Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Γιώργης Παυλόπουλος :ο βίος,το έργο του

 



Γιώργης Παυλόπουλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Γιώργης Παυλόπουλος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση22  Ιουνίου 1924
Πύργος Ηλείας
Θάνατος26  Νοεμβρίου 2008
Πύργος Ηλείας
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας
ποιητής

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%85%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος Ηλείας22 Ιουνίου 1924 – Πύργος Ηλείας, 26 Νοεμβρίου 2008) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Βιογραφικό

Το 1942 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην ποίηση.[1] Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στον ιδιωτικό τομέα.[2]

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1940, όταν δημοσίευσε δύο διηγήματα στην εφημερίδα Πατρίς του Πύργου. Το 1943 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα «Ο νεκρός Γ.Π.» στο περιοδικό Οδυσσέας (τεύχος 4, Δεκέμβριος 1943), που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Ήταν στενός φίλος με τον Τάκη Σινόπουλο και συνεργάστηκε μαζί του σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο Σινόπουλος στο έργο του. Ήταν επίσης φίλος με τους πεζογράφους Νίκο ΚαχτίτσηΗλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, καθώς και με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη.

Η πρώτη του ολοκληρωμένη συλλογή ποιημάτων με τίτλο Το κατώγι κυκλοφόρησε το 1971. Είχαν ωστόσο προηγηθεί πολλές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά του Πύργου και της Αθήνας, καθώς και σε έναν τόμο Για το Σεφέρη, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1962.

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ο αιώνας μας, Αλφειός, Γράμματα και Τέχνες, Νέα Πορεία, Ποιητική Τέχνη, Αιολικά Γράμματα, Σημείο, Νέο Επίπεδο, Η Συνέχεια, Χρονικό, Ελίτροχος. Επίσης, έγραφε στην εφημερίδα Καθημερινή.

Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και περιελήφθησαν και σε σχολικά βιβλία. Ο ίδιος συμμετείχε σε συνέδρια και παρουσιάσεις ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.[3] Επίσης, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική. Με τη φροντίδα φίλων του, πίνακές του εκτέθηκαν στην ΙΘ΄ Πανελλήνια Έκθεση Ζωγραφικής το 1977.

Τα ποιήματά του, όλα σε ελεύθερο στίχο, έχουν έντονα βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος.[4] Στα πρώτα του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στα τελευταία του ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου: τον έρωτα και το θάνατο.

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

  1. Ποίηση
    • Το κατώγι. 1971.
    • Το σακί. Αθήνα, Κέδρος, 1980.
    • Τα αντικλείδια. Αθήνα, Στιγμή, 1988.
    • Λίγος άμμος. Αθήνα, Νεφέλη, 1997.
    • Ποιήματα 1943–1997, 2001
    • Πού είναι τα πουλιά 2004
    • Να μην τους ξεχάσω 2008
  2. Δοκίμια
    • Από μια πρώτη συγκίνηση. Αθήνα, ανάτυπο από τον τόμο Για τον Σεφέρη, 1962.
  3. Μεταφράσεις
    • Τριαντατρία Χαϊκού. Αθήνα, Στιγμή, 1990.

ΠΗΓΗ[5]

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

• Αργυρίου Αλεξ., «Γιώργης Παυλόπουλος», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σσ. 158-159. Αθήνα, Σοκόλης, 1982.

• Δόξας Τάκης, «Παυλόπουλος Γιωργής», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας σελ. 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.

• Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Πίκρα και φόβος με κοινωνικές διαστάσεις», περ. Διαβάζω, τχ. 46, σσ. 94-96, 1981.

• Τσακνιάς Σπύρος, Κριτική για το Σακί, Η Καθημερινή, 01/10/1981.

Πηγές[6]

  1.  Καλαμάρας, Βασίλης (27 Νοεμβρίου 2008). «Ο Μεγάλος Ερωτικός από τον Πύργο». Ελευθεροτυπία. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2016.
  2.  «Παυλόπουλος, Γιώργης, 1924-2008»www.biblionet.gr. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2016.
  3.  Κράγκαρης, Διονύσης (30 Νοεμβρίου 2008). «ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ»www.epohi.gr. εφημ. Η Εποχή. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2016.
  4.  Αρμυριώτη, Λ. Σ. «Yfos-magazine - Γιώργος Παυλόπουλος - Μια συνομιλία»yfos-magazine.gr. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2016.
  5.  «Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών - Παυλόπουλος Γιωργής»www.ekebi.gr. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2016.
  6.  Ζαχαροπούλου, Κλεοπάτρα (8 Νοεμβρίου 2017). «Γιώργης Παυλόπουλος: Τα Αντικλείδια»Fractal. Η γεωμετρία των ιδεών.

ΠΡΟΣΩΠΟ



Ο Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008), ποιητής της α' μεταπολεμικής γε

νιάς, γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας, στις 22 Ιουνίου 1924 και πέθανε 

στις 26 Νοεμβρίου 2008 στη γενέτειρά του όπου ζούσε μόνιμα. Εκεί τελείω

σε το δημοτικό σχολείο και γυμνάσιο. Οι σπουδές του στη Νομική Σχολή του

 Πανεπιστημίου Αθηνών δεν ολοκληρώθηκαν. Εργάστηκε ως λογιστής και 

γραμματέας σε ιδιωτικούς φορείς. Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του το 1943,

 στο περιοδικό "Οδυσσέας", που εξέδιδε με φίλους του στον Πύργο. Ποιήμα

τα και κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά 

έντυπα και ανθολογίες. Συνεργάστηκε με τον φίλο του ποιητή Τάκη Σινόπου

λο, σε μια πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων, τα οποία συμπεριέλαβε ο

 Σινόπουλος στο έργο του. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: "Το κατώγι" (α'

 έκδοση: Ερμής, 1971), "Το σακί" (Κέδρος, 1980), "Τα αντικλείδια" (Στιγμή, 

1988), "Τριαντατρία χαϊκού" (Στιγμή, 1990), "Λίγος άμμος" (Νεφέλη, 1997), 

"Ποιήματα 1943-1997" (συγκεντρωτική έκδοση, Νεφέλη, 2001), "Πού είναι 

τα πουλιά" (Κέδρος, 2004) και "Να μη τους ξεχάσω" (Κέδρος, 2008). Συμμε

τείχε σε πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Ελλάδα, στην Κύπρο και στο εξωτερι

κό. Εκδόθηκε η αλληλογραφία του με το φίλο του πεζογράφο Νίκο Καχτίτση

: "Τα γράμματα του Νίκου Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο", Σοκόλης, 

2002. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και συμμετείχε στην ΙΘ' 

Πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στην Αγγλία,

 Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία, Ιταλία, Πολωνία, Ρωσία, Η.Π.Α. και 

Καναδά, και περιέχονται στα διδακτικά βιβλία για τη Νεοελληνική Λογοτεχνί

α της Γ' Ενιαίου Λυκείου. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Η φιλόλογος και ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου γράφει για τον ποιητή 

στο αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού της Ηλείας "Οροπέδιο" (τχ. 1, 

καλοκαίρι 2006): "Ο μελετητής του Παυλόπουλου αντιμετωπίζει την εξής 

δυσκολία: είναι αδύνατο να παραθέσει αποσπασματικά κάποιους στίχους 

του χωρίς να αδικήσει τον δημιουργό τους, αλλά και χωρίς να τραυματίσει 

το σώμα του ποιήματος από το οποίο αποσπά τους στίχους. Ο λόγος είναι

ο εξής: ο Γιώργης Παυλόπουλος είναι δημιουργός ποιητικών μύθων και η ε

πικοινωνία με την ποίησή του στην ουσία προϋποθέτει την αντιμετώπιση 

του ποιήματος ως ενός μικρού και αδιάσπαστου σύμπαντος και την αποδο

χή και τον σεβασμό από τον αναγνώστη του των κανόνων του παραμυθιού 

που διέπεται από τους δικούς του νόμους: την κατάργηση της λογικής τάξης

 και την α-χρονική και α-τοπική λειτουργία του μύθου, στοιχεία που προϋπο

θέτουν την κατά βάση βιωματική και όχι νοητική συμμετοχή του αναγνώστη.

 [...]

Πρόκειται για μια ποίηση αφηγηματική κατά βάση, με ιστορίες παράξενα χτι

σμένες με μια εικαστική τεχνική και μια κινηματογραφική οπτική που υπηρε

τείται εύστοχα από μια γλώσσα "χωρίς μαλάματα", πυκνή και εκφραστική μέ

σα στη λιτότητά της, από την οποία απουσιάζουν τα περιττά επίθετα και τα 

σχήματα λόγου και στην οποία κυριαρχεί το ρήμα. Η γλώσσα αυτή που δια

θέτει την απέριττη αμεσότητα των λαϊκών μύθων, κάποιες φορές ανακαλεί 

απόηχους απ' το δημοτικό τραγούδι. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν συ

ναντάμε στην ποίηση του Παυλόπουλου ποιήματα στα οποία εγγράφεται η 

ιστορική μνήμη. Εξάλλου η ιστορία στιγμάτισε δεινά τη γενιά του, την πρώ

τη μεταπολεμική γενιά, μια γενιά που ούτως ή άλλως κουβάλησε βαρύτατα

 ιστορικά φορτία ήδη στην ακμή της νεότητάς της. Όμως και αυτά ακόμη, ό

σα αναφέρονται σε ιστορικά βιώματα, είναι αφηγηματικά ποιήματα στα οποί

α η ιστορία καταθέτει τη μαρτυρία της μέσω ενός μύθου από τον οποίο α

πουσιάζει η ευθεία αναφορά στον τόπο και στον χρόνο. [...]"

Αναλυτική βιβλιογραφία του ποιητή, των ετών 1940-2005, δημοσιεύτηκε 

από τον Γιάννη Ξούρια στο περιοδικό "Μικροφιλολογικά" της Κύπρου, τχ

. 5, 2005 (και σε συνοπτική μορφή στο ίδιο τεύχος του περιοδικού "Οροπέ

διο").

Τίτλοι:
Συγγραφέας
Ζωγράφος
Καλλιτέχνης
ΠΟΙΗΜΑΤΑ // 1943-2008

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1943-2008

   
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ
Κωδ. Πολιτείας: 2274-0073
Τιμή Έκδοσης
€16.70
Τιμή Πολιτείας
€11.69
(-30%)
Κερδίζετε €5.01

Διαθέσιμο. Αποστέλλεται κατά κανόνα σε 1-4 εργάσιμες μέρες.

Διευκρινίσεις σχετικά με τις τιμές διάθεσης βιβλίων


https://www.politeianet.gr/sygrafeas/paulopoulos-giorgis-35061
Παρουσίαση

Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν' ανεβαίνει τη σκάλα
μες στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.

Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.

Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τα 'σκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης. [Από την έκδοση]

Περιεχόμενα

ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ
Απομνημόνευμα Α'-Ι'
Τραγούδι
Γραμμένο στον τοίχο
Το άγνωστο σώμα
Ερημόνησο
Μετάσταση
Αποκαθήλωση
Κηδεία π.Χ.
Μνήμη της θάλασσας
Αναπαράσταση
Μονόλογος
Στης Κίρκης
Αλφειός
Απόσταγμα
Αυτός με τα λευκά
Ένα ποτήρι νερό
Μαρτυρία για μιαν άνοιξη
Ένα παιδί στον καιρό του πολέμου
Η σύναξη
Ο νεκρός
Η μετακόμιση
Οι αράχνες
Τα πουλιά
Η καρέκλα
Βιογραφία
Το κατώγι
ΤΟ ΣΑΚΙ
Πουθενά δε βρέθηκε
Άγγελος αντάρτης
Στιγμή
Γύφτικο τραγούδι
Το περιστέρι
Φαντάροι μ.Χ.
Η πέτρα
Παιδικό σχέδιο
Το σακί
Παλιά γραφή
Οι πέτρες θα μαρτυρήσουν
Η αναγνώριση
Ιβήρων 14, 1949
Επιμελητές
Οι δήμιοι
Λεπτομέρειες από ένα ποίημα
Μου κάψανε τα χέρια
Οι δούλες του φόβου
Ο παράνομος
Με χαμηλή φωνή
Η θάλασσα
Η επίσκεψη
Το μαύρο
Κατάβαση
Το βαγόνι
Μνήμη του πολέμου
Ο φόβος
Λησμονημένο απόγιομα
Κυριακές
"Ψυχή"
Νεκρός καβαλάρης
Εικόνες
Άσκηση
ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
Ο έρωτας
Ο σπασμένος καθρέφτης
Οι μαστόροι
Ο ποιητής και το φεγγάρι
Η δοκιμή
Η σκόνη
Καταγραφή ονείρου
Το άγαλμα και ο τεχνίτης
Η μύγα
Η δαμάλα
Το κουτί
Το δωμάτιο η γυναίκα και το ποίημα
Στην κοιλάδα των Άπειρων Άστρων
Το θέατρο του ύπνου
Ο Χοκουζάι και η Γυναίκα του Ψαρά
Το πρώτο δειλινό
Η στάχτη
Μου είπαν οι νεκροί
Η πόρτα και ο καθρέφτης
Το κόκαλο
Το παιδί και οι ληστές
Το ποίημα
Η πληρωμή της ηδονής
Τα αντικλείδια
Η βάρκα
ΤΡΙΑΝΤΑΤΡΙΑ ΧΑΪΚΟΥ
Κρυφό μου σώμα
Όταν χορεύει
Πάλι το δρόμο
Κάπου στ' όνειρο
Στις τρεις τη νύχτα
Πάνω στ' αμόνι
Δυο μάτια σπαθιά
Τρεις φίλοι παίζαν
Κούμαρο μέλι
Όταν κοιτάζει
Δες! Δυο κουνούπια
Πέθαινα λέει
Να θέλω κι άλλο
Μέρα και νύχτα
Σπουργίτης φονιάς
Σταυροί στην πλαγιά
Άκουγα κουπιά
Θάλασσα χλωμή
Βαθιά στη λάσπη
Πίσω απ' τα βουνά
Άχνα δε βγάζω
Μικρό καράβι
Νεκρός κι ο Έκτωρ
Ουρά παγονιού
Ώχου κι απόψε
Είναι οι λέξεις
Είπε ο Ζήνων
Γελάει ο λύκος
Άνθη μυγδαλιάς
Φτωχό κόκαλο
Το ένα σου μάτι
Ακίνητοι. Σαν
Όλοι χωράμε
ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ [...]
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;
ΝΑ ΜΗ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Σημειώσεις για τις επιγραφές και τα παραθέματα
Σημείωμα για την έκδοση
Αυτοτελείς εκδόσεις ποιητικών βιβλίων του Γ. Παυλόπουλου
Γιάννης Ξούριας: "Εργοβιογραφικά για τον Γ. Παυλόπουλο"

poeticanet.gr

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η ποίηση των αιώνιων ιδεών

https://www.poeticanet.gr/article_print.php?id=1498

Από τους κυριότερους εκπροσώπους της Α΄ Μεταπολεμικής γενιάς ο Γιώργης Παυλόπουλος, γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1924 όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του το 2008. Ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε, εργάστηκε ως λογιστής και γραμματέας σε διάφορους ιδιωτικούς φορείς και αφιέρωσε στην ποίησητο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μαθήτευσε κοντά στον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος τον ξεχώρισε αμέσως για τη γλωσσική και εκφραστική του δεινότητα. Ήταν φίλος του Τάκη Σινόπουλου, του Νίκου Καχτίτση, του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου και στο έργο του συναντάμε επιρροές από τον Όμηρο, τον Μακρυγιάννη, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κώστα Καρυωτάκη, αλλά εντοπίζουμε και εκλεκτικές συγγένειες με τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τον Οκτάβιο Πας κ.α.. Ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Ας ξεκινήσουμε όμως την παρούσα προσέγγιση με ένα περιστατικό που περιγράφει ο ίδιος:

«– Πείνασα, είπε η Πωλίν.

(Θα τους απαθανατίσω σ’ ένα γράμμα που θα στείλω στον Ηλία, σκέφτηκα εγώ.)

Η Νταρλίν έκανε σαλάτα από βραστές πατάτες με τις φλούδες, ντομάτες, πιπεριές, μαρούλια και κρεμμύδια που έκοψε από τον κήπο της. Φάγαμε σε ξύλινα πιάτα συνοδεύοντας με ψωμί, τυρί – ένα είδος κοπανιστής – και ιταλικό κρασί.

Μετά το φαγητό ο Ρόμπερτ μάς έδειξε τις αιχμές από δύο αρχαιότατα ιντιάνικα βέλη. Γκρίζα οψιδιανή πέτρα. Ύστερα ο Ρόμπερτ και η Νταρλίν με παρακάλεσαν να διαβάσω το ποίημα «Ο Έρωτας». Όσο διάβαζα, είχαν σκύψει πλάι μου και κοίταζαν προσεχτικά το ελληνικό κείμενο. Όταν τέλειωσα ο Ρόμπερτ είπε πως μετά από ένα τέτοιο ποίημα δεν μπορείς να διαβάσεις ή να ακούσεις τίποτ’ άλλο, στο υπόλοιπο της μέρας.»

Η σκηνή εκτυλίσσεται σε ένα δάσος στη Δυτική Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών, το 1985, στο χτήμα Ινδιάνου ποιητή και αγαπημένου φίλου του Γιώργη Παυλόπουλου, όπως την αφηγείται ο τελευταίος σε επιστολή του που απευθύνει στον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο (βλ. Γράμματα από την Αμερική, Γαβριηλίδης 2008). Και το ποίημα «Ο Έρωτας» (από τη συλλογή Τα αντικλείδια, Στιγμή 1988) του Γιώργη Παυλόπουλου, που αναφέρει η επιστολή, αφιερωμένο Προς Ζόφον, έχει ως εξής:

Είδα όνειρο ήμουν ξυλοκόπος απόστασα και βγαίνοντας από το δάσος
ένα δέντρο μοναχό στο φως το κόβεις αύριο με τη σειρά του το λησμονάς
εκεί που έγειρα στη ρίζα του με πήρε ο ύπνος βλέπω πάλι όνειρο το τσεκούρι μου
γινόταν φίδι τύλιγε το δέντρο απ’ τον κορμό του χώθηκε στα φύλλα
τότε κείνο άνθισε με σκέπαζαν τ’ άνθη του ο ίσκιος του δροσιά
γυναίκας που μ’ αγκάλιαζε με ξαναγύριζε στην πρώτη μου ζωή
πρόσωπο δεν έβλεπα μόνο το γιασεμί στα σκοτεινά μαλλιά της βάθαινα
μέσα σε δάκρυα και φιλιά και μπαίνοντας στη νύχτα τώρα του ονείρου ήταν
καράβι το δέντρο κι άλμπουρο το τσεκούρι κι απάνω του δεμένοι με το φίδι για σκοινί
εγώ με τη γυναίκα να μας κόβει ο άνεμος γυμνούς καθώς η πελώρια πλώρη
έστριβε αργά προς το μεγάλο σκοτάδι.

Πέφτοντας εντελώς τυχαία λοιπόν, ως αναγνώστες της παραπάνω επιστολής, πάνω σε αυτό το ποίημα, που οι φίλοι του Γιώργη Παυλόπουλου του ζήτησαν να τους διαβάσει εκείνη τη μέρα σε μια συντροφιά με κρασί και καλή παρέα, θα διαπιστώσουμε ότι, παρόλο που πρόκειται για ένα αυτοτελές και μεμονωμένο ποίημα, αυτό συνοψίζει από μόνο του όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιώργη Παυλόπουλου, γεγονός που καταδεικνύει ότι πρόκειται για έναν ποιητή με πολύ συγκροτημένο, συνεπές και συμπαγές το ποιητικό του όραμα. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται, άλλωστε, από την κοινή και κατά ομολογία του ίδιου παραδοχή ότι ήταν ένας ολιγογράφος ποιητής, ο οποίος δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα («Ο νεκρός Γ.Π.», στο περιοδικό ΟΔΥΣΣΕΑΣ, τεύχος 4) το 1943 αλλά εξέδωσε την πρώτη του συλλογή (Το  Κατώγι, Ερμής) το 1971, αφήνοντας πίσω του ένα μικρό σε έκταση – συγκριτικά με τον χρόνο της ολικής ενασχόλησής του – έργο που απαρτίζεται από εννέα (9) ποιητικές συλλογές, συμπεριλαμβανομένων μίας ιδιωτικής έκδοσης εκτός εμπορίου,ενός συγκεντρωτικού τόμου και μίας συλλογής εκδοθείσας μετά τον θάνατό του, αλλά και μεταφράσεις ξένων ποιητών και κάποιες επιστολές του, έργο προσεγμένο όμως και ουσιαστικό, με σεβασμό απέναντι στην πνευματική και ποιητική παράδοση του τόπου του και πρωτίστως απέναντι στην ελληνική γλώσσα, εκφέροντας τον ποιητικό του λόγο – και εδώ βρίσκεται το μεγάλο και βασικό του προτέρημα – στην κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Αναφορικά με το μέγεθος του έργου του επισημαίνει σε συνέντευξή του ότι «Η Τέχνη δεν γίνεται με τον Έναν αλλά με τους Πολλούς, που το άθροισμα των έργων τους είναι αποτέλεσμα μιας βαθιάς αλληλεγγύης ανάμεσά τους.» και προσθέτει το ερώτημα, στο οποίο δείχνει να καταφάσκει, «Μήπως όμως και ο αριθμός των αποτυχημένων ποιημάτων μας πρέπει να λογαριάζεται στο σύνολο των έργων που σημαδεύουν την πρόοδο της Τέχνης;» (συνέντευξη στον Κ. Λιόντη, εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, 01.06.1986).

Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου ζυμώνεται σε μια εποχή εφιαλτικού τρόμου, όπου ελλοχεύει ο θάνατος, όχι απλώς ως υπαρξιακή αγωνία αλλά ως υπαρκτή καθημερινότητα, και θερίζει στο πέρασμά του τα πάντα. Β΄ παγκόσμιος πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος, δικτατορία κ.ο.κ. παρέλασαν από τα μάτια του, τραυμάτισαν την ψυχή του και στιγμάτισαν τη μνήμη του με τον πόνο και την αδικία της ανθρώπινης τραγωδίας. Η σύνδεση με τον κάτω κόσμο έγινε ορατή από τα δύο πρώτα βιβλία του με σαφές και το μεταφορικό νόημα των τίτλων τους, «Το κατώγι» και «Το σακί». Ο ήλιος λαβωμένος, το πέλαγο θρυμματισμένο, σιγή και μαύρο, θλίψη, πείνα και παγωνιά, κόκαλα, χαμένα ονόματα, φωνές που σβήνουν ολοένα και δυναμώνουν, ο βράχος που μένει αίμα, η πέτρα, το άλογο πετσί και κόκαλο δίχως τον αναβάτη του ή αλλού να σέρνει το ίδιο τον αναβάτη του νεκρό, το ακρογιάλι θαμμένο στη στάχτη, η θάλασσα γυμνή κι ολομόναχη, σκηνές από μνήματα, νεκρούς, καταφύγια, χαλάσματα φωτογραφίζουν τη φρίκη του πολέμου. «Το μαράζι της αλήθειας και το μαράζι της αδικίας» είναι η ατμόσφαιρα των πρώτων ποιημάτων του Γιώργη Παυλόπουλου, όπου «δεν είναι φως μήτε σκοτάδι» και οι άνθρωποι «μήτε ζωντανοί μήτε πεθαμένοι», «ποιος είναι αυτός στον τόπο μας/ που αποφασίζει;».

Όμως ο κόσμος είναι ατελής ιδωμένος υπό το καταστροφικό του νόημα.«Το φως μού κάρφωνε το χέρι/ σε ό,τι πήγαινα ν’ αγγίξω. Δοκίμαζα και ξανάρχιζα./ Περιπλανήθηκα σ’ αυτά τα μέρη χρόνια και χρόνια/ κι ο ήλιος σαν ένα μαύρο πανί μου έδενε τα μάτια. Σιγά σιγά τυφλώθηκα. Παρακαλώ να περάσω.» Έτσι, καλείται το όνειρο, επίσης από την πρώτη στιγμή, να συμπληρώσει τα κενά της υπαρξιακής ματαιότητας. Οι νεκροί συνυπάρχουν με τους ζωντανούς και συνδιαλέγονται, ο έρωτας, που έχει διακοπεί βιαίως από τον πόλεμο, συντελείται στο μεταίχμιο της διέλευσης μεταξύ ονειρικού και πραγματικού, το ποίημα συλλαμβάνεται ως αμοιβαίο αίτημα συστέγασης βιώματοςκαιμνήμης, ενώ φαντασία και πραγματικότητα συνέχονται κατά τρόπο το μεν οικείο το δε αληθοφανή, την ώρα που – ενίοτε προσωποποιημένη – η ποίηση επιχειρεί να βάλει τάξη στο χάος. Το πρόβλημα του χαμένου χρόνου, της απώλειας και των στερήσεων, βρίσκει τη λύση του στον ατοπικό και αχρονικό χαρακτήρα του κόσμου της αφθαρσίας των πλατωνικών ιδεών. Ομοίως και οι τίτλοι των επόμενων συλλογών, «Τα αντικλείδια», «Λίγος άμμος», «Πού είναι τα πουλιά;» και «Να μη τους ξεχάσω» υποδηλώνουν τα δύο διακριτά οντολογικά επίπεδα που συναιρεί ο χαμένος χρόνος και, στον αντίποδα αυτού, ο ύπνος με την ευεργετική του επίδραση. Μοτίβο που επανέρχεται το όνειρο, ως άλλη διάσταση του πραγματικού και συχνά μάλιστα μέσα στο ίδιο το όνειρο, μας παραπέμπει εμφανώς στον Καρτέσιο, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα να μας πείσει ότι δεν κοιμόμαστε και είναι όνειρο αυτό που βιώνουμε, ή ακόμα παλαιότερα στην ινδουιστική φιλοσοφία, σύμφωνα με την οποία ζούμε σε ένα μόνιμο όνειρο, σε μια συλλογική παραίσθηση με άλλα λόγια, σκέψη που συναντάμε ήδη στην αρχαιότητα και στο «Σκιάς όναρ άνθρωπος» του Πινδάρου αλλά και στη μεταγενέστερη Τρικυμία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ στα λόγια «Είμαστε από την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα και τη ζωούλα μας την περιβάλλει ολόγυρα ύπνος.» (μετάφραση Βασίλη Ρώτα).  

Μέσα στο ονειρικό περιβάλλον του Γιώργη Παυλόπουλου πραγματώνεται λοιπόν και ο έρωτας, που ομοίως κατέχει πρωτεύουσα θέση στο ποιητικό του έργο. Η ερωμένη κατά κανόνα ταυτίζεται με την ποίηση και νοείται ως κάποια αόριστη και μυστηριώδης γυναικεία μορφή, που παρουσιάζεται συνήθως γυμνή ή ξυπόλυτη και αμέσως σαγηνεύει και διεγείρει τον ποιητή, συχνά τον αγκαλιάζει ή του δίνει ένα φιλί, κάποτε τον κατακτά απαιτώντας τη διαρκή μέριμνα και προσοχή του και ύστερα διαλύεται, όπως το ποίημα που δεν τελειώνει ποτέ, και τον αφήνει στο μεγάλο σκοτάδι. «Υπάρχει ο έρωτας πάντα στα ποιήματα./ Και μονάχα στον έρωτα ακούς τη φωνή σου μέσα στου άλλου τη φωνή/ ακούς του άλλου τη φωνή μέσα στη φωνή σου.» θα συμφωνήσουμε ασφαλώς μαζί του, διότι το ερωτικό στοιχείο κερδίζει τον αναγνώστη του Παυλόπουλου ακόμα και όταν συμπυκνώνεται σε ολιγόστιχα χαϊκού, όπως ενδεικτικά: «Χύνεται μέλι/ στο αυλάκι της πλάτης∙/ σκύβω και πίνω.», «Όλες τις νύχτες/ να ‘ρθεις σε περίμενα/ κρυφά στον κήπο.», «Να θέλω κι άλλο/ κι άλλο ακόμη. Κι εσύ/ να μη μου δίνεις.».  

Περαιτέρω και με δεδομένο ότι οι αισθήσεις μας είναι ανεπαρκείς και επισφαλείς ως προς το να συλλάβουν την αλήθεια και την ολότητα των πραγμάτων, σκέψη που έχει βεβαίως τις ρίζες της στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και επαναδιατυπώνεται από τον Καντ, κατά τον οποίο η αλήθεια περιορίζεται ως ανάλογη της αντιληπτικής λειτουργίας και ικανότητας του υποκειμένου, οδηγούμαστε στον κυρίαρχο και κρισιμότερο ίσως προβληματισμό που διέπει ολόκληρο το έργο του Γιώργη Παυλόπουλου και που ταυτίζεται με την αγωνία του να συλλάβει την ουσία της ποίησης, να αγγίξει τον πυρήνα της τέχνης του, πράγμα ασφαλώς που είναι και θα παραμείνει ουτοπικό όσο και το ίδιο το όνειρο. Γι’ αυτό και συναντάμε στην ποίησή του έναν σημαντικό αριθμό ποιημάτων ποιητικής, με τα οποία προσεγγίζει – διερωτώμενος – άλλοτε τον τρόπο παραγωγής του ποιήματος και άλλοτε τον βαθμό απόδοσης του νοήματος που αυτό περιέχει. «Η στιγμή της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας.», αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής (ο.π.). «Αλήθεια» εν τω γίγνεσθαι αν θυμηθούμε και τον Ηράκλειτο και τη ρήση «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Ως αλήθεια νοείται βεβαίως και ο λόγος της ποίησης. Τα ποιήματα συνεπώς δεν είναι παρά απεικάσματα της αλήθειας που στην ουσία της διαφεύγει και ως φευγαλέα παραμένει άρρητη, σκοτεινή και ανεξιχνίαστη, είναι η λέξη που δεν βρίσκεται σε κανένα λεξικό (βλ. ποίημα «Η λέξη» από τη συλλογή Πού είναι τα πουλιά;, εκδόσεις Κέδρος 2004). Ωστόσο παραμένει ο υψηλότερος στόχος του ποιητή. «Σίγουρα, πέρα από τη γοητεία της ποίησης, είναι η Αλήθεια, δηλαδή δεν τελειώνει η ποίηση με το να μας μαγέψει απλώς ως αισθητική έκφραση.» υποστηρίζει και πάλι ο ίδιος (συνέντευξη στη Λ.Σ. Αρμυριώτη, περιοδικό ΥΦΟΣ, 07.01.2008). 

Στα πλαίσια της διαρκούς αναζήτησης της Αλήθειας, με εργαλείο την ποίησή του, ο Γιώργης Παυλόπουλος υιοθετεί κατ’ επανάληψη: α) τη μορφή του παιδιού που ταυτίζεται με την πρώτη και κατά τεκμήριο αγαθή φύση του ανθρώπου, β) την τεχνική των μεταμορφώσεων και γ) τον συμβολισμό του καθρέφτη, μέσα από τον οποίο αντικρίζει ο αναγνώστης το όνειρο ως είδωλο της πραγματικότητας αλλά – και κυρίως – την πραγματικότητα ως είδωλο του ονείρου. Μόνες αναλλοίωτες, αμετάβλητες και ασφαλείς παραμένουν σταθερά οι Ιδέες και είναι ενδεικτικά στα ποιήματά του τέτοιες η Δικαιοσύνη, η Αγάπη, ο Έρωτας. Στον δε έρωτα υπάγεται και η ποιητική δημιουργία, που, ακόμα και σε μια εποχή με τα πλέον κρίσιμα και οδυνηρά πολιτικά γεγονότα και αδιέξοδα, δεν παύει να είναι για τον Παυλόπουλο πράξη ερωτική και ταυτόχρονα υπέρτατη πρόκληση και δοκιμασία (εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, ο.π.). Με αφορμή το ποίημά του «Τα αντικλείδια» (από την ομώνυμη συλλογή) σημειώνει και πάλι σε συνέντευξή του ο ποιητής, ότι καθώς προσεγγίζει το ποιητικό του όραμα δεν ξέρει, σαν σε όνειρο, εάν είναι ο ίδιος που κυνηγάει αυτό το όραμα ή εάν εκείνο κυνηγάει τον ίδιο (περιοδικό ΕΛΙΤΡΟΧΟΣ, τεύχος 2). Το βέβαιο είναι – και πρόκειται για τους ακροτελεύτιους στίχους που μας έχει αφήσει ο Γιώργης Παυλόπουλος – ότι «Όλο και κάτι χάνεται μέσα στη μέρα / όλο και κάτι χάνεται μέσα στο Χρόνο / αλλά το ποίημα δεν χάνεται.» (Να μη τους ξεχάσω, Κέδρος 2008), διότι θα καταλήξουμε, συνοψίζοντας, στην πεποίθηση

 ότι η Ιδέα της ποίησης στερείται λήθης και διαρκεί.

Γιώργης Παυλόπουλος – ο ποιητής και η ποιητική του[1]

 https://eclass.uowm.gr › file.php › NURED419

Οι ποιητές της γενιάς του Παυλόπουλου, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς[2], αντλούν τα βασικά τους μοτίβα από την κοινή δεξαμενή των εμπειριών της μετακατοχικής εμφυλιακής περιόδου και συμμετέχουν ενεργά στην ιστορική δράση των ταραγμένων αυτών χρόνων. Ανάμεσα στην κατεξοχήν πολιτική και κοινωνική ποίηση του Αναγνωστάκη, του Πατρίκιου, του Δάλλα, του Κύρου κ.ά. και στην υπαρξιακά μετασχηματισμένη ποιητική δημιουργία του Σαχτούρη, του Κακναβάτου, του Βαλαωρίτη κ.ά. εμφιλοχωρεί η ποιητική του Παυλόπουλου, που συγκροτημένη μέσα από ένα οδυνηρό προσωπικό βίωμα συνυφαίνει την προσωπική του ευαισθησία με τις έντονες ιστορικές, κοινωνικές και υπαρξιακές διαστάσεις της εποχής.

Στην προσπάθεια του μελετητή να προσεγγίσει και να μελετήσει, έστω και συνοπτικά, το έργο του Γιώργη Παυλόπουλου ανακύπτουν  ιδιάζουσες και νεότροπες καταστάσεις. Η πρώτη και σημαντικότερη δυσκολία εντοπίζεται στο γεγονός ότι η οποιαδήποτε συνολική ανάλυση και παρουσίαση του ποιητικού έργου ενός ζώντος ποιητή είναι αδύνατη, καθώς η ποιητική του δημιουργία είναι εν εξελίξει και σε δυναμική ροή. Και είναι σίγουρο ότι ο ποιητής Παυλόπουλος συνεχίζει να γράφει και να σκέπτεται. Επομένως, ο "αντικειμενικός" ερευνητής δεν έχει τη δυνατότητα να ανιχνεύσει, να επεξεργαστεί και να παρουσιάσει όλο το έργο συνολικά του ποιητή, αλλά περιορίζεται σε όσα κομμάτια του έχουν ήδη εκδοθεί, χωρίς ωστόσο να μπορεί με σιγουριά να αποφανθεί για την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία της ποιητικής του. Άλλος είναι ο ποιητής μέχρι την τρίτη συλλογή και άλλος μετά την τέταρτη. Ποιο θα ήταν για παράδειγμα το πολιτικό στίγμα του Σεφέρη δίχως τα τελευταία του κρυφά ποιήματα; Παράλληλα λείπει κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που εμποδίζει και σχεδόν απαγορεύει τη στάχτη του χρόνου, τον ίσκιο από σκόνη[3] του ολοκληρωμένου ταξιδιού να κατακαθίσει για να φανούν καλύτερα τα ορατά και αόρατα όρια του έργου του, οι αιχμηρές γωνίες και τα απόκρυφα σημεία της τέχνης του, τα ειδικά χαρακτηριστικά της γραφής του, της συγγραφικής του λογικής και της ποιητικής του σκέψης γενικότερα. Δεν υπάρχει δηλαδή η απαραίτητη χρονική απόσταση, που από τη μια ξεκαθαρίζει το ποιητικό έργο και διευκολύνει τη θέαση του και από την άλλη το αφήνει εκτεθειμένο και ανυπεράσπιστο στο βλέμμα του ερευνητή – αναγνώστη.

       Μια δεύτερη δυσκολία είναι η αδυναμία του ερευνητή να μετακενώσει με έναν ειδικό τρόπο, με μια ερμηνευτική και άρα απλουστευμένη γραφή, ειδικές τεχνικές και γνωρίσματα του ποιητικού έργου σε ένα ετερόκλητο αναγνωστικά κοινό, του οποίου τα χαρακτηριστικά και οι προσδοκίες είναι ακαθόριστα. Συχνά οι εκπαιδευτικοί, σε κάθε βαθμίδα, αναλαμβάνουν το δύσκολο αυτό ρόλο, να επιχειρηματολογήσουν ουσιαστικά στο διδακτό της λογοτεχνίας και τα θεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα που συνεπιφέρει (τι είναι και πώς ορίζεται η λογοτεχνία και ειδικότερα η ποίηση, ποιο πρέπει να είναι το επίκεντρο στη μελέτη της, ποιες είναι οι μέθοδοι και οι τεχνικές προσέγγισής της και αν τελικά η αισθητική απόλαυση ενός έργο μπορεί να θεωρητικοποιηθεί και να μεταβληθεί σε ένα είδος γνώσης) (Καψωμένος 2005: 13-22). Η εκπαιδευτική κοινότητα είναι εκούσα - άκουσα η βασική συνιστώσα του αναγνωστικού κοινού. Φαντασθείτε πώς θα μπορούσε να επιβιώσει η ποίηση, αλλά και η λογοτεχνία γενικότερα, εάν δεν αποτελούσε βασικό κορμό των αναλυτικών Προγραμμάτων όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα της ανάγνωσης της ποίησης, ότι δηλαδή συνδέεται με την εκπαίδευση και χωρίς αυτή δύσκολα επιβιώνει. Αυτό όμως είναι ταυτόχρονα και το τίμημά της, ότι δηλαδή επηρεάζεται πολύ αρνητικά από τις εκπαιδευτικές της περιπέτειες.

Τις περισσότερες φορές, ευτυχώς όχι όλες, η εκπαίδευση ευνοεί έναν λόγο τελετουργικό, φορμαλιστικό που κινείται στα όρια του καθωσπρεπισμού, της ευπρέπειας και της συνεχούς επανάληψης και ομοιομορφίας, γιατί είναι αυτά τα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις λογικές ενός στερεότυπου  και επετειακού λόγου που στοχεύουν στον καθαγιασμό της συνολικής εικόνας του ποιητή, θα καταλήξουμε με μαθηματική ακρίβεια στη στρέβλωση της φυσικής λειτουργίας και της χρησιμότητας της ποίησης, καθώς και στην αλλοίωση της εικόνας του ίδιου του ποιητή. Επόμενο βήμα θα είναι τότε η απομάκρυνση του κοινού από τον ποιητή, αλλά και από την ίδια την ποίηση. Ο ποιητής θα θεωρηθεί κάτι το εξωπραγματικό, το άπιαστο, ενώ η ίδια η ποίηση κάτι το ξεχωριστό και το απόμακρο. Η μυθοποίηση αυτή επιτρέπει μονάχα στους ειδικούς να "αγγίζουν" τα ποιητικά δημιουργήματα. Ταυτόχρονα όμως περιχαρακώνεται η λειτουργία της ποίησης σε ένα χρυσό κλουβί δυσπρόσιτων νοημάτων και ο ποιητής και το έργο του αντιμετωπίζονται ως άπιαστο υλικό ή δυσνόητο γλωσσικό αντικείμενο. Η στερεότυπη και πλέον, δυστυχώς, σήμα κατατεθέν του οργανωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, ιδιωτικού και δημόσιου, ερώτηση τι θέλει να πει ο ποιητής και ποιο είναι το βαθύτερο νόημα του ποιήματος, αποτυπώνουν όλο το πνεύμα της περιχαράκωσης και απομάκρυνσης που περιγράψαμε. Σε μια προσπάθεια να αντληθούν ήρωες και νόρμες υπερβατικές, στερεότυπα και αξίες προς μίμηση και ταύτιση υποχρεώθηκε όλη η ποίηση να θεωρηθεί ως ένα σύνολο είτε ηθικών νοημάτων και αντίστοιχου περιεχομένου είτε ως έκφραση πατριωτικών, οικογενειακών και θρησκευτικών συγκινήσεων. Και εάν κατά λάθος πάει κάτι να ξεφύγει, μπαίνει στη διαδικασία η λογική του θείου νοήματος, ενώ στην πράξη η ποίηση δεν μπορεί να παίξει το ρόλο ούτε του καθοδηγητή της κοινωνίας ούτε να διδάξει αυτά που η Εκπαίδευση θέλει.

       Στην ποίηση του Παυλόπουλου αξίζει κανείς να κινηθεί χωρίς τους συμβατικούς χρονικούς προσδιορισμούς ή για να το θέσουμε πιο απλά, πώς ξεκινάει ο μουσικός τη συναυλία; ή πώς την κλείνει; Με το καλύτερο ή το  πιο αβανταδόρικο τραγούδι. Στα Αντικλείδια ο δημιουργός μας αποκαλύπτει πόσο απλή και κατανοητή, αλλά και πόσο παιγνιώδης είναι η τέχνη της ποίησης. Υπάρχουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά στο ποίημα που υπαγορεύουν ή που επιτρέπουν τουλάχιστον την ανάγνωσή του "από μέσα", έτσι ώστε ο αναγνώστης να διαπιστώσει ότι και η ποίηση είναι μια κατασκευή, μια μικρή περιπέτεια με κερδισμένο αυτόν που θα φτάσει μέχρι το τέλος, με τα μάτια του ανοιχτά και διασωσμένη και ακέραιη την ετερότητα και την αξιοπρέπειά του. Μερικοί στίχοι φαντάζουν αυτόνομοι. Για τον Παυλόπουλο η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή[4] που ενίοτε κλείνει ερμητικά. Βέβαια, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η πόρτα μπορεί να κλείνει πίσω μας ή μπροστά μας. Στη μια περίπτωση μας εμποδίζει, στην άλλη μας αφήνει ολάκερο το πεδίο να προχωρήσουμε. Πολλά έχουν γραφεί για το ποίημα αυτό, πράγμα απολύτως φυσιολογικό, διότι συνιστά ένα ποίημα ποιητικής και είναι λογικό να αποτελέσει πεδίο θεωρητικών αναζητήσεων. Αρχικά εμμένουμε σε μια κυριολεκτική ερμηνεία. Υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων σύμφωνα με τον ποιητή. Οι πολλοί που κοιτάζουν και αδιάφορα προσπερνούνε και οι λίγοι που κάτι βλέπουν. Αυτή η δεύτερη κατηγορία είναι άνθρωποι που επιχειρούν να βρουν αντικλείδια, με άλλα λόγια είναι η ομάδα των ποιητών που επιχειρεί και γράφει ποιήματα.

Η προσπάθεια της ομάδας που δρα και φορτίζεται συγκινησιακά μας οδηγεί στον παιγνιώδη χαρακτήρα της ποιητικής δημιουργίας. Το ποίημα μας "δηλώνει" ότι μια πόρτα κλειστή ανοίγει με αντικλείδια, αλλά ταυτόχρονα, στο πεδίο των συνειρμών, μας θυμίζει συνυποδηλωτικά ότι συχνά αντιμετωπίζουμε την καθημερινότητα με την αρχή της επιθυμίας και  όχι με τα μη και τα δεν πρέπει της πραγματικότητας. Σαν να είμαστε παιδιά θυμόμαστε πως στο γνωστό παραμύθι Ο Αλή μπαμπά και οι σαράντα κλέφτες υπάρχει μια λέξη μαγική που ανοίγει την πόρτα που κρύβει τους θησαυρούς. Νάτο λοιπόν το "μεγάλο κόλπο", πρέπει να είσαι παιδί για να ανοίξεις την πόρτα της ποίησης ή πρέπει να δεις το παιδί μέσα σου, να το νοιώσεις, να το ξαναθυμηθείς. Αδιόρατα, αλλά εμμέσως και πλην σαφώς, η αθώα παιδική ματιά πάνω στον κόσμο και στις λέξεις είναι πολύ κοντά σε βασικές λειτουργίες της ποίησης και επιπλέον ο ποιητικός μύθος και το παραμύθι βρίσκονται πολύ κοντά.

       Η διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης που αποτυπώνεται στα Αντικλείδια αποδίδει με υποδειγματική λιτότητα και την πρόθεση του Παυλόπουλου να "ακινητοποιήσει την ποιητική του λειτουργία ενόσω βρίσκεται εν εξελίξει" (Παπαγεωργίου 1998: 30) και την ίδια στιγμή να καταθέσει τη δοκιμασία του ποιητή που επιχειρεί να μεταγράψει σε λόγο το συναίσθημα, να προσεγγίσει τη βαθύτερη ουσία της ποίησης, προσπάθεια που μοιάζει σισύφεια, δημιουργώντας την αίσθηση του ανολοκλήρωτου και του ανικανοποίητου. Το κάθε ποίημα κυνηγά ως το τέλος την ποίηση και η ποίηση το ποίημα. Σε ολόκληρη βέβαια τη συλλογή, όπως και στο Λίγος Άμμος, που θα ακολουθήσει μερικά χρόνια αργότερα, ο Παυλόπουλος κινείται με φαντασία και αφηγηματική δεξιότητα μέσα σε ένα ονειρικό λαβύρινθο που φωτίζει το σώμα του ανθρώπου και του κόσμου, τη στάχτη και τη σκόνη, αλλά και τη βιώσιμη αγάπη του. Η νοσταλγία για τη χαμένη νιότη, η αγωνία του καλλιτέχνη για τη δημιουργία του, ο φόβος και τελικά η εξοικείωσή του με το θάνατο. Ο ποιητής διακρίνεται για τη γλωσσική του ωριμότητα και την πνευματική του διαύγεια. Όμως η αυτοαναφορικότητα και η έντονη θεωρητική εμβάθυνση, που συναιρούνται στο ομώνυμο ποίημα, συνιστούν ταυτόχρονα λυτρωτική εξομολογητική πράξη και αφετηρία στην αέναη και απελπισμένα ερωτική αναμέτρηση του ποιητή με την ποίηση. Γιατί για τον Παυλόπουλο η ποίηση είναι "πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης" (Παυλόπουλος 1998: 27).

Αν επιχειρούσαμε να δούμε από την αρχή τη διαμόρφωση της ποιητικής του, θα παρατηρούσαμε ότι από το Κατώγι, την πρώτη του συλλογή, οι γλωσσικοί κορδακισμοί και τα επιφανειακά εκφραστικά σχήματα απουσιάζουν[5]. Ο εσωτερικός ρυθμός της γλώσσας χαρίζει πλαστικότητα στις μορφές, ενώ σποραδικά ανιχνεύονται υπερρεαλιστικά ψήγματα. Ο ποιητής θέλει να μιλήσει απλά και "του εδόθη αυτή η χάρη", κυρίως μέσα από τη φιλία και τη συναναστροφή του με το δάσκαλό του Σεφέρη. Οι κατά στιγμές έντονες επιρροές (κυρίως στα εκφραστικά σχήματα) του τελευταίου στο έργο του δεν υπερβαίνουν πάντως τα όρια μιας νόμιμης μαθητείας. (Παυλόπουλος 1998: 24) Η τρομακτική νεανική εμπειρία του πολέμου έχει απορροφηθεί από τη ποιητική σύλληψη και έχει αρχίσει να μετουσιώνεται σε έναν δικαιωματικά απόλυτα προσωπικό λόγο. Στο Σακί και τα τριάντα τρία ποιήματα επιτυγχάνουν μία μοναδική, σκηνικά διαρθρωμένη ενότητα, και ταυτόχρονα μια τραγική μαρτυρία του μεταπολεμικού κόσμου. Σταδιακά, σίγουρα το δικτατορικό καθεστώς επηρέασε τον ποιητή, το μυθικό περίβλημα των θεμάτων του αποβάλλεται και η ποίησή του οδηγείται σε μία αυτοτέλεια από την επικαιρική γείωσή της (Χατζηβασιλείου 1994: 25). Με τα Τριαντατρία Χαϊκού η προσωπική πρωτοτυπία του Παυλόπουλου αγγίζει τις ποιητικές κορυφές. Η στιχουργική έκταση περιστέλλεται δραστικά (σύντομα λεκτικά σπαράγματα είναι τα περισσότερα χαϊκού), ενώ η συμπυκνωμένη εικόνα – έννοια αποστάζει ένα πολιτισμικό μεσογειακό βάθος. Και αν η συλλογή μοιάζει ένα ενδιάμεσο διάλειμμα ανάμεσα στα ποιήματα ποιητικής από τα Αντικλείδια και το Λίγος Άμμος,  δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι ο Παυλόπουλος οικοδομεί έναν καινούργιο κόσμο, αυτόν της αίσθησης, και μας προσκαλεί σε ένα ποιητικό σύμπαν όπου "Όλοι χωράμε / οι ζωντανοί κι οι νεκροί / σ' ένα ποίημα"[6].

Σε όλες τις προηγούμενες συλλογές του Παυλόπουλου έχουν ήδη διαπιστωθεί τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά της ποίησής του. Η ποιητική του ενσωματώνει συγκεκριμένα μοτίβα της ομηρικής παράδοσης, χρησιμοποιεί κάτι από τη μαγιά του Ομήρου. Δεν έχει σημασία πότε ο ποιητής ταυτίζεται με τον αφηγητή, σημασία έχει ότι υπάρχει μια εκφορά λόγου και δημιουργούνται συνθήκες που ξαναφέρνουν εικόνες παραμυθητικής αφήγησης. Οι αφηγηματικοί μηχανισμοί (εγκιβωτισμός, σύνθεση ονείρου και πραγματικότητας, σύγχυση ονειρικού και πραγματικού επιπέδου, μαγικός ρεαλισμός) ενεργοποιούνται για να βοηθήσουν την ενσωμάτωση της πραγματικότητας και της μυθοπλαστικής φαντασίας στο χώρο της ποίησης. Αυτή η ενσωμάτωση γίνεται με έναν τρόπο φυσικό και αβίαστο που θυμίζει κάτι από παραμύθι και κάτι από όνειρο και φαντασία. Τουλάχιστον στην αρχή, γιατί υπάρχει μια φυσιολογική εξέλιξη και στην τελευταία του συλλογή τα πράγματα αποκτούν μια απίστευτη καθαρότητα πέρα από υπαινιγμούς και επισημάνσεις, π.χ.   "Το παιδί και οι ληστές" / Τα Αντικλείδια ή "Το παιδί του σιδερά" / Λίγος Άμμος. Καμιά φορά το ποίημα είναι απίστευτα απλό και καθημερινό π.χ.  "Τα λογιστικά, σελίδα" και "Αισθηματικό" / Λίγος Άμμος.

Στην τελευταία συλλογή του Παυλόπουλου Πού είναι τα πουλιά; μας αποκαλύπτεται ένα ακόμη στοιχείο της ποιητικής του (να η δυναμική εξέλιξη της στην πορεία του χρόνου), η δυνατότητα που εμπεριέχει και μας προσφέρει το ποίημα να ακούγεται η ανάγνωσή του  ως ανάσα και μουσική. Με τη βοήθεια του ρυθμικού στίχου ανιχνεύονται εκείνα τα στοιχεία του χορού και της μουσικής που σταδιακά έχουν απομακρυνθεί από την τέχνη της ποίησης, ο χορός πρώτα και η μουσική αργότερα. Κι εδώ υφέρπει ένα ακόμη χαρακτηριστικό της ποίησής του. Το ποίημα "Πού είναι τα πουλιά", από την ομώνυμη συλλογή του, αποτελεί μία πολύ καλή ένδειξη λεττρισμού, πολύ κοντά στο κυνηγετικό ιδίωμα, αλλά και στα όρια της υπέρβασης της γλώσσας (Πού είναι τα πουλιά; / Ατσάραντοι και λιάροι κι αητομάχια / συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια / τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι / καλημάνες και καλαντζάκια και τσιμιάλια / τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι / τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες / καλοκερήθρες και σηκονούρς κι ασπροκώλια … ). Η ελληνική γραμματολογία είναι γεμάτη από κείμενα που αφορούν πουλιά. Ας θυμηθούμε μόνο τους Όρνιθες του Αριστοφάνη και το μεσαιωνικό Πουλολόγο , για να μην αναφερθούμε στους νεότερους, τον Ελύτη, το Βρεττάκο κ.α. Το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου λειτουργεί σε δύο επίπεδα: το οικολογικό και το ανθρώπινο. Από τη μία έχουμε την αναλυτική παράθεση ονομάτων που αφορούν πουλιά, τα περισσότερα των οποίων σήμερα έχουν εξαφανιστεί από την ελληνική πανίδα, από την άλλη εμφανίζονται ονόματα με κεφαλαίο, τα οποία κάλλιστα μπορούν να υπονοούν ανθρώπους που έχουν χαθεί (Ντρένιος, Καλογιάννης, Πάπουζας…). Η ευθεία ερώτηση που συνεχώς επαναλαμβάνεται μέσα στο ποίημα (Πού είναι…;) εμπεριέχει την πίκρα για τον αδόκητο χαμό αγαπητών πλασμάτων, την εξαφάνιση της φυσικής αθωότητας, αλλά και την αγωνία για το αβέβαιο και σκοτεινό μέλλον των υπόλοιπων ζωντανών, αλόγων τε και ελλόγων.

Βέβαια, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία στροφή που συντελείται μέσα στο μυθολογικό σύμπαν της ποιητικής δημιουργίας του Παυλόπουλου. Παραμένουν τα αγαπημένα θέματα που έχουν χαρακτηρίσει τις πρώτες ποιητικές συλλογές, δηλαδή οι πικρές μνήμες και οι εφιάλτες, η θλίψη χαμένων ευκαιριών και η περιγραφή κάποιων εικόνων που αντανακλούν τραγωδίες, απελπισία και απογοήτευση. Υποβάλλεται και πάλι μια αίσθηση ανικανοποίητου μακρινού παρελθόντος, που επανέρχεται, αλλά όχι διεκδικητικά, ούτε αποκαρδιωτικά. Συναντάται ξανά ο παρατηρητής που αφηγείται και σχολιάζει. Όμως στη καινούργια συλλογή η γλώσσα του ποιητή αντανακλά τον κόσμο της καθημερινότητας και υποστασιοποιεί με ευκολία τα πιο ευτελή υλικά του. Να ορισμένοι τίτλοι ποιημάτων: "Η λάμπα", "Η γκρίζα μπλούζα", "Η εκδρομή", "Η φωτογραφία", "Το άλογο". Να ο κόσμος του ποιητή. Η συλλογή υποβοηθά τον αναγνώστη να ονειρεύεται και να σκέπτεται αισιόδοξα, όπως για παράδειγμα επιχειρείται από το δεύτερο κιόλας ποίημα "Αλησμόνητη μέρα". Ο έρωτας, με όλες του τις διαστάσεις, ανυψώνεται ως αξία και μεταβάλλει τον τόνο και την ένταση ("Πάρις", "Ελένη"). Κατά βάση έχει εξαφανιστεί η αίσθηση του φόβου που πλανιόταν πάνω στα ποιήματα των δύο πρώτων συλλογών, ενώ παραμένει ζωντανή η τάση του να συνδιαλέγεται και να αναλύει τη σχέση του με τα ποιήματα και την ποίηση ("Υπάρχει πάντα ο έρωτας"). Επίσης, αποτυπώνεται μία διάθεση αποσιώπησης των σκληρών πραγμάτων, ένα άνοιγμα στην τεχνική των επιγραμμάτων, μια ποιητική τεχνική ποικιλία. Αποδίδεται το ιδιωτικό, μια εσωτερική στροφή, χωρίς όμως να χάνεται η αίσθηση του οικουμενικού χαρακτήρα της δημιουργίας, ενώ παράλληλα συγκροτείται μια ονειρική αίσθηση απομακρυσμένη από τον εφιάλτη και την τραγωδία ("Τα χέρια").

 

Διαχρονικά το ποιητικό επίτευγμα του Γιώργη Παυλόπουλου συνίσταται στο γεγονός ότι ενώ ασχολείται και προσπαθεί να αποσαφηνίσει μια κατά κάποιο τρόπο σύνθετη και αφηρημένη έννοια, όπως είναι η ποιητική δραστηριότητα, η γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί είναι εντελώς συγκεκριμένη και όχι μόνο, είναι εντυπωσιακά λιτή με πολύ απλές και καθημερινές λέξεις. Η θαυμαστή συν – λειτουργία του αφηρημένου και του συγκεκριμένου δεν επιτυγχάνεται μέσα από μία πλεονάζουσα μεταφορική σημασία, αλλά με μία ανεπαίσθητη νοηματική υποβολή στη χρήση των ποιητικών εικόνων. Παράλληλα η κυριολεκτική ή η μεταφορική τους σημασία παραμένει αυτόνομη και ανεξάρτητη. Με τον τρόπο αυτό η κυριολεξία και η μεταφορά λειτουργούν σχεδόν ισότιμα και διαμορφώνουν μια ποιητική τεχνοτροπία που στέκεται στα όρια του ποιητικού ρεαλισμού και του συμβολισμού και διατρέχει όλο το φάσμα της ποίησής του (ίσως αυτή να είναι και η ουσιαστική διαφορά από την ποιητική του Γ. Σεφέρη). Ο ποιητής μας κλείνει με παιγνιώδη τρόπο το μάτι και χωρίς καμία πρόθεση διδακτισμού μας βοηθά να το αφουγκραστούμε ήδη από τους κυριολεκτικούς τίτλους των συλλογών: Το κατώι, Το σακί, Τα αντικλείδια, Λίγος Άμμος, Πού ναι τα πουλιά.

Τι επιτυγχάνεται όμως με όλα αυτά και κυρίως με τα δυο στρώματα του αφηγηματικού ποιητικού λόγου; Ο ποιητής προσφέρει τη δυνατότητα ανάγνωσής του σε κυριολεκτικό και σε μεταφορικό επίπεδο ταυτόχρονα ή και ξεχωριστά και έτσι μπορεί να έρθει σε επαφή με οποιοδήποτε κοινό, ακόμα και με εκείνη την κατηγορία των αναγνωστών που προσεγγίζουν και "καταναλώνουν" την ποίηση με τον πιο απλό τρόπο, κάπως σαν τα μικρά παιδιά που ερμηνεύουν τις μεταφορές ως κυριολεξία ή συλλαμβάνουν το μέρος αντί του όλου κ.τ.λ. Ο δρόμος για τις απαντήσεις σχετικά με την ποιητική του Παυλόπουλου ανοίγει διαρκώς, αλλά δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε μία σημασιολογικά μονοσήμαντη απάντηση, όπως άλλωστε συμβαίνει και μ’ ένα άλλο κεντρικό ερώτημα: τι είναι ο ποιητής  Γιώργης Παυλόπουλος; Ένας ποιητής της γενιάς της ήττας[7]; Ένας άνθρωπος που έχει διαλέξει από πολύ νωρίς τον τόπο του και τον χώρο του, χωρίς ιδιαίτερες περιστροφές και αναστολές; Ένας ποιητής που καταφέρνει να γίνει αναγνώσιμος από όλο το κοινό; Ή απλώς ένας ποιητής που μας εξομολογήθηκε με απλά λόγια ότι: "η Ποίηση είναι πάντα μία πόρτα ανοιχτή";

   

 


Βιβλιογραφία

 

 

Εκδόσεις

 

Παυλόπουλος, Γιώργης. Ποιήματα 1943 – 1997, Αθήνα: Νεφέλη, 2001.

Παυλόπουλος, Γιώργης. Πού είναι τα πουλιά, Αθήνα: Κέδρος, 2004.

 

 

Μελέτες

 

Αγγελάτος, Δημήτρης. "Ταξίδι στο ‘Μεγάλο Σκοτάδι’: η ποιητική σοφία του Γιώργη Παυλόπουλου". Ελίτροχος 2 (1994): 9-21.

Αγγελάτος, Δημήτρης. "Σκοτεινός έρωτας: Κένταυροι, δάχτυλα, καρφιά. Άγγ. Σικελιανός – Γ. Παυλόπουλος – Abba ibn al-Ahnaf". Πλανόδιον 21 (1994): 619-621.

Αργυρίου, Αλέξανδρος. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, στη σειρά Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία – Γραμματολογία. Αθήνα: Σοκόλης, 1982.

Ζήρας, Αλέξης. "Ο καθρέφτης ως σύμβολο του μεταίχμιου. Μια ανασκευή του μύθου στην ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου". Νέο επίπεδο 20-21 (1995):  9.

Καψωμένος, Γ. Ερατοσθένης. Ποιητική, θεωρία και μέθοδοι ανάλυσης των ποιητικών κειμένων. Αθήνα: Πατάκης, 2005.

Κουτσούνης, Στάθης. "Γιώργης Παυλόπουλος: Ανθολόγιο Ποιημάτων". Οροπέδιο 1 (2006).

Ιλίνσκαγια, Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα. Αθήνα: Κέδρος, 1976.

Μαρωνίτης, Ν. Δημήτρης. Ποιητική και Πολιτική Ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αλεξάνδρου – Αναγνωστάκης – Πατρίκιος. Αθήνα: Κέδρος, 21981.

Μαρωνίτης, Ν. Δημήτρης. Διαλέξεις. Αθήνα: Στιγμή, 1992.

Μέντη, Δώρα. Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και ποιητική. Αθήνα: Κέδρος, 1995.

Παπαγεωργίου, Γ. Κώστας. "Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος", Γράμματα και Τέχνες 83 (1998): 29-30.

Παυλόπουλος, Γιώργης. "Τι είναι ποίηση;", Γράμματα και Τέχνες 83 1998: 24.

Σκαρτσής, Λ. Σωκράτης. "Γιώργης Παυλόπουλος", Πρακτικά Ογδόου Συμποσίου Ποίησης, Ποίηση και Πεζογραφία. Πανεπιστήμιο Πατρών, 1-3 Ιουλίου 1988. Πάτρα: Αχαϊκές εκδόσεις, 1990.

Σαββίδης, Π. Γεώργιος. Πάνω νερά. Αθήνα: Ερμής, 1973.

Τσακνιάς, Σπύρος. Δακτυλικά αποτυπώματα. Αθήνα: Καστανιώτης, 1983.

Φουσκαρίνης, Ανδρέας. "Γιώργης Παυλόπουλος", Διάλογος 12-13 (1981)

Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης. "Φλωρεντιανό Κουτί". Ελίτροχος 2 (1994): 22-26.



[1] Αδημοσίευτο κείμενο που γράφτηκε πριν το θάνατο του ποιητή στις 26-11-2008.

[2] Συμβατικές διακρίσεις γραμματολογικής μεθοδολογίας εντάσσουν στην πρώτη μεταπολεμική γενιά τους ποιητές που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1919 και το 1928 και  στη δεύτερη όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1929 και 1942 (Μέντη 1995: 25-29).

[3] Βλ. "Η στάχτη", "Η σκόνη" / Τα αντικλείδια.

[4] "Τα αντικλείδια" / Τα αντικλείδια.

[5] Πρόκειται για τη γνωστή άποψη του Σεφέρη αναφορικά με την ποίηση του Παυλόπουλου (Σαββίδης 1973).

[6] "33" / Τριαντατρία Χαϊκού.

[7] Γύρω από τον όρο «έχει χυθεί πολύ μελάνι» κι έχουν ανθήσει πολλές παρεξηγήσεις (η Σόνια Ιλίνσκαγια μάλιστα κάνει λόγο για τη γενιά της αντιήττας). Θα τον επαναφέρω μονάχα στο βαθμό που εξυπηρετεί τις ανάγκες της ποίησης του Π. Παυλόπουλου. Πέρα από οποιαδήποτε συσχέτιση με τη συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση στην πατρίδα μας, η ήττα συνδέεται σε πολλαπλά επίπεδα με την ολοσχερή ήττα του μεσοπολεμικού ανθρώπου στο επίπεδο όλων των ουμανιστικών αξιών. Καθημαγμένος από την αγριότητα ενός πολέμου, ο οποίος σάρωσε και την τελευταία ρανίδα αξιοπρέπειας απελευθερώνοντας απίστευτα μίση και πάθη μη συνάδοντα με την ανθρώπινη φύση, ο μεταπολεμικός άνθρωπος βρίσκεται μέσα στο έργο πολλών μεταπολεμικών ποιητών και εμφανίζεται εντελώς γυμνός και ανήμπορος στον καινούργιο κόσμο, χωρίς στηρίγματα, χωρίς διαφυγές και διεξόδους, αλλά και χωρίς οποιαδήποτε προσπάθεια για ανανέωση και αντίδραση. Μια σιωπηλή και μοναχική ύπαρξη μέσα στο χάος. Αυτή είναι η ζωτική αφετηρία των ποιημάτων του Γ. Παυλόπουλου.

60 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ 

ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1924. Εκεί τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Νομική Σχολή Αθηνών, τις οποίες αργότερα εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση. Για να καλύψει, ωστόσο, βιοποριστικές ανάγκες εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογιστής και γραμματέας στα ΚΤΕΛ Ηλείας. Οι πρώτες δημοσιεύσεις του έγιναν το 1943 στο περιοδικό “Οδυσσέας” που εξέδιδε με τους φίλους του στην γενέτειρά του. Υπήρξε στενός φίλος του Τάκη Σινόπουλου, με τον οποίο συνεργάστηκαν και στην πειραματική γραφή από κοινού ποιημάτων, τα οποία συμπεριελήφθησαν στο έργο του τελευταίου. Διατηρούσε, επίσης, στενές σχέσεις με τους πεζογράφους Νίκο Καχτίτση και Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο, αλλά και με τον ποιητή Γεώργιο Σεφέρη

Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Με μόλις έξι βιβλία σε μια ποιητική διαδρομή εξήντα χρόνων γίνεται αντιληπτό ότι ο ποιητής υπήρξε ολιγόγραφος. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες ενώ συμπεριλήφθηκαν σε σχολικά εγχειρίδια. Συμμετείχε ενεργά σε συνέδρια και παρουσιάσεις ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Πέρα από την ποίηση ασχολήθηκε και ερασιτεχνικά μεν με την ζωγραφική. Με τη φροντίδα κάποιων φίλων του, πίνακές του εκτέθηκαν στην ΙΘ’ Έκθεση ζωγραφικής το 1977.

Τα ποιήματά του, όλα σε ελεύθερο στίχο, έχουν έντονα βιωματικό χαρακτήρα. «Αυτό που γράφω το έχω ζήσει», είχε πει ο ίδιος. Στα πρώτα του ποιήματα σκιαγραφούνται οι τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου. Στα τελευταία του ποιήματα, ο λόγος του επικεντρώνεται στις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου: τον έρωτα και το θάνατο. Χαρακτηρίζεται για την αγωνιστική του διάθεση, την καταγραφή γεγονότων του πολέμου και του εμφυλίου αλλά και τον ενθουσιασμό του για έναν καλύτερο κόσμο.Όπως οι άλλοι ποιητές της γενιάς του, έτσι κι εκείνος αντλεί τα θέματά του από ένα οδυνηρό βιωματικό υπόστρωμα, συγκροτημένο από κοινές μνήμες της μετακατοχικής εμφυλιακής περιόδου, που υπήρξε καθοριστική για την διαμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας. Το έργο του συνιστά προϊόν κατεργασίας του προσωπικού βιώματος με εντονότατες ιστορικοκοινωνικές διαστάσεις και ηθικές- υπαρξιακές προεκτάσεις, με γνώμονα την ιδιαίτερη ευαισθησία του ποιητή σχετικά με τον ρόλο και τους μηχανισμούς της ποιητικής τέχνης.

Η ποίηση βγαίνει κατευθείαν από το ζόφο του μεσοπολέμου. Έγραψε ποιήματα, τα οποία συντονίζονται κυρίως με αλγεινά βιώματα από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο της Αντίστασης και τον Εμφύλιο του αδελφοκτόνου αίματος. Τα θέματά του είναι μικρά πένθη για τους νεκρούς αντάρτες και μεγάλες ελεγείες για το αδικαίωτο όραμα της Αριστεράς. Έχει πει ο ίδιος: “Περιμέναμε μια δικαιώση των αγώνων της Αντίστασης στο γενικό σκοτάδι που ερχόταν και το βλέπαμε εκείνα τα χρόνια. Πάντα απειλεί ένα σκοτάδι τον κόσμο. Σήμερα δεν βλέπω από πουθενά φως.”

Επιλέγει να καταθέτει την μαρτυρία του μέσα από έναν μύθο, δίχως ευθεία αναφορά σε τόπο και χρόνο. Ο ποιητικός του κόσμος είναι ονειρικός, αλλά συντίθεται από πραγματικά υλικά. Διακρίνεται από ήπια δραματικότητα, διαποτίζεται από αισθησιασμό. Η άμεση, λιτή επικοινωνιακή γλώσσα που κατέκτησε περίοπτη θέση στα ελληνικά γράμματα χωρίς ποτέ να απομακρυνθεί από τον ξεχωριστό του τόπο.Ξεφυλλίζοντας την ξεχωριστή συλλογή των ποιημάτων του “Ποιήματα 1943-2008” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη μεταφέρεται σε ένα σύμπαν στο οποίο κυριαρχεί το όνειρο και η αίσθηση του ανικανοποίητου. Σε όλα αυτά υπάρχει μια δραματικότητα που δεν καταλήγει ευτυχώς σε μελοδραματισμό. Παντού είναι έκδηλη η φιλοσοφική διάθεση, ενώ ο λόγος είναι αλληγορικός, συμβολικός με μια διάχυτη υπαινικτικότητα. Χρησιμοποίει εν γένει καθημερινό λεξιλόγιο, χωρίς βερμπαλισμούς και αφύσικες πομφόλυγες. Λιτός, απλός, σαφής οδηγείται αναπόφευκτα σε έναν τόνο εξομολογητικό που θυμίζει περισσότερο πεζογράφημα παρά ποίημα. Το ύφος του είναι επί το πλείστον κουβεντιαστό και η σκέψη του αποδίδεται ιδιαίτερα παραστατικά.

Θα έλεγε κανείς πως πλην του εμφύλιου σπαραγμού, την ποίησή του διατρέχει ένα διαχρονικό δημιουργικό ταξίδι, μια προσπάθεια συνομιλίας με το άπιαστο ποιητικό φαινόμενο, μια αέναη προσέγγιση της ποιητικής τέχνης. Πολλές φορές χρήζει πρωταγωνιστή τον επίδοξο δημιουργού, στο πρόσωπο του οποίου πιθανολογούμε ότι αντανακλάται ο ίδιος ο ποιητής. Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να συμμετάσχει σε αυτή την επιχείρηση διαλόγου και να προβάλλει πάνω στο ποιητικό υποκείμενο τις δικές του σκέψεις και αμφιβολίες.Μας απαντά μέσα από τα ποιήματά του τι είναι εν τέλει η ποίηση. Μια πόρτα ανοιχτή; Ένα άγαλμα; Μια πράξη ερωτική; Αυτό θα το επιλέξει ο αναγνώστης. Ας πάρουμε, όμως, μια ιδέα μέσα από τα λόγια του ποιητή: «Ἂν ἕνα πουλὶ μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια τί τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸ κάνει νὰ τραγουδάει, δὲν θὰ τραγούδαγε». […] Παραλλάζοντας αὐτὴ τὴ σημείωση τοῦ Πὼλ Βαλερύ, ἡ ὁποία παραπέμπει ἀμέσως στὸν Ποιητὴ καὶ στὴν Ποίηση, θὰ λέγαμε: «Ἂν ἕνας ποιητὴς μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ ἀκρίβεια τί γράφει, γιατί γράφει καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει νὰ γράφει, δὲν θὰ ἔγραφε».

Κι ἐγὼ τώρα δὲν ξέρω νὰ σᾶς πῶ τί εἶναι Ποίηση καὶ γιατί γράφω ποιήματα. Πολὺ περισσότερο δὲν ξέρω νὰ σᾶς πῶ σὲ τί μᾶς βοηθάει ἡ Ποίηση καὶ ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός της.

Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι πῶς ὁ Ποιητὴς ἦταν πάντα ἕνας ἀφοσιωμένος τῆς Ζωῆς. Εἴτε τὸν γεμίζει χαρά, εἴτε τὸν θλίβει ἡ Ζωή, εἴτε τὸν πάει στὸν Οὐρανό, εἴτε τὸν κατεβάζει στὴν Κόλαση, αὐτὸς μένει πάντα ὁ ἀφοσιωμένος της.Τὴ μυστήρια ἀγάπη του γιὰ τὴ Ζωὴ δὲν ἔχει ἄλλο τρόπο νὰ τὴν ἐκφράσει: γράφει ποιήματα. Νομίζω ὅτι προσπαθεῖ νὰ ἐκφράσει κυρίως αὐτὸ ποὺ κρύβει ἡ ζωή. Ὅπως ὁ ἔρωτας κρύβει αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ἐρωτευμένους.

Ἡ Ποίηση λοιπὸν εἶναι πράξη ἐρωτική; Ἢ μήπως πράξη ἀπόγνωσης; Ἢ μήπως καὶ τὰ δυό; Πράξη ἐρωτικὴ καὶ συνάμα πράξη ἀπόγνωσης.

Γιὰ τὴν ποιητικὴ πράξη ἔχουν γραφτεῖ πολλὰ καὶ διάφορα. Καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς τεχνῖτες καὶ ἀπὸ τοὺς θεωρητικούς. Πολλὲς φορὲς οἱ Ποιητὲς προσπάθησαν νὰ διατυπώσουν τὸν ἀνύπαρκτο ὁρισμὸ τῆς Ποίησης, σὰν νὰ κοίταζαν σ᾿ ἕναν καθρέφτη ὅπου δὲν ἔβλεπαν τὸ πρόσωπό τους, ἀλλὰ τὸ ἀπόλυτο κενό. »

Αν θέλετε να γίνετε και εσείς μέλος αυτής της ποιητικής εμπειρίας δεν έχετε παρά να αναζητήσετε αυτή την ποιητική συλλογή! Εμείς σας την προτείνουμε ανεπιφύλακτα!

Πηγές:

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%85%CE%BB%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/giwrghs_paylopoylos_ti_einai_poihsh.htm

 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Για τον Γιώργη Παυλόπουλο

  • A-
  • A+

Οχτώ παράγραφοι για τον Γιώργη Παυλόπουλο

I.






Με την εξαίρεση των πρώτων πρώτων δημοσιευμάτων του στον περιοδικό τύπο, Γιώργη Παυλόπουλο ποιητή νεαρό δεν γνωρίσαμε. Το Κατώγι βγαίνει όταν ο Παυλόπουλος ζυγώνει τα πενήντα – δεν ξέρω άλλον ονομαστό ποιητή μας που να βγαίνει στα φόρα τόσο αργά. Όμως και στον τόνο της, η ατμόσφαιρα του πρωτόλειου βιβλίου του είναι υπερώριμη, για να μην πω γεροντική. Οι στίχοι του, αργόσυρτοι και βαρύθυμοι, γέμουν από σύμβολα, εικόνες και ρυθμούς δάνειους – από τα βάθη τους αντηχεί η φωνή του Γιώργου Σεφέρη. Λ.χ.:

Πιο χαμηλά το πέλαγο θρυμματισμένο

φύλλα χρυσά σκοτεινιάζοντας στο κατέβασμα του αγέρα

ή

Κοντά σε τούτες τις πέτρες

μαύρες μέσα στο φως

ή

Ταξιδεύαμε απ’ την αυγή.

Στο πλευρό μας η θάλασσα

λαμπερή σα γιαταγάνι

κόβοντας ίσκιους από πεύκα

ή ακόμη

Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της

ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως

μαύρο σαν ένα μελίσσι

που μου έτρωγε τα μάτια

κ.ο.κ., κ.ο.κ. Η αλληλογραφία Σεφέρη-Παυλόπουλου είναι σε πολλά αποκαλυπτική για τη σχέση του δασκάλου με τον υπερήμερο ήδη μαθητή. Ο πρεσβύτης ποιητής θα φροντίσει για την έκδοση της συλλογής του ομοτέχνου του, θα αναλάβει ακόμη και το παρεδώσε με τον εκδότη, θα του κάνει παρατηρήσεις πάνω σε συγκεκριμένους στίχους. «Και το νερό ρόδινο γύρω στα λαγόνια της» γράφει αρχικά ο Παυλόπουλος στο ποίημα "Αλφειός". Νερό ρόδινο, δυο ρο απανωτά, κακοφωνία, του υποδεικνύει ο Σεφέρης, κάν’ το καλύτερα «το ρόδινο νερό». Και ο Παυλόπουλος πράγματι τον ακούει.

ΙΙ.

Με βήμα γερό ενδιάμεσο το Σακί του 1981, τον απογαλακτισμό ο Παυλόπουλος τον επιτυγχάνει πλήρως μόλις στα 65 του χρόνια, το 1988-1989, όταν δημοσιεύει τα Αντικλείδια. Στο μεταξύ έχει πεθάνει και ο ποιητής της Στροφής και ο στενός φίλος και συντοπίτης του Παυλόπουλου, Τάκης Σινόπουλος, συμμαθητής του παιδιόθεν στα θρανία της ποίησης, και ιδίως αυτά του Σεφέρη. Όσοι αρέσκονται στους ψυχαναλυτισμούς, θα βρουν στη σύμπτωση τη χρονική πολλά να σχολιάσουν. Το Κατώγι βγαίνει στα 1971, χρονιά που εκδημεί ο Σεφέρης, και το ομότιτλο ποίημά της του είναι αφιερωμένο. Η δεύτερη συλλογή του Παυλόπουλου, το Σακί, κυκλοφορεί δέκα χρόνια αργότερα, το 1981, τη χρονιά που πεθαίνει ο Σινόπουλος, και περιέχει κι εκείνη ένα ποίημα αφιερωμένο στον επί δεκαετίες πολλές συνοδοιπόρο (κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου, θυμίζω, είναι γραμμένα από κοινού με τον Παυλόπουλο). Φέρει τον βιογραφικό, προφανώς, τίτλο "Ιβήρων 14, 1949".

Στην τρίτη συλλογή του Παυλόπουλου, τα Αντικλείδια, που είναι η πρώτη ολότελα χαρακτηριστική του και περιέχει μερικούς από τους γνωστότερους στίχους του, υπάρχει κι εκεί ποίημα αφιερωμένο σε ομότεχνο, και πάλι όνομα σημαντικό για τον γράφοντα. "Χαιρετισμός στον Jorge Luis Borges" διαβάζουμε κάτω από τον τίτλο "Ο ποιητής και το φεγγάρι". Είναι το τέταρτο στη σειρά.

ΙΙΙ.

Τι παράδοξο όμως… Ενώ ο Παυλόπουλος των πρώτων συλλογών λαχανιάζει κάποτε στην προσπάθειά του να συντονιστεί με το parlando το σεφερικό, πατώντας την έβδομη δεκαετία της ζωής του  μεταμορφώνεται. Υπάρχει εδώ μια ματιά νεανική που εμψυχώνει τους στίχους του, μια ευθυμία πηγαία, μια παιδική ή εφηβική χαρά πίσω απ’ τις λέξεις του, που τη συναντάει κανείς ατόφυα ιδίως στα ερωτικά, σαρκικά του ποιήματα. Γιατί αυτός ο ώριμος Παυλόπουλος, σε αντίθεση με τον παλιότερο σύνοφρυ εαυτό του, είναι ποιητής ανάλαφρος και παιγνιδιάρης, θα ’λεγε κανείς σκανταλιάρης ενίοτε.

Έτσι είναι δε και οι ηρωίδες του: Η Δηιδάμειά του λ.χ. στο ποίημα "Το άγαλμα και ο τεχνίτης"· ή η καλόγρια απ’ τα Στροφάδια στη "Δαμάλα" που ως άλλη Πασιφάη συνευρίσκεται με τον ταύρο· ή η μικρή αδελφή της νύφης από την "Δοκιμή". Κι ακόμη το κορίτσι από την "Πληρωμή της ηδονής" ή το άλλο από το "Πρώτο δειλινό", ποιήματα που και τα δυο εξιστορούν καταπώς μοιάζει νεανικούς έρωτες.

Εφεξής, τα κορίτσια δεν θα λείψουν ποτέ από τη ποίηση του Παυλόπουλου. Θα τα συναπαντήσουμε στο πρόσωπο της Σαχραζάτ της παραμυθολόγας και της γύφτισσας της γλωσσούς, θα τα βρούμε ως μικρές πριγκίπισσες ή ως χορεύτριες ερωτύλες που ξέρουν να μας προκαλούν μες σ’ ένα χαϊκού:

Όταν χορεύει

σηκώνει τη φούστα της

να δω την ελιά

Ή και μας περιπαίζουν:

Τρεις φίλοι παίζαν

στα ζάρια το φιλί της.

Κι άλλος το πήρε.

Θα τα συναντήσουμε με πλήθος ονόματα, σε ένα σωστό προσκλητήριο καλλονών, στην "Άνθεια":

Ήταν η Φαμπιόλα η Κολομβιάνα στην Καρθαγένη

και η Κάρμεν η φωτιά στο Σαλβατόρ

και η φτωχή Αλίσια στην Περέιτα.

Ήταν η Ηραχίλντα το μανεκέν στο Σάντος

και στο Μπουένος Άιρες η Ρίτα η χορεύτρια

και στο Πουέρτο Μοντ η Γκλόρια η Χιλιανή.

Ήταν η Ρεγγίνα στο Ρίο ντε Τζανέιρο

και η Τουρκάλα η Οϊά στη Σμύρνη

και στο Ταγγάρ της Σενεγάλης μια μαύρη Μαριάννα.

Όλες ωραίες μέσα στη νύχτα.

Θα τα δούμε μέσα στο ασανσέρ, αρρεβωνιάρες του αφεντικού, και ωστόσο δοτικές σε ένα φιλί κλεμμένο:

Ένα πρωί που ανεβαίναμε τη φίλησα

και φτάσαμε στον ουρανό

και κόλλησε το ασανσέρ στα σύννεφα

Κάποτε συναντάμε και γυναίκες ωριμότερες, εκείνη λ.χ. την «κυρία που λάτρευε τις τέχνες» ή τη θειά Σουλτάνα τη πεντάμορφη της Σμύρνης. Όμως τότε είναι οι θαυμαστές τους νεαροί, γενικά οι εραστές στον Παυλόπουλο είναι νέοι: ο μικρός ζαχαροπλάστης με το ζαχαρένιο του κεντρί, και ο θρασύς ανιψιός του θείου τού Σέχα, ή ακόμη το όμορφο δεκαεννιάχρονο παιδί με τα μελαγχολικά μάτια της "Φωτογραφίας". Ο Παυλόπουλος είναι ο ποιητής των νεαρών ερώτων.

ΙV.

Πάντως, η γυναικεία μορφή που συμβολίζει στο πρόσωπό της (θα ’πρεπε ίσως να πω: στο κορμί της) τη Γυναίκα στον Παυλόπουλο είναι βέβαια η "Κόρη της Αβύσσου". Το ποίημα έχει μια ιδιαίτερη θέση στο έργο του, ας είναι και επειδή ανήκει στα ελάχιστα του δημιουργού του που είναι έμμετρο και ομοιοκατάληκτο.

Ο τύπος του κοριτσιού που περιγράφει ο Παυλόπουλος ως μοτίβο λογοτεχνικό είναι ίσως κοινότοπος – κάτι μεταξύ femme fatale και αστικής νεράιδας ξεμυαλίστρας, μια γυναίκα αράχνη που φλερτάρει διαρκώς με τον έρωτα και τον θάνατο – πόσες και πόσες φορές δεν την έχουμε συναντήσει στη μυθολογία, τη λογοτεχνία ή τον κινηματογράφο; Είναι το ανυπότακτο αιώνιο θήλυ που με την ακατανίκητησαγήνη του καταργεί συμβάσεις και φρόνηση και φέρνει τα θύματά του σύρριζα στην κόψη του κινδύνου. Και που κανένα δόλιο βέλος και καμιά σαΐτα απατηλή δεν λείπει απ’ τη φαρέτρα της.

Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»

τα παίζει όλα, η θεατρίνα,

με προκαλεί ποζάροντας

σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.

Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»

εγώ δεν την πιστεύω

την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία

σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.

Ασφαλώς, υπάρχουν συγγραφείς, ο Παλαμάς λ.χ. με την Τρισεύγενη ή ο Ελύτης με τη Μαρία Νεφέλη του που έχουν πλάσει πιο ευφάνταστους χαρακτήρες πατώντας πάνω στο ίδιο μοτίβο. Όμως το ποίημα του Παυλόπουλου είναι τερπνό όσο λίγα και ξεχωρίζει για τη λυρική του δύναμη και τη γλαφυρή εικονοποιία του.

Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της

κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση

γέρνω γλυκά στην πλάτη της

κλείνω τα μάτια και μʼ αρέσει.

Και μʼ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό

κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου

μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας

γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

V.

Ποίημα αυστηρό, έμμετρο και ομοιοκατάληκτο, είναι και "Ο λύκος και ο έρωτας" που, δημοσιευμένο στην τελευταία ημιμεταθανάτια συλλογή του ποιητή, το Να μη τους ξεχάσω, παραπροτελευταίο στη σειρά μάλιστα, είναι σαν να επιλογίζει όλον τον ερωτικό Παυλόπουλο. Το παραθέτω γιατί με το θυμόσοφο κέφι του εικονογραφεί ιδανικά όλα όσα υπαινίχθηκα για εκείνον πιο πάνω:

Με τον φίλο μου το λύκο

τον δειλό τον κουτοπόνηρο

περπατούσαμε μαζί

μες στο σκοτεινό μου όνειρο.

Και του λέω Λύκε πες μου

τι να κάνω με τον έρωτα

όλα είναι κει θολά

μυστήρια κι αφανέρωτα.

Και μου λέει άκου Γιώργη

δε θα λύσω τ’ ανεξήγητα

γλέντησε μ’ όσες μπορείς

τ’ αμπέλια είναι ατρύγητα.

Άι στο διάβολο του λέω

αχρείε κι αλιτήριε.

Και το χτήνος μ’ απαντά

να σε φάει ο λύκος κύριε.

Πλάι σ’ αυτό, αν μετράω καλά, έμμετρος και ομοιοκατάληκτος είναι μόνον ο "Νεκρός" από το Κατώγι, ποίημα από τα επιτυχημένα του πρώτου Παυλόπουλου, και το πρωιμότατο, αφού γράφτηκε στα 1946, "Νέοι ποιητές εις το Ρωσικόν", το οποίο ο δημιουργός του θα το θυμηθεί εξήντα και βάλε χρόνια αργότερα και θα το περιλάβει, πρώτο μάλιστα, στο Να μη τους ξεχάσω. Δεν ξέρω αν στα χαρτιά του σώζονται ποιήματα συγκρίσιμα, και τι αξίζουν. Πάντως, αν κρίνω και από τις επιδόσεις του στο χαϊκού, άλλη αυστηρή φόρμα αυτή, ίσως είχαμε εδώ μια ευκαιρία που πήγε χαμένη για τον ποιητή, μια ευκαιρία εκφραστική να ποικίλει τους τρόπους του. Αυτός ο ελευθεριάζων τόνος της μεσοπολεμικής στιχουργίας, με την ελεγειακή και συνάμα σατιρική του φόρτιση, του ταίριαζε, έχω την εντύπωση. Και η σημασία που μαθαίνουμε ότι στα στερνά του απέδιδε στην "Κόρη της Αβύσσου", δείχνει ότι είχε επίγνωση του πράγματος.

VΙ.

Από το Κατώγι ώς τα Αντικλείδια ο Παυλόπουλος κάνει ένα διπλό πέρασμα που σφραγίζει την ώριμη ποίησή του. Από την ιστορία περνάει στον μύθο, και από τον βιωμένο κόσμο των παθών στον συμβολικό κόσμο των ονείρων. Έκτοτε οι άμεσες ιστορικές αναφορές, οι μνήμες του πολέμου, της κατοχής, του εμφύλιου, της δικτατορίας, που στις δυο πρώτες συλλογές δίνουν τον τόνο εκλείπουν. Τη θέση τους παίρνουν μικρά αφηγήματα χωρίς χωροχρονική σήμανση, τα εθνικά συμβάντα και καθέκαστα δίνουν τη θέση τους σε μια μυθοπλασία πιο αφηρημένη. Πόλεμος πια είναι ο κάθε πόλεμος, φαντάρος είναι κάθε στρατιώτης, όλα τελούνται πλέον κάπως πιο αποστασιοποιημένα, σ’ ένα επίπεδο πιο συμβολικό. Ο ευθύς συγκεκριμένος κόσμος εξαχνώνεται, απορροφάται από τον διαθλασμένο κόσμο των αντικατοπτρισμών και των ονείρων.

Όπως στους μύθους του Μπόρχες, όπως στους μύθους του Κάφκα, που επίσης δίνει το παρών στα ποιήματα του Παυλόπουλου, όπως γενικά στους μύθους και στα παραμύθια, το πότε και το πού δεν μετρούν. Έχουμε προφανώς εδώ να κάνουμε με μια διαδρομή αντίθετη του Σεφέρη ή του Σινόπουλου, που συν τω χρόνω γίνονται όλο και πιο τοπικοί και ιστορικοί. Στον ώριμο Παυλόπουλο, αντίθετα, πολλά μοιάζει να γίνονται καθ’ ύπνον και κατ’ όναρ, κατά τη βύθιση στο ασυνείδητο ή κατά τις μετέωρες στιγμές της αφύπνισης, τόσο που η πραγματικότητα της εγρήγορσης να συγχέεται με εκείνη της νάρκης.

Διαβάζω μερικούς χαρακτηριστικούς στίχους από τα Αντικλείδια, από τα πρώτα τέσσερα ποιήματα της συλλογής: «Είδα όνειρο ήμουν ξυλοκόπος»· «Αυτή που βλέπεις ίσως τη φτιάχνεις χρόνια με το μυαλό σου / στο μόνιμο γκρίζο που προετοιμάζει τα όνειρα»· «Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους»· «Είναι μονάχα το ποίημα που πέρασε στον ύπνο του / και μάταια θα παλεύει να το θυμηθεί μετά». "Καταγραφή ονείρου" επιγράφεται ένα ποίημα, και ένα άλλο. μερικές σελίδες αργότερα, "Το θέατρο του ύπνου". Μερικά από τα διασημότερα ποιήματα της συλλογής είναι στην ουσία ενύπνια: "Η μύγα", "Το δωμάτιο η γυναίκα και το ποίημα", "Το παιδί και οι ληστές". Θυμίζω και το ιλιαδικό μότο της συλλογής: «Ὡς δ’ ἐν ὀνείρω οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν…»

Στο ποίημα "Ο Χοκουζάι και η Γυναίκα του Ψαρά" ο Παυλόπουλος είναι σαν να μας εξηγεί τη μέθοδό του.

Ίσως ο Χοκουζάι στο όνειρό του

είδε τη Γυναίκα του Ψαρά

να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή

καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε

το χταπόδι του ονείρου της.

Ίσως η Γυναίκα του Ψαρά

είδε το Χοκουζάι στ’ όνειρό της

να ονειρεύεται πως τη ζωγράφιζε γυμνή

καθώς την τύλιγε ολοένα και την έγλειφε

το χταπόδι του ονείρου της.

Ίσως εμείς κοιτάζοντας τη ζωγραφιά του Χοκουζάι

βλέπουμε δυο όνειρα το ένα μέσα στο άλλο

δίχως να το ξέρουμε.

Το μοτίβο είναι βεβαίως παμπάλαιο. La vida es sueño, η ζωή είναι όνειρο, είναι ο τίτλος του έργου εκείνου που στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας το μνημείωσε με τον ιδεωδέστερο τρόπο. Και ο Παυλόπουλος, πράγματι, χαράζοντας αυτές τις γραμμές είναι σαν να υπομνηματίζει τον Πέδρο Καλδερόν ντε λα Μπάρκα, και τον μεγάλο μονόλογο του Σιγισμούνδου, του απεγνωσμένου ήρωά του:

Όνειρο βλέπει ο πλούσιος πως φυλάει

με κόπο τόσα πλούτη· όνειρο πάλι

βλέπει ο φτωχός τη φτώχεια τη μεγάλη

όνειρο αυτός που η τύχη του γελάει,

κι αυτός που με τις προσβολές χορταίνει

το μίσος του, κι αυτός που δάφνες δρέπει,

τι είν’ ο καθένας, σ’ όνειρο το βλέπει,

αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει.

Κι εγώ, το ότι ήμουν χθες σ’ ένα παλάτι,

όνειρο το ’δα· κι όνειρο είναι πάλι

πως στο κελί δεμένο μ’ έχουν βάλει.

Τι είν’ η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη,

μια χίμαιρα, μια σκιά. Στιγμή στου απείρου

το χάος είν’ ό,τι φαίνεται μεγάλο.

Γιατί η ζωή είν’ ένα όνειρο, τι άλλο!

Και τα όνειρα, είναι όνειρο του ονείρου.

(μτφρ. Ν. Χατζόπουλος)

VII.

Σε άλλα ποιήματα του Παυλόπουλου τη θέση του ονείρου, ως έτερης, διαφορετικής πραγματικότητας εντός και εκτός της κοινής, παίρνει ο καθρέφτης ή η μνήμη ή η θεατρική σκηνή. Όμως ο κυκλικός χαρακτήρας της σύλληψης διατηρείται. Μελετώντας το έργο του Αργύρη Χιόνη, ο Γιάννης Πατίλης ανέσυρε από εκεί τη φράση "το περιέχον περιεχόμενον" για να χαρακτηρίσει αυτού του είδους τις ουροβόρες συνθέσεις, τα ποιήματα δηλαδή που τρών και ξερνούν τον εαυτό τους επανερχόμενα διαρκώς στην πρώτη αφετηρία. Ο όρος ταιριάζει και στον Παυλόπουλο. Ακούστε το ποίημά του "Ο ταξιδιώτης":

Ένας ταξιδιώτης

αποκοιμιέται πάνω στ’ άλογό του

και βλέπει στ’ όνειρό του

πως τάχα το ταξίδι του

είναι ένα όνειρο

που το βλέπει κοιμισμένος

πάνω στ’ άλογό του.

Και ένα άτιτλο ποίημα του Χιόνη:

Μέσα στη μοναξιά μου είν’ ένα σπίτι

Όπου κατοικώ εγώ

Με μέσα μου τη μοναξιά μου

Όπου βρίσκεται το σπίτι

Όπου κατοικώ εγώ κι η μοναξιά μου

Ακούστε το "Στίχος ενύπνιος" του Παυλόπουλου:

Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα

τίποτε όμως δεν θυμόμουν

εκτός από ένα στίχο μονάχα:

Ονειρεύτηκα πως έγραψα κάποτε ποιήματα.

Και ένα τετράστιχο του Χιόνη, επίσης από το "Περιέχον Περιεχόμενον" του:

Είμαι χρόνος κι είμαι μες στο χρόνο

Είμαι ένα ρολόι κουρδισμένο ισόβια

Κι έχω ένα ρολόι να μετρώ το χρόνο

Να ρυθμίζω έτσι τη ζωή μου

Όμως Παυλόπουλος και Χιόνης έχουν και άλλα κοινά, πέρα από την κυκλικότητα της λυρικής τους σκέψης. Η αγάπη τους για τις απωανατολίτικες φόρμες και παραδόσεις είναι ένα τέτοιο. Και ένα άλλο ότι και των δυο τα ποιήματα είναι συχνά παραβολές ή αλληγορίες: μύθοι όπως είπα προηγουμένως. Μια συγκριτική τους εξέταση θα έφερνε πιθανόν στο φως περισσότερα.

VΙII.

Θα κλείσω με μια γενική παρατήρηση, χρήσιμη όμως για τη γενική αποτίμηση του Γιώργη Παυλόπουλου όπως φρονώ. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ποιητές μας του Μεταπολέμου, που είναι ποιητές μιας διάχυτης στο έργο τους γενικής ατμόσφαιρας ή, σπανιότερα, ποιητές του εντυπωτικού αποσπάσματος ή του δυνατού μεμονωμένου στίχου, η βασική εκφραστική μονάδα στον Παυλόπουλο είναι το πλήρες, κατορθωμένο ποίημα Ο αναγνώστης από το πρώτο ξεφύλλισμα πέφτει πάνω σε τέτοια ποιήματα, που του τραβούν την προσοχή και στα οποία ανατρέχει διαρκώς. Ποιήματα εθιστικά και αλησμόνητα όπως "Της γύφτισσας", το "Παιδί και οι ληστές", το "Αισθηματικό". Πρέπει κανείς να ανατρέξει στην προνεωτερική εποχή για να συναντήσει κάτι παρόμοιο σε ποιητές μας σημαντικούς, όχι όμως και συγκαταλεγόμενους κατ’ ανάγκην στους αποκαλούμενους μεγάλους. Μιλώ για ανθρώπους όπως ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, ο Τέλλος Άγρας. Σ’ αυτούς πλάι νομίζω, και σε ύψος ανάλογο, θα τοποθετήσει το μέλλον και τον Παυλόπουλο κάποια στιγμή. Πλάι δηλαδή σε σπουδαίους τεχνίτες που κατόρθωσαν ίσως όχι να αρθρώσουν ένα καθολικό και μεγαλεπήβολο όραμα για τον κόσμο, αλλά πάντως να διασώσουν κάποιες πολύτιμες στιγμές του, τρέποντάς τες σε λόγο ουσιώδη, τερπνό και ανεξίτηλο.

Τα προσωνύμια ποιητής μείζων ή κορυφαίος κρατούν βέβαια την αξία τους. Τη ζωή της ποίησης όμως την αληθινή, πάει να πει τη μύχια σχέση του έργου με τον αναγνώστη, είναι τέτοια ποιήματα που την κρατούν και τη διαιωνίζουν. Και είναι εγκώμιο μέγα για έναν ποιητή, ίσως το μέγιστο, να μπορούμε να πούμε ότι έχει ποιήματα τέτοια  – και με το παραπάνω.

* Ο Κ. Κουτσουρέλης είναι ποιητής.https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/151778_gia-ton-giorgi-paylopoylo










Γιώργης Παυλόπουλος - 3 Αποσπάσματα - Official Audio Release



15-Άψινθος "Που είναι τα πουλιά" ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ὁ Ἄγγελος Μουρβάτης μελοποιεῖ τὸν Γιώργη Παυλόπουλο

Ο χαμένος χρόνος της αγάπης του Γιώργη Παυλόπουλου (Το ποίημα της ημέρας)



ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ, 1971
ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ



ΤΟ ΣΑΚΙ, 1980
ΤΟ ΣΑΚΙ


ΤΟ ΒΑΓΟΝΙ


ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΑΠΟΓΙΟΜΑ


ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ, 1988
Η ΔΟΚΙΜΗ


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


ΤΟ ΑΓΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ


Η ΜΥΓΑ



ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ, 1997
ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ


ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΡΥΣΟΜΗΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;