Γιάννης Ρίτσος, 1909-1990
Αφορισμοί
Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νε κρούς του. |
Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει. |
Γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; («Ο Γέροντας με τους Χαρταϊτούς») |
Στίχοι
Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σα να μη το ’χω… («Μονόχορδα») |
Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο, Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου. |
Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω. Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ᾿ εμένα. (από το «Σάρκινο λόγο του Γιάννη Ρίτσου») |
Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα. άρεσε σε 264 |
Να είμαστε έτοιμοι κάθε ώρα είναι η δική μας ώρα. άρεσε σε 255 |
Εμείς δεν ξέρουμε τι είναι η ομίχλη. Εμείς που λες όλα τα φτιάχνουμε στο φως. «Γειτονιές του Κόσμου» άρεσε σε 195 |
Να λείπεις –δεν είναι τίποτα να λείπεις. Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο. «Γειτονιές του Κόσμου» άρεσε σε 163 |
Ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θε ού. (από τη «Ρωμιοσύνη») άρεσε σε 154 |
Γέλα, καρδιά μου, γέλα. Βρες χρόνο να γελάς, αυτό είναι η μουσική της ψυχής. άρεσε σε 153 |
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες, πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια. άρεσε σε 148 |
Πώς γίνεται οι άλλοι να ορίζουν λίγο-λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν κι εμείς να το δεχόμαστε; άρεσε σε 143 |
Έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει . άρεσε σε 137 |
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε. άρεσε σε 136 |
Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησέ με νάρθω μαζί σου. («Η Σονάτα του Σεληνόφωτος») άρεσε σε 124 |
Αυτά που χάθηκαν, αυτά που δεν ήρθαν μην τα κλαις. Αυτά που τα ‘χες και δεν τα ‘δωσες κλάφ’ τα. άρεσε σε 123 |
Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή τού ψω μιού… «Η γέφυρα» άρεσε σε 122 |
Μάθε ν’ αγαπάς αυτούς που δεν πληγώνουν την αγάπη. άρεσε σε 120 |
Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος του– τότε, από που θενά μην περιμένουμε έλεος. (από το ποίημα «Ο χώρος του ποιητή», συλλογή «Δώδεκα ποιήματα για τον Καβάφη») άρεσε σε 103 |
Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις Το άλλο νόημά τους. άρεσε σε 93 |
Για να φτάσεις να πεις την αλήθεια, θα πρέπει –λέει– να μην περιμέ νεις πια τίποτα. άρεσε σε 81 |
Κανένας δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου , τα χέρια μου, τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης. άρεσε σε 79 |
Αυτό που κρύβουμε είναι αυτό που πιότερο μας φανερώνει. άρεσε σε 78 |
Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο. («Ρωμιοσύνη») |
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω. («Αποχαιρετισμός») |
Άλλα του πήραν, άλλα τα ‘δωσε. Απ’ τις απώλειες Θησαυρίζει τώρα. («Μονόχορδα») |
Αρκεί. Μονάχοι μας φθειρόμαστε πιότερο απ’ όσο μας φθείρουν τα γεγονότα κι ο χρόνος. |
Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος για μια συνάντηση πολλές φορές ματαιωμένη και τότε είναι μια λέξη αληθινή, που επιμένει στη συνάντηση. Το νόημα της απλότητας, «Παρενθέσεις» |
Η νύχτα πάντα πίσω απ’ τις σελίδες μου. Γι αυτό Και λάμπουνε τόσο πολύ τα γράμματά μου. |
Βαθύ, βαθύ το δάσος της γεροντικής ερήμωσης. «Κυκλική Δόξα» |
Με την ελπίδα μιας στιγμής, μας χρέωσαν όλο το μέλλον. («Μονόχορδα») |
Μονάχα το χαμόγελό σου ένας ρόδινος κρίκος να πιαστώ. Κράτησέ με. (από τη συλλογή Πρωϊνό άστρο -1955- αφιερωμένη στη νεογέννητη κόρη του Έρη) |
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι, κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό. Κοιμήσου. (από τη συλλογή Πρωϊνό άστρο,1955 —αφιερωμένη στη νεογέννητη κόρη του Έρη) |
Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχί ζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου. («Ελένη») |
Και να δεις, ο Θεός θα μας αγαπήσει, θα μας βάλει να κάτσουμε στα πόδια του και θα χαμογελάει γλυκά καθώς εμείς θα στολίζουμε τα μακριά, τα μακριά μουστάκια του με μαργαρίτες. |
Εκείνος άκουγε την πεταλούδα που γυρνούσε στο ποτήρι του ψυχο σάββατου και την κόρη του ψαρά που άλεθε στο μύλο του καφέ την ησυχία. («Απουσία») |
Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα-ήσυχα κι απλά. Καταλαβαινόμαστε τώρα ― δε χρειάζονται περισσότερα. (από το «Καπνισμένο τσουκάλι») |
Καλό προσωπείο, σε δύσκολους καιρούς, ο μύθος. («Μονόχορδα») άρεσε σε 30 |
Αν δεν υπήρχε ο θάνατος ποιος γλύπτης, ποιος ποιητής θα δούλευε για την αθανασία; («Μονόχορδα») άρεσε σε 30 |
Δε μας εξευτελίζουν οι μικρές ανάγκες μας, Αυτές μας σώζουν μάλιστα, μας δίνουν ένα έδαφος πάλι να πατήσουμε, να μείνουμε όρθιοι, να δουλέψουμε, κ' η γνώση τους κ' η αποδοχή τους είναι η νέα αδελφοσύνη μας, είναι η αρχή της βαθειάς ελευθερίας μας. («Η Γέφυρα») άρεσε σε 29 |
Άξιζε να υπάρξουμε, για να συναντηθούμε.. άρεσε σε 27 |
Μια κίνηση του τρυφερού χεριού σου έσβησε μεμιάς όλο το μαύρο. άρεσε σε 25 |
Άνεμε, που με γύμνωσες, μου ‘γινες το μοναδικό μου ρούχο. («Μονόχορδα») άρεσε σε 21 |
Ένα κορίτσι τού κούμπωνε αργά το σακάκι του – αυτός κοιτούσε αλλού χαμογελώντας τη μεγάλη απόσταση. («Απουσία») άρεσε σε 14 |
Τα μαλλιά μου δε θέλω να τα κόψω, –εδώ πάνω συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. άρεσε σε 14 |
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακά σκουριά δεν πιάνει. άρεσε σε 13 |
Η αρετή μας είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα. άρεσε σε 12 |
Με πέτρες λιθοβολισμών το ‘στησα ετούτο το μνημείο. άρεσε σε 5 |
Αλήθεια, τι πήρες; τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις. Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη την είπαν ο έρωτας και η επα νάσταση. Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. («Στο νοσοκομείο» από τη συλλογή Τα αρνητικά της σιωπής) |