ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ : «ΠΟΙΗΣΕΙΣ» (1963-2003)
«Γαβριηλίδης» , Αθήνα , 2004.

poihseisgkrav.jpg

Ο Γιώργος Κ Καραβασιλης από την πρώτη κιόλας συλλογή του « Η γραφή και το μα

χαίρι» (1970), όρισε με σαφήνεια την ποιητική του ιδεολογία την οποία υπηρέτησε α

πό τότε μέχρι και σήμερα με αφοσίωση απαρέγκλιτη, συγκερνωντας πάντα με επιτυ

χία το εκπορευόμενο από τα βάθη των αιώνων κλασικό με το σύγχρονο για να παρα

μένει έτσι αθεράπευτος λάτρης της φύσις, του ερωτά και του γυναικείου κυρίως σώμα

τος αλλά και της κρυφής υπέροχης μουσικής του.
Μιας μουσικής που αρκετά χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα μας αποκαλύψει τον μυστικό 

εκείνον δρόμο μέσω του οποίου την συνάντησε και την συναντάει στο ποίημα του

«Η Κενα » της συλλογής του « Φαγιάντσες » (1982-1984), το οποίο μάλιστα επανέρχε

ται μαλιστα για δυο ακόμα φορές (ελαφρός παραλλαγμένο) και στις συλλογες του 

« υπερ των μουσων» (1990) και « το ματι του τοπιου» (2001) :

Της σάρκας –

Η Κενα ,
Η βραζιλιάνικη φλογέρα,
Τον πιο γλυκό της ήχο βγαίνει,
Όταν πέσει στο χέρι
Που την φτιάνει,
Από περόνη κοριτσιού
Δεκαοχτώ χρονό.

Παράλληλα όμως με όλα τα παρακάνω ο Γιώργος Κ. Καραβασιλης στάθηκε και αρκε

τές φορές και σε κάποια αλλά γεγονότα , όπως π.χ στη μιζέρια της καθημερινότητας

 μας σε διάφορα άτομα τα οποία μοίρα αυτοκαταστροφική τα έχει τραγικά σημαδέψει

αλλά και προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα μεταφυσικά, τα οποία τον

 απασχόλησαν , και όπως φαίνεται αρκετά τον βασάνισαν.

Και πράγματι , ποιήματα όπως το Καλύμνου 3, Σαββατόβραδο, 19 Μαρτίου 1955 από 

την συλλογή καλλιέργεια του αίματος (1973), το αισθαντικό και βαθύτατα μελαγχολι

κό , Η Μαρίνα και τα τοπία της κάμαρας μου , μαζί με, το μάτι της νεράιδο τσιγγάνας,

 από την συλλογή του το αιμομικτικό λεμόνι…, του 1996 στέκουν άκρως ευδιάκριτα 

ανάμεσα σε πολλά ποιητών άλλων, από εκείνους που υπηρέτησαν με επιτήδευση 

περισσή τον ρεαλισμό η , πιο σωστά τον νατουραλισμό των καιρών μας.

 Και τούτο γιατί ο Καραβασιλης γνωρίζει άριστα να εξαγνίζει μέσω τον στίχων του

 τους ήρωες του και τα τεκταινόμενα γνωρίζει πολύ καλά ακόμα και μέσα στο σκοτάδι

 να μας δείχνει κάπου στην άκρη του τούνελ, το υπέρλαμπρο φως της ομορφιάς.


 Μιας ομορφιάς την οποία δεν παραλήπτη να μας αποκαλύπτει ούτε και σε αυτά ακό

μα τα τόσο ζοφερά και σπαραχτικά τα τόσα πονεμένα ποιήματα « Ο Ιερεμίας και η νε

κρόπολη» (συλλ. Καλλιέργεια του αίματος, 1974), Ελεγεία για τον Δένε Κρεβελ, 

Τασούλα, (συλλ. «Τα μυστικά δωμάτια του πύργου»), 1978, και το ναι του θανάτου,

 (συλλ. «Τα φιλέρημα,», 1979-1983), τα οποία αναφέρονται όπως είδη είπα σε ανθρώ

πους τους οποίους μια «κατάρα» στην ζωή σκληρά και ανελέητα τους στιγμάτισε :

Όσο για τα ποιήματα που προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε μεταφυσικά ερωτή

ματα ? αυτά με την αμεσότητα που τα χαρακτηρίζει μας διεμβολιζουν μας τορπιλίζουν,

 θα ισχυριζόμουν αφήνοντας ενσταλλαγμενη στα βαθύτερα του είναι μας μια γεύση

 πικρή ελλοχεύοντας θανάτου. Μια Γεύση η οποία όχι βέβαια πολλές φορές αλλά σε

 καίριες πάντα στιγμές και σε δώσεις σωστά ζυγισμένες εμφανίζετε απρόσκλητη λες

 μέσα στη «λυρική ξεγνοιασιά», αιφνιδιάζοντας μας οδυνηρά μέσα από τα πολύ δυνα

τά ποιήματα «τα μυστικά δωμάτια του πύργου» (ομώνυμοι συλλογή, 1978), «Ο ανεκρο

λογητος», «ένας μονόλογος της Σιλισιας», « Ερμηνεύοντας λόγος για την πρώιμη

 πνοή της Άνοιξης αντί στάσιμου» ( Συλλ. «Τα Φιλέρημα», 1979-1983), «Χοϊκό ποίημα»

 (συλλ, Το αιμομιχτικο λεμόνι….» 1996) και «Ερρωσο Δόγη!…» (συλλ. «Εγκώμιο για 

τον Ιππότη των Εγκαρων» 2004). Αυτό μάλιστα το τελευταίο, αποδείχτηκε και προφη

τικό αλλά δυστυχώς, και μοιραίο :

Ερρωσο Δόγη!
Αγέρωχε, δεσποτικέ, ανάλγητε.
Και συ μελλοθάνατε.

Θα σε γνωρίσω σ΄αλλʼ αλώνια
Εκεί που και οποίος θέλει να κριθεί τα λόγια που θα χάσει
Εσύ που ρούφηξες γλυκά γλυκά το αίμα μου σαν τη σαγκρια
Με την ευγένεια που αποπνέουν τα οστά σου
Το ξέρω θαʼρθεις να με βρεις.
Για να με υποκριθείς
Εξόριστος και συ
Στο οστεοφυλάκιο της μάνας Γης,
Παντοτινής πατρίδας,
Όταν κι οι δυο θα επιστρέψουν στο πουθενά.

Πάντως, αν και στο κείμενο αυτό έριξα το βάρος μου επίτηδες σε κάποιες ειδικότερες

 πτυχές τις ποίησης του Γιώργου Κ. Καραβασιλη μια και αυτές δεν έχουν τονίσει κατά 

τη γνώμη μου όσο πρέπει , παρά ταύτα αυτός παραμένει ποιητής κατ εξοχήν ερωτι

κός, μοναδικός, στο είδος του και αξεπέραστος εισερχόμενος στα ενδότερα της γυναι

κείας ψυχής όχι με φόβο αλλά με την πρόθεση να καταθέσει εκεί λατρευτικά δώρα 

προσφέροντας μας έτσι μια ποίηση την οποία χαρακτηρίζει ένας λόγος αφαιρετικός

 συμπυκνωμένος, αισθητικός, ιδιαίτερα εκλεκτικότητας, υψηλής καλλιέργειας, άφατης

 τρυφερότητας, ευφρόσυνης , αγνείας, αφοπλιστικής αθωότητας, μυσταγωγικής ηδυ

πάθειας, σπάνιου και ανυπέρβλητου ήθους – μια ποίηση που είναι η ίδια από μόνη 

της, ένας άνεμος επιθετικός εύρωστη όσο ολίγων αλλά και προπάντων αρρενωπή.