https://www.youtube.com/watch?v=xSqLlDa1dfw
ΠΟΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΕΣ
Γιώργος Καραβασίλης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948.
Σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες και Δραματική στη Σχολή Δ. Ροντήρη.
Έργα:
Ποίηση:
Η γραφή και το μαχαίρι (1970), Καλλιέργεια αίματος (1974), Τα ηδυπαθή (1976), Τα μυστικά δωμάτια του πύργου (1978), Ποιήματα (1970-1980) (1980), Καλλιέργεια του αίματος [Επιλογική έκδοση όλων των προηγούμενων και ανέκδοτα], (1984), Υπέρ των Μουσών (1990), Το αιμομιχτικό λεμόνι - Ορυκτά - Ποιήσεις (1996).
Μεταφράσεις των Ελιάρ, Κορμπιέρ, Λιούις, Στρίνμπεργκ κ.ά.
[ΤΑ ΚΟΜΜΆΤΙΑ ΜΟΥ] ΤΟΥ ΓΙΏΡΓΟΥ ΚΑΡΑΒΑΣΊΛΗ
Μ' ένα κατοστάρι πίνεις φεγγαρόφωτο.
[ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ] ΤΟΥ ΓΙΏΡΓΟΥ ΚΑΡΑΒΑΣΊΛΗ
πάντα το χάδι μου ακολουθεί το χέρι της αγάπης σας


Ελλάδα
Ο Γιώργος Καραβασίλης, ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, γεννήθηκε στην
Αθήνα το 1949.
Ολοκλήρωσε στη σχολή Βαφειά τις θεατρικές του σπουδές, που είχε αρχίσει με τον Δημήτρη
Ροντήρη.
Στα γράμματα εμφανίστηκε με τη συλλογή "Η γραφή και το μαχαίρι", το 1970 και στη συνέχεια
εξέδωσε τις συλλογές "Καλλιέργεια του αίματος", "Τα ηδυπαθή", "Τα μυστικά δωμάτια του
πύργου" και πολλά ακόμα ποιήματα με τελευταία,
το 2004, τη συγκεντρωτική έκδοση "Ποιήσεις 1963-2003".
Εξέδωσε, επίσης, τη συλλογή δοκιμίων "Επί τάπητος" και τις ανθολογίες "Η γυναίκα των νερών
στη λυρική ποίηση", "Πάσχα των Ελλήνων", "Σαπφούς σάπφειροι", "Εγκόλπιο ερωτικού λόγου".
Μετέφρασε
Σαμφόρ, Τεοφίλ Γκωτιέ, Ζακ Καζότ, Σαρλ Κρο, Πιέρ Λουί, Ζαν Καιρόλ, Αύγουστο Στρίντμπεργκ,
Ιβάν Τουργκένιεφ, Λεονίντ Αντρέγιεφ κ.ά., καθώς και έργα γαλλικής ποίησης (Πωλ Ελυάρ,
Τριστάν Κορμπιέρ κ.ά.).
Συνεργάστηκε σαν κριτικός λογοτεχνίας με την "Καθημερινή", "Το Βήμα" και την "Πρώτη" καθώς
και με την ΕΡΤ, σε τηλεοπτικές εκπομπές τέχνης.
Πέθανε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 2004, σε ηλικία 55 ετών.
Πόσο πιο δω, πόσο πιο κει απ' τ' όνειρο βρισκόμαστε
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ » ΠΟΙΗΣΗ »
poiitis-a-892.html?category_id=133
Ο Γιώργος Καραβασίλης επέλεξε ως όχημα της ποιητικής του την ερωτική ποίη
ση, δηλαδή την πιο δοκιμασμένη, και με τις δύο σημασίες της λέ
ξης, εκδοχή λυρικής ποίησης. Στο έργο του, ο έρωτας υποστασιοποιεί
ται, όχι εξιδανικευμένος αλλά ταυτιζόμενος με το ερωτικό πάθος.
Μάλιστα, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, στις συλλογές
Η καλλιέργεια του αίματος (1974) και Ηδυπαθή (1976), το ερωτικό πάθος
υποκαθιστά τα πολιτικά πάθη, οι αυτοκτόνοι ποιητές του παρελθόντος,
ακόμα και ο Μαγιακόφσκι, διεκδικούνται μέσω της ιερής μανίας τους,
αποσπώνται από την εποχή τους, από τα κοινωνικά και άλλα συμφραζό
μενα, αναδύονται ως έμπλεοι πάθους πάσχοντες, υψιπετείς μποέμ της αιω
νιότητας.
Ο Καραβασίλης δεν περνά από την εμπειρία της αμφισβήτησης ή μάλλον
περνά περιμετρικώς. Το ερωτικό πάθος δεν αντιπαρατίθεται στις κοινωνι
κές συμβάσεις, δεν διεκδικεί δάφνες σε χώρους πέρα από το επίπεδο
που το ίδιο συνιστά και το οποίο τέμνει καθέτως όλα τα υπόλοιπα.
Αυτή η
έδρα τους ερωτικού πάθους για τον Καραβασίλη είναι η ίδια ανέκα
θεν, υπάρχει ανεξάρτητα και μέσα σε όλες τις κοινωνικές συμβάσεις, δημι
ουργεί τις δικές της σταθερές συνάψεις, για τον Καραβασίλη ο επίμονος
ερωτισμός έχει τη δύναμη να διαβρώνει όλα τα εμπόδια, χωρίς όμως και
να τα καταργεί.
Άγαλμα της άγνωστης θεάς πάνω στα χόρτα/Σου χάρισα/Τον καταπρά
σινο βυθό του βλέμματος/Την θαλερής μου φίλης,/Σου χάρισα/Τις φλέ
βες τις να τρεμοπαίζουν στο κορμί σου,/Την κόμη και τις σκέψεις της,/Πε
ρίλυπη στο μέτωπο ρυτίδα/Σου χάρισα/Και στα φανταστικά νερά που λού
ζονταν εκείνη/Σκάλισα/Την κίνηση των τορνευτών μηρών σου,/Για να σε
χύσω πάλι στο κορμί της,/Άγαλμα τέλειον-Ad unque.
Το αντικείμενο του πόθου εντοπίζεται στη διαχρονική γοητεία του στιγμιαί
ου αγγίγματος, του φευγαλέου βλέμματος, της αύρας των μαλλιών, πά
ντα μέσα σε μια ατμόσφαιρα ιδεατή.
Η ερωτική ποίηση του Καραβασίλη ανακαλεί, ήπια, κάποιες από τις
μεσοπολεμικές αριστοκρατικές ιδεοληψίες του ερωτικού στοιχείου, έστω
κι αν στις μέρες μας αυτές φαντάζουν παράταιρες ή ακόμα και παρωχημέ
νες.
«Πάντα φλεγόμενη, ποτέ πυρπολημένη» επιγράφεται ένα από τα ποιήμα
τα της συλλογής Υπέρ των Μουσών (1990), δίνοντας τη χροιά της
ερωτικής έντασης, η οποία δονείται απαραιτήτως πάνω στη συνθήκη
του ανολοκλήρωτου, μέσω της καθημερινής άσκησης στην έλλειψη.
Τέλος, στη συλλογή Το μάτι του τοπίου (2001) η ερωτική διάθεσή διαχέεται
στη φύση, στο γενέθλιο χώρο της Πελοποννήσου, αποκτά δύναμη και υφή
σχεδόν στοιχειακή.
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ
Το βλέμμα σου Μαρτιάτικο, ψυχρό,
Κατακαλόκαιρο και μεσημέρι
Πέφτει πάνω στο πλάτωμα του Πάρνωνα
Για να κατασπαράξει ουρανό.
Ας μη μιλάμε για τη ρίζα της καρδιάς.
Μια καθυστερημένη διαμεσολάβηση;
Η μείωση, το αποκούμπι έστω, τώρα που η ωριμότητα επιτάσσει κινήσεις
τελικές και συγκεντρωτικές;
Ή, μια στιγμιαία παρέκκλιση, μες στην άχρωμη αχλύ μιας ατελεύτητης
Παλατινής ανθολογίας;
Αν στο μέχρι τώρα έργο του Καραβασίλη προσθέσουμε και τις ανθολογίες
ερωτικής θεματικής και στόχευσης (Η γυναίκα των νερών στη λυρική
ποίηση, Εγκόλπιο ερωτικού λόγου, Σαπφούς σάπφειροι), βλέπουμε μια
σαφή υπεροχή του ερωτικού στοιχείου μέσα στο συνολικό του corpus,
ενώ πέραν του ποιητικού του έργου, στο δοκιμιακό και το μεταφραστικό,
φαίνεται να τον θέλγουν περισσότερο κάποιες ιδιότυπες και συχνά τραγι
κές περιπτώσεις των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα-ενδεικτικό το
αφιέρωμα στον Μπλαιζ Σαντράρ που επιμελήθηκε εδώ στις
«Αναγνώσεις» (τχ.57, 28/12/2003). Έτσι το όλο στίγμα του Καραβασίλη,
ευδιάκριτο και χυμώδες, με αίσθημα περισσό και ρυθμούς πολυποίκιλους,
ανοιχτό στη ζωή και τις αντιφάσεις της, συνοψίζει μεν μια αριστοκρατική
απόσυρση, φτιάχνοντας όμως έναν βιώσιμο και συνεκτικό τόπο, όπου έ
χουν θέση όλα τα ωραία του κόσμου και της ποιήσεως-και μόνο αυτά.
Πρωτίστως δε η Τρίπολη, αφετηρία και προορισμός.
Ημ/νία δημοσίευσης: 31 Αυγούστου 2006
Η ΗΔΥΠΑΘΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΛΥΡΙΣΜΟΥ
Γιώργου Κ. Καραβασίλη: Ποιήματα (1970-1980), Αθήνα
1980, σελ. 72
«Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, φίλε είναι μεγάλος λυρικός ποιητής.
Αλλά τον Καβάφη δεν τον αρέσει η λυρική ποίησις».
Ανασύροντας απ’ το ημερολόγιο της διαμάχης Παλαμά-Καβά
φη αυτή τη γνώμη του δεύτερου για τον πρώτο, βλέπουμε
από πόσο νωρίς είχε εντοπισθεί η κατοπινή μετατόπιση
του ποιητικού στίγματος σε νέες συντεταγμένες.
Κι αναφέρομαι στο παράδειγμα αυτό, γιατί στην περίπτωση
του Γιώργου Κ. Καραβασίλη, αν προτάσσεται κάποιο πρόση
μο, αυτό είναι το λυρικό.
Πρόκειται λοιπόν για χαμένη υπόθεση, μια κι ο λυρισμός έ
χει περάσει στο αρχείο;
Την απάντηση μας την δίνει έμμεσα, πάλι ο Καβάφης με το
«Ιωνικόν» του.
Αν λοιπόν κατορθωθεί η έκχυση νέου σφρίγους σ’ έ
να παρωχημένο αρχέτυπο, οι δυνατότητες προβολής του εί
ναι άπειρα αναπαραγόμενες.
Αυτό είναι το εγχείρημα της ποίησης του Κ.Κ., όπως διαφαίνε
ται απ’ την πρόωρη σύνταξη των τεσσάρων μέχρι τώρα συλλο
γών του. Εγχείρημα «εμπορικά» ασύμφορο και μέσα στον ίδιο
τον ποιητικό χώρο, γιατί γίνεται σε μια εποχή άμε
σων πυροτεχνηματικών εκφραστικών εξαργυρώσεων, εγχείρη
μα δύσκολο και άθληση ολισθηρή αλλά γενικά πετυχημένη.
Αν όμως σαν ποιητικό εξαγόμενο και στάση ζωής,
ο παρελθοντισμός της περίπτωσης αυτής προβάλλει σε μιαν
αναντίρρητη αρετή, αυτή είναι η εξής.
Ο Καραβασίλης, όντας αντίγνωμος φαινομενικά με τη για λόγους
διευκόλυνσης λεγόμενη «γενιά του ’70 ή της αμφισβήτησης»,
στην οποία χρονικά ανήκει, αντί να προχωρήσει με
μετασουρεαλιστική ευφράδεια ή νεοσυμβολιστικές
κωδικοποιήσεις στην αποκρυπτογράφηση του αποθηριωμέ
νου περίγυρου, ατομικού και κοινωνικού θεωρεί τη σαπρία αυτή
εξαρχής οντολογικά δεδομένη και κάνοντας πράξη πια την
αμφισβήτηση αναζητάει καταφύγιο σε άλλες εποχές και σε άλ
λα κλίματα.
Ο Κ. αισθάνεται αποκομμένος απ’ τις ρίζες και αμύνε
ται ανακαλώντας μια ατμόσφαιρα εξωραϊσμένης καθαρότη
τας μέσα στο παρελθόν για να διακρίνει το μίτο της Αριάδνης:
«Πολλές ακόμα οι πηγές της παρθενιάς μας».
Παρατηρείται έτσι το εξής παράδοξο, που συνιστά και
την ιδιοτυπία της περίπτωσης: Μέσα στην ποίηση του ο Κ.
Δεν προβάλλει το πανόραμα του κόσμου για να το αμφισβητήσει,
αλλά κατά ένα τρόπο «φυγομαχεί», αναδημιουργώντας μέσα από
προσωπικά βιώματα ένα παλαιικό πανόραμα που μ’ αυτό
τεκμηριώνει την ίδια του την αμφισβήτηση και τη ρήξη του με
το σημερινό.
Από την πρώτη κιόλας συλλογή, «Η Γραφή και το μαχαίρι»
(1970), εμφανίζονται τα στοιχεία που θα παρακολουθήσουν
και τις επόμενες.
Με εμφανή ροπή προς το λεπτομερειακό,
τα πράγματα προσεγγίζονται ερωτικά μέσα από εξαγνιστική
γι’ αυτά μουσική εικονοποιία και με φόντο μια φύση-συνεργό
της αίσθησης:
«Όταν περνάς στο νιχτικό της πρωινέ νοτιά
Η σάρκα της παίρνει τη ρώμη του τοπίου
Και στο μικρό δωμάτιο
Ο ερωδιός
Κρεμά το βλέμμα της στο σύμπαν».
Μια μυρωδιά νοτισμένων φύλλων και χνώτου γης αναδίνουν
τα σώματα, ανυποψίαστα ακόμη για κάθε είδους φθορά
κι έρχονται οι λέξεις αρωγές να προασπίσουν τη στιλπνότητα
και την παρθενικότητά τους. Η σκιά του Ελύτη των «6+1 τύψεων»
πρέπει ν’ αποτέλεσε εδώ σημαντική διδαχή.
Η αφαιρετική φροντίδα όμως, όταν υποτάσσει τη λεπταίσθητη
παρατηρητικότητα, τη συμπυκνώνει σε θαυμάσια λιγόστιχα:
«Στον πάπυρο της πεταλούδας
Η απόσταση των τοπίων»
ή
«Την ώρα που δινόσουν
Οι φλέβες σου ανάβλυζαν
Γεύση κρασιού που μίλησε και σβήστηκε».
Τη συνειδητοποίηση μιας βαθύτερης ανησυχίας για την εξέλι
ξή του, πληρώνει ο Κ. με τη δεύτερη συλλογή («Καλλιέργεια
του αίματος». 1974).
Παρά την εξακολούθηση της πορείας
στα ίχνη της προηγούμενης εργασίας, παρά την ομοιότητα
των δομικών στοιχείων, εδώ ο τεχνικός προβληματισμός επενερ
γεί αρνητικά και στην έμπνευση και στην εκτέλεση:
Μια ρητότητα μάλλον απλοϊκή («Και μόλις χτες αθώα γύμνια
σε εμβόλισα»), συνοδευμένη από συντακτικές ακροβασίες
που «εξοικονομούν» το νόημα και προδίνουν τη μουσικότητα,
μαζί με υπερβατά από στίχο σε στίχο και εκτεθειμένες μνήμες
(π.χ. καρυωτακικές, «Πόσο πιο δω, πόσο πιο κει απ’ τ’ όνειρο
βρισκόμαστε»), δηλώνουν μιαν εξ αμηχανίας ανάσχεση της
φλέβας που τραγούδησε στη «Γραφή και το μαχαίρι».
Ο Κ. φαίνεται να υποψιάστηκε και να μεγαλοποίησε τα λίγα
του προγενέστερα τεχνικά errata, και προσπαθώ
ντας να τ’ αποφύγει εγκεφαλοποίησε και χλίανε μια γραφή
που απ’ τη φύση της αρτιώνεται στο πυρίκαυστο πάθος
της στιγμής.
Εξαίρεση στην «Καλλιέργεια» μόνο το «Βράζει το αίμα μου»,
όπου με ρώμη περισσή και λόγο αβίαστα καταιγιστικό ο Κ. δίνει
στον εαυτό του, ένα καιριότατο δείγμα του σε ποια συχνότητα
θα ‘πρεπε να λειτουργήσουν και τα λοιπά ποιήματα.
Από το 1976 μπαίνουμε, νομίζω, στην κύρια φάση της ποιητικής
του Κ., που καθορίζεται από μια διαρκή ψηλάφηση του προσώπου
του μέσω του ερωτικού γεγονότος.
Τα «Ηδυπαθή» (1976), τουλάχιστον με τη μορφή που
παρουσιάζονται στη συλλογική έκδοση, είναι μια ενότητα που
πραγματικά αναιρεί κάθε επιφύλαξη.
Ο Κ. έμπειρος, πια, εσωτερικότερος, με σωστούς ρυθμούς και
κυρίως ευρηματικότητα σε σφιχτές ευρύτερες συνθέσεις
(«Δεξίωσις», «Ο δικός σου ύπνος», «Τραγουδώ το χέρι μου»),
ανακαλύπτει φόρμες σύζευξης της ερωτικής αίσθησης με την
ένταση και την ιδιομορφία των προσωπικών του βαθύτερων
ανταποκρίσεων σ’ αυτήν:
«Τυφλό αηδόνι χτίζει τη φωλιά του
Καθώς το χέρι μου περνάει στα μαλλιά σου.
…………………………………………………………………….
Ακούγεσαι, θ’ ακούγεσαι για δυό χιλιάδες χρόνια».
Εδώ πια ο ποιητής-υποκείμενο συμμετέχει περισσότερο ενεργά,
εμπιστεύεται θα ‘λεγα τον ερωτικό κόσμο που σιγά σιγά
πλαστούργησε, συνομιλεί μαζί του, τον εγκαλεί, τον νανουρίζει,
αναλίσκεται μέσα του, προβλέποντας τη φθορά που του
επιφυλάσσει η αναστροφή του αυτή. Η ασκημένη οικείωση με το
αντικείμενό του τον διασφαλίζει ψυχολογικά και τον οδηγεί
σε μια διάνοιξη της ποιητικής διάθεσης απ’ το αισθητικό ερωτικό
στο αισθησιακά ερωτικό:
«Κοιμάσαι σάρκα
Σάρκα μιλημένη στα μούρα.
…………………………………………..
Να μπω στον ύπνο σου
Το πρίαπο κάμπο ν’ ακούσω
Που ξεφαντώνει
Στα μουσκεμένα σου πλατανόφυλλα
Πρωί-πρωί».
Κορυφαίο επίτευγμα της ενότητας θεωρώ το «Επ’ αυτοφώρω»,
όπου με ζωντάνια, σκηνοθετική θα ‘λεγα μαεστρία και
πρωτόγνωρη για τον Κ. εσωτερική-του ποιήματος-κινητικότητα,
καθώς και πολυδιάστατη οπτική (συγχρονότητα και ταύτιση
παρατηρούντος-παρατηρούμενου), προβάλλεται ένας αναρχίζων
ερωτικός ουμανισμός του προς τον τυχαίο οφθαλμοπόρνο που μοιράζεται λαθραία μαζί του τις ιδιαίτερες στιγμές του:
«Κάποιος άλλος όμως πνιγότανε κει πάνω
Και στοίχημα έχανε την αιωνιότητα
Για μια γρίλλια μονάχα, για δυο χούφτες αίμα και νερό.
Που πλάθονται μέσα του τώρα τυραννικά κι αδίστακτα.
Και να τον πάρει ο διάολος στη φαντασία του δε
δίνω βάση».
Υπάρχουν ποιήματα που, σε σύγκριση με το υπόλοιπο έργο, δε
μπορούν ν’ αποτελέσουν στη συνείδησή μας μέρος του σώματός
του. Τέτοιο και το «Επ’ αυτοφώρω».
Μια αλλότροπη, χαρισματική ώρα, μοναδική στο βιβλίο και σπάνια στο είδος της.
Την ευδόκιμη προσήλωση και τη μεταφραστική θητεία του Κ. στη
γαλλική ποίηση, ιδιαίτερα στους συμβολιστές του 19ου,
στους decadents κι ακόμα πιο δω, διαπιστώνουμε με τους
απόηχους τους χωνεμένους στα «Μυστικά δωμάτια του πύργου»
(1978), που συνεχίζουν τα «Ηδυπαθή» και τα συμπληρώνουν:
Με επαναμυθοποιημένες αναφορές σε απολησμονημένες
ποιητικές μορφές της μποεμίας ή του πάθους (Κρεβέλ, Λαρμπώ),
παρακολουθούμε σ’ αισθητική ανάβαση την ύπουλη πτυχή του
έρωτα, παρακολουθούμε ν’ ανδρώνεται το σπέρμα της τελικής
έκβασής του, που είναι ο θάνατος.
Σε κλίμα και πάλι αναμνησιακό, εύθραυστης μελαγχολίας και
υποψιών ρίγους μεταφυσικού όμως αυτή τη φορά, ο Κ. ψαύει την
ανάστροφη όψη του νομίσματος.
Ανασαίνει το γνώριμο αέρα του
μόνο με τις «9 μικρές στιγμές για το νησί που χάθηκε» και που
περιλαμβάνονται εδώ, σαν ακραία επίτευξη της ενότητας,
αξεδιάλυτο μίγμα ερωτικού σφρίγους και νοσηρότητας.
Οι «Στιγμές» συναιρούν τους παλαιότερους εικονοποιητικούς
πειραματισμούς του Κ. με τη δοκιμασμένη ατμοσφαιρική υποβολή
σ’ ένα σύνολο ηχητικά και αναπαραστατικά καδραρισμένων
λέξεων: «Πεύκα και πλάι μια άλλη μαγεία, αόρατο κιθαρωδείο,
πρωί πρωί στα μουσκεμένα χόρτα τυλίγεται το καλοκαίρι του
Βιβάλντι».
Ή ακόμα ομόζυγα με τις βερλαινικές «Pension-naires»:
«Ωραία Πειρω
Θα πάρεις τη μικρή Ρενάτα στο ποτάμι.
Στόμα με στομ’ αλλάζετε σταφύλια
Κρυφά φιλιά μιλούν τα χείλια.
…………………………………………………………
Αφήστε κάθε δισταγμό, κατακλιθείτε
Και σεις κεριά της ραχοκοκαλιάς
Ανάψτε, σβήστε, πάλι ανάψτε».
Στο κλείσιμο του κύκλου των δύο αυτών ολοκληρωμένων
συλλογών, προστίθενται βιαστικά τα «Φιλέρημα» (ανέκδοτα, 78-
80).
Ο λυρισμός του Κ. συναισθανόμενος το τέρμα μιας πορείας
κι αυτοαναζητούμενος για το μέλλον, σκοντάφτει πάλι στους
δαίμονές του: αβαρείς κοινοτοπικοί συναισθηματισμοί («Τα μάτια
του Κωστή»), ρυθμικά στραβοπατήματα («Τα κομμάτια μου»),
αφελείς ή μη εμπνεύσεις κρυπτομνησιακά επηρεασμένες («Απλές
τύχες»).
Ωστόσο, τα μεταφυσικά προανακρούσματα στη στροφή της
ποίησης αυτής τα υποδηλώνουν δύο άρτια στην εφιαλτική
παρουσίαση του πεπρωμένου ποιήματα:
«Άγαλμα της άγνωστης θεάς» κι «Ο μονόλογος της Σιλίσιας».
Ο Κ. έχει κάνει, στη μοναχική επιλογή του, το βήμα της λυρικής
ανανέωσης. Τον περιμένει η μακρόπνοη σύνθεση-όπως όλους.
Για τότε και η σπατάλη των όρων.
Νομίζω αρκεί να πει κανείς πως ο Κ. είναι ένας ποιητής με αρκετά,
δικά του, ποιήματα.
Πράγματι όμως!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
Ημ/νία δημοσίευσης: 14 Σεπτεμβρίου 2006
Ο ερωτικός Γιώργος Κ. Καραβασίλης
Επιμέλεια : Ανδρέας Τσιάκος & Σπύρος Ηλιόπουλος
Ο ποιητής Γ ι ώ ρ γ ο ς Κ. Κ α ρ α β α σ ί λ η ς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Τελείωσε το Βαρβάκειο και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Π.Ο.Ε.) Σπούδασε θέατρο στη σχολή του Δημήτρη Ροντήρη και αποφοίτησε από τη σχολή του Γρ. Βαφιά. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1970 ως ποιητής, μεταφραστής και κριτικός βιβλίου σε περιοδικά και στον ημερήσιο αθηναϊκο Τύπο (Η Καθημερινή, Το Βήμα, Η Πρώτη). Υπήρξε συνεργάτης της ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2, όπου είχε μια σειρά εκπομπών για την ερωτική και παγκόσμια ποίηση και για την πρώτη ελληνική μεταπολεμική γενιά. Υπήρξε επίσης στέλεχος της ΕΡΤ1 στην εκπομπή «Τέχνη και Πολιτισμός». Ήταν μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων και της Ε.Σ.Η.Ε.Α. «Έφυγε» στις 27 Απριλίου του 2004.
Συλλογές : Η γραφή και το μαχαίρι, 1970 – Καλλιέργεια του αίματος, 1973 — Τα Ηδυπαθή, 1976–Τα μυστικά δωμάτια του πύργου, 1978 – Ποιήματα (1970-1980), 1980 — Καλλιέργεια του αίματος, επιλογική έκδοση όλων των προηγουμένων συλλογών και δύο ανέκδοτων με τίτλους Τα φιλέρημα (1979-1983) και Φαγιάντσες (1982-1984), Γνώση, 1984 — Υπέρ των Μουσών, Γνώση, 1990 — Το αιμομιχτικό λεμόνι, ορυκτά, ποιήσεις, Δελφίνι, 1996 — Το μάτι του τοπίου, Γαβριηλίδης, 2001 — Ποιήσεις, Γαβριηλίδης, 2004.
Για λεπτομερές Εργοβιογραφικό, βλ. http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1157618688&archive=&start_from=&ucat=45&show_cat=45
√ « “Αν έστω και δύο στίχοι μου μείνουν μετά από μένα, καλώς πέρασα” έλεγε ο Γιώργος Καραβασίλης. Όχι μόνο δύο, αλλά πολλούς, πολλούς περισσότερους στίχους του άφησε να συντροφεύουν τους ψηλαφούντες την ποίηση και την ψυχή της γραφής. Που σημαίνει πως καλώς επέρασε απ’ εδώ […] Ποιητής και δημοσιογράφος, φιγούρα ασυνήθιστα ευγενής, με μια αριστοκρατική φινέτσα άλλων εποχών, μια γλυκύτητα στο βλέμμα κι έναν καλό λόγο στο στόμα για όλους συνεχώς. Ποιητής του έρωτα κατά βάση, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος. Από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας έχει καταγραφεί ως μια από τις εξέχουσες ποιητικές φωνές της γενιάς του ’70. Για τους συναδέλφους στη δημοσιογραφία άφησε στίγμα ήθους και γνώσης, για τους φίλους του θα μείνει πάντα ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος γεμάτος ζωντάνια, που γευόταν με αρχοντιά τη χαρά της ζωής και μοιραζόταν κουβέντες ψυχής σ’ ένα μπαρ τις μικρές ώρες της μέρας». ~ ΠΟΛΥ ΚΡΗΜΝΙΩΤΗ
Πηγή : http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=13&t=165898#p2295294
√«Ο μακαρίτης ποιητής (1949-2004) μας γνέφει από την παραδείσια εικόνα που είχε φτιάξει υπέρ της ποίησής του. Ποίηση ανέγγιχτη που κρατάει από το συμβολισμό των Γάλλων παρακμιακών κι ακόμη πιο πίσω, από τη ρωγμή του Μποντλέρ. Σαράντα χρόνια στα γράμματα που τυπωμένα κι όμως ατύπωτα είναι, γιατί το σώμα προϋποθέτουν, σπαρασσόμενο και σπαραγμένο, γέφυρα, γεφύρωμα και γεφυράκι, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, όνειρο διασταλτικό και διαστελλόμενο, το οποίο συλλαμβάνει προφητικά το άλεκτον υπέρ του ήχου και εναντίον του νοήματος: “Και γω, εγώ ένας μικρός μα ξακουστός, ως Τειρεσίας, για να μη σβήσουν το φως μου μπρος στην τόση γύμνια, πάνορμα κορμιά (ενός καιρού που δεν λαξεύει Χρόνος) κρύφτηκα μες στις συστάδες φιλικών τους θάμνων, συμμάχων που μου συμπαραστάθηκαν, πίσω από πεύκα πιστά -σωματοφύλακες αφοσιωμένους, έγινα ένα μ’ αρμυρίκια στη συνωμοσία”. Ο Γ. Καραβασίλης οργανικά, λόγω ηλικίας, ανήκει στην ονομαζόμενη γενιά του ’70. Συνειδησιακά και ψυχολογικά, όμως, βρισκόταν εκτός των υδάτων της. Καλλιέργησε το δικό του χωραφάκι, σπέρνοντάς το με μεσοπολεμικούς σπόρους-τόνους, που μεταφυτεύτηκαν στο τοπίο της δικτατορίας και της μεταπολεμικής πολιτικοποιημένης περιόδου. Παρέμεινε, πάντοτε, μοναχικά πριγκιπικός, ένας ερωτών του έρωτος και ένας ερωτευμένος της ερώτησης, αναπάντητες κλήσεις σ’ έναν τηλεφωνητή, παρατημένο σ’ ένα άδειο δωμάτιο ενός οποιουδήποτε διαμερίσματος σε πυκνοκατοικημένη συνοικία της Αθήνας. Μπορούμε να φανταστούμε τον ποιητή σ’ ένα μπαρ, κάτω από την πλατεία Βικτωρίας ή την πλατεία Αμερικής, πίνοντας τα φαρμάκια της νοσταλγίας, νοσταλγώντας το παραδείσιο πτηνό της πολύχρωμης ζωής, το ωδικόν της παρηγορίας. Ή μήπως ένα καναρίνι στο κλουβί της γκρίζας μοναξιάς, που περιπαίζει το τρέκλισμα και περιπαίζεται από αυτό, καθώς σβήνει η σκιά και η περπατησιά της στο τελείωμα δρόμου κακοφωτισμένου που “κόβεται” από τα χιλιόμετρα διερχόμενου αυτοκινήτου με ταχύτητα εκατό;» ~ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
Πηγή: http://archive.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=21/05/
Καραβασίλης Γιώργος Κ.
https://pteroen.wordpress.com/2011/11/10/%CE%BF-%CE%B5%CF%81%CF%
89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%
CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CE%BA-%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%
B1%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%
BB%CE%B7%CF%82/
ΕΙΔΥΛΛΙΟ
Κέρδισες∙ και το χαμόγελό σου
Ερωτικό ρυάκι συνεπήρε
Καθώς υψώναμε μαζί την Άγια καμπάνα
Των αηδονιών και των κυκλάμινων
Στο θαλερό τοπίο.
Στον τρυγητό της αγκαλιάς μας.
Ο θόλος της κόμης υγρός.
Τα μάτια σου χτυπούν τα γύρω δέντρα.
Διάσπαρτος ήλιος.
Στο δέσιμο της σάρκας
Το κρόταλο του ίσκιου μας στη φυλλωσιά.
( Η γ ρ α φ ή κ α ι τ ο μ α χ α ί ρ ι )
ΓΙΑ ΣΕ, ΠΟΥ ΞΕΚΟΨΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΙΟΥ
Για σε, που ξέκοψες απ’ το πλευρό του μελισσιού
Και ήρθες να μεθύσεις στο φιλί μου
Θ’ αλλάξω τα μάτια μου.
Για σένα, βέλασμα της ακατοίκητης αυγής,
Με βλέμμα νεκρού αγαπημένου θα φορτίσω τα μάτια μου.
Του πρώτου κόσμου έμβρυο που κούρνιασες στο στέρνο μου,
Θ’ ανεβώ την ηλικία της άγνοιας και της σοφίας
Τα μάτια σου ν’ ανοίξω, το σώμα σου να χτίσω.
Δροσιά μαντηλιού σ’ ετοιμοθάνατο,
Ευφροσύνη χιονιού σε θάλλον στήθος να σε πω.
Και σαν στο αίμα σου, του κάλλους οι βυθοί αναβοσβήνουν,
Θα ξεριζώσω αυτά τα μάτια,
Θα ξεκληρίσω τη δυναστεία του πάθους,
Για να μπορώ κι εγώ να στεγαστώ αγάπη μου,
Για να μπορώ κι εγώ ν’ αγαπηθώ.
( Κ α λ λ ι έ ρ γ ε ι α τ ο υ α ί μ α τ ος )
ΠΕΡΝΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙ
Περνά περβόλια, εκκλησιές για να με βρει
Κι έχει μαζέψει ήλιους, ποταμούς και κάμπους
Και στα μαλλιά της τα λιοστάσια πέλαγα,
Θυμάρι δαχτυλίδι τα σφυρά της.
Περνά βραγιές, φορτώνεται τις πυρκαγιές
Με τον Ιούλιο στη γλώσσα της σπαρμένο.
Πριν φύγει θα της πνίξω κάθε μυρουδιά∙
Στο γυρισμό της να μοιράσει την πνοή μου.
ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ
Τυφλό αηδόνι χτίζει τη φωλιά του
Καθώς το χέρι μου περνάει στα μαλλιά σου,
Τότε το γέλιο σου παφλάζει, σκάζει στα νερά,
Τους αστερίες ξεσηκώνει,
Φρέσκια δροσιά φυτεύει
Στις πελαγοκυψέλες.
Ακούγεσαι, θ’ ακούγεσαι για δυο χιλιάδες χρόνια.
ΠΡΟΣΚΑΙΡΟΝ ΣΩΜΑ
Τόπος χλωρός ακμάζει σαν γδύνεσαι.
Το ρυάκι τα ρούχα της μαζεύει και φαιδρύνεται.
Πουλιά μεταναστεύουν σε θαλασσινούς κήπους της κόμης.
Ο άνεμος σηκώνει το φουστάνι της φωνής στο γόνατο.
Γλώσσα μου γίνε φιλί της
Στ’ άπατα του σύννεφου
Των ματιών η ξαστεριά.
Ασφυκτική ανθοφορία
Λακτίζει τον κρατήρα σου.
Θάλασσα,
Σεντόνι γαλανό,
Κοιμού στη γύμνια μας.
Όνειρα καλά θα ξενυχτούν στην αγκαλιά μας.
( Τ α Η δ υ π α θ ή )
ΠΑΝΤΑ Σ’ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΑ ΚΑΙ ΔΕΝ Σ’ ΕΥΡΙΣΚΑ ΠΟΤΕ
Πάντα σ΄ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ
Στα κερδισμένα και χαμένα όνειρα της νύχτας
Κι ακόμα σε τοπία που απαιτούν να τα ορίσεις
Με τα δικά σου στίγματα για να σωθούν,
Στις κατακόμβες του καιρού
Με τις θαμπές, μισοσβησμένες οπτασίες,
Τα πρόσωπα που χάσαμε πριν γεννηθούμε.
Πάντα σ’ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ
Όταν για μια στιγμή, όλα μαζί ανάβαν τα βεγγαλικά
Της λευτεριάς που έπαιρνε μορφή στο σώμα∙
Όταν γυμνός μέχρι τη ρίζα σού δινόμουν
Έως το πιο βαθύ μου κόκαλο
Στο χρόνο βυθιζόμουν και στα πράγματα.
Ω Αναπνοή, που δεν γνωρίζεις πλάτος.
Αλλά, να μεταγγίσω αίμα σ’ ένα φάντασμα;
( Τ α μ υ σ τ ι κ ά δ ω μ ά τ ι α τ ο υ π ύ ρ γ ο υ )
ΦΑΣΗ ΘΕΡΙΝΟΥ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟΥ
ΙΙΙ
Καθώς βουτάς σ’ ανυποψίαστα νερά,
Να ξεπλυθείς από τα δάση,
Σε βλέπω μυστική κραυγή
Αόρατο προμήνυμα σ’ ακούω
Της βλάστησης εκείνης:
Να πέσει θέλει, να
Ξεκουραστεί, να σωριαστεί
Στη θάλασσα.
Να μη λησμονηθεί εκείνη η ώρα του τοπίου∙
Πάνω στο σώμα σου∙ για πάντα.
( Τ α φ ι λ έ ρ η μ α )
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ
Στιλπνοί μηροί, κρουστοί και δροσερότατοι
Που το καρπούζι σκάει σαν τριζοβολάτε.
{…}
Σάρκα! Στο φυλλοβόλημά σου
Μυριάδες δυο αγριολούλουδα
{…}
Μια υποψία ξαφνική; η ενοχή;
Κάτι σαν βέλος έκοψε στα δυο
Ένα φιλί
{…}
Τα χείλια σου γουστάρω να ρουφήξω τ’ αλανιάρικα,
Τα μάτια σου να πιω τα καφεσαντανιάρικα.
{…}
Περνά περίπολο στα μάτια το φεγγάρι
Μία με τρεις;, με τη φωνή του γρύλου συντροφιά,
Μα από ποιό κρεβάτι απόψε τό ‘χουν πάρει;
Προσπέρασε και ξέχασε να πει τα συνθηματικά.
( Φ α γ ι ά ν τ σ ε ς )
ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ
Κι ήρθες ξανά κορμί
Με σάρκα θάλασσα που ανθίζει τον Σεπτέμβρη,
Γεύση-κρασί ψημένο στο βοριά
Κι ευώδιαζες πρωτόβγαλτο ψωμί
Από καινούργιο στάρι,
Μαγιάτικη δροσιά
Σαν στάζει στο χορτάρι
Κάθε σου μίλημα και χάδι και φιλί.
( Υ π έ ρ τ ω ν Μ ο υ σ ώ ν )
ΤΑ ΠΑΛΑΤΙΝΑ
1.
Κατάρτια σημαιοστόλιστα
Που καίγονται μεσογιορτής,
Οι έρωτες.
3.
Λευκό εσώρουχο,
Απόφαση για πρόσβαση
Σε λόχμη τρυφερότατη,
Σε χείλη που γλυκοκοιτάζουν.
4.
Πλατυτέρα των αναστεναγμών,
Στην τρυφηλότητά σου δώρισα
Έως βλεφάρων
Στεφάνι σκιερών σαπφείρων.
9.
Στίφη στιλέτων
Στίλβουνε μες στην καρδιά μου,
Μα το δικό σου μαχαιράκι, Δήμια,
Στρίβει τετάνους.
( Τ ο μ ά τ ι τ ο υ τ ο π ί ο υ )
https://www.bibliotheque.gr/article/tag/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%
B3%CE%BF%CF%82-%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CF%
[Τοιχογραφία] Του Πωλ Ελυάρ
Τα χέρια μου μικρά και παραλαφρωμένα Δεν γνώριζαν άλλο απ’ το μυστήριό τους
[Τα Κομμάτια Μου] Του Γιώργου Καραβασίλη
Μ' ένα κατοστάρι πίνεις φεγγαρόφωτο.
[ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ] Του Γιώργου Καραβασίλη
πάντα το χάδι μου ακολουθεί το χέρι της αγάπης σας
[ΤΑ ΜΆΤΙΑ-
ΖΆΡΙΑ]
ΤΟΥ
ΓΙΏΡΓΟΥ ΚΑΡΑΒΑ
ΣΊΛΗ
έξω απ’ τη Θήβα
αράζουνε
υπνωτισμένες,
σιωπηλές, σβησμένες
οι νταλίκες.
Πέθανε ο ποιητής Γιώργος Καραβασίλης
«Δυο τρία θα τα ξαναδώ μες στο χρόνο.
Τα υπόλοιπα τα άφησα όπως έχουν».
H φράση περιέχεται στο πολύ σύντομο σημείωμα της συγκεντρωτικής
έκδοσης των ποιημάτων του Γιώργου K. Καραβασίλη.
O Γιώργος Καραβασίλης δεν πρόλαβε να ξανακοιτάξει τα ποιήματά του, να
τα ξαναδουλέψει.
Πέθανε προχθές το βράδυ σε ηλικία μόλις 55 ετών.
Ο Γιώργος K. Καραβασίλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949, όπου και σπού
δασε Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες και θέατρο κοντά στον Δημήτρη
Ροντήρη.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες και στην ET1, στο
πρόγραμμα της οποίας επιμελήθηκε πορτρέτα συγγραφέων και ποιητών
από τη σύγχρονη Ελλάδα.
Λίγες μέρες πριν, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» ο συγκε
ντρωτικός τόμος με τα ποιήματά του με τίτλο «Ποιήσεις (1963-2003)».
Οι συλλογές που συγκεντρώνονται σ’ αυτόν τον τόμο διατρέχουν την επί
σημη προσωπική πορεία μου στον ποιητικό λόγο για τη διάρκεια σαράντα
χρόνων», έγραφε στο σημείωμα του συγκεντρωτικού τόμου.
«Την προτελευταία συλλογή μου την κερμάτισα για προσωπικούς λόγους.
Ετσι «Το Μαδριγάλι», «Το μάτι του τοπίου» και «Το δωδέκατο γράμμα του
αλφαβήτου» περιέχονται στην τελευταία συλλογή σε άλλη μορφή.
Δυο τρία θα τα ξαναδώ μες στο χρόνο. Τα υπόλοιπα τα άφησα ως έχουν.
Το εγκώμιο για τον ιππότη των Εγκαρών, σε μια πρώτη γραφή και με άλλο
τίτλο, δημοσιεύτηκε το 2001 στο τεύχος 18 του περιοδικού Γραφή που εκδί
δεται στη Λάρισα. Θέλω να ευχαριστήσω τέλος τα λογοτεχνικά περιοδικά
που κατά καιρούς φιλοξένησαν δικούς μου στίχους.
Τα Δένδρο, Ευθύνη, Λέξη, Ποίηση, Γραφή, Πολιορκία, Υδρία, Ιντερμέτζο, την
Ποίηση 77 και άλλα που ενδεχομένως μου διαφεύγουν»,
Οι φίλοι του τον θυμούνται να περνά αρκετό από τον ελεύθερο χρόνο του
στο Μικρό Βιβλιοπωλείο του Σάμμη Γαβριηλίδη, στην οδό Μαυρομιχάλη,
πάντα ευγενικός, πάντα διακριτικός. Εκτός από τις πολλές ποιητικές συλ
λογές έχει υπογράψει πολλές μεταφράσεις, καθώς και δοκίμια.
Σήμερα το μεσημέρι, στις 3.30 μ.μ. η οικογένειά του και οι φίλοι του θα τον
αποχαιρετίσουν από το B΄ Νεκροταφείο. Ισως με τον στίχο του:
«Ναι! Αγαπώ τη Φύση που να με βρει πια δεν πασχίζει».
Γιώργος Καραβασίλης, Ποιήσεις (1963-2003)
(Διαβάζει ο Γιώργος Μαρκόπουλος)
9
ΔΕΚΕΜ
ΒΡΙΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ : «ΠΟΙΗΣΕΙΣ» (1963-2003)
«Γαβριηλίδης» , Αθήνα , 2004.

Ο Γιώργος Κ Καραβασιλης από την πρώτη κιόλας συλλογή του « Η γραφή και το μα
χαίρι» (1970), όρισε με σαφήνεια την ποιητική του ιδεολογία την οποία υπηρέτησε α
πό τότε μέχρι και σήμερα με αφοσίωση απαρέγκλιτη, συγκερνωντας πάντα με επιτυ
χία το εκπορευόμενο από τα βάθη των αιώνων κλασικό με το σύγχρονο για να παρα
μένει έτσι αθεράπευτος λάτρης της φύσις, του ερωτά και του γυναικείου κυρίως σώμα
τος αλλά και της κρυφής υπέροχης μουσικής του.
Μιας μουσικής που αρκετά χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα μας αποκαλύψει τον μυστικό
εκείνον δρόμο μέσω του οποίου την συνάντησε και την συναντάει στο ποίημα του
«Η Κενα » της συλλογής του « Φαγιάντσες » (1982-1984), το οποίο μάλιστα επανέρχε
ται μαλιστα για δυο ακόμα φορές (ελαφρός παραλλαγμένο) και στις συλλογες του
« υπερ των μουσων» (1990) και « το ματι του τοπιου» (2001) :
Της σάρκας –
Η Κενα ,
Η βραζιλιάνικη φλογέρα,
Τον πιο γλυκό της ήχο βγαίνει,
Όταν πέσει στο χέρι
Που την φτιάνει,
Από περόνη κοριτσιού
Δεκαοχτώ χρονό.
Παράλληλα όμως με όλα τα παρακάνω ο Γιώργος Κ. Καραβασιλης στάθηκε και αρκε
τές φορές και σε κάποια αλλά γεγονότα , όπως π.χ στη μιζέρια της καθημερινότητας
μας σε διάφορα άτομα τα οποία μοίρα αυτοκαταστροφική τα έχει τραγικά σημαδέψει
αλλά και προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα μεταφυσικά, τα οποία τον
απασχόλησαν , και όπως φαίνεται αρκετά τον βασάνισαν.
Και πράγματι , ποιήματα όπως το Καλύμνου 3, Σαββατόβραδο, 19 Μαρτίου 1955 από
την συλλογή καλλιέργεια του αίματος (1973), το αισθαντικό και βαθύτατα μελαγχολι
κό , Η Μαρίνα και τα τοπία της κάμαρας μου , μαζί με, το μάτι της νεράιδο τσιγγάνας,
από την συλλογή του το αιμομικτικό λεμόνι…, του 1996 στέκουν άκρως ευδιάκριτα
ανάμεσα σε πολλά ποιητών άλλων, από εκείνους που υπηρέτησαν με επιτήδευση
περισσή τον ρεαλισμό η , πιο σωστά τον νατουραλισμό των καιρών μας.
Και τούτο γιατί ο Καραβασιλης γνωρίζει άριστα να εξαγνίζει μέσω τον στίχων του
τους ήρωες του και τα τεκταινόμενα γνωρίζει πολύ καλά ακόμα και μέσα στο σκοτάδι
να μας δείχνει κάπου στην άκρη του τούνελ, το υπέρλαμπρο φως της ομορφιάς.
Μιας ομορφιάς την οποία δεν παραλήπτη να μας αποκαλύπτει ούτε και σε αυτά ακό
μα τα τόσο ζοφερά και σπαραχτικά τα τόσα πονεμένα ποιήματα « Ο Ιερεμίας και η νε
κρόπολη» (συλλ. Καλλιέργεια του αίματος, 1974), Ελεγεία για τον Δένε Κρεβελ,
Τασούλα, (συλλ. «Τα μυστικά δωμάτια του πύργου»), 1978, και το ναι του θανάτου,
(συλλ. «Τα φιλέρημα,», 1979-1983), τα οποία αναφέρονται όπως είδη είπα σε ανθρώ
πους τους οποίους μια «κατάρα» στην ζωή σκληρά και ανελέητα τους στιγμάτισε :
Όσο για τα ποιήματα που προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε μεταφυσικά ερωτή
ματα ? αυτά με την αμεσότητα που τα χαρακτηρίζει μας διεμβολιζουν μας τορπιλίζουν,
θα ισχυριζόμουν αφήνοντας ενσταλλαγμενη στα βαθύτερα του είναι μας μια γεύση
πικρή ελλοχεύοντας θανάτου. Μια Γεύση η οποία όχι βέβαια πολλές φορές αλλά σε
καίριες πάντα στιγμές και σε δώσεις σωστά ζυγισμένες εμφανίζετε απρόσκλητη λες
μέσα στη «λυρική ξεγνοιασιά», αιφνιδιάζοντας μας οδυνηρά μέσα από τα πολύ δυνα
τά ποιήματα «τα μυστικά δωμάτια του πύργου» (ομώνυμοι συλλογή, 1978), «Ο ανεκρο
λογητος», «ένας μονόλογος της Σιλισιας», « Ερμηνεύοντας λόγος για την πρώιμη
πνοή της Άνοιξης αντί στάσιμου» ( Συλλ. «Τα Φιλέρημα», 1979-1983), «Χοϊκό ποίημα»
(συλλ, Το αιμομιχτικο λεμόνι….» 1996) και «Ερρωσο Δόγη!…» (συλλ. «Εγκώμιο για
τον Ιππότη των Εγκαρων» 2004). Αυτό μάλιστα το τελευταίο, αποδείχτηκε και προφη
τικό αλλά δυστυχώς, και μοιραίο :
Ερρωσο Δόγη!
Αγέρωχε, δεσποτικέ, ανάλγητε.
Και συ μελλοθάνατε.
Θα σε γνωρίσω σ΄αλλʼ αλώνια
Εκεί που και οποίος θέλει να κριθεί τα λόγια που θα χάσει
Εσύ που ρούφηξες γλυκά γλυκά το αίμα μου σαν τη σαγκρια
Με την ευγένεια που αποπνέουν τα οστά σου
Το ξέρω θαʼρθεις να με βρεις.
Για να με υποκριθείς
Εξόριστος και συ
Στο οστεοφυλάκιο της μάνας Γης,
Παντοτινής πατρίδας,
Όταν κι οι δυο θα επιστρέψουν στο πουθενά.
Πάντως, αν και στο κείμενο αυτό έριξα το βάρος μου επίτηδες σε κάποιες ειδικότερες
πτυχές τις ποίησης του Γιώργου Κ. Καραβασιλη μια και αυτές δεν έχουν τονίσει κατά
τη γνώμη μου όσο πρέπει , παρά ταύτα αυτός παραμένει ποιητής κατ εξοχήν ερωτι
κός, μοναδικός, στο είδος του και αξεπέραστος εισερχόμενος στα ενδότερα της γυναι
κείας ψυχής όχι με φόβο αλλά με την πρόθεση να καταθέσει εκεί λατρευτικά δώρα
προσφέροντας μας έτσι μια ποίηση την οποία χαρακτηρίζει ένας λόγος αφαιρετικός
συμπυκνωμένος, αισθητικός, ιδιαίτερα εκλεκτικότητας, υψηλής καλλιέργειας, άφατης
τρυφερότητας, ευφρόσυνης , αγνείας, αφοπλιστικής αθωότητας, μυσταγωγικής ηδυ
πάθειας, σπάνιου και ανυπέρβλητου ήθους – μια ποίηση που είναι η ίδια από μόνη
της, ένας άνεμος επιθετικός εύρωστη όσο ολίγων αλλά και προπάντων αρρενωπή.
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ : «ΠΟΙΗΣΕΙΣ» (1963-2003)
«Γαβριηλίδης» , Αθήνα , 2004.
Ο Γιώργος Κ Καραβασιλης από την πρώτη κιόλας συλλογή του « Η γραφή και το μα
χαίρι» (1970), όρισε με σαφήνεια την ποιητική του ιδεολογία την οποία υπηρέτησε α
πό τότε μέχρι και σήμερα με αφοσίωση απαρέγκλιτη, συγκερνωντας πάντα με επιτυ
χία το εκπορευόμενο από τα βάθη των αιώνων κλασικό με το σύγχρονο για να παρα
μένει έτσι αθεράπευτος λάτρης της φύσις, του ερωτά και του γυναικείου κυρίως σώμα
τος αλλά και της κρυφής υπέροχης μουσικής του.
Μιας μουσικής που αρκετά χρόνια αργότερα, ο ίδιος θα μας αποκαλύψει τον μυστικό
εκείνον δρόμο μέσω του οποίου την συνάντησε και την συναντάει στο ποίημα του
«Η Κενα » της συλλογής του « Φαγιάντσες » (1982-1984), το οποίο μάλιστα επανέρχε
ται μαλιστα για δυο ακόμα φορές (ελαφρός παραλλαγμένο) και στις συλλογες του
« υπερ των μουσων» (1990) και « το ματι του τοπιου» (2001) :
Της σάρκας –
Η Κενα ,
Η βραζιλιάνικη φλογέρα,
Τον πιο γλυκό της ήχο βγαίνει,
Όταν πέσει στο χέρι
Που την φτιάνει,
Από περόνη κοριτσιού
Δεκαοχτώ χρονό.
Παράλληλα όμως με όλα τα παρακάνω ο Γιώργος Κ. Καραβασιλης στάθηκε και αρκε
τές φορές και σε κάποια αλλά γεγονότα , όπως π.χ στη μιζέρια της καθημερινότητας
μας σε διάφορα άτομα τα οποία μοίρα αυτοκαταστροφική τα έχει τραγικά σημαδέψει
αλλά και προσπάθησε να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα μεταφυσικά, τα οποία τον
απασχόλησαν , και όπως φαίνεται αρκετά τον βασάνισαν.
Και πράγματι , ποιήματα όπως το Καλύμνου 3, Σαββατόβραδο, 19 Μαρτίου 1955 από
την συλλογή καλλιέργεια του αίματος (1973), το αισθαντικό και βαθύτατα μελαγχολι
κό , Η Μαρίνα και τα τοπία της κάμαρας μου , μαζί με, το μάτι της νεράιδο τσιγγάνας,
από την συλλογή του το αιμομικτικό λεμόνι…, του 1996 στέκουν άκρως ευδιάκριτα
ανάμεσα σε πολλά ποιητών άλλων, από εκείνους που υπηρέτησαν με επιτήδευση
περισσή τον ρεαλισμό η , πιο σωστά τον νατουραλισμό των καιρών μας.
Και τούτο γιατί ο Καραβασιλης γνωρίζει άριστα να εξαγνίζει μέσω τον στίχων του
τους ήρωες του και τα τεκταινόμενα γνωρίζει πολύ καλά ακόμα και μέσα στο σκοτάδι
να μας δείχνει κάπου στην άκρη του τούνελ, το υπέρλαμπρο φως της ομορφιάς.
Μιας ομορφιάς την οποία δεν παραλήπτη να μας αποκαλύπτει ούτε και σε αυτά ακό
μα τα τόσο ζοφερά και σπαραχτικά τα τόσα πονεμένα ποιήματα « Ο Ιερεμίας και η νε
κρόπολη» (συλλ. Καλλιέργεια του αίματος, 1974), Ελεγεία για τον Δένε Κρεβελ,
Τασούλα, (συλλ. «Τα μυστικά δωμάτια του πύργου»), 1978, και το ναι του θανάτου,
(συλλ. «Τα φιλέρημα,», 1979-1983), τα οποία αναφέρονται όπως είδη είπα σε ανθρώ
πους τους οποίους μια «κατάρα» στην ζωή σκληρά και ανελέητα τους στιγμάτισε :
Όσο για τα ποιήματα που προσπαθούν να δώσουν απάντηση σε μεταφυσικά ερωτή
ματα ? αυτά με την αμεσότητα που τα χαρακτηρίζει μας διεμβολιζουν μας τορπιλίζουν,
θα ισχυριζόμουν αφήνοντας ενσταλλαγμενη στα βαθύτερα του είναι μας μια γεύση
πικρή ελλοχεύοντας θανάτου. Μια Γεύση η οποία όχι βέβαια πολλές φορές αλλά σε
καίριες πάντα στιγμές και σε δώσεις σωστά ζυγισμένες εμφανίζετε απρόσκλητη λες
μέσα στη «λυρική ξεγνοιασιά», αιφνιδιάζοντας μας οδυνηρά μέσα από τα πολύ δυνα
τά ποιήματα «τα μυστικά δωμάτια του πύργου» (ομώνυμοι συλλογή, 1978), «Ο ανεκρο
λογητος», «ένας μονόλογος της Σιλισιας», « Ερμηνεύοντας λόγος για την πρώιμη
πνοή της Άνοιξης αντί στάσιμου» ( Συλλ. «Τα Φιλέρημα», 1979-1983), «Χοϊκό ποίημα»
(συλλ, Το αιμομιχτικο λεμόνι….» 1996) και «Ερρωσο Δόγη!…» (συλλ. «Εγκώμιο για
τον Ιππότη των Εγκαρων» 2004). Αυτό μάλιστα το τελευταίο, αποδείχτηκε και προφη
τικό αλλά δυστυχώς, και μοιραίο :
Ερρωσο Δόγη!
Αγέρωχε, δεσποτικέ, ανάλγητε.
Και συ μελλοθάνατε.
Θα σε γνωρίσω σ΄αλλʼ αλώνια
Εκεί που και οποίος θέλει να κριθεί τα λόγια που θα χάσει
Εσύ που ρούφηξες γλυκά γλυκά το αίμα μου σαν τη σαγκρια
Με την ευγένεια που αποπνέουν τα οστά σου
Το ξέρω θαʼρθεις να με βρεις.
Για να με υποκριθείς
Εξόριστος και συ
Στο οστεοφυλάκιο της μάνας Γης,
Παντοτινής πατρίδας,
Όταν κι οι δυο θα επιστρέψουν στο πουθενά.
Πάντως, αν και στο κείμενο αυτό έριξα το βάρος μου επίτηδες σε κάποιες ειδικότερες
πτυχές τις ποίησης του Γιώργου Κ. Καραβασιλη μια και αυτές δεν έχουν τονίσει κατά
τη γνώμη μου όσο πρέπει , παρά ταύτα αυτός παραμένει ποιητής κατ εξοχήν ερωτι
κός, μοναδικός, στο είδος του και αξεπέραστος εισερχόμενος στα ενδότερα της γυναι
κείας ψυχής όχι με φόβο αλλά με την πρόθεση να καταθέσει εκεί λατρευτικά δώρα
προσφέροντας μας έτσι μια ποίηση την οποία χαρακτηρίζει ένας λόγος αφαιρετικός
συμπυκνωμένος, αισθητικός, ιδιαίτερα εκλεκτικότητας, υψηλής καλλιέργειας, άφατης
τρυφερότητας, ευφρόσυνης , αγνείας, αφοπλιστικής αθωότητας, μυσταγωγικής ηδυ
πάθειας, σπάνιου και ανυπέρβλητου ήθους – μια ποίηση που είναι η ίδια από μόνη
της, ένας άνεμος επιθετικός εύρωστη όσο ολίγων αλλά και προπάντων αρρενωπή.
Βιβλία του συγγραφέα



















































Comment