Η τέχνη ως μνήμα και μνήμη: Ο τάφος ως σύμβολο ζωής στην ποίηση του Κωστή Παλαμά
Γράφει η Μαρία – Ευτυχία Τσαγανά // *
« Σ’ έναν πλοχμό του πνεύματος, που συνεχίζει
κι ολοκληρώνει τον πλοχμό του μαρμάρου,
τα δυο παγόνια συμβολίζουν
το θάνατο και την αθανασία.»[1]
Ύβ Μπονφουά
Παλαμάς, ως εθνικός ποιητής, συναιρεί στο έργο του όλες τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας.[2] Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στη σχέση και τη γονιμοποίηση της παλαμικής ποιητικής από τα υλικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα της κλασικής αρχαιότητας. Η υλική πολιτισμική κληρονομιά της Ελλάδας εμπνέει τον ποιητή και αποτελεί έναν από τους βασικότερους θεματικούς πυρήνες του έργου του. Πιο συγκεκριμένα, ο τάφος, ο οποίος αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο του θανάτου, όταν λαμβάνει τη θέση ενός καλλιτεχνικού επιτεύγματος, γίνεται το μέσο για την κατάκτηση της αιώνιας ζωής και την αναγωγή στη σφαίρα του ιδανικού. Τα μάρμαρα, με την ιδιότητα που έχουν ως απότοκα της Τέχνης, αλλά και ως υλικές εκφάνσεις ενός πνευματικά ανώτατου πολιτισμού, κατακτούν την αθανασία και τη μεταδίδουν σε εθνικό και σε προσωπικό επίπεδο.
Στην ποιητική σύνθεση «Οι τάφοι του Κεραμεικού», ο ποιητής, όπως εύστοχα έχει παρατηρήσει η κριτική, [3] κάνει μια μη αναμενόμενη στροφή από τα δεσπόζοντα μνημεία της Ακρόπολης, που είναι στενά συνδεδεμένα με το εθνικό όραμα της ολότητας,[4] στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, όπου η εθνική διάσταση είναι μόνο λανθάνουσα.
Με τη θεματική αυτή επιλογή, ο Παλαμάς αναπτύσσει μέσω του έμμετρου λόγου του ζητήματα ποιητικής που τον απασχολούν και επανέρχονται συχνά στο έργο του. Το σύμβολο του τάφου ως πηγής ζωής, η ζωοδοτική ικανότητα της Τέχνης και η υπεροχή της Τέχνης έναντι της Φύσης,[5] είναι θέματα που απαντούν στους «Τάφους του Κεραμεικού».
Η εκτενής ποιητική σύνθεση συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή Τα μάτια της ψυχής μου και διαιρείται σε πέντε επιμέρους ενότητες: τον «Ύμνο στη ζωή», τον «Δεξίλεο», την «Αγάθωνος γυνή», την «Ηγησώ» και τέλος την ενότητα «Ω τάφοι».
Η ενασχόληση του Παλαμά με το ταφικό μνημείο δεν γίνεται φυσικά ερήμην επιρροών. Το σύμβολο του τάφου και γενικότερα η πράξη της ταφής έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τη λογοτεχνία ανά τους αιώνες. Αποτελεί αγαπημένο μοτίβο, μεταξύ άλλων, της ρομαντικής ποίησης,[6] μέρος της θεματικής της οποίας κινείται γύρω από τις νεκραναστάσεις, τα ερειπωμένα νεκροταφεία, τους απαισιόδοξους ονειροπόλους ήρωες και την υπεροχή του υπερφυσικού στοιχείου έναντι της λογοκρατίας. Όπως δείχνει η έρευνα της Μαρμαρινού, το απαισιόδοξο αυτό κλίμα της ποιητικής «της νύχτας και των τάφων»,[7] επηρέασε σημαντικά κάποιους γάλλους παρνασσιστές (Leconte de Lisle, Mme Ackermann),[8] οι οποίοι, με τη σειρά τους, γονιμοποίησαν τη δημιουργική φαντασία του έλληνα ποιητή.[9]
Ο Παλαμάς, αν και σε πολλές περιπτώσεις, όπως είδαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, ακολουθεί το παράδειγμα των γάλλων ποιητών, διαφοροποιεί, ενίοτε, την ποιητική του και διατηρεί αποστάσεις από ορισμένες θέσεις του γαλλικού παρνασσισμού. Για να γίνει αυτό σαφέστερο, θα αναφερθώ παραδειγματικά στη σύγκριση που επιχειρεί η Μαρμαρινού ανάμεσα στο ποίημα «Dies irae» του Leconte de Lisle με το υπ’ αριθμόν 60 δεκατετράστιχο της ομώνυμης συλλογής του Παλαμά, ακριβώς για να δηλώσει την αισιόδοξη οπτική του ποιητή στον «Ύμνο της ζωής». [10]
Η ερευνήτρια, μέσα από αυτή τη σύγκριση, καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:
Είναι φανερό ότι ο Έλλην ποιητής, όσο και αν γοητεύεται εκ της αψόγου μορφής του ποιήματος του γάλλου συναδέλφου του […] είναι αδύνατον να συμφωνήσει με το απαισιόδοξο περιεχόμενο αυτού.[11]
Για να φανεί εναργέστερα η, παραδόξως, αισιόδοξη διάθεση του ποιητή απέναντι στα αρχαία ταφικά μνημεία, παραθέτω ορισμένους στίχους από την ενότητα «Ω τάφοι»
[…]
γαλήνια κι αθάνατη και θεία μητέρα, η Τέχνη
σας γέννησε, σας γλύτωσε απ’ του Καιρού τα χέρια,
έδιωξεν από πάνω σας τη θλίψη του θανάτου,
έριξε επάνω σας το φώς των ιερών λειψάνων
[…]
Τάφοι γεμάτοι ενέργεια, τάφοι, ζωή γεμάτοι!
[…][12]
Όπως παρατηρούμε από το παραπάνω απόσπασμα κι όπως, ορθά, έχει επισημάνει η Λιάνα Γιαννακοπούλου, οι αρχαίοι τάφοι του Κεραμεικού γίνονται σύμβολα της θριαμβευτικής κυριαρχίας της Τέχνης πάνω στον θάνατο.[13] Ο Παλαμάς, δηλαδή, διακατέχεται από αυτή την αισιόδοξη διάθεση καθότι αντιμετωπίζει τα ταφικά μνημεία ως υλικές αποτυπώσεις μιας ανώτερης πνευματικής διεργασίας και ως γεννήματα μιας «αθάνατης και θείας μητέρας, της Τέχνης».
Οι απόψεις του αυτές για την Τέχνη σχετίζονται άμεσα με τη σημαντική επιρροή που δέχτηκε ο Έλληνας ποιητής από τον γαλλικό παρνασσισμό, ο οποίος υπερασπίζεται την άποψη ότι η τέχνη είναι αιώνια και αθάνατη·[14] τα έργα της δηλαδή είναι η μόνη νίκη του ανθρώπου εναντίον του χρόνου.[15]
Γράφει ο Παλαμάς:
[…]
Θα το σκαλίσω στην πέτρα επάνω
που με την Τέχνη ζει στον αιώνα
[…]
Εντοπίζει, δηλαδή, ο ποιητής στην Τέχνη την ενεργητική εκείνη δύναμη που μπορεί να αναστήσει και να διατηρήσει στην αιωνιότητα ό,τι αγγίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για τις τρεις αυτές ανθρώπινες μορφές, που όπως είδαμε πιο πάνω, ενταφιάστηκαν στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού,[16] το οποίο ο Παλαμάς αντικρίζει ως καλλιτεχνικό χώρο, λόγω τον γλυπτικών επιτύμβιων στηλών, και το κατονομάζει «Ηλύσια της Τέχνης».[17]
Χαρακτηριστικοί είναι οι τελευταίοι στίχοι των τριών ποιημάτων («Δεξίλεως», «Αγάθωνος Γυνή», «Ηγησώ»), οι οποίοι επαναλαμβάνονται ως ηχητικό και θεματικό μοτίβο (επωδός), δημιουργώντας, αφενός, έναν ισχυρό μορφικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα τρία ποιήματα και τονίζοντας, αφετέρου, την ενεργητική δύναμη της Τέχνης, που τοποθετεί τα επιτεύγματά της στη σφαίρα του ιδανικού και της αιωνιότητας:
[…]
Ο χρόνος φεύγει, αλλάζ’ η γη, περνούν λαοί και κόσμοι,
και πέφτουν και ξεραίνονται σα φθινοπώρου φύλλα
κι ασάλευτη κι αμάραντη εγώ εδώ πέρα στέκω
[…]
ω χάρη, ω νίκη της ζωής, ανήκουστη ευτυχία
στα μαρμαρένια Ηλύσια, στα Ηλύσια της Τέχνης!
[…][18]
Οι στίχοι αυτοί εξαίρουν την άφθαρτη ύλη των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων, που δεν την επηρεάζει το πέρασμα του χρόνου. Αποτελούν έτσι έναν ύμνο στην αιώνια ζωή που τους χαρίζει η καλλιτεχνική τους μετουσίωση.
Ακόμα, η ζωοδοτική ικανότητα της Τέχνης τονίζεται και μέσω της σύνδεσης και του συσχετισμού της με το σύμβολο του ήλιου.
[…]
Από τον ήλιο η ζωή παίρνει ζωή μονάχα.
[…] ( «Ύμνος της Ζωής» Α1, σ. 242)
Για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω
τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα.
τι θέλω εδώ στα μνήματα κι εδώ στα συντριμμένα;
[…] («Ω Τάφοι!», Α1, σ. 242)
[…]
Κι όταν ο χρυσοστέφανος κι όταν ο μέγας
Από τον ήλιο η ζωή παίρνει ζωή μονάχα.
[…] ( «Ύμνος της Ζωής» Α1, σ. 242)
Για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω
τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα.
τι θέλω εδώ στα μνήματα κι εδώ στα συντριμμένα;
[…] («Ω Τάφοι!», Α1, σ. 242)
[…]
Κι όταν ο χρυσοστέφανος κι όταν ο μέγας Ήλιος
υψώνεται ολοφάνερος και λάμπει στην Αθήνα,
στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!
[…] («Αρχαίοι Θεοί», Α1, σ. 251)
Ο ήλιος αποτελεί πηγή ζωής και δημιουργίας. Από την αρχή της ανθρωπότητας λατρεύτηκε ως θεός και εξακολουθεί να λατρεύεται από αρκετές θρησκείες, ενώ σε άλλες εντοπίζεται ως σύμβολο δικαιοσύνης, φωτός, γνώσης κ.α..[19] Ο Παλαμάς υμνεί τη ζωοδοτική δύναμη του ήλιου,[20] τόσο με τον έμμετρο ποιητικό του λόγο, όσο και με τα κριτικά του δοκίμια.[21]
Γράφει το 1920:
Το τραγούδι μου είναι πολύθεο. Οι θεοί του συμπλεγμένοι σ’ έναν ολύμπιο χορό, σε μια χαρά ελληνική […] Απάνου απ’ όλους ο Ήλιος, ο υπέρτατος θεός.[22]
Όπως η Τέχνη με τις θεϊκές της ιδιότητες, έτσι και ο ήλιος μπορεί να εμψυχώσει τους «μαρμαρένιους τάφους» και να καταστήσει τους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται μέσα σ’ αυτούς, κοινωνούς της αθανασίας («στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!»). Ο Κασίνης αναφέρει πως το «ηλιολατρικό στοιχείο» στην ποίηση του Παλαμά είναι πηγή φωτός (στοιχείο που συνδέεται με τη ζωή) και σκότους (στοιχείο που παραπέμπει στο θάνατο), έχοντας έτσι τη δυνατότητα να μετέχει σε όλες τις μεταφυσικές και συμβολικές εκφάνσεις της ζωής και του πνεύματος.[23] Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να εμψυχώνει τα άψυχα και να θανατώνει τα έμψυχα, ανάλογα με τη θεϊκή του βούληση. Η δύναμη του ήλιου και της Τέχνης φαίνεται στο μεγαλείο της, εφόσον μπορούν, όχι απλώς να δώσουν ζωή, αλλά να αναστήσουν σε μιαν άλλη σφαίρα υποκείμενα που έχουν ήδη υποστεί το φυσικό θάνατο· αυτό εκφράζεται με ενάργεια μέσω της χρήσης του αντεστραμμένου ταφικού συμβόλου, το οποίο, στα παλαμικά ποιήματα που εξετάζουμε, συμβολίζει τη ζωή.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι η έννοια της ζωής στην εν λόγω ποιητική σύνθεση δεν σχετίζεται με το μοτίβο του θανάτου και της αναγέννησης που προτείνει η Φύση, αλλά με την αφθαρσία που γεννάει η Τέχνη. Το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, ως «τόπος αρχιτεκτονικών και γλυπτικών ερειπίων»,[24] αλλά και ως μια ετεροτοπία εντός του σύγχρονου ελληνικού τοπίου,[25] γίνεται για τον Παλαμά πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης, αλλά και αφορμή για να εκφράσει τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις σχετικά με τη ζωή, τον θάνατο και την Τέχνη.
Από τον ήλιο η ζωή παίρνει ζωή μονάχα.
[…] ( «Ύμνος της Ζωής» Α1, σ. 242)
Για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω
τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα.
τι θέλω εδώ στα μνήματα κι εδώ στα συντριμμένα;
[…] («Ω Τάφοι!», Α1, σ. 242)
[…]
Κι όταν ο χρυσοστέφανος κι όταν ο μέγας Ήλιος
υψώνεται ολοφάνερος και λάμπει στην Αθήνα,
στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!
[…] («Αρχαίοι Θεοί», Α1, σ. 251)
Ο ήλιος αποτελεί πηγή ζωής και δημιουργίας. Από την αρχή της ανθρωπότητας λατρεύτηκε ως θεός και εξακολουθεί να λατρεύεται από αρκετές θρησκείες, ενώ σε άλλες εντοπίζεται ως σύμβολο δικαιοσύνης, φωτός, γνώσης κ.α..[19] Ο Παλαμάς υμνεί τη ζωοδοτική δύναμη του ήλιου,[20] τόσο με τον έμμετρο ποιητικό του λόγο, όσο και με τα κριτικά του δοκίμια.[21]
Γράφει το 1920:
Το τραγούδι μου είναι πολύθεο. Οι θεοί του συμπλεγμένοι σ’ έναν ολύμπιο χορό, σε μια χαρά ελληνική […] Απάνου απ’ όλους ο Ήλιος, ο υπέρτατος θεός.[22]
Όπως η Τέχνη με τις θεϊκές της ιδιότητες, έτσι και ο ήλιος μπορεί να εμψυχώσει τους «μαρμαρένιους τάφους» και να καταστήσει τους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται μέσα σ’ αυτούς, κοινωνούς της αθανασίας («στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!»). Ο Κασίνης αναφέρει πως το «ηλιολατρικό στοιχείο» στην ποίηση του Παλαμά είναι πηγή φωτός (στοιχείο που συνδέεται με τη ζωή) και σκότους (στοιχείο που παραπέμπει στο θάνατο), έχοντας έτσι τη δυνατότητα να μετέχει σε όλες τις μεταφυσικές και συμβολικές εκφάνσεις της ζωής και του πνεύματος.[23] Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να εμψυχώνει τα άψυχα και να θανατώνει τα έμψυχα, ανάλογα με τη θεϊκή του βούληση. Η δύναμη του ήλιου και της Τέχνης φαίνεται στο μεγαλείο της, εφόσον μπορούν, όχι απλώς να δώσουν ζωή, αλλά να αναστήσουν σε μιαν άλλη σφαίρα υποκείμενα που έχουν ήδη υποστεί το φυσικό θάνατο· αυτό εκφράζεται με ενάργεια μέσω της χρήσης του αντεστραμμένου ταφικού συμβόλου, το οποίο, στα παλαμικά ποιήματα που εξετάζουμε, συμβολίζει τη ζωή.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι η έννοια της ζωής στην εν λόγω ποιητική σύνθεση δεν σχετίζεται με το μοτίβο του θανάτου και της αναγέννησης που προτείνει η Φύση, αλλά με την αφθαρσία που γεννάει η Τέχνη. Το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, ως «τόπος αρχιτεκτονικών και γλυπτικών ερειπίων»,[24] αλλά και ως μια ετεροτοπία εντός του σύγχρονου ελληνικού τοπίου,[25] γίνεται για τον Παλαμά πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης, αλλά και αφορμή για να εκφράσει τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις σχετικά με τη ζωή, τον θάνατο και την Τέχνη.
Από τον ήλιο η ζωή παίρνει ζωή μονάχα.
[…] ( «Ύμνος της Ζωής» Α1, σ. 242)
Για να χαρώ τον ήλιο μας και για να διαλαλήσω
τη θεϊκή τη δόξα του και της ζωής τη δόξα.
τι θέλω εδώ στα μνήματα κι εδώ στα συντριμμένα;
[…] («Ω Τάφοι!», Α1, σ. 242)
[…]
Κι όταν ο χρυσοστέφανος κι όταν ο μέγας Ήλιος
υψώνεται ολοφάνερος και λάμπει στην Αθήνα,
στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!
[…] («Αρχαίοι Θεοί», Α1, σ. 251)
Ο ήλιος αποτελεί πηγή ζωής και δημιουργίας. Από την αρχή της ανθρωπότητας λατρεύτηκε ως θεός και εξακολουθεί να λατρεύεται από αρκετές θρησκείες, ενώ σε άλλες εντοπίζεται ως σύμβολο δικαιοσύνης, φωτός, γνώσης κ.α..[19] Ο Παλαμάς υμνεί τη ζωοδοτική δύναμη του ήλιου,[20] τόσο με τον έμμετρο ποιητικό του λόγο, όσο και με τα κριτικά του δοκίμια.[21]
Γράφει το 1920:
Το τραγούδι μου είναι πολύθεο. Οι θεοί του συμπλεγμένοι σ’ έναν ολύμπιο χορό, σε μια χαρά ελληνική […] Απάνου απ’ όλους ο Ήλιος, ο υπέρτατος θεός.[22]
Όπως η Τέχνη με τις θεϊκές της ιδιότητες, έτσι και ο ήλιος μπορεί να εμψυχώσει τους «μαρμαρένιους τάφους» και να καταστήσει τους ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται μέσα σ’ αυτούς, κοινωνούς της αθανασίας («στον ήλιο αστράφτετε κι εσείς, σα να είστε θεοί αρχαίοι!»). Ο Κασίνης αναφέρει πως το «ηλιολατρικό στοιχείο» στην ποίηση του Παλαμά είναι πηγή φωτός (στοιχείο που συνδέεται με τη ζωή) και σκότους (στοιχείο που παραπέμπει στο θάνατο), έχοντας έτσι τη δυνατότητα να μετέχει σε όλες τις μεταφυσικές και συμβολικές εκφάνσεις της ζωής και του πνεύματος.[23] Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να εμψυχώνει τα άψυχα και να θανατώνει τα έμψυχα, ανάλογα με τη θεϊκή του βούληση. Η δύναμη του ήλιου και της Τέχνης φαίνεται στο μεγαλείο της, εφόσον μπορούν, όχι απλώς να δώσουν ζωή, αλλά να αναστήσουν σε μιαν άλλη σφαίρα υποκείμενα που έχουν ήδη υποστεί το φυσικό θάνατο· αυτό εκφράζεται με ενάργεια μέσω της χρήσης του αντεστραμμένου ταφικού συμβόλου, το οποίο, στα παλαμικά ποιήματα που εξετάζουμε, συμβολίζει τη ζωή.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι η έννοια της ζωής στην εν λόγω ποιητική σύνθεση δεν σχετίζεται με το μοτίβο του θανάτου και της αναγέννησης που προτείνει η Φύση, αλλά με την αφθαρσία που γεννάει η Τέχνη. Το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, ως «τόπος αρχιτεκτονικών και γλυπτικών ερειπίων»,[24] αλλά και ως μια ετεροτοπία εντός του σύγχρονου ελληνικού τοπίου,[25] γίνεται για τον Παλαμά πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης, αλλά και αφορμή για να εκφράσει τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις σχετικά με τη ζωή, τον θάνατο και την Τέχνη.
Παλαμάς, ως εθνικός ποιητής, συναιρεί στο έργο του όλες τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας.[2] Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στη σχέση και τη γονιμοποίηση της παλαμικής ποιητικής από τα υλικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα της κλασικής αρχαιότητας. Η υλική πολιτισμική κληρονομιά της Ελλάδας εμπνέει τον ποιητή και αποτελεί έναν από τους βασικότερους θεματικούς πυρήνες του έργου του. Πιο συγκεκριμένα, ο τάφος, ο οποίος αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο του θανάτου, όταν λαμβάνει τη θέση ενός καλλιτεχνικού επιτεύγματος, γίνεται το μέσο για την κατάκτηση της αιώνιας ζωής και την αναγωγή στη σφαίρα του ιδανικού. Τα μάρμαρα, με την ιδιότητα που έχουν ως απότοκα της Τέχνης, αλλά και ως υλικές εκφάνσεις ενός πνευματικά ανώτατου πολιτισμού, κατακτούν την αθανασία και τη μεταδίδουν σε εθνικό και σε προσωπικό επίπεδο.