το περιθώριο '68-'69", 1979, "Μανούσος Φάσσης: παιδική μούσα", 1980, "ΥΓ.", 1992, "Τα συμπληρωματικά", 1985, "Μανούσος Φάσσης: ο κατήφορος", 1986, "Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης", 1987, "Η χαμηλή φωνή. Τα λυρικά μιας άλλης εποχής στους παλιούς ρυθμούς-μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη", 1990. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου. Πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στην Αθήνα, τα ξημερώματα της Πέμπτης 23 Ιουνίου 2005.

Βραβεία:
Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών 2001
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2002

Τίτλοι:
Συγγραφέας





Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών
Αναγνωστάκης Μανόλης
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=102
 
Τόπος Γέννησης:Θεσσαλονίκη
Έτος Γέννησης:1925
Έτος Θανάτου:2005
Λογοτεχνικές Κατηγορίες:Ποίηση
Κριτική
Δοκίμιο
Μετάφραση

Βιογραφικό Σημείωμα

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005)


Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές. Ακολούθησαν οι Εποχές2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια2 και η Συνέχεια3 (1962 - συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κέιμενα. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Ειδικότερα η γραφή του Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αναδίπλωση του ποιητή σ΄έναν προσωπικό του κόσμο - στα πλαίσια του οποίου επιχειρείται η διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο - αναδίπλωση η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω της κατ’ επίφασιν συναισθηματικής απόστασης του δημιουργού από τα θέματα που τον απασχολούν και της συχνά επιγραμματικής διατύπωσης. Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, της ταύτισης ποίησης και ζωής, φίλοι. Έργα του Μανώλη Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.
Πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.

1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μανόλη Αναγνωστάκη βλ. Γιαλουράκης Μαν., «Αναγνωστάκης Μανόλης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας2. Αθήνα, Χάρη Πάτση, [1968], Αργυρίου Αλεξ., «Μανόλης Αναγνωστάκης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.208-210.Αθήνα, Σοκόλης, 1982 και Ζήρας Αλεξ., «Αναγνωστάκης Μανόλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία



• Αράγης Γιώργος, «Με το Βλέμμα προς το γεγονός», Ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής, σ.7-14. Γιάννενα, 1980.
• Αργυρίου Αλεξ., «Στοχασμοί επάνω στις αφετηρίες του ποιητικού έργου του Αναγνωστάκη», Η λέξη11, 1/1982, σ.4-11.
• Αργυρίου Αλεξ., «Μανώλης Αναγνωστάκης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.208-210. Αθήνα, Σοκόλης, 1982.
• Βαγενάς Νάσος, «Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη», Η ειρωνική γλώσσα· Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, σ.125-132. Αθήνα, Στιγμή, 1994.
• Βαγενάς Νάσος (επιμέλεια), Για τον Αναγνωστάκη· Κριτικά κείμενα. Λευκωσία, Αιγαίον, 1996.
• Βαρίκας Βάσος, «Μια ποιητική συλλογή. Μ.Αναγνωστάκη: Συνέχεια 3», Συγγραφείς και κείμεναΑ΄· 1961-1965, σ.107-109. Αθήνα, Ερμής, 1975 (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Το Βήμα, 14/10/1962).
• Βούλγαρης Κώστας, «Από τον Καρυωτάκη στον Αναγνωστάκη», Κ.Γ.Καρυωτάκης• Φύλλα πορείας, σ.56-65. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1998.
• Γιαλουράκης Μαν., «Αναγνωστάκης Μανόλης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας2. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Ζήρας Αλεξ., «Αναγνωστάκης Μανόλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.
• Θέμελης Γιώργος, «Μ. Αναγνωστάκης», Η νεώτερη ποίησή μας, σ.269-280. Αθήνα, Φέξης, 1963.
• Καψωμένος Ε.Γ., «Ιδεολογία και ποιητική στην πρώτη μεταπολεμική γενιά · Αναγνωστάκης - Αλεξάνδρου – Κατσαρός», εισήγηση στο Συμπόσιο Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά · Αναγνωστάκης - Αλεξάνδρου - Κατσαρός (Ποίηση - Πεζογραφία - Κριτική). Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, τομέας Νεοελληνικής Φιλολογίας, 7-9-/9/1990.
• Κοκόλης Ξ.Α., Δώδεκα ποιητές, Θεσσαλονίκη 1930 -1960. Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979.
• Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Μανόλης Αναγνωστάκης», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας οδηγός, σ.25-26. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
• Μαρωνίτης Δ.Ν., Ποιητική και πολιτική ηθική· Πρώτη μεταπολεμική γενιά· Αλεξάνδρου - Αναγνωστάκης - Πατρίκιος. Αθήνα, Κέδρος, 1976.
• Μαρωνίτης Δ.Ν., «Ποίηση και ιστορία · Μ.Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.», Εντευκτήριο6, 4/1989, σ.5-14.
• Μενδράκος Τάκης, «Μανόλης Αναγνωστάκης: Ο απολογητής μιας γενιάς», Επίκαιρα, 2/10/1980 (τώρα και στον τόμο Μικρές δοκιμές· Κριτικά σημειώματα & άρθρα, σ. 24-26. Αθήνα, Σοκόλης, 1990).
• Μπακόλας Νίκος, «Ο χρόνος στον Μανώλη Αναγνωστάκη», Εντευκτήριο6, 4/1989, σ.15-24 (τώρα και στον τόμο Μικρές δοκιμές· Κριτικά σημειώματα & άρθρα, σ.24-26. Αθήνα, Σοκόλης, 1990).
• Μπεκατώρος Στέφανος, Μανώλης Αναγνωστάκης · Η εποχή και το πρόσωπο. Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1974.
• Σαββίδης Γ.Π., «Μέσα, μα σαν και έξω απ’ τη ζωή», Το Βήμα, 21/1/1991 (τώρα και στον τόμο Φύλλα Φτερά, σ.176-179. Αθήνα, Ίκαρος, 1995).
• «Σε Β΄ πρόσωπο: Μια συνομιλία του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η λέξη11, 1/1982, σ.54-59.
• Στεριάδης Βασίλης, «Ποιητική και πολιτική σύμπραξη» (Κριτική για το Τα ποιήματα (1941-1971), Διαβάζω11, 3-4/1978, σ.67-68.
• Τζούμα Άννα, Ο Χρόνος · Ο Λόγος · Η ποιητική δοκιμασία του Μανώλη Αναγνωστάκη· μια οπτική. Αθήνα, Νεφέλη, 1982.
• Τσακνιάς Σπύρος, Κριτική για τη συλλογή Περιθώριο ‘68-’69, Καθημερινή, 3/1/1980.
• Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, «Η χαμηλή φωνή, Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη», Η λέξη102, 3-4/1991, σ.333-335.
• Orsina Vincenzo, Ο στόχος και η σιωπή· Εισαγωγή στην ποίηση του Μ.Αναγνωστάκη. Αθήνα, Νεφέλη, 1995.
Αφιερώματα περιοδικών
• Ελί-τροχος7 (Πάτρα), Φθινόπωρο 1995, σ.7-86.

Εργογραφία


(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Εποχές· Με δύο σχέδια του Τάκη Αλεξανδρίδη. Θεσσαλονίκη, 1945.
• Εποχές2. 1948.
• Εποχές3. 1951.
• Η συνέχεια. 1954.
• Η συνέχεια2.
• Η συνέχεια3. 1962.
• Ο στόχος. 1970.
• Το περιθώριο ‘68-’69. Αθήνα, Πλειάς,1979.
• Υ.Γ. Αθήνα, 1983 (έκδοση εμπορίου, κανονική έκδοση 1992).
ΙΙ.Δοκίμια - Μελέτες - Άρθρα - Πεζά
• Υπέρ και κατά, τ.Α’-Β’. 1965.
• Αντιδογματικά. Αθήνα, Πλειάς, 1978.
• Τα συμπληρωματικά · Σημειώσεις κριτικής. Αθήνα, Στιγμή, 1985.
• Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης · Η ζωή και το έργο του · Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης. Αθήνα, Στιγμή, 1987.
• Η χαμηλή φωνή ·Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς · Μια προσωπική ανθολογία του Μανώλη Αναγνωστάκη. Αθήνα, Νεφέλη, 1990.
ΙΙΙ. Μεταφράσεις
• F.G.Lorca, Δύο Ωδές · Ωδή στον Salvador Dali · Ωδή στον Walt Whitman · Απόδοση Κλείτος Κύρου - Μανώλης Αναγνωστάκης. Θεσσαλονίκη, 1948.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Τα ποιήματα (1941-1956). Αθήνα, 1956.
• Ποιήματα 1941-1971. Θεσσαλονίκη, 1971.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 στην Αθήνα, όπου και μετεγκαταστάθηκε. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό Κριτική (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Ακόμα, ποιήματά του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου.
Εξέδωσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Εποχές 1 (1945), Εποχές 2 (1948), Εποχές 3 (1951), Η Συνέχεια (1954), Τα ποιήματα 1941-1956, συγκεντρωτική έκδοση μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2 (1956), Η Συνέχεια 3 (1962) και Ο Στόχος (1970). Όλο του το έργο εκδίδεται με τον τίτλο Τα Ποιήματα 1941-1971 (1971). Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο και τον πεζό λόγο: Τα υπέρ και κατά (1965), Αντιδογματικά (1978), Το περιθώριο (πεζό) (1979), Τα συμπληρωματικά (1985), Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, (1987). Mετέφρασε: τρία ποιήματα του Απολλιναίρ (1944), δύο ωδές του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: F. G. Lorca, Δύο ωδές-Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί-Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν (1949).

Η κριτική για το έργο του

«Τώρα πια στην Τέχνη όχι μεγέθη-απλώς αποχρώσεις είχε πει ο Μανόλης. Αλλά οι αποχρώσεις της ποίησής του είναι τόσο πλούσιες, τόσο βαθιές, που δημιουργούν ένα καινούριο μέγεθος και την κάνουν πραγματικά μεγάλη. Πρώτα-πρώτα η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι μεγάλη, γιατί μ’ ένα τράνταγμα που το προκαλεί χωρίς να το διακηρύσσει -μας αναγκάζει να ξαναδούμε και να ξανααισθανθούμε την πραγματικότητα, και μαζί τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτήν. Αυτή την πραγματικότητα, που οι διαχειριστές της συχνά την καταχωνιάζουν σ’ ένα, όπως λέει ο ίδιος, δήθεν χαμένο παρελθόν, την προσαρμόζουν σ’ ένα μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν ή σ’ ένα ανέφελο μέλλον. Στις αντιλήψεις που διαμόρφωσε γι’ αυτή την πραγματικότητα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε μέχρι τα έσχατα όρια συνεπής, φθάνοντας ως την αντιμετώπιση του ίδιου του θανάτου».

(Τίτος Πατρίκιος, “Μανόλης Αναγνωστάκης”, Η Λέξη αρ. 186, 2005, σελ. 431-433)

«Αν εξαιρέσουμε τα ποιήματα του Στόχου, νομίζω ότι καμιά ποιητική του φάση δεν έχει άμεσα πολιτικά ποιήματα, με την έννοια ότι είναι εξαρτημένα από κάποια πολιτική επιλογή ή τάση, στρατηγική ή τακτική, και ότι παραπέμπουν ή μεταφράζονται στο ιδίωμά του».

(Αλ. Αργυρίου Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία -Γραμματολογία, τ. Ε΄, Σοκόλης, 1982, σελ.29)

«Ο άξονας της ιστορικότητας, ως ιστορικές στιγμές-ορόσημα, ως δράση ανθρώπων, ως κριτική και αυτοκριτική ή ως πραγματική ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμα, διαπερνάει πολλά ποιήματά του [του Μ. Αναγνωστάκη] σ’ όλες τις συλλογές, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, με γλώσσα χωρίς στολίδια και περιστροφές, με λέξεις που αποκτούν το πραγματικό τους σημασιολογικό βάρος […]. Η ρηματική διατύπωση, ο εξομολογητικός τόνος, το ύφος προφορικού λόγου, οι ρητορικές ερωτήσεις, η δραματική διάθεση, ο υπαινιγμός, οι παρενθέσεις, η στίξη, η οπτική παρουσίαση του ποιήματος στη σελίδα, όλα πετυχαίνουν να ανοίξουν με τον αναγνώστη έναν ουσιαστικό διάλογο επικοινωνίας, καθώς το β΄ πρόσωπο επισημαίνει την παρουσία του εσύ […]. Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού “Θα ’ρθει μια μέρα”, η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η κριτική στάση, η διαμαρτυρία και ο σαρκασμός διαπερνούν αυτή τη συλλογή».

(Χρ. Αργυροπούλου, “Η Ατομική και συλλογική μνήμη ως βιωμένη ιστορία στο έργο
του Μανόλη Αναγνωστάκη”, Φιλολογική, 93, 2005, σελ.11,13)

«Επίπεδα βιωματικό και γραμματικό, το βίωμα και η λέξη. Το ποιητικό μόρφωμα ολοκληρώνεται σε τρία επίπεδα <ενότητες>: α) Στην οδό Αιγύπτου... που περνούνε [στ. 1- 4]. β) Άλλωστε τα παιδιά ... των παιδιών των παιδιών τους [στ. 5- 12]. γ) Προς το παρόν ... των Ελλήνων [στ. 13-19]. Στο πρώτο επίπεδο: Οι προσδιορισμοί του τόπου [...] και του χρόνου [...]. Στο δεύτερο επίπεδο: Κυριαρχεί η έννοια “παιδιά” [...] αποτελεί ουσιαστικά, παρά τη φαινομενική σχέση με τα προηγούμενα, μια εύστοχη ποιητική παρέκβαση [...]. Στο τρίτο επίπεδο: ξανασυνδέει το νήμα που άρχισε με το “στην οδό Αιγύπτου”».

(Γεώργιος Ι. Σπανός, Η Διδασκαλία του Ποιήματος, Αθήνα, Μαυρομμάτη, 1996, σελ. 51-61)

«Το ποίημα κινείται σε δυο επίπεδα:
α) Στο επίπεδο του παρόντος (τώρα, ενεστώτας, προς το παρόν) [...]. Οι λέξεις δηλώνουν αυτό που δηλώνουν ονομάζοντας τα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα είναι φορτισμένες με μια τουλάχιστο λανθάνουσα σημασία, υποδηλώνοντας κάποιες άλλες καταστάσεις. […] στο μέγαρο της Τράπεζας η λέξη συναλλαγή παραπέμπει:
- στην εμπορευματοποίηση της ζωής,
- στις ιδεολογικές συναλλαγές, δηλαδή σε συμβιβασμούς και προδοσίες,
- στις ποικίλες αγοραπωλησίες σε πολιτικό ή σε εθνικό επίπεδο,
- για έναν που ξέρει την περιοχή παραπέμπει και σε άλλου είδους συναλλαγές.
Επιπλέον, η λέξη αφήνει στη δική μου τουλάχιστο αίσθηση (σε άλλον ίσως δεν αφήνει) μια βρόμικη γεύση ανάμικτη από φιλαργυρία, τοκογλυφία, εκμετάλλευση, απάτη. Τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μετανάστευσης, εξάλλου, κουβαλούν επίσης τη δική τους θεματική και προβληματική. Στη δική μου αίσθηση πάλι αφήνουν μια στυφή γεύση έκπτωσης και υποτίμησης, ταπείνωσης και εθνικής υποτέλειας. Επειδή έτσι αισθάνομαι, η οδός Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά- γίνεται κι αυτή μια συνεκδοχή, όπου το μέρος λειτουργεί αντί του όλου και καλύπτει όλη την Ελλάδα με τη σταθερά δεξιά της απόκλιση (αν θέλετε), με τη συναλλαγή σε όλα τα επίπεδα, με την πολιτική έκπτωση και την εθνική υποτέλεια. Και την κοινωνική ζωή της αλλοτριωμένη με την απώλεια ορισμένων στοιχείων που αποτελούν τη βάση (συναίσθημα, εμπιστοσύνη) και την αντικατάσταση τους από άλλα, όπως η εμπορευματοποίηση των πάντων και το κυνήγι του κέρδους. Έτσι, η μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης, που δείχνει την αποκοπή του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του, γίνεται εδώ η αποκοπή του ανθρώπου και του πολίτη από τα βασικά στοιχεία της ζωής του και από το ίδιο το έδαφος του τόπου του.
β) Στο επίπεδο του παρελθόντος. Ο γυρισμός στο “άλλοτε” γίνεται με συνειρμικά φλας μπακ και δίνει πολύ συνοπτικά την ιστορική εξέλιξη του τόπου μεταπολεμικά με κυρίαρχο το θέμα της καταστροφής, του ολέθρου, της απανθρωποποίησης της ζωής. Ακόμα το συνειρμικό φλας μπακ, διαψεύδοντας την ελπίδα του πατέρα για καλύτερες μέρες, την προβάλλει σταθερά σαν αίτημα ζωής για το μέλλον, αίτημα ειρήνης και ανθρωπιάς. Έτσι, η πίκρα και η διάψευση όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά δυναμώνει την πίστη».

(Κ. Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία, Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1985, σελ. 83-89)

«Υψώνεται <στ. 2> σημαίνει κυριαρχεί, δεσπόζει, εξουδετερώνει όλα τ’ άλλα, έχει καταπατήσει τον ελεύθερο χώρο [...]. Κύρια λειτουργία της Τράπεζας η συναλλαγή (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Συμπληρώματά της τα τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως, πράγμα που δηλώνει την αθρόα φυγή των εργαζομένων λόγω ανεργίας. Μια κατάσταση που πληγώνει τον ποιητή -η κατάσταση της εποχής της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών. Συνεπώς πρόθεση του ποιητή δεν είναι να απεικονίσει απλώς ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης του 1969. Αυτή στέκεται το σύμβολο που δίνει την εικόνα όλης της Ελλάδας την εποχή της δικτατορίας και πιο πέρα όλης της μεταπολεμικής περιόδου της Ελλάδας, που πλήγωνε και το Σεφέρη αλλά από άλλη σκοπιά: το Σεφέρη τον πληγώνει η Ελλάδα του παρελθόντος με τις μνήμες και τα ερείπια του αρχαίου μεγαλείου της και η Ελλάδα του 1936 με τον ξεπεσμό της, τον πιθηκισμό και την τυπολατρία των ανθρώπων [...]. Τον Αναγνωστάκη αντίθετα δεν τον πολυνοιάζει το απώτερο παρελθόν, ούτε πικραίνεται για το χαμένο μεγαλείο. τον ενδιαφέρει η κατάντια του λαού της, όπως την έζησε ο πατέρας του, ο ίδιος και τα παιδιά του, η Ελλάδα σε μια περίοδο τριών γενεών, από τότε που οι Έλληνες οραματίστηκαν μια δικαιότερη κοινωνία και συνειδητοποίησαν ότι ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί [...]. Η σκηνοθεσία του συμβολικού δίνεται με λίγες αλλά ουσιαστικές επιλογές: Θεσσαλονίκη = Ελλάδα. Τράπεζα Συναλλαγών = αλισβερίσι και ξεπούλημα. Βαριές αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί = συμφορά. Θωρακισμένοι στρατιώτες = δικτατορία, τυραννία. Πρακτορεία μεταναστεύσεως = μετανάστευση κ.τ.λ. Η σύγκριση με το παρελθόν, που δεν ήταν και αυτό καλύτερο, αποδεικνύει τις συμφορές που έπληξαν τον ελληνικό λαό. Το “νόημα” και η “τεχνική” υφαίνονται τόσο στενά που είναι αδύνατο να το απομονώσεις. Αν ερευνήσουμε τα φορμαλιστικό στοιχεία του ποιήματος, θα παρατηρήσουμε ότι ο εσωτερικός ρυθμός του πηγάζει από το ρυθμό της καθημερινής κουβέντας ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις, καμιά παρομοίωση ή άλλα λογοτεχνικά στολίδια [...]. Τα ρυθμικά αποτελέσματα συγκλίνουν σ’ ένα ενιαίο όλο και δραματοποιούν την κατάσταση που συμβολίζει η “Θεσσαλονίκη του 1969”».

(Νίκος Γρηγοριάδης, Αναγνώσεις Λογοτεχνικών Κειμένων, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ. 77-79)

«Λέξεις που σηματοδοτούν το παρελθόν και το παρόν τονίζουν την αλλαγή στη ζωή του αφηγητή και στην κοινωνία, ενώ το μέλλον δίνεται με ευθύ λόγο στα λόγια κάποιου που δεν είναι ο αφηγητής. Ο ευθύς λόγος στο στίχο 9 αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει μέσα στο κείμενο, να το ζήσει σαν Ιστορία. Η ίδια πρόσκληση έγινε ήδη στο στίχο 5, που ξέρατε, και θα επαναληφθεί στο στίχο 13, που λέγαμε, κι όχι που έλεγα: είναι φανερό ότι για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι μια μορφή επικοινωνίας. Καλύτερες μέρες είναι παραλλαγή του μύθου του Ησιόδου για την παρακμή της ανθρωπότητας. Στο μύθο η χρυσή εποχή είναι τοποθετημένη στο παρελθόν, ενώ στο ποίημα που εξετάζουμε τοποθετείται στο μέλλον από ποιητή με προοδευτική κοσμοθεωρία. Η διακειμενική αναφορά όμως παραμένει: όπως το χρυσό γένος ανήκει στο μακρινό παρελθόν τόσο που να μοιάζει με παραμύθι, το καλύτερο γένος είναι ένας αντικατοπτρισμός που χάνεται καθώς βαδίζουμε στην έρημο του μέλλοντος. Η λέξη μάθημα, στον επόμενο στίχο, απομυθοποιεί τα όνειρα του πατέρα. Ο αφηγητής κρατά έτσι απόσταση από αυτή την αντιμετώπιση των καταστάσεων γιατί ξέρει ότι το καλύτερο μέλλον είναι ένα μάθημα που επαναλαμβάνουμε και που κανένα γεγονός στην πραγματικότητα που ζει δε δικαιώνει. Αυτή η στάση εξηγεί γιατί το ποίημα “Στο παιδί μου...” τελειώνει με συναισθηματική φόρτιση:
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
[…] Ο αφηγητής τώρα κοντοστέκεται. Το τυπογραφικό διάστημα που υπάρχει ανάμεσα στο υπόλοιπο ποίημα και τον τελευταίο στίχο (χαρακτηριστικό φαινόμενο στη συλλογή Ο Στόχος) δίνει στις λέξεις Η Ελλάς των Ελλήνων τη μορφή τίτλου ή και επιμυθίου. [...] και μόνο η λέξη Ελλάς, σε σύγκριση με την πιο σύγχρονη μορφή της του προηγούμενου στίχου, αρκεί για να σηματοδοτήσει την ύπαρξη διακειμένου [...]. Το ποίημα όμως τελειώνει έτσι με τη λέξη Ελλήνων, όπως το “Ίτε, παίδες Ελλήνων”, ενώ η λέξη παιδιά (το παίδες του διακειμένου) επαναλαμβάνεται περισσότερο από κάθε άλλη στο ποίημα».

(Ζωή Σαμαρά, Προοπτικές του Κειμένου, Θεσσαλονίκη, Κώδικας, 1987, σελ. 30-32)

«Συνήθως στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια […]. Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. […]. Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις περνούν την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου, δηλαδή αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για τον νεκρό […]. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων […]. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. “Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης”), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή, παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β΄ ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική».

(Χρ. Αργυροπούλου, “Ο σχολικός Μ. Αναγνωστάκης”, Ομπρέλα, 74, 2006)

«Ο τίτλος του ποιήματος “Επιτύμβιον” σημαίνει βέβαια επιγραφή χαραγμένη σε τάφο. Στην αρχαία ελληνική η λέξη είναι επίθετο και συνοδεύεται από κάποιο ουσιαστικό: επιτύμβιος βωμός, επιτύμβια επιγραφή, επιτύμβιο επίγραμμα […]. Εδώ ο ποιητής γράφει ένα επιτύμβιο για το Λαυρέντη, που πέθανε πρόσφατα[…]. Το Επιτύμβιον είναι ένα είδος ποιητικού επικήδειου που τον απαγγέλλει ο ποιητής σε μια μορφή διαλογικού μονόλογου με υποθετικό συνομιλητή (ακροατή) το νεκρό. Συνηθίζεται, άλλωστε, στους επικήδειους ν’ απευθύνεται ο ομιλητής στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο· ας θυμηθούμε και τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου. Η ανάγκη για ένα δεύτερο πρόσωπο, στο οποίο ν’ απευθύνεται, φαίνεται σ’ όλη την ποίηση του Αναγνωστάκη και δεν αποτελεί, νομίζω, στοιχείο τεχνικής, αλλά εκφράζει διάθεση άμεσης επικοινωνίας […]. Υπάρχει βέβαια και η ευθεία αντίθεση ανάμεσα στο λυρικό εγώ και στο Λαυρέντη. Αλλά το λυρικό εγώ του ποιήματος δε δείχνει να στρέφεται κατά του συγκεκριμένου Λαυρέντη. Ένα ανθρωπάκι, θλιβερό σαρκίο που δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κανείς, και προπαντός όταν τα λόγια του τα ’χει μετρημένα με το σταγονόμετρο. Δε φαίνεται, άλλωστε, να τον ενδιαφέρουν τ’ άτομα, για τα οποία, μάλιστα, διαθέτει όλη την απαιτούμενη κατανόηση. […]Αν όμως ο Λαυρέντης δεν ενδιαφέρει ως συγκεκριμένο άτομο, ενδιαφέρει και πολύ ως “δείγμα τυπικό” της μεταπολεμικής ελληνικής αστικής κοινωνίας ή της μεσαίας τάξης, στην οποία στοχεύει ο ποιητής. Αυτό φαίνεται σε δυο σημεία του ποιήματος στον πρώτο και στον τελευταίο στίχο. Στον πρώτο στίχο [...] το “και συ” θέλει να πει βέβαια όπως τόσοι και τόσοι όμοιοι σου. Το “και” είναι προσθετικό. Η γενίκευση, όμως, γίνεται ρητά στον τελευταίο στίχο, τον ξεχωρισμένο σαν ουρά, σαν συμπέρασμα ή σαν επιμύθιο.
[...] Έτσι, ο Λαυρέντης γίνεται συνεκδοχή [...]. Και το συναίσθημα αντιπαλότητας που διακατέχει τον ποιητή είναι για το όλο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το μέρος. Ένα συναίσθημα αντιπαλότητας που συνοδεύεται από πικρή γεύση και από αηδία και που εκφράζεται με δηκτική και σαρκαστική γλώσσα, που θυμίζει Σατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά ή -κυρίως- Καρυωτάκη, προσδιορίζοντας μια στάση γεμάτη ασυμβίβαστη αδιαλλαξία».

(Κώστας Μπαλάσκας, Λογοτεχνία και Παιδεία: Γνώση και Ανάγνωση Λογοτεχνικών Κειμένων, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1985, σελ. 79-83)

«Ο τόνος του ποιήματος είναι σαρκαστικός με κυρίαρχη τη διδακτική πρόθεση. [...]. Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής εκθέτει με ποιες τιμές κηδεύτηκε ο Λαυρέντης, ενώ στη δεύτερη η εικόνα αντιστρέφεται και το πρόσωπο του Λαυρέντη παρουσιάζεται όπως ακριβώς ήταν. Στον επιλογικό στίχο ο τύπος του Λαυρέντη γενικεύεται […]. Στην πρώτη ενότητα τη σαρκαστική διάθεση εξυπηρετούσε η υπερφόρτωση χαρακτηριστικών επιθέτων ή εννοιών και η παράθεση συνηθισμένων εικόνων κοινωνικής υποκρισίας και διαστρέβλωσης της πραγματικότητας· στη δεύτερη ενότητα, αντίθετα, την εξυπηρετεί το λαϊκό λεξιλόγιο, που ενισχύεται με την αποστροφή του ποιητή στον ίδιο το Λαυρέντη (Α, ρε Λαυρέντη...) [...]. Στους στίχους αυτούς <8-9> αποτυπώνεται μια πικρή γεύση, ο ποιητής γίνεται για λίγο εξομολογητικός (όπως συνήθως σ’ όλη του την ποίηση), καθώς διαπιστώνει πως σ’ όλη του τη ζωή ήταν μέσα στην (πολιτική) σιωπή. Το νόημα: δεν είναι το θλιβερό σου το σαρκίο ο στόχος μου, αλλά ό,τι εσύ αντιπροσωπεύεις».

(Τάκης Καρβέλης, Η Νεότερη Ποίηση: Θεωρία και Πράξη, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 178-179)

«Ο ποιητής-αφηγητής μένει πιστός στην οπτική γωνία και το ύφος του συλλογικού αξιολογητή. Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, η κοφτή δομή του στίχου, οι παρηχήσεις του “ρ” (στ. 2 και 4) δίνουν στο ύφος του έναν επίσημο χαρακτήρα, όπως ταιριάζει στην περίπτωση. Και όλα αυτά δίνονται στην έγκλιση του πραγματικού και σε χρόνο Αόριστο, που αποτελεί το πρώτο επίπεδο της αφήγησης[…].Στους στίχους 5, 6 και 7 ο αναγνώστης νιώθει την εκπληκτική ακροβασία του ποιητή ανάμεσα στις συγκινησιακές συγκρούσεις και τον αυτοέλεγχο. Ο ποιητής δίνει την εντύπωση ανθρώπου που οι επιθυμίες του βρίσκονται σε διάσταση με τις πράξεις του. Η διάσταση αυτή υπογραμμίζεται από την απόσταση που χωρίζει το υποκείμενο “εγώ” και την ενέργεια του (“δε θα’ ρθω”). Η αστιξία μετά το ψέμα, που κυριαρχεί στο κέντρο του ποιήματος, υπογραμμίζει τη σύγκρουση των ενδιάμεσων, της γνώσης και της συγκατάβασης. Το κεφαλαίο “Κ” του Κοιμού “ανακόπτει” το διασκελισμό, αισθητοποιώντας σχηματικά το δισταγμό του ομιλητή [...].
Ταυτόχρονα, όμως, με μια άλλη ανάγνωση, που επιτρέπει πάλι η αστιξία της παρένθεσης, αναδύεται κι ένα άλλο νόημα εξίσου σπουδαίο. Το “μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή”, ως πικρός απολογισμός, φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση το “εγώ” (που προβάλλεται στην αρχή της παρένθεσης σαν έτοιμο για έξοδο) με το αναξιοκρατικά δικαιωμένο “εσύ” (“μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα”) [...]. Παράλληλα, όμως, η απόφαση αυτή <στ. 8-9> έχει τα στοιχεία του τραγικού μεγαλείου, καθώς εμπεριέχει την επίγνωση του προσωπικού κόστους και, επομένως, το θάρρος [...]. Έτσι, αντιπροβάλλεται ένα άλλο ήθος προς αυτό του Λαυρέντη και το ποίημα αποκτά διδακτικό χαρακτήρα, αφού λειτουργεί αφυπνιστικά, τροχιοδεικτικά […]. Έτσι το “Επιτύμβιον” εξελίσσεται σ’ ένα αντίλογο που λιθοβολεί με τη γυμνή αλήθεια του, όχι τον ασώματο συνομιλητή, αλλά την κοινωνική πρώτη ύλη που αναπαράγει τους “Λαυρέντηδες”».

(Γιώργος Φρυγανάκης, “Μανόλης Αναγνωστάκης, Επιτύμβιον”, Μυλωνά - Πιερή Θ., Η Μεταπολεμική Ποίηση, Τυποσπουδή, Ρέθυμνο, 1990, σελ. 60-65)

«Το εγώ μιλάει εδώ συλλογικά ως εμείς (οι παλιοί μάλλον αγωνιστές, η γενιά του εμφύλιου) σε αντίθεση με το εσείς (οι σημερινοί νέοι του 1970), τη νέα γενιά, που εξαντλεί την αγωνιστικότητα της (εναντίον της δικτατορίας υποτίθεται) με εκ του ασφαλούς εκδηλώσεις σε συντροφιές, με τραγούδια γενικής και αόριστης διαμαρτυρίας, με συζητήσεις γενικού θεωρητικού προβληματισμού και αντιστασιακής γυμναστικής. Ο τόνος της ομιλίας είναι έντονα σαρκαστικός. Με το σαρκασμό του ο ποιητής καταγγέλλει την ψευτιά, την απουσία της αγωνιστικής πράξης και τον ευνουχισμό της αλκής μέσα στην ευζωία (να παίξετε, να ερωτευτείτε, να ξεσκάσετε). Ορα τό καβαφικό διακείμενο στον τίτλο, που περιλαμβάνει όλο το ποίημα, στο οποίο εμπεριέχεται το επίγραμμα του Αισχύλου. Έτσι, το ποίημα του Αναγνωστάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως (πιθανή) απάντηση του Αισχύλου στους Σιδώνιους νέους. Η παλιά γενιά χλευάζει τους νέους με βαθιά πίκρα, όπως δηλώνεται στην αποστροφή του ποιητή στο φίλο του Γιώργο (Αποστολίδη), με το“εκ βαθέων” και πάλι σε παρένθεση. Η νέα γενιά έδωσε την απάντηση, τρία χρόνια αργότερα, στο Πολυτεχνείο. Ο λόγος και πάλι απλός, λιτός, κουβεντιαστός, πεζός, έμμεσα διδακτικός. Ο στόχος και πάλι πολιτικός».

(Κώστας Μπαλάσκας, Ταξίδι με το Κείμενο: Προτάσεις για την Ανάγνωση της Λογοτεχνίας Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο], Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990, σελ. 82-83)

https://slideplayer.gr/slide/14997095/

Παρουσίαση με θέμα: "Χριστίνα Αργυροπούλου Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Χριστίνα Αργυροπούλου Σύμβουλος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΛΥΚΕΙΟΜΕ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ PROJECTΚΑΙ ΜΕ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

3 Αυτή τη χρονιά (2005) έφυγαν δυο αθόρυβοι, αλλά μεγάλοι ποιητές για τα νεοελληνικά μας γράμματα, οι Μανόλης Αναγνωστάκης και Μίλτος Σαχτούρης.Η πρώτη μεταπολεμική γενιά στην οποία ανήκουν οι Μ. Αναγνωστάκης και Μ. Σαχτούρης βίωσε τον πόλεμο, την Κατοχή, τον εμφύλιο, στοιχεία που εξάγονται από την ποίησή τους. Με βάση τη γέννηση στο κέντρο αυτής της γενιάς βρίσκονται όσοι γεννήθηκαν στα , πολλοί έχουν τελειώσει μια ανώτατη σχολή και αρκετοί πολέμησαν στην Αλβανία. Στην ποιητική δημιουργία της Α΄ Μεταπολεμικής Γενιάς διαμορφώθηκαν τρεις τάσεις: α. η αντιστασιακή ή κοινωνική (Μ. Αναγνωστάκης, Α. Αλεξάνδρου, Μ. Κατσαρός, Τ. Λειβαδίτης, κ.ά.),β. η νεοϋπερρεαλιστική (Έκτορας Κακναβάτος, Δ. Παπαδίτσας, Μ. Σαχτούρης, Ε. Βακαλό, κ.ά.),γ. η υπαρξιακή ή μεταφυσική (Μ. Σαχτούρης, Ν. Καρούζος, Όλγα Βότση, Γ. Κότσιρας κ.ά.).

4 Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε ιατρική, καταδικάστηκε σε θάνατο το 1949 για την πολιτική του δράση και πέθανε το Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα αρχικά με ένα παραδοσιακό ποίημα το 1942, αλλά από το γράφει και εκδίδει μοντέρνα/ νεωτερική ποίηση. Επίσης, έγραψε μελέτες, πεζά και έκαμε πολλές μεταφράσεις.

5 Ο Μ. Αναγνωστάκης, ποιητής και κριτικός, άνθρωπος με καθαρή ποιητική και πολιτική συνείδηση, επέλεξε τη σιωπή, όταν πια οι λέξεις έχασαν το νόημά τους, όταν η αλήθεια και το ψέμα έγιναν δυσδιάκριτα και η συναλλαγή έγινε πιο πολύπλοκη απ΄ ό,τι κατατίθεται ποιητικά, π.χ.«Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα/ παιδιά», «Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται/ η Τράπεζα Συναλλαγών/ -εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-».

6 Ο Μαν. Αναγνωστάκης αγαπήθηκε ιδιαίτερα, θαυμάστηκε για το ήθος του, υπήρξε πολίτης χωρίς συμβιβασμούς, με τις ευαίσθητες κεραίες του εδώ και χρόνια είδε κατά πού πάνε τα πράγματα και προτίμησε τη σιωπή. Οι θεωρητικές θέσεις του ήταν και στάση ζωής, γι΄ αυτό κατέκρινε το κλίμα «παλικαρισμού» όλων εκείνων που ζήτησαν ανταμοιβή για την Εθνική τους Αντίσταση ή που μεγιστοποίησαν τη συμβολή τους. Η ποίησή του, σε γλώσσα οικεία που λέει «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», έχει καθαρότητα αξιών και αισθημάτων. Μετά τις Εποχές Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και τη Συνέχεια δίνει το Στόχο γραμμένο μέσα στη δικτατορία.

7 Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού, π. χ
Τα ποιητικά του μοτίβα, ο χρόνος, η επίκληση ενός σκοπού, π.χ. «Θα ΄ρθει μια μέρα», η μάνα και το παιδί στον πόλεμο, π.χ. «Φωνές/ Τη νύχτα/ Μακρινές φωνές/Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους/Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση/ Ερείπια/ Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες», το χρέος, ο συλλογικός αγώνας, η πρωτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση, η κριτική στάση, π.χ. «τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου/ αυταπάτη.», ο θάνατος «Πικρών και ανεξήγητων θανάτων/ Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις» όλα συνθέτουν την ποιητική και πολιτική ηθική του Μ. Αναγνωστάκη.

8 Η ποίησή του διδάσκει τους νέους με το δικό της δηλωτικό τρόπο να ξεχωρίζουν τα παραμύθια από την πραγματικότητα και τους κάθε είδους Λαυρέντηδες από τους άλλους πολίτες, π.χ. «Πέθανες-κι έγινες και συ: ο καλός.Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης. [...]/Α, ρε, Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ΄ξερα τι κάθαρμα ήσουν,τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.».

9 Οι ποιητές Μ. Αναγνωστάκης και Μ
Οι ποιητές Μ. Αναγνωστάκης και Μ. Σαχτούρης έχουν κοινά στοιχεία όπως είναι: τα ίδια εξωκειμενικά συμφραζόμενα -Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος-, η ένταξη στην ίδια γενιά, η παρουσία του θανάτου στην ποίησή τους και ο χαμηλός και εξομολογητικός τόνος. Οι διαφορές ανάμεσά τους είναι αρκετές, κυρίως σε θέματα κοινωνικά και πολιτικά, τα οποία διαπερνούν την ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη, ο οποίος είναι πολιτικά προσδιορισμένος με το δυναμικό παρόν του στους αγώνες του τόπου. Αντίθετα ο Μ. Σαχτούρης είναι μοναχικός και απόμακρος, υπηρέτησε τη θητεία του, βίωσε τον φόβο του πολέμου και τη φρίκη της Κατοχής, που αναδεικνύεται μέσα από μοτίβα και εικόνες που συγκροτούν μια ποίηση τραυματική και αιμάσσουσα. Έτσι, το ιστορικό βίωμα ενυπάρχει στην ποίησή του, αλλά όχι ως καταγγελτικός λόγος και ως υπεύθυνη πολιτική φωνή, όπως στον Μ. Αναγνωστάκη.

10 Ο Μ. Σαχτούρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919, καταγόταν από την Ύδρα από γενιά αγωνιστών, φοίτησε στη Νομική Σχολή, την οποία εγκατέλειψε, εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1944 και εξέδωσε αρκετές ποιητικές συλλογές. Εντάσσεται εντός και εκτός του υπερρεαλισμού, στην ποίησή του κυριαρχούν το παράλογο στοιχείο, η απλή γλώσσα, η ποιητική σκηνοθεσία και η εικονοποιϊα. Οι εικόνες του αποδίδουν την πραγματικότητα, όπου πρόσωπα, ζώα και πράγματα μεταπλάθονται με τη φαντασία και το παράλογο- αναστροφή της πραγματικότητας- σε αρχετυπικές μορφές, σε σημεία με συμπυκνωμένη ενέργεια. Η σκηνοθετική τεχνική του είναι άριστη, είναι τεχνική βάθους, καθώς κάνει κατάδυση στο βίωμα και τη συνείδηση και αναδεικνύει- όχι με μεγαλοστομίες- την ουσία των πραγμάτων. Η σκηνική διάρθρωση των ποιημάτων του ανοίγει και κλείνει ως αυλαία.

11 Ο Μίλτος Σαχτούρης αξιοποιεί στοιχεία από τον εξπρεσιονισμό, τον εικονισμό, τον υπερρεαλισμό και το παράλογο, αλλά ουσιαστικά ακολουθεί το δικό του μοναχικό δρόμο, που συνίσταται στη φανταστική εγγραφή του εμπράγματου κόσμου στην ποίησή του. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ιστορία ως βίωμα είναι παρούσα τόσο στη σκηνοθεσία του όσο και στην ιδεοπλαστική εικόνα. Η ιδεοπλαστική του εικόνα είναι αυτόνομη, καθαρή, πηγάζει από τα πράγματα και τις αισθήσεις, η τεχνική του είναι αφαιρετική.

12 Η ποιητική του γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, όπου η συμπύκνωση των όρων της παρομοίωσης και η αξιοποίηση της μεταφοράς συγκροτούν ένα νέο ποιητικό τοπίο σύντηξης του πραγματικού και ποιητικού στο οποίο εμπλέκεται ο αναγνώστης και το προσλαμβάνει ως ενιαίο χώρο. Το ποιητικό του τοπίο είναι μοναχικό, γεμάτο φόβο, το περιβάλλον στενό, έτσι όπως ήταν και η ζωή του ποιητή, π.χ. «κι έμεινα μ΄ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ΄ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά». Ο ποιητής μεταθέτει την εμπειρία του που βγαίνει από τη συνείδηση σε έναν άλλο κόσμο υπερπραγματικό, εκεί όπου συντελείται το παράλογο ως σχίσμα της ζωής και της δημιουργίας του, εκεί όπου και ο έρωτας γίνεται θάνατος.

13 Ένα άλλο ευρηματικό στοιχείο σε αυτήν την ποίηση είναι οι τίτλοι των συλλογών και των ποιημάτων που «συνομιλούν» με τη λόγια και τη λαϊκή παράδοση, όπως και με το παραμύθι, με τη μυθολογία, τον Όμηρο, την αρχαία τραγωδία και με νεότερους δημιουργούς, Έλληνες και ξένους, πολλοί εκ των οποίων αναφέρονται και στην ποίησή του (Δ. Σολωμός, Ν. Εγγονόπουλος, Κ. Καρυωτάκης, Α. Εμπειρίκος, Σκαλκώτας, Κάφκα, Τ. Ντύλαν κ.ά.). Ο ποιητής με πρωτότυπο τρόπο μεταπλάθει όλα αυτά τα στοιχεία σε μια ανανεωμένη πρωτοποριακή γραφή που είναι πέραν του υπερρεαλισμού, του ρεαλισμού και του εξπρεσσιονισμού, αν και αξιοποιεί στοιχεία από όλα αυτά τα ρεύματα και κινήματα.

14 Είναι ολοφάνερο ότι στην ουσία της αυτή η ποίηση είναι δραματική
Είναι ολοφάνερο ότι στην ουσία της αυτή η ποίηση είναι δραματική. Οι δραματικές καταστάσεις δίνονται με επιλεγμένες λέξεις και εικόνες που θυμίζουν Γκουέρνικα και Ιερώνυμο Μπος, μεταδίδουν φρίκη, κομματιασμένο κόσμο και πληγωμένη συνείδηση. Τα μοτίβα του επανέρχονται βελτιωμένα από συλλογή σε συλλογή, π.χ. πουλιά, ζώα, ουρανός, ψωμί, ζητιάνα. Καταλύει την απόσταση ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, οι μορφές του ανεβοκατεβαίνουν από τη ζωή στο θάνατο και το αντίστροφο ως δυο εκφάνσεις του ίδιου πράγματος.

15 Αναζητάει πέρα από τη γη τη λύτρωση, καθώς σε αρκετά του ποιήματα έρχονται οι άγγελοι ή μια ζητιάνα να δώσουν ψωμί από τον ουρανό, π.χ.«είναι όλοι τους δακρυσμένοιόμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμεςκαι μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκιαστον ουρανό» (Τα Δώρα, σελ. 44).

16 Η ποιητική χρωματολογία και ζωολογία του Σαχτούρη, με τα βασικά χρώματα και τις αποχρώσεις τους, με το μεικτό χαρακτήρα πουλιών, ζώων και προσώπων αποκαλύπτει το χαρακτήρα και την ουσία των πραγμάτων, που είναι και αυτή μεταβαλλόμενη όπως τα αποδιδόμενα χρώματα. Η χρωματολογία του λειτουργεί στο κλίμα του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου. Αυτή η ποικιλία και η κινούμενη χρωματική «άμμος» αποδίδει την ασταθή και δύσκολη εποχή, το ματωμένο διάλογο του ποιητικού υποκειμένου με την εποχή του και την εχθρότητα ή τη «βαθύτερη οικειότητα του σύγχρονου κόσμου προς το σύγχρονο άνθρωπο».

17 Στο Μ. Σαχτούρη δεν έχουμε καταγγελτικό λόγο με πολιτική σκόπευση, όπως στον Αναγνωστάκη, αλλά ποιητικό λόγο που δείχνει (δείξη) και προβάλλει σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο το ατομικό βίωμα, το οποίο μεταπλάθεται σε μια ποίηση όπου κυριαρχεί ο πόνος και η ανθρώπινη οδύνη ως βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης (μοίρα, τραγωδία, παραλογές). Το ύφος του κινείται ανάμεσα στην οικειότητα και την ανοικειότητα, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη με την παραμορφωτική διάσταση των ποιητικών υλικών από τα οποία αναδεικνύεται η τραγική μοίρα του ανθρώπου ως πάσχοντος όντος, χωρίς καρυωτακική απαισιοδοξία.

18 Η δικαιοσύνη και η λύτρωση αναζητούνται στον ουρανό, όπως φαίνεται και από τη συχνή χρήση της λέξης «ουρανός» και άλλων συμπαντικών στοιχείων. Το γήινο και ουράνιο επίπεδο αλληλοδιαπλέκονται, καθώς ό,τι γίνεται στο γήινο επίπεδο επηρεάζει και το ουράνιο. Ο Μ. Σαχτούρης με την ποίησή του αναζητά την αλήθεια, την αυθεντική ζωή, την απελευθέρωση από «πάθη και παθήματα» ανάμεσα στον ουρανό και τη γη και δίνει την εντύπωση ότι ως κλόουν μετεωρίζει και μετεωρίζεται στο μεταξύ ουρανού και γης αναζητώντας το νόημα της ύπαρξης. Η αναζήτησή του θυμίζει mutatis mutandis το ερώτημα της Μαργαρίτας στο Φάουστ του Γκαίτε και τον προβληματισμό του Ευριπίδη «Τι είναι θεός, και τι μη θεός και τι ανάμεσό τους» που επαναδιατυπώνεται στην Ελένη του Σεφέρη.

19 Η σκηνοθετική τεχνική του συγκροτεί ένα σκηνικό μεταμορφώσεων όπου κυριαρχούν το τοτεμικό στοιχείο, οι αρχετυπικές μορφές, τα πλάσματα της παιδικής παραμυθικής φαντασίας και το παράλογο, τα οποία με τη σειρά τους αποκαλύπτουν το ζοφερό βιωματικό κόσμο του Σαχτούρη, που αναζητά την ελπίδα σε έναν άλλο χώρο καθαρό, τον ουράνιο. Έτσι, ο κομματιασμένος κόσμος του Μ. Σαχτούρη δεν είναι μόνον μια ζωγραφισμένη ποίηση ή η στιγμιαία εντύπωση από τη Γκουέρνικα, αλλά το βάθος και το πλάτος ενός επώδυνου βιώματος που μετέτρεψε την παιδική και εφηβική ηλικία σε εφιαλτικό βίωμα. Μόνο που το βίωμα αυτό συνεχίζεται από τότε ως το τέλος της ζωής του (διαστολή του χρόνου), ενώ ο χώρος του ως ποιητική χωρικότητα συρρικνώνεται σε όσα έζησε ο ποιητής στην Αθήνα εκείνα τα δύσκολα χρόνια (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, ασθένεια του ποιητή).

20 Και οι δυο ποιητές είναι ανθολογημένοι σε σχολικά βιβλία, όπως:
Γυμνάσιο: γ΄ γυμνασίου:Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Οttο V Μανόλης Αναγνωστάκης,Το ψωμί Μίλτος Σαχτούρης.Λύκειο: Στα Κ.Ν.Λ. γ΄ λυκείου Γενικής Παιδείας:Μ. Σαχτούρης, Η Αποκριά και Ο στρατιώτης ποιητής.Μ. Αναγνωστάκης, Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ. Χ., Επιτύμβιον και Νέοι της Σιδώνος.Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης ανθολογούνται τα ακόλουθα ποιήματα:Μ. Σαχτούρης, Ο Ελεγκτής, Ο ΣυλλέκτηςΜ. Αναγνωστάκης, Επίλογος, Στο Ν. ΕTEE

21 4. Διδακτικά παραδείγματα
Μ. Αναγνωστάκηςα. Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.Στην οδό Αιγύπτου-πρώτη πάροδος δεξιάΤώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας ΣυναλλαγώνΤουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε απότα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατεΤώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότεΠλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρεςΔεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημαοι ίδιοι στα παιδιά τους

22 Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιώντων παιδιών τους.Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεταιΗ Τράπεζα Συναλλαγών-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεταιΤουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-Όπου και να ταξιδέψω η ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο ΠοιητήςΗ Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,Τις ωραίες εκκλησιέςΗ Ελλάς των Ελλήνων.

23 Η οικείωση με την ποίηση του Μ
Η οικείωση με την ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη είναι εύκολη τόσο λόγω της γλώσσας όσο και του τόνου της φωνής του, του ύφους. Εκείνο που προέχει είναι η προσεκτική ανάγνωση, πρώτη και δεύτερη ώστε να κατανοηθεί το περιεχόμενο και η βαρύτητα των λέξεων και των σημασιών τους. Οι τίτλοι προετοιμάζουν για το περιεχόμενο των ποιημάτων και για τη συγκρότηση του νοήματος και μηνύματος. Στο ποίημα Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ. τα ιστορικά συμφραζόμενα είναι ολοφάνερα συνεπώς και το στόχος του ποιήματος. Ο τίτλος του ποιήματος και της συλλογής Στόχος προβάλλουν τον κοινωνικό, ειρωνικό και καταγγελτικό λόγο του Μαν. Αναγνωστάκη. Η συλλογή Στόχος (1970) περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίας

24 Εστιάζουμε την προσοχή μας στον πεζολογικό στίχο, στη στίξη που υποστηρίζει τη συναισθηματική διακύμανση και στο σκηνικό που πλαισιώνει νοήματα και μηνύματα. Το σκηνικό στους πρώτους στίχους δίνει μια πολυτελή πρόσοψη κτηρίων μιας χώρας που βιώνει την κοινωνική και εθνική αθλιότητα. Δίνεται αφαιρετικά και συνοπτικά η Ελλάδα της δεκαετίας του Η Τράπεζα Συναλλαγών, τα Τουριστικά γραφεία και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως με τη γραφή και τα σημαινόμενά τους αναδεικνύουν τον κοινωνικό στόχο αυτής της ποίησης, που επιτείνεται με την αναφορά στα «παιδάκια»-υποκοριστικό, συμπάσχει ο ποιητής-, τα οποία δεν έχουν ελεύθερο χώρο για να παίξουν, ενώ η αλλαγή έχει εισβάλει με όλη της τη μεγαλοπρέπεια «τροχοφόρα». Η μετάβαση με το «άλλωστε» στο χρόνο από το χτες στο σήμερα επισύρει και άλλες αλλαγές που δηλώνονται πρώτα συνοπτικά και μετά μέσα από εικόνες και καταστάσεις «ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε», όπου η επίταξη του ρήματος ενέχει πόνο και νοσταλγία.

25 Με το «Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,» γίνεται η μετάβαση στο παρόν όπου όλα έχουν αλλάξει προς το χειρότερο και όχι όπως θα περιμέναμε, σύμφωνα με τις πολυτελείς προσόψεις των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Το γέλιο και η εμπιστοσύνη χάθηκαν (αλλαγή καιρών) με αντανάκλαση στον ανθρώπινο παράγοντα, π.χ.«Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότεΠλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες,Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρεςΔεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημαοι ίδιοι στα παιδιά τουςΕλπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα»

26 Στους στίχους αυτούς με τη δυναμική της μεταφοράς και αλληγορίας δίνεται το κακό με αναφορά στις φυσικές καταστροφές και τους θωρακισμένους στρατιώτες- ιστορικό στίγμα (κατοχή, εμφύλιος), τα παιδιά δεν γνώρισαν τις «καλύτερες μέρες» για τις οποίες μιλούσαν οι πατέρες, άλλωστε και οι ίδιοι ως πατέρες με την ελπίδα για καλύτερες μέρες θα γαλουχήσουν τα παιδιά τους. Η επίταση με την επανάληψη σε αιτιατική και γενική, π.χ. «Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.»δηλώνει τη μη πραγματοποιημένη ελπίδα και δίνει ποιητικότητα στο στίχο.

27 Από το σκηνικό των πρώτων στίχων πήγαμε στον άνθρωπο, στο συλλογισμό και τη μνήμη, που διακόπτονται με επαναφορά στο παρόν και στο πολυτελές σκηνικό, ένα σκηνικό φενακισμένο, όπως είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, όπου κυριαρχεί η συναλλαγή, η εκμετάλλευση και η μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, από τα οικονομικά αδιέξοδα, π.χ. «Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεταιη Τράπεζα Συναλλαγών- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-».

28 Η αξιοποίηση της κλίσης του ρήματος με την πρόταξη της προσωπικής αντωνυμίας δηλώνει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την κατάσταση που βιώνουν οι άνθρωποι, την φτώχια, τη μετανάστευση, δηλαδή το εθνικό ξεπούλημα πίσω από τη βιτρίνα των Τραπεζών και των τουριστικών γραφείων. Στους τελευταίους στίχους ο Μ. Αναγνωστάκης συνομιλεί με το Σεφέρη (διαλογικότητα), τον «Ποιητή» με την κεφαλαιογράμματη γραφή και την αντίστοιχη σημασιοδότηση του Σεφέρη ως μεγάλου ποιητή, και ολοκληρώνει το ποίημά του με την ανθρωπογεωγραφία της Ελλάδας σε ύφος σαρκαστικό με σαφή αναφορά στην εκμετάλλευση λέξεων και εννοιών, θρησκευτικού και πατριωτικού συναισθήματος από τη δικτατορία του 1967, π.χ.«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο ΠοιητήςΗ Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία,τις ωραίες εκκλησίεςΗ Ελλάς των Ελλήνων».»

29 Ο ποιητής, όπως σημαίνει και ο τίτλος της συλλογής, στοχεύει να μας προβληματίσει με γλώσσα οικεία, με εικόνες και καταστάσεις καθημερινές που ίσως περνούν απαρατήρητες. Η απομόνωση του τελευταίου στίχου ηχεί ως τραγική ειρωνεία. Το ύφος είναι στοχαστικό στοχεύοντας στο μήνυμα και ζητώντας επαγρύπνηση από όλους σε εκείνους τους δίσεχτους καιρούς. Είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για ποίηση κοινωνική. Στη συνολική θεώρηση γίνεται συζήτηση στην τάξη, διερευνώνται τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Μ. Αναγνωστάκη και απαντώνται οι ερωτήσεις, αν δεν έχει γίνει αυτό κατά την ανάλυση του ποιήματος.

30 Επιτύμβιον, Συλλογή Στόχος (1970) η οποία περιέχει ποιήματα που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίαςΠέθανες - κι έγινες και συ: ο καλός.Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσωπολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).

31 Προηγείται η προετοιμασία του/της καθηγητή/τριας, ανάγνωση, διερεύνηση της πρόσληψης και διεύρυνση μέσα από την ανάλυση μορφής και περιεχομένου. Σχολιάζονται η εκδοτική παρουσία στα ποιήματα, ο τίτλος, η παράδοση των επιτυμβίων και εστιάζεται η προσοχή στο περιεχόμενο αυτού του επιτύμβιου που μόνον επιγραμματικό δεν είναι. Συνήθως στους επιτύμβιους στίχους επαινείται ο θανών, εδώ δίνονται δυο εκδοχές, η άποψη των πολλών και η άμεση αντίληψη του ποιητή που έρχεται σε αντίθεση με τα κούφια εγκωμιαστικά λόγια. Άλλωστε ο τρόπος γραφής, το ύφος και οι διακυμάνσεις της φωνής αναδεικνύουν την ειρωνική και σαρκαστική γλώσσα που σημαίνει πολύ περισσότερα από όσα λέει και που κορυφώνεται με τους στίχους στην παρένθεση και τη γενίκευση στον επιλογικό μετεωρισμένο στίχο. Η διαπλοκή του β΄ με το α΄ ρηματικό πρόσωπο και η εμφατική παρουσία της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ, συ» δημιουργούν οικείο ύφος, άμεση εμπειρία, δηλαδή βιωματικό πειστικό λόγο.

32 Στην πρώτη στροφή συσσωρεύονται τα χαρακτηριστικά και ονοματοποιημένα επίθετα, τα πολλά στεφάνια, οι τρεις επικήδειοι λόγοι και τα ψηφίσματα, στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο νεκρός κατείχε κάποια δημόσια θέση ή ήταν κάποιος που πρόσφερε υπηρεσίες. Η ποιότητα των υπηρεσιών του διευκρινίζεται στη δεύτερη στροφική ενότητα που κατανοείται καλύτερα σε σχέση με τα εξωκειμενικά συμφραζόμενα. Οι τιμές στο νεκρό έχουν σχέση με τη μεσαία αστική τάξη που μετά τον εμφύλιο ξεπουλιέται στις διεθνείς αγορές και τα ντόπια συμφέροντα, όπως λέει ο ποιητής ειρωνικά «για τις υπέροχες υπηρεσίες που πρόσφερες».Στη δεύτερη στροφική ενότητα δίνεται η πραγματική εικόνα του θανόντος με το σχήμα αποστροφής και τον καθημερινό λαϊκό λόγο, όπου οι λέξεις αποδίδουν την ουσία των πραγμάτων και όχι μια φενακισμένη εικόνα για το νεκρό, π.χ.«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ΄ξερα τι κάθαρμα ήσουντι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα».

33 Συζητιούνται το επίρρημα «μόνο» και οι λεκτικές επιλογές «κάθαρμα, κάλπικος παράς, ψέμα», που ηθογραφούν ένα νεκρό χωρίς αξίες. Μέσα από τα αντιθετικά επιτύμβια λόγια ο αναγνώστης εστιάζει στην πραγματική εικόνα του Λαυρέντη και όχι την επίσημη και πεποιημένη των τριών αντιπροέδρων. Στη συνέχεια ο ποιητής με τη λόγια έκφραση, «Κοιμού εν ειρήνη δε θα ΄ρθω την ησυχία σου να ταράξω», δηλώνει την πρόθεσή του, η οποία ουσιαστικά έχει αναιρεθεί, διότι η υστεροφημία του νεκρού και η ησυχία του έχει διαταραχθεί και δεν μπορούμε να πούμε ότι ο νεκρός κοιμάται εν ειρήνη. Βέβαια, ο ποιητής δεν στοχεύει μικρόψυχα στο συγκεκριμένο άτομο αλλά στις πράξεις του και σε κάθε «Λαυρέντη», ο οποίος γίνεται αντιπροσωπευτικό όνομα-σύμβολο στον επιλογικό στίχο, π.χ. «Δε θα ΄σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.». Στη συνέχεια της δεύτερης στροφής με τους στίχους στην παρένθεση ο ποιητής αποκαλύπτει τα συναισθήματά του και τη στάση του, στάση πολιτική, κοινωνική και υπεύθυνη, που μιλάει με τη σιωπή του, π.χ.«(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσωΠολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο)».

34 Η πικρή γεύση και ο εξομολογητικός τόνος δίνονται με την αντίθεση του εγώ και εσύ και με την περιφρόνηση εκείνου που αντιπροσωπεύει ο νεκρός και το «σαρκίο» του. Η σιωπή ως πολιτική στάση δεν μπορεί να θυσιαστεί για το Λαυρέντη. Ακολουθεί η ολοκλήρωση του νοήματος με το σχήμα του κύκλου, τόσο ως προς τη λόγια έκφραση (διαλογικότητα με τον εκκλησιαστικό λόγο), όσο και ως προς τους σαρκαστικούς χαρακτηρισμούς για το Λαυρέντη, με αναδιάταξη του πρώτου στίχου της πρώτης στροφής, τον ευθύ λόγο, την επιλογή των κεφαλαίων γραμμάτων και την «ομιλούσα στίξη», π.χ.«Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.Δε θα ΄σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.»

35 Ο μετεωρισμένος επιλογικός στίχος, η επανάληψη, ο σαρκασμός, η συσσώρευση των επιθέτων, όλα γίνονται φορείς μηνυμάτων με στοχο τον «τιμώμενο» νεκρό και τη φενακισμένη εικονοποίησή του. Έτσι η μοντέρνα ποίηση μεταφέρει μηνύματα, νοήματα και σημασίες με όλα τα όπλα που παρέχει η γλώσσα και η γραμματική της (φωνολογία, μορφολογία, στίξη). Με τον επιλογικό στίχο επιτυγχάνεται η διεύρυνση των στόχων του ποιητή, ιδιαίτερα με τη φράση «ούτε δα» και τη σαρκαστική πικρή διάθεση. Η μέθοδος γραφής του Μ. Αναγνωστάκη θυμίζει Καβάφη (π.χ. Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης), το ύφος είναι ρητορικό και μοιάζει με μονόλογο του ποιητή (κοφτή φράση, προσεγμένη δομή, παρηχήσεις των γραμμάτων λ, ρ, επιλογή του β΄ ρηματικού προσώπου). Ο τελευταίος στίχος δένει με τους δύο πρώτους στίχους και δημιουργεί αίσθηση αποφθεγματική.

36 Αν οι ερωτήσεις έχουν απαντηθεί κατά την ερμηνεία, τότε οι μαθητές μπορούν να εργαστούν σε θεματικούς άξονες όπως είναι: η λειτουργία της ειρωνείας την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη με αναφορές στους: Κων. Καβάφη, Μ. Αναγνωστάκη, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Κ. Δημουλά, Κ. Χαραλαμπίδη και άλλους ποιητές.

37 Νέοι της Σιδώνος, Συλλογή Στόχος (1970).
Νέοι της Σιδώνος, Συλλογή Στόχος (1970).Κανονικά δεν πρέπει να ’χουμε παράπονοΚαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,Κορίτσια δροσερά – αρτιμελή αγόριαΓεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σαςΤόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ’ άλλην ήπειροΓια ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα χρόνια,Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.Ιδιαιτέρως σας τιμά τούτη η συμμετοχήΣτην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μαςΔίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό – κατόπιν τούτουΝομίζω δικαιούσθε με το παραπάνωΔυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;)

38 Το ποίημα αυτό συνεξετάζεται με τους Σιδώνειους νέους του Κ. Π
Το ποίημα αυτό συνεξετάζεται με τους Σιδώνειους νέους του Κ. Π. Καβάφη είτε ομαδοσυνεργατικά στην τάξη είτε στο σπίτι ως εργασία σε ομάδες με δοσμένες ερωτήσεις και αξιοποίηση των ερωτήσεων του βιβλίου. Δίνεται έμφαση στη στάση των νέων-εμμονή στα λόγια-, στο λόγο-σχόλιο του ποιητή για τους νέους και στην ειρωνεία-σαρκασμό. Σχολιάζεται ο παρενθετικός στίχος στο τέλος όπου ο ποιητής εξομολογείται στο φίλο του Γιώργο σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο, π.χ. «(Μας γέρασαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;»). Η ρητορική ερώτηση αναδεικνύει το βάθος του προβληματισμού του ποιητή και συνειδητού πολίτη και την αντίθεσή του σχετικά με τη στάση των νέων, που σταματούν στα λόγια. Το επίρρημα «προώρως» =πριν την ώρα, δηλώνει επιτάχυνση του χρόνου, αλλά και ωραιοποίηση του παρελθόντος του Γιώργου, φίλου του ποιητή και του ποιητή που ανήκουν σε άλλη γενιά, βίωσαν άλλα πράγματα και ως νέοι μιλούσαν με έργα και όχι μόνον με μεγάλα λόγια.

39 Γενικά, η μεγαλοστομία και οι κούφιες λέξεις καταγγέλλονται ποιητικά από το Μ. Αναγνωστάκη. Άλλωστε, ο ποιητής καταθέτει και ποιητικά ότι οι άνθρωποι κρίνονται από τις πράξεις τους, οι οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Η αλήθεια και η διαφάνεια των πραγμάτων είναι το ποιητικό και κοινωνικό αίτημα του ποιητή, διότι μέσα από αυτή θα προκύψει η αυτοκριτική και η κάθαρση. Σε μια κριτική ενδοσκόπηση καταθέτει ποιητικά ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά, να λέμε τη σκάφη σκάφη και τα σύκα σύκα. Έτσι, με το λαϊκό επαναδιπλούμενο λόγο σηματοδοτεί ο ποιητής την αλήθεια και την αυθεντικότητα προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων ως διαρκές αίτημα.

40 Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Οtto V… (από τη συλλογή Εποχές και γράφτηκαν το 1941-44)
Σε δυο λεφτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλοΕμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη από πίσωΑπόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείςΘα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικά εμβατήριαΘα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτιαΕκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μι’ άλλη σημαίαΈτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν.Σ’ ένα λεφτό πρέπει πια να μας δώσουν το σύνθημαΜια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.(Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παιδική και δειλήΠου δεν θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ’ την αγάπηΚι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατίΚαι δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου.)

41 Μετά την ανάγνωση και την πρώτη πρόσληψη των μαθητών συνερευνητικά και με κατάλληλες ερωτήσεις διερευνώνται το συλλογικό στοιχείο, το καθήκον, ο χρόνος ως χρονική στιγμή, η στίξη και η γλώσσα ως μορφή και ως ύφος, π.χ.«Σε δυο λεφτά θ΄ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλοΕμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ΄ όπλου λόγχηαπό πίσω»

42 Εστιάζεται η προσοχή μας στο σύνθημα του πολέμου, στον εθνικό αγώνα με την αναφορά στη σημαία και στην ένταση της προσοχής όλων σε αυτόν τον σκοπό. Η δημοτική γλώσσα, το οικείο ύφος, το σπάσιμο του στίχου, η εκδοτική παρουσία του ποιήματος και ο πόλεμος είναι στοιχεία που εντοπίζονται στο κείμενο και συζητιούνται. Στη συνέχεια σχολιάζεται η συνύπαρξη του ρεαλισμού με το δραματικό στοιχείο, η ενεργητική και παθητική σύνταξη και ο ρεαλισμός του πολέμου, π.χ.«Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείςΘα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικάΕμβατήριαΘα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδεςΑνήσυχα μάτια»

43 Το σκηνικό συμπληρώνεται με την παρουσία των άλλων πολεμιστών γύρω από μια άλλη σημαία- σύμβολο και το νόημα κυκλώνεται-σχήμα κύκλου, όπως:«Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω απόμι’ άλλη σημαίαΈτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν»Έτσι στήνεται γύρω από τις σημαίες το πολεμικό σκηνικό όχι με ηρωισμούς και μεγαλοστομίες, αλλά με ρεαλισμό και τραγικότητα. Ο κόσμος γύρω από τη μια και την άλλη σημαία- εσωτερικός και εξωτερικός σε σχέση με το ποιητικό υποκείμενο, μοιάζει με χορό αρχαίας τραγωδίας.

44 Η αγωνία δίνεται στους επόμενους δυο στίχους με τα ημιστίχιά τους, με την εναγώνια χρονική στιγμή, όπου τα «δυο λεφτά» γίνονται «Σ΄ ένα λεφτό» που θα δοθεί το σύνθημα για το οποίο μας προετοίμασε ο πρώτος στίχος, που τώρα δίνεται ειρωνικά με το υποκοριστικό «Μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει». Η χρονική στιγμή γίνεται εναγώνια καθώς όλα συμβαίνουν «μες στη νύχτα» και από μια μικρή λέξη θα κριθεί το ύψιστο αγαθό για τον άνθρωπο, η ζωή. Η αναφορά στην κρίσιμη χρονική στιγμή που φτάνει «σε λίγο» και το επιλεγμένο λεξιλόγιο αποδίδουν την τραγικότητα που βιώνουν τα κειμενικά υποκείμενα, η οποία επιτείνεται με το σαρκασμό και την κριτική στάση του ποιητή απέναντι στον πόλεμο, που εμπεριέχεται στη φράση «εξαίσια θα λάμψει».

45 «(Κι εγώ που ‘ χω μια ψυχή παιδική και δειλή
Η δεύτερη ενότητα είναι ενταγμένη σε παρένθεση στοιχείο που σημαίνει ότι το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει εξομολογητικά τα δικά του συναισθήματα, το ατομικό στοιχείο σε αντίθεση με το ηρωικό-συλλογικό. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποτελεί κατάθεση ψυχής με μοναδική ανθρώπινη αξία την αγάπη για το συνάνθρωπο, την αντίθεση στον πόλεμο (αγάπη, έχθρα # μίσος, πόλεμος) και τη διακήρυξη της πανανθρώπινης ειρήνης, π.χ.«(Κι εγώ που ‘ χω μια ψυχή παιδική και δειλήΠου σε θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ΄ την αγάπηΚι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατίΚαι δε βλέπω μπροστά μου τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου)».Συζητείται η άποψη του λοχία ότι πολεμάει τόσα χρόνια χωρίς να ξέρει το γιατί και ότι βλέπει τον αντίπαλο ως δίδυμο αδερφό. Έτσι φωτίζεται η άποψη και της άλλης πλευράς, γίνεται συζήτηση για τη θέση του ποιητή σχετικά με τον πόλεμο και ακολουθεί η εκπόνηση μιας διεπιστημονικής-διαθεματικής εργασίας από τους μαθητές χωρισμένους σε ομάδες με τη μέθοδο project με θέμα:

46 «Ειρήνη- πόλεμος» στους άξονες:
Η διερεύνηση των εννοιών ειρήνη –πόλεμος στο έργο του Μ. ΑναγνωστάκηΜελέτη αυτών των μοτίβων και εννοιών στην αρχαιοελληνική λογοτεχνία (π.χ Ηρόδοτος, Αριστοφάνης).Παρουσίαση των μοτίβων αυτών σε άλλους νεοέλληνες ποιητές (π.χ. Ρίτσος, Σεφέρης κλπ) σε σύγκριση με γραφή του Μ. Αναγνωστάκη.Θεατρικές μαρτυρίες-θεατρικά έργα και μηνύματα.Ο άμαχος πληθυσμός στον πόλεμοΟικονομικά συμφέροντα και πόλεμοςΕικαστικές αναπαραστάσεις.

47 Μέσα από αυτή τη σύντομη διαδρομή στο ποιητικό έργο του Μ
Μέσα από αυτή τη σύντομη διαδρομή στο ποιητικό έργο του Μ. Αναγνωστάκη αναδεικνύεται η πολιτική-κοινωνική στόχευση της ποίησής του, ο χαμηλόφωνος και εξομολογητικός τόνος, το ατομικό και συλλογικό βίωμα, αλλά κυρίως η διάψευση των ελπίδων της γενιάς του. Κυριαρχούν η αναμονή, η προσδοκία, το ύφος ημερολογίου, οι έντονοι κοινωνικοί προβληματισμοί και η αμεσότητα της φωνής του. Η ποίησή του αποπνέει πίκρα, απαισιοδοξία και ηθικολογία/διδακτισμό. Στις Εποχές στόχος είναι οι αντίπαλες πολιτικές συνθήκες της εποχής, στις Συνέχειες η εσωτερική σύγκρουση στο χώρο της αριστεράς, στο Στόχο η δικτατορία του Συχνά ολοκληρώνονται τα ποιήματά του με μια κραυγή διαμαρτυρία που δίνεται ποιητικά ως προσωπική φωνή μέσα σε παρένθεση. Τέλος, αρκετά ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το Μ. Θεοδωράκη.

48 Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη μπορεί να διερευνηθεί ως προς πολλές παραμέτρους, όπως είναι η λειτουργία του παράλογου, η εικονοποιϊα του, η σκηνοθετική τεχνική του, η λειτουργία του χώρου και του χρόνου, οι προσωπογραφίες-αναφορές σε αγαπημένα πρόσωπα και δημιουργούς κ.ά.Ενδιαφέρουσες είναι για μελέτη οι ακόλουθες παράμετροι:Εικονοποιΐα-Σκηνοθεσία:α. Εικόνες με εστίαση στο γήινο επίπεδο και μετάπλασή τους σε ιδεοπλαστικές εικόνες (πραγματικός κόσμος).β. Εικόνες με εστίαση στο ουράνιο επίπεδο μέσα από την λέξη «ουρανός» με τις πολλές ιδιότητές του (φανταστικός κόσμος).γ. Αλληλοδιείσδυση του γήινου και ουράνιου επιπέδου μέσα από τη σκηνοθετική τεχνική του ποιητή και τη λειτουργία της φαντασίας και του σαχτουρικού παραλόγου.Μίλτος Σαχτούρης

49 Εικονοποιϊα: Η εικονοποιΐα του Σαχτούρη αποκαλύπτει τη διάθεση και τη διάνοιά του, που με τις λεκτικές επιλογές, τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις εικονογραφεί κάθε φορά το θέμα που διαπραγματεύεται αντλώντας υλικό για τη μυθοπλασία του από τη ζωή, τις λαϊκές δοξασίες, τα παραμύθια κ.ά. Οι εικόνες του συγκροτούν και στηρίζουν την ιδέα και τον τρόπο που αυτή εκφέρεται, όπως στο ποίημα Ελεγκτής, π.χ.Ένας μπαξές γεμάτος αίμαείν΄ ο ουρανόςκαι λίγο χιόνιέσφιξα τα σκοινιά μουπρέπει και πάλι να ελέγξωτ΄αστέριαεγώκληρονόμος πουλιώνπρέπειέστω και με σπασμένα φτεράνα πετάω(Ποιήματα, σελ. 140).

50 Στο ποίημα αυτό η εικόνα του κακοποιημένου ουρανού συγκροτεί την ιδέα μέσα από τη σκηνή ενός ουράνιου μηχανοδηγού (σκοινιά) και του ρόλου του (ιδέα, μήνυμα), όπου ο ποιητής ως ιερό πουλί σακατεμένο από τους δύσκολους καιρούς πρέπει να κάμει τη διαδρομή του από τη γη στον ουρανό. Θα έλεγα ότι η σύζευξη ουρανού και γης μέσα από την εικονοποιϊα συντελείται στον Κάλβο με τον οποίο μπορεί να ανιχνευθούν κάποιες ομοιότητες, αφού ο Κάλβος είναι και από τους αγαπημένους του Μ. Σαχτούρη, π.χ. «τα φώτα σιγαλέα/ κινώνται των αστέρων/ λελυπημένα» (Ο Ωκεανός). Η τεχνική του Μ. Σαχτούρη είναι αφαιρετική, δίνει τα απαραίτητα και από το πράγμα πάει στο συμβολισμό του, στο μήνυμα, αξιοποιώντας την παρατακτική σύνταξη και τη μεταφορά, η οποία εγγράφεται στη λέξη ως στοιχείο τεχνικής του Μ. Σαχτούρη και της πρωτοτυπίας του.

51 Εικόνες με εστίαση στο γήινο επίπεδο και τη μετάπλασή τους σε ιδεοπλαστικές εικόνες (πραγματικός κόσμος): συναντώνται σε όλες τις συλλογές, αλλά συσσωρευτικά στις πρώτες, καθώς σταδιακά παρατηρείται μεγαλύτερη αλληλοδιείσδυση εικόνων από τον πραγματικό στον ουράνιο κόσμο. H εικονοποιϊα της συλλογής Λησμονημένη (1945) κινείται στο γήινο κυρίως επίπεδο άλλοτε μέσα από συγκεκριμένα στοιχεία γήινα που γίνονται ποιητικά και άλλοτε μέσα από έναν αόριστο εικονισμό, που παραπέμπει στη Λησμονημένη ως παρούσα απούσα, ως πρόσωπο-μοτίβο σε πολλά ποιήματα. Οι μεταμορφώσεις στο Σαχτούρη θυμίζουν Οβίδιο, έτσι η λησμονημένη ταυτίζεται με πολλά πράγματα και πρόσωπα μέσα από αλλεπάλληλες μεμονωμένες εικόνες που συγκροτούν ένα παζλ, π.χ.

52 «Η λησμονημένη είναι ο στρατιώτης που σταυρώθηκε
η λησμονημένη είναι το ρολόγι, που σταμάτησε» » το κλωνάρι που άναψε» » η βελόνα που έσπασε» » ο επιτάφιος που άνθισε[…] » » το φιλί που αρρώστησε[…] » » ο πυρετός που έπεσε»

53 Η λεκτική επιλογή της ουσιαστικοποιημένης παθητικής μετοχής «η λησμονημένη» ως τίτλου παραπέμπει τόσο σε πρόσωπο όσο και στην ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, που μπορεί να κατανοηθεί σε σχέση και με τα εξωκειμενικά στοιχεία (αρρώστια του ποιητή, ματαίωση της ερωτικής συνάντησης με την αγαπημένη που αναγκαστικά γίνεται λησμονημένη για τη ζωή και σύμβολο για την ποίηση). Στο ποίημα Τα περιστέρια του νεκρού (σελ.55) με αφιέρωση στον Ο. Ελύτη, οι γήινες εικόνες συγκροτούν το μήνυμα μέσα από έναν έντονα δραματικό λόγο όπου τα πουλιά, τα νερά, τα βουνά, οι αετοί και ο κάμπος συνομιλούν με τις παραλογές, π.χ.

54 «ελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σαςελάτε βγήτε με το φεγγάρι στην καρδιάσα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου[…]/Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ΄ άλλα πουλιάελάτε βγήτε στον κάμπο περιστέρια μουελάτε βγήτε σφαγμένα περιστέρια μου».

55 Το παράθυρο- εικονιστικό μοτίβο-συχνό στην ποίηση του Σαχτούρη συμβολίζει την αναζήτηση εξόδου, σε αντίθεση με την πόρτα, που αποκτά μια φιλοσοφική και μεταφυσική διάσταση, καθώς ταυτίζεται με το θάνατο μέσα από τη διαδικασία της μεταφοράς. Έτσι, η ζωή ανοίγεται στο θάνατο μέσα από εικόνες-ιδέες-σύμβολα, π.χ. πόρτα-τάφος, κυπαρίσσια- θάνατος, κ.ά. στο ποίημα Η Πόρτα (σελ. 64), π.χ. «Η πόρτα που άνοιξες με τόσο πάθος/ άνοιξε στο θάνατο».Επίσης, το ποίημα Δεν Είναι ο Οιδίποδας (σελ.73) αποτελείται από πολλές επί μέρους εικόνες που με την παραμορφωτική τεχνική του Μ. Σαχτούρη ο ποιητικός λόγος δείχνει και αποκαλύπτει τη φρίκη που δεν κουβεντιάζεται, π.χ.

56 «Ο Αίγισθος το δίχτυ ο Κώστας
[…] ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένοςνεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα[…] ο Κώστας ο σκοτωμένος[…]τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμουςκαι βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι τουπαιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιώνδεν είναι ο Οιδίποδαςείναι ο Ηλίας της λαχαναγοράςπαίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέραείναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς»(Ποιήματα, σελ.73-74)

57 Ενδοκειμενικά εντοπίζεται ωριμότητα των μέσων που αξιοποιεί ο ποιητής, η σκηνοθετική τεχνική και εικονοποιϊα, το ατομικό συναντά το συλλογικό ως κοινό βίωμα μέσα από εικόνες ομιλούσες, π.χ. «Ξένε/ με το μαύρο κοστούμι σου/[…]/ πού έχεις κρύψει το πιστόλι σου;».Άλλοτε η εικονοποιϊα διευρύνεται και ξαφνιάζει με την ανοικειότητά της και με τη λειτουργία της μεταφοράς, π.χ. «Ωραίος σαν αετός ο Εμπειρίκος/ τα μάτια του να καίνε./- Πώς απ΄τον Πόρο, Αντρέα;/ εσύ πάντα πήγαινες στην Άνδρο./ -Κι εσύ Μίλτο, έπρεπε να ήσουνα/ στην Ύδρα, γιατί στον Πόρο;» (Εκτοπλάσματα, σελ.24).

58 Εικόνες με εστίαση στο ουράνιο επίπεδο μέσα από την λέξη «ουρανός» με τις πολλές ιδιότητές του εντοπίζονται πάρα πολλές στη σαχτουρική ποίηση είτε αυτόνομες είτε διαπλεκόμενες με το γήινο επίπεδο. Η λέξη «ουρανός» αναφέρεται πάνω από 50 φορές κι αν συνυπολογιστούν οι λέξεις που παραπέμπουν στον ουρανό, όπως φεγγάρι, άστρο, ήλιος, σύννεφο, τότε η αναφορά αυτή τετραπλασιάζεται. Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πώς παρουσιάζεται ο ουρανός και ποιος είναι ο σκηνοθετικός και μυθοπλαστικός του ρόλος στην ποιητική του Μ. Σαχτούρη. Με βάση τα ευρήματα ο ουρανός αποτελεί ένα χώρο ελπίδας και λύτρωσης, καθώς «τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό» (Χριστούγεννα 1943, σ.28) «και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια/ στον ουρανό» (Τα Δώρα σελ. 44) ή συγκροτεί ένα χώρο δικαίωσης, όπως στο ποίημα Τ’ Αδέρφια, π.χ. «μια μέρα θ’ ανάψει ο ουρανός γαλάζιος» (σ. 128), «πάντα θα’ χουμε ανάγκη από ουρανό», «μοίραζε γνήσιο ουρανό» (Ποιήματα, σελίδες 129, 132,146).

59 Συχνά, όμως, στην ποίηση του Σαχτούρη ο ουρανός παραπέμπει σε θάνατο, π.χ. «να κρεμάσουνε τον καπετάνιο/ στο μεγάλο κατάρτι τ΄ ουρανού» (σελ. 12). Στο ποίημα Του Θηρίου οι ουράνιες εικόνες διαπλέκονται με τις αρχετυπικές, ο χώρος συρρικνώνεται, κυριαρχεί το θηρίο που ο ποιητής ως κλόουν πάει να το εξευμενίσει στήνοντας ένα πολύπλοκο σκηνικό και επιστρατεύοντας στοιχεία από τη λόγια, λαϊκή και παραμυθική παράδοση (διαλογικότητα), π.χ. «Μη φύγεις θηρίο/[…]/ θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι/ και το σκύλο ουρανό» (σ.83). Μια άλλη ιδιότητα του ουρανού είναι εκείνη του χώρου-παγίδας, καθώς ο ουρανός χάνει την ιδιότητα του γαλάζιου, του ήρεμου και καθαρού και γίνεται τοπίο γεμάτο παγίδες «σπηλιές, δάση και βράχους», όπως στο ποίημα Ο Ουρανός (σελ.57) όπου κυριαρχεί η μη αυθεντική ζωή.

60 Ο ουρανός με την παρέμβαση των ανθρώπων μοιάζει με κήπο ματωμένο (παρομοίωση), π.χ. «Ένας μπαξές γεμάτος αίμα/ είν’ ο ουρανός» (Ελεγκτής), ή είναι γεμάτος «σάπιο αίμα». Πέρα από τις αρνητικές ιδιότητες ο ουρανός παρουσιάζεται ποιητικά ως χώρος επιθυμητού ταξιδιού (λαϊκή θυμοσοφία για το τελευταίο ταξίδι) «θα ΄ναι ωραίο ταξίδι/ ο ουρανός» (σ.217), ως χώρος που απορροφά τα πράγματα της γης, π.χ. «και οι καρέκλες έφυγαν στον ουρανό» (σ.224) και ως χώρος-πράγμα μέσα από τη λειτουργία της μετωνυμίας και της συνεκδοχής, π.χ. «ουρλιάζει το τηλέφωνο στον ουρανό» (σ.220).

61 Αλληλοδιείσδυση του γήινου και ουράνιου επιπέδου μέσα από τη σκηνοθετική τεχνική του ποιητή και τη λειτουργία της φαντασίας και του σαχτουρικού παραλόγου.Η σκηνική αρχιτεκτονική του σαχτουρικού κόσμου αγκαλιάζει το γήινο και ουράνιο επίπεδο, που συγκροτούν ενιαία δομή μιας καλοδουλεμένης ποιητικής οργάνωσης, όπου το συλλογικό βίωμα διαπλέκεται με το ατομικό, ο πραγματικός χρόνος και ο χώρος ως ποιητική χωρικότητα και χρονικότητα εστιάζουν σε ένα σημείο αναφοράς, π.χ. Αποκριά, Χριστούγεννα κ.ά.

62 Η ΑποκριάΜακριά σ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτήη Αποκριάτο γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμουςόπου δεν ανάπνεε κανείςπεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανόκατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τουςπου τους είχαν ξεχάσειέπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμοςμάτωνε τις καρδιέςμια γυναίκα γονατισμένηανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρήμόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυοεν δυο με παγωμένα δόντιαΤο βράδυ βγήκε το φεγγάριαποκριάτικογεμάτο μίσοςτο δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσαμαχαιρωμένοΜακριά σ΄ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτήη αποκριά.

63 Στο ποίημα Αποκριά ο εμφύλιος, το βίωμα, η παιδική αγνότητα, η φρίκη της εποχής «πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό» κάνουν τον ποιητή να ξορκίζει το κακό με το παράλογο στοιχείο που στηρίζεται στο υλικό της αλήθειας «μακριά σ΄ έν΄ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή/ η αποκριά» (σ.105). Το καρναβαλικό και το πραγματικό στοιχείο (παιδικές μνήμες αποκριάς, στρατιώτες, ιστορικά δρώμενα) συνυπάρχουν με το φεγγάρι (λαϊκό μοτίβο), που έχει και αυτό μασκαρευτεί από το μίσος των ανθρώπων «μαχαιρωμένο». Το ποίημα Αποκριά με σαφή την αναφορά του στο Εμφύλιο ( ) μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από τις εικόνες του, το σχήμα κύκλου, τις αντιθέσεις, τη γλώσσα του.

64 Συζητείται πώς ο χώρος της παιδικής αγνότητας έγινε χώρος φρίκης, χώρος εφιαλτικός που θα συνοδεύει τον ποιητή δια βίου, εμπειρία που γίνεται ποίηση, αφού η πραγματικότητα ξεπερνάει σε τραγικότητα κάθε φαντασία. Επίσης είναι ανάγκη να εντοπιστούν τα στοιχεία του παράλογου, να συζητηθούν φράσεις-κλειδιά, που συνεξετάζονται με τη δομή, τη γλώσσα και όλα τα στοιχεία μορφής του ποιήματος, όπως: «Μακριά σ΄έναν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή/ η αποκριά», όπου η φρικτή εμπειρία απωθείται, το βίωμα και η φρίκη δίνονται παραμορφωτικά ως ερημιά, φόβος, θάνατος, με την αξιοποίηση της τραγικής ειρωνείας «το γαϊδουράκι γύριζε μεσ’ στους έρημους δρόμους/ όπου δεν ανέπνεε κανείς». Οι επόμενες υπερρεαλιστικές εικόνες αποδίδουν τη φρίκη με διαπλοκή του γήινου και ουράνιου επιπέδου, με την εισβολή του παράλογου στοιχείου, π.χ.

65 «πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τουςπου τους είχαν ξεχάσειέπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμοςμάτωνε τις καρδιές».Έτσι στο σκηνικό στήθηκε προβάλλοντας καταστάσεις πραγματικές και ψυχικές, το παιδί στον πόλεμο, ο θάνατος, η αποκριά και το πέταγμα του αετού έγινε πόλεμος γυάλινος (τραγωδία) σε ένα κρύο τοπίο «χιόνι», όπου ματώνουν οι καρδιές. Το τοπίο συμπληρώνεται με τη γονατισμένη γυναίκα στο δρόμο που πέθαινε από την πείνα, η φρίκη του βίαιου θανάτου αποδίδεται εικαστικά (σχέση υπερρεαλισμού και ζωγραφικής),

66 «μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή» (αθώα θύματα),το στίγμα του πολέμου δίνεται με τους στίχους«μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν-δυοεν-δυο με παγωμένα δόντια».Τα παγωμένα δόντια αποδίδουν το θάνατο που μοίραζαν οι στρατιώτες. Τα εξωκειμενικά συμφραζόμενα γίνονται κειμενικά στοιχεία με φόντο για το ατομικό και συλλογικό βίωμα την Αποκριά. Στην επόμενη στροφή ο πόλεμος και το μίσος αντανακλάται στη φύση, καθώς και το ρομαντικό λαϊκό μοτίβο, το φεγγάρι, που έχει και αυτό μασκαρευτεί γεμάτο από το μίσος των ανθρώπων. Τα επίθετα που το χαρακτηρίζουν «αποκριάτικο, μασκαρεμένο» αναδεικνύουν με σαρκασμό το δράμα της ζωής και τα αδιέξοδα, π.χ.

67 «Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικογεμάτο μίσοςτο δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσαμαχαιρωμένο»Το ποίημα κλείνει με το σχήμα του κύκλου και την απώθηση της αποκριάς στη μνήμη και σε έναν άλλο χρόνο και κόσμο ως να μην έγινε. Μέσα από τη μνήμη αναζητείται διέξοδος, το παράλογο στηρίζεται σε υλικό της αλήθειας, ο χρόνος είναι πραγματικός-ιστορικός και γίνεται ποιητικός με τη μετάπλαση της εμπειρίας σε ποίηση. Η δομή του ποιήματος, η καθημερινή γλώσσα, η απουσία στίξης όλα μεταφέρουν την εσωτερική εντύπωση από το ποιητικό γεγονός και την ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου.

68 Ο στρατιώτης ποιητήςΔεν έχω γράψει ποιήματαμέσα σε κρότουςκύλησε η ζωή μουΤη μιαν ημέρα έτρεματην άλλην ανατρίχιαζαμέσα στο φόβοπέρασε η ζωή μουδεν έχω γράψει ποιήματαμόνο σταυρούςσε μνήματακαρφώνω

69 την άλλην ανατρίχιαζα μέσα στο φόβο πέρασε η ζωή μου».
Στο ποίημα Ο στρατιώτης ποιητής και όχι ο στρατευμένος όπως στο Ρίτσο μελετάται η δομή, οι κοφτές φράσεις¸ οι ηχητικές εικόνες, οι επαναλήψεις, η συμπαρουσία του βιώματος, η στίξη, η γλώσσα και το περιεχόμενο. Το ποίημα αρχίζει με μια αρνητική δήλωση σε παρακείμενο «δεν έχω γράψει ποιήματα», κάτι ανάλογο έχει γράψει ο Σαραντάρης και ο Ρίτσος, ενώ η δήλωση ανατρέπεται από την ίδια τη δράση «μέσα σε κρότους/ μέσα σε κρότους/ κύλησε η ζωή μου». Ο αόριστος δηλώνει ένα χρόνο όπου ολοκληρώθηκε μια πράξη, μια ζωή μέσα στο θόρυβο της μάχης ως σωματική παρενόχληση. Ακολουθεί η προέκταση του γεγονότος αυτού σε ένα άλλο πιο βαθύ επίπεδο, στην ψυχή, π.χ.«Τη μιαν ημέρα έτρεματην άλλην ανατρίχιαζαμέσα στο φόβοπέρασε η ζωή μου».

70 Παρατηρούμε την κλιμάκωση του φόβου από το σωματικό και ψυχοσωματικό επίπεδο στο καθαρά ψυχολογικό που είναι και το πιο επώδυνο. Το ρήμα «πέρασε», αντί για το «κύλησε» της α΄ στροφής δηλώνει αγώνα για να γίνει το πέρασμα. Στην τρίτη στροφή επαναλαμβάνεται δυο φορές ο πρώτος στίχος, στοιχείο με σημασία ποιητική και ποιοτική, που ηχεί ως διαμαρτυρία για τη φρίκη του πολέμου, για τους ποιητές που πηγή έμπνευσής τους έγινε ο πόλεμος και ο θάνατος αντί για τη ζωή και τον έρωτα, π.χ.«μόνο σταυρούςσε μνήματακαρφώνω».

71 Σχολιάζεται ο παροντικός χρόνος, το α΄ ενικό πρόσωπο, η ποιητική κατάθεση του ποιητή που επαναλαμβάνεται «Δεν έχω γράψει ποιήματα» και κυρίως ο φόβος του θανάτου που έκαμε το Σαχτούρη ποιητή και μάρτυρα μιας εποχής που τον συνόδεψε ως το τέλος της ζωής του (ατομική ψυχολογία), κάτι που δεν έγινε με τους Ελύτη, Εμπειρίκο, Σαραντάρη, Εγγονόπουλο και άλλους δημιουργούς. Συνεπώς, στην ανακεφαλαίωση μπορούν να ανιχνευθούν αυτοβιογραφικά στοιχεία, στοιχεία ομοιότητας και διαφοράς με άλλους δημιουργούς της γενιάς του, υπερρεαλιστικά και υπαρξιακά στοιχεία και να απαντηθούν οι ερωτήσεις του βιβλίου ως άξονες που συμβάλλουν στη μελέτη του ποιήματος.

72 Στο γυμνάσιο ανθολογείται το ποίημα Το ψωμί.
'Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό.ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό'ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίριέκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτήμ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζεκομμάτια γνήσιο ουρανόκι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!Ας μην το κρύβουμε.Διψάμε για ουρανό.

73 Το ποίημα μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από τις εικόνες του με αξιοποίηση των βιωμάτων των μαθητών. Εντοπίζεται η πρόελευση από τον ουρανό-σχεση δυο επιπέδων και αναζήτηση ελπίδας στον ουρανό. Σχολιάζεται ο ρόλος του παιδιού και της μικρής με την ποιητικότητα και την εισβολή του παράλογου. Το ότι όλοι έτρεχαν σε αυτή και όχι στο ψωμί είναι στοιχείο που σχολιάζεται ως αναζήτηση μόνιμης ελπίδας που ολοκληρώνεται ποιητικά ως αίτημα ότι όλοι διψάνε για ουρανό, όπου ο ουρανός είναι χώρος ελπίδας, π.χ.«όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!Ας μην το κρύβουμεΔιψάμε για ουρανό.».

74 Αφού γίνει μια πρώτη εξοικείωση μέσα από τις ερωτήσεις, τις εικόνες και τη διερεύνηση της μοντέρνας ποιητικής γραφής, μπορεί να γίνει ένα σχέδιο εργασίας με θέμα τον τίτλο του ποιήματος, Το ψωμί, και άξονες μικροέρευνας στους οποίους θα εργαστούν οι μαθητές κατά ομάδες των 3-5 ατόμων με τη διακριτική καθοδήγηση του/της καθηγητή/τριας, όπως:Το ψωμί ως σύμβολο στη λογοτεχνίαΟ άρτος αναπόσπαστο μέρος της θείας λειτουργίας και του εκκλησιαστικού λόγουΠαραγωγή σιταριού, κύκλος επεξεργασίας (κλίμα, περιοχές ελλαδικές, εποχή που γίνεται το όργωμα, η σπορά, η λίπανση, ο θέρος, το αλώνισμα).Σιτάρι και διατροφήΕπαγγέλματαΤο ψωμί στη λαογραφία (γάμοι, θρησκευτικές γιορτές, νεκρικά έθιμα κ.ά.)Η ιστορία και η δημιουργία του ψωμιού

75 Σε σχέση με τα παραπάνω θέματα οι μαθητές μπορούν να δημιουργήσουν ερωτηματολόγια και να οργανώσουν συνεντεύξεις ή έκθεση στο σχολείο ή στο δήμο.Συνεπώς, παρατηρούμε ότι, μέσα από αυτή την ενδεικτική διαδρομή στο έργο του Μ. Σαχτούρη, αποκαλύπτεται η σκηνοθετική τεχνική του ποιητή, η καλοδουλεμένη εικονοποιϊα του, η αριστοτεχνική έκφραση, το λιτό αλλά όχι τετριμμένο λεξιλόγιό του, καθώς όλα είναι στοιχεία ποιητικής ενός μεγάλου ποιητή που βίωσε τους «στυγερούς καιρούς». Ο Μ. Σαχτούρης ευαίσθητος, μοναχικός, αυθεντικός, αληθινός και αθώος ως τρελός λαγός, κληρονόμος πουλιών, άνθρωπος με κοπάδια μαργαρίτες στο στήθος του, μέγας κηπουρός της πνευματικής μας ζωής αναχώρησε στις 29 του Μάρτη 2005 για το γαλανό ουρανό, για τον ήρεμο κόσμο των αγγέλων, όπου το περίμεναν ο Ντύλαν Τόμας, ο Κάφκα, ο Σκλάβος, ο Ιωάννου, η Μ. Αξιώτη, ο Αλεξάνδρου, ο Καχτίτσης, ο Ν. Εγγονόπουλος, ο Α. Εμπειρίκος και άλλοι με τους οποίους συνομιλεί ποιητικά.

76 Ο θάνατος δεν χρειάζεται πια να τον επισκέπτεται
«όταν σβήνω το φως/ έρχεται ο θάνατος και/ μου φιλά τα χέρια » (Εκτοπλάσματα σελ.15),καθώς είχε έναν ειρηνικό θάνατο έτσι όπως τον ευχόταν«Θεέ μου, δώσε μας ένα θάνατο/ ειρηνικό» (Εκτοπλάσματα σελ.23).

 

Μανόλης Αναγνωστάκης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Μανόλης Αναγνωστάκης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση10  Μαρτίου 1925[1][2][3]
Θεσσαλονίκη[4]
Θάνατος23  Ιουνίου 2005[5][1][2][3]
Αθήνα
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα[6]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιατρός συγγραφέας
ακτινολόγος
ποιητής
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΚομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Εσωτερικού
Οικογένεια
ΣύζυγοςΝόρα Αναγνωστάκη
ΑδέλφιαΛούλα Αναγνωστάκη
Υπογραφή
Manolis-anagnostakis-signature.svg

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 9 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Αδελφή του ήταν η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του Ανέστη και του θείου του Χρήστου, σπουδαίων Θεσσαλονικέων ιατρών, των οποίων ο πατέρας τους Εμμανουήλ Ανεστ. Αναγνωστάκης ήταν δάσκαλος Ρουστίκων και εισαγγελέας εφετων [7]. Ο έτερος παππούς του Ιωάννης Κασιμάτης ήταν βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου.[8]

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.

Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού.[9][10] Κατά την επταετή Χούντα ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση, ενώ το 1984 υπήρξε υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού.[11][12]

Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).

Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.

Εργογραφία

  • Εποχές, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1945, σσ. 32.
  • Εποχές 2, Σέρρες, ιδιωτ. έκδοση, 1948, σσ. 24
  • Εποχές 3, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1954, σσ. 16.
  • Τα Ποιήματα (1941-1956) (Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2), Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση, 1956.
  • Η Συνέχεια 3, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1962, σσ. 32.
  • Υπέρ και Κατά, Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1965, σσ. 112.
  • Τα Ποιήματα (1941-1971), (Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2, Η Συνέχεια 3, Ο στόχος), Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1971· Αθήνα, Πλειάς, 1976· Αθήνα, Στιγμή, 1985· Αθήνα, Νεφέλη, 2000, σσ. 192, ISBN 960-211-538-6.
  • Αντιδογματικά: Άρθρα και σημειώματα (1946-1977), Αθήνα, Πλειάς, 1978· Αθήνα, Στιγμή, 1985, σσ. 232.
  • Το περιθώριο '68-69, Αθήνα, Πλειάς, 1979· Αθήνα, Στιγμή, 1985· Αθήνα, Νεφέλη, 2000, σσ. 48, ISBN 960-211-552-1.
  • Μανούσος Φάσσης: Παιδική Μούσα (τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία), Αθήνα, Αμοργός, 1980.
  • Υ.Γ., Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση, 1983· Αθήνα, Νεφέλη, 1992, σσ. 40.
  • Τα Συμπληρωματικά (σημειώσεις κριτικής), Αθήνα, Στιγμή, 1985, σσ. 176.
  • Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μία πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Αθήνα, Στιγμή, 1987, σσ. 144. ISBN 960-269-029-1.
  • Η χαμηλή φωνή: Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς - μία προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1990, σσ. 224.

Δισκογραφία (σε στίχους του ποιητή)

  • Μίκης Θεοδωράκης
    • Στο έργο Αρκαδία VIII, 1974
      • Μιλώ
      • Χάρης (από το ποίημα Χάρης 1944)
    • Στο έργο Της εξορίας, 1973
      • Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
      • Δεν έφταιγεν ο ίδιος
      • Έφτασες Αργά
      • Κάθε πρωί
    • Στο έργο Μπαλάντες, 1975, επανέκδοση 2004
      • Το Ναυάγιο
      • Δρόμοι Παλιοί
      • Κάτω απ’ τα ρούχα μου
      • Χαρά χαρά
      • Οι στίχοι αυτοί
      • Μες στην κλειστή μοναξιά μου
      • Και περνούσανε τα τραμ
      • Όλα έχουν αποδελτιωθεί
      • Όταν μιαν άνοιξη
      • Ίσκιοι βουβοί
  • Μιχάλης Γρηγορίου
    • Η αγάπη είναι ο φόβος, 1980
  • Δημήτρης Παπαδημητρίου
    • Το σκάκι, 1996

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης διαβάζει Αναγνωστάκη, σειρά Διόνυσος – Ελληνικά Ποιήματα, 1977

Βιβλιογραφία

  • Αφιέρωμα στο περιοδικό Αντί, περίοδος β΄, τεύχος 846, 1 Ιουλίου 2005.
  • Αφιέρωμα, Φιλόλογος, τχ. 162 (Οκτ. - Δεκ. 2015), σ. 506 - 571.
  • Αφιέρωμα, Πόρφυρας, τχ. 153 (Οκτ. - Δεκ. 2015), σ. 187 236.
  • Αφιέρωμα, Athens Book Review, τχ. 52 (Ιουν. 2014), σ. 36 - 44.
  • Αφιέρωμα, Χρονικά [Πειραματικού], τχ. 16 (2006), σ. 3 - 30.
  • Αφιέρωμα, Η Λέξη, τχ. 186 (Οκτ. - Δεκ. 2005), σ. 419 - 507
  • Αφιέρωμα, Αντί, τχ. 846 (1/7/2005), σ. 4 - 46.
  • Αφιέρωμα, Φιλόλογος, τχ. 121 (Ιουλ. - Σεπ. 2005), σ. 323-463.
  • Αφιέρωμα, Νέο Επίπεδο, τχ. 32 (Νοεμ. 2000), σ. 3 - 61.
  • Αφιέρωμα, Ελίτροχος, τχ. 7 (Φθιν. 1995), σ. 7 - 86.
  • Αφιέρωμα, Αντί, τχ. 527 - 528 (Ιουλ. 1993), σ. 5 - 94.
  • Αφιέρωμα, Εντευκτήριο, τχ. 6 (Απρ. 1989), σ. 5 - 28
  • Ο Στόχος και η Σιωπή Εισαγωγή στην ποίηση του Μ. Αναγνωστάκη, Vincenzo Orsina, Μτφρ. Αυγή Καλογιάννη, Εισαγ.-Επιμ. Αλέξης Ζήρας. Νεφέλη, Αθήνα 1995.
  • Ο Χρόνος Ο Λόγος Η ποιητική δοκιμασία του Μανόλη Αναγνωστάκη· μια οπτική, Άννα Τζούμα, Νεφέλη, Αθήνα 1982.
  • Μανόλης Αναγνωστάκης Ένας φανατικός πεζοπόρος της ποίησης, Γιάννης Πιπίνης, Σόκολης, Αθήνα 1999.
  • Τρία κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, Παν. Μουλλάς, στιγμή, Αθήνα 1998.
  • Ο Μανόλης Αναγνωστάκης της Θεσσαλονίκης: αφιέρωμα, περ. Εντευκτήριο, τχ.71, (Δεκ. 2005), σ. 8 - 160.
  • Μανόλης Αναγνωστάκης – Ντίνος Χριστιανόπουλος Πέραν των Ανομοιοτήτων, Δημήτρης Κόκορης, περ. Αντί, τχ.775, 2002.
  • Το ΥΓ. του Μανόλη Αναγνωστάκη Η ποίηση έξω από τη σελίδα, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, περιοδ. Γράμματα και Τέχνες Ιανουάριος 1984.
  • Πολιτική και ποίηση, Δ.Ν.Μαρωνίτης, Εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, Αθήνα 3/7/2005.
  • Παναγώτης Νούτσος, "Ο M. Αναγνωστάκης αυτοβιογραφούμενος", Ο Πολίτης, αρ. 50 (27-3-1998), 43-46.
  • Για τον Αναγνωστάκη: Κριτικά κείμενα, Συλλογικό, Κριτ.-Ανθολ. Νάσος Βαγενάς, Επιμ. Σάββας Παύλου, εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία, 1996, σσ. 309, ISBN 9963-7912-4-7

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 1,2 (ΑγγλικάSNACw6960pwm. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. ↑ Άλμα πάνω, στο:2,0 2,1 2,2 (ΑγγλικάDiscogs945817. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. ↑ Άλμα πάνω, στο:3,0 3,1 3,2 (ΓερμανικάΕγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαουςanagnostakis-manolis.
  4.  Εθνική Βιβλιοθήκη της ΓερμανίαςΚρατική Βιβλιοθήκη του ΒερολίνουΒαυαρική Κρατική ΒιβλιοθήκηΕθνική Βιβλιοθήκη της ΑυστρίαςGemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 19  Δεκεμβρίου 2014.
  5.  Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικάαρχή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίαςdata.bnf.fr/ark:/12148/cb13738500q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  6.  Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικάαρχή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίαςdata.bnf.fr/ark:/12148/cb13738500q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  7.  Εκκεκάκης Γ.Π. Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη Τόμος Α' Γράμμα Α σελ.8 Ρέθυμνο Ιανουάριος 2010
  8.  Who is Who στην Ελλάδα Ηubners Who is Who 2006, σελ.63
  9.  Epochi, rizospastis.gr | Synchroni. «rizospastis.gr - Σίγησε μια σημαντική ποιητική φωνή»ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ. Ανακτήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2016.
  10.  «90 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη | Λημνιακός Λόγος | Εφημερίδα της Λήμνου με νέα και ειδήσεις»www.limnosnea.gr. Ανακτήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2016.[νεκρός σύνδεσμος]
  11.  «Μανόλης Αναγνωστάκης: Χρονολόγιο»www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2016.
  12.  «Μανόλης Αναγνωστάκης».

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ


Μανόλης Αναγνωστάκης


Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 – 2005)
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 – 2005)

Ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ποιητής με πολιτική συνείδηση, φυλακίστηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο για τις ιδέες του και χαρακτηρίστηκε ως ο «ποιητής της ήττας», καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. Το ποιητικό του έργο καθόρισε την ομάδα των στρατευμένων ποιητών της μεταπολεμικής ποίησης.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.

Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.

ADVERTISING

Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).

Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.

«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Ίσως επειδή, όπως είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».

Ο Αναγνωστάκης είχε προαναγγείλει τη σιωπή του με τους στίχους:

Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες. (Στόχος, 1970)

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Το πιο γνωστό του ποίημα ήταν το Μιλώ, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.


Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.

Διαβάστε

  • «Ποιήματα 1941-1971» (Εκδόσεις Νεφέλη)
  • Αλέξανδρου Αργυρίου: «Μανόλης Αναγνωστάκης: Νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης)

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/174

© SanSimera.gr

Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)

© Νόρα Αναγνωστάκη & Ανέστης Αναγνωστάκης

https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/works.html?cnd_id=2
Εκδ. Νεφέλη

  • Ο Μ. Αναγνωστάκης το 1952 [πηγή: Η Λέξη 11 (1/1982)]

  • Στη Θεσσαλονίκη, αρχές της δεκαετίας του '50. Από το αρχείο του Γ. Ζεβελάκη [αναδημοσίευση από το αφιέρωμα της εφημ. Καθημερινής, 4.12.2005]

  • Ο Σεφέρης με τον Μανόλη Αναγνωστάκη στην Αίθουσα «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης (1964) [πηγή: Νόρα Αναγνωστάκη, «Ο ποιητής μου φορούσε κίτρινα πάνινα παπούτσια…», Το Βήμα, 27 Φεβρουαρίου 2000 (αφιέρωμα στον Γ. Σεφέρη) και Αντί, 527-528 (1993), σ. 53]]

  • Στιγμιότυπο από την εκπομπή «Παρασκήνιο» του Λάκη Παπαστάθη (1983)

  • Στη Γερμανία το 1989 [πηγή: Nέο Eπίπεδο 32, αφιέρωμα στον Mανόλη Aναγνωστάκη, Nοέμβριος 2000 ― αναδημοσίευση στο αφιερωματικό ένθετο «Επτά Ημέρες» της εφημ. Καθημερινή]

  • Απρίλιος 1986. Στο Τυπογραφείο των εκδόσεων Στιγμή ο Μ. Αναγνωστάκης. Δίπλα του ο Ε. Γονατάς, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και όρθιος ο Σπύρος Τσακνιάς.
    [πηγή: περιοδ. Αντί, 527-528 (1993), σ. 20]

  • Ο Μανόλης Αναγνωστάκης κατά τον Χρόνη Μπότσογλου, Γενάρης 1982 [πηγή: Η Λέξη 11 (1/1982)]

  • Ο Μανόλης Αναγνωστάκης κατά τον Βασίλη Σπεράντζα [πηγή: Εντευκτήριο 71 (2005): «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης της Θεσσαλονίκης», πολυσέλιδο αφιέρωμα στον ποιητή, και Αντί, 527-528 (1993), σ. 5]

  • Στιγμιότυπο από την εκπομπή «Παρασκήνιο» του Λάκη Παπαστάθη (1983)

  • Ο ποιητής [πηγή: Η σελίδα του ΕΚΕΒΙ για τον Μ. Αναγνωστάκη]

  • Ο ποιητής [πηγή: Η σελίδα του ΕΚΕΒΙ για τον Μ. Αναγνωστάκη]

  • Στιγμιότυπο από την εκπομπή «Παρασκήνιο» του Λάκη Παπαστάθη (1983)

  • Εξώφυλλο του αφιερωματικού τεύχους του Εντευκτηρίου (71, 2005)

  • Εξώφυλλο προγράμματος της παράστασης «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά», (βασισμένη στην ομώνυμη έκδοση συνέντευξης του ποιητή στον Μισέλ Φάις)

Εργογραφία

Πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις

  • Εποχές, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1945.
  • Εποχές 2, Σέρρες, ιδιωτ. έκδοση, 1948.
  • F.G. Lorca, Δύο Ωδές · Ωδή στον Salvador Dali · Ωδή στον Walt Whitman, απόδοση Κλ. Κύρου - Μ. Αναγνωστάκης. Θεσσαλονίκη, 1948.
  • Εποχές 3, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1954.
  • Τα Ποιήματα (1941-1956) (Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2), Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση, 1956.
  • Η Συνέχεια 3, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1962.
  • Υπέρ και Κατά, Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1965.
  • Τα Ποιήματα (1941-1971), (Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2, Η Συνέχεια 3, Ο στόχος), Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση, 1971· Αθήνα, Πλειάς, 1976· Αθήνα, Στιγμή, 1985· Αθήνα, Νεφέλη, 42000.
  • Αντιδογματικά: Άρθρα και σημειώματα (1946-1977), Αθήνα, Πλειάς, 1978· Αθήνα, Στιγμή, 1985. Ο τόμος περιέχει τα κείμενα: «Και πάλι για το υπερρεαλισμό» (1946), «Η αντικειμενικότητα του έργου τέχνης» (1956), «Προβλήματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού» (1957), «Προλεγόμενα και επιλεγόμενα ενός περιοδικού» (1959, 1961), «Κάποιες διαπιστώσεις» (1959), «Η Υπόθεση Πάστερνακ» (1959), «Συνθήματα και πραγματικότητα» (1960), «Ανοιχτά χαρτιά» (1963-ανέκδοτο), «Προβληματισμοί και νέες σκοπιμότητες» (1965), «Θέμα ευθύνης» (1965-με αφορμή τα ιουλιανά), «Η σημασία ενός βιβλίου κι ένας κίνδυνος» (1966), «Το χρέος και ο λόγος» (1966), «Διοικητικές μέθοδοι και πνευματική ελευθερία» (1966-ανέκδοτο, με αφορμή την καταδίκη των σοβιετικών συγγραφέων Ντάνιελ και Σινιάφσκι), «Ανάγκη κριτικής και ελέγχου» (1966), «Λογοτεχνία και πολιτική» (1966), «Περί διαλόγου κτλ.» (1971), «Άγραφη ιστορία» (1973), «Για το πολιτιστικό πρόβλημα, διαπιστώσεις-και ποιες οι ευθύνες» (1976), «Πολιτιστική ζωή και πανεπιστήμιο» (1977), «Πνευματική δημιουργία και πολιτιστικό κίνημα» (1977)
  • Το περιθώριο '68-69, Αθήνα, Πλειάς, 1979· Αθήνα, Στιγμή, 1985· Αθήνα, Νεφέλη, 2000.
  • ΥΓ., Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση, 1983· Αθήνα, Νεφέλη, 1992.
  • Τα Συμπληρωματικά (σημειώσεις κριτικής), Αθήνα, Στιγμή, 1985. Ο τόμος περιέχει κριτικά σημειώματα για τα έργα: «Η Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου, «Οι θαλασσινοί προσκυνητές» του Τάσου Αθανασιάδη, «Η νύχτα και η αντίστιξη» του Τάκη Σινόπουλου, «Βίος και αέτωμα» του Αντρέα Καραντώνη, «Πράγματα 2 - Αριθμοί» του Πάνου Θασίτη, «Σέργιος και Βάκχος» του Μ. Καραγάτση, «Γαλαρία νούμερο 7» του Κώστα Κοτζιά, «Η καγκελόπορτα» του Αντρέα Φραγκιά, «Η Αριάγνη» του Στρατή Τσίρκα, «Τα σύννεφα» του Άνθου Φιλητά, καθώς και τα κείμενα: «Η νεοελληνική ποίηση 'από τ' αριστερά'- ένα βιβλίο που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο», «Η Ποίηση - 'προσκλητήριο των καιρών'», «Καβάφης και καβαφολογία», «Μικρή εξομολόγηση για τον Καβάφη - τριάντα χρόνια από το θάνατό του», «Μάρκος Αυγέρης και το ανεξόφλητο χρέος μας», «Η 'φανταιζίστικη' ποίηση και ο Γιάννης Σκαρίμπας», «'Αυτή η πρώτη μου φωνή που γρήγορα χάθηκε' - το ποιητικό έργο του Στρατή Τσίρκα».
  • Μανούσος Φάσσης, Παιδική Μούσα (τραγούδια για την προσχολική και σχολική ηλικία), Αθήνα, Αμοργός, 1980.
  • Μανούσος Φάσσης, Ο κατήφορος, Αθήνα, AIDS, 1986.
  • Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μία πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Αθήνα, Στιγμή, 1987.
  • Η χαμηλή φωνή: Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς - μία προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1990.

Για μεταφράσεις ποιημάτων του Μ. Αναγνωστάκη, ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί τη βάση βιβλιογραφίας «Μεταφράσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σε άλλες γλώσσες» στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα.

Έχει επίσης δημοσιευτεί αυτοτελώς απομαγνητοφωνημένη συνομιλία του Αναγνωστάκη με τον Μισέλ Φάις (4 και 9 Νοεμβρίου 1992): Φάις, Μισέλ (επιμ.) 2011. Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά. Μονόλογος του Μανόλη Αναγνωστάκη. Αθήνα: Πατάκης.

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος ετοιμάζει αναλυτική βιβλιογραφία και, σε συνεργασία με τη Μαρία Στασινοπούλου, την εργοβιογραφία του Μανόλη Αναγνωστάκη.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία

Βασική βιβλιογραφία (επιλογή)

Δεν καταλογογραφούνται εξαντλητικά τα άρθρα που περιλαμβάνονται στα αφιερώματα περιοδικών που καταγράφονται παρακάτω. Για άρθρα που δημοσιεύονται σε συλλογικούς τόμους και τα αναλυτικά περιεχόμενα των τόμων βλ. τώρα την ψηφιακή βάση "Σύμμεικτα της νεοελληνικής φιλολογίας".

  • Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη 2005. «Γύρω από το ΥΓ. Μια μαρτυρία και μια απόπειρα ανάγνωσης». Αντί περ. B΄ 846 (Αφιέρωμα στον Αναγνωστάκη): 26-29.
  • Αργυρίου, Αλέξανδρος 2004. Μανόλης Αναγνωστάκης. Νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του. Αθήνα: Γαβριηλίδης.
  • ---. 1982. «Στοχασμοί επάνω στις αφετηρίες του ποιητικού έργου του Αναγνωστάκη». Η Λέξη 11.1: 4-11.
  • Βαγενάς, Νάσος 2005. «Για το κριτικό έργο του Αναγνωστάκη». Στο Ο λόγος της παρουσίας. Τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, Αθήνα: Σοκόλης, σ. 58-60.
  • ---, επιμ. 1996. Για τον Αναγνωστάκη. Λευκωσία: Εκδόσεις Αιγαίον.
  • Βαρών-Βασάρ, Οντέτ 2005. «Ο Αναγνωστάκης στο Ξεκίνημα». Καθημερινή (4.12.2005).
  • --- 2001. «Νεανικές αναζητήσεις στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής. Ο ΕΟΠ και το περιοδικό "Ξεκίνημα"» Μνήμων 23 (2001): 319-338.
  • Calotychos, Vangelis (επιμ.) 2012. Manolis Anagnostakis: Poetry and Politics, Silence and Agency in Post-War Greece. Fairleigh Dickinsons.
  • Γαραντούδης, Ευριπίδης 1998. «Τα ποιήματα του Μανούσου Φάσση και η παιδική ασθένεια της έμμετρης ποίησης». Πόρφυρας 86: 615-631.
  • Δάλλας, Γιάννης 2007. Μανόλης Αναγνωστάκης. Ποίηση και ιδεολογία. Αθήνα: Κέδρος.
  • Δασκαλόπουλος, Δημήτρης 1993. «Σχεδίασμα βιβλιογραφίας Μανόλη Αναγνωστάκη». Αντί περ. B΄ 527-528 (Αφιέρωμα στον Αναγνωστάκη): 85-96.
  • Δαββέτας, Νίκος 2002. «Όψεις του Εμφυλίου στην ποίηση των Γ. Παυλόπουλου, Μ. Αναγνωστάκη, Τ. Σινόπουλου». Νέα Εστία 151: 436-443.
  • Ζήρας, Αλέξης 2007. «Αναγνωστάκης, Μανόλης». Στο Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα - Έργα - Ρεύματα - Όροι. Αθήνα: Πατάκης, σ. 90-91.
  • ---1993. «Το Υ.Γ. ως άρνηση της ερμηνείας», Αντί περ. B΄ 527-528 (Αφιέρωμα στον Αναγνωστάκη): 36-39.
  • Θεοδοσοπούλου, Μαρή 2015. «Πάλι Αναγνωστάκης». Η Εποχή (8/3/2015).
  • Ιλίνσκαγια, Σόνια 1976. Η μοίρα μιας γενιάς, Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα. μτφρ.-επιμ. Μ. Αλεξανδρόπουλος. Αθήνα: Κέδρος.
  • Ιεωρυμάκη Θάλεια 2014. «Ειδολογικά ίχνη στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη: Από την εφηβεία στην ωριμότητα». Πόρφυρας 153: 203-213.
  • Καστρινάκη, Αγγέλα 2005. «Δεν το 'ξερα πως ήμουν πλασμένος να 'ρθω μια μέρα πίσω στα σκονισμένα μονοπάτια: το ανεκπλήρωτο όνειρο του ταξιδιού και οι αμφισημίες μιας επιστροφής». Θέματα Λογοτεχνίας 30: 18-27.
  • Κοκόλης, Ξ. Α. 2001. «Σε τι βοηθά λοιπόν…» η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Μελέτες και σημειώματα. Αθήνα: Νεφέλη.
  • --- 1993. «Η ποίηση του Αναγνωστάκη και η ''Αριστερή'' κριτική. Τέσσερα παλαιότερα παραδείγματα». Αντί περ. B΄ 527-528 (Αφιέρωμα στον Αναγνωστάκη): 40-48.
  • ---. [1979] 1983. Δώδεκα ποιητές. Θεσσαλονίκη 1930-1960. Θεσσαλονίκη: Εγνατία.
  • Λεοντάρης, Βύρων 1983. Η ποίηση της ήττας. Αθήνα: Έρασμος. [δοκίμια πρωτοδημοσιευμένα την περίοδο 1960-1965].
  • Μαρκόπουλος, Γιώργος 1991. Εκδρομή στην άλλη γλώσσα. Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Λειβαδίτης, Δούκαρης, Κατσαρός, Κωσταβάρας, Πατρίκιος. Αθήνα: Υψιλον.
  • Μαρωνίτης, Δ. Ν. 1989. «Ποίηση και ιστορία· Μ. Αναγνωστάκης: Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.». Εντευκτήριο 6.4: 5-14.
  • ---. 1976. Ποιητική και πολιτική ηθική· Πρώτη μεταπολεμική γενιά· Αλεξάνδρου - Αναγνωστάκης - Πατρίκιος. Αθήνα: Κέδρος.
  • Μέντη, Δώρα 2007. «'Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση;' Ή λίγα λόγια για τη σιωπή του Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Αγώνιο του Βύρωνα Λεοντάρη». Στο Πρόσωπα και προσωπεία. Εκδοχές της λογοτεχνικής ταυτότητας σε νεότερους Έλληνες ποιητές». Αθήνα: Gutenberg.
  • Μουλλάς, Παναγιώτης 1998. Τρία κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Αθήνα: Στιγμή.
  • ---. 2003. «Το βάρος της ιστορίας: Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης». Στο Η ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα. Συνέδριο Αφιερωμένο στον Γ.Θ. Βαφόπουλο, επιμ. Περικλής Σφυρίδης. Θεσσαλονίκη: Δήμος Θεσσαλονίκης, σ. 65-67.
  • Μπακογιάννης, Μιχάλης Γ. 2006. «Το περιοδικό του Μανόλη Αναγνωστάκη Κριτική (1959-1961). Ρήγματα στην εσωστρέφεια». Ανακοίνωση στο Γ' Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (2-4 Ιουνίου 2006).
  • ---. 2004. Το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961). Μια δοκιμή ανανέωσης του κριτικού λόγου. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
  • ---. 2003. «Η υποδοχή της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη από την κριτική της αριστεράς (1955-1962)». Στο Η ποίηση της Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα. Συνέδριο Αφιερωμένο στον Γ.Θ. Βαφόπουλο, επιμ. Περικλής Σφυρίδης. Θεσσαλονίκη: Δήμος Θεσσαλονίκης, σ. 136-149.
  • Ντουνιά, Χριστίνα 2000. Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης σφαίρας. Αθήνα: Καστανιώτης.
  • Orsina, Vincenzo 1995. Ο «Στόχος» και η σιωπή, πρόλ.-επιμ. Αλέξης Ζήρας, μτφρ. Α. Καλογιάννη. Αθήνα: Νεφέλη.
  • Παλεστέλ, Ζαν 2001. «Η σιωπή είναι μια πράξη…». Ελευθεροτυπία 30/11/ 2001.
  • Πολίτης, Αλέξης 2011. «Διαβάζοντας ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη». Νέα Εστία 1848: 516-522.
  • Πιπίνης, Γιάννης 1999. Μανόλης Αναγνωστάκης. Ένας φανατικός πεζοπόρος της ποίησης. Αθήνα: Σοκόλης.
  • Τζούμα, Άννα 1982. Ο χρόνος Ο λόγος. Η ποιητική δοκιμασία του Μανόλη Αναγνωστάκη: μια οπτική. Αθήνα: Νεφέλη.
  • Φραντζή, Άντεια 1988. Ούτως ή άλλως: Αναγνωστάκης, Εγγονόπουλος, Καχτίτσης, Χατζής. Αθήνα: Πολύτυπο.
  • ---. [1997] 2000. «Τα "ανένταχτα" του Μανόλη Αναγνωστάκη. Προϋποθέσεις, ιστορικά συμφραζόμενα και ένταξή τους στο σύνολο του έργου». Νέο Επίπεδο 32:10-20.
  • Χαραλάμπους, Αγάθη 2014. «Ο διάλογος ποίησης και κριτικής στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Η λέξη "εποχή"». Κονδυλοφόρος 13: 159-182.
  • --- 2011. Η λέξη-πρόκα: Ο διάλογος ποίησης και κριτικής στο έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Τόμ. Α΄-Β΄. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Κύπρου. Διαθέσιμη στο ιδρυματικό αποθετήριο Λήκυθος. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει πίνακα λέξεων του ποιητικού και κριτικού έργου του Αναγνωστάκη.
  • Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης 2005. «Το υπαρξιακό δράμα μιας ανυποχώρητης πολιτικής συνείδησης». Ελευθεροτυπία (1/7/2005).

Αφιερώματα περιοδικών

  • Εντευκτήριο 6 (1989).
  • Η Λέξη 11 (1/1982).
  • Αντί περ. Β' 527-528 (30 Ιουλίου 1993).
  • Ελί-τροχος 7 (Φθινόπωρο 1995).
  • Νέο επίπεδο 32 (Νοεμ. 2000).
  • ένθετο «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας (30/11/2001).
  • Θέματα Λογοτεχνίας 30 (2005).
  • Η Λέξη 186 (Οκτ.-Δεκ. 2005). Περιλαμβάνεται η συνέντευξη «Σε β' πρόσωπο. Μια συνομιλία του Μανόλη Αναγνωστάκη με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», 505-506 (αναδημοσίευση από το Η Λέξη 11).
  • Εντευκτήριο 71 (2005): «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης της Θεσσαλονίκης», πολυσέλιδο αφιέρωμα στον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005), με μεγάλο αριθμό συνεργασιών, αδημοσίευτα και ανέκδοτα κείμενα του Αναγνωστάκη, εικονογραφικό υλικό (φωτογραφίες, χειρόγραφα, άλλα ντοκουμέντα) και αναλυτικό χρονολόγιο των Δ. Δασκαλόπουλου και Μ. Στασινοπούλου. Περιεχόμενα: Γιώργος Κορδομενίδης (Σε πρώτο πρόσωπο), Δημήτρης Δασκαλόπουλος - Μαρία Στασινοπούλου (Μανόλης Αναγνωστάκης. Σχήμα βίου και έργου), Μανόλης Αναγνωστάκης (Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά. Επιμέλεια: Μισέλ Φάις), Μανόλης Αναγνωστάκης ( Ο Ιωάννης Μεταξάς και εγώ), Oscar Vladislas de Ludicz Milosz (Συμφωνία του Νοεμβρίου. Μετάφραση: Μανόλης Αναγνωστάκης. Παρουσίαση: Αθανασία Τσατσάκου), Φούλα Λαμπελέ (Τα μπλόκια), Στέφανος Μπαλής (Από τη «Φιλοπρόοδη Συντροφιά» στον «Εκπολιτιστικό Όμιλο Πανεπιστημίου»), Γιάννης Τριάρχου (Ο σύντροφός μας στην ΕΠΟΝ), Γιώργος Αποστολίδης («Ήμασταν από τότε αναθεωρητές». Συνομιλία με τον Μιλτιάδη Πολυβίου), Μιχ. Γ. Μπακογιάννης (Το περιοδικό Κριτική 1959-1961 του Μανόλη Αναγνωστάκη), Γιώργος Ζεβελάκης (Τρία γράμματα στον Αναγνωστάκη από το αρχείο της Κριτικής. Μίκης Θεοδωράκης, Γεώργιος Μ. Θεοδωράκης, Άγγελος Τερζάκης), Παναγιώτης Πίστας (Σημείωμα προσωπικό), Μιχ. Γ. Μπακογιάννης (Ο Αναγνωστάκης στη Μακεδονική Ώρα), Μανόλης Αναγνωστάκης, (Για την πνευματική Θεσσαλονίκη), Μιλτιάδης Δ. Πολυβίου (Μανόλης Αναγνωστάκης. Στιγμιότυπα και αφηγήσεις), Γιώργος Παλιαδέλης («Με προκαλούν» είπες), Ελένη-Λίνα Ελεγμίτου (Ο Μανόλης Αναγνωστάκης), Τάσος Χατζητάτσης («Μια ιδιοτέλεια παρηγοριά στο βάθος»), Μίμης Σουλιώτης (Μερικές χρήσιμες πληροφορίες για τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη), Πάνος Θεοδωρίδης (Αναγνωστάκης), Δημήτρης Καλοκύρης («Θα βρεθούν άνθρωποι να μιλήσουν για σένα…»), Τάκης Γραμμένος (Ο Αναγνωστάκης και εγώ), Θέμης Λιβεριάδης (Μια βραδιά στην «Τέχνη»), Ευάγγελος Χεκίμογλου (Μας γέρας προώρως), Μάκης Τρικούκης (Η γνωριμία μου με τον Μ. Αναγνωστάκη), Ρούλα Αλαβέρα (Σφραγίς επί της παρειάς), Αθανασία Τσατσάκου (Γράμμα στον Μανόλη Αναγνωστάκη για το Περιθώριο '68-'69), Κλείτος Κύρου (Επιστολή στον Μανόλη Αναγνωστάκη), Μ.Μ. (Μαρτυρία), Μάρκος Μέσκος (Σαν υποθήκες), Αλέξης Ζήρας (Θητεία στη σιωπή), Μαίρη Μικέ (Ανοχύρωτη πόλη), Χρήστος Καββαδάς (Ένα σχόλιο στις Εποχές του Αναγνωστάκη), Διονύσης Καψάλης (Το καμαράκι κάτω από τη σκάλα).
  • Εντευκτήριο 72 (2005). «Πέντε λανθάνοντα κριτικά κείμενα του Αναγνωστάκη»: μικρό συμπλήρωμα στο προηγούμενο αφιερωματικό τεύχος (Νο 71).
  • Αντί περ. Β΄ 846 (1 Ιουλίου 2005).
  • Φιλόλογος 121 (Ιουλ.-Σεπτ. 2005).
  • Αφιέρωμα Επτά Ημέρες της Καθημερινής (1 Δεκεμβρίου 2005). Επιμέλεια αφιερώματος Γιώργος Ζεβελάκης - Κωστής Γιούργος.
  • «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης με τον φακό της κριτικής»: Αποσπάσματα κριτικών για το έργο του μεταξύ των οποίων από τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, Αλέξανδρο Αργυρίου, Βάσο Βαρίκα κλπ. (Αυγή, 23 Ιουνίου 2005).
  • Κονδυλοφόρος 12 (2013): Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ - ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ. ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ. Δημήτρης Πολυχρονάκης, «Η ιδιοτελής παρηγοριά της ποίησης. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης κριτικός του Κ.Π. Καβάφη», Κώστας Καραβίδας, «Καβάφης, Αναγνωστάκης και μικροϊστορία. Από την αισθηματοποίηση της ιστορίας στην ιστορικοποίηση του αισθήματος», Μιχ. Γ. Μπακογιάννης, «Ο Αναγνωστάκης και η καβαφική "παρα-φιλολογία". Η "άρνηση" ως αντίσωμα», Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Υπέρ ή κατά; Σημειώσεις κριτικής/σήματα της ποίησης. (Ο Καβάφης του Αναγνωστάκη)»
  • The Athens Review of Books 52 (Ιούνιος 2014). Κείμενα: Μιχάλης Μπακογιάννης, «Τρόποι άρθρωσης του ερωτικού λόγου στα ποιήματα του Αναγνωστάκη», Ιωάννα Ναούμ, «Μανόλης Αναγνωστάκης: διευρύνοντας τα όρια της πολιτικής ποίησης», Κατερίνα Μπλαβάκη, «Εσχατολογικά στοιχεία στην ποίηση Αναγνωστάκη: η "ιερή πόλη" και η μάχη των "ψευδοπροφητών"».
  • Πόρφυρας 153 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014). Σελίδες για τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη (υπογράφουν οι: Θεοτόκης Ζεβός, Γιώτα Τεμπρίδου, Θάλεια Ιερωνυμάκη, Γεράσιμος Ρομποτής, Εύα Γανίδου, Φίλιππος Φιλίππου και Μιχαήλα Καραμπίνη - Ιατρού).
  • Τα Ποιητικά 20 (2015): μικρό αφιέρωμα σε επιμέλεια της Βασιλικής Κοντογιάννη.
  • Ο Αναγνώστης 2 (2015): Αφιέρωμα στον Μανούσο Φάσση.
  • Φιλόλογος 162 (2015). Αφιέρωμα στον Μανόλη Αναγνωστάκη με εισαγωγή και ανθολόγιο κειμένων (από τον Μ. Μπακογιάννη) και επτά κείμενα ομιλιών.
  • Μικροφιλολογικά Τετράδια (υπό έκδοση): η αλληλογραφία των Μ. Αναγνωστάκη και Τ. Σινόπουλου, σε επιμέλεια Δ. Κόκορη.

Δικτυακές πηγές - Τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ

Μια ενδεικτική και όχι εξαντλητική καταγραφή δίσκων με μελοποιήσεις και αναγνώσεις ποιημάτων του Αναγνωστάκη είναι διαθέσιμη στη Βιβλιογραφική Βάση της Πύλης για την Ελληνική Γλώσσα.

Το εξώφυλλο και τα περιεχόμενα του δίσκου «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαβάζει Μανόλη Αναγνωστάκη»

Το εξώφυλλο και τα περιεχόμενα του δίσκου «Μπαλάντες» του Μίκη Θεοδωράκη, με μελοποιήσεις ποιημάτων του Αναγνωστάκη

© Μαρία Ακριτίδου / Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας 2014 (τελευταία ενημέρωση Φεβρ. 2016).


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

ΕΠΟΧΕΣ

  • ΥΓ.


  • 9.3.15

    90 χρόνια σήμερα από τη γέννηση του Μανόλη Αναγνωστάκη


    εικόνα: Με τη Νόρα, στην Πεύκη, 1979.
    Φωτογραφία: Ελένη-Λίνα Ελεγμίτου
    (από το ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ,
    Εντευκτήριο 71, 2005)

    Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΑΙ Η ΝΟΡΑ Αναγνωστάκη αμπαλάριζαν την οικοσκευή τους για την Αθήνα όταν ο υπογραφόμενος άρχιζε να παρακολουθεί την πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης. Για πολλά χρόνια, οι Αναγνωστάκηδες ήταν ένα, κατά κάποιον τρόπο ή κατά πολλούς τρόπους, μυθικό ζευγάρι που άφησε βαθύ το χνάρι του στη λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης είπ τρεις δεκαετίες (1950-1970)· ζήλευα πάντα όσους είχαν προλάβει να τους συναναστραφούν εδώ, να συχνάσουν στο ανοιχτό σπίτι τους, να ζήσουν από κοντά τη δημιουργική ατμόσφαιρα του περιοδικού Κριτική... Μόνος σύνδεσμος μαζί τους παρέμεναν, για καιρό, τα βιβλία με τα ποιήματα και τα άρθρα του Μανόλη Αναγνωστάκη, καθώς και οι εύστοχες παρεμβάσεις του από τις σελίδες της Αυγής· ακόμη, τα οξυδερκή δίοκμια της Νόρας Αναγνωστάκη, που τα "ανακάλυπτα" με έκπληξη κάθε φορά σε διάφορα έντυπα.

    ΤΟΥΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1997 σ' ένα δωμάτιο του «Ηλέκτρα Πάλας» στη Θεσσαλονίκη, όταν ήρθαν εδώ για την εκδήλωση «Θεσσαλονικέων Εσπερίδες: Τιμή στον Μανόλη Αναγνωστάκη» (θέατρο «Αυλαία», 15.4.1997), στο πλαίσιο ενός προγράμματος που συντόνιζα για λογαριασμό του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997». Αλλά ουσιαστικά τους γνώρισα και τους συναναστράφηκα χάρη στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο και τη Μαρία Στασινοπούλου, τους οποίους "στεφάνωσε" το 1998 η Νόρα Αναγνωστάκη. Από τον Μάρτιο του 1998 και δώθε, είχα τη χαρά να με δέχονται θερμά στο φιλόξενο σπίτι της Πεύκης και να ακούω τις λιγόλογες, κοφτές ερωτήσεις τους για το πώς πάει το Εντευκτήριο, πώς είναι η πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης, τι κάνουν οι φίλοι τους (και μη...) που ζουν εδώ.


    (εικόνα: Με τη Νόρα Αναγνωστάκη στο μπαλκόνι του σπιτιού όπου μεγάλωσε. Φωτογραφία: Μιλτιάδης Πολυβίου, Απρίλιος 1997)


    ΠΑΡΟΤΙ (το ομολογώ) είμαι κυρίως "της πεζογραφίας", μου άρεσε να επιστρέφω στα ποιήματα του Αναγνωστάκη, ίσως επειδή «στερούνται κάθε ποιητικής πόζας» (Διονύσης Καψάλης). Και με συγκινούσε ιδιαίτερα το ότι μοιραζόμασταν το ίδιο πάθος για τα λογοτεχνικά περιοδικά· μάλιστα, με ωφέλησαν πολύ τα σχετικά κείμενά του, κυρίως ένα άρθρο του στην Αυγή, που αναδημοσιεύτηκε στο τεύχος 6 (1989) του Εντευκτηρίου.


    ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ του Εντευκτηρίου στον Αναγνωστάκη (τεύχος 71, Δεκέμβριος 2005) εστιάζει κυρίως στο πρόσωπο του Αναγνωστάκη ― και όχι ακριβώς στο έργο του, για το οποίο έχουν δημοσιευτεί μονογραφίες, αφιερώματα και πολυάριθμα μεμονωμένα άρθρα. (Ταυτόχρονα, επιχειρεί να ζωντανέψει μια όχι και τόσο μακρινή εποχή που η Θεσσαλονίκη δεν ήταν η σημερινή κλειστή, αποκαρδιωτικά συντηρητική, ξενοφοβική πόλη.). Άνθρωποι που τον έζησαν στη Θεσσαλονίκη, ήδη από τα χρόνια του πανεπιστημίου, γράφουν για τη σχέση τους με τον Αναγνωστάκη και κυρίως για τα όσα αποκόμισαν από τη συναναστροφή τους μαζί του. Προστίθενται μερικά μελετήματα, που φωτίζουν, ελπίζω, ορισμένες επιμέρους πτυχές του έργου του Αναγνωστάκη.

    ΟΠΩΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος και η Μαρία Στασινοπούλου στο κείμενό τους «Μανόλης Αναγνωστάκης: Σχήμα βίου και έργου», «Στο σπίτι της οδού Δικαστηρίων 20 στη Θεσσαλονίκη, 9 Μαρτίου του 1925, γεννιέται ο γιος του Ανέστη Αναγνωστάκη, γιατρού κρητικής καταγωγής, και της Ευαγγελίας Κασιμάτη. Λαμβάνει το όνομα Μανόλης [...]».
    Ο Αναγνωστάκης πέθανε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005 και κηδεύτηκε τέσσερις μέρες αργότερα, δημοσία δαπάνη.

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    Γιώργος Κορδομενίδης
    Σε πρώτο πρόσωπο

    Δημήτρης Δασκαλόπουλος - Μαρία Στασινοπούλου
    Μανόλης Αναγνωστάκης. Σχήμα βίου και έργου

    Μανόλης Αναγνωστάκης
    Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά.
    Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

    Μανόλης Αναγνωστάκης
    Ο Ιωάννης Μεταξάς και εγώ

    Oscar Vladislas de Ludicz Milosz
    Συμφωνία του Νοεμβρίου
    Μετάφραση: Μανόλης Αναγνωστάκης. Παρουσίαση: Αθανασία Τσατσάκου

    Φούλα Λαμπελέ
    Τα μπλόκια

    Στέφανος Μπαλής
    Από τη «Φιλοπρόοδη Συντροφιά» στον «Εκπολιτιστικό Όμιλο Πανεπιστημίου»

    Γιάννης Τριάρχου
    Ο σύντροφός μας στην ΕΠΟΝ

    Γιώργος Αποστολίδης
    «Ήμασταν από τότε αναθεωρητές». Συνομιλία με τον Μιλτιάδη Πολυβίου

    Μιχ. Γ. Μπακογιάννης
    Το περιοδικό Κριτική (1959-1961) του Μανόλη Αναγνωστάκη

    Γιώργος Ζεβελάκης
    Τρία γράμματα στον Αναγνωστάκη από το αρχείο της Κριτικής. Μίκης Θεοδωράκης, Γεώργιος Μ. Θεοδωράκης, Άγγελος Τερζάκης

    Παναγιώτης Πίστας
    Σημείωμα προσωπικό

    Μιχ. Γ. Μπακογιάννης
    Ο Αναγνωστάκης στη Μακεδονική Ώρα

    Μανόλης Αναγνωστάκης
    Για την πνευματική Θεσσαλονίκη

    Μιλτιάδης Δ. Πολυβίου
    Μανόλης Αναγνωστάκης. Στιγμιότυπα και αφηγήσεις

    Γιώργος Παλιαδέλης
    «Με προκαλούν» είπες

    Ελένη-Λίνα Ελεγμίτου
    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης

    Τάσος Χατζητάτσης
    «Μια ιδιοτέλεια παρηγοριά στο βάθος»

    Μίμης Σουλιώτης
    Μερικές χρήσιμες πληροφορίες για τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη

    Πάνος Θεοδωρίδης
    Αναγνωστάκης

    Δημήτρης Καλοκύρης
    «Θα βρεθούν άνθρωποι να μιλήσουν για σένα...»

    Τάκης Γραμμένος
    Ο Αναγνωστάκης και εγώ

    Θέμης Λιβεριάδης
    Μια βραδιά στην «Τέχνη»

    Ευάγγελος Χεκίμογλου
    Μας γέρας προώρως

    Μάκης Τρικούκης
    Η γνωριμία μου με τον Μ. Αναγνωστάκη

    Ρούλα Αλαβέρα
    Σφραγίς επί της παρειάς

    Αθανασία Τσατσάκου
    Γράμμα στον Μανόλη Αναγνωστάκη για το Περιθώριο '68-'69

    Κλείτος Κύρου
    Επιστολή στον Μανόλη Αναγνωστάκη

    Μ.Μ.
    Μαρτυρία

    Μάρκος Μέσκος
    Σαν υποθήκες

    Αλέξης Ζήρας
    Θητεία στη σιωπή

    Μαίρη Μικέ
    Ανοχύρωτη πόλη

    Χρήστος Καββαδάς
    Ένα σχόλιο στις Εποχές του Αναγνωστάκη

    Διονύσης Καψάλης
    Το καμαράκι κάτω από τη σκάλα


    Το τεύχος 71 / Αφιέρωμα 
    στον Μανόλη Αναγνωστάκη 
    συνοδεύεται από dvd 
    με την εκπομπή 
    «Παρασκήνιο: Μανόλης Αναγνωστάκης» 
    και αποστέλλεται με αντικαταβολή 14,00 ευρώ, 
    μέσα στην Ελλάδα. 

    Πληροφορίες - παραγγελίες: entefkti@otenet.gr










MΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: «ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΗΣ ΑΝΑ

ΜΝΗΣΕΩΝ»

Η εύγλωττη σιωπή

—της Ελένης Κεχαγιόγλου—

«Θυμούμαι, άρα υπάρχω»
Μ.Α., ΥΓ.

17/11/1983, στο γραφείο του Τάκη Σινόπουλου
17/11/1983, στο γραφείο του Τάκη Σινόπουλου (αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)

«Από το 1971 δεν έχω γράψει τίποτα που να εντάσσεται σ’ αυτό που λέμε ποίηση. Από πολλούς αυτό θεωρείται σαν ακατανόητο. Μερικοί μου λένε ότι είναι μια προδοσία της ποίησης κλπ. Πρέπει να πω ότι […] προϊόντος του χρόνου το ενδιαφέρον μου για τον ποιητικό λόγο μειώνεται. Δεν ξέρω γιατί, δεν διαβάζω και πολλή ποίηση, δεν παρακολουθώ και, όπως είχα πει και σε μια συνέντευξη, δεν αισθάνομαι πια σαν αθλητής στον στίβο, αισθάνομαι περισσότερο σαν φίλαθλος στις κερκίδες και συχνά όχι καλός φίλαθλος. […] Η ποίηση σαν μια γλώσσα που δεν αφηγείται, που δεν περιγράφει, που δεν διδάσκει με αυτόν τον χρηστικό τρόπο της διδασκαλίας, αλλά που τείνει στην όσο γίνεται μεγαλύτερη συμπύκνωση, στο να βγάλει το απόσταγμα των πραγμάτων, έχει σαν κυριότερο εχθρό της τη φλυαρία, την πολυλογία, την περιττολογία. Ειλικρινά, θαυμάζω και σέβομαι τους πολυγράφους ποιητές, […] αλλά δεν πιστεύω πως ο ποιητής μπορεί να συγκινείται εξίσου από όλα. […] Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης. Θα μείνει κανείς μόνο σ’ αυτή τη δυνατότητα; ή θα επιχειρήσει να εκφραστεί και με άλλους τρόπους; ή θα φτάσει κάποτε σ’ ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης − και αυτό όχι από αδιαφορία ή από παραίτηση, εντελώς το αντίθετο, από την οδυνηρή —αν θες— διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών δυνατοτήτων, της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής. Τότε σταματά, τότε επιλέγει τη σιωπή, που και η σιωπή ορισμένες φορές και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κι αυτή μια έκφραση, εγώ θα ‘λεγα πως είναι και μια πράξη» — λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, το 1983 σε ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη το 1983 (του μόνου σκηνοθέτη σε εκπομπή του οποίου εμφανίστηκε ο μείζον ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς) ερμηνεύοντας ο ίδιος το πολυσχολιασμένο γεγονός της ποιητικής σιωπής του από το 1971 και εξής, καθώς το 1970 εκδόθηκε η τελευταία συλλογή του, Ο στόχος. Το δε 1971 συγκέντρωσε όλο το ποιητικό έργο του από το 1945 μέχρι το 1970, σε έναν τόμο, τα μόλις 88 ποιήματα του οποίου αποτελούν τα άπαντα του ποιητή από τις 7 όλες κι όλες ποιητικές συλλογές του˙ ποιήματα ο αριθμός των οποίων προσεγγίζει τα 100 εάν στα προηγούμενα προσθέσουμε τα περίπου 10 ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά χωρίς να περιληφθούν σε ποιητική συλλογή του..

Και τότε, στα 46 του χρόνια, ο ποιητής, αιφνιδιάζοντας συνάφι και αφοσιωμένους αναγνώστες, αποφασίζει ότι ολοκλήρωσε το ποιητικό του έργο – και ξεκινά η ποιητική σιωπή του, που συζητήθηκε και αναλύθηκε εκτενώς σε μπόλικα κριτικά κείμενα. Σιωπή, η οποία «έσπασε» το 1979 με την έκδοση του Περιθωρίου ’68-‘69, καθώς και το 1983 με το ΥΓ., δύο έργα τα οποία ο Αναγνωστάκης δεν τα συμπεριλαμβάνει στο βασικό corpus της ποίησής του. Ενδιαφέρον μεγάλο έχει μάλιστα η μαρτυρία του Λάκη Παπαστάθη (βλ. «Οι τρεις όψεις της σιωπής», Εντευκτήριο, τχ. 72, 2006) ότι η κοινή τους φίλη και νεοελληνίστρια φιλόλογος Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, επισκεπτόμενη τον ποιητή στον Ευαγγελισμό όπου νοσηλευόταν δεκαπέντε μέρες προτού πεθάνει, τον παρακαλούσε να δηλώσει ότι το ΥΓ. δεν είναι εκτός της ποίησής του, αλλά συνέχειά της. Πλην όμως εκείνος εσιώπησε…

YG

Υστερόγραφο, εξώφυλλο και οπισθόφυλλο· το όνομα του Μανόλη Αναγνωστάκη
αναφέρεται μόνο μέσα, στην εσωτερική σελίδα εξωφύλλου.

Στάση την οποία εξάλλου προοικονομούσε ο «Επίλογος» στην τελευταία ποιητική του συλλογή Ο στόχος:

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.

[…]

«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα»

Στο ίδιο αυτό θέμα, της πολυσυζητημένη σιωπής του,  αναφέρεται σε συνέντευξή το 1993 στον Μισέλ Φάις (βλ. Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά, πρόλογος: Παντελής Μπουκάλας, επιμ.: Μισέλ Φάις, Πατάκης 2011): «Το ’71 ουσιαστικά σταματάει η ποιητική μου παραγωγή. Δεν γράφω καθόλου ποιήματα. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να γράφω ποιήματα, καθόλου. Συνεχίζω όμως εντατικά την πνευματική μου προσφορά με δοκίμια, με άρθρα, με ορισμένες μελέτες, με πολιτική δράση – αυτό που εγώ θεωρώ δημόσια παρέμβαση». 

Επίσης, και στη συνομιλία του αυτή με τον Φάις εκφράζει την άποψή του ότι η ποίηση ανήκει στους νέους: «Δεν ξέρω, μου φαίνεται δύσκολο να γράψει ποίηση ένας άνθρωπος σε μεγάλη ηλικία, όταν περνάνε από το φίλτρο του μυαλού του η εμπειρία, όλες οι σκέψεις του, όλα αυτά όταν περνάνε, δεν μπορεί. Θέλει αυθορμητισμό, θέλει κάτι έξω από τον εαυτό σου η ποίηση, και το λέω εγώ που από νέος έγραφα ποιήματα αυτοστοχαζόμενα και ποιήματα εγκεφαλικά».

Την ίδια πεποίθηση, με άλλα λόγια, είχε εκφράσει και μπρος στην κάμερα του Λάκη Παπαστάθη, δέκα χρόνια νωρίτερα: «Πιστεύω τελικά πως η ποίηση είναι μια αισιόδοξη λειτουργία, κι αυτό άσχετα με το περιεχόμενό της, γιατί είναι αισιοδοξία το να πιστεύεις ότι μπορείς να εκφράσεις κάτι […]. Ή, αν θες, η ποίηση είναι μια γλώσσα που ανήκει σε μια χρονική περίοδο, σε μια περίοδο που λειτουργούν ακόμα οι ευπιστίες, οι αυταπάτες,[1] το όνειρο, η νεανικότητα, αν θέλεις, μια νεανικότητα που δεν έχει μεγάλη σχέση βέβαια με τη βιολογική νεανικότητα. Και πιστεύω ότι στους περισσότερους ποιητές, σχεδόν σε όλους, υπάρχει μια στιγμή κορύφωσης, που συμπίπτει με ένα χρονικό όριο μιας παρατεινόμενης νεανικότητας. Από κει και πέρα, ό,τι κι αν γράψει ή θα είναι επαναλήψεις ή θα είναι αντιγραφές του εαυτού του ή θα είναι πειραματισμοί πάνω σε τρόπους των νεοτέρων για να μην μείνει καθυστερημένος».

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΚΟΛΑΖ pg σκαν copy

Κολάζ του Μανόλη Αναγνωστάκη  (αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη). Ο Μ.Α. πίστευε πως το κολάζ πρέπει να είναι μικρού μεγέθους, όχι μεγάλο σαν αφίσα, να αναγκάζει τον θεατή να πλησιάσει για να δει τη λεπτομέρεια.

* * *

Όταν το 1979 κυκλοφορεί το Περιθώριο ’68-69 (ποιήματα που γράφτηκαν, κατά δήλωση του Αναγνωστάκη, τους τελευταίους μήνες του ’68 και τους πρώτους του ’69, και τα οποία ο ποιητής, όπως ήδη είπαμε, δεν περιλαμβάνει στο επίσημο ποιητικό του έργο) προξενεί αμηχανία σε κριτικούς και αναγνώστες˙ αμηχανία η οποία θα αυξηθεί το 1983 με το ΥΓ. −το βιβλίο το οποίο περιέχει και τον περίφημο στίχο: «(Γηράσκω αεί αναθεωρών)»− που θα κυκλοφορήσει σε 100 αντίτυπα, ως ένα φυλλάδιο 32 σελίδων εκτός εμπορίου και θα μοιραστεί χέρι με χέρι, ενώ θα χτυπήσει κόκκινο το 1987 με την έκδοση του βιβλίου Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης.

Κι αυτό, διότι κριτικοί και αναγνώστες βρίσκονται «αντιμέτωποι» με έναν άλλον από τον αγαπημένο τους γνώριμο Μανόλη Αναγνωστάκη. Με μια γραφή που διαφοροποιείται μορφικά σε μεγάλο βαθμό από τον προηγούμενο ποιητικό του εαυτό, μια διαφοροποίηση που –σύμφωνα με τον Αλέξη Ζήρα− «σημαίνει ότι αποφασίζει να έρθει αντιμέτωπος με το πρότυπο του ποιητικού λόγου που ο ίδιος υπηρέτησε επί τόσα χρόνια, αρνούμενος να επαναλάβει τη σύμβαση της ποιητικής πράξης – τουλάχιστον έτσι όπως τη γνωρίσαμε από εκείνον ή από άλλους, συνομηλίκους, παλαιότερους ή νεότερούς του ποιητές» (βλ. «Το ΥΓ. ως άρνηση της ερμηνείας», Αντί, αφιέρωμα στον Μανόλη Αναγνωστάκη, τχ. 527-528, 30 Ιουλίου 1993). Και έτσι, τα δύο τελευταία ποιητικά έργα, γραμμένο στο περιθώριο μιας εποχής (ή και της ποίησής του) το ένα, και ως υστερόγραφο του ποιητικού του λόγου (ή και της ποίησής του) το άλλο, αυτονομούνται από το «κυρίως κείμενο» των ποιημάτων του Αναγνωστάκη και επιζητούν τη συνενοχή του αναγνώστη που, πίσω από τον ελλειπτικό τους λόγο, πέρα από τα θραύσματα λόγου στην κάθε τυπωμένη σελίδα, δημιουργούν εικόνες που επιτρέπουν στη δημιουργική φαντασία να δράσει, ανακαλύπτοντας το ποίημα ακόμη και πίσω από την απλή αναφορά ενός ονόματος: «Μπαχ».

pelion 1986

Σπύρος Τσακνιάς, Νόρα Αναγνωστάκη και Μανόλης Αναγνωστάκης, Πήλιο, 1986
(αρχείο Σπύρου Τσακνιά)

Ο πονοκέφαλος του αναγνώστη στο Περιθώριο ξεκινά ήδη στην πρώτη σελίδα, οπότε διαβάζει: «Τώρα πια που δεν γράφω». Ή όπως αναρωτιέται ο Σπύρος Τσακνιάς: «Τι γράφει άραγε ένας ποιητής που αρχίζει με τη δήλωση πως τώρα πια δεν γράφει;» — και συνεχίζει προτείνοντας την ερμηνεία ότι πρόκειται για την επιλογή «μιας ριψοκίνδυνα αντιποιητικής γραφής εντός της οποίας εντοιχίζεται η ποιητική σιωπή του, αντί μιας αθόρυβης απομάκρυνσης από τον πνευματικό στίβο και μιας καταβύθισης είτε στην πολιτική πράξη είτε στην πολιτική απραξία». Όπως ωστόσο επισημαίνει: «Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι ανίκανος να αποφύγει τη λήψη θέσεως. Όπως είναι ανίκανος να ρητορεύει για το “αδιέξοδο της εποχής”»[2] — και έτσι, η επιλογή της σιωπής γίνεται  π ο ι η τ ι κ ή  π ρ ά ξ η (βλ. Σπύρος Τσακνιάς, «Μανόλης Αναγνωστάκης: Το περιθώριο ’68-’69», Καθημερινή, 31 Ιανουαρίου 1980· τώρα, Δακτυλικά αποτυπώματα, Καστανιώτης 1983). Το βιβλίο που ξεκινά με την αντιφατική δήλωση «Τώρα πια που δε γράφω» —στο εναρκτήριο κείμενο που ολοκληρώνεται με την εντός παρενθέσεως, à propos, ομολογία: (Σ’ όλη μας τη ζωή βουλιάξαμε πολλά καράβια μέσα μας, ίσως για να μη ναυαγήσουμε μια ώρα αρχύτερα εμείς οι ίδιοι»)— ολοκληρώνεται με το καταφανώς ειρωνικό σχόλιο ενός στίχου που δεσπόζει μόνος του σε μια ολόκληρη σελίδα: «Έκτοτε γράφτηκαν πολλά ποιήματα…» — με τα αποσιωπητικά σαν να δηλώνουν ότι, αντίθετα και με ό,τι ο γράφων ισχυρίζεται, η ποίηση δεν τελειώνει ποτέ. Και ενόσω ο ποιητής επιλέγει να σιωπήσει, τα ποιήματα γράφονται, έστω και παρά τη θέλησή του, έστω και ερήμην του.

Ούτως ή άλλως, ο ποιητής –πολλά χρόνια προτού στραφεί στην αποσιώπηση των δύο τελευταίων του βιβλίων− χαμηλότονα και εντός παρενθέσεως (και πάλι) έχει δηλώσει στο ποίημα «Εκεί…» από τη Συνέχεια του 1954: «(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας)».[3]

Το ΥΓ., το «Περιθώριο στο “Περιθώριο”», όπως ένας στίχος του δηλώνει, εκφράζει για τη Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (βλ. «Το ΥΓ. του Μανόλη Αναγνωστάκη. Η ποίηση έξω από τις σελίδες», Γράμματα και Τέχνες, τχ. 25, Ιανουάριος 1984) «την ποιητική βούληση του Μ.Α. να βγει από τη σελίδα […] για να ξεφύγει από τις περιορισμένες διαστάσεις της και, φυσικά, για να μιλήσει σ’ ένα χώρο νέο, ανοιχτό».

Αναγνωστακης Ζεβελακης Μοναστηρακι β copy skan

Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη

Το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο (στο οποίο ο ποιητής αναρωτιέται: «Γιατί υποχρεωτικά να μιλήσω;» − λες και δηκτικά απαντά με το ρητορικό του αυτό ερώτημα στις επίμονες αιτιάσεις μέχρι σήμερα «μα γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;») δίνει επίσης ορισμένα κλειδιά της ποιητικής του Αναγνωστάκη που δηλώνει «Ψάχνοντας τις λέξεις άρχισε το ψέμα». Κι αν η τέχνη, η αναζήτηση της μορφής, υποχρεώνει τον δημιουργό να απομακρυνθεί από την «αλήθεια», ως «ζωή» ορίζονται οι αναμνήσεις «(Μου είπες: οι αναμνήσεις είναι η ζωή)». Μα ίσως ο ποιητής αντιμετωπίζεται ως: «Επισκευαστής αναμνήσεων»· κι έτσι, δυο λέξεις μόνες σε μία σελίδα λες και δίνουν με τρόπο περιεκτικό το πώς αντιλαμβάνεται μια εποχή τον ποιητή. Μα εκείνος «Έψαξε — τίποτα κάτω από τις λέξεις». Κι ωστόσο, «Μα πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά…» ό,τι και να πει, ό,τι και να γράψει  — και με τον υπαινιγμό αυτό, με τον αναγνώστη να καλείται να συμπληρώσει το κρυφό νόημα των αποσιωπητικών, ο Μ. Α. θα κλείσει το κεφάλαιο ποίηση, οριστικά πια. Και δεν θα επιστρέψει παρά με την περσόνα του Μανούσου Φάσση, του σατιρικού ποιητή, οι κεφάτοι στίχοι του οποίου θα του επιτρέψουν να αξιοποιήσει την παιδιόθεν ευκολία του στη ρίμα και να μιλήσει, να αστειευτεί και να σαρκάσει τον εαυτό του, την Αριστερά, τα στερεότυπα και τις κοινοτοπίες.

* * *

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΑμφιθέατροΦΩΤΟ jpg

Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο ακτινολόγος που καταγόταν από το Ρέθυμνο, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, και από το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, από τη νεαρή του ηλικία εντάχθηκε στην Αριστερά, πήρε μέρος στον Εμφύλιο, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο το 1949, ενώ την ίδια χρονιά τον διέγραψαν από το Κόμμα. Αντιτάχθηκε στη λογική της στρατευμένης λογοτεχνίας της Επιθεώρησης Τέχνης εκδίδοντας (1959-1961) το περιοδικό Κριτική, το οποίο συνέβαλε στη γνωριμία των ομοτέχνων του με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Το 1968, ύστερα από τη διάσπαση του ΚΚΕ, εντάχθηκε στις τάξεις του ΚΚΕ Εσωτερικού με το οποίο υπήρξε μετά τη μεταπολίτευση υποψήφιος βουλευτής και ευρωβουλευτής. Κι αν σιώπησε ποιητικά, η παρουσία του στα γράμματα, με τις δημοσιεύσεις του και τις παρεμβάσεις του σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και στην πολιτική ζωή υπήρξε ηχηρή. Εκεί, όπου στηλίτευσε την «τόση κακότητα εν ονόματι του ανθρωπισμού» (ΥΓ.) και όπου μπορούσε να μην πιστεύει πια στα «ατσάκιστα ψυχικά ελάσματα» − κάτι που η ποίηση αισθανόταν πως δεν του το επέτρεπε.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ποιητής-ορόσημο του μεταπολέμου, σε τηλεοπτική του συνέντευξη στον Πέτρο Κουναλάκη το 1993, αφότου ζήτησε από τον δημοσιογράφο να εγκαταλείψει τους χαρακτηρισμούς «μεγάλος ποιητής» κ.λπ., είπε: «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου μορφωμένο ή καλλιεργημένο ή ειδικευμένο σε κάτι. […] Ενημερωμένος ήμουνα, ενημερωμένος ναι — αλλά διαβασμένος, συστηματικά διαβασμένος, δεν υπήρξα ποτέ» − και δείχνει την άβυσσο αισθητικής που τον χωρίζει από σημερινούς ομοτέχνους του, οι οποίοι ερίζουν για το ποιος είναι «πραγματικός διανοούμενος». Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ανέστης και Μανόλης (αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)
Ανέστης και Μανόλης (αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)

 


[1] Σε μια εποχή, για την οποία ο ποιητής σημειώνει: «Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει, για την αγωνία της εποχής, το αδιέξοδο, την απανθρωπία του αιώνα, τη χρεωκοπία των ιδεολογιών, τη βαρβαρότητα της μηχανής, για δίκες, για φράγματα, για ενοχές, για γρανάζια.

»Όλα έχουν κωδικοποιηθεί, ταξινομηθεί, αποδελτιωθεί, έχουν περάσει στα λεξικά και στις εγκυκλοπαίδειες, προσφέρονται έτοιμα σε πακετάκια αυτοσερβιρίσματος, σε κάθε βαλάντιο χωριστά.

»Θα ’ρθει ένας καιρός, που σε ζωολογικούς κήπους, σε τσίρκα και σε κέντρα παιδικής χαράς, θα συντηρούνται σε ειδικούς στεγανούς κλωβούς, άνθρωποι-δείγματα μιας περασμένης εποχής, προς ικανοποίησιν της περιεργείας του κοινού και προς χρήσιν των σχολείων και των επίδοξων συγγραφέων» — και δεν είχε προφτάσει να ζήσει την ανθρωποφαγία και τον παραλογισμό της εποχής του Διαδικτύου…

[2] Στο δε ΥΓ. αναφέρεται στη χρήση της αγαπημένης του παρένθεσης και (ενίοτε) των αποσιωπητικών ως εξής: «Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα».

[3] Διόλου τυχαία, στο Περιθώριο ’68-’69 ορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία σιωπά ως εξής: («Τώρα πια μιλάμε χωρίς αυταπάτες, χωρίς ηθικολογικές προκαταλήψεις, χωρίς καμιά επιταγή άνωθεν ευθύνης – για μια σκέτη αξιοπρέπεια. Στην οριζοντίωση της εποχής μας να κρατήσουμε ισχνές καλαμιές. Είναι ο πιο αχάριστος και συγχρόνως γελοίος –για τους άλλους− αγώνας, γιατί είναι δύσκολο να φανταστείς τον Δον Κιχώτη ψύχραιμο, υπολογιστικό, χωρίς αισθηματολογίες, να γνωρίζει ότι οι ανεμόμυλοι είναι πραγματικοί και μολαταύτα να τους πολεμά. Μιλάμε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς μίσος, χωρίς καν μαχητικότητα. Επαρχιακοί θεατρίνοι μπροστά σε μιαν άδεια αίθουσα χωρίς χειροκροτήματα.

»Ο μεγαλύτερος κίνδυνος: ο πειρασμός της έπαρσης, της περιφρόνησης των πρώην φίλων, των επιδεικτικών χειρονομιών αηδίας.

»Η μάχη να δίνεται μ ε τ ά την αηδία και την επίγνωση της ματαιότητας – μη συναντηθείς σε καμιά παρακαμπτήριο μαζί τους».

* * *

Μανόλης Αναγνωστάκης

[Εκεί…]

Εκεί θα τα βρεις.
Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ που θα πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
Θ’ ανοίξεις το δωμάτιο
Θ’ ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
Ζαλισμένα τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι καθρέφτες θα λάμψουν
Οι γλόμποι θα ξυπνήσουν απ’ τον άνεμο
Εκεί θα τα βρεις
Κάπου — απ’ τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ’ τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
Καρφίτσες στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,

Μισοκαμένα ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα μείνεις λίγο μέσα στο φως
Ύστερα θα σφαλίσεις τα παράθυρα
Προσεχτικά τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν
Θα σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
Θ’ ακινητήσουν οι γλόμποι
Κι εσύ θα πάρεις το κλειδί
Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ’ αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο
Βαθιά βαθιά μες στα πυκνά νερά.
Τότε θα ξέρεις.
(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να
κρύψουμε το πρόσωπό μας).

Μαν Αναγν Φυτοφαρ 1984

Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν… (1984, αρχείο Γιώργου Ζεβελά

κη)

* * *

Μανόλης Αναγνωστάκης, ο ποιητής της συνέχειας

Μανόλης Αναγνωστάκης: Το ανεξίτηλο υστερόγραφο

Η ποίηση συμπυκνώνει όλα όσα είσαι και δεν είσαι. Και το να μην είσαι στην ποίηση είναι το πιο δύσκολο να εκφραστεί. Πρόκειται για μια αναζήτηση που δεν σταματά και διαρκώς ζητά από τον ποιητή θάρρος, τόλμη, αποφασιστικότητα και ετοιμότητα να δεχτεί τα πάντα. Αυτό που δεν είσαι ορίζει την ποιητική έκφραση, στόχευση, φιλοδοξία και ολοκληρώνει το ποιητικό σύνολο. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης πορεύτηκε ποιητικά –και όχι μόνο- με αυτό που δεν ήταν. Δεν υπήρξε ηττημένος -περισσότερο αδικαίωτος-, αφού επέμεινε μέχρι τέλους στα λόγια του. Δεν υπήρξε οπορτουνιστής για να αρέσει, να ταιριάζει στα σαλόνια και στα σοφά αλώνια. Δεν υπήρξε ελιτιστής, στυγνός πραγματιστής, αλλά ποιητής του δρόμου και όχι του παράδρομου. Δεν υπήρξε ακατανόητα πεσιμιστής, μα ούτε και τιμητής. Ο Αναγνωστάκης γνώριζε ότι ο ποιητής πρέπει να λέει την αλήθεια κι ας υπήρχαν ενοχλητικές λεπτομέρειες στη διάρκεια της δημιουργίας, της ζωής του. Λεπτομέρειες σκόπιμα αφημένες από τους “νικητές” και τους συμβιβασμένους που επιβίωσαν, προχώρησαν. Δεν υπήρξε φλύαρος και σοβαροφανής, το λίγο ήταν πολύ και το τίποτα τα πάντα. Αγέρωχος και με τραύματα φανερά παρουσιάστηκε, προχώρησε, αποχώρησε. Κι αν ήταν σίγουρος γι’ αυτά που ήταν, ήταν ακόμη πιο σίγουρος γι’ αυτά που δεν ήταν. Ποιητής με υστερόγραφο που δεν έσβησε ποτέ!


Βιογραφικό σημείωμα και σημειώσεις

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στον χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού “Ξεκίνημα” (1944). Πήρε μέρος στην Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνιση του στον χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή “Εποχές”. Ακολούθησαν οι “Εποχές 2” (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια της προφυλάκισης του ποιητή), οι “Εποχές 3” (1951), η “Συνέχεια”, η συγκεντρωτική έκδοση “Τα ποιήματα 1941-1956” (1956), η “Συνέχεια 2” και η “Συνέχεια 3” (1962 –συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια σιώπησε ποιητικά ως το 1969, οπότε δημοσίευσε το “Περιθώριο”. Τον επόμενο χρόνο (1970), ποιήματα από τη συλλογή “Ο στόχος” περιλαμβάνονται στον τόμο “18 κείμενα”. Το 1971 εκδίδεται το σύνολο του ποιητικού του έργου με τον τίτλο “Τα ποιήματα 1941-1971”. To 1978 εκδίδονται τα “Αντιδογματικά” και το 1979 το “Περιθώριο 68-69”. To 1983 κυκλοφορεί το “ΥΓ.” και δύο χρόνια μετά τα “Συμπληρωματικά: Σημειώσεις κριτικής”. To 1987 εκδίδει το βιβλίο “Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης: Η ζωή και το έργο του”. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού “Κριτική”, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονα του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα “Αυγή” και τα περιοδικά “Ελεύθερα Γράμματα”, “Φιλολογικά Χρονικά”, “Νέα Ελληνικά”, “Διάλογος”, “Επιθεώρηση Τέχνης”, “Εποχές”, “Ο αιώνας μας”, “Θούριος”, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Έργα του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες, ενώ μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.

Και να που υπάρχει χώρος κάτω από το κείμενο. Πάντα υπήρχε χώρος στο κείμενο του Αναγνωστάκη. Τον γέμιζε όσο χρειαζόταν και μετά προχωρούσε. Στο υπόλοιπο λευκής σελίδας ας στερεώσουμε τις σημειώσεις μας, δίχως παίδεμα (θα γίνει παρακάτω), δίχως δισταγμό. Μία λέξη, μία φράση για να θυμηθούμε: Ποδόσφαιρο. Συνέπεια. Συνομιλία. Σιωπή. Σάτιρα. Ελευθερία. Ποιητής. Και όπως καρφώθηκαν, έτσι θα περιμένουμε τη γραμμή του αίματος των λέξεων, το μελάνι τους, να ακολουθήσουμε. Πάμε.

σώμα ανθεκτικό και πνεύμα θαλερό


Ποδόσφαιρο, συνέπεια, συνομιλία

Τρεις λέξεις, τρεις πτυχές, τρεις αυλακιές, χαραμάδες λυτρωτικές. Πάνω σε σώμα ανθεκτικό και πνεύμα θαλερό. Με σημάδια φυσικά, αφού ο χρόνος επιβεβαίωσε και οριστικοποίησε τα ζόρικα βιώματα. Αυτές οι λέξεις έγραψαν στο μέσα δέρμα του Αναγνωστάκη. Το πρώτο τρίπτυχο ξεκινά με το ποδόσφαιρο, με τον Άγιαξ, με την ομορφιά. Και ομορφιά σημαίνει ποίηση αναγνωρισμένη. Αυτήν παρατήρησε (ομορφιά) και αυτήν θαύμασε δίχως ενστάσεις και αστερίσκους. Με πάθος, χαρά, λαχτάρα, έγραψε το 1984 στην εφημερίδα “Αυγή” για την ομάδα που ξέφυγε από όρια και αριθμούς, για τον Άγιαξ της νιότης, της ανάμνησης, της ανάγκης του μέλλοντος. Ο Αναγνωστάκης εκφράζει την ένσταση του για ό,τι βλέπει στο ποδοσφαιρικό γήπεδο. Γι’ αυτόν δεν είναι αποκομμένο από το πολιτικό, κοινωνικό. Την ομορφιά, την ιδιοφυΐα, τη γοητεία, την ποίηση έψαχνε στο μαγικό χαλί του γηπέδου. Και η ποίηση βρισκόταν στο δεμάτι. Γιατί μόνο το δεμάτι ήταν η ποίηση. Το κείμενο αυτό είναι η φωνή του ποιητή, του πολιτικού όντος, του ανθρώπου που πάντα έθετε ερωτήματα, του Μ.Α.

Η δεύτερη λέξη του τριπτύχου είναι ζητούμενο, αιτία και μεγάλο βάρος για τον ποιητή, κάθε ποιητή. Το ερώτημα, λοιπόν, αναπόφευκτο: υπήρξε συνεπής ο Αναγνωστάκης; Ναι! Απόλυτο και αδιαμφισβήτητο “Ναι”. Η κατάφαση δεν αφορά μόνο τον ποιητή, αφορά και τον πολίτη Αναγνωστάκη. Η θέση του πολίτη με αυτή του ποιητή ταυτιζόταν. Μην το θεωρείτε δεδομένο, διότι εύκολα η μία ιδιότητα ακυρώνει την άλλη. Στον Αναγνωστάκη αυτό δεν συμβαίνει. Όταν οι τροχοί περνούν πάνω από κορμιά, μυαλά, ιδέες, όνειρα και οι εποχές σαρώνουν και σαρώνονται την ίδια στιγμή, αυτός είναι εκεί και βλέπει καθαρά τι γίνεται. Στα ποιήματα του, από την αρχή, ξέρει τι ζητάει, ξέρει σε τι ελπίζει και ξέρει που θέλει να πάει και πώς. Η νοσταλγία, η μνήμη, η απώλεια, η επιμονή, η ευθύνη, η μεγάλη προσδοκία, η ετοιμότητα για διάψευση ή επιβεβαίωση, συνθέτουν τη συμπεριφορά του M.A στο ξεκίνημα του ποιητικού βίου. Όλα αυτά εκκινούν από την ανάγκη του να δημιουργήσει εν μέσω ερειπίων, να δημιουργήσει πριν και μετά την ερείπωση: Δημιουργώντας μια ποίηση πάνω από κάθε καταστροφή [σ.σ από το ποίημα Επίγνωση]. Ο ποιητικός λόγος ωριμάζει, γίνεται ακόμη πιο αληθινός, ό,τι τον ενοχλεί, τον βασανίζει, τον τσιγκλάει δεν πέφτει στη λήθη, όχι, περνά από το κόσκινο του απαραίτητου –και γι’ αυτόν- αντιλόγου. Οι στίχοι του Μ.Α δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, δεν μπορούν να ιδωθούν με συμπάθεια και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Στιβαροί και με μια ειρωνεία που τσακίζει κόκαλα. Ο ποιητής εξελίσσεται αλλά τίποτα δεν αλλάζει τις βαθύτερες σκέψεις του, την ανάγκη να ναι πιστός και έντιμος, να βάζει τα πράγματα στη θέση τους και να μη χαρίζεται σε κανέναν. Αν αυτό δεν είναι συνέπεια, τότε απλά ξύνουμε τσαλακωμένα χαρτιά.

Η τρίτη λέξη δεν αφορά μόνο τον αναγνώστη. Ο ποιητής συνομιλεί με ομοτέχνους και με τον εαυτό του. Ας δούμε, λοιπόν, τη συνομιλία στον Αναγνωστάκη. Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή (σ.46) του Παντελή Μπουκάλα, στην έκδοση “Έλληνες ποιητές” της “Καθημερινής”, Η μέθοδος αυτής της (κριτικής) συνομιλίας δεν ήταν άγνωστη στον Αναγνωστάκη, ο οποίος, επιπλέον, ενσωμάτωνε στο κείμενο του αρκετά συχνά στίχους (ή σπαράγματα) από το έργο άλλων ποιητών, ή προέβαινε σε διαυγείς μνείες. Για παράδειγμα, στο κρίσιμο ποίημα “Όταν αποχαιρέτησα” της Συνέχειας 2, γραμμένο την “9η Θερμιδώρ” κατά την υπαινικτική υποσημείωση, θέτει και πάλι το ερώτημα, περισσότερο πολιτικής τάξεως παρά λογοτεχνικής: “Πώς να μιλήσω;”. Και δυο στίχους παρακάτω: “Πώς να μιλήσω”, αυτή τη φορά δίχως ερωτηματικό, σαν να εννοείται ότι δεν υπάρχει απάντηση, ότι δεν θέλει απάντηση από κανέναν τρίτο. Τι δημιουργεί τον κόμπο στον λαιμό που εμποδίζει τις λέξεις να ειπωθούν και να δείξουν: Το “πού να στοιβαχτούνε τα γεγονότα”, βαριά γεγονότα, μολυβένια. Το πώς “τόσες φορές να ξαναγίνουν αριθμοί”. Κι έπειτα το “πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας/η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου/η 3η Μαϊου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»/ το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο”. Μόνο που το επίρρημα απλά δεν θα μπορούσε να πείσει ότι ο ποιητής είχε στο νου του τον “Γέροντα στην ακροποταμιά” του Σεφέρη (1944). Να όμως που σε τέσσερις-πέντε στίχους παρακάτω προχωρούμε από την υποδήλωση στην κατάδειξη. Γιατί ο Αναγνωστάκης αποφασίζει: “Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια/Με σκοτεινές παραβολές και παραμύθια/Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά από τις λέξεις/Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές/Το άψογο πρόσωπο της Ιστορία θολώνει”. Οι παραβολές και τα παραμύθια δεν είναι παρά ο Σεφέρης του “Τελευταίου Σταθμού” (1944): “Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές/είναι γιατί τ΄ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη/δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή/γιατί είναι αμίλητη και προχωράει”. Και συνεχίζει (σ. 46-47) ο Π. Μπουκάλας. Εξίσου δύσκολο θα ήταν να συνδυάσουμε το ίδιο επίρρημα απλά, με το γενέθλιο ποίημα μιας νέας Αριστεράς η οποία όμως δεν απέκτησε ποτέ υπόσταση. Μιλά για το Κατά Σαδδουκαίων του Μιχάλη Κατσαρού, που εκδόθηκε το 1953, δυο χρόνια πριν το ποίημα του Αναγνωστάκη που συζητούμε. “Θέλω να μιλήσω απλά για την αγάπη των ανθρώπων/και παρεμβαίνουν οι θύελλες/παρεμβαίνει το πλήθος στο στήθος μου/το τρομερό ηφαίστειο που λειτουργεί κατ’ από πέτρες./Τα φριχτά ερωτήματα παραμένουν επίμονα μαύρα υγρά ακατανόητα” έγραψε ο Κατσαρός, υποδεικνύοντας τον δικό του κόμπο. Και δυο σελίδες παρακάτω μιλάει κι αυτός για “τόσα γεγονότα”(που είναι αδύνατο να ιστορηθούν, άρα πώς να αφομοιωθούν και να ξεπεραστούν), και θέτει το ίδιο ακριβώς ερώτημα με τον Αναγνωστάκη: Πώς να καταχωρήσω τόσα γεγονότα-τόσες απόπειρες/Πώς να μιλήσω;”. Έχουν μεσολαβήσει άλλωστε οι στίχοι: “Δεν έχομε τίποτα να μας πούμε/έτσι που όλα προδοθήκανε”. Διπλός λοιπόν ο διάλογος του ποιήματος του Αναγνωστάκη.

Σε άλλο σημείο (σ. 47) της ανάλυσης του Π. Μπουκάλα διαβάζουμε. Ο Αναγνωστάκης δεν παρέλειπε να αναψηλαφεί την ίδια του την ποιητική προϊστορία, ενθέτοντας παλαιότερους στίχους του σε νέα ποιήματα του, ενδεχομένως επειδή έβλεπε το σύνολο του έργο του όπως το βλέπει και ο προσηλωμένος αναγνώστης του: ως συνεχές κείμενο, ως ενιαία αφήγηση, με τις στάσεις και τις ανακλήσεις της. […] “Στον Αναγνωστάκη, οι διακειμενικές αναφορές μοιράζονται, θεωρητικά και πρακτικά, κατά βάση σε δύο κατηγορίες: σε αυτοαναφορές (αναφορές δηλαδή σε προηγούμενα ποιήματα του ίδιου του ποιητή) και σε ετεροαναφορές (αναφορές δηλαδή σε άλλους ποιητές και σε άλλα ποιήματα). […] η μέθοδος της ετεροαναφοράς επιχειρείται και πραγματοποιείται συστηματικά πρώτη φορά στα ποιήματα του Στόχου, όπου και γίνεται πυκνή και αναγνωρίσιμη εφαρμογή (παρατηρήσεις του Δ.Ν.Μαρωνίτη σ.47).[…]

Ίσως η πιο γνωστή ετεροαναφορά στο έργο του Αναγνωστάκη απαντά στο ποίημα Επίλογος, το τελευταίο του Στόχου. «Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε ο φίλος μου ο Τίτος/ «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες»/ «Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα». Στη συνήθη χρήση του το απόσπασμα μεταφέρεται ως δίστιχο, με αποτέλεσμα να αποδίδεται στον ίδιο τον Αναγνωστάκη ο απακαρδιωμένος λόγος, που ορίζει πολιτικά μάταιη την ποίηση. Δεν μνημονεύεται δηλαδή ο πρώτος στίχος, με τον οποίο ο Αναγνωστάκης δηλώνει την οφειλή του στον Τίτο Πατρίκιο, το ποίημα Στίχοι 2 του οποίου λειτούργησε σαν πηγή. (σ.50-51) Όλα τα προηγούμενα, μερικά παραδείγματα, δείχνουν πειστικά τη συνομιλία των ποιητών και τη συνομιλία του ποιητή με τον εαυτό του.

00:00
00:01

Πηγές

-“Έλληνες ποιητές. Μανόλης Αναγνωστάκης”, εφ. “Καθημερινή” [Εισαγωγή, ανθολόγηση, Παντελής Μπουκάλας]

-Ε.ΚΕ.ΒΙ [Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]

image

Σιωπή, σάτιρα, ελευθερία

Το δεύτερο τρίπτυχο. Η πρώτη λέξη. Η πρώτη κατάσταση. Ίσως η πιο σημαντική. Σιωπή. Ο ποιητής απομακρύνεται; Ιδιωτεύει; Όχι ακριβώς. Σαστίζει, απορεί με την ψυχρότητα και την πολυπλοκότητα, τη βαρβαρότητα της νέας εποχής. Τον βρίσκουμε στο ποίημα Ο Στόχος: Το θέμα είναι τώρα τι λες/Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε/Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ/Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας/Το θέμα είναι τώρα τι λες. Ο Αναγνωστάκης μπροστά στην “ασφάλεια” του καταναλωτισμού, τη “σταθερότητα” της πολιτικής κατάστασης και την “ευτυχία” της “αλλαγής”. Ο Αναγνωστάκης δεν σιωπά σαν άλλος μοναχός που έχει πάρει όρκο σιωπής. Επιλέγει με ακόμη μεγαλύτερη σύνεση και ακρίβεια τις λέξεις και τις παρεμβάσεις του. Χρησιμοποιεί τον αντίλογο της ποίησης για να θυμίσει το πρόσφατο παρελθόν και να προειδοποιήσει για το αναίσθητο παρόν. Μένει πιστός στην πρώτη σκέψη και τη διαφωνία που τον χαρακτήρισαν, μένει στις αρχές, στις μνήμες, στον χαρακτήρα του. Η έκφραση περιορίζεται και οι νέες εποχές είναι πιο δυνατές. Τον αγώνα όμως τον δίνει, έστω και με λιγότερες δυνάμεις. Το βλέπουμε στα Το Περιθώριο και το Υ.Γ. το πρώτο είναι η Σιωπή του και το δεύτερο είναι μετά τη Σιωπή. Σε συνέντευξη του στη “Liberation” είχε πει: Ίσως να σταμάτησε η ανάγκη μου για την ποιητική έκφραση από τότε που σιγά σιγά, με την πάροδο των ετών και το βιολογικό καταστάλαγμα, άρχισαν να λιγοστεύουν οι αυταπάτες για τις δυνατότητες μιας τέτοιας επικοινωνίας, άρχισε να απομυθοποιείται το όνειρο.

Από τη Σιωπή που απαντά στη φασαρία της αμνήμονος προόδου, στη σάτιρα του κόσμου της λογοτεχνίας. Πώς; Μέσα από το άλλο εγώ του ποιητή, τον Μανούσο Φάσση. Όπως εξηγεί ο Παντελής Μπουκάλας στην έκδοση της “Καθημερινής” “Έλληνες Ποιητές” (σ.42), κατασκευάζει (ο Αναγνωστάκης) και βιογραφεί ένα ποιητή. Αυτό μοιάζει σχετικά εύκολο, άλλωστε πρόκειται για την τυπική δουλειά της πεζογραφίας, που πλάθει ήρωες, με χαρακτήρα, βίο και πολιτεία. Ο Αναγνωστάκης όμως βάζει εμπόδια στον εαυτό του, ή μάλλον βάζει σοβαρότερο στοίχημα. Και εκτός από τον ποιητή, τον βίο και τον μικρόκοσμο του κατασκευάζει και τα ποιήματα του –αν και εμφανίζεται κυρίως παραδοσιακός. Και μάλιστα εντάσσει τον ήρωα του (ένα προϊόν της μυθοπλαστικής του όρεξης, το οποίο πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ιδεώδες) στο πραγματικό, το ιστορικό περιβάλλον. […] Στην ουσία, ο Αναγνωστάκης κατασκευάζει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία όχι για να αποδείξει πως είναι πειραχτήρι και μάστορας της ρίμας, αλλά για να σχολιάσει και να σατιρίσει τον κόσμος της λογοτεχνίας όπως τον γνώρισε. Για να ξηλώσει ό,τι είχε υφάνει η ματαιοδοξία και τα κλισέ αυτού του κόσμου. Άλλα μάλλον κι αυτό θα του φαινόταν εύκολο. Έτσι, αν η προζαϊκή σάτιρα του αφορά κυρίως τα λογοτεχνικά καθέκαστα, στιχουργημένη στρέφεται ευθύβολη στον κόσμο πέρα από τον λογοτεχνικό και ιδιαίτερα στον κόσμο της Αριστεράς, με τα πάθη και τα παθήματα του. […] Διαβάζουμε, λοιπόν, φαρμακερά σχόλια για ανθρώπους των γραμμάτων (Λουντέμη, Αργυρίου, Ρίτσο, Σαββίδη, Σεφέρη), αλλά διαβάζουμε και οξύτατα σχόλια για τον εαυτό του και τη γενιά του. […] Είχε δίκιο ο Μιχάλης Κοπιδάκης όταν έγραφε: Επιτέλους πρόζα και στίχοι γελαστοί. Μια λαμπρή μενίππεια σάτιρα καλού τεχνίτη.

Και το τρίπτυχο, το δεύτερο, τελειώνει με την πτυχή που χωρά και απορρίπτει όλες τις πτυχές. Ελευθερία. Εκεί δοκιμάζεται και πραγματώνεται ο ποιητής. Ο ποιητής δεν ομνύει μπροστά στην ελευθερία της έκφρασης. Πάνω απ’ όλα υπερασπίζεται την ελευθερία της ύπαρξης. Το να υπάρχεις σημαίνει να είσαι και ο Αναγνωστάκης ήταν ελεύθερος. Δεν είναι ότι έμεινε σταθερός στις αρχές, τις διαφωνίες του, την κριτική του, ιδιαίτερα προς την Αριστερά, ήταν η εμμονή του να δικαιώσει την ύπαρξη. Τα ποιήματα του ακούνε την αγωνία και το παράπονο της ύπαρξης, βοηθάνε την αυτονομία της φύσης της, την καταλαβαίνουν. Στον λόγο του κρύβεται και σώζεται η απόγνωση της ύπαρξης και όταν αυτή χάνεται κρατά το αποτύπωμα της. Και τα ερωτήματα δεν σταματούν, όπως και ο λόγος του Μανόλη Αναγνωστάκη.

00:00
00:01

Πηγές

-“Έλληνες ποιητές. Μανόλης Αναγνωστάκης”, εφ. “Καθημερινή” [Εισαγωγή, ανθολόγηση, Παντελής Μπουκάλας]

-Ε.ΚΕ.ΒΙ [Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]



https://www.youtube.com/watch?v=iu3UIFkHQGw

Φεστιβάλ Κινηματογρά

φου Ολυμπίας : Η ζωή

 και το έργο του Μ. Ανα

γνωστάκη

Παρουσίαση με θέμα: "Μανόλης Αναγνωστάκης


."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Μανόλης Αναγνωστάκης

2 Ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς
Ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ποιητής με πολιτική συνείδηση, φυλακίστηκε και καταδικάσθηκε σε θάνατο για τις ιδέες του και χαρακτηρίστηκε ως ο «ποιητής της ήττας», καθώς με τους στίχους του εξέφρασε τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. Το ποιητικό του έργο καθόρισε την ομάδα των στρατευμένων ποιητών της μεταπολεμικής ποίησης.

3 ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΟ Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη ( ). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα , ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.

4 Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του. «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», είχε ξεκαθαρίσει, γιατί «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Ίσως επειδή, όπως είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό». Ο Αναγνωστάκης είχε προαναγγείλει τη σιωπή του με τους στίχους: Το θέμα είναι τώρα τι λες. Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε. Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ. Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας. Το θέμα είναι τώρα τι λες. (Στόχος, 1970)

5 ΣΟΦΙΑ ΠΑΓΚΡΑΤΗ ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/174
ΣΟΦΙΑ ΠΑΓΚΡΑΤΗ ΠΗΓΗ:

Μανόλης Αναγνωστάκης

: «Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες»

Μανόλης Αναγνωστάκης: «Το θέμα είναι   τ ώ ρ α   τι λες»

– BIOI ΠΟΙΗΤΩΝ –

[ ΜΕ­ΡΟΣ Α΄ ]

Αν και όχι εξί­σου γνω­στός στο εξω­τε­ρι­κό, ο Μα­νό­λης Ανα­γνω­στά­κης ήταν από τους ποι­η­τές που πε­ρισ­σό­τε­ρο δια­βά­στη­καν ή ανα­φέρ­θη­καν στην Ελ­λά­δα στο τε­λευ­ταίο τέ­ταρ­το του ει­κο­στού αιώ­να. Στο πλαί­σιο αυ­τό, ας συ­νε­κτι­μη­θεί ότι ο συ­νο­λι­κός αριθ­μός των ποι­η­μά­των του – ξε­κι­νώ­ντας με τις Επο­χές το 1945 και κα­τα­λή­γο­ντας με τη συλ­λο­γή Ο στό­χος στις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 – εί­ναι, σε αυ­στη­ρή κα­τα­μέ­τρη­ση, 87. Αν υπήρ­χε κά­ποια μο­νά­δα μέ­τρη­σης που συ­σχέ­τι­ζε πα­ρό­μοιο σύ­νο­λο με «κα­τά κε­φα­λήν» ανα­γνω­σι­μό­τη­τα, ο Ανα­γνω­στά­κης θα αντα­γω­νι­ζό­ταν από την άπο­ψη αυ­τή τον Κα­βά­φη, ο κα­νό­νας του οποί­ου πε­ρι­λαμ­βά­νει 153 συν ένα ποι­ή­μα­τα.

Αναγνωστάκης και Καβάφης

Ανα­γνω­ρι­σμέ­νος και ως βα­ρύ­νου­σα κρι­τι­κή φω­νή της γε­νιάς του, ο Ανα­γνω­στά­κης (1925-2005) δεν δί­στα­σε να αμ­φι­σβη­τή­σει τον Κα­βά­φη στην «αρι­στε­ρό­χει­ρη» συ­νέ­ντευ­ξη στον Μι­σέλ Φάις το 1992, με πρό­βλε­ψη να δη­μο­σιευ­τεί με­τά θά­να­τον, και επο­μέ­νως κα­τά κά­ποιον τρό­πο πνευ­μα­τι­κή δια­θή­κη. Ει­δι­κό­τε­ρα σε σχέ­ση με την υπο­δο­χή του Κα­βά­φη στο εξω­τε­ρι­κό, η κα­χυ­πο­ψία του Ανα­γνω­στά­κη επι­κε­ντρω­νό­ταν στο κα­τά πό­σον μπο­ρεί να με­τα­φέ­ρει, πέ­ραν της θε­μα­το­λο­γί­ας, «ποι­η­τι­κό απο­τέ­λε­σμα» η με­τά­φρα­ση, με­τα­φο­ρά που θε­ω­ρού­σε αδύ­να­τη σε σχέ­ση με την ποί­η­ση.
Ανα­γνώ­στες και των δύο ποι­η­τών βέ­βαια δια­πι­στώ­νουν συγ­γέ­νειες με­τα­ξύ τους, που πε­ρι­λαμ­βά­νουν έναν «πε­ζό λυ­ρι­σμό», ερω­τι­κή έντα­ση μορ­φο­ποι­η­μέ­νη μέ­σω της πο­λι­τι­κής ή της ιστο­ρί­ας και απο­στρο­φή προς την τρέ­χου­σα ρη­το­ρι­κή. Ποι­ή­μα­τα όπως «Θεσ­σα­λο­νί­κη, Μέ­ρες του 1969 μ.Χ.» ή «Νέ­οι της Σι­δώ­νος, 1970» – που εμ­φα­νί­ζο­νται στην τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του Ανα­γνω­στά­κη Ο στό­χος – δεν θα μπο­ρού­σαν να εί­ναι πιο σα­φή ως προς την ανα­φο­ρά τους στον Κα­βά­φη, όπως συμ­βαί­νει και με ξέ­νους ποι­η­τές, φε­ρ’ ει­πείν τον Τζέιμς Μέ­ριλ, που απο­τί­νουν φό­ρο τι­μής στον Αλε­ξαν­δρι­νό. Αμ­φι­σβη­τώ­ντας τον Κα­βά­φη, ο Ανα­γνω­στά­κης φαί­νε­ται να αμ­φι­σβη­τεί την ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, την ποί­η­ση γε­νι­κά και τη δι­κή του ποί­η­ση ει­δι­κό­τε­ρα.

Υπάρ­χουν και ση­μα­ντι­κές δια­φο­ρές. Πα­ρά τις εκτός Ελ­λά­δος εξαι­ρέ­σεις, χω­ρίς ιδιαί­τε­ρη ανα­γνώ­ρι­ση ενώ ζού­σε, το έρ­γο του Κα­βά­φη κο­ρυ­φώ­θη­κε αρ­γά, ενώ ποι­ή­μα­τά του κυ­κλο­φο­ρού­σαν κυ­ρί­ως σε αντί­γρα­φα από τον ίδιο, που πο­τέ δεν εξέ­δω­σε βι­βλίο. Αντι­θέ­τως ο Ανα­γνω­στά­κης, που νω­ρίς επέ­δει­ξε δε­ξιό­τη­τα στην πα­ρα­δο­σια­κή στι­χουρ­γι­κή, εξέ­δω­σε το πρώ­το του βι­βλίο σε ηλι­κία εί­κο­σι ετών, με την Ελ­λά­δα να προ­χω­ρεί σε εμ­φύ­λιο πό­λε­μο, έδω­σε για εκτύ­πω­ση το δεύ­τε­ρο, ενώ ήταν φυ­λα­κι­σμέ­νος τρία χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, έγρα­ψε ποί­η­ση με­τά την κα­τά­λη­ψη της εξου­σί­ας από τους στρα­τιω­τι­κούς το 1967 και έπει­τα στα­μά­τη­σε να γρά­φει ποι­ή­μα­τα γύ­ρω στο 1971, όταν δεν ένιω­θε πια αυ­τή την ανά­γκη. Συ­νέ­χι­σε ως συγ­γρα­φέ­ας και με ποι­η­τι­κά απο­σπά­σμα­τα, που άλ­λοι θε­ω­ρού­σαν ποι­ή­μα­τα, αλ­λά όχι ο ίδιος, δο­κί­μια, άρ­θρα και βι­βλία, με­τα­ξύ των οποί­ων αν­θο­λο­γί­ες που επι­με­λή­θη­κε. Το ποι­η­τι­κό έρ­γο του, που σιω­πη­ρά εί­χε τερ­μα­τί­σει, συ­νέ­χι­σε να κυ­κλο­φο­ρεί σε ανα­νε­ω­μέ­νες εκ­δό­σεις.
Υπάρ­χει συ­νέ­πεια με­τα­ξύ της δια­δρο­μής αυ­τής και του ερω­τή­μα­τος «πό­τε εί­ναι και­ρός για ποί­η­ση», που επα­νέρ­χε­ται ως μο­τί­βο στη δου­λειά του. Το ερώ­τη­μα δια­φέ­ρει από την αμ­φι­σβή­τη­ση που εκ­φρά­ζει ο Αντόρ­νο, λό­γου χά­ριν, για τη δυ­να­τό­τη­τα να υπάρ­ξει ποί­η­ση με­τά τη φρί­κη του πο­λέ­μου. Όπως εκ των υστέ­ρων ιδί­ως κα­θί­στα­ται σα­φές, ο Ανα­γνω­στά­κης αμ­φι­σβή­τη­σε τη δυ­να­τό­τη­τα της ποί­η­σης οπο­τε­δή­πο­τε, εκτός από επο­χές πο­λι­τι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης, ιδα­νι­κά σε σύν­δε­ση με τον εν­θου­σια­σμό της νε­ό­τη­τας. Με την αντί­λη­ψη αυ­τή πε­ρί ποί­η­σης συ­νά­δει η ανα­γνω­στι­κή του εξάρ­τη­ση, που εί­χε δια­κη­ρύ­ξει, από «ελάσ­σο­νες» Γάλ­λους ποι­η­τές που διά­βα­ζε στο πρω­τό­τυ­πο, όπως και και­νο­τό­μες φυ­σιο­γνω­μί­ες σαν τον Απολ­λι­ναίρ, που υπήρ­ξε πρώ­ι­μη προ­σω­πι­κή του ανα­κά­λυ­ψη.

Τι, πώς, πότε

Μια με­γά­λη ποι­κι­λία σχέ­σε­ων με­τα­ξύ θέ­μα­τος και τε­χνι­κής ή πε­ριε­χο­μέ­νου και μορ­φής εί­ναι πα­λαιό­τε­ρη από την επι­νό­η­ση της γρα­φής. Εμ­φι­λο­χω­ρεί στα προ­φο­ρι­κά προη­γού­με­να της ποί­η­σης και άλ­λων εκ­δο­χών της γλώσ­σας, που προ­έ­κυ­ψαν από την ποί­η­ση ως χω­ρι­στά εί­δη, από τον επι­τε­λε­στι­κό λό­γο και το θέ­α­τρο έως την πε­ζο­γρα­φία και τη δη­μιουρ­γι­κή μη μυ­θο­πλα­σία. Εμπο­τι­σμέ­νη από ομοιο-θρη­σκευ­τι­κά αι­σθή­μα­τα, η αντι­πα­ρά­θε­ση αυ­τή με­τα­ξύ του «τι» και του «πώς» άλ­λο­τε γί­νε­ται κυ­ρί­αρ­χη και άλ­λο­τε υπο­χω­ρεί, ανα­δια­τυ­πω­μέ­νη σύμ­φω­να με τις ιστο­ρι­κές πε­ρι­στά­σεις. Το θέ­μα κα­θί­στα­ται άλ­λο­θι σε στιγ­μές ακραί­ας τε­χνι­κής, ενώ οι όροι της σύν­θε­σης φαί­νο­νται ασή­μα­ντοι σε στιγ­μές ακραί­ας θε­μα­τι­κής επι­μο­νής. Αυ­τό θυ­μί­ζει το δί­λημ­μα των ακραί­ων αθλη­μά­των, όπου οι ακρό­τη­τες αναι­ρούν τον αθλη­τι­σμό, ενώ χω­ρίς ακρό­τη­τα δεν υπάρ­χει άθλη­μα.

Το ερώ­τη­μα μιας στρα­τευ­μέ­νης λο­γο­τε­χνί­ας μπο­ρεί σή­με­ρα να αξιο­λο­γη­θεί ως ένα ση­μα­ντι­κό επει­σό­διο του ει­κο­στού αιώ­να σε αυ­τόν τον αρ­χέ­γο­να σύγ­χρο­νο αγώ­να που δια­τρέ­χει την πει­θαρ­χία της ποί­η­σης και τις τέ­χνες γε­νι­κό­τε­ρα. Η πε­ρί­ο­δος του με­σο­πο­λέ­μου, όταν ο υπερ­ρε­α­λι­σμός έμπαι­νε στην υπη­ρε­σία της επα­νά­στα­σης, μπο­ρεί να επα­να­προσ­διο­ρι­στεί ως μια επο­χή στην οποία κομ­μου­νι­σμός και φα­σι­σμός δια­γκω­νί­ζο­νται για την αφο­σί­ω­ση ποι­η­τών και καλ­λι­τε­χνών, με τον Μπρε­χτ ή τον Νε­ρού­ντα να τάσ­σο­νται με τη μία πλευ­ρά, ενώ με την άλ­λη ο Σαλ­βα­δόρ Ντα­λί ή ο Πά­ουντ, με ευ­ρεία στή­ρι­ξη από τον Έλιοτ. Πρό­κει­ται για μια γε­νι­κή κα­τεύ­θυν­ση των πραγ­μά­των με αντί­στοι­χες ελ­λη­νι­κές εξε­λί­ξεις.

Μι­λώ­ντας εκ των υστέ­ρων και σε αντί­θε­ση προς την κα­θιε­ρω­μέ­νη υπο­δο­χή του, ο Ανα­γνω­στά­κης δεν απο­δε­χό­ταν κα­τα­χώ­ρι­σή του ως «πο­λι­τι­κού ποι­η­τή». Στην πνευ­μα­τι­κή δια­θή­κη του, το 1992, πε­ρι­γρά­φει τον εαυ­τό του ως ερω­τι­κό και πο­λι­τι­κό ταυ­τό­χρο­να, με τα δύο αυ­τά στοι­χεία να συγ­χω­νεύ­ο­νται στο έρ­γο του λό­γω της επο­χής στην οποία έζη­σε. Εγκα­τα­λεί­πο­ντας μια κα­θα­για­σμέ­νη αντί­θε­ση με­τα­ξύ πε­ριε­χο­μέ­νου και μορ­φής, η σύ­νο­ψη αυ­τή προ­σπερ­νά το «τι» και το «πώς» και εστιά­ζε­ται στο «πό­τε». Η ση­μα­σία της χρο­νι­κής διά­στα­σης για τον Ανα­γνω­στά­κη ανι­χνεύ­ε­ται σε όλη την πα­ρα­γω­γή του, με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κούς ιδί­ως τί­τλους ποι­η­μά­των.

«Το θέ­μα εί­ναι τώ­ρα τι λες» δη­λώ­νει ο τε­λευ­ταί­ος στί­χος της προ­με­τω­πί­δας στην τε­λευ­ταία συλ­λο­γή του. «Και τώ­ρα» εί­ναι ο στί­χος που διαι­ρεί σε δύο μέ­ρη το ποί­η­μα «Αι­σθη­μα­τι­κό δι­ή­γη­μα», επί­σης από τη συλ­λο­γή Ο στό­χος. «Τώ­ρα …» εί­ναι ένα από τα ποι­ή­μα­τα στις Επο­χές 3, ενώ η αί­σθη­ση χρό­νου κυ­ριαρ­χεί σε τί­τλους ποι­η­μά­των στις Επο­χές, το πρώ­το του βι­βλίο: «Χει­μώ­νας 1942», «Χά­ρης 1944», «Απροσ­διό­ρι­στη χρο­νο­λο­γία», «Θα ’ρ­θει μια μέ­ρα», «Μια ημε­ρο­μη­νία πριν από χρό­νια». «Τώ­ρα μι­λώ πά­λι …» εί­ναι ο τί­τλος του πρώ­του ποι­ή­μα­τος στη συλ­λο­γή Συ­νέ­χεια 3, που εκ­δό­θη­κε σε πε­ρί­ο­δο ανα­με­νό­με­νου εκ­δη­μο­κρα­τι­σμού το 1962. Η έμ­φα­ση στο πα­ρόν συ­νε­χί­ζε­ται στα γραμ­μέ­να στις αρ­χές της επτα­ε­τούς δι­κτα­το­ρί­ας κεί­με­να του Πε­ρι­θω­ρί­ου: «Τώ­ρα πια που δεν γρά­φω …», «Τώ­ρα, μπο­ρεί πια ο κα­θέ­νας να μι­λά και κυ­ρί­ως να γρά­φει …».

Ποίηση και «Συγχρονισμός»

Αν και συ­χνά δεν ανα­γνω­ρί­ζε­ται, αντι­θέ­τως από το τι συμ­βαί­νει σε σχέ­ση με τη μου­σι­κή ή τον πό­λε­μο, ο «συγ­χρο­νι­σμός» (timing) εί­ναι θε­με­λιώ­δης στην ποί­η­ση. Τρεις όψεις του συγ­χρο­νι­σμού εί­ναι κρί­σι­μες, όταν εξε­τά­ζε­ται η χει­ρο­τε­χνία εκεί­νη το­πο­θέ­τη­σης λέ­ξε­ων σε μια σε­λί­δα χω­ρίς να τη γε­μί­ζει εντε­λώς, δη­λα­δή η ποί­η­ση όπως με­τά τον Γου­τεμ­βέρ­γιο με­τα­στοι­χειώ­νε­ται από τα στοι­χεία της τυ­πο­γρα­φί­ας, στη μα­κρά πα­ρά­δο­σή της, που ως σύγ­χρο­νο λυ­ρι­σμό επι­χεί­ρη­σε να ανα­συ­γκρο­τή­σει ο Μπω­ντλαίρ. Ονο­μά­ζω αυ­τές τις τρεις όψεις «εσω­τε­ρι­κό», «εξω­τε­ρι­κό» και «διαιώ­νιο» (coeternal) συγ­χρο­νι­σμό.

Ο εσω­τε­ρι­κός συγ­χρο­νι­σμός στην ποί­η­ση ανα­φέ­ρε­ται στο πώς λέ­ξεις – ως ήχοι, ση­μα­σί­ες και πο­λι­τι­στι­κά προσ­διο­ρι­σμέ­νοι υπαι­νιγ­μοί – συν­δέ­ο­νται χρο­νι­κά σε ένα ποί­η­μα, που εί­ναι δια­δο­χι­κό ως κεί­με­νο που δια­βά­ζε­ται. Ταυ­τό­χρο­να ωστό­σο ένα ποί­η­μα εί­ναι προ­σβά­σι­μο μέ­σω οπτι­κής επι­θε­ώ­ρη­σης (ορια­κά έτσι κα­θι­στώ­ντας όλη την ποί­η­ση «συ­γκε­κρι­μέ­νη» ή «οπτι­κή») και δια­θέ­σι­μο μέ­σω υπερ­κει­με­νι­κά ενερ­γο­ποι­η­μέ­νης συσ­σω­ρευ­τι­κής επα­να­νά­γνω­σης. Όσο κρί­σι­μος και αν εί­ναι αυ­τός ο εσω­τε­ρι­κός συγ­χρο­νι­σμός του ποι­ή­μα­τος στον Ανα­γνω­στά­κη, όπως άλ­λω­στε σε κά­θε ποί­η­μα που λει­τουρ­γεί, το εν­δια­φέ­ρον δεν επι­κε­ντρώ­νε­ται εδώ.

Ο εξω­τε­ρι­κός συγ­χρο­νι­σμός ανα­φέ­ρε­ται στη χρο­νι­κή δια­πλο­κή του ποι­ή­μα­τος με το πε­ρι­βάλ­λον των συν­θη­κών πα­ρα­γω­γής του. Σε σχέ­ση με την όψη αυ­τή επί­σης έχουν προ­βλη­θεί δια­φο­ρε­τι­κές αντι­λή­ψεις και θε­ω­ρί­ες σε μια προ­σπά­θεια συγ­χρο­νι­κής ή δια­χρο­νι­κής εξέ­τα­σης κει­μέ­νου (text) και πλαι­σί­ου (context) ή συγ­γρα­φέα – εν ζωή ή «νε­κρού» – και πε­ρι­βάλ­λο­ντος. Με ανα­φο­ρά σε αυ­τόν τον εξω­τε­ρι­κό συγ­χρο­νι­σμό της ποί­η­σης συ­ντο­νί­ζο­νται πα­ρα­γω­γός και προ­ϊ­όν ή βί­ος και έρ­γο. Η διά­στα­ση αυ­τή ρη­τά ανα­δει­κνύ­ε­ται στην ποί­η­ση του Ανα­γνω­στά­κη.

Μια τρί­τη όψη συγ­χρο­νι­σμού, διαιώ­νια, όπως έχει απο­κλη­θεί, ανα­φέ­ρε­ται σε με­τα­το­πι­ζό­με­νες συμ­πτώ­σεις με­τα­ξύ ποι­ή­μα­τος ή ποι­η­τή και ανά­γνω­σης ή ανα­γνώ­στη. Κά­θε φο­ρά που οι δύο πλευ­ρές εμ­φα­νί­ζο­νται συγ­χρο­νι­σμέ­νες, το ποί­η­μα θε­ω­ρεί­ται δια­χρο­νι­κό, απο­τέ­λε­σμα που αντι­στοι­χεί στην εντύ­πω­ση ότι ο ποι­η­τής μι­λά απ’ ευ­θεί­ας σε μια κοι­νό­τη­τα ανα­γνω­στών, αν και αυ­τό συμ­βαί­νει ανε­ξάρ­τη­τα από το πό­τε προ­έ­κυ­ψε το ποί­η­μα. Θα έλε­γα ότι οι συγ­γρα­φείς δεν προη­γού­νται της επο­χής τους, αλ­λά μάλ­λον κα­θυ­στε­ρούν οι ανα­γνώ­στες. Σε σχέ­ση με το γε­νι­κό αυ­τό πλαί­σιο, το έρ­γο του Ανα­γνω­στά­κη συν­δυά­ζει τρεις ισχυ­ρά εμπλε­κό­με­νες όψεις του συγ­χρο­νι­σμού.

Βίος & έργο

Αν το ζή­τη­μα εί­ναι «τώ­ρα τι λες», τό­τε το ζή­τη­μα δεν εί­ναι «τι» λες, αλ­λά «πό­τε». Και το τι λες δεν γί­νε­ται ζή­τη­μα, εκτός αν ει­πω­θεί ή ιδί­ως γρα­φεί ή, στην πε­ρί­πτω­ση του Ανα­γνω­στά­κη, έχει υπάρ­ξει άρ­νη­ση της γρα­φής του. Επα­να­προσ­διο­ρί­ζε­ται έτσι ένας διά­λο­γος με­τα­ξύ ποί­η­σης και ζω­ής ή συγ­γρα­φέα και ανα­γνώ­στη. Αυ­τή δεν εί­ναι η κα­θιε­ρω­μέ­νη ανά­γνω­ση του Ανα­γνω­στά­κη, αλ­λά μια ανά­δει­ξη ση­μεί­ων το­μής, που με φυ­σι­κό­τη­τα έπει­τα ανα­δι­πλώ­νο­νται, με­τα­ξύ του τι φαί­νε­ται να λέ­νε τα ποι­ή­μα­τα στον ανα­γνώ­στη και του τι υπο­δει­κνύ­ει ο ποι­η­τής σχε­τι­κά με τα ποι­ή­μα­τα. Πα­ρα­κάμ­πτο­ντας το γε­γο­νός ότι το τι λέ­ει ένας συγ­γρα­φέ­ας για το έρ­γο του δεν μπο­ρεί πο­τέ να εί­ναι επαρ­κές, επι­βε­βαιώ­νε­ται ότι αυ­τό πα­ρα­μέ­νει ανα­γκαίο.
Από το ύψος ενός τε­λειω­μέ­νου οι­κο­δο­μή­μα­τος, μια ζωή απο­τε­λεί απλώς σκα­λω­σιά που επέ­τρε­ψε την οι­κο­δό­μη­ση χω­ρίς να συ­νι­στά μέ­ρος του αρ­χι­τε­κτο­νι­κού σχε­δί­ου. Αρ­χι­τε­κτο­νι­κές απο­τυ­πώ­σεις όμως, πι­θα­νών και μη πι­θα­νών κα­τα­σκευών, δεν ισο­δυ­να­μούν με κα­τα­σκευα­στι­κό απο­τέ­λε­σμα. Το ότι ο κα­τα­σκευα­στής έχει σχέ­διο δια­κρί­νει την αν­θρώ­πι­νη δε­ξιό­τη­τα από εκεί­νη της μέ­λισ­σας, αλ­λά «από­δει­ξη» του ποι­ή­μα­τος μέ­σω ανά­γνω­σής του δεν μπο­ρεί να προ­σα­χθεί χω­ρίς να έχει ποι­η­θεί. Όπως κά­θε δη­μιουρ­γία, η ποί­η­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει κα­τα­σκευα­στή ή ποι­η­τή. Απο­τε­λώ­ντας δη­μιουρ­γία εντός μί­ας γλώσ­σας – που η σύν­δε­σή της με μία κοι­νό­τη­τα την ορί­ζει ως κοι­νω­νι­κή και, κα­τά συ­νέ­πεια, ως πο­λι­τι­κό θε­σμό – η ποί­η­ση συ­ντε­λεί­ται στο δι­πλό πε­δίο πο­λι­τι­κής της δη­μιουρ­γί­ας, που συ­γκρο­τούν το έρ­γο και ο βί­ος που το στη­ρί­ζει.
Η προ­τε­ραιό­τη­τα ερω­τη­μά­των χρο­νι­κό­τη­τας στην ποί­η­ση του Ανα­γνω­στά­κη αντι­στοι­χεί στη χρό­νια υπε­ρο­χή της πο­λι­τι­κής στη ζωή του. Η πο­λι­τι­κή επι­κρά­τη­σε στον Ανα­γνω­στά­κη μό­λις αφέ­θη­κε στον δη­μιουρ­γι­κό ιστό της, όσο και αν κρα­τή­θη­κε μα­κριά της για υπο­λο­γί­σι­μα δια­στή­μα­τα, ενώ στο τέ­λος απο­σύρ­θη­κε, ασθε­νής και απο­γοη­τευ­μέ­νος, θε­ω­ρώ­ντας ότι δεν του ται­ριά­ζει η πο­λι­τι­κή, όπως δη­λώ­νει στη συ­νέ­ντευ­ξή του που προ­ο­ρι­ζό­ταν για με­τά θά­να­τον δη­μο­σί­ευ­ση.
Τα τρία μέ­ρη που ακο­λου­θούν, ως intermezzo, συ­νυ­φαί­νουν έναν βαθ­μο­νο­μη­μέ­νο αυ­το-σαρ­κα­σμό της πρώ­ι­μης μύ­η­σής του στην πο­λι­τι­κή με τη γε­νι­κό­τε­ρη συ­ζή­τη­ση πε­ρί βί­ου, έρ­γου και συγ­χρο­νι­σμού. Πα­ρα­πο­μπές γί­νο­νται σε ένα κεί­με­νο ανα­μνή­σε­ων, με τον τί­τλο «Ο Ιω­άν­νης Με­τα­ξάς κι εγώ», που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην εφη­με­ρί­δα Αυ­γή στις 3 Αυ­γού­στου 1986, μία ημέ­ρα πριν από την πε­ντη­κο­στή «επέ­τειο» της δι­κτα­το­ρί­ας Με­τα­ξά στην Ελ­λά­δα.

«Η πρώτη πολιτική πράξη της ζωής μου»

Το κα­λο­καί­ρι εκεί­νο του 1936, ο Ανα­γνω­στά­κης, έντε­κα ετών, βρι­σκό­ταν στην Κρή­τη, στο ορει­νό χω­ριό του παπ­πού του από την πλευ­ρά του πα­τέ­ρα του, ενώ ετοι­μα­ζό­ταν για ει­σα­γω­γι­κές εξε­τά­σεις στο γυ­μνά­σιο. Επρό­κει­το για χρο­νιά έντο­νων συ­γκρού­σε­ων στην Ελ­λά­δα, ει­δι­κά στη γε­νέ­τει­ρά του Θεσ­σα­λο­νί­κη και γε­νέ­τει­ρα της προ­δρό­μου του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ελ­λά­δας (ΚΚΕ) Φε­ντε­ρα­σιόν. Την Πρω­το­μα­γιά του 1936, ενώ συ­νε­χι­ζό­ταν η απερ­γία των κα­πνερ­γα­τών, η χω­ρο­φυ­λα­κή εί­χε πυ­ρο­βο­λή­σει ενα­ντί­ον δια­δη­λω­τών. Στον θρή­νο της μη­τέ­ρας ενός από τους δώ­δε­κα νε­κρούς πα­ρα­πέ­μπει ο «Επι­τά­φιος» του Γιάν­νη Ρί­τσου.
Το αγό­ρι και ο παπ­πούς του πα­ρα­κο­λου­θού­σαν χω­ρι­κούς σε κα­φε­νείο να παί­ζουν χαρ­τιά, όταν έφτα­σαν τα νέα ότι ο Ιω­άν­νης Με­τα­ξάς, με βα­σι­λι­κή στή­ρι­ξη, εί­χε ανα­κη­ρύ­ξει τη δι­κτα­το­ρία της 4ης Αυ­γού­στου, για να απο­κρού­σει, όπως υπο­στή­ρι­ζε, την αυ­ξα­νό­με­νη επιρ­ροή κομ­μου­νι­στι­κών ιδε­ών και ασφα­λώς για να ανα­κό­ψει τη διο­λί­σθη­ση κε­ντρώ­ων κομ­μά­των προς συ­νεν­νό­η­ση με την αρι­στε­ρά. Αμέ­σως ο εν­δε­κα­ε­τής ανέ­βη­κε σε μια κα­ρέ­κλα και φώ­να­ξε: «Ζή­τω το Λαϊ­κό Μέ­τω­πο!» Ήταν η πρώ­τη και για πολ­λά χρό­νια μο­να­δι­κή πο­λι­τι­κή πρά­ξη της ζω­ής μου, λέ­ει ο Ανα­γνω­στά­κης στο σαρ­κα­στι­κό απο­μνη­μό­νευ­μά του.

Την επο­χή που δη­μο­σιεύ­τη­κε, ο συγ­γρα­φέ­ας ήταν πο­λι­τι­κά ταυ­τι­σμέ­νος με την ευ­ρω-κομ­μου­νι­στι­κή τά­ση, που εί­χε ιδιαί­τε­ρη επιρ­ροή με­τα­ξύ δια­νο­ου­μέ­νων με­τά την κα­τάρ­ρευ­ση της επτα­ε­τούς δι­κτα­το­ρί­ας, την οποία ακο­λού­θη­σε η πιο πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πε­ρί­ο­δος πο­λι­τι­κής στα­θε­ρό­τη­τας στη σύγ­χρο­νη ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία. Εί­χαν προη­γη­θεί η δι­κτα­το­ρία Με­τα­ξά, κα­το­χή και εμ­φύ­λιος, ο μό­νος με συ­στη­μα­τι­κές εχθρο­πρα­ξί­ες σε ευ­ρω­παϊ­κή χώ­ρα με­τά το τέ­λος του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου και μα­κρό­χρο­νες επι­πτώ­σεις. Επι­πλέ­ον, διαι­ρέ­σεις του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου απη­χού­σαν πα­λαιό­τε­ρους δι­χα­σμούς με­τα­ξύ φι­λε­λευ­θέ­ρων και μο­ναρ­χι­κών.
Ο απροσ­δό­κη­τος εκ­φω­νη­τής του Λαϊ­κού Με­τώ­που, ο εν­δε­κα­ε­τής Ανα­γνω­στά­κης, ένιω­σε έκ­πλη­ξη, γρά­φει, με τη δια­κή­ρυ­ξή του, αφού πιο φυ­σι­κό θα ήταν να βρο­ντο­φω­νά­ξει υπέρ του εκλι­πό­ντος Ελευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου, τέ­κνου της Κρή­της και μο­νάρ­χη των δη­μο­κρα­τι­κών στην Ελ­λά­δα. Ο Κρη­τι­κός παπ­πούς του Ανα­γνω­στά­κη ανα­γνώ­ρι­ζε άλ­λω­στε μό­νο δύο ει­δών αν­θρώ­πους: κα­λούς (Βε­νι­ζε­λι­κούς) και κα­κούς (άλ­λους). Εγκα­τε­στη­μέ­νος ως για­τρός στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, ο πα­τέ­ρας του Μα­νό­λη, όπως και της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη, ήταν ένας με­τριο­πα­θής δη­μο­κρα­τι­κός χω­ρίς ιδιαί­τε­ρη ανά­μει­ξη στην πο­λι­τι­κή.

Διασώζοντας φωτογραφίες

Πα­ρά την όποια δυ­σφο­ρία, ο πα­τέ­ρας του ποι­η­τή δεν μπο­ρού­σε πα­ρά να απο­δε­χθεί την έντα­ξη του νε­α­ρού Μα­νό­λη στη φα­σι­στι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού ορ­γά­νω­ση νε­ο­λαί­ας του κα­θε­στώ­τος Με­τα­ξά. Η συμ­με­το­χή για νέ­ους της δι­κής του κοι­νω­νι­κής προ­έ­λευ­σης ήταν εν πολ­λοίς υπο­χρε­ω­τι­κή. Αντι­θέ­τως προς άλ­λους της γε­νιάς του, το­νί­ζει στο κεί­με­νό του, ο Ανα­γνω­στά­κης κρά­τη­σε τις φω­το­γρα­φί­ες του με στο­λή νε­ο­λαί­ας Με­τα­ξά. Και εκ­φρά­ζει έκ­πλη­ξη πώς τό­σα άτο­μα, μά­λι­στα πιο στε­νά από τον ίδιο συν­δε­δε­μέ­να με κι­νή­σεις εκεί­νης της επο­χής, φαί­νε­ται να μην έχουν ού­τε μία φω­το­γρα­φία τους ή ακό­μη και ανα­μνή­σεις της ανά­μει­ξής τους.
Επι­πλέ­ον, συ­νε­χί­ζει, η συμ­με­το­χή εί­χε πλε­ο­νε­κτή­μα­τα, όπως δω­ρε­άν ει­σι­τή­ρια για ται­νί­ες και αγώ­νες πο­δο­σφαί­ρου, δύο πά­θη της ζω­ής του, που δια­μορ­φώ­θη­καν τό­τε. Όχι ότι αυ­τός ο μα­θη­τής γυ­μνα­σί­ου δεν διέ­θε­τε οι­κο­γε­νεια­κό χαρ­τζι­λί­κι, αλ­λά οι­κο­νο­μία σε ει­σι­τή­ρια επέ­τρε­πε αγο­ρές σε βι­βλιο­πω­λεία, λό­γου χά­ριν του πε­ριο­δι­κού Νέα Εστία, σε μια διαρ­κώς χα­μέ­νη μά­χη μή­πως κα­τα­σι­γά­σει τον ανα­γνω­στι­κό εθι­σμό που εί­χε ανα­πτύ­ξει. «Διά­βα­σε όσο μπο­ρείς τώ­ρα, κα­θώς το διά­βα­σμα αρ­γό­τε­ρα μπο­ρεί να εί­ναι εμπό­διο στη σκέ­ψη», τον εί­χε συμ­βου­λεύ­σει κα­θη­γη­τής του στο Πει­ρα­μα­τι­κό, που συν­δε­ό­ταν με το Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Η πανουργία της προπαγάνδας

Το κα­λο­καί­ρι του 1940, λί­γους μή­νες πριν αρ­χί­σει ο πό­λε­μος, ήταν μια πε­ρί­ο­δος απο­κά­λυ­ψης. Υπήρ­χαν πα­ρα­στά­σεις στο τό­τε Βα­σι­λι­κό Θέ­α­τρο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Πριν στιγ­μα­τι­στεί από τη σχέ­ση του με τον Χί­τλερ, ο Κνουτ Χάμ­σουν εί­χε με­τα­φρα­στεί στα ελ­λη­νι­κά. Κο­ρί­τσια στην πα­ρα­λία προ­σεγ­γί­ζο­νταν με την ελ­πί­δα μή­πως με­ταρ­ρυθ­μι­στεί η τρι­γω­νο­με­τρία στα χεί­λη τους ή με άλ­λες ατά­κες ξε­ση­κω­μέ­νες από έρ­γα του Με­νέ­λα­ου Λου­ντέ­μη, σε μια επι­βε­βαί­ω­ση της στε­νής σχέ­σης μα­θη­μα­τι­κών, λο­γο­τε­χνί­ας και αρι­στε­ράς.
Μια ημέ­ρα μπαί­νο­ντας στο γρα­φείο στε­λέ­χους της νε­ο­λαί­ας, ο Ανα­γνω­στά­κης πα­ρα­τή­ρη­σε έναν σω­ρό από αντί­τυ­πα του ίδιου τό­μου, κα­θ’ οδόν προς κά­ποια απο­θή­κη ίσως. Αχόρ­τα­γος ανα­γνώ­στης, ρώ­τη­σε αν μπο­ρού­σε να πά­ρει ένα. «Κα­λό, αλ­λά δύ­σκο­λο να δια­βα­στεί», εί­πε ο άλ­λος. Ο τό­μος εί­χε τον τί­τλο Κομ­μου­νι­σμός στην Ελ­λά­δα (1937). Στην προ­με­τω­πί­δα από­σπα­σμα, που απο­δι­δό­ταν στον Ιω­άν­νη Με­τα­ξά, θα μπο­ρού­σε να εκλη­φθεί ως σκη­νι­κή οδη­γία για ται­νία του Αγ­γε­λό­που­λου: Μια τε­ρά­στια κόκ­κι­νη ση­μαία ση­κω­νό­ταν και πολ­λές μι­κρό­τε­ρες ετοι­μά­ζο­νταν… να ση­κω­θούν την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή στα πιο κρί­σι­μα ση­μεία στην Ελ­λά­δα, στρα­τό­πε­δα, πλοία, σχο­λεία, Πα­νε­πι­στή­μια, ερ­γο­στά­σια, στο σπί­τι του αγρό­τη. Και μία ημέ­ρα ο τό­πος αυ­τός θα εί­χε πνι­γεί από το κόκ­κι­νο χρώ­μα του αί­μα­τος.
«Το βι­βλίο αυ­τό έγι­νε το Ευαγ­γέ­λιό μου», γρά­φει ο Ανα­γνω­στά­κης. «Η αντι-κομ­μου­νι­στι­κή προ­πα­γάν­δα απο­δεί­χθη­κε ακα­τα­μά­χη­τη για τη διά­δο­ση του κομ­μου­νι­σμού. Ήταν εντυ­πω­σια­κό», ανα­φέ­ρει, «να πλη­ρο­φο­ρού­μαι ότι το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα εί­χε 159 δι­κές του εφη­με­ρί­δες, υπό έλεγ­χο 24 αθλη­τι­κά σω­μα­τεία μό­νο στην Αθή­να και κα­θο­δη­γού­σε χι­λιά­δες οπα­δούς σε όλη τη χώ­ρα. Ένιω­σα δέ­ος και θαυ­μα­σμό για τέ­τοια επι­τεύγ­μα­τα, εξη­γεί. Φρό­ντι­σα να μά­θω την αρ­γκό του Κόμ­μα­τος, από προ­βο­κά­τσια έως αγκιτ­πρόπ. Ήθε­λα να συ­να­ντή­σω αυ­τούς τους αν­θρώ­πους, ελ­πί­ζο­ντας να προ­λά­βω πριν τε­λειώ­σει η δι­κτα­το­ρία». Κα­τέ­βα­σε τό­μους της Με­γά­λης Ελ­λη­νι­κής Εγκυ­κλο­παί­δειας από τα ρά­φια του πα­τέ­ρα του και διά­βα­σε ό,τι βρή­κε για Λέ­νιν, Μαρξ και Μαρ­ξι­σμό.
«Ήμουν έτοι­μος να εντα­χθώ στην κομ­μου­νι­στι­κή ορ­γά­νω­ση νε­ο­λαί­ας μό­λις κά­ποιος χτυ­πού­σε την πόρ­τα μας», κα­τα­λή­γει το κεί­με­νο του Ανα­γνω­στά­κη. Όμως με­σο­λά­βη­σε η 28η Οκτω­βρί­ου 1940, όταν η Ελ­λά­δα έπρε­πε να απο­κρού­σει ιτα­λι­κή φα­σι­στι­κή ει­σβο­λή. Ακο­λού­θη­σε η κα­το­χή από δυ­νά­μεις του Άξο­να με­τά την εμπλο­κή γερ­μα­νι­κών δυ­νά­με­ων για να απο­τρα­πεί η ιτα­λι­κή ήτ­τα. Με δε­δο­μέ­νο το τα­λέ­ντο του εκ­κο­λα­πτό­με­νου ποι­η­τή, η στιγ­μή ήταν κα­τάλ­λη­λη για να γρα­φούν «τα απα­ραί­τη­τα ποι­ή­μα­τα».

[ Το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του δο­κι­μί­ου στο επό­με­νο τεύ­χος ]

Κο­λάζ του Μα­νο­λη Ανα­γνω­στά­κη

———————————————
ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΗ: Η εκ­δο­χή στα ελ­λη­νι­κά προ­έρ­χε­ται από δο­κί­μιο στα αγ­γλι­κά (Yiorgos Chouliaras, “‘The Issue Is What You Say Now.’ Lives of the Poets: Manolis Anagnostakis”), που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται, με άλ­λες ει­ση­γή­σεις από συ­νέ­δριο στο Πα­νε­πι­στή­μιο Κο­λού­μπια το 2006, στον τό­μο Manolis Anagnostakis: Poetry and Politics, Silence and Agency in Post-War Greece, επιμ. Vangelis Calotychos, Fairleigh Dickinson University Press, 2012, σσ. 77-89. Στον ίδιο τό­μο από­δο­σή μου στα αγ­γλι­κά της συ­νέ­ντευ­ξης στον Μι­σέλ Φάις, που ηχο­γρα­φή­θη­κε στις 4 και 9 Νο­εμ­βρί­ου 1992 και, επί­σης με άδεια της Νό­ρας Ανα­γνω­στά­κη, κυ­κλο­φό­ρη­σε σε μορ­φή μο­νο­λό­γου με­τά τον θά­να­το του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη («Εί­μαι αρι­στε­ρό­χειρ ου­σια­στι­κά», Πα­τά­κης 2011).

Θυ­μί­ζω, σε πα­ρέν­θε­ση, με­τά τον τί­τλο και την ημε­ρο­μη­νία έκ­δο­σης, τον αριθ­μό ποι­η­μά­των ανά συλ­λο­γή: Επο­χές, 1945 (15), Επο­χές 2, 1948 (8), Επο­χές 3, 1951 (12), Η συ­νέ­χεια, 1954 (10), Πα­ρεν­θέ­σεις και Η συ­νέ­χεια 2, 1956 (5+5), Η συ­νέ­χεια 3, 1962 (19), Ο στό­χος, 1971 (13, που εί­χαν δη­μο­σιευ­τεί εκτός από ένα στα 18 κεί­με­να, 1970). Το σύ­νο­λο αυ­τό 87 ποι­η­μά­των δεν πε­ρι­λαμ­βά­νει κεί­με­να από Το πε­ρι­θώ­ριο ‘68-69 ή ποι­η­τι­κά υστε­ρό­γρα­φα από το «ΥΓ.» [1983], που ο Ανα­γνω­στά­κης δεν θε­ω­ρού­σε ποι­ή­μα­τα. Στην αρ­χι­κή μορ­φή τους, Τα ποι­ή­μα­τα, 1941-1971 κυ­κλο­φο­ρούν σε ενιαίο τό­μο από τις εκ­δό­σεις Νε­φέ­λη.

    Στην ανω­τέ­ρω συ­νέ­ντευ­ξη, ο Ανα­γνω­στά­κης έλε­γε για το ζή­τη­μα της με­τά­φρα­σης: «Όταν δια­βά­ζου­με Μπω­ντλαίρ με­τα­φρα­σμέ­νο στα ελ­λη­νι­κά, δεν δια­βά­ζου­με Μπω­ντλαίρ. Πα­ρο­μοί­ως, με ιστο­ρί­ες και θέ­μα­τα του Κα­βά­φη που με­τα­φρά­ζο­νται, αλ­λά όχι η ποί­η­σή του. Δεν υπάρ­χουν πα­ραλ­λη­λι­σμοί με­τα­ξύ ελ­λη­νι­κών και ξέ­νης γλώσ­σας. Γε­νι­κά, η ποί­η­ση δεν με­τα­φρά­ζε­ται.»

    «Σχή­μα βί­ου και έρ­γου» του ποι­η­τή έχουν συ­γκρο­τή­σει ο Δη­μή­τρης Δα­σκα­λό­που­λος και η Μα­ρία Στα­σι­νο­πού­λου (περ. Εντευ­κτή­ριο 2005). Ευ­χα­ρι­στί­ες οφεί­λο­νται στον Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη, που εί­χε συ­γκε­ντρώ­σει υλι­κό για την επι­θε­ώ­ρη­ση Les Nouvelles Littéraires, και στη Νέ­νη Πα­νουρ­γιά, που εί­χε αντί­τυ­πο του προ­πα­γαν­δι­στι­κού τό­μου, που μπό­ρε­σα να δω, πα­ρά τις αμ­φι­βο­λί­ες για τη χρο­νο­λο­γία έκ­δο­σής του.
    Για τον ρό­λο της ποί­η­σης στην Ελ­λά­δα ως «ρυθ­μι­στι­κής πει­θαρ­χί­ας», για δια­φο­ρε­τι­κές πλατ­φόρ­μες υπο­δο­χής της και συ­να­φή θέ­μα­τα, ανα­φο­ρές γί­νο­νται στα δο­κί­μια Yiorgos Chouliaras, “Greek Culture in the New Europe” (στον τό­μο Greece, the New Europe, and the Changing International Order, επιμ. Harry J. Psomiades & Stavros B. Thomadakis, Pella, 1993, σσ. 79-122) και Yiorgos Chouliaras, “Greece and Poetry” (Concordia University: https://​www.​poe​tica​net.​com/​greece-​poetry-​yiorgos-​cho​ulia​ras-​a-​212.​html). Το δο­κί­μιο «Πο­λι­τι­σμός και πο­λι­τι­κή: Εμ­φύ­λιος πό­λε­μος και ‘πο­λι­τι­στι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση’ στην Ελ­λά­δα» (στον τό­μο Η Ελ­λά­δα ’36-’49. Από τη δι­κτα­το­ρία στον εμ­φύ­λιο: Το­μές και συ­νέ­χειες, επιμ. Χά­γκεν Φλάι­σερ, Κα­στα­νιώ­της 2003, σσ. 428-438) πα­ρα­πέ­μπει και σε προη­γού­με­να κεί­με­να.


    Σχε­τι­κά κεί­με­να του συγ­γρα­φέα

    Για­τί ο Κα­βά­φης; (ποί­η­ση, έρω­τας, αυ­το­κρα­το­ρία)Χάρ­της 11, Νο­έμ­βριος 2019
    Λο­γο­τε­χνία, με­τά­φρα­ση, πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση
      
    (Η πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση συ­μπί­πτει με την ανά­δει­ξη εκ­δο­χών της γλώσ­σας και με­τα­φρά­σε­ών τους), Χάρ­της 7, Ιού­λιος 2019

    Κι ήθελε ακόμη – Μανόλης Αναγνωστάκης

    Αποτέλεσμα εικόνας για Μανόλης Αναγνωστάκης φωτογραφίες

    Κι ήθελε ακόμη 

    Μανόλης Αναγνωστάκης

    Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.
    Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα.
    Έβλεπα τώρα
    Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
    Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

    Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους

    Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
    Καρφώσατε σ’ εξώστες με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
    Η διάγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
    Εκεί, προσεκτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω τάξη,
    Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
    Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
    Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω,
    Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
    Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

    Μιλώ Κι ήθελε ακόμη – Μανόλης Αναγνωστάκης.

    Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
    Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
    Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
    Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
    Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
    Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
    Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
    Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
    Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
    Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
    Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
    Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
    Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
    Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
    Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
    Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
    Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
    Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
    Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
    Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει.
    Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

    Ποιητική

    Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
    Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
    Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
    Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
    Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
    Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
    -Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
    Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
    Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
    Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
    Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
    Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
    Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
    Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
    Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
    Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
    Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος. Κι ήθελε ακόμη – Μανόλης Αναγνωστάκης.

    Φοβάμαι

    τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
    έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
    και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
    βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
    «Δώστε τη χούντα στο λαό».
    Φοβάμαι τους ανθρώπους
    που με καταλερωμένη τη φωλιά
    πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
    Φοβάμαι τους ανθρώπους
    που σου ‘κλειναν την πόρτα
    μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
    και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
    να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
    Φοβάμαι τους ανθρώπους
    που γέμιζαν τις ταβέρνες
    και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
    κάθε βράδυ
    και τώρα τα ξανασπάζουν
    όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
    και έχουν και «απόψεις».
    Φοβάμαι τους ανθρώπους
    που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
    και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
    Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
    Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο. Κι ήθελε ακόμη – Μανόλης Αναγνωστάκης.

    ~.~

    Το στίγμα αυτού που δεν παραδέχτηκε την ήττα

    Αποτέλεσμα εικόνας για Μανόλης Αναγνωστάκης φωτογραφίες

    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές και δοκιμιογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ενώ χαρακτηρίστηκε ο «ποιητής της ήττας» αφού οι στίχοι του αποτύπωσαν τη διάψευση των οραμάτων της Αριστεράς. «Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή», έλεγε ο ίδιος.

    «Κατά καιρούς μ’ έχουν χαρακτηρίσει καθαρά πολιτικό ποιητή. Προσωπικά δεν νομίζω ότι είμαι πολιτικός ποιητής. Είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί. Συνδυάζονται αυτά τα δύο. Είναι η εποχή που τα συνδύαζε αυτά τα δύο. Δηλαδή δεν μπορούσε να είναι κανείς ερωτικός ποιητής, ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής που ήταν φουντωμένα τα πολιτικά πάθη. Υπήρχε το πολιτικό στοιχείο μέσα, η έκφραση της πολιτικής, μέσα από μια ερωτική κατάσταση όμως. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνουμε αυτό το πράγμα εύκολα. Γι’ αυτό αρνούμαι όλα αυτά περί “ποίησης της ήττας’ και τα σχετικά. Δεν είναι ποίηση της ήττας. Είναι μια αγωνία για την εποχή, ένα άγχος για την εποχή. Όταν τελείωσε η εποχή, τελειώνει κι η ποίηση. Δεν μπορείς να γράφεις συνεχώς ποίηση. Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής. Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει».

    Ο βίος ενός αμετανόητου νέου

    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου του 1925. Εκεί σπούδασε Ιατρική ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Την διετία 1943-1944 διατέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ξεκίνημα», του εκπολιτιστικού ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και την ίδια περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα του γραπτά στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Σημείωσε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, κάτι για το οποίο φυλακίστηκε το 1948.

    Το επόμενο έτος καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο, αλλά δυο χρόνια αργότερα, το 1951, απελευθερώθηκε με την γενική αμνηστία. Τα χρόνια 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και στη συνέχεια, στη Θεσσαλονίκη, άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου. Την περίοδο 1959 – 1961 εξέδωσε το περιοδικό Κριτική ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

    Τα ελάχιστα  ποιήματα και η σιωπή

    Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.

    Αποτέλεσμα εικόνας για Μανόλης Αναγνωστάκης φωτογραφίες

    Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου του 2005, στην Αθήνα. «Ο Αναγνωστάκης υπήρξε φίλος μου από το ‘50 μέχρι που πέθανε. Είχαμε συνδεθεί πριν το ‘50 και όταν φυλακίστηκε είχα τολμήσει να αλληλογραφώ μαζί του. Από τότε η αλληλογραφία μας συνεχίστηκε και όταν αποφυλακίστηκε και αργότερα όταν έβγαλα το περιοδικό «Διαγώνιος» δημοσίευσα μελέτη για το έργο του. Τότε πολλοί δεν τον ήξεραν ή δεν τον χώνευαν επειδή δεν ήταν ορθόδοξος κομμουνιστής. Καθιερώθηκε όμως στη γενική εκτίμηση ως ο μοναδικός αριστερός ποιητής ο οποίος δεν αναμασούσε τα άρθρα του «Ριζοσπάστη». Αξίζει όχι μόνο γιατί είχε μεγάλο ταλέντο αλλά και τα μάτια του ανοιχτά ώστε να μην αναμασά κομματικές ρετσέτες που είχαν υποδείξει οι κομματικοί του φίλοι», είπε για τον Αναγνωστάκη ο φίλος του και επίσης ποιητής, Ντίνος Χριστιανόπουλος Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.

    Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

    «Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο, με μελαγχολεί. Δεν διέπομαι από κανένα πνεύμα ρεβανσισμού και δεν αισθάνομαι καλά σε ένα κλίμα φραστικού παλικαρισμού που γίνεται εκ του ασφαλούς βέβαια. Είμαι ξένος σε αυτό το κλίμα. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται και αυτοί είναι εκείνοι που δεν τα προβάλλουν. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε. Το θέμα είναι να μην ξαναγράψουμε μια ιστορία πάλι με αποσιωπήσεις, εν ονόματι σκοπιμοτήτων δικών μας αυτή τη φορά. Αυτό μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο λειψής ενημέρωσης και κακής πληροφόρησης των νεώτερων γενιών».

    πηγή, φωτογραφία: tvxs.gr
    το άρθρο υπάρχει εδώ:
    https://tvxs.gr/news/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1/%CF%80%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5-