Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

(Πάλι μεθυσμένος είσαι) ,Κώστας Βάρναλης-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

 


πηγή: https://antikleidi.com/2014/01/07/tavern/   :ΔΕΣ   Πίνακες ζωγραφικής με θέμα την ταβέρνα
 
                                                  Στην ταβέρνα – Laszlo Mednyanszky, 1899

(Πάλι μεθυσμένος είσαι]  Κ. Βάρναλης, «Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Πρόλογος» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ που ακολουθεί είναι ο πρόλογος της ποιητικής συλλογής Σκλάβοι πολιορκημένοι. Τιτλοφόρησε έτσι τη συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Οι σκλάβοι πολιορκημένοι του είναι όλοι οι άνθρωποι που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»

- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σου 'δινε ποτήρι κι άλλος σου 'δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-

έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού 'σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Μέσα σε ποιο περιβάλλον τοποθετείται το ποίημα;
  2. Να σχολιάσετε τους τέσσερις τελευταίους στίχους.
  3. Να συσχετίσετε το ποίημα με το ποίημα του Βάρναλη Οι μοιραίοι. Ποιες ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα τους;

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 
Με το ποίημα του Κ. Βάρναλη "Πάλι μεθυσμένος είσαι"
 (Πρόκειται για τον Πρόλογο της ποιητικής συλλογής «Σκλάβοι Πολιορκημένοι») σελ. 481, ΚΝΛ Α΄ Τεύχος 

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός. Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"! ― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε; Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά. Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά. Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! - έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας. Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά... H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος! 

Ερώτηση: Να συσχετίσετε το ποίημα του Κ. Βάρναλη «Οι Μοιραίοι» με το «Πάλι μεθυσμένος είσαι» ως προς το περιεχόμενο και να εντοπίσετε τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσά τους.
 Μ. Μιχαηλίδης, Π. Πανουτσοπούλου, Α. Ραβδά d 83 c 
ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ
 1. Στη διεύθυνση αναζητήστε τη μελοποιημένη απόδοση του ποιήματος "Οι μοιραίοι" από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη http://www.youtube.com/watch?v=xGNUNqYSvRw 
2. Στη διεύθυνση http://www.esnips.com/doc/691eb996-8c2c4fc4-a8d8-39f344d9f360 απολαύστε τον ίδιο τον ποιητή Κ. Βάρναλη να διαβάζει τους μοιραίους. Αναλύσεις Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Λυ


Κείμενα Α΄ Λυκείου Απαντήσεις – Λύσεις Ασκήσεων Σχολικού Βιβλίου

Αναμνήσεις από το μέλλον στα καπηλειά και τις ταβέρνες: "Οι Μοιραίοι" και "Πάλι μεθυσμένος είσαι" (Κώστας Βάρναλης), "Το καπηλειό" (Γιώργος Μητσάκης)



   "Οι μοιραίοι"  είναι ένα ποίημα στο οποίο συνυπάρχουν τα "συνήθη" λυρικά στοιχεία με αφηγηματικά. Το ποιητικό υποκείμενο δρώντας ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής αφηγείται  σε α΄πληθυντικό πρόσωπο τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων που κατοικούν σε  σε μια λαϊκή, υποβαθμισμένη και φτωχή συνοικία ενός αστικού περιβάλλοντος. Η χρήση του α' προσώπου προσδίδει στη μεν  ποιητική φωνή προσωπική γνώση και  εμπειρία για  το θέμα που θίγεται και στο ποίημα την  αμεσότητα της μαρτυρίας·  ο πληθυντικός αριθμός, από την πλευρά του,  υποδηλώνει ότι  η ποιητική φωνή μιλάει ως εκπρόσωπος μιας ομάδας, άρα πρακτικά, υποβαθμίζοντας την σημασία του " λυρικού εγώ", της ποίησης δηλαδή ως μέσο έκφρασης προσωπικών συναισθημάτων,  μετατρέπει την ποιητική διαδικασία σε ένα συλλογικό όπλο.
    Στην πρώτη στροφή παρουσιάζεται με κινηματογραφική εστίαση ο τόπος, το πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται το ποίημα και τα πρόσωπα στα γενικά τος χαρακτηριστικά.   Πρόκειται, όπως προκύπτει από τον πρώτο στίχο,  για μια μια υπόγεια ταβέρνα- κι όχι για ένα εστιατόριο σε ρετιρέ.  Χώρος που απευθύνεται σε άτομα της λαϊκής τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγετια.  Στον δεύτερο στίχο περιγράφεται η παρακμιακή ατμόσφαιρα του μαγαζιού  όπου οι  καπνοί και οι  βρισιές να κυριαρχούν η οποία είναι είναι δηλωτική της κατάστασης και του μορφωτικού επιπέδου των θαμώνων. Βασική, αν όχι μόνη, διασκέδαση των ανθρώπων αυτών είναι μια λατέρνα που ακούγεται να περνά πάνω στο δρόμο, η παραφωνία της οποίας ("στρίγγλιζε")  βρίσκεται και  σε   ιδιότυπη αρμονία με της "παράφωνης" ζωής τους και την τονίζει γλαφυρά.    Στην συνέχεια,  η κάμερα εστιάζει στα πρόσωπα.  Συνήθως,  όταν λέμε ότι  οι άνθρωποι βγαίνουν έξω να διασκεδάσουν, εννοούμε πλέον ότι βγαίνουν να περάσουν καλά, να ευφρανθεί η ψυχή τους, να ψυχαγωγηθούν. Αυτό όμως δεν ισχύει για τους συγκεκριμένους θαμώνες, της συγκεκριμένης ταβέρνας που αντιπροσωπεύουν τα μέλη συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, της εργατικής. Η βραδινή έξοδος αυτών των ανθρώπων παραπέμπει στην αρχική σημασία της λέξης "διασκέδαση":  ένας μηχανισμός απάλυνσης αγχογόνων καταστάσεων.  Γιατί για καθέναν από αυτούς  η παρουσία στην ταβέρνα αποτελεί μιαν καθημερινή ρουτίνα, μιαν ανεπιτυχή προσπάθεια να ξεχαστούν και να ξεχάσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Πρόκειται δηλαδή για ένα ψευδοφάρμακο απελπισίας που λειτουργεί τελικά ως δηλητήριο, προικονομώντας την τελευταία στροφή του ποιήματος.
    Στην επόμενη στροφή περιγράφονται η συμπεριφορά και η ψυχολογία των θαμώνων της ταβέρνας.  Σφίγγονται ο ένας δίπλα στον άλλο, πράγμα που μεν  δείχνει την έλλειψη χώρου , κυρίως  δε ότι η παρουσία τους εκεί οφείλεται στην ανάγκη να αντλήσουν δύναμη και κουράγιο ο ένας από τον άλλο. Αυτό όμως  σημαίνει ότι ανατρέπεται η έννοια  την "παρέας",  η οποία αναφέρθηκε την προηγούμενη στροφή. Η παρέα είναι μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι αλληλεπιδρούν δυναμικά στα πλαίσια της, Τούτοι οι θαμώνες όμως  περιορίζονται να  στέκονται  μονάχα ο ένας πλάι στον άλλο την ώρα που ο καθένας χωριστά μόνος του αναμετριέται με την προσωπική του εκδοχή ενός κοινού προβλήματος.  Στο σημείο αυτό οι κυρίες της καλής κοινωνίας με τα γαλλικά και το πιάνο θα φρίξουν που οι θαμώνες της ταβέρνας αυτής  δεν έχουν καθόλου καλή  κοινωνική μόρφωση και φτύνουν κάτω, επιδεικνύοντας παντελή έλλειψη καλής ανατροφής.  Βέβαια,  αυτές  δεν έχουν να αντιμετωπίσουν το παραμικρό πρόβλημα βιοπορισμού.  Δεν έρχονται δηλαδή δηλαδή αντιμέτωπες με το μεγάλο βάσανο της ζωής των ανθρώπων αυτών για τους οποίους οι καλοί τρόποι αποτελούν περιττή πολυτέλεια, πράγμα που υπογραμμίζεται στους επόμενους στίχους: Τίποτα καλό δεν έχουν και δεν μπορούν να θυμούνται από τη ζωή τους.
    Η τρίτη στροφή επιτελεί πολλαπλό ρόλο. Η ατμόσφαιρα αλλάζει και μαζί  αλλάζει επί  το ποιητικότερον και το λυρικότερον το λεξιλόγιο του ποιήματος, το οποίο μέχρι τώρα αποτελούνταν κυρίως από  "αντιποιητικές" λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου.  Η αλλαγή στην ποιητική ατμόσφαιρα όμως είναι στοιχείο που τίθεται για να αναιρεθεί. Κι  έτσι οι λυρικές / ποιητικές λέξεις λειτουργούν ως όχημα ειρωνείας των κυριών του καλού κόσμου που λέγαμε όπως και αυτού που εκπροσωπούν,  ώστε τελικά να   μεγεθυνθεί η κατάδειξη και η καταδίκη των κοινωνικών/οικονομικών ανισοτήτων. "Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο" έλεγε ο Ντοστογιέφσκι,  όμως για τους ανθρώπους αυτούς μάλλον δεν έχει προνοηθεί σωτηρία.  Γιατί  σε καμιά ομορφιά  της φύσης και σε καμιά συνεπαγόμενη απόλαυση δεν έχουν μέρισμα κι έτσι αντιστικτικά διαγράφεται εντονότερα η δυστυχία τους.  "Τα σπίτια είναι χαμηλά σαν έρημοι στρατώνες, τα καλοκαίρια μας μικρά κι ατέλειωτοι οι χειμώνες", πού λέει και το τραγούδι.

   Σ'  ένα δεύτερο επίπεδο,   αυτή η αναφορά  (μη αναφορά, κατ' ουσίαν) στη φύση, αγαπημένο θέμα ως γνωστόν της λυρικής ποίησης,  και ο συνακόλουθος  σαρκασμός του λυρισμού χρησιμοποιούνται ως ποιητικό μανιφέστο από τον Βάρναλη.  Σηματοδοτεί την άρνηση της μέχρι τότε  ποιητικής του πορείας,  η οποία υπήρξε συμπορευόμενη  μ' αυτού του είδους τον στείρο λυρισμό,  και την  σύγκρουσή του με τις τρέχουσες αισθητικές αντιλήψεις, που εκλάμβαναν την ποίηση ως  όχημα λυρικής εξιδανίκευσης στην υπηρεσία  ή της χρεοκοπημένη ςπλεόν  ιστορικά και εθνικά "Μεγάλης Ιδέας" ή της έκφρασης προσωπικών ευαισθησιών, ως συμβάν  κλειστού, ιδιωτικού  χώρου δηλαδή. Στην μικρή  ποιητική πραγματεία που αποτελεί αυτή η στροφή,  ο Βάρναλης αρνείται το δόγμα "η τέχνη για την τέχνη" και θέτει την ποίηση του στην υπηρεσία της κοινωνικής αλλαγής και της λαϊκής απελευθέρωσης. Ως εκ τούτου, στρέφεται προς μια ποίηση  από τη ζωή και για τη ζωή, μια στάση στην οποία έμεινε σταθερός σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και ως άνθρωπος και ως ποιητής.
   Στην τέταρτη στροφή κάποια από τα  προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι αυτοί αναφέρονται παραδειγματικά,   με την έννοια ότι δεν αποτελούν προσωπικά   θέματα του χ θαμώνα της ταβέρνας στον οποίον αποδίδονται, αλλά είναι ενδεικτικά των προβλημάτων της λαϊκής τάξης γενικά. Τα 
προβλήματα αυτά υποδηλώνουν την απουσία οποιασδήποτε πρόνοιας για αυτούς από την μεριά του κράτους και της κοινωνίας γενικότερα: Σε περίπτωση κάποιου εργατικού ατυχήματος το μόνο που έχουν να περιμένουν είναι ο αργός θάνατος όπως  περιμένει τον πατέρα του ενός. Λόγω των άθλιων συνθηκών ζωής,  είναι τα πιθανότερα θύματα ανίατων ασθενειών από τις οποίες θα λυώσουν μόνοι και αβοήθητοι, όπως του άλλου οι γυναίκα.  Θα στραφούν ευκολότερα λόγω της   απελπισίας τους  σε  "ανάγκης λοβιτούρες" μήπως και βελτιώσουν τις άσχημες συνθήκες ζωής τους κι  εξαιτίας της φτώχειας τους  τιμωρούνται με  την επιβολή βαρύτερων ποινών τις οποίες εκτίουν σε χειρότερες συνθήκες κράτησης, όπως ο γιος του Μάζη.  Κι εξωθούνται στην πορνεία για να επιβιώσουν, γενόμενοι οι απόκληροι των απόκληρων, όπως η κόρη του Γιαβή.
   Στην  επόμενη στροφή,  ο ποιητής δίνει  απευθείας το λόγο στους ενδεικτικούς  ήρωές του. Όλοι γνωρίζουν ότι υπάρχει  πρόβλημα στη ζωή τους και πως η ανεύρεση της αιτίας του θα δώσει την λύση.  Ο ένας ορίζει υπαίτια  την άτυχη τους μοίρα, ο άλλος την εγκατάλειψη από το θεό, ο τρίτος αποδίδει την ευθύνη στους ίδιους που δεν είναι για παραπάνω κι ο τελευταίος κατηγορεί το κρασί.  Αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται,  τις πραγματικές αιτίες κανείς τους  δεν τις βρήκε να τις πει ακόμα ( Αυτό βέβαια θα αλλάξει στην  επόμενη στροφή).
  Στην τελευταία στροφή παρουσιάζονται  τα αποτελέσματα της αδυναμίας τους  να εντοπίσουν  την αιτία των προβλημάτων τους  και άρα και   τη λύση:  Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι επιστρέφουν καθημερινά σαν υπνοβάτες  στην  σκοτεινή - η λέξη κυριολεκτικά και μεταφορικά-  ταβέρνα,  η οποία πλέον έχει αναχθεί σε σύμβολο όλης τους της ζωής. Πίνουν κρασί αμίλητοι παραμένοντας  πάντα σκυφτοί -η λέξη κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κι είναι ψυχικά τόσο καταβεβλημένοι και ηττημένοι  ώστε αισθάνονται σαν σκουλήκια τα οποία δίκαια πρέπει να  υφίστανται αδιαμαρτύρητα κάθε καταπίεση και ταλαιπωρία. ΄Κι όντας τόσο αδύναμοι, μοιρολάτρες και άβουλοι, το μόνο που έχουν να περιμένουν είναι ένα θαύμα.
    Αναρωτιέται κάποιος σε μια παλιά ιστορία με τη μορφή αστεϊσμού: "Γιατί οι ελέφαντες πίνουν μόνο νερό;" Και η απάντηση είναι : "Γιατί κανένας δεν τους δίνει κάτι άλλο". Με άλλα λόγια: "Κουκιά τρώμε, κουκιά μαρτυράμε".  Από ανθρώπους που αγωνιούν για την καθημερινή επιβίωση  η οξυδέρκεια και η υπό ευρύτερο πρίσμα ανάλυση και κατανόηση των  πολύπλοκων θεμάτων που ευθύνονται για τις δυσκολίες είναι ο τελευταίο που μπορεί να περιμένει κανείς.  Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος φτώχειας και έλλειψης παιδείας  που αυτοανατροφοδοτείται αέναα. Η αδυναμία εντοπισμού της αιτίας ενός προβλήματος οδηγεί  στην αδυναμία επίλυσής του και νομοτελειακά στα ίδια αποτελέσματα.
Μήπως φταίνε και λίγο οι ελέφαντες όμως;
   Ένας λαϊκιστής θα εξαπέλυε ένα δριμύ κατηγορώ σε εκείνες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που έχουν καταδικάσει τους ανθρώπους του λαού σε μια ζωή αυτού του είδους και θα περιοριζόταν σ' αυτό   Ο Βάρναλης όμως, που δεν είναι λαϊκιστής εφόσον πραγματικά ενδιαφέρεται για τον λαό,  δεν θέλει να αναφέρει το προφανές ούτε να χαϊδέψει αυτιά. Σκοπός του είναι  να ταρακουνήσει και   αφυπνίσει τις λαϊκές μάζες: Να άρουν το οξύμωρο της ονοματικής φράσης γενόμενες περισσότερο λαϊκές  και  λιγότερο μάζες με σκοπό να διεκδικήσουν αυτό που τους αξίζει και τους αρνούνται.  Όλο το νόημα  του ποιήματος. λοιπόν,   βρίσκεται στη λέξη "μοιραίοι"-  που όχι τυχαία επιλέγεται ως τίτλος του ποιήματος- και χρησιμοποιείται και με τις δυο σημασίες της ταυτόχρονα.  Φταίνε οι ίδιοι πρωτίστως γιατί, επειδή είναι μοιραίοι, έχουν δηλαδή αποδεχθεί μοιρολατρικά την κατάσταση και δεν κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν, γίνονται μοιραίοι,  ολέθριοι δηλαδή, εφόσον με τις μη-πράξεις τους παρατείνουν την καταστροφή τους.  Αυτό είναι εκείνο που "κανένα στόμα δεν το  βρε και δεν το 'πε ακόμα". Και,  για να παραφράσω τον Σεφέρη, πρέπει  πρώτα να το καλλιεργήσεις μέσα στις φλέβες σου το θάμα για να συμβεί.
     Το 1950, ο Βάρναλης σε κάποιον που είχε παρατηρήσει στα σοβαρά αυτό που  εγώ γράφω ειρωνικά στην αρχή, ότι πρόκειται για ένα ξεπερασμένο ποίημα, είχε απαντήσει μεταξύ άλλων: "«’’Οι Μοιραίοι’’ γραφτήκανε πριν από 30 χρόνια! Αλλά για τα έργα της Τέχνης ο όρος »ξεπερασμένο» δεν έχει τη θέση του. Γιατί ξεπερασμένο θα πει νεκρό. Δεν είναι σωστή μια τέτοια κρίση. Δεν πεθαίνει ποτές ένα έργο, που ξύπνησε συνειδήσεις. Ξυπνημένες συνειδήσεις υπήρχανε και τω καιρό εκείνω, όπως υπάρχουνε και σήμερα. Το ποίημα, χ τ υ π ά ε ι κείνην τη μερίδα του κόσμου που λαού, που δεν μπορεί να βρει την αιτία της δυστυχίας της κι’ αυτό-εγκαταλείπεται στη μοίρα της, περιμένοντας να σωθεί από κανένα ‘’θάμα’’.
   Αν άλλοτες οι μοιραίοι άνθρωποι ήσαν περισσότεροι και τώρα λιγότεροι, δεν είναι θέμα για συζήτηση. Το γεγονός είναι, πώς υπάρχουνε, υπήρχανε και θα υπάρχουνε »Μοιραίοι», όσο θα υπάρχει κοινωνική ανισότητα κι’ όσο αυτή η ανισότητα θα καλλιεργεί την τύφλωση του Έθνους.
Και δεν είναι δύσκολο να πεισθεί κανείς γι’ αυτό. Αρκεί να κοιτάξει τι γίνεται σήμερα: ότι γινόμαστε πριν από τριάντα, πενήντα ή εκατό χρόνια κι’ ότι θα γίνεται μέχρι συντελέσεως του κράτους δικαίου! Όλ’ η πολιτική ιστορία του τόπου στηρίζεται στο μεσσιανισμό, που είναι μια πιο συγκεκριμένη μορφή μοιρολατρίας του λαού. Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί της Ελλάδος δεν ντρέπονται να παρουσιάζονται ως «σωτήρες» (‘’το θάμα’’!)
Δυστυχώς όλοι αυτοί, που περιμένουνε το θάμα, δεν είναι μοιραίοι• είναι και πολλοί συμφεροντολόγοι. Άλλο θέμα. Πάντως το χ τ ύ π η μ α των Μοιραίων είναι ανάγκη να γίνεται ακόμα, έως ότου ‘’ξυπνήσουμε νεκροί’’».
( Με άλλα λόγια, φίλε αναγνώστη, ο Σόιμπλε, φερ' ειπείν,  κάνει τη δουλειά του. Εσύ κάνεις της δική σου ή κλαψουρίζεις μόνο στην σύγχρονη ταβέρνα που λέγεται "Facebook"; )
    Στο ίδιο (μη) ποιητικό και  ακραιφνώς ρεαλιστικό σύμπαν και επιτελώντας τους ίδιους ποιητικούς σκοπούς  διαδραματίζεται  ένα άλλο γνωστό ποίημα του Βάρναλη από τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής "Σκλάβοι πολιορκημένοι" (1922), γνωστό με τον  πρώτο στίχο του,  "Πάλι μεθυσμένος είσαι". Ο Βάρναλης δίνει ένα  πικρά γελοιογραφικό πορτραίτο ενός λαϊκού τύπου που,  παρά τα όσα φαινόταν ότι θα μπορούσε να καταφέρει,  κατέληξε να γυρίζει μεθυσμένος στα καπηλειά, ζητιανεύοντας ένα ποτήρι κρασί και υποφέροντας αγόγγυστα  τις κοροϊδίας των άλλων, κλείνοντας το ποίημα  με τη γνωστή παροιμία "αχ,  που είσαι νιότη που λεγες πως θα γινόμουν άλλος".

    Αυτό  το οποίο καυτηριάζεται άμα το συνδυάσουμε  τα δύο ποιήματα είναι η  αντίληψη  "υπάρχουν και χειρότερα".  Οι θαμώνες μιας ίδιας ταβέρνας, σε μια ίδια  φτωχική συνοικία  κοροϊδεύουν ή ελεούν  (Πρακτικά είναι το ίδιο πράγμα αφού τους κάνει να νοιώθουν ανώτεροι. Γι' αυτό άλλωστε το κάνουν...) τον μέθυσο της γειτονιάς που προσπαθεί ζητιανεύοντας να ικανοποιήσει το πάθος του,  μη γνωρίζοντας κανείς αν η διάψευση των προσδοκιών  της νιότης του οφείλεται στην αδύναμη θέληση ή στην ανικανότητά του να διαχειριστεί τα προβλήματα της ζωής. Κάτι σαν την "ηθική" της φυλακή, όπου οι δράστες "ευγενών, ηρωικών" εγκλημάτων (ληστείες, φόνοι κλπ) κακοποιούν και απεχθάνονται εκείνους που έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα  που σχετίζονται κυρίως με παράνομους τρόπους ικανοποίησης της γενετήσιας επιθυμίας.  Άλλωστε, και εδώ με φυλακή έχουμε να κάνουμε. Άλλου είδους, αλλά φυλακή. Τον φαύλο κύκλο της φτώχειας.(Κατόπιν δημοσίευσης θυμήθηκα "Τα χταποδάκια" του (μπον βιβέρ κι  καλοζωισμένου)  Καραγάτση)
      Μια ιστορία που ξεσήκωσα από δεν-θυμάμαι- ποια ταινία λέει πώς ο μπαμπάς χτυπάει τη μαμά, που δέρνει τον μεγάλο γιο, που κοπανάει τον μικρό, που κλωτσάει τον σκύλο, που ορμάει στη γάτα, που κυνηγάει τον ποντικό, που τρώει το τυράκι, που, το τυράκι , δεν έχει κανένα.  Κανείς, λοιπόν, δεν θέλει να είναι  το τυράκι. Για αυτό και ελεούν τον μέθυσο (αισθάνονται καλύτερα που  υπάρχουν κι άλλοι φτωχότεροι), για αυτό και τον κοροϊδεύουν (εξισορροπούν ψυχολογικά  την βία που υφίστανται από δυνατότερους  ασκώντας την  σε πιο αδύναμους).  Μόνο που εν αγνοία τους  το μόνο που καταφέρνουν είναι να διατηρούν, να ανακυκλώνουν  και να ενισχύουν την δυσώδη κατάσταση στην οποία ζουν. Γιατί όποιος ανέχεται τα κακά επειδή υπάρχουν τα χειρότερα, δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσει τα καλύτερα...
    Άλλωστε, κι  ίδιος ο Κωσταντής ( ο μέθυσος του ποιήματος) το ίδιο μπορεί να λέει... Να, ας πούμε, ο απένταρος μπεκρής στο τραγούδι του Γιώργου Μητσάκη "Το καπηλειό"  είναι ακόμα χειρότερα. Αυτός κάθεται σαν δαρμένο σκυλί έξω στα σκαλιά  του καπηλειοιύ, μες την παγωνιά , γιατί " είναι φτωχό το καπηλειό και βερεσέ δε δίνει". (Δες κι αυτό στο μεταξύ...)
Πάλι καλά να λέμε, λοιπόν, υπάρχουν και χειρότερα...  (Ουπς! Άρχισα να την πατάω κι εγώ;;;;)

Ο ίδιος πάντως ο Βάρναλης δεν ασκεί μόνο κριτική,  έχει και λύσεις: "Άϊντε θύμα, άϊντε ψώνιο, άϊντε σύμβολό αιώνιο, αν ξυπνήσεις μονομιάς θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς".
Και θα κλείσω με ένα τραγούδι που έγραψε κάποιο  λαϊκό, κατά κάποιο τρόπο,  παιδί του οποίου   δεν του θόλωσαν την οξυδέρκεια  τα λεφτά, οι γυναίκες, η επιτυχία και τα ναρκωτικά. Τα εναλλακτικά μέσα καταστολής δηλαδή.





Α. Χριστόπουλος, «Μεθύσι», «Αταραξία»  ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ Με το ποίημα του Κ. Βάρναλη 

"Πάλι μεθυσμένος είσαι" 

(Πρόκειται για τον Πρόλογο της ποιητικής συλλογής «Σκλάβοι Πολιορκημένοι») σελ. 481, ΚΝΛ Α΄ Τεύχος

 Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός. Kι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός μπρος στο κάθε τραπεζάκι. "Γεια σου, Kωνσταντή βαρβάτε"! ― Kαλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε; Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινεν ελιά. Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά. Kι αν σε πείραζε κανένας, - αχ, εκείνος ο Tριβέλας! - έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας. Xτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά... H ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Tάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Aχ, πού σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος! 

Ερώτηση: Να συσχετίσετε το ποίημα του Κ. Βάρναλη «Οι Μοιραίοι» με το «Πάλι μεθυσμένος είσαι» ως προς το περιεχόμενο και να εντοπίσετε τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσά τους. Μ. Μιχαηλίδης, Π. Πανουτσοπούλου, Α. Ραβδά d 83 c 


ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ 

1. Στη διεύθυνση αναζητήστε τη μελοποιημένη απόδοση του ποιήματος "Οι μοιραίοι" από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη http://www.youtube.com/watch?v=xGNUNqYSvRw 

2. Στη διεύθυνση http://www.esnips.com/doc/691eb996-8c2c4fc4-a8d8-39f344d9f360 απολαύστε τον ίδιο τον ποιητή Κ. Βάρναλη να διαβάζει τους μοιραίους. Αναλύσεις Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου Τttp://www.kee.gr/attachments/file/2452.pdf

Kώστας Βάρναλης: Πάλι µεθυσµένος είσαι (Κ.Ν.Λ. Γ΄ Λυκείου, σ. 35)

2. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ

2.1. Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραµµατολογικά στοιχεία: 

1. Πώς συνδέεται το συγκεκριµένο ποίηµα µε τον τίτλο της ποιητικής συλλογής Σκλάβοι Πολιορκηµένοι, της οποίας αποτελεί τον πρόλογο;

 2. Την εποχή που γράφτηκε το ποίηµα (1927, µετά τον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο), οι λογοτέχνες εξέφρασαν µε το έργο τους την απαισιοδοξία τους. Να επισηµάνετε τα στοιχεία εκείνα του ποιήµατος που εκφράζουν τη διάθεση αυτή. 

3. Η ποίηση του Βάρναλη διακρίνεται για τη µαχητικότητά της, τη σατιρική διάθεση και το σαρκασµό1 . Να σχολιάσετε την άποψη αυτή µε βάση το εξεταζόµενο ποίηµα. 

2.2. ∆οµή του κειµένου,

 επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης): 

1. Ποια είναι η λειτουργία των ερωτήσεων της τελευταίας στροφής;

 2. Ποιοι ρηµατικοί χρόνοι εναλλάσσονται στο ποίηµα και ποια η σηµασία τους2 ;

 3. Συµφωνείτε µε την άποψη ότι η γλώσσα του ποιήµατος θυµίζει καθηµερινό, προφορικό λόγο; Να σχολιάσετε την απάντησή σας. 

4. Ποια είναι η λειτουργία της χρήσης του β΄ ενικού προσώπου στο ποίηµα; 

5. Ποια πρόσωπα διαλέγονται, κατά τη γνώµη σας, στο ποίηµα. Ποιος “αφηγείται”; 1 Κ.Ν.Λ. Γ΄ Λυκείου, σ. 35.

 2 Ο ενεστώτας και ο παρατατικός δείχνουν τη διάρκεια και την επανάληψη δηλώνοντας πως όλ’ αυτά συµβαίνουν και σήµερα. 58 2.3. Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου: 

1. Ποια είναι, κατά τη γνώµη σας, η ψυχική κατάσταση και ο χαρακτήρας του Κωνσταντή, έτσι όπως εκφράζεται στο ποίηµα; 

2. Ποιο είναι το νόηµα της τελευταίας στροφής; 3. “Αχ, που ’σαι νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόµουν άλλος!”: Να σχολιάσετε το στίχο. 4. “Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά / Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου µεγάλος;”: Ποια στάση ζωής εκφράζεται µε τους παραπάνω στίχους; 

2.4. Σχολιασµός αδίδακτου λογοτεχνικού κειµένου: Κ. Βάρναλης: Οι µοιραίοι 

3 Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, µες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνου στρίγγλιζε η λατέρνα), όλη η παρέα πίναµε εψές, εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρµάκια.

 Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής ω! πόσο βάσανο µεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! Όσο κι ο νους αν τυραννιέται, άσπρην ηµέρα δε θυµιέται! Ήλιε και θάλασσα γαλάζια Και βάθος του άσωτου ουρανού ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάµπετε - σβήνετε µακριά µας χωρίς να µπείτε στην καρδιά µας! (απόσπασµα)

 Να συγκρίνετε τους Μοιραίους µε το εξεταζόµενο ποίηµα ως προς το περιεχόµενο και τον τρόπο που παρουσιάζεται η ανθρώπινη δυστυχία. 

 3 Η Ελληνική ποίηση, επιµ. Κ. Στεργιόπουλου, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1990, σ. 129. 59 60 Μ. Καραγάτσης: Τα χταποδάκια 

4 ... Ακούµπησε το στράτσο στον µπεζαχτά κι άρχισε ν’ αδειάζει το καραφάκι σε δυο νεροπότηρα, προσέχοντας φοβερά στη µοιρασιά, µήπως τυχόν και στάξει κόµπος στο ’να περισσότερο από τ’ άλλο. Αφού τέλειωσε τη δίκαιη αυτή κατανοµή, πήρε το πρώτο ποτήρι και το ήπιε, ήπιε και το δεύτερο, θαραπάηκαν το σωθικά του κι άρχισε µεγάλο λακριντί µε το µαγαζάτορα. Ένεκα όµως που η παρέα µας βρισκόταν καµπόσο µακριά, δεν έδωσε κανείς µας προσοχή, εξάλλου είχαµε δικές µας κουβέντες να πούµε, πολύ σοβαρές και διόλου ευτράπελες. Πες πως τον αλησµονήσαµε κι αυτόν, και τα σπασµένα µούτρα του, και το στράτσο και το µεθύσι του και το λακριντί του. Όταν, έξαφνα, κουβέντες σε ύφος έντονο τράβηξαν την προσοχή µας... (απόσπασµα) Να σχολιάσετε το περιβάλλον που αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασµα και να το συγκρίνετε µε αυτό του εξεταζόµενου κειµένου. 

3. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ 

1. Ποια φαίνεται να είναι στο ποίηµα η σχέση µεταξύ των θαµώνων της ταβέρνας; 2. Ποια φιλοσοφική ιδέα εκφράζεται στο ποίηµα; 3. Στην ποιητική σύνθεση «Οι σκλάβοι πολιορκηµένοι» απασχολεί τον Βάρναλη η ανθρώπινη µοίρα. Να βρείτε τα στοιχεία εκείνα που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη. 

Κώστας Βάρναλης - Πάλι μεθυσμένος είσαι
«Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!»

the absinthe drinker-1907
Το ποίημα που ακολουθεί είναι ο πρόλογος της ποιητικής συλλογής «Σκλάβοι πολιορκημένοι». Τιτλοφόρησε έτσι τη συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι» του είναι όλοι οι άνθρωποι που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.
Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς
μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»
«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»

Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.
Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.
Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-
ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.

Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.
Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;
Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!


Σκλάβοι πολιορκημένοι - Πρόλογος
Απαγγέλλει ο Κώστας Βάρναλης
«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τήν ἀρχή μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στό στίβο χωρίς  πάρα πολλά γυμνάσματα καί δοκιμές καί περιπλανήσεις στούς λειμῶνες 
τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρίς αὐτές  τίς πεισιθάνατες κραυγές ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τήν  ἀρχή ἀρσενική, λάσια, μιά βολίδα ποὔπεσε μές στά στεκούμενα νερά τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».


Κώστας Βάρναλης [Πάλι μεθυσμένος είσαι]

Το ποίημα που ακολουθεί είναι ο πρόλογος της ποιητικής συλλογής Σκλάβοι πολιορκημένοι. Τιτλοφόρησε έτσι τη συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Οι σκλάβοι πολιορκημένοι του είναι όλοι οι άνθρωποι που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»

- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-

έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

Ο Κώστας Βάρναλης συνθέτει ένα πικρό πορτρέτο του εαυτού του, στον οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο σαν να θέλει να αντικρίσει με αποστασιοποίηση την τραγική του κατάσταση, αλλά και για να μην περιορίσει την ιστορία του Κωνσταντή στα στενά όρια του προσωπικού βιώματος. Η κατάσταση, άλλωστε, του Κωνσταντή δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για την εποχή του (1927), όπως και για τις περιόδους που ακολούθησαν. Η παραίτηση, η μίζερη διαβίωση κι η φτώχεια συνοδεύουν -ατυχώς- τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Το ποίημα έχει συντεθεί με ποικιλία μέτρων και οι στίχοι του έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, μιας και πρόκειται για έργο της παραδοσιακής ποίησης.

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»

- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Η χρήση του επιρρήματος «πάλι» υποδηλώνει από την αρχή πως η κατάσταση μέθης αποτελεί κάτι το συνηθισμένο για τον ήρωα του ποιήματος. Αργά τη νύχτα κι ο Κωνσταντής είναι πάλι μεθυσμένος και γυρίζει από τραπέζι σε τραπέζι. Αν και τα γόνατά του τρέμουν από το μεθύσι, εκείνος κρατιέται στητός, διότι δεν θέλει να καταλάβουν οι γύρω του πόσο μεθυσμένος είναι. Μια εικόνα ηθικής και σωματικής εξαθλίωσης, που φανερώνει πως ο ήρωας του ποιήματος δεν έχει πια τη δυνατότητα να φροντίζει για τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειάς του.
Ο Κωνσταντής -ο ίδιος ο ποιητής δηλαδή- πηγαίνει και στέκει μπροστά από κάθε τραπεζάκι, προσδοκώντας κάποιο κέρασμα και ανεχόμενος για χάρη του κεράσματος αυτού τα πειράγματα των θαμώνων. Ενδεικτική ως προς αυτό η προσφώνηση που του επιφυλάσσουν: «Γεια σου, Κωνσταντή, βαρβάτε!». Το επίθετο βαρβάτος, που σημαίνει εκείνος που είναι πολύ αρρενωπός και πολύ δυνατός, λειτουργεί ως σαρκαστικό σχόλιο για τον ήρωα που μετά βίας κατορθώνει να συγκρατήσει όρθιο το κορμί του, αφού η μέθη καθιστά το βήμα του ασταθές.
Ο ήρωας του ποιήματος δέχεται το καλοκάγαθο αυτό πείραγμα με ύφος δουλικό, προσφωνώντας τους θαμώνες «αφεντικά» και ρωτώντας τους πως περνούν. Δηλώνει, έτσι, πως έχει επίγνωση ότι βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση από εκείνους, αφού επί της ουσίας βρίσκεται μπροστά τους για να ζητιανέψει λίγο κρασί, αλλά και για να επισημάνει πως εκείνοι έχουν τη δυνατότητα να τρώνε και να πίνουν έχοντας τα αναγκαία χρήματα για να πληρώσουν το λογαριασμό, σε αντίθεση με εκείνον.

Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.

Οι πελάτες των καπηλειών, οι πελάτες στις ταβέρνες, τηρούν μια γενναιόδωρη στάση απέναντι στον μέθυσο Κωνσταντή και τον κερνούν ο καθένας κι από κάτι, προσφέροντάς του και κρασί, μα και κάτι να φάει. Μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται σε κάθε ταβέρνα, μέχρι ο ήρωας να περάσει από όλες τις ταβέρνες της γειτονιάς.
Το γεγονός, βέβαια, ότι οι πελάτες ενδίδουν στην έμμεση επαιτεία του Κωνσταντή υποδηλώνει πως τον γνωρίζουν πια καιρό και πως ξέρουν για ποιο λόγο εμφανίζεται μπροστά τους. Πρόκειται, δηλαδή, για μια παγιωμένη κατάσταση.

Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-

έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Ωστόσο, δεν είναι κατ’ ανάγκη όλοι οι πελάτες στις ταβέρνες απόλυτα αγαθοί απέναντι στον μέθυσο Κωνσταντή. Υπάρχουν και ορισμένοι που τον πειράζουν, όπως εκείνος ο Τριβέλας∙ όνομα, προφανώς, πλαστό, που παραπέμπει στο τριβέλι (τρυπάνι) και στη μεταφορική σημασία του ρήματος τριβελίζω: βασανίζω, ταλαιπωρώ. Ο ποιητής με το όνομα Τριβέλας, θέλει να υποδηλώσει πως πάντοτε υπάρχει κάποιος που βρίσκει ευκαιρία να βασανίσει τον αδύναμο Κωνσταντή και να γελάσει εις βάρος του. Ο Κωνσταντής, ούτως ή άλλως, αποτελεί εύκολο θύμα απέναντι στα πειράγματα των καλοθελητών, αφού η κατάστασή του είναι απελπιστική.
Ο ήρωας, πάντως, γνωρίζοντας πως δεν μπορεί επί της ουσίας να απαντήσει στα πειράγματα αυτά, έστω κι να τον πληγώνουν, κάνει πως δεν τα αντιλαμβάνεται και χαμογελά με γλυκό τρόπο σε όλους. Ο Κωνσταντής υποτάσσεται στη χαιρεκακία των άλλων και δεν αντιδρά, διότι γνωρίζει πως, ως ένα μεγάλο βαθμό, αποτελεί δική του επιλογή το να στέκεται απέναντί τους και να περιμένει από αυτούς το κέρασμα. Αν είχε την απαραίτητη οικονομική άνεση, δεν θα περίμενε από τους άλλους να του προσφέρουν κρασί, κι αν είχε τον αναγκαίο αυτοσεβασμό δεν θα έφτανε στο σημείο να ζει κατ’ αυτό τον παρασιτικό τρόπο.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.

Το στοιχείο που καθιστά ακόμη τραγικότερη την κατάσταση του Κωνσταντή, και όλων των ανθρώπων που βιώνουν κάτι αντίστοιχο, είναι πως δεν πρόκειται για κάτι το προσωρινό∙ δεν αποτελεί μια παροδική φάση στη ζωή του, αλλά μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση, η οποία ολοένα και επιδεινώνεται. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ποιητής, τα ίδια έγιναν χτες, τα ίδια και σήμερα, κι αυτό γίνεται ήδη από χρόνια πριν και αναπόφευκτα θα συνεχίσει να γίνεται και χρόνια μετά.
Ο Κωνσταντής αφήνεται κάθε μέρα και περισσότερο στην εξαθλίωση αυτή, γεγονός που προδίδει συναισθηματική εγκατάλειψη και πλήρη απουσία θέλησης για διαφυγή από αυτό τον φαύλο κύκλο ολέθριας διαβίωσης. Ο ήρωας μοιάζει να έχει βολευτεί σ’ αυτόν τον μίζερο και καταστροφικό τρόπο ζωής, που βασίζεται στην ελεημοσύνη των άλλων και στην πρόσκαιρη λήθη που προσφέρει το καθημερινό μεθύσι.

Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

Ο ποιητής επιχειρεί μια μερική διερεύνηση των λόγων που έχουν οδηγήσει τον Κωνσταντή σε αυτή την απελπιστική κατάσταση, προβάλλοντας ως πρώτη πιθανότητα το ενδεχόμενο να μην έχει την αναγκαία θέληση. Είναι πιθανό, δηλαδή, ο ήρωας να μην έχει αρκετή δύναμη χαρακτήρα και αρκετή αποφασιστικότητα, ώστε να καταπολεμήσει την επιθυμία του για αλκοόλ και να αφήσει τα καταστροφικά γι’ αυτόν ξενύχτια και μεθύσια. Ίσως ο ήρωας δεν έχει αρκετή θέληση για να αντιπαλέψει τις αντίξοες συνθήκες της εποχής του που του έχουν στερήσει τις κατάλληλες ευκαιρίες για να αποκτήσει μια καλύτερη ζωή. Ίσως, όμως, ο Κωνσταντής να βασανίζεται από κάποιον μεγάλο εσωτερικό πόνο που αποδυναμώνει μέσα του κάθε άλλη προσωπική δύναμη και θέληση. Το ενδεχόμενο να υπάρχει κάτι που προκαλεί μεγάλο πόνο στον ήρωα είναι το δεύτερο που διερευνά ο ποιητής, μη δίνοντας ωστόσο επαρκή στοιχεία ώστε να είναι εφικτό να αντιληφθούμε πραγματικά τι έχει ωθήσει τον ήρωα σε αυτή την κατάντια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ρητορικό ερώτημα του καταληκτικού στίχου, το οποίο φανερώνει πως ο Κωνσταντής δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ποιητή. Η κατάληξη του ρήματος «γινόμουν» καθιστά εύλογη την ταύτιση αυτή και δίνει μια ιδιαίτερη διάσταση στο συγκεκριμένο ποίημα, το οποίο γίνεται αίφνης πολύ πιο προσωπικό και απρόσμενα αποκαλυπτικό για τη ζωή του ποιητή.
Όπως γίνεται σαφές από τον στίχο αυτό, όταν ο ποιητής ήταν νέος είχε πολλές προσδοκίες και ελπίδες για την κατάκτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Είχε, δηλαδή, όλες εκείνες τις θετικές προοπτικές, που δημιουργούσαν τη βεβαιότητα ότι θα πετύχαινε κάτι το αξιοσημείωτο και θα αποκτούσε μια καλή ζωή. Η πραγματικότητα, εντούτοις, όπως αποδίδεται στο υπόλοιπο ποίημα, αποκαλύπτει μια τραγική διάψευση όλων αυτών των προσδοκιών. Ο ποιητής όχι μόνο δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό του μια καλή ζωή, αλλά έχει γίνει ο περίγελος των θαμώνων στα καπηλεία της γειτονιάς του.
Αξίζει να προσεχθεί πως ο ποιητής παρουσιάζει ως πιθανούς λόγους για τον ξεπεσμό του αυτό στοιχεία που σχετίζονται με τον ίδιο και την προσωπικότητά του και δεν αναφέρεται στις δυσμενείς συνθήκες της εποχής του. Το γεγονός αυτό φανερώνει μια ενοχική διάθεση του ποιητή και μια πεποίθηση πως η ευθύνη βαρύνει κυρίως τον ίδιο, αφού, πιθανώς, και παρά τις δυσκολίες της εποχής, αν το είχε θελήσει αρκετά, θα μπορούσε να έχει πετύχει πολύ περισσότερα πράγματα στη ζωή του.

Ερωτήσεις:

1. Μέσα σε ποιο περιβάλλον τοποθετείται το ποίημα;

Ο ποιητής αποφεύγει να δώσει συγκεκριμένους τοπικούς και χρονολογικούς προσδιορισμούς, επιλέγοντας να σκιαγραφήσει ασαφώς ένα περιβάλλον που μοιάζει με κάθε γειτονιά μιας οποιαδήποτε ελληνικής πόλης. Έτσι, τα μόνα σαφή στοιχεία που εντοπίζουμε είναι πως ο ήρωας περιφέρεται, αργά τη νύχτα, από ταβέρνα σε ταβέρνα μιας συγκεκριμένης γειτονιάς και πίνει το κρασί που τον κερνούν οι εκεί θαμώνες.
Θα πρέπει, πάντως, να τονιστεί πως εφόσον γίνεται λόγος για καπηλειά, για ταβέρνες δηλαδή, η γειτονιά στην οποία περιφέρεται ο ήρωας είναι φτωχική και πως όλοι οι άνθρωποι που συναντά ανήκουν στην εργατική τάξη. Τα κεράσματά τους, άλλωστε, είναι φτωχικά και ο τρόπος που αστειεύονται με τον μεθυσμένο ήρωα δείχνει πως πρόκειται για απλούς, λαϊκούς ανθρώπους.   

2. Να σχολιάσετε τους τέσσερις τελευταίους στίχους.
[Δείτε το σχολιασμό του ποιήματος.]

3. Να συσχετίσετε το ποίημα με το ποίημα του Βάρναλη Οι μοιραίοι. Ποιες ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα τους;

Τα δύο ποιήματα έχουν αρκετές ομοιότητες, καθώς παρουσιάζουν παρόμοια περιβάλλοντα και ανθρώπους ίδιας περίπου κατάστασης με αυτή του Κωνσταντή. Καταγράφεται, δηλαδή, και στα δύο ποιήματα η ζωή ανθρώπων που ξενυχτούν στις ταβέρνες∙ ανθρώπων που μεθούν συστηματικά, για να βρουν πρόσκαιρη λησμονιά στα προβλήματά τους. Όπως και ο Κωνσταντής, έτσι και οι «μοιραίοι» είναι άνθρωποι της εργατικής τάξης που εμφανίζονται να έχουν παραιτηθεί απέναντι στις δυσκολίες της ζωής. Αδύναμοι να διαχειριστούν τα προβλήματά τους και να πετύχουν κάτι καλύτερο, αφήνονται στη μοιρολατρία και αναζητούν τα πιθανά αίτια για τον ξεπεσμό τους αυτό.
Εμφανής είναι η διάθεση του ποιητή και στα δύο ποιήματα να στηλιτεύσει την τάση των ανθρώπων να εγκαταλείπουν την προσπάθεια και να επιτρέπουν στα προβλήματα της ζωής να τους ρίχνουν στην εξαθλίωση.


                                                         https://tovivlio.net/%CE%B4%CE%BF%CE%BA%CE%AF%CE%BC%CE%B9%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B9/                                            

ανάλυση της ανθρώπινης μειονεξίας

Η πραγμάτευση της ανθρώπινης μειονεξίας είναι κοινή αφόρμηση στην ποίηση, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο λόγος επιδίδεται στην εσωτερική αναζήτηση του βάθους και των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Κάποτε βέβαια η ενδοσκόπηση ταυτίζεται με την απόπειρα αυτοσυνειδησίας και απολήγει δυσχερής, ώστε προκαλεί με τον αυτοέλεγχο τον αυτοϋποβιβασμό, την επίγνωση της ανεπάρκειας, ακόμα και την αυτοαναίρεση.

Το κλίμα της αυτοκριτικής που αγγίζει τα όρια της αυτοαναίρεσης είναι σαφές στο ποίημα «πάλι μεθυσμένος είσαι» του Κώστα Βάρναλη. Το κεντρικό πρόσωπο νιώθει μέσα στις τύψεις ταπεινωμένος από τη ζωή του, βαθιά απογοητευμένος από τον εαυτό του.

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς

μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.

«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»

«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»

Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.

Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.

Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας – ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-

ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.

Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά…

Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.

Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;

Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!

Η εξάρτηση από το αλκοόλ υποκινεί τη διαδικασία αυτοελέγχου μέσα από τον ευθύ λόγο και τις ρητορικές ερωτήσεις, δηλωτικές των ψυχολογικών παραμέτρων («τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;»). Μιλά αυτός που δεν μπορεί να περιορίσει την κακή συνήθεια, ξενυχτώντας τα βράδια, μεθώντας, τριγυρίζοντας ανάμεσα στα τραπέζια στις ταβέρνες. Σε β ενικό πρόσωπο κατατίθεται η δυσαρέσκεια για τις επιλογές του, εφόσον πασχίζει να κρύψει την κατάσταση μέθης του. Η αιδώς του, που αποδίδεται με υποθετικό λόγο του πραγματικού στο παρελθόν («κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς»), οφείλεται στο ότι τον περιπαίζουν, ώστε προσπαθεί να κρυφτεί. Η οριοθέτηση του χώρου εφαρμόζεται με έμφαση στα ονοματικά σύνολα συνοπτικά («μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι», «ποτήρι», «ἐλιά», «τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά»), επαναλήψεις («σοὔδινε»), λαϊκές μεταφορές («πέρασες γραμμὴ», «ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες»).

Στον παρελθόν της νεότητάς του ο αφηγητής είχε φιλοδοξίες, όνειρα να οικοδομήσει μια άξια ζωή. Ωστόσο δεν πέτυχε τους ευγενείς στόχους και οδηγήθηκε στην ηθική πτώση. Με την πάροδο του χρόνου ο εθισμός στο αλκοόλ σταθεροποιήθηκε, χωρίς ελπίδα διαφυγής μελλοντικά. Βυθίζεται στη δυστυχία, χωρίς διέξοδο.

Συγχρόνως εξηγείται η κατάσταση του ανθρώπου που έχει μειωμένες αντιστάσεις, χωρίς ισχυρή βούληση να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες, να απεξαρτηθεί. Ενδεχομένως και ο αυξημένος πόνος, τα βάσανα και η εσωτερική ανησυχία, που δεν αναλώνεται σε κάποιο δημιουργικό εγχείρημα, διαιωνίζει το ψυχικό τέλμα («ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ»). Επίσης σημειώνεται ότι ενδεχομένως στη νεότητά του κάποια ανατροπή να προκάλεσε την κατάντια του, χωρίς να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά. Με δεδομένο το αυτοβιογραφικό στοιχείο, αντιλαμβάνεται κανείς ότι πηγές του εθισμού των ατόμων που έφτασαν στην ολοκληρωτική κατάπτωση θεωρούνται η κακοδαιμονία, οι πόλεμοι, κακουχίες, η φτώχια, αδικία, πολιτική κρίση.

Επιπλέον είναι σαφής ο σαρκασμός και προς τους άλλους για τον ξεπεσμό των αξιών και την υποκρισία. Με οπλισμό την κριτική αποτίμηση του κοινωνικού ιστού και μια ρεαλιστική οπτική, απορρίπτει την ωραιοποίηση των πραγμάτων. Η δημοτική γλώσσα, πλησίον της προφορικής ομιλίας, ενισχύει το ρεαλιστικό ύφος, μολονότι έχει έμμετρη μορφή[1].

Ενδεικτικά η προσφώνηση, οι ερωτήσεις και απαντήσεις συνιστούν την τεχνική γραφής ζωντανών παραστάσεων με λαϊκότροπο στιλ («-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»/«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»). Η περιγραφή της κίνησης στο χώρο εκφράζει με λιτότητα τις συνθήκες. Αναδρομικά στη διάρκεια της νύχτας («δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός») και με χρονική επιτάχυνση («χρόνος μπρός, χρόνια μετά») σηματοδοτούνται η απελπισία, το έρεβος, η εξαθλίωση. Το κλίμα της μονοτονίας υπογραμμίζεται με επιρρηματικές εκφράσεις («πάλι», «γραμμή», «χτες», «σήμερα», «ίδια κι όμοια») και τον παρατατικό της διάρκειας στο παρελθόν («τρέμαν», «ἐκρατιόσουνα», «δὲν ἔνιωθες», «ἐγλυκογέλας»). Το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής «Σκλάβοι πολιορκημένοι», όπου ανήκει το κείμενο, αναδεικνύει και την προσωπική περιπέτεια του γράφοντος, της υποτίμησης της αξίας του, των διώξεων που υπέστη. Ωστόσο ποτέ ο Βάρναλης δε μορφοποίησε την ηττοπάθεια, την παραίτηση, αλλά κατήγγειλε την ιδεολογική έκπτωση της εποχής του, απομυθοποίησε ιδανικές συγκυρίες ως πνευματικός άνθρωπος, διαφώτισε και ενδυνάμωσε με την πένα του τις συνειδήσεις.

Μια ανάγκη αυτεπίγνωσης εξυφαίνεται και στο απόσπασμα (στ.102-134) από τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου με επίμονη επαναφορά στην ατμόσφαιρα του σπιτιού («τούτο το σπίτι») που αισθητοποιεί το ψυχικό κενό.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.102

Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.

Πρέπει πάντα να προσέχεις,

να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ 105

να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι

να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες

να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου

να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.

Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.110

Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.

Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του

να ζει απ’ τους νεκρούς του115
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του

και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,

είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,120

κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,

κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.

Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα,

– ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –

κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,125

πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,

διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,

το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή

παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.

Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο

σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;130

όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω; – Βλέπεις;

έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,

αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.134

Στην αφήγηση τη γηραιάς κυρίας σκιαγραφείται το σπίτι, όπου είναι κλεισμένη πεισματικά, προσωποποιημένο να μην ανέχεται την παρουσία της ούτε η ίδια να το υπομένει («δε με σηκώνει»/ «δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου»). Δεσπόζει η αυτοαναφορικότητα στην ομιλία της με αποδέκτη το νεαρό σιωπηλό άντρα με τη χρήση β ενικού προσώπου, την ανακύκλωση ρηματικών τύπων («να προσέχεις», «να στεριώνεις», «μην πέσουν, μην πέσεις») ή συνώνυμων («να βάζεις τον ώμο σου»). Τα συγκεκριμένα ουσιαστικά («τον τοίχο», «το μεγάλο μπουφέ», «το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι», «το τραπέζι», «τις καρέκλες», «το δοκάρι», «το πιάνο») οικοδομούν την εικόνα της κατάρρευσης του εσωτερικού της οικίας που αντιστοιχεί στην καταρράκωση της γυναίκας.

Η δεοντολογία («πρέπει») έχει αντίκτυπο στις αναγκαίες επιλογές της, αλλά και στην καθολική λογική της επιβίωσης στον εσωτερικό χώρο. Η διαλογική χροιά προσδίδει μια εσωτερικότητα, πράγμα καθόλου αντιφατικό, διότι πουθενά δεν κατανοείται η ξεχωριστή προσωπικότητα του άντρα παρά μόνο στο βασικό προτρεπτικό κλισέ («άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου»). Ο λυρισμός εξαρτάται από τις μεταφορικές διατυπώσεις («το δοκάρι που κρέμασε»). Η παρομοίωση εισάγει στο θέμα του θανάτου με αφετηρία τη φθορά και απόληξη την αναμονή του τελειωτικού χάσματος («σα μαύρο φέρετρο»). Η ψυχική διάθεση καταλυτική προβάλλεται με το φόβο των εθών της καθημερινότητας («δεν τολμάς») και το υπαρξιακό δείγμα («δεν αντέχω»). Άλλωστε η συμβίωση με τους νεκρούς φαίνεται επιβεβλημένη από τη θανατερή ατμόσφαιρα του σπιτιού («δεν εννοεί να πεθάνει», «να ζει με τους νεκρούς του», «βεβαιότητα του θανάτου του») εντοπισμένη στα πράγματα («σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια»).

Πολύ παραστατικό νυχτερινό στιγμιότυπο η κίνηση της γυναίκας («όσο σιγά κι αν περπατήσω») γίνεται έναυσμα ενδοσκόπησης καταρχήν μέσα από την αντίθεση ήχος-μη ήχος («είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη»)· το βάδισμα στους χώρους του οίκου δεν αποτρέπει το άκουσμα θορύβων άγνωστης προέλευσης («ένα τζάμι», «κάποιος καθρέφτης,/κάποια βήματα»). Η επιλογή ρημάτων επιτείνει την αγωνία για την έκβαση της ηχητικής αναζήτησης («θα τρίξει», «ραγίζει») που πιθανόν δεν έχει αντίκτυπο στον εξωτερικό χώρο («στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται»).

Η ορμή της συνείδησης περατώνεται με την προσωποποίηση της μετανόησης για τις ανεπίστροφες επιλογές της («ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα»). Διπλή και η σημασία του καθρέφτη που αφενός ραγισμένος θεωρείται σημάδι κακοτυχίας για τις λαϊκές δοξασίες («κάποιος καθρέφτης (ραγίζει)»), αφετέρου γίνεται σύμβολο της αυτοαναγνώρισης («αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη»). Το «πρόσωπο» επαναλαμβάνεται με επιθετικούς προσδιορισμούς που δηλώνουν αντιθέσεις του χαρακτήρα της γυναίκας («πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο», «καθάριο κι αδιαίρετο»). Μέσω της ανάληψης ομολογεί ότι πάσχιζε να επιτύχει την ηθική τελείωση άλλοτε («που άλλο δε ζήτησες στη ζωή»).

Ωστόσο η αυτοκαταστροφικότητα, έστω και ως πρόθεση, παρελαύνει σταδιακά με φράσεις αλληγορικές, φερ’ ειπείν παρατίθεται η λαϊκή μεταφορά («τα χείλη του ποτηριού»), η παρομοίωση («σαν κυκλικό ξυράφι»). Το επαναλαμβανόμενο ερώτημα εις εαυτόν («πώς να το φέρω στα χείλη μου;/πώς να το φέρω;») αποδεικνύει τη διάθεση να αποφύγει τον ηθελημένο θάνατο. Κατόπιν επεξηγεί τις λεκτικές συνήθειές της στον νέο, πράγμα που συνάπτεται με τη λογοτεχνική της ιδιότητα («βλέπεις;/έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις») και κατ’ επέκταση είναι αντίδοτο στο θάνατο («με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω»), επισφραγίζοντας τη συνέχεια της ζωής.

Μια προσέγγιση της αυτοαναίρεσης στα πλαίσια του αλληγορικού ρεαλισμού σηματοδοτείται στο κείμενο του Κωνσταντίνου Ποζουκίδη, «Και τώρα χαμογελάμε».

Με πρωτοστάτες τα ίδια μου τα χέρια

Που δέχτηκαν την εκτέλεση σαν αυτοκτονία

Προσπαθούσα να πλάσω

Συμβολικά

Τα πεσμένα μου μάγουλα

Αναζητώντας την εύκολη λύση σε χημικά παραισθησιο-

γόνα

Και ληγμένα δακρυγόνα

Που μάτωναν αυθόρμητα τη μύτη

Με φάτσα τόσο ξύλινη

Όσο και το χαρτί

Κι άσπρη σαν πυρετός

Προσπαθούσα

Έστω και ψεύτικα

Και ζωγραφιστά

Με την αθωότητα του αυτιστικού

Και τη στημένη μουσική

Μιας άφωνης TV

Ώσπου δεν άντεξαν

Τα ίδια μου τα χέρια

Με έπιασαν

Με έδεσαν

Και μου χάραξαν τα χείλια

Στο ύψος του αυτιού

Χαϊδεύοντάς με σαδιστικά

-Χαμογέλα τώρα ρε μαλάκα

Χαμογέλα

Μάλιστα δεσπόζει το μοτίβο της ανάγκης ανάληψης ρόλων προφανώς στο κλίμα της κοινωνικής σύμβασης που υποβόσκει πίσω από την περιγραφή της ανοικοδόμησης εαυτού. Στο παράδοξο σκηνικό του χειρισμού του θανάτου του ο αφηγητής ξετυλίγει το εγχείρημα να τοποθετήσει το σώμα σε «ζωντανή» στάση, αρτιμελές.

Παρασιωπούνται οι συνθήκες θανάτου, εμπλέκεται η «εκτέλεση» με την «αυτοκτονία», ως πράξη αποδεκτή από τη συνείδηση που συμβολίζεται με τα χέρια («πρωτοστάτες τα ίδια μου τα χέρια»/«δέχτηκαν») χωρίς συναισθηματική φόρτιση. Αναδεικνύεται το προσωπικό στοιχείο με τη χρήση πρωτοπρόσωπης αφήγησης με την προσωπική και την επαναληπτική αντωνυμία («τα ίδια μου τα χέρια»), ώστε καθορίζεται η επέμβαση των χεριών στη διαδικασία ανάπλασης μετά θάνατον. Η αμφισημία σχετίζεται με τη χρήση «παραισθησιογόνων» και «δακρυγόνων» ως αίτιο κατάρρευσης ή για επανόρθωση.

Το σατιρικό σχήμα εξασφαλίζεται με το χιαστό («χημικά», «παραισθησιογόνα»-«ληγμένα», «δακρυγόνα») και το ονοματικό μέρος («εύκολη λύση») που εισάγει στην τακτική αναζωογόνησης. Η επικέντρωση στο πρόσωπο τεκμηριώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια το θανατερό «λευκό», το πλαστό με παρομοιώσεις∙ συγκρίνεται η ανέκφραστη φάτσα με το χαρτί («τόσο ξύλινη/όσο και το χαρτί») και η λευκότητα με τον πυρετό («άσπρη σαν πυρετός»). Η καλυμμένη ωμότητα διανθίζεται από την χρωματική αντίθεση κόκκινο-λευκό («μάτωναν»-«άσπρη»), τη φυσική φθορά («μάτωναν αυθόρμητα τη μύτη») και παρακάτω («μου χάραξαν τα χείλια/στο ύψος του αυτιού») με πυρήνα τα μέρη του προσώπου εκδηλώνεται ο συμφυρμός θύτη και θύματος.

Η διεργασία συνίσταται στη σμίλευση των παρειών («τα πεσμένα μου μάγουλα») με επαναφορά της σημασίας της απόπειρας εξακολουθητικά («προσπαθούσα»). Μάλιστα πραγματοποιείται κατά προσέγγιση («συμβολικά»), πλασματικά («ψεύτικα»), επίπλαστα («ζωγραφιστά»), με αποστροφή («χαϊδεύοντάς με σαδιστικά»). Καταλήγει σε μια διεξοδική αφήγηση («με την αθωότητα….TV») της συνεχόμενης πράξης («προσπαθούσα») με έντονο το ειρωνικό ύφος προς εαυτόν που εν τέλει δεν αναβιώνει. Έσχατο είναι το στάδιο της συναρμολόγησης λοιπόν («ώσπου») στιγμιαίας έκτασης («με έπιασαν/με έδεσαν/μου χάραξαν») με τα χέρια που εμψυχώνονται («δεν άντεξαν») σε ευθύ λόγο. Αποκορύφωση του αυτοσαρκασμού είναι ο τελευταίος στίχος, στον οποίο επιβάλλεται το χαμόγελο λόγω αδυναμίας της επανάκτησης εαυτού («χαμογέλα τώρα ρε μαλάκα»).

Η πραγμάτευση του θέματος της αναζήτησης του πραγματικού εαυτού που κρύβουμε μέσα μας εντοπίζεται στο ποίημα «ο άγνωστος» του Κώστα Στεργιόπουλου.

Στα σκοτεινά έγκατά μας

κατοικεί κάποιος που το κλειδί κρατάει της ύπαρξής μας,

χαμένος πάντα, μοναχός κι ανεξιχνίαστος,

με μνήμη πιο παλιά απ’ τον κόσμο, φορτωμένος

με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις μας.

Θλιμμένος περιπαιχτικός ή και χαρούμενος,

αόρατος μας κυβερνά·

δέχεται απ’ έξω τον αντίχτυπο

και δίνει την απάντηση.

Τα παρελθόντα μάς θυμίζει

και τα μέλλοντα μας προμυνά.

Κάποτε, ωστόσο, μας αφήνει ανυποψίαστους.

Κι εκεί που ανίδεοι σχεδιάζουμε νέες εξορμήσεις,

εκείνος γέρνει πια κατάκοπος, έχει νυστάξει

κι είν’ έτοιμος ν’ αποδημήσει, αδιαφορώντας

για τα δικά μας τα εφήμερα επίγεια σχέδια.

Η διαδικασία ανακάλυψης του εαυτού διδάσκει ότι αυτός δεν είναι πασιφανής, αλλά κατοικεί στα «σκοτεινά έγκατα» όπου κρατά το νήμα της αφετηρίας της ζωής («το κλειδί της ύπαρξής μας»). Τα επίθετα, επιθετικές μετοχές του προσδίδουν ιδιότητες («χαμένος», «μοναχός», «ανεξιχνίαστος», «φορτωμένος»), όμως βαραίνει περισσότερο το υποσυνείδητο.

Η σημασία της μνήμης, πέραν της προσωπικής εμπειρίας, τονίζει το μεταφυσικό («μνήμη πιο παλιά απ’ τον κόσμο»), ενώ γίνεται φορέας των τύψεων και των κακουχιών που δοκίμασε η ανθρωπότητα, κοινά για όλες τις συνειδήσεις («με τις πληγές μας όλες και τις τύψεις μας»). Ενίοτε απογοητευμένος ή περιπαιχτικός ή ευδοκιμήσας, εντούτοις πάντοτε αφανέρωτος («θλιμμένος περιπαιχτικός ή και χαρούμενος,/αόρατος») κυριαρχεί από τα βάθη. Αφομοιώνει τα εξωτερικά ερεθίσματα, ανταποκρινόμενος στις προκλήσεις του περιβάλλοντος και αντιδρά όπου απαιτείται («απ’ έξω τον αντίχτυπο», «δίνει την απάντηση»). Υπενθυμίζει παρωχημένες εποχές («τα παρελθόντα») με αντίκρισμα και στις μελλοντικές («τα μέλλοντα μας προμυνά»).

Καταπονείται αδιάλειπτα, ακάματος, μέχρι (ενδεικτική η αντίθεση) να ταλαιπωρηθεί πλειστάκις, να αναπαυτεί και να μας εγκαταλείψει («μας αφήνει ανυποψίαστους») σε άχρονο επίπεδο («κάποτε»). Τα ανθρώπινα όνειρα, οι στόχοι, οι επιδιώξεις («εφήμερα επίγεια σχέδια») βρίσκονται στον αντίποδα της ευχέρειάς του να αποδημήσει στο διηνεκές (όλη η μεθόδευση του λόγου στηρίζεται στην προσωποποίηση).

Στο ποίημα παρατηρείται εδραία στοχαστική ακολουθία, με φιλοσοφική προοπτική. Ορατός ο φαινομενικός, ο εξωτερικός, ο υλικός, εκτατός εαυτός μας διεκπεραιώνει τις διαπροσωπικές δοσοληψίες, τον εργασιακό ρόλο, την κοινωνική δράση μας. Η αφήγηση διαπιστώνει ότι μέσα στον άνθρωπο, στη ρίζα του «εγώ», εδρεύει κάποιος άλλος, άυλος και μυστηριώδης, ανεξιχνίαστος, ομιχλώδης που χειρίζεται την ουσία της οντότητας ανεπαίσθητα («μας αφήνει ανυποψίαστους»)· αυτό είναι και το περιεχόμενο του τίτλου του ποιήματος. Στην ανάλυση αυτή υπάρχει επιρροή από την ψυχολογία του βάθους, την ψυχανάλυση, τη μεταφυσική φιλοσοφία (οντολογία). Με το α πληθυντικό πρόσωπο («μας κυβερνά», «μάς θυμίζει», «σχεδιάζουμε») εναγκαλίζεται ο ποιητής τις εκδοχές της ανεπάρκειας της θνητότητας («ανυποψίαστους», «ανίδεοι»).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

٠Στεργιόπουλος, Κ. 1988. Τα ποιήματα 1944-1965. Αθήνα: Νεφέλη

٠Ποζουκίδης, Κ. 2009. Αυτόχειρες σκορπιοί. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν

٠Βάρναλης, Κ. 2014. Άπαντα τα ποιητικά 1904-1975. Αθήνα: Κέδρος

٠Ρίτσος, Γ. 1997. Η σονάτα του σεληνόφωτος. Αθήνα: Κέδρος

[1] χρησιμοποιείται τροχαϊκός δεκαπεντασύλλαβος παροξύτονος στους δύο πρώτους στίχους και στον τρίτο οξύτονος-στον τέταρτο στίχο υπάρχει ιαμβικός ρυθμός

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δ΄ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 31 ΜΑΪΟΥ 2000 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ – ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α΄. ΚΕΙΜΕΝΟ Κώστας Βάρναλης [ Πάλι μεθυσμένος είσαι] Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός. Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός μπρος στο κάθε τραπεζάκι. -«Γεια σου, Κωσταντή βαρβάτε!» - Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε ; Ένας σου ΄δινε ποτήρι κι άλλος σου ΄δινεν ελιά. Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά. Κι αν σε πείραζε κανένας - αχ, εκείνος ο Τριβέλας! - έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας. Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά ... Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Αχ, πού ΄σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος! Β΄. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1. Πώς συνδέεται το περιεχόμενο του ποιήματος με τον τίτλο της συλλογής Σκλάβοι πολιορκημένοι, της οποίας αποτελεί τον πρόλογο ; Μονάδες 15 2.α. Να εντοπίσετε τα δύο μέρη στα οποία χωρίζεται το ποίημα και να αποδώσετε με έναν τίτλο το περιεχόμενο του καθενός. β. Με ποιους τρόπους εκφράζεται η αίσθηση της μονότονης επανάληψης που είναι φανερή στο ποίημα; Μονάδες 20 3.α. Να εντοπίσετε χαρακτηριστικά του ύφους του Βάρναλη στο συγκεκριμένο ποίημα. β. «- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε ;» «Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;» Ποιος ρωτάει σε κάθε περίπτωση και ποιο το νόημα των παραπάνω ερωτήσεων; Μονάδες 20 4. «Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά ... Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά. Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος; Αχ, πού ΄σαι, νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!» Το ποίημα, στο οποίο ανήκουν οι στίχοι, γράφτηκε το 1927. Πιστεύετε ότι οι συγκεκριμένοι στίχοι έχουν διαχρονική αξία; Μονάδες 25 5. Να γράψετε ποια κοινά στοιχεία υπάρχουν στο ποίημα που σας δόθηκε και στο ποίημα που ακολουθεί ως προς το περιβάλλον, όπου τοποθετείται η δράση, και ως προς τον προβληματισμό που διατυπώνει ο ποιητής. Μονάδες 20 Κ. Βάρναλης : «Οι μοιραίοι» Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές (απάνου στρίγγλιζε η λατέρνα), όλη η παρέα πίναμε εψές. εψές, σαν όλα τα βραδάκια, να πάνε κάτου τα φαρμάκια. Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο και κάπου εφτυούσε καταγής ω! πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής! ΄Οσο κι ο νους να τυραννιέται, άσπρην ημέρα δε θυμιέται! Ήλιε και θάλασσα γαλάζια και βάθος του άσωτου ουρανού ω! της αυγής κροκάτη γάζα, γαρούφαλα του δειλινού, λάμπετε - σβήνετε μακριά μας χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας! 

              Πάλι μεθυσμένος είσαι




«Η ποίηση τοῦ Βάρναλη δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ 



ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ" (Μενέλαος Λουντέμης).




ΑΝΑΛΥΣΗ: http://www.scribd.com/full/47961119?access_key=key-d335c6gvkv1xuzjjdbx
INFO: http://www.kee.gr/attachments/file/2452.pdf
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm