Γιάννης Ρίτσος «Η σονάτα του σεληνόφωτος» (ανάλυση)
Το 1956 ο Γιάννης Ρίτσος γράφει την πρώτη -και ίσως ωραιότερη- εκτενή ποιητική σύνθε
ση από τις 17 της Τέταρτης Διάστασης, που αναδείχθηκε σ’ ένα από τα πιο αγαπημένα
ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας∙ τη σονάτα του σεληνόφωτος, για την οποία και
έλαβε το κρατικό βραβείο ποίησης.
Ο τίτλος του ποιήματος, που παραπέμπει στις αντίστοιχες δημοφιλείς συνθέσεις της ευρω
παϊκής μουσικής, οι οποίες διαρθρώνονταν σε δυο έως τέσσερα μέρη και γράφονταν για ένα ή
δύο εκτελεστές, αναφέρεται στη διάσημη σονάτα του Λούντβιχ Μπετόβεν, το πρώτο μέρος
της οποίας συνοδεύει την ιδιαίτερη αυτή εξομολόγηση της Γυναίκας με τα μαύρα∙ μέρος κι
αυτό της σκηνοθεσίας του ποιήματος.
Ο τίτλος της ευρύτερης συλλογής, στην οποία εντάσσεται η σονάτα του σεληνόφωτος: «Τέ
ταρ
τη Διάσταση», αναφέρεται σαφώς στην έννοια του χρόνου∙ έννοια κεντρική για τις πε
ρισσότε
ρες ποιητικές συνθέσεις της συλλογής, καθώς το πέρασμα του χρόνου είναι αυτό που στενεύει
τα εναπομείναντα περιθώρια ζωής, φέρνει τη φθορά, και εν τέλει υποτάσσει και τους πλέον υ
ψηλόφρονες ανθρώπους.
Οι συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης έχουν παρόμοια μορφή∙ αποτελούν εξομολογη
τι
κούς
μονολόγους, ηρωικών κυρίως προσώπων από την ελληνική μυθολογία, μπροστά σ’ ένα άλλο
άτομο, που παραμένει όμως βουβό.
Το πρόσωπο που εξομολογείται αποτελεί ως ένα βαθμό προσωπείο του ίδιου του ποιητή,
ο οποίος κάνει αισθητή την πραγματική παρουσία του μό
νο στις σκηνοθετικές οδηγίες που συνοδεύουν τις ποιητικές αυτές συνθέσεις.
(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα
μαύρα, μιλάει σ’ ένα νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο
φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο – τρεις ενδιαφέ
ρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον
Νέο):
Η έμφαση που δίνεται στο φεγγαρόφωτο -ήδη από τον τίτλο- έχει ξέχωρη σημασία, αφού
σε
αντίθεση με το ζωογόνο φως του ήλιου που καλεί σε δράση, το σεληνόφως απαιτεί τον απο
λογισμό και την αναπόληση, απαιτεί την αναμέτρηση με το παρελθόν και την αξιολόγηση
της ζωής που πέρασε. Στην απολογιστική αυτή διάθεση εξωθείται η ηλικιωμένη ηρωίδα και α
πό την παρουσία του ωραίου νέου, που βρίσκεται, με την ακμή της ηλικίας του, στον αντίποδα
της δικής της φθοράς.
Τα μαύρα ρούχα και τα κλειστά φώτα υποδηλώνουν μια πένθιμη διάθεση, όπως αυτή αρμόζει ό
χι μόνο σ’ ένα κυριολεκτικό πένθος, αλλά και στη θλίψη που συνοδεύει το γήρας μιας ζωής που
δεν έλαβε την ικανοποίησή της∙ μιας ανεκμετάλλευτης και αδρανούς παρέλευσης των γόνιμων
χρόνων της νιότης.
«Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.» Το φως του φεγγαριού χαρα
κτηρίζεται αμείλικτο, υπό την έννοια πως ό,τι θα ακολουθήσει θα είναι μια δίχως υπεκ
φυγές και δίχως αποκρύψεις εξομολόγηση της ηρωίδας. Το αμείλικτο φως του φεγγαριού δεν
επιτρέπει την αίσθηση πως υπάρχουν περιθώρια άλλης αναβολής∙ η ηρωίδα οφείλει να μιλή
σει απόψε. Ενώ, η αναφορά στα δύο παράθυρα, έρχεται να τονίσει την παρουσία των δύο α
ντιθετικών καταστάσεων, του απελπισμένου γήρατος και της ελπιδοφόρας νεότητας.
«Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο – τρεις ενδιαφέρουσες ποιητι
κές συλλογές θρησκευτικής πνοής.»:
Η πρωτοπρόσωπη δήλωση παρουσίας του ποιητή-αφηγητή ακολουθείται από μια ειρωνικής
υφής αξιολόγηση της ποιητικής παραγωγής της η
ρωίδας. Οι δυο-τρεις απλώς ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές, που έχουν μάλιστα θρησκευ
τική θεματολογία, είναι ό,τι έχει καταφέρει να δημιουργήσει η Γυναίκα με τα Μαύρα∙
στοιχείο που υποδηλώνει την συντηρητικότητά της, αλλά και την απουσία ενός πιο ουσια
στικού κινήτρου ή μιας πιο πλούσιας πηγής ερεθισμάτων. Η λογοτεχνική της παραγωγή αντικα
τοπτρίζει επί της ουσίας τη στεγνή ζωή της.
Για την ταυτότητα της Γυναίκας με τα Μαύρα ή καλύτερα για το πρόσωπο που ενέπνευσε
τα
βασικά στοιχεία της ηρωίδας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μαρτυρία του ποιητή Δημήτρη
Δούκαρη: Ήταν τότε που είχε πεθάνει ο σύζυγος της Μελισσάνθης και μετά, από σαράντα μέρες
, μέσα στο βαρύ πένθος της μας είχε καλέσει με τη Ζωή Καρέλλη ένα βράδυ στο σπίτι της. Με
τα μαύρα κρόσσια παντού τριγύρω.
Με τις μαύρες γάτες που απόμειναν για συντροφιά στην
ευγενική ποιήτριά μας. Είχα συγκινηθεί με το πένθος της, με την επιμονή της να μας συνοδεύσει
«μέχρι πάρα κάτω». Και το «πάρα κάτω» δεν τελείωνε. Τότε πρόσεξα ένα τεράστιο φεγγά
ρι πάνω από την πλάτη της Μελισσάνθης. Είχαμε φτάσει πια στις σκάλες της οδού
Αντωνοπούλου.
Και τελικά η Μελισσάνθη επέστρεψε ολομόναχη, με την Πανσέληνο, στο σπίτι
της. Την άλλη μέρα το πρωί ταραγμένος και συνεπαρμένος τα ιστορούσα όλα αυτά τα περιστα
τικά στον Γιάννη Ρίτσο. Και το πραγματικό μαγικό χέρι του ποιητή τα μετέτρεψε στη «Σονάτα
του Σεληνόφωτος».
Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
πού ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η πρώτη στροφή του ποιήματος θέτει εξαρχής τον μελαγχολικό και πικρό τόνο της σύνθεσης.
Με σχήμα κύκλου η αρχική φράση ικεσίας επανέρχεται στο κλείσιμο της στροφής, αλλά θα
επαναληφθεί αρκετές φορές ακόμη, λαμβάνοντας το συνεκτικό χαρακτήρα μοτίβου.
Η ηρωίδα ικετεύει τον νεαρό να της επιτρέψει να τον ακολουθήσει∙ το πού δεν έχει σημασία, α
ρκεί να απομακρυνθεί από το πένθιμο σπίτι της, αρκεί να ξεφύγει από τη φθορά και τις μαται
ώσεις της ζωής της. Αφορμή γι’ αυτή την σχεδόν ερωτική ικεσία δίνει το φεγγάρι, το επιεικές
φως του οποίου θα αποκρύψει τα σημάδια του γήρατος.
Τα ασπρισμένα μαλλιά της ηρωίδας
θα φαίνονται -έστω και για λίγο- και πάλι χρυσά -μεταφορά∙ θα λάβουν εκ νέου το ξανθό
τους χρώμα, χάρη στο «καλό» φεγγάρι, που σε αντίθεση με την σκληρή καθαρότητα του ήλιου,
επιτρέπει την ψευδαίσθηση και την πρόσκαιρη εξαπάτηση.
Το φως του φεγγαριού, λοιπόν, κι η αίσθηση πως υπό το αδύναμο φως του θα μπορέσει να
φανεί και πάλι νέα, ωθεί τη γυναίκα να ικετεύσει τον νέο να την αφήσει να τον συνοδεύσει.
«Δε θα καταλάβεις», σχολιάζει, αγγίζοντας τα όρια της ταπεινωτικής παράκλησης∙ δε θα κατα
λάβει πως πλάι του έχει μια ηλικιωμένη γυναίκα∙ θα εξαπατηθεί κι εκείνος οικειοθελώς, επιτρέ
ποντας έτσι και σ’ εκείνη τη λυτρωτική αυταπάτη μιας -τελευταίας ίσως- βραδιάς, πως είναι
και πάλι νέα, πως έχει την ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή, ζώντας επιτέλους όσα εκούσια
στέρησε από τον εαυτό της.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.
Σε αντίθεση με τη θετική παρουσία του φεγγαριού έξω από το σπίτι, που θα της επιτρέψει να
μοιάσει και να αισθανθεί για λίγο νέα, στο εσωτερικό του σπιτιού το φεγγάρι έχει εντελώς
αρνητική επενέργεια.
Στο εσωτερικό του σπιτιού το σεληνόφως επιτρέπει στις φοβίες της μο
ναχικής γυναίκας να γίνουν πιο ζωντανές, επιτείνοντας τόσο την ανησυχία της όσο και την
οδύνη της ερημίας.
Οι σκιές μεγαλώνουν (1η εικόνα), αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες
(2η εικόνα) κι ένα δάχτυλο γράφει λησμονημένα λόγια στη σκόνη του πιάνου (3η εικόνα).
Με τις τρεις αυτές εικόνες δίνεται με έξοχη παραστατικότητα ο κόσμος των παραισθήσεων
που θέτει σε δοκιμασία την ηλικιωμένη γυναίκα που είναι αναγκασμένη να ζει μόνη της. Η
παραμικρή αντανάκλαση του φωτός κι η παραμικρή σκιά, λειτουργούν ως εφιαλτικά ερεθί
σματα που τρέφουν τον τρόμο του μοναχικού της βίου, στον οποίο κυρίαρχο ρόλο έ
χουν τα «φαντάσματα» του παρελθόντος∙ οι αναμνήσεις προσώπων που κάποτε υπήρξαν στη
ζωή της.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η 3η εικόνα,
η οποία φανερώνει την απόλυτη απροθυμία της γυναί
κας ν’ ακούσει τα λόγια του παρελθόντος∙ όσα θέλει να της πει και να της θυμίσει το πρόσωπο
του ξεχασμένου παρελθόντος ή ίσως κι η ίδια η συνείδησή της, εκείνη δεν θέλει να το ακούσει,
δεν θέλει να το θυμηθεί.
Η προστακτική «σώπα», που μοιάζει να απευθύνεται στην επίμονη ε
κείνη φωνή της μνήμης, είναι αποκαλυπτική για την απροθυμία της να φέρει ξανά στη σκέψη
της γεγονότα ή παραλείψεις της νεότητας.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η επαναφορά της ικετευτικής φράσης -εκ νέου με σχήμα κύκλου-, μας μεταφέρει στον εξωτε
ρικό χώρο, με σαφέστερους προσδιορισμούς αυτή τη φορά. Η ηρωίδα ζητά από το νέο να
την αφήσει να έρθει μαζί του μέχρι τη μάντρα του τουβλάδικου, μέχρι εκεί που μπορεί να
αντικρίσει την πολιτεία.
Οι αντιποιητικές φράσεις των τοπικών προσδιορισμών είναι σκόπιμες,
καθώς η πολιτεία είναι ένας χώρος υλικός, πραγματικός και με τη ζωτική της δύναμη ενάντι
ος σε καθετί αφηρημένο και λυρικό, όπως όλα εκείνα που κλονίζουν τη σκέψη της ηρωίδας
ποιήτριας όταν απομένει μόνη της στον εσωτερικό κόσμο της φθοράς και της αναπόλησης.
Η πολιτεία περιγράφεται με έννοιες που σχηματίζουν αντιθετικά ζεύγη, προκειμένου να αποδο
θεί η αντίθεση ανάμεσα στην τωρινή έλξη που της ασκεί η ενδεχόμενη θέαση της πολιτείας
και της απέχθειας που της προκαλούσε στο παρελθόν, οπότε και απέφυγε να βιώσει στην πλη
ρότητά τους όσα είχε να της προσφέρει.
Η πολιτεία, λοιπόν, είναι τσιμεντένια -κυριολεξία-,
αλλά και αέρινη -μεταφορά-, αφού η πραγματική της ουσία, η έννοια του ανθρώπινου κοινωνι
κού βίου χαρακτηρίζεται -αν ιδωθεί από τη μεριά της ηρωίδας- από το γοργό της πέρασμα, και
ακόμη περισσότερο από την αδυναμία να περιορίσει ή να προσδιορίσει κάθε μέλος της πολι
τείας.
Κάποτε, άλλωστε, κι η ηρωίδα υπήρξε μέλος αυτής της πολιτείας, «κατόρθωσε», όμως
, να ζήσει σε αυτή, χωρίς επί της ουσίας να βιώσει τίποτε το πραγματικό, τίποτε το στέρε
ο. Τα χρόνια της πέρασαν «αέρινα», χωρίς να αφήσουν τα ίχνη κάποιας αληθινής επίτευξης, δέ
σμευσης ή εμπειρίας.
Η ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο -μεταφορά- πολιτεία∙ η πολιτεία που έχει καλλωπιστεί α
πό το φως το φεγγαριού και φαντάζει λευκή, και άρα αγνή, παραμένει αδιάφορη -προσωπο
ποίηση- και άυλη -μεταφορά-.
Αδιάφορη, αφού είναι τέτοιο το πλήθος των ανθρώπων που
τη συναποτελούν, ώστε να καθίσταται τελικά εντελώς ασήμαντη, εντελώς αδιάφορη η κάθε ε
πιμέρους μονάδα.
Η πολιτεία δεν συγκινείται απέναντι στο πένθος, στη θλίψη ή στην απογοή
τευση του ενός∙ η πολιτεία, άλλωστε, είναι άυλη, όπως άυλα είναι εκείνα τα στοιχεία που
ορίζουν την ύπαρξη και τη λειτουργία της (κοινωνική συνύπαρξη, νόμοι, κανόνες κ.ά.).
Είναι, άρα, τόσο ιδιαίτερη η έννοια της πολιτείας, εφόσον απέναντι στην υλική της υπόσταση,
στο
τσιμέντο, στέκει η αφηρημένη της φύση, η ιδέα μιας κοινωνικής συνύπαρξης, ώστε καταλή
γει να είναι τόσο θετική σαν μεταφυσική -παρομοίωση-.
Η πολιτεία είναι τόσο δεδομένα υπαρκτή, ώστε μοιάζει σαν να μην υπάρχει, σαν να είναι μια
αφηρημένη και μόνο σύλληψη.
Η έντονη αυτή αντίθεση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία γίνεται πληρέστερα αντιλη
πτή, αν ιδωθεί από την οπτική του μεμονωμένου ατόμου∙ εδώ της ηρωίδας. Η πολυπληθής και
αδιάφορη πολιτεία επιτρέπει στο άτομο να ξεχαστεί σε τέτοιο βαθμό μέσα στο πολύβουο και
γεμάτο ζωή πλήθος της, ώστε να λησμονήσει πλήρως τη δική του φθορά, τη δική του ελλιπή
βίωση της ζωής. Το άτομο χάνεται μέσα στην ολοζώντανη και δραστήρια πολιτεία∙ ξεχνά
τις αποτυχίες και τις ελλείψεις του∙ ξεχνά το γεγονός πως το ίδιο έχει φθαρεί κι έχει φτάσει πια
κοντά στο τέλος του, αφού η αδιάκοπη ζωτικότητα της πολιτείας δημιουργεί μια ψευδαίσθηση
συνέχειας.
Σ’ αυτή τη λυτρωτική λήθη της πολιτείας θέλει, λοιπόν, να έρθει η ηρωίδα μαζί με τον νέο, για
να ξεχάσει και να ξεχαστεί, για να μην αφήνει πια στην επίγνωση του γήρατός της να τυραννά
τη σκέψη της.
Θα καθήσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού
μου
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κ’ έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η ηρωίδα περιγράφει στον νέο με τη χρήση μελλοντικού χρόνου τι θα κάνουν όταν απομα
κρυνθούν από το σπίτι.
Θα καθίσουν για λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα -εικόνα που
παραπέμπει σ’ ένα ανέμελο νεανικό ζευγάρι-, κι εκεί με τη βοήθεια του ανοιξιάτικου αέρα
θα μπορέσουν να φανταστούν ότι πετάνε.
Η επιθυμία αυτής της φανταστικής πτήσης υποδηλώνει την ανάγκη φυγής της ηρωίδας, την ανάγκη να απομακρυνθεί απ’ όλα τα στοιχεία τη πραγματικότητας που την καταπιέζουν και τη θλίβουν.
Η ηρωίδα, μάλιστα, αποκαλύπτει στον νέο πως η ιδέα αυτής της φανταστικής πτήσης την ακο
λουθεί καιρό, αφού ακόμη και τώρα, που έχει γεράσει, όταν ακούει το θόρυβο του φουστανιού
της, είναι σαν να ακούει δύο δυνατά φτερά που ανοιγοκλείνουν -παρομοίωση-.
Κι αν αφεθείς,
σχολιάζει, σε αυτόν τον ήχο, σ’ αυτή την αίσθηση, νιώθεις και πάλι το σώμα σου σφιχτό και νε
ανικό, νιώθεις πως αφήνεσαι στους μύες του -προσωποποιημένου- γαλάζιου αέρα και
στα δυνατά νεύρα του –προσωποποιημένου- ύψους.
Τόσο ο αέρας, όσο και το ύψος συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία επιστροφής στη νεότητα, που αναγεννά το σώμα, το κάνει σφιχτό και δυνατό, και επιτρέπει μια πτήση στην ασφάλεια της -νεανικής επίσης- δύνα
μής τους.
Ο αέρας και το ύψος συναινούν, συμμετέχουν και βοηθούν σε αυτή την υπέροχη πτήση, που
σε απομακρύνει -σκοπίμως ο ποιητής χρησιμοποιεί το β΄ πρόσωπο «νιώθεις», ώστε να μην
περιοριστεί αυτή η αίσθηση μοναχά στην ηρωίδα, αφού μπορεί να βιωθεί, και άρα αφο
ρά, κάθε πρόσωπο-, από τα προβλήματα, τους περιορισμούς και τις συμβάσεις της λογικής και
της πραγματικότητας.
Η δυνατότητα να πετάς στον αέρα είναι τόσο αυτόνομα λυτρωτική και αναζωογονητική, ώ
στε δεν έχει καμία σημασία ο προορισμός∙ δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις∙ ούτε πο
λύ περισσότερο έχει σημασία στο πλαίσιο αυτής της πτήσης το πέρασμα του χρόνου κι η
φθορά που επιφέρει. Δεν έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά της, σχολιάζει η ηρωίδα, ε
παναφέροντας το λόγο και το βίωμα σε πρώτο πρόσωπο.
Συνεχίζει, μάλιστα, στους παρενθετικούς στίχους σε μια έξοχης τραγικότητας εξομολόγηση: η
πηγή της λύπης της δεν είναι που έχουν ασπρίσει τα μαλλιά της, δηλαδή η εξωτερική φθο
ρά της μορφής της, αλλά το γεγονός ότι δεν ασπρίζει κι η καρδιά της∙ το γεγονός ότι δεν
γερνά και εσωτερικά, ώστε να καμφθούν όλες εκείνες οι επιθυμίες κι όλες εκείνες οι νεανικές
προσδοκίες. Την ώρα, λοιπόν, που το σώμα της αλλοιώνεται από το γήρας, μέσα της παραμένει
νέα, με τους ίδιους πόθους, τις ίδιες ελπίδες και τα ίδια όνειρα.
Μόνο που τώρα δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει τίποτε από αυτά, διότι τώρα είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα
και κανείς δεν θα ενέδιδε σε μια γερασμένη γυναίκα.
Γι’ αυτό κι η έκκλησή της ακούγεται τώρα ακόμη πιο σπαρακτική. Άφησε με να έρθω μαζί
σου∙ απάλλαξέ με από αυτή την οδύνη των καταπιεσμένων επιθυμιών∙ δώσε μου την ευκαιρί
α να ξεχαστώ∙ άφησέ με για λίγο να νιώσω και πάλι νέα και επιθυμητή.
Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η ηρωίδα σαν να επιχειρεί να προλάβει κάποια αντίδραση του νέου, που θα της ζητούσε, ίσως
, να πάει μόνη της ή να τον αφήσει να φύγει μόνος του, προχωρά στη σύντομη αυτή στροφή
σ’ έναν απολογισμό εξαίρετης επιγραμματικότητας, προκειμένου να του τονίσει πως η μοναχική
πορεία δεν αποτελεί σωστή επιλογή.
Το ξέρει πως η πορεία κάθε ανθρώπου είναι μοναχική∙ το ξέρει πως κάθε άνθρωπος βαδί
ζει μόνος του ακόμη και στα σημαντικότερα της ζωής -κυρίως σε αυτά-.
Ωστόσο, η μοναχική αυτή πορεία δεν ωφελεί, δεν προσφέρει καμία πραγματική ικανοποίηση, κανένα κέρδος,
οπότε είναι προτιμότερο -για μια φορά έστω- να ακολουθήσει μια πορεία συντροφικότητας.
Η πορεία προς το θάνατο, που είναι η παρούσα πορεία της ηρωίδας είναι γι’ αυτή επώδυνα
μοναχική, εφόσον μόνη μέσα στο σπίτι βλέπει τις μέρες της να περνούν αδιάφορα και την
αφήνουν να υποφέρει με τις αναμνήσεις του παρελθόντος.
Αντιστοίχως, όμως, ακόμη και οστιγμές που αποτελούν τις μεγάλες καταφάσεις στη ζωή,
ο έρωτας και η δόξα, είναι για τους ανθρώπους μοναχικές πορείες, αφού η δόξα αποτελεί επι
βράβευση της ατομικής προσπάθειας, του προσωπικού αγώνα,
αλλά και ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα κατ’ εξοχήν μοναχικό, καθώς
ο ερωτευμένος παρασύρεται από μια έλξη που δεν θα μπορούσε ποτέ να την εξηγήσει πλήρως
σε κανέναν άλλον, ούτε θα μπορούσε να τη μοιραστεί, αφού πρόκειται για ένα ατομικό του
βίωμα -κάποτε μάλιστα μια απλή πλάνη-, που δεν γίνεται πάντοτε κατανοητό ή αποδεκτό
από τους άλλους.
Ενώ, δεν λείπουν κι εκείνοι οι έρωτες που μένουν χωρίς ανταπόκριση, αφήνο
ντας το άτομο να τους βιώνει επώδυνα μόνο του.
Γι’ αυτό κι η ηρωίδα ζητά για μιαν ακόμη φορά στον νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του
∙ δίνοντας τώρα μια επαρκή αιτιολογία για την επιμονή της, αφού τόσες φορές που δοκίμασε τη
μοναξιά δεν ωφελήθηκε σε τίποτα∙ δεν έζησε τίποτα με την επιθυμητή πληρότητα.
Σχήμα εξ αναλόγου: μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος [πορεύεται] στη δόξα και στο θά
νατο.
Ασύνδετο σχήμα: Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Μεταφορά: πορεύεται στον έρωτα
Επαναφορά: μονάχος.... μονάχος.
Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό
διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Η επιθυμία της γυναίκας να φύγει από το σπίτι δεν έγκειται μόνο στη μοναξιά της, αλλά και
στη φθορά που έχει επέλθει σε αυτό, από την αναγκαστική του εγκατάλειψη, αφού η ίδια δεν
μπορεί να το φροντίσει πια, αφημένη κι εκείνη στην άλωση του χρόνου.
Το σπίτι μοιάζει να έχει στοιχειώσει, σαν να μην έχει ή να μη δέχεται κανένα ίχνος πραγμα
τικής ζωής∙διώχνει τημοναδική του ένοικο, έτοιμο να παραδοθεί πλήρως στη διάλυσή του.
Η φθορά του σπιτιού είναι εμφανής από τη σταδιακή του κατάρρευση που προκύπτει πια χωρίς
τη συμμετοχή καμίας άλλης εξωτερικής δύναμης πέρα από την ίδια την παρέλευση του χρόνου
.
Τα καρφιά ξεκολλάνε από μόνα τους και τα κάδρα πέφτουν, σαν να βουτάνε στο κενό –παρο
μοίωση. Αντίστοιχα πέφτουν κι οι σοβάδες του σπιτιού, τελείως αθόρυβα όμως∙ γεγονός που
δηλώνει πως από ένα σημείο και μετά κάθε μέρα φανερώνει και νέες ζημιές, νέες
φθορές που συνέβησαν τόσο ανεπαίσθητα, ώστε μόνο τυχαία τις αντιλαμβάνεται η ηρωίδα.
Προκειμένου, μάλιστα, να αποδοθεί το πόσο αθόρυβα τελείται η φθορά του σπιτιού, και ειδικό
τερα η πτώση των σοβάδων, ακολουθούν τρεις συνεχόμενες παρομοιώσεις.
Είναι σαν το αθόρυβο πέσιμο του καπέλου του πεθαμένου από την κρεμάστρα -ρεαλιστική πα
ρομοίωση∙ είναι τόσο αθόρυβο, όπως όταν πέφτει το μάλλινο γάντι της σιωπής από τα γόνατά της
-υπερρεαλιστική παρομοίωση, η οποία βασίζεται πιθανώς στην εικόνα μιας γυναίκας
που αποκοιμιέται και πέφτουν από τα γόνατά της τα γάντια που είχε ακουμπήσει εκεί.
Είναι, τέλος, τόσο αθόρυβο, όπως όταν πέφτει μια λωρίδα από το φως του φεγγαριού πάνω
στην ξεκοιλιασμένη -φθαρμένη κι αυτή- πολυθρόνα.
Η τελευταία αυτή παρομοίωση οδηγεί τη συνειρμική εξομολόγηση της ηρωίδας σ’ ένα αντικεί
μενο του σπιτιού που κάποτε ήταν φιλόξενο και δεκτικό απέναντι στη ζωή.
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση
δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να
κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
– μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω
στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’ την ίδια
του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα
μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το
λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες
στ’ αντικρυνό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου∙
ποτέ μου δε φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.
Η ηρωίδα περνά, λοιπόν, συνειρμικά στην πολυθρόνα, η οποία αν και τελείως φθαρμένη τώ
ρα, κάποτε υπήρξε νέα και αναπαυτική, προσφέροντας τη δυνατότητα μιας ατέρμονης ονειρο
πόλησης.
Η προσοχή, ωστόσο, του νέου φαίνεται πως είναι στραμμένη σε μια φωτογραφία
της ηρωίδας, -μια σχεδόν σκηνοθετική ένδειξη, που καθιστά εμφανή τη δράση του νέου-, εξα
ναγκάζοντάς τη να επισημάνει πως το σχόλιό της για τη νεότητα αφορούσε την πολυθρόνα,
και όχι την ίδια.
Η δυσπιστία στο πρόσωπο του νέου φανερώνει πως η τωρινή όψη της γυναί
κας δεν διατηρεί πρόδηλα ίχνη κάποιας αλλοτινής ομορφιάς, γι’ αυτό κι ο νέος μοιάζει να
δυσκολεύεται να πιστέψει την ταύτιση ανάμεσα στο πρόσωπο της φωτογραφίας και στη γυναί
κα που έχει απέναντί του.
Η ηρωίδα πιθανώς το αντιλαμβάνεται και το γνωρίζει, γι’ αυτό και στρέφει επίμονα το λόγο της
στην πολυθρόνα, η νεότητα της οποίας συνδέεται με τη δική της νεότητα, και άρα με την
εποχή που τα όνειρα και οι προσδοκίες αποτελούσαν εύλογο κομμάτι της ζωής της.
Καθισμένος κανείς πάνω στην αναπαυτική πολυθρόνα, μπορούσε να ονειρευτεί για ώρες ολό
κληρες -ακριβό προνόμιο κι αυτό της νεότητας- ό,τι ήθελε, όπως μια δροσερή αμμουδιά που
λαμποκοπά χάρη στο φως του φεγγαριού.
Η αμμουδιά που γίνεται ακόμη πιο όμορφη υπό το φως του -πάντοτε κυρίαρχου, και σε εξωτε
ρικούς χώρους ιδωμένου θετικά- φεγγαριού, ακολουθείται συνειρμικά από μια εικόνα της τωρινής
πραγματικότητας, ως ένδειξη πως πλέον η καθημερινότητα δεν επιτρέπει τις πολύωρες
ονειροπολήσεις και τη θεραπευτική τους λησμονιά.
Η αναφορά στα λουστρίνια διακόπτει έτσι σκόπιμα την εικόνα ομορφιάς που προηγήθηκε, αλ
λά δίνει τη σειρά της σε μια ακόμη εικόνα παρμένη από τη θάλασσα∙ μπορούσε, λοιπόν, κά
ποιος να ονειρευτεί το πανί μιας ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος της θάλασσας, όχι χάρη
στον άνεμο, αλλά χάρη στη δική του και μόνο θέληση∙ μια θέληση φυγής που διακατέχει, βέβαι
α, την ίδια την ηρωίδα.
Η αφήγηση της ηρωίδας εστιάζει ακόμη περισσότερο στο πανί της ψαρόβαρκας, το οποίο
παρουσιάζεται σαν μαντήλι, διπλωμένο μόνο στα δύο∙ ένδειξη κι αυτό ελευθερίας, αφού στην
πραγματικότητα ένα μαντήλι το διπλώνει κανείς για να κρατήσει κάτι μέσα του, για να κλεί
σει κάτι σε αυτό ή το ανοίγει διάπλατα για να αποχαιρετίσει κάποιον.
Τούτο, όμως, το μαντήλι είναι διπλωμένο μόνο στα δύο, διότι δεν έχει λόγο να εξυπηρετήσει κά
ποια χρηστική ανάγκη, υπάρχει μόνο του, ελεύθερο, κι έτοιμο απλώς να ταξιδέψει μακριά.
Το συνειρμικό πέρασμα στα μαντήλια συνεχίζεται, καθώς η ηρωίδα αποκαλύπτει πως είχε πά
ντοτε μια ιδιαίτερη αδυναμία σ’ αυτά, τα οποία τα κρατούσε, όχι για να τα χρησιμοποιήσει
σε κάτι, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι, αλλά γιατί απλώς της άρεσαν∙ μια απλή ιδιοτροπία
τα μαντίλια.
Η απαρίθμηση, ωστόσο, των διαφόρων χρήσεων ενός μαντιλιού, δίνει
την ευκαιρία στην ηρωίδα να επισημάνει στον νέο πως παρά το πέρασμα των χρόνων διατήρη
σε πάντοτε καλή την όρασή της, χωρίς ποτέ να φορέσει γυαλιά. Μια ελάχιστη πηγή υπερηφάνει
ας αυτή η διαπίστωση.
Σχήματα λόγου:
Σχήμα άρσης και θέσης: «όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία – λέω για την πολυ
θρόνα»
Μεταφορά: «στιλβωμένη από φεγγάρι»
Σύγκριση και λανθάνουσα παρομοίωση: «πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου»
Συνεκδοχή, το πανί αντί η ψαρόβαρκα: «ένα πανί ψαρόβαρκας»
Μεταφορά: «πού χάνεται στο βάθος»
Προσωποποίηση: «λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα»
Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξη
ν’ απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πώς έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64, -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και
ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64, – κι οι
δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σούλεγα για την
πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τί να πρωτοδιορθώσεις; –
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα
τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθησαν
άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κ’ εσύ κι όπως κ’ εγώ
άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ’ τη
βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η ηρωίδα καταφεύγει στα απλά, στα τετριμμένα της καθημερινότητάς της παρατείνοντας με
όποιο τρόπο τον μονόλογό της, μόνο και μόνο για να μπορέσει να κρατήσει λίγο ακόμη κο
ντά της τον νεαρό επισκέπτη.
Γνωρίζει καλά πως όσα του λέει ελάχιστα τον ενδιαφέρουν, μα
η επιθυμία να τον κρατήσει κοντά της ξεπερνά την αξιοπρεπή εκείνη διάθεση που αποτρέπει το
υς ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας από το να απασχολούν, χωρίς προφανή λόγο, τους νεότε
ρους.
Τώρα, λοιπόν, τα μαντίλια τα χρησιμοποιεί για να κρατά τα δάχτυλά της απασχολημένα και να
δίνει έτσι μια διέξοδο στην ανία και την πλήξη.
Ένας απλός περισπασμός πλέον τα μαντίλια,
που τα διπλώνει στα τέσσερα, στα οκτώ, στα δεκαέξι∙ ένας απλός περισπασμός που παρέχει
στην ηρωίδα την αφορμή για ένα νέο συνειρμό, που την οδηγεί στο παρελθόν των παιδικών
της χρόνων.
Όπως, λοιπόν, διπλώνει τώρα τα μαντίλια, κάποτε με ανάλογη αρίθμηση μετρού
σε τη μουσική, όταν πήγαινε στο Ωδείο, με τη μπλε ποδιά της, τον άσπρο γιακά και τα ξανθά
μαλλιά της σε πλεξούδες.
Η αναφορά στο χρώμα των μαλλιών επανέρχεται, ως υπόμνηση
της αλλοτινής νεανικής της ομορφιάς.
Σύντροφο στο ωδείο είχε μια μικρή της φίλη «ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια», μια έκ
φραση γεμάτη αγαθό λυρισμό που υπενθυμίζει την ποιητική ιδιότητα της ηρωίδας. Ωστόσο,
η ίδια ζητά συγνώμη από τον νέο για το λυρικό αυτό ξεστράτισμα, σαν να αισθάνεται πως έχει
περάσει πια ανεπιστρεπτί η εποχή που της ήταν επιτρεπτό να παίζει με τις λέξεις και να κατα
φεύγει στον ποιητικό λόγο.
Τώρα πια η ηλικία της είναι τέτοια που το φως και η ευφρόσυνη
διάθεση του ποιητικού λόγου, δεν έχουν πια καμία θέση.
Η αναδρομή αυτή στο παρελθόν κλείνει με την παραδοχή της ηρωίδας πως οι γονείς της είχαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό ταλέντο της∙ ελπίδες που προφανώς διαψεύστηκαν αφού πλέον
το πιάνο απομένει κλειστό και αχρησιμοποίητο, κι η ίδια δεν τολμά καν να το ανοίξει. Η μουσι
κή έχει πάψει εδώ και καιρό να αποτελεί μέρος της ζωής της.
«Λοιπόν, σούλεγα για την πολυθρόνα»: Η ηρωίδα επιστρέφει εκ νέου στη θεματική
της φθοράς του σπιτιού, επαναφέροντας το λόγο της στην πολυθρόνα, η οποία έχει πια ξεκο
ιλιαστεί, φανερώνοντας τις σκουριασμένες σούστες της και τα άχυρα με τα οποία είναι γεμι
σμένη. Μια παλαιότερη σκέψη να την πάει για επιδιόρθωση εγκαταλείφθηκε, καθώς δεν
υπήρχε χρόνος, χρήματα και διάθεση.
Τρεις αιτιολογίες, με προφανώς σημαντικότερη την τελευ
ταία∙ την έλλειψη διάθεσης, που χαρακτηρίζει συνολικά τη ζωή της ηρωίδας. Μπροστά στη γενι
κότερη φθορά του σπιτιού – τί να πρωτοδιορθώσεις; –, αλλά και με δεδομένη την ψυχική παραί
τηση της ίδιας, δεν υπάρχει πράγματι καμία διάθεση να παλέψει με τη διάλυση του σπιτιού, να
παλέψει με τη διάλυση της ζωής της. Αφήνονται όλα, λοιπόν, να ρημάξουν, όπως αφέθηκε κι
η ίδια στην ανελέητη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου.
Η άλλη και πιο εύκολη επιλογή ήταν να καλύψει την ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα μ’ ένα ά
σπρο σεντόνι, μα φοβήθηκε τη λευκότητά του απέναντι σ’ ένα τέτοιο φεγγαρόφωτο, που θα
μπορούσε να αποτελέσει πηγή πλείστων παραισθήσεων για την ταραγμένη σκέψη της ηρωί
δας.
Ένα άσπρο σεντόνι πάνω στο έπιπλο, θα παρέπεμπε ευθύς στο παλιό έθιμο του πένθους,
που καλούσε τους συγγενείς να καλύψουν τα έπιπλα με άσπρα σεντόνια. Οδυνηρή αφο
ρμή πολλών ανεπιθύμητων αναμνήσεων από το παρελθόν και τους νεκρούς του.
Πάνω σ’ αυτή την πολυθρόνα, άλλωστε, κάθισαν κατά καιρούς πολλοί άνθρωποι, που ονειρεύ
τηκαν κι εκείνοι, όπως όλοι, όπως κι η ίδια, όπως κι ο νέος, μεγάλα όνειρα, μα «ξεκουράζο
νται» τώρα κάτω από το χώμα, χωρίς να τους ενοχλεί η βροχή ή το φεγγάρι.
Η ηρωίδα αγγίζει
το θέμα των ανθρώπων που θρήνησε, χωρίς ωστόσο να θέλει να επεκταθεί σε αυτό∙ αφήνει
τους νεκρούς της ανενόχλητους να ξεκουράζονται ανεπηρέαστοι από την αλλαγή του καιρού,
κι από το φως του φεγγαριού, που τόσο αναστατώνει την ίδια.
Ο θάνατος των άλλων, που τόσο πληγώνει στα νεανικά χρόνια, μετατρέπεται με τον καιρό σ’
ένα θέμα που το αποφεύγει κανείς με κάθε τρόπο, όχι γιατί αίρεται ο πόνος της απώλει
ας, αλλά γιατί επέρχεται η συνειδητοποίηση πως η απόσταση ως εκείνο το πέρασμα δεν είναι
πια καθόλου μεγάλη∙ παύει, άρα, να είναι ο θάνατος των άλλων, γίνεται περισσότερο ο κοινός
θάνατος που αναμένει όλο και πιο ανυπόμονος.
Η επίγνωση αυτή είναι προφανής για τη Γυναίκα με τα Μαύρα, η οποία για μια ακόμη φο
ρά ζητά από τον νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του.
Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Άη - Νι-
κόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κ’ εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του
σακκακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι πούναι σα μια μεγάλη συνο-
δεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου
εμφανίστηκε
ντυμένος την άχλυ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, τους εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, στη λευ-
κότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ τη δισταχτικήν
έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδό-
σφαιρο (που έκανα πως δεν τάβλεπα)
- ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει
ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημέ-
νων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δρόμος δε μούμενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
- Όχι, δε φτάνει.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η κοινή τους έξοδος θα είναι σύντομη, όπως του υπόσχεται η ηρωίδα∙ προσδιορίζει, μάλιστα,
και το ακρότερο τοπικό της όριο∙ στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Άη – Νικόλα. Η ηρω
ίδα συζητά, λοιπόν, για τον κοινό τους περίπατο σαν να έχει λάβει ήδη την έγκριση του νέου,
αν και είναι πιθανό απλώς να εκφράζει μέσα από αυτή τη βεβαιότητα την ένταση της
προσδοκίας της.
Στην επιστροφή της, μάλιστα, θα έχει στο πλευρό της τη ζεστασιά από το τυχαίο άγγιγμα του
σακακιού του∙ λεπτομέρεια που αφενός υποδηλώνει πως η ηρωίδα είναι σαν να ζει ήδη στη
σκέψη της αυτή την τόσο επιθυμητή στιγμή, κι αφετέρου προσδίδει μια αίσθηση -λανθάνοντος
έστω- ερωτισμού.
Τη μοναχική επιστροφή της θα συνοδεύουν ακόμη τα τετράγωνα φώτα από τα μικρά παράθυ
ρα των σπιτιών, αλλά και η λευκή άχνα του σεληνόφωτος, που μοιάζει με μια μεγάλη συνοδεία
ασημένιων κύκνων.
Η λυρική εικόνα, που αποδίδει με ιδιαίτερο τρόπο το παιχνίδισμα του κυρί
αρχου φεγγαρόφωτος, είναι επιτρεπτή στην ηρωίδα, λόγω της ποιητικής της ιδιότητας. Όπως
σχολιάζει η ίδια, άλλωστε, δεν φοβάται να καταφεύγει σε ανάλογα λυρικές και ποιητικές εκ
φράσεις, αφού η ενασχόλησή της με την ποίηση δεν είχε ποτέ σκοπό την μάταιη αυτο
προβολή, αλλά ήταν εξαρχής αφιερωμένη στη λατρεία του Θεού, την ομορφιά και τη δύνα
μη του οποίου έτυχε πολλές φορές να αντικρίσει στο φως του φεγγαριού, περασμένες ανοιξιάτι
κες νύχτες.
Ό,τι αποδίδεται εδώ ως συνομιλία με τον Θεό, είναι προφανώς η διαπίστωση της θεϊκής δύ
ναμης και του μεγαλείου της θεϊκής δημιουργίας, όπως αυτή προβάλλει μέσα από την ομορφιά
του φυσικού τοπίου∙ και για χάρη αυτής της ομορφιάς, που ενέπνευσε την ηρωίδα και
που πρόδηλα αποδεικνύει την παρουσία του Θεού, η ηρωίδα αποφάσισε να του θυσιάσει κάθε
επαφή με τον έρωτα.
Η επιθυμία της, λοιπόν, για πολλούς νέους, οι οποίοι ήταν πολύ πιο όμορφοι κι από τον νέο
που στέκει απόψε απέναντί της, καταπνίχτηκε, εφόσον εκείνη αποφάσισε να παραμείνει
απόλυτα αγνή (λευκή) και απρόσιτη.
Προτίμησε, έτσι, να φλέγεται μέσα στη λευκή φλόγα
της αγνότητάς της και στη λευκότητα του σεληνόφωτος, δοσμένη στην ιδέα του έρωτα και
στην επιθυμία του, αλλά όχι και στην πραγμάτωσή του.
Έμεινε να φλέγεται από τα ακόρεστα
μάτια των ανδρών κι από τη δισταχτική έκσταση των εφήβων –μπροστά στο νεανικό της
κάλλος∙ έμεινε να πολιορκείται από ανδρικά σώματα εξαιρετικής ομορφιάς, από σώματα ηλιο
καμένα και γυμνασμένα, από μέλη δυναμωμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο και στο πο
δόσφαιρο.
Ανδρικά μέλη, που η ίδια έκανε πως δεν τα έβλεπε, και τα οποία στην πραγματικότητα όντως
δεν τα έβλεπε, αφού ήταν τόσο απόλυτα αποφασισμένη να διατηρήσει την αγνότητά της, ώστε
το μόνο που κρατούσε από αυτά ήταν ο θαυμασμός που γεννούσαν στην ψυχή της. Θαυμασμός
, όμως, καθαρά αισθητικός, που δεν λάμβανε τη μορφή σαρκικής επιθυμίας ή πολύ περισσό
τερο επιθυμίας για ερωτική πραγμάτωση.
«ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου»: Η
ηρωίδα εκτιμούσε από ένα σημείο και μετά μόνο την ομορφιά του ανδρικού σώματος, χωρίς
να επιτρέπει στον εαυτό της καμία άλλη σκέψη ή πρόθεση, μένοντας έτσι με την αίσθηση
του θαυμασμού, κι έχοντας λησμονήσει τελικά τι ακριβώς ήταν αυτό που θαύμαζε, κι ειδι
κότερα γιατί της γεννούσε θαυμασμό∙ είχε λησμονήσει, δηλαδή, την έννοια της ερωτικής επι
θυμίας που ξυπνούσε αρχικά στο σώμα της η θέα της ανδρικής ομορφιάς.
Με μια διαδικασία πλήρους αποστασιοποίησης η ηρωίδα απολάμβανε την αντίδραση που προ
καλούσε στους άνδρες γύρω της, κι η ίδια με τη σειρά της θαύμαζε και εκτιμούσε την ομορφιά
τους, αλλά δεν επέτρεπε σ’ αυτά τα συναισθήματα να εγείρουν κάποια άλλη πιο ουσιαστική
, πιο πραγματική επιθυμία. Απέναντι στα πάναστρα μάτια των ανδρών, που λαμπύριζαν α
πό πόθο κι αποκτούσαν έτσι ακόμη μεγαλύτερη γοητεία, η ίδια ανυψωνόταν, έβγαινε κερδι
σμένη στην πάλη της με τις αξιώσεις του κορμιού και της σάρκας, φτάνοντας σε μια αποθέωση
από όλα αυτά τα αρνημένα άστρα, από όλους αυτούς τους ωραίους και θελκτικούς άντρες που
απέρριψε και αρνήθηκε.
Κι ο αγώνας αυτός δεν ήταν καθόλου εύκολος, διότι, όπως σχολιάζει η ίδια, όταν πολιορκείσαι
απ’ έξω, απ’ όλους δηλαδή αυτούς τους ποθητούς άνδρες, αλλά και από μέσα, από τις ίδιες
σου τις επιθυμίες και ανάγκες, τότε μπορείς είτε να κινηθείς προς τα κάτω, να ενδώσεις δηλα
δή στους πόθους σου, είτε να κινηθείς προς τα πάνω, επιλέγοντας το δρόμο της ενάρετης, όπως
τότε τη θεωρούσε, αποχής.
Η ηρωίδα κατόρθωσε τελικά να θυσιάσει τη νεότητά της, χωρίς ποτέ να υποκύψει στους
πλείστους πειρασμούς που την πολιορκούσαν, μα τώρα συνειδητοποιεί πως όλη αυτή η θυ
σία δεν άρκεσε για να της προσφέρει την ευδαιμονία που ποθούσε∙ όλη αυτή η θυσία δεν μετα
φράστηκε ποτέ σε χαρά και ικανοποίηση. Έτσι, στρέφεται και πάλι ικετευτικά στον νέο και του
ζητά να την αφήσει να τον ακολουθήσει.
Σχήματα λόγου:
Σχήμα υπαλλαγής: «τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα» αντί για φώτα από τε
τράγωνα παράθυρα.
Παρομοίωση: «σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων»
Μεταφορές: «ασημένιων κύκνων», «ντυμένος την άχλυ και τη δόξα», «τη δόξα ενός τέ
τοιου σεληνόφωτος», «πολλούς νέους τους εθυσίασα», «πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα
μάτια», «αδηφάγα μάτια», «δισταχτικήν έκσταση» «πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώ
ματα»
Συνεκδοχή: «πολιορκημένη από σώματα» αντί πολιορκημένη από άνδρες
Αντίθεση: «αδηφάγα μάτια / δισταχτικήν έκσταση»
Το ξέρω η ώρα πια είναι περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη,
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρ-
μαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
«Το ξέρω η ώρα πια είναι περασμένη»: Ο χρονικός αυτός προσδιορισμός που σε
πρώτη ανάγνωση αναφέρεται κυριολεκτικά στο βράδυ της συζήτησης, υποδηλώνει σ’ ένα δεύ
τερο επίπεδο την περασμένη ηλικία της ηρωίδας, που καθιστά πια μάταιη κάθε προσπάθεια ε
πανόρθωσης ή βίωσης όσων απέρριψε στα χρόνια της νεότητάς της.
Η ικεσία της ηρωίδας φτάνει σε ιδιαίτερα αποκαλυπτική ένταση σ’ αυτή τη σύντομη στροφή,
όπου με πλήρη ειλικρίνεια παραδέχεται πως σε όλη της τη ζωή έμεινε αγνή, πάναγνη, α
ντέχοντας μέρες, νύχτες και πυρωμένα μεσημέρια τη μοναξιά της. Ενώ, ακόμη και στο συζυ
γικό της κρεβάτι, παρέμεινε τελικά αγνή και μόνη, αφιερώνοντας τη ζωή της στο να συνθέτει
στίχους.
Ο εμφατικός τρόπος με τον οποίο δηλώνεται η αγνότητά της δεν έχει, βέβαια, στόχο να λειτουρ
γήσει ως στοιχείο έπαρσης, τουναντίον λειτουργεί ως εμφατική απόδοση της πικρίας και της με
ταμέλειάς της, αφού με δική της θέληση έμεινε μακριά από τον έρωτα, που αναγνωρίζει πλέον
πως αποτελεί σημαντικότατο κομμάτι της ζωής∙ η στέρηση του οποίου δεν έρχεται χωρίς κόστος
.
Η ζωή της, λοιπόν, αφιερώθηκε στον Θεό και την ηθικότητα, κι έλαβε πλήρη έκφραση
μέσα από στίχους, που όπως σχολιάζει η ίδια η ηρωίδα,
θα μείνουν σαν λαξευμένοι πάνω σε Στίχοι που θα
διατηρηθούν πέρα από την ίδια τη ζωή της, όπως κι από τη ζωή του νέου, αφού με την αγνότη
τα και την αλήθεια τους θα παραμείνουν για χρόνια ως υπενθύμιση της ύπαρξής της. Ωστόσο,
η επίγνωση αυτής της δόξας κι αυτής της διατήρησης, δεν αρκεί στην ηρωίδα, η οποία θα
προτιμούσε σαφώς να έχει απολαύσει περισσότερο την ίδια τη ζωή, παρά να συνθέτει ποιήματα
.
Έτσι, απελπισμένη μπροστά στην ίδια της τη στέρηση, στρέφεται για άλλη μια φορά στον νέο
και τον ικετεύει: Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Σχήματα λόγου:
Σχήμα χιαστό: «μόνη και πάναγνη / πάναγνη και μόνη»
Αναδίπλωση: «πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ»
Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με νάρθω μαζί σου.
Το σπίτι, ο μόνιμος χώρος ύπαρξης της ηρωίδας, καθίσταται σταδιακά ανυπόφορος για εκεί
νη. Είναι, άλλωστε, ένα σπίτι που μέρα με τη μέρα καταρρέει όλο και περισσότερο, κάνο
ντας την σε αυτό διαβίωση μια συνεχή προσπάθεια να το διατηρήσει όρθιο.
Πρέπει να προσέχει σε κάθε της βήμα, να προσέχει κάθε στιγμή, μήπως και κάποιο σημείο του σπιτιού
υποχωρήσει ή διαλυθεί. Πρέπει να στερεώνει τον τοίχο χρησιμοποιώντας το μεγάλο μπουφέ,
κι ύστερα να στερεώνει τον μπουφέ με το πανάρχαιο τραπέζι∙ το τραπέζι να το στερεώνει
να βάζει τον ώμο της κάτω από το δοκάρι που έχει κρεμάσει.
Η διάλυση του σπιτιού καθρεφτίζει, βέβαια, τη φθορά της ίδιας της γυναίκας, η οποία πέρα
από το γήρας της μορφής της έχει και τις πολλαπλές εσωτερικές της πληγές να προσέχει. Κι
είναι αυτές ακριβώς οι πληγές που δεν της επιτρέπουν να απολαμβάνει τη μουσική του πιάνου,
το οποίο το βλέπει πια σαν ένα μαύρο κι επίφοβο φέρετρο που πρέπει να κρατά κλειστό.
Το να ανοίξει το πιάνο και το να επιτρέψει στη μουσική του να ακουστεί ξανά, θα ήταν μια
απερίγραπτα οδυνηρή διαδικασία, που θα έφερνε ξανά στη ζωή της ένα σωρό μνήμες από
γεγονότα και πρόσωπα που προσπαθεί με τόσο κόπο να κρατά μακριά από τη σκέψη της.
Η ανάκληση του παρελθόντος θα ήταν ίσως ένα μοιραίο χτύπημα για την ήδη κλονισμένη ψυ
χολογία της. Πρέπει, λοιπόν, να προσέχει διαρκώς, όχι μόνο να μην πέσει το σπίτι και τα α
ντικείμενά του, αλλά να μην πέσει κι η ίδια. Μια κατάσταση που εύλογα έχει εξουθενώσει
τη Γυναίκα με τα Μαύρα, που βλέπει εκ νέου στο πρόσωπο του νέου μια ελπίδα -τη μόνη ελπί
δα- διαφυγής.
Σχήματα λόγου:
Επαναφορά: «να στεριώνεις... να στεριώνεις... να στεριώνεις... να στεριώνεις»
Παρομοίωση: «σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο»
Επαναλήψεις: «Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις»
Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια
και ράφια.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Το σπίτι της ηρωίδας, που δέχτηκε στο πέρασμα των χρόνων τη ζωή, μα και το θάνατο πολ
λών ανθρώπων, δεν έχει καμία πρόθεση να πεθάνει κι αυτό, παρά την προφανή παρακμή
και σταδιακή διάλυσή του.
Το σπίτι παραστέκεται στους νεκρούς του, και μοιάζει μάλιστα να
παίρνει ζωή από αυτούς∙ και παρόλο που γνωρίζει πως το τέλος του είναι δεδομένο και
αναπόφευκτο, όσο υπάρχει, συνεχίζει να είναι αφιερωμένο στη μνήμη των ανθρώπων που
το κατοίκησαν, τους οποίους επιμένει να τακτοποιεί στα ετοιμόρροπά του κρεβάτια και ράφια.
Ένα μαυσωλείο των αγαπημένων του νεκρών, με τη βοήθεια φυσικά και των αναμνήσεων της
ίδιας της ηρωίδας, η οποία θέλει πια να φύγει από εκεί, να απομακρυνθεί από το χώρο, όπου
ο θάνατος έχει σημαντικό πιο μεγάλο μερίδιο απ ό,τι η ζωή. Γι’ αυτό και ικετεύει ξανά τον
νέο να της επιτρέψει να τον ακολουθήσει.
Σχήματα λόγου:
Προσωποποίηση: «Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει»
Επαναφορά: «να ζει... να ζει... να ζει...»
Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, –
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπό σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
καθάριο και αδιαίρετο.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα θέλει απελπισμένα να φύγει από το σπίτι που έχει πια αποκτήσει
μια δική του ζωή ήχων και κινήσεων, έστω κι αν η ίδια προσπαθεί να καθιστά την παρουσί
α της όσο πιο διακριτική και ανεπαίσθητη γίνεται. Έτσι, όσο σιγά κι αν περπατά τα βράδια εί
τε φοράει παντόφλες είτε όχι, κάτι θα ακουστεί, κάτι θα τρίξει, ίσως ραγίσει κάποιο τζά
μι ή κάποιος καθρέφτης.
Το δυσοίωνο ράγισμα του καθρέφτη, συνοδεύεται από το άκουσμα
βημάτων που δεν ανήκουν στην ηρωίδα, βήματα, όμως, που δεν θα μπορούσε κανείς άλλος να
τ’ ακούσει, διότι είναι αυτά της προσωποποιημένης μεταμέλειας, η οποία, όπως λένε, φοράει
ξυλοπάπουτσα.
Τα βήματα, επομένως, της μεταμέλειας είναι πάντοτε πολύ ηχηρά∙ όσο η
χηρή είναι, άλλωστε, και η μεταμέλεια για όσα παρέλειψε, απέφυγε, δεν κατόρθωσε ή δεν προ
σπάθησε κανείς στη ζωή του, και τώρα -που είναι πια αργά- το μετανιώνει.
Η ηρωίδα δεν έχει όμως να παλεύει μόνο με τη μεταμέλεια για όσα εκούσια στερήθηκε στη ζω
ή της, έχει να αντιμετωπίσει και την επίγνωση πως το κέρδος που διεκδίκησε μέσα από την
απραξία της ηθικότητας δεν επήλθε ποτέ.
Όταν, λοιπόν, κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη∙ στον σκονισμένο και ραγισμένο
καθρέφτη, βλέπει το πρόσωπό της θαμπό
και τεμαχισμένο∙ εκείνο ακριβώς το πρόσωπο που σ’ όλη της τη ζωή πάσχισε να το διατηρήσει καθαρό
και αδιαίρετο.
Κι ενώ πίστευε τότε πως απέχοντας από τους πειρασμούς της ζωής, θα μπορεί αρ
γότερα να επαίρεται για την αγνότητά της και για το συγκροτημένο του εαυτού της, αντιλή
φθηκε στην πορεία πως όσα απαρνήθηκε, την έχουν μιάνει σαν να τα είχε ζήσει, κι αυτό
γιατί δεν έπαψαν ποτέ να βασανίζουν τη σκέψη της και να της προκαλούν θλίψη.
Έτσι, παρόλο που νόμιζε πως στάθηκε δυνατή στα νιάτα της, έφτασε η στιγμή να συνειδητοποι
ήσει πως η δύναμή της δεν ήταν τίποτε περισσότερο από δειλία απέναντι στις ανάγκες και στα
κελεύσματα της ίδιας της ζωής.
Το πρόσωπο της ηρωίδας, επομένως, δεν είναι, όπως θα το ήθελε η ίδια ακέραιο, συντρίβεται
κι αυτό υπό την πίεση της μεταμέλειάς της, υπό την πίεση της απόγνωσης μπροστά στην ε
πίγνωση πως τώρα είναι πια αργά για να επανορθώσει τα λάθη του παρελθόντος. Η σι
γουριά κι οι πεποιθήσεις της νεότητας, τρέπονται πλέον σε αμφιβολίες, τύψεις και ξε
σπάσματα των απωθημένων επιθυμιών, θρυμματίζοντας κάθε έννοια συνοχής και ενότητας
στην προσωπικότητα και στους συλλογισμούς της.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω; – Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Το φως του φεγγαριού κάνει, στα μάτια της ηρωίδας, τα χείλη του ποτηριού -μεταφορά- να
γυαλίζουν σαν ένα κυκλικό ξυράφι -παρομοίωση-, γεγονός που την αποτρέπει από το να πιει
νερό, παρόλο που διψά.
Η αίσθηση αυτή, πως ακόμη και το ποτήρι με το νερό ενέχει κάποιο κίνδυνο∙ αίσθηση
που τη δημιουργεί εκ νέου το φεγγάρι, το οποίο στον εσωτερικό χώρο
του σπιτιού προκαλεί πλήθος φοβίες στη Γυναίκα με τα μαύρα, είναι ένδειξη της έντονα κλο
νισμένης ψυχολογίας της.
Η ηρωίδα βλέπει παντού γύρω της κινδύνους, βλέπει παντού
τη φθορά και το θάνατο να δημιουργούν ένα κλοιό, που όλο στενεύει.
Ωστόσο, μη θέλοντας να επιτρέψει -για την ώρα- στον νεαρό να συνειδητοποιήσει την έκτα
ση των παραισθήσεων και των παραλογισμών της, επιχειρεί μια ενδιαφέρουσα υπεκφυ
γή, τονίζοντας πως η χρήση παρομοιώσεων (σαν κυκλικό ξυράφι) είναι το μόνο που απόμεινε
από την παλιά της ζωή για να τη βεβαιώνει πως δεν λείπει, πως είναι ακόμη παρούσα
. Η ποιητική ιδιότητα της ηρωίδας της προσφέρει αφενός τη δυνατότητα να διακωμωδεί τις ίδιες της
τις φοβίες, κι αφετέρου τη δυνατότητα ενός θετικού αυτοπροσδιορισμού, εφόσον το
ποιητικό της έργο είναι ό,τι κατόρθωσε να δημιουργήσει και να προσφέρει μέσα από μια ζωή
ηθελημένης καταπίεσης και εκούσιων στερήσεων.
Μπροστά στο φόβο που της προκαλεί το φως του φεγγαριού πάνω στα αντικείμενα του σπι
τιού, η ηρωίδα επαναλαμβάνει την ικεσία της: Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Φορές - φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του
αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν
πια να βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
αρκούδας –
κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για πού και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παι-
διά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο
παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χει-
λιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κ’ ενός αργού θανάτου –
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της
ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
Η ηρωίδα, σ’ ένα από τα πιο δυνατά σημεία του ποιήματος, περνά την αφήγησή της στις
στιγμές εκείνες που, ίσως ως ανάμνηση του παρελθόντος, έχει την αίσθηση πως έξω από τα σπί
τια περνά ο αρκουδιάρης με την ταλαιπωρημένη και βρόμικη αρκούδα του.
Ένα πέρασμα αργό και βασανιστικό, αφού η αρκούδα είναι πια γριά και πολύ βαριά, και σηκώ
νει καθώς περπατά ένα σύννεφο σκόνης, το οποίο είναι σαν ιδιότυπο θυμίαμα του απόβραδου.
Ο υπαινικτικός και αλληγορικός παραλληλισμός ανάμεσα στην πορεία της γερασμένης αρκού
δας και τη ζωή μιας γυναίκας, αποδίδει με ιδιαίτερη σκληρότητα το απαιτητικό και βασανιστι
κά ψυχοφθόρο πλαίσιο των αξιώσεων που υπήρχε απέναντι στη γυναίκα των περασμένων δεκα
ετιών.
Ο αρκουδιάρης φτάνει στην περιοχή αργά πια, όταν τα παιδιά έχουν επιστρέψει στο σπίτι
από το παιχνίδι τους για να δειπνήσουν, κι οι γονείς τα κρατούν μέσα, έστω κι αν εκείνα ακούν
ή αντιλαμβάνονται το αργό περπάτημα της γριάς αρκούδας.
Κι εκείνη κουρασμένη περπατά,
χωρίς να ξέρει ή να μπορεί να ελέγξει προς τα που, έχοντας κερδίσει μόνο τη σοφία που
της προσέφερε η για χρόνια μοναχική της πορεία. Σοφία που της υπενθυμίζει πως παρά
την κούρασή της οφείλει να ακολουθεί το αφεντικό της, διότι η όποια απειθαρχία στη θέ
λησή του θα έχει για εκείνη επώδυνες κυρώσεις.
Η αρκούδα που έχει πια γεράσει δεν μπορεί να εκτελεί το συνηθισμένο της πρόγραμμα∙ δεν
μπορεί πια να χορεύει και να φορά τη δαντελένια σκουφίτσα -που έκανε πιο αισθητή τη συσχέ
τισή της με μια γυναίκα-, για να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους και τους απαιτητι
κούς. Η όλη σκηνοθεσία της παράστασης, που για χρόνια έδινε και δίνει η αρκούδα, υπο
δηλώνουν έμμεσα τη διαρκή υποχρέωση της γυναίκας να παραμερίζει τις δικές της ανά
γκες και να πασχίζει για να ευχαριστήσει όλους τους άλλους γύρω της. Είναι η μάνα που
αδιάκοπα προστρέχει στις επιθυμίες και στις ανάγκες των παιδιών της∙ είναι η σύζυγος
που οφείλει να φροντίζει τις απαιτήσεις του άντρα της∙ μα συνάμα είναι κι η ερωμένη που οφεί
λει να στολίζει τον εαυτό της, προκειμένου να είναι αρεστή και αποδεκτή. Η αναφορά
, μάλιστα, στη «δαντελένια σκουφίτσα», στο στοιχείο καλλωπισμού της αρκούδας, υπαινίσ
σεται την αντιμετώπιση της γυναίκας ως διακοσμητικού στοιχείου στο πλαίσιο της κοινωνικής
και ατομικής της ζωής.
Το πέρασμα του χρόνου και η συνεχής προσπάθεια, ωστόσο, έχουν κουράσει τόσο πολύ την αρ
κούδα, ώστε είναι πια έτοιμη να δηλώσει τη διάθεσή της για παραίτηση απ’ όλη αυτή την
αδιάκοπη εκμετάλλευση και υποτίμηση που βιώνει.
Είναι έτοιμη να αντιδράσει απέναντι
στα συμφέροντα των άλλων, απέναντι στις ίδιες της τις ανάγκες, αλλά και απέναντι στη ζωή,
αφήνοντας τον εαυτό της στην έστω αργή έλευση του θανάτου.
Είναι, πολύ περισσότερο, έτοιμη ακόμη και να δείξει την ανυπακοή της απέναντι στο θάνατο,
κερδίζοντας τη μάχη μαζί
του μέσα από τη συνέχεια της ζωής, αλλά και μέσα από την επώδυνα αποκτημένη γνώ
ση της ζωής, που μπορεί να προχωρήσει πέρα και πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
Η ύστατη αυτή
ανυπακοή μπορεί να βρει την έκφρασή της μέσα από τη δράση των απογόνων της (μεταφορι
κά των παιδιών της αρκούδας – κυριολεκτικά των νέων γυναικών), καθώς κάθε επόμενη γενιά
είναι μια συνέχεια της ζωής, και άρα μια νίκη απέναντι στο θάνατο, και συνάμα η
γνώση, η επίγνωση και η συνειδητοποίηση της σκλαβιάς μεταφερόμενες στις επόμενες γενιές
λειτουργούν αφυπνιστικά γι’ αυτές και τις ωθούν σε μια καίρια αντίδραση.
Η ανυπακοή της αρκούδας στα συμφέροντα των άλλων και στους κρίκους των χει
λιών της που την κρατούν αιχμαλωτισμένη, και την καθιστούν για χρόνια αντικείμενο εκμετάλ
λευσης, δεν μπορεί, ωστόσο, να εκφραστεί με άλλο τρόπο, πέρα από τη συνέχιση της κερ
δοφόρας για τον αρκουδιάρη παρουσίας της, με το τελευταίο της παιχνίδι∙ με το να πλαγιάσει
στο χώμα και να αφήσει τα παιδιά να πατάνε πάνω στην κοιλιά της.
Ακόμη κι η εγκατάλειψη
της προσπάθειας, ακόμη και η ανυπακοή της αρκούδας, αφήνει τελικά περιθώρια για να συνε
χιστεί η εκμετάλλευσή της∙ με μόνη διαφορά πως πλέον δεν θα προσπαθεί, θα δέχεται απλώς
παθητικά την παιχνιδιάρικη διάθεση των μικρών της πελατών να ασχολούνται μαζί της.
Η τελική ανυπακοή, πάντως, της αρκούδας απέναντι στο θάνατο μπορεί να λάβει ένα είδος δι
καίωσης μόνο με τη συνέχεια της ζωής, μέσω των απογόνων, καθώς και με το πέρασμα της
αποκτημένης γνώσης στις επόμενες γενιές ως μέσου προειδοποίησης και ως κάλεσμα για έγκαι
ρη αντίδραση.
Η ανυπακοή απέναντι στον πόνο και στη ζωή είναι, βέβαια, ένας αγώνας που η αρκούδα
γνωρίζει πως δεν μπορεί να κερδίσει, γι’ αυτό κι είναι διατεθειμένη να τον εγκαταλείψει παραι
τούμενη απ’ την ίδια τη ζωή, έστω κι αν αντιλαμβάνεται πως ο θάνατος δεν μπορεί να επέλθει
τόσο γρήγορα ή τόσο απλά.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που τις
ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Όπως δηλώνεται μέσα από το ρητορικό ερώτημα του ποιήματος «Μα ποιος μπορεί να παίξει
ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;», η σκλαβιά της αρκούδας συνεχίζεται χωρίς δυνατότητα διαφυ
γής κι εκείνη αναγκάζεται να υπακούσει στο λουρί και στους κρίκους της∙ αναγκάζεται να
υποταχθεί στα δεσμά της.
Διαπίστωση που υποδηλώνει το μάταιο κάθε προσπάθειας της αρ
κούδας να αντιδράσει απέναντι στην αιχμαλωσία της.
Η αρκούδα αναγκάζεται να συνεχίσει την παράστασή της χαμογελώντας με τα σκισμένα της χεί
λη στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουν∙ λέγοντας ευχαριστώ, γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι ευχαριστώ.
Μια πολύ έντονη αποτύπωση της σκλαβιάς που
βιώνουν οι γυναίκες και μια ακόμη πιο σκληρή υπενθύμιση πως είναι όχι μόνο αναγκα
σμένες να πασχίζουν για την ελάχιστη αναγνώριση απ’ τη μεριά των άλλων, μα και να τους
ευχαριστούν για τα ψήγματα ανταπόδοσης που τους δίνουν.
Ο Γιάννης Ρίτσος είτε γιατί έχει κατά νου μια προγενέστερη εποχή είτε γιατί δε διστάζει
να φανερώσει και τις πλέον σκληρές πτυχές του βίου των γυναικών, υπαινίσσεται στοιχεί
α πολύ επώδυνα, τα οποία φέρνουν στην επιφάνεια την ιδιότυπη σκλαβιά των περισσό
τερων γυναικών, που είναι αναγκασμένες να ζουν για τους άλλους, και να πασχίζουν για τη
φροντίδα των άλλων.
Για την αρκούδα-γυναίκα το ζήτημα δεν είναι πια οι απλές χαρές της ζωής και η ανάγκη
για ελευθερία, είναι πολύ περισσότερο ζήτημα επιβίωσης, εφόσον η γερασμένη αρκούδα έχει
φτάσει στο έσχατο σημείο να θέλει πια να παραιτηθεί πλήρως απ’ τη ζωή, τόσο εξαντλη
μένη απ’ την αθλιότητα της αιχμαλωσίας της. Και ως στοιχείο εμφανέστατης αντίθεσης, απένα
ντι στη γερασμένη αρκούδα βρίσκονται τα μικρά παιδιά, που της ρίχνουν πενταροδεκάρες, για
να την ανταμείψουν για τη διασκέδαση που τους προσφέρει.
Κίνηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαιρετικά μειωτική, αν δεν προερχόταν από ανυποψίαστα παιδιά,
τα οποία σαφώς και δεν αντιλαμβάνονται το δράμα που παίζεται μπροστά στα μάτια τους.
Έτσι, τα μικρά παιδιά διατηρούν την ομορφιά τους -κυρίως την εσωτερική ομορφιά τους-, ακρι
βώς
γιατί δεν κατανοούν σε ποιου είδους μαρτύριο συναινούν με την παρουσία και με τις πενταρο
δεκάρες
τους.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολ-
λήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαι-
νουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει
αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Η ηρωίδα αισθάνεται πως το σπίτι της στο οποίο είναι αναγκασμένη να ζει μόνη της έχει φτά
σει στο σημείο να την πνίγει -μεταφορά.
Αναφορά, η οποία μέσα από μια εκτεταμένη υπερ
ρεαλιστική εικόνα μοιάζει να λαμβάνει κυριολεκτική σημασία, αφού το βίωμα του πνιγμού,
της ασφυξίας, τρέπεται σε αληθινό με τη μεταμόρφωση της κουζίνας σε βυθό της θάλασσας.
Κάθε οικείο και καθημερινό αντικείμενο της κουζίνας γίνεται αίφνης στοιχείο του βυθού∙ τα
γυαλιστερά μπρίκια μοιάζουν με μάτια ψαριών και τα πιάτα κινούνται σαν μέδουσες -παρομοι
ώσεις.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα νιώθει πως πάνω στα μαλλιά της πιάνονται φύκια και όστρακα που
την τραβούν προς τα κάτω και δεν της επιτρέπουν να ανέβει πάλι στην επιφάνεια.
Η σκηνή μάλιστα, της καταβύθισης αποδίδεται με μια εικόνα που θα μπορούσε κάλλιστα
να αποδίδει την εικόνα ενός αληθινού λιποθυμικού επεισοδίου. Ο δίσκος πέφτει από τα χέρι
της ηρωί
δας κι εκείνη σωριάζεται στο πάτωμα-βυθό. Ύστερα, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν βρισκό
ταν στο βυθό της θάλασσας βλέπει τις φυσαλίδες που σχηματίζει η ανάσα της να ανεβαίνουν
προς την επιφάνεια του νερού.
Η καταβύθιση αυτή φανερώνει αυτό που θα γίνεται στη συνέχεια ολοένα και πιο σαφές, ότι
η ηρωίδα είναι τόσο ψυχικά κλονισμένη, ώστε δεν διατηρεί πάντοτε ακέραιη την επαφή της
με την πραγματικότητα.
Η μοναξιά κι ο εσωτερικός της πόνος την ωθούν να αναζητά με
κάθε τρόπο διαφυγή από την αλήθεια της ζωής της∙ διαφυγή η οποία δεν μπορεί παρά να γί
νεται στο ασφυκτικό πλαίσιο του σπιτιού, διότι δεν της είναι προφανώς εφικτή μια πραγματική
απομάκρυνση από το σπίτι. Έτσι, η ηρωίδα δραπετεύει νοητά σε κόσμους της φαντασίας και
της αναπόλησης∙ σε κόσμους που τη φέρνουν κοντά στον παραλογισμό.
Η ίδια, βέβαια, δεν αντικρίζει αυτές τις απόπειρες διαφυγής ως παραλογισμό, τις θεωρεί
περισσότερο ως προσπάθειες πλήρους αποστασιοποίησης από την ίδια της τη ζωή, από την ε
πώδυνη πραγματικότητά της, κι αυτό υποδηλώνεται από το αυτοσαρκαστικό σχόλιο για το
τι θα σκέφτεται κάποιος που βλέπει τις φυσαλίδες από την ανάσα της∙ θα αναρωτιέται αν
πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κ’ ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια∙
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω∙
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η ηρωίδα αφημένη στο αίσθημα του πνιγμού∙ αφημένη στο βυθό του συναισθηματικού της
κόσμου, όπου περιηγείται χωρίς κανένα έλεγχο ή ειρμό, γι’ αυτό και το θεωρεί ως φονική σχε
δόν κατάδυση, ανακαλύπτει πλήθος θησαυρών.
Πρόκειται για όλα εκείνα που κέρδισε ή έχασε
στο πέρασμα της ζωής της, τις μικρές στιγμές ευτυχίας της νεότητας, μα και τα όνειρα που
διαψεύστηκαν, αφήνοντας ωστόσο πίσω τους τη δυνατότητα μιας καθαρότερης θέασης των
πραγμάτων, χρήσιμη για τη γόνιμη πτυχή της ηρωίδας∙ την ποιητική της φύση, που
μπόρεσε να αντλήσει από τα περιστατικά του παρελθόντος το υλικό της ποιητικής της δημιουρ
γίας.
Η εμπειρία της ζωής, τα γεγονότα και οι άνθρωποι που την επηρέασαν της επέτρεψαν να
αντλήσει τη σοφία εκείνη -την ικανότητα να αντικρίσει και να κατανοήσει σε ικανό βαθ
μό την πραγματικότητα- που αποτυπώθηκε στους στίχους της, και με το πέρασμα των χρό
νων αποτέλεσε πηγή χαράς κι ενθουσιασμού, όταν συνειδητοποίησε την εγκυρότητα
των στοχασμών και των συμπερασμάτων της.
Οι στίχοι της, με την αλήθεια που κατόρθωσε
να τους δώσει, κέρδισαν μια μονιμότερη θέση∙ μια θέση αθανασίας, που επιφυλάσσεται μόνο
στους ποιητές εκείνους που μπόρεσαν να βυθιστούν πραγματικά στα πιο μύχια της ψυχής τους
και να αντλήσουν αλήθειες ακλόνητες. Τούτη είναι η μόνη χαρά της ηρωίδας-ποιήτριας, η
«επαλήθευση αιωνιότητας» όσων κατέγραψε στο έργο της, το οποίο περιέχει και τις πικρίες
της ζωής της, μα και εικόνες άπειρου κάλλους -κοράλλια, μαργαριτάρια, ζαφείρια-, που κα
θρεφτίζουν την αγαθότητα, την αγνότητα και την ομορφιά της ψυχής της, την οποία κράτησε
η ίδια με κάθε κόστος μακριά από τους πειρασμούς.
Το έργο ζωής αυτό, η ηρωίδα διστάζει να το δώσει στους άλλους ανθρώπους ή καλύτερα το
δίνει, το προσφέρει, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρη αν εκείνοι μπορούν ή θέλουν να το πά
ρουν. Δεν είναι βέβαιη, όπως και κάθε άλλος ποιητής άλλωστε, για το αν το έργο της θα
εκτιμηθεί πλήρως, αν θα γίνει κατανοητό, κι αν ίσως έχει την αξία, που η ίδια θεωρεί ότι έχει.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το έργο αυτό είναι ό,τι μπόρεσε να προσφέρει η ηρωίδα μέσα από
τις διαψεύσεις και μέσα από τις θελημένες στερήσεις της ζωής της, και τώρα πια δεν έχει τίπο
τε άλλο να προσφέρει. Τώρα πια το μόνο που θέλει είναι να απομακρυνθεί από τον εγκλωβισμό
του σπιτιού της, γι’ αυτό και ζητά ακόμη μια φορά από τον νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του
.
Σχήματα λόγου:
Επαναφορές: «κοράλλια και μαργαριτάρια / κοράλλια και μαργαριτάρια», «μονάχα που δεν ξέ
ρω - μονάχα που δεν ξέρω»
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο νάναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Η Γυναίκα με τα Μαύρα, σαν να αντιλήφθηκε κάποια πρόθεση του νεαρού να βγουν από το σπί
τι, του ζητά να της δώσει μια στιγμή για να πάρει τη ζακέτα της. Ο καιρός είναι, άστατος, όπως
σχολιάζει και πρέπει κανείς να φυλάει την υγεία του. Ενδιαφέρουσα διάθεση αυτοπροστασί
ας, αν αναλογιστεί κανείς την παραίτηση και την γενικότερη απόγνωση που χαρακτηρίζει
τις περισσότερες φορές την ηρωίδα.
Η ηρωίδα στρέφεται, μάλιστα, προς τον νέο και τον ρωτά αν συμφωνεί κι εκείνος πως το φεγ
γάρι επιτείνει την ψύχρα της βραδινής υγρασίας, προσδίδοντας έτσι μια διαφορετική λει
τουργία στο φεγγάρι, το οποίο συνήθως, όταν συνδέεται με τον εξωτερικό χώρο, έχει ευεργετική
επίδραση.
Η όλη στροφή με την αναφορά στο πρακτικό θέμα της ζακέτας επιτρέπει μια αποκλιμάκωση
σε σχέση με την εσωτερική ένταση των στροφών που προηγήθηκαν, αλλά και αυτών που έπο
νται.
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
– τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω – κι όταν σηκώνω το φλιτζά-
νι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του∙
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δυνατή μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοι-
τάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, –
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
Με πρόφαση την ψύχρα της βραδιάς η ηρωίδα αγγίζει τον νέο για να του κουμπώσει το που
κάμισο κι αισθάνεται έτσι το δυνατό του στήθος. Χωρίς, μάλιστα, να μπορεί να συγκρατή
σει την έκπληξή της από την αίσθηση του στήθους του, το σχολιάζει, μόνο και μόνο για να σπεύ
σει να αλλάξει τη συζήτηση, μη θέλοντας να προδοθεί περαιτέρω η αναστάτωσή της∙
εμφανής έκφανση κι αυτό το περιστατικό της βαθιάς συστολής της.
Έτσι, από την αναφορά
στο στήθος του, περνά στο φεγγάρι, κι από εκεί αμέσως στην πολυθρόνα, πασχίζοντας να επα
νακτήσει τον αυτοέλεγχό της.
Εντελώς ασυνάρτητα και απροσδόκητα, λοιπόν, αλλάζει για μια ακόμη φορά το θέμα του μο
νολόγου της και προχωρά σε μια παραδοχή, που αποκαλύπτει ακόμη περισσότερο τη
μοναξιά της, αλλά και τον αναπόφευκτο ίσως ψυχικό της κλονισμό. Όταν σηκώνει το φλιτζάνι
από το τραπέζι στη θέση του μένει μια «τρύπα σιωπή»∙ το ίχνος πάνω στο σκονισμένο τραπέζι,
γίνεται αίφνης μια επώδυνη υπενθύμιση πως στέκει εκεί μόνη της, δίχως κανέναν για να
μιλήσει μαζί του. Σπεύδει, επομένως, να καλύψει με το χέρι της αυτή την τρύπα στο τραπέζι,
για να μην κοιτάξει μέσα, για να μην αφεθεί στον πόνο της συνειδητοποίησης, κι αμέσως
έπειτα ακουμπά και πάλι το φλιτζάνι για να καλύψει το κενό.
Το ίχνος πάνω στο τραπέζι, όμως, δεν είναι η μόνη υπόμνηση του κενού στη ζωή της, ακόμη
και το φεγγάρι, που επίμονα επανέρχεται στην αφήγησή της, μοιάζει με μια τρύπα στο κρανίο
του κόσμου, μοιάζει με μια τρύπα που σου επιτρέπει να αντικρίσεις πράγματα απρόσμενα,
που θα ήταν καλύτερο να μένουν κρυμμένα. Στρέφεται, έτσι, προς τον νέο και του ζητά να μην
κοιτάξει στην ιδιότυπη αυτή τρύπα -το φεγγάρι-, διότι η δύναμή του είναι μαγνητική και
μπορεί να σε παρασύρει.
Η παράκλησή της προς τον νεαρό επαναλαμβάνεται, κι αμέσως τρέ
πεται σε παράκληση και προς τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι οποίοι κινδυνεύουν επίσης να
πέσουν μέσα στην τρύπα αυτή που προκαλεί δέος. Η ηρωίδα εμφανίζεται εδώ να απευ
θύνεται σ’ ένα φανταστικό ακροατήριο∙ ένδειξη παραλογισμού ίσως, που μας προετοιμά
ζει για την παραδοχή που ακολουθεί, για τις μυστηριακές φωνές που ακούει, κι οι οποίες πι
στοποιούν ακόμη περισσότερο την ακραία ψυχολογική της περιδίνηση.
Το φεγγάρι αποτελεί για την ηρωίδα την είσοδο σ’ ένα κόσμο εσωτερικής καταβύθισης,
που προκαλεί έναν ωραίο και ανάλαφρο ίλιγγο, αφού τη φέρνει στα όρια του παραλογισμού.
Κι εκεί ακριβώς στο μεταίχμιο λογικής και τρέλας, η ηρωίδα βλέπει το φεγγάρι σαν ένα μαρ
μάρινο πηγάδι, που μέσα του κινούνται ίσκιοι και βουβά φτερά∙ ένα μαρμάρινο πηγάδι μέ
σα από το οποίο ακούγονται μυστηριακές φωνές∙ απεικάσματα όλα του παρελθόντος, των απω
θημένων επιθυμιών, μα και της ολοένα και πιο αδύναμης επαφής της με την πραγματικότητα.
Η ηρωίδα μέσα στην εξαναγκαστική της μοναξιά ερωτοτροπεί όλο και περισσότερο με την απο
δέσμευση από τη λογική και την πραγματικότητα∙ εφόσον αυτή η κατάσταση της επιτρέπει
την απομάκρυνση από τους πολύ πιο επίφοβους δαίμονες της πραγματικότητας: τη μοναξιά και
την επίγνωση πως άφησε τη ζωή της να φύγει χωρίς ποτέ να ζήσει τίποτε.
Κι είναι τόσο έντονη
αυτή η απομάκρυνση από τη λογική, ώστε παρουσία του νεαρού, ρωτά με απορία τους υποτιθέ
μενους ακροατές της για το αν ακούν τις φωνές μέσα από το πηγάδι του φεγγαριού.
Εύλογη η εικασία πως όταν η ηρωίδα είναι τελείως μόνη της προχωρά συχνά σε διαλόγους με
τους ανύπαρκτους αυτούς ακροατές∙ πρόσωπα ίσως του παρελθόντος ή νέα αποκυήματα της
μοναξιάς της.
Βαθύ – βαθύ το πέσιμο,
βαθύ – βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθειά – βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο
σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος. Έτσι κά-
θε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
Η καταβύθιση στον εσωτερική της κόσμο την οδηγεί πολύ βαθιά σε μια πτώση ικανή να τη
βλάψει συναισθηματικά, μα και σε μια πτώση που μπορεί να τη λυτρώσει από την
πραγματικότητα της παρούσας κατάστασής της.
Έτσι, συχνά η βαθιά πτώση οδηγεί σ’ ένα
πολύ βαθύ ανέβασμα πέρα και πολύ πάνω από τα παρόντα, τα τετριμμένα, τα καθημερινά.
Ένα ανέβασμα ανάλογο εκείνης της φανταστικής πτήσης που προκύπτει από το θρόισμα του
φουστανιού της, με το άγαλμα της υπόστασής της να αναδύεται αέρινο, απαλλαγμένο από
τις θλίψεις και τον πόνο της καθημερινότητας, και με το σώμα του σφιχτό, νεανικό, μέσα
στη δυνατότητα φυγής που προσφέρουν τα ανοιχτά φτερά του.
Όσο επίφοβη κι αν μοιάζει,
λοιπόν, η περιδιάβαση στα μύχια του εαυτού και των σκέψεων, έχει ωστόσο συχνά ένα πολύτιμο
κέρδος, μια απρόσμενη και λυτρωτική φυγή∙ πρόκειται για ένα ευπρόσδεκτο δώρο της
αμείλικτης -της δίχως έλεος- σιωπής, που συνοδεύει την απόλυτη ερημία της.
Κλονισμένη ψυχολογικά η Γυναίκα με τα Μαύρα από τη συνεχή αναμέτρηση με τη μοναξιά και
την οδύνη των απωθημένων επιθυμιών, αφήνεται σ’ ένα βύθισμα στον εσωτερικό της
κόσμο, που της επιτρέπει να αντικρίσει τη μόνη πια απαντοχή της∙ τις τρέμουσες φωταψίες
της άλλης όχθης, με την άλλη όχθη να υπονοεί είτε το πέρασμα στον θάνατο ή μιαν απρόσμενη
φυγή σ’ έναν ζωντανό κόσμο -ουσιαστικό απρόσιτο για εκείνη- μακριά από τη μοναξιά, τη θλί
ψη και τις αναμνήσεις της.
Η ηρωίδα περιγράφει στον νέο τη διαδρομή της εσωτερικής αυ
τής καταβύθισης, η οποία δεν οδηγεί πια στην ελευθερία μιας πτήσης, αλλά σε μιαν άλλη δια
φορετική ελευθερία, σε αυτή που χαρίζει το κολύμπι στην απέραντη θάλασσα, σ’ έναν ωκεα
νό, που σε φέρνει -ή ελπίζεις πως σε φέρνει- στην άλλη όχθη, καθώς ταλαντεύεσαι στο
ίδιο σου το κύμα∙ καθώς ταλαντεύεσαι στα ανεβοκατεβάσματα και στην ταραχή των ίδιων
σου των συναισθημάτων και σκέψεων.
Η εγκατάλειψη στην εσωτερική αυτή αναζήτηση προκαλεί έναν ίλιγγο, ωραίο και ανάλαφρο,
αφού σε απομακρύνει από την τυραννία του παρόντος και της λογικής, ενέχει, όμως, τον
σαφή κίνδυνο να πέσεις, να ξεφύγεις απ’ όσα σε κρατούν στον κόσμο της πραγματικότητας,
και να χαθείς δια παντός απ’ τον στέρεο κόσμο της λογικής σκέψης και συνείδησης.
Έ
τσι, η ηρωίδα παροτρύνει με τρυφερότητα τον νέο να προσέχει, αν αφεθεί σ’ αυτή την εσω
τερική διαδρομή, και να μην παραδειγματίζεται από την ίδια, διότι εκείνη έχει συνηθίσει τόσο
πολύ να χάνεται στις σκέψεις της, ώστε ο ίλιγγος αυτός, η ταλάντευση ανάμεσα στη λογική και
στην παράνοια, αποτελούν πια μέρος της καθημερινότητάς της. Μη έχοντας την παρηγοριά
της συντροφιάς ή της ζωτικής ενεργητικότητας, αφήνεται καθημερινά στη δελεαστική ερωτοτρο
πία με τον παραλογισμό, γι’ αυτό και κάθε απόβραδο έχει πονοκέφαλο και ζαλάδες∙ εξα
ντλημένη από την έμμονη αναζήτηση της εσωτερικής δράσης και ζωής, που θα την απαλλάξε
ι από την αδράνεια και την απουσία ζωής που έχει δεσμεύσει πια την πραγματικότητά της.
Σχήματα λόγου:
Επαναφορά: «Βαθύ – βαθύ / βαθύ – βαθύ»
Επανάληψη: «ο ίλιγγος τούτος / ο εξαίσιος ίλιγγος»
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες
του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ’ ετοιμάζω δυό –ποιος να τον πιεί τον άλλον;-
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τον πράσινο
γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάν-
τα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.
Η ηρωίδα περνά στην περιγραφή της μοναχικής της καθημερινότητας, που χαρακτηρίζεται από τη διάθεση παραίτησης, μα και το επώδυνο της απουσίας του άλλου ανθρώπου, του συντρόφου.
Ο πονοκέφαλός της, γέννημα της συνεχούς σκέψης και της αδιάκοπης επιστροφής στο παρελθόν, δεν είναι πάντοτε ικανός να την ωθήσει στην αναζήτηση παραμυθίας και ανακούφισης. Μένει έτσι, κάποτε, πλήρως
αδρανής να πονά, και ν’ ακούει μέσα στην απόλυτη ησυχία τον κούφιο θόρυβο των σωλήνων
του νερού.
Μια κατάσταση παραίτησης, που φανερώνει έξοχα την απροθυμία της ηρωίδας έ
στω και να παρακινηθεί απ’ τις ανάγκες του ίδιου του σώματός της. Είναι, άλλωστε, ο
σωματικός αυτός πόνος μια συντροφιά, ένα δικό της κεκτημένο, που της θυμίζει πως είναι
ακόμη ζωντανή∙ πως μπορεί ακόμη να αισθανθεί κάτι.
Άλλοτε, πάλι, μη θέλοντας -ή μη έχοντας την απαιτούμενη ενέργεια- να πάει ως το φαρμακεί
ο, σηκώνεται να ψήσει ένα καφέ, αλλά μόνιμα αφηρημένη όπως είναι, παρασύρεται από
την ασύνειδη ανάμνηση της συντροφιάς και ετοιμάζει δύο καφέδες. Μόνο και μόνο για να
βρεθεί αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της ερημίας της. Ποιος να πει τον άλλο καφέ;
Κι είναι τόσο απόλυτη η μοναξιά της, μετά από μια ολόκληρη ζωή, ώστε μοιάζει με πικρό αστεί
ο. Αφήνει, έτσι, τον καφέ στο περβάζι να κρυώνει -σε μάταιη αναμονή της συντροφιάς- ή,
κάποιες φορές, πίνει η ίδια κι αυτό τον δεύτερο, τον περιττό καφέ, κοιτάζοντας απ’ το παρά
θυρο -σταθερά άπραγη- την πράσινη λάμπα του φαρμακείου, που της φαίνεται αίφνης σαν το
πράσινο φως ενός αθόρυβου τρένου –παρομοίωση- που έρχεται να την πάρει μακριά, και να
τη λυτρώσει από την κενότητα της ζωής της.
Ένα τρένο που θα την υποδεχτεί με τα μαντίλια
της, με τα στραβοπατημένη παπούτσια της, με την μαύρη της τσάντα –-το μαύρο είναι το χρώ
μα του πένθους, αλλά και των επίσημων ενδυμάτων-, και με το μόνο της επίτευγμα∙ τα ποιήμα
τά της, αλλά χωρίς καθόλου βαλίτσες. Τι να τις κάνει, άλλωστε, και σε τι να χρειαστούν, α
φού οι βαλίτσες υπονοούν την ύπαρξη μέλλοντος και σχεδίων∙ υπονοούν την ύπαρξη μιας
συνέχειας, που για την ηρωίδα δεν είναι πια υπαρκτή ή εφικτή.
Οι βαλίτσες, βέβαια, μπορούν να ιδωθούν τελείως διαφορετικά, ως φορείς δηλαδή των ανα
μνήσεων και του παρελθόντος∙ στοιχεία από τα οποία η ηρωίδα θέλει επίμονα να απαλλαγεί.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ζητά για τελευταία φορά από τον νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του, να της
επιτρέψει την ύπαρξη μιας πρόσκαιρης έστω συντροφιάς∙ να της επιτρέψει τη δυνατότητα
μιας εξόδου από τη φυλακή της βασανιστικής της μοναξιάς.
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θάρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, –
ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Μόλις ο νεαρός αποφασίζει να φύγει από το σπίτι, διακόπτοντας απότομα και απροειδοποίητα
την επίσκεψή του, η Γυναίκα με τα Μαύρα δεν τον ακολουθεί, παρά το γεγονός ότι μέχρι και
την τελευταία στιγμή ζητούσε ακριβώς αυτό. Η μάλλον απρόσμενη άρνησή της να τον ακο
λουθήσει οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ο νεαρός δεν φάνηκε να συναινεί ένθερμα στην πα
ράκλησή της ή πιθανότερα στο γεγονός ότι η ηρωίδα έχει περάσει όλα της τα χρόνια
να απέχει από οποιαδήποτε πραγμάτωση, ώστε πλέον έχει γίνει μέρος της φύσης της να
κρατά τις επιθυμίες της σ’ ένα καθαρά θεωρητικό επίπεδο, χωρίς ποτέ να τις υλοποιεί∙ ακόμη
κι όταν της δίνεται η ευκαιρία.
Μια γυναίκα που πέρασε τη νεότητά της να απαρνιέται κά
θε πιθανή ευκαιρία να βιώσει κάτι αληθινό, αρκείται τώρα πια μόνο στο να μιλά για όσα επιθυ
μεί∙ κι αυτό ακριβώς είναι ό,τι απομένει από αυτή την εξομολόγηση, η ευκαιρία να αποκα
λύψει σε κάποιον όσα την απασχολούν, όσα στερήθηκε κι όσα ταλανίζουν επίμονα τη σκέψη της
.
Η άρνησή της που λειτουργεί -υπό μία έννοια- ως ύστατη προσπάθεια διατήρησης της αξιο
πρέπειάς της απέναντι στον νεαρό επισκέπτη, την παράταση της συντροφιάς του οποίου ζή
τησε παρακλητικά ήδη πολλές φορές, κλείνει μ’ ένα «Ευχαριστώ», που μπορεί να ερμηνευτεί
διττώς. Σε πρώτο επίπεδο τον ευχαριστεί για την εικαζόμενη πρότασή του να τον συνο
δεύσει μέχρι παρακάτω, όπως επίμονα τον ικέτευσε η ίδια∙ σε δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, η
ευχαριστία αφορά την εκεί παρουσία του και το γεγονός ότι της επέτρεψε να μιλήσει σε κά
ποιον για τη μοναξιά και τις μεταμέλειές της.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα δηλώνει πως θα βγει αργότερα μόνη της από το τσακισμένο σπίτι είτε
αναβάλλοντας -και πιθανώς ματαιώνοντας για άλλη μια φορά την έξοδό της- είτε επιβεβαιώ
νοντας πως είναι πια έτοιμη να βγει χωρίς να χρειάζεται τη συνοδεία κάποιου άλλου. Θέλει,
μάλιστα, να βγει, όχι για να δει το φεγγάρι, που ούτως ή άλλως συνοδεύει τις νύχτες της ερημί
ας της, αλλά για να αντικρίσει τη θαυμαστή πολιτεία που τόσο την συγκινεί.
Την πολιτεία των
ανθρώπων με τα ροζιασμένα χέρια από τη σκληρή δουλειά∙ την πολιτεία που η ύπαρξή της
βασίζεται ακριβώς σε αυτούς τους ανθρώπους που παλεύουν για το μεροκάματο κι έχουν την
πάλη τους για το ψωμί, για την επιβίωσή τους, ως σκοπό που καθαγιάζει την καθημερινή
τους προσπάθεια, κι έχουν τη δύναμη των χεριών τους ως μόνο μέσο για να τα καταφέρουν.
Η πολιτεία αυτή που υπάρχει χάρη και προς όφελος των απλών της ανθρώπων, αντέχει και
ανέχεται, όχι μόνο το θεμιτό τους αγώνα, μα και τις μικρότητές τους, τις ζήλειες και τις
έχθρες τους, που συνοδεύουν αξεδιάλυτα τη δική τους προσπάθεια να επιβιώσουν με την
αντιπαλότητα και το φθόνο απέναντι στις αντίστοιχες προσπάθειες κι επιτεύξεις του άλλου αν
θρώπου.
Η πολιτεία αντέχει να κουβαλά και να φέρει μέσα της όλα τα καλά κι όλα τα αρνη
τικά των ανθρώπων της, οι οποίοι αντέχουν τον καθημερινό τους αγώνα με την προσδοκία
να επιτύχουν κάποτε κάτι το σημαντικό∙ φιλοδοξούν κι ας είναι επί της ουσίας χαμένοι
μέσα στην άγνοιά τους, χωρίς αληθινή επίγνωση της πραγματικότητας και των δυνάμεων που
κινούν και υποτάσσουν τη ζωή τους∙ φιλοδοξούν αδιάκοπα μέχρι που η φθορά του γήρατος
τους καταβάλει κι απονεκρώνει τη θέλησή τους.
Σ’ αυτή την πολύβουη πολιτεία θέλει να βρεθεί η Γυναίκα με τα Μαύρα για να μπορέσει
να ξεχάσει όλα εκείνα που βασανίζουν αέναα τη σκέψη της∙ για να μπορέσει να χαθεί μέσα
στην πολυδύναμη δράση της πολιτείας και υπό τον ήχο της ακατάλυτης ενεργητικότητάς της
να μην ακούει πια τα βήματα του νέου, τα βήματα του πειρασμού μιας περασμένης για εκείνη
νεότητας, μιας χαμένης πια ευκαιρίας να βιώσει τη ζωή και τον έρωτα, αλλά και για να μην
ακούει τα βήματα του Θεού, τα βήματα και τις αξιώσεις της ηθικότητας που την κράτησαν
δέσμια μιας επώδυνης απραξίας, η οποία την απέτρεψε από το να αφεθεί στα κελεύσματα
της ζωής∙ για να μην ακούει τέλος ούτε τα δικά της βήματα∙ βήματα αθεράπευτης φθοράς, βήμα
τα μεταμέλειας, απόγνωσης και πικρής απογοήτευσης, που την οδηγούν αλάθητα προς το θά
νατό της, έστω κι αν μέχρι εκείνη τη στιγμή θα πρέπει να υπομένει το συνεχή έλεγχο της συνεί
δησής της για όσα δεν έζησε, για όσα απαρνήθηκε και για όσα στερήθηκε.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα, καληνυχτίζει κι αποχαιρετά τον νέο, γνωρίζοντας πως εκεί
νος φεύγει προς τις άπειρες δυνατότητες και προσδοκίες της νεότητάς του, ενώ εκείνη θ’ α
πομείνει καταδικασμένη στην πορεία του ολέθρου της, με μόνη συντροφιά, όχι τις μνήμες μιας
γεμάτης ζωής, αλλά τις για καιρό απωθημένες και ματαιωμένες τις επιθυμίες, που επιστρέφουν
πια ασυγκράτητες για να τη βασανίζουν μέχρι το τέλος.
Σχήματα λόγου:
Προσωποποίηση της πολιτείας (την πολιτεία που ορκίζεται)
Αναδίπλωση και επαναφορά (την πολιτεία... την πολιτεία... την πολιτεία)
(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θάκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν
κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνω
στή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η
«Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο Νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα
ειρωνικό κ’ ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθη
μα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Άη – Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη
σκάλα, θα γελάσει, - ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου α
νάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο νάναι ότι δεν είναι καθόλου α
νάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: «Η παρακμή μιας εποχής»
. Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρό
μο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ’ το σπίτι. Το φεγγαρό
φωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετά
νοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφω
νο συνεχίζει)…
ΑΘΗΝΑΙ, Ιούνιος 1956
Το αιφνίδιο σκοτείνιασμα του δωματίου με την παροδική απόκρυψη του φεγγαριού μας παρα
πέμπει στο θεατρικό κλείσιμο, όπου πέφτει η αυλαία κι ακούγεται ως αποχαιρετισμός η μουσι
κή που συνόδευε διακριτικά την παράσταση.
Η μουσική, εδώ, είναι η «Σονάτα του Σεληνό
φωτος», επισφραγίζοντας την κυριαρχία του φεγγαριού σ’ όλη την ποιητική σύνθεση, και φυσι
κά σ’ όλη αυτή τη δραματική εξομολόγηση, που δεν θα μπορούσε να είναι εφικτή παρά μόνο
υπό το υποτονικό φως του φεγγαριού που καλεί επίμονα σε απολογισμούς με τη μελαγχολική
διάθεση που προκαλεί.
Ο ποιητής-αφηγητής εικάζει τις κινήσεις των προσώπων του έργου του, θέλοντας έτσι να επιτρέ
ψει μια πιθανά διαφορετική έκβαση της ιστορίας και των συναισθημάτων τους. Ο νέος απο
μακρύνεται από το σπίτι της Γυναίκας με τα Μαύρα νιώθοντας απελευθερωμένος από την α
ποπνικτική ατμόσφαιρα των αναμνήσεων, των μεταμελειών και της πικρίας∙ χαμογελά ειρω
νικά, ίσως και με συμπόνια, αφού ο ίδιος χάρη στο άφθαρτο κάλλος της νεότητάς του δεν έ
χει να φοβηθεί τίποτε από όλα αυτά∙ οι δικοί του δρόμοι είναι ανοιχτοί κι η ζωή είναι μπροστά
του για να την απολαύσει σε όλη της την πληρότητα
Όταν, μάλιστα, απομακρυνθεί σε μια ικα
νή απόσταση, θα ξεσπάσει σ’ ένα λυτρωτικό δυνατό γέλιο, για να αποσείσει από πάνω
του όλη αυτή την πένθιμα καταθλιπτική ατμόσφαιρα, και να αισθανθεί εκ νέου όλη τη δική
του ζωτικότητα και νεανική ευδαιμονία. Το γέλιο του θ’ ακουστεί κάτω από το φως του φεγ
γαριού απόλυτα ταιριαστό με την ομορφιά των νιάτων του, και καθόλου ανάρμοστο, έστω κι
αν προκύπτει ουσιαστικά ως αντίδραση στη φθορά και στη θλίψη της ηλικιωμένης γυναί
κας.
Το μόνο ανάρμοστο, στο ξέσπασμα αυτό, όπως σχολιάζει ο ποιητής είναι ίσως το γε
γονός ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο∙ ποιος θα περίμενε ή θα θεωρούσε σωστό, άλλωστε,
ένας νέος άνθρωπος να μπει στη θέση και να μοιραστεί τις πίκρες ενός ηλικιωμένου. Ποιος
θα ζητούσε από έναν νέο να νιώσει τη θλίψη μιας ηλικίας και μιας κατάστασης που βρίσκεται
στον απόλυτο αντίποδα της δικής του;
Ο νέος, ωστόσο, σύντομα θα σοβαρευτεί και θα σχολιάσει πως πρόκειται για την παρακ
μή μιας εποχής, εφόσον στο πρόσωπο της Γυναίκας με τα Μαύρα αντικρίζει την ασφυκτι
κή εκείνη προσήλωση σε μια ηθικότητα και μια στρεβλή πεποίθηση του αρμόζοντος, που σβή
νει πια μαζί με όσους έζησαν -ή καλύτερα έμειναν σε μια αδράνεια στέρησης- στο αυστηρό της
πλαίσιο. Η εποχή αυτής της συγκράτησης δεν αγγίζει, ούτε αφορά τον νέο, ο οποίος ήσυχος
πια κι έχοντας απομακρυνθεί από τον αποπνικτικό χώρο του σπιτιού, θα ξεκουμπώσει το
πουκάμισό του -που εκείνη του είχε κουμπώσει- σε μια ύστατη ένδειξη αποδέσμευσης, και θα
συνεχίσει το δρόμο του.
Σε ό,τι αφορά τη Γυναίκα με τα Μαύρα ο ποιητής σχολιάζει πως δεν ξέρει αν τελικά βγήκε
από το σπίτι∙ πράξη ούτως ή άλλως απέλπιδα. Εκείνο, ωστόσο, που φανερώνεται υπό
το φως του φεγγαριού που επανέρχεται είναι η συναισθηματική κατάσταση των σκιών του
σπιτιού -συνεκδοχικά, άρα, και της ηρωίδας. Ό,τι, λοιπόν, απομένει και κυριαρχεί δεν εί
ναι τόσο η μετάνοια για τη στερημένη ζωή, αλλά ένα συναίσθημα οργής γα την
άχρηστη εξομολόγηση. Όσα αποκαλύφθηκαν με τόση ειλικρίνεια δεν μπορούσαν να προ
σφέρουν τίποτα στην ηρωίδα, αφού στο σημείο αυτό της ζωής της τίποτε δεν μπορεί να θερα
πεύσει τη βαθιά της θλίψη.
Η ζωή που αρνήθηκε να ζήσει δεν μπορεί πια να επιστρέψει, κι η
ταπεινωτική της εξομολόγηση για όσα κουβαλά μέσα της και τη βασανίζουν, δεν θα μπο
ρούσε ποτέ να της προσφέρει κάποια ουσιαστική παρηγοριά. Άφησε τον εαυτό της να εκτεθε
ί στα μάτια ενός νέου -και άρα εκ των πραγμάτων αδιάφορου-, ο οποίος ούτε να την καταλάβει,
μα ούτε και να τη βοηθήσει θα μπορούσε.
Οι ευκαιρίες που έμειναν ανεκμετάλλευτες, τα χρόνια που πέρασαν άσκοπα, οι επιθυμίες που
καταπνίχτηκαν άδοξα, η ζωή που έμεινε κενή και αβίωτη, όλα αυτά βαραίνουν την ίδια
την ηρωίδα, που επέβαλε στον εαυτό της τόσες στερήσεις, προκειμένου να διατηρήσει την
αξιοπρέπεια και την ηθικότητά της.
Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα του σεληνόφωτος»
- Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδο
πούλου*
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
............................
Το ποίημα «Η σονάτα του σεληνόφωτος», ένα από τα πιο γνωστά και ευρύτατα διαδεδομένα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, μια σύνθεση μεγίστης ευαισθησίας και υψίστου ποιητικού κάλλους, γράφτηκε στην Αθήνα, τον Ιούλιο του 1956, και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε σε τεύχος στον τόμο Τέταρτη διάσταση, ο δε Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο Παντελής Πρεβελάκης, στο βιβλίο του «Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος» (Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1981), αναφέρει μεταξύ άλλων πως το ποίημα αυτό «ωριμότερο από τα προηγούμενα» είναι «…το πρώτο από μια σειρά όπου ο ποιητής λογοδοτεί στην Ποίηση και όχι στην Πολιτική…» και πως «…η διάδοση που είχε η Σονάτα σ’ Ανατολή και Δύση και οι πολλαπλές ερμηνείες που επιδέχεται δείχνουν πως ο Ρίτσος κινήθηκε αυτή τη φορά μέσα στον ορισμό της ποίησης» (σ. 203).
Ας απολαύσουμε την απαγγελία του Πρώτου Μέρους του ποιήματος από τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο:
Δεύτερο Μέρος
Φορές – φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του
αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν
πια να βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
αρκούδας –
κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για πού και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παι-
διά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο
παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χει-
λιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κι ενός αργού θανάτου –
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της
ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που τις
ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου.
Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολ-
λήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μού πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαί-
νουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει
αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια·
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω·
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου.
Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ’ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;
Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
– τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω – κι όταν σηκώνω το φλιτζά-
νι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του·
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοι-
τάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, –
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;
Βαθύ – βαθύ το πέσιμο,
βαθύ – βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθειά – βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, –
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο
σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, – πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος. Έτσι κά-
θε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.
Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες
του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κι ετοιμάζω δυό – ποιος να τον πιεί τον άλλον; –
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τον πράσινο
γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάν-
τα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;
Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου.
Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα ’ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μάς αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, –
ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ’κρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο Νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Άη – Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, – ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ’ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: «Η παρακμή μιας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ’ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει…
Ο Παντελής Πρεβελάκης (σσ. 206 – 208) έχει τη γνώμη πως «ο συνετός αναγνώστης πρέπει ν’ αρκεσθεί να εννοήσει την σύνθεση ως υπαρξιακό ψυχόδραμα, και συνάμα ως συμβολικό ποίημα. Το ψυχόδραμα, το παρακολουθεί κανείς με την απλή ανάγνωση, αφήνοντας τη φαντασία του να συμπληρώνει τα κενά, ανάλογα με τη δική του ψυχική πείρα. Όσο για το συμβολισμό του ποιήματος, η σύντομη φράση “Η παρακμή μιας εποχής” δίνει το κλειδί μιας ερμηνείας. Η γυναίκα εκπροσωπεί έναν πολιτισμό που πεθαίνει, ο νέος έναν πολιτισμό που γεννιέται. Ιστορική νομοτέλεια· γι’ αυτό, το γέλιο του νέου “δεν είναι καθόλου ανάρμοστο”. Η Σονάτα του σεληνόφωτος του Μπετόβεν, που συνόδευσε χαμηλόφωνα τον μονόλογο της ηλικιωμένης γυναίκας, ανήκει στον πολιτισμό που ψυχορραγεί. Η “πολύ γνωστή μουσική φράση” που ακούεται από το δυναμωμένο μεγάφωνο του γειτονικού μπαρ, συμβολίζει τη νέα βαρβαρότητα, δηλαδή την πρώτη φάση ενός νέου πολιτισμού…».
Η καίριας σημασίας φράση «Άφησέ με να ’ρθω μαζί σου», η οποία επαναλαμβάνεται ως επωδός στο εκτενές αυτό ποίημα (227 στίχοι) του Γιάννη Ρίτσου, απαντά συνολικά 15 φορές και, κάθε φορά, είναι διαφορετικά φορτισμένη. Πρόκειται για μια ένθερμη ικεσία, για μια «σπαραχτική επίκληση», η οποία – ακριβώς επειδή επαναλαμβάνεται – δηλώνει την άμεση ανάγκη της ηλικιωμένης γυναίκας να κρατηθεί, να αγκιστρωθεί από την ίδια τη ζωή, που εδώ εμφανίζεται με την παρουσία του όμορφου νέου… Αυτή η φράση εκφράζει και το ερωτικό πάθος αλλά και την υπαρξιακή αγωνία, και εκφέρεται με τον δισταγμό εκείνο που διακρίνει την ηλικιωμένη γυναίκα…
Η αναγεννησιακή εποχή της Άνοιξης, το υποβλητικό φως του φεγγαριού, οι μελαγχολικοί ήχοι της σονάτας του Μπετόβεν και η εκθαμβωτική γοητεία του νεαρού άνδρα δημιουργούν αναμφίβολα το πλέον κατάλληλο κλίμα για την εξομολόγηση της γυναίκας, η οποία αισθάνεται να «πνίγεται» από την μέχρι τώρα ζωή της· μια εξομολόγηση «άχρηστη» για την γυναίκα, αφού τελικά δεν την βοηθά να βγει από το αδιέξοδό της, αλλά ταυτόχρονα «χρήσιμη» για μας, επειδή μέσω αυτής (της εξομολόγησης) κατανοούμε απόλυτα την «ηρωίδα» της σύνθεσης, ανακαλύπτοντας την βαθιά συνειδητοποιημένη ύπαρξή της…
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου – της οποίας βασικά θεματικά μοτίβα αποτελούν ο χρόνος, η φθορά, η μοναξιά, ο έρωτας, ο θάνατος, η ποίηση και ο άνθρωπος ως ύπαρξη κοινωνική – έχει επανειλημμένα ανέβει στη Σκηνή, καθώς επιδέχεται πολλές ερμηνείες… Ο καθηγητής Νικηφόρος Παπανδρέου, ιδρυτής και καλλιτεχνικός Διευθυντής της «Πειραματικής Σκηνής της “Τέχνης”», έχει αναφέρει μεταξύ άλλων για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος»: «…Τελικά, η ερωτική επίκληση παραμένει ανεπίδοτη, ο μονόλογος δεν καταφέρνει να γίνει διάλογος, ο αποδέκτης παραμένει αδιάβροχος. Αλλά υπήρξε στ’ αλήθεια αποδέκτης; Μήπως πρόκειται για φαντασίωση της ώριμης γυναίκας, μήπως “επινοεί” τον νεαρό ακροατή της γιατί τον έχει ανάγκη, μήπως όλα αυτά τα λόγια σπαταλήθηκαν άδικα, απευθύνθηκαν σ’ ένα “πουκάμισο αδειανό”; Ο ποιητής μιλάει στον επίλογο για μιαν “άχρηστη εξομολόγηση”. Αλλά γιατί άχρηστη; Μάλλον μας δοκιμάζει. Γιατί ο αληθινός αποδέκτης της εξομολόγησης είμαστε εμείς, αναγνώστες, θεατές. Τελικά ίσως η Σονάτα δεν είναι ένα ποίημα πάνω στη μοναξιά, αλλά, ακόμη μια φορά στο έργο του Ρίτσου, ένα ποίημα πάνω στην ποίηση, πάνω στη σχέση της ποίησης με τη ζωή. Της ποίησης, που είναι η παραμυθία για την τραγική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης».
Ολοκληρώνοντας αυτό το κείμενό μου, θα ήθελα να καταθέσω ανεπιφύλακτα την σκέψη μου πως η «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί μία αριστουργηματική σύνθεση που αναμφισβήτητα ξεχωρίζει στο πάμφωτο στερέωμα της παγκόσμιας ποίησης. Ο Γιάννης Ρίτσος, πέρα από την απαράμιλλη ποιητική του δεξιοτεχνία, αποδεικνύεται – μ’ αυτό, και όχι μόνο, το έργο του – ένας «Σύγχρονος Ευριπίδης», ο οποίος, όπως ακριβώς ο μέγιστος εκείνος τραγικός ποιητής της Κλασικής Αρχαιότητας, κατάφερε με μιαν άμετρη ευαισθησία να βυθίσει την ματιά του μέσα στην ανθρώπινη ψυχή, ιδιαίτερα την γυναικεία…
https://docplayer.gr/34852712-Keimeno-giannis-ritsos-i-sonata-toy-selinofotos-apospasua.html
ΚΕΙΜΕΝΟ, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ
Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος (απόσπασµα)
Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, όχι η φωτογραφία που κοιτάς µε τόση δυσπιστία
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, µπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και µε κλεισµένα µάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει µιαν αµµουδιά στρωτή, νοτισµένη, στιλ
βωµένη από φεγγάρι, πιο στιλβωµένη απ τα παλιά λουστρίνια µου που κάθε µήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς, ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισµένο απ την ίδια του ανάσα, 50 τριγωνικό πανί σα µαντίλι διπλωµένο λοξά µό
νο στα δυο σα να µην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει ή ν ανεµίσει διάπλατο σε
αποχαιρετισµό. Πάντα µου είχα µανία µε τα µαντίλια, όχι για να κρατήσω τίποτα
δεµένο, τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαµοµήλι µαζεµένο στους αγρούς µε το
λιόγερµα 55 ή να το δέσω τέσσερις κόµπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες
στ αντικρυνό γιαπί ή να σκουπίζω τα µάτια µου, διατήρησα καλή την όρασή µου ποτέ
µου δε φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα µαντίλια. Τώρα τα διπλώνω στα τέσσε
ρα, στα οχτώ, στα δεκάξη ν απασχολώ τα δάχτυλά µου. Και τώρα θυµήθηκα 60 πως έτσι
µετρούσα τη µουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο µε µπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, µε δυό
ξανθές πλεξούδες 8, 16, 32, 64, κρατηµένη απ το χέρι µιας µικρής φίλης µου ρο
δακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια, (συχώρεσέ µου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια)
32, 64, κ οι δικοί µου στήριζαν 65 µεγάλες ελπίδες στο µουσικό µου τάλαντο. Λοιπόν,
σούλεγα για την πολυθρόνα ξεκοιλιασµένη φαίνονται οι σκουριασµένες σούστες, τα
άχερα έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο, µα πού καιρός και λεφτά και διάθε
ση τι να πρωτοδιορθώσεις; έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, φοβήθηκα
τ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθησαν άνθρωποι που ονειρεύτηκαν
µεγάλα όνειρα, όπως κ εσύ κι όπως κ εγώ άλλωστε, [...]
2 και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ το χώµα δίχως να ενοχλούνται απ τη βροχή ή το
φεγγάρι. Άφησέ µε νάρθω µαζί σου. Θα σταθούµε λιγάκι στην κορφή της µαρµάρινης
σκάλας του Άη- Νικόλα, 75 ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κ εγώ θα γυρίσω πίσω έχο
ντας στ αριστερό πλευρό µου τη ζέστα απ το τυχαίο άγγιγµα του σακκακιού σου κι ακό
µη µερικά τετράγωνα φώτα από µικρά συνοικιακά παράθυρα κι αυτή την πάλλευκη ά
χνα 1 απ το φεγγάρι πούναι σα µια µεγάλη συνοδεία ασηµένιων κύκνων και δε φοβά
µαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ 80 πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνοµίλησα άλ
λοτε µε το Θεό που µου εµφανίστηκε ντυµένος την αχλύ 2 και τη δόξα ενός τέτοιου
σεληνόφωτος, και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόµη, του εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν ατµίζοµαι 3 µες στη λευκή µου φλόγα, στη λευκότητα του
σεληνόφωτος, πυρποληµένη απ τ αδηφάγα µάτια των αντρών κι απ τη δισταχτικήν
έκσταση των εφήβων, 85 πολιορκηµένη από εξαίσια, ηλιοκαµµένα σώµατα, άλκιµα
4 µέλη γυµνασµένα στο κολύµπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδόσφαιρο (που έκανα
πως δεν τάβλεπα) µέτωπα, χείλη και λαιµοί, γόνατα, δάχτυλα και µάτια, στέρνα και
µπράτσα και µηροί (κι αλήθεια δεν τάβλεπα) ξέρεις, καµµιά φορά, θαυµάζοντας, ξεχνάς,
ό,τι θαυµάζεις, σου φτάνει ο θαυµασµός σου, 90 θέ µου, τι µάτια πάναστρα 5, κι ανυψω
νόµουν σε µιαν αποθέωση αρνηµένων άστρων γιατί, έτσι πολιορκηµένη απ έξω κι α
πό µέσα, άλλος δρόµος δε µούµενε παρά µονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Όχι
δε φτάνει. Άφησέ µε νάρθω µαζί σου. Το ξέρω η ώρα πια είναι περασµένη. Άφησέ µε,
γιατί τόσα χρόνια, µέρες και νύχτες και πορφυρά µεσηµέρια, έµεινα µόνη, ανένδοτη,
µόνη και πάναγνη, ακόµη στη συζυγική µου κλίνη πάναγνη και µόνη, γράφοντας έν
δοξους στίχους στα γόνατα του Θεού, στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα µείνουνε σα λαξευ
µένοι σε άµεµπτο µάρµαρο 100 πέρα απ τη ζωή µου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. ε φτά
νει. Άφησέ µε νάρθω µαζί σου. [...]
3 1 άχνα: θολούρα 2 αχλύ: ελαφρά οµίχλη 3 ατµίζοµαι: κατασκευασµένο ρήµα, ανάµεσα στο ατµίζω (=βγάζω ατµούς) και στο εξατµίζοµαι 4 άλκιµα: ρωµαλέα, δυνατά σωµατικά 5 πάναστρα: όλο αστέρια ή φωτεινά σαν αστέρια
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α. Στη Σονάτα του σεληνόφωτος συναντάµε ορισµένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, όπως ο διάχυτος λυρισµός, οι συχνές παροµοιώσεις, η άφθονη χρήση εικόνων, καθώς και η προβολή των ασήµαντων καθηµερινών πραγµάτων. Να δώσετε µέσα από το συγκεκριµένο απόσπασµα δύο παραδείγµατα για καθένα από αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά.
Μονάδες 15
Β1. Όπως αναφέρει η Χρύσα Προκοπάκη: «Ο Ρίτσος συνηθίζει να παρεµβάλλει µέσα στο ποίηµα έναν λόγο για την ίδια την ποίηση [...]» (Νέα Εστία, τ. 130, τχ. 1547, Χριστούγεννα 1991, σελ. 151). α. Με ποιους στίχους του αποσπάσµατος επαληθεύεται η άποψη αυτή;
Μονάδες 5
β. Να σχολιάσετε τους στίχους αυτούς. Μονάδες 15
Β2. Βασισµένοι σε στοιχεία του αποσπάσµατος να ανασυνθέσετε το παρελθόν της Γυναίκας, όπως αυτό αναδεικνύεται µέσα από την εξοµολόγησή της προς τον νέο.
Μονάδες 20
Γ. «[...] Λοιπόν, σούλεγα για την πολυθρόνα... δίχως να ενοχλούνται απ τη βροχή ή το φεγγάρι» (στ ). Να σχολιάσετε το περιεχόµενο των συγκεκριµένων στίχων µε λέξεις.
Μονάδες 25
4 . Να εντοπίσετε οµοιότητες ως προς το περιεχόµενο µεταξύ του αποσπάσµατος που σας δόθηκε από τη Σονάτα του σεληνόφωτος και του παρακάτω ποιήµατος του Κ. Π. Καβάφη, «Ενας
γέρος»:
Στου καφενείου του βοερού το µέσα µέρος σκυµένος στο τραπέζι κάθετ ένας
γέρος µε µιαν εφηµερίδα εµπρός του, χωρίς συντροφιά. Και µες στων άθλιων
γηρατειών την καταφρόνια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια που είχε και δύναµι,
και λόγο, κ εµορφιά. Ξέρει που γέρασε πολύ το νοιώθει, το κυττάζει. Κ εν τούτοις ο κα
ιρός που ήταν νέος µοιάζει σαν χθές. Τι διάστηµα µικρό, τι διάστηµα µικρό. Και συλλογι
έται η Φρόνησις πως τον εγέλα και πως την εµπιστεύονταν πάντα τι τρέλλα! την ψεύ
τρα που έλεγε «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.» Θυµάται ορµές που βάσταγε και πόση χαρά
θυσίαζε. Την άµυαλή του γνώσι κάθ ευκαιρία χαµένη τώρα την εµπαίζει.... Μα απ το
πολύ να σκέπτεται και να θυµάται ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιµάται στου καφενείου
ακουµπισµένος το τραπέζι.
Μονάδες 20 (Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα ποιητικά, ύψιλον/βιβλα, [Αθήνα 1990], σελ. 20.)
5 Απαντήσεις
Α. Κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Γ. Ρίτσου, που διακρίνουµε στο συγκεκριµένο απόσπασµα, είναι:
1. Ο διάχυτος λυρισµός:
α. Στίχοι 62-63: «κρατηµένη απ το χέρι µιας µικρής φίλης µου ροδακινιάς όλο φως
και ροζ λουλούδια»
β. Στίχος 78: «κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ το φεγγάρι πουναι σα µια µεγάλη συνο
δεία ασηµένιων κύκνων»
2. Οι συχνές παροµοιώσεις:
α. Στίχος 50: «τριγωνικό πανί σα µαντίλι διπλωµένο λοξά µόνο στα δυο»
β. Στίχος 55: «ή να το δέσω τέσσερις κόµπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες
στ αντικρυνό γιαπί»
3. Η άφθονη χρήση εικόνων:
α. Στίχος 47:
«µιαν αµµουδιά στρωτή, νοτισµένη, στιλβωµένη από φεγγάρι»
β. Στίχος 49:
«ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος λικνισµένο απ την ίδια του ανάσα»
4. Η προβολή ασήµαντων καθηµερινών πραγµάτων:
α. Στίχος 48: «παλιά λουστρίνια»
β. Στίχος 50-57: η αναφορά στα «µαντίλια»
[ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παραπάνω παραδείγµατα είναι ενδεικτικά]
Β1. Η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» αποτελεί µια ποιητική σύνθεση, η οποία εµπεριέχει ένα λόγο για την ίδια την ποίηση.
Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται, µεταξύ άλλων, και στο απόσπασµα που δόθηκε.
Πιο συγκεκριµένα, το θέµα της ποίησης εντοπίζεται στους στίχους:
α «κρατηµένη... (συγχώρεσέ µου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια)» «γράφοντας ένδο
ξους στίχους... λαξευµένοι σε άµεµπτο µάρµαρο / πέρα απ τη ζωή µου και τη ζωή σου,
πέρα πολύ. Δε φτάνει.»
β. Σχολιασµός των στίχων
Η θητεία της Γυναίκας µε τα Μαύρα στην ποίηση είναι αυτή που την ωθεί στο να
εκφράζεται µε εικόνες λυρικές, ακόµη και στον καθηµερινό βίο της. Όµως, η συνή
θεια αυτή χαρακτηρίζεται ως κακή από την ίδια, µιας και θεωρεί την ποιητική-λυρική
έκφραση ασυµβίβαστη µε την καθηµερινότητα.
βλ. Σχολικό εγχειρίδιο, σελίδα 38, υποσηµείωση 11.
6
Σχολιασµός των στίχων
Ο Ρίτσος, ως στρατευµένος ποιητής, στους στίχους αυτούς ασκεί έµµεση κριτική
στο δόγµα «Η Τέχνη για την Τέχνη».
Οι στίχοι οι «λαξευµένοι σε άµεµπτο µάρµαρο», που παραπέµπουν στην ψυχρότητα του
µαρµάρου, περιγράφουν ένα είδος ποίησης που από τη µια φέρει µηνύµατα φιλοσοφι
κού και ιδεαλιστικού τύπου, από την άλλη, όµως, ο ποιητικός λόγος αποστασιοποιεί
ται από τον άνθρωπο, τα καθηµερινά του προβλήµατα και τις υπαρξιακές του ανα
ζητήσεις.
Η Γυναίκα µε τα Μαύρα, γράφοντας «ένδοξους στίχους στα γόνατα
του Θεού», προσέδωσε ενδεχοµένως- στο έργο της πνευµατική και αισθητική αρτιότη
τα. Το κόστος, όµως, ήταν βαρύ γιατί δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει µία από της βασι
κές λειτουργίες της Ποίησης και την Τέχνης γενικότερα: την επικοινωνιακή της λειτουρ
γία.
Τώρα, κάνοντας έναν απολογισµό της ζωής της, εκ των υστέρων διαπιστώνει
ότι το έργο της είναι αποµακρυσµένο όχι µόνο από τους ανθρώπους, αλλά και από
την ίδια της την ύπαρξη.
βλ. Σχολικό εγχειρίδιο, σελίδα 41, υποσηµείωση 19
Β.2 Η Γυναίκα µε τα Μαύρα
στο συγκεκριµένο απόσπασµα εγκαταλείπει το παρόν και η εξοµολόγηση της κατα
βυθίζεται στο παρελθόν απ όπου ανασύρει νεανικά όνειρα και µνήµες µιας επο
χής, την οποία αναπολεί, επιχειρώντας να λυτρωθεί έστω και για λίγο απ το τραγικό
αδιέξοδό της.
Η πολυθρόνα γίνεται σύµβολο στοχασµού και ονείρων και λειτουργεί
ως γέφυρα που συνδέει το παρόν µε το παρελθόν. Τότε, ως νέα, έκανε όνειρα αθώα
κι ανέµελα.
Μπορούσε να ταξιδεύει µέσω των ονείρων και να ικανοποιεί την εφηβική
τάση για φυγή («µπορούσες ώρες ολόκληρες... να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει»)
Το τριγωνικό πανί της ψαρόβαρκας οδηγεί συνειρµικά την σκέψη της στο σύµβολο του
µαντιλιού και συνδέεται µε την αισθητική της κοινωνικής τάξης απ την οποία προέρχε
ται και παραπέµπει σε µια ευκατάστατη, κοµψή νεαρή γυναίκα που µπορεί να ικανοπο
ιεί τις επιθυµίες της και να αντιµετωπίζει αντικείµενα χρηστικά, όπως είναι τα µαντίλια,
από την αισθητική τους και µόνο πλευρά («πάντα µου είχα µανία µε τα µαντίλια» -
«Μια απλή ιδιοτροπία τα µαντίλια»).
Ως συνέχεια του συνειρµού, οι τρυφερές αναµνήσεις από την παιδική της ηλικία
(«µπλε ποδιά» - «άσπρος γιακάς», «δυο ξανθές πλεξούδες», «κρατηµένη απ το
χέρι µιας µικρής φίλης µου ροδακινιάς») την οδηγούν στηεποχή των µουσικών της
σπουδών, στοιχείκι αυτό ενδεικτικό της \τάξεως την
οποία εκπροσωπεί, και προοιώνιζαν ένα µέλλον διαφορετικό για την ίδια, το οποίο
ποτέ δεν πραγµατοποιήθηκε, διαψεύδοντας τις ελπίδες των προσώπων
7 της οικογένειάς της. («πως έτσι µετρούσα τη µουσική... στο µουσικό τάλαντο»). Ως νέα ένιωσε φυσικά να πολιορκείται κι από την ερωτική επιθυµία («πολιορκηµένη απ τ αδηφάγα µάτια των ανδρών... στέρνα και µπράτσα και µηροί») και τότε πάλεψε µε την ίδια της την φύση, καταφέρνοντας να κρατηθεί αγνή («έτσι λευκή... του σεληνόφωτος), ν απαρνηθεί τα εγκόσµια για να επιτύχει την ηθική εξύψωση και την επικοινωνία της µε το Θεό, να αφοσιωθεί στο ποιητικό της ταλέντο («γιατί εγώ πολλές ανοιξιάτικες νύχτες... ενός τέτοιου σεληνόφωτος»), καταπιέζοντας τις ανθρώπινες επιθυµίες της και νικώντας τους πειρασµούς («που έκανα πως δεν τάβλεπα «κι αλήθεια δεν τάβλεπα» - «κι ανυψωνόµουν σε µιαν αποθέωση αρνηµένων άστρων»). Η επιλογή της αφοσίωσής της στο Θεό και στο έργο της ποιητικής δηµιουργίας την αποµάκρυνε από τους ανθρώπους και από τα κοινωνικά δρώµενα κι έτσι η µοναξιά κυρίευσε τη ζωή της («γιατί τόσα χρόνια πάναγνη και µόνη»). Η ενασχόληση µε την ποίηση την βοήθησε αρχικά να αντέξει την ασφυκτική µοναξιά σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά ο απόκοσµος χαρακτήρας του έργου της έφερε τα αντίθετα αποτελέσµατα και την οδήγησε σε τραγικό αδιέξοδο («γράφοντας ένδοξους στίχους δεν φτάνει»), και στην αναζήτηση έστω και καθυστερηµένα εξόδου στη ζωή. Γ. Στους στίχους η ηλικιωµένη γυναίκα, έπειτα από την σύντοµη αναπόληση του παρελθόντος της, επιστρέφει στα συντρίµµια του τραγικού παρόντος µε την επανάληψη του συµβόλου της ξεκοιλιασµένης πολυθρόνας. Είχε επιχειρήσει να την πάει για επισκευή «δίπλα στο επιπλοποιείο» αλλά τα γηρατειά, η έλλειψη χρηµάτων και το συναίσθηµα της παραίτησης την απέτρεψαν. Άλλοτε πάλι σκεφτόταν να ενταφιάσει τα παλιά αντικείµενα και µαζί τις µνήµες και τα βιώµατα καλύπτοντάς τα µε ένα άσπρο σεντόνι (σύµβολο φθοράς θανάτου- σάβανα νεκρών). Από τη µια, εκφράζεται η διάθεση για ανανέωση και αλλαγή και από την άλλη αρκείται στην εξεύρεση προσωρινών λύσεων, πράγµα που εντείνει την ήδη υπάρχουσα µαταίωση. Οι ενδοιασµοί της, που διαφαίνονται από το σχήµα επαναφοράς (έλεγα... έλεγα), τη σταµατούν.
Αυτά τα έπιπλα είναι γεµάτα από χνάρια και αναµνήσεις παλιών αγαπηµένων
της νεκρών προσώπων. Ανθρώπων µε µεγάλα όνειρα και στόχους που είχε
και εκείνη.
Τέλος, αρνείται κατηγορηµατικά να διαγράψει από την ζωή της την ποιητική
δηµιουργία και τις αναµνήσεις, που όλα αυτά εκπροσωπούν, ίσως γιατί αυτά την κρατούν
ακόµα ζωντανή.
Δ. Διαβάζοντας παράλληλα το απόσπασµα της «Σονάτας του Σεληνόφωτος»
και το ποίηµα «Ένας γέρος» του Κ. Καβάφη διαπιστώνονται αρκετές αναλογίες ως προς το περιεχόµενο.
Αναλογίες που εντοπίζονται
κυρίως στις σκέψεις και τα συναισθήµατα δύο ηλικιωµένων ανθρώπων.
Ειδικότερα, µερικές από τις βασικότερες οµοιότητες είναι οι ακόλουθες:
-Κοινό θέµα των δύο ποιητικών συνθέσεων είναι η µοναξιά.
Η Γυναίκα µε τα Μαύρα ζει αποµονωµένη στο παλιό της σπίτι.
Αντίστοιχα, ο ήρωας του Καβαφικού ποιήµατος προτιµά το «µέσα µέρος» ενός
καφενείου, «χωρίς συντροφιά».
-Στη συνέχεια, τα δυο ποιητικά υποκείµενα παραδέχονται πως εγκλωβίστηκαν σε συντηρητικούς προσανατολισµούς.
Αφενός, ο γέρος θεώρησε πως η «Φρόνησις» θα ήταν ασφαλής οδηγός της ζωής
του, αφετέρου η Γυναίκα αφιέρωσε το έργο και τη ζωή της στην ιδεαλιστική ποίηση.
Εκ του αποτελέσµατος και οι δύο διαψεύστηκαν από τις αρχικές τους επιλογές.
-Απόρροια της κοσµοθεωρίας τους είναι ο τρόπος που αντιµετώπισαν τον έρωτα.
Οι δύο ήρωες οµολογούν ότι στερήθηκαν κάποιες από τις χαρές της ζωής καταπιέζο
ντας τον ερωτισµό τους.
-Η κατάδυση στο παρελθόν φέρνει στο φως µαταιώσεις, διαψεύσεις και λάθη που τους καταδίκασαν στην καταφρόνια και το αδιέξοδο της ύπαρξής τους.
-Τελικά, οι αναµνήσεις του παρελθόντος και οι σκέψεις του παρόντος δεν τροφοδοτούν µε λύσεις τους δύο ήρωες, οι οποίοι τελικά, παρά τη διάθεσή τους για ζωή, φαίνεται πως επιλέγουν την οδό της παραίτησης.
*Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια
Άλλα άρθρα από Γιόλα Αργυροπούλου - Παπαδοπούλ
Από Palmografos.com: Palmografos.com - Γιάννη Ρίτσου «Η σονάτα του