Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ,Oρέστης-Λογοτεχνία Γ Γυμνασίου

 

Οι Ερινύες ήταν χθόνιες θεές που κατοικούσαν στον Άδη. Καταδίωκαν όσους είχαν διαπράξει ηθικά εγκλήματα και τους τιμωρούσαν με φρικτά βασανιστήρια ή ακόμη και θάνατο. Επίσης τιμωρούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής αρμονίας. Θεωρούνταν η προσωποποίηση των τύψεων και γι’ αυτό είχαν φρικιαστική εμφάνιση....

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.com.cy/arxaiotita/mipos-sas-kinigoun-erinies-pies-itan-thees-pou-timorousan-frikta-vasanistiria-osous-ichan-tipsis-trellenan-prokalousan-sigchisi-mania-akomi-ke-aftoktonies/

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ  Κώστας Βάρναλης [πηγή: Βικιπαίδεια]

Oρέστης

Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1914 και είναι ένα σονέτο που διέπεται α

πό το πνεύμα του παρνασσισμού, μιας τεχνοτροπίας που επηρέασε την πρώτη 

περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη. O ποιητής, που ήταν 

κλασικός φιλόλογος, καθώς και μεταφραστής του αρχαίου δράματος, καταπιάστη

κε με τον κόσμο και τα σύμβολα της αρχαιότητας με δημιουργικό και τολμηρό τρό

πο.

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ' ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ' έφερ' έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν' αφανίσεις που σ' εγέννα.

Κανείς δε σε θυμάτ' εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ* τον κι άμε*
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σαν να 'ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου*
για* το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.

Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος

εικόνα

Γ. Σεφέρης, «Οι σύντροφοι στον Άδη»  Τ. Πατρίκιος, «Ιστορία του λαβύρινθου» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]


*ξέχανε: ξέχασε *άμε: πήγαινε *θα παίρνει σε από πίσου: θα σε ακολουθά *γιά: ή

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής



ΕΡΓΑΣΙΕΣ
  1. Αφού βρείτε τις ομοιοκαταληξίες του ποιήματος, μελετήστε:
          α) τη στιχουργική μορφή του σονέτου
          β) και την εκφραστική πρωτοτυπία τους.
  2. Ποιο είναι το χρέος του Oρέστη και γιατί το αντιπαραβάλλει ο ποιητής με την ομορφιά 
  3. και τη νεότητά του;
  4. Ποια εντύπωση δημιουργεί η χρήση του β΄ ενικού προσώπου στο ποίημα;
  5. Αναζητήστε ποιήματα με τη μορφή του σονέτου σε ανθολογίες ή ποιητικές συλλογές
  6.  της βιβλιοθήκης του σχολείου σας.

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
  • Βρείτε πληροφορίες για τον Oρέστη στην ελληνική μυθολογία και συζητήστε στην τάξη
  •  σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί το μύθο ο Βάρναλης.


Κωνσταντίνος Παρθένης, «Η μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες»

Κωνσταντίνος Παρθένης,
Η μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες

(Κείμενα) Γ' Γυμνασίου - Απαντήσεις - Λύσεις.

 by lisari.gr

KEIMENA Γ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 

Η ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ (1880-1922)

 Κείμενα (σελ. 141) Κώστας Βάρναλης ΟΡΕ΢ΣΗ

΢ 1. Αφού βρείτε τις ομοιοκαταληξίες του ποιήματος μελετήστε: 

α) τη στιχουργική μορφή του σονέτου και 

β) την εκφραστική πρωτοτυπία τους. 


α) Το σονέτο αποτελείται από δύο 4στιχες και δύο 3στιχες στροφές. Ο στίχος είναι ιαμβικός 11σύλλαβος παροξύτονος.

 β) Οι ομοιοκαταληξίες είναι πλούσιες και στα δύο πρώτα 4στιχα η τονιζόμενη προτελευταία συλλαβή έχει τον ήχο -ε-.


 2. Ποιο είναι το χρέος του Ορέστη και γιατί το αντιπαραβάλλει ο ποιητής με την ομορφιά και τη νεότητά του;


Το χρέος του Ορέστη είναι η εκδίκηση για τον ατιμωτικό θάνατο του πατέρα του με το φόνο της μητέρας του. Ο ποιητής το αντιπαραβάλλει με την ομορφιά και τη νεότητά του, αφού αυτά θα τον βοηθήσουν να εκπληρώσει το χρέος του με το δικό του τρόπο. 


3. Ποια εντύπωση δημιουργεί η χρήση του β’ ενικού προσώπου στο ποίημα; 


Το β’ ενικό πρόσωπο δίνει την εντύπωση ότι ο ποιητής μιλάει στον Ορέστη και τον συμβουλεύει να εκτελέ




Κώστας Βάρναλης «Ορέστης»

Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1914 και είναι ένα σονέτο που διέπεται από το πνεύμα του παρνασσισμού, μιας τεχνοτροπίας που επηρέασε την πρώτη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη. O ποιητής, που ήταν κλασικός φιλόλογος, καθώς και μεταφραστής του αρχαίου δράματος, καταπιάστηκε με τον κόσμο και τα σύμβολα της αρχαιότητας με δημιουργικό και τολμηρό τρόπο.

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.

 ο φόνος της μητέρας του και του εραστή της, πράξη εκδίκησης του φόνου του πατέρα

 του,  θα ξαναφέρει τον θρόνο και την δύναμη στους Ατρείδες και θα ξεπλύνει την

 ντροπή.

Σε αυτήν την ιστορική αντίληψη του γένους ο Ορέστης, ο ήρωας του ποιήματος, είναι προαποφασισμένο από τους θεούς να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του φονεύοντας  την μάνα του. Την αποτρόπαια αυτή πράξη, να γίνει δηλαδή μητροκτόνος, ο  ήρωας δεν μπορεί να την αποποιηθεί, να αντισταθεί απέναντι στην προκαθορισμένη εντολή. Δεν πρόκειται να ξεφύγει την μοίρα του κι αν ακόμη προσπαθήσει,  γιατί  σε κάθε αντίδραση τίθενται σε εφαρμογή ισχυρότατες οικογενειακές  διαδικασίες και του επιβάλλουν  να υποκύψει. Το δίκαιο του γένους είναι τόσο ισχυρό, που το μόνο που του επιτρέπεται είναι να συνταχθεί   με το αδιανόητο που η εποχή του εκφράζει και επιβάλλει. Ο ήρωας γνωρίζει ότι στις περιπτώσεις  φόνου μέσα στην οικογένεια, ο φονιάς, ο εκτελεστής  τελικά λογοδοτεί  στους θεούς που του έφτιαξαν την μοίρα και ιδιαίτερα λογοδοτεί στις θεότητες του Άδη Ερινύες, οι οποίες αυτόν τον προορισμό έχουν. Να εκδικούνται το αίμα που χύνεται ανάμεσα στα μέλη του οίκου,  μητροκτόνους, πατροκτόνους, αδελφοκτόνους κλπ. Ο Ορέστης γνωρίζει πολύ καλά τί θα ακολουθήσει  μετά την πράξη του και πόσα πρόκειται να υποφέρει, ώσπου να πάρει την συγχώρηση. Όμως η μοίρα του είναι προαποφασισμένη και πρέπει να την αντιμετωπίσει. Δεν έχει δρόμο διαφυγής.  Η μητέρα του δολοφόνησε τον πατέρα του. διέλυσε τον οίκο των Ατρειδών. Αυτού του φόνου  το αίμα το χωρίς εκδίκηση θα τον κυνηγούσε ες αεί. Το ίδιο θα τον κατέτρυχε και η οικογενειακή ντροπή από την υπεξαίρεση, τον σφετερισμό του θρόνου. Έπρεπε να πάρει θέση, επειδή ήταν γόνος βασιλικής οικογένειας, γιος βασιλιά, διάδοχος και ο ίδιος.  Αν ήταν ένας απλός θνητός, η μοίρα του θα ήταν απλή, σαν την ζωή του, γιατί κανένας θεός δεν θα ασχολείτο μαζί του. Επειδή όμως η ρίζα του έφτανε στον Τάνταλο, γιο του Δία, δεν ήταν ένας κοινός θνητός, ήταν υπόλογος ενώπιον των θεών, που καθόριζαν την μοίρα του ερήμην του και που αυτός είχε χρέος να αντιμετωπίσει.


Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.

Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος

ξέχανε: ξέχασε
άμε: πήγαινε
θα παίρνει σε από πίσου: θα σε ακολουθά
γιά: ή

Ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει την ιστορία του Ορέστη με ευνοϊκή διάθεση απέναντι στον νεαρό ήρωα, αφού στο πρόσωπό του αναγνωρίζει τη μοίρα του απλού ανθρώπου που συνθλίβεται υπό το βάρος γεγονότων και περιστάσεων που δεν αποτελούν δική του ευθύνη. Το αίτημα του Απόλλωνα στον Ορέστη να φονεύσει τη μητέρα του και τον εραστή της, προκειμένου να λάβει εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα του, Αγαμέμνονα, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο μ’ ένα οδυνηρό δίλημμα, καθώς το να τιμωρήσει εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα του, σημαίνει πως θα πρέπει να αφαιρέσει τη ζωή της ίδιας του της μητέρας. Ο Ορέστης, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έφτανε ποτέ στη μητροκτονία, δεν μπορεί, ωστόσο, να αφήσει δίχως τιμωρία την άδικη θανάτωση του πατέρα του.

«Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε!»

Σε β΄ πρόσωπο ο ποιητής απευθύνεται στον νεαρό ήρωα και τον συμβουλεύει να πάψει να βασανίζει τον εαυτό του για το βαρύτατο χρέος που του ανέθεσε ο Απόλλωνας μέσω του χρησμού. Όσο κι αν αυτό που του ζητούν να κάνει είναι οδυνηρό και απάνθρωπο, ο ίδιος δεν θα πρέπει να νιώθει ενοχές ή να βυθίζεται στη στεναχώρια, διότι αφενός είναι κάτι για το οποίο δεν έχει προσωπική ευθύνη κι αφετέρου είναι κάτι που δεν μπορεί να το αποφύγει. Εφόσον ο Απόλλωνας απαίτησε το θάνατο της Κλυταιμνήστρας, δεν υπάρχει πλέον καμία δυνατότητα διαφυγής για τον Ορέστη απ’ την εκπλήρωση αυτής της απαίτησης. Η μητροκτονία δεν είναι θέμα επιλογής για τον νεαρό ήρωα, είναι η αναπόφευκτη κατάληξη των λανθασμένων επιλογών που έκανε η ίδια η μητέρα του.  
Ο ποιητής φροντίζει, μάλιστα, να τονίσει το πόσο άδικο είναι να επιβαρύνει ο νεαρός ήρωας τον εαυτό του με σκέψεις για το αν η δολοφονία της μητέρας του είναι σωστή ή όχι, παρουσιάζοντας με έμφαση το νεαρό της ηλικίας του και την ομορφιά του. Ο Ορέστης σ’ αυτή την ηλικία που βρίσκεται θα έπρεπε να απολαμβάνει τη ζωή και να χαίρεται τα νιάτα του, απαλλαγμένος από τέτοιου είδους φρικτές υποχρεώσεις. Όσο, άλλωστε, κι αν ο ίδιος δεν το αντιλαμβάνεται, έχει, επί της ουσίας, πέσει θύμα λαθών που διέπραξαν οι γονείς του, και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να εξουθενώνει ψυχικά τον εαυτό του και να βασανίζεται για το αν πρέπει ή όχι να κάνει αυτό που του ζητήθηκε.
Λύσε τα μαλλιά σου, παροτρύνει ο ποιητής τον νεαρό ήρωα, για να φανεί το πόσο ωραίος είσαι∙ λύσε τα μαλλιά σου, που είναι γεμάτα ζωντάνια, νεανικότητα και σφρίγος, όπως τα μυρωμένα σέλινα του αγρού, και μη σκέφτεσαι άλλο τον φρικτό χρησμό που σου δόθηκε. Ούτως ή άλλως δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να κάνεις αυτό που σου ζητά ο θεός, οπότε είναι προτιμότερο να βαδίσεις το δρόμο που χαράκτηκε για σένα με την ανεμελιά και τη χάρη που ταιριάζει στη νεανική ομορφιά σου.
Η επιλογή του β΄ προσώπου καθιστά φανερή την παραινετική διάθεση του ποιητή και παράλληλα προσδίδει μια ιδιαίτερη λειτουργία στα λόγια του, καθώς δημιουργείται η αίσθηση πως ο ποιητής συνδιαλέγεται με τον ήρωα όπως θα έκανε ο κορυφαίος του χορού σε μια αρχαιοελληνική τραγωδία. Είναι σαν να υιοθετεί ο ποιητής το ρόλο του πρεσβύτερου που νουθετεί τον νεαρό ήρωα κι επιχειρεί να απαλύνει τις τύψεις και τις αμφιβολίες του για το δύσκολο χρέος που του ανατέθηκε.  

«Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.»  

Ο ποιητής ζητά από τον Ορέστη ν’ αντικρίσει τη δυσάρεστη πορεία που έχει λάβει η ζωή του με το χαμόγελο και το ψυχικό σθένος των νέων ανθρώπων, που έχουν μέσα τους το ιδιαίτερο δώρο της νιότης να αναμετριούνται με τις απαιτήσεις της ζωής χωρίς να χάνουν την αισιόδοξη διάθεσή τους. Κάθε νέος άνθρωπος γνωρίζει πως έχει μπροστά του πολύ χρόνο, γεγονός που του επιτρέπει να αντιμετωπίζει τις τρέχουσες δυσκολίες αντλώντας κουράγιο από τη σκέψη πως μπορεί στο μέλλον τα πράγματα να αλλάξουν προς όφελός του. Ό,τι μοιάζει ανυπόφορο τώρα, είναι πολύ πιθανό να ξεχαστεί αργότερα από τις χαρές που προσφέρει με αφθονία η νεότητα στους ανθρώπους.
Ο δρόμος που οδηγεί τον Ορέστη στο να σκοτώσει τη γυναίκα που τον γέννησε, είναι ένας δρόμος μοιραίος∙ ένας δρόμος προκαθορισμένος από την ίδια τη μοίρα και τις αποφάσεις άλλων ανθρώπων, γι’ αυτό κι ένας δρόμος που ο ήρωας οφείλει να τον βαδίσει χωρίς να αισθάνεται πως τον βαρύνει κάποια κατηγορία ή κάποια ευθύνη.
Ο Ορέστης είναι απολύτως αθώος στα μάτια του ποιητή, όπως ακριβώς αθώος είναι και κάθε άλλος καθημερινός άνθρωπος που εξαναγκάζεται από τις δυσκολίες της ζωής να συμβιβαστεί με επιλογές ή καταστάσεις που υπό άλλες συνθήκες θα είχε αποφύγει. Ο Βάρναλης αναγνωρίζει στη μοίρα του Ορέστη τη μοίρα πολλών απλών ανθρώπων που προχωρούν στη ζωή χωρίς δικαίωμα επιλογής λόγω των υπέρτερων πιέσεων που δέχονται από τις αντίξοες συνθήκες της φτωχικής τους ζωής, και προσδίδει έτσι στο ποίημα επιπλέον διαστάσεις. Όσο κι αν ένας άνθρωπος με οικονομική άνεση θεωρεί πως πάντοτε υπάρχει η δυνατότητα επιλογής, ο Βάρναλης αντικρίζει τη ζωή από την οπτική των φτωχών καθημερινών ανθρώπων που συχνά υπομένουν αδιανόητες καταστάσεις μόνο και μόνο γιατί γνωρίζουν πως δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κάτι διαφορετικό.  

«Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε.»

Ο ποιητής συνεχίζοντας την προσπάθειά του να απαλλάξει τον νεαρό ήρωα από κάθε πιθανή ενοχή για ό,τι οφείλει να κάνει, του υπενθυμίζει πως επιστρέφει στην πόλη του σαν ένας τελείως άγνωστος, αφού μετά από τόσα χρόνια απουσίας κανείς πια δεν τον θυμάται. Κι ακριβώς έτσι οφείλει κι ο ίδιος να λειτουργήσει, σαν να μην αναγνωρίζει, δηλαδή, τον ίδιο του τον εαυτό∙ οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τον εαυτό του κι από την οδυνηρή κατάσταση που βιώνει, και να επιτελέσει το χρέος του σαν να ήταν κάποιος άλλος. Εφόσον του είναι, εύλογα, δύσκολο να σκοτώσει τη μητέρα του, χωρίς να νιώσει τις ενοχές να τον πνίγουν, θα πρέπει να αποδεσμευτεί πλήρως από την ταυτότητά του και να προχωρήσει στο άθλιο έργο που του ανατέθηκε σαν να είναι κάποιος ξένος, που δεν έχει καμία σχέση με την Κλυταιμνήστρα.
Παρά το γεγονός, άλλωστε, ότι το χρέος του Ορέστη μοιάζει πλήρως δικαιολογημένο, αφού, από τη μία η Κλυταιμνήστρα δολοφόνησε εντελώς δόλια και αναίτια τον πατέρα του, τον Αγαμέμνονα, κι από την άλλη είναι ο ίδιος ο Απόλλωνας που απαιτεί την εκδίκηση του νεκρού, δεν παύει να συνιστά ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, μιας και ο νέος καλείται να δολοφονήσει την ίδια του την μητέρα.  

«Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.»

Ο ποιητής ολοκληρώνει τις παραινέσεις του στον νεαρό ήρωα με μια τελική υπενθύμιση, προκειμένου να του καταστήσει απολύτως σαφές πως δεν υπάρχει καμία δυνατότητα διαφυγής από το σκληρό χρέος που του ανατέθηκε. Ό,τι κι αν αποφασίσει, δηλαδή, να κάνει ο Ορέστης θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, διότι είτε θα τον στοιχειώνει το αίμα της μητέρας του είτε η ντροπή για το γεγονός ότι άφησε ατιμώρητη τη φόνισσα του πατέρα του, παρακούοντας συνάμα το αίτημα ενός θεού. Δεν μπορεί, επομένως, να ξεγελά τον εαυτό του ο ήρωας με τη σκέψη ότι έχει τη δυνατότητα επιλογής, αφού ακόμη κι αν δεν προχωρήσει στη μιαρή μητροκτονία, πάλι θα έρθει αντιμέτωπος με τις τύψεις και την ντροπή, αφού θα έχει φανεί άνανδρος στο δίκαιο και ιερό χρέος που έχει απέναντι στον πατέρα του.
Αν, λοιπόν, ο Ορέστης υποφέρει με τη σκέψη πως ίσως υπάρχει τρόπος να αποφύγει τη δολοφονία της μητέρας του, θα πρέπει, σύμφωνα με τον ποιητή, να μην λαμβάνει καν υπόψη του αυτό το ενδεχόμενο, αφού η δολοφονία της Κλυταιμνήστρας συνιστά μοιραίο και αναπόφευκτο μονόδρομο γι’ αυτόν.    

Σονέτο
Είναι ποίημα σταθερής μορφής και συνήθως λυρικού περιεχομένου. Η ονομασία «σονέτο» προέρχεται από την ιταλική γλώσσα: sonetto = σύντομος, μικρός ήχος· μικρό, σύντομο τραγούδι, τραγουδάκι (στα λατινικά sonus = ήχος). Η ελληνική ονομασία «δεκατετράστιχο» είναι περισσότερο εύστοχη: στηρίζεται σ' ένα εξωτερικό γνώρισμα, που είναι ο σταθερός αριθμός των στίχων.
Το σονέτο είναι ποίημα ολιγόστιχο· αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους, που κατανέμονται σε τέσσερις στροφές. Οι δυο πρώτες στροφές είναι τετράστιχες, ενώ οι δυο τελευταίες τρίστιχες· έχουμε δηλαδή το σχήμα: 4 - 4 - 3 - 3.
Στις δυο πρώτες τετράστιχες στροφές, η πιο συνηθισμένη μορφή ομοιοκαταληξίας είναι η σταυρωτή (α β β α). Στις δυο τελευταίες τρίστιχες στροφές, η ομοιοκαταληξία μπορεί να παρουσιάζει ποικίλους συνδυασμούς και τύπους. Πάντως, ένας τουλάχιστον στίχος της μιας στροφής πρέπει να ομοιοκαταληκτεί με έναν της άλλης.
Σε ό,τι αφορά το σονέτο του Βάρναλη, η ομοιοκαταληξία είναι σταυρωτή στις δύο πρώτες στροφές (α ββ α), πλεχτή στην τρίτη (γ δ γ) και ζευγαρωτή στους δύο τελευταίους στίχους της τέταρτης στροφής (δ ε ε). Ενώ, ο δεύτερος στίχος της τρίτης στροφής, ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο της τέταρτης.
Το μέτρο των στίχων είναι ιαμβικό, βασίζεται δηλαδή σε ζεύγη συλλαβών, στα οποία τονίζεται η δεύτερη συλλαβή. Οι στίχοι είναι ενδεκασύλλαβοι, όπως στην κλασική μορφή του σονέτου, αλλά υπάρχουν και στίχοι με δώδεκα ή δεκατρείς συλλαβές.  

Σέ λι / να τα / μαλ λιά  / σου μυ / ρω μέ  / να (ενδεκασύλλαβος)

το σπλά / χνο ν’ α / φα νί / σεις που / σ’ ε γέν / να (ενδεκασύλλαβος)

Αισχύλος – Ευριπίδης – Σοφοκλής
Τον μύθο του Ορέστη τον έχουν αξιοποιήσει κι οι τρεις μεγάλοι τραγικοί ποιητές, δίνοντας διαφορετική κάθε φορά διάσταση στα συναισθήματα και στις σκέψεις του νεαρού ήρωα.
Στην τραγωδία «Χοηφόροι» του Αισχύλου, ο Ορέστης παρουσιάζει τον φοβερό χρησμό που του έδωσε ο Απόλλωνας, σύμφωνα με τον οποίο, αν δεν προχωρήσει στην εκδίκηση των φονιάδων του πατέρα του, θα πληρώσει ο ίδιος με τη ζωή του.
Ορέστης:  
Δε θα με προδώσει του Απόλλωνα ο μεγαλοδύναμος χρησμός,
που μ’ έσπρωξε τον κίνδυνο αυτό να αναλάβω
λέγοντάς μου μεγαλόφωνα πολλά και ξεστομίζοντας
ψυχρές μπόρες συμφοράς μέσα στα ζεστά σπλάχνα μου,
αν του πατέρα μου τους φονιάδες δεν τους εκδικηθώ
με τρόπο παρόμοιο, εννοώντας να τους σκοτώσω σε εκδίκηση,
σαν ταύρος οργισμένος για την αρπαγή της πατρικής περιουσίας∙
αλλιώς, έλεγε, θα το πληρώσω με την ίδια μου τη ζωή
τραβώντας πολλά δυσάρεστα παθήματα στη ζωή.
Διότι είπε, δείχνοντας των κακοδιάθετων του κάτω κόσμου τις οργές,
πως τέτοιες αρρώστιες θα έρθουν στους θνητούς:
λέπρες, που θα σπαράζουν τις σάρκες μ’ άγρια σαγόνια,
λειχήνες, που κατατρών την παλιά φύση του κορμιού,
και άσπρα μαλλιά, που θα σκεπάζουν τις πληγές αυτές.
Μου έλεγε και γι’ άλλες πληγές που θα δώσουν οι Ερινύες
αν ανεκδίκητο το αίμα μείνει του πατέρα μου.
Διότι έναν που βλέπει καλά και κινεί στο σκοτάδι τα μάτια του
το σκοτεινό βέλος του κάτω κόσμου, που επικαλούνται
οι συγγενείς που έχουν σκοτωθεί και η λύσσα και ο μάταιος φόβος
της ώρας της νυχτερινής, κινεί και ταράζει και διώχνει από την πόλη του,
αφού ρημάξει το σώμα του με χάλκινο κεντρί.
Σε τέτοιους ανθρώπους δεν αφήνουν να πάρουν μέρος σε κρασογλέντι
και σε γιορτινές σπονδές, κι αντίθετα τον διώχνει από τους βωμούς
του πατέρα η οργή που δε φαίνεται∙ στο σπίτι του δεν τον δέχεται κανείς,
δεν τον βοηθά, αλλά περιφρονημένος, χωρίς φίλους πεθαίνει με τον καιρό,
αφού πανάθλια ξεραθεί απ’ τον ολέθριο χαμό.
Πρέπει λοιπόν σε τέτοιους χρησμούς να έχω εμπιστοσύνη;
Ακόμη κι αν δεν έχω εμπιστοσύνη, πρέπει το έργο αυτό να κάνω.
[Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]

Στην τραγωδία «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, η έμφαση δίνεται στα συναισθήματα της Ηλέκτρας, ενώ ο Ορέστης παρουσιάζεται ως ο εκτελεστής του θελήματος του Απόλλωνα.
Ορέστης:
Άσε τα λόγια τα περίσσια κατά μέρος, και μη μου λες
πως είναι η μάνα μας κακή μήτε πως ο Αίγισθος μέσα
απ’ το ανάκτορο αρπάζει τα πατρικά μας αγαθά, κι άλλα
ξοδεύει κι άλλα μάταια τα σκορπάει. Γιατί οι κουβέντες
μπορεί ν’ αναστείλουνε την ώρα της δράσης.
Κι ό,τι τη στιγμή τούτη αρμόζει δείξ’ το μου, ώστε έτσι,
στα φανερά ή κρυμμένοι, να παύσουμε τα γέλια των
εχθρών μας. ................
Έτσι, έχε το νου σου να μην αντιληφθεί η μητέρα το
χαρούμενο πρόσωπό σου, όταν μες στο παλάτι μπούμε, αλλά
στέναζε δήθεν για την ψεύτικη συμφορά που αναγγείλαμε.
Διότι, όταν πραγματωθούνε τα σχέδιά μας, τότε θα
μπορούμε και να χαιρόμαστε κι ελεύθεροι να γελάμε.
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης, Γιώργος Γαζής, Μιχαήλ Βασσάλος]

Στην τραγωδία «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, ο Ορέστης εκτελεί το χρέος του, όπως του το όρισε ο Απόλλωνας, μα αμέσως κατόπιν αισθάνεται τύψεις γι’ αυτό.
Ορέστης:
Αλίμονο, Φοίβε, δίκαια
σκοτεινά μου ύμνησες, φανερούς όμως πέτυχες θρήνους
ματωμένη μου πρόσφερες μοίρα
μακριά απ’ τη γη της Ελλάδας/
Τώρα σε ποια να πάω πόλη άλλη;
Ποιος φίλος, ποιος άνθρωπος ευσεβής
θα δεχτεί να με δει,
που τη μάνα μου σκότωσα;

Τις τύψεις του ήρωα κατευνάζουν οι αδερφοί της μητέρας του, οι Διόσκουροι, αναφέροντάς του πως αν και δίκαιη η πράξη του, θα πρέπει να δικαστεί γι’ αυτή σε αθηναϊκό δικαστήριο, απ’ το οποίο και θα απαλλαχτεί για το έγκλημά του ύστερα από παρέμβαση του ίδιου του Απόλλωνα, που θα αναλάβει την ευθύνη για το φονικό.  
Διόσκουροι:
Του Αγαμέμνονα γιε, άκου∙ σου μιλούν της μητρός σου τα δύο αδέλφια,
οι Διόσκουροι, εγώ ο Κάστορας κι ο ομοαίματος Πολυδεύκης. Τρικυμία μεγάλη
πριν λίγο επάψαμε, που ‘ναι ο φόβος κι ο τρόμος των πλοίων∙ και στο Άργος
εδώ έχουμ’ έρθει τη σφαγή μόλις είδαμε της αδελφής μας ετούτης και μάνας σου.
Πληρωμή έχει λάβει δίκαια αυτή, αλλά η πράξη η δική σου είναι άδικη πράξη.
Μα ο Φοίβος, ο Φοίβος... είν’ κύριός μου, σιωπώ∙ είν’ σοφός, μα σοφό δεν σου
έδωσε εσένα χρησμό. Σεβασμό είναι ανάγκη ωστόσο να δείξεις∙ στο εξής όμως
πρέπει να πράξεις όσα η Μοίρα κι ο Δίας έχει ορίσει για σένα. Την Ηλέκτρα
γυναίκα στον Πυλάδη να δώσεις, κι απ’ το Άργος εσύ να χαθείς∙ δεν μπορείς
να βαδίζεις σε τούτη την πόλη, τη στιγμή που τη μάνα σου σκότωσες.
Φοβερές οι θεές του θανάτου, να ξέρεις, οι σκυλόματες Κήρες θα σε κυνηγούν,
σαν τρελός θα ‘σαι, από χώρα σε χώρα σαν φεύγεις. Αλλά εσύ στην Αθήνα
να πας, κι όταν φτάσεις εκεί, ν’ αγκαλιάσεις της Παλλάδας θεάς το σεβάσμιο
ξόανο∙ γιατί θα τις χουγιάξει αυτή και θα τις διώξει τρομαγμένες∙ κι έτσι
δεν θα σ’ αγγίξουν με τα φοβερά τους φίδια∙ ασπίδα τ’ άγριο βλέμμα της
πάνω απ’ την κεφαλή σου θε ν’ απλώσει. Κι υπάρχει εκεί ένας βράχος – του Άρη
τον λένε∙ εκεί πήγαν οι θεοί που πρώτοι συνεδρίασαν σ’ αυτόν για να δικάσουνε
για φόνο∙ τον Αλιρρόθιο τότε, το γιο του άρχοντα της θάλασσας, είχε σκοτώσει
ο Άρης, εξοργισμένος για το βιασμό της κόρης του∙ εκεί λοιπόν των δικαστών
η ψήφος είν’ απολύτως δίκαιη κι οριστική. Εκεί κι εσύ να τρέξεις πρέπει,
ο φόνος που ‘κανες εκεί να δικαστεί. Θα διχαστούν στη δίκη οι ψήφοι και θα
γλιτώσεις απ’ το θάνατο∙ γιατί ο Λοξίας πάνω του θα πάρει την αιτία, αφού
είν’ αυτός που σου ‘δωσε χρησμό, τη μάνα σου να σκοτώσεις. Και για τους άλλους
ύστερα αυτός ο νόμος θα οριστεί, όποιος εκεί δικάζεται, αθώος να είναι,
αν βγαίνει ισοψηφία. Τότε οι τρομερές θεές, απ’ το βαρύ καημό ετούτο
χτυπημένες, σε βάραθρο μέσα θα χωθούν που βρίσκεται δίπλα στο βράχο αυτό,
και θα ‘ναι κει μαντείο ιερό για τους ευσεβείς. Κι εσύ μετά σε πόλη αρκαδική
πρέπει να πας να κατοικήσεις, στις όχθες του Αλφειού, κοντά στου Λύκαιου
Διός το ιερό∙ κι η πόλη αυτή θα πάρει τ’ όνομά σου. Αυτά για σένα είχα να πω.
[Μετάφραση: Νίκος Νικολίτσης]

Ορέστης
Γόνος του πολυτάραχου οίκου των Ατρειδών, γιος του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, αδελφός της Ιφιγένειας, της Ηλέκτρας και της Χρυσοθέμιδος, ο οποίος φόνευσε τη μητέρα του και τον εραστή της Αίγισθο για να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του. Ο μύθος του είχε ήδη διαμορφωθεί στην εποχή του Ομήρου, αλλά με τους τραγικούς ποιητές ολοκληρώθηκε και μάλιστα εμπλουτίστηκε με ποικίλες παραλλαγές.
Όταν, κατά την απουσία του Αγαμέμνονα στην Τροία, η Κλυταιμνήστρα συνδέθηκε με τον Αίγισθο, έστειλε τον Ορέστη στον Στρόφιο, στην Κρίσα της Φωκίδος. Κατ’ άλλη εκδοχή, ο Ορέστης φυγαδεύτηκε στη Φωκίδα μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Εκεί μεγάλωσε και ανέπτυξε δυνατούς δεσμούς φιλίας με τον γιο του Στρόφιου, Πυλάδη.
Όταν ανδρώθηκε, πήρε χρησμό από το μαντείο των Δελφών να τιμωρήσει τους φονείς του πατέρα του. Με τον σύντροφό του Πυλάδη έφτασε στο Άργος και αφού προσκύνησε τον τάφο του πατέρα του, τού προσέφερε έναν πλόκαμο από τα μαλλιά του για να τιμήσει τη μνήμη του. Λίγο αργότερα όμως αναγκάστηκε να κρυφτεί, γιατί άκουσε κόσμο να πλησιάζει. Ήταν η Ηλέκτρα με γυναίκες του ανακτόρου που είχαν έρθει για να προσφέρουν θυσία στον τάφο του Αγαμέμνονα, κατ’ εντολή της Κλυταιμνήστρας, η οποία είχε δει έναν εφιάλτη το προηγούμενο βράδυ και ήθελε να εξευμενίσει το πνεύμα του συζύγου της. Ακολούθησε η αναγνώριση των δύο αδελφών και η κατάστρωση του σχεδίου εκδίκησης. Ο Ορέστης με τον Πυλάδη εμφανίστηκαν στη βασίλισσα ως ταξιδιώτες και της ανακοίνωσαν τον δήθεν θάνατο του γιου της στη Φωκίδα. Αυτή έστειλε να ειδοποιήσουν τον Αίγισθο, ο οποίος έσπευσε στο ανάκτορο, όπου έπεσε χτυπημένος από το σπαθί του Ορέστη. Όταν ήλθε η ώρα της Κλυταιμνήστρας, ο Ορέστης λύγισε για μια στιγμή μπροστά στις παρακλήσεις της, με την παρότρυνση όμως του Πυλάδη και την ανάμνηση των εντολών του Απόλλωνα, ξαναβρήκε το θάρρος του και θανάτωσε τη μητέρα του. Άλλη παραλλαγή τοποθετεί τη συνάντηση των δύο αδερφών και τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας στο σπίτι του συζύγου της Ηλέκτρας.
Έτσι δικαιώθηκε ο Αγαμέμνωνας, από την ώρα όμως της μητροκτονίας, τον Ορέστη καταδίωκαν οι τρομερές χθόνιες θεότητες, οι Ερινύες. Πήγε λοιπόν ως ικέτης στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου εξαγνίστηκε από το μίασμα του φόνου σύμφωνα με τα έθιμα. Οι Ερινύες όμως δεν ικανοποιήθηκαν από τον τυπικό καθαρμό και συνέχισαν να βασανίζουν τον ήρωα, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα και ζήτησε τη βοήθεια της πολιούχου θεάς. Η Αθηνά συγκάλεσε τότε δικαστήριο από επιφανείς Αθηναίους στο λόφο του Αρείου Πάγου με πρόεδρο την ίδια. Στην ψηφοφορία που ακολούθησε οι αθωωτικές και οι καταδικαστικές ψήφοι ήταν ίσοι, οπότε η θεά με τη δική της ψήφο αθώωσε τον ήρωα και μετάπεισε τις φοβερές Ερινύες, που μετατράπηκαν σε καλόγνωμες Ευμενίδες.


Σύμφωνα με παράδοση του Άργους, την κρίση του μητροκτόνου ανέλαβε ο λαός του Άργους και η απόφασή του ήταν καταδικαστική. Ο Ορέστης ζήτησε τη βοήθεια του θείου του, Μενελάου, ο οποίος όμως φάνηκε ανήμπορος να επέμβει μπροστά στην επιθυμία των Αργείων και μόνο με την επέμβαση του Απόλλωνα σώθηκε. Μετά την αθώωσή του, πήρε εντολή από τον Φοίβο να ταξιδέψει στη χώρα των Ταύρων, στη Σκυθία, να κλέψει το ξόανο της Αρτέμιδος και να το φέρει στην Αττική. Έφτασε λοιπόν κρυφά στην Ταυρίδα με τον Πυλάδη, μη γνωρίζοντας ότι ιέρεια της θεάς εκεί ήταν η αδελφή του Ιφιγένεια. Οι κάτοικοι όμως τους αντιλήφθηκαν, τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στον βασιλιά τους Θόαντα για να τους θυσιάσει στη θεά. Αυτός τούς παρέπεμψε στην ιέρεια για να τους εξαγνίσει. Μετά την αναγνώριση, η Ιφιγένεια αποφάσισε να τους βοηθήσει στο σχέδιό τους και να δραπετεύσει μαζί τους. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν έφτασαν στην Αττική και ίδρυσαν ναό στην Άρτεμη. Μετά από τόσες περιπέτειες, αξιώθηκε να βασιλέψει όχι μόνο στους Αργείους αλλά και στους Λακεδαιμόνιους και στους Αρκάδες για πάρα πολλά χρόνια. Παντρεύτηκε την κόρη του Μενελάου Ερμιόνη και απέκτησε έναν γιο, τον Τεισαμενό. Πέθανε σε βαθιά γεράματα από δάγκωμα φιδιού.   




Κώστας Βάρναλης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Κώστας Βάρναλης
Kostas I Varnalis Alexandria circa 1914.jpg
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση14  Φεβρουαρίου 1884[1]
Μπουργκάς[2][3]
Θάνατος16  Δεκεμβρίου 1974[4][5][6][1]
Αθήνα
Τόπος ταφήςΠρώτο Νεκροταφείο Αθηνών
ΚατοικίαΠαγκράτι[7]
ΕθνικότηταΈλληνες
ΨευδώνυμοΔήμος Τανάλιας
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓαλλικά
Ελληνικά
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδημοσιογράφος
ποιητής[1]
μεταφραστής[1]
πεζογράφος[1]
θεατρικός συγγραφέας
κριτικός λογοτεχνίας[1]
ΕργοδότηςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Περίοδος ακμής1905
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΒραβείο Ειρήνης Λένιν (1959)
Υπογραφή
Kostas-Varnalis.svg
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κώστας Βάρναλης (14 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Είναι γνωστός κυρίως για τα ποιήματά του, αλλά έγραψε επίσης αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, το σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας το 1884[8], όπου βίωσε το κλίμα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό, δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες — το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.[9][10].

Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης, και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς), σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Μετά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Δημήτρη Γληνού.

Καλλιτεχνική αναγνώριση και πολιτική δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίαςφιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στο μαρξισμό και το διαλεκτικό υλισμό, και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής». Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γληνού. Το 1926 παύθηκε από τη θέση του καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας, που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 νυμφεύθηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Λέσβο και τον Άγιο Ευστράτιο.

Υπήρξε κομμουνιστής[11] και στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ).[12]

Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποιΤο Ημερολόγιο της ΠηνελόπηςΠοιητικάΔιχτάτορεςΑισθητικά-Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες, μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Το ταφικό μνημείο του ποιητή, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης Κοσμάς Ξενάκης το 1975.[13]

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

Ποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Οι μοιραίοι», χειρόγραφο του ποιητή

Ποιητικές συνθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο προσκυνητής (1919)
  • Το φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
  • Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927)

Ποιητικές συλλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κηρήθρες (1905)
  • Ποιητικά (1956)
  • Ελεύθερος κόσμος (1965)
  • Οργή λαού (1975)

Πεζογραφία και κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο λαός των μουνούχων (Φιλ. ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
  • Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
  • Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
  • Αληθινοί άνθρωποι (1938)
  • Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
  • Πεζός λόγος (1957)
  • Σολωμικά (1957)
  • Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
  • Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
  • Οι δικτάτορες (1956)
  • Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)

Θέατρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Άτταλος ο Τρίτος (1972)

Μεταθανάτιες συλλογές κειμένων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γράμματα από το Παρίσι, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2013, 164 σελ.
  • Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2014, 306 σελ.
  • Αττικά, 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2016, 578 σελ.
  • Αστυνομικά: 265 χρονογραφήματα (1939-1957) εμπνευσμένα από το αστυνομικό δελτίο, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, «Εκδόσεις Αρχείο», Αθήνα 2017, 376 σελ.

Μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τιμητική διάκριση με το Διεθνές Βραβείο Γραμμάτων και Τεχνών «Λένιν» από την ΕΣΣΔ το 1959.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 The Fine Art Archivecs.isabart.org/person/158395. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  2.  Εθνική Βιβλιοθήκη της ΓερμανίαςΚρατική Βιβλιοθήκη του ΒερολίνουΒαυαρική Κρατική ΒιβλιοθήκηΕθνική Βιβλιοθήκη της ΑυστρίαςGemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 25  Ιουνίου 2015.
  3.  «Большая советская энциклопедия» (ΡωσικάThe Great Russian EncyclopediaΜόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  4.  Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικάαρχή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίαςdata.bnf.fr/ark:/12148/cb13169175b. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  5.  Νίκος Δ. Καράμπελας«Πρεβεζάνικα Χρονικά : Ευρετήριο τευχών 1-50»Πρεβεζάνικα Χρονικά. Ευρετήριο τευχών 1-50Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις. ISBN-13 978-960-7660-25-1.
  6.  (ΓερμανικάΕγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαουςvarnalis-kostas.
  7.  www.news247.gr/afieromata/fotografizontas-tis-geitonies-ton-poiiton.6259634.html. Ανακτήθηκε στις 1  Σεπτεμβρίου 2021.
  8.  Κατά τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, της οποίας υπήρξε συνεργάτης.
  9.  Σαραντάκος, Νίκος (22 Ιουλίου 2012). «Το κουλούρι του Κώστα Μπουμπού»Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2016.
  10.  Μαΐλης, Μάκης (2011). «Το ιστορικό πλάισιο της πορείας του Κώστα Βάρναλη»Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2014.
  11.  Ανώνυμος (12 Οκτωβρίου 2008). «Βιογραφικό του Κώστα Βάρναλη»Ριζοσπάστης (Αθήνα). Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2015.
  12.  Ανώνυμος (20 Μαρτίου 2011). «Αυτόν τον ήλιο μας έδειξε!»Ριζοσπάστης (Αθήνα). Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2016.
  13.  Βρεττού, Κάτια (24 Δεκεμβρίου 1975). «Γιατί μπετόν στον τάφο του Βάρναλη;». Απογευματινή (Αθήνα). Βλ. επίσης: Χατζημιχάλης, Γιώργος· Καψάλης, Διονύσης, επιμ. (2015). Κοσμάς Ξενάκης, 1925-1984. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. σελ. 55. ISBN 978-960-250-636-3.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Αιολικά Γράμματα, τεύχ. 25, Γενάρης-Φλεβάρης 1975.
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975.
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Διαβάζω, τεύχ. 88, 22 Αυγούστου 1984.
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Θέματα Παιδείας, τχ. 41-42 (2010), σ. 3-353
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Η λέξη, τεύχ. 187, Γενάρης-Φλεβάρης 2006.
  • Αφιέρωμα στον Κ. Βάρναλη, περ. Ουτοπία, τεύχ. 68, Ιαν.-Φεβρ. 2006.
  • Ευάγγελος Ανδρέου, Στοιχεία Ζωής, 1978 (Με τον Κώστα Βάρναλη)
  • Δημήτρης Γληνός, «Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης», Εκλεκτές σελίδες, τόμ. Β΄, Στοχαστής, Αθήνα 1971.
  • Βάσος ΒαρίκαςΚώστας Βάρναλης-Κώστας Καρυωτάκης, Πλέθρο, Αθήνα1978.
  • Κώστας Βάρναλης, Φιλολογικά απομνημονεύματα, Κέδρος, Αθήνα 1980.
  • Καγκελάρης, Ν. (2017),«Σαπφώ Fr. 105(a) LP - Βάρναλης Πῶς ἐθρήνησαν γιὰ τὴ Σαπφὼ τὰ κορίτσια της ὅταν ἀγάπησε τὸν Ἀλκαῖο (στ. 26-9): Μια νέα ανάγνωση της διακειμενικής τους σχέσης», Φιλολογική 138: 43-6. [1]
  • Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κώστας Βάρναλης. Μελέτες, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984.
  • Θεανώ Μιχαηλίδου, «Βάρναλης, Κώστας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ.Β΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984.
  • Στάθης Μάρας, Κώστας Βάρναλης. Ιδεολογία και ποίηση, Καστανιώτης, Αθήνα 1986.
  • Γιάννης Δάλλας, Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Κώστα Βάρναλη, Κέδρος, Αθήνα 1988.
  • Γιώργος Δ. Μπουμπούς, «Βάρναλης, Κώστας», Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Τύπου, 1784-1974, τόμ. Α΄Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2008.
  • Ηρακλής Κακαβάνης, Ο άγνωστος Βάρναλης, Εντός, Αθήνα 2012.
  • Κώστας Βάρναλης. Φως που πάντα καίει, Πρακτικά Συνεδρίου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2012.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]








Το ποίημα  γράφτηκε το 1914. Είναι σονέτο, και ανήκει στην πρώτη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη, ο οποίος ήταν κλασικός φιλόλογος, καθώς και μεταφραστής του αρχαίου δράματος, και τρομερά γοητευμένος από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία.


.

Σε αυτήν την ιστορική αντίληψη του γένους ο Ορέστης, ο ήρωας του ποιήματος, είναι προαποφασισμένο από τους θεούς να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του φονεύοντας  την μάνα του. Την αποτρόπαια αυτή πράξη, να γίνει δηλαδή μητροκτόνος, ο  ήρωας δεν μπορεί να την αποποιηθεί, να αντισταθεί απέναντι στην προκαθορισμένη εντολή. Δεν πρόκειται να ξεφύγει την μοίρα του κι αν ακόμη προσπαθήσει,  γιατί  σε κάθε αντίδραση τίθενται σε εφαρμογή ισχυρότατες οικογενειακές  διαδικασίες και του επιβάλλουν  να υποκύψει. Το δίκαιο του γένους είναι τόσο ισχυρό, που το μόνο που του επιτρέπεται είναι να συνταχθεί   με το αδιανόητο που η εποχή του εκφράζει και επιβάλλει. Ο ήρωας γνωρίζει ότι στις περιπτώσεις  φόνου μέσα στην οικογένεια, ο φονιάς, ο εκτελεστής  τελικά λογοδοτεί  στους θεούς που του έφτιαξαν την μοίρα και ιδιαίτερα λογοδοτεί στις θεότητες του Άδη Ερινύες, οι οποίες αυτόν τον προορισμό έχουν. Να εκδικούνται το αίμα που χύνεται ανάμεσα στα μέλη του οίκου,  μητροκτόνους, πατροκτόνους, αδελφοκτόνους κλπ. Ο Ορέστης γνωρίζει πολύ καλά τί θα ακολουθήσει  μετά την πράξη του και πόσα πρόκειται να υποφέρει, ώσπου να πάρει την συγχώρηση. Όμως η μοίρα του είναι προαποφασισμένη και πρέπει να την αντιμετωπίσει. Δεν έχει δρόμο διαφυγής.  Η μητέρα του δολοφόνησε τον πατέρα του. διέλυσε τον οίκο των Ατρειδών. Αυτού του φόνου  το αίμα το χωρίς εκδίκηση θα τον κυνηγούσε ες αεί. Το ίδιο θα τον κατέτρυχε και η οικογενειακή ντροπή από την υπεξαίρεση, τον σφετερισμό του θρόνου. Έπρεπε να πάρει θέση, επειδή ήταν γόνος βασιλικής οικογένειας, γιος βασιλιά, διάδοχος και ο ίδιος.  Αν ήταν ένας απλός θνητός, η μοίρα του θα ήταν απλή, σαν την ζωή του, γιατί κανένας θεός δεν θα ασχολείτο μαζί του. Επειδή όμως η ρίζα του έφτανε στον Τάνταλο, γιο του Δία, δεν ήταν ένας κοινός θνητός, ήταν υπόλογος ενώπιον των θεών, που καθόριζαν την μοίρα του ερήμην του και που αυτός είχε χρέος να αντιμετωπίσει.





 





ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ Κώστας Βάρναλης [πηγή: Βικιπαίδεια] 

Oρέστης

Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1914 και είναι ένα σονέτο που διέπεται από 

το πνεύμα του παρνασσισμού, μιας τεχνοτροπίας που επηρέασε την

 πρώτη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη. O

 ποιητής, που ήταν κλασικός φιλόλογος, καθώς και μεταφραστής του αρ

χαίου δράματος, καταπιάστηκε με τον κόσμο και τα σύμβολα της αρχαιότη

τας με δημιουργικό και τολμηρό τρόπο.

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ' ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ' έφερ' έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν' αφανίσεις που σ' εγέννα.

Κανείς δε σε θυμάτ' εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ* τον κι άμε*
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σαν να 'ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου*
για* το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.

 

Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος

Παράλληλα Κείμενα
 Γ. Σεφέρης, «Οι σύντροφοι στον Άδη» Γ. Σεφέρης, «Οι σύντροφοι στον Άδη»
 Τ. Πατρίκιος, «Ιστορία του λαβύρινθου» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογο

τεχνίας Β΄ Γυμνασίου] Τ. Πατρίκιος, «Ιστορία του λαβύρινθου» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]


Λεξιλόγιο
*ξέχανε: ξέχασε *άμε: πήγαινε *θα παίρνει σε από πίσου: θα σε ακολου

θά *γιά: ή



ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  •  Αφού βρείτε τις ομοιοκαταληξίες του ποιήματος, μελετήστε:
          α) τη στιχουργική μορφή του σονέτου
          β) και την εκφραστική πρωτοτυπία τους.
  •  Ποιο είναι το χρέος του Oρέστη και γιατί το αντιπαραβάλλει ο ποιητής
  •  με την ομορφιά και τη νεότητά του;
  •  Ποια εντύπωση δημιουργεί η χρήση του β΄ ενικού προσώπου στο ποί
  • ημα;
  •  Αναζητήστε ποιήματα με τη μορφή του σονέτου σε ανθολογίες ή 
  • ποιητικές συλλογές της βιβλιοθήκης του σχολείου σας.


Η μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες

Κωνσταντίνος Παρθένης, Η μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες
Δείτε τον πίνακα σε μεγαλύτερη ανάλυση στην Εθνική Πινακοθήκη Εθνική Πινακοθήκη

ΔΙ

ΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗ

ΡΙΟΤΗΤΑ







  •  Βρείτε πληροφορίες για τον Oρέστη στην ελληνική μυθολογία και
  •  συζητήστε στην τάξη σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί το μύ
  • θο ο Βάρναλης.
     ΟΡΕΣΤΗΣ, Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

  •  Ψηφίδες


 

Κώστας Βάρνα

λης 

(1884-1974)


Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ.

 Κατέβασε σύντομο βιογραφικό 



 

Είναι απαραίτητο να αναλογιστούμε τη δύσκολη θέση και το βαρύ 

χρέος του Ορέστη, σε συνδυασμό με τις τραγικές συνέπειες που εί

χε στη ζωή του η μητροκτονία που διέπραξε. Ο Βάρναλης εκκινεί από

 τον αρχαίο μύθο του Ορέστη, ακολουθώντας εν μέρει τη δραματική

 εκδοχή του Αισχύλου και του Ευριπίδη για τον αναπροσδιορισμό της

 μοίρας του λογοτεχνικού του ήρωα. Σύμφωνα με τα πρότυπα του 

παρνασσισμού ενσωματώνει στο ποίημα ποικίλες αρχαιοελληνικές

 απηχήσεις, όπως το στεφάνι από σέλινα, και συνθέτει μια λιτή, αρ

χαιοπρεπή εικόνα του λογοτεχνικού ήρωά του, η οποία συνδυάζει

 τα ανακρεόντεια (θέματα, διάθεση, γλώσσα) με τα διονυσιακά (ομορ

φιά, ανεμελιά) χαρακτηριστικά, όπως παρατηρεί ο Γιατρομανωλάκης.

 Η πλοκή του σονέτου ακολουθεί σύμφωνα με τον μελετητή τη χρονι

κή εξέλιξη της αρχαίας τραγωδίας. Αρχίζει από την ώρα που ο Ορέστης

 μαθαίνει το οδυνηρό περιεχόμενο του χρησμού, και, παρά το γεγονό

ς ότι η μοίρα του εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένη

 («τρόπο δεν έχεις άλλονε»), στις δύο τελευταίες στροφές του σονέ

του η μοιραία πορεία του βίου του φαίνεται ότι θα ανατραπεί από τον

 ποιητή. Το δίλημμα που αντιμετωπίζει ο Ορέστης ανάμεσα στο καθορι

σμένο χρέος και τη δυναμική του διάθεση για ζωή θα μπορούσε να

 τον φέρει αντιμέτωπο με αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα, σε 

«σταυροδρόμια», την κρίσιμη ώρα της εκλογής. Ο Βάρναλης ωστόσο

 δεν επιθυμεί τον υπαρξιακό προβληματισμό του ήρωα, καθώς ο Ορέ

στης είναι αδύνατον να απεμπλακεί από τα τραγικά αδιέξοδα που του

 επέβαλε ο μύθος. Ο αφανής στο ποίημα ποιητής απευθύνεται άμεσα

 στο λογοτεχνικό του ήρωα, παροτρύνοντάς τον να λάβει τη σωστή 

απόφαση για τη ζωή του. Για τον σκοπό αυτόν ο ποιητής δεν 

περιορίζεται στον παραινετικό του ρόλο και στις συμβουλές. Αφού 

μνημείωσε αρχικά την ομορφιά του Ορέστη, τον καλεί τώρα να χαρεί

 τη ζωή με τρόπο που αρμόζει στην ηλικία του, αλλά και στις ηθικές αξί

ες που αντιστοιχούν στην εποχή και στην ποίηση του Βάρναλη, τονίζο

ντας τον άφευκτο χαρακτήρα της μοίρας του: ό,τι κι αν κάνει, θα βρίσκε

ται παγιδευμένος, καθώς η μοίρα του δεν μπορεί να αποσυνδεθεί τό

σο από το δυσφημισμένο όνομα του πατέρα, όσο και από το

 αποτρόπαιο έγκλημα της μητροκτονίας και την καταστροφική επενέρ

γεια που αυτό πρόκειται να έχει στη ζωή του.


Ο παρνασσισμός είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίζεται 

στη Γαλλία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, ως αντίδραση προς το

 ρομαντισμό, ο οποίος εκείνη την εποχή βρίσκεται ήδη στη φάση

 της παρακμής. Το νέο λογοτεχνικό κίνημα θα διατηρήσει τη σημασία

 του για τρεις περίπου δεκαετίες (1850-1880) και σιγά σιγά θα εξαπλω

θεί σε μερικές ακόμη χώρες, μεταξύ των οποίων και στη δική μας.

Η ονομασία «παρνασσισμός» οφείλεται σε μια ποιητική ανθολογία 

που εκδόθηκε στη Γαλλία με τον τίτλο «Σύγχρονος Παρνασσός», και 

περιλάμβανε ποιήματα της δεκαετίας 1866-1876 με συγκεκριμένα 

χαρακτηριστικά. Με βάση αυτή την ανθολογία αλλά και τις δημοσιεύ

σεις των αμέσως επόμενων ετών, μπορούμε να πούμε ότι στη Γαλ

λία, τη χώρα της γέννησής του, ο παρνασσισμός εκπροσωπείται από

 ποιητές όπως οι Leconte de Lisle, Théophile Gautier, François Cop

pée, Théodore de Banville, Sully Prudhomme, ενώ κάποια παρνασ

σικά στοιχεία μπορούμε να εντοπίσουμε και σε ορισμένους πολύ 

σημαντικούς ποιητές του 19ου αιώνα, όπως στο Charles Baudelaire, το

 Stéphane Mallarmé, το Lautréamont κ.ά.

Ο παρνασσισμός δίνει μεγάλη σημασία στην ακρίβεια της έκφρα

σης και στη λεπτομέρεια, καθώς προσπαθεί να καλλιεργήσει μιαν α

πρόσωπη και αντικειμενική ποίηση, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό

 το επιστημονικό πνεύμα της εποχής. Σε ό,τι αφορά την επεξεργασία 

του στίχου, σέβεται τους ρυθμικούς, μετρικούς και στιχουργικούς κα

νόνες, καθώς και την ομοιοκαταληξία, και γενικά ενδιαφέρεται υπερβο

λικά για τη μορφή.

Οι παρνασσικοί ποιητές αντλούν τα θέματα και τις εικόνες τους απ' 

τη μυθολογία και την ιστορία και αναζητούν την έμπνευσή τους 

στους χαμένους πολιτισμούς της αρχαιότητας, ιδίως στον ελληνικό 

και τον ινδικό. Αυτό που τελικά επιδιώκουν είναι η απουσία κάθε συ

ναισθήματος, πάθους ή έντασης· θέλουν κυρίως να εκφράσουν την 

ηρεμία, τη γαλήνη, την απάθεια και γι' αυτό το σκοπό υιοθετούν ως 

ένα βαθμό την πλαστικότητα και την αρμονία της κλασικής τέχνης. Για

 τους παρνασσικούς ποιητές, το ποίημα πρέπει να έχει την ομορφιά 

ενός αρχαίου αγάλματος.

Ωστόσο, στην προσπάθειά τους να καλλιεργήσουν με τον καλύτερο δυ

νατό τρόπο αυτή την απρόσωπη και αντικειμενική έκφραση, αυτόν τον

 απόλυτα ισορροπημένο και ψυχρό ποιητικό τόνο και ύφος, οι παρ

νασσικοί δημιούργησαν μια ποίηση χωρίς αληθινή ζωή ή ανθρώ

πινη παρουσία, μακριά από κάθε συναίσθημα. Αρνούμενοι, δηλαδή,

 το ρομαντισμό, έφτασαν τελικά στους αντίποδές του.

Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, ο παρνασσισμός κάνει την εμφάνισή του με την ποιητική γενιά του 1880, τη λεγόμενη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Και στη χώρα μας εμφανίζεται στο προσκήνιο ως αντίδραση προς το ρομαντισμό, ενώ έχει όλα τα χαρακτηριστικά του γαλλικού παρνασσισμού, τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο σε σχέση με το ρομαντισμό, είναι ότι ο παρνασσισμός αρνείται την καθαρεύουσα και στρέφεται προς τη δημοτική (οι Έλληνες παρνασσικοί ποιητές ανήκουν στη λεγόμενη γενιά του δημοτικισμού).

Οι Έλληνες ποιητές εμπνεύστηκαν απευθείας από τη γαλλική ποίηση· προσπάθησαν, όμως, να προσαρμόσουν τα θέματα και τις ποιητικές τους ιδέες στα ελληνικά δεδομένα. Παρνασσικά ποιήματα έγραψαν κυρίως οι Κωστής Παλαμάς, Ιωάννης Γρυπάρης, Γεώργιος Δροσίνης, Ν. Καμπάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, Λορέντζος Μαβίλης κ.ά., καθώς και οι κάπως μεταγενέστεροι Άγγελος Σικελιανός και Κώστας Βάρναλης.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι με τον παρνασσισμό, η ποίηση, και ιδιαίτερα η ελληνική, επανέρχεται σε μια ισορροπία, μετά το ξέφρενο συναισθηματικό και πολύ συχνά αρρωστημένο ξέσπασμα του ρομαντισμού. Από την άποψη αυτή, ο παρνασσισμός συνιστά ένα είδος νεοκλασικισμού. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εποχή του αλλά δεν είχε μεγάλη διάρκεια ή συνέχεια, ούτε στην Ευρώπη ούτε στη χώρα μας. Εξάλλου, περιορίστηκε στην ποίηση ορισμένων μόνο χωρών και δε γνώρισε τη μεγάλη διάδοση του ρομαντισμού σε πολλές χώρες ή σε πολλές τέχνες. Ειδικά για τη νεοελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερη σημασία έχει η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας, καθώς και η επεξεργασία του στίχου, στοιχείων που απέρριπταν ή δε φρόντιζαν οι ρομαντικοί.


Σονέτο ή δεκα

τε

τρά

στιχο

Είναι ποίημα σταθερής μορφής και συνήθως λυρικού περιεχομέ

νου. Η ονομασία «σονέτο» προέρχεται από την ιταλική γλώσσα: 

sonetto = σύντομος, μικρός ήχος· μικρό, σύντομο τραγούδι, τρα

γουδάκι (στα λατινικά sonus = ήχος). Η ελληνική ονομασία «δεκατε

τράστιχο» είναι περισσότερο εύστοχη: στηρίζεται σ' ένα εξωτερικό

 γνώρισμα, που είναι ο σταθερός αριθμός των στίχων. Ο Κωστής

 Παλαμάς λ.χ. θέλοντας να αποφύγει την ξενική ονομασία, 

τιτλοφόρησε τη συλλογή του με σονέτα «Τα δεκατετράστιχα».

Το σονέτο, στην κλασική καταρχήν μορφή του, παρουσιάζει τα ακό

λουθα εξωτερικά χαρακτηριστικά:

α) είναι ποίημα ολιγόστιχο· αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους,

 που κατανέμονται σε τέσσερις στροφές

β) οι δυο πρώτες στροφές είναι τετράστιχες, ενώ οι δυο τελευταίες 

τρίστιχες· έχουμε δηλαδή το σχήμα: 4 - 4 - 3 - 3

γ) το μέτρο είναι κανονικά ιαμβικό και οι στίχοι ενδεκασύλλαβοι

δ) στις δυο πρώτες τετράστιχες στροφές, η πιο συνηθισμένη μορφή 

ομοιοκαταληξίας είναι η σταυρωτή (α β β α)

ε) στις δυο τελευταίες τρίστιχες στροφές, η ομοιοκαταληξία μπο

ρεί να παρουσιάζει ποικίλους συνδυασμούς και τύπους. Πάντως, έ

νας τουλάχιστον στίχος της μιας στροφής πρέπει να ομοιοκαταληκτεί

 με έναν της άλλης.

Το γνωστό π.χ. σονέτο του Λορέντζου Μαβίλη «Λήθη» (βλ. Κείμε

να Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Β΄ Λυκείου, σ. 60) παρουσιάζει την α

κόλουθη μορφή ομοιοκαταληξίας:

στροφή 1η

α

β

β

α

(=σταυρωτή)

στροφή 2η

α

β

β

α

(=σταυρωτή)

στροφή 3η

γ

δ

γ

στροφή 4η

δ

ε

ε

Το σονέτο, ως λυρικό ποίημα, θέτει στον ποιητή πολλούς και ποικίλους περιορισμούς: θεματικούς, έκτασης, μετρικούς, αριθμού συλλαβών κατά στίχο, ομοιοκαταληξίας. Εξαιτίας αυτών των περιορισμών, που επιβάλλουν στον ποιητή μιαν αυστηρή και υποχρεωτική πειθαρχία σε εξωτερικούς κανόνες, το σονέτο θεωρείται δύσκολο ποιητικό είδος. Ο καλύτερος σονετογράφος μας θεωρείται ο Λ. Μαβίλης, που έγραψε τα αρτιότερα και τα πιο καλοδουλεμένα λυρικά σονέτα. Άλλοι ποιητές που έγραψαν επίσης σονέτα είναι ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, ο Γεράσιμος Μαρκοράς, ο Ιωάννης Γρυπάρης, ο Κωστής Παλαμάς κ. ά.

Πηγή: Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων δεσμός


Κώστας Βάρναλης
στη Βικιπαίδεια Κώστας Βάρναλης [πηγή: Βικιπαίδεια]
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες
στις Ψηφίδες, Ανεμόσκαλα, Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες 

Νεοέλληνες Ποιητές Ψηφίδες
Αναγνώσεις ποιημάτων, στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
στο ΕΚΕΒΙ ΕΚΕΒΙ
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας ΠΟΘΕΓ
μελοποιημένα ποιήματα στο stixoi.info stixoi
Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου, απαγγελία Κ. Βάρναλη, στο youtube youtube


Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου, μουσική Λουκά Θάνου, τραγούδι Νίκου Ξυ

λούρη, στο youtube youtube
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΕΡΤ
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΡΤ
εκπομπή ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ – 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝ

ΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΤ


Κωνσταντίνος Παρθένης:
στην Εθνική Πινακοθήκη ΑΚΡΙΘΑΚΗΣ, ε.π.
στο Τελόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. Παρθένης
στη ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟ Γ.Ι. ΚΑΤΣΙΓΡΑ Παρθένης
στο paleta art ΠαρθένηςΠαρθένης,στο artnet Παρθένηςστο ΝΙΚΙΑΣ Παρθένηςστο Google Art & Culture Παρθένης, Googleστο wiki art Παρθένης, wiki




Το ποίημα  γράφτηκε το 1914. Είναι σονέτο, και ανήκει στην πρώτη περίοδο της ποιη

τικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη, ο οποίος ήταν κλασικός φιλόλογος, καθώς και

 μεταφραστής του αρχαίου δράματος, και τρομερά γοητευμένος από την αρχαία ελλη

νική λογοτεχνία.

REPORT THIS ADΑΠΟΡΡΗΤΟ

Ο  Ορέστης, Έλληνας και γόνος βασιλικής οικογενείας, είναι  ωραίος λόγω καταγωγής

 και κοινωνικής θέσης. Το μόνο που χρειάζεται, λέει ο ποιητής,  είναι να λύσει τα μαλ

λιά του, για να φανεί η ομορφιά του.  Για τα ωραία του ξανθά μαλλιά, τα γεμάτα βο

στρύχους (μπούκλες), αποκαλείται εϋπλόκαμος από τον αρχαίο ποιητή.  Ο σύγχρονος

 ποιητής του προτείνει  να τα λύσει στον άνεμο, για να φαίνονται οι μπούκλες του, και

 να καμαρώνει για την ομορφιά του. Αυτό πρέπει να σκέπτεται. Την ευγενική του κα

ταγωγή και την ομορφιά του που την οφείλει σε αυτήν. Τάνταλος ο γεννήτωρ του οίκο

υ του, γιος του Δία και της Πλουτώς, της πλούσιας, συνέτρωγε με τους θεούς.  Πέλο

ψ ο γιος του Ταντάλου και ιδρυτής του γένους του.  Ατρεύς ο γιος του Πέλοπα και ι

δρυτής του οίκου του, Αγαμέμνων ο γιος του Ατρέα και πατέρας του, αρχιστράτηγος 

με υπηκόους όλους τους άλλους βασιλείς των Μυκηναϊκών κρατών της Ελλάδας και

 των νήσων. Τέσσερις γενιές βασιλιάδες. Αλλά από την στιγμή που η Κλυταιμήστρα 

σκότωσε τον πατέρα του, ο θρόνος περιήλθε στην γενιά του Αιγίσθου. Αυτόν τον θρό

νο έπρεπε ο νεαρός Αγαμεμνονίδης να τον ανακτήσει πάλι, να συνεχίσει την πορεία 

του ο οίκος των Ατρειδών στην ιστορία. Είχε χρέος προς τους προγόνους αλλά και

 τους απογόνους του. Και αυτό θα το πετύχαινε αν σκότωνε τον Αίγισθο, τον σφετερι

στή του θρόνου του, αλλά κυρίως την μητέρα του, που έγινε το όχημα για να περάσει

 ο οίκος του Ατρειδών στον Αίγισθο. Έτσι η επανάκτηση του θρόνου των Ατρειδών γί

νεται οικογενειακή υπόθεση, στην οποία δεν χωρεί άλλος τρόπος διεκδίκησης. Μόνον