Εισήγηση: "Το ερμηνευτικό σχόλιο στο λογοτεχνικό κείμενο", Θεοδώρα Λυμπέρη
Ερμηνευτικό σχόλιο
Είναι ένα γραπτό σχόλιο, περιορισμένης έκτασης, που περιλαμβάνει την ανάπτυξη αφενός του βασικού, για τους μαθητές, ερωτήματος/θέματος του κειμένου και αφετέρου της ανταπόκρισής τους σε αυτό. Στο ερμηνευτικό σχόλιο, ο μαθητής δεν περιορίζεται στο «τι λέει το κείμενο» αλλά επεκτείνεται στο «τι σημαίνει για τον ίδιον». Με τη συγγραφή του ερμηνευτικού σχολίου, διευκολύνεται η ανάδυση του «εγώ» και «ελέγχεται» σύνθετα ο βαθμός εκπλήρωσης του γενικού και των ειδικότερων σκοπών διδασκαλίας του μαθήματος.
Θέμα - Ερώτημα
Για τη σύνταξη του ερμηνευτικού σχολίου είναι αναγκαία η κατανόηση του κειμένου, ώστε να εντοπιστεί το βασικό θέμα ή το βασικό ερώτημα που προκύπτει από αυτό. Σημαντικό είναι να διευκρινιστεί πως λόγω της πολυσημίας των λογοτεχνικών κειμένων, ενδέχεται να δοθεί έμφαση σε διαφορετικές πτυχές τους, ανάλογα με τα βιώματα, τις προσωπικές ανησυχίες, αλλά και την αναγνωστική εμπειρία του κάθε αναγνώστη. Ως εκ τούτου, για να αποφευχθούν οι αυθαίρετες αναγνώσεις έχει τεθεί ως αναγκαίος όρος η τεκμηρίωση της ερμηνείας που προτείνεται με παραπομπές σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου.
Το βασικό ερώτημα είναι αυτό που προκαλείται στον αναγνώστη, όταν διαβάζει ένα λογοτεχνικό κείμενο και απορρέει από αυτό που ο καθένας πιστεύει ότι είναι το πιο κρίσιμο θέμα συζήτησης που θέτει το κείμενο. Υπ’ αυτή την έννοια, το ερώτημα δεν έχει διευκρινιστικό χαρακτήρα κι η απάντηση σε αυτό δεν βρίσκεται εντός του κειμένου. Πρόκειται για τον ευρύτερο εκείνο προβληματισμό που επιχειρεί να προκαλέσει ο λογοτέχνης με το κείμενό του.
Για παράδειγμα, στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Ιγνατίου τάφος» τα ερωτήματα που μπορούν να προκύψουν είναι ποικίλα, χωρίς οι απαντήσεις σε αυτά να εμπεριέχονται στο ίδιο το ποίημα. Ειδικότερα, η απόφαση του νεαρού ήρωα να αποκηρύξει τα χρόνια που πέρασε δοσμένος στην απόλαυση ενός πολυτελούς βίου και να υιοθετήσει έναν λιτό βίο, αφιερωμένο στον χριστιανισμό, προκαλεί ερωτήματα που σχετίζονται, μεταξύ άλλων:
- με το κατά πόσο ένας άνθρωπος μπορεί πράγματι να «αλλάξει» και να απαρνηθεί το παρελθόν του,
- με το πόσο σημαντικό -ή εφικτό- είναι το να ελέγξει ένας άνθρωπος την εικόνα και την αντίληψη που σχηματίζουν οι άλλοι γι’ αυτόν, διαμορφώνοντας ο ίδιος την άποψη που θα απομείνει για το άτομό του (υστεροφημία),
- με το κατά πόσο η επιλογή ενός λιτού, θρησκευτικού τρόπου ζωής μπορεί να προσφέρει πράγματι την ευτυχία σ’ έναν άνθρωπο.
Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα
στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)
για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,
για τ’ άλογα και για τ’ αμάξια μου,
για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.
Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.
Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά
συνήλθα· αλλ’ όμως κ’ έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς
μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.
Συγκείμενο
Για να γίνει ορθότερα αντιληπτό το περιεχόμενο ενός κειμένου, ιδίως αφηγηματικού, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία συγκειμένου, τα οποία σχετίζονται με το πλαίσιο αναφοράς του λογοτεχνικού έργου, δηλαδή τα ιστορικά, κοινωνικά και βιογραφικά/ιδεολογικά δεδομένα των συνθηκών της παραγωγής του.
Ειδικότερα, τα στοιχεία του πραγματικού κόσμου που αναπαριστώνται στα λογοτεχνικά κείμενα αποτελούν το συγκείμενό τους και συμβάλλουν στην ερμηνεία τους. Τέτοια στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η χωρο-χρονική τοποθέτηση (πού και πότε εκτυλίσσεται αυτό που διαβάζουμε), οι ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του χρόνου συγγραφής, η πολιτεία και το δίκαιό της (άγραφο ή γραπτό), ο πολιτισμός, η κουλτούρα και η θρησκεία, όπως μετουσιώνονται σε διαδεδομένες αντιλήψεις, παραδόσεις και ήθη.
Στοιχεία συγκειμένου ενδέχεται να υποδηλώνονται στο ίδιο το κείμενο, είτε να προκύπτουν από σχετικές διευκρινίσεις στο εισαγωγικό σημείωμα του κειμένου.
Αν ο αναγνώστης δεν λάβει υπόψη του το συγκείμενο ενός αφηγηματικού κειμένου που αναφέρεται σε μια παλαιότερη ιστορική περίοδο, είναι πολύ πιθανό να παρερμηνεύσει το περιεχόμενό του, εφόσον θα επιχειρήσει ενδεχομένως να αξιολογήσει τη στάση και τις απόψεις των ηρώων με κριτήριο τις δικές του, σύγχρονες αντιλήψεις και απόψεις.
Συναισθηματικό κλίμα
Όπως είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη το συγκείμενο για να προσεγγιστεί ορθά ένα κείμενο, ιδίως αν αυτό σχετίζεται με μια παλαιότερη εποχή ή μια κρίσιμη ιστορική στιγμή (π.χ. Κατοχή), αντιστοίχως κρίσιμη είναι κι η κατανόηση του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η στάση του δημιουργού απέναντι στο θέμα που θίγει στο κείμενό του.
Στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Ἐν τῇ ὁδῳ», για παράδειγμα, όπου θίγεται το θέμα της «άνομης» ηδονής, είναι κρίσιμο να ληφθεί υπόψη πως ο ποιητής προσεγγίζει με συμπάθεια και κατανόηση τον νεαρό ήρωα, διαμορφώνοντας μέσα από τις επιμέρους γλωσσικές επιλογές ένα θετικό για εκείνον συναισθηματικό κλίμα. Έτσι, ακόμη κι αν ο αναγνώστης έχει τελείως διαφορετικές απόψεις για το θέμα αυτό, δεν θα πρέπει να ερμηνεύσει το ποίημα παρασυρμένος από τις δικές του αντιλήψεις και παραγνωρίζοντας το κλίμα που σκοπίμως δημιουργεί ο ποιητής.
Το συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό·
τα καστανά του μάτια, σαν κομένα·
είκοσι πέντ’ ετών, πλην μοιάζει μάλλον είκοσι·
με κάτι καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του
- τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολλάρου -
ασκόπως περπατεί μες στην οδό,
ακόμη σαν υπνωτισμένος απ’ την άνομη ηδονή,
από την πολύ άνομη ηδονή που απέκτησε.
Αξιολογείται ως προς τα εξής:
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Βαθμός κατανόησης των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου
- Βαθμός υποστήριξης της απάντησης με αναφορές- παραπομπές στο κείμενο
Κειμενικοί δείκτες και στοιχεία συγκειμένου (του λογοτεχνικού κειμένου)
- Βαθμός κατανόησης των επιλογών του συγγραφέα (κειμενικοί δείκτες, συγκείμενο), σχετικά με την οργάνωση και τη δομή (π.χ. γλώσσα, τεχνική, ύφος, εκφραστικά σχήματα κ.λπ.) με παραδείγματα από το κείμενο
Οργάνωση και γλωσσική έκφραση ερμηνευτικού σχολίου
- Αλληλουχία και συνοχή του ερμηνευτικού σχολίου
- Επίπτωση γραμματικοσυντακτικών λαθών στην κατανόηση της ερμηνευτικής εκδοχής
- Κατάλληλο λεξιλόγιο-ορολογία
1. Να παρουσιάσετε τη συναισθηματική κατάσταση του μάντη Τειρεσία, όπως αυτή καταγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα. Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας αξιοποιώντας τέσσερις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Εισαγωγικό σημείωμα
Το κείμενο αναφέρεται στον μάντη Τειρεσία, ο οποίος τυφλώθηκε είτε από τη θεά Αθηνά είτε από τη θεά Ήρα.
Το κείμενο αναφέρεται στον μάντη Τειρεσία, ο οποίος τυφλώθηκε είτε από τη θεά Αθηνά είτε από τη θεά Ήρα.
Μου πήρε τότε το βλέμμα η θεά, ακουμπώντας μ’ ανήδονη δύναμη το χέρι της στα μάτια μου που τα είχε υγράνει το ανέφικτο. Τυφλός ξαφνικά· και δεσμώτης του νου μου. Να υπάρχω την κυριολεξία του δέρματος, να με μοιραίνει των ήχων των οσμών η ύλη βαριά ως το πένθος. Αποσπασμένος από έναν κόσμο που με τρόπους πολλούς ιστορούσε την ομορφιά του, το κυρτό με το κοίλο αρμόζοντας, το πορφυρό με το πράσινο, το υψηλό γαλανό με το υγρό του αντίκρισμα, το θεριό με την έλαφο, τον καρπό με τα δόντια που τον δικαιώνουν, το ωμό με το πνεύμα, το τερπνό με τη λύπη, τη σποδό με τη μορφή, την πέτρα με δρόσο, την ηδονή με το δίδυμο άδειο, τη μέθη με τη βέβαιη θλίψη της, το πυκνό με το ξέφωτο, τη ροή με το ακίνητο, τη σάρκα με το τέλος της: την άλλη σάρκα.
Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω. Βαθιά να βλέπω, σε μια δίστομη όραση θητεύοντας. Το πίσω απ’ την εικόνα, το έξω, κι ό,τι οι θεοί είχανε τάξει της σκιάς. Τα δέντρα, απ’ τις ρίζες και κάτω μονάχα, εξόριστος πια όπως ήμουν από την ήπειρο του φαινομένου, του απλώς και αμέσως καλού. Το χρόνο ποτάμι να βλέπω και μονάχος εγώ να μπορώ, ευτυχία απαίσια περιούσιο άλγος, δυο φορές στα ίδια νερά του να μπω, τα μελλούμενα να ’ ναι από πριν παρελθόντα. Σκοτεινόβιος πορεύτηκα και στους άλλους το φως μου εδάνειζα, και συχνά μ’ αποστρέφονταν. Κι ως τον Άδη κατέβηκα, των θεών και του είναι μου. Και τρομάζω ακόμα να πω ποιος πιο άγριος ήταν.
Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω. Βαθιά να βλέπω, σε μια δίστομη όραση θητεύοντας. Το πίσω απ’ την εικόνα, το έξω, κι ό,τι οι θεοί είχανε τάξει της σκιάς. Τα δέντρα, απ’ τις ρίζες και κάτω μονάχα, εξόριστος πια όπως ήμουν από την ήπειρο του φαινομένου, του απλώς και αμέσως καλού. Το χρόνο ποτάμι να βλέπω και μονάχος εγώ να μπορώ, ευτυχία απαίσια περιούσιο άλγος, δυο φορές στα ίδια νερά του να μπω, τα μελλούμενα να ’ ναι από πριν παρελθόντα. Σκοτεινόβιος πορεύτηκα και στους άλλους το φως μου εδάνειζα, και συχνά μ’ αποστρέφονταν. Κι ως τον Άδη κατέβηκα, των θεών και του είναι μου. Και τρομάζω ακόμα να πω ποιος πιο άγριος ήταν.
Παντελής Μπουκάλας «Ο μάντης»
Ενδεικτική απάντηση
Η αιφνίδια στέρηση της όρασής του προκαλεί αρχικώς αρνητικά συναισθήματα στον μάντη Τειρεσία, εφόσον αποκόπτεται ξαφνικά από τον εξωτερικό κόσμο κι έρχεται αντιμέτωπος με μια απρόσμενη κατάσταση. Με τη χρήση α΄ ενικού προσώπου, που προσδίδει βιωματικό χαρακτήρα στο κείμενο, ο Τειρεσίας παρουσιάζει το πώς άρχισε ποια να καθορίζεται η πορεία του από την «ύλη» των ήχων και των οσμών. Η απώλεια της όρασης τον οδηγεί, κατ’ αυτό τον τρόπο, στο να αντιληφθεί την αξία των άλλων αισθήσεων, όπως το αποδίδει με τη χρήση μεταφορικού λόγου: «Να υπάρχω την κυριολεξία του δέρματος». Ο Τειρεσίας, ωστόσο, αισθάνεται βαθιά θλίψη για το γεγονός ότι αδυνατεί πλέον να αντικρίσει την ομορφιά του κόσμου, την οποία καταγράφει με τη χρήση αλλεπάλληλων αντιθέσεων («το κυρτό με το κοίλο», «το θεριό με την έλαφο», «το πυκνό με το ξέφωτο»). Η αδυναμία της θέασης του εξωτερικού κόσμου υποκαθίσταται, όμως, με τη δυνατότητα μιας βαθύτερης «δίστομης όρασης» που επιτρέπει στον μάντη να βλέπει πια ό,τι κρύβεται «πίσω απ’ την εικόνα». Το μέλλον γίνεται για εκείνον από πριν παρελθόν, εφόσον αποκτά το προνόμιο να βλέπει το χρόνο ως ποτάμι. Προνόμιο που του δημιουργεί αμφίσημα συναισθήματα, όπως προκύπτει από τις αντιθέσεις που χρησιμοποιεί «ευτυχία απαίσια», «περιούσιο άλγος». Η δυνατότητά του να βλέπει το μέλλον τον καθιστά, άλλωστε, αντιπαθή στους άλλους, όπως επισημαίνεται με τη χρήση γ΄ πληθυντικού προσώπου (συχνά μ’ αποστρέφονταν). Ενώ η στροφή προς το είναι του, τού αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές του εαυτού του, που του προκαλούν τρόμο.
Η αιφνίδια στέρηση της όρασής του προκαλεί αρχικώς αρνητικά συναισθήματα στον μάντη Τειρεσία, εφόσον αποκόπτεται ξαφνικά από τον εξωτερικό κόσμο κι έρχεται αντιμέτωπος με μια απρόσμενη κατάσταση. Με τη χρήση α΄ ενικού προσώπου, που προσδίδει βιωματικό χαρακτήρα στο κείμενο, ο Τειρεσίας παρουσιάζει το πώς άρχισε ποια να καθορίζεται η πορεία του από την «ύλη» των ήχων και των οσμών. Η απώλεια της όρασης τον οδηγεί, κατ’ αυτό τον τρόπο, στο να αντιληφθεί την αξία των άλλων αισθήσεων, όπως το αποδίδει με τη χρήση μεταφορικού λόγου: «Να υπάρχω την κυριολεξία του δέρματος». Ο Τειρεσίας, ωστόσο, αισθάνεται βαθιά θλίψη για το γεγονός ότι αδυνατεί πλέον να αντικρίσει την ομορφιά του κόσμου, την οποία καταγράφει με τη χρήση αλλεπάλληλων αντιθέσεων («το κυρτό με το κοίλο», «το θεριό με την έλαφο», «το πυκνό με το ξέφωτο»). Η αδυναμία της θέασης του εξωτερικού κόσμου υποκαθίσταται, όμως, με τη δυνατότητα μιας βαθύτερης «δίστομης όρασης» που επιτρέπει στον μάντη να βλέπει πια ό,τι κρύβεται «πίσω απ’ την εικόνα». Το μέλλον γίνεται για εκείνον από πριν παρελθόν, εφόσον αποκτά το προνόμιο να βλέπει το χρόνο ως ποτάμι. Προνόμιο που του δημιουργεί αμφίσημα συναισθήματα, όπως προκύπτει από τις αντιθέσεις που χρησιμοποιεί «ευτυχία απαίσια», «περιούσιο άλγος». Η δυνατότητά του να βλέπει το μέλλον τον καθιστά, άλλωστε, αντιπαθή στους άλλους, όπως επισημαίνεται με τη χρήση γ΄ πληθυντικού προσώπου (συχνά μ’ αποστρέφονταν). Ενώ η στροφή προς το είναι του, τού αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές του εαυτού του, που του προκαλούν τρόμο.
2. Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το βασικό θέμα του ποιήματος; Τι σημαίνει το θέμα αυτό για εσάς; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας σχετικά με το θέμα του ποιήματος αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Με τι πρόσωπο θ’ αντικρίσουμε εκείνους
που απλώσανε το χέρι τους στη φωτιά,
νηφάλιοι κι ωστόσο περιπαθείς
στην απόφασή τους,
εμείς που σε λόγια αρκεστήκαμε
ζυγιάζοντας το βάρος με τον κίνδυνο,
τα καθημερινά αισθήματα με τις ιδέες;
Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους ξαναδούμε;
Εγκάρδια χαμογελώντας πήρανε
το μακρύ δρόμο
μέσα στην πέτρα και στην καταχνιά,
με μια τούφα από ήλιο στο σκισμένο μέτωπο,
μ’ έναν κόμπο φαρμάκι στο ακροχείλι.
Κι ούτε που καταδέχτηκαν να κοιτάξουν βαθιά μας
πόσο μετρούσε η κίνηση της ψυχής,
ποια υπόσχεση κρυβόταν στο αντίο μας.
Συλλογιστήκαμε τη νύχτα, αυτό μονάχα,
τη δικαιοσύνη αγαπήσαμε, αυτό μονάχα,
κι είπαμε η λέξη είναι φωτιά, θα την πούμε τη λέξη,
όμως εκείνοι,
την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε, δίχως λέξη να πούνε.
Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους αντικρίσουμε;
που απλώσανε το χέρι τους στη φωτιά,
νηφάλιοι κι ωστόσο περιπαθείς
στην απόφασή τους,
εμείς που σε λόγια αρκεστήκαμε
ζυγιάζοντας το βάρος με τον κίνδυνο,
τα καθημερινά αισθήματα με τις ιδέες;
Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους ξαναδούμε;
Εγκάρδια χαμογελώντας πήρανε
το μακρύ δρόμο
μέσα στην πέτρα και στην καταχνιά,
με μια τούφα από ήλιο στο σκισμένο μέτωπο,
μ’ έναν κόμπο φαρμάκι στο ακροχείλι.
Κι ούτε που καταδέχτηκαν να κοιτάξουν βαθιά μας
πόσο μετρούσε η κίνηση της ψυχής,
ποια υπόσχεση κρυβόταν στο αντίο μας.
Συλλογιστήκαμε τη νύχτα, αυτό μονάχα,
τη δικαιοσύνη αγαπήσαμε, αυτό μονάχα,
κι είπαμε η λέξη είναι φωτιά, θα την πούμε τη λέξη,
όμως εκείνοι,
την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε, δίχως λέξη να πούνε.
Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους αντικρίσουμε;
Γιώργος Γεραλής «Με τι πρόσωπο»
Ενδεικτική απάντηση
Βασικό θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί η μεγάλη αντίθεση που προκύπτει ανάμεσα σ’ εκείνους που θυσιάζονται για τις ιδέες τους κι εκείνους που αρκούνται στα λόγια. Το ποιητικό υποκείμενο με τη χρήση επαναλήψεων («Με τι πρόσωπο θ’ αντικρίσουμε», «Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους ξαναδούμε;») τονίζει το οφειλόμενο αίσθημα ντροπής των αδρανών ανθρώπων απέναντι σ’ εκείνους που «απλώσανε το χέρι τους στη φωτιά» για τις κοινές τους ιδέες. Η χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου (σε λόγια αρκεστήκαμε) αφενός εντάσσει το ποιητικό υποκείμενο σ’ εκείνους που αρκέστηκαν μόνο στη θεωρητική υπεράσπιση των ιδεών, κι αφετέρου υποδηλώνει το πλήθος των ανθρώπων αυτών. Ενώ με τη χρήση των ερωτημάτων (Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους αντικρίσουμε;), γίνεται αντιληπτή τόσο η διάθεση αυτοκριτικής του ποιητή, όσο κι ο θαυμασμός που αισθάνεται για την ηρωική στάση των ανθρώπων που δε δίστασαν να οδηγηθούν στην αυτοθυσία. Η διαφορά, άλλωστε, ανάμεσα σ’ εκείνους που θεώρησαν πως και μόνο το να πουν τη λέξη είναι κάτι το δύσκολο, και σ’ εκείνους που «την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε» είναι εξαιρετικά μεγάλη.
Προσωπικά θεωρώ πως το θέμα αυτό έχει διαχρονική αξία εφόσον σε κάθε νέα κρίσιμη ιστορική στιγμή ή συγκυρία υπάρχουν εκείνοι που με θάρρος προχωρούν σε πράξεις και υπερασπίζονται τα ιδεώδη τους, κι εκείνοι που περιορίζονται σε θεωρητικές απλώς αναφορές. Ιδίως, μάλιστα, στην εποχή μας, η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει επιτρέψει σε πολλούς να εμφανίζονται ως θερμοί υποστηρικτές αξιών και ιδεών, έστω κι αν στην πραγματικότητα δεν τις εφαρμόζουν, ούτε είναι διατεθειμένοι ν’ αγωνιστούν γι’ αυτές.Βασικό θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί η μεγάλη αντίθεση που προκύπτει ανάμεσα σ’ εκείνους που θυσιάζονται για τις ιδέες τους κι εκείνους που αρκούνται στα λόγια. Το ποιητικό υποκείμενο με τη χρήση επαναλήψεων («Με τι πρόσωπο θ’ αντικρίσουμε», «Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους ξαναδούμε;») τονίζει το οφειλόμενο αίσθημα ντροπής των αδρανών ανθρώπων απέναντι σ’ εκείνους που «απλώσανε το χέρι τους στη φωτιά» για τις κοινές τους ιδέες. Η χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου (σε λόγια αρκεστήκαμε) αφενός εντάσσει το ποιητικό υποκείμενο σ’ εκείνους που αρκέστηκαν μόνο στη θεωρητική υπεράσπιση των ιδεών, κι αφετέρου υποδηλώνει το πλήθος των ανθρώπων αυτών. Ενώ με τη χρήση των ερωτημάτων (Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους αντικρίσουμε;), γίνεται αντιληπτή τόσο η διάθεση αυτοκριτικής του ποιητή, όσο κι ο θαυμασμός που αισθάνεται για την ηρωική στάση των ανθρώπων που δε δίστασαν να οδηγηθούν στην αυτοθυσία. Η διαφορά, άλλωστε, ανάμεσα σ’ εκείνους που θεώρησαν πως και μόνο το να πουν τη λέξη είναι κάτι το δύσκολο, και σ’ εκείνους που «την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε» είναι εξαιρετικά μεγάλη.
3. Ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το κύριο θέμα του ποιήματος που ακολουθεί; Ποια είναι η δική σας άποψη σχετικά με το θέμα αυτό; (150-200 λέξεις)
Κωνσταντίνος Καβάφης «Κεριά»
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων⸱
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω⸱ με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), Τόμος Α΄, Εκδόσεις Ίκαρος
Ενδεικτική απάντηση
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του ποιήματος είναι το γοργό πέρασμα του χρόνου κι η επίδραση που ενδέχεται να έχει η επίγνωση αυτή στη συναισθηματική μας κατάσταση. Με μια παραστατική παρομοίωση ο ποιητής παρουσιάζει τις μέρες του ανθρώπινου βίου σαν μια σειρά κεριών. Εκείνα που ανήκουν στο μέλλον βρίσκονται μπροστά, είναι αναμμένα και με τη θελκτική τους εικόνα (χρυσά, ζεστά και ζωηρά) μας καλούν να επικεντρωθούμε σε αυτά, ενώ, κατά τρόπο αντίθετο, όσα ανήκουν στο παρελθόν βρίσκονται πίσω, είναι σβησμένα και με τη θλιβερή τους εικόνα (κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά) μας υποβάλλουν αρνητικές σκέψεις σχετικά με το σύντομο της ζωής. Με τη χρήση α΄ ενικού προσώπου (Δεν θέλω να τα βλέπω), ο ποιητής τονίζει πως ο ίδιος δεν θέλει να κοιτάζει τα σβησμένα κεριά των περασμένων ημερών, διότι αφενός του προκαλεί λύπη η ανάμνηση του φωτός τους, κι αφετέρου τον τρομάζει το πόσο «γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει». «Εμπρός κυττάζω», δηλώνει ο ποιητής, αλλά το γεγονός ότι αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματός του στη «θλιβερή γραμμή» των σβησμένων κεριών, φανερώνει πως εκείνα τον απασχολούν περισσότερο, ιδίως λόγω του γοργού ρυθμού με τον οποίο «πληθαίνουν».
Προσωπικά θεωρώ πως οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας πως ο χρόνος περνά γρήγορα, μόνο, όμως, για να εκτιμάμε πληρέστερα κάθε νέα μέρα που ζούμε. Το να επιτρέπουμε, άλλωστε, στην επίγνωση αυτή να μας καταβάλλει ψυχολογικά, είναι κάτι το μάταιο, εφόσον η πάροδος του χρόνου είναι δεδομένη για όλους.
4. Ναντίν Γκόρντιμερ «Το όπλο του σπιτιού»
Ο νεαρός Ντάνκαν διατηρεί σχέση με τη Ναταλύ και συγκατοικεί με φίλους σ’ ένα συγκρότημα κατοικιών. Κάποιο βράδυ θα δει τη Ναταλύ να κάνει έρωτα μ’ έναν από τους φίλους του και θα φτάσει στο σημείο να τον δολοφονήσει. Οι γονείς του Ντάνκαν θα αναθέσουν την υπεράσπιση του γιου τους στον Μοτσαμάι, έναν από τους καλύτερους δικηγόρους στη Νότια Αφρική, με το φόβο ότι θα μπορούσε να τεθεί ακόμη και ζήτημα επιβολής της θανατικής ποινής.
Η φυλακή είναι σκοτάδι. Μέσα. Μέσα σου. Είναι μια νύχτα που ποτέ δεν τελειώνει, ακόμα και κάτω από το αμείλικτο φως των λαμπτήρων νέον που είναι βιδωμένοι στο ταβάνι του κελιού. Σκοτάδι ακόμα και όταν βλέπεις μέσα από το καγκελόφραχτο παράθυρο, όρθιος πάνω στο κρεβάτι, την πόλη να τρεμοπαίζει από τα φώτα. Είναι προσδοκία. Είναι ό,τι πέρασε. Τίποτα δεν σε καλεί, τίποτα δεν περιμένεις. [...]
Εκείνος ξέρει ότι κάθε φορά που τον επισκέπτονται μένει αναπάντητη μια ερώτηση που έχουν γι’ αυτόν. Ο δικαστής το δήλωσε ως γεγονός, όχι ως ερώτηση. «Δεν έδειξε καμία μεταμέλεια». Πώς να ξέρουν αυτοί, όλοι τους, τι σημαίνει αυτό που λένε με αυτή τη λέξη. Πώς να ξέρουν τι είναι αυτό που σκέφτονται, που μιλάνε γι’ αυτό. Χάραλντ και Κλόντια, δύστυχοί μου γονείς, θα θέλατε να δείτε το γιόκα σας να έρχεται με δάκρυα στα μάτια να πει συγνώμη; Θα διορθωθούν όλα, και το τζάμι που έσπασα με την μπάλα; Θα ξαναγίνω ένας πολιτισμένος άνθρωπος, για τον έναν, και θα με συγχωρήσει ο Θεός και θα με ξεπλύνει από την αμαρτία μου, για τον άλλον; Αυτό νομίζουν ότι είναι, αυτό το πράγμα, η μετάνοια;
Αυτός μου έφερε ένα βιβλίο όταν ήμουν προφυλακισμένος, νομίζω πως ήταν τότε που ήταν τόσο θυμωμένος, τόσο τρομαγμένος που ήθελε ο ίδιος να με κατηγορήσει, να με τιμωρήσει, αλλά υπήρχε κάτι μέσα στο βιβλίο που δεν ήξερε, δεν ξέρει και δεν μπορεί να ξέρει. Το κομμάτι που μιλάει για το δρώντα και τον πάσχοντα. «Είναι παράλογο ο δολοφόνος να ζει παραπάνω από το δολοφονημένο. Οι δυο μαζί -οι δυο τους μόνο, όπως δυο όντα είναι μαζί μόνο σε μια άλλη ανθρώπινη σχέση, ο ένας δρώντας και ο άλλος υπομένοντάς τον- μοιράζονται μεταξύ τους ένα μυστικό που τους δένει για πάντα. Ανήκουν ο ένας στον άλλον». [...]
Αντέγραψα αυτό το απόσπασμα ξανά και ξανά, δεν ξέρω πόσες φορές, μέσα στη νύχτα από μνήμης, το έγραψα σ’ ένα κομμάτι χαρτί όπως συνήθιζε εκείνη να σημειώνει ένα στίχο για ένα ποίημα, ενώ ήμουν συγκεντρωμένος πάνω από το σχέδιό μου, σταμάτησα στη μέση μιας τομής, κι έπρεπε να βρω κάπου να το γράψω. Είναι νεκρός, και εκείνος, εκείνη κι εγώ μοιραζόμαστε ένα μυστικό που μας δένει μαζί για πάντα. Δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει κανείς καλύτερα· εκείνος είναι νεκρός, εγώ, κάπως έγινε, πήρα το όπλο και τον πυροβόλησα στο κεφάλι. Υπάρχει ένα κομμάτι σ’ αυτό το βιβλίο· για εκείνον που το έκανε. «Ικανοποίησε την πιο βαθιά επιθυμία της ψυχής του». Όταν τους βρήκα, όπως τους βρήκα, η πιο βαθιά μου επιθυμία ποια ήταν; Πόσο θα ήθελα να ήξερα τι ήθελα, όταν είδα αυτό που ήταν η προδοσία μου από εκείνους... και μήπως επειδή δεν μπορούσα να έχω αυτό που ήθελα, ό,τι κι αν ήταν αυτό, ικανοποίησα την πιο βαθιά μου επιθυμία όταν πυροβόλησα τον εραστή της. Εκείνος είναι νεκρός. Εγώ είμαι ζωντανός και γιορτάζω μαζί με όλους τους, τους γονείς μου, τον Μοτσαμάι, την κατάργηση της θανατικής ποινής. Ο δολοφόνος επέζησε του δολοφονημένου. Για προσπάθησε να το πεις αυτό στους δικαστές μου, αυτούς στο δικαστήριο και αυτούς στο συγκρότημα. Δεν μπορείς να το πεις, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το ζήσεις μέσα σ’ αυτόν τον περιτοιχισμένο χώρο που υπάρχει γι’ αυτόν το σκοπό.
Ναντίν Γκόρντιμερ «Το όπλο του σπιτιού», Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένου; Να το παρουσιάσετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες (150-200 λέξεις)
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου είναι η συναισθηματική συντριβή που προκύπτει από την επίγνωση πως δεν υπάρχει δυνατότητα εξιλέωσης, όταν κάποιος έχει διαπράξει κάτι το τόσο οριστικό, όπως είναι ένας φόνος. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται μέσα από την ιστορία του Ντάνκαν, ο οποίος έχοντας σκοτώσει έναν φίλο του, δίνει την εντύπωση, όπως αυτό δηλώνεται από τον δικαστή («Δεν έδειξε καμία μεταμέλεια»), πως δεν έχει μετανιώσει για την πράξη του. Ο ίδιος ο ήρωας, ωστόσο, θεωρεί πως τόσο ο δικαστής, όσο και οι δικοί του άνθρωποι, δεν μπορούν να κατανοήσουν την πραγματική έννοια της μεταμέλειας, όπως αυτό εκφράζεται με μια πλάγια ερώτηση («Πώς να ξέρουν αυτοί, όλοι τους, τι σημαίνει αυτό που λένε με αυτή τη λέξη»). Για τον ήρωα η μεταμέλεια δεν μπορεί να εκφραστεί με μια συγνώμη και δάκρυα, όπως το τονίζει αυτό μέσω ρητορικών ερωτημάτων («θα θέλατε να δείτε το γιόκα σας να έρχεται με δάκρυα στα μάτια να πει συγνώμη;»), καθώς ό,τι έκανε κινείται πολύ πέρα από τα απλά λάθη και παραπτώματα. Τον πραγματικό ορισμό για το πόσο βαθύ είναι το αίσθημα ενοχής του τον εντοπίζει ο ήρωας σ’ ένα βιβλίο, όπως προκύπτει από τη σχετική διακειμενική αναφορά: «Είναι παράλογο ο δολοφόνος να ζει παραπάνω από το δολοφονημένο». Μόνο σε αυτή τη διαπίστωση αναγνωρίζει ο ήρωας το αληθινό εύρος της ενοχής που αισθάνεται. Γνωρίζει, ωστόσο, πως είναι μάταια η όποια προσπάθεια να εξηγήσει αυτό το συναίσθημα (« Για προσπάθησε να το πεις αυτό στους δικαστές μου»). Ό,τι του απομένει είναι να ζήσει με τις ενοχές του («Δεν μπορείς να το πεις, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το ζήσεις»).
Η ένταση με την οποία βιώνει ο ήρωας την ενοχή του καθιστά εμφανές το πόσο βαθιά επηρεάζει και καταβάλει κάποιον ένα τέτοιο έγκλημα. Είναι εύλογη, άρα, η δυσκολία του να εκφράσει με λόγια το πώς πραγματικά νιώθει.Ερμηνευτικό Σχόλιο (ενδεικτικά παραδείγματα)
Τίτος Πατρίκιος «Τέλος του καλοκαιριού»
VI
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θά ‘πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω,
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι –
θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
θα βρεις τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ό,τι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι –
τα πεθαμένα κύτταρά μου, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ό,τι δεν έχω γίνει ακόμα –
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος,
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω –
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.
Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθος, Εκδόσεις Κίχλη, 2015
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένου; Να το παρουσιά
σετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου είναι η δυσκολία να γνωρίσει κανείς πλήρως ένα
άλλο άτομο, καθώς σε αυτό συνυπάρχουν όχι μόνο η τωρινή και παρελθοντική του ταυτότητα,
αλλά κι η μελλοντική, όπως κι η επίδραση που έχει δεχτεί από πολλούς άλλους. Σε α΄ πρόσω
πο, το ποιητικό υποκείμενο τονίζει τη δυσκολία αυτή στην ερωτική του σύντροφο (δεν εί
μαι μόνο αυτό που βλέπεις), επισημαίνοντας εξαρχής το πλήθος των επιρροών που έχει δεχτεί
με σχήματα επανάληψης και υπερβολής (αν σ’ αγγίξω… σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι /
αν σου μιλήσει μια λέξη μου σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι). Με μια σειρά ρητορικών ερω
τημάτων αναρωτιέται για τη δυνατότητά της να διακρίνει αφενός το πλήθος αυτών των επιρ
ροών (θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;) κι αφετέρου τη διαμορφωμέ
νη πια μοναδικότητά του (θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες στη ροή του πλήθους;). Με τη χρή
ση επανάληψης τονίζει πως μέρος της ταυτότητάς του είναι κι ό,τι είχε υπάρξει κάποτε
(τα πεθαμένα κύτταρά μου, οι πεθαμένες πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις), ενώ με μια μεταφο
ρική εικόνα αναφέρεται και στην πιθανή μελλοντική του εξέλιξη (μέσα μου σφυροκοπάει
η σκαλωσιά του μέλλοντος). Κομμάτι, άλλωστε, του εαυτού του είναι κι η ταυτότητα που οφεί
λει να αποκτήσει (Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω).
[Λέξεις: 204]
Νίκος Καζαντζάκης «Ταξιδεύοντας, Ισπανία»
Σεβίλια
«Βλογημένες νά ‘ναι οι κλείδωσες των χεριών μου – που δεν είναι όλο κόκαλο σαν των α
λόγων – και μπορούν να σε χαδέψουν! – Βλογημένη κι η διάφανη επιδερμίδα των χειλιών
μου, – γιατί έτσι το αίμα μου βρίσκεται – πιο κοντά στο δικό σου, – όταν σε φιλώ! – Βλογημένα
και τα μακριά μαλλιά σου – γιατί όταν τα σηκώνω σα φτερούγα – ο σβέρκος σου νιώθει πιο α
παλά την ανάσα μου – και πιο γλυκά αναπαύεται στο μπράτσο μου – στις μακριές μας ξεκούρα
σες!»
Χωρίς να το θέλω, τα ερωτικά τούτα λόγια ενός φίλου μου Ισπανού ποιητή, στρατά
ριζαν στα χείλια μου, όταν έμπαινα στη Σεβίλια. Δεν αναστορούμαι πια αν ήταν μέρα
ή νύχτα, αν ήταν ήλιος ή αν έριχνε ψιλή βροχή⸱ σα νά ‘γινα ξάφνου ροδοβάβουλας και δε
θυμούμαι την πρώτη επαφή μου με τη Σεβίλια παρά μυρωδιές και χρώματα. Και χάρη
κα που έλαχε να γεννηθώ σ’ ένα τόσο φανταχτερό και μυρωδάτο κόσμο.
Πώς να μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος να υμνήσει, χωρίς κραυγή, την ομορφιά της γης; Πό
τε θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το λουλούδι, το χώμα, το νερό, τη γυναίκα;
Να δούμε το σώμα μας που έγινε επίτηδες για τον κόσμο, να δούμε τον κόσμο που έγι
νε επίτηδες για το σώμα μας, και να πούμε μ’ ευγνωμοσύνη: «Μου αρέσεις!»
Συχνά, όταν γυρίζω μόνος σε ξένες πολιτείες, με δυσκολία κρατιούμαι να μη φωνάξω. Τι νά
‘ναι ετούτη η τύχη, τι ‘ναι το θάμα ετούτο να ζεις, νά ‘σαι γερός, να διψάς, να πίνεις νερός και να
δροσερεύεις ως τη φτέρνα, να πεινάς, να τρως ένα κομμάτι ψωμί και να νιώθεις τα κόκαλά σου
να τρίζουν από αναγάλλια; Και πώς έλαχε νά ‘ναι τόσο σφιχτοπλεμένη, τόσο σοφιλιασμένη η η
δονή με την ανάγκη;
Κάθουμαι σε μιαν πέτρα, απόξω από το αραβίτικο παλάτι, το ξακουσμένο Αλκάθαρ
. Ήλιος γλυκός, η Σεβίλια ξύπνησε, σβουρίζει σα μελισσοκόφινο, μυρίζουν τα περβό
λια, είναι ακόμα πρωί κι οι πόρτες του παλατιού δεν άνοιξαν. Κοιτάζω τα χέρια μου
πλημμυρισμένα πρωινόν ήλιο – σα να κρατούν ένα χρυσό βιολί. Αγγίζω το κεφάλι μου
, και μου φαίνεται σαν την κιβωτό που πλέει απάνω στο χάος και νά ‘χουν καταφύγει μέ
σα της για να σωθούν όλα τα ζώα και τα πουλιά κι οι θεοί. Κι αμίλητα βλογούσα και
μακάριζα, το πρωί εκείνο, τις πέντε μου αίστησες…
Νίκος Καζαντζάκης «Ταξιδεύοντας, Ισπανία», Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2009
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένου; Ποια είναι η δική σας
άποψη σχετικά με αυτό; (150-200 λέξεις)
Κύριο θέμα του κειμένου είναι η αίσθηση ευγνωμοσύνης που οφείλει να έχει κάθε άνθρωπος
για το δώρο της ζωής, καθώς και για την ομορφιά που βρίσκεται παντού γύρω του. Ο αυτοδι
ηγητικός αφηγητής δηλώνει κατ’ επανάληψη το πόσο βαθιά εκτιμά το γεγονός ότι ζει (χάρηκα
που έλαχε να γεννηθώ / τι ‘ναι το θάμα ετούτο να ζεις / βλογούσα και μακάριζα… τις πέ
ντε μου αίστησες), τονίζοντας παράλληλα το θαυμασμό του για την ομορφιά του φυσικού κό
σμου. Με τη χρήση ρητορικών ερωτημάτων επισημαίνει, μεταξύ άλλων, την ανησυχία του πως
δεν αναγνωρίζουν όλοι την αξία των απλών, μα πολύτιμων στοιχείων που τους περιβάλλουν
(Πότε θ’ ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε το λουλούδι…). Κατά τη δική του άποψη οι άν
θρωποι θα έπρεπε να εκτιμούν περισσότερο το θαύμα της ζωής και να αντιλαμβάνονται πως
η ευδαιμονία τους μπορεί να πηγάσει από τα πιο απλά στοιχεία (να διψάς, να πίνεις νερός
και να δροσερεύεις ως τη φτέρνα). Συνάμα, αξιοποιεί παρομοιώσεις για να φανερώσει
την έκταση της δικής του ευδαιμονίας, που προκύπτει από το κάλλος της νέας ημέρας (σα
να κρατούν ένα χρυσό βιολί / σαν την κιβωτό που πλέει απάνω στο χάος).
Προσωπικά συμφωνώ με την άποψη του συγγραφέα, καθώς παρά τις ποικίλες -υψηλές συχνά-
προϋποθέσεις που θέτουν οι σύγχρονοι άνθρωποι για την ευτυχία, οι καθημερινές στιγμές θα
έπρεπε να επαρκούν και να εκτιμώνται πολύ βαθύτερα απ’ όλους.
[Λέξεις: 224]
Κική Δημουλά «Ένα ματσάκι ωχρότητα» (απόσπασμα)
Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ’ τη βεβαιότητα
σχεδόν κρυφά κι από την ίδια τη βροχή.
Το ξέρει μόνο η γοητεία του δισταγμού
η τσίγκινη τραγιάσκα κάποιου ήχου
και το συμβούλιο των σταγόνων ψηλά
γύρω από τη στρογγυλή λάμπα του δρόμου.
Απόρρητα βρέχει.
Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το φανερό.
Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μας
δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράξεις μας –
πάντα τελευταίες το μαθαίνουν⸱ από τις συνέπειες
που το γνωρίζουν εξ αρχής.
Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε.
Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο.
Πάντα τελευταία το μαθαίνει – απ’ τη νεότητα
των άλλων.
Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;
Κρυφό μας το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας.
Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.
Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.
Κική Δημουλά, Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος, 2009
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να παρουσιάσετε το κύριο, κατά τη γνώμη σας, θέμα/ερώτημα του ποιήματος
και να τεκμηριώσετε την απάντησή σας. (150-200 λέξεις)
Κύριο θέμα του ποιήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, η υπόρρητη, αλλά σαφής απροθυμία
των ανθρώπων να αντικρίσουν και να αποδεχτούν την πραγματικότητα ως έχει, ακόμη κι όταν
πρόκειται για κάτι που τους αφορά προσωπικά. Με την επανάληψη της οξύμωρης φράσης
«Απόρρητα βρέχει», καθώς και την αξιοποίηση της παρομοίωσης που επισημαίνει αυτή ακρι
βώς την αντίφαση «Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το φανερό» η ποιήτρια τονίζει την παραδοξότητα
του να θεωρούνται κρυφά ή αθέατα όσα συμβαίνουν μπροστά σε όλους και εν γνώσει όλων.
Ωστόσο, όσο κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει αδύνατο ή παράξενο, αυτό ακριβώς συμβαίνει με
τους ανθρώπους, δηλώνει η ποιήτρια, με τη διαπίστωση «Πόσες φορές κρυφά από μας δεν έ
χουμε συμβεί». Οι άνθρωποι κάποτε δρουν, χωρίς καν να παραδέχονται ή να αντιλαμβάνονται
τις ίδιες τους τις πράξεις, και συνειδητοποιούν εκ των υστέρων τα όσα έκαναν από
τις συνέπειες, οι οποίες -προσωποποιημένες εδώ- γνώριζαν εξ αρχής. Κατά τρόπο παρόμοιο,
οι άνθρωποι αρνούνται να αποδεχτούν ακόμη και το γεγονός ότι γερνάνε, κάτι που σχολιάζε
ται ειρωνικά από την ποιήτρια με τη μερική επανάληψη προηγούμενης παρομοίωσης
«Σα νά ‘ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο». Μα κι ακόμη περισσότερο, οι άνθρωποι δεν μαθαί
νουν ποτέ ότι έχουν πάψει πια να ζουν. Ο προσωποποιημένος θάνατός τους τούς το κρατάει κρυ
φό. Το ξέρει μόνο η ζωή των άλλων που συνεχίζεται.
[Λέξεις: 210]
Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα» (απόσπασμα)
Ο καιρός που περνούσε μακρυά του κυλούσε χωρίς χρησιμότητα, σταγόνα σταγόνα ή
σε κύματα, σα χαμένο αίμα, αφήνοντάς με κάθε μέρα πιο φτωχή από μέλλον. Μεθυσμένοι μα
ντατοφόροι μού διηγούνταν τη ζωή του στα στρατόπεδα: ο στρατός της Ανατολής κυριαρχούν
ταν από γυναίκες: Ιουδαίες της Θεσσαλονίκης, Αρμένιες απ’ την Τυφλίδα, που τα μπλε μά
τια τους κάτω από σκούρα βλέφαρα σ’ έκαναν να σκέφτεσαι τις πηγές σε βαθιές σκοτεινές
σπηλιές, Τουρκάλες βαριές και γλυκιές, όπως τα γλυκίσματά τους τα φορτωμένα μέλι. Έπαιρ
να γράμματα τις μέρες των γιορτών· η ζωή μου περνούσε παραφυλώντας στο δρόμο το κου
τσό βήμα του ταχυδρόμου. Τη μέρα πάλευα ενάντια στην απελπισία, τη νύχτα ενάντια στην
επιθυμία, χωρίς σταματημό ενάντια στο κενό, αυτή τη θαμπή μορφή της δυστυχίας. Τα χρό
νια διαδέχονταν το ’να τ’ άλλο στη σειρά, σαν πομπή μοναχικών γυναικών· το χωριό ήταν μαύ
ρο από γυναίκες σε πένθος. Ζήλευα αυτές τις δυστυχισμένες που είχαν σαν αντίζηλο τη
γη μονάχα και που ήξεραν τουλάχιστον ότι ο άντρας τους κοιμάται μόνος. Επέβλεπα εκ μέ
ρους του τις εργασίες στους αγρούς και τους θαλάσσιους δρόμους· συγκέντρωνα τις συγκομι
δές· διέταζα να καρφώνουν τα κεφάλια των ληστών στον πάσσαλο της αγοράς· χρησιμοποιού
σα τ’ όπλο του για να ρίχνω στις κουρούνες· χτυπούσα τα πλευρά της κυνηγετικής του φορά
δας με τις γκέττες μου από σκούρο μουσαμά. Λίγο-λίγο αντικαθιστούσα τον άντρα που
μου έλειπε και που τον είχα συνηθίσει. Έφτανα να κοιτώ με το δικό του βλέμμα το λευκό
περιλαίμιο των υπηρετών. Ο Αίγισθος κάλπαζε
δίπλα μου στη χέρσα γη· η εφηβεία του συνέπεσε με τον καιρό της δικιάς μου χηρείας· βρι
σκόταν σχεδόν σε ηλικία να ενωθεί με τους άλλους άντρες· με πήγε πίσω, στην εποχή των φιλη
μάτων που ανταλλάσσαμε με τα ξαδέλφια μες στο δάσος τον καιρό των μεγάλων διακοπών
. Τον έβλεπα λιγότερο σαν εραστή και περισσότερο σαν ένα παιδί, που μου έλειπε· πλήρωνα
τους λογαριασμούς του για σαμάρια και γι’ αγορές αλόγων. Δεν ήμουν μόνο άπιστη στον
άλλο άντρα, τον αντέγραφα επιπλέον: ο Αίγισθος δεν ήταν για μένα παρά τ’ αντίστοιχο των
γυναικών της Ασίας. Κύριοι δικαστές, δεν υπάρχει παρά ένας άντρας στον κόσμο: οι άλλοι για
κάθε γυναίκα δεν είναι παρά ένα λάθος ή ένα θλιβερό υποκατάστατο. Κι η μοιχεία δεν είναι
συχνά παρά η απελπισμένη μορφή της πίστης. Αν εξαπάτησα κάποιον, αυτός είναι βέβαια
ο φτωχός Αίγισθος. Τον είχα ανάγκη για να ξέρω ως ποιο σημείο αυτός που αγαπού
σα ήταν αναντικατάστατος. Κουρασμένη να τον χαϊδεύω, ανέβαινα στον πύργο να μοιραστώ
την αϋπνία του παρατηρητή.
Γιουρσενάρ, M. (1981). Κλυταιμνήστρα ή Το έγκλημα, μτφ. Μαρία Θ. Φωστιέρη, Η Λέξη 5:
362-367΄
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποια είναι η συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας; Να την παρουσιάσετε
αξιοποιώντας κειμενικούς δείκτες και στοιχεία του κειμένου. (150-200 λέξεις)
Η Κλυταιμνήστρα βιώνει την απουσία του Αγαμέμνονα ως πηγή μεγάλης δυστυχίας, αφού μα
κριά του ο χρόνος μοιάζει να μην έχει χρησιμότητα. Όπως τονίζει με μια παρομοίωση ο καιρός
περνούσε «σα χαμένο αίμα», αφήνοντάς τη ολοένα και πιο «φτωχή από μέλλον». Η δυστυχία
της, μάλιστα, επιτείνεται από τα νέα που λαμβάνει πως το στρατόπεδο των Ελλήνων είναι
γεμάτο θελκτικές γυναίκες, καθιστώντας βέβαιη την απιστία από τη μεριά του. Η ηρωίδα
φτάνει, έτσι, στο σημείο να ζηλεύει τις χήρες, αφού εκείνες έχουν μόνο αντίζηλό τους της γη
και γνωρίζουν πως «ο άντρας τους κοιμάται μόνος». Η συναίσθηση πως τα χρόνια της περνούν
μέσα στη θλίψη «σαν πομπή μοναχικών γυναικών» την εξωθεί στο να εντείνει τη δραστηριό
τητά της, μιμούμενη εκείνον και υιοθετώντας τις δικές του συνήθειες, σε μια προσπάθεια
να καλύψει την απουσία του (Λίγο-λίγο αντικαθιστούσα τον άντρα που μου έλειπε). Η
αντιγραφή των δικών του υποχρεώσεων και συνηθειών την οδηγεί ακόμη παραπέρα, καθώς
στο πρόσωπο του Αίγισθου, που ήταν ακόμη στην εφηβική ηλικία, βρίσκει το «αντίστοιχο
των γυναικών της Ασίας». Για την Κλυταιμνήστρα, ωστόσο, ο Αίγισθος δεν αποτελεί προ
σπάθεια αντικατάστασης του απόντος συζύγου της, όπως, άλλωστε, το τονίζει με τη χρήση
παρομοιώσεων, τον έβλεπε «λιγότερο σαν εραστή» και περισσότερο «σαν ένα παιδί» που
της έλειπε. Μέσω εκείνου επιχειρεί να συνειδητοποιήσει ακόμη ασφαλέστερα πόσο «αναντικα
τάστατος» ήταν εκείνος που πραγματικά αγαπούσε.
[Λέξεις: 217]
Μιχάλης Πασιαρδής «Η Ποίηση»
Η ποίηση είναι σαν το πρωί της άλλης
μέρας – πάντα ένα κύκλο πιο μπροστά
απ’ τον κόσμο, σαν το πρωί της άλλης
μέρας, όπου μες σε παρθένους κελαϊδησμούς
μαστορεύεται ο ήλιος του μέλλοντος.
Μιχάλης Πασιαρδής, Ο δρόμος της ποίησης: Ποιήματα 1959-1969, Κύπρος, 1970
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να διατυπώσετε το ερμηνευτικό σας σχόλιο για το ποίημα. (100-150 λέξεις)
Θέμα του ποιήματος, κατά τη γνώμη μου, είναι η δυνατότητα της ποιητικής τέχνης να αποτυ
πώνει τα όσα έρχονται, χάρη στο γεγονός πως οι θεράποντές της είναι ευαίσθητοι δέκτες
της πραγματικότητας. Τη δυνατότητα αυτή την παρουσιάζει εμφατικά ο ποιητής με την ε
πανάληψη μιας παραστατικής παρομοίωσης, η ποίηση είναι «σαν το πρωί της άλλης μέρας».
Βρίσκεται πάντοτε μια μέρα μπροστά από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς αφουγκράζεται
προσεκτικά και μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο κάθε επερχόμενη αλλαγή, όσο μικρή κι
αν είναι, όσο κι αν δεν την αντιλαμβάνονται οι άλλοι εγκαίρως. Συνάμα, όμως, η ποίη
ση έχει και το προνόμιο να οραματίζεται -και κατ’ αυτό τον τρόπο να διαμορφώνει- τον μελλο
ντικό κόσμο, αποδίδοντάς του ιδιότητες ή αρετές μη υπάρχουσες ακόμη, αλλά εν δυνάμει υ
λοποιήσιμες. Την επαφή αυτή της ποίησης με το μέλλον την καταγράφει ο ποιητής με τη
χρήση μεταφορικού λόγου, παρουσιάζοντας την ποίηση να βρίσκεται ήδη στην επόμε
νη μέρα «μες σε παρθένους κελαϊδησμούς» εκεί που δημιουργείται «ο ήλιος του μέλλοντος».
[Λέξεις: 156]
Κύριο θέμα του κειμένου, κατά τη γνώμη μου, συνιστά η επώδυνη αλλαγή που έχει επέλθει στη
Μυρσίνη Γκανά [Στην αρχή υπήρχε]
Στην αρχή υπήρχε
ο ήλιος, το φεγγάρι, τα σύννεφα
για να μετρούν, να χωρίζουν
να δίνουν ρυθμό
και όλα έμοιαζαν ατελείωτα,
απέραντα, σε διαρκή διαστολή.
Κι ύστερα ήρθαν τα ρολόγια
να μετρούν βασανιστικά
λεπτά και δευτερόλεπτα
να συρρικνώνουν το χρόνο,
το πεδίο, τη χαρά.
Κουβαλάω ένα
στη θέση της καρδιάς
ακούω διαρκώς τους χτύπους του
που λένε
τώρα, τώρα, τώρα.
Μυρσίνη Γκανά, Τα πέρα μέρη, Εκδόσεις Μελάνι, 2017
Ερμηνευτικό σχόλιο
Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το κύριο θέμα του κειμένου; Να το παρουσιά
σετε αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
σχέση των ανθρώπων με το χρόνο. Το πέρασμά του παλαιότερα γινόταν αντιληπτό με φυσικό
τρόπο, μέσω της κίνησης του ήλιου ή της εναλλαγής του με το φεγγάρι, καθώς και με τα σύννε
φα, που σηματοδοτούσαν την αλλαγή της εποχής. Στοιχεία που η ποιήτρια παρουσιάζει με
ασύνδετο σχήμα: «ο ήλιος, το φεγγάρι, τα σύννεφα / για να μετρούν, να χωρίζουν / να δίνουν
ρυθμό». Προσφέρονταν, έτσι, στους ανθρώπους ήπιες υπομνήσεις της ύπαρξης και του
περάσματος του χρόνου, που δημιουργούσαν μια επωφελή αίσθηση πως όλα είναι απέραντα
και πως ο χρόνος διαστέλλεται συνεχώς, όπως τονίζεται με ένα ακόμη ασύνδετο σχήμα:
«όλα έμοιαζαν ατελείωτα, / απέραντα, σε διαρκή διαστολή». Στην πορεία, ωστόσο, ήρθαν τα
προσωποποιημένα «ρολόγια», τα οποία άρχισαν «να μετρούν βασανιστικά» το πέρασμα
του χρόνου σε λεπτά και σε δευτερόλεπτα, καταλήγοντας «να συρρικνώνουν» τόσο τον ίδιο
το χρόνο, όσο και τη χαρά των ανθρώπων. Ό,τι παλαιότερα έμοιαζε άπλετο, αφού η πάροδός
του γινόταν αισθητή με αργές και σταδιακές αλλαγές, άρχισε τώρα να καταμετράται
με ακρίβεια δευτερολέπτου, καθιστώντας τους ανθρώπους έρμαια αυτού του συνεχούς και γορ
γού περάσματος του χρόνου. Πλέον, στο κέντρο της ύπαρξής μας (Κουβαλάω ένα / στη θέ
ση της καρδιάς) βρίσκεται ο αμείλικτος καταμετρητής του χρόνου, το ρολόι, το οποίο -προσω
ποποιημένο εδώ- υπενθυμίζει διαρκώς στην ποιήτρια πως δεν υπάρχουν περιθώρια για αναβο
λές και πως οφείλει να δράσει τώρα, όπως αυτό τονίζεται εμφατικά με την επανάληψη: «τώρα
, τώρα, τώρα».
Karim Amellal «Μπλε άσπρο μαύρο»
Εισαγωγικό σημείωμα
Κι αν η Μαρίν Λεπέν -που στο βιβλίο έχει το ψευδώνυμο Μιρέιγ Λεφέκ- εκλεγεί πρόεδρος
της Γαλλικής Δημοκρατίας; Τι σημαίνει για τη χώρα η εκλογική νίκη της Άκρας Δεξιάς;
Χάζευα σαν πεινασμένο πιτσιρίκι τις βιτρίνες των μεγάλων καταστημάτων, που εκείνη την
ώρα ήταν ακόμη κλειστά. Τα κύματα των τουριστών δεν είχαν ξεχυθεί ακόμη στις λεωφόρους.
Αλλά δεν θα αργούσαν. Αυτό ήταν πλέον η Γαλλία, και ιδιαίτερα το Παρίσι: ένα μεγαλοπρε
πές μουσείο για τους άλλους, ωραίες και πολυτελείς μπουτίκ, συνοικίες διαμορφωμένες με τρό
πο που να διευκολύνουν την πρόσβαση των πλούσιων ξένων, ένας φανταχτερός και λαμπερός
κόσμος, ενώ στις εισόδους της πόλης ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα, πέρα από την Περιφερειακή
Οδό που αποτελεί τα αόρατα σύνορα του Παρισιού ζουν οι πραγματικοί κάτοικοι αυτής
της χώρας, αυτοί που δεν πηγαίνουν ποτέ στο «Γκαλερί Λαφαγέτ» παρά μόνο για να γευ
τούν, μια γιορτινή μέρα, ένα κομματάκι όνειρο το οποίο ξεφορτώνονται μόλις επιστρέφουν
στο σπίτι τους γιατί, κατά βάθος, τα πράγματα που πουλάνε στο «Γκαλερί Λαφαγέτ» δεν προο
ρίζονται για εκείνους.
Η Μιρέιγ Λεφέκ τα είχε καταλάβει όλα. Σ’ εκείνους απευθυνόταν, με τα απλά της λόγια
, τις διατυπώσεις της που χαρακτηρίζονταν από κοινή λογική, τις ιδέες της που μοσχοβολού
σαν το αυταπόδεικτο. Μιλούσε σε αυτούς που δεν τους άκουγε πια κανείς, και σίγουρα όχι σ’
εκείνους που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στην ηγεσία της χώρας, εδώ και δεκαετίες…
Η πολιτική, για μένα, δεν ήταν να λες στους ανθρώπους αυτό που θέλουν να ακούσουν
και αυτό που μπορούν να καταλάβουν, αλλά να τους οδηγείς εκεί που πιστεύεις ότι πρέπει να
πάνε και, κατά συνέπεια, να ορίζεις έναν προορισμό και να χαράζεις έναν δρόμο. Η Μιρέιγ
Λεφέκ, όμως, μιλούσε στους ανθρώπους γι’ αυτά που καταλάβαιναν και τους έδειχνε αυτά
που ήθελαν να δουν, όχι αυτά που έπρεπε να δουν. Αυτό ονομάζεται λαϊκισμός: να λες ό,τι
έχουν ανάγκη να ακούσουν οι μάζες – και εκείνη το έκανε τέλεια.
Karim Amellal, Μπλε άσπρο μαύρο, Εκδόσεις Πόλις, 2017
Αξιοποιώντας τους κατάλληλους κειμενικούς δείκτες να παρουσιάσετε το πώς
προσεγγίζει το θέμα του λαϊκισμού ο αφηγητής. Ποια είναι η δική σας άποψη
για το θέμα αυτό; (150-200 λέξεις)
Ο αφηγητής προκειμένου να καταστήσει εμφανές το γιατί ο λαϊκισμός της Μιρέιγ Λεφέκ
έβρισκε ανταπόκριση στους Γάλλους πολίτες αξιοποιεί τις αφηγηματικές τεχνικές της
περιγραφής και του σχολίου. Ειδικότερα περιγράφει το Παρίσι, το οποίο με τις «ωραίες και
πολυτελείς μπουτίκ» του έχει, όπως σχολιάζει, μετατραπεί σ’ ένα «μεγαλοπρεπές μουσείο»
που προορίζεται για τους πλούσιους ξένους. Οι πραγματικοί κάτοικοι της Γαλλίας ζουν πέρα
από το πολυτελές κέντρο της πόλης και δεν έχουν τη δυνατότητα να ψωνίζουν σε ακριβά κατα
στήματα, όπως το «Γκαλερί Λαφαγέτ». Η Μιρέιγ Λεφέκ, σύμφωνα με τα σχόλια του αφηγη
τή, απευθύνεται ακριβώς σε αυτούς τους Γάλλους, χρησιμοποιώντας «απλά λόγια» και κοινής
λογικής διατυπώσεις. Όπως εμφατικά το αποδίδει ο αφηγητής με τη χρήση μιας μεταφοράς,
οι ιδέες της «μοσχοβολούσαν το αυταπόδεικτο». Η τακτική της αυτή, ωστόσο, βρίσκει εντε
λώς αντίθετο τον αφηγητή, ο οποίος θεωρεί πως δεν πρέπει ο πολιτικός να δείχνει στους πολί
τες αυτά που θέλουν να δουν, αλλά αυτά που πρέπει. Η πολιτική, κατά την άποψή του, είναι η
δυνατότητα να «χαράζεις ένα δρόμο» προς μια επιδιωκόμενη κατεύθυνση, ανεξάρτητα α
πό τις άμεσες επιθυμίες των πολιτών.
Κατά τη γνώμη μου, ο λαϊκισμός, η τάση, δηλαδή, ορισμένων πολιτικών να καθορίζουν τις επιλογές τους με βάση το τι είναι αρεστό στους πολίτες, είναι επιζήμια, εφόσον στερεί από την
Πολιτεία τη δυνατότητα των επιλογών εκείνων που θα την ωφελήσουν πιο ουσιαστικά σε βά
θος χρόνου. Θυσιάζεται, έτσι, το μέλλον μιας χώρας στα μικροκομματικά συμφέροντα και
στην προσωπική ανάδειξη καιροσκόπων πολιτικών.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Αξιολογείται ως προς τα εξής:
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Βαθμός κατανόησης των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου
- Βαθμός υποστήριξης της απάντησης με αναφορές- παραπομπές στο κείμενο
Κειμενικοί δείκτες και στοιχεία συγκειμένου (του λογοτεχνικού κειμένου)
- Βαθμός κατανόησης των επιλογών του συγγραφέα (κειμενικοί δείκτες, συγκείμενο), σχετικά
με την οργάνωση και τη δομή (π.χ. γλώσσα, τεχνική, ύφος, εκφραστικά σχήματα κ.λπ.) με παρα
δείγματα από το κείμενο
Οργάνωση και γλωσσική έκφραση ερμηνευτικού σχολίου
- Αλληλουχία και συνοχή του ερμηνευτικού σχολίου
- Επίπτωση γραμματικοσυντακτικών λαθών στην κατανόηση της ερμηνευτικής εκδοχής
- Κατάλληλο λεξιλόγιο-ορολογία
13-15
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Πολύ καλό επίπεδο κατανόησης των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου.
- Πολύ καλή τεκμηρίωση της απάντησης με αναφορές-παραπομπές στο κείμενο.
Κειμενικοί δείκτες και στοιχεία συγκειμένου (του λογοτεχνικού κειμένου)
- Πολύ καλή αναγνώριση συγγραφικών επιλογών
- Πλούσιες αναφορές παραδειγμάτων από το κείμενο και σε διαφορετικά πεδία των συγγραφι
κών επιλογών (σχετικά με τη γλώσσα, την τεχνική, το ύφος, τα εκφραστικά σχήματα κ.λπ.)
Οργάνωση και γλωσσική έκφραση ερμηνευτικού σχολίου
- Πολύ καλή παρουσίαση της ερμηνευτικής εκδοχής με την απαραίτητη αλληλουχία και συνοχή
- Ακρίβεια στη χρήση γραμματικοσυντακτικών φαινομένων
- Πλούσιο λεξιλόγιο
9-12
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Καλό επίπεδο κατανόησης των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου.
- Καλός βαθμός τεκμηρίωσης της απάντησης με αναφορές-παραπομπές στο κείμενο.
Κειμενικοί δείκτες και στοιχεία συγκειμένου (του λογοτεχνικού κειμένου)
- Καλή αναγνώριση συγγραφικών επιλογών
- Αρκετές αναφορές παραδειγμάτων από το κείμενο και σε διαφορετικά πεδία των επιλογών
αυτών (σχετικά με τη γλώσσα, την τεχνική, το ύφος, τα εκφραστικά σχήματα κ.λπ.)
Οργάνωση και γλωσσική έκφραση ερμηνευτικού σχολίου
- Καλή παρουσίαση της ερμηνευτικής εκδοχής με αλληλουχία και συνοχή
- Καλή χρήση γραμματικοσυντακτικών φαινομένων
- Καλό λεξιλόγιο
- Τα όποια λάθη δε δυσχεραίνουν την κατανόηση της ερμηνευτικής προσέγγισης
5-8
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Επαρκής κατανόηση, επαρκής προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης.
- Επαρκείς αναφορές τεκμηρίωσης με παραπομπές στο κείμενο.
Κειμενικοί δείκτες και στοιχεία συγκειμένου (του λογοτεχνικού κειμένου)
- Επαρκής αναγνώριση συγγραφικών επιλογών
- Επιλεκτική αναφορά παραδειγμάτων από το κείμενο π.χ. σχετικά με τη γλώσσα, την τεχνι
κή, το ύφος, τα εκφραστικά σχήματα κ.λπ.
Οργάνωση και γλωσσική έκφραση ερμηνευτικού σχολίου
- Επαρκής παρουσίαση της ερμηνευτικής εκδοχής
- Επαρκής χρήση γραμματικοσυντακτικών φαινομένων
- Επαρκές λεξιλόγιο
- Τα λάθη δυσχεραίνουν εν μέρει την κατανόηση της ερμηνευτικής προσέγγισης
1-4
Κατανόηση και ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
- Έλλειψη κατανόησης, παρανόηση.
- Μηδενική ή ακατάλληλη αναφορά παραδειγμάτων από το κείμενο
Κειμενικοί δείκτες και στοιχεία συγκειμένου (του λογοτεχνικού κειμένου)
- Έλλειψη αναφορών ή ασύμβατες αναφορές στις συγγραφικές επιλογές, ή ελλειπτική αναφορά
σε επί μέρους πλευρές.
Οργάνωση και γλωσσική έκφραση ερμηνευτικού σχολίου
- Ανεπαρκής παρουσίαση της ερμηνευτικής εκδοχής
- Ακατάλληλη ή λανθασμένη χρήση γραμματικοσυντακτικών φαινομένων
- Ακατάλληλη ή λανθασμένη χρήση λεξιλογίου
- Τα λάθη δυσχεραίνουν την κατανόηση της ερμηνευτικής προσέγγισης