Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

Κώστας Βάρναλης :ο βίος ,το έργο του: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Γ. Π. -

 

 


https://www.youtube.com/watch?v=4jDjO0pBdnM

ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

Κώστας Βάρναλης


https://www.youtube.com/watch?v=NalCeHWVYJw






ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ (Από το αρχείο του "902 TV")



https://www.youtube.com/watch?v=2i_gIjfOxUM
ΑΥΤΟΝΕΚΡΟΛΟΓΙΑ



ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ







  Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΕΡΓΑ ΤΟΥ

Κώστας Βάρναλης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82_%CE%92%CE%AC%CF%81%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%82
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Κώστας Βάρναλης
Kostas I Varnalis Alexandria circa 1914.jpg
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση14  Φεβρουαρίου 1884[1]
Μπουργκάς[2][3]
Θάνατος16  Δεκεμβρίου 1974[4][5][6][1]
Αθήνα
Τόπος ταφήςΠρώτο Νεκροταφείο Αθηνών
ΚατοικίαΠαγκράτι[7]
ΕθνικότηταΈλληνες
ΨευδώνυμοΔήμος Τανάλιας
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Ελληνικά
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδημοσιογράφος
ποιητής[1]
μεταφραστής[1]
πεζογράφος[1]
θεατρικός συγγραφέας
κριτικός λογοτεχνίας[1]
ΕργοδότηςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Περίοδος ακμής1905
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΒραβείο Ειρήνης Λένιν (1959)
Υπογραφή
Kostas-Varnalis.svg
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κώστας Βάρναλης (14 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Είναι γνωστός κυρίως για τα ποιήματά του, αλλά έγραψε επίσης αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

Βιογραφία

Τα πρώτα χρόνια

Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, το σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας το 1884[8], όπου βίωσε το κλίμα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό, δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες — το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.[9][10].

Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης, και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς), σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Μετά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού.

Καλλιτεχνική αναγνώριση και πολιτική δράση

Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίαςφιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στο μαρξισμό και το διαλεκτικό υλισμό, και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής». Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γληνού. Το 1926 παύθηκε από τη θέση του καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας, που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 νυμφεύθηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Λέσβο και τον Άγιο Ευστράτιο.

Υπήρξε κομμουνιστής[11] και στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).[12]

Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποιΤο Ημερολόγιο της ΠηνελόπηςΠοιητικάΔιχτάτορεςΑισθητικά-Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες, μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Το ταφικό μνημείο του ποιητή, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης Κοσμάς Ξενάκης το 1975.[13]

Έργο

Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

Ποίηση

«Οι μοιραίοι», χειρόγραφο του ποιητή

Ποιητικές συνθέσεις

  • Ο προσκυνητής (1919)
  • Το φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
  • Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927)

Ποιητικές συλλογές

  • Κηρήθρες (1905)
  • Ποιητικά (1956)
  • Ελεύθερος κόσμος (1965)
  • Οργή λαού (1975)

Πεζογραφία και κριτική

  • Ο λαός των μουνούχων (Φιλ. ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
  • Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
  • Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
  • Αληθινοί άνθρωποι (1938)
  • Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
  • Πεζός λόγος (1957)
  • Σολωμικά (1957)
  • Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
  • Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
  • Οι δικτάτορες (1956)
  • Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)

Θέατρο

  • Άτταλος ο Τρίτος (1972)

Μεταθανάτιες συλλογές κειμένων

  • Γράμματα από το Παρίσι, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2013, 164 σελ.
  • Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2014, 306 σελ.
  • Αττικά, 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2016, 578 σελ.
  • Αστυνομικά: 265 χρονογραφήματα (1939-1957) εμπνευσμένα από το αστυνομικό δελτίο, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2017, 376 σελ.

Μεταφράσεις

Διακρίσεις

  • Τιμητική διάκριση με το Διεθνές Βραβείο Γραμμάτων και Τεχνών «Λένιν» από την ΕΣΣΔ το 1959.

Παραπομπές

  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 The Fine Art Archivecs.isabart.org/person/158395. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  2.  Εθνική Βιβλιοθήκη της ΓερμανίαςΚρατική Βιβλιοθήκη του ΒερολίνουΒαυαρική Κρατική ΒιβλιοθήκηΕθνική Βιβλιοθήκη της ΑυστρίαςGemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 25  Ιουνίου 2015.
  3.  «Большая советская энциклопедия» (ΡωσικάThe Great Russian EncyclopediaΜόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  4.  Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικάαρχή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίαςdata.bnf.fr/ark:/12148/cb13169175b. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  5.  Νίκος Δ. Καράμπελας«Πρεβεζάνικα Χρονικά : Ευρετήριο τευχών 1-50»Πρεβεζάνικα Χρονικά. Ευρετήριο τευχών 1-50Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις. ISBN-13 978-960-7660-25-1.
  6.  (ΓερμανικάΕγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαουςvarnalis-kostas.
  7.  www.news247.gr/afieromata/fotografizontas-tis-geitonies-ton-poiiton.6259634.html. Ανακτήθηκε στις 1  Σεπτεμβρίου 2021.
  8.  Κατά τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, της οποίας υπήρξε συνεργάτης.
  9.  Σαραντάκος, Νίκος (22 Ιουλίου 2012). «Το κουλούρι του Κώστα Μπουμπού»Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2016.
  10.  Μαΐλης, Μάκης (2011). «Το ιστορικό πλάισιο της πορείας του Κώστα Βάρναλη»Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2014.
  11.  Ανώνυμος (12 Οκτωβρίου 2008). «Βιογραφικό του Κώστα Βάρναλη»Ριζοσπάστης (Αθήνα). Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2015.
  12.  Ανώνυμος (20 Μαρτίου 2011). «Αυτόν τον ήλιο μας έδειξε!»Ριζοσπάστης (Αθήνα). Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2016.
  13.  Βρεττού, Κάτια (24 Δεκεμβρίου 1975). «Γιατί μπετόν στον τάφο του Βάρναλη;». Απογευματινή (Αθήνα). Βλ. επίσης: Χατζημιχάλης, Γιώργος· Καψάλης, Διονύσης, επιμ. (2015). Κοσμάς Ξενάκης, 1925-1984. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. σελ. 55. ISBN 978-960-250-636-3.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Αιολικά Γράμματα, τεύχ. 25, Γενάρης-Φλεβάρης 1975.
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975.
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Διαβάζω, τεύχ. 88, 22 Αυγούστου 1984.
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Θέματα Παιδείας, τχ. 41-42 (2010), σ. 3-353
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Η λέξη, τεύχ. 187, Γενάρης-Φλεβάρης 2006.
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Ουτοπία, τεύχ. 68, Ιαν.-Φεβρ. 2006.
  • Ευάγγελος Ανδρέου, Στοιχεία Ζωής, 1978 (Με τον Κώστα Βάρναλη)
  • Δημήτρης Γληνός, «Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης», Εκλεκτές σελίδες, τόμ. Β΄, Στοχαστής, Αθήνα 1971.
  • Βάσος ΒαρίκαςΚώστας Βάρναλης-Κώστας Καρυωτάκης, Πλέθρο, Αθήνα1978.
  • Κώστας Βάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, Κέδρος, Αθήνα 1980.
  • Καγκελάρης, Ν. (2017),«Σαπφώ Fr. 105(a) LP - Βάρναλης Πῶς ἐθρήνησαν γιὰ τὴ Σαπφὼ τὰ κορίτσια της ὅταν ἀγάπησε τὸν Ἀλκαῖο (στ. 26-9): Μια νέα ανάγνωση της διακειμενικής τους σχέσης», Φιλολογική 138: 43-6. [1]
  • Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984.
  • Θεανώ Μιχαηλίδου, «Βάρναλης, Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ.Β΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984.
  • Στάθης Μάρας, Κώστας Βάρναλης. Ιδεολογία και ποίηση, Καστανιώτης, Αθήνα 1986.
  • Γιάννης Δάλλας, Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη, Κέδρος, Αθήνα 1988.
  • Γιώργος Δ. Μπουμπούς, «Βάρναλης, Κώστας», Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 1784-1974, τόμ. Α΄Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008.
  • Ηρακλής Κακαβάνης, Ο άγνωστος Βάρναλης, Εντός, Αθήνα 2012.
  • Κώστας Βάρναλης. Φως που πάντα καίει, Πρακτικά Συνεδρίου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]



Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/biography.html?cnd_id=4

© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος

  • 1903. Φοιτητής στην Αθήνα (πρώτος δεξιά) [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 187 (2006), 4]

  • Ο Βάρναλης με την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου, την οποία παντρεύτηκε το 1929 [πηγή: ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ]

  • Με τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου (αριστερά) και τον Στρ. Τσίρκα (δεξιά), το 1955 [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 187 (2006), 48]

  • Πορτρέτο του Βάρναλη [πηγή: Ελληνικό και Λογοτεχνικό Αρχείο]

  • Στην εκδήλωση για τα πενηντάχρονα του έργου του (Θέατρο Ιντεάλ, Δεκέμβρης 1956) [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 187 (2006), 71].

  • Στη Μόσχα μετά την απονομή του βραβείου Λένιν, μαζί με τον λογοτέχνη Ιλία Έρενμπουργκ (1959).

Προσκυνητής

«Γεννήθηκα στον Πύργο της Βουλγαρίας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 24) δηλώνει ο ίδιος ο Βάρναλης σε μια απόπειρα αυτοβιογραφίας υπογραμμίζοντας εξ αρχής ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του: την ιδιότητα του Έλληνα της διασποράς. Αναθρεμμένος με το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας σε ένα περιβάλλον, που -αν και «δίνει την εντύπωση ελληνικής πολιτείας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 27)- αποτελεί επισήμως από το 1886 βουλγαρικό έδαφος, ζει από τα παιδικά του χρόνια, από απόσταση αλλά με αδιάκοπη πατριωτική έξαψη, τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως η ήττα του '97. Η Ελλάδα γίνεται η «χώρα των ονείρων του» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 57). Η φοίτησή του στα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία» στη Φιλιππούπολη, από το 1898 και για τέσσερα χρόνια, γίνεται υπό την πίεση της οικογένειάς του να «εκμεταλλευτεί» επαγγελματικά την κλίση του στα γράμματα και σημαίνει το τέλος των δικών του παιδικών επαγγελματικών σχεδίων: να γίνει ράφτης. Δουλεύει ήδη ως δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου όταν, το 1902, μια υποτροφία για σπουδές φιλολογίας τού επιτρέπει να έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου διαπιστώνει ότι «το άσοφο και ανιστόρητο πλήθος των "ιθαγενών" της Ελλάδος μας θεωρούσε εμάς τους Έλληνες της Βουλγαρίας για Βουλγάρους! Άει πήγαινε να βρεις άκρη!» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 25).

Κώστας Βάρναλης, «Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω» [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

Βέβαια η Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα αποτελεί μια απογοητευτική έκπληξη για τον «προσκυνητή» που προσδοκά να γνωρίσει τη χώρα του αρχαίου μεγαλείου και της σοφίας. Η σκόνη των αθηναϊκών δρόμων προσγειώνει τον Βάρναλη σε μια πραγματικότητα διαφορετική από αυτή που είχε φανταστεί:

«Η χώρα του αρχαίου μεγαλείου κλπ. ήταν μονάχα η χώρα του κομματικού παρασιτισμού. Θεσιθηρία, αργομισθία και φόνος! Όλοι υπεράνω των νόμων. Ένιωθα να γκρεμίζεται ο εσωτερικός μου κόσμος» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 59).

Την ίδια στιγμή οι αγώνες για την επικράτηση της δημοτικής τον συνεπαίρνουν: «Στα "Ορεστειακά" ήμουνα με το μέρος των προδοτών της αθανάτου ημών γλώσσης» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 64). Ένας μαλλιαρός φοιτητής φιλολογίας την εποχή του καθηγητή Μιστριώτη! Και όχι μόνο: ώς τα 1907 έχει κατορθώσει να εισχωρήσει στην ομάδα των νεαρών διανοούμενων που επιχειρούν την έκδοση του ολιγόζωου περιοδικού Ηγησώ· ανάμεσα στους Ν. Λαπαθιώτη, Φ. Πολίτη, Ρ. Φιλύρα, Λέανδρο Παλαμά κ.ά. Στο περιοδικό δημοσιεύεται αποκλειστικά ποίηση· ο Βάρναλης συγκαταλέγεται στην εκδοτική ομάδα, όχι χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα εύσημα: ο Νουμάς τον έχει παρουσιάσει, μαζί με τον Ηλ. Βουτιερίδη, ως νέο ποιητή δημοσιεύοντας δέκα ποιήματά του ήδη το 1904. Λίγους μήνες μετά από αυτή την πρώτη παρουσίαση στο αθηναϊκό κοινό είχε άλλωστε κυκλοφορήσει η πρώτη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο Κηρήθρες και πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη.[1]

Το 1908, απόφοιτος πλέον της Φιλοσοφικής, καλείται να συνδυάσει τόσο τις ποιητικές του ασχολίες όσο και τις δημοτικιστικές του πεποιθήσεις με το αυστηρό επάγγελμα του δασκάλου. Πρώτος διορισμός: ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα (1909). Από το 1910 και για τα επόμενα χρόνια παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ενασχόληση του Βάρναλη με μεταφράσεις αρχαίων κυρίως, αλλά και άλλων, συγγραφέων: Ευριπίδης, Ηρακλής μαινόμενος και Ηρακλείδες· Σοφοκλής, Αίαντας· Ξενοφώντας, Απομνημονεύματα· Φλωμπέρ, Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου. Τα προβλήματα ωστόσο δεν αργούν να προκύψουν: το 1911, σχολάρχης πλέον στο σχολείο της Αργαλαστής του Πηλίου, κατηγορείται για εμπλοκή στην υπόθεση των «Αθεϊκών» του Βόλου. Η περιπέτειά του δεν θα έχει επιπτώσεις, τον στενοχωρεί ωστόσο βαθύτατα ενώ η δυσάρεστη αρνητική φήμη που δημιουργείται γύρω από το όνομά του θα τον ακολουθήσει και την επόμενη σχολική χρονιά στα Μέγαρα.

Στην τάξη του ελληνικού σχολείου στην Κερατέα το 1915 [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 187 (2006), 17]

Την υπηρεσία του από τη θέση αυτή διακόπτει η επιστράτευσή του το 1913 με την κήρυξη του Β΄ βαλκανικού πόλεμου και η τοποθέτησή του το 1914, μετά την απόλυσή του από τον στρατό, στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως που διευθύνει ο Γληνός, προκειμένου να βελτιώσει τη θεωρητική και πρακτική του εκπαίδευση. Οι μετακινήσεις και οι μεταθέσεις δε σταματούν εδώ: το 1915 διορίζεται σχολάρχης στην Κερατέα Αττικής, θητεία που αναγκάζεται να διακόψει όταν επιστρατεύεται εκ νέου με την έξοδο της Βουλγαρίας από την ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1918 γίνεται καθηγητής στο Α΄ Γυμνάσιο Πειραιώς και την επόμενη χρονιά κερδίζει μια υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, ενώ την Ελλάδα κυβερνά ο Βενιζέλος.

Στο Παρίσι συνθέτει το 1919 τον Προσκυνητή, μια μεγάλη ποιητική σύνθεση από εξήντα οχτάστιχες στροφές που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ο Μαύρος Γάτος. Στην προσπάθεια συγκερασμού αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης λαϊκής παράδοσης που παρατηρεί κανείς εδώ το ποιητικό πρότυπο που ακολουθείται είναι κατά κύριο λόγο του Παλαμά, ενώ το ελληνοκεντρικό όραμα του Βάρναλη φτάνει σε μια κορύφωση. Ο ίδιος σημειώνει: «Τ' ονομάζω άσμα πρώτο. Καθαυτό είν' ένα είδος προοίμιο· πρόσωπο του κύριου ποιήματος μια δικαιολογία, στα πεταχτά, των πίστεων μου» (Προσκυνητής, 11). Δεύτερο άσμα δεν θα υπάρξει: έχουν κιόλας αρχίσει οι «πίστεις» του να υποβάλλονται σε μια διαδικασία ριζικής ιδεολογικής μεταστροφής, γεγονός που ώθησε αρκετούς μελετητές του Βάρναλη να εντοπίσουν στο έργο ένα χαρακτήρα μεταιχμιακό.

«Από το φως που λάμπει στο φως που καίει»

*

Η επαφή με τα ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής και τις έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν τη ρωσική επανάσταση του 1917 στο μεσοπολεμικό Παρίσι ευθύνεται για μια σταδιακή αλλαγή της κοσμοαντίληψής του που διαμορφώνεται πλέον στη βάση της μαρξιστικής ιδεολογίας. Η γνωριμία του με ανθρώπους όπως ο χαράκτης Γ. Κεφαλληνός (τον γνωρίζει το 1920 και συνδέεται φιλικά μαζί του) θα πρέπει να συντελεί στην οριστική ιδεολογική ρήξη με το παρελθόν του. Στο εξής κύριο ποιητικό του μέλημα γίνεται η προσαρμογή της έκφρασής του στα αριστερά ιδεώδη, η πολιτική αφύπνιση των συνειδήσεων, η κατάδειξη της κοινωνικής αδικίας. Με την πτώση της κυβέρνησης του Βενιζέλου το 1920 η υποτροφία του διακόπτεται. Τον Φεβρουάριο του 1921 επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής στο Γ΄ γυμνάσιο Πειραιά.

Χειρόγραφο του ποιήματος «Οι μοιραίοι». Προδημοσιεύεται στο περιοδ. Μαύρος Γάτος το 1922 [πηγή: Αρχείο Συγγραφέων ΕΚΕΒΙ / ΕΛΙΑ]

Ο Κώστας Βάρναλης διαβάζει ποιήματά του



Κώστας Βάρναλης

Ποιητής, συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής και εν γένει διανοούμενος της Αριστεράς, ο Κώστας Βάρναλης μας κληροδότησε ορισμένα σημαντικά έργα, όπως τις ποιητικές συνθέσεις «Το φως που καίει» (1922) και οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι» (1927), τη ριζοσπαστική μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925) και το πολύκροτο αφηγηματικό έργο «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931).

Ο Κώστας Βάρναλης, γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς Βουλγαρίας), στις 21 Φεβρουαρίου 1884. Την εποχή της γέννησής του η Ανατολική Ρωμυλία, με πολυπληθή ελληνική κοινότητα, ήταν αυτόνομη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Η καταγωγή του πατέρα του Γιάννη Βάρναλη ήταν από την Βάρνα, εξ ου και το επώνυμο Βάρναλης, που το υιοθέτησε, επειδή δεν ήθελε να ακούει το πραγματικό επώνυμό του, που ήταν Μπουμπούς.

Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στο ελληνικό σχολείο της της γενέτειράς του και συνέχισε την φοίτησή του, κατόπιν εξετάσεων, στο ονομαστό Ζαρίφειο Διδασκαλείο της Φιλιππούπολης (σημερινό Πλόβντιβ). Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του με άριστα το 1902 και αμέσως διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου.

Δεν πρόλαβε όμως να αναλάβει υπηρεσία, καθώς με την υποστήριξη του μητροπολίτη Αγχιάλου και της κοινότητας της Βάρνας, σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του το 1908. Κατά την διάρκεια των σπουδών του πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών και το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ», που φιλοδοξούσε να ανανεώσει την μορφή της ελληνικής ποίησης και να την απαλλάξει από την «παλαμική ευκολογραφία»

Ο Κώστα Βάρναλη με τη σύζυγό του Δώρα Μοάτσου
Ο Κώστα Βάρναλη με τη σύζυγό του Δώρα Μοάτσου
Μετά την αποφοίτησή του, διορίστηκε στην αρχή ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα, αργότερα σχολάρχης στην Αργαλαστή και μετά την εμπλοκή στην υπόθεση των «Αθεϊκών» του Βόλου μετατέθηκε στα Μέγαρα. Επιστρατεύτηκε στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (1913) και μετά την απόλυσή του φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης που διηύθυνε ο Δημήτρης Γληνός. Το 1915 διορίστηκε σχολάρχης στην Κερατέα Αττικής. Το 1916 επιστρατεύτηκε ξανά, μετά την εμπλοκή της χώρας μας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπηρέτησε στην Λήμνο.

Το 1917, διορίστηκε καθηγητής σε Γυμνάσιο του Πειραιά και δυο χρόνια αργότερα , με υποτροφία παρακολούθησε στο Παρίσι μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Εκεί, επικοινώνησε με τα νέα φιλοσοφικά ρεύματα, έζησε από κοντά τις μεγάλες ιδεολογικές ζυμώσεις, που ακολούθησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την λήξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου (1918), και ενστερνίστηκε στην επαναστατική μαρξιστική (κομμουνιστική) ιδεολογία.

Το φθινόπωρο του 1923 μετά από ανάκληση της διακοπής της υποτροφίας του ξαναπήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε στο σπίτι του φίλου του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού. Το 1924 γύρισε στην Αθήνα και δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία, την οποία διηύθυνε ο Γληνός.Το 1926 παύτηκε από τη θέση του εξαιτίας της ιδεολογίας του, αρχικά προσωρινά και στη συνέχεια οριστικά, με αφορμή ένα δημοσίευμα της «Εστίας» που κατηγόρησε για αντεθνική δράση τους μεταρρυθμιστές Παιδαγωγούς εκείνης της εποχής. Ο Βάρναλης αποκλείστηκε από κάθε δημόσια θέση και αναγκάστηκε να εργαστεί έκτοτε κυρίως ως δημοσιογράφος. Τον ίδιο χρόνο έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Πρόοδος».Επέστρεψε το 1927 και δυο χρόνια αργότερα νυμφεύτηκε την φιλόλογο και ποιήτρια Δώρα Μοάτσου (1895-1979). Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα μαζί με τον Δημήτρη Γληνό και ύστερα από εντολή του Γεωργίου Κονδύλη εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο.Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 με το βραβείο Λένιν.

Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την ανάληψη της εξουσίας από τους αντιβενιζελικούς, η υποτροφία του διακόπηκε και ο Βάρναλης επέστρεψε στην Αθήνα, όπου στις αρχές του 1821 διορίστηκεκαθηγητής στο Γ Γυμνάσιο Πειραιά

Ο Κώστας Βάρναλης πέθανε στηνΑθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 1974.

Το λογοτεχνικό του έργο

Ο Κώστας Βάρναλης πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα τον Αύγουστο του 1904 από τον «Νουμά» και τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή «Κηρήθρες» (1905), με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη. Στα πρώτα του βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρεύμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες.

Το 1922 δημοσίευσε επίσης το γνωστό ποίημά του «Οι Μοιραίοι» που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Το 1927, κυκλοφόρησαν οι «Σκλάβοι Πολιορκημένοι»,η δεύτερη μεγάλη του σύνθεση, «στρατευμένης και προλεταριακής ποίησης», όπως έχει γραφεί.

Γενικά το έργο του Βάρναλη αντικατοπτρίζει τη δεκτικότητά του απέναντι στις νέες ιδέες της εποχής του και η συνύπαρξη αντιθετικών στοιχείων στο έργο (κοινωνικά και πολιτικά στρατευμένη λογοτεχνία σε συνδυασμό με την παρουσία σατιρικών, λυρικών, δραματικών και συμβολιστικών στοιχείων) αποτελεί έναν από τους λόγους της ιδιαίτερης γοητείας του.

Ποιήματα του Κώστα Βάρναλη έχουν μελοποιήσει οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Σταύρος Κουγιουμτζής, Θωμάς Μπακαλάκος, Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Λεοντής, Αργύρης Μπακιρτζής, Γιάννης Σπανός και Μιχάλης Μυτακίδης (o B.D. Foxmoor των Active Member).

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/2184
© SanSimera.gr

Ποιος είναι, όμως, ο Κώστας Βάρναλης και πόσο άγνωστος μας είναι; Καταρχήν είναι ένας από τους κορυφαίους προοδευτικούς διανοουμένους του τόπου μας. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική, δοκίμια   και μεταφράσεις με διαλεκτική υλιστική οπτική της τέχνης. Με άλλα λόγια είναι  θεμελιωτής της αγωνιστικής μας λογοτεχνίας.

Το μέγεθος του τολμήματος γίνεται πιο χειροπιαστό, αν αναλογιστεί κανείς το φορτίο που σήκωσε στους ώμους της η πρωτοπόρα προσωπικότητα αυτού του πνευματικού ηγέτη. Για να γίνει κονταρομάχος των φτωχών και ν’ ανοίξει δρόμο στις νέες ιδέες, υποχρεώθηκε να αντιπαρατεθεί με αντιλήψεις και προκαταλήψεις αιώνων, να αποκαθηλώσει πανάρχαιες θεότητες του ιδεαλισμού και της θρησκείας, όπως ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης, να αναμετρηθεί με κορυφαίες ποιητικές και πνευματικές αξίες της ανερχόμενης αστικής τάξης, όπως ο Παλαμάς κι ο πρότερος Σικελιανός, ν’ αντιπαλέψει όχι μόνο τον παντοδύναμο εθνικισμό, αλλά και τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, που ευδοκιμούσαν στους κόλπους του βενιζελισμού.

Το έργο του Κώστα Βάρναλη είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα. Για την ποίησή του, άλλωστε, θα γράψει ο Μενέλαος Λουντέμης πως δεν μύριζε ποτέ γάλα: «Μύριζε από την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά ‘γυμνάσματα’ και δοκιμές και περιπλανήσεις στους ‘λειμώνες [4] των ασφόδελων’ [5]. Μ’ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια [6], μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου [7] λυρισμού [8]».

Βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης και των νέων ιδεών και ρευμάτων της σύγχρονης εποχής, στοχαστικός και ανήσυχος, και συγχρόνως  δεξιοτέχνης της ποιητικής μαεστρίας και του ορμητικού ζωντανού λόγου, ο Βάρναλης είδε την τέχνη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα, που τη δημιουργούν. Όπως γράφει και ο Ηρακλής Κακαβάνης στο βιβλίο του:
 
«…Ο Βάρναλης δεν είναι ένας συνηθισμένος ποιητής. Καταρχήν, δεν είναι μόνο ποιητής. Πάνω απ’ όλα είναι διανοητής. Η δημοσίευση ποιημάτων δεν ήταν αυτοσκοπός για κείνον. Το πολύπλευρο ταλέντο του και η μεγάλη του μόρφωση του έδωσαν τη δυνατότητα να έχει πολλά εκφραστικά μέσα πέραν της ποίησης. (…) Έγραφε για να εκφραστεί. Και σε ό,τι αφορά ειδικά την ποίηση, ο Βάρναλης δεν έγραφε με σκοπό να δημοσιεύσει, όπως και κανένας ποιητής και γενικά καλλιτέχνης δεν καταφεύγει στην τέχνη του με αυτοσκοπό τη δημοσίευση· αυτή έρχεται μετά…» [9].
 
Δεν υπάρχει βέβαια ούτε καν η σκέψη να γίνει έστω και απλή αναφορά στις σημαντικότερες πλευρές απ’ το πολυσχιδές του έργο. Στην παρούσα εισήγηση θα γίνει μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί σε αδρές γραμμές ο Κώστας Βάρναλης κυρίως ως ποιητής και μάλιστα σ’ αυτήν τη περίοδο της λογοτεχνικής του παραγωγής που η κριτική χαρακτήρισε ως την πιο δημιουργική του δεκαετία, από τη συγγραφή δηλαδή, το 1921, και δημοσίευση τον επόμενο χρόνο της ποιητικής του συλλογής: «Το Φως που καίει» έως και την έκδοση στα 1931 του αριστουργήματός του με τίτλο: «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη».

Στη νέα στήλη μας για την Παιδεία, παρουσιάζουμε απόψεις για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση καθώς και προτάσεις εναλλακτικής διδασκαλίας στα σχολεία. Μπορείτε να μας στείλετε γνώμες και προτάσεις σας, στο paidia@tvxs.gr



Αξίζει να σημειωθεί πως αυτά τα έργα που κοσμούν την ελληνική αλλά και την παγκόσμια αγωνιστική λογοτεχνία τα έγραψε σε ώριμη ηλικία, ήδη ήταν 40 χρονών, δημοσίευσε το Φως που καίει, έχοντας εμφανιστεί πολύ πριν στα Ελληνικά γράμματα. Συγκεκριμένα πήρε το βάφτισμα του λογοτεχνικού πυρός μόλις το 1905 με την ποιητική του συλλογή ΚΗΡΗΘΡΕΣ, που προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, γράφοντας γι’ αυτόν επί λέξει: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να πω με μεγάλη μου χαρά, ότι είναι αληθινός ποιητής»

 Στα πρώτα του ποιητικά βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρεύμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες.

Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη «κάτω από τη βαρειά σκιά του Παλαμά».    Δημοσιεύει ακόμα ποιήματά του και στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α.
 
Το 1917 συνθέτει και το 1919 επιστρέφοντας απ’ το Παρίσι δημοσιεύει στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ, που ήταν αφιερωμένο στο Ν. Πολίτη, σύνθεση αριστουργηματική, ένας αληθινός ύμνος στην αιώνια Ελλάδα, που μέσα του «αστράφτει η γλώσσα του λαού», σηματοδοτώντας τη στροφή του, τη νέα πορεία του ποιητή.

Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη», γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου.

Την ίδια χρονιά που ο Βάρναλης δημοσίευσε τον Προσκυνητή, πήγε στο Παρίσι με υποτροφία. Τότε ο Βάρναλης συγκέντρωνε τα προσόντα για να τον τιμήσει με εξαιρετική διάκριση το κατεστημένο: φιλομοναρχικός, βαθύς γνώστης της αρχαιότητας και αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής, οπαδός του Παρνασσισμού. Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε και «ελαττώματα». Ήταν πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος κι ανιδιοτελής πάντα το «παρών».

Στο Παρίσι ο Βάρναλης παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Είχαν μεσολαβήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το μακελειό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που έδωσε τεράστια αναγεννητική δύναμη στους λαούς όλου του κόσμου, φλόγισε τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων.

Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης ο Κώστας Βάρναλης ολοκληρώνει την ιδεολογική, πολιτική και αισθητική μεταστροφή του και από ανανεωτής της παλαμικής παράδοσης γίνεται ποιητής- οδηγητής του λαού. Κι αυτό δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση.

Το καλοκαίρι του 1921 γράφει στην Αίγινα τους τελευταίους στίχους από Το Φως που καίει, την περίοδο δηλαδή που η Ελλάδα βιώνει τη Μικρασιατική εκστρατεία που σε λίγο θα εξελιχθεί σε καταστροφή.

Κάτω από τον τίτλο της πρώτης έκδοσης υπήρχε μια επιγραφή: «Εν αρχή ην η τάσις προς πράξιν». Το ίδιο το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Βάρναλης για να δημοσιεύσει είχε στόχο να τονίσει αυτή τη στροφή. Υπέγραψε ως Δήμος Τανάλιας.

Η καλλιτεχνική πραγμάτευση αξιοποιεί μυθικά και ιστορικά πρόσωπα με ισχυρά φορτία σημασίας στο πολιτικό και το κοινωνικό πεδίο, όπως είναι ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Μώμος. Κι ενώ, στην αρχή, τα πρόσωπα αυτά εμφανίζονται να αντιστοιχούν με τις διαλεκτικές σχέσεις, Προμηθέας-«θέση», Ιησούς-«αντίθεση», Μώμος-«σύνθεση», στην πορεία ολοκλήρωσης του έργου προκύπτουν νέες σχέσεις και πρόσωπα, όπως: Προμηθέας και Ιησούς αποτελούν τη «θέση», ο Μώμος την «αντίθεση» και τα πρόσωπα Οδηγητής και Λαός τη «σύνθεση», όπου η πάλη των αντιθέσεων οδηγεί εξελικτικά και νομοτελειακά στην προλεταριακή επανάσταση [10].

Τα συμβολικά πρόσωπα του Προμηθέα και του Ιησού γίνονται τα μέσα για να δείξει ο ποιητής τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία (πολιτική και κοινωνική) και στη φιλοσοφία που καλλιεργεί την ψευδή συνείδηση και στηρίζει την εξουσία. Έτσι, η Σταύρωση, ως κοινή τύχη και του Προμηθέα και του Ιησού, και ενώ υπαγορευόταν από το ζωτικό συμφέρον της εξουσίας (του Δία ή των Φαρισαίων) στο λαό περνάει αντίστροφα και εμφανίζεται ως δικό του αίτημα και συμφέρον.

Μετά το δεύτερο μέρος, το Ιντεμέδιο δηλαδή, στο τρίτο μέρος του ποιήματος ακούγεται για πρώτη φορά η φωνή του Οδηγητή. «Έρχεται η Επανάσταση, ο λυτρωμός», θα γράψει στους Νέους Πρωτοπόρους, ο Δημήτρης Γληνός:
 
«Και ανάμεσα στις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο δυνατή», είναι η φωνή του οδηγητή. Ο Οδηγητής δεν είναι κανένας Μεσσίας, που στάλθηκε από τους Ουρανούς, για να λυτρώσει τους ανθρώπους, δεν είναι παιδί του Μυστηρίου ή της Τέχνης, είναι η συνείδηση του ίδιου του λαού, που ξεκίνησε ορμητικά για τον τελειωτικό αγώνα. Είναι η πρωτοπορία της μάζας που μάχεται και γκρεμίζει το σάπιο κόσμο, για να πλαστουργήσει τη Νέα Ζωή μέσα στο βασίλειο της Δουλιάς και της πανανθρώπινης αγάπης. Τ’  αντρίκια του γοργά λόγια αστράφτουνε σα σπαθιές [11]».
 
Ο Βάρναλης από την πρώτη στιγμή της συνειδητοποίησής του δεν αρκείται στην αναγνώριση της άθλιας πραγματικότητας. Επιδιώκει να την επηρεάσει, να διεγείρει την επιθυμία της πάλης για την ανατροπή της. Όσο αλύπητο είναι το σφυροκόπημά του στους αδικητές, άλλο τόσο γίνεται πολλές φορές για τους αδικημένους. Κανένα δεν εξιδανικεύει. Σε κανένα δε χαρίζεται, αν είναι μ’ αυτόν τον τρόπο να ταράξει τα λιμνασμένα νερά της «αρμονίας των τάξεων».

Ένα - ένα και με ανεπανάληπτη ψυχογραφική δύναμη παρελαύνουν μέσα στην ποίησή του τα παραδείγματα προς αποφυγή. Μια ολοζώντανη πινακοθήκη από πορτρέτα αντιηρώων, τόσο προκλητικά ρεαλιστικά μέσα στην ασκήμια, τη γελοιότητα και συνάμα την τραγικότητά τους, που να σκανδαλίζουν ακόμη και κάποιους ομοϊδεάτες του.

Το 1922 δημοσίευσε εκτός από το πασίγνωστο ποίημά του Οι μοιραίοι και τη Λεφτεριά στο περιοδικό Μούσα.

Σ’ αυτό του το ποίημα ο Βάρναλης, δε δίστασε να έρθει και σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παλαμά, το δάσκαλό του. Τα κίνητρα δεν ήταν προσωπικά. Ο Παλαμάς πέρασε μέσα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να υποστεί καμιά σημαντική ιδεολογική αλλαγή. Έμεινε ο εκφραστής της αστικής τάξης. Η Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917 τον διέθεσε εχθρικά - για τότε τουλάχιστον - απέναντι στο εργατικό κίνημα.
 
«Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι!
Οι λύκοι! Στα όπλα, Ακρίτες!
Μακριά οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί»... (Παλαμάς).

 
Την απάντηση του ο Κώστας Βάρναλης τη συνέθεσε στο ποίημά του: «Λεφτεριά».
   
Το 1923, πάλι, ως Δήμος Τανάλιας, ο Βάρναλης εκδίδει, πάλι, στην Αλεξάνδρεια έναν τόμο με τρία διηγήματα και με τον τίτλο «Ο λαός των Μουνούχων».

Το βιβλίο περιέχει τρία, αρκετά εκτεταμένα, διηγήματα. Το πρώτο που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, μια αλληγορική αφήγηση για ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις περιπέτειες της ταξικής πάλης. Το δεύτερο, Η Ιστορία του Αγίου Παχωμίου, όπου με έναν διαλογικό και διαλεκτικό τρόπο περιγράφεται η διαπάλη, από τη μια μεριά, ανάμεσα στον ιδεαλισμό, το μυστικισμό, την υποτίμηση του σώματος και των αναγκών του κ.ο.κ., και από την άλλη σε αυτό που θα ορίζαμε ως «καρναβαλική» αντίληψη του κόσμου, με την εξύμνηση του υλικού, του σωματικού, του «χαμηλού», του αναγκαίου και όλων εκείνων των αποκηρυγμένων –και πολλές φορές επικηρυγμένων– από την επίσημη ηθική και ιδεολογία στοιχείων. Και το τρίτο, Οι φυλακές, στο οποίο ο Βάρναλης προσπαθεί να αποδείξει, όπως λέει, «μια κοινότατη αλήθεια: πως εκείνοι που ζούνε από την ανθρώπινη δυστυχιά, γίνονται θεριά, αν πρόκειται να τους την πάρουνε, να τους λείψει...».

Στην ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον επίκουρο καθηγητή του ΑΠΘ Βασίλη Αλεξίου, με αφορμή την επανέκδοση αυτού του βιβλίου του Κώστα Βάρναλη [12] και στην ερώτηση του δημοσιογράφου για ποιο λόγο πιστεύετε ότι έχει αξία να διαβάζουμε, σήμερα, Βάρναλη, απαντά ο επιμελητής της έκδοσης τα εξής:
 
«Ο Βάρναλης νομίζω πως είναι μια μοναδική, εντελώς ιδιόρρυθμη και ιδιόμελη περίπτωση, στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξοπλισμένος ο ίδιος με μια στέρεα θεωρητική και αισθητική σκευή και έχοντας μια βαθιά γνώση των αντιφάσεων του ποιητικού πράττειν, συλλαμβάνει ταυτόχρονα τα όρια και τις δυνατότητες της λογοτεχνίας, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Στην πραγματικότητα, είναι ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης που ξυστρίζει, για να παραφράσω μια ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, το σώμα της λογοτεχνικής γραφής κόντρα στα «νερά» του και διεκδικεί το δικαίωμα και τη δυνατότητα μιας λογοτεχνίας, η οποία θα παρεμβαίνει ως κοινωνική πρακτική, ως δημόσιος λόγος, ως αισθητική της αντίστασης και ως αντίσταση στην επίσημη αισθητική της κυριαρχίας, αμφισβητώντας έτσι τον κατεστημένο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στους ποικίλους σχηματισμούς λόγου. Και, μάλιστα, αυτή η προσπάθεια γίνεται σχεδόν «εκτός έδρας», δηλαδή χωρίς να υπάρχει μια εγκαθιδρυμένη παράδοση, μια λιγότερο ή περισσότερο συγκροτημένη «γλώσσα», παρά μόνο μια μπουκωμένη με καταπίεση σιωπή, ρινίσματα απόκρυφου καρναβαλικού γέλιου και λιγοστά θραύσματα ετερολογίας. Αυτή την αξία και δραστικότητα της βαρναλικής γραφής φαίνεται να κατανόησαν περισσότερο οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι διέγνωσαν ευκρινώς αυτή την άκρως «ενοχλητική», βέβηλη καρναβαλική διάσταση του έργου του και τον απέπεμψαν, μετά το σάλο που ξεσήκωσε το Φως που Καίει, από τη δημόσια εκπαίδευση, τιμωρώντας τον, όπως γράφει ειρωνικά ο ίδιος ο Βάρναλης στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του, «ως δημόσιο υπάλληλο, ενώ είχε φταίξει ως ποιητής».
 
Το 1925 θα εκδώσει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική».   Και ο Βάρναλης έχοντας όλα τα εφόδια για το εγχείρημα καταπιάστηκε να ξεκαθαρίσει την κριτική της ψευδολογίας για το Σολωμό και το έργο του. Και το βιβλίο του ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική θέτει τα πράγματα στη θέση τους.    

 

Γράφει ο Βάρναλης: «Δύο είναι οι θεμελιακές αισθητικές και γενικότερα φιλοσοφικές αρχές του Σολωμού: το απόλυτο και το υψηλό, δηλ. η πνευματική ελευθερία». Και τις δύο αυτές αρχές ο Σολωμός τις μορφοποίησε στα ποιήματά του, και κυρίως στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» με τρόπο μεγαλοφυή και ανεπανάληπτο.

Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους, ποιητική σύνθεση εμπνευσμένη από το Εικοσιένα, που την αντιπαρατάσσει στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού. Ωστόσο ο Βάρναλης, συνεπής στις ιδέες του, με το νέο του ποιητικό έργο, μας δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το έργο του αυτό «αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι: με τις ασκήμιες της, τους φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες». Κι από τη βάση αυτή ξεκινώντας, «ανεβαίνει - όπως ο ίδιος λέγει - στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων».

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της βαρναλικής δημιουργίας είναι η εναλλαγή της επικής έξαρσης με την καταλυτική σάτιρα και το βαθύ λυρισμό. Απαράμιλλο σε λυρισμό είναι το ποίημά του «Οι πόνοι της Παναγιάς», από τους «Σκλάβους πολιορκημένους», όπου δίνεται ο πόνος της μάνας για το παιδί της σε μια υψηλή πανανθρώπινη συγκινησιακή δόνηση, που σπάνια συναντά κανείς.
 
Το τρίτο μέρος των «Σκλάβων Πολιορκημένων» αποτελείται, όπως και το προηγούμενο, από δυο ποιήματα με θέμα τον πόλεμο. Στο πρώτο ποίημα ένας πληγωμένος οραματίζεται τη Δεύτερη Παρουσία, ενώ, στο δεύτερο, ο Θεός μιλάει και λέει τα λόγια που ευνοούν τους ισχυρούς της γης:
 
- δεν έχει ο πόνος τελειωμό, δεν έχ’ η άβυσσο, βυθό!
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου Θάπαυε, δε θάχα εγώ, πού να σταθώ [13].

 
Σ’ αυτόν τον άδικο, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα θύματά του πρέπει ν’ απαντήσουν με έναν άλλον, ένα δίκαιο πόλεμο ενάντια στη μόνιμη - σε πολεμικούς κι ειρηνικούς καιρούς - αιτία της δυστυχίας τους, λέει στη συνέχεια ο Βάρναλης με τη φωνή της Καμπάνας [14], το σύστημα της εκμετάλλευσης.

Το 1931 ο ποιητής εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Βάρναλης ήταν ένας κριτικός αναγνώστης του Πλάτωνα, ένας εμπνευσμένος μεταφραστής του Αριστοφάνη (και των Νεφελών του) και είχε παρακολουθήσει ως κριτικότατος «παρατηρητής» την κρίση των αστικών - καπιταλιστικών καθεστώτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη από τον πρώτο μεγάλο Πόλεμο (1914/18) ως τη Μικρασιατική Καταστροφή (1919/22) και την πανευρωπαϊκή προέλαση των «εθνικών» φασιστικών δικτατοριών.

Η απολογία του Σωκράτη, που μας κληροδότησε η Αρχαιότητα, είναι κατά τον Βάρναλη κατασκευασμένη από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, για να στηρίξουν το κατεστημένο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.

Ο «Σωκράτης» του Βάρναλη μεταβάλλεται σε μια persona της νέας κοσμοθεωρητικής γνώσης και ιστορικοκοινωνικής εμπειρίας του δημιουργού του, όπως εξηγούσε ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα.

Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη είναι μια παρωδία, μια «αντιστροφή» του «αντίστοιχου» έργου του Πλάτωνα. Η ανατροπή του πρωτοτύπου υποδηλώνεται από τους, ηθελημένους βέβαια, αναχρονισμούς του νέου έργου: Από τον Πλάτωνα παραλαμβάνονται μεν τα απαραίτητα realia. Πολύ εντονότερα είναι όμως τα «σύγχρονα» realia: Οι αρχαίοι τόποι και οι δήμοι της αρχαίας Αθήνας αναφέρονται με τα σημερινά, «εκβαρβαρισμένα», ονόματά τους· οι αρχαίοι ιερείς έχουν γίνει ελληνορθόδοξοι παπάδες και ο Περικλής μένει στο Κολωνάκι· επιπλέον, η αττική αβρότητα της γλώσσας του Πλάτωνα έχει δώσει τη θέση της στη χυμώδη, λαϊκή τραχύτητα της γλώσσας του «ανατροπέα» του [15].

Στη συνέχεια ο Σωκράτης περνάει στην επίθεση κατά των δικαστών του και αποφενακίζει το φαρισαϊσμό τους ­ και, στα πρόσωπά τους, τη «δικαιοσύνη» της πατρίδας του: Ο Πανάρετος από την Πλάκα, πρόεδρος του «Συλλόγου για την προστασία της Ηθικής», που παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του στους αγαπητικούς του· ο Χοιρέας από τη Λεψίνα, «που ξηγάει τα μυστήρια της Θεάς, μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά του τα χωράφια και τα λιοστάσια της»· οι Σαρανταδάχτυλοι, «σταρέμποροι και καραβοκυρέοι του Περαία, που γίνονται κάθε χρόνο ‘σιτοφύλακες’, για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των γεννημάτων»· ο Ξηνταβελόνης, τοκογλύφος από την Κηφισιά, «που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει βωμούς στον Έλεο»· ο Παρθενίας από τον Κολωνό, αγοραστής κάθε χρόνο του πορνικού φόρου, «που του τόνε πλερώνουνε κι’ ο αδελφός του κ’ η τσατσά του» [16].

Η σάτιρα του Βάρναλη αντιστρέφει τα γεγονότα και το κατηγορητήριο με μαεστρία θαυμαστή, δείχνοντας το βάθος της αρχαιογνωσίας του.

Στο τέλος της «Απολογίας» του ο βαρναλικός Σωκράτης λέει:
 
«Γι’ αυτά που δίδαξα θα έπρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνήσετε. Γι’ αυτά που θα ’κανα αν εζούσα θα έπρεπε, με το δίκιο σας, όχι να με σκοτώσετε μονάχα, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί…Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λες την αλήθεια…».
 
Αυτά που θα ’κανε βέβαια ήταν ο ξεσηκωμός δούλων κι ελεύθερων για την ανατροπή της δουλοκτητικής δημοκρατίας.
 
«Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα λεγα: Λέφτεροι πολίτες: Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκόταν στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ’ από μάβρα σύνεφα και πάνου σ’ άλιωτα χιόνια, πάλι θα τανε ο καλύτερος απ’ όλους, γιατί το θέλ’ η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας…

Κι όταν βυθίζεται το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ’ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ’ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά»! Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ’ αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιώτες σας σκοτώνουνε μια φορά μα τα χέρια τ’ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ’ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κι η ψυχή σας είναι δικά τους»  [17].
 
Το θαυμάσιο αυτό κομμάτι της απολογίας του βαρναλικού Σωκράτη εκδόθηκε το 1931, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια, όπως λέει κι ο ίδιος, «στην τοτεσινή δημοκρατία του ιδιώνυμου, του Καλπακίου και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων» [18].
 
***
  
Ο Βάρναλης έφυγε πλήρης ημερών και διατήρησε την πνευματική του διαύγεια και την όρεξη για ζωή μέχρι τα  στερνά του, δίνοντας αξιόλογο έργο και ως χρονογράφος, κριτικός, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα ως ανατρεπτικός, τολμηρός και επίκαιρος διανοητής. Είδε τα έργα του να μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες, γνώρισε την αγάπη του λαού, των απλών ανθρώπων, άκουσε –αν και ήταν βαρήκοος- τους στίχους του να γίνονται τραγούδι στα χείλη της εργατιάς κι αν έβλεπε τους χιλιάδες και χιλιάδες που τον συντρόφευσαν στην τελευταία του κατοικία φωνάζοντας: «Γίνε οδηγητής για μας – ποιητή της εργατιάς» σίγουρα άφηνε να κυλήσει απ’ το σπινθηροβόλο βλέμμα του ένα δάκρυ. Ίσως, όμως, να ’κανε κάτι άλλο, να σηκωνόταν και να ‘λεγε στα συγκεντρωμένα πλήθη αυτά τα λόγια:
 
Βάστα καρδιά
 
Να με ξεριζώσεις χάρε,
σ’ αντιστέκομαι σαν δρυ,
όση φόρα θέλεις πάρε,
να με πάρει δεν μπορεί.
 
Να με ξεριζώσεις, όχι,
δεν το θέλω και βαστώ,
όσο η καρδιά μου το ’χει,
το κουράγιο της σωστό.
 
Στ’ αγιασμένο τούτο χώμα,
που ’πιεν αίμα ποταμό
μας κρατάει το χρέος ακόμα,
για το μέγα λυτρωμό.
 
Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν,
δίχως μου, στην κορυφή,
στ’ άκρον ύψος να γιορτάσουν
οι γενναίοι μου σύντροφοι.
 
Θα γιορτάσουμε σαν ένας
τη μεγάλη Ανατολή,
κάθε τόπου, κάθε γέννας,
κάθε γλώσσας οι καλοί.
 
Να με ξεριζώσεις τώρα
μην σε τρώει αποθυμιά,
όλη η γη είναι μια χώρα,
ένα δρυ και ρίζα μια.


Ο ποιητής του λαού
Μύθοι

Ο ποιητής του λαού

O Κώστας Βάρναλης ήταν Έλληνας ποιητής, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο.

Γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1884 στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, όπου και βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό, δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες — το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.

 

 

Έδειξε σε νεαρή ηλικία την κλίση του προς τα γράμματα, καθώς τελειώνοντας τις σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.

Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) και στη συνέχεια στην Ελλάδα και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών.

 

Αναμνηστική πλάκα στη βουλγαρική γλώσσα για τον Κώστα Βάρναλη στη γενέτειρα πόλη του Μπουργκάς

 

Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ώς το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Μετά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού.

Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Η επαφή με τα ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής και τις έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν τη ρωσική επανάσταση του 1917 στο μεσοπολεμικό Παρίσι ευθύνεται για μια σταδιακή αλλαγή της κοσμοαντίληψής του που διαμορφώνεται πλέον στη βάση της μαρξιστικής ιδεολογίας. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής».

 

 

Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι «Το φως που καίει», το οποίο εξέδωσε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας, το λυρικό ποίημα «Οι Μοιραίοι», από τα δημοφιλέστερα ποιήματα της νεοελληνικής ποίησης (με την επιτυχημένη μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη), η συλλογή αφηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων» (1923), το κριτικό δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), το ποιητικό «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), το αφηγηματικό «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931) κ.α.

 

 

Το 1926 ξεκινάει το στάδιο της δημοσιογραφικής του καριέρας που θα αποτελέσει τρόπο βιοπορισμού για τον επόμενο σχεδόν μισό αιώνα, ώς τη δικτατορία του 1967: πρώτος σταθμός οι φιλολογικές και πολιτικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι για την εφημερίδα Πρόοδος. Το 1929 παντρεύτηκε την Ελληνίδα ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.

 

 

Μετά τη συμμετοχή του στο Συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων στη Μόσχα το 1935, θα είναι ένας από τους τριακόσιους που η δικτατορική κυβέρνηση Κονδύλη θα εξορίσει, ως μέρος των μέτρων για την «ομαλή» διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την κατάργηση του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο Βάρναλης πηγαίνει στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο για δύο μήνες.

 

 

Κατά τη συνεργασία του με την εφημερίδα Πρωία επιχειρεί να θεμελιώσει μια αντικειμενική μέθοδο αισθητικής θεωρίας: τίθεται εναντίον της «φυγοκοσμίας» και της «τέχνης για την τέχνη» αλλά παράλληλα τονίζει ότι η αξία του έργου τέχνης κρίνεται από τα εκφραστικά αποτελέσματα. Επιλογή από τα άρθρα του αυτής της εποχής συγκεντρώνονται αργότερα στον τόμο Αισθητικά-Κριτικά (α΄ και β΄ τόμος, 1958).

 

 

Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται και η σημαντική έρευνά του με τίτλο «Άνθρωποι ― ζωντανοί, αληθινοί» για τους τρελούς του δημόσιου ψυχιατρείου.

Μετά την απελευθέρωση και το κλείσιμο της Πρωίας συνεργάζεται στον πρώτο Ριζοσπάστη(1945-1947), στο Ριζό της Δευτέρας (1946-1947) και στον Προοδευτικό φιλελεύθερο (1950-1953). Από το 1952 και για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια ο Βάρναλης αναλαμβάνει το καθημερινό χρονογράφημα της Αυγής, μια στήλη με τίτλο «Λόγια που καίνε».

 

 

Σημαντικός σταθμός στην αναγνώριση του έργου του το 1956, όταν του απονέμεται το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1959 κερδίζει μια σημαντική ευρωπαϊκή διάκριση: το Βραβείο Λένιν, για τη συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη

Έχουν προηγηθεί, μεταξύ άλλων, οι εκδόσεις των έργων Ζωντανοί άνθρωποι (1939), Ποιητικά και τα ιστορικά δοκίμια με τίτλο Διχτάτορες (1956), επιφυλλίδες στην εφημερίδα Πρωία τον καιρό της ιταλικής φασιστικής επίθεσης του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδας.

 

 

Μετά από ένα διάστημα ποιητικής σιωπής, το 1965 εκδίδεται η ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, εκδίδει το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄, που είχε ξεκινήσει στα μετεμφυλιακά χρόνια· τοποθετημένο στη ρωμαϊκή εποχή αλλά με σύγχρονες αναφορές στην Κατοχή και την Αντίσταση.

 

Ο Κώστας Βάρναλης απαγγέλει το τελευταίο του Ποίημα (1974)

 

Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1974 και η κηδεία του μετατρέπεται σε παλλαϊκή συγκέντρωση.

 

 

Μερικά ποιήματά του που μελοποιήθηκαν και ακούγονται σήμερα πολύ, πιθανόν χωρίς να γνωρίζουμε καν πως πρόκειται για ποίηση του Βάρναλη, είναι «Οι Μοιραίοι» και «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου», ερμηνευμένη στην πρώτη της εκτέλεση από τον Νίκο Ξυλούρη.

 

Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου – Νίκος Ξυλούρης

 

Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Οργή Λαού (1975), με ποιήματα επικαιρικά, γραμμένα κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας, και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980), συγκεντρωτικός τόμος επιφυλλίδων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος, δημοσιευμένων από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935.

Ο Κώστας Βάρναλης υπερασπίστηκε αταλάντευτα το δίκιο του απλού ανθρώπου, διατρανώνοντας το σε όλα τα έργα του, ποιητικά και πεζά, καθώς και στο δημόσιο λόγο του ως δημοσιογράφου. «Ποιητή, σ’ είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ’ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ’ αυτί, για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω από τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες»  ήταν τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου για τον Κώστα Βάρναλη..




https://www.politeianet.gr/books/9789600429817-barnalis-kostas-kedros-filologika-apomnimoneumata-170668

Παρουσίαση

Τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα του Κ. Βάρναλη «σχηματίστηκαν» από το σύνολο μιας σειράς κειμένων που δημοσιεύτηκαν με τη μορφή επιφυλλίδων στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος» στο χρονικό διάστημα από 17 Φεβρουαρίου μέχρι 11 Αυγούστου 1935 (. . .). Την αφορμή για ν’ αρχίσει να γράφει αυτές τις επιφυλλίδες αποτέλεσε ένα αφιέρωμα που του έγινε από το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» τον Φεβρουάριο του 1935, ορισμένες βιογραφικές πληροφορίες του οποίου θέλησε να συμπληρώσει και άλλες να διορθώσει. «Όσο σωστές και να είναι οι βιογραφικές πληροφορίες, που δίνουνε για μένα οι «Νέοι Πρωτοπόροι», - γράφει αρχίζοντας - δεν εξαντλούνε την. . . ιστορία μου. Αφήνω, πως μερικές είναι και λαθεμένες. Γι’ αυτό αποφάσισα να ιστορήσω μονάχος μου τα διάφορα περιστατικά της ζωής μου και μάλιστα της ψυχολογικής και πνευματικής μου εξελίξεως, όσα θα μπορούσανε να έχουν ενδιαφέρον και για τους αναγνώστες». (. . .) (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)

Κώστας Βάρναλης - Ποιήματα

Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884 - Αθήνα 1974): ποιητής,
πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος μὲ διαλεκτικὴ ὑλιστικὴ ὀπτικὴ τῆς τέχνης.

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

«Ἡ πεῖρα τῆς κοινωνικῆς θεωρίας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀγωγή, μαζὶ μὲ μία ἐκτάκτως λεπτὴ ἕλξη πρὸς τὸ αἰσθητικὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὸ καλλιτεχνικὸ ὡραῖο, ποὺ ρέει στὸ αἷμα του, διαμόρφωσαν ἕνα προσωπικὸ καὶ φιλοσοφημένο λογοτεχνικὸ χαρακτῆρα, -ποὺ συγκέντρωσε τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ στὸν τόπο μας τῆς ἀριστερῆς τέχνης».


Οἱ μοιραῖοι

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,
μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,
(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)
ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,
ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,
νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο
καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,
ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο
τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!
Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται
ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα
καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,
ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)

Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ
τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα
στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,
στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη
κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.

-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα
ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:
δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!
προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!

 

Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-
τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

 

Τσιγγάνικο

Βάρα γερὰ τὸν νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλλα κόκκινη κρεμῶ στὸν ἄγριο ἐσὲ ζουρνᾶ σου!
Φλουρὶ κολλῶ στὸ στῆθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!
στρογγυλοπαίζει σου ἡ κοιλιὰ κι ὁ κόρφος σου πετάει
τὰ μπρούνζινα γιορτάνια σου καὶ τὰ χοντροβραχιόλια.

Παίζει τὸ μαῦρο μάτι σου, μαργιόλικο, μεγάλο,
καὶ φέρνει ὁ λάγνος σου χορὸς τὴν πεθυμιὰ τῆς νύχτας!..

Κρασὶ ἂς μὴ παύσουν τ᾿ ἄταχτα μουστάκια μας νὰ στάζουν!..
Ἒ σύ, πατέρα! Ἡ κόρη σου ῾πόψε τὸ παθαμύθι
θὰ μοῦ εἴπει τὸ τσιγγάνικο πά᾿ στὸ προσκεφαλό μου!

 

Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς

Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.

Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.

Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ ῾τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.

Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!

 

Θυσία

Τὸ μυτερό σου τὸ σκουφί,
Μίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἄτριχη κορφὴ
πέτα κάτω
καὶ φέρε ἀπ᾿ τὸ χλωρὸ τ᾿ ἀχούρι
τὸ διχρονίτικο γαϊδούρι
τὸ βαρβάτο!

Ποῦ λάμπ᾿ ἡ πέτσα του γιαλὶ
καὶ κανεὶς δὲν τὸ καβαλλεῖ
καὶ τὴ νιότη
τὴν ἀπερνάει στὰ πισινά του
ὁλόρθο, κ᾿ εἶναι τ᾿ ἀχαμνά του
ὅλο ἀξιότη!

Φέρτο στὴ μέση τ᾿ ἁλωνιοῦ
καὶ στὸ ριζὸ τοῦ πλατανιοῦ
ρίχτο χάμου,
εἶν᾿ ἡ σειρά του νὰ δοξάσει
τοὺς γόνιμους θεούς, νὰ πιάσ᾿ ἡ
προσφορά του!

῾Πόψε παντρεύομαι, γι᾿ αὐτὸ
σοῦ ἄξιζε τέτοιο ἕνα σφαχτὸ
κοτσονάτο,
ἐσένα, Πρίαπε, ἀσκημομούρη,
ποὖσαι κι᾿ ἐσὺ σὰν τὸ γαϊδοῦρι,
τὸ βαρβάτο!

 

Ζούγκλα

Μουσελίνα τέζα
σ᾿ ὀρθοβύζι ντοῦρο
προσωπάκι σκοῦρο-
λάγνα χαβανέζα!

Κορακοφρυδάτη,
μυγδαλοματοῦσα,
μελισσοχνουδάτη.
Ἔ, καὶ νὰ πατοῦσα

τ᾿ ἀτσαλένιο νύχι,
δόντι σιδερό,
στὸ κουστό σου σνίχι
τὸ μαυριδερό,

Ὅπως στὴ λαγκάδα
τὴν ἐρημικὴ
τίγρη τὴ ζαρκάδα
τὴν καταξεσκεῖ

κι᾿ ἄγρι᾿ ἀντιβογκᾷ
γύρω στὰ λογκὰ
ἡ χαρὰ τοῦ ἑνοῦ
Χάρος τ᾿ ἀλλουνοῦ.

 

Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»

Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.

Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!

 

Ἀρχὴ σοφίας

«Φρόνιμα καὶ ταχτικὰ
πάω μὲ κεῖνον ποὺ νικᾷ».

Ὁ ἕνας

Λίγη δροσιά, οὐρανέ μου,
καὶ χάηδεμα τ᾿ ἀνέμου,
κελάηδημα πουλιοῦ,
ξανάνιωμ᾿ Ἀπριλιοῦ!

Ἀνάσ᾿, ἀνάσα λίγη!
Χρόνια ἡ θελιὰ μᾶς πνίγει.
Λίγη χαρὰ σ᾿ ἀφτὰ
τὰ σκοτεινὰ γραφτά!

Σοῦ πήρανε, λαέ μου,
τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
πατριδοκαταλύτες,
ξένοι καὶ ντόπιο ἀλῆτες!

Ὁ ἄλλος

Ἂν θέλεις νὰ χαρεῖς
τὴ λεφτεριά, νωρὶς
γίνε προδότης, γίνε!
Τιμή, ντροπὴ δὲν εἶναι.

Θά ῾ναι μαζί σου οἱ νόμοι
κι ἡ πλερωμένη γνώμη!
Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου
κι ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη πιάσου!

Κι ἅμα σὲ φτύνει ἀφτός,
νὰ κάθεσαι σκυφτὸς
καὶ θά ῾χεις τὰ πρωτεῖα
στὴ σάπια πολιτεία.

Ὁ λαός

Ἔξω τοῦ ἀφέντη ἁρμάδα
φυλάει, μὲ μπούκα ὀρθή,
τὸ λείψανό σου, Ἑλλάδα,
μὴν ξάφνου ἀναστηθεῖ!

 

Ἀνάσταση

Νὰ τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!
Ψηλὰ τὸ κυπαρίσσι σὲ καλεῖ.
- Ἔλα, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ χάσεις
μάιδε νὰ θυμηθεῖς καὶ νὰ ξεχάσεις.

Πατρίδα; Πουλημένη στὸ σφυρί!
Λεφτεριά; Μὲ χαλκᾶδες δὲν μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ τὰ χεῖ ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿ ἢ προδότες τὰ ὀρφανά του!

Εἰσ᾿ ἄδειος ἤσκιος μέσα σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄδεια.
Δὲν εἶναι τόσο μάβρα τὰ σκοτάδια
τοῦ τάφου, ὅσο τὰ φέγγῃ τῆς ἡμέρας,
τὰ φέγγῃ τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς φοβέρας.

Πιὸ σίχαμ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάθε γῆς σκουλῆκι,
οἱ θεόμορφοι δυνάστες σου καὶ λύκοι.
Μὴ λὲς ἀφανισμὸ τὸ θάνατό σου,
ἀφοῦ δὲ ζοῦσες γιὰ τὸν ἐαφτό σου.

Ἂν ἔκανες τὸ χρέος σου στὸ λαό,
σὰν ξεχυθεῖ μὲ πάθος παλαιὸ
τὴν πᾶσαν ἀτιμία νὰ συνεπάρει,
μ᾿ ἄλλους πολλοὺς θά ῾χει κ᾿ ἐσὲ μπροστάρη.

 

Πρωτοχρονιάτικο

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.

Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.

Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».

 

Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.

Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.

Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.

Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!

Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

 

Ἡ Μαγδαληνή

Μέσ᾿ σὲ παλάτια, ποὺ σὰ σπήλια ἀντήχαν ἀπ᾿ τὶς μουσικὲς
κι᾿ ἀστράβαν ἀπ᾿ τὰ μέταλλα καὶ τὰ δεμένα φῶτα,
στὰ μάγουλά μου, ποὺ κανεὶς δὲν τὰ εἶδεν ἥλιος, οἱ μοσκὲς
γλίστρααν μὲ λάγγεμα πολὺ καὶ τὰ δάγκωναν σὰν ὀχιὲς
στὴν κρουσταλλένια μου φωνὴ θαμπὴ ἐγλιστροῦσε νότα.

Στὴν τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία ἐγώ ῾μουν ἡ Πηγή:
τοῦ κόρφου μου τ᾿ ἀμάραντα καὶ μοσκοβόλᾳ κίτρα.
Ὡσὰν τὴ φλόγα τοῦ κορμιοῦ μου ἄλλη δὲ γνώρισεν ἡ Γῆ,
σὰν τῆς ἀγκάλης μου μεστὴ καμιὰ δὲν ὑπῆρχε σιγή.
Ὁ ἔρωτάς μου νίκαγε τὴ Ρώμη τὴ νικήτρα. . .

Σκοτάδια ἤτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι᾿ ἀμμουδιὰ
καὶ στὰ γλυκὰ τὰ χείλια μου πικρὰ πολὺ τὰ γέλια.
Καὶ μοῦ τινάζαν ἄξαφνα τ᾿ ἀγνώστου φόβοι τὴν καρδιὰ
καὶ μοῦ κοβόταν ἡ ἀναπνιὰ μέσ᾿ σὲ φορέματα φαρδιά-
ἀπ᾿ τοῦ θριάμβου τὴν κορφὴ μακριὰ ῾βλεπα συντέλεια.

Δὲν ἦταν ἄξαφνη ἀστραψιά. Τοῦτο συνέβη ἀργά, σιγά. . .
Ὡραῖος δὲν ἤσουν, τίποτα δὲν εἶχες πάνω σου ἄξο!
Κοίταγες χάμου τὰ χαλίκια, ὡς μίλαγες σιγὰ κι᾿ ἀργά.
Τὴν τρίτη ἢ τέταρτη φορὰν ἄρχισε ὁ νοῦς μου νὰ ριγᾷ,
κι᾿ ὡς σήκωσες τὰ μάτια σου, δὲ βάσταα νὰ κοιτάξω.

Κι᾿ ἔνιωσα ὁρμὴ ἀσυγκράτητη στὰ πόδια σου νὰ κυλιστῶ.
Εἶδα νὰ σειέται μέσα μου ψυχὴ παρθένα ὡς τώρα.
Τὴν εὐτυχία τὴ γνώρισα στὸ δόσιμο χωρὶς μιστό,
τὴ λευτεριά-στὸ σκλάβωμα σὲ κάποιο ἰδανικὸ σωστὸ
καὶ τὴν ὑπέρτατ᾿ ἡδονὴ στὸν πόνον,-ἄξια γνώρα.

Καὶ στοὺς φτωχοὺς μοιράζοντας τὰ ὑπάρχοντά μου (ἀσημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες καὶ παλάτια)
τὰ βήματά σου ἀκλούθησα, ποὺ κι᾿ ἂν τὰ σβηοῦσε ταχτικὰ
στὸν ἄμμ᾿ ὁ ἀγέρας τοῦ βραδιοῦ, σὰ φῶτα μένανε γλυκὰ
γιὰ πάντα σ᾿ ἄμμο καὶ ψυχῇ καὶ σ᾿ ἀκοὲς καὶ μάτια.

Πράματα νέα δὲν ἔλεγες κι᾿ οὔτε, μὲ λόγια νέα, παλιά.
Ἀπὸ πολλοὺς κι᾿ ἀπὸ καιροὺς ὅλα ἦταν εἰπωμένα.
Μά ῾χες τὴ δύναμη ν᾿ ἀκοῦς τῶν οὐρανῶν τὴ σιγαλιὰ
κι᾿ ὅλα γιὰ σένα (κι᾿ ἄψυχα κι᾿ ἄνθρωποι) διάφανα γιαλιὰ
καὶ διάφαν᾿ ἡ καρδιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ σένα - καὶ γιὰ μένα!

Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω!

 

Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»

Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.

Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας
μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ
χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας
ἥλιος χωρὶς μαντύ.

Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,
τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ
καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι
ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.

Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου
τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ
τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου
νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.

Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους
ὡς μέσα στὸ νερὸ
τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους
νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.

Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.

Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,
στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους
καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....

 

Τὸ ἀηδόνι

Μάννα, ζεστὴ ἀγουροξυπνᾷς μέσα σὲ χίλια ἀρώματα,
φῶτα πολλὰ καὶ χρώματα
καὶ μοναχὰ ἀπ᾿ τὸ γγίμα
τ᾿ ἀγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι καὶ κόσμοι χύμα!

Ἐρωτοφύσημα κι᾿ ἐγὼ τὸ λαμπερό σου φλούδι
τὸ σπάω μὲ τὸ τραγούδι,
ποὺ τὴν ἁπλὴ χαρά μου
ὑψώνει στὰ μεσούρανα πλέον ἄξια ἀπ᾿ τὰ φτερά μου.

Μες᾿ στ᾿ ἄνθη τῆς ροδακινιᾶς, στῆς λεύκας τὴν κορφή,
ὅπου ἤσκιωμα βαθὺ
κι᾿ ὅπου κρύες βρυσοῦλες
πάω τῆς καρδιᾶς μου καὶ μετράω λαχτάρες καὶ τρεμοῦλες.

Μ᾿ ἀστροφεγγιὲς ὁλόβαθες, τριανταφυλλιὰ χαράματα,
μὲ φεγγαρομαλάματα
κι᾿ ὅταν σιγὰ κι᾿ ἀγάλι
βρέχει οὐρανὸς σὲ μιὰ μεριὰ κι᾿ ἠλιοφωτάει στὴν ἄλλη,

τοῦ λαρυγγιοῦ δονῶ ἀψηλά τη φουσκωμένη φλέβα
κι᾿ ἀνέβα ὁ ἀχὸς ἀνέβα
ὅλο καὶ πιὸ μεστώνει
καὶ τὸν ἀγέρα, ξέχειλον ἀπὸ ἡδονές, ματώνει.

Κι᾿ ὅταν σωπάσῃ μου ἡ καρδιὰ καὶ τὸ λαρύγγι σπάσῃ,
στὴ μαγεμένη πλάση
καὶ στὴν καρδιά, ποὺ νιώθει,
καιρὸ βαστᾷ ὁ ἀντίλαλος, καιρὸ πονᾶνε οἱ πόθοι.

Ὤ! δὲ θαμπώνει τὴ λαλιά μου θανάτου φοβέρα :
γῆς καὶ νεροῦ κι᾿ ἀγέρα
δὲν ξέρουνε τὰ γένη,
πὼς ὅ,τι ζεῖ καὶ χαίρεται, σύντομ᾿ ἀργὰ πεθαίνει.

Ὁ χορτασμένος ἔρωτας, τῆς ζωῆς οἱ γλυκάδες,
τῆς πλάσης οἱ ὀμορφάδες
ἔτσι βαθιά με ὁρίζουν,
ποὺ τῆς καρδιᾶς τὸ ξέσπασμα λυγμό μου τὸ γυρίζουν!

 

Παράδεισος

Λεύτερος νά ῾σαι δοῦλος ὁποιανοῦ,
λεύτερος νὰ μιλᾷς, ὅταν κοιμᾶσαι,
λεύτερος, χρόνια νὰ τὰ κυνηγᾷς
τῶν Γιούρων τὰ ποντίκια μὴ σὲ φᾶνε.

Στὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς σου νὰ χιλιάζουν
τὰ ψέματα – τῆς μύγας τὰ σκουλήκια -,
νά ῾σαι τῆς Ἱστορίας γελοιογράφος,
ἀφέντης δίχως πιθαμὴ δικιά σου.

Σὰν τὴ στέρφα γουρούνα τ᾿ Ἅι-Ἀντώνη,
μισότυφλη ἀπὸ πάχητα καὶ νύστα,
νὰ νείρεσαι πὼς κολυμπᾷς σὲ κάτουρα
καὶ ξερατά, γρυλίζοντας: «παράδεισος»!

 

Τυχερός

Ἀνεμοδέρνουν μέρα νύχτα ἀπάνου
σὲ στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
νὰ γελιέσαι πὼς εἶν᾿ Ἑλλάδα ὁ τόπος.
Μὰ δίπλα τ᾿ ἀγκαλιάζει νὰ τὰ σπάσει
τοῦ ξένου ἡ ἀστερομάτισσα κατάρα.
Ἂν φαρμάκωνε μόνη τὸν ἀέρα,
ἴσως, ραγιᾶ νὰ ξύπναες κάποιαν ὥρα:
«Στὴ χώρ᾿ αὐτὴ ποὺ τήνε λέω δικιά μου
ξένος εἶμαι καὶ τυχερὸς ποὺ ζῶ!»

 

Τάκης Φίτσος

Μὲ τὸ πικρὸ χαμόγελο καὶ τὰ σφιγμένα χείλη
βουβὰ τὸν ἴσκιο σου ἕλιωνες στὴν πολιτεία τῶν τάφων.
Ἐδῶ σὲ θάβουν ζωντανὸν ἂν θέλεις νά ῾σαι τίμιος.
Παιδὶ σὲ χτίσαν, γέρασες χωρὶς σταλιὰ νὰ ζήσεις.
Μῆνες καὶ χρόνια μέτραγες, δεκάχρονα κατόπι,
κι ὅλο ἡ πηγάδα βάθαινε κι ἀψήλωνεν ὁ τοῖχος,
παρηγοριὰ καὶ μάθημα φτωχολαοῦ δεμένου.
Καὶ μίαν αὐγὴ ἀνοιξιάτικην, ποὺ ἀνάκραζεν ἀγάπη,
τρυφερὰ σ᾿ ἀγκαλιάσανε οἱ ἀδερφομάχοι ἀγγέλοι
καὶ σὲ φορτώσανε. Κανεὶς δὲν ἄκουσε τὰ βόλια.
Καὶ τώρα, μέσα στὸ σωρὸ τὰ κόκαλα, μὴν ψάχνεις
νὰ ξεχωρίσεις τὰ δικά σου: εἶν᾿ ὅλα καθενοῦ!
Ὄχι συμπόνια, κλάμα, ὀργή. Ντροπή σου, μάνα Ἑλλάδα!

 

Αὐτονεκρολογία

Μισὸν αἰῶνα πάλευα κι ἀπάνου
γιὰ λευτεριὰ δικιά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ὅλο πιότερο μ᾿ ἔπνιγεν ὁ βρόχος,
κι οἱ γενναῖοι, ποὺ μὲ πνίγανε, πιὸ δοῦλοι.

Μὲ μπουκῶναν μωρὸ «Μεγάλη Ἰδέα»
κρύβοντάς μου τὸν πιὸ αἱμοβόρο ὀχτρό μου:
νά ῾μαι τοῦ ξένου ὁ πάτος, νὰ μισῶ
καὶ νὰ καταφρονῶ τ᾿ ἀνόσιο πλῆθος.

Τὰ σκολειά μου τὰ κλείνανε τὰ μάτια.
Μοῦ τ᾿ ἄνοιγαν ἡ ζούγκλα τῶν Ὀλίγων
καὶ τὰ «καταραμένα» τὰ βιβλία.
Κι ὁλάνοιχτ᾿ ἀπομεῖναν ὡς τὸ τέλος.

Ὅσο τὰ χρόνια ἀσπρίζαν στὴν κορφή μου,
τόσο βαθιὰ μοῦ μάτωνεν ἡ ἐλπίδα.
Μάθαινα πὼς ἡ ἀγάπη εἶναι δειλία
κι ἡ καλοσύνη ἀγιάτρευτο κακό.

Ἥρωας δὲν ἤμουν, μ᾿ ἔκαμνεν ὁ φόβος
(ἢ θὰ σκοτώσεις ἢ θὰ σκοτωθεῖς)
νὰ μεγαλώνω τὴ γλυκιὰ πατρίδα
καὶ νὰ μικραίνω τὸ φτωχὸ λαό.

Νὰ γελιέμαι πὼς ζῶ, ξεπόρτιζα ἔξω.
Κάθε πατημασιά μου καὶ πληγή.
Πιανόμουν ἀπὸ κάγκελα καὶ πόρτες
μὴν πέσω – τὸ κουφάρι μου κι ὄχι ἐγώ!

Μ᾿ ἄφησαν ὅλοι στὰ κακὰ ὑστερνά μου:
γυναῖκες, συγγενάδια, ἄσπονδοι φίλοι.
Κανεὶς νὰ μὲ βαστάει, νὰν τοῦ μιλάω.
Μιλοῦσα μοναχὸς δίχως ν᾿ ἀκούω.

Μὲ βρήκανε στὸ τέλος ξυλιασμένον
τρεῖς μέρες στὸ ντιβάνι μου ἀπομόναχο,
μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ καὶ στηλωμένα
κατὰ σένα, ὅπως πάντα, Ἀνατολή.

Οἱ πεθαμενατζῆδες μεθυσμένοι
βλαστημοῦσαν, ὅπως μὲ κατεβάζαν
τυλιγμένον σὲ μία παλιοκουβέρτα,
ὄροφοι πέντε καὶ σκαλιὰ ἐνενῆντα!

Κι ἢ ραχοκοκαλιὰ νὰ μὴ λυγάει
γιὰ νὰ τοὺς εὐκολύνει στὴ δουλειά τους.
Δὲν τό ῾μάθε κανένας. Τ᾿ ὄνομά μου
μήτ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ λέω καὶ δὲν τὸ γράφω.

Τὰ μπουκωμένα στόματ᾿ ἀλυχτῆσαν:
–καλότυχοι, ἕνας Βούργαρος λιγότερο!
–κακότυχοι, ποὺ δὲν τόνε προλάβαμε!
–κόβουμ᾿ ἕναν, φυτρώνουνε σαράντα!

Εὐχαριστῶ σας, γερατειὰ καὶ πόνοι,
ποὺ ἐσεῖς μὲ ξαποστείλατε, ὄχι ὁ Νόμος
(δυὸ φορὲς «ἐπ᾿ ἐσχάτῃ προδοσίᾳ»!).

Κι οὔτε μὲ πολτοποίησε στὴ λάσπη
ἕνα τρίκυκλο ἀθῷο («τροχαῖον ἀτύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στὰ βαθιὰ τῆς θάλασσας.
Τ᾿ ἀδούλωτα κορμιὰ δὲ βρίσκουν οὔτε
μιᾶς πιθαμῆς Ἑλλάδα νὰ ἡσυχάσουν!

Νοέμβρης 1968

 

Πρόλογος

Ξαφνικὰ μοῦ φασκιώνουνε τὰ μάτια
γιὰ νὰ βλέπω τὸ φῶς τὸ ἀληθινό!
Μὲ καρυδώνουν, γιὰ νὰ μὴ φωνάζω:
«Ὄρσε, Ἑλλάδα Γραικύλων ἀντιχρίστων!»
Ἄχερα μὲ μπουκώνουν κάθε μέρα.
Καὶ ποιοί; Τοῦ σκλαβοπάζαρου ἡ σαβούρα.
Καὶ πῶς; Ἔχουν ἀφέντη τὰ σκυλιὰ
καὶ δαγκάνουν τὰ πόδια σου, Ἱστορία.

Πῶς θὰ σωθοῦμε ἀπ᾿ τὴν «ἐλευθερία»
τῆς σκλαβιᾶς μας κι ἀπὸ τὸν «ὑπὲρ πατρίδος»
τῶν προδοτῶν; Καὶ πότε ἀπ᾿ τοὺς θεοὺς
τῶν ἀθέων καὶ τῶν ἀνθρωποφάγων;

 

«Ἐθνικὴ Παιδεία»

Γανιάσατε, δασκάλοι, νὰ ξεμάθω
νά ῾μαι ἐγώ, νὰ στοχάζομαι, νὰ θέλω -
ψέματα ὅλο ν᾿ ἀκούω, νὰ λέω, νὰ πράττω,
γιὰ ψέματα νὰ ζῶ καὶ νὰ πεθαίνω.

Δὲν μπόρεσε ἡ σπουδὴ νὰ μὲ χαλάσει.
Ἀντέξανε σαρκίο, ψυχὴ καὶ γνώση
μὰ κάθε τόσο θάνατος νὰ ξέρεις
ὅτ᾿ εἶσαι πάντα πουλημένο κρέας.

 

Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»

Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.

 

Στὸ γιό του

Στὸν κόσμο γιατί σ᾿ ἔφερα; Ἂν μοῦ μοιάσεις
κυνηγημένος θά ῾σαι ὁλοζωὶς
ἢ νύχτα σκοτωμένος (πέμπτος ὄροφος)
θὰ σαλτάρεις στὸ δρόμο «διαλαθῶν»
ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι τ᾿ ἀποπάτου,

ἢ μ᾿ ἀλλουνοὺς «εἰς τὸν συνήθη τόπον»
θὰ σὲ καρφώσουν ἄγνωστον μ᾿ ἀγνώστους
μὲ χέρια ἑλληνικὰ ντουφέκια ξένα,
χωρὶς ὄνομα, πῶς καὶ ποῦ. Οἱ προδότες
θ᾿ ἀπαγορεύουν καὶ τὰ κόλλυβά σας.

Ἂν ὅμως δὲ μοῦ μοιάσεις, ἡ ντροπὴ
καταδικιά μου θά ῾ναι, ὄχι δικιά σου.
Καταδότης, τσολιὰς καὶ μπλοκαδόρος,
ὅσο βουλιάζεις στὰ σκατά, ἄλλο τόσο
θὰ βγαίνεις καθαρὸς καὶ τιμημένος.

Κι ἅμα τὴν κάνει ὁ ὀχτρὸς τὴν Προδοσία
καθεστώς, θά ῾σαι πρῶτος : καὶ Θρησκεία
καὶ Νόμος κι Ἱστορία καὶ Λόγος, Κι ὅταν
οἱ κανονιὲς γιορτάζουν τῶν Ἑλλήνων
τὴν Ἀρετή, σὺ θά ῾σαι ὁ Ὑπερέλλην!

 

Τὰ λοίσθια

Ὅλα μπροστά σου μαῦρα, ἡ κάθε μέρα
πιὸ μαύρη ἀπὸ τὴ νύχτα. Ἡ φωτόσφαιρα
σβησμένη χρόνια πίσου ἀπ᾿ τὰ βουνά.
Κι ἂν κάποτες τὰ μάτια σου γυρνᾶνε
πίσου, διπλὰ πονᾷς, ῾τι βλέπεις νά ῾ναι
πιὸ μαύρ᾿ ἀπ᾿ τὰ παλιά, τὰ τωρινά!

*

Τί καλὰ νά ῾σαι πρῶτος! Ἀπὸ σένα
μόλις τώρα ἀρχινᾷ ἡ μεγάλη Τέχνη!
Ἂν τὸ πιστεύεις, εἶναι ἀλήθεια. Νόμος!
Τὴν κάθε μέρα πιὸ θὰ μεγαλώνεις,
ποὺ νὰ μὴ σὲ χωράει τουτ᾿ ἡ πατρίδα.
Ἀλλ᾿ ὅταν σ᾿ ἀγκαλιάσει ἡ μάνα Γῆς,
--δὲ θὰ σοῦ δώσει οὔτ᾿ ἕναν πόντο πιότερο
ἀπ᾿ τὸ μπόι σου. Μὰ τί σὲ νοιάζει ἐσένα;
Χρόνια τήνε μετροῦσαν οἱ πατοῦσες σου!
Νὰ λυπᾶσαι τὸν ἄλλον, ποὺ παιδεύεται
νὰ μὴ φανεῖ μικρὸς στὸν ἑαυτό του,
νὰ μὴ γελιέται καὶ νὰ μὴ γελάει,
νὰ μὴ στολίζει μὰ νὰ ξεγυμνώνει.
Κι ὅταν τὸν ἀγκαλιάσει ἡ μάνα Γῆς,
θὰ φανοῦνε τὰ σωστά του μέτρα.

 

Τρεῖς θάνατοι

Ζηλεύω σου τὸ θάρρος, Καρυωτάκη,
νὰ σμπαραλιάσεις τὴν τρανὴ καρδιά,
καὶ τὴν κακοτυχιά σου, Ὀλύμπιε Τάκη,
νὰ σὲ πάρουν τὰ κύματα βαθιά.

Μὲ πάει γελώντας ὁ Χάρος στὰ ἑκατό μου,
σιχάθηκα τὸν ἄχαρο ἑαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι ἂν ὄχι ἐμέ, τὴ θύμησή μου πᾶρε.

Ὅσο τὰ περασμένα ἀνακαλῶ,
τόσο δὲ βρίσκω τίποτα καλό.
Πόνοι, ἀρρώστιες, μὲ κάναν μοιρασιά,
μὰ θὰ πάω μονάχα ἀπὸ σιχασιά.

29-7-73

 

Πάνθεον Ἐθνικοφροσύνης
(Ὅλοι με πιστοποιητικόν)

Φανέ, ὅταν τὸ ἔλαιον σὲ λείψῃ, τί θὰ γίνῃς;
Τί; θὰ σβεσθῇς...
Δ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

Μεγάλη πόρτα νὰ χωρᾷ ὁ Μεγάλος
ποὺ διπλὰ μεγαλώνει ἅμα ξαπλώσει.
Ὡς τὸ κατώφλι Θάνατος καὶ Λήθη
καὶ μέσα Αἰώνια Μνήμη καὶ Χαρά!

Ἀθάνατοι σὲ μάρμαρο καὶ μπροῦντζο
λαμποκοποῦν οἱ ἀχόρταγοι λαοφάγοι.
Τοὺς προσκυνᾷ ἡ Πατρίδα «εὐγνωμονοῦσα»
καὶ τοὺς φοβᾶται ὁ «Σκώληξ ὁ Ἀκοίμητος».

Τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου ὁ κορονάτος
στὴν πίσσα ρίχνει τοὺς πιστούς σου, Φτώχεια.
Δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τοῦ Παραδείσου
τὰ πλούτη, ὅσο θυμᾶται τὰ δικά του.

Καλαμαρὰς ποὺ τύφλωνε τ᾿ ἀηδόνια
καὶ δάσκαλος ποὺ βίαζε τὴν Ἀλήθεια,
γιὰ ν᾿ ἀνεβοῦν σερνότανε στὴ λάσπη
καὶ τοὺς ἔφαε κι αὐτοὺς καὶ τὰ χαρτιά τους.

Καὶ μία μεγαλουσιάνα, ἄφραγη λάμια,
νά ῾τανε, λέει, κάθε φορὰ παρθένα!
καὶ μία παρθένα πρώιμη, ποὺ δὲν πρόλαβε
νὰ ξεπεράσει τὴ μαμὰ στ᾿ ἀνάσκελα.

Τ᾿ ἁγνά μας ἐθνικόπουλα, ὁρκισμένα
τὸν ἅγιον ὅρκο τῶν ἀρχαίων ἐφήβων,
γράφουν στὴν πλάκα τῶν τουφεκισμένων
ἀπὸ τοὺς Γερμανούς: «Καλὰ σᾶς κάναν!»

Καὶ στὴν κορφὴν ἀπάνου ὁ Μαῦρος Ἥλιος!
Τὸν κοιτᾷς καὶ σαπίζουνε τὰ λούκια σου.
Διχτάτορας! Ὅλ᾿ ἡ κοπριὰ τοῦ αἰῶνα
κοιλοπονοῦσε γιὰ νὰ τὸν ξεράσει!

Αὐτοὶ Πατρίδα, Ἅγια Γραφὴ καὶ Σπόρος!
Κι ἀπ᾿ τὰ ἱερά μας κόκαλα βγαλμένη
ἡ Προδοσία στὸ μασκοφόρο δίνει
σπαθὶ μ᾿ ἕνα χρυσὸ πουγκὶ γιὰ φούντα!

Τῶν αἱμάτων σου οἱ ποταμοί, Λαέ,
δὲν κάνουν ἕνα ρόχαλο δικό τους.
Κι ἂν τὴ στερνή σου ἁρπάξανε μπουκιά,
σοῦ ἀφήσανε τὴ δόξα τοῦ Θανάτου.

Στὴ χώρα κάτω νύχτωσεν ἡ μέρα,
μαύρη καπνούρα κι οὐρλιαχτὰ καὶ θρῆνος.
Δικὰ καὶ ξέν᾿ ἀγριόσκυλα, ζευγάρι,
σὲ μαγαρίζουν, κοσμογόνε Βράχε!

Πασκαλιὰ στὸ βασίλειο τῶν Σκιῶν!
Ἀναστημένα μάρμαρα καὶ μπροῦντζοι
κατηφορᾶνε χορευτὰ μὲ πήδους
νὰ μοιραστοῦν τὴ σάρκα σου, λαουτζίκο!

 

Ὀρέστης

Σέλινα τὰ μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα νὰ φανεῖς, ὡς εἶσαι, ὡραῖος,
καὶ διῶξε ἀπὸ τὸ νοῦ σου πιὰ τὸ χρέος
τοῦ μεγάλου χρησμοῦ, μιὰ καὶ κανένα
τρόπο δὲν ἔχεις ἄλλονε! Καὶ μ᾿ ἕνα
χαμόγελον ἰδὲς πῶς σ᾿ ἔφερ᾿ ἕως
στοῦ Ἄργους τὴν πύλη ὁ δρόμος σου ὁ μοιραῖος
τὸ σπλάχνο ν᾿ ἀφανίσεις ποὺ σ᾿ ἐγέννα.
Κανεὶς δὲ σὲ θυμᾶτ᾿ ἐδῶ. Κι ἐσὺ ὅμοια
τὸν ἑαυτό σου ξέχανέ τον, κι ἄμε
στῆς χρυσῆς πολιτείας τὰ σταυροδρόμια
καὶ τὸ ἔργο σου σὰ νὰ ᾿ταν ἄλλος κάμε.
Ἔτσι κι ἀλλιῶς, θὰ παίρνει σε ἀπὸ πίσου
γιὰ τὸ αἷμα τῆς μητρός σου γιὰ ἡ ντροπή σου.

 

Συμπόσιον

Ἀνοῖχτε στὰ τραπέζι᾿ ἁπλοχωριὰ
γιὰ τὴν ὡριά,
ποὺ μὲ τ᾿ ἁψὸ
κορμὶ θὰ πεταχτεῖ τὸ μελαψὸ
χορεύοντας· κι ἀπὰ στὰ φιδωτὰ
ψηφιδωτὰ
ἁπλῶστε, ὢ νιὰ
σκλαβόπουλα, τὰ φρέσκα γιασεμιά.
Καὶ φέρε σὲ κροντήρι ξομπλιαστὸ
κρασὶ λιαστὸ
κι ἄλλο κρασί,
μὲ τὰ μικρὰ τὰ δαχτυλάκια ἐσύ.
Καὶ στὶς κολόνες, ποὺ πρασινωπὰ
κλαριὰ νωπά,
κισσοῦ κλαριά,
μὲ τὰ κομμένα φύλλα καὶ τ᾿ ἀριά,
τὶς ζώνουνε γιὰ τὴν καλὴ γιορτή,
ἂς μποῦνε ὀρτοὶ
καὶ σιμωτὰ
καθρέφτες μὲ στεφάνι᾿ ἀσημωτά,
νὰ χιλιάζουν τὸ κάλλι τῆς ἀχνὸ
μὲς στὸν ἀχνό,
ὅπου γι᾿ αὐτὴ
θὰ βγάνει ὅσο λιβάνι θ᾿ ἀναφτεῖ!…
Ὤ! ὑψῶστε τὶς φωνοῦλες τὶς ψιλές!
Τὶς ἀψηλὲς
δάδες, ὦ νιοί,
χαμηλῶστε! Τὰ πέπλα της ἀνοιεῖ
καὶ τὰ πετάει, καὶ λάμπουν στὸ γερό,
τὸ λυγερὸ
κορμί, ποὺ ἀχεῖ,
οἱ σκιές, ποὺ μὲ νάρδο ἔχουν βραχεῖ.
Φουντῶσαν οἱ καπνοὶ της κεφαλῆς.
–Φαλλής! Φαλλής!
Μὲ τὴν ὁρμή,
ποὺ ἀκράτητο μᾶς κάνει τὸ κορμί,
ἂς πάρει ὅποιο κορίτσι κάθε νιός,
ὀμορφονιός,
μὰ τὴ Γοργώ,
τὴ φλόγα τὴ χορεύτρα, μόνο ἐγώ!
















































































Κώστας Βάρναλης: Ο πλαστουργός της «νιας ζωής»

41 χρόνια από το θάνατο του ποιητή των «Μοιραίων».

  | 16/12/2015
46

Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε το 2014 στο #ToPeriodikoGR,  με αφορμή τη συμπλήρωση των 40 χρόνων από το θάνατο (16 Δεκεμβρίου 1974) του ποιητή των «Μοιραίων», του Κ. Βάρναλη. Κι ενώ οι «Μοιραίοι» της γης δειλοί κι’ άβουλοι αντάμα αναρωτιούνται ακόμη «ποιος φταίει» για την άδικη μοίρα τους, οι στίχοι του ποιητή τραγικά επίκαιροι, περιγράφουν τη ζοφερή εικόνα του κόσμου μας: «Ω! τι μαύρα σκότη κ’ αίματα πηχτά! όλη η ανθρωπότητα κλαίει με βογγητά».

Ο Κ. Βάρναλης είναι ο προοδευτικότερος και ο πιο ριζοσπαστικός ποιητής της νεώτερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στη Βάρνα της Ανατ. Ρωμυλίας (Πύργος Βουλγαρίας) το 1884. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του, φοίτησε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και αργότερα σπούδασε κλασσική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1919 μετέβη στο Παρίσι και σπούδασε, με κρατική υποτροφία, Νεοελληνική φιλολογία και Αισθητική. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας. Επιστρέφοντας από το Παρίσι δίδαξε ως καθηγητής σε Γυμνάσια και το 1924 ανέλαβε τη διδασκαλία της Νεοελληνικής φιλολογίας στην Παιδαγωγική Ακαδημία, που διηύθυνε ο Δημ. Γληνός.

Η έκδοση όμως, των εικονοκλαστικών έργων του «Το φως που καίει» (1922) και «Ο Λαός των Μουνούχων» (1923) με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας του στοίχισε την εξάμηνη παύση του. Οι σκοταδιστές – αντίπαλοι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στράφηκαν λίγο αργότερα με διώξεις εναντίον του Γληνού κι όλων των δασκάλων της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και του Μαρασλείου Διδασκαλείου. Πολλοί συγγραφείς όπως ο Παλαμάς, ο Μυριβήλης κ.ά., υπέγραψαν διαμαρτυρίες για τη δίωξή του. Μετά από μια δεύτερη παραμονή στο Παρίσι, αποτέλεσμα της απόλυσής του από τη Μέση Εκπαίδευση το 1926, εργάσθηκε για βιοπορισμό στη σύνταξη εγκυκλοπαιδικών λεξικών και σε διάφορες εφημερίδες (Ανεξάρτητος, Ριζοσπάστης, Φιλελεύθερος).

Το 1934 εκπροσώπησε, μαζί με το Δημ. Γληνό, την Ελλάδα, στο συνέδριο σοβιετικών συγγραφέων. Το 1935 εκτοπίστηκε με άλλους αριστερούς διανοούμενους στον Άγιο Ευστράτιο. Από τότε, παρά τις διώξεις και τις απαγορεύσεις του έργου του, διατήρησε ως το θάνατό του την ιδεολογική του συνέπεια και την πολιτική του εγρήγορση. Στις 9 Δεκεμβρίου 1956 η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών τίμησε τον ποιητή «για τη συμπλήρωση 50 χρόνων πολύπλευρης λογοτεχνικής δράσης του ως μια από τις κορυφαίες πνευματικές μορφές του καιρού του». Το 1959 του απονέμεται το βραβείο “Λένιν” για τη συμβολή του «στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη».

Πολύπλευρη η προσωπικότητα του ποιητή που τιμάμε σήμερα: επιστήμονας, κλασικός φιλόλογος, ποιητής λυρικός και σατιρικός μαζί, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός. Πολλοί κριτικοί χωρίζουν το έργο του κατά τρόπο συμβατικό, μπορεί και δογματικό, σ΄ αυτό που ανήκει στην προκοινωνιστική περίοδο 1905-20 και στο καθαρά εθνικό-κοινωνικό. Και πράγματι, στα πρώτα του ποιήματα επιδιδόταν στην τέλεια επεξεργασία του στίχου κι αναζητούσε τα θέματά του στην αρχαιότητα. Η βαθειά αρχαιογνωσία του και η αρχαιολατρία του μαζί, του ενέπνευσαν μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματά του. Ορισμένα απ΄ αυτά δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ηγησώ», που ο ίδιος ίδρυσε και αποπνέουν την ευγένεια του ομώνυμου αρχαίου μνημείου της θλιμμένης κόρης του Κεραμεικού. (Ανάγνωση στίχων: «Ορέστη», «Αλκιβιάδη»).

Το 1904 θα κυκλοφορήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή τις «Κερήθρες» που θα την αποκηρύξει αργότερα σαν ιδεαλιστικό παραλήρημα. Ωστόσο, η κριτική θα αναγνωρίσει τη ρωμαλέα ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Ο Ν. Καρβούνης θα πει για τις «Κηρήθρες»: «φέρνει την υπόσχεση της φόρμιγγας του μεγάλου Πανός».

Το 1919 όμως ένα πολύστιχο (480 στίχοι) ποίημα «Ο προσκυνητής», σύνθεση αριστουργηματική που μέσα της «αστράφτει η γλώσσα του λαού» θα σηματοδοτήσει τη νέα πορεία του ποιητή. Ο Βάρναλης θα συνταχθεί με τους πρωτοπόρους διανοούμενους, τους φοιτητές, τους εργάτες και η μαρξιστική ιδεολογία του θα ανοίξει νέους ορίζοντες στην ποίησή του. Κι όπως ο Παλαμάς είναι το αστικοδημοκρατικό πρότυπο του ποιητή – πνευματικού οδηγού της φυλής, ο Βάρναλης γίνεται ο οδηγητής των προλεταρίων και της εργατικής τάξης και συγκεντρώνει, όπως γράφει ο Μ. Περάνθης, τις ελπίδες για την καλλιέργεια και στον τόπο μας της αριστερής τέχνης. Ο ποιητής πλαστουργός μιας «νιας ζωής» που με το όραμα και τον αγώνα μεταμορφώνει τις συνειδήσεις και τις διαπαιδαγωγεί. Συνειδητή αγωγή δια της ποιήσεως.

Ο Βάρναλης ανήκει στη χορεία των εθνικών μας ποιητών όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Παλαμάς. Κι είναι μεγάλος εθνικός ποιητής, γιατί στην ποίησή του μέσα στη σφαίρα ενός παγκόσμιου ομογενούς πολιτισμού, ενώ κατεργάζεται κοινά συναισθήματα και πανανθρώπινες ιδέες, προβάλλει τους εθνικούς χαρακτήρες της που τους συνιστούν η εθνική παράδοση, η εθνική συνείδηση και η εθνική μας γλώσσα – η Δημοτική που μέσα από την κατεργασία γενεών – εκφράζει και αισθητοποιεί τις ιδέες.

Η ποίηση του Βάρναλη είναι οικουμενική και πανανθρώπινη και συνάμα λαϊκή: «γιατί η τέχνη», όπως γράφει ο ίδιος, «αποτείνεται στο μεγάλο σύνολο. Η μεγάλη τέχνη είναι Λαϊκή». Λαϊκή και ασυγκατάβατα «αριστοπρεπής» είναι η τέχνη του Βάρναλη. Η λαϊκότητα συνοδεύεται από ποιότητα που αποστρέφεται τη λογοκοπία της μπροσούρας και την οχλοποίηση. Οι ελληνικοί χαρακτήρες της τέχνης του είναι ανάγλυφοι στη μορφή και το περιεχόμενο. Σε καιρούς που άλλοι ποιητές στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη συμβατικότητα της παράδοσης φλυαρούν ασυγκράτητα στον ελεύθερο στίχο, μέσ΄ από τη δημιουργία του Βάρναλη οι παλιές φόρμες ξαναλούζονται στο ποτάμι της ζωής κι αναβρύζουν το τραγούδι της. Ο κόσμος μας στην προαιώνια και αγέραστη νιότη του. Ο ήλιος, η θάλασσα, το φεγγάρι σμίγουν με τον ανθρώπινο πόνο (στίχοι: 1) «ήλιε και θάλασσα γαλάζια», 2) το ποίημά του «το πέρασμά σου» είναι βγαλμένο από τον πόνο της φτωχολογιάς και την πίκρα των καταφρονεμένων. Στους «ηλιοπάτητους δρόμους» σεργιανάει το μοιρολόι της μάνας του Χρηστού που με τη «μαύρην ομπόλια» κατεβασμένη στα μάτια θρηνεί μητροπρεπώς το γιο της: (Ανάγνωση στίχων: έφυγες………»). Παροιμιακοί τρόποι έκφρασης, φως, νεύρο, λυγεράδα συνθέτουν μια «καλλιγραφημένη κομψότητα» γράφει ο Λεκατσάς.

001060

Απ΄ αυτό το φως θα ξεπηδήσει το 1922 «το αριστούργημα της παγκόσμιας λυρικής» όπως αποκλήθηκε από τους κριτικούς «Το φως, που καίει»! Για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα η ιδεολογία της εργατικής τάξης αισθητοποιείται ποιητικά. Με ένα σοφό συνδυασμό πεζού και ποιητικού λόγου μεγάλες μορφές όπως ο Προμηθέας και ο Χριστός που χάραξαν την πορεία του κόσμου, θα γίνουν τα σύμβολα μιας «ακέραιης αισθητικής πράξης».

Το «Φως που καίει» είναι ο μονόλογος του Μώμου και τα διάφορα προσωπεία του – σύμβολα της πορείας της Ανθρωπότητας: ο Προμηθέας, ο Ιησούς, ο Οδηγητής είναι οι πρωτοπόροι. Η Αριστέα στις τρεις εξαϋλώσεις της αντιπροσωπεύει την Αντίδραση. Ο Μώμος, Ωκεανίδες, Σεραφείμ, η Μάνα του Χριστού, η Μαγδαληνή, ο Λαός είναι οι φορείς των διαφόρων κοινωνικών τάσεων. Ο Μώμος γιος της Νύχτας και του Ύπνου προσωποποιεί το σαρκασμό και τον Ψόγο. Ο Προμηθέας – ευεργέτης της ανθρωπότητας, όπως τον θέλει η παράδοση των τραγικών, απομυθοποιείται. Η κλοπή του φωτός δεν ήταν καθόλου ανιδιοτελής∙ αποσκοπούσε στην ανατροπή της ουράνιας κατεστημένης εξουσίας. Οι υλιστικές του αντιλήψεις που θέλουν τις χαρές μόνο για τον εαυτό του αντιστρατεύονται τον επιστημονικό υλισμό του Μώμου που τις θέλει δίκαια μοιρασμένες σ΄ όλους τους ανθρώπους. Από τα χείλη του αλυσοδεμένου Τιτάνα ακούμε τα λόγια ενός γλεντοκόπου: «Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω, ύστερις από κάρφωμα, τόσων αιώνων – είναι οι αμαρτίες που έχω κάνει». Το ίδιο αναφωνεί ο πατέρας του Σαιξπηρικού Άμλετ: «με σκότωσαν πάνω στο άνθος των αμαρτιών μου». Ο Χριστός βρίσκεται στην αντίπερα όχθη αντιπροσωπεύει την εθελούσια θυσία και τη μεταφυσική ελπίδα για ανάσταση, τον ιδεαλισμό και την κατεστημένη εκκλησιαστική μεταφυσική. Ο Μώμος περνοδιαβαίνει ανάμεσά τους και σαρκάζει πότε την εξουσιαστική απληστία του Προμηθέα και πότε τους ευδαιμονικούς μακαρισμούς του Χριστού.

Με «Το φως που καίει» ο Βάρναλης καταλύει ό,τι κίβδηλο υπήρχε στους παλιούς πρωτοπόρους και τους αντιπαραθέτει με τον καινούριο τύπο ανθρώπου τον «Οδηγητή». Στο δεύτερο μέρος μετά το «τετέλεσται», του Ιησού, ο ποιητής γεμίζει το χάσμα του παλιού κόσμου με τα λυρικά του τραγούδια: τον απεγνωσμένο Προμηθέα που κινδυνεύει να ιδεί εχθρικά τον κόσμο τον σώζει ο χορός των Ωκεανίδων με το ευφρόσυνο τραγούδι (Ανάγνωση στίχων) και του Ιησού το θάνατο, ο χορός των Σεραφείμ (Ανάγνωση στίχων).

Μα ο Βάρναλης δεν είναι μόνο λυρικός ποιητής∙ είναι και μέγας σατιρικός ποιητής. Είναι ο «Δήμος Τανάλιας» που με την κοροϊδία του, τον παροιμιακό του λόγο, τον παρατονισμό των λέξεων («τί λαμπρός που ν’ο καιρός! πόσο εγώ είμαι ωραίος! Έφαγα έναν πόντικα, δόξα νάχει ο Θέος») φτάνει τη σάτιρα στα ακρότατα όρια. «Η κοροϊδία σου», γράφει ο Παλαμάς, «παιγνίδι και τέχνη. Μαζί ιεροτελεστία και ξεσυνέρισμα».

Ο Κ. Βάρναλης δεν είναι μόνο ο σοφός πνευματικός δημιουργός, είναι γνήσιος κι αληθινός άνθρωπος, ο μπάρμπα-Κώστας, ο φίλος του λαού, των ταπεινών και καταφρονεμένων, που χωρίς (ταξική συνείδηση) είναι δέσμιοι της εκμετάλλευσης, των ταξικών διακρίσεων και των θρησκευτικών προκαταλήψεων.

Συμπαθεί τους άβουλους «Μοιραίους» του, «κι έτσι στη σκότεινη ταβέρνα, πάντα μας πίνουμε σκυφτοί», και παρηγορεί ελπιδοφόρα τους καταδικασμένους της ζωής:

«Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες
λιμάνια ολόκαπνα
και φυλακές,
μπορντέλ’ ακάθαρτα
και προσευκές».

Ειρωνεύεται τον κουτοπόνηρο καιροσκοπισμό τους στον «Καλό Λαό»:

«φρόνιμα και ταχτικά
πάω μ΄ εκείνον που νικά,
………………………………
εδώ χάμου δυο κορφές
το ζακόνι κι οι Γραφές».

Καυτηριάζει την υποταγή του στους αφέντες της Γης και του Ουρανού:

«Πληρώνω τα δοσίματα
στο Κράτος και δε μνήσκω,
το τελευταίο όβολο
στης εκκλησιάς το δίσκο».

Εξοργίζεται και επαναστατεί:

«Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ΄ οι ραγιάδες απ΄ τα ουράνια
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω
όπου ποθεί λευτεριά,
παίρνει σπαθί».

Οραματίζεται τον ευγενισμό της ψυχής και του πνεύματος του Λαού, σε μια απελευθερωμένη κοινωνία:

«Στης Λευτεριάς ανεβασμένη τα φτερά η Πλεμπάγια
σας φτάνει, ω θάματα του λόγου, αστράματα κ΄ μάγια».

KostasVarnalisLidas1935

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Η ποίηση δε στάθηκε αρκετή για το Βάρναλη∙ δοκιμάστηκε και στην πεζογραφία. Μετά το «Φως που καίει», ώριμος πια, αφήνει πίσω του την ιδεαλιστική φιλοσοφία και βλέπει τον κόσμο από τη ματιά των νέων φιλοσοφικών και πολιτικών εξελίξεων. Στο πεζογραφικό του έργο «Ο Λαός των Μουνούχων» μέσα από το σύμβολο ενός λαού ευνουχισμένων ανθρώπων, αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο της «ευνουχισμένης» κοινωνικής μας οργάνωσης.

Οι πεζογραφικές του, όμως, αρετές θα αναδειχτούν με θαυμαστή τελειότητα στην «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη». «Μοναδικό και κορυφαίο κατόρθωμα της λογοτεχνίας μας, απόρθητο ταμπούρι της λαϊκής γλώσσας, που την προίκισε ο Βάρναλης με πλαστική ευλυγισία και παραστατική δύναμη» γράφει ο Στέλιος Γεράνης. Για τη συλλογή του υλικού του, ο ποιητής γνωρίζει όλες τις πηγές που μιλούν για τη ζωή του Σωκράτη, τη φιλοσοφία του, την ιστορία της εποχής. Ο λόγος του είναι αριστουργηματικός, η δημοτική γλώσσα στην πλήρη άνθισή της – «παράδεισος λόγου» χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς. Τα χαρίσματα της μορφής συμπλέκονται δημιουργικά με το πρωτότυπο περιεχόμενο. Ο Σωκράτης απαρνιέται τις παλιές ιδεαλιστικές – αριστοκρατικές του ιδέες και με μια φιλοσοφία καινούρια εμφανίζεται στους κατάπληκτους δικαστές άλλος άνθρωπος, ο αληθινός Σωκράτης.

Η Απολογία κορυφώνεται με όσα λέει ότι θάκανε ο Σωκράτης αν τον άφηναν να ζήσει: «Γι΄ αυτά που δίδαξα, θα’πρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνάτε. Γι΄ αυτά που θα΄κανα αν ζούσα θα΄πρεπε με το δίκιο σας όχι να με σκοτώσετε μοναχά, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη, για να μάθει να διδάσκει την αρετή όσο θέλει, μα να μη μιλάει για την παλιανθρωπιά των αρχόντων…».

«Η αρχαιογνωσία μαζί με την κοροϊδία χορεύουν τον Καρσιλαμά» θα του γράψει ο Κ. Παλαμάς. Στο «Ημερολόγιο της Πηνελόπης» που εκδόθηκε μεταπολεμικά με μυθιστορηματικό χαρακτήρα, ανατρέπει την παραδεδομένη εικόνα της «Περίφρονος Πηνελόπειας» και αποκαλύπτει μια Πηνελόπη με κορμί ολοζώντανο και ερωτικές ονειροφαντασίες. Στο ρόλο της βασίλισσας, οι πράξεις της λέει, «είναι οι στοχασμοί και οι πράξεις όλων των Αφεντάδων». Στους «Διχτάτορες» ο Βάρναλης συγκεντρώνει ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία διαφόρων μονοκρατόρων. Μιλάει, για τη θηριωδία τους, τον ηθικό ξεπεσμό τους και για το πώς εκφυλίζουν και αποκτηνώνουν το λαό που θαυμάζει «τα θηρία θρόνου και διασκεδάζει με τα θηρία του αμφιθεάτρου».

Ο Βάρναλης ως κριτικός είναι «ο εισηγητής της κοινωνιολογικής μεθόδου» όπως λέει ο Βαρίκας. Εξετάζει το υπό κρίση λογοτεχνικό έργο σε συνάρτηση με την κοινωνία και την ιστορία και αρνείται την απολυτότητα των αισθητικών κανόνων. Στο κυριότερο κριτικό του έργο «Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική» απαντάει στο Γιάννη Αποστολάκη που επηρεασμένος από τη Γερμανική Ιδεολογία θέλει να επιβάλει απόλυτο κανόνα στην τέχνη. Ο ποιητής Βάρναλης εντάχτηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο. Με την τέχνη του πολέμησε το κοινωνικό κατεστημένο, κατήγγειλε τις αδικίες, την ανισότητα και τις αθλιότητές του.

Ποιητή, σ΄ είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας
με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου
σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει.
Σ΄ είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή δίπλα στ΄ αφτί
για ν΄ αφουγκράζεσαι πίσω απ΄ τα τείχη
τη στρογγυλή βουή του ιστορικού αναπότρεπτού ήλιου.
Αυτό τον ήλιο μας έδειξες.

(Γιάννης Ρίτσος – Αυγή 8-12-1956).

****https://www.toperiodiko.gr/%CE%BA%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82-%CE%B2%CE%AC%CF%81%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BF-%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BD%CE%B9/#.YdoAmWhBzMU

βαρναλης












Ο Κώστας Βάρναλης και η Μεγάλη Πράξη

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ:ΤΕΤΑΡΤΗ, 13 ΜΑΪΟΣ 2015 15:00ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: 
Βαθμολογήστε το άρθρο
(0 ψήφοι)

 

«Δεν εδίσταζες να τον προσφωνήσεις «δάσκαλε», όχι γιατί είχε άσπρα μαλλιά ή γιατί έλαβε το Βραβείο Λένιν, μα γιατί στο πρόσωπό του δεν υπήρχε περίπτωση η λέξη να πάρει την έννοια του σοφολογιότατου: του υπερβολικά σχολαστικού, του απόμακρου διανοούμενου. Ακτινοβολούσε μια σοφία γήινη, ανθρώπινη, ευρύχωρη, ξύπνια που επιβαλλόταν χωρίς να επιβάλλει». Αυτά γράφει ο Γ. Π. Σαββίδης, σε ένα κείμενό του με τίτλο «Ένας δάσκαλος βαρβάτος» για τον Κώστα Βάρναλη.

 


 

 

Αυτό τον ποιητή τιμάμε απόψε που παραμένει επίκαιρος παρά το γεγονός ότι η μοντέρνα αισθητική απορρίπτει την έμμετρη ποίηση (έγραφε με ομοιοκαταληξία) ως πληκτικό, βαρετό αναχρονισμό, την αναγκαιότητα της ανθρώπινης απελευθέρωσης ως αφόρητη κοινοτοπία και την αντίσταση στο «του κρείττονος συμφέρον», δηλαδή στο δίκαιο του πιο δυνατού, όπως έγραφε και ο ίδιος συχνά, ως διατάραξη της τάξης.

 

Ο Κώστας Βάρναλης είναι ένα από τα σπάνια φαινόμενα στην ιστορία της νεοελληνικής γραμματείας: αφενός είναι λογοτέχνης (ποιητής, πεζογράφος και μεταφραστής) και αφετέρου επιστήμονας (κλασικός φιλόλογος, νεοελληνιστής). Είχε επιπλέον μια ευρύτερη θεωρητική (φιλοσοφική, αισθητική, ιστορική) παιδεία και κατάρτιση.

 

Γεννήθηκε στον Πύργο (το σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας) της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1883. «Η σημερινή Νότια Βουλγαρία, σημειώνει ο ίδιος, ήταν τουρκική επαρχία με το όνομα Ανατολική Ρωμυλία. Στα γραμματόσημά της μάλιστα υπήρχαν γραμμένα με ελληνικά γράμματα οι λέξεις ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ... Όλες οι παράλιες πόλεις της χώρας ήτανε σχεδόν ελληνικές με σχολεία, συλλόγους, φιλαρμονικές και δεσποτάδες Έλληνες».

 

Ήταν γιος της Αλισάβας (Ελισάβετ) Μαυρομιχάλη ή Καμπίτση από την Αγχίαλο και του Γιάννη Βάρναλη, δηλαδή από τη Βάρνα (το πραγματικό επώνυμό του ήταν Μπαρμπούς, δηλαδή Τσαγκάρης) ο οποίος πέθανε, όταν ο ποιητής ήταν τεσσάρων χρονών. O Βάρναλης είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Τον ποιητή τον μεγάλωσε η αγράμματη μάνα του και ο μεγαλύτερος αδελφός του.

 

Τις γυμνασιακές σπουδές του έκανε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία στη Φιλιππούπολη για 4 χρόνια. Στη συνέχεια σπούδασε με υποτροφία στην Αθήνα, στη Φιλοσοφική Σχολή.

 

Εκείνη την εποχή το Γλωσσικό Ζήτημα βρισκόταν στην οξύτερη φάση του. Ο Βάρναλης, όταν φτάνει στην Αθήνα, ζει στον απόηχο των Ευαγγελικών του 1901. Λίγο αργότερα το 1903 είναι παρών στις μεγάλες συγκρούσεις με αφορμή τη μετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική, τα περίφημα ορεστειακά και τάσσεται με το μέρος φυσικά των Δημοτικιστών. Τι ήταν τα Ευαγγελικά και τι τα Ορεστειακά.

 

Ως φοιτητής γνωρίζεται με τους συγγραφείς της εποχής τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Κονδυλάκη κ. ά και μιλά αναλυτικά στα Φιλολογικά Απομνημονεύματα σε ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο με τίτλο: Η φιλολογική μποέμ της Δεξαμενής. Εκδίδει με την παρέα του το λογοτεχνικό περιοδικό Ηγησώ.

 

Το 1909 διορίζεται ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα και το 1911 βρίσκεται σχολάρχης στην Αργαλαστή του Βόλου.

 

Εμπλέκεται στην υπόθεση των Αθεϊκών του Βόλου λόγω της γνωριμίας του με τον Α. Δελμούζο, Διευθυντή του Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου, δηλαδή σε ένα γυμνάσιο θηλέων. Στο σχολείο αυτό δε γινόταν πρωινή προσευχή και δε διδάσκονταν τα θρησκευτικά, αλλά διδασκόταν η υγιεινή του ανθρώπινου σώματος, πρακτικές κοινωνικές δραστηριότητες, γαλλικά, πράγματα δηλαδή αδιανόητα για ένα σχολείο θηλέων. Στην πολύκροτη αυτή υπόθεση πρωταγωνιστής ήταν ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος. Σύμφωνα με τον ίδιο το Βάρναλη «..ήτανε μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ιδεολογικούς κόσμους: την αντιδραστική λογία παράδοση και τον προοδευτικό δημοτικισμό. Μα τούτος ο ιδεολογικός αγώνας είναι πρώτ’ απ’ όλα κοινωνικός…».

 

Από το 1912 υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία ως το 1919, όταν πήγε υπότροφος στο Παρίσι, για να σπουδάσει αισθητική και φιλολογία.

 

«Οι ιδέες του για τον κόσμο και την κοινωνία, όπως σημειώνει ο Δημήτρης Γληνός, ως το 1919 δεν παρουσιάζουν καμιά σοβαρή επίδραση ούτε από τους βαλκανικούς πολέμους ούτε από τον Α παγκόσμιο πόλεμο, αν και φόρεσε το χακί και υπηρέτησε πολύν καιρό στρατιώτης».

 

Αν θέλουμε να περιγράψουμε το ιστορικό πλαίσιο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Βάρναλης, θα λέγαμε ότι είναι τα ταραγμένα χρόνια που ζει το Νέο Ελληνικό Κράτος με την άνοδο της αστικής τάξης 1875 ως το 1909, όταν έγινε το κίνημα στο Γουδί, και την εμφάνιση της Ελλάδας ως μιας βαλκανικής δύναμης. Ορόσημα αυτής της περιόδου είναι η Μεγάλη Ιδέα, η Πτώχευση της χώρας, όταν ήταν πρωθυπουργός ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1893 και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913.

 

 

«Το Ξύλο, η Καθαρεύουσα και η Μεγάλη Ιδέα μας είχανε κάνει το μυαλό κουρκούτι. Όταν εύρισκα Τουρκόπουλο, Βουλγαράκι ή Εβραιάκι του χεριού μου, το έπιανα και το έδερνα για να εκδικηθώ τα όσα κακά μας είχανε κάμει».

Φιλολογικά Απομνημονεύματα

 

 

Ο Βάρναλης αρχίζει να γράφει κυρίως μικρά ποιήματα σε άψογη μορφή. Ο έρωτας, ο πόθος για τη ζωή, η ξέχειλη χαρά και η λατρεία της ελληνικής αρχαιότητας είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των πρώιμων έργων που γράφονται στην περίοδο 1904-1919/22 .

 

Άριστος τεχνίτης ο ίδιος συνεχίζει τις έτοιμες παραδοσιακές φόρμες προβάλλοντας ένα καινούριο περιεχόμενο, δίνοντας μια νέα απόχρωση στη γλώσσα του ρεαλισμού και της σάτιρας. Για το λόγο αυτό πιθανόν δεν αισθάνεται και την ανάγκη να φύγει από την τότε καθιερωμένη στιχουργική, η οποία μιλάει αμεσότερα στις πλατιές μάζες.

 

Οι εκφραστικές επιλογές του απλώνονται σε όλο το φάσμα της γλωσσικής παράδοσης: από τον Όμηρο ως τον Αριστοφάνη, τη βυζαντινή κοινή και τη μεταβυζαντινή παράδοση ως την κρητική λογοτεχνία και το κλέφτικο τραγούδι, από το Σολωμό, και τον Παλαμά ως το Σικελιανό.

 

Λέξεις του αστικού περιθωρίου που σε συνδυασμό με τη λαϊκή φωνητική, μορφολογία και τη σύνταξη συνθέτουν το ύφος και το ήθος ενός κόσμου λαϊκού, περιθωριακού μα ζωντανού και ρωμαλέου.

 

Διατηρώντας στέρεους δεσμούς με την παράδοση του δημοτικισμού της αγωνιστικής περιόδου βαθαίνει στις ρίζες του λαού σπρώχνοντας το λαϊκισμό του ακόμη και ως τα κουτσαβάκικα.


 

Τον Ιούλιο του 1919 ο Βάρναλης γράφει στο Παρίσι το ποίημα που έχει τίτλο Άσμα πρώτο: Προσκυνητής, σε εξήντα οχτάστιχες στροφές, οκτάβες, με την αφιέρωση: του σοφού μου δασκάλου Νικόλαου Πολίτη, πρόκειται για τον ιδρυτή της Λαογραφίας.

 

Ολόκληρο το ποίημα είναι ένας ύμνος δοξαστικός στο αιώνιο ελληνικό πνεύμα και στην αθάνατη Ελλάδα, την άνω Ελλάδα, όπως θα έλεγε ο Σικελιανός: πράγμα που δείχνουν οι επικλήσεις του : Γη μου, όλης της Γης, αφάλι (ΙΙ, 34- VII, 31)-Ελλάδα, στόμα όλου του κόσμου (ΙΙΙ, 8)- Ελλάδα, άσειστο Μάτι / πνευματικής ημέρας (ΙΙΙ, 90)- Λαέ μου (IV,1)- Πρόφταξ εσύ, φυλή μεγάλη, (VIII, 31-32).

 

Ο ποιητής εξυμνεί την Ελλάδα από τον Όμηρο και την αρχαία τραγωδία ως το μεσαιωνικό Ελληνισμό, το δημοτικό τραγούδι και το Σολωμό. Είναι ο ίδιος ο προσκυνητής του τρισχιλιετούς μεγαλείου και της πορείας της Ελλάδας. Η συνέχεια του εθνικού ελληνικού βίου, αυτής της ιδεατής Ελλάδας, πορεύεται μέσα από αντιθέσεις:

 

Χριστός κι Ορφέας,

Αθηνά και Παναγία –

Σαλαμίνα και Εφιάλτης -

Δωδώνη κι ο Άγιος Τάφος (Χ)

 

Ποιο είναι όμως αυτό το πνεύμα του αιώνιου ελληνισμού που θα καθοδηγήσει τους ανθρώπους; είναι

 

Ο Λόγος ο τριαδικός καθώς η Θεότη:

Ομορφιά κι Αρετή κι Αλήθεια αντάμα.

Μια Ολότη της Ζωής, …κι άμα

χτυπήσουνε σωστά, δίνουν μια δίκια

ζήση στ’ αθλια, τ’ ανθρώπινα σκουλήκια.

 

Εδώ ο Λόγος φαίνεται ότι ταυτίζεται με μια ύψιστη αισθητική λογοτεχνική ανθρωπιστική αξία και στοχεύει στην επικράτηση της δικαιοσύνης για τα τυραγνισμένα ανθρώπινα πλάσματα.

 

Ο ίδιος ο ποιητής αποτάσσεται τον παλιό εαυτό του και αντιλαμβάνεται πως ο κλήρος που του έτυχε είναι κλήρος οδηγητή.

 

Στο τελευταίο μέρος του ποιήματος ( XI) όμως φαίνεται να εγκαθίσταται ένας μικρός Μώμος. Σπέρνεται μια αμφιβολία: Έτσι «όλοι αυτοί οι Έλληνες κι οι ιδέες, που για μια στιγμή τους οραματίστηκε ως απελευθερωτές κι οδηγούς της ανθρωπότητας ήταν μονάχα πλάσματα της φαντασίας του…

 

Αυτό το κατά βάση εθνικιστικό ποίημα έμεινε ατελείωτο. Το πρώτο άσμα ήταν και το τελευταίο.


 

Αυτό το παιδί από την Ανατολική Ρωμυλία που οραματιζόταν μιαν Ελλάδα «στόμα όλου του κόσμου» μεταμορφώνεται σε έναν ώριμο άντρα που ψηλαφώντας τις χαίνουσες πληγές της Ευρώπης από το Μεγάλο Πόλεμο (1914-1918) αισθάνεται να μεταβάλλεται «εντός του ο ρυθμός του κόσμου». Ταυτόχρονα σχεδόν επηρεάζει καθοριστικά τη σκέψη του ο απόηχος της Οχτωβριανής Επανάστασης (1917), που πλανιέται σαν φάντασμα πάνω στις χώρες της Ευρώπης.

 

Η ιδεολογική μεταστροφή του Βάρναλη από τον Ελληνοκεντρικό Αισθητισμό και Ιδεαλισμό προς τη θεωρία του Διαλεκτικού Υλισμού θα γίνει η απαρχή μιας λογοτεχνικής παραγωγής που θα πάρει το χαρακτήρα μιας ενιαίας και πολυμέτωπης ιδεολογικής εξόρμησης. Είναι η περίοδος της ορμής και της θύελλας: κορυφαίες δημιουργίες του: Το φως που καίει, τρία διηγήματα: Ο λαός των μουνούχων, η ιστορία του αγίου Παχώμιου, οι Φυλακέςκαι τρία κριτικά κείμενα: θεωρητική εισήγηση για τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κριτική περί Παλαμά ως καθολικού ανθρώπου και πατριώτη και κριτική περί Σικελιανού ως διανοητού και μυστικιστού.

 

Το 1922 εκδίδεται στην Αλεξάνδρεια από τον εκδότη Στέφανο Πάργα η ποιητική σύνθεση Φως που καίει με το «εργατοπρεπές» ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα ήταν ο λογοτεχνικός συρμός, η μόδα της εποχής π. χ. Λάμπρος Πορφύρας κ. ά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και μια ιδεολογική πρόκληση: ο Τανάλιας δήλωνε την τανάλια που σφίγγει κι εξοντώνει τους εχθρούς. Πάντως στη έκδοση χρησιμοποιήθηκε και για κάλυψη από τη λογοκρισία λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής του ιδιότητας. Το 1933 στην Αθήνα εκδίδεται η «Δέφτερη έκδοση ξαναπλασμένη» με το όνομα Κώστας Βάρναλης και σημαντικές αλλαγές.

 

Ο ίδιος ο Βάρναλης γράφει για το Φως που καίει: «..ήτανε για την Ελλάδα η πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο έγκλημα του παγκόσμιου μακελιού…τα αντιπολεμικά μανιφέστα και έργα ξεπετιούντανε πύρινα από τις ουδέτερες χώρες…όπου είχανε καταφύγει όλοι οι ειρηνιστές, οι ανθρωπιστές (ουτοπιστές) μα και μαζί μ’ αυτούς και κοινωνικοί επαναστάτες απ’ όλα τα εμπόλεμα κράτη. Μερικοί απ’ αυτούς ήτανε κορυφαίοι της παγκόσμιας Σκέψης και Δράσης, όπως ο Ρομαίν Ρολάν και ο Λένιν».

 

Στο Φως που καίει συναιρούνται τα αντίθετα: ο χριστιανικός και ο αρχαίος μύθος, ο συμβολισμός και ο ρεαλισμός, ο ποιητικός και πεζός λόγος. και προπάντων ο λυρισμός και η σάτιρα που είναι στο εξής οι στυλοβάτες της ποιητικής σκηνοθεσίας τουΣτο ιδεολογικό πεδίο ανταποκρίνεται στο αίτημα της κοινωνικής επανάστασης και διαμορφώνει ένα πρότυπο επαναστατικής τέχνης.

 

Στην αλληλογραφία του ποιητή διαβάζουμε την εξήγησή του για το συμβολισμό των βασικών προσώπων και των ρόλων τους. Γράφει ο Βάρναλης: «το Α' Μέρος είναι ένας διάλογος μεταξύ Προμηθέα, Χριστού και Μώμου, δηλαδή μεταξύ του απολύτου θεωρητικού πνεύματος, του μυστικισμού και του ρεαλιστικού [..].

 

Η λέξη μῶμος στα αρχαία ελληνικά σημαίνει ψόγος, επίκριση, κατηγορία. Αργότερα εμφανίζεται ως σατιριστής. Ο Βάρναλης χρησιμοποιεί τη λέξη για δηλώσει την αμφιβολία, την κριτική και με όπλο του τη σάτιρα κρίνει, ειρωνεύεται, χλευάζει, σαρκάζει πρόσωπα, ιδέες και πίστεις.

 

«στο Γ' Μέρος η Πόρνη είναι η Πατρίδα, Θρησκεία, ο Πόλεμος, η αστική Τέχνη, και

Λαός είναι η επαναστατική συνείδηση, ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη»

 

 

 

Σκλάβοι Πολιορκημένοι

 

Το 1927 από τις εκδόσεις Στοχαστής κυκλοφόρησε το βιβλίο του Κ. Βάρναλη με τίτλο Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ένα έργο Αντιπολεμικό, Αντιιδεαλιστικό και Σατιρικό με αφορμή τη σολωμική μελέτη του Γ. Αποστολάκη Η Ποίηση στη ζωή μας.

 

Ο ποιητής σημειώνει στα Φιλολογικά Απομνημονεύματα: «….θέμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων είναι η τελευταία περίοδος της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγιού και η ηρωική έξοδος της φρουράς και του λαού. Και σκοπός το δόξασμα, η αποθέωση του θανάτου για την πατρίδα, για την ελευθερία, για το χρέος. Θέμα (ιστορικό εννοώ), δεν έχουνε οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Έχουνε σκοπό το κήρυγμα της κοινωνικής επανάστασης. Και καταλήγουνε στην ιστορική και ηθική δικαίωση αυτής της επανάστασης μετά το ξετίναγμα, που κάνουνε όλων εκείνων των θεμελιακών, των «υψηλών» αξιών του αστικού καθεστώτος, που είναι όλες αξίες νεκρές, άγονες, ψεύτικες. Αν υπάρχουνε εξωτερικές ομοιότητες και αναλογίες ανάμεσα στο φημισμένο σολωμικό ποίημα και στο β μέρος των Σκλάβων Πολιορκημένων, που έχει τον τίτλο Πόλεμος, τούτο γίνεται επίτηδες: από τη λεγόμενη «ηδονή του κινδύνου», του κινδύνου να σταθώ δίπλα στο μεγαλύτερον Έλληνα τεχνίτη του στίχου με όλα τα δυνατά μου. Μα προπαντός για να φανεί καλύτερα πως η ματεριαλιστική ερμηνεία της ιστορίας είναι αληθινότερη από την ιδεαλιστική ».1

 

Το έργο Σκλάβοι Πολιορκημένοι διαιρείται σε τέσσερα μέρη: Α. Το Θεϊκό ήτοι το ανθρώπινο πάθος: Οι πόνοι της Παναγιάς- Η αγωνία του Ιούδα-η τιμωρία του ανόμου-Η ψυχή- Το κορμί και η ψυχή- Ο «καλός» λαός Β. Ο Πόλεμος : Ο άντρας-Η γυναίκα- Η χαρά του πολέμου-Η έφοδο-Ο τρελός Γ. Το Όραμα ήτοι η δέφτερη παρουσία Δ. Η Καμπάνα ήτοι η ελεφθερία. Ο Βάρναλης έγραψε και έναν πρόλογο που οι τελευταίοι του στίχοι θυμίζουν τον τόνο των Μοιραίων.

 

 

Πρόλογος

 

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.

Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός

μπρος στο κάθε τραπεζάκι.- «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»

 

- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

[ …]

Αχ, πού σε νιότη πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

 

 

Το έργο αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του φωτός που καίει και είναι το ωριμότερο και αρτιότερο ποιητικά. Από τις πολυάριθμες αναφορές - σχέσεις με του ομότεχνούς του αναφέρουμε μόνο την περίπτωση του Διονυσίου Σολωμού, στον οποίο αποτίει διαρκώς φόρο τιμής στην πολυετή του δημιουργία. Απόδειξη η μελέτη του: Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική. Συγκεκριμένα παραδείγματα: Ολόκληρος ο Προσκυνητής είναι τονισμένος στους ρυθμούς και στη στιχουργική του σολωμικού Λάμπρου και με αναφορές στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.

 

Στους Σκλάβους Πολιορκημένους, στην ενότητα Πόλεμος η γυναίκα μιλάει με στίχους του Σολωμού από το ποίημα Η μέρα της λαμπρής: Φιληθείτε οχτροί μαζί και φίλοι, από το Λάμπρο.

 

Ο κύκλος των σκληρών αντιδράσεων και αδυσώπητων επιθέσεων μετά την έκδοση της συλλογής Το Φως που καίει κορυφώνεται με την Πειθαρχική Δίωξη που ασκείται σε βάρος του και στη συνέχεια με την εξαμηνιαία παύση από τη Δημόσια Εκπαίδευση τον Απρίλιο του 1925. Το 1926, με το ξέσπασμα των Μαρασλειακών, των αναταραχών δηλαδή εξαιτίας της διδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας από τη Ρόζα Ιμβριώτη στο Μαράσλειο, την Ακαδημία για δασκάλους, και που είχε ως αποτέλεσμα τη απόλυση του Δ. Γληνού και Α. Δελμούζου, απολύεται και ο ίδιος οριστικά από την εκπαίδευση.

 

Λίγο αργότερα ακολουθεί η αποκήρυξη και καταδίκη του από την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία: Συστατική Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου: Πρωτοχρονιά του 1930.

 

Στο κλίμα της ελληνικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου: Μικρασιατική καταστροφή 1922, Οικονομική κρίση 1929, άνοδος του φασισμού στην Ιταλία, τα συνεχή στρατιωτικά πραξικοπήματα στην Ελλάδα (Πάγκαλος, Κονδύλης) η εύθραυστη δημοκρατία του Ιδιωνύμου (νόμος που θεσπίστηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1929 για την ασφάλεια του κοινωνικού καθεστώτος) έχει δώσει τη θέση της σε μια ανοιχτή τρομοκρατία κατά του κομμουνισμού.

 

Παρά ταύτα ο Βάρναλης μαζί με το Δ. Γληνό μετέχουν στο Α' Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων το 1934 στη Μόσχα. Το 1935 με τη Δικτατορία του Γ. Κονδύλη το μαρξιστικό περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι του ΚΚΕ κατάσχεται και ο Δ. Γληνός και ο Κ. Βάρναλης που γράφουν στο περιοδικό εκτοπίζονται στη Μυτιλήνη. Οι εντυπώσεις του από τους δύο μήνες εξορίας δημοσιεύτηκαν με το γενικό τίτλο: Με τους εξόριστους στα νησιά του θανάτου, μια ζωή φρίκης και ηρωισμού.

 

Στη διάρκεια της δικτατορίας που εγκαθίδρυσε ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Ι. Μεταξάς (1936-1940), στη διάρκεια της κατοχής, του εμφυλίου και εξής, για να μπορέσει να ζήσει, δημοσιογραφεί στο Ριζοσπάστη και σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.

 

Το 1959 γέρος πια (76 χρονών) επιβραβεύεται για τους κοινωνικούς αγώνες και λογοτεχνικό του έργο και τιμάται στη Μόσχα με το Βραβείο Λένιν για την ειρήνη.

 

Οι τελευταίες ποιητικές συλλογές του είναι Ελεύθερος Κόσμος και Οργή Λαού, η οποία εκδόθηκε λίγο μετά το θάνατό του, το 1975.

 

Στις δύο τελευταίες αυτές συλλογές η μαρξιστική ιδεολογία και θεωρία, το όραμα και το κήρυγμα των μεγάλων συνθέσεων, το Φως που καίει, οι Σκλάβοι Πολιορκημένοι και η Αληθινή απολογία του Σωκράτη, μετατρέπεται σε μαρτυρία και οργή. Έχουν μεσολαβήσει ο Πόλεμος, Η Κατοχή, Ο Εμφύλιος, η Βασιλεία της Δεξιάς και τα Μαρτύρια των Κομμουνιστών και της Αριστεράς. Αυτή είναι και η ύλη στην οποία καρπίζει η συλλογή Ελεύθερος Κόσμος.

 

Το κλίμα που εξέθρεψε τα ποιήματα της συλλογής Οργή λαού είναι ζοφερό: η Αμερικανική Προστασία, η Επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία και η ένατη δεκαετία της ζωής του.

 

Σ’ αυτή την τελευταία συλλογή «Η σατιρική του φλέβα, ενωμένη με την πιο αστόλιστη οργισμένη του γλώσσα, αιωρείται σαν δίκοπο σπαθί (...) η ποίηση αυτή μας δίνει έναν «πολιτικό» κι ένα «διδακτικό» Βάρναλη, ισοδύναμο με τις πιο ώριμες στιγμές του και έναν «ιδιωτικό» την ώρα του θανάτου, που μέσα από τις πικρίες και τις κάμψεις, ανασαίνει με γενναιοφροσύνη αρητόρευτη».

 

Χαρακτηριστικά της σάτιρας: είναι σάτιρα κοινωνικής κατηγορίας και κατάγεται από την πιο πηγαία, λαϊκή και λόγια, παράδοση του κωμικού: την παράδοση του αρχαίου σπουδογέλοιου και τη μεταμεσαιωνική των λαϊκών γιορτών. Επικρατεί μια αισθησιακή και λεκτική ελευθεριότητα που φτάνει ως την άκρατη αθυροστομία και βεβήλωση. Μια αποκαθήλωση των άνωθεν δυνάμεων και μια ασύμβατη μεταξύ τους σύζευξη του τύπου: «καλά να ζεις, καλά να ζω, μια θέισσα μ’ ένα ζο» και μια ενθρόνιση και εκθρόνιση, όπως γίνεται με τη στέψη και την καύση του καρνάβαλου. Παρακολουθούμε δηλαδή μια καρναβαλική, σύμφωνα με το Μπαχτίν, αντίληψη του κόσμου.

 

Στόχος της σάτιράς του είναι η βρομιά και η σαπίλα του αστικού καθεστώτος και η εξαγγελία της επανάστασης και το όραμα της αταξικής κοινωνίας.

 

Αναφέρω δύο βασικά θέματά της σάτιράς του: πρώτον ο Αισθησιακός ρεαλισμός: «οι εικόνες της ηδονής και του άσεμνου χρησιμοποιούνται για να καταγγείλει την έκπτωση του ανθρώπου και των κοινωνιών από τη βουλιμία και την εκμετάλλευση των ισχυρών». Το δεύτερο είναι ο Κοινωνικός ρεαλισμός: από την εξαθλίωση στην εξέγερση».

 

 

Ήταν ο Τσόκλης ο γκαβός

ο Κωτσαράς ο παλαβός

ο Λέτσος με τη μαχαιριά

μπουλούκι από μουστακαλήδες

που με ζουνάρι απολυτό

περάσανε στον κόσμο αυτό

μπεκρήδες κλέφτες χασικλήδες

 

 

 

 

Ο Βάρναλης αφενός ανοίγει τον ορίζοντα της ποίησής του σε θέματα ως τότε αντιποιητικά: προς τη θέα και την ανατομία του υποκόσμου: Πόρνες, φαντάροι, φονιάδες, καταδότες, ταβερνόβιοι, αλήτες είναι όλοι τους υποπροϊόντα του πολέμου και κάθε είδους εκμεταλλευτικού μηχανισμού, διαθέσιμοι ακόμη και για την επανάσταση. Αναπαριστάνεται η ιδεολογική αλλοτρίωση ή «φενακισμένη συνείδηση», όπως λέει ο Μαρξ, των λαϊκών τάξεων: παραδείγματα οι Μοιραίοι και ο καλός λαός.

 

Επιβάλλεται να αναφέρουμε την αυτοκριτική γενναιότητα σπάνια σε μεγάλους δημιουργούς: Το 1935, όταν έχει δημοσιευθεί όλη η μεγάλη λογοτεχνική του παραγωγή (Φως που καίει, Σκλάβοι Πολιορκημένοι και Αληθινή απολογία του Σωκράτη) σε μια σειρά άρθρων του (τώρα δημοσιευμένα στα Φιλολογικά Απομνημονεύματα) κρίνει το ποιητικό του έργο με διαυγή και ώριμη σοφία: για το πρώτο μεγάλο σύνθεμα Το φως που καίει γράφει: «μα ό,τι έκανα δεν ήτανε και πολύ ώριμο έργο. Δεν ήτανε δουλεμένο lege artis. Άμα το τύπωσα κι ύστερα είδα τα κουσούρια του. Γι’ αυτό και προσπάθησα να το διορθώσω, σε μια δεύτερη έκδοση το 1933 το ξανάγραψα από την αρχή και το άλλαξα όσο βάσταγε το σκαρί του. Το είχα βάρος στην ψυχή μου.»

 

Δυο λόγια ακόμη:

 

Όσον αφορά τα θρησκευτικά σύμβολα και ιδιαίτερα την Παναγία αναφέρουμε την απάντησή του στις σφοδρές επιθέσεις που δέχτηκε:

 

 

«Αν η Παναγία μου κίνησε το ποιητικό μου ενδιαφέρον είναι γιατί μπορούσε εύκολα να γίνει η Μάνα-Σύμβολο, ο τύπος όλων των μανάδων, που κλαίνε και δέρνονται, όταν τους αδικοσκοτώνονται τα παιδιά τους, ο τύπος και το σύμβολο της πραγματικής μητρότητας…εγώ έγραψα ό,τι έγραψα σαν ποιητής. Ήθελα να ολοκληρώσω τη Μάνα-Σύμβολο. Να της δώσω (το κατά δύναμη) όλο εκείνο το απέραντο βάθος, που έχει η πραγματική μητρότητα, που είναι ο πρώτος και έσχατος νόμος της ζωής και όχι θάμα. Αυτό άλλωστε κάνουνε και οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Από αυτούς πήρα τον τόνο και μάλιστα του Ρωμανού του Μελωδού».

 

Τελειώνω τη σύντομη και ατελή παρουσίαση του έργου του με τις σκέψεις που διατυπώνει ο ίδιος σχετικά με το πνεύμα και τον πολιτισμό, επίκαιρες όσο ποτέ:

 

 

«μου είχε περάσει η μυστικόπαθη πίστη μου στην ηγεμονία του πνεύματος απάνου στη ζωή. Μου φαινότανε κωμικό να μιλούνε για πολιτισμό, όταν η τύχη του βρίσκεται στα χέρια των μεγάλων ληστών της γης και μπορούνε να τον καταστρέφουνε, όποτε τους καπνίσει. Θεωρούσα πως είναι έσχατη αναδρία του πνεύματος να θέλει να στέκει απάνου από τους ποταμούς των αιμάτων διατηρώντας άγγιχτη από το βούρκο τους τη θεϊκιά του ουσία. (…) πίστευα ότι ο Λόγος, αν δεν μπορεί να μεταμορφώσει τον κόσμο, όπως είναι θεμελιωμένος στην αδικία, και να καλύψει τα πάντα, ενόσω οι μάζες μένουν έξω από την άμεση περιοχή του, όμως μπορεί να ξυπνήσει τις συνειδήσεις στην αρχή των λιγοστών και αργότερα περισσότερων σκλάβων, ν’ ανοίξει ένα φωτεινό ρήγμα στο ατράνταχτο μέτωπο της ψευτιάς και να ετοιμάσει το έδαφος για τη Μεγάλη Πράξη, για την ημέρα της Κρίσεως».

 https://www.kommon.gr/politismos/item/1065-o-kostas-varnalis-kai-i-megali-praksi-tou-dimitri-skordili

 






























































Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Ήταν αγαπημένος «δάσκαλος» για μία ολόκληρη γενιά προοδευτικών ανθρώπων και λογοτεχνών, ενώ για την τέχνη του τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959.

Ο Κώστας Βάρναλης (14 Φεβρουαρίου 1883 - 16 Δεκεμβρίου 1974) γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας, όπου και βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Έδειξε σε νεαρή ηλικία την κλίση του προς τα γράμματα, καθώς τελειώνοντας τις σπουδές του στο Ελληνικό Σχολείο ήρθε στην Ελλάδα, όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έλαβε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.

Εργάστηκε για χρόνια ως καθηγητής στη δημόσια μέση εκπαίδευση σε Βουλγαρία και Ελλάδα και το 1919 έλαβε υποτροφία για μετεκπαίδευση στο Παρίσι. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής, ενώ ήρθε σε επαφή με τα προοδευτικά ιδεολογικά ρεύματα του μαρξισμού και του διαλεκτικού υλισμού και τον επαναστατικό αέρα του μεσοπολέμου.

Οι αριστερές ιδέες έγιναν έκδηλες στην ποίησή του, κάτι που αργότερα του κόστισε τη δουλειά του στο δημόσιο, απ’ όπου τον απέλυσε η δικτατορία του Πάγκαλου το 1925. Χωρίς προοπτική ακαδημαϊκής καριέρας στρέφεται στη δημοσιογραφία, μελετώντας παράλληλα όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα και μεταφράζοντας έργα της κλασικής ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας (Αριστοφάνης, Ευριπίδης, Μολιέρος κ.α.).

Βέβαια είχε κάνει την εμφάνισή του στα γράμματα πολύ νωρίτερα, το 1905 με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής «Κηρήθρες». Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ. Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι «Το φως που καίει» (το οποίο εξέδωσε το 1922 στην Αλεξάνδρεια, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας), η συλλογή αφηγημάτων «Ο λαός των μουνούχων» (1923), το κριτικό δοκίμιο «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» (1925), το ποιητικό «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), το αφηγηματικό «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931) κ.α. Τη διετία 1956-1958 κυκλοφόρησαν τα άπαντά του σε τρεις τόμους και έκτοτε η παραγωγή του περιορίστηκε στο ελάχιστο.


 

Ο Κώστας Βάρναλης θεωρείται μοναδικός κοινωνικός ποιητής και συγγραφέας: πουθενά στο έργο του δεν υπάρχουν τα ίχνη ενός διανοουμενισμού, πού συχνά συναντάται σε ανάλογες περιπτώσεις. Το ισχυρό ταλέντο του μετέβαλλε σε καθαρή «λαϊκή» τέχνη και σπαρταριστό υλικό οποιαδήποτε ιδέα ή ιδεολογία βρισκόταν στην αφετηρία της δημιουργίας του, μιλώντας στις καρδιές και των πιο απλών «προλεταρίων». Η ασυμβίβαστα κοινωνική στρατευμένη τέχνη του ήταν ο λόγος που τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959.

Έγραφε στη δημοτική, με καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα.

Παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου το 1929. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1974 πλήρης ημερών και έχοντας δρέψει τις δάφνες του, που δεν ήταν άλλες από την αγάπη του λαού. Αξίζει να σημειωθεί η καλλιτεχνική σημασία των μεταφράσεων του του Αριστοφάνους, με τον όποιο τον συνέδεε μια πηγαία αγάπη προς τις άσεμνολογίες ή, όπως ο ίδιος έλεγε, τις ελευθεροστομίες.

Δείτε επίσης: Ο Κ.Βάρναλης απαγγέλει το τελευταίο του ποίημα

Κώστας Βάρναλης: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον "Ποιητή της εργατιάς"

Κώστας Βάρναλης
Κώστας Βάρναλης  YOUTUBE

Ο αριστερός ποιητής που δεν έκρυψε ποτέ την ιδεολογία του και τιμωρήθηκε γι' αυτό, τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν και διατήρησε την ποιητική αλλά και ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά γεράματα, Κώστας Βάρναλης, έφυγε σαν σήμερα.

Σαν ήμερα, στις 16 Δεκεμβρίου του 1974, έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών (90 ετών), ο ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, Κώστας Βάρναλης.

Στρατευμένος κοινωνικά, ο αριστερός ποιητής τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν το 1959, καθώς όλοι αναγνώρισαν την εκφραστική του πλαστικότητα, τη λυρική φαντασία και τη σατιρική διάθεσή του, αλλά και το μεγάλο ενδιαφέρον του για τον άνθρω

Γνωστός για τα αριστερά του φρονήματα, ο Βάρναλης τιμωρήθηκε με εξορία στον Άη Στράτη, αλλά και στερούμενος τη θέση του παιδαγωγού. Το 1925, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο Βάρναλης που ήταν μέχρι τότε γυμνασιάρχης, απολύθηκε από τα καθήκοντά του, καθώς θεωρούταν "επικίνδυνος για το καθεστώς".

Παρά το γεγονός ότι καταξιώθηκε τόσο ως ποιητής όσο και ως χρονογράφος, ποτέ δεν ξέχασε την ταξική καταγωγή του ούτε και τις ιδεολογίες του. Δημιούργησε ποιήματα-θρύλους, όπως οι "Μοιραίοι" , η ιστορική "Μπαλάντα του κυρ Μέντιου" και ο "Οδηγητής", στο περιεχόμενο των οποίων οι αριστερές του ιδέες ήταν έκδηλες. Πάμε να δούμε πέντε πράγματα για τον "Ποιητή της Εργατιάς".

1. Τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης του Λένιν το 1959

Η ασυμβίβαστα κοινωνική στρατευμένη τέχνη του ήταν ο λόγος που τιμήθηκε με το βραβείο, αντίστοιχο του σημερινού βραβείου Νόμπελ Ειρήνης.

2. Έζησε τις φρικαλεότητες του ελληνοτουρκικού πολέμου, 1897

Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας), μέσα σε ελληνική οικογένεια της περιοχής. 

Πριν ολοκληρώσει τη φοίτηση στο ελληνικό σχολείο του Πύργου έζησε από πρώτο χέρι τις φρικαλεότητες του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ένα γεγονός που του σφράγισε την παιδική του ηλικία.

3. Υπήρξε ένθερμος δημοτικιστής

Στην ηλικία των 18 ετών ο Κώστας Βάρναλης μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία. Τότε πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα, ως υποστηρικτής των δημοτικιστικών.

Είναι από τους πρώτους ποιητές μάλιστα που γράψανε στη Δημοτική Γλώσσα τα έργα τους.

4. "Το Φως που καίει", Δήμος Τανάλιας

Ένα από τα μεγαλύτερα έργα του Βάρναλη είναι το "Φως που Καίει"¨, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1922, στην Αλεξάνδρεια. Πρόκειται για το ποίημα που σηματοδότησε την λογοτεχνική του στροφή. Ο ποιητής είχε προσχωρήσει στην Αριστερά και αυτό φάνηκε και στην τέχνη του.

Σημειώνεται ότι το έργο κυκλοφόρησε με την υπογραφή "Δήμος Τανάλιας" και όχι με το όνομα του ποιητή.

Στίχοι:

 Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω 

ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ

στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω

ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά…

/Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου

μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ

καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου

πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά. 

5. Η τελευταία του απαγγελία

Βίντεο ντοκουμέντο με τον Κώστα Βάρναλη να απαγγέλλει το τελευταίο του ποίημα, το 1974, έτος θανάτου του.

Με πάθος την αλήθεια φανερώνω,

μα ποιος μ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά. 

Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει, 

όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου. 

Πλήθος μεγάλοι στο Μουσείο της Τέχνης, 

αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε. 

Το ποίημα αυτό είναι γραμμένο αμέσως μετά την πτώση της χούντας και βρίσκεται στη συλλογή Οργή λαού που εκδόθηκε μετά τον θανατό του.  

https://www.ascsa.edu.gr/uploads/media/Griffon_Varnalis.pdf

APXEIO KΩΣΤΑ  BAPNAAH ,TO EPΓAΣTHPI TOY ΠOIHTH KAI H IΣTOPIA 

http://lyk-drymou.thess.sch.gr/2003-2004/nt/ErgaBarnali.html

Κώστας Βάρναλης
Βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης και των νέων ιδεών και ρευμάτων της σύγχρονης εποχής, στοχαστικός και ανήσυχος, και σύγχρονα δεξιοτέχνης της ποιητικής μαεστρίας και του ορμητικού ζωντανού λόγου, ο Βάρναλης είδε την τέχνη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα, που τη δημιουργούν. Έχοντας προσέτι έκτακτη και λεπτή ευαισθησία, ως προς το αισθητικό, το καλλιτεχνικά ωραίο, διαμόρφωσε έναν προσωπικό και φιλοσοφημένο χαρακτήρα, που υπήρξε πηγή έλξεως πολλών νέων λογοτεχνών και καλλιτεχνών.

Η ποίηση, η μελέτη, η κριτική, το χρονογράφημα έδωσαν την ευκαιρία στον μεγάλο δάσκαλο, τον Βάρναλη, ν' ανοίξει καινούριους δρόμους για προέκταση της σκέψης, να μεταδώσει γνήσιες και έντονες καλλιτεχνικές συγκινήσεις, και να ξεδιπλώσει μπρος στα μάτια των ανθρώπων τον πλούτο της σοφίας του. Γενικά τα γραπτά του αποδείχνουν σπάνια διαλεκτική δεινότητα, σατιρική διάθεση, ζωηρή έκφραση, κριτική βαθύτητα μοναδική, που εισχωρεί ως τις ρίζες των φαινόμενων και τα παρουσιάζει όπως είναι, κι όχι όπως φαίνονται.
H ποίησή του λυρική, χυμώδης και ρωμαλέα στη σύλληψη, με αψεγάδιαστη μετρική τελειότητα, είναι σχεδόν πάντα σαρκαστική, διονυσιακή, αλλά ποτέ αναισθητικά βάρβαρη, όπως κακώς χαρακτηρίστηκε στην αρχή από τον Αριστο Καμπάνη, που αργότερα ο ίδιος ανακάλεσε.

Ο Βάρναλης είναι από τους μεγάλους ποιητές της νεοελληνικής γενιάς και στα ποιήματά του έχει συλλάβει τόσες λεπτότατες καταστάσεις της ψυχής, που δείχνουν το βάθος της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του και τις λάμψεις του αστείρευτου λυρισμού του. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1919, παρουσιάζει ένα ποίημα, τον Προσκυνητή, αφιερωμένο στον πατέρα της Ελληνικής λαογραφίας Ν.Γ. Πολίτη, που συνθέτει έναν αληθινό ύμνο στην αιώνια Ελλάδα. Στα 1922, όμως παρουσιάζει την ποιητική συλλογή Το φώς που καίει. Από τότε η ποίησή του γίνεται αγωνιστική και επαναστατική. Πραγματικά, το «Φως που καίει» αποτελεί το κορύφωμα της ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη, και εκφράζει ανάγλυφα τις νέες ιδεολογικές του θέσεις. Το Φως που καίει κρίθηκε απ' όλους σαν ένα έργο μεγάλης φιλοσοφικής πνοής και ποιητική σύλληψη και πτήση από τις υψηλότερες που έχει να επιδείξει η νεοελληνική ποίηση. «Η ποίησή του - έγραψε ο αστράτευτος κριτικός Τίμος Μαλάνος - αστράφτει από φως. Λείπουν σ' αυτήν ολότελα οι σκιές και οι μισοί τόνοι. Η αρχαιόπρεπη ομορφιά της παρουσιάζεται χωρίς το παραμικρότερο ψυχικό ράγισμα».

Το δεύτερο αντιπροσωπευτικό ποιητικό έργο του Βάρναλη είναι οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, εμπνευσμένο από το Εικοσιένα, που τούς αντιπαρατάσσει στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού. Ωστόσο ο Βάρναλης, συνεπής στις ιδέες του, με το νέο του ποιητικό έργο, μας δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το έργο του αυτό «αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι: με τις ασχήμιες της, τους Φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες». Κι από τη βάση αυτή ξεκινώντας, «ανεβαίνει - όπως ο ίδιος λέγει - στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων».

Πολλά ποιήματα του Βάρναλη, όπως Οι πόνοι της Παναγίας, Η μάνα του Χριστού, Η Μαγδαληνή, Η θάλασσα, Οι μοιραίοι κ.ά. θα μείνουν γιά πάντα από τα λυρικότερα τραγούδια της ελληνικής ποίησης. Η τελευταία του ποιητική συλλογή Οργή λαού εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στα ποιήματα του αυτά, γραμμένα στα χρόνια της δικτατορίας, μιλά έξω απο τα δόντια. Τα λέει όλα σταράτα κι απροκάλυπτα. Δεν φοβάται κανένα και τίποτα.

Από τα πεζά και κυρίως τα κριτικά έργα του Βάρναλη ξεχωριστή θέση κατέχουν τα έργα: Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. Στο βιβλίο του, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, προσπαθεί να δικαιώσει την ευχή του Παλαμά γιά το ξαναξέτασμα του σολωμικού έργου: «Ομως ακόμα περιμένουμε έναν εκδότη κι έναν εξηγητή του Σολωμού, όμοια σοφό (εννοεί τον Πολυλά), μα λιγότερο αίσθηματικό, αντικειμενικότερο κριτή του Δασκάλου...». Και ο Βάρναλης έχοντας όλα τα εφόδια γιά το εγχείρημα καταπιάστηκε να ξεκαθαρίσει την κριτική της ψευδολογίας για το Σολωμό και το εργο του. Καί το βιβλίο του ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική αντικειμενικότατο θέτει τα πράγματα στη θέση τους. Γράφει ό Βάρναλης: «Εκεί που πρέπει να σταματάει κάθε τεχνο κρίτης και κάθε λογοτεχνικός κριτικός, δεν είναι οι ιδέες ή οι αλήθειες καθεαυτές, μα το αισθητικό τους αποτέλεσμα». Και συνεχίζει: «Δύο είναι οι θεμελιακές αισθητικές και γενικότερα φιλοσοφικές αρχές του Σολωμού: το απόλυτο και το υψηλό, δηλ. η πνευματική ελευθερία». Και τις δύο αυτές αρ χές ο Σολωμός τις μορφοποίησε στα ποιήματά του, και κυρίως στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» με τρόπο μεγαλοφυή και ανεπανάληπτο.

Το βιβλίο, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. του Βάρναλη, θεωρείται το αριστούργημά του. Ξεκινώντας από τον Ξενοφώντα, ο Βάρναλης θα θελήσει να δεί ρεαλιστικότερα τον μέγιστο φιλόσοφο της Αρχαιότητας, καθώς επίσης και την εποχή του, και να γράψει μιαν άλλη απολογία, τήν α λ η θ ι ν ή, όπως ο ίδιος την ονομάζει. Με τη διαφορά ότι τα λόγια που θα βάλει στο στόμα του Σωκράτη δεν είναι λόγια εκείνου, μα δικά του. Γιατί, όπως εκείνος είχε τα «καινά του δαιμόνια», έτσι τώρα κι αυτός, με τα δικά του, είχε βρεθεί σε διάσταση με τις ιδέες της εποχής του. Με τον ρητορικό αυτό λόγο όπου η πιό γνήσια δημοτική γλώσσα, ο σατιρικός οίστρος και το κέφι, συνδυαζόμενα με αναχρονιστικούς υπαινιγμούς και άφθονο σκώμμα - μας έδωσε ένα έργο στέρεο, πολύτιμο και ωραίο.

Στο Ημερολόγιο της Πηνελόπης αντιστρέφοντας το μύθο για το μύθο, και με τα δικαιώματα της δημιουργικής φαντασίας, ο θαυμάσιος τεχνίτης επιχειρεί να δώσει έκφραση στον μέσα κόσμο του, και μορφή στα οράματά του. Με όργανο την απαράμιλλη αρχαιογνωσία του, ο στοχασμός του, ο λυρισμός του και η χλεύη του έκαμαν «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης» ένα ωραίο τεχνούργημα. Ενα τεχνούργημα, που με τα έξυπνά του ευρήματα και τη λάμψη του ύφους του, χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές πραγματικής ευφροσύνης.

Θαυμάσιες σελίδες, με πλούτο γνώσεων για την τέχνη των αρχαίων, και την αισθητική της εξέλιξη ανά τους αιώνες, υπάρχουν στους δυο τόμους Αισθητικά - Κριτικά. Αξιόλογο από κάθε πλευρά στέκεται και το βιβλίο του Ζωντανοί άνθρωποι (φιλολογικά πορτραίτα).

Τα άπαντά του εκδόθηκαν το 1957 σε έξι τόμους, που τούς επιμελήθηκε ο ίδιος. Ο Κώστας Βάρναλης, το 1959 βραβεύτηκε με το βραβείο Λένιν γιά την προσφορά του στον αγώνα για την ειρήνη.

Ποίηση
Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φως που καίει (1922)
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)

Συλλογές
Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)

Πεζά
Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
Αληθινοί άνθρωποι (1938)
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
Πεζός λόγος (1957)
Σολωμικά (1957)
Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
Οι δικτάτορες (1965)
Ατταλος ο Τρίτος (θεατρικό) (1972)
Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)

Μεταφράσεις
Αριστοφάνης - Βάτραχοι
Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες
Αριστοφάνης - Ιππείς
Αριστοφάνης - Ιππόλυτος
Αριστοφάνης - Λυσιστράτη
Αριστοφάνης - Πλούτος
Αριστοφάνης - Τρωαδίτισσες
Κινέζικα τραγούδια
Μολιέρου - Μισάνθρωπος
Οι μοιραίοι
Κώστας Βάρναλης
Βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης και των νέων ιδεών και ρευμάτων της σύγχρονης εποχής, στοχαστικός και ανήσυχος, και σύγχρονα δεξιοτέχνης της ποιητικής μαεστρίας και του ορμητικού ζωντανού λόγου, ο Βάρναλης είδε την τέχνη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα, που τη δημιουργούν. Έχοντας προσέτι έκτακτη και λεπτή ευαισθησία, ως προς το αισθητικό, το καλλιτεχνικά ωραίο, διαμόρφωσε έναν προσωπικό και φιλοσοφημένο χαρακτήρα, που υπήρξε πηγή έλξεως πολλών νέων λογοτεχνών και καλλιτεχνών.

Η ποίηση, η μελέτη, η κριτική, το χρονογράφημα έδωσαν την ευκαιρία στον μεγάλο δάσκαλο, τον Βάρναλη, ν' ανοίξει καινούριους δρόμους για προέκταση της σκέψης, να μεταδώσει γνήσιες και έντονες καλλιτεχνικές συγκινήσεις, και να ξεδιπλώσει μπρος στα μάτια των ανθρώπων τον πλούτο της σοφίας του. Γενικά τα γραπτά του αποδείχνουν σπάνια διαλεκτική δεινότητα, σατιρική διάθεση, ζωηρή έκφραση, κριτική βαθύτητα μοναδική, που εισχωρεί ως τις ρίζες των φαινόμενων και τα παρουσιάζει όπως είναι, κι όχι όπως φαίνονται.
H ποίησή του λυρική, χυμώδης και ρωμαλέα στη σύλληψη, με αψεγάδιαστη μετρική τελειότητα, είναι σχεδόν πάντα σαρκαστική, διονυσιακή, αλλά ποτέ αναισθητικά βάρβαρη, όπως κακώς χαρακτηρίστηκε στην αρχή από τον Αριστο Καμπάνη, που αργότερα ο ίδιος ανακάλεσε.

Ο Βάρναλης είναι από τους μεγάλους ποιητές της νεοελληνικής γενιάς και στα ποιήματά του έχει συλλάβει τόσες λεπτότατες καταστάσεις της ψυχής, που δείχνουν το βάθος της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του και τις λάμψεις του αστείρευτου λυρισμού του. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1919, παρουσιάζει ένα ποίημα, τον Προσκυνητή, αφιερωμένο στον πατέρα της Ελληνικής λαογραφίας Ν.Γ. Πολίτη, που συνθέτει έναν αληθινό ύμνο στην αιώνια Ελλάδα. Στα 1922, όμως παρουσιάζει την ποιητική συλλογή Το φώς που καίει. Από τότε η ποίησή του γίνεται αγωνιστική και επαναστατική. Πραγματικά, το «Φως που καίει» αποτελεί το κορύφωμα της ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη, και εκφράζει ανάγλυφα τις νέες ιδεολογικές του θέσεις. Το Φως που καίει κρίθηκε απ' όλους σαν ένα έργο μεγάλης φιλοσοφικής πνοής και ποιητική σύλληψη και πτήση από τις υψηλότερες που έχει να επιδείξει η νεοελληνική ποίηση. «Η ποίησή του - έγραψε ο αστράτευτος κριτικός Τίμος Μαλάνος - αστράφτει από φως. Λείπουν σ' αυτήν ολότελα οι σκιές και οι μισοί τόνοι. Η αρχαιόπρεπη ομορφιά της παρουσιάζεται χωρίς το παραμικρότερο ψυχικό ράγισμα».

Το δεύτερο αντιπροσωπευτικό ποιητικό έργο του Βάρναλη είναι οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, εμπνευσμένο από το Εικοσιένα, που τούς αντιπαρατάσσει στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού. Ωστόσο ο Βάρναλης, συνεπής στις ιδέες του, με το νέο του ποιητικό έργο, μας δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το έργο του αυτό «αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι: με τις ασχήμιες της, τους Φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες». Κι από τη βάση αυτή ξεκινώντας, «ανεβαίνει - όπως ο ίδιος λέγει - στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων».

Πολλά ποιήματα του Βάρναλη, όπως Οι πόνοι της Παναγίας, Η μάνα του Χριστού, Η Μαγδαληνή, Η θάλασσα, Οι μοιραίοι κ.ά. θα μείνουν γιά πάντα από τα λυρικότερα τραγούδια της ελληνικής ποίησης. Η τελευταία του ποιητική συλλογή Οργή λαού εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στα ποιήματα του αυτά, γραμμένα στα χρόνια της δικτατορίας, μιλά έξω απο τα δόντια. Τα λέει όλα σταράτα κι απροκάλυπτα. Δεν φοβάται κανένα και τίποτα.

Από τα πεζά και κυρίως τα κριτικά έργα του Βάρναλη ξεχωριστή θέση κατέχουν τα έργα: Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. Στο βιβλίο του, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, προσπαθεί να δικαιώσει την ευχή του Παλαμά γιά το ξαναξέτασμα του σολωμικού έργου: «Ομως ακόμα περιμένουμε έναν εκδότη κι έναν εξηγητή του Σολωμού, όμοια σοφό (εννοεί τον Πολυλά), μα λιγότερο αίσθηματικό, αντικειμενικότερο κριτή του Δασκάλου...». Και ο Βάρναλης έχοντας όλα τα εφόδια γιά το εγχείρημα καταπιάστηκε να ξεκαθαρίσει την κριτική της ψευδολογίας για το Σολωμό και το εργο του. Καί το βιβλίο του ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική αντικειμενικότατο θέτει τα πράγματα στη θέση τους. Γράφει ό Βάρναλης: «Εκεί που πρέπει να σταματάει κάθε τεχνο κρίτης και κάθε λογοτεχνικός κριτικός, δεν είναι οι ιδέες ή οι αλήθειες καθεαυτές, μα το αισθητικό τους αποτέλεσμα». Και συνεχίζει: «Δύο είναι οι θεμελιακές αισθητικές και γενικότερα φιλοσοφικές αρχές του Σολωμού: το απόλυτο και το υψηλό, δηλ. η πνευματική ελευθερία». Και τις δύο αυτές αρ χές ο Σολωμός τις μορφοποίησε στα ποιήματά του, και κυρίως στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» με τρόπο μεγαλοφυή και ανεπανάληπτο.

Το βιβλίο, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. του Βάρναλη, θεωρείται το αριστούργημά του. Ξεκινώντας από τον Ξενοφώντα, ο Βάρναλης θα θελήσει να δεί ρεαλιστικότερα τον μέγιστο φιλόσοφο της Αρχαιότητας, καθώς επίσης και την εποχή του, και να γράψει μιαν άλλη απολογία, τήν α λ η θ ι ν ή, όπως ο ίδιος την ονομάζει. Με τη διαφορά ότι τα λόγια που θα βάλει στο στόμα του Σωκράτη δεν είναι λόγια εκείνου, μα δικά του. Γιατί, όπως εκείνος είχε τα «καινά του δαιμόνια», έτσι τώρα κι αυτός, με τα δικά του, είχε βρεθεί σε διάσταση με τις ιδέες της εποχής του. Με τον ρητορικό αυτό λόγο όπου η πιό γνήσια δημοτική γλώσσα, ο σατιρικός οίστρος και το κέφι, συνδυαζόμενα με αναχρονιστικούς υπαινιγμούς και άφθονο σκώμμα - μας έδωσε ένα έργο στέρεο, πολύτιμο και ωραίο.

Στο Ημερολόγιο της Πηνελόπης αντιστρέφοντας το μύθο για το μύθο, και με τα δικαιώματα της δημιουργικής φαντασίας, ο θαυμάσιος τεχνίτης επιχειρεί να δώσει έκφραση στον μέσα κόσμο του, και μορφή στα οράματά του. Με όργανο την απαράμιλλη αρχαιογνωσία του, ο στοχασμός του, ο λυρισμός του και η χλεύη του έκαμαν «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης» ένα ωραίο τεχνούργημα. Ενα τεχνούργημα, που με τα έξυπνά του ευρήματα και τη λάμψη του ύφους του, χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές πραγματικής ευφροσύνης.

Θαυμάσιες σελίδες, με πλούτο γνώσεων για την τέχνη των αρχαίων, και την αισθητική της εξέλιξη ανά τους αιώνες, υπάρχουν στους δυο τόμους Αισθητικά - Κριτικά. Αξιόλογο από κάθε πλευρά στέκεται και το βιβλίο του Ζωντανοί άνθρωποι (φιλολογικά πορτραίτα).

Τα άπαντά του εκδόθηκαν το 1957 σε έξι τόμους, που τούς επιμελήθηκε ο ίδιος. Ο Κώστας Βάρναλης, το 1959 βραβεύτηκε με το βραβείο Λένιν γιά την προσφορά του στον αγώνα για την ειρήνη.

Ποίηση
Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φως που καίει (1922)
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)

Συλλογές
Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)

Πεζά
Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
Αληθινοί άνθρωποι (1938)
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
Πεζός λόγος (1957)
Σολωμικά (1957)
Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
Οι δικτάτορες (1965)
Ατταλος ο Τρίτος (θεατρικό) (1972)
Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)

Μεταφράσεις
Αριστοφάνης - Βάτραχοι
Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες
Αριστοφάνης - Ιππείς
Αριστοφάνης - Ιππόλυτος
Αριστοφάνης - Λυσιστράτη
Αριστοφάνης - Πλούτος
Αριστοφάνης - Τρωαδίτισσες
Κινέζικα τραγούδια
Μολιέρου - Μισάνθρωπος
Οι μοιραίοι

Μ ες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παραία πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Οσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!

(Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ίδιο στοιχιό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζη
κ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.

Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
Κώστας Βάρναλης
Βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης και των νέων ιδεών και ρευμάτων της σύγχρονης εποχής, στοχαστικός και ανήσυχος, και σύγχρονα δεξιοτέχνης της ποιητικής μαεστρίας και του ορμητικού ζωντανού λόγου, ο Βάρναλης είδε την τέχνη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα, που τη δημιουργούν. Έχοντας προσέτι έκτακτη και λεπτή ευαισθησία, ως προς το αισθητικό, το καλλιτεχνικά ωραίο, διαμόρφωσε έναν προσωπικό και φιλοσοφημένο χαρακτήρα, που υπήρξε πηγή έλξεως πολλών νέων λογοτεχνών και καλλιτεχνών.

Η ποίηση, η μελέτη, η κριτική, το χρονογράφημα έδωσαν την ευκαιρία στον μεγάλο δάσκαλο, τον Βάρναλη, ν' ανοίξει καινούριους δρόμους για προέκταση της σκέψης, να μεταδώσει γνήσιες και έντονες καλλιτεχνικές συγκινήσεις, και να ξεδιπλώσει μπρος στα μάτια των ανθρώπων τον πλούτο της σοφίας του. Γενικά τα γραπτά του αποδείχνουν σπάνια διαλεκτική δεινότητα, σατιρική διάθεση, ζωηρή έκφραση, κριτική βαθύτητα μοναδική, που εισχωρεί ως τις ρίζες των φαινόμενων και τα παρουσιάζει όπως είναι, κι όχι όπως φαίνονται.
H ποίησή του λυρική, χυμώδης και ρωμαλέα στη σύλληψη, με αψεγάδιαστη μετρική τελειότητα, είναι σχεδόν πάντα σαρκαστική, διονυσιακή, αλλά ποτέ αναισθητικά βάρβαρη, όπως κακώς χαρακτηρίστηκε στην αρχή από τον Αριστο Καμπάνη, που αργότερα ο ίδιος ανακάλεσε.

Ο Βάρναλης είναι από τους μεγάλους ποιητές της νεοελληνικής γενιάς και στα ποιήματά του έχει συλλάβει τόσες λεπτότατες καταστάσεις της ψυχής, που δείχνουν το βάθος της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του και τις λάμψεις του αστείρευτου λυρισμού του. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1919, παρουσιάζει ένα ποίημα, τον Προσκυνητή, αφιερωμένο στον πατέρα της Ελληνικής λαογραφίας Ν.Γ. Πολίτη, που συνθέτει έναν αληθινό ύμνο στην αιώνια Ελλάδα. Στα 1922, όμως παρουσιάζει την ποιητική συλλογή Το φώς που καίει. Από τότε η ποίησή του γίνεται αγωνιστική και επαναστατική. Πραγματικά, το «Φως που καίει» αποτελεί το κορύφωμα της ποιητικής δημιουργίας του Βάρναλη, και εκφράζει ανάγλυφα τις νέες ιδεολογικές του θέσεις. Το Φως που καίει κρίθηκε απ' όλους σαν ένα έργο μεγάλης φιλοσοφικής πνοής και ποιητική σύλληψη και πτήση από τις υψηλότερες που έχει να επιδείξει η νεοελληνική ποίηση. «Η ποίησή του - έγραψε ο αστράτευτος κριτικός Τίμος Μαλάνος - αστράφτει από φως. Λείπουν σ' αυτήν ολότελα οι σκιές και οι μισοί τόνοι. Η αρχαιόπρεπη ομορφιά της παρουσιάζεται χωρίς το παραμικρότερο ψυχικό ράγισμα».

Το δεύτερο αντιπροσωπευτικό ποιητικό έργο του Βάρναλη είναι οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, εμπνευσμένο από το Εικοσιένα, που τούς αντιπαρατάσσει στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού. Ωστόσο ο Βάρναλης, συνεπής στις ιδέες του, με το νέο του ποιητικό έργο, μας δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το έργο του αυτό «αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι: με τις ασχήμιες της, τους Φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες». Κι από τη βάση αυτή ξεκινώντας, «ανεβαίνει - όπως ο ίδιος λέγει - στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων».

Πολλά ποιήματα του Βάρναλη, όπως Οι πόνοι της Παναγίας, Η μάνα του Χριστού, Η Μαγδαληνή, Η θάλασσα, Οι μοιραίοι κ.ά. θα μείνουν γιά πάντα από τα λυρικότερα τραγούδια της ελληνικής ποίησης. Η τελευταία του ποιητική συλλογή Οργή λαού εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στα ποιήματα του αυτά, γραμμένα στα χρόνια της δικτατορίας, μιλά έξω απο τα δόντια. Τα λέει όλα σταράτα κι απροκάλυπτα. Δεν φοβάται κανένα και τίποτα.

Από τα πεζά και κυρίως τα κριτικά έργα του Βάρναλη ξεχωριστή θέση κατέχουν τα έργα: Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. Στο βιβλίο του, Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, προσπαθεί να δικαιώσει την ευχή του Παλαμά γιά το ξαναξέτασμα του σολωμικού έργου: «Ομως ακόμα περιμένουμε έναν εκδότη κι έναν εξηγητή του Σολωμού, όμοια σοφό (εννοεί τον Πολυλά), μα λιγότερο αίσθηματικό, αντικειμενικότερο κριτή του Δασκάλου...». Και ο Βάρναλης έχοντας όλα τα εφόδια γιά το εγχείρημα καταπιάστηκε να ξεκαθαρίσει την κριτική της ψευδολογίας για το Σολωμό και το εργο του. Καί το βιβλίο του ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική αντικειμενικότατο θέτει τα πράγματα στη θέση τους. Γράφει ό Βάρναλης: «Εκεί που πρέπει να σταματάει κάθε τεχνο κρίτης και κάθε λογοτεχνικός κριτικός, δεν είναι οι ιδέες ή οι αλήθειες καθεαυτές, μα το αισθητικό τους αποτέλεσμα». Και συνεχίζει: «Δύο είναι οι θεμελιακές αισθητικές και γενικότερα φιλοσοφικές αρχές του Σολωμού: το απόλυτο και το υψηλό, δηλ. η πνευματική ελευθερία». Και τις δύο αυτές αρ χές ο Σολωμός τις μορφοποίησε στα ποιήματά του, και κυρίως στούς «Ελεύθερους πολιορκημένους» με τρόπο μεγαλοφυή και ανεπανάληπτο.

Το βιβλίο, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη. του Βάρναλη, θεωρείται το αριστούργημά του. Ξεκινώντας από τον Ξενοφώντα, ο Βάρναλης θα θελήσει να δεί ρεαλιστικότερα τον μέγιστο φιλόσοφο της Αρχαιότητας, καθώς επίσης και την εποχή του, και να γράψει μιαν άλλη απολογία, τήν α λ η θ ι ν ή, όπως ο ίδιος την ονομάζει. Με τη διαφορά ότι τα λόγια που θα βάλει στο στόμα του Σωκράτη δεν είναι λόγια εκείνου, μα δικά του. Γιατί, όπως εκείνος είχε τα «καινά του δαιμόνια», έτσι τώρα κι αυτός, με τα δικά του, είχε βρεθεί σε διάσταση με τις ιδέες της εποχής του. Με τον ρητορικό αυτό λόγο όπου η πιό γνήσια δημοτική γλώσσα, ο σατιρικός οίστρος και το κέφι, συνδυαζόμενα με αναχρονιστικούς υπαινιγμούς και άφθονο σκώμμα - μας έδωσε ένα έργο στέρεο, πολύτιμο και ωραίο.

Στο Ημερολόγιο της Πηνελόπης αντιστρέφοντας το μύθο για το μύθο, και με τα δικαιώματα της δημιουργικής φαντασίας, ο θαυμάσιος τεχνίτης επιχειρεί να δώσει έκφραση στον μέσα κόσμο του, και μορφή στα οράματά του. Με όργανο την απαράμιλλη αρχαιογνωσία του, ο στοχασμός του, ο λυρισμός του και η χλεύη του έκαμαν «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης» ένα ωραίο τεχνούργημα. Ενα τεχνούργημα, που με τα έξυπνά του ευρήματα και τη λάμψη του ύφους του, χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές πραγματικής ευφροσύνης.

Θαυμάσιες σελίδες, με πλούτο γνώσεων για την τέχνη των αρχαίων, και την αισθητική της εξέλιξη ανά τους αιώνες, υπάρχουν στους δυο τόμους Αισθητικά - Κριτικά. Αξιόλογο από κάθε πλευρά στέκεται και το βιβλίο του Ζωντανοί άνθρωποι (φιλολογικά πορτραίτα).

Τα άπαντά του εκδόθηκαν το 1957 σε έξι τόμους, που τούς επιμελήθηκε ο ίδιος. Ο Κώστας Βάρναλης, το 1959 βραβεύτηκε με το βραβείο Λένιν γιά την προσφορά του στον αγώνα για την ειρήνη.

Ποίηση
Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φως που καίει (1922)
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)

Συλλογές
Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)

Πεζά
Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
Αληθινοί άνθρωποι (1938)
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
Πεζός λόγος (1957)
Σολωμικά (1957)
Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
Οι δικτάτορες (1965)
Ατταλος ο Τρίτος (θεατρικό) (1972)
Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)

Μεταφράσεις
Αριστοφάνης - Βάτραχοι
Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες
Αριστοφάνης - Ιππείς
Αριστοφάνης - Ιππόλυτος
Αριστοφάνης - Λυσιστράτη
Αριστοφάνης - Πλούτος
Αριστοφάνης - Τρωαδίτισσες
Κινέζικα τραγούδια
Μολιέρου - Μισάνθρωπος
Οι μοιραίοι

Μ ες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παραία πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Οσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!

(Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ίδιο στοιχιό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζη
κ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.

-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.

Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Οι πόνοι της Παναγιάς

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν