Η ποιητική συλλογή Ήλιος ο Πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη γράφτηκε και κυκλοφόρησε μέσα στην Κατοχή (1943), περιέχει ωστόσο αισιόδοξα ποιήματα που, σε πείσμα της δύσκολης εποχής, υμνούν τη χαρά της ζωής, τον έρωτα, τη φύση και το ελληνικό φως. Το παρακάτω ποίημα, το οποίο στη συλλογή είναι άτιτλο μέρος μιας ενότητας, προβάλλει τη στενή σχέση του ποιητή με τη φύση, η οποία τον αναζωογονεί και τον γεμίζει δημιουργική διάθεση.
Ηλίας Δεκουλάκος, Στύλοι Ολυμπίου Διός
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό Διαβάζοντας τα μάρμαρα Δρασκελίζοντας* αμπέλια θάλασσες Σημαδεύοντας με το καμάκι Ένα τάμα* ψάρι που γλιστρά Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει*Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται Ν' ανοίγει. Πίνω νερό κόβω καρπό Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου Οι λεμονιές αρδεύουνε* τη γύρη της καλοκαιριάς Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου Φεύγω με μια ματιά Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.
Ο. Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος
*δρασκελίζοντας: πηδώντας, τρέχοντας από πάνω * τάμα: τάξιμο, εδώ μεταφορικά *αποστηθίζει: μαθαίνει απέξω *αρδεύουνε: ποτίζουν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1
Σε ποια σημεία του ποιήματος διακρίνεται η σχέση του ποιητή με τη φύση; Πώς βιώνει τη σχέση αυτή ο ποιητής;
2
Καταγράψτε με τη σειρά τις ενέργειες που κάνει ο ποιητής. Γιατί στο τέλος εμφανίζεται να «φεύγει»; Σε ποια κατεύθυνση υποτίθεται ότι κινείται;
3
Η συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου χαρακτήρισε τον ποιητή Ελύτη «ηλιοπότη» (η λέξη προέρχεται από το έργο του ποιητή Το Άξιον Εστί). Ποια ειδική σημασία έχει το ρήμα «πίνω» τις δύο φορές που το συναντάμε στο ποίημα;
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
♦
Θυμηθείτε ένα τοπίο της ελληνικής φύσης στο οποίο εντοπίζετε αρκετά στοιχεία που υπάρχουν και στο τοπίο του ποιήματος. Πείτε πού βρίσκεται και περιγράψτε το. Τοπία της ελληνικής φύσης θα βρείτε και σε πολλά φωτογραφικά λευκώματα.
♦
Προσπαθήστε να αναπαραστήσετε ζωγραφικά το ποίημα, επικεντρώνοντας την προσοχή σας σε εκείνα τα φυσικά στοιχεία που μπορούν να αναπαρασταθούν.
Πίνοντας ήλιο κορινθιακό, Ο.Ελύτης
Οκτωβρίου 02, 2016
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Ήλιος ο πρώτος που κυκλοφόρησε το 1943, τη περίοδο της κατοχής αλλά είναιγεμάτο αισιοδοξία και θετικά συναισθήματα, αντιδρώντας στην ασχήμια και στον πόνο του πολέμου. Η ομορφιά και η θετική ενέργεια του ποιήματος είναι απόρροια της επαφής του ποιητή με τη φύση, η οποία τον πλημμυρίζει με χαρά και τον κάνει να ονειρεύεται ένα καινούριο κόσμο καλύτερο, πλασμένο στα μέτρα της καρδιάς.
Θεματικές ενότητες
Πίνοντας.......Ν' ανοίγει: Η επαφή του ποιητή με τη φύση
Πίνω νερό... στα μέτρα της καρδιάς: Η θετική επίδραση της φύσης στα συναισθήματα του ποιητή
Πρώτη ενότητα
Παρουσιάζονται εικόνες από το ελληνικό φυσικό τοπίο, το οποίο ο ποιητής δείχνει να το απολαμβάνει αναπτύσσοντας μια άμεση και βιωματική σχέση με αυτό και μετέχοντας με όλες του τις αισθήσεις. Ο ήλιος, τα μάρμαρα, οι απέραντες εκτάσεις με αμπέλια πουαπλώνονται σαν τη θάλασσα, η θάλασσα που συνυπάρχει αρμονικά με τη στεριά συνθέτουν το εληνικό τοπίο που προβάλλεται σε όλο του το μεγαλείο.
Στίχος 1: Ο ποιητής όχο μόνο απολαμβάνει τον ήλιο αλλά ρουφάει κυριολεκτικά την κάθε του σταγόνα.
Στίχος 2: Παρατηρεί τα μάρμαρα, έρχεται σε επαφή με τον πλούτο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Στίχος 3: Βαδίζει μέσα στις μεγάλες εκτάσεις αμπελιών που θυμίζουν θάλασσα.
Στίχοι 4-5: Έρχεται σε επαφή με τη θάλασσα και ασχολείται με τη δραστηριότητα του ψαρέματος.
Στίχοι 6-8: Ο ποιητής, συμμετέχοντας στις ομορφιές της φύσης με όλες του τις αισθήσεις, κατορθώνει να ακούσει το όμορφο τραγούδι της πλάσης και βλέπει τη στεριά να ανοίγει την αγκαλιά της για να τον υποδεχτεί.
Δεύτερη ενότητα
Ο ποιητής χαίρεται τα πολύτιμα δώρα της φύσης, αναζωογονείται, γεμίζει αισιοδοξία και παρά τις δύσκολες συνθήκες μπορεί να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο.
Στίχος 9: Ο ποιητής απολαμβάνει τα δώρα της φύσης.
Στίχος 10: Ο ποιητής μπορεί να νιώσει τη δύναμη του ανέμου.
Στίχος 11: Οι λεμονιές χαρίζουνε στη φύση τη γύρη τους.
Στίχος 12: Τα πράσινα(χρώμα αισιοδοξίας) πουλιά περνούν μέσα από τα όνειρα του ποιητή που ελπίζει σε έναν όμορφο κόσμο.
Στίχος 13: Μέσα από την επαφή του με τη φύση, ξεφεύγει από τη δυσάρεστη πραγματικότητα και ξεκινά το ταξίδι του για έναν άλλο κόσμο.
Στίχοι 14-15: Ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος φως και ελπίδα, πλασμένος με τις αξίες της καρδιάς και της αγάπης.
Γνωρίσματα μορφής του ποιήματος
Υπερρεαλιστικά στοιχεία και εικόνες.
Ελεύθερος στίχος απαλλαγμένος από τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης.
Κυριαρχία των αισθήσεων.
Γλώσσα πλούσια, λυρική και παραστατική.
Χρήση ζωηρών εικόνων.
Για τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής και νεωτερικής ποίησης βλέπε εδώ:http://alexgger.blogspot.gr/2012/11/blog-post_5.html
Υπερρεαλισμός
Ο υπερρεαλισμός (η λέξη αποτελεί μετάφραση της γαλλικής surrealisme) υπήρξε φιλολογι κή, ποιητική και καλλιτεχνική κίνηση που ως σκοπό είχε την υπέρβαση του πραγματικού κό σμου με την καταγραφή (στην ποίηση) ή την παράσταση (στην τέχνη) των υποσυνείδητων ενεργειών της ψυχής και των ονειρικών της εντυπώσεων χωρίς την επέμβαση της λογικής. Παράλληλα, ο υπερρεαλισμός απέβλεπε και στην ανανέωση όλων των ηθικών αξιών, της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Ιδρυτής του υπήρξε ο Αντρέ Μπρετόν, που ήταν γιατρός κι ασχολήθηκε με την ψυχανάλυση. Το 1924 έδωσε στη δημοσιότητα την πρώτη διακήρυξη (μανιφέστο) για τον υπερρεαλισμό, πον αφού ρίζωσε στη Γαλλία, εξαπλώθηκε κατόπι και στις υπόλοιπες χώρες. Η επίδρασή του ήταν κυρίως αισθητή στην ποίηση, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τον κινηματογράφο, καθώς και στην τέχνη της διακόσμησης και της δια φήμισης. Μόνο η μουσική και ο χορός δεν επηρεάστηκαν από τον υπερρεαλισμό. Πολλοί υπερ ρεαλιστές (ανάμεσά τους κατατάσσονται και οι Έλληνες) περιόρισαν τους στόχους του κι νήματος μόνο στο χώρο της ποίησης και της τέχνης. Ο Μπρετόν όμως και πολλοί άλλοι ε πηρεάστηκαν από τομαρξισμό2 και διεύρυναν τους στόχους του υπερρεαλισμού. Συνοψίζο ντας τις αρχές και των δύο παραπάνω τάσεων, μπορούμε να πούμε ότι ο υπερρεαλισμός 1) διεκήρυξε την παντοδυναμία του ονείρου, του ενστίκτου και της επανάστασης και 2) στράφη κε ενάντια σε κάθε μορφή λογικής, ηθικής ή κοινωνικής τάξης.
Τα μέσα που χρησιμοποίησε ήταν κυρίως η αυτόματη γραφή και η καταγραφή των ονείρων· οι πειραματισμοί όμως αυτοί δεν απέδωσαν, γιατί και στις δύο περιπτώσεις η παρέμβαση της λογικής ήταν αναπόφευκτη.
Τελικά, ο υπερρεαλισμός θα καταφύγει σε δυο βασικούς παράγοντες, την τύχη και το υποσυνεί δητο· όταν δηλαδή ο υπερρεαλιστής ποιητής γράφει, αφήνει το μηχανισμό της τύχης να προσ διορίσει τη μορφή του έργου του. Το ποίημα δηλαδή γράφεται χωρίς προκαθορισμένο στόχο, κάτω από την επίδραση του υποσυνείδητου, που είναι από τη φύση του φευγαλέο και δη μιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις. Για τον υπερρεαλιστή ποιητή οι λέξεις είναι αυτόνο μες και ελεύθερες. Η δύναμη και η ορμή τους βρίσκονται κυρίως στην έκταση, κατά την οποία ξεφεύγουν από το επιβεβλημένο νόημά τους, συνδυαζόμενες μεταξύ τους χωρίς να υπακού ουν σε ορθολογικούς νόμους. (Η ανάγνωση των παραπάνω να συνδυαστεί με τη μελέτη των ποιημάτων του Ανδρ. Εμπειρίκου που, ακολουθώντας τις βασικές αρχές του υπερρεα λισμού, προσπάθησε με την ποίησή του να δημιουργεί ζωηρές λεκτικές εντυπώσεις κι οι λέ ξεις του, όταν συνδυαστούν μεταξύ τους, δεν υπακούουν πάντοτε σε ορθολογικούς νόμους).
Γενικά, ο υπερρεαλισμός υπήρξε το πιο σημαντικό καλλιτεχνικό κίνημα του μεσοπολέμου, που επηρέασε πολύ τη νεότερη ποίηση. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η νεότερη ελληνι κή ποίηση δεν επηρεάστηκε μόνο από τον υπερρεαλισμό, αλλά και από το συμβολισμό. Από τη γενιά του '30, που ανανέωσε την ελληνική ποίηση, ακραιφνείς υπερρεαλιστές είναι ο Αν δρέας Εμπειρίκος κι ο Νίκος Εγγονόπουλος· ο Οδυσσέας Ελύτης, επίσης, επηρεάστηκε πο λύ από τον υπερρεαλισμό. Αντίθετα, η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη κι άλλων ποιητών, δέχτη κε την επίδραση του συμβολισμού. Αυτό όμως δε σημαίνει πως αγνόησαν τα διδάγμα τα του υπερρεαλισμού· ως ένα βαθμό, ο υπερρεαλιστικός τρόπος γραφής έχει επηρεάσει και τη δική τους ποίηση.
Τα Βασικα Χαρακτηριστικα της Νεότερης Ποιησης
Μπορούμε να τα διαιρέσουμε σε δύο κατηγορίες 1) εξωτερικά-μορφικά και 2) εσωτερικά.
1) εξωτερικά-μορφικά χαρακτηριστικά. Η νεότερη ποίηση εγκαταλείπει τα εξωτερικά στοιχεί α, που χρησιμοποιούσε η παραδοσιακή. Τα κυριότερα από αυτά είναι οι ομοιόμορφες (ως προς τον αριθμό των στίχων κτλ.) στροφές, η ομοιοκαταληξία, που γινόταν σύμφωνα με ορισμέ νους κανόνες, και το μέτρο.
2) εσωτερικά χαρακτηριστικά. Η παραδοσιακή ποίηση υποτάσσει το ποίημα σε ορισμένους κα νόνες. Ο σπουδαιότερος είναι πως το ποίημα πρέπει να διέπεται από λογική αλληλουχία. Αντί θετα, στη νεότερη ποίηση παρακολουθούμε το ποίημα την ώρα, σχεδόν, της δημιουργίας του.
Μέσα σ' αυτό θα περάσουν εικόνες όχι πάντα ολοκληρωμένες, αλλά ασχημάτιστες, έτσι ό πως ανεβαίνουν από το υποσυνείδητο κατά την ώρα της δημιουργίας του. Ας σημειωθεί, τέ λος, ότι στη νεότερη ποίηση: I. Μπορεί να λείπει το μέτρο, ο εσωτερικός όμως ρυθμός υπάρ χει. II. Η λογική αλληλουχία, που διέπει κάθε παραδοσιακό ποίημα, χαλαρώνει και το ποίημα λειτουργεί βασικά με τους μηχανισμούς των προεκτάσεων και των συνειρμών.Τις προεκτά σεις οφείλει να τις κάνει ο αναγνώστης για να συλλάβει το βαθύτερο νόημα του δίστιχου. Γι' αυ τό, όποιος διαβάζει νεότερη ποίηση πρέπει να επιστρατεύει περισσότερο τη δημιουργική του φαντασία και λιγότερο τη λογική. Έτσι θα μπορέσει να τη χαρεί και να συλλάβει όχι τόσο ό σα λέγονται, αλλά πιο πολύ όσα προκαλείται ο αναγνώστης να υπονοήσει ή να αισθανθεί.
Το παρακάτω κείμενο χρονολογείται γύρω στα 1855 και αποτελεί την απάντηση του Σιάτλ, αρχηγού μιας φυλής Ινδιάνων, στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Φραγκλίνο Πηρς, ο οποίος ζήτησε από τους Ινδιάνους να πουλήσουν τη γη τους στην αμερικανική κυβέρ νηση. Η πρόταση αυτής της αγοραπωλησίας ήταν εντελώς ξένη στις α ντιλήψεις και στον τρόπο ζωής των Ινδιάνων, ο δεσμός των οποίων με τη φύση είναι ιερός και αδιάσπαστος, όπως η αδερφική αγάπη. Ο Σι άτλ εκφράζει με περηφάνια και σεβασμό στην παράδοση τον τρόπο σκέψης της φυλής του, ο οποίος διαφέρει πλήρως από τις υλικές α ξίες και τον κατακτητικό πολιτισμό των λευκών. Οι σκέψεις που διατυπώ νει ο Σιάτλ απέχουν από εμάς ενάμιση σχεδόν αιώνα, είναι όμως ε ξαιρετικά επίκαιρες στην εποχή μας, τώρα που όλοι πλέον βιώνουμε τις ολέθριες συνέπειες από την υπερβολική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τη διαρκώς επεκτεινόμενη οικολογική καταστροφή του πλανήτη μας
Ο μεγάλος αρχηγός στην Ουάσιγκτον μηνάει* πως θέλει να αγορά σει τη γη μας. O μεγάλος αρχηγός μηνάει ακόμα λόγια φιλικά και κα λοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πως αυτός λίγο τη χρειάζεται αντί στοιχα τη φιλία μας. Την προσφορά του θα τη μελετήσομε, γιατί ξέρομε πως, αν δεν το πράξομε, μπορεί ο λευκός να προφτάσει με τα όπλα και να πάρει τη γη μας. Πώς μπορείτε να αγοράζετε ή να πουλάτε τον ουρανό - τη ζέστα της γης; Για μας μοιάζει παράξενο. Η δροσιά του αγέρα ή το άφρισμα του νερού ωστόσο δε μας ανήκουν. Πώς μπορείτε να τα αγοράσετε α πό μας; Κάθε μέρος της γης αυτής είναι ιερό για το λαό μου. Κάθε α στραφτερή πευκοβελόνα, κάθε αμμούδα στις ακρογιαλιές, κάθε θολού ρα στο σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει εί ναι, στη μνήμη και στην πείρα του λαού μου, ιερό. Ξέρομε πως ο λευκός δεν καταλαβαίνει τους τρόπους μας. Τα μέ ρη της γης, το ένα με το άλλο, δεν κάνουν γι' αυτόν διαφορά, γιατί είναι ένας ξένος που φτάνει τη νύχτα και παίρνει από τη γη όλα όσα τού χρειάζονται. Η γη δεν είναι αδερφός του, αλλά εχθρός που πρέπει να τον καταχτήσει, και αφού τον καταχτήσει, πηγαίνει παρακάτω. Με το ταμάχι* που έχει θα καταπιεί τη γη και θα αφήσει πίσω του μια έρημο. Η όψη που παρουσιάζουν οι πολιτείες σας, κά νει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου. Όμως αυτό μπορεί και να συμβαίνει επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος και δεν καταλαβαί νει. Αν αποφασίσω και δεχτώ, θα βάλω έναν όρο. Τα ζώα της γης αυ τής ο λευκός θα πρέπει να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του. Τι είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα; Αν όλα τα ζώα φύγουν από τη μέση, ο άν θρωπος θα πεθάνει από μεγάλη εσωτερική μοναξιά, γιατί όσα συμ βαίνουν στα ζώα, τα ίδια συμβαίνουν στον άνθρωπο. Ένα ξέρομε, που μπορεί μια μέρα ο λευκός να το ανακαλύψει: ο Θεός μας είναι ο ίδιος Θεός. Μπορεί να θαρρείτε πως Εκείνος είναι δι κός σας, όπως ζητάτε να γίνει δική σας η γη μας. Αλλά δεν το δυνόσα στε.* Εκείνος είναι Θεός των ανθρώπων. Και το έλεός Του μοιρα σμένο απαράλλαχτα σε ερυθρόδερμους και λευκούς. Αυτή η γη Του είναι ακριβή. Όποιος τη βλάφτει, καταφρονάει το Δημιουργό της. Θα περάσουν οι λευκοί - και μπορεί μάλιστα γρηγορότε ρα από άλλες φυλές. Όταν μαγαρίζεις* συνέχεια το στρώμα σου, κάποια νύχτα θα πλαντάξεις από τις μαγαρισιές σου. Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγατα μερέψουν, όταν την ιερή γωνιά του δάσους τη γιομίσει το ανθρώπινο χνότο και το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα σύρματα του τηλέγραφου με το βουητό τους, τότες πού να βρεις το ρουμάνι;* Πού να βρεις τον αϊτό; Και τι ση μαίνει να πεις έχε γεια στο φαρί* σου και στο κυνήγι; Σημαίνει το τέ λος της ζωής και την αρχή του θανάτου. Πουθενά δε βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά μέσα στις πολιτείες του λευκού. Πουθενά δε βρίσκεται μια γωνιά να σταθείς να ακούσεις τα φύλλα στα δέντρα την άνοιξη ή το ψιθύρισμα που κάνουν τα ζουζού νια πεταρίζοντας. Όμως μπορεί, επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω - μπορεί μονάχα για το λόγο αυτόν ο σαματάς* να ταράζει τα αυτιά μου. Μα τι μένει από τη ζωή, όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να αφουγκραστεί τη γλυκιά φωνή που βγάνει το νυχτοπούλι ή τα συνακούσματα των βατράχων ολόγυρα σε ένα βάλτο μέσα στη νυχτιά; Ο ερυθρόδερμος προτιμάει το απαλόηχο αγέρι λαγαρι σμένο* από την καταμεσήμερη βροχή ή μοσχοβολημένο με το πεύκο. Του ερυθρόδερμου του είναι ακριβός ο αγέρας, γιατί όλα τα πάντα μοιρά ζονται την ίδια πνοή - τα ζώα, τα δέντρα, οι άνθρωποι. Ο λευκός δε φαίνεται να δίνει προσοχή στον αγέρα που ανασαίνει. Σαν ένας που χαροπολεμάει για μέρες πολλές, δεν οσμίζεται* τίποτα.
Νίκος Χατζηκυ ριάκος- Γκίκας, Ο ουρα νός
Αν ξέραμε, μπορεί να καταλαβαίναμε - αν ξέραμε τα όνειρα του λευκού, τις ελπίδες που περιγράφει στα παιδιά του τις μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τα οράματα που ανάφτει στο μυαλό τους, ώστε ανάλογα να δέονται για την αυριανή. Αλλά εμείς είμαστε άγριοι. Μας είναι κρυφά τα όνειρα του λευκού. Και επειδή μας είναι κρυφά, θα εξακολουθήσομε το δρόμο μας. Αν τα συμφωνήσομε μαζί, θα το πράξομε, για να σιγουρέψομε τις προστατευόμενες περιοχές που μας τάξατε. Εκεί θα ζήσομε, μπορεί, τις μετρημένες μέρες μας καταπώς το θελήσομε. Όταν ο στερνός ερυθρόδερμος λείψει από τη γη, και από τη μνήμη δεν απομείνει παρά ο ίσκιος από ένα σύννεφο που ταξιδεύει στον κάμπο, οι ακρογιαλιές αυτές και τα δάση θα φυλάγουν ακόμα τα πνεύματα του λαού μου - τι* αυτή τη γη την αγαπούν, όπως το βρέφος αγαπάει το χτύπο της μητρικής καρδιάς. Αν σας την πουλήσομε τη γη μας, αγαπήστε την, κα θώς την αγαπήσαμε εμείς, φροντίστε την, καθώς τη φροντίσαμε εμείς, κρατή στε ζωντανή στο λογισμό σας τη μνήμη της γης, όπως βρίσκεται τη στιγμή που την παίρ νετε, και με όλη σας τη δύναμη, με όλη την τρανή μπόρεσή σας, με όλη την καρδιά σας, διατηρήστε τη για τα τέκνα σας, και αγαπή στε την, καθώς ο Θεός αγαπάει όλους μας. Ένα ξέρομε - ο Θεός σας εί ναι ο ίδιος Θεός. Η γη Του είναι ακριβή. Ακόμα και ο λευκός δε γίνε ται να απαλλαχτεί από την κοινή μοίρα._ μτφρ Ζήσιμος Λορεντζάτος Το Βήμα, 16/1/1977
* μηνάει: στέλνει μήνυμα * ταμάχι: πλεονεξία * δεν το δυνόσαστε: δεν μπορείτε * μαγαρίζεις: λερώνεις * ρουμάνι: δάσος *φαρί: άλογο * σαματάς: φασαρία * λαγαρισμέ νος: καθαρισμένος * οσμίζεται: μυρίζει * τι: γιατί * η κοινή μοίρα: εννοεί το θάνατο
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1
Χωρίστε το κείμενο σε ενότητες και γράψτε συνοπτικά τα επιχειρήματα που διατυπώνει ο Ινδιάνος σε καθεμιά από αυτές.
2
Πώς αντιλαμβάνεται ο Ινδιάνος τη σχέση του με τη φύση;
3
Γιατί η όψη της πολιτείας των λευκών (και η νοοτροπία των κατοίκων της) «κάνει κακό στα μάτια του ερυθρόδερμου»;
4
Σε διάφορα σημεία του κειμένου ο Ινδιάνος Σιάτλ χαρακτηρίζει τον εαυτό του και τους ομοεθνείς του «άγριους». Πώς αντιλαμβάνεστε αυτόν το χα ρακτηρισμό;
5
Τι πιστεύετε ότι αποφάσισαν τελικά οι Ινδιάνοι για τη γη τους; Ποια σημεί α του κειμένου μάς προϊδεάζουν για την απόφασή τους;
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
♦
Χωριστείτε σε ομάδες και βρείτε στοιχεία για χαμένους πολιτισμούς, ό πως των Ινδιάνων της Αμερικής ή των ιθαγενών της Αυστραλίας, και πα ρουσιάστε τα στους συμμαθητές σας, με σκοπό να συζητήσετε στη συνέ χεια όλοι μαζί για τα ιστορικά και γεωπολιτικά αίτια που οδήγησαν στη συρρίκνωση ή τον αφανισμό των ντόπιων πληθυσμών και των πολιτι σμών τους.
♦
Σε συνεργασία με τους καθηγητές της Ιστορίας και της Γεωγραφίας μελε τήστε τον παγκόσμιο χάρτη και εντοπίστε περιοχές όπου υπήρχαν σημα ντικοί αρχαίοι πολιτισμοί, οι οποίοι καταστράφηκαν σε μεταγενέστερες ε ποχές.
Μέσα από τα λόγια του Ινδιάνου να προβληθεί η αρμονική σχέση ανθρώπου-φύσης. Το μήνυμα αυτό ακούγεται από το στόμα κάποιου που θεωρούνταν άγριος και απολίτι στος . Αν, όμως, τον είχε ακούσει ο δυτικός άνθρω πος, θα είχε αποφευχθεί η καταστροφή του περιβάλλοντος.
ΘΕΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Η γεμάτη σοφία και αξιοπρέπεια απάντηση του Ινδιάνου Σιάτλ προς τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Φραγκλίνο Πηρς, με την οποία ζητά από τους λευκούς να σεβαστούν τη γη που ζη τούν να αγοράσουν από τους Ινδιάνους.
ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ
Είναι η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Ζητούμε νο είναι μια ισορροπημένη σχέση του ανθρώ που με τη φύση και το παράδειγμα το δίνουν οι Ινδιάνοι με την α γάπη και τον σεβασμό που δείχνουν.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η «Ο μεγάλος αρχηγός….και δεν καταλαβαίνει»: Η διαφορετική α ντίληψη των Ινδιάνων για τη σχέση του ανθρώ που με τη γη.
2η «Αν αποφασίσω και δεχτώ…και την αρχή του θανάτου»: Η αλ ληλεξάρτηση των όντων μέσα στη φύση.
3η «Πουθενά δε βρίσκεται…δεν οσμίζεται τίποτα»: Οι πόλεις των λευκών στα μάτια του Ινδιάνου.
5η: «Αν ξέραμε…από την κοινή μοίρα.»: Οι προτροπές προς τους λευκούς για σεβασμό και αγάπη της γης.
ΒΑΣΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Η πρόοδος του πολιτισμού είναι αναπόφευκτα εχθρική προς τη φύση; Η σχέση δηλαδή του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλ λον αποτελεί σχέση αντίθεσης (όπως κάνουν οι λευκοί;) ή ι σορροπίας (όπως πράττουν οι Ερυθρόδερμοι);
ΣΧΕΣΗ ΙΝΔΙΑΝΟΥ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ
Είναι αρμονική και σχεδόν αδελφική. Οι Ινδιάνοι έχουν συναί σθη ση της αξίας της φύσης και της αλληλεξάρτησης των όντων. Η ε παφή με τη φύση προσφέρει απόλαυση (της ομορφιάς) και χα λά ρωση.
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Η επιστολή, αν και γράφτηκε το 1855, είναι επίκαιρη και μπορεί να απευθυνθεί στον σύγχρονο άνθρωπο, μιας και το περιβάλ λον έχει σχεδόν καταστραφεί και απαιτείται η λήψη άμεσων μέ τρων.
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Όσα προέβλεπε ο Σιάτλ, σήμερα αποτελούν μια σκληρή πραγ μα τικότητα (η εξαφάνιση διαφόρων ειδών χλωρίδας και πανίδας, η απάνθρωπη μορφή των πόλεων, κ.λπ.)
ΧΑΡΑΝΤΗΡΑΣ ΣΙΑΤΛ
Ο Σιάτλ είναι ευαίσθητος, ευγενής, αξιοπρεπής και σοφός.
ΓΛΩΣΣΑ – ΥΦΟΣ
Η γλώσσα είναι απλή δημοτική και το ύφος απλό και παραστατι κό. Τα πολλά εκφραστικά μέσα, οι δίνουν στο κείμενο ένα λυρικό τόνο (=εκφράζει συναισθήματα, συγκινεί).
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Ασύνδετα (Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγατα μερέψουν, όταν…), επαναλήψεις (Πουθενά δε βρίσκε ται μια ήσυχη γωνιά…Πουθενά δε βρίσκεται…), παρομοιώσεις (να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του), μεταφορές (θα καταπιεί τη γη), ειρωνεία (άγριος), ρητορικές ερωτήσεις (Τί είναι ο άνθρω πος δίχως τα ζώα;), αλληγορίες (Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου…)
ΕΙΔΟΣ ΑΦΗΓΗΤΗ
Είναι πρωτοπρόσωπος εφόσον πρόκειται για τον συντάκτη της επιστολής. Ωστόσο, μιλά στον πρόεδο των Η.Π.Α. (Πηρς) αρ χι κά σε γ΄ πρόσωπο σε ένδειξη ευγένειας και έπειτα σε β΄ πληθυ ντικό, απευθυνόμενος σε όλους τους λευκούς.
ΣΤΟΧΟΣ ΑΦΗΓΗΤΗ
Να πείσει τους λευκούς να σεβαστούν τη φύση με επιχειρήμα τα, ρητορικές ερωτήσεις (Τί είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα;), αλ ληγορικές εκφράσεις (Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου…), παρομοιώσεις (σαν ένας που χαροπολεμάει πολλές μέρες…) και ειρωνεία (επειδή ο ερυθρόδερμος είναι άγριος…).
ΜΕΣΑ ΠΕΙΘΟΥΣ
Στην επιστολή γίνεται επίκληση στο συναίσθημα αλλά και στη λο γική.
ΜΟΡΦΗ ΠΟΛΕΩΝ ΛΕΥΚΩΝ
Ασχήμια, θόρυβος, μόλυνση, απουσία της φύσης.
ΑΓΡΙΟΣ
Η αρχική σημασία της λέξης είναι αυτός που ζει στους α γρούς. Αργότερα πήρε τη σημασία πρωτόγονος. Υπάρ χει, βέβαια, ειρωνεία για την περιορισμένη νοητική αντίλη ψη των λευκών. Ονομάζει τους Ινδιάνους άγριους (πρωτόγο νους, απολίτιστους), θεωρώντας φαινομενικά τους λευκούς πολιτισμένους, ενώ ολοφάνερα κατακρίνει και ειρωνεύεται τις ε νέργειές τους.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΙΑΤΛ
Α) Η γη ανήκει σε όλους και δεν αποτελεί αντικείμενο αγοροπω λη σίας.
Β) Οι λευκοί θεωρούν τη γη αντίπαλο και με την απληστία τους την καταστρέφουν διαρκώς.
Γ) Να μεταχειριστούν τα ζώα σαν αδέρφια τους, γιατί αν εξαφανι στούν τα ζώα η ίδια μοίρα θα βρει και τον άνθρωπο.
Δ) Ο θεός είναι ίδιος για όλους και η γη δημιούργημά του. Κατα στρέφοντάς την ο άνθρωπος περιφρονεί το δημιουργό και βλά πτει τον εαυτό του.
Ε) Οι πόλεις των λευκών είναι αντιαισθητικές και η ζωή σ’ αυτές δεν έχει αξία, γιατί είναι μακριά από τη φύση.
Στ) Να αγαπήσουν τη γη, όπως οι Ινδιάνοι και να μην την κατα στρέψουν ώστε να την παραδώσουν στους απογόνους τους.
Ζ) Οι λευκοί να σεβαστούν το δημιούργημα του θεού και να μη φέ ρονται αλαζονικά, γιατί ούτε κι αυτοί μπορούν να ξεφύγουν απ τη μοίρα των ανθρώπων, τον θάνατο.
ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΦΥΣΗΣ ΣΗΜΕΡΑ
Είναι καταστροφική και κατακτητική, εξαιτίας της ακόρεστης δί ψας για κέρδος αλλά και της αδιαφορίας.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ Η ΦΥΣΗ;
Μόνο αν πάψει το κέρδος να είναι ο μοναδικός στόχος του αν θρώπου. Είναι ανάγκη οι φορείς της παιδείας (οικογένεια, σχο λείο, μέσα επικοινωνίας κ.λπ.) να καλλιεργήσουν τον σεβασμό στο περιβάλλον με τη δημιουργία οικολογικής συνείδησης. Επί σης, τα κράτη πρέπει να εφαρμόσουν μορφές τεχνολογίας φιλι κές στο περιβάλλον και να μην αποσκοπούν μόνο στην οικονο μι κή ανάπτυξη και το κέρδος.
Έχετε αναλάβει να κάνετε στους συμμαθητές σας μια παρουσία ση του πολιτισμού των Ίνκας, φυλής που ζούσε στην Αμερική πριν από την ανακάλυψή της από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Να αναφέρετε:
α)Πότε και πού αναπτύχθηκε αυτός ο πολιτισμός; (χάρτης)
Έχετε αναλάβει να κάνετε στους συμμαθητές σας μια παρουσία ση του πολιτισμού των Μάγια, φυλής που ζούσε στην Αμερική πριν από την ανακάλυψή της από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Να αναφέρετε:
α)Πότε και πού αναπτύχθηκε αυτός ο πολιτισμός;(χάρτης)
Έχετε αναλάβει να κάνετε στους συμμαθητές σας μια παρουσία ση του πολιτισμού των Αζτέκων, φυλής που ζούσε στην Αμερι κή πριν από την ανακάλυψή της από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Να αναφέρετε στην παρουσίασή σας:
α)Πότε και πού αναπτύχθηκε αυτός ο πολιτισμός; (χάρτης)
Έχετε αναλάβει να κάνετε μια παρουσίαση στους συμμαθητές σας για τον Χριστόφορο Κολόμβο και την ανακάλυψη του Νέ ου Κόσμου. Επισκεφτείτε τις παρακάτω ιστοσελίδες και καταγρά ψτε στην παρουσίασή σας:
Α)Για ποιο λόγο έγιναν οι ανακαλύψεις;
Β)Ποιες ήταν οι συνέπειες των ανακαλύψεων για την Ευρώπη;
Γ) Ποια ήταν η τύχη των λαών που κατοικούσαν στην Αμερική με τά τον ερχομό των αποίκων;
Μέσα από τα λόγια του Ινδιάνου να προβληθεί η αρμονική σχέση αν θρώπου-φύσης. Το μήνυμα αυτό ακούγεται από το στόμα κάποιου που θεωρούνταν άγριος και απολίτιστος . Αν, όμως, τον είχε ακού σει ο δυτικός άνθρωπος, θα είχε αποφευχθεί η καταστροφή του περιβάλ λοντος.
ΘΕΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Η γεμάτη σοφία και αξιοπρέπεια απάντηση του Ινδιάνου Σιάτλ προς τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Φραγκλίνο Πηρς, με την οποία ζητά από τους λευκούς να σεβαστούν τη γη που ζητούν να αγοράσουν από τους Ινδιάνους.
ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ
Είναι η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Ζητούμενο εί ναι μια ισορροπημένη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και το παρά δειγμα το δίνουν οι Ινδιάνοι με την αγάπη και τον σεβασμό που δεί χνουν.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η «Ο μεγάλος αρχηγός….και δεν καταλαβαίνει»: Η διαφορετική αντί λη ψη των Ινδιάνων για τη σχέση του ανθρώπου με τη γη.
2η «Αν αποφασίσω και δεχτώ…και την αρχή του θανάτου»: Η αλληλε ξάρτηση των όντων μέσα στη φύση.
3η «Πουθενά δε βρίσκεται…δεν οσμίζεται τίποτα»: Οι πόλεις των λευ κών στα μάτια του Ινδιάνου.
5η: «Αν ξέραμε…από την κοινή μοίρα.»: Οι προτροπές προς τους λευ κούς για σεβασμό και αγάπη της γης.
ΒΑΣΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Η πρόοδος του πολιτισμού είναι αναπόφευκτα εχθρική προς τη φύση; Η σχέση δηλαδή του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον αποτελεί σχέση αντίθεσης (όπως κάνουν οι λευκοί;) ή ισορροπίας (όπως πράτ τουν οι Ερυθρόδερμοι);
ΣΧΕΣΗ ΙΝΔΙΑΝΟΥ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ
Είναι αρμονική και σχεδόν αδελφική. Οι Ινδιάνοι έχουν συναίσθηση της αξίας της φύσης και της αλληλεξάρτησης των όντων. Η επαφή με τη φύση προσφέρει απόλαυση (της ομορφιάς) και χαλάρωση.
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Η επιστολή, αν και γράφτηκε το 1855, είναι επίκαιρη και μπορεί να α πευθυνθεί στον σύγχρονο άνθρωπο, μιας και το περιβάλλον έχει σχε δόν καταστραφεί και απαιτείται η λήψη άμεσων μέτρων.
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Όσα προέβλεπε ο Σιάτλ, σήμερα αποτελούν μια σκληρή πραγματικότη τα (η εξαφάνιση διαφόρων ειδών χλωρίδας και πανίδας, η απάνθρω πη μορφή των πόλεων, κ.λπ.)
ΧΑΡΑΝΤΗΡΑΣ ΣΙΑΤΛ
Ο Σιάτλ είναι ευαίσθητος, ευγενής, αξιοπρεπής και σοφός.
ΓΛΩΣΣΑ – ΥΦΟΣ
Η γλώσσα είναι απλή δημοτική και το ύφος απλό και παραστατικό. Τα πολλά εκφραστικά μέσα, οι δίνουν στο κείμενο ένα λυρικό τόνο (=εκ φράζει συναισθήματα, συγκινεί).
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ
Ασύνδετα (Όταν όλα τα βουβάλια σφαχτούν, όταν όλα τα άγρια αλόγα τα μερέψουν, όταν…), επαναλήψεις (Πουθενά δε βρίσκεται μια ήσυχη γωνιά…Πουθενά δε βρίσκεται…), παρομοιώσεις (να τα μεταχειριστεί σαν αδέρφια του), μεταφορές (θα καταπιεί τη γη), ειρωνεία (άγριος), ρη τορικές ερωτήσεις (Τί είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα;), αλληγορίες (Ό ταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου…)
ΕΙΔΟΣΑΦΗΓΗΤΗ
Είναι πρωτοπρόσωπος εφόσον πρόκειται για τον συντάκτη της επι στο λής. Ωστόσο, μιλά στον πρόεδο των Η.Π.Α. (Πηρς) αρχικά σε γ΄ πρό σωπο σε ένδειξη ευγένειας και έπειτα σε β΄ πληθυντικό, απευθυνόμε νος σε όλους τους λευκούς.
ΣΤΟΧΟΣ ΑΦΗΓΗΤΗ
Να πείσει τους λευκούς να σεβαστούν τη φύση με επιχειρήματα, ρη το ρικές ερωτήσεις (Τί είναι ο άνθρωπος δίχως τα ζώα;), αλληγορικές εκ φράσεις (Όταν μαγαρίζεις συνέχεια το στρώμα σου…), παρομοιώσεις (σαν ένας που χαροπολεμάει πολλές μέρες…) και ειρωνεία (επειδή ο ε ρυθρόδερμος είναι άγριος…).
ΜΕΣΑ ΠΕΙΘΟΥΣ
Στην επιστολή γίνεται επίκληση στο συναίσθημα αλλά και στη λογική.
ΜΟΡΦΗ ΠΟΛΕΩΝ ΛΕΥΚΩΝ
Ασχήμια, θόρυβος, μόλυνση, απουσία της φύσης.
ΑΓΡΙΟΣ
Η αρχική σημασία της λέξης είναι αυτός που ζει στους αγρούς. Αργότε ρα πήρε τη σημασία πρωτόγονος. Υπάρχει, βέβαια, ειρωνεία για την περιορισμένη νοητική αντίληψη των λευκών. Ονομάζει τους Ινδιάνους άγριους (πρωτόγονους, απολίτιστους), θεωρώντας φαινομενικά τους λευκούς πολιτισμένους, ενώ ολοφάνερα κατακρίνει και ειρωνεύεται τις ενέργειές τους.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΙΑΤΛ
Α) Η γη ανήκει σε όλους και δεν αποτελεί αντικείμενο αγοροπωλησί ας.
Β) Οι λευκοί θεωρούν τη γη αντίπαλο και με την απληστία τους την κα ταστρέφουν διαρκώς.
Γ) Να μεταχειριστούν τα ζώα σαν αδέρφια τους, γιατί αν εξαφανιστούν τα ζώα η ίδια μοίρα θα βρει και τον άνθρωπο.
Δ) Ο θεός είναι ίδιος για όλους και η γη δημιούργημά του. Καταστρέφο ντάς την ο άνθρωπος περιφρονεί το δημιουργό και βλάπτει τον εαυτό του.
Ε) Οι πόλεις των λευκών είναι αντιαισθητικές και η ζωή σ’ αυτές δεν έ χει αξία, γιατί είναι μακριά από τη φύση.
Στ) Να αγαπήσουν τη γη, όπως οι Ινδιάνοι και να μην την καταστρέ ψουν ώστε να την παραδώσουν στους απογόνους τους.
Ζ) Οι λευκοί να σεβαστούν το δημιούργημα του θεού και να μη φέρο νται αλαζονικά, γιατί ούτε κι αυτοί μπορούν να ξεφύγουν απ τη μοίρα των ανθρώπων, τον θάνατο.
ΣΧΕΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΦΥΣΗΣ ΣΗΜΕΡΑ
Είναι καταστροφική και κατακτητική, εξαιτίας της ακόρεστης δίψας για κέρδος αλλά και της αδιαφορίας.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΠΙΔΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ Η ΦΥΣΗ;
Μόνο αν πάψει το κέρδος να είναι ο μοναδικός στόχος του ανθρώ που. Είναι ανάγκη οι φορείς της παιδείας (οικογένεια, σχολείο, μέσα ε πικοινωνίας κ.λπ.) να καλλιεργήσουν τον σεβασμό στο περιβάλλον με τη δημιουργία οικολογικής συνείδησης. Επίσης, τα κράτη πρέπει να εφαρμόσουν μορφές τεχνολογίας φιλικές στο περιβάλλον και να μην α ποσκοπούν μόνο στην οικονομική ανάπτυξη και το κέρδος.
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
Σύγκρουση πολιτισμών (Ινδιάνοι/Λευκοί) Εμείς και οι Άλλοι (= Ινδιάνοι) – Σεβασμός στην ετερότητα (= διαφορετικότητα) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ (ΙΔΕΕΣ – ΑΞΙΕΣ) Α. Αντιθέσεις Στο κείμενο αυτό υπάρχουν πολλές και σημαντικές αντιθέσεις, ό πως: 1. Η σχέση Ινδιάνων και των Λευκών με τη Φύση. ΙΝΔΙΆΝΟΙ & ΦΎΣΗ Για τους Ινδιάνους η φύση είναι αδερφός Υπάρχει στενή, ουσιαστική, προσωπική σχέση με τη Φύση. ΛΕΥΚΟΊ – ΦΎΣΗ Για τους Λευκούς η φύση είναι αντικείμενο κατάκτησης και εκμε τάλλευσης Δεν αναπτύσσουν αρμονική σχέση με τη φύση, αλλά κά νουν καταστροφική, ατομική και εγωιστική χρήση της. 2. Άγριοι Ινδιάνοι / Πολιτισμένοι Λευκοί, σύγκρου ση πολιτισμών Οι ‘άγριοι’ και ‘απολίτιστοι’ στα μάτια των λευκών Ινδιάνοι - αγαπούν τη φύση σαν αδερφό τους - αντιλαμβάνονται την αλληλεξάρτηση του ανθρώπου με τα ζώα - και ζουν σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό τους περιβάλλον. Οι ‘πολιτισμένοι’ Λευκοί - προκαλούν αλόγιστες καταστροφές στη φύση - αδιαφορούν για τα ζώα κάτι που, στο τέλος, θα είναι καταστροφικό για τον ίδιο τους τον εαυτό (πράγμα το οποίο έγινε). 3. Οι γεμάτες θόρυβο πολιτείες των Λευκών / Η γεμάτη φυσικούς ήχους και μυρωδιές ζωή των Ινδιάνων Β. Καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος – Σεβασμός της φύσης Με αφορμή το κείμενο αυτό συζητούμε για το φυσικό περιβάλ λονΣε ποιο βαθμό τα όσα λέει ο Ινδιάνος Σιάτλ αποδεικνύονται προφητικά Την ανάγκη να σεβαστούμε τη φύση και να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με το φυσικό περιβάλλον. Γ. ΣΕΒΑΣΜΌΣ ΤΟΥ ΆΛΛΟΥ, ΤΟΥ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΎ – ΣΕΒΑΣΜΌΣ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΌΤΗΤΑ (ΙΝΔΙΆΝΟΙ) - η καθημερινή ζωή τους - οι δραστηριότητές τους - το ντύσιμό τους - οι κατοικίες τους - τα έθιμά τους - οι τελετές τους - η θρησκεία τους - η Ινδιάνικη σοφία ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ Κειμενικό είδος: Το κείμενο έχει τη μορφή ομιλίας-λόγου του Σι άτλ, αρχηγού και εμβληματικής φυσιογνωμίας της φυλής Ντου γιάμι, προς τον κυβερνήτη της Ουάσινγκτον Ισαάκ Στίβενς, εκπρόσωπο του προέδρου των ΗΠΑ Φραγκλίνου Πηρς. Θεω ρείται ότι εκφωνήθηκε κατά τη συνάντηση του αρχηγού με τον κυ βερνή τη, τον Δεκέμβριο του 1854, με θέμα την εξαγορά εκτάσεων γης των Ντουγιάμι. Είναι γραμμένο σε προσωπικό τόνο και σε αρκετά σημεία υπάρχει έντονη συναισθηματική φόρτιση. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση: Πρόκειται για μια αφήγηση γραμ μένη σε πρώτο πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση), η οποί α είναι ιδιαίτερα ζωντανή και παραστατική, εφόσον περιλαμ βάνει αυθεντικές εμπειρίες, σκέψεις και συναισθήματα του αφη γη τή (του Σιάτλ). Περιγραφές & Εικόνες: Το κείμενο είναι γεμάτο με εξαιρετικά ζω ντανές εικόνες και περιγραφές, που του προσδίδουν ποιητικό τητα. Οι εικόνες είναι α) οπτικές (αναφέρονται σε οπτικές ανα παραστάσεις), β) ηχητικές (αναφέρονται σε ήχους) και γ) οσφρητικές (αναφέρονται σε μυρωδιές): «Κάθε αστραφτερή πευ κοβελόνα, κά θε αμμούδα στις ακρογιαλιές, κάθε θολούρα στο σκοτεινό δά σος, κάθε ξέφωτο και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει, είναι στη μνή μη και στην πείρα του λαού μου ιερό.» (σ. 19) «Ο ερυθρόδερμος προτιμάει το απαλόηχο αγέρι, λαγαρισμένο (καθαρισμένο) από την καταμε σήμερη βροχή ή μοσχοβολημένο με το πεύκο.» (σ. 20) Σχήματα λόγου: - μεταφορές: π.χ. «όταν ... το θέαμα των φουντωμένων λόφων το κηλιδώσουν τα σύρματα του τηλέγραφου...» - παρομοιώσεις: π.χ. «σαν ένας που χαροπολεμάει για μέ ρες πολλές δεν οσμίζεται τίποτα» - εικόνες: βλ. παραπάνω. - συναισθησία: συμφύρονται διαφορετικές εικόνες, όπως η α φή, η όσφρηση, η όραση, π.χ. «η δροσιά του αγέρα ... πεύκο» - προσωποποιήσεις: «η γη δεν είναι αδερφός του» Ειρωνεία: Στο κείμενο υπάρχει μια λεπτή ειρωνεία: για παρά δειγμα η ειρωνική χρήση της λέξης ‘άγριοι’: «Όμως μπορεί, επειδή, καταπώς είπα, είμαι άγριος και δεν καταλαβαίνω, μπο ρεί μονάχα για τον λόγο αυτό ο σαματάς (= ο θόρυβος) να ταρά ζει τα αυτιά μου. ΓΛΩΣΣΑ Απλότητα και λιτότητα, λόγος παρατακτικός που εκφράζει με σαφήνεια τις ξεκάθαρες σκέψεις του Ινδιάνου. Στοιχεία ρητορικότητας (αμεσότητα, ζωντάνια-παραστατι κότητα ύφους, κλιμάκωση σκέψεων, σαφήνεια επιχειρημάτων) . Η γλώσσα της μετάφρασης, εμπλουτισμένη με λέξεις της ελλη νι κής δημοτικής του 19ου αι, κατορθώνει να αποδώσει με επιτυχί α το ύφος του ομιλητή, καθώς διαθέτει ποιητικότητα, μουσικότητα και παραστατικότητα. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΗΓΗ :http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL1 05/229/1684,5371/ Νικόλαος Χριστόπουλος, Γοργόνα
Το παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Η Άννα του Κλή δονα» ανήκει στη συλλογή διηγημάτων του Αξιώτη Ξόβεργα με μέλι (1994). O συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη του μακρινά συμβάντα της παιδικής του ηλικίας από την Καβάλα των μεταπολεμικών χρόνων και τις συνήθειες των κατοίκων της, κυρίως Μικρασιατών προσφύγων. Μέσα α πό το πλήθος των κατοίκων επιλέγει τη νεαρή, «αλαφροΐσκιωτη» Άννα. Η Άννα, όπως όλα τα κορίτσια της εποχής της, ονειρεύεται διαρκώς το γά μο της, πιστεύει λοιπόν κάθε λαϊκή δοξασία και έθιμο που συνδέεται με την ελπίδα εξεύρεσης κάποιου γαμπρού. Με αφορμή τη γιορτή του Κλή δονα, τα γειτονόπουλα την εξαπατούν, κάνοντάς της ένα αθώο αστείο, το οποίο έχει όμως δραματική κατάληξη.
Ιούνιος μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη* και φούντωναν οι νυχτερι
νές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο μεθυστικό λαχάνιασμα και
στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν τα όνειρα κι ανέβαι
ναν ψηλά, πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, εκεί που καρτερούσαν το τα
ξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων επιθυμιών, να
δροσιστούν στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύμα
τος.
Και η Άννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φω
τιές του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύ
σες ή τρία σπίτια που κατοικούσαν μονοστέφανες,* να κουβαλήσει τ' αμίλη
το νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια, σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή
κουμπιά:
Κλειδώσατε τον Κλήδονα στ'
Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι
όποιος είν' καλορίζικος πρωί θα ξενεφάνει.*
Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό* της το μαύρο και
σκοτεινό:
Ανοίξατε τον Κλήδονα
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος*
θεριός θεριακωμένος
Να ρίξει τ' ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και
μορφές της τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε
με τις χούφτες, όλο το χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και τα 'βαζε στο
μαξιλάρι της να ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ο
νειρευόταν εκείνα τα βράδια, αλλά συχνά την έβλεπα, κάτι δευτεριά
τικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος, θαρρώ. Τα ίδια και
χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτες και τι να της φανερώσει ο Άγιος,
που, στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα.
Άσε το πόσες φορές έγραψε τ' όνομά της στο γοβάκι της νύφης, για να
ψάχνει, κάθε φορά, να δει αν και πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που
σήμαινε και το γρήγορο του επερχόμενου τυχερού. Θυμάμαι μια φορά, τι
καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα έπεσε, όταν όλα τα κο
ριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη σόλα
και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Άννα κι έπρεπε να το
γράψει -γιατί θα το έγραφε οπωσδήποτε- στη μικρή καμάρα που, βέβα
ια, ήταν σίγουρο πως δε θα σβηνόταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που
το 'γραψε πρώτη αυτή, στο κέντρο του πατούμενου, και σβήστηκε και
φαγώθηκε, είδε χαΐρι* και προκοπή.
Είκοσι τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού και τότε. Ανά
ψαμε κι εμείς στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν
ν' αγκαλιάσουν τη γειτονιά, ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγά
δες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές και πολλές φορές, ίσια και σταυ
ρωτά, και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε και τσουρουφλιστή καμε* στο άτσαλο τρεχαλητό μας. Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα τρα
γούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και
νεράιδες, ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας
μάζεψαν λίγη απ' τη ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους,
για να τα βάλουν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ' ά
στρα της εξαίσιας αυτής νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιρά νουνε* για να πάρει μαντική και τελεσματική* δύναμη και να σχηματί
σει στην επιφάνειά της όνομα αρσενικό ή να φανερώσει σημάδι από ε
πάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα*τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που
θα έρχονταν. Μάζεψε κι η Άννα πυρωμένη* στάχτη σ' ένα μεγάλο σινί,* το
σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το 'στρωσε στα κεραμίδια του σπι
τιού της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγου
ρη κι αυτή τη φορά για το αίσιον* αποτέλεσμα. Εμείς τ' αγόρια μείναμε,
φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημά
τιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπα
θιά και τενεκεδένιες ασπίδες μπλέκονταν με τα άγουρα* στήθια των
κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα απλωμέ
να γυναικεία εσώρουχα της μπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μας μέστωμα,* για τη φυγή μας στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα α
πό φώτα, μουσικές και ιαχές ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να 'ξερε ο καθέ
νας μας, τότε, τι δρόμο θα τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και
μονοπάτια θα χανόταν της ζωής. Πού να 'ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα
γυρνούσα το κεφάλι πίσω, με τόση γλύκα και παράπονο.
Πάντως, εκείνο το βράδυ της έξαψης,* ο Αναστάσης ο φιρφιρής* ή
ταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί βου
τηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι
που τα κεραμίδια της Άννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ' την πά
νω μεριά του δρόμου μας, ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης
ήταν σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρ
χή, με προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ' το ψωμί του, μετά, με θράσος έκο
ψε κομμάτια λαδωμένα και τα 'ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων
και του ριζικού της Άννας της γουρλομάτας.* Κι έτσι η τσογλανοπαρέα,*
μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατό
ρθωμά της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη
του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη.
Το πρωί, με ξύπνησαν ξεφωνητά κι αλαλαγμοί:* «Ψωμάς. ψω
μάς. φούρναρης, καλέ. Να, ολοφάνερο το σημάδι.». Κι η Άννα με την που
καμίσα και χωρίς τη σκούπα στο χέρι αυτή τη φορά, καταμεσής του απότο
μου κατήφορου, κρατούσε το σινί, το σήκωνε και το περιέφερε κράζοντας
να βγει όλη η γειτονιά, να δει το θαύμα. «Φούρναρης, καλέ. Να, ο Αϊ-
Γιάννης το 'δειξε... Ψωμάς... ψωμάς... κοιτάχτε...» επέμενε, να
βγουν οι γειτόνισσες και τα γειτονόπουλα να δουν με τα ίδια τους τα μάτια
τα κομμάτια του λαδωμένου ψωμιού που της έστειλε ο Άγιος της βραδιάς,
να πιστέψουν αυτή τη φορά, για να μην έχουν ν' αμφιβάλλουν μετά και να
λένε πίσω απ' την πλάτη της τα μύρια όσα.
Πρόλαβα και είδα την Αγαθή, τη μάνα της, μέσα στο σπίτι τους να
σταυροκοπιέται απανωτά. Για το θαύμα άραγες του Αγίου και να βγει αλη
θινό ή για την αλαφράδα* της κόρης της κι ο Θεός να βάλει το χέρι του
από δω και πέρα; Ποτέ δεν έμαθα.
Η μάνα μου μού φάνηκε πως βούρκωσε. Για το σημάδι του κλήδο
να αυτή, για τη συμφορά της γειτόνισσας ή για τη μακρινή τύχη των δύο α
δερφάδων μου; Πού να 'ξερα τότε.
Πάντως, η Άννα μας από κείνη τη μέρα και κάθε πρωι
νό, μετά, καλοντυμένη και στολισμένη φρεγάτα* με σκουλαρίκια, γιορντά νια,*μπακίρια* κι ό,τι άλλο είχε ή έβρισκε, ξεκινούσε για ψωμί, παίρ νοντας σβάρνα* όλους τους φούρνους, Αγίας Βαρβάρας, Πεντακοσίων, Σού γιολου* και βάλε.
Από Ξάνθη και Δράμα τη συμμάζευαν οι δικοί της, αργότερα.
Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά.
Δ.
Αξιώ
της, Ξόβεργα με μέλι,
Νεφέ
λη
*Αϊ-Γιάννης ο Ριζικάρης: Γιορτή του Κλήδονα στις 24 Ιουνίου, συνδεδεμένη με πολλά λαϊκά
έθιμα. Οι νέοι του χωριού ανάβουν και πηδούν φωτιές. Τα κορίτσια πίνουν το αμίλητο νερό,
τραγουδούν και επικαλούνται διάφορα μέσα, τα οποία καταγράφονται στο διήγημα, για να
μάθουν το ριζικό τους, ποιον άντρα δηλαδή πρόκειται να παντρευτούν *μονοστέφανες: γυνα
ίκες που έχουν παντρευτεί μία φορά και ζει ο σύζυγός τους *θα ξενεφάνει: θα φανερωθεί * ριζικό: μοίρα *αγγούραρος: νέος, παλικάρι (μεγεθυντικό) *χαΐρι: όφελος * τσουρουφλίζομαι: καίγομαι στις άκρες *μοιραίνω: καθορίζω το μέλλον (μοίρα) *τελεσμα τική: δύναμη που απορρέει από την ιεροτελεστία *χνοτιασμένα: μοναχικά, κρυφά *πυ ρωμένη: καυτή *σινί: στρογγυλό ταψί *αίσιον: επιθυμητό, προσδοκώμενο *άγουρα:
μικρά, μόλις σχηματισμένα *μέστωμα: ωρίμανση *έξαψη: ψυχική έντα
ση, ενθουσιασμός *φιρφιρής: επιπόλαιος *γουρλομάτα: αυτή που ανοίγει
πολύ τα μάτια *τσογλανοπαρέα: αλητοπαρέα *αλαλαγμοί: κραυγές *αλαφράδα: ευπιστία,
ανοησία *φρεγάτα: είδος μεγάλου και επιβλητικού πλοίου, εδώ μεταφορικά *γιορντάνια:
περιδέραια από χρυσά ή ασημένια νομίσματα *μπακίρια: χάλκινα σκεύη μαγειρικής *παίρ νοντας σβάρνα: γυρνώντας *Αγία Βαρβάρα, Πεντακόσια, Σούγιολου: συνοικίες της Κα
βάλας
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1
Ποια λαϊκά έθιμα και αντιλήψεις που αφορούν το μελλοντικό
σύζυγο των κοριτσιών αναφέρονται στο διήγημα;
2
Περιγράψτε το χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση της Άννας,
κάνοντας αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου.
3
Το περιστατικό με την Άννα παρουσιάζεται από έναν ώριμο
σε ηλικία αφηγητή ως εμπειρία την οποία βίωσε στα παιδικά
του χρόνια. Βρείτε στο κείμενο τα σημεία που δείχνουν αυτά
τα δύο επίπεδα του χρόνου, δηλαδή το «τότε» και το «τώρα»
του αφηγητή.
4
Τι υπαινίσσεται ο αφηγητής στην τελευταία φράση του διη
γή
ματος; Συζητήστε στην τάξη σας την κατάληξη αυτής της παι
διάστικης «πλάκας» ή κάποιας άλλης που κάνατε οι ίδιοι σε
κάποιο πρόσωπο.
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
♦
Ρωτήστε άτομα του οικογενειακού ή κοινωνικού περιβάλλο
ντος σας να σας πουν έθιμα ή λαϊκά δίστιχα (μαντινάδες)
που
σχετίζονται με το έθιμο του Κλήδονα ή τοπικές παραδόσεις,
καταγράψτε τα και παρουσιάστε τα στους συμμαθητές σας.
Αν συγκεντρώσετε αρκετό υλικό, μπορείτε να το συμπεριλά
βατε σε μια σχολική έκδοση ή να το ανακοινώσετε σε μια πο
λιτιστική εκδήλωση. Ζητήστε και τη βοήθεια της καθηγή
τριας της Οικιακής Οικονομίας.
ΠΗΓΗ :http://alexgger.blogspot.com/2008/06/1942.html ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ Ο Διαμαντής Αξιώτης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1942 και είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Καβαλιώτες συγγραφείς. Εμφανίστηκε στα Ελληνικά γράμματα το 1966 με την ποιητική συλλογή Ιχώρ. Έργα του: οι συλλογές διηγημάτων : «Το μισό των Κενταύρων», «Ξόβεργα με μέλι» (Η ξόβεργα ήταν μια βέργα με κολλώδη ουσία που τη χρησιμοποιούσαν για να παγι δεύουν πουλιά), μυθιστορήματα: «Το ελάχιστον της ζωής του», «Πλωτές γυναίκες», «Μοιρασμένα Χιλιόμετρα» Επί σειρά ετών υπήρξε υπεύθυνος των λογοτεχνικών περιοδικών Σκαπτή Ύλη και Υ πόστεγο. Είναι συνεργάτης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ Το διήγημα μας μεταφέρει στην Καβάλα των μεταπολεμικών χρόνων και στην ατμό σφαιρα της γιορτής του Κλήδονα, στις 24 Ιουνίου. Από το πλήθος των κατοίκων ο Δ. Αξιώτης επιλέγει τη νεαρή Άννα. Η ιδιαίτερα ευαίσθητη Άννα στηρίζει όλη τη ζωή της στην αναζήτηση ενός γαμπρού σύμφωνα με τα δεδομένα της τοπικής κοινωνίας, όπου ζει. Η Άννα πιστεύει σε κάθε έθιμο που σχετίζεται με την εύρεση γαμπρού. Ένα αθώο αστείο που κάνουν τα γειτονόπουλα στην Άννα αγγίζει τα όρια της απάτης και έχει τραγική κατάληξη για την εύθραυστη Άννα.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ1η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Ιούνιος μήνας..……….είδε χαΐρι και προκοπή». ΠΛΑΓΙΟ ΤΙΤΛΟΣ: Η ατμόσφαιρα των λαϊκών εθίμων του Αι-Γιάννη του Κλήδονα. 2η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Είκοσι τρεις Ιουνίου……και παράπονο». ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΣ: Ο ρόλος του εθίμου του Κλήδονα στη ζωή της Άννας. 3η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Πάντως, εκείνο………τα παιδιά». ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΣ: Η φάρσα των παιδιών και η αρνητική επίδραση της στη ζωή της Άννας.
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Το έθιμο του Κλήδονα και γενικότερα τα λαϊκά έθιμα ήταν αυτά που καθόριζαν τη σκέ
ψη και τη ζωή των απλών ανθρώπων σε πολλές επαρχιακές παραδοσιακές κοινω
νίες μέχρι σήμερα. Τα έθιμα, οι προλήψεις και οι προκαταλήψεις κυριαρχούσαν τόσο
πολύ στη ζωή των ανθρώπων ώστε μερικές φορές να την κάνουν πολύ δύσκολη.
Μια αθώα φάρσα μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να έχει τραγικές συνέπειες στη ζω
ή κάποιων ατόμων ιδιαίτερα όταν αυτά τα άτομα είναι άτομα ευαίσθητα και εύθραυ
στα, εύκολα θύματα μιας σκληρής και πολλές φορές απάνθρωπης κοινωνίας.
ΓΛΩΣΣΑ
Απλή
Άμεση, προφορική
Με αρκετούς ιδιωματισμούς
Γλώσσα που μιλούν οι απλοί άνθρωποι και που ταιριάζει στο ύφος των λαϊκών διηγή
σεων και του λαϊκού παραμυθιού.
Έντονες εικόνες, μεταφορές και προσωποποιήσεις
ΥΦΟΣ
Προσωπικό, άμεσο
Εξομολογητικό
Με στοιχεία χιούμορ
Βιωματικό καθώς ο συγγραφέας αναπολεί εικόνες και εμπειρίες από την παιδική του
ηλικία στην κοινωνία της Καβάλας.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Ομοδιηγητικός αφηγητής: συμμετέχει στα γεγονότα.
Το πρώτο χρονικό επίπεδο είναι τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα.
Σε ένα δεύτερο χρονικό επίπεδο, ο συγγραφέας ως ενήλικας πια εκθέτει τις απόψεις
του και τους προβληματισμούς του.
Η Καβάλα των μεταπολεμικών χρόνων και η ατμόσφαιρα της γιορτής του Κλήδονα
είναι ο τόπος και ο χρόνος της αφήγησης.
ΟΙ ΗΡΩΕΣ
Η κεντρική ηρωίδα του διηγήματος είναι η Άννα.
Είναι ένα κορίτσι μεγαλωμένο σε μια παραδοσιακή κοινωνία που θεωρεί σκοπό της
ζωής των γυναικών τη δημιουργία οικογένειας.
Είναι ένας εύθραυστος χαρακτήρας που επιβαρύνεται συνεχώς καθώς οι προσδο
κίες της δεν εκπληρώνονται.
Είναι αθώα και αφελής και εύκολα κερδίζει τη συμπάθεια του αναγνώστη.
Μετατρέπεται εύκολα σε θύμα και οδηγείται στη γελοιοποίηση και στην τρέλα.
Πολύτιμες πληροφορίες για την θέση των γυναικών παλαιότερα μπορούμε να αντλήσουμε
από το διήγημα του Διαμαντή Αξιώτη "Η Άννα του Κλήδονα" το οποίο μπορείτε να διαβά σετε ολοκληρωμένο εδώ. Το απόσπασμα του διηγήματος το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλ
ίο Λογοτεχνίας της Β΄Γυμνασίου μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Το διήγημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και από εσωτερική οπτική γωνία
και βασισμένο σε αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας του συγγραφέα. Διακρίνονται δυο αφηγηματικές φωνές η μεταγενέστερη, του ώριμου αφηγητή, και η πρωιμότερη του αφηγητή ως παιδιού. Διαδραματίζεται σε μια προσφυγική συνοικία της Καβάλας των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.
Βασικός χαρακτήρας είναι η Άννα, μια αφελέστερη εκδοχή της Ταρσίτσας από το διήγημα του Παύλου Νιρβάνα "Ιδού ο Νυμφίος έρχεται". Γιατί και η Άννα αυτό ακριβώς κάνει, περιμένει τον "νυμφίο" της που έχει αργήσει. Η Άννα, λοιπόν, είναι μια καλόκαρδη μεγαλοκοπέλα η οποία έχει μείνει ανύπαντρη παρά την ηλικία της και ποθεί αυτό που κάθε "τίμια γυναίκα" επιθυμεί. Να ολοκληρωθεί μέσω του γάμου. Αλλά είναι λίγο ασχημούλα, και μάλλον χωρίς προίκα ,και τα χρόνια περνάνε χωρίς ο "νυμφίος" της να έρχεται. Ωστόσο,απτόητη εκείνη συνεχίζει τις προσπάθειες της και κατέφευγε σε όλες τις μαγγανείες που θα την αποκαλύψουν την τύχη της. Έριχνε τ΄ασπράδι του αυγού στο νερό, μάζευε κουφέτα από τους γάμους να το βάζει στο μαξιλάρι της να ονειρευτεί τον γαμπρό της, έφτιαχνε φανουρόπιτες να της τον φανερώσει, επέμενε να γράφει το όνομα της στα γοβάκια των νυφών (κι ας μην ερχόταν γαμπρός παρόλο που έσβηνε το όνομά της), κουβαλούσε το αμίλητο νερό από τρεις βρύσες ή από το σπίτι τριών μονοστέφανων για να ρίξει τα "ριζικάρια". ..Και του Άι Γιαννιού του Κλήδονα, παίρνει κι αυτή σαν τα άλλα κορίτσια στάχτες από τις φωτιές να τις βάλει στη πόρτα της και να χαράξουν οι μοίρες το όνομα του μελλοντικού άντρα της.
Όμως τα παιδιά με την σκληρότητα που μπορούν να έχουν της σκαρώνουν μια φάρσα με καταστροφικά τελικά αποτελέσματα [Συνηθίζω όταν μιλάω για την ενσυναίσθηση να αναφέρομαι σε αυτή ως κάτι που διαθέτουν "τα ζώα, τα παιδιά και οι έξυπνοι μεγάλοι". Στην πραγματικότητα βέβαια μόνο οι έξυπνοι μεγάλοι την διαθέτουν. Γιατί τα ζώα ενεργούν με το ένστικτο και τα παιδιά μπορούν να γίνουν εξαιρετικά σκληρά. Αυτό που ονομάζουμε παιδική αθωότητα δεν είναι τίποτα άλλο μια γοητευτική περιγραφή της φυσικής αφέλειας των παιδιών, εξαιτίας της μικρής ηλικίας του. Μέχρι να μεγαλώσουν όμως και να αποκτήσουν αυτόνομη ηθική, η θέση τους για το καλό και το κακό, αν έχουν, είναι δοτή, αποτέλεσμα της όποιας καθοδήγησης έχουν από τους γονείς τους. Και πολύ συχνά, αν δεν έχουν κάποια καθοδήγηση, αν ξεφύγουν από τη καθοδήγηση των δικών τους ή αν ενεργήσουν μόνο με βάση των εγωκεντρισμό της ηλικίας τους, μπορούν να είναι εξαιρετικά σκληρά απέναντι σε πιο αδύναμους από εκείνα, χωρίς να αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα των πράξεων τους και τις επιπτώσεις αυτών]. Χακερεύουν (νεολεξία, ε;) το τάμα της στον Άι Γιάννη τον Κλήδονα να της φανερώσει το μέλλοντα γαμπρό της ρίχνοντας ψίχουλα στις στάχτες. Η εύπιστη Άννα πιστεύει ότι είναι απόδειξη ότι ο άντρας της θα είναι ψωμάς και παίρνει σβάρνα τα φουρναράδικα όχι μόνο στην Καβάλα αλλά και στην Δράμα και την Ξάνθη. Γίνεται έτσι του κόσμου ο περίγελος και "η τρελή του χωριού". Κι όπως σε συμβαίνει με όλους τους τρελούς του χωριού, τα παιδιά την ακολουθούν και τη χλευάζουν...
Ο συγγραφέας ωστόσο, αφού έχει παρουσιάζει την ηρωίδα του και πριν διηγηθεί το κεντρικό περιστατικό του διηγήματος, τη φάρσα των παιδιών, θεωρεί σκόπιμο να περιγράψει το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο δρα η Άννα και εν πολλοίς είναι αντιπροσωπευτικό της γενικότερης κατάστασης που υπήρχε ως προς τον ρόλο των φύλων και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και την οικογένεια, μια κατάσταση η οποία ελάχιστα είχε αλλάξει από τα χρόνια της Φραγκογιαννούς στη "Φόνισσα".
Το... τρίπολο το οποίο καθόριζε τις κοινωνικές σχέσεις ήταν η φτώχεια, η τιμή και η προίκα.
Εξαιτίας της φτώχειας η άφιξη ενός παιδιού γενικότερα στην οικογένεια ήταν δυσβάσταχτη. Κι ενός κοριτσιού ειδικότερα ακόμα πιο πολύ. Η γέννηση ενός κοριτσιού θεωρούνταν δυστύχημα εξαιτίας των προβλημάτων που θα έφερνε. Κι ήταν εκείνα, τα μελλοντικά προβλήματα, λόγος και για τωρινά. Καθώς ξεσπούσαν καβγάδες και αποξενώνονταν ή χώριζαν ζευγάρια, και κατηγορούσαν συχνά τη λεχώνα, λες και ήταν δική της ευθύνη ο καθορισμός του φύλου του παιδιού.
Γιατί, πρώτα από όλα η γέννηση κοριτσιού ισοδυναμούσε με προσβολή στον πατέρα, αρχικά γιατί δεν "κατάφερε" να κάνει γιο, άρα η ποιότητα του ανδρισμού του θέτονταν υπό αίρεση και έχρηζε έρευνας. Κι έπειτα, και κυρίως, γιατί συνεπαγόταν εντατικοποίηση του αγώνα για επιβίωση, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή της αποκατάστασης της κόρης. Έπρεπε πρώτα από όλα η κοπέλα να προικιστεί για να παντρευτεί, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στις συνθήκες ένδειας που επικρατούσαν. Ενίοτε ωστόσο, η ένδεια αυτή λειτουργούσε σαν σύμμαχος, άσχημων ή άχαρων κοριτσιών και τα βοηθούσε να αποκατασταθούν, εάν είχαν δείγματα έστω προίκας, παρέχοντας τους μάλιστα και λεβέντες γαμπρούς, όπως υπαινίσσεται σε ένα σημείο ο συγγραφέας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, φαίνεται ότι οι κοινωνικές σχέσεις ορίζονταν υπό και με συνθήκες συναλλαγής, και μάλιστα με βάση τους νόμους της αγοράς, της προσφοράς και της ζήτησης.
Εν απουσία της δυνατότητας προίκας, η έννοια της τιμής γιγαντώνονταν ως προς τη σημασία της. Γιατί η τιμή μαζί με την αξιοσύνη τής εξελίσσονταν τελικά στα εφόδια τα οποία θα οδηγούσαν στην αποκατάσταση της γυναίκας. Και έτσι και η διαφύλαξη της τιμής των θηλυκών εξελισσόταν σε διαρκή και μόνιμο βραχνά και ευθύνη των αρσενικών μιας οικογένειας. Άλλωστε, ήταν αυτό ήταν το μόνο που είχαν, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο συγγραφέας και ο Μάνος Ελευθερίου το λέει "εκεί που ζούνε οι άνθρωποι μόνο γονατιστοί".
Το μόνο που είχαν λοιπόν, ήταν να μπορούν να κυκλοφορούν στην κοινωνία με το "κούτελο καθαρό". Πράγμα που ταυτόχρονα, δικαιολογούσε στα μάτια τους τη χρήση βίας. (Θυμηθείτε τον Κουκουλιώτη στο "Πίστομα", την ορφανή κοπέλα στο "Αντίτιμον" ή και την Πεφρωνία, αμφότερες οι τελευταίες σ' αυτήν την ανάρτηση.) Προς τα θηλυκά της οικογένειας, ώστε να μην τολμήσουν να αμφισβητήσουν τους κοινωνικούς κανόνες, και προς όσους έθεταν σε κίνδυνο την "επένδυση" (επίδοξους εραστές ή επίδοξους συζύγους οι οποίοι δεν λάμβαναν έγκριση) . Επιπλέον, ζώντας σε ένα κοινωνικό πλαίσιο συναλλαγής, η διαφύλαξη της τιμής μιας κοπέλας εξελίσσονταν σε γραμμάτιο, διότι αν οι νύφες "πουλιόταν" (έπρεπε να δώσουν προίκα δηλαδή) οι άξιες νύφες "αγοράζονταν" (λάβαιναν "πανωπροίκια, δηλαδή πλήρωνε η οικογένεια του γαμπρού), στοιχείο εξαιρετικά πολύτιμο στις συνθήκες απόλυτης φτώχειας που λέγαμε για την επιβίωση της υπόλοιπης οικογένειας.
Κι αφού η γυναίκα αντιμετωπίζονταν ουσιαστικά ως πολύτιμο αντικείμενο με βάση την τιμή της (η λέξη και με τις δυο σημασίες) και είναι αυτονόητο είναι ότι η μείωση της προσφοράς σε σχέση με την ζήτηση, αυξάνει την αξία (και άρα και την υπεραξία) ενός προϊόντος, η κοινωνική κριτική- τουτέστιν το κουτσομπολιό- λειτουργούσε ως παράγοντας ρυθμιστικός της αγοράς. Ήταν εξαιρετικά εύκολο σε κάποιες γυναίκες να "βγει το όνομα" ώστε είτε να λειτουργήσουν ως παράδειγμα προς αποφυγήν ελαττωματικού προϊόντος είτε για να μειωθεί ο ανταγωνισμός.
Μια διαδικασία που ανατραφοδοτούσαν, από συνήθεια ή ένστικτο επιβίωσης, και οι ίδιες οι γυναίκες. Οι οποίες κατά τα λοιπά, χειμαζόμενες και από την έλλειψη παιδείας, υποτάσσονταν αδιαμαρτύρητα στην μοίρα του φύλου τους, ζούσαν κλεισμένες στο σπίτι κι αρκούνταν μέσα από μισάνοιχτες κουρτίνες και κλειστά παραθυρόφυλλα να παρατηρούν τη ζωή περιμένοντας εκείνον που θα της αποκαταστήσει με δόξα και τιμή... Εξ ου και η πληθώρα εθίμων που αποσκοπούσαν στην πρόβλεψη του μελλοντικού γαμπρού από τις κοπέλες. Εξέφραζε την λαχτάρα τους για γαμπρό ως διαδικασία απελευθέρωσης. Έπειτα ξόρκιζε το φόβο τους ότι θα μείνουν στο ράφι, άρα ουσιαστικά θα γίνουν κοινωνικοί παρίες. Και τέλος, καλλιεργούσε την ελπίδα τους ότι εκείνος που θα παντρευτούν θα είναι καλός άνθρωπος, δεν θα τις δέρνει, δεν θα μεθάει, δεν θα κοιτάζει άλλες και άλλα πολλά. Διότι είπαμε: ο γάμος ήταν Λότο...
Παράπλευρη επίπτωση , επιπλέον, του γεγονότος ότι οι γυναίκες ήταν κλεισμένες στο σπίτι για να διασφαλιστεί η τιμή τους, ήταν ότι δεν δούλευαν. Άρα το βάρος της επιβίωσης όλο έπεφτα στους ώμους των αρσενικών μιας οικογένειας, γεγονός που κι αυτό με την σειρά του ανατροφοδοτούσε όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω.
Και για να σας γλυκάνω πριν φύγετε: Ιδού μια άλλη, νοσταλγική -τουτέστιν επίπλαστα επιχρωματισμένη με την εξιδανίκευση και ωραιοποίηση του παρελθόντος, κάτι το οποίο είναι βασικός μηχανισμός άμυνας - νύχτα του Άι Γιάννη του Κλήδονα... Λίγο πιο δυτικά, στη Θεσσαλονίκη (ή και νοτιότερα... Έχει και η Αθήνα οδό Αριστοτέλους).
Στο κείμενο του Διαμαντή Αξιώτη ¨Η Άννα του Κλήδονα" η ηρωίδα, η Άννα, μια καλόκα
ρδη μεγαλοκοπέλα έχει μείνει ανύπαντρη .Λίγο επειδή είναι ασχημούλα, λίγο που
μάλλον δεν έχει προίκα, η επιθυμία της να ολοκληρωθεί μέσω του γάμου δεν πραγμα
τοποιείται. Εκείνη ωστόσο απτόητη συνεχίζει τις προσπάθειες της και καταφεύγει σε όλες τις μαγγανείες που θα αποκαλύψουν την τύχη της.Και για να μην τα πολυλογούμε η Άννα μας, αθώα
και εύπιστη, γίνεται το εύκολο θύμα της φάρσας μιας παρέας αγοριών,φάρσας που
όπως αποδείχτηκε είχε καταστροφικά αποτελέσματα... "Από Ξάνθη και Δράμα τη συμμάζευαν οι δικοί της, αργότερα. Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά."
Στο Β4 είπαμε να αλλάξουμε το τέλος της ιστορίας ,όπως έκανε ηΜαρία –Ειρήνη Πη:
" -Ψωμάς Ψωμάς φώναξε η Άννα και τους ξύπνησε όλους. Η Άννα βρήκε μέσα στο ταψί με την στάχτη ψίχουλα από ψωμί και ξεσήκωσε όλη την γειτονιά με τις φωνές της ¨φούρναρης φούρναρης! Είναι ο γαμπρός φούρναρης.» Η Άννα ήταν πολύ χαρούμενη. Μέχρι το βράδυ είχαν χαρές και πανηγύρια, μουσική και χορό. Η μητέρα της Άννας τα είχε ετοιμάσει όλα. Καθώς περνούσαν οι ώρες ήρθε η νύχτα και όλοι πήγαν στα σπίτια τους. Κοιμήθηκαν και ονειρεύτηκαν. Όλοι εκτός από την Άννα. Η Άννα ούτε κοιμήθηκε ούτε ονειρεύτηκε. Ετοίμασε την βαλίτσα της και έφυγε μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Από τότε δεν την ξαναείδε ποτέ κανείς στο χωριό. Κανείς δεν ήξερε τι απέγινε… αν παντρεύτηκε ή αν έκανε παιδιά…"
ή να αφηγηθούμε την ιστορία ως ώριμος αφηγητής ,όπως η Άννα Σαββίνα Πατέρα
"Έρχεται συχνά στο μυαλό μου το περιστατικό με την Άννα... Τι ανοησίες κάναμε
και εμείς τότε; Έπρεπε να ζητήσουμε στην Άννα έστω και ένα συγνώμη κι ας ήταν αργά, να ομολογήσουμε πως εμείς ρίξαμε τα ψίχουλα στην στάχτη της. Που να φανταστούμε και εμείς μικρά παιδιά
τότε πως αυτή η ανόητη πλάκα θα κατέληγε έτσι... Είμαι μετανιωμένος και οι τύ
ψεις θα με ακολουθούν μια ζωή. Αχ και να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω,
θα σταματούσα τον Αναστάση, θα ζητούσα ένα συγνώμη και θα ομολογούσα.
Δύσμοιρη Άννα! Καταστρέψαμε μια ολόκληρη ζωή, έναν θησαυρό, γιατί η Άννα
ήταν ένας θησαυρός, ήταν τόσο αθώα και ευαίσθητη, τόσο αδύναμη και ευκολό
1)Αντλώντας στοιχεία από το κείμενο να περιγράψετε τον χαρακτήρα και την ψυχοσύνθεση της Άννας. Προσπαθήστε να διακρίνετε ποια στοιχεία του χαρακτήρα της την κάνουν ευάλωτη στη φάρσα.
2)Ποια ήταν τα όνειρα και οι προσδοκίες των αγοριών και ποια των κοριτσιών στο διήγημα; Προσπαθήστε να τα εξηγήσετε βάσει της ηλικίας και του φύλου
Αγόρια
Κορί τσια
ΟΜΑΔΑ 3
ΑΣ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΦΗΓΗΜΑΤΟΛΟ ΓΟΙ
α) Αφού επισκεφτείτε το σύνδεσμο :http://kiriakidoumaria.blogspot.gr/ και διαβάσετε τη σχετική ανάρτηση για την «ΑΦΗΓΗΣΗ», να εντοπίσετε στο διήγημα του Αξιώτη τα εξής:
α)ποιο είναι το είδος του αφηγητή στο διήγημα;
β)ποιους αφηγηματικός τρόπους χρησιμοποιεί ο συγγραφέας;
γ)με ποιες ιδιαίτερες αφηγηματικές τεχνικές παρουσιάζεται ο χρόνος στην αφήγη ση;
α) Ξαναγράψτε την ιστορία της Άννας δίνοντας μια διαφορετική κατάληξη στις περιπέ τειές της
β)Το κείμενο είναι πλούσιο σε εικόνες (οπτικές, κινητικές, ακουστικές κ.λπ.). Αναζητή στε τις.
Παράλληλο κείμενο
Γιώργος Σεφέρης: Φωτιές του Αϊ - Γιάν νη
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε;
έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ’ αστέρια κι
ας ανάβουν οι φωτιές.
Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέπτη τα μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο που περνά στο βάθος του καθρέπτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.
3) Το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα «Φωτιές του Αϊ – Γιάννη» ανήκει στην ποιητική συλλογή «Ποιήματα» του Γιώργου Σεφέρη. Αφού το διαβάσετε, να καταγράψετε ομοιότητες και διαφορές με το απόσπασμα του Διαμαντή Αξιώτη.
και αναζητείστε πληροφορίες σχετικά με τη ζωή και το έργο του Διαμαντή Αξιώτη. Στη συνέχεια να συντάξετε ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για το λογοτέχνη που θα περιλαμβάνει τους βασικούς σταθμούς της ζωής του .Μπορείτε να πάρετε ιδέες για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος λογοτεχνών από τον σύνδεσμο: http://1gym- galats.att.sch.gr/ergasies/books/biographies.pdf
Εργασίες για το σπίτι
1)Πώς αξιολογούσε ο συγγραφέας τη φάρσα κατά την παιδική του ηλικία και πώς κα τά τα χρόνια της ωριμότητας; Πού, νομίζετε, οφείλεται η διαφορά; Στην ωριμότητα του συγγραφέα ή στην επίγνωση των τραγικών συνεπειών της φάρσας;
2)Υπάρχουν ή υπήρχαν στον τόπο σας (διαμονής, καταγωγής) ζωντανές λαϊκές δοξα σίες και εθιμικές τεχνικές για την πρόβλεψη του μέλλοντος; Συγκεντρώστε πληροφορίες και σχετικό υλικό και παρουσιάστε το στην τάξη. Σήμερα οι πρακτικές αυτές έχουν απήχη ση; ΠΗΓΗ :http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1684,5374/
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Να 'σαι καλά, δάσκαλε!
Το παρακάτω διήγημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1979 και προέρχεται από τη συλλογή Εφήβων και μη (1982), συνδέεται στενά με τις σχολικές εμπειρίες. Αναφέρε ται στην αγάπη του φιλολόγου για τη λαϊκή παράδοση, στη διδακτική μεθοδολογία του και στις δραστηριότητες που αναθέτει στους μαθητές του με σκοπό να εφαρμό σουν στην πράξη τις θεωρητικές γνώσεις του μαθήματος, να έρθουν σε επαφή με την τοπική λαϊκή τους παράδοση και να την αγαπήσουν και εκείνοι.
Πρόπερσι που φοιτούσα σ' ένα Γυμνάσιο της επαρχίας μάς είχε έρθει ένας νέ
ος φιλόλογος με πολλή όρεξη για δουλειά. Αγαπούσε πολύ το σχολείο και τους μαθη
τές και βλέπαμε ότι ήθελε να γνωρίσει όχι μονάχα τους κατοίκους του τόπου και
τα ζητήματά τους, αλλά και καθετί που είχε συμβεί στον τόπο από παλιά. Με λίγα
λόγια, ήταν ένας ζωντανός και αξιαγάπητος άνθρωπος και οι εντόπιοι αμέσως τον α
γάπησαν.
Καμιά φορά, όταν πηγαίναμε εκδρομή, έβαζε τα παιδιά που τον περιτριγύριζαν
-και πάντοτε τον περιτριγύριζαν παιδιά- να λένε ιστορίες διάφορες από τον τόπο
και κυρίως ιστορίες για το μέρος όπου είχαμε πάει εκδρομή. Ήταν ωραία μέσα στον κα
θαρό αέρα, στα λουλούδια και στα φυτά, ν' ακούς τις ιστορίες αυτές. Έλεγαν τα διά
φορα ονόματα των χωραφιών, των βράχων, των πηγών, ακόμα και των μεγάλων δέ
ντρων, κι εγώ τα άκουγα κατάπληκτος. Έλεγαν ιστορίες, παραμύθια, όμορφα ανέκδο
τα, και προπάντων τραγουδούσαν δημοτικά τραγούδια. Αυτοί, φίλε μου, ξέρανε τη
ρίζα τους και τη φύτρα*τους πάππου προς πάππου, ενώ εμείς καλά καλά ούτε τον πα
ππού μας δεν ξέραμε. Και ο καθηγητής μέσα σ' όλα, κι ας έλεγε ότι είναι απ' την Αθή
να. Πώς τα ήξερε τόσα πράγματα; Ακόμα και τα ίδια τα παιδιά απορούσαν με τον
εαυτό τους. Πώς έγινε και τα θυμήθηκαν όλα αυτά, από πού τα βγάζαν, πότε τα είχαν
μάθει και δεν το ξέραν; Τ' άκουγαν, βέβαια, να τα λένε οι μεγάλοι αλλά μόλις τώρα,
που χρειάστηκε να τα πουν κι αυτοί, έβλεπαν πως τα είχαν μάθει. Και μάλιστα τα εί
χαν μάθει όλοι τους και τώρα έπαιρναν απ' αυτά. Σαν ένας θησαυρός κρυφός και αλογάριαστος,* που ο ενθουσιασμός ενός ανθρώπου τον είχε ξυπνήσει.
Ο καθηγητής μάς έλεγε πως αυτά τα πατρογονικά* έχουν μεγάλη σημασία, πρέ
πει να τα σεβόμαστε πολύ, να τα προσέχουμε σαν τα μάτια μας και προπαντός να
τα τηρούμε. Είναι ο λαϊκός μας πολιτισμός, έλεγε. Αυτά που μας ταιριάζουν απόλυτα.
Και σε λίγο καιρό, όταν στο μάθημα των Νέων Ελληνικών μπήκαμε στα δημοτι
κά τραγούδια, ο καθηγητής μας έφεγγε πια ολόκληρος. Μας έφερνε από το σπίτι
του βιβλία διάφορα, μας διάβαζε από μέσα. Έφερνε δίσκους, μαγνητόφωνα, σλάιντς.
Μόλις τελείωνε το μάθημα του βιβλίου, μας έκαμνε προβολές, για να μας δείξει τό
πους, φορεσιές, σπίτια, και έβαζε σιγανά στο μαγνητόφωνο ή στο πικάπ δί
σκους με δημοτικά τραγούδια ν' ακούμε. Μας παρακινούσε μάλιστα ν' ακολουθούμε
κι εμείς σιγοτραγουδώντας και έδινε αυτός πρώτος το παράδειγμα. Τα παιδιά ξεφο
βήθηκαν και ξεντράπηκαν. Και μερικά που είχαν καλή φωνή, ζήτησαν από μό
να τους να πούνε τραγούδια του τόπου. Ο καθηγητής κατενθουσιάστηκε. Μας φάνη
κε μάλιστα για μια στιγμή σαν δακρυσμένος, μα ίσως και να μην ήταν. Όσο τα άλλα
τραγουδούσαν, δυο τρία παιδιά, αγόρια και κορίτσια χόρευαν το τραγούδι μες
στην τάξη σιγανά. Στο τέλος, χειροκροτήσαμε αυθόρμητα και μόνο τότε είδαμε
τον καθηγητή μας κάπως στενοχωρημένο. «Θ' ανησυχήσουμε τους άλλους», μας είπε.
Πού να ήξερε, τι γινόταν προηγουμένως, με κάτι άλλους καθηγητές. Τι φασαρία και τι
κακό, κι αυτό χωρίς χορούς και τραγούδια.
Και πραγματικά, βγαίνοντας διάλειμμα, από τις ερωτήσεις που μας έκαμναν
τα άλλα παιδιά, διαπιστώσαμε πως μόνο το χειροκρότημά μας είχαν ακούσει. Τους
εξηγήσαμε και μας κοίταζαν κατάπληκτοι. «Και δεν κάνετε μάθημα;», μας ρω
τούσαν. «Μάθημα δεν είναι αυτό;», τους απαντούσαμε. «Εσείς, που κάνετε αλλιώτ
ικο μάθημα, τι ξέρετε για δημοτικά τραγούδια, σκοπούς, ακόμα και χορούς; Ξέρετε
αυτό, ξέρετε εκείνο, ξέρετε το άλλο;», τους αρχίσαμε. Δεν ήξεραν οι καημένοι τίπο
τα, περιττό να το πούμε. Αλλά ήξεραν πολύ καλά από κατάλογο, άγριες ή φαρμακε
ρές
φωνές και τρεμούλες.
«Να 'σαι καλά, δάσκαλε!», του είπε μια μέρα μέσα στην τάξη ένας συμμαθητής
μας που ήταν κομμάτι χωρατατζής* και είχε το θάρρος. «Μας έκανες και ξεφοβηθή
καμε. Εμείς, εδώ, ντρεπόμασταν ως τα τώρα για τα τραγούδια μας και τα εθίματά
μας. Μας έλεγαν πως είναι παλιατσαρίες* και πως, αφού δεν τα τραγουδούν στις
ντισκοτέκ, δεν θα 'ναι καλά». «Τι λες, παιδί μου;», είπε ο δάσκαλος και βούρκωσε.*
Το είδαμε καθαρά. «Ποιος; Ποιος σας τα λέει αυτά; Η παράδοσή μας! Τα τραγού
δια μας! Τα άγια των αγίων». Και ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε κάπως αγριωπό
και απόμακρο σαν να'βλεπε στα βάθη έναν σιχαμερό εχθρό, κάποιο τέρας. Εμείς
σωπαίναμε, μα νιώθαμε πως μέσα στην ψυχή μας αποτυπωνόταν η σκηνή αυτή.
Σε μερικές μέρες, αφού μας έδωσε διάφορες οδηγίες, μας έβαλε να μαζέψου
με από τις γιαγιάδες, τους παππούδες και τις διάφορες θείες, τραγούδια, παραμύθια,
εθίματα. Σε λίγο, το τι άρχισαν να φέρνουν εκείνα τα παιδιά, δε λέγεται. Ήταν τόσος
ο ενθουσιασμός που σκορπίστηκε, ώστε όλο το χωριό αυτό συζητούσε. «Μπράβο
στο δάσκαλο! Αυτός είναι δάσκαλος!», έλεγαν στο καφενείο. Και το θεωρούσαν τιμή
τους, να καθίσει στο τραπέζι τους και να τον κεράσουν.
Εμείς, στην τάξη, κάθε τόσο διαβάζαμε από αυτά, από τη συγκομιδή, που είχαν
φέρει τα παιδιά, τα συζητούσαμε και μερικά, με τη βοήθεια των παιδιών, τα γράφα
με σωστότερα, γιατί ορισμένα παιδιά δεν τα είχαν καταγράψει και τόσο πιστά, είτε
γιατί δεν μπορούσαν είτε γιατί ήθελαν να κάνουν τον εξευγενισμένο. Αν και ο δάσκα
λος συνεχώς μας τόνιζε: «Πιστά, πιστά, όσο μπορείτε πιο πιστά. Δεν είναι δική σας
δουλειά να τα διορθώσετε».
Πάντως, η δική μου η θέση ήταν κάπως δύσκολη. Εμείς ήμασταν ξένοι προς τον
τόπο. Ο πατέρας μου δημόσιος υπάλληλος. Τ' αγαπούσα πολύ αυτά τα πράγματα,
αλλά τι να γράψω κι από πού; Τα παιδιά μπορούσαν να τα καταγράψουν εύκολα, όχι
μονάχα γιατί είχαν συγγενικά τους πρόσωπα να τους τα πούνε, αλλά και γιατί τα μι
σοξέρανε κι έτσι αμέσως τα καταλαβαίναν. Αλλά εγώ πώς να μπω τόσο γρήγορα στο
νόημα; Κι έτσι, ομολογώ ότι έκανα μια μικρή, υποθέτω, πονηρία, μόνο και μόνο για
να παρουσιάσω κι εγώ κάτι στον καθηγητή. Βρήκα ένα άλλο, παλιό, αναγνωστι
κό και αντέγραψα αποκεί μερικά δημοτικά τραγούδια. «Αυτά δεν μπορεί να τα ξέρει ο
καθηγητής», είπα μέσα μου. «Τώρα, αυτός, ένας ολόκληρος καθηγητής, παιδικά βι
βλία θα θυμάται;». Κι έτσι τα αντέγραψα με ωραία καλλιγραφικά γράμματα. Ή
ταν κάτι πολύ ωραία δημοτικά τραγούδια, καλύτερα μάλλον απ' αυτά που έφερναν τα
παιδιά.
Όμως μ' έπιασε αρκετή ανησυχία, όταν μια μέρα είδα το τετράδιό μου, ανάμε
σα στ' άλλα, πάνω στην έδρα. Ο καθηγητής, σαν ήρθε η σειρά μου, με κοίταξε κάπως
γελαστός και μου λέει: «Ωραία τα τραγούδια του Νικολάου Πολίτη,* που μας έφερες.
Κοίταξε, τώρα, να μαζέψεις και τίποτε από το χωριό. Καλό θα σου κάνει». Τα άλ
λα παιδιά χαμογελούσαν, ίσως και να μην κατάλαβαν. Πάντως, εγώ ντράπηκα.
Πού το κατάλαβε όμως ο δάσκαλος αμέσως αμέσως;
Ιωάννης Ζαχαριάς, Νέος καλλιτέχνης
Αλλά σε λίγο παρηγορήθηκα, όταν ήρθε η σειρά της εργασίας ενός άλλου παι
διού, επίσης ξένου, από την πολιτεία. Ο καθηγητής πια εδώ δεν μπορούσε με κανέ
να τρόπονα συγκρατήσει τη σοβαρότητά του. «Μα, παιδί μου, τι είναι αυτά που έφε
ρες; του λέει. Εσύ δεν κατάλαβες απολύτως τίποτα. Κρίμα, στα τόσα και τόσα
που έχουμε πει ως τώρα!». Και τι είχε γίνει; Παρ' όλα τα μαθήματα, τους χορούς και
τα τραγούδια, ο συμμαθητής μας αυτός, που ήταν και ο πιο φίλος μου -οι πατερά
δες μας συνάδελφοι- είχε φέρει ως δημοτικό τραγούδι ένα τραγουδάκι
του μουσικοσυνθέτη Αττίκ,* και συγκεκριμένα εκείνο που λέει: «Την ώρα που περνού
σε τ' οργανάκι». Κι ενώ κρατούσαμε όλοι την κοιλιά μας από τα γέλια, μερικοί μάλι
στα είχαν πάρει να σιγοτραγουδούν «το οργανάκι», ο δάσκαλος έλεγε και ξανάλε
γε: «Μα, βρε παιδί μου, από πού και ως πού; Τουλάχιστο να έφερνες τη "Μαρία
την Πενταγιώτισσα" ή το "Τάκου τάκου ο αργαλειός μου" να πω τα μπέρδεψες. Αλ
λά αυτό "Την ώρα που περνούσε τ' οργανάκι"; Από πού κι ως πού; Μυστήριο
μέγα!».
«Δεν είναι μυστήριο δάσκαλε. Η πολιτεία είχε κάνει έτσι το παιδί αυτό. Όχι μό
νο να μην ξέρει το λαϊκό πολιτισμό, αλλά ούτε να μπορεί καν να τον μάθει. Και
το ξανάκανε, δυστυχώς, όταν το ξαναπήρε».
Γ.
Ιωάν
νου, Ε φή βων και μη,
Κέ
δρος
*φύτρα: καταγωγή (μεταφορικά) *αλογάριαστος: αυτός που δεν τον υπολογίζουν *πατρογονικά: πατρο
παράδοτα, προγονικά *κομμάτι χωρατατζής: κάπως αστείος *παλιατσαρίες: παλιά και άχρηστα πράγ
ματα * βούρκωσε: συγκινήθηκε, έκλαψε *Νικόλαος Πολίτης: πολύ γνωστός λαογράφος (1852-1921), ο ο
ποίος συγκέντρωσε δημοτικά τραγούδια και εξέδωσε τη συλλογή Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λα ού (1918) *Αττίκ: πολύ γνωστός μουσικοσυνθέτης στην Αθήνα του μεσοπολέμου
https://www.slideshare.net/christostsatsouris/ss-40434853 http://eumathein.gr/wp-content/uploads/2015/04/%CE%9D%CE%91-%CE%A3%CE%91%CE% 99-%CE%9A%CE%91%CE%9B%CE%91-%CE%94%CE%91%CE%A3%CE%9A%CE%91%CE% 9B%CE%95.pdf ΘΕΜΑ: Το ενδιαφέρον και η αγάπη που καλλιεργεί ένας καθηγητής στους μαθητές μιας τάξης σχολεί ου της επαρχίας για το λαϊκό πολιτισμό και τη λαϊκή λογοτεχνική παράδοση. ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ: Η σημασία του σχολικού περιβάλλοντος στην ανάδειξη της αξίας του λαϊκού πολιτι σμού. ΔΟΜΗ 1 η Ενότητα: «Πρόπερσι που φοιτούσα… να τα διορθώσετε». 2 η Ενότητα: «Πάντως, η δική μου η θέση… όταν το ξαναπήρε». ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ: 1 η Ενότητα: Ο ρόλος του νέου φιλολόγου στην προβολή της αξίας του λαϊκού πολιτι σμού. 2 η Ενότητα: Το πάθημα των δύο ξένων μαθητών. ΤΕΧΝΙΚΗ: - α’ πρόσωπο. - Ο αφηγητής συμμετέχει ως ήρωας στην ιστορία. - Εστιάζει τα γεγονότα μέσα από την προοπτική του παρελθόντος. - Απευθύνεται νοερά σε β’ πρόσωπο στον παλιό του κα θηγητή και μιλάει με την προοπτική του παρόντος. - Στοχαστική διάθεση, μοιάζει να απευθύνεται σε έναν υποθετικό συνομιλητή. - Περιγραφή συναισθημάτων. - Αναδρομική αφήγηση. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ: Αφήγηση, περιγραφές, σχόλια του αφηγητή, διάλογοι. ΓΛΩΣΣΑ: Απλή, καθαρή δημοτική με λέξεις της καθημερινότητας. ΥΦΟΣ: Απλό, καθημερινό. ΤΟΝΟΣ: Ειρωνικός και με δόση μελαγχολίας. ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ: Παρομοιώσεις, Μεταφορές, Επαναλήψεις, Ασύνδετα Σχήματα. ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ: - Προβάλλεται ο σημαντικός ρόλος του εκπαιδευτικού στην ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού και κάθε αξίας που συντελεί στην κοινωνικοποίηση των παιδιών και στην αισθη τι κή τους καλλιέργεια. - Ο αστικός τρόπος ζωής, η στροφή από τη συλλογική ζωή στην προβολή του ατομικού συμφέροντος και η εισβολή ξένων προτύπων ζωής οδήγησαν στην περιφρόνηση του λαϊ κού πολιτισμού και στην ισοπέδωση ιδεών και αξιών. Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου 1. Ποια γνώμη είχαν τα παιδιά για τα λαϊκά ήθη και έθιμα του τόπου τους; Πού οφείλεται και πώς εκδη λώνεται η αλλαγή της στάσης τους; Τα παιδιά αισθάνονταν ντροπή να ασχοληθούν με την παραδοσια κά ήθη και έθιμα του τόπου τους, πίστευαν ότι κάτι τέτοιο θα τους χαρακτήριζε παλαιομοδίτες. Όμως σύντομα άλλαξαν γνώμη χάρη στην παρέμβαση του δασκάλου τους. Το γεγονός ότι ένας νέος, μορ φωμένος δάσκαλος ο οποίος έδειχνε τόση μεγάλη αγάπη για τα ήθη και έθιμα της περιοχής τους, τους κίνησε την περιέργεια και στη συνέχεια, ακολουθώντας τις παροτρύνσεις του μέσω της διδακτι κής του μεθόδου, κατάλαβαν ότι είναι τιμή τους να προβάλλουν την παράδοσή τους. Οι συμβουλές αυτού του δασκάλου έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Ήταν η πρώτη φορά που τα παιδιά άκουγαν με επιχει ρήματα πόσο σημαντική ήταν η παράδοση τους. 2. Με ποιους τρόπους καλλιέργησε ο φιλόλογος στους μαθητές το ενδιαφέρον για το λαϊκό πολιτισμό και την τοπική τους παράδοση; Τα παιδιά, αρχικά, εξεπλάγησαν από το πάθος που χαρακτήριζε το δάσκαλο τους για τα ήθη και έθιμα της περιοχής τους και ταυτόχρονα έπαψαν να αισθάνονται ντροπή για την καταγωγή τους. Ακολούθησαν τις οδηγίες του να μοιραστούν όσες πληροφορίες είχαν, για μέ ρη που επισκέπτονταν σε σχολικές εκδρομές. Η μέθοδος που ακολουθούσε ο φιλόλογος αποδείχθη κε αποτελεσματική, καθώς οι μαθητές ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στη συγκέντρωση λαϊκών πη γών. 3. Στο διήγημα συγκρίνονται δύο μοντέλα σχολικής διδασκαλίας. Ποια είναι αυτά και ποιο προβάλλε ται ως καλύτερο; Το πρώτο μοντέλο διδασκαλίας που προβάλλεται στο κείμενο είναι αυτό που ακολου θεί ο νέος φιλόλογος, ο οποίος προτιμά να φέρει τα παιδιά σε άμεση επαφή με το αντικείμενο διδασκα λίας. Από την άλλη πλευρά υπήρχε το μοντέλο της αυταρχικής διδασκαλίας. Σύμφωνα με αυτό, πρωτ αρχική σημασία είχε η απόλυτη πειθαρχία των μαθητών στο δασκάλου. Ο σεβασμός προς αυτόν ή ταν επιβεβλημένος. Ο συγγραφέας στηρίζει το πρώτο μοντέλο διδασκαλίας, μέσα στο οποίο οι μαθη τές προθυμοποιούνται με χαρά και ενθουσιασμό να φέρουν σε πέρας κάθε μαθησιακό τους καθήκον. 4. Ο αφηγητής αναφέρει ότι ο ίδιος δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στην προσπάθεια συγκέντρωσης του λαογραφικού υλικού. Γιατί; Πώς κρίνετε τη «μικρή πονηρία» του; Ο συγγραφέας ήταν ένας μαθη τής καινούργιος στο γυμνάσιο ενός χωριού της ελληνικής επαρχίας. Τα προηγούμενα χρόνια τα έχει περάσει στην Αθήνα με αποτέλεσμα να μη γνωρίζει τα πατροπαράδοτα έθιμα και παραδόσεις. Όταν λοιπόν ήρθε αντιμέτωπος με την πρωτοποριακή διδακτική μέθοδο του φιλολόγου, δυσκολεύτηκε αρ κετά να ανταποκριθεί στη συγκέντρωση υλικού γύρω από δημοτικά κείμενα. Η λαχτάρα του να γίνει μέλος των επαρχιωτών φίλων του, τον σπρώχνει να αντιγράψει τέτοιου είδους τραγούδια από το ανα γνωστικό παλιότερου έτους. Ο δάσκαλος τον παροτρύνει να κάνει τη δική του έρευνα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αμάθειά του σε αυτόν τον τομέα και έτσι να ενταχθεί ομαλά στην υπόλοιπη ομά δα των ντόπιων μαθητών.
·Αποκοπή-γνωριµία των μαθητών µε τον λαϊκό πολιτισµό
·Μαθητική πονηριά
ΥΠΟΘΕΣΗ
Στο διήγημα αυτό ο αφηγητής, με το βλέμμα ενός έφηβου μαθητή, περιγράφει την εμπειρία του από τη διδασκαλία και την παρουσία του φιλολόγου του.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Το διήγημα περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφού ο Ιωάννου θήτευσε στη Μέση Εκπαίδευση και ασχολήθηκε με τη συγκέντρωση και μελέτη των δημοτικών τραγουδιών.
Το έργο του Γιώργου Ιωάννου τοποθετείται στη μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία και πηγά ζει από τις προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα από την εποχή της γερμανικής κατοχής, της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου στην Ελλάδα. Γνωρίσματα των έργων του Ιωάν νου, κατά τον Λ. Πολίτη, είναι ο «εξομολογητικός» τόνος της αφήγησης και παράλληλα η «ταύτιση του αφηγητή με τα βάσανα και τις λαχτάρες μια ολόκληρης ομάδας ανθρώπων»
ΤΑ ΔΥΟ ΜΟΝΤΕΛΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ:
Στο κείμενο παρουσιάζονται δύο μοντέλα διδασκαλίας:
α. «σχολείο εργασίας»,
·δεν είναι απομονωμένο από τη ζωή και την κοινωνία
·δεν περιορίζει την απόκτηση γνώσεων στους τοίχους του σχολικού περιβάλλοντος,
·ενθαρρύνει τους μαθητές σε δραστηριότητες που ξεφεύγουν από τα όρια του τυπικού αναλυτικού προγράμματος
·τους καλλιεργεί δημιουργικά ενδιαφέροντα, ώστε να εφαρμόζουν στην πράξη τη θεωρητική γνώση.
·οι μαθητές δε φοβούνται τον δάσκαλο,
·τον βλέπουν ως συνεργάτη και σύμβουλο και εκδηλώνονται μπροστά του με αυθορμητισμό και ειλικρίνεια,
·ο δάσκαλος συμπεριφέρεται στους μαθητές με οικειότητα και κατανόηση,
·δεν παρουσιάζεται ως αυθεντία,
·σέβεται την προσωπικότητα του μαθητή και παράλληλα δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας τον διάλογο αντί για την αυταρχική επιβολή των απόψε
ών του.
β. Το δεύτερο μοντέλο δίνεται συνοπτικά με τη φράση: Αλλά ήξεραν πολύ καλά από κατάλογο, άγριες ή φαρμακερές φωνές και τρεμούλες.
·έχει δασκάλους με συμπεριφορά αντιπαιδαγωγική
·ο δάσκαλος καταπιέζει τους μαθητές και επιβάλλεται με την απειλή του βαθμού κα
την άσκηση βίας (ξυλοδαρμός) προβάλλοντας τον εαυτό του ως αυθεντία.
·οι μαθητές από την πλευρά τους τον τρέμουν από τον φόβο τους
·τους επιβάλλεται είναι η στείρα απομνημόνευση ξερών και άψυχων γνώσεων μέσα
στο απομονωμένο από τη ζωή και την κοινωνία περιβάλλον του σχολείου.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥ
Ζωντανός και αξιαγάπητος, ενθουσιώδης και υπεύθυνος επιστήμονας, γνώστης και λάτρης της λαϊκής παράδοσης και του πολιτισμόυ, φυσιολάτρης και ονειροπόλος, ευρηματικός και καινοτόμος, τολμηρός.
ΤΕΧΝΙΚΗ:
·α’ πρόσωπη αφήγηση
·Ο αφηγητής συμμετέχει ως ήρωας στην ιστορία.(αφηγητής έφηβος, ώριμος αφηγη
τής)
·Εστιάζει τα γεγονότα μέσα από την προοπτική του παρελθόντος.
·Απευθύνεται νοερά σε β’ πρόσωπο στον παλιό του καθηγητή και μιλάει με την προοπτική του παρόντος.
·Στοχαστική διάθεση, μοιάζει να απευθύνεται σε έναν υποθετικό συνομιλητή.
·Περιγραφή συναισθημάτων.
·Αναδρομική αφήγηση με γραμμική πορεία και αφηγηματικά κενά που επιταχύνουν
την αφήγηση.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ: αφήγηση, περιγραφές, σχόλια του αφηγητή, διάλογοι.
ΓΛΩΣΣΑ: απλή, δημοτική με λέξεις της καθημερινότητας.
ΥΦΟΣ: ζωντανό και παραστατικό στην περιγραφή της σχολικής τάξης μελαγχολικό και στοχαστικό όταν ο αφηγητής εξομολογείται την εμπειρία του.
ΤΟΝΟΣ: ειρωνικός και με δόση μελαγχολίας.
ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ: παρομοιώσεις, μεταφορές, επαναλήψεις, ασύνδετα σχήματα εικόνες (λιτότητα γενικά στα εκφραστικά μέσα).
ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ:
·Προβάλλεται ο σημαντικός ρόλος του εκπαιδευτικού στην ανάδειξη του λαϊκού πολιτισμού και κάθε αξίας που συντελεί στην κοινωνικοποίηση των παιδιών και στην αισθητική τους καλλιέργεια.
·Ο αστικός τρόπος ζωής, η στροφή από τη συλλογική ζωή στην προβολή του ατομι
κού συμφέροντος και η εισβολή ξένων προτύπων ζωής οδήγησαν στην περιφρόνηση
του λαϊκού πολιτισμού και στην ισοπέδωση ιδεών και αξιών.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ: ομοδιηγητικός όταν συμμετέχει ο ίδιος στα γεγονότα, ετεροδιηγητικός όταν αφηγείται την πονηριά του συμμαθητή του.
Ανάγνωση του αποσπάσματος από τον ηθοποιό Γρ. Βαλτινό
Απόσπασμα από την ταινία «ο κύκλος των χαμένων ποιητών»
Βασικά θέματα που εξετάσαμε:
1. Γιώργος Ιωάννου: Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Πήρε πτυχίο φιλολογίας από το Α.Π.Θ . Το 1960 διορίστηκε φιλόλογος και δούλεψε σε διάφορα μέρη. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1954 με μια μικρή ποιητική συλλογή («Ηλιοτρόπια»). Κυρίως ασχολήθηκε με την πεζογραφία. Παράλληλα , έκανε μεταφράσεις αρχαίων κειμένων, εξέδωσε συλλογές δημοτικών τραγουδιών, παραμυθιών, Κα ραγκιόζη και έγραψε θεατρικά έργα, χρονογραφήματα και μελέτες. Πέθανε στην Αθήνα το 1985.
2. Το απόσπασμα προέρχεται από το έργο του: «Εφήβων και μη» 1982
3. Θέμα διηγήματος: Το ενδιαφέρον και η αγάπη που καλλιεργεί ένας καθηγητής στους μαθητές μιας τάξης σχολείου της επαρχίας για το λαϊκό πολιτισμό και τη λαϊκή λογοτεχνική παράδοση.
4. Ενότητες:
1η : «Πρόπερσι που φοιτούσα… να τα διορθώσετε». Ο ρόλος του νέου φιλολόγου στην προβολή της
αξίας του λαϊκού πολιτισμού.
2η: «Πάντως, η δική μου η θέση… όταν το ξαναπήρε». Το πάθημα των δύο ξένων μαθητών.
5. Αφηγητής: πρωτοπρόσωπος, ομοδιηγητικός. Ο αφηγητής συμμετέχει ως ήρωας στην ιστορία.
Εστιάζει τα γεγονότα μέσα από την προοπτική του παρελθόντος. Απευθύνεται νοερά σε β’ πρόσω
πο στον παλιό του καθηγητή και μιλάει με την προοπτική του παρόντος.
6. Αφηγηματικοί τρόποι: Αφήγηση, περιγραφές, σχόλια του αφηγητή, διάλογοι.
7. Γλώσσα: Απλή, καθαρή δημοτική με λέξεις της καθημερινότητας.
11.Χρόνος: α) ιστορίας: γυμνασιακά χρόνια β) αφήγησης: αναδρομική αφήγηση (δυο χρόνια αργότε
ρα και στο τέλος πολύ αργότερα)
12. Προσωπικότητα δασκάλου: είναι γεμάτος μεράκι και ζήλο για τη δουλειά του, αισθάνεται αγάπη
και συγκίνηση για το δημοτικό τραγούδι, είναι γνώστης της παιδικής ψυχολογίας, φιλικός και αυστη
ρός συνάμα.
13. Συναισθήματα αφηγητή: θαυμασμός και εκτίμηση για τον δάσκαλο, στενοχώρια για τη δική του
άγνοια της παράδοσης.
14. Λαϊκή παράδοση: ονομάζεται το σύνολο των πολιτισμικών στοιχείων του υλικού και πνευματικού
βίου ενός λαού που κληροδοτήθηκαν από τις παλαιότερες γενιές, και συγκεκριμένα:τα υλικά δημι
ουργήματα (οικοδομήματα, εργαλεία, φορεσιές κ.ά.),πράξεις και ενέργειες(ήθη, έθιμα, λαϊκά δρώμε
να κ.ά.), τα πνευματικά δημιουργήματα (τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες κ.ά.),οι θεσμοί και οι αξίες
(ηθικές, κοινωνικές κ.ά.),η καλλιτεχνική έκφραση (χορός, χειροτεχνήματα, ζωγραφική, γλυπτική κ.ά.).
ο τρόπος ζωής (ατομικής, οικογενειακής και κοινωνικής) και εργασίας καθώς και οι σχέσεις ανάμεσα
στους ανθρώπους.
15. Αξία της παράδοσης: για ένα λαό είναι μεγάλη, γιατί οι άνθρωποι δε νιώθουν μετέωροι και ξεκομ
μένοι από τις ρίζες τους, ενώ το δέσιμο με την παράδοση λειτουργεί σαν στήριγμα ψυχικό, καθώς
τους δημιουργούνται συναισθήματα αυτοπεποίθησης και ασφάλειας. Παράλληλα, όταν αντλούνται δι
δάγματα από το παρελθόν και υιοθετούνται οι δοκιμασμένες αξίες του, υπάρχει κάποιος οδηγός για
το παρόν και για το μέλλον. Τέλος, η παράδοση αποτελεί το πιο βασικό στοιχείο της εθνικής ταυτότη
τας ενός λαού και σημαντικό παράγοντα για την ενότητα του.
16. Εχθροί της παράδοσης:Ο αστικός τρόπος ζωής, η στροφή από τη συλλογική ζωή στην προβολή
του ατομικού συμφέροντος και η παγκοσμιοποίηση με την εισβολή ξένων προτύπων ζωής οδήγη
σαν στην περιφρόνηση του λαϊκού πολιτισμού και στην ισοπέδωση ιδεών και αξιών.
17.Μοντέλα διδασκαλίας:
Το πρώτο έχει να κάνει με την εφαρμογή των αρχών του «σχολείου εργασίας», ενός σχολείου που
δεν είναι απομονωμένο από τη ζωή και την κοινωνία, που δεν περιορίζει την απόκτηση γνώσεων
στους τοίχους του σχολικού περιβάλλοντος, αλλά ενθαρρύνει τους μαθητές σε δραστηριότητες που
ξεφεύγουν από τα όρια του τυπικού αναλυτικού προγράμματος και τους καλλιεργεί δημιουργικά ενδ
ια
φέροντα, ώστε να εφαρμόζουν στην πράξη τη θεωρητική γνώση.Στο σχολείο αυτό, πέρα από τον
τρό
πο απόκτησης των γνώσεων και ως προς τη σχέση μαθητή-δασκάλου, οι μαθητές δε φοβούνται το
δάσκαλο, τον βλέπουν ως συνεργάτη και σύμβουλο και εκδηλώνονται μπροστά του με αυθορμητι
σμό και ειλικρίνεια, ενώ ο δάσκαλος συμπεριφέρεται στους μαθητές με οικειότητα και κατανόηση,
δεν
είναι απόμακρος και αυστηρός, δεν παρουσιάζεται ως αυθεντία, αλλά σέβεται την προσωπικότητα
του μαθητή και παράλληλα δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα, χρησιμοποιώντας το διάλογο αντί
για
την αυταρχική επιβολή των απόψεων του.
Το δεύτερο μοντέλο είναι αυταρχικό δίνεται συνοπτικά με τη φράση: Αλλά ήξεραν πολύ καλά από κα τάλογο, άγριες ή φαρμακερές φωνές και τρεμούλες. Το σχολείο αυτό έχει δασκάλους σκυθρωπούς
και αυστηρούς, με συμπεριφορά αντιπαιδαγωγική, δηλαδή σκληρή, προσβλητική και αυταρχική. Ο
δάσκαλος καταπιέζει τους μαθητές και επιβάλλεται με την απειλή του βαθμού και την άσκηση βίας (ξυλοδαρμός) προβάλλοντας τον εαυτό του ως αυθεντία. Οι μαθητές από την πλευρά τους τον τρέ
μουν από το φόβο τους και αισθάνονται ασφυχτικά και αποπνιχτικά, σαν φυλακισμένοι, ενώ η μό
νη δραστηριότητα που τους επιβάλλεται είναι η στείρα απομνημόνευση ξερών και άψυχων γνώσεων
μέσα στο απομονωμένο από τη ζωή και την κοινωνία περιβάλλον του σχολείου
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ
ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Αιμίλιος, ή Περί Αγωγής λέγεται ένα έργο του διαφωτιστή Ζαν Ζακ Ρουσσώ που γράφτηκε το 1762.
Σε αυτό υποστήριξε ότι η εκπαίδευση πρέπει να βασίζεται στην προσωπική αναζήτηση του διδασκό
μενου και μόνο. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να λειτουργεί σαν αυθεντία, αλλά χρειάζεται μόνο να θέτει ερωτήματα και να οδηγεί το μαθητή στην ανακάλυψη των απαντήσεων.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Το δημοκρατικό σχολείο οφείλει να παρέχει στους μαθητές του δικαιώματα, όπως: ελευθερία, δικαιο
σύ
νη, ισότητα ευκαιριών, αυτονομία, συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων και να τους καλλιεργεί κοινωνι
κές και πολιτικές δεξιότητες, όπως: ανάληψη ευθυνών, συνεργασία, κοινωνικότητα, αλληλοκατανόη
ση, ενσυναίσθηση, ελεύθερη έκφραση απόψεων και δημοκρατική λήψη απόφασης.
Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις του Σχολείου Εργασίας, που ως μια διδακτική μέθοδος απορρίπτειτην
παθητική στάση των μαθητών, εξασφαλίζει την αυτενέργειά τους και τους οδηγεί αποτελεσματικότε
ρα
στην έννοια της αυτοαγωγής και της αυτοδιοίκησης, ενέπνευσαν τον Αλέξανδρο Δελμούζο, ο οποίος
το 1923 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Μαρασλείου Διδασκαλείου και επιχειρεί να εφαρμόσει στη
διδακτική πράξη τις αρχές του Σχολείου Εργασίας και να οργανώσει την πρώτη Σχολική Κοινότητα
στην Ελλάδα.
ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Όλοι οι λαοί με ιστορία έχουν να παρουσιάσουν και δημιουργήματα λαϊκής παράδοσης. Η ελληνική
παράδοση (τέχνη) είναι ιδιαίτερα σημαντική και παρουσιάζει δείγματα σε πολλούς τομείς όπως η Αρ
χιτεκτονική που περιλαμβάνει και άλλες τέχνες (π.χ. ξυλουργική, ξυλογλυπτική, λιθογλυπτική, σιδηρου
ργική, μεταλλοτεχνία, κεραμική, ζωγραφική). Λαϊκή τέχνη επίσης δημιουργήθηκε στους κλάδους της χειροτεχνίας και της διακοσμητικής (υφαντική, κεντητική, αργυροχοΐα αργυροχρυσοχοΐα).
Η ελληνική λαϊκή παράδοση αντλεί τα θέματά της από την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, τα ήθη
και τα έθιμά τους, τη θρησκευτική ζωή και το φυσικό περιβάλλον.
Ενδεικτικά θα αναφερθούμε σε μερικά από τα στοιχεία της λαϊκής μας παράδοσης. Συγκεκριμένα
στον τομέα της Αρχιτεκτονικής το παραδοσιακό σπίτι συναντάται με πολλές μορφές ανάλογα με την
περιοχή (π.χ. Πελοπόννησος, Μακεδονία, νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου), το φυσικό περιβάλλον,
τις κλιματολογικές συνθήκες και την κοινωνικοοικονομική θέση των ανθρώπων. Πέρα από τον τρό
πο κατασκευής και τη διαρρύθμιση του σπιτιού, ο,τιδήποτε υπάρχει μέσα σ αυτό, όπως έπιπλα,
τζάκι, διακοσμητικά αντικείμενα, ξύλινα και πήλινα σκεύη, χάλκινα και ορειχάλκινα στολίδια, υφάσμα
τα οικιακής χρήσης, αποτελούν έργα τέχνης δουλεμένα με αγάπη και μεράκι.
Όσον αφορά τον τομέα της ενδυμασίας η ελληνική παραδοσιακή φορεσιά παρουσιάζει μία μεγάλη
ποικιλία ανάλογα με την περιοχή (νησιωτική, ηπειρωτική Ελλάδα), τη χρήση (καθημερινή, γιορτινή, κοριτσίστικη, νυφική, γεροντική), το επάγγελμα, την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση.
Η φορεσιά επίσης διακρίνεται σε ανδρική και γυναικεία. Και οι δύο τύποι φορεσιών αποτελούνται
από πολλά κομμάτια. Εκείνη όμως που παρουσιάζει μεγαλύτερη ποικιλία και ενδιαφέρον είναι η γυνα
ικεία φορεσιά. Ξεχωρίζει για την ποικιλία των υφασμάτων, τους συνδυασμούς των χρωμάτων, τις γού
νες, τα κεντήματα με σχέδια παρμένα από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο.
Τέλος τα κοσμήματα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της φορεσιάς. Βασικά υλικά για την κατα
σκευή τους ήταν κυρίως το ασήμι, αλλά και ο χρυσός που τον χρησιμοποιούσαν για επιχρύσωση,
ο ορείχαλκος ή ο σκέτος χαλκός, οι φυσικές σκληρές πέτρες όπως οι αχάτες και τα κοράλλια και τα
σμάλτα.
Συμπερασματικά θα λέγαμε η ελληνική παραδοσιακή τέχνη παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, απο
τελεί βασικό στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας και είναι απαραίτητο να τη διατηρήσουμε.
Μετά την ανάλυση του διγήματος του Γιώργου Ιωάννου,οι μαθητές γράφουν για
τον ιδανικό δάσκαλο:
Ο ιδανικός δάσκαλος θα ξεκινήσει τη μέρα του αισιόδοξα, περιμένο ντας με ανυπομονησία τη στιγμή να διδάξει - και παράλληλα να διδα χθεί, επειδή το πτυχίο που έχει κορνιζαρισμένο πάνω από το γραφείο του είναι απλά ένα χαρτί, και δεν επιβεβαιώνει πως γνωρίζει τα πά ντα-.Θα κάνει ερωτήσεις στους μαθητές του και εξετάζοντας τις διαφο ρετικές απαντήσεις τους, θα θέσει άλλες ερωτήσεις στον εαυτό του. Θα πειραματισθεί, θα βρει εάν κάπου υπάρχει λάθος και θα δει το πρόβλη μα από άλλες οπτικές γωνίες-αυτές των μαθητών-.Θα μοιρασθεί μαζί τους τις σκέψεις και τις υποθέσεις του και αν χρειαστεί θα κάνει τις απαραίτητες διευκρινίσεις. Αφού βεβαιωθεί πως όλες οι απορίες λυ θούν ,θα προχωρήσει μαζί με τους μαθητές του σε νέες απορίες να λύ σουν. Θα κάνει το μάθημα πιο διασκεδαστικό και φιλικό σε αυτούς βά ζοντάς τους να δουλέψουν σε ένα θέμα άλλοτε ατομικά και άλλοτε ομαδικά. Θα σεβασθεί την προσπάθεια του καθένα από αυτούς και θα τους παροτρύνει για άλλη μια, καλύτερη τη φορά. Θα αφήσει καμιά φορά τους μαθητές να πιστέψουν πως ξεχάστηκε και άλλαξε το θέμα συζήτησης, κάνοντάς το λιγότερο τυπικό και ουδέτερο, κρατώντας μια ακόμα πιο φιλική και παρεΐστικη στάση προς αυτούς, έχοντας πάντα όμως τον έλεγχο και τον κατάλληλο σεβασμό.
Γιασεμή Κιοσέογλου
Ο ιδανικός καθηγητής ξεχωρίζει από την αγάπη του στους μαθητές
του. Έχει υπομονή και χαμογελάει ειλικρινά προσπαθώντας να κάνει
το μάθημα του ενδιαφέρον. Θα ήθελα να ασχολείται με τους μαθητές
του και να αποδέχεται τα λάθη τους. Επαινει και της πιο μικρές επιτυ
χίες τον μαθητών του και κάποιες φορές γελάει με τα αστεία τους. Τέ
λος ο ιδανικός καθηγητής πρέπει να συμπεριφερεται ισοτιμα στους μα
θητές του δίνοντας ευκαιρίες σε όλους και να τους καθοδηγεί με χρήσι
Στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η μάνα (1934) της Αμερικανίδας Περλ Μπακ περιγράφονται η καθημερινή ζωή και οι ασχολίες μιας μητέρας που συντηρεί με την αδιάκοπη εργασία και τη σταθερή αφοσίωσή της τη φτωχή αγροτική της οικογένεια. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κίνα των αρχών του εικοστού αιώνα και επικεντρώνεται στη μορφή της μητέρας, η οποία, πρότυπο αγάπης, κατανόησης και προσφοράς, στηρίζει την παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια.
Έχει καμιά διαφορά η μια μέρα από την άλλη κάτω από τον ουρανό για μια μάνα; To πρωί η μάνα ξύπνησε και σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει η αυγή, κι ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα πουλερικά* και το γουρούνι, πήγε το νεροβούβαλο μέσα στο μαντρί, και καθάρισε όσες βρομιές είχαν κάνει τη νύχτα, τις μάζεψε και τις έκανε ένα σωρό, σε μια γωνιά του μαντριού. Ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη ξαπλωμένοι, πήγε στην κουζίνα, άναψε τη φωτιά και έβρασε το νερό για να πιούνε ο άντρας και η γριά όταν σηκώνονταν, και λίγο από αυτό το έριξε σε μια ξύλινη λεκάνη για να δροσίσει λίγο και να μπορέσει να πλύνει τα μάτια του κοριτσιού.
Κάθε πρωί τα μάτια του κοριτσιού ήταν σφιχτά κλεισμένα και δεν μπορούσε να δει καθόλου ώσπου να του τα πλύνει. Στην αρχή το παιδί φοβόταν, όπως και η μάνα, αλλά η γριά σφύριξε:*
«Έτσι ήμουνα κι εγώ, σαν ήμουνα μικρή, μα δεν πέθανα!».
Τώρα το είχαν συνηθίσει και ήξεραν ότι δε σήμαινε τίποτε έξω από το ότι κάμποσα παιδιά ήταν έτσι κι ότι δεν πέθαναν από αυτό. Μόλις που είχε ρίξει νερό στη λεκάνη, όταν πρόβαλαν τα παιδιά, το αγόρι κρατώντας το κορίτσι από το χέρι. Είχαν βγει συρτά από το κρεβάτι χωρίς να κάνουν θόρυβο, χωρίς να ξυπνήσουν τον άντρα που έτρεμαν το θυμό του, γιατί παρ' όλους τους καλούς και κεφάτους τρόπους που είχε, όταν ήθελε να είναι κεφάτος και καλός, ο άντρας ήταν ικανός να θυμώσει και να ταξυλοφορτώσει* άγρια αν τον ξυπνούσαν πριν από την ώρα του. Τα δυο τους στέκονταν βουβά στην πόρτα κοιτάζοντας τη μάνα και το αγόρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του και χασμουριόταν, αλλά το κοριτσάκι καθόταν υπομονετικά περιμένοντας, με τα μάτια σχεδόν κατάκλειστα. Ύστερα η μάνα σηκώθηκε βιαστικά και παίρνοντας την γκρίζα πετσέτα που ήταν κρεμασμένη σ' έναν ξύλινο γάντζο, βούτηξε τη μια της άκρη στη λεκάνη και σιγά σιγά καθάρισε τα μάτια του κοριτσιού. Το παιδί κλαψούρισε, χωρίς να βγάζει ήχο από το στόμα του, μόνο με την ανάσα του, και η μάνα αναλογίστηκε, όπως κάθε πρωί:
«Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχάσω την αλοιφή για τα μάτια αυτού του παιδιού. Κάποτε πρέπει να φροντίσω και γι' αυτό. Αν δεν το ξεχάσω όταν πουληθεί το φορτίο με το άχυρο του ρυζιού, την άλλη φορά, θα του πω να πάει σ' ένα μαγαζί με φάρμακα - υπάρχει κάποιο κοντά στην πύλη στα δεξιά, κατηφορίζοντας σ' ένα μικρό δρομάκι».
Εμμανουήλ Ζαΐρης, Οι σιδερώστρες (λεπτομέρεια)
Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας πρόβαλε στην πόρτα φορώντας τα ρούχα του. Χασμουρήθηκε δυνατά κι ύστερα έξυσε το κεφάλι του. Εκείνη είπε φωναχτά τη σκέψη της:
«Όταν θα πας να πουλήσεις αυτό το δεμάτι με το άχυρο του ρυζιού, να πας και σε κείνο το μαγαζί που είναι κοντά στην Πύλη του Νερού και να ζητήσεις καμιά αλοιφή ή κανένα άλλο φάρμακο για πονεμένα μάτια σαν και τούτα».
Όμως ο άντρας ήταν ακόμα βαρύς από τον ύπνο κι απάντησε θυμωμένα:
«Και γιατί να ξοδέψουμε από το λίγο έχει μας για πονεμένα μάτια, αφού δε θα πεθάνει ποτέ από δαύτα.* Είχα κι εγώ πονεμένα μάτια όταν ήμουνα μικρός κι ο πατέρας μου ποτέ του δεν ξόδεψε τα λεφτά του για μένα, μόλο που* ήμουνα ο μοναδικός γιος που του είχε απομείνει».
H μάνα, καταλαβαίνοντας πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να μιλήσει, δεν είπε τίποτε παραπάνω και πήγε να του βάλει το νερό του. Ήταν όμως κάπως θυμωμένη και δεν του το έδωσε στο χέρι, αλλά το άφησε στο τραπέζι για να το πάρει μόνος του, αλλά δεν είπε τίποτα και ξέχασε την υπόθεση, για την ώρα. H αλήθεια ήταν ότι πολλά παιδιά είχαν πονεμένα μάτια, και γίνονταν καλά όταν μεγάλωναν, όπως και ο άντρας, που, μόλο που τα μάτια του είχαν κάτι σημάδια γύρω από τα βλέφαρα, που φαίνονταν, αν τα κοίταζε κανένας κατά πρόσωπο, έβλεπε καλά όταν δεν ήταν πολύ μικρό εκείνο που περιεργαζόταν. Δεν ήταν όμως από κείνους τους μορφωμένους που ζούνε με τα βιβλία και πρέπει να βλέπουνε καλά, κι έτσι αυτό δεν είχε σημασία.
Ξάφνου η γριά αναταράχτηκε και φώναξε αδύναμα, και η μάνα τής έφερε ένα κύπελλο με ζεστό νερό, της το έδωσε να το πιει πριν σηκωθεί, και η γριά το ρούφηξε με θόρυβο και ρεύτηκε όλα τα κακά αέρια που έρχονταν από το άδειο στομάχι της, βόγκηξε λίγο και παραπονέθηκε για την ηλικία της, που την έκανε να νιώθει αδύναμη τα πρωινά.
H μάνα γύρισε στην κουζίνα κι άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό, και τα παιδιά κάθισαν κοντά της πάνω στο χώμα περιμένοντας κουβαριασμένα γιατί το πρωί ήταν κρύο. Το αγόρι σηκώθηκε στο τέλος και πήγε κοντά στη μάνα του που τάιζε τη φωτιά, αλλά το κορίτσι έμεινε μόνο του. Ξαφνικά ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους ανατολικούς λόφους και το φως ξεχύθηκε σε μεγάλες φωτεινές αχτίνες, που έπεσαν πάνω στα μάτια του παιδιού κι εκείνο τα έκλεισε αμέσως. Άλλοτε θα έκλαιγε, αλλά τώρα πήρε μόνο μια βαθιά ανάσα, όπως θα έκανε ένας μεγάλος, και κάθισε φρόνιμο με τα βλέφαρα σφιχτά κλεισμένα και δεν κουνήθηκε καθόλου μέχρι που ένιωσε τη μάνα του να του βάζει μπροστά του μια γαβάθα* με φαγητό.
Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ' άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ' ορκίζομαι».
Όταν της περίσσευε λίγος χρόνος, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χωριουδάκι, αυτή που ήταν να γεννήσει κι εκείνη που θρηνούσε ένα παιδί που είχε χάσει, ή μια άλλη που είχε κάποιο σχέδιο να κεντήσει ένα λουλούδι πάνω σε παπούτσι ή κανένα καινούριο τρόπο για να κοπεί ένα πανωφόρι. Ήταν και μέρες που πήγαινε στην πόλη για να πουλήσει σπόρο ή λάχανα μαζί με τον άντρα της, κι εκεί στην πόλη μπορούσες να δεις περίεργα πράγματα και να τα σκεφθείς, αν βέβαια περίσσευε χρόνος για σκέψη. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν από κείνες που μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένες με τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Εκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά όλο τον πόθο του άντρα, να πιάνει παιδί μ' αυτόν, να ξέρει ότι μια ζωή μεγαλώνει μέσα στο ίδιο της το κορμί, να νιώθει αυτή την καινούρια σάρκα να παίρνει μορφή και να μεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της. Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της. Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.
Αυτή τη μέρα, αφού έφαγε ο άντρας, κι αφού στέναξε, πήρε το σκαλιστήρι* του και ξεκίνησε κάπως άκεφα, όπως το συνήθιζε πάντα, για το χωράφι, κι εκείνη καθάρισε τις γαβάθες, έβαλε τη γριά να καθίσει στον ήλιο, κάτω από τη ζεστασιά του, και πρόσταξε τα παιδιά να μην παίζουν κοντά στη γούρνα.* Ύστερα πήρε το σκαλιστήρι της και ξεκίνησε κι εκείνη σταματώντας μια δυο φορές για να κοιτάξει πίσω της. H αδύναμη φωνή της γριάς μόλις που ακουγόταν και η μάνα χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η γριά ήταν να προσέχει την πόρτα και το έκανε με περηφάνια. Μόλο που ήταν γριά και μισότυφλη, μπορούσε να διακρίνει αν πλησίαζε κανένας που δεν έπρεπε και θα έμπηγε αμέσως τις φωνές. Ήταν ενοχλητική γριά και οι ενοχλητικοί γέροι είναι χειρότεροι κι από τα παιδιά, γιατί δεν μπορείς να τους χαστουκίσεις όπως τα παιδιά. Κι όμως, όταν η γυναίκα του ξαδέρφου είπε κάποτε: «Θα είναι πολύ καλό για σένα να πεθάνει αυτό το γέρικο πράμα, που είναι τόσο γερασμένο και στραβό, κι όλο πόνους και γκρίνια για το φαγητό», η μάνα είχε απαντήσει με τον ήρεμο τρόπο που έπαιρνε όταν ένιωθε κάποτε κρυφή στοργή: «Ναι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη ακόμα, για να μας φυλάει την πόρτα, κι ελπίζω ότι θα ζήσει μέχρι που να μεγαλώσει λίγο το κορίτσι».
Ναι, η μάνα ποτέ της δεν μπορούσε να κάνει την καρδιά της να σκληρύνει απέναντι σε μια γριά σαν κι εκείνη. Είχε ακούσει για γυναίκες που περηφανεύονταν ότι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στα σπίτια τους ενάντια στις πεθερές τους και πως δεν μπορούσαν να ανεχτούνε τον κακό τους τρόπο. Όμως σ' αυτή τη νεαρή μάνα, η γριά φαινότανε σαν να ήτανε ένα ακόμα παιδί της, ολότελα ξεμωραμένο,* που ήθελε τούτο και το άλλο, όπως τα παιδιά. Έτσι καμιά φορά τής φαινόταν κουραστικό να τρέχει εδώ κι εκεί πάνω στους λόφους την άνοιξη, ψάχνοντας να βρει ένα χόρτο που πολύ το 'χε πεθυμήσει η δύστυχη γριά, όμως, όταν έφτασε κάποιο καλοκαίρι κι έπεσε βαριά διάρροια στο χωριό, τόσο βαριά που πέθαναν δυο ολόγεροι άντρες, μερικές γυναίκες και πολλά μικρά παιδιά, και η γριά ήταν του θανατά, ή τουλάχιστον έτσι τους φαινόταν, αγόρασαν το καλύτερο φέρετρο που μπόρεσαν να βρουν και το ετοίμασαν. Η γριά όμως δεν πέθανε και η νεαρή μάνα ένιωσε αληθινή χαρά όταν την είδε πως γαντζώθηκε στη ζωή και κατάφερε να ζήσει. Ναι, μόλο που η σκληρόπετση* γριά είχε λιώσει δυο νεκρικά φορέματα, η μάνα ήταν ευτυχισμένη που ζούσε ακόμα. Όλο το χωριό το είχε για αστείο το πώς κρεμόταν στη ζωή. Το κόκκινο ρούχο που είχε φτιάξει η μάνα για να τη θάψει, το φορούσε κάτω από το γαλάζιο, όπως ήταν έθιμο σ' εκείνα τα μέρη, μέχρι που να λιώσει και να πεταχτεί και η γριά ανυπομονούσε και δεν αισθανότανε καλά ώσπου η μάνα τής ετοίμασε καινούριο. Και τώρα, φορούσε αυτό το δεύτερο χαρούμενη κι αν κανένας τής φώναζε: «Ακόμα εδώ είσαι, γριούλα;», απαντούσε κεφάτα: «Ναι, εδώ είμαι και φοράω τα καλά μου νεκρικά φορέματα. Εκείνα λιώνουν, εγώ ζω. Τα λιώνω και ούτε που ξέρω πόσα θα λιώσω ακόμα».
Και η γριά γελούσε καθώς σκεφτόταν πόσο όμορφο αστείο ήταν που ζούσε και που δεν έλεγε να πεθάνει.
Τώρα, κοιτάζοντας πίσω, η μάνα χαμογέλασε κι άκουσε τη φωνή της γριάς: «Ησύχασε, καλή μου κόρη — εγώ είμαι εδώ και φυλάω την πόρτα».
Ναι, θα της λείψει πολύ όταν θα πεθάνει αυτή η γέρικη ψυχή. Αλλά τι σημασία έχει που θα της λείψει; Η ζωή ερχόταν κι έφευγε την ορισμένη ώρα και δεν μπορείς να ελπίζεις πως θα ξεφύγεις από την ώρα σου.
Κι έτσι η μάνα συνέχισε ήσυχη το δρόμο της.
Π. Μπακ, Η μάνα,
μτφρ. Κώστας Κυριαζής, Πάπυρος
*πουλερικά: τα εκτρεφόμενα πτηνά *σφύριξε: σχολίασε (εδώ μεταφορικά) *να τα ξυλοφορτώσει: να τα δείρει *δαύτα: λαϊκή λέξη, αυτά *μόλο που: αν και, μολονότι *γαβάθα: βαθύ πιάτο *σκαλιστήρι: εργαλείο για το σκάλισμα του χωραφιού *γούρνα: λάκκος, όπου μαζεύεται νερό *ξεμωραμένο: αυτό που έχει χάσει τη λογική, έχει επανέλθει στην παιδική ηλικία *σκληρόπετση: ανθεκτική
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1
Ποια προβλήματα αντιμετωπίζει η οικογένεια και με ποιον τρόπο η μάνα προσπαθεί να τα επιλύσει;
2
Κάθε πρόσωπο της οικογένειας έχει την αγάπη και τη φροντίδα της μάνας. Πώς εκδηλώνει τη στοργή της στο καθένα;
3
Πώς αξιοποιεί η μάνα το λιγοστό ελεύθερο χρόνο της;
4
Πώς αντιμετωπίζει ο κοινωνικός περίγυρος τη γριά; Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη γριά και τη μάνα;
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
♦
Συγκρίνετε τις συνθήκες ζωής και εργασίας της Κινέζας μάνας με το σύγχρονο τρόπο ζωής της δικής σας μητέρας. Παρατηρήστε με ποιον τρόπο μοιράζονται οι διάφορες εργασίες ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Συγκρίνετε αυτή την κατανομή με την κατάσταση που υπάρχει σήμερα σε μια οικογένεια που ζει στην πόλη ή στο χωριό.
♦
Διαβάστε το κείμενο σε ηλικιωμένους ανθρώπους της οικογένειας ή του κοινωνικού σας περίγυρου που έχουν ζήσει ή ζουν σε χωριό και ζητήστε τους να βρουν αντιστοιχίες με εμπειρίες ή αναμνήσεις από τη δική τους οικογένεια.
Περλ Μπακ (1892-1973)
Αμερικανίδα συγγραφέας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1938. Ιδιαίτερα γνωστή έγινε από τα μυθιστορήματά της που περιγράφουν τη ζωή στην Κίνα στις αρχές του εικοστού αιώνα και ιδίως από το βιβλίο της Καλή γη (1931) στο οποίο περιγράφονται οι δυσκολίες μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας που αγωνίζεται να αποκτήσει γη και να βελτιώσει την κοινωνική της θέση. Έγραψε επίσης διηγήματα και μυθιστορήματα: Το σπίτι της γης (1935), Δράκου γέννα (1942), Αρχοντική γυναίκα (1936), Το παιδί που ποτέ δεν μεγάλωσε (1950) κ.ά.