https://www.youtube.com/watch?v=4jDjO0pBdnM
Κώστας Βάρναλης
https://www.youtube.com/watch?v=xGNUNqYSvRw
Οι Μοιραίοι - Γρ. Μπιθικώτσης
Ποιος είναι, όμως, ο Κώστας Βάρναλης και πόσο άγνωστος μας είναι; Καταρχήν είναι ένας από τους κορυφαίους προοδευτικούς διανοουμένους του τόπου μας. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική, δοκίμια και μεταφράσεις με διαλεκτική υλιστική οπτική της τέχνης. Με άλλα λόγια είναι θεμελιωτής της αγωνιστικής μας λογοτεχνίας.
Το μέγεθος του τολμήματος γίνεται πιο χειροπιαστό, αν αναλογιστεί κανείς το φορτίο που σήκωσε στους ώμους της η πρωτοπόρα προσωπικότητα αυτού του πνευματικού ηγέτη. Για να γίνει κονταρομάχος των φτωχών και ν’ ανοίξει δρόμο στις νέες ιδέες, υποχρεώθηκε να αντιπαρατεθεί με αντιλήψεις και προκαταλήψεις αιώνων, να αποκαθηλώσει πανάρχαιες θεότητες του ιδεαλισμού και της θρησκείας, όπως ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης, να αναμετρηθεί με κορυφαίες ποιητικές και πνευματικές αξίες της ανερχόμενης αστικής τάξης, όπως ο Παλαμάς κι ο πρότερος Σικελιανός, ν’ αντιπαλέψει όχι μόνο τον παντοδύναμο εθνικισμό, αλλά και τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, που ευδοκιμούσαν στους κόλπους του βενιζελισμού.
Το έργο του Κώστα Βάρναλη είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα. Για την ποίησή του, άλλωστε, θα γράψει ο Μενέλαος Λουντέμης πως δεν μύριζε ποτέ γάλα: «Μύριζε από την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά ‘γυμνάσματα’ και δοκιμές και περιπλανήσεις στους ‘λειμώνες [4] των ασφόδελων’ [5]. Μ’ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια [6], μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου [7] λυρισμού [8]».
Βαθύς μελετητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης και των νέων ιδεών και ρευμάτων της σύγχρονης εποχής, στοχαστικός και ανήσυχος, και συγχρόνως δεξιοτέχνης της ποιητικής μαεστρίας και του ορμητικού ζωντανού λόγου, ο Βάρναλης είδε την τέχνη σε συνάρτηση με τα κοινωνικά φαινόμενα, που τη δημιουργούν. Όπως γράφει και ο Ηρακλής Κακαβάνης στο βιβλίο του:
«…Ο Βάρναλης δεν είναι ένας συνηθισμένος ποιητής. Καταρχήν, δεν είναι μόνο ποιητής. Πάνω απ’ όλα είναι διανοητής. Η δημοσίευση ποιημάτων δεν ήταν αυτοσκοπός για κείνον. Το πολύπλευρο ταλέντο του και η μεγάλη του μόρφωση του έδωσαν τη δυνατότητα να έχει πολλά εκφραστικά μέσα πέραν της ποίησης. (…) Έγραφε για να εκφραστεί. Και σε ό,τι αφορά ειδικά την ποίηση, ο Βάρναλης δεν έγραφε με σκοπό να δημοσιεύσει, όπως και κανένας ποιητής και γενικά καλλιτέχνης δεν καταφεύγει στην τέχνη του με αυτοσκοπό τη δημοσίευση· αυτή έρχεται μετά…» [9].
Δεν υπάρχει βέβαια ούτε καν η σκέψη να γίνει έστω και απλή αναφορά στις σημαντικότερες πλευρές απ’ το πολυσχιδές του έργο. Στην παρούσα εισήγηση θα γίνει μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί σε αδρές γραμμές ο Κώστας Βάρναλης κυρίως ως ποιητής και μάλιστα σ’ αυτήν τη περίοδο της λογοτεχνικής του παραγωγής που η κριτική χαρακτήρισε ως την πιο δημιουργική του δεκαετία, από τη συγγραφή δηλαδή, το 1921, και δημοσίευση τον επόμενο χρόνο της ποιητικής του συλλογής: «Το Φως που καίει» έως και την έκδοση στα 1931 του αριστουργήματός του με τίτλο: «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη».
Στη νέα στήλη μας για την Παιδεία, παρουσιάζουμε απόψεις για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση καθώς και προτάσεις εναλλακτικής διδασκαλίας στα σχολεία. Μπορείτε να μας στείλετε γνώμες και προτάσεις σας, στο paidia@tvxs.gr
Αξίζει να σημειωθεί πως αυτά τα έργα που κοσμούν την ελληνική αλλά και την παγκόσμια αγωνιστική λογοτεχνία τα έγραψε σε ώριμη ηλικία, ήδη ήταν 40 χρονών, δημοσίευσε το Φως που καίει, έχοντας εμφανιστεί πολύ πριν στα Ελληνικά γράμματα. Συγκεκριμένα πήρε το βάφτισμα του λογοτεχνικού πυρός μόλις το 1905 με την ποιητική του συλλογή ΚΗΡΗΘΡΕΣ, που προλόγιζε ο ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης, γράφοντας γι’ αυτόν επί λέξει: «Ο νέος, τον οποίον παρουσιάζω, ημπορώ να πω με μεγάλη μου χαρά, ότι είναι αληθινός ποιητής»
Στα πρώτα του ποιητικά βήματα συμπορεύτηκε πνευματικά με τον Άγγελο Σικελιανό και το Νίκο Καζαντζάκη με έντονες επιρροές από το ρεύμα του παρνασσισμού και τις διονυσιακές και ανθρωπιστικές ιδέες.
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη «κάτω από τη βαρειά σκιά του Παλαμά». Δημοσιεύει ακόμα ποιήματά του και στα ΓΡΑΜΜΑΤΑ και στη ΝΕΑ ΖΩΗ της Αλεξάνδρειας, στο ΒΩΜΟ, στον ΠΥΡΣΟ, στο ΛΟΓΟ κ.α.
Το 1917 συνθέτει και το 1919 επιστρέφοντας απ’ το Παρίσι δημοσιεύει στο περιοδικό ΜΑΥΡΟΣ ΓΑΤΟΣ το μεγάλο ποίημα Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ, που ήταν αφιερωμένο στο Ν. Πολίτη, σύνθεση αριστουργηματική, ένας αληθινός ύμνος στην αιώνια Ελλάδα, που μέσα του «αστράφτει η γλώσσα του λαού», σηματοδοτώντας τη στροφή του, τη νέα πορεία του ποιητή.
Με τον ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής διαδρομής του Βάρναλη. Μια περίοδος στην οποία ο ποιητής έδειξε το μεγάλο του ταλέντο, αλλά το έργο του κινείται στα κυρίαρχα ιδεολογικά μοτίβο, χωρίς συγκρούσεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις. Ο αισθησιασμός, ο διονυσιασμός, η αρχαιολατρία, ακόμη και ο εθνικισμός είναι στοιχεία που σφραγίζουν το ποιητικό του έργο αυτής της περιόδου. Ο ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ όμως είναι το μεταίχμιο. «Αποτελεί τη σύντομη μετάβαση από την πρώτη περίοδο στη δεύτερη», γράφει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου.
Την ίδια χρονιά που ο Βάρναλης δημοσίευσε τον Προσκυνητή, πήγε στο Παρίσι με υποτροφία. Τότε ο Βάρναλης συγκέντρωνε τα προσόντα για να τον τιμήσει με εξαιρετική διάκριση το κατεστημένο: φιλομοναρχικός, βαθύς γνώστης της αρχαιότητας και αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής, οπαδός του Παρνασσισμού. Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε και «ελαττώματα». Ήταν πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος κι ανιδιοτελής πάντα το «παρών».
Στο Παρίσι ο Βάρναλης παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Είχαν μεσολαβήσει οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το μακελειό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και η Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση που έδωσε τεράστια αναγεννητική δύναμη στους λαούς όλου του κόσμου, φλόγισε τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων.
Σε τέτοιες συνθήκες εξωτερικών ερεθισμάτων και εσωτερικής πνευματικής επανάστασης ο Κώστας Βάρναλης ολοκληρώνει την ιδεολογική, πολιτική και αισθητική μεταστροφή του και από ανανεωτής της παλαμικής παράδοσης γίνεται ποιητής- οδηγητής του λαού. Κι αυτό δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση.
Το καλοκαίρι του 1921 γράφει στην Αίγινα τους τελευταίους στίχους από Το Φως που καίει, την περίοδο δηλαδή που η Ελλάδα βιώνει τη Μικρασιατική εκστρατεία που σε λίγο θα εξελιχθεί σε καταστροφή.
Κάτω από τον τίτλο της πρώτης έκδοσης υπήρχε μια επιγραφή: «Εν αρχή ην η τάσις προς πράξιν». Το ίδιο το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Βάρναλης για να δημοσιεύσει είχε στόχο να τονίσει αυτή τη στροφή. Υπέγραψε ως Δήμος Τανάλιας.
Η καλλιτεχνική πραγμάτευση αξιοποιεί μυθικά και ιστορικά πρόσωπα με ισχυρά φορτία σημασίας στο πολιτικό και το κοινωνικό πεδίο, όπως είναι ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Μώμος. Κι ενώ, στην αρχή, τα πρόσωπα αυτά εμφανίζονται να αντιστοιχούν με τις διαλεκτικές σχέσεις, Προμηθέας-«θέση», Ιησούς-«αντίθεση», Μώμος-«σύνθεση», στην πορεία ολοκλήρωσης του έργου προκύπτουν νέες σχέσεις και πρόσωπα, όπως: Προμηθέας και Ιησούς αποτελούν τη «θέση», ο Μώμος την «αντίθεση» και τα πρόσωπα Οδηγητής και Λαός τη «σύνθεση», όπου η πάλη των αντιθέσεων οδηγεί εξελικτικά και νομοτελειακά στην προλεταριακή επανάσταση [10].
Τα συμβολικά πρόσωπα του Προμηθέα και του Ιησού γίνονται τα μέσα για να δείξει ο ποιητής τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία (πολιτική και κοινωνική) και στη φιλοσοφία που καλλιεργεί την ψευδή συνείδηση και στηρίζει την εξουσία. Έτσι, η Σταύρωση, ως κοινή τύχη και του Προμηθέα και του Ιησού, και ενώ υπαγορευόταν από το ζωτικό συμφέρον της εξουσίας (του Δία ή των Φαρισαίων) στο λαό περνάει αντίστροφα και εμφανίζεται ως δικό του αίτημα και συμφέρον.
Μετά το δεύτερο μέρος, το Ιντεμέδιο δηλαδή, στο τρίτο μέρος του ποιήματος ακούγεται για πρώτη φορά η φωνή του Οδηγητή. «Έρχεται η Επανάσταση, ο λυτρωμός», θα γράψει στους Νέους Πρωτοπόρους, ο Δημήτρης Γληνός:
«Και ανάμεσα στις φωνές, που ζυγώνουνε ρυθμικά, ξεχωρίζει μπροστά μια πιο βαριά, πιο δυνατή», είναι η φωνή του οδηγητή. Ο Οδηγητής δεν είναι κανένας Μεσσίας, που στάλθηκε από τους Ουρανούς, για να λυτρώσει τους ανθρώπους, δεν είναι παιδί του Μυστηρίου ή της Τέχνης, είναι η συνείδηση του ίδιου του λαού, που ξεκίνησε ορμητικά για τον τελειωτικό αγώνα. Είναι η πρωτοπορία της μάζας που μάχεται και γκρεμίζει το σάπιο κόσμο, για να πλαστουργήσει τη Νέα Ζωή μέσα στο βασίλειο της Δουλιάς και της πανανθρώπινης αγάπης. Τ’ αντρίκια του γοργά λόγια αστράφτουνε σα σπαθιές [11]».
Ο Βάρναλης από την πρώτη στιγμή της συνειδητοποίησής του δεν αρκείται στην αναγνώριση της άθλιας πραγματικότητας. Επιδιώκει να την επηρεάσει, να διεγείρει την επιθυμία της πάλης για την ανατροπή της. Όσο αλύπητο είναι το σφυροκόπημά του στους αδικητές, άλλο τόσο γίνεται πολλές φορές για τους αδικημένους. Κανένα δεν εξιδανικεύει. Σε κανένα δε χαρίζεται, αν είναι μ’ αυτόν τον τρόπο να ταράξει τα λιμνασμένα νερά της «αρμονίας των τάξεων».
Ένα - ένα και με ανεπανάληπτη ψυχογραφική δύναμη παρελαύνουν μέσα στην ποίησή του τα παραδείγματα προς αποφυγή. Μια ολοζώντανη πινακοθήκη από πορτρέτα αντιηρώων, τόσο προκλητικά ρεαλιστικά μέσα στην ασκήμια, τη γελοιότητα και συνάμα την τραγικότητά τους, που να σκανδαλίζουν ακόμη και κάποιους ομοϊδεάτες του.
Το 1922 δημοσίευσε εκτός από το πασίγνωστο ποίημά του Οι μοιραίοι και τη Λεφτεριά στο περιοδικό Μούσα.
Σ’ αυτό του το ποίημα ο Βάρναλης, δε δίστασε να έρθει και σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παλαμά, το δάσκαλό του. Τα κίνητρα δεν ήταν προσωπικά. Ο Παλαμάς πέρασε μέσα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να υποστεί καμιά σημαντική ιδεολογική αλλαγή. Έμεινε ο εκφραστής της αστικής τάξης. Η Οχτωβριανή Επανάσταση του 1917 τον διέθεσε εχθρικά - για τότε τουλάχιστον - απέναντι στο εργατικό κίνημα.
«Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι!
Οι λύκοι! Στα όπλα, Ακρίτες!
Μακριά οι φαύλοι και οι περιττοί,
καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι
για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί»... (Παλαμάς).
Την απάντηση του ο Κώστας Βάρναλης τη συνέθεσε στο ποίημά του: «Λεφτεριά».
Το 1923, πάλι, ως Δήμος Τανάλιας, ο Βάρναλης εκδίδει, πάλι, στην Αλεξάνδρεια έναν τόμο με τρία διηγήματα και με τον τίτλο «Ο λαός των Μουνούχων».
Το βιβλίο περιέχει τρία, αρκετά εκτεταμένα, διηγήματα. Το πρώτο που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, μια αλληγορική αφήγηση για ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τις περιπέτειες της ταξικής πάλης. Το δεύτερο, Η Ιστορία του Αγίου Παχωμίου, όπου με έναν διαλογικό και διαλεκτικό τρόπο περιγράφεται η διαπάλη, από τη μια μεριά, ανάμεσα στον ιδεαλισμό, το μυστικισμό, την υποτίμηση του σώματος και των αναγκών του κ.ο.κ., και από την άλλη σε αυτό που θα ορίζαμε ως «καρναβαλική» αντίληψη του κόσμου, με την εξύμνηση του υλικού, του σωματικού, του «χαμηλού», του αναγκαίου και όλων εκείνων των αποκηρυγμένων –και πολλές φορές επικηρυγμένων– από την επίσημη ηθική και ιδεολογία στοιχείων. Και το τρίτο, Οι φυλακές, στο οποίο ο Βάρναλης προσπαθεί να αποδείξει, όπως λέει, «μια κοινότατη αλήθεια: πως εκείνοι που ζούνε από την ανθρώπινη δυστυχιά, γίνονται θεριά, αν πρόκειται να τους την πάρουνε, να τους λείψει...».
Στην ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον επίκουρο καθηγητή του ΑΠΘ Βασίλη Αλεξίου, με αφορμή την επανέκδοση αυτού του βιβλίου του Κώστα Βάρναλη [12] και στην ερώτηση του δημοσιογράφου για ποιο λόγο πιστεύετε ότι έχει αξία να διαβάζουμε, σήμερα, Βάρναλη, απαντά ο επιμελητής της έκδοσης τα εξής:
«Ο Βάρναλης νομίζω πως είναι μια μοναδική, εντελώς ιδιόρρυθμη και ιδιόμελη περίπτωση, στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξοπλισμένος ο ίδιος με μια στέρεα θεωρητική και αισθητική σκευή και έχοντας μια βαθιά γνώση των αντιφάσεων του ποιητικού πράττειν, συλλαμβάνει ταυτόχρονα τα όρια και τις δυνατότητες της λογοτεχνίας, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Στην πραγματικότητα, είναι ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης που ξυστρίζει, για να παραφράσω μια ρήση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, το σώμα της λογοτεχνικής γραφής κόντρα στα «νερά» του και διεκδικεί το δικαίωμα και τη δυνατότητα μιας λογοτεχνίας, η οποία θα παρεμβαίνει ως κοινωνική πρακτική, ως δημόσιος λόγος, ως αισθητική της αντίστασης και ως αντίσταση στην επίσημη αισθητική της κυριαρχίας, αμφισβητώντας έτσι τον κατεστημένο καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στους ποικίλους σχηματισμούς λόγου. Και, μάλιστα, αυτή η προσπάθεια γίνεται σχεδόν «εκτός έδρας», δηλαδή χωρίς να υπάρχει μια εγκαθιδρυμένη παράδοση, μια λιγότερο ή περισσότερο συγκροτημένη «γλώσσα», παρά μόνο μια μπουκωμένη με καταπίεση σιωπή, ρινίσματα απόκρυφου καρναβαλικού γέλιου και λιγοστά θραύσματα ετερολογίας. Αυτή την αξία και δραστικότητα της βαρναλικής γραφής φαίνεται να κατανόησαν περισσότερο οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, οι οποίοι διέγνωσαν ευκρινώς αυτή την άκρως «ενοχλητική», βέβηλη καρναβαλική διάσταση του έργου του και τον απέπεμψαν, μετά το σάλο που ξεσήκωσε το Φως που Καίει, από τη δημόσια εκπαίδευση, τιμωρώντας τον, όπως γράφει ειρωνικά ο ίδιος ο Βάρναλης στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του, «ως δημόσιο υπάλληλο, ενώ είχε φταίξει ως ποιητής».
Το 1925 θα εκδώσει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική». Και ο Βάρναλης έχοντας όλα τα εφόδια για το εγχείρημα καταπιάστηκε να ξεκαθαρίσει την κριτική της ψευδολογίας για το Σολωμό και το έργο του. Και το βιβλίο του ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική θέτει τα πράγματα στη θέση τους.
Γράφει ο Βάρναλης: «Δύο είναι οι θεμελιακές αισθητικές και γενικότερα φιλοσοφικές αρχές του Σολωμού: το απόλυτο και το υψηλό, δηλ. η πνευματική ελευθερία». Και τις δύο αυτές αρχές ο Σολωμός τις μορφοποίησε στα ποιήματά του, και κυρίως στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» με τρόπο μεγαλοφυή και ανεπανάληπτο.
Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους, ποιητική σύνθεση εμπνευσμένη από το Εικοσιένα, που την αντιπαρατάσσει στους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού. Ωστόσο ο Βάρναλης, συνεπής στις ιδέες του, με το νέο του ποιητικό έργο, μας δίνει το ιστορικό και ψυχολογικό ντοκουμέντο της εποχής του. Με το έργο του αυτό «αναλαβαίνει να ερμηνέψει τη ζωή ρεαλιστικά, δηλαδή όπως είναι: με τις ασκήμιες της, τους φόβους, τις πλάνες, τις ανθρώπινες αδυναμίες». Κι από τη βάση αυτή ξεκινώντας, «ανεβαίνει - όπως ο ίδιος λέγει - στο ιδανικό της ελευθερίας όλων των ανθρώπων, και όχι μιας τάξης ανθρώπων».
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της βαρναλικής δημιουργίας είναι η εναλλαγή της επικής έξαρσης με την καταλυτική σάτιρα και το βαθύ λυρισμό. Απαράμιλλο σε λυρισμό είναι το ποίημά του «Οι πόνοι της Παναγιάς», από τους «Σκλάβους πολιορκημένους», όπου δίνεται ο πόνος της μάνας για το παιδί της σε μια υψηλή πανανθρώπινη συγκινησιακή δόνηση, που σπάνια συναντά κανείς.
Το τρίτο μέρος των «Σκλάβων Πολιορκημένων» αποτελείται, όπως και το προηγούμενο, από δυο ποιήματα με θέμα τον πόλεμο. Στο πρώτο ποίημα ένας πληγωμένος οραματίζεται τη Δεύτερη Παρουσία, ενώ, στο δεύτερο, ο Θεός μιλάει και λέει τα λόγια που ευνοούν τους ισχυρούς της γης:
- δεν έχει ο πόνος τελειωμό, δεν έχ’ η άβυσσο, βυθό!
Αν μια στιγμή βασίλευε κάτω στη Γης ισότητα,
η βασιλεία Μου Θάπαυε, δε θάχα εγώ, πού να σταθώ [13].
Σ’ αυτόν τον άδικο, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα θύματά του πρέπει ν’ απαντήσουν με έναν άλλον, ένα δίκαιο πόλεμο ενάντια στη μόνιμη - σε πολεμικούς κι ειρηνικούς καιρούς - αιτία της δυστυχίας τους, λέει στη συνέχεια ο Βάρναλης με τη φωνή της Καμπάνας [14], το σύστημα της εκμετάλλευσης.
Το 1931 ο ποιητής εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Βάρναλης ήταν ένας κριτικός αναγνώστης του Πλάτωνα, ένας εμπνευσμένος μεταφραστής του Αριστοφάνη (και των Νεφελών του) και είχε παρακολουθήσει ως κριτικότατος «παρατηρητής» την κρίση των αστικών - καπιταλιστικών καθεστώτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη από τον πρώτο μεγάλο Πόλεμο (1914/18) ως τη Μικρασιατική Καταστροφή (1919/22) και την πανευρωπαϊκή προέλαση των «εθνικών» φασιστικών δικτατοριών.
Η απολογία του Σωκράτη, που μας κληροδότησε η Αρχαιότητα, είναι κατά τον Βάρναλη κατασκευασμένη από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, για να στηρίξουν το κατεστημένο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Ο «Σωκράτης» του Βάρναλη μεταβάλλεται σε μια persona της νέας κοσμοθεωρητικής γνώσης και ιστορικοκοινωνικής εμπειρίας του δημιουργού του, όπως εξηγούσε ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα.
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη είναι μια παρωδία, μια «αντιστροφή» του «αντίστοιχου» έργου του Πλάτωνα. Η ανατροπή του πρωτοτύπου υποδηλώνεται από τους, ηθελημένους βέβαια, αναχρονισμούς του νέου έργου: Από τον Πλάτωνα παραλαμβάνονται μεν τα απαραίτητα realia. Πολύ εντονότερα είναι όμως τα «σύγχρονα» realia: Οι αρχαίοι τόποι και οι δήμοι της αρχαίας Αθήνας αναφέρονται με τα σημερινά, «εκβαρβαρισμένα», ονόματά τους· οι αρχαίοι ιερείς έχουν γίνει ελληνορθόδοξοι παπάδες και ο Περικλής μένει στο Κολωνάκι· επιπλέον, η αττική αβρότητα της γλώσσας του Πλάτωνα έχει δώσει τη θέση της στη χυμώδη, λαϊκή τραχύτητα της γλώσσας του «ανατροπέα» του [15].
Στη συνέχεια ο Σωκράτης περνάει στην επίθεση κατά των δικαστών του και αποφενακίζει το φαρισαϊσμό τους και, στα πρόσωπά τους, τη «δικαιοσύνη» της πατρίδας του: Ο Πανάρετος από την Πλάκα, πρόεδρος του «Συλλόγου για την προστασία της Ηθικής», που παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του στους αγαπητικούς του· ο Χοιρέας από τη Λεψίνα, «που ξηγάει τα μυστήρια της Θεάς, μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά του τα χωράφια και τα λιοστάσια της»· οι Σαρανταδάχτυλοι, «σταρέμποροι και καραβοκυρέοι του Περαία, που γίνονται κάθε χρόνο ‘σιτοφύλακες’, για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των γεννημάτων»· ο Ξηνταβελόνης, τοκογλύφος από την Κηφισιά, «που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει βωμούς στον Έλεο»· ο Παρθενίας από τον Κολωνό, αγοραστής κάθε χρόνο του πορνικού φόρου, «που του τόνε πλερώνουνε κι’ ο αδελφός του κ’ η τσατσά του» [16].
Η σάτιρα του Βάρναλη αντιστρέφει τα γεγονότα και το κατηγορητήριο με μαεστρία θαυμαστή, δείχνοντας το βάθος της αρχαιογνωσίας του.
Στο τέλος της «Απολογίας» του ο βαρναλικός Σωκράτης λέει:
«Γι’ αυτά που δίδαξα θα έπρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνήσετε. Γι’ αυτά που θα ’κανα αν εζούσα θα έπρεπε, με το δίκιο σας, όχι να με σκοτώσετε μονάχα, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί…Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατιμία και προδοσία από το να λες την αλήθεια…».
Αυτά που θα ’κανε βέβαια ήταν ο ξεσηκωμός δούλων κι ελεύθερων για την ανατροπή της δουλοκτητικής δημοκρατίας.
«Θα πήγαινα, που λέτε, στους λαϊκούς μαχαλάδες της Αθήνας στα βρωμοχώρια της Αττικής από τις Κάβο Κολόνες ίσαμε τα Κούντουρα κι από την Κούλουρη ίσαμε το Καπαντρίτι. Θα κατέβαινα στα σκοτεινά χαμόσπιτα, γεμάτα κοριούς και χτίκιασμα, θα μπαινα στα μικρομάγαζα της φτωχολογιάς, στα καρβουνιάρικα του λιμανιού, γιομάτα λέρα και βόχα. Και θα λεγα: Λέφτεροι πολίτες: Αφτός ο τόπος, κι αν ακόμα βρισκόταν στη Σκυθία, όπου σπάνια ξεμυτίζει ο γήλιος ανάμεσ’ από μάβρα σύνεφα και πάνου σ’ άλιωτα χιόνια, πάλι θα τανε ο καλύτερος απ’ όλους, γιατί το θέλ’ η καρδιά σας. Είναι η πατρίδα. Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ’ αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση – όλα ξένα! Λιγοστοί σας έχετε τόσο μέρος, όσο να τρυπώνετε ζωντανοί και να θάβεστε πεθαμένοι και τόση λεφτεριά, όσο να κάνετε τη φυσική σας ανάγκη στη ρεματιά, όταν δε σας βλέπει χωροφύλακας…
Κι όταν βυθίζεται το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ’ τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ’ τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί ναι «εθνικά»! Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ’ αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια. Ατζέμηδες, Μοραΐτες, Θηβαίοι και Κορθιώτες σας σκοτώνουνε μια φορά μα τα χέρια τ’ αδερφικά σας σφίγγουνε το καρύδι του λαρυγγιού σ’ όλη σας τη ζωή και σας δολοφονούνε κάθε μέρα. Όχι μονάχα τίποτα δικό σας γύρα, μα κι όλος ο εαφτός σας κι η ψυχή σας είναι δικά τους» [17].
Το θαυμάσιο αυτό κομμάτι της απολογίας του βαρναλικού Σωκράτη εκδόθηκε το 1931, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια, όπως λέει κι ο ίδιος, «στην τοτεσινή δημοκρατία του ιδιώνυμου, του Καλπακίου και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων» [18].
***
Ο Βάρναλης έφυγε πλήρης ημερών και διατήρησε την πνευματική του διαύγεια και την όρεξη για ζωή μέχρι τα στερνά του, δίνοντας αξιόλογο έργο και ως χρονογράφος, κριτικός, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, θεατρικός συγγραφέας, μα πάνω απ’ όλα ως ανατρεπτικός, τολμηρός και επίκαιρος διανοητής. Είδε τα έργα του να μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες, γνώρισε την αγάπη του λαού, των απλών ανθρώπων, άκουσε –αν και ήταν βαρήκοος- τους στίχους του να γίνονται τραγούδι στα χείλη της εργατιάς κι αν έβλεπε τους χιλιάδες και χιλιάδες που τον συντρόφευσαν στην τελευταία του κατοικία φωνάζοντας: «Γίνε οδηγητής για μας – ποιητή της εργατιάς» σίγουρα άφηνε να κυλήσει απ’ το σπινθηροβόλο βλέμμα του ένα δάκρυ. Ίσως, όμως, να ’κανε κάτι άλλο, να σηκωνόταν και να ‘λεγε στα συγκεντρωμένα πλήθη αυτά τα λόγια:
Βάστα καρδιά
Να με ξεριζώσεις χάρε,
σ’ αντιστέκομαι σαν δρυ,
όση φόρα θέλεις πάρε,
να με πάρει δεν μπορεί.
Να με ξεριζώσεις, όχι,
δεν το θέλω και βαστώ,
όσο η καρδιά μου το ’χει,
το κουράγιο της σωστό.
Στ’ αγιασμένο τούτο χώμα,
που ’πιεν αίμα ποταμό
μας κρατάει το χρέος ακόμα,
για το μέγα λυτρωμό.
Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν,
δίχως μου, στην κορυφή,
στ’ άκρον ύψος να γιορτάσουν
οι γενναίοι μου σύντροφοι.
Θα γιορτάσουμε σαν ένας
τη μεγάλη Ανατολή,
κάθε τόπου, κάθε γέννας,
κάθε γλώσσας οι καλοί.
Να με ξεριζώσεις τώρα
μην σε τρώει αποθυμιά,
όλη η γη είναι μια χώρα,
ένα δρυ και ρίζα μια.
[1] Δάφνη Πασχάλη, Ο «ξεχασμένος» Λουντέμης, εφημερίδα Το ποντίκι, Πέμπτη 3 Γενάρη 2013.
[2] Βλ. την ομιλία του Νίκου Σαραντάκου στην παρουσίαση του βιβλίου: «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» που έγινε στην Αθήνα (Αίθουσα εκδηλώσεων ΕΔΟΕΑΠ) 17 Δεκέμβρη 2012.
[3] Ο Νίκος Μπογιόπουλος ήταν ο συντονιστής της συζήτησης στην παρουσίαση του βιβλίου του Ηρακλή Κακαβάνη «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» (20 Νοέμβρη 2012).
[4] λειμώνας < αρχαία ελληνική λειμών, (αρσενικό): λιβάδι.
[5] ασφόδελος < αρχαία ελληνική ασφόδελος, (αρσενικό): (βοτανική) κρινοειδές ποώδες φυτό). Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι νεκροί κατοικούσαν σε ένα λιβάδι με ασφόδελους…
[6] λάσιος, -ια, -ιο (επίθετο) [ετυμολογία: ΑΜΝ λάσιος*]: ο δασύτριχος, ο πυκνόμαλλος, ο μαλλιαρός: Κρυστ. «κι όταν αναστενάζουνε τα λάσια του τα στήθια, σαν να μουγκρίζει ακούγεται σύγνεφο φορτωμένο»∙ αντίθετα: άτριχος.
[7] μελίπηχτος, -η, ο (επίθετο): αυτός που έχει πήξει (πήγνυμι) στο μέλι, (συνεκδοχικά) ο γλυκερός∙ μελίπηκτον, το (ουδέτερο): ΑΕ γλύκισμα με μέλι.
[8] Βλ. Μενέλαος Λουντέμης, Ο κονταρομάχος (Κ. Βάρναλης), εκδόσεις Δωρικός, έκδοση Τρίτη, Αθήνα 1977, σελ. 9.
[9] Ηρακλής Κακαβάνης, «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2012, σελ.
[10] Γεωργία Λαδογιάννη, Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, 25/11/2007.
[11] Βλ. τη μελέτη του Δ. Γληνού για το «Φως που καίει» στους «Νέους Πρωτοπόρους» (1938) , στην οποία εξετάζει με κοινωνιολογικά κριτήρια τον«Οδηγητή».
[12] Κώστας Στοφόρος, Ένα επίκαιρο βιβλίο 87 ετών!, εφημερίδα Δρόμος, Σάββατο, 31 Ιούλιος 2010. Συνέντευξη με τον επίκουρο καθηγητή Θεωρίας Λογοτεχνίας στο ΠΤΔΕ (Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης) του ΑΠΘ Βασίλη Αλεξίου.
[13] Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ, «ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ», από άρθρο του Τ. Μαλάνου στο περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.163, Χριστούγεννα 1975.
[14] Η ΚΑΜΠΑΝΑ είναι ένα ποίημα του Κώστα Βάρναλη, από την σύνθεση ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλική Εταιρεία» το 1925 με τον ποιητή να υπογράφει με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαβής. Σε βιβλίο εκδόθηκε δυο χρόνια αργότερα (1927) από τις εκδόσεις «ΣΤΟΧΑΣΤΗ».
[15] Γιώργος Βελουδής, Ο «Σωκράτης του Βάρναλη, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 08/07/2001.
[16] Γιώργος Βελουδής, Ο «Σωκράτης του Βάρναλη, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 08/07/2001.
[17] Κώστας Βάρναλης, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, 4η Έκδοση, Κέδρος, Αθήνα, 1974, σελ. 95-99.
[18] Βλ. την ομιλία του Νίκου Κυτόπουλου για τον Κώστα Βάρναλη, «Ποιητής – οδηγητής του λαού», σε εκδήλωση που οργάνωσε η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από το θάνατο του.
* Mέρος της ομιλίας του φιλολόγου Δημήτρη Δαμασκηνού στην παρουσίαση του βιβλίου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» (24-02-2013)
Κώστας Βάρναλης
Οι μοιραίοι
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ, το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, | Ήλιε και θάλασσα γαλάζα |
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο | Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό |
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! | Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα |
άσωτος: ατέλειωτος, απέραντος.
κροκάτη γάζα: λεπτό διαφανές ύφασμα με τα χρώματα του λουλουδιού κρόκος. Της αυγής κροκάτη γάζα·η αυγή·η εικόνα υποδηλώνει τη διαύγεια της ατμόσφαιρας και τα χρώματα του πρωινού και είναι δανεισμένη από τον Όμηρο, που αποκαλούσε την αυγή «Κροκόπεπλο Ηώ».
στοιχειό: φάντασμα.
κοντοήμερη: που της απομένουν λίγες ακόμη μέρες ζωής.
Παλαμήδι: το γνωστό κάστρο του Ναυπλίου, όπου βρίσκονταν παλαιότερα οι πιο άθλιες ελληνικές φυλακές για βαρυποινίτες.
Γκάζι: κακόφημη αθηναϊκή συνοικία.
ζαβό ριζικό: στραβή και ανάποδη τύχη.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Ποια είναι η σημασία της λέξης «μοιραίοι» στον τίτλο του ποιήματος;
Προτού απαντήσετε να προσέξετε: α) τη ζωή των προσώπων, όπως απεικονίζεται στο ποίημα, β) τους δύο τελευταίους στίχους. - Ποιος «Μιλάει» στην τρίτη στροφή; Πώς αντιλαμβάνεσθε το περιεχόμενό της;
- Πού αναζητούν την αιτία της δυστυχίας τους οι μοιραίοι;
- Πώς κλιμακώνονται στις τέσσερις πρώτες στροφές οι ρεαλιστικές εικόνες του ποιήματος και ποιο είναι το αισθητικό αποτέλεσμα από αυτή την κλιμάκωση;
- Ο ποιητής χρησιμοποιεί στην αφήγηση άλλοτε το γ' ενικό και άλλοτε το α' πληθυντικό πρόσωπο στα ρήματα: τι πετυχαίνει να εκφράσει σε κάθε περίπτωση;
- Να παρατηρήσετε με προσοχή το χιαστό σχήμα στο οποίο τελειώνει η τέταρτη στροφή:
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
Τι πετυχαίνει με αυτό το σχήμα ο ποιητής;
- ΔΕΙΤΕ:Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου Ανάλυση (τχ.α) (Εκπαιδευτήρια ΔΟΥΚΑ)
- Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου Ανάλυση (τχ.β) (Εκπαιδευτήρια ΔΟΥΚΑ)
- Κείμενα Α΄ Λυκείου Σημειώσεις (Πρ. Πειρ. Λύκειο Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης)
- Θέματα Προαγωγικών Εξετάσεων Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου
- Θέματα – Διαγωνίσματα Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου
ΔΕΣ:https://www.slideshare.net/lambrinimagaliou/ss-76160492
δ) Φιλολογικά - Κριτικά: Σολωμικά (1957), Αισθητικά - Κριτικά (1958) κ.ά.
http://4lyk-ioann.ioa.sch.gr/index_htm_files/2%20Ta%20fila%20sto%20perithorio.pdf
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΝΟΤΗΤΑ : ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΘΕΜΑ: ΤΑ ΦΥΛΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ
ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ ΡΑΦΑΗΛ ΠΑΠΠΑΣ ΣΠΥΡΟΣ
4ο ΓΕΛ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ, ΤΜΗΜΑ 3ο,
1. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ
Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ: ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ (Κ.Ν.Λ. Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ, σελ. 479)
ΑΛ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: Η ΦΟΝΙΣΣΑ (Κ.Ν.Λ. Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ, σελ. 43-56)
Ποιες είναι οι κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν τους ήρωες των παραπάνω έργων στο περιθώριο της ζωής;
Ποιοι ρόλοι και στερεότυπα για τα δύο φύλα, αναπαράγονται, κρίνονται ή ανατρέπονται στα παραπάνω κείμενα;
Ποια διαφοροποίηση διαπιστώνετε στον τρόπο με τον οποίο ο άντρας και η γυναίκα παρουσιάζονται να δρουν και να αλληλεπιδρούν με το κοινωνικό τους περιβάλλον; Πώς καταγράφονται εκφραστικά αυτές οι διαφοροποιήσεις;
Εντοπίστε τα χαρακτηριστικά της γραφής του κάθε λογοτέχνη μέσα από τα συγκεκριμένα έργα τους.
Πώς χειρίζονται το ψυχογραφικό υπόβαθρο των ηρώων τους;
Με ποιους λογοτεχνικούς τρόπους το υποστηρίζουν;
2 Λίγα λόγια για τον Κώστα ΒΑΡΝΑΛΗ και το έργο του
O Κώστας Βάρναλης ήταν Έλληνας λογοτέχνης.
Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.
Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. (Το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.)
Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών.
Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ.
Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού. Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής.
Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο.
Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής.
Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας.
Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού.
Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει.
Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.
Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη.
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ.
Το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, ΑισθητικάΚριτικά (δύο τόμοι).
4ο
3 Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄.
Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.
Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
4 Έργο -κύρια χαρακτηριστικά
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση.
Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα.
Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Ποίηση -έργα
«Οι μοιραίοι», χειρόγραφο του ποιητή
Ποιητικές συνθέσεις
Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φώς που καίει (Αλεξάνδρεια 1922 με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)
Ποιητικές συλλογές
Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)
Πεζά και κριτικά έργα
Ο λαός των μουνούχων (Φιλ.ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
Αληθινοί άνθρωποι (1938)
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
Πεζός λόγος (1957)
5 Σολωμικά (1957)
Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
Άνθρωποι Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
Οι δικτάτορες (1965)
Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
Θέατρο
Άτταλος ο Τρίτος (1972)
Μεταφράσεις
Αριστοφάνης - Βάτραχοι Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες Αριστοφάνης - Ιππείς Αριστοφάνης - Λυσιστράτη Αριστοφάνης - Πλούτος
Ευριπίδης - Ιππόλυτος Ευριπίδης - Τρωαδίτισσες
Κινέζικα τραγούδια
Μολιέρος - Μισάνθρωπος
Ευγένιος Ποτιέ - Η Διεθνής
6 Το ποίημα «ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ»
Το ποίημα του Βάρναλη «Οι μοιραίοι» πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος, το 1922, την ίδια χρονιά με Το Φως που καίει, τη συλλογή που σηματοδότησε τη στράτευση του ποιητή στο μαρξισμό.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: ν' απεικονίσει με τα πιο σκληρά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.
Το ποίημα είναι αφηγηματικό και ανήκει στην τεχνοτροπία του ρεαλισμού.
Είναι γραμμένο σε ιαμβικό μέτρο και ξετυλίγεται σε έξι εξάστιχες στροφές.
Αξίζει να αναφερθεί ότι "Οι μοιραίοι" μελοποιήθηκαν από το μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη.
Το περιεχόμενο του ποιήματος σχολίασε ο ίδιος ο Βάρναλης στη συναγωγή μελετών Αισθητικά-Κριτικά (τόμ. Β΄):
«Το ποίημα χτυπάει εκείνη τη μερίδα του λαού, που δεν μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι αυτοεγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα «θάμα».
Αν άλλοτες οι μοιραίοι άνθρωποι είταν περισσότερο και τώρα λιγότεροι, δεν είναι θέμα για συζήτηση. Το γεγονός είναι πως υπάρχουν…
Το χτύπημα των μοιραίων είναι ανάγκη να γίνεται ακόμα εώς ότου «ξυπνήσουμε νεκροί».
Γενικά έχει διατυπωθεί πως ο Βάρναλης με αυτό το ποίημα δείχνει την έντονη συμπάθεια του και κατανόηση για τους ανθρώπους του περιθωρίου ή της φτωχολογιάς, ανάμεικτη όμως με μια δόση κριτικής για το αίσθημα παραίτησης και απαισιοδοξίας, για τη «δειλία» και την απουσία βούλησης, για την άλογη προσμονή ενός θαύματος που θα τους λυτρώσει από τα βάσανά τους.
Σίγουρα εντοπίζει κανείς την μεγάλη αντίθεση της «υπόγειας ταβέρνας» με την φύση, τον ήλιο, την γαλάζια θάλασσα, το δειλινό, που «λάμπουν μακριά μας, χωρίς να μπουν στην καρδιά μας».
Με αυτό τον τρόπο ο Βάρναλης προσπαθεί να σχηματοποιήσει αυτό το μάταιο και ατέρμονο κλείσιμο στα «υπόγεια» του εαυτού μας μπροστά στις δυσκολίες, στη ματαιόπονη αυτή ενασχόληση με όλα τα προβλήματα μας που μας περιορίζει σε αυτή την αιώνια «γκρίνια» και δεν μας αφήνει έτσι να βγούμε και να βρούμε ξανά τον «ήλιο» που λάμπει έξω και την «γαλάζια θάλασσα».
Ο ποιητής δεν αναφέρεται μονάχα στους θαμώνες μιας υπόγειας ταβέρνας, αλλά σε κάθε άνθρωπο που πνίγεται μέσα στην ζωή του, στον καθένα από μας που μπορεί να διαβάζει ώρες πολλές, να συζητά, να αναλύει τις κρίσεις και τα προβλήματα, να καταριέται την μοίρα του, αλλά που δεν κάνει ούτε ένα μικρό βήμα για να ξεφύγει.
«Το πιο γνωστό από τα ποιήματά του Βάρναλη, «Οι μοιραίοι», είναι ένα σιγαλόφωνο παράπονο, μια θλίψη για τη ζωή της φτωχολογιάς.
Μισούσε το στόμφο. Και, φυσικά, και το στερνό ψίχουλο της μεταφυσικής.
Είχε στυλωμένα τ’ αυτιά του (κι ήταν τόσο βαρήκοος που συχνά τον απέλπιζε το συνομιλητή του), ολάνοιχτα τα μάτια του στα μηνύματα των καιρών. Ήταν ένας συνειδητός άνθρωπος κι ένας συνειδητός μεροκαματιάρης του πνεύματος.
Δεν αγαπούσε τις αβεβαιότητες και τις εκκρεμότητες που δημιουργούν οι νεφελοκοκκυγίες στ’ ακοίμητα πνεύματα». (Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «Συντομογραφία του Βάρναλη, Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975, σελ. 17).
Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου επίσης έγραψε πως «μάλλον μέσα στη μεταβατική περίοδο πρέπει να τοποθετηθούν και «Οι μοιραίοι», που κλείνουν την απογοήτευση του Βάρναλη καθώς βλέπει τη φτωχολογιά των εργαζομένων να μην έχουν κοινωνική και παραπέρα ταξική συνείδηση.
Το ποίημα αυτό που αποπνέει συμπάθεια και που γι’ αυτό δεν ανήκει στα χλευαστικά ούτε στα σατιρικά, είναι το πρώτο που στην συνέχεια θα το ακολουθήσουν αυτά που ονομάστηκαν κουτσαβάκικα ή ρεμπέτικα.»
7 Ποιες είναι οι κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν τους ήρωες του συγκεκριμένου έργου στο περιθώριο της ζωής;
Ποιοι ρόλοι και στερεότυπα για τα δύο φύλα, αναπαράγονται, κρίνονται ή ανατρέπονται στα παρακάτω ποίημα;
Ποια διαφοροποίηση διαπιστώνετε στον τρόπο με τον οποίο ο άντρας και η γυναίκα παρουσιάζονται να δρουν και να αλληλεπιδρούν με το κοινωνικό τους περιβάλλον;
Πώς καταγράφονται εκφραστικά αυτές οι διαφοροποιήσεις;
Εντοπίστε τα χαρακτηριστικά της γραφής του λογοτέχνη Κ. Βάρναλη μέσα από το συγκεκριμένο έργο του. Πώς χειρίζεται το ψυχογραφικό υπόβαθρο των ηρώων του;
Με ποιους λογοτεχνικούς τρόπους το υποστηρίζει;
«ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ»
Ο ποιητής με τον τίτλο του ποιήματος "Οι μοιραίοι" δηλώνει ότι θα μιλήσει για κάποιους ανθρώπους φτωχούς και δυστυχισμένους, αδικημένους από το κοινωνικό σύστημα. Αυτοί ζουν κάτω από άθλιες και εξευτελιστικές συνθήκες, με χιλιάδες προβλήματα και στερήσεις. Ωστόσο, αρνούνται να δουν και να συνειδητοποιήσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, καθώς και να προσπαθήσουν ν' αλλάξουν τη μοίρα τους.
Δε βλέπουν ότι για τη δυστυχία τους δε φταίει τίποτε άλλο παρά μόνο το άδικο κοινωνικό σύστημα, αλλά πιστεύουν ότι για όλα φταίει η κακή τους μοίρα, ο θεός, ή το κρασί.
Παραμένουν μοιρολάτρες, δειλοί και άβουλοι.
Δεν προσπαθούν να κάνουν οι ίδιοι κάτι το ουσιαστικό, μια κοινωνική επανάσταση για παράδειγμα, αλλά προσμένουν τη σωτηρία τους από κάποιο θαύμα.
Το θαύμα όμως αυτό δεν πρόκειται να έρθει, αν δεν καταλάβουν επιτέλους οι μοιραίοι ότι την τύχη τους οι άνθρωποι τη φτιάχνουν μόνοι τους.
Οι μοιραίοι, προσπαθώντας να βρουν την αιτία της δυστυχίας τους, προτείνουν διάφορες αιτιολογίες.
Κάποιος υποστηρίζει ότι για την άσχημη ζωή που ζουν φταίει η κακή τους μοίρα, κάποιος άλλος λέει ότι φταίει ο θεός που τους μισεί, ενώ κάποιος τρίτος επιρρίπτει τις ευθύνες στους ίδιους τους μοιραίους.
Τέλος, υποστηρίζεται ότι μπορεί να φταίει και το κρασί.
Ωστόσο, κανείς από αυτούς δε βρίσκει την πραγματική αιτία της δυστυχίας τους, κανένα στόμα δεν έχει μιλήσει γι' αυτό το θέμα.
Ο ποιητής θέλει να αφυπνιστούν μόνοι τους οι μοιραίοι και να συνειδητοποιήσουν ότι για όλα τα προβλήματά τους φταίει τελικά το άδικο κοινωνικό σύστημα και κανένας άλλος.
Ο ποιητής μας δίνει την εικόνα της ταβέρνας, όπου τα βράδια συχνάζουν οι απόκληροι της ζωής.
Ο τόπος είναι σύμφωνος με τη λαϊκή προέλευση των ηρώων του. Πρόκειται για ταβέρνα και μάλιστα υπόγεια, γεμάτη καπνούς και φωνές
8 των θαμώνων που έβριζαν.
Σε αυτήν, όλη η παρέα, όπως κάθε βράδυ, έβρισκε καταφύγιο στο ποτό για να ξεχάσει τα βάσανά της.
Ο ένας είναι σχεδόν κολλημένος δίπλα στον άλλο -λόγω της έλλειψης αρκετού χώρου και κάπου- κάπου έφτυνε για τη μοίρα του να βρίσκεται εκεί μέσα και να μπορεί να διασκεδάσει μόνο σε αυτό το άθλιο καταγώγιο.
Η ζωή τους φαινόταν τόσο βασανιστική και όσο και αν προσπαθούσαν δεν μπορούσαν να βρουν τίποτε θετικό σ' αυτήν.
Με λυρικό τρόπο ο ποιητής αναφέρεται στον ήλιο, το ωραίο χρώμα της θάλασσας, το βάθος του απέραντου ουρανού την ωραία αυγή και τα χρώματα του δειλινού, σε όλες τις ομορφιές της φύσης που μπορεί να απολαύσει κάθε άνθρωπος, εκτός όμως από τους απόκληρους.
Γιατί αυτοί έχουν άλλα να τους βασανίζουν και δεν έχουν τη διάθεση και το κουράγιο να τα απολαύσουν.
Όλοι αυτοί οι πονεμένοι άνθρωποι κουβαλούν ο καθένας το δικό του βάρος, είτε εξαιτίας ενός παράλυτου πατέρα, είτε εξαιτίας μιας άρρωστης γυναίκας, είτε εξαιτίας ενός φυλακισμένου γιου, είτε τέλος εξαιτίας μιας κόρης που έχει περιθωριοποιηθεί για κοινωνικό-ηθικούς λόγους.
Με πολύ ρεαλιστικούς όρους ο ποιητής μιλάει για τον παράλυτο πατέρα κάποιου από την παρέα, για τη γυναίκα κάποιου άλλου που λιώνει από τη φυματίωση, μια πολύ σοβαρή ασθένεια, για το γιο του Μάζη που βρίσκεται φυλακισμένος στο Παλαμήδι, καθώς και για την κόρη του Γιαβή, η οποία ζει στο Γκάζι, μια κακόφημη συνοικία της εποχής, όπου υπήρχαν πορνεία.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής διαφοροποιεί τα δύο φύλα της νεαρής ηλικίας (γιός - φυλακή, κόρη - πόρνη: προσφιλείς δραστηριότητες νέων σε μια περιθωριακή κοινωνία) και το πώς αντιμετωπίζει ισοδύναμα τους μεγαλύτερους ηλικιακά αποδίδοντας τους κοινές αιτίες δυστυχίας (: παραλυσία πατέρα και αρρώστια γυναίκας).
"Στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι":
Στην τέταρτη στροφή του ποιήματος (στίχοι 5-6) έχουμε ένα χιαστό σχήμα.
Παρατηρούμε ότι οι δύο λέξεις που δηλώνουν τόπο ("Παλαμήδι" και "Γκάζι") βρίσκονται τοποθετημένες η πρώτη στην αρχή του πρώτου στίχου και η άλλη στο τέλος του δεύτερου στίχου, για να τραβούν αμέσως την προσοχή. Αντίθετα, οι άλλες δύο λέξεις που συμπληρώνουν το χιαστό σχήμα ("γιος" και "κόρη") βρίσκονται πιο κοντά η μια στην άλλη.
Μ' αυτό τον τρόπο ο ποιητής θέλει να τονίσει και να δώσει έμφαση στον τόπο ως αιτία της δυστυχίας των μοιραίων και όχι στα πρόσωπα.
Ο ποιητής άλλοτε μιλάει σε α΄ πρόσωπο και δίνει την εντύπωση ότι ανήκει ο ίδιος στους μοιραίους (γιατί υποφέρει για την κατάστασή τους) κι άλλοτε δείχνει να απομακρύνεται και να σχολιάζει τη ζωή τους σε γ΄ πρόσωπο (γιατί ο ίδιος είναι συνειδητοποιημένος και επιθυμεί οι συνάνθρωποί του να ξυπνήσουν από το λήθαργο).
Στην ε΄ στροφή χρησιμοποιείται ένα είδος διαλόγου καθώς οι μοιραίοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την κακή τους ζωή.
Στους στ. 5-6 της ε΄ στροφής (Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;/ Κανένα στόμα / δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα) και στο τελευταίο στίχο της στ΄ στροφής (Προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα!) ο ποιητής καταφεύγει στην ειρωνεία για να δηλώσει πως οι άνθρωποι πρέπει να αγωνίζονται και να προσπαθούν να αλλάξουν τη ζωή τους, αντιδρώντας απέναντι στις κοινωνικές
9 αδικίες και την κοινωνική ανισότητα.
Η μοιρολατρία και η παθητική στάση δε βοηθάει στην επίλυση των προβλημάτων της ζωής. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που φτιάχνουν τη μοίρα τους, γι' αυτό και πρέπει μόνοι τους να αφυπνιστούν και να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους.
Στην γ΄ στροφή για να τονίσει με τρόπο αντιθετικό όλες τις ομορφιές της ζωής που οι «μοιραίοι» δεν μπορούν να χαρούν, χρησιμοποιεί λυρικές εκφράσεις.
Στην στ΄ στροφή η παράθεση-συσσώρευση τριών επιθέτων (δειλοί, μοιραίοι, άβουλοι) με ανιούσα κλιμάκωση, τονίζει την αβουλία των ανθρώπων αυτών, την οποία ψέγει ο ποιητής.
Με τις παραστατικές εικόνες: α΄ στροφή οι μοιραίοι πίνουν στην ταβέρνα, β΄ στροφή οι μοιραίοι σφίγγονται ο ένας πάνω στον άλλον, γ΄ στροφή η εικόνα του ήλιου και της θάλασσας, δ΄ στροφή ο ανάπηρος πατέρας, η άρρωστη γυναίκα, ο φυλακισμένος γιος, η ανήθικη κόρη και
ε΄ στροφή οι μοιραίοι συνομιλούν, αναζητώντας τις αιτίες της δυστυχίας τους, ο ποιητής χειρίζεται άψογα το ψυχογραφικό υπόβαθρο των προσώπων – μοιραίων.
Στα χαρακτηριστικά της γραφής του Βάρναλη θα πρέπει να του πιστωθεί και ο αριστοτεχνικός τρόπος με τον οποίο κλιμακώνονται -στις τέσσερις πρώτες στροφές- οι ρεαλιστικές εικόνες του ποιήματος:
Στην πρώτη στροφή δίνεται μια γενική εικόνα της ζωής των μοιραίων μέσα στην υπόγεια ταβέρνα. Εκεί, μέσα σε πυκνούς καπνούς, βρισιές και τη στριγκή φωνή της λατέρνας, μια παρέα προλεταρίων πίνει για να ξεχάσει τα βάσανα της ζωής.
Στη δεύτερη στροφή ο ποιητής επικεντρώνει περισσότερο την προσοχή του στα πρόσωπα που τον ενδιαφέρουν.
Δείχνει πώς σφίγγεται ο ένας δίπλα στον άλλο, αναζητώντας λίγη παρηγοριά και συμπαράσταση. Μέσα στο τραγικό περιβάλλον αυτής της εικόνας, τα πρόσωπα ξεπροβάλλουν πιο τραγικά.
Η επόμενη στροφή αποτελεί ένα λυρικό ξέσπασμα του ποιητή, ο οποίος περιγράφει με έντονα χρώματα ένα όμορφο και ειδυλλιακό περιβάλλον.
Αυτή η ομορφιά της φύσης και της ζωής έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μοιραίων, κάνοντας ακόμα πιο τραγική την εικόνα τους.
Στην τέταρτη στροφή, τέλος, περιγράφεται με πολύ ρεαλιστικούς όρους το δράμα που ζουν κάποια συγκεκριμένα άτομα από τους μοιραίους.
Ο ποιητής παρουσιάζει ανάγλυφο μπροστά στα μάτια μας τόσο το δράμα όσο και την αθλιότητα αυτής της περιθωριοποιημένης ομάδας ανθρώπων.
10 Λίγα λόγια για τον Αλ. Παπαδιαμάντη και το έργο του
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος 4 Μαρτίου 1851 - Σκιάθος 3 Ιανουαρίου 1911), «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων».
Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851.
Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν.
Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας.
Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου.
Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα".
Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας." Η συγγραφική του πορεία
Ὁ Ἀλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ποιητὴς μὲ τὸν πεζὸ τὸ λόγο, καὶ κάποτε, μὰ πολὺ σπάνια, μὲ τὸ στίχο, ἕνας ἀπὸ τοὺς ξεχωριστοὺς ἁρμονικοὺς ἀντιπροσώπους τῆς νέας καὶ ἄμουσης ἀκόμα σὲ πολλὰ ἑλληνικῆς ψυχῆς. Κωστῆς Παλαμᾶς, Ἡ Μοῦσα τοῦ Παπαδιαμάντη
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του.
Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
11 Η θέση του καλυτέρευσε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον προοδευτικό δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα Ακρόπολη.
Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του.
Ήταν σπάταλος, ανοργάνωτος. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα.
Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, όπως ρούχα.
Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας.
Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. «Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος..» έχει γράψει κάπου.
Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό».
Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατέστρεψαν την υγεία και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον εαυτό του.
Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι.
Ακόμα και προς το Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη, που ίσως θα έπρεπε.
Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του, έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του. Οι φίλοι του, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος κ.ά, διοργάνωσαν μια γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908 για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, προκειμένου να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο.
Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του, να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο.
Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε ώστε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του 12 Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε.
Στο νησί του εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει.
Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία.
Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, υστέρα από επιδείνωση της υγείας του.
Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο.
Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.ά.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του.
Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους.
Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα.
Το 1925 πραγματοποιήθηκε η γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του.
Το 1933, επισκέφτηκαν τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του.
Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του.
Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του, ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική.
Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, τα οποία να ανταποκρίνονται σε μία αντικειμενική μελέτη του έργου του.
Το έργο του Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Τὸ Ἄξιoν Ἐστί Μυθιστορήματα Η Γυφτοπούλα (1884), Η Μετανάστις (1880), Οι Έμποροι των Εθνών (1883) Νουβέλες Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893), Η Φόνισσα (1903), Τα Ρόδιν' ακρογιάλια (1908), Χρήστος Μηλιόνης (1885) Αρκετά διηγήματα, ενδεικτικά τα: Η Αποσώστρα (1905), Η Γλυκοφιλούσα (1894), Η Σταχομαζώχτρα (1889), Κοκκώνα θάλασσα (1900), Ο Αλιβάνιστος (1903),Ο Πανταρώτας (1891), Όνειρο στο κύμα (1900), Πατέρα στο σπίτι! (1895), Τ' Αγνάντεμα (1899), Της Κοκκώνας το σπίτι (1893), Το Μοιρολόγι της φώκιας (1908) Ποιήματα : Στην Παναγίτσα στο Πυργί, Προς την μητέρα μου (1880) κ.ά.
13 Η νουβέλα «Η ΦΟΝΙΣΣΑ»
Η Φόνισσα είναι νουβέλα του συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πρόκειται για το δεύτερο συγγραφικό έργο του και θεωρείται ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα και αποτελείται συνολικά από 17 κεφάλαια.
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα».
Η πλοκή του εκτυλίσσεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τη Σκιάθο.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Φραγκογιαννού, μία ηλικιωμένη χήρα, η οποία έζησε μια βασανισμένη ζωή ως παιδί, ως σύζυγος, ως μητέρα και ως γιαγιά, μαθημένη πάντα να υπηρετεί χωρίς αντιρρήσεις τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της.
Η πείρα τής δίδαξε ότι η ζωή για μια γυναίκα είναι γεμάτη βάσανα και η θεωρία της ήταν ότι η γέννηση ενός κοριτσιού δεν φέρνει παρά δυστυχία, όχι μόνο στο ίδιο το παιδί, αλλά και στην οικογένειά του, ιδίως αν είναι φτωχή. Ένα βράδυ καθώς ξενυχτάει στην κούνια της άρρωστης νεογέννητης εγγονής της, περνούν απ' το μυαλό της όλες οι δύσκολες στιγμές της ζωής που έζησε.
Το μυαλό της θολώνει και σκοτώνει το βρέφος προκαλώντας του ασφυξία, ενώ ο θάνατος θεωρείται από τον γιατρό φυσιολογικός.
Αν και αρχικά νιώθει τύψεις, κατά βάθος δεν μετανιώνει για την πράξη της. Αντίθετα, τής γίνεται έμμονη ιδέα ότι η μοίρα την έχει τάξει να σώσει τον κόσμο απαλλάσσοντάς τον από μικρά κορίτσια.
Τα επόμενα εγκλήματά της έχουν για θύματα τρία μικρά αθώα κοριτσάκια, χωρίς πλέον καθόλου τύψεις, αλλά και χωρίς να είναι σε θέση να συνειδητοποιήσει το κακό που έχει κάνει.
Η χωροφυλακή την υποψιάζεται και αποφασίζει να τη συλλάβει, με αφορμή όμως ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Ένα κοριτσάκι πνίγηκε μέσα σ' ένα πηγάδι και κοντά του βρισκόταν η Φραγκογιαννού. Αν και ευχήθηκε να πνιγεί το παιδί, η ίδια ποτέ δεν το έσπρωξε.
Στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τους χωροφύλακες, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να καταφύγει στο ερημητήριο ενός ασκητή και να του εξομολογηθεί τα αμαρτήματά της. Τη στιγμή όμως που προσπαθεί να ξεπεράσει ένα στενό πέρασμα, η παλίρροια την προλαβαίνει και η γερόντισσα πεθαίνει, ανάμεσα στην ανθρώπινη και τη θεία δίκη.
Το βιβλίο έχει δεχθεί μία σειρά αναλύσεων τόσο από λογοτεχνικής, όσο και από εγκληματολογικής και ποινικής προσέγγισης.
Ο τρόπος που ο συγγραφέας προσπάθησε να διεισδύσει στην ψυχή της ηρωίδας θεωρήθηκε μοναδικός, τη στιγμή που παράλληλα μεταφέρεται στον αναγνώστη ο ευρύτερος περίγυρος του νησιού, η θέση της γυναίκας στη μικρή κοινωνία και οι αντιθέσεις μεταξύ των φτωχών χωρικών και των αρχόντων της εποχής.
Η νουβέλα έχει ανεβεί και στη σκηνή ως θεατρική παράσταση, έχοντας δεχθεί μία σειρά διασκευών από πολλούς Έλληνες σκηνοθέτες.
Το 1974 γυρίστηκε και ως κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Αλκαίου.
14 Ποιες είναι οι κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν τους ήρωες του συγκεκριμένου έργου στο περιθώριο της ζωής;
Ποιοι ρόλοι και στερεότυπα για τα δύο φύλα, αναπαράγονται, κρίνονται ή ανατρέπονται στα παρακάτω κείμενο;
Ποια διαφοροποίηση διαπιστώνετε στον τρόπο με τον οποίο ο άντρας και η γυναίκα παρουσιάζονται να δρουν και να αλληλεπιδρούν με το κοινωνικό τους περιβάλλον; Πώς καταγράφονται εκφραστικά αυτές οι διαφοροποιήσεις;
Εντοπίστε τα χαρακτηριστικά της γραφής του λογοτέχνη Αλ. Παπαδιαμάντη μέσα από τα συγκεκριμένο έργο του. Πώς χειρίζεται το ψυχογραφικό υπόβαθρο των ηρώων του;
Με ποιους λογοτεχνικούς τρόπους το υποστηρίζει; «Η ΦΟΝΙΣΣΑ
Μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία στην οποία ζούσε η Φραγκογιαννού, η γυναίκα ήταν παραμερισμένη και καταπιεσμένη και η θέση της ήταν υποβαθμισμένη. Έτσι σύμφωνα με όσα ανφέρει ο συγγραφέας:
Οι γονείς δεν ήθελαν να αποκτούν κορίτσια αλλά αγόρια, γι’ αυτό οι επιτήδειοι έδιναν στις γυναίκες το παλικαροβότανο για να γενήσουν αγόρια.
Τα κορίτσια θεωρούνταν βάρος γιατί έπρεπε να προικιστούν.
Ως προς τη διανομή των περιουσιακών στοιχείων οι γονείς ευνοούσαν τα αγόρια σε βάρος των κοριτσιών.
Ήταν δύσκολο να παντρευτεί ένα κορίτσι, επειδή τα παλικάρια ήταν λιγότερα η Φραγκογιαννού παρουσιάζεται -πολλά ξενιτεύονταν- και επειδή οι υποψήφιοι γαμπροί προέβαλλαν υπερβολικές απαιτήσεις στο ζήτημα της προίκας.
Η επιλογή του συζύγου γινόταν από τους γονείς και όχι από την υποψήφια νύφη.
Η γυναίκα ήταν το αδύναμο μέρος και εξαφανιζόταν πίσω από τη σκιά του άντρα της, σε σημείο που να μη χρησιμοποιούν γι’ αυτή το δικό της όνομα, παρά μια προσωνυμία, η οποία προέρχονταν από το όνομα ή από τη συνένωση του ονόματος και του επωνύμου του άντρα της (: η γυναίκα του Περιβολά=η Περιβολού, η γυναίκα του Γιάννη Φράγκου=η Φραγκογιαννού) και με αυτή την προσωνυμία ήταν γνωστή.
Γενικά, η μοίρα της γυναίκας ήταν να υπηρετεί τους πάντες, χωρίς να κάνει τίποτε για όφελος ή για ευχαρίστηση του εαυτού της.
15 Η Φραγκογιαννού παρουσιάζεται να κάνει κάποιες σκέψεις σχετικά με τα κορίτσια και τα αγόρια, τις οποίες υπαγορεύει η θέση της γυναίκας στην οικογένεια, στην κοινωνία και οι προσωπικές εμπειρίες της ίδιας.
Οι σκέψεις της αυτές αιτιολογούν και τις πράξεις της:
Τα κορίτσια προξενούν πολλά βάσανα και κόπους στους άλλους, αλλά υποφέρουν και τα ίδια. Είναι προτιμότερο να μη γεννιούνται. Κι αν γεννηθούν, πρέπει να θανατώνονται τη στιγμή της γέννησής τους.
Αντί να κάνει κανείς πολλά κορίτσια και να βασανίζονται κι αυτά και ο ίδιος, είναι προτιμότερο να μη παντρεύεται.
Ένα από τα βάσανα των γονιών για τα κορίτσια είναι η δυσκολία να αποκατασταθούν αυτά με γάμο. Επειδή οι υποψήφιοι γαμπροί είναι λιγότεροι λόγω της φυγής τους στα ξένα και των υπερβολικών απαιτήσεών τους στο θέμα της προίκας, η αποκατάσταση των κοριτσιών είναι ένα μαρτύριο.
Σε όλη της τη ζωή η Φραγκογιαννού ήταν δούλα των άλλων: των γονέων της, του συζύγου της, των παιδιών και των εγγονιών της. Η μητέρα της ήταν στρίγκλα και την είχε αδικήσει στην προίκα. Η ζωή της ήταν βασανισμένη, αφού είχε στους ώμους της όλες τις οικογενειακές ευθύνες και ένα σύζυγο ανίκανο και άβουλο. Λόγω της φτώχειας, υποβαλλόταν σε συνεχείς οικονομίες για να αναθρέψει εφτά παιδιά, που με τη σειρά τους της πρόσφεραν πίκρες.
Η Φραγκογιαννού ήταν σκληρή γυναίκα με «ήθος ανδρικόν» και δύναμη χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο που, παρά τις τύψεις της , υλοποιεί τη βρεφοκτονία.
Έκφραση των απόψεων της Φραγκογιαννούς είναι η αναφορά του χάρου , όταν γινόταν λόγος για κορίτσια, και οι κατάρες της για μικρά κορίτσια ( να μην επιβιώσουν και να μην προλάβουν να μεγαλώσουν )
Η ηρωίδα είναι θεοσεβούμενος χαρακτήρας, αλλά διαπράττει αποτρόπαια εγκλήματα, ενάντια σε κάθε θρησκευτικό και ηθικό νόμο.
Στην προσπάθειά της να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην έμμονη ιδέα της και στη συνείδησή της καταφεύγει στην εξομολόγηση και την προσευχή στον Αϊ-Γιάννη.
16 Στο διήγημα του Παπαδιαμάντη αντικατοπτρίζεται η εικόνα της νησιώτικης κοινωνίας του 19ου αιώνα, με τη στερημένη ζωή των ανθρώπων της, με τις αγροτικές ασχολίες, την ξενιτιά, τον αγώνα για την εξασφάλιση της προίκας και την αποκατάσταση των κοριτσιών. Η ζωή των ανθρώπων φαίνεται στενά συνυφασμένη με τη θρησκεία και ακολουθεί το τυπικό της.
Οι γυναίκες σηκώνουν στους ώμους τους το σταυρό του μαρτυρίου, υποφέρουν από τις κακουχίες της ζωής και παντρεύονται τον οποιδήποτε αποδέκτη της προίκας τους για να μη μείνουν γεροντοκόρες.
Οι άντρες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, μπορούν να ορίζουν τη ζωή τους όπως θέλουν, έχουν απόλυτη ελευθερία κινήσεων, η κοινωνία τους αντιμετωπίζει με σεβασμό, ξενιτεύονται για να βρουν δουλειά και διαλέγουν για γυναίκα τους εκείνη που- έχοντας μεγάλη προίκα- υπόσχεται άνετη οικονομική ζωή.
Τα λόγια των ηρώων του Παπαδιαμάντη είναι ανάλογα του χαρακτήρα τους.
Η Φραγκογιαννού με «ήθος ανδρικόν» καταφεύγει στη χρήση φράσεων ( :να μη σώσουν!.., να μην πάνε παραπάνω!, καρυδοπνίγουν) που δεν εκστομίζονται εύκολα από γυναικείο στόμα και μάλιστα μάνας.
Η Φόνισσα είναι ένα δυνατό ψυχογραφικό έργο που καταγράφει τον αβυσσαλέο ψυχισμό μιας γυναίκας με πειστικότητα και αληθοφάνεια.
Άλλωστε, ο ρεαλισμός είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα του έγου του Παπαδιαμάντη.
Ο συγγραφέας ζωντανεύει και την παραμικρή λεπτομέρεια σε σχέση με το χώρο και τα πρόσωπα και επιμένει στην περιγραφή της φύσης.
Αποκαλύπτει με την τέχνη του τη σκληρή πραγματικότητα και δίνει αληθινή πνοή στους ήρωές του.
Στο συγκεκριμένο έργο, περιγράφει με ρεαλισμό το φτωχικό σπίτι της κόρης της Φραγκογιαννούς («Μισοπλαγιασμένη… να σκάση…», τη μορφή της Φόνισσας («η θεια-Χαδούλα, η κοινώς καλούμενη Γιαννού η Φράγκισσα…των χειλέων της»), τα εγκλήματά της («Η γυνή η άρρωστη… αναίσθητη»), το χώρο του πνιγμού της («Η Φραγκογιαννού έτρεξεν… εις το στέρνον της») και ζωντανεύει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη τη σκληρή πραγματικότητα που ώθησε τη Φραγκογιαννού στα εγκλήματά της («Εις τους λογισμούς της … των εγγόνων της»).
Στο κείμενο υπάρχουν πάρα πολλές εικόνες και παραστατικές σκηνές που δίνονται με λεπτομέρειες και ρεαλισμό.
Χαρακτηριστικός είναι ο ρεαλισμός της περιγραφής δύο σκηνών:
α. του φόνου των δύο κοριτσιών και β. της καταδίωξης και του πνιγμού της Φραγκογιαννούς.
Σε πολλά σημεία χρησιμοποιείται ο διάλογος, που διακόπτει τη μονοτονία της αφήγησης και της περιγραφής με τη ζωντάνια, τη συντομία, την περιεκτικότητα και την αμεσότητα του.
Οι φράσεις των διαλεγομένων είναι σύντομες και η γλώσσα τους λαϊκή και όχι λόγια. Χαρακτηριστικός είναι ο εκτενής διάλογος με τα δύο κοριτσάκια, τα οποία χρησιμοποιούν παρεφθαρμένες λέξεις (πίτι (σπίτι), πατέλας (πατέρας), ζω (εδώ)..)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ El.wikipedia. org /Κ. Βάρναλης
18 Μ. Μιχαηλίδης, Π. Πανουτσοπούλου, Α. Ραβδά d 73 c Κώστας Βάρναλης (1883-1974)
Οι Μοιραίοι
Μες την υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα) όλ'η παρέα πίναμ' εψες' εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής. Ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται. Ήλιε και θάλασσα γαλάζα και βάθος τ' άσωτ' ουρανού! Ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε, σβήνετε μακριά μας, χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα παράλυτος, ίδιο στοιχειό' τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα στο σπίτι λιώνει από χτικιό' στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι. - Φταίει το ζαβό το ριζικό μας! - Φταίει ο Θεός που μας μισεί! - Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
Αναλύσεις Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου Τεύχος Β’ d 74 c
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί! Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα. Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα όπου μας εύρει μας πατεί. Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα! Μ. Μιχαηλίδης, Π. Πανουτσοπούλου, Α. Ραβδά d 75 c
ΕΙΔΟΣ
Ποίημα λυρικό, δραματικά αφηγηματικά και έντονα ρεαλιστικό
ΘΕΜΑ
Η αθλιότητα της ζωής των ανθρώπων που έχουν αποδεχτεί τη μοίρα τους, η αδυναμία των ανθρώπων να βρουν την αιτία της οδυνηρής ζωής τους, η αδυναμία των ανθρώπων να ξεπεράσουν τη μοιρολατρία τους και να επαναστατήσουν
ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ (ΔΕΣΗ – ΚΟΡΥΦΩΣΗ – ΛΥΣΗ)
Η εικόνα της ταβέρνας όπου συγκεντρώνονται οι απόκληροι της ζωής ‡ η εικόνα των μοιραίων ‡ η περιγραφή με λυρισμό μιας ζωής που ποτέ δεν θα βιώσουν οι μοιραίοι ‡ τέσσερα διαφορετικά είδη ανθρώπινης δυστυχίας ‡ προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο ερώτημα "ποιος φταίει;" ‡ γενική εικόνα των μοιραίων που προσμένουν "κάποιο θάμα" για να τους σώσει
Αναλύσεις Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου Τεύχος Β’ d 76 c
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
στ. 1-6: α΄ στροφή
η εικόνα της ταβέρνας όπου συγκεντρώνονται οι απόκληροι της ζωής
στ. 7-12: β΄ στροφή η εικόνα των μοιραίων
στ. 13-18: γ΄ στροφή η περιγραφή με λυρισμό μιας ζωής που ποτέ δεν θα βιώσουν οι μοιραίοι
στ. 19-24: δ΄ στροφή τέσσερα διαφορετικά είδη ανθρώπινης δυστυχίας
στ. 25-31: ε΄ στροφή προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο ερώτημα "ποιος φταίει;"
στ. 32-37: στ΄ στροφή γενική εικόνα των μοιραίων που προσμένουν "κάποιο θάμα" για να τους σώσει
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΣΚΗΝΩΝ ή ΕΝΟΤΗΤΩΝ
στ. 1-6 Η παρέα των «μοιραίων», δηλαδή των φτωχών και δυστυχισμένων ανθρώπων, που έχουν δεχτεί τη μοίρα τους παθητικά, βρίσκει καταφύγιο μέσα στην υπόγεια ταβέρνα, πίνοντας κρασί για να ξεχάσει τα αδιέξοδα και να ξεφύγει πρόσκαιρα από την άθλια καθημερινότητα.
στ.7-12
Εκτός από το κρασί για να παρηγορηθούν οι δυστυχισμένοι άνθρωποι, στηρίζονται ο ένας στη συντροφιά του άλλου και προσπαθούν στριμωγμένοι κοντά-κοντά να νιώσουν ασφάλεια και συμπαράσταση.
18 Οι «μοιραίοι» δεν μπορούν να χαρούν τις ομορφιές της ζωής
– οι οποίες αποδίδονται με τις λυρικές εικόνες του ήλιου, της θάλασσας, του ουρανού και των λουλουδιών – γιατί αυτές είναι άπιαστες για ανθρώπους της δικής τους τάξης.
στ. 19-24
Όλοι αυτοί οι πονεμένοι άνθρωποι κουβαλούν ο καθένας το δικό του βάρος, είτε εξαιτίας ενός παράλυτου πατέρα, είτε εξαιτίας μιας άρρωστης γυναίκας, είτε εξαιτίας ενός φυλακισμένου γιου, είτε τέλος εξαιτίας μιας κόρης που έχει περιθωριοποιηθεί για κοινωνικό-ηθικούς λόγους.
στ. 25-30 Όλοι αυτοί οι κατατρεγμένοι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν τις αιτίας της δυστυχίας τους, που για κάποιον είναι η κακή τύχη, για κάποιον το μίσος του Θεού, για άλλον «το κεφάλι το κακό», δηλαδή η αδυναμία να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και για άλλον το κρασί (η παραίτηση).
Απάντηση στο ίδιο δεν υπάρχει, για αυτό παραμένουν στο λήθαργο της δειλίας και της μοιρολατρίας. στ. 31-36
Η ζωή των «μοιραίων» παραμένει θλιβερή, οι ίδιοι νιώθουν ασήμαντοι σαν τα σκουλήκια, που όποιος τα βρει τα πατάει, δειλοί χωρίς τη θέληση να αλλάξουν.
Έχουν πάψει να αγωνίζονται για τη βελτίωση της καθημερινότητάς τους, δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και παραμένουν αδρανείς, περιμένοντας κάποιο «θάμα».
ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΙΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
· Η ανθρώπινη δυστυχία · Η αθλιότητα και η φτώχεια των λαϊκών ανθρώπων · Η αδυναμία των μοιραίων να συνειδητοποιήσουν την αιτία του κακού · Η κοινωνική ανισότητα και η αδικία · Η μοιρολατρία · Ο ανθρώπινος πόνος και η ανάγκη για συμπαράσταση · Η επιθυμία του ποιητή να ξεσηκώσει από τον λήθαργο της δειλίας τους μοιραίους · Η φυγή μέσω του κρασιού κλπ.
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ · Απογοήτευση · Οδύνη, απελπισία · Αίσθημα παραίτησης · Μοιρολατρία · Θλίψη · Δειλία · Αβουλία κλπ.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ Αφηγηματικοί τρόποι °
Αφήγηση:
Ο ποιητής άλλοτε μιλάει σε α΄ πρόσωπο και δίνει την εντύπωση ότι ανήκει ο ίδιος στους μοιραίους (γιατί υποφέρει για την κατάστασή τους) κι άλλοτε δείχνει να απομακρύνεται και να σχολιάζει τη ζωή τους σε γ΄ πρόσωπο (γιατί ο ίδιος είναι συνειδητοποιημένος και επιθυμεί οι συνάνθρωποί του να ξυπνήσουν από το λήθαργο) °
Διάλογος: στην ε΄ στροφή χρησιμοποιείται ένα είδος διαλόγου καθώς οι μοιραίοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν την κακή τους ζωή
Εκφραστικοί Τρόποι - μέσα °
Ειρωνεία:
στ. 5-6 της ε΄ στροφής (Ποιος φταίει; Ποιος φταίει;/ Κανένα στόμα / δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα) °
Τελευταίος στίχος στ΄ στροφής (Προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα!) °
Λυρικός τόνος:
στην γ΄ στροφή για να τονίσει με τρόπο αντιθετικό όλες τις ομορφιές της ζωής που οι «μοιραίοι» δεν μπορούν να χαρούν, χρησιμοποιεί λυρικές εκφράσεις °
Επίθετα:
στην στ΄ στροφή η παράθεση-συσσώρευση τριών επιθέτων (δειλοί, μοιραίοι, άβουλοι) με ανιούσα κλιμάκωση, τονίζει την αβουλία των ανθρώπων αυτών, την οποία ψέγει ο ποιητής °
Παρομοιώσεις:
δ΄στροφή «ίδιο στοιχειό», στ΄ στροφή «σαν τα σκουλήκια» °
Μεταφορές: β΄ στροφή «άσπρη ημέρα», γ΄ στροφή «κροκάτη γάτα της αυγής» και «γαρούφαλα του δειλινού» °
Αποστροφή: γ΄ στροφή «ήλιε και θάλασσα…» και «Ώ! της αυγής…»
° Εικόνες: α΄ στροφή ‡ οι μοιραίοι πίνουν στην ταβέρνα β΄ στροφή ‡ οι μοιραίοι σφίγγονται ο ένας πάνω στον άλλον γ΄ στροφή ‡ η εικόνα του ήλιου και της θάλασσας δ΄ στροφή ‡ ο ανάπηρος πατέρας, η άρρωστη γυναίκα, ο φυλακισμένος γιος, η ανήθικη κόρη ε΄ στροφή ‡ οι μοιραίοι συνομιλούν, αναζητώντας τις αιτίες της δυστυχίας τους ° Χιαστό σχήμα: στην δ΄ στροφή, στ. 5-6 στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
° Στιχουργική:
το αφηγηματικό ποίημα (μπαλάντα) είναι γραμμένο σε ιαμβικό μέτρο και ξετυλίγεται σε έξι εξάστιχες στροφές.
Στην κάθε στροφή εναλλάσσονται εννεασύλλαβοι και οκτασύλλαβοι στίχοι, που ομοιοκαταληκτούν αντίστοιχα και ακολουθούν δύο εννεασύλλαβοι, που ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1. Απαντήστε μονολεκτικά:
(i) Ο Κ. Βάρναλης είναι ποιητής της:
α. Επτανησιακής Σχολής, β.
Γενιάς του 1880 γ. Ρομαντικής Σχολής,
(iii) Ο Βάρναλης, όπως και ο Παλαμάς, έγραφαν τα ποιήματά τους
πάντα σε α. δημοτική γλώσσα β. καθαρεύουσα γλώσσα γ. κρητική
διάλεκτο
(iv) Το περιεχόμενο των ποιημάτων του Βάρναλη έχει, κυρίως, χαρακτήρα α. ηθικοδιδακτικό, β. εθνικοαπελευθερωτικό γ. κοινωνικό
2. Γιατί ο ποιητής δίνει στο ποίημά του τον τίτλο «Οι Μοιραίοι»; 3. Να βρείτε μια μεταφορά και μια παρομοίωση στο παραπάνω ποίημα. Τι πιστεύετε ότι προσπαθεί ο ποιητής να επιτύχει χρησιμοποιώντας αυτά τα εκφραστικά μέσα; 4. Να αναλύσετε και να ερμηνεύσετε τις παρακάτω λέξεις ή φράσεις του ποιήματος: σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο και σκυφτοί 5. Περιγράψτε το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαδραματίζεται το ποίημα 6. Που αποδίδουν οι «Μοιραίοι» τις αιτίες για τις συμφορές τους; Ποια πιστεύετε εσείς ότι είναι η πραγματική αιτία αυτών;
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Με το ποίημα του Κ. Βάρναλη "Πάλι μεθυσμένος είσαι" (Πρόκειται για τον Πρόλογο της ποιητικής συλλογής «Σκλάβοι Πολιορκημένοι») σελ. 481, ΚΝΛ Α΄ Τεύχος
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός. Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"! ― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε; Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά. Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά. Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! - έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας. Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά... H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
Ερώτηση:
Να συσχετίσετε το ποίημα του Κ. Βάρναλη «Οι Μοιραίοι» με το «Πάλι μεθυσμένος είσαι» ως προς το περιεχόμενο και να εντοπίσετε τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσά τους.
ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ
1. Στη διεύθυνση αναζητήστε τη μελοποιημένη απόδοση του ποιήματος "Οι μοιραίοι" από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη http://www.youtube.com/watch?v=xGNUNqYSvRw
2. Στη διεύθυνση http://www.esnips.com/doc/691eb996-8c2c4fc4-a8d8-39f344d9f360 απολαύστε τον ίδιο τον ποιητή Κ. Βάρναλη να διαβάζει τους μοιραίους. Αναλύσεις Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου Τεύχος Β’
Κώστας Βάρναλης - Οι Μοιραίοι
Κ. Βάρναλης: Οι μοιραίοι
Η λήψη έγινε στην βραδιά - αφιέρωμα στοω Γ.Μπιθικώτση, που οργανώθηκε από τον πολιτιστικό συλλογο "Το κάστρο" στα πλαίσια του Φεστιβάλ Θάσου 2010
Ανάλυση του ποιήματος θα βρείτε εδώ (Περίληψη από διδασκαλία του Α. Β. Μουμτζάκη)
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Κώστας Βάρναλης, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής, γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας το 1884 και πέθανε στην Αθήνα το 1974. Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Αθήνα και από το 1908 ως το 1918 εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση. Στα φοιτητικά του χρόνια πήρε ενεργό μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα και παράλληλα άρχισε να ασχολείται με την ποίηση, εκδίδοντας την πρώτη ποιητική συλλογή του, Κηρήθρες, το 1905. Το 1919 πήγε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλολογία και αισθητική. Κατά την εκεί παραμονή του ήρθε σε επαφή με τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, συμμετείχε στις ιδεολογικές ζυμώσεις και αναζητήσεις της μεταπολεμικής εποχής και μυήθηκε στον διαλεκτικό υλισμό και στη μαρξιστική ιδεολογία. Το 1920 ανακλήθηκε η υποτροφία του, η οποία του ξαναδόθηκε το 1923, γεγονός που του επέτρεψε να πάει και πάλι στο Παρίσι. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1924, ανέλαβε να διδάξει νεοελληνική φιλολογία στην Παιδαγωγική Ακαδημία, με διευθυντή το Δημήτρη Γληνό. Εξαιτίας της ιδεολογικής του τοποθέτησης αλλά και των έργων του (Το φως που καίει και Ο λαός των μουνούχων, 1922 και 1923 αντίστοιχα) του επιβλήθηκε εξάμηνη παύση και αργότερα, το 1926, οριστική απόλυση και αποκλεισμός από κάθε δημόσια θέση. Έφυγε και πάλι για το Παρίσι, όπου έμεινε ένα μικρό διάστημα, και επιστρέφοντας εργάστηκε για λόγους βιοποριστικούς στη σύνταξη εγκυκλοπαιδικών λεξικών και συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά. Το 1935 πήρε μέρος στο Συνέδριο Ρώσων Συγγραφέων στη Μόσχα. Την ίδια χρονιά εξορίστηκε για δύο μήνες στη Μυτιλήνη και στον Άγιο Ευστράτιο. Παρά τις διώξεις που υπέστη, παρέμεινε συνεπής στην ιδεολογική τοποθέτησή του. Το 1959 του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για τη συμβολή του στον παγκόσμιο αγώνα για την ειρήνη.
Στα γράμματα πρωτοεμφανίζεται το 1904, από τις σελίδες του Νουμά και τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με πολλά περιοδικά. Στις πρώτες του ποιητικές συνθέσεις φαίνεται να ακολουθεί τις βασικές αρχές του παρνασσισμού, αποφεύγοντας κάθε κοινωνικό και εθνικό προβληματισμό και αντλώντας τα θέματά του από την αρχαιότητα. Η πρώτη φάση της δημιουργίας του κλείνει με το μακροσκελές ποίημα Προσκυνητής (1919), στο οποίο υμνεί την πατρίδα του, τον πολιτισμό της και τη ζωντανή λαϊκή παράδοσή της. Η δεύτερη φάση του έργου του εγκαινιάζεται με τη μακροσκελή σύνθεση Το φως που καίει (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1922 υπό το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας και ξαναγράφτηκε και τυπώθηκε με τ' όνομά του δέκα χρόνια αργότερα), που ο Beaton τη χαρακτηρίζει «επαναστατικό έργο ως προς το περιεχόμενο και τη μορφή». Ακολούθησε η συλλογή ποιημάτων Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), που ο τίτλος της παραπέμπει στους Ελεύθερους πολιορκημένους του Σολωμού και πιθανόν και στους Σκλάβους στα δεσμά τους του Θεοτόκη. Τα χρόνια που ακολούθησαν έγραψε λίγα ποιητικά κείμενα, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ τον παραδοσιακό στίχο και χωρίς να πειραματιστεί στη νεωτεριστική γραφή. Το 1965 κυκλοφόρησε η συλλογή ποιημάτων του Ελεύθερος κόσμος, και το 1975, λίγο μετά τον θάνατό του, η συλλογή Οργή λαού, με την επιμέλεια του Γ. Π. Σαββίδη.
Εκτός από το ποιητικό έργο, ο Βάρναλης έχει αφήσει εκτεταμένο και σημαντικό αφηγηματικό και κριτικό έργο. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται η συλλογή διηγημάτων Ο λαός των μουνούχων (1923), η μελέτη του Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925), που αποτελεί την πρώτη σοβαρή προσπάθεια μαρξιστικής λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931), Ζωντανοί άνθρωποι (1939), Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947), το θεατρικό Άτταλος ο Γ΄ (1972), τα Φιλολογικά απομνημονεύματά του (1980, μετά τον θάνατό του, με επιμέλεια του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου).
Η κριτική για το έργο του
«Ο Βάρναλης δε φέρνει καμιά σπουδαία ανανέωση στη μορφή του παραδοσιακού στίχου. Άριστος τεχνίτης και δουλευτής ο ίδιος, συνεχίζει τις έτοιμες παραδοσιακές φόρμες, προβάλλοντας ένα καινούργιο περιεχόμενο και δίνοντας μια νέα απόχρωση στη γλώσσα του ρεαλισμού και της σάτιρας, καθώς απ’ τη μια ζωγραφίζει την κατάπτωση του αστικού κόσμου και την αθλιότητα των απόκληρων της κοινωνίας, κι απ’ την άλλη εκφράζει τα αντιπολεμικά κι επαναστατικά του συνθήματα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν αισθάνεται την ανάγκη να φύγει από την ως τότε καθιερωμένη στιχουργική, που μιλάει αμεσότερα στις πλατιές μάζες. [...] Η προβολή των κοινωνικών θεμάτων από μια ορισμένη ιδεολογική σκοπιά, η ανάμιξή τους με τη σάτιρα και το ρεαλισμό και η ταυτόχρονη συνύπαρξη του ρεαλισμού με κάποιους λυρικούς και θερμούς ανθρωπιστικούς τόνους, εδραιωμένους σε μια μόνιμα προσγειωμένη αντίληψη ζωής, είναι ό,τι τελικά χαρακτηρίζει την ιδιαίτερη παρουσία του ποιητή στα γράμματά μας.»
(Κ. Στεργιόπουλος, «Κώστας Βάρναλης», Η ελληνική ποίηση. Η ανανεωμένη παράδοση, Σοκόλης, Αθήνα, 1980, σελ. 122)
«Η κριτική όχι άδικα θεωρεί τον Προσκυνητή σταθμό στην ποίηση του Βάρναλη και τον χρησιμοποιεί σαν ορόσημο, για να χωρίσει το έργο του σε δυο περιόδους: στην πριν το 1919 και στη μετά το 1920. Από την άποψη αυτή είναι πραγματικά ένα “ποίημα-σταθμός”. Μακρόπνοο αλλά φλύαρο, σημαντικό για τη μετέπειτα πορεία του, αλλά αποτυχημένο κι έξω απ’ τα νερά του, τον στρέφει απ’ το “εγώ” στο “εμείς” και τον προωθεί από το άτομο στην ομάδα, όσο κι αν τον κρατάει ακόμα μέσα στα όρια του εθνικισμού. [...]
Αμέσως ύστερα ο Βάρναλης θα βρεθεί στα ακραία φυλάκια του μαρξιστικού κινήματος, κι ό,τι θα γράψει από δω και μπρος, είτε ποίηση είτε αφηγηματική πεζογραφία και κριτική, θα κινηθεί γύρω απ’ το σταθερό τούτο κέντρο. Έτσι θα δημιουργήσει τις δυο μεγάλες συνθέσεις του: Το φως που καίει και τους Σκλάβους πολιορκημένους και θα τις δώσει [...] σ’ ένα άθροισμα από αυτοτελείς τις πιο πολλές φορές ποιητικές μονάδες, αλλού αναμιγνύοντας και πεζά μέρη κι αλλού παρεμβάλλοντας επεξηγηματικές σημειώσεις, για να γεφυρώσει τα χάσματα, κάτι ανάμεσα σε σκηνικές οδηγίες και στις σημειώσεις των ατέλειωτων ποιημάτων του Σολωμού, αναπτύσσοντας τις ιδέες του διαλεκτικά, με βάση το σχήμα: θέση-αντίθεση-σύνθεση. Στο Φως που καίει, έργο κοινωνικό και φιλοσοφικό, το πρώτο χρονολογικά της αριστερής λογοτεχνίας στον τόπο μας, κινείται στο χώρο των ιδεών, έξω από συγκεκριμένο τόπο, και χρησιμοποιεί “πρόσωπα-σύμβολα”, για να ντύσει ποιητικά τις ιδέες και να τις ενσαρκώσει, αποφεύγοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αφαίρεση και το άμεσο κήρυγμα με το λόγο, που δολοφονούν την ποίηση.
Στους Σκλάβους πολιορκημένους εντοπίζεται στον ελληνικό χώρο και κινείται αντίστροφα: βγάζει τις ιδέες από τα πράγματα, μετατρέποντας, καθώς φαίνεται κι απ’ την αντιστροφή του τίτλου, τον σολωμικό ιδεαλισμό των Ελεύθερων Πολιορκημένων σε διαλεκτικό ματεριαλισμό και κάνοντας ταυτόχρονα με τη σάτιρά του οξύτατη κριτική της σύγχρονής του νεοελληνικής πραγματικότητας.»
(Κ. Στεργιόπουλος, «Κώστας Βάρναλης», ό.π., σελ. 123-124)
«Το 1922, ο Βάρναλης δημοσίευσε το εκτενές έργο του Το φως που καίει. Πρόκειται για επαναστατικό έργο ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο: από τα τρία μέρη το πρώτο είναι γραμμένο σε πεζό, ενώ το δεύτερο και το τρίτο σε στίχους. [...] Το φως που καίει είναι το πρώτο μαρξιστικό λογοτεχνικό έργο στα ελληνικά. Με τη μορφολογική και υφολογική ποικιλία του καθώς και με την ποικιλία των αντιδράσεων που επιθυμεί να προκαλέσει στον αναγνώστη, με τα διαφορετικά μέρη του, αντιπροσωπεύει μια εντελώς συνειδητή προσπάθεια του ποιητή να λύσει προβλήματα έκφρασης, τα οποία είχαν απασχολήσει πολιτικά στρατευμένους συγγραφείς κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του εικοστού αιώνα. Δεδομένης μάλιστα μιας έντονης υλιστικής πίστης στην κοινωνική αλλαγή, τι ρόλο παίζει στο κομμουνιστικό κίνημα μια τέχνη με αστικά κυρίως προηγούμενα; Πού θα βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην υπονόμευση της παλαιάς τάξης με τη σάτιρα, και την εξαγγελία της νέας με τη βοήθεια της προπαγάνδας; Μέχρι ποιο σημείο η ποίηση μπορεί να προχωρήσει προς την κατεύθυνση της προπαγάνδας, ώστε να είναι ακόμη σε θέση να διεκδικεί τα προνόμια της τέχνης; Από την άλλη μεριά, κατά πόσο είναι νόμιμο για έναν μαρξιστή να θρηνεί τον ξεπεσμό της αστικής κουλτούρας, των αξιών και των πνευματικών οριζόντων, με τους οποίους έχει γαλουχηθεί; Και πάνω απ’ όλα πώς θα προσαρμοστεί η ποιητική της μη κομμουνιστικής κουλτούρας στις ανάγκες της νέας κοινωνίας; Ο Βάρναλης ήταν ο πρώτος συγγραφέας που αντιμετώπισε πλήρως τα ζητήματα αυτά, και οι λύσεις που πρότεινε στο Φως που καίει καθιέρωσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεταγενέστεροι ποιητές, όπως ο Ρίτσος, ο Βρεττάκος και ο Αναγνωστάκης, αλλά και πεζογράφοι, όπως ο Χατζής, ο Χάκκας και ο Αλεξάνδρου, χρειάστηκε αργότερα να λειτουργήσουν για να βρουν τις δικές τους λύσεις.»
(R. Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996, σελ. 160-161)
«Ο Βάρναλης, παρότι ιδεολογικά ενταγμένος, πολιτικά έμεινε παροδίτης του κόμματος. Άλλωστε εξακολουθούσε να ασκεί μια λογοτεχνία που απέκλειε την ποίηση των περιστατικών, ακόμη και των περιστάσεων. Κι όμως οι Σκλάβοι πολιορκημένοι είναι ένας τέτοιος απόηχος. Και εδώ η απήχηση των ιδεολογικών εξελίξεων δείχνεται αρνητικά και συμβολικά. Αρνητικά, με την έννοια πως απουσιάζει το πνεύμα της ανταρσίας, το γκρέμισμα των πατρίδων, ό,τι τέλος πάντων συγκροτούσε ως κυρίαρχη διάθεση Το φως που καίει. Αντίθετα ο κόσμος είναι συγκεντρωμένος και πάλι γύρω από συμβατικούς άξονες, λ.χ. τη “γη” ή “το σπίτι”. Και η διαλεκτική των αντιθέτων δεν είναι αντίδικη όπως πριν, αλλά έχει αλληλοσυμπληρωματική κίνηση και ενιαία φορά: “άντρας-γυναίκα”, “κορμί-ψυχή”, “το θείο ήτοι το ανθρώπινο πάθος” [...].»
(Γ. Δάλλας, «Κώστας Βάρναλης», Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα, 1979, σελ. 226-227)
«Και τότε γίνεται μέσα του η οριστική μεταστροφή. Ο νατουραλισμός του, η επικούρεια διάθεσή του, που δεν εύρισκαν τρόπο να συνδυαστούν αρμονικά με μια ποίηση εθνική, θρησκευτική και ιδεαλιστική βρέθηκαν συνταιριασμένοι εξαίρετα με τη φλογερή σαρκαστική ορμή, που ξυπνάει τώρα μέσα του και με το διαλεχτικό ματεριαλισμό, που καταχτάει το νου του σαν ένα ψυχόρμητο. Ο Βάρναλης βρήκε τον αληθινό εαυτό του. Οι ιστορικές συμβολικές μορφές, που αγωνιζότανε μάταια να τις συλλάβει και να τις αναστήσει μέσα στη θολή και ψεύτικη ατμόσφαιρα του ιδεαλισμού, ξύπνησαν ολοζώντανες, γέμισαν από νόημα ανθρώπινο, πήρανε σάρκα και χρώμα και πνοή μόλις τις αντίκρισε ρεαλιστικά και επαναστατικά. Τώρα μπορεί να επιχειρήσει τον τεράστιο άθλο να βάλει να μιλήσουνε ανθρώπινα και νοητά από σημερινούς ανθρώπους, τον Προμηθέα και το Χριστό και την Παναγία και το Σωκράτη. Οι άδειες σκιές, τα σκέλεθρα της ιστορίας περπάτησαν ανάμεσά μας, μίλησαν τη γλώσσα μας, άγγιξαν την καρδιά μας.»
(Δ. Γληνός, «Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης», Εκλεκτές σελίδες, τ. Β΄, Στοχαστής, Αθήνα, 1971, σελ. 135)
«Το πιο γνωστό από τα ποιήματά του [Βάρναλη], ας το ξαναπούμε, “Οι μοιραίοι”, είναι ένα σιγαλόφωνο παράπονο, μια θλίψη για τη ζωή την αζώητη της φτωχολογιάς. Μισούσε το στόμφο. Και, φυσικά, και το στερνό ψίχουλο της μεταφυσικής. Είχε στυλωμένα τ’ αυτιά του (κι ήταν τόσο βαρήκοος που συχνά τον απέλπιζε το συνομιλητή του), ολάνοιχτα τα μάτια του, στα μηνύματα των καιρών. Ήταν ένας συνειδητός άνθρωπος κι ένας συνειδητός μεροκαματιάρης του πνεύματος. Δεν αγαπούσε τις αβεβαιότητες και τις εκκρεμότητες που δημιουργούν οι νεφελοκοκυγίες στ’ ακοίμητα πνεύματα.»
(Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Συντομογραφία του Βάρναλη», Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975, σελ. 17)
«Ο Κώστας Βάρναλης είναι τώρα ανοιχτός προς την εκλεκτικότητα, που οι αισθητικές προτιμήσεις της πρώτης περιόδου του κληροδότησαν, και προς μια λαϊκότερη γλώσσα. Το διπλό αυτό άνοιγμα ισχύει κατ’ εξοχήν για την ποίησή του, όπου το γλωσσικό του όργανο, που ως τώρα αποτελούσε προέκταση των προσωπικών του στόχων, των αισθητικών αντιλήψεων του καιρού του και των διεργασιών της μνήμης του, προβάλλει ισχυρή αντίσταση. Στην πεζογραφία και τα κριτικά του δοκίμια κατόρθωσε να ενσταλάξει ενιαία γραμμή και στη συντακτική δομή του λόγου και στο ύφος. Στην ποίησή του, αντίθετα, ανιχνεύονται καθαρά τα διάφορα στρώματα των γλωσσικών εποχών του. Κι όταν ακόμη θα προχωρήσει σε μια ρεαλιστικότερη ποίηση, η επεξεργασία της φόρμας, η εκλεκτικότητα στην επιλογή του λεξιλογίου και η κάποια ανεκτικότητα στις διολισθήσεις των λόγιων λέξεων επισημαίνονται και στις δύο συλλογές του, Το φως που καίει (1922) και Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927). Όπως είναι γνωστό, Το φως που καίει παρουσιάστηκε σε δεύτερη έκδοση το 1933. [...] Φυσικά η ποιητική του τέχνη έχει κατορθώσει να απαλλαγεί από τις αδυναμίες της, ο στόχος της όμως βασικά παραμένει αναλλοίωτος. Η δομή του λόγου πρέπει να είναι μουσική, απαλή όμως κι ευχάριστη στην ακοή. Μετά τον Παρνασσισμό, ο συμβολισμός, που έχει πια κυριαρχήσει στην ελληνική ποίηση, θα διοχετεύσει οπωσδήποτε και τα δικά του ρίγη για την ολοκλήρωση αυτού του σκοπού, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται και η ποικιλία του λεξιλογίου και των μοτίβων που θα χρησιμοποιηθούν.»
(Τ. Καρβέλης, Δεύτερη ανάγνωση, Καστανιώτης, Αθήνα, 1984, σελ. 166-167)
«Η σάτιρα είναι λοιπόν η ορίζουσα και της πολιτικής και της υπαρξιακής στάσης του στη ζωή. Μιας πολιτικής στάσης, που, καθώς θα φανεί, συμφύεται και αναπτύσσεται ανάμεσα σε μια πρόωρη υπαρξιακή ως την καρικατούρα διόγκωση της μέθης και του οργασμού της στιγμής και μια ύστερη υπαρξιακή ως την ελεεινολογία παράκρουση για το ρήμαγμα ολόκληρης της ζωής. Και εκεί σαν να κομματιάζεται σε χιλιάδες σπαράγματα η πικρή γεύση του προδρομικού στίχου Αχ, πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος! Και έτσι μόνον από στάση ζωής γίνεται και στάση του έργου, σύμφυτη με την πεζογραφία του και γόνιμα μεταφυτευμένη στην ποίησή του. Γίνεται κινητήρια δύναμη του πνεύματός του, και έτσι μοιάζει να είναι γεννήτρια όλου του έργου του.»
(Γ. Δάλλας, «Κώστας Βάρναλης», Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα, 1979, σελ. 213)
«Με Το φως που καίει ο Βάρναλης θα μεταπηδήσει από την ποίηση του ατόμου στην κοινωνική ποίηση, κι απ’ τον διονυσιασμό (που κατά βάθος είναι μια διάθεση ψυχικού δοσίματος, αφού στη μέθη επάνω τα σύνορα που χωρίζουν τα άτομα συντρίβονται, κι ο άνθρωπος αδελφώνεται με τον άνθρωπο) στη συνειδητή επιδίωξη της πανανθρώπινης αλληλεγγύης. Αλλά και με τα παλαιότερα ήδη ποιήματά του μας είχε δείξει πως ήξερε να βλέπει —και στις διονυσιακές του ακόμα στιγμές— ρεαλιστικώτερα τους ανθρώπους. Ήταν επομένως φυσικό μια μέρα να θελήσει να εμβαθύνει στις συνθήκες της ζωής τους και να ονειρευτεί και γι’ αυτούς ακόμα την ευτυχία. “Η αντίληψη περί απολύτου ελευθερίας του πνεύματος μου είναι αηδής”, θα δηλώσει τώρα. “Κάθε καιρός έχει ωρισμένες μέσα του δυνάμεις φανερές ή λανθάνουσες. Η Τέχνη η αληθινή αυτές τις δυνάμεις τις πραγματοποιεί και τις κάμνει “ιδανικά ζωντανά”.Φρονώ πως όσο η Τέχνη γίνεται πιο σκόπιμη τόσο πιο αξιοπρόσεκτη και πιο στέρεη γίνεται”.»
(Τ. Μαλάνος, Βάρναλης, Αυγέρης, Καρυωτάκης, Καστανιώτης, Αθήνα, 1983, σελ. 29)
Πηγή σχολίων για την ζωή και το έργο του συγγραφέα: http://latistor.blogspot.com
Για σήμερα ένα απο τα πιο γνωστά ποίηματα του Βάρναλη, αλλά δανείζομαι πρώτα λίγα λόγια απο τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο:
«Το πιο γνωστό από τα ποιήματά του [Βάρναλη], ας το ξαναπούμε, «οι μοιραίοι», είναι ένα σιγαλόφωνο παράπονο μια θλίψη για τη ζωή την αζώτητη της φτωχολογιάς. Μισούσε το στόμφο. Και, φυσικά, και το στερνό ψίχουλο της μεταφυσικής. Είχε στυλωμένα τ’ αυτιά του (κι ήταν τόσο βαρήκοος που συχνά τον απέλπιζε το συνομιλητή του), ολάνοιχτα τα μάτια του στα μηνύματα των καιρών. Ήταν ένας συνειδητός άνθρωπος κι ένας συνειδητός μεροκαματιάρης του πνεύματος. Δεν αγαπούσε τις αβεβαιότητες και τις εκκρεμότητες που δημιουργούν οι νεφελοκοκυγίες στ’ ακοίμητα πνευματα» (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Συντομογραφία του Βάρναλη» , Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975, σελ 17)
Ο Μ. Μ. Παπαιωάννου επίσης έγραψε πως «μάλλον μέσα στη μεταβατική περίοδο πρέπει να τοποθετηθούν και «οι Μοιραίοι», που κλείνουν την απογοήτευση του Βάρναλη καθώς βλέπει τη φτωχολογιά των εργαζομένων να μην έχουν κοινωνική και παραπέρα ταξική συνείδηση. Το ποίημα αυτό που αποπνέει συμπάθεια και που γι’ αυτό δεν ανήκει στα χλευαστικά ούτε στα σατιρικά, είναι το πρώτο που στην συνέχεια θα το ακολουθήσουν αυτά που ονομάστηκαν κουτσαβάκικα ή ρεμπέτικα [...]»
Αναμνήσεις από το μέλλον στα καπηλειά και τις ταβέρνες: "Οι Μοιραίοι" και "Πάλι μεθυσμένος είσαι" (Κώστας Βάρναλης), "Το καπηλειό" (Γιώργος Μητσάκης)
προβλήματα αυτά υποδηλώνουν την απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας για αυτούς από την μεριά του κράτους και της κοινωνίας γενικότερα: Σε περίπτωση κάποιου εργατικού ατυχήματος το μόνο που έχουν να περιμένουν είναι ο αργός θάνατος όπως περιμένει τον πατέρα του ενός. Λόγω των άθλιων συνθηκών ζωής, είναι τα πιθανότερα θύματα ανίατων ασθενειών από τις οποίες θα λυώσουν μόνοι και αβοήθητοι, όπως του άλλου οι γυναίκα. Θα στραφούν ευκολότερα λόγω της απελπισίας τους σε "ανάγκης λοβιτούρες" μήπως και βελτιώσουν τις άσχημες συνθήκες ζωής τους κι εξαιτίας της φτώχειας τους τιμωρούνται με την επιβολή βαρύτερων ποινών τις οποίες εκτίουν σε χειρότερες συνθήκες κράτησης, όπως ο γιος του Μάζη. Κι εξωθούνται στην πορνεία για να επιβιώσουν, γενόμενοι οι απόκληροι των απόκληρων, όπως η κόρη του Γιαβή.
Μήπως φταίνε και λίγο οι ελέφαντες όμως;
Μια ιστορία που ξεσήκωσα από δεν-θυμάμαι- ποια ταινία λέει πώς ο μπαμπάς χτυπάει τη μαμά, που δέρνει τον μεγάλο γιο, που κοπανάει τον μικρό, που κλωτσάει τον σκύλο, που ορμάει στη γάτα, που κυνηγάει τον ποντικό, που τρώει το τυράκι, που, το τυράκι , δεν έχει κανένα. Κανείς, λοιπόν, δεν θέλει να είναι το τυράκι. Για αυτό και ελεούν τον μέθυσο (αισθάνονται καλύτερα που υπάρχουν κι άλλοι φτωχότεροι), για αυτό και τον κοροϊδεύουν (εξισορροπούν ψυχολογικά την βία που υφίστανται από δυνατότερους ασκώντας την σε πιο αδύναμους). Μόνο που εν αγνοία τους το μόνο που καταφέρνουν είναι να διατηρούν, να ανακυκλώνουν και να ενισχύουν την δυσώδη κατάσταση στην οποία ζουν. Γιατί όποιος ανέχεται τα κακά επειδή υπάρχουν τα χειρότερα, δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσει τα καλύτερα...
ΣΕΝΑΡΙΟ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ, ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
- να γνωρίσουν οι μαθητές έναν ποιητή
- να απολαύσουν ή μάλλον να διαβάσουν απολαυστικά την ποίηση
- να διαπιστώσουν την επικαιρότητα-διαχρονικότητα των μηνυμάτων
και να μ ι λ ή σ ο υ ν στο τότε και στο τώρα...
Π Α Ρ Ν Α Σ Σ Ι Σ Μ Ο Σ | Ε Ρ Γ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Α ΒΑΡΝΑΛΗ |
ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ | ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΜΟΙΡΑΙΟΙ |
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ΖΟΡΜΠΑΣ | ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΜΟΙΡΑΙΟΙ |
Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"!
― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! -
έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!
ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΠΑΛΙ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΕΙΣΑΙ | ΒΑΡΝΑΛΗΣ, ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ |
Φύλλα εργασίας για την ποίηση - ρεύματα και ποιητές
Φύλλο εργασίας 3.
Φύλλο εργασίας 4.
Φύλλο εργασίας 5.
Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;» (vid)
Σαν σήμερα στις 16/12/1974 ο λαός μας χάνει τον αθάνατο «Οδηγητή» του
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884. Πήρε το όνομα Βάρναλης επειδή ο πατέρας του καταγόταν από τη Βάρνα.
Στα 18 του χρόνια αποφοιτά από τα «Ζαρείφια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης με άριστα. Γι’ αυτό η Ελληνική Κοινότητα της Βάρνας τον στέλνει με υποτροφία στην Αθήνα να σπουδάσει Φιλολογία ή Θεολογία.
Το φθινόπωρο του 1902 εισάγεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Παίρνει το δίπλωμά του το 1908 και διορίζεται καθηγητής στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης.
Υστερα από 10χρονη λαμπρή θητεία στην εκπαίδευση, στέλνεται με υποτροφία στο Παρίσι για ανώτερες φιλολογικές σπουδές.
Τότε ο Βάρναλης συγκέντρωνε τα προσόντα για να τον τιμήσει με εξαιρετική διάκριση το κατεστημένο: Φιλομοναρχικός, βαθύς γνώστης της αρχαιότητας κι αρχαιολάτρης, έξοχος καθηγητής, θαυμαστός ποιητής, οπαδός του Παρνασσισμού.
Δυστυχώς για το κατεστημένο, ο Βάρναλης είχε κι «ελαττώματα».
Ηταν πνεύμα ανήσυχο, με μεγάλη οξυδέρκεια, μεγάλος στοχαστής με λεπτότατη ποιητική ευαισθησία στα μηνύματα των καιρών, κι έδινε σαν άνθρωπος γενναίος κι ανιδιοτελής πάντα το «παρών».
Ένα παράδειγμα, στα «Ορεστιακά» υποστήριξε τους δημοτικιστές (1903) ενώ αργότερα (1910-14) βρίσκεται μπλεγμένος με τα «αθεϊκά» του Βόλου.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε με τρομερή έκρηξη της οργής των λαών, με την Οχτωβριανή Επανάσταση.
Ο Βάρναλης βρέθηκε τότε (1918) στο Παρίσι, στην πόλη που γεννήθηκε και πνίγηκε σε 72 μέρες στο αίμα της, η επανάσταση, με τ’ όνομα «Κομμούνα των Παρισίων»
Η Γαλλία σήκωσε το κύριο βάρος αυτού του πολέμου και το Παρίσι δοκίμασε περισσότερο το μέγεθος των καταστροφών και των πληγών του.
Εκεί σημειώθηκαν οι εντονότερες αντιδράσεις στον πόλεμο, η θερμότερη υποδοχή της Οχτωβριανής Επανάστασης, με όλα τα μεγάλα μηνύματά της.
Για τον Βάρναλη ήταν ένα μεγάλο σοκ. Ένα ξαφνικό ξύπνημα.
Δεν ήταν μια συνηθισμένη εξέγερση δυσαρέσκειας, απ’ αυτές που ξεσπούσαν μέσα στις χιλιετίες της Ιστορίας. Ηταν η συνέχεια της «Κομμούνας του Παρισιού».
Η δεύτερη απόπειρα της ανθρωπότητας να σπάσει τα δεσμά της ζούγκλας και να μπει στο στάδιο του Ανθρώπου, της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της συναδέλφωσης των λαών.
Του έγινε συνείδηση, ότι ο σπαραγμός κι η υποδούλωση ανθρώπου από άνθρωπο ξεπερνάνε την αγριότητα των θηρίων της ζούγκλας.
Μπορεί να φανταστεί κανείς ένα λύκο να σπαράζει άλλο λύκο για να τον κρατάει δούλο εφ’ όρου ζωής; Δεν είναι αδιανόητο, παράλογο;
Κι όμως για το ανθρώπινο είδος θεωρείται λογικό! Και κάθε αντίδραση κι αντίσταση αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Τέτοιες σκέψεις που τον πολιορκούσαν, χάλασαν όλους τους ρυθμούς μέσα του. Και τον οδήγησαν σε βρασμό ψυχής.
Πέταξε τον παλιό εαυτό του στα σκουπίδια.
Άρχισε να γράφει, να γράφει, να γράφει! Τίποτε δεν άφησε όρθιο η Μούσα του από τα παλιά του είδωλα και σύμβολα.
Μέσα από τη σύγκρουση του παλιού με τον καινούργιο εαυτό του, γεννήθηκε το συνθετικό αριστούργημα «Το φως που καίει», που άλλους φώτισε κι ενθουσίασε κι άλλους, ακόμα, καίει και ζεματάει με τις καταλυτικές αλήθειες του.
Εκεί γεννήθηκαν κι «Οι σκλάβοι πολιορκημένοι». Εκεί γράφτηκε κι «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική».
Στο Παρίσι κυοφορήθηκε και πήρε το πρώτο της σχήμα «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας πεζογραφίας.
Στο Παρίσι βέβαια, από «Το φως που καίει», αναδύθηκε και ο «Οδηγητής», ο σαλπιγκτής των επαναστατημένων λαών όπου Γης.
Χαρακτηριστικός είναι ο επίλογος του έργου με το ποίημα «Οδηγητής»:
«Δεν είμ’ εγώ σπορά της Tύχης, ο πλαστουργός της νιας ζωής. Eγώ ‘μαι τέκνο της Aνάγκης κι ώριμο τέκνο της Oργής…»
Επιστρέφοντας από το Παρίσι στην Ελλάδα. πλήρωσε ακριβά ο Βάρναλης αυτή την επαναστατική του μεταμόρφωση.
Το κράτος της μοναρχοπλουτοκρατίας τον υποδέχτηκε με πολύ σκληρά μέτρα.
Όχι μόνο τον απέλυσε από τη θέση του (1925), με την κατηγορία του άπατρι, αλλά και τον εξόρισε, αφαιρώντας του και το δικαίωμα να υπογράψει τα κείμενά του, τις ιδέες του!
Το 1935 εξορίζεται μαζί με τον Γληνό κι άλλους κομμουνιστές και προοδευτικούς δημοκράτες αγωνιστές στον Άη Στράτη.
Ωστόσο κανένα μέτρο σ’ όλα τα πολυτάραχα χρόνια που επακολούθησαν δε στάθηκε ικανό να τον λυγίσει. Εμεινε όρθιος, ατρόμητος, αδιάλλακτος. Υπερασπιζόμενος με το ίδιο πρώτο πάθος τα ιδανικά του.
Χαρακτηριστικά ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε για Κώστα Βάρναλη το 1956:
«Ποιητή, σε είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει.
Σε είδαμε πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή, δίπλα στ’ αυτί, για ν’ αφουγκράζεσαι πίσω από τα τείχη τη στρογγυλή βουή του Ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου. Αυτόν τον ήλιο μας έδειξες!»
Στηλιτεύοντας κάθε βία και καταπίεση της κυρίαρχης τάξης, σαλπίζοντας το συναγερμό των συνειδήσεων, πάντα με την πρώτη του ορμή.
Θα πάρει μέρος στην ΕΑΜική Αντίσταση σαν μέλος του ΕΑΜ λογοτεχνών, ενώ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου – πιστός στις ιδέες του – πάντα στο πλευρό του επαναστατικού ΚΚΕ και του αδούλωτου ελληνικού λαού.
Υπηρετώντας πάντα τη μεγάλη τέχνη κι αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η μεγάλη ποίηση, η μεγάλη πεζογραφία, θέλει πάντα μεγάλες ιδέες, μεγάλες αλήθειες, μεγάλα οράματα, μεγάλους αγώνες.
Πάρα πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για την ποίηση του Βάρναλη, αλλά έχει και μεγάλο κι απαράμιλλο σε ποιότητα πεζογραφικό έργο και πρέπει κάτι να πούμε και γι’ αυτό.
Ένα απ’ αυτά, όπως «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη», κυκλοφόρησε το 1931.
Η απολογία του Σωκράτη, που μας κληροδότησε η Αρχαιότητα, είναι κατά τον Βάρναλη κατασκευασμένη από τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, για να στηρίξουν το κατεστημένο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Η σάτιρα του Βάρναλη αντιστρέφει τα γεγονότα και το κατηγορητήριο με μαεστρία θαυμαστή, δείχνοντας το βάθος της αρχαιογνωσίας του.
Στο τέλος της «Απολογίας» του ο βαρναλικός Σωκράτης λέει:
«Γι’ αυτά που δίδαξα θα έπρεπε να με κάνετε χρυσόνε και να με προσκυνήσετε. Γι’ αυτά που θα ‘κανα αν εζούσα θα έπρεπε, με το δίκιο σας, όχι να με σκοτώσετε μονάχα, μα να με κοπανίσετε ζωντανό μέσα στο γουδί, όπως ο τύραννος Νέαρχος θα κοπανίσει το Ζήνωνα τον Ελεάτη».
Αυτά που θα ‘κανε βέβαια ήταν ο ξεσηκωμός δούλων κι ελεύθερων για την ανατροπή της δουλοκτητικής δημοκρατίας.
Το θαυμάσιο αυτό κομμάτι της απολογίας του βαρναλικού Σωκράτη εκδόθηκε το 1931, σαν ένα είδος διαμαρτυρίας ενάντια, όπως λέει κι ο ίδιος:
«Στην τοτεσινή δημοκρατία του ιδιώνυμου, του Καλπακίου και των διαφόρων στρατιωτικών κινημάτων».
Οχι μόνο η απολογία, αλλά όλο το πεζογραφικό έργο του εμπνέεται από την καυτή επικαιρότητα. Ετσι γράφτηκαν «Οι δικτάτορες», για να στηλιτεύσουν το φασισμό του Μουσολίνι, το 1941, σε επιφυλλίδες, και το 1956 έγιναν βιβλίο.
Από την άλλη «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική», που γράφτηκε στο Παρίσι, ήταν απάντηση σε σχετική μελέτη του Αποστολάκη.
Και το ποίημά του «Λευτεριά» (Δεκέμβρης 1922) ήταν απάντηση στους «Λύκους» του Παλαμά, που δημοσιεύτηκαν το Σεπτέμβρη του 1922.
Το ποίημα αναφέρεται πρώτα στον ιδεαλιστή ποιητή που καταφεύγει στη «Νύχτα ονειρομάνα» να ζητήσει το χρησμό της για να τη μεταδώσει στον κόσμο.
Όμως σαν απάντηση ακούεται μια φωνή, η φωνή του Βάρναλη, που του λέει αρχικά:
«Τη λευτεριά δεν τη ζητάνε με παρακάλια, την παίρνουνε με τα ίδια χέρια μοναχοί!»
Και τελειώνει με ένα τετράστιχο, που δίνει την εικόνα της επανάστασης:
«Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ’ είδα να ξετρέχει, του Άνομους γιγάντια Δίκη, ξάφνου του σάλαγου κοπή, γέλια με φτάσανε στριγκά: σπαράζαν τους μωρούς Ποιητές οι Λύκοι Αγαπητοί συνάδελφοι, φίλοι και καλεσμένοι».
Τι να πρωτοεπισημάνει κανείς για το έργο του Βάρναλη!
Είναι με λίγα λόγια ο επαναστάτης ποιητής, ο μαχητής, ο πρωτοπόρος του 20ού αιώνα, μ’ ένα έργο με πανανθρώπινες προεκτάσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν το 1959 με το βραβείο Λένιν.
Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα είναι ότι η ποίησή του είναι δεμένη με τον 20ό αιώνα, όταν η ανθρωπότητα δοκίμασε να σπάσει τα δεσμά του θηρίου και να ανέβει στο επίπεδο του Ανθρώπου.
Ο Βάρναλης σαν άνθρωπος, στοχαστής και ποιητής αφιέρωσε όλη τη ζωή και το ταλέντο στο όνειρο αυτό.
Κι ήταν από τους πρώτους στη χώρα μας. Και μοναδικό παράδειγμα στο κάλεσμα της δικής του εποχής.
Ο Βάρναλης υπήρξε κομμουνιστής με διαρκή προσφορά και συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης Εμεινε όρθιος, αδιάλλακτος ως το τέλος.
Στα χρόνια της χούντας απάντησε για ακόμη μια φορά:
«Τι θέλετε πάλι; Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»
Ένας από τους βασικούς λόγους της «αντοχής» του βαρναλικού έργου σε πείσμα των καιρών, είναι η διαρκής προσπάθειά του να «φανερώσει την αλήθεια» και να μεταδώσει την αλήθεια αυτή στον λαό.
Όπως γράφει και ο ίδιος στους τελευταίους του στίχους πριν πεθάνει, τον Οκτώβριο του 1974:
«Με πάθος την αλήθεια φανερώνω, μα ποιος μ’ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά. Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει, όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου. Πλήθος μεγάλοι στο Μουσείο της Τέχνης, αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε».
Ήταν 16 Δεκέμβρη 1974, όταν ο Κώστας Βάρναλης έφευγε από τη ζωή, αφήνοντας άσβεστο το φως του πρωτοπόρου επαναστατικού του έργου για τις επόμενες γενιές.\
Στο τηλεγράφημά της προς την σύζυγό του Δώρα και την κόρη του Ελένη, η ΚΕ του ΚΚΕ έλεγε:
«Εκφράζουμε τη βαθύτατη θλίψη μας και τα πιο ειλικρινή συλλυπητήρια μας για το χαμό του μεγάλου Βάρναλη. Με το αστραποβόλο ποιητικό έργο του και την ακλόνητη στάση του κατέκτησε επάξια τον τίτλο του Ποιητή του Λαού. Το έργο του θα μείνει αθάνατο».
Η κηδεία του έγινε από το Α΄ Νεκροταφείο στις 18 Δεκέμβρη 1974.
«Είσαι οδηγητής για μας Ποιητή της εργατιάς» φώναξαν χιλιάδες που τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία.
Στο ποίημα «επιτάφιο» έγραφε:
«Όχι λουλούδια μα σπαθί στο τάφο σου άξιε βάρδε. Όταν παλεύανε ζωή και θάνατος δεν κοίταγες χορευωντας με ένα φλασκί στο χέρι αλλά μπροστάρης του λαού στης λεφτεριάς την μάχη ο λόγος σου αρχαγγέλινο σπαθί τυραννοχτόνο».
Όπως είπε μιλώντας, στην εναρκτήρια εισήγηση στο Επιστημονικό Συνέδριο για τον Κώστα Βάρναλη που διοργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2011, η Ελένη Μηλιαρονικολάκη μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ
«Ο Κώστας Βάρναλης, δεν είναι μόνο μια από τις κορυφές της επαναστατικής τέχνης στη χώρα μας, αλλά και ο ιδρυτής της. Είναι ο πρώτος από τον κύκλο των ριζοσπαστικοποιημένων λογοτεχνών του καιρού του, που –με απόσταση 4 μόλις χρόνων από τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης– μετουσίωσε την κομμουνιστική ιδεολογία σε ποιητικό λόγο και μαζί ο πρώτος που δοκίμασε να επεξεργασθεί σύνθετα θέματα της αισθητικής και της λογοτεχνικής κριτικής απ’ τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού. Κι αυτό δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση»,
Ακολουθεί απόσπασμα της ομιλίας που έκανε ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και συγγραφέας, Νίκος Κυτόπουλος, σε εκδήλωση που είχε οργανώσει η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, προς τιμή του Βάρναλη και του Γιάννη Ρίτσου.
Κώστας Βάρναλης: «Ρωτάτε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;» (vid)
Στοιχεία αντλήθηκαν από Ριζοσπάστη