Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου :η ζωή ,το εργο της: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ -Γ. Π. - ,


 

https://www.youtube.com/watch?v=VktruLp7F5g

«21 ποιητές για την 21η Μαρτίου του 2021» | Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

https://www.youtube.com/watch?v=nZ2zubIpvlE

Δήμητρα Χριστοδούλου: 44 χρόνια ποίησης(μέρος πρώτο)

Δήμητρα Χριστοδούλου: 44 χρόνια ποίησης(μέρος δεύτερο)

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

εικόνα

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_a_51_02.html


Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. 


Σπούδασε Νομικά και Φιλολογία και εργάζεται στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. 


Έργα: 


Ποίηση: 


Τα άλογα του Μυροβλήτου (1974), Ηγησώ (1979), Η προσευχή του αναιδούς (1991), Το κυπαρίσσι των εργατικών (1995), Φορτίο (1997). 


Πεζογραφία: 


Ακτή στο φως του χειμώνα (1996).


Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Δήμητρα Χριστοδούλου
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1953
Αθήνα
ΕθνικότηταΈλληνες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας
ποιήτρια

Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου είναι Ελληνίδα ποιήτρια. 

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953 και σπούδασε Νομικά και Φιλολογία. Εργάστηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή της ως καθηγήτρια στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1974 και έκτοτε έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία ποίησης, ένα πεζογραφίας και ένα ανθολόγιο μεταφρασμένης αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης. Γραμματολογικά έχει τοποθετηθεί στη λεγόμενη «Γενιά του ‘70».

Το βιβλίο της «Ελάχιστα πριν» (Νεφέλη 2005), ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης του 2006, το βιβλίο της «Λιμός» (Νεφέλη 2007), απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2008, το βιβλίο της «Το ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης» (Μελάνι 2014)[1], απέσπασε το Βραβείο Ποίησης 2015 του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Ο Αναγνώστης, το βιβλίο της «Παράκτιος Οικισμός» (Μελάνι 2017), απέσπασε το Βραβείο Ζαν Μορεάς του «Γραφείου Ποιήσεως» και το βιβλίο της «Είκοσι τέσσερις Χτύποι και Σιωπή» (Μελάνι 2019), ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Ποίησης 2020 του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Ο Αναγνώστης.

Η ποίησή της  θεωρείται συγκερασμός της υπαρξιακής αγωνίας και της πολιτικής– κοινωνικής παρατήρησης με συνεχή την αναζήτηση της πυκνότητας και της συντομίας στην έκφραση. Αυτή η τελευταία αναζήτηση εκφράστηκε με αυστηρότητα στα δύο τελευταία βιβλία της, όπου όλα τα ποιήματα ( 50+50 ) είναι γραμμένα σε ακριβώς 24 στίχους. Ο αριθμός αποκαλύπτει, κατά την ποιήτρια, την ποίηση ως τελετουργία χρόνου και ρυθμού, που δεν μπορεί να ξεπερνά το αποτύπωμα ενός εικοσιτετραώρου, χρονικού συμβόλου του κύκλου «γέννηση – ακμή – θάνατος».

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες αλλά και στα τουρκικά και στα περσικά.

Τελευταία κυκλοφόρησε επιτομή του έργου της στα γαλλικά ως «Dimitra Christodoulou, Vingt – quatre battements et silence, traduit du grec par Michel Volkovitch, ed. Le miel des anges, 2021».

Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.[2]

Έργα

Ποίηση

  • Τα άλογα του Μυροβλήτου, Αθηνά 1974
  • Ηγησώ, Κείμενα 1979
  • Χώμα, Κέδρος 1985
  • Η προσευχή του αναιδούς, Καστανιώτης 1991
  • Το κυπαρίσσι των εργατικών, Καστανιώτης 1995
  • Φορτίο, Καστανιώτης 1997
  • Προς τα κάτω, Νεφέλη 1999
  • Ελάχιστα πριν, Νεφέλη 2005
  • Λιμός, Νεφέλη 2007
  • Πώς Αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, Πατάκης 2010
  • Το ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης, Μελάνι 2014
  • Παράκτιος Οικισμός, Μελάνι 2017
  • Είκοσι τέσσερις Χτύποι και Σιωπή, Μελάνι 2019

Πεζά

  • Ακτή στο φως του χειμώνα, Καστανιώτης 1994

Μεταφράσεις

  • Πιο Μουσική απ' τη Μουσική Μικρό Λυρικό Ανθολόγιο( Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί Ποιητές), Νεφέλη, 2010

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι


Χριστοδούλου Δήμητρα

Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Εργάστηκε στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση ως τη συνταξιοδότησή της. Έχει εκδώσει τα παρακάτω βιβλία ποίησης: Τα άλογα του Μυροβλήτου, Αθήνα, 1974, Ηγησώ, Κείμενα1979, Χώμα, Κέδρος 1985, Η προσευχή του αναιδούς, Καστανιώτης 1991, Το κυπαρίσσι των εργατικών, Καστανιώτης 1995, Φορτίο, Καστανιώτης 1997, Προς τα κάτω, Νεφέλη 1999, Ελάχιστα πριν, Νεφέλη 2005, Λιμός, Νεφέλη 2007, Πώς Αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, Πατάκης 2010, Ο τρόμος ως απλή μηχανή, Πατάκης 2012, Το ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης, Μελάνι 2014, Παράκτιος οικισμός, Μελάνι, 2017. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, έχουν δημοσιευτεί σε ξένα περιοδικά λογοτεχνίας και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες. Το 2008 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική συλλογή Λιμός. Το 2015 της απονεμήθηκε το βραβείο ποίησης του ηλεκτρονικού περιοδικού "Αναγνώστης" για τη συλλογή Το Ελάχιστο Ψωμί της Συνείδησης. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Ποιητικές συλλογές
Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή
Πάλι καλά
 
Ελάχιστα πριν
Εγκατάσταση
 
Λιμός
Περσέας εν θλίψει
 
Παράκτιος οικισμός
Αφομοίωση Το κατάλληλο δώρο Των θεών Τα πουλιά Καλή βδομάδα Κοτσιδάκια με φιόγκο Το πανηγύρι
 
Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης
Μαρίες με πάχνη Αυτοκρατορίες
 


Διαβάστε περισσότερα: https://poets.gr/el/poihtes/xristodoylou-dimitra
 Υποδειγματικό αισθητικό μόρφωμα
 
 ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Λιμός, εκδόσεις Νεφέλη, 2007, σελ. 91
 
       Είναι η ένατη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου. Αντιπροσωπευτική δημιουργός της γενιάς του ´70, διακρίνεται για την προωθημένη λεκτική της ευθύτητα, την αισθητική πληρότητα που χαρακτηρίζει την προσέγγιση των εν γένει ινδαλμάτων της, την εμμονή της στην διερεύνηση των ειδοποιών ποσοτήτων - ποιοτήτων της καθημερινότητας  και την υφολογική αυτάρκεια των συναφών εμπεδώσεων. Η ανέλιξη του βασανιστικά απατηλού κόσμου των αισθήσεων από ένα σύνολο τυχαίων, ατάκτων υλικών του ηρακλείτειου σάρματος σε πολύπτυχη σημασιολογική τάξη, η συστηματική και απροκάλυπτη επίκληση ενός ευέλικτου, αναβαθμισμένου ανθρωπισμού και η μελέτη του πνευματικού στοιχείου, το οποίο συνέχει έναν ευδιάκριτο σε όλες του τις αποχρώσεις υλοζωισμό συναποτελούν, όπως έχω υποστηρίξει και παλαιότερα, τους θεμελιώδεις άξονες της ρηματικής δράσης (βλ. περιοδικό «Εντευκτήριο», τ.57, Απρίλιος – Μάιος 2002, σελ. 119 επ.). Σε συνδυασμό μάλιστα με το υπόγεια ανατρεπτικό χιούμορ, την συναινετική κριτική που ασκείται στο κοσμοείδωλό μας και την εποπτική ειρωνεία, η οποία δεν εκφυλίζεται σε επιδερμικό σαρκασμό ή ρηχή αναμόχλευση δεδομένων του κόσμου, που εμπεδώνονται σε όλη την έκταση του Λιμού, καταξιώνουν το καθόλα ενδελεχές αυτό έργο στις συνειδήσεις μας ως το αρτιότερο δημιούργημα της ποιήτριας.
     Η συλλογή ανοίγει με τον χρονοθέτη «νύχτα» για να κλείσει με τον δείκτη «αξιοπιστία». Προσδιορίζεται έτσι εμμέσως το πλαίσιο των θεματολογικών προαιρέσεων: «νύχτα», δηλαδή ανοικτός χρόνος περίσκεψης, ενδοσκόπησης και στοχαστικών ανακατατάξεων των ποιοτήτων και των αξιών της ζωής - κατεξοχήν «νύχτα» δίσημη και γι´ αυτό πολύτιμη στην υπόθεση της δημιουργικής γραφής, χρόνος «σκοτεινός», ο οποίος δεν θέλει να αποκρύψει την καταγωγή του από την καταυγασμένη συγκυρία, την βασίλισσα των συνδηλώσεων, την περιώνυμη με άλλα λόγια  ηρακλείτεια νύχτα - φιλόσοφο: «άνθρωπος εν ευφρόνη φάος άπτεται εαυτώ αποσβεθείς όψεις», δηλαδή, για να μεταφράσω πρόχειρα «την νύχτα ο άνθρωπος, μόλις σβήσουν τα μάτια του, παραδίδεται στο φως».  
     Στον δε εννοιολογικό αντίποδα παρίσταται ο εμφατικός όρος «αξιοπιστία», ο οποίος ανάγεται, μεταξύ άλλων, τόσο στην δικανική ορολογία, όσο και στην γενικότερη ποιητική προοπτική, θέλει διακαώς να διεκδικήσει τον τελευταίο λόγο στην ακριβοδίκαιη απόδοση της (ποιας άλλης; της αληθινής) πραγματικότητας. Προκειμένου να περαιώσει την διαχείριση του βιωματικού και άλλου σημαίνοντος υλικού της, η ποιήτρια επιδίδεται με επιτυχία στην εξωτερικά πεζόμορφη απόδοση  των τριών τελευταίων θεμάτων, τα οποία, από υφολογική τουλάχιστον άποψη, μάς προετοιμάζουν για το επόμενο εγχείρημά της. Αναφέρομαι στα εξής: «Η φωτοσύνθεση σε παλάμες ανθρώπου», «Δοκίμιο περί προβοκάτσιας» και «Volcano». Η παραγωγική μετάβαση από την καθιερωμένη ανάπτυξη των στίχων στην πρόζα, όπου έχει γειωθεί εντέχνως το ποιητικό φορτίο, πιστεύω ότι προσδίδει στον Λιμό πρόσθετο αισθητικό κύρος.     
    Αν η αμέσως προηγουμένη συλλογή της, με τίτλο Ελάχιστα πριν, η οποία κυκλοφόρησε επίσης από τις εκδόσεις «Νεφέλη», το 2005, είναι εν ολίγοις ο μονόλογος ενός ρηξικέλευθου, πολύπαθου και πολύτροπου συγκατοίκου μας στο ασφυκτικό κελί του κόσμου, ο οποίος μάς προετοιμάζει για μιαν ευρύτερη κωδικοποίηση των ανθρωπίνων παθών, αποτεφρώνοντας στο μεταξύ με τις ενίοτε απρόοπτες ετυμηγορίες του ό, τι έμαθε προηγουμένως να θεωρεί εκ των προτέρων υψιπετές, σοφό και αναγκαίο, (βλ. τις κρίσεις μου επ´ αυτών στην εφημερίδα «Η Αυγή»29 Ιανουαρίου 2006), τότε η σημερινή κατάθεσή της θα πρέπει να λογιστεί ως μια άριστα οργανωμένη εκτέλεση του πρωταρχικού σχεδίου. Το ποίημα «Φως»για παράδειγμα, ανατρέπει ριζικά την όλη γνωσιολογική τάξη: η αποκαθήλωση είναι συνειδητή και γι´ αυτό οριακή, προκειμένου να ξεσκεπαστεί το ψεύδος της πολιτισμικής αλήθειας • η ιστορία των οριακών αυταπατών μας συνοψίζεται με παρρησία στο τετράστιχο « Να γίνουμε σοφοί σημαίνει / Μια  δυνατότητα  αρώματος / Κατά την εκπνοή./ Την τελευταία ». (Βλ. Ελάχιστα πριν, σελ. 26)  Ή για να το πω διαφορετικά, το πολύκλαδο, πολυφωνικό, καθ´ όλα ενιαίο πάντως σκηνικό ποίημα, το οποίο προηγήθηκε, αποτελεί ένα είδος μύησης στο ειδικότερο ιδίωμα του Λιμού.
      Κατά τα άλλα, ισχύουν κι εδώ οι προσωποποιήσεις διακεκριμένων μελών του ζωικού βασιλείου, τα οποία συνδιαλέγονται σε ίση βάση με τις υπόλοιπες δραματικές περσόνες. Συγκεκριμένα στο δεύτερο κομμάτι της παρούσης συλλογής, με τίτλο Αυτοβιογραφία των λύκων (βλ. σελ. 12), ο κόσμος της Φύσης είναι θαυμαστά έλλογος, ενώ η περιρρέουσα ατμόσφαιρα περιέχει το μεγαλύτερο δυνατόν ποσοστό φρίκης. Τα άγρια ζώα διδάσκουν ηθική, θεολογία και πολιτική βίου. Παραθέτω: «Μόνοι σκαλίζοντας το χιόνι / ένα άλλο έντρομο μουσούδι ξετρυπώνοντας, / Ένα αδιάφορο νυχτόβιο θύμα. / Το προσπερνάμε. Η φτωχή του συνείδηση, / Η αβυθομέτρητη ανακούφισή του, / Συλλαμβάνει την ιδέα του θείου.» Είμαστε βεβαίως σ´ έναν μεγάλο βαθμό εκείνοι οι λύκοι της σελ. 12. Λύκοι πρόδρομοι και απόγονοί μας ταυτοχρόνως, που συμβάλλουν από την πλευρά τους στην ολοκλήρωση του ποιητικού παιχνιδιού. Το υπερβατικά νοήμον ζωικό βασίλειο, όπως το μνημείωσε ο Γκυστάβ Φλωμπέρ στον Θρύλο του Αγίου Ιουλιανού του Φιλοξενητή,  αναπαρίσταται με την δέουσα κειμενική φρόνηση. Το παράδοξο οικολογικό μήνυμα προσλαμβάνεται ευθέως: είμαστε όλοι μας δεμένοι ως Σίσυφοι και ως Ιξίονες στη μοίρα μιας τρέλας, που ορισμένοι μετονόμασαν «εξέλιξη των ειδών». Στο σημείο αυτό υπονοείται σαφώς μια παλαιότερη έκφανση της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου, η οποία απαντά στο έβδομο ποιητικό της έργο: «Άλλοι άνοια, άλλοι ανία, κανείς δεν έχει το θάρρος να το ονομάσει ντροπή. Δεν είναι δυνατό να είμαστε το έργο μιας αξιοθαύμαστης εξέλιξης. Θα’  πρεπε τότε να υπάρχει το Νόημα που έχει για τον αρουραίο η φωλιά του. Αλλά ο κόσμος δεν χρειάζεται.» (βλ. σελ. 79, Προς τα κάτω - Ένα ή μερικά ποιήματα σκηνής, «Νεφέλη», 1999).
       Στον Λιμό παρακολουθούμε την πτώση – δύση του ήλιου στο «Ηλιοβασίλεμα», η οποία συμπίπτει χρονικά με την πτώση ενός σκαντζόχοιρου. Πρόκειται για την μοιραία πτώση και του δικού μας είδους: «Τρελαμένος ανυπεράσπιστος / Κουτρουβαλούσε την πλαγιά με τ´ αγκάθια του / Παμμέγιστος σκαντζόχοιρος πυρπολημένος […] Έτσι που έγινε, μια σφαίρα από εγκαύματα, / Έτσι που μαρτύρησε ανάμεσά μας, / Θα δώσει μια και θα μας τραβήξει μαζί του / Εκεί που τώρα χώνεται μ´ απόγνωση.» (βλ. σελ. 36). Βέβαια γνωρίζουμε από το έκτο της βιβλίο, που εκδόθηκε το 1997 από τον «Καστανιώτη», ότι η ζωοφόρος μάζα είναι κατά βάθος απούσα. Η επισήμανση ανατρέχει στην αρνησικυρία του Αρθούρου Σοπενχάουερ: «Ο νεκρός με το γαλήνιο πρόσωπο / Μαθαίνω είναι ο Ήλιος» (βλ. Φορτίο, «Η προσωπίδα»).
     Το αμλετικό σύνδρομο συνεγείρει τις εκδηλώσεις του ποιητικού εγώ. Έστω ενδεικτικά η κατάληξη του «Καρέ – καρέ»: «Μα σήκωσα τα μάτια έξω απ´ το πλάνο / Και ήταν ένα γαλακτώδες Κάτι./ Ένας πηχτός κρουνός από πράγματα / Χωρίς την παραμικρή σημασία. / Έσπρωξα μέσα στη σεκάνς το σώμα μου / Κι ο ίδιος πήδηξα με μια κραυγή μες στο γάλα.» (Λιμός, βλ. σελ. 67).  
     Είναι γεγονός ότι οι μεταμορφώσεις και οι παρενδυσίες των υποκειμένων απασχολούν επί μακρόν τον δόκιμο λόγο της ποιήτριας. Συγκρατώ, μεταξύ άλλων, και το εξής: « Αυτή η αφέλεια της μελαγχολίας, αυτός ο φόρτος των ερωτημάτων, αυτή η υστερική βροχή. Ένας   άνθρωπος δεν είναι παρά ένας άνθρωπος, δηλαδή το ζωόμορφο όνειρο ενός θεού. Πνοή δαιμόνων εμψυχώνει τα πολύανθα ερείπια, το σαλιγκάρι σέρνει τη φύση του και ο καπνός, πυκνός, κουκουλώνει το γέλιο κάθε δολοπλόκου ». Στο απόσπασμα αυτό Από τις σημειώσεις του βασιλικού αστρονόμου, που περιέχονται στο πέμπτο ποιητικό της βιβλίο, Το κυπαρίσσι των εργατικών, (βλ. σελ. 49 επ.), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», το 1995, ενυπάρχει η εμβληματική τάση για μια ζωτική συναντίληψη, η οποία αφορά άμεσα σε όλα ανεξαιρέτως τα στελέχη του πληρώματος, που εκόντα άκοντα συμφύρονται στον πλανήτη Γη.
     Το κυρίαρχο φως, στο οποίο και πάλι αφιερώνονται προς το τέλος της συλλογής ουκ ολίγοι στίχοι, υπαγορεύει τη δική του νομοθεσία. Η συγκλήρωση της ίδιας της ύπαρξης μέσα στην άλλη, την κατάφωτη συνείδηση των ουρανών πιστοποιείται άμεσα. Το παλαιό αίτημα ενός ορθολογικού ρομαντισμού αναβιώνει σε όλη του την έκταση. Παραθέτω για την εξαγωγή των αναγκαίων συσχετισμών: «Πού είναι ένας ήλιος, πού είναι ένα άτομο, το οποίο να μην αποτελεί μέρος, το οποίο να μην ανήκει σ´ αυτό το οργανικό σύμπαν, που να μην ζει μέσα στον χρόνο, κι όμως συλλαμβάνοντας κάθε χρόνο εντός του; ¯ Τι έχει επισυμβεί ως προς τα διακεκριμένα χαρακτηριστικά των ζώων, των φυτών, των μετάλλων και των λίθων; ¯ Δεν είναι όλα μέρη του συμπαντικού (All- Tier) ζώου της Φύσης; ¯ Ένας καθολικός νόμος της φύσης, μέχρι τώρα άγνωστος, φαίνεται να λάμπει στον ορίζοντα. Στο πέρασμα του χρόνου θα δειχθεί ίσως ότι αυτό το φως δεν είναι μια οπτική αυταπάτη.» Αποφαίνεται ο Johann Wilhelm Ritter (1776-1810, βλ. στο Maria M. Tatar, Spellbound, Studies on mesmerism, Princeton University Press, σελ. 60, όπως αξιοποιείται από τον Στέφανο Ροζάνη, Η ρομαντική εξέγερση, «Ύψιλον», 1987).
   Η κατακλείδα μάλιστα της επιλογικής σύνθεσης Η Φωτοσύνθεση σε παλάμες ανθρώπου (βλ. σελ. 76, επ.) «Ρίχνω το πρόσωπό μου στις παλάμες / και τα δέκα δάχτυλά μου είναι οι φίλοι μου. / Η αιωνιότητα το αντέχει. Θ ´ ανατείλει / Σαν ωχρό πρωινό χωρίς ιδέες / Πάνω από την καινούργια εβδομάδα. / Και η τόλμη μου να νιφτώ και να φύγω / Σπάει με χτύπημα τυφλό πάνω στον Τοίχο, / το Φως, που τρέχει από την αρχή του παντός» ισχυρίζομαι ότι παραπέμπει στο διαχρονικό αίτημα της αυτοκάθαρσης μέσα στην συνταρακτική αντικειμενικότητα της έλλαμψης - αυτοσυνειδησίας - σατόρι του ιαπωνικού Ζεν. Ο ψαροφάγος, η αλκυόνη του Αμερικανού που θέλησε με πείσμα να γίνει Βρετανός, φτερουγίζει κάπου εδώ κοντά: «Αφού η φτερούγα της αλκυόνας – Αποκρίθηκε με φως στο φως, και σωπαίνει, το φως μένει- ακίνητο – Στο ακίνητο σημείο του περιστρεφόμενου κόσμου.» (Βλ. Τ. Σ. Έλιοτ, Τέσσερα κουαρτέτα, «Μπερντ Νόρτον», ΙV, μετάφραση Κλείτος Κύρου, «Διαγώνιος», 1980 – 6).
Συγκρατώ ότι ο Θεός απαντά ονομαστικά δεκαπέντε φορές στον Λιμό, υποδηλώνοντας τόσο την 
αναπόφευκτη ουσία του, όσο και την απώτερη εστία ενός πολυπόθητου ελέους. Μοιάζει να
αποδέχεται την συνθήκη μιας ανεκλάλητης παρουσίας, η οποία συμβατικά θα μπορούσε να υπαχθεί
στις κατηγορίες φέρ´ ειπείν του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου: «Ο Θεός ημών, ο πληρώσας
πάσαν την πατρικήν οικονομίαν». Αυτή ακριβώς η «πλήρωσις» φαίνεται να δρα αντιστικτικά σε
σχέση με ό, τι αφορά την δράση της μεγάλης σκιάς, δηλαδή του θανάτου.
Ίσως να είναι εφικτό
ένα είδος συναίρεσης των εγγενών αντινομιών. Το ερώτημα που θέτει «Η θανούσα κατ´ ιδίαν»
ανάγεται στην δυνατότητα επικύρωσης της φθαρτότητας μέσα στην συμπαντική αρμονία – αφθαρσία.
Παραθέτω: « Δεν με ξαφνιάζει που είμαι νεκρή / Αλλά που διατηρώ επιφυλάξεις / Όπως και τότε
που ανέλαβα ως μητέρα. / Τι σε τιμά και τι σ´ επιβραβεύει / Που δεν το συμμερίζεται η φύση;»
(Βλ. σελ. 69).
Στο βάθος των στίχων αυτών θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τον απόηχο μιας ανάλογης εκτίμησης: 
«Αλλά η ζωή του πνεύματος δεν φοβάται τον θάνατο, μήτε είναι απαλλαγμένη από αυτόν. Ζει μαζί
του και διατηρείται ολόκληρη μέσα του.» Η θέση αυτή του Χέγκελ ενδέχεται να διερμηνεύει
επιτυχώς ορισμένες πτυχές των περισσότερων ποιημάτων του Λιμού, όπου μια ευέλικτη στρατηγική
επινόησης τίθεται στην υπηρεσία των ποιητικών ανακατατάξεων. Η δημιουργική φαντασία εξοβελίζει
τελεσίδικα την ψευδεπίγραφη αγορά του κόσμου. Γι´ αυτό και ο λόγος στην προκειμένη περίπτωση
ηχεί όχι μόνον παρηγορητικά αλλά και ηρωικά μαζί. Η «Ανταπόκριση» θεμελιώνει την άλλη ζωή:
«Όταν η θάλασσα αποσύρεται, / Τα χέρια ενώνω: Την καλώ να επιστρέψει. / Εισακούομαι. Στη
θεία επικράτεια / Το ένα κύμα ακολουθεί το άλλο. / Δεν κοστίζει να φανταστεί ένας άνθρωπος /
Ότι τον αγαπά η πνοή του κόσμου. / Έτσι σκάζει μπρος στα πόδια μου ο αφρός, / Ψελλίσματα του
Αγγελιαφόρου.» (βλ. σελ. 63). Φρονώ ότι η «Ανταπόκριση»  αποτελεί έναν από τους πλέον
σημαίνοντες δείκτες της όλης ποιητικής πρότασης της Δήμητρας Χ. Χριστοδούλου.
                                                                               
Κριτική: Γιώργος Βέης

Ημ/νία δημοσίευσης: 28 Αυγούστου 2007


Category Archives: Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ρομπ ντε σαμπρ για μονομάχους

.

Να, εκεί στέκονται τρεις άντρες.

Ο ένας –η περιβολή από ατσάλι–

Τις νύχτες χάνει το κεφάλι του.

Δεν του το παίρνει η γκιλοτίνα

Μα άλλος άντρας, δυνατότερός του,

Του το βυθίζει μες στο σώμα.

Ο τρίτος με το φως της μέρας

Το ανασύρει αργά κι επιδέξια

Σαν να είναι και οι τρεις ένα σώμα

Άτμητο, σάρκινο, θνητό.

Σαν η βία να μην είναι άθλιο ψέμα

Μα η νίκη φυσικός προορισμός.

Τους αγνοώ. Φορώ ρομπίτσα δωματίου,

Χνουδωτή, με αναρίθμητα λουλούδια

–Μωβ, κίτρινα, λευκά, συλλογισμένα–

Και στον γιακά μικρό λεκέ ανυποχώρητο.

Απέναντι στους σιδερόφραχτους ιππότες

Βγαίνει καπνός απ’ το βαμβακερό μου ανάστημα.

Σε μια τσεπούλα τριανταφυλλί παραχώνω

Τον τρόμο, τον λυγμό, την απόγνωση.

Σαν ήταν και τα τρία ένα σώμα

Άτμητο, σάρκινο, θνητό.

Σαν η βία να είναι άθλιο ψέμα

Και το τρόπαιο ένα ρομπάκι απαλό.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Ρομπ ντε σαμπρ για μονομάχους, από τη συλλογή Ευγενής ναυσιπλοΐα, εκδόσεις Μελάνι, 2021

Πίνακας: Cheffer Delouis

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Διδακτική των πρακτικών τεχνών

.

Καθώς κοιμόταν η μικρή Κωνσταντίνα

Μια κλωστή έπεσε ήσυχα στα χείλη της.

Ή θα περνούσε με φθαρμένη ζακέτα

Ένας παππούς από την ουράνια πόλη

Ή κάποιος αργόσχολος άγγελος

Μαδούσε πάνω της λινή μαργαρίτα.

Το παιδί μισάνοιξε τα χείλη του

Κι έτσι διδάχτηκε τη θεϊκή ραπτική.

.

Ας δούμε τώρα με ποιον τρόπο διδάσκονται

Ξυλουργική οι δυο συμμαθητές της,

Ο κοντούλης ο Δανιήλ και ο Γιάννης.

Μετά τη μάνα της εκείνοι την έκλαψαν

Που δεν ξύπνησε από τέτοιον ύπνο.

Αυτοί, λοιπόν, χτυπούν το ένα με τ’ άλλο

Τα ξυλοπάπουτσα των ξωτικών τα Χριστούγεννα.

Σπίθες πετάγονται! Πατάνε τα κλάματα

Και οι ξωθιές με ξεπαγιασμένα ποδάρια

Τους παραδίδουνε τα μυστικά.

Ξέρουνε πλέον πώς να φτιάξουν το κρεβάτι

Όπου μια νύφη θα κοιμάται ανενόχλητη.

.

Αν επομένως στην αυλή του σχολείου

Κόβουν και ράβουν ελάφια και σκίουροι,

Σσσστ! Ησυχία! Ο ουρανός είναι μικρός!

Αφήστε τα παιδιά να αποστηθίσουν!

Δήμητρα Χριστοδούλου, Διδακτική των πρακτικών τεχνών, από τη συλλογή Ευ

γενής ναυσιπλοΐα, εκδόσεις Μελάνι, 2021

Πίνακας: Auguste Renoir

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Τι μου εμπιστεύτηκε γηραιά φίλη

.

«Κάποτε φθάνει. Και βροντάει την πόρτα.

Σχεδόν την σπάει. Ορμάει στα δωμάτια.

.

Όταν φεύγει, στο λεηλατημένο σπίτι

Κατακάθονται σιγά σιγά οι θόρυβοι.

Κι ανάμεσα απ’ τα γυαλικά και τα συντρίμμια

Αρχίζουνε σιγά σιγά να ξεφυτρώνουν

Γαλαζωπά τα αγκαθάκια του βουνού.

Αν θες κάτι να βρεις, απομεινάρι,

Αυτά σου φέγγουν τα μικρά καντήλια.

Με δυο σταγόνες αίμα στα δάχτυλα

Μπορείς να ξετρυπώσεις μια κούπα

Ή ακόμη, αν το φωτάκι κρατήσει,

Το γυάλινο το βλέμμα μιας σφήκας

Που απολαμβάνει το νέκταρ του αγκαθιού.

.

Έτσι αποχτά αστροφώτιστα δάπεδα

Νοικοκυριό από χαλάσματα κι έντομα.

Μπορεί σε χοροεσπερίδα επετείου

Να δεξιωθεί ως και αγγέλους γυμνόποδες.

Παρά το βάρος του γαλαξιακού υλικού τους

Στροβιλίζονται με άθιχτα πέλματα.

Εμείς μαζεύουμε προσεχτικά μικροθραύσματα

Για το σερβάν μιας σάλας στην πλαγιά.

Κι εκείνοι, όπως βουίζουν οι μέλισσες,

Διασταυρώνουν τις αναίμακτες τροχιές.»

.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Τι μου εμπιστεύτηκε γηραιά φίλη, από τη συλλογή 

Ευγενής ναυσιπλοΐα, εκδόσεις Μελάνι, 2021

Πίνακας: Στέφανος Δασκαλάκης

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ευγενής ναυσιπλοΐ

α

.

.

Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλλει ποινή

Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας μ’ αγάπη;

Δεν έχει ο θρήνος θράσος αιωνιότητας.

Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό.

Μπορούμε, λέω, ν’ απεκδυθούμε το σάβανο.

Ανάρμοστο είναι σε παλλόμενο σώμα.

Περνάει πάντα ένα πλοιάριο στ’ ανοιχτά

Ακόμη κι αν είναι η ανάμνησή του.

Τόσες εικόνες στοιβαγμένες στον χαμό,

Τόσο υπερούσιο το απόθεμα της σκέψης.

Μπορεί να φεύγει ακόμη κι απ’ το μνήμα του

Κάποιο μικρό ιστιοφόρο,

Κανένα φασματικό ψαροκάικο,

Κάποτε αυτό γοήτευσε το βλέμμα

Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.

Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας.

Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της

Συνοψίζει το χάος σε φιλία.

Αναπνέει σαν στήθος μωρού

Που αποκοιμήθηκε μπροστά στ’ αρμυρίκια.

Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται

Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.

Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη

Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Ευγενής ναυσιπλοΐα, από την ομώνυμη συλλογή,

 εκδόσεις Μελάνι, 2021

Artwork: Henri Le Sidaner

.

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Nτοκουμέντα απτά

.

Όσο ακόμη ζούσε βάδιζε
Σαν ένσαρκο άρωμα που φεύγει στον αέρα
Τώρα η φωτογραφία τής χαρίζει
Παράστημα σε σφριγηλή ακινησία
Έπαρση ανακτορική στη θλίψη.
Συνεκτικά έχουν τυλιχτεί πνοή και ρούχο
Κι όλο το σώμα της κοιτάζει τον φακό
Μια στήλη από πετρωμένο αλάτι
Που ζωηρά θυμάται τα οστά
Που αναγνωρίζει κάθε πόρο του δέρματος
Κι είναι κορνίζα τοσοδούλα όρθια κλίνη
Απ’ όπου εγείρεται επιθυμώντας τον Θεό.

Πόσοι και πόσοι εγείρονται από την άπνοια
Όταν φυσάει δυνατά στην πόλη
Και κλαίνε τα παραθυρόφυλλα δαρμένα
Και δραπετεύουνε ξεμαλλιασμένες κουρτίνες
Κι οι αρρωστημένες νεραντζιές στη λεωφόρο
Σκορπάνε αζήτητους καρπούς στο οδόστρωμα.
Σαν σκύλους ξαμολάν τα περιπολικά τους
Η αστυνομία και η θεία πρόνοια.
Παντού τα ίχνη, πουθενά τα σώματα.
Μόνο που τρέχουν από τάφους και τράπεζες
Εργάτες, πελάτες, φαντάσματα
Κι ο φωτογράφος στρέφει σ’ όλους τον φακό.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Nτοκουμέντα απτά, Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιω

πή, Μελάνι 2019

Photo: Gerhard Richter

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Κοτσιδάκια με φιό

γκο

.

Όταν τα δάχτυλα χτυπάνε ώρα στο τραπέζι
Και το κεφάλι μου ζυγίζει σίδερο,
Όταν το κινητό στέκει αχρείαστο στη θήκη,
Τσόφλι ενός τζίτζικα που ’χει στεγνώσει,
Όταν η σκέψη μου είναι ρύζι με στάχτη,
Εξαίσιο έδεσμα για ψάρια,
Τότε αρχίζει να γελά από το κάδρο του
Ο πατέρας μου ο συχωρεμένος,
Ερασιτέχνης τενόρος και αντάρτης
Που, αφού γέρασε στη ραπτική,
Έκαμε έξι χρόνια στο κρεβάτι,
Πριν παραδώσει την ψυχή.

Σκέφτομαι πόσο λίγο του ’χω μοιάσει.
Και φάλτσα κι ούτε ένα κουμπί να ράψω.
Κι ούτε που σήκωσα ποτέ κεφάλι,
Παρά μονάχα για να φανταστώ τη φλόγα
Που κατακαίει τη σπηλιά του ουρανού.
Μέσα στ’ αποκαΐδια της βαδίζουν
Με πέδιλα από λευκές πεταλούδες
Οι πατεράδες με τα κοριτσάκια τους.
Εκείνοι σιωπούν κι αυτά ρωτάνε
Τραβώντας τους από το γύψινο μανίκι.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Παράκτιος οικισμός, Μελάνι 2017

Artwork: Ray Cesar


 


Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Μαγειρική για βοριάδες

.
Αέρας στήνει μάχη με αέρα
Στην πόλη απόψε. Τη χτυπάει σαν αυγό
Με δυο πιρούνια τ’ αγιάζι.
Κάποια μαγειρική για ζωντανούς
Θα πέρασε σε χέρια πεθαμένων.
Το υδραγωγείο, το αμαξοστάσιο, το μουσείο
Σπρώχνονται πότε κατά το λιμάνι
Πότε εδώ κάτω, στον φωταγωγό.
Στην ίδια κατσαρόλα συντρίβονται
Τα γυαλικά των αστεριών.
Κι ακούω που κλαίει ένας γάτος φουκαράς
Κάτω στην άδενδρη πλατεία.
Ως και το τσόφλι του φεγγαριού να σπάσει
Κανείς δεν θα έκανε τα χέρια του κούπες
Να του μαζέψει τον χυλό.
Διπλοκλειδώνουν με τέτοιον καιρό τις πόρτες
Κλείνουν τ’ αυτιά τους με το μαξιλάρι
Και ο ύπνος τους είναι σπασμένος και ωμός.
Και μόνο μες στον κρόκο του ονείρου τους
Σαλεύει ένα κλωσσοπούλι. Τρέμω
Μήπως και γεννηθεί τέτοια ώρα
Κι αφτέρουγο τ’ αρπάξει η φασαρία
Και σβήσει η κραυγούλα της ζωής του
Στο στόμα άλλου ζώου που πεινά.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Μαγειρική για βοριάδες, Είκοσι τέσσερις χτύποι 

και σιωπή, Μελάνι 2019.

Αrtwork: Rozi Demant

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Καλό σημάδι

.

«Ήμουν ανόητη και δειλή,
Δεν ήξερα να μαγειρεύω,
Δεν είχα καν προφίλ πορσελάνινο.
Και βρέθηκα κάτω από το βλέμμα σου
Μουτζουρωμένη, τοσοδούλα, βήχοντας
Σαν να ’πεσα από καμινάδα.

Πέταξες το παλτό στην πολυθρόνα
Κι ενώ βούιζαν τα κούτσουρα που καίγονταν
Απέσυρες την προσοχή σου προς τα δέντρα
–Έξω απλωνόταν φορτωμένο χιόνι
Νεαρά και γέρικα έλατα–
Και δεν επέστρεψες εδώ.
Μόνη μου, με καλό σημάδι,
Βρήκα έναν τρόπο να σε ακολουθώ»

Σημείωμα αυτόχειρα που ξετρύπωσε ο γάτος
Κλεισμένος μέσα, πεινασμένος πια, ανήσυχος.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Παράκτιος οικισμός, Μελάνι 2017

Πίνακας: Edward Le bas

 


 

Δήμητρα Χριστοδούλου, Χριστούγεννα

-tetheredfulcrum

.

Ο πατέρας μου χτυπάει τα χέρια στον αέρα:
Ένα κακό πουλί τον τυραννά.
Η μητέρα μου τυλίγεται με στάχτη:
Θέλει να μην την γνωρίσουν οι Άλλες,
Αυτές με τα κουρέλια στα μάτια.
Η αδελφή μου έχει τόσο ψηλώσει,
Που δεν την χωράει το δέρμα της.
Σφίγγει τα σωθικά της επάνω της.
Ο αδελφός μου κρύβει τη γυναίκα του
Μέσα σ’ ένα βρεγμένο σεντόνι.
«Σουτ!», γνέφει με το δάχτυλο, «σουτ!
Θα ξυπνήσετε το μωρό-εαυτό της.»
Ο άντρας μου φυτεύει καγχάζοντας
Τα μανιτάρια στο κρασί.
Θανάσιμος οικοδεσπότης.
Ο γιος μου χτυπάει το πόδι στο πάτωμα.
«Έξω», φωνάζει, «έξω όλοι!
Θ’ ανάψω τις οχτάχρονες φράουλες!»
Μια εδώ, μια εκεί περιφέρομαι
Σερβίροντας κακοψημένους στίχους.
Όλοι αποστρέφουν το πρόσωπο.

Στρέφω κρυφά ένα βλέμμα γάτας στο παράθυρο
Κι αρχίζει η βροχή που φαντάζομαι.
Τίποτε άλλο, μόνο αυτήν ακούω
Που με πλένει από την αρχή τού κόσμου.

Δήμητρα Χριστοδούλου, από τη συλλογή Λιμός, Νεφέλη 2007

Πίνακας: Steven Kenny


 


Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Εορταστικές υπηρεσί

ες

.

Σχεδόν λερώνει αυτό το κρύο από κει πάνω
Σαν κάποιος να μη θέλει που ξύπνησε
Και χύνει αργά τον καφέ στα πλακάκια.
Τέτοια βουνά δεν τ’ ακουμπά μεσημέρι.
Κάθονται υπέρβαρα κι άντυτα
Κι από το ύψος της αθανασίας τους
Ξεφυσάνε το χιόνι κατάμουτρα
Στους κοκαλιάρηδες τους λύκους του σπιτιού.

Έτσι μου ’ρχεται να το σκάσω απ’ τον Θάνατο
Κουκουλώνοντας τη γειτονιά μ’ ένα σκούφο,
Χώνοντας τ’ αγρίμια σε υπνόσακους
Και σπρώχνοντας τις βλαστήμιες μου
Σ’ ένα ζευγάρι χνουδωτές παντούφλες.
Να του δέσω μ’ ένα κασκόλ τα μάτια,
Τάχα πως παίζουμε τυφλόμυγα,
Κι άσ’ τον μετά να σκουντουφλάει γελοίος
Στα παγωμένα παπλώματα.

Για δες, πώς κατεβαίνουν τα Χριστούγεννα,
Φτερούγα Αρχαγγέλου με γυάλινες αρβύλες
Και εκείνο το υπηρεσιακό χαμόγελο
Κάποιου που σε κυνηγά και σε βρίσκει.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Από τη συλλογή Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης,

 Εκδόσεις Μελάνι 2014

Πίνακας: Katherine Ace

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Η φύση του 

πράγματος

.

Κάτι έχει αυτός ο άντρας, κάτι έχει.
Κάτι έχει κρεμασμένο στο λαιμό του,
Ένα βραχνά, μια ποινή, μια πεποίθηση,
Κάτι που δένει τα νεύρα του
Με το λουρί του σκύλου απ’ την καρέκλα,
Όπου το ομοίωμά του κάθεται
Μ’ ολόκληρο το χοντροκόκαλο σώμα.
Και μέσα από τις μπογιές τις χυμένες
Απ’ άκρη σ’ άκρη στον ουρανό της βεράντας
Μπαίνει στο πλάνο φέρνοντάς του τον καφέ
Μια γυναίκα που δεν έχει ξαναδεί
Με τρίδιπλα σκεπασμένα χέρια.


Κι αν σιγήσει τούτη η πένθιμη άρια,
Πάλι θ’ ακούω με τα μάτια.
Πάλι με τα μαλλιά θα οσφραίνομαι
Και θα ’μια τόσο περιττή όσο η ζάχαρη
Μες στο ηχείο μιας μεγάλης καμπάνας

Δήμητρα Χριστοδούλου, Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Μελάνι 2014

.


 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Η προτομή

Vilhelm-Hammersh-25

.

Φούσκωσε κι έπεσε το πρώτο άστρο
Σαν κεφαλή του Βαπτιστή στο χώμα.
Με κρύα δάχτυλα η δασκάλα
Βάζει στο πιάτο το ροδάκινο.


Λάβετε, φάγετε, δεν έχει άλλο.
Μασάτε, αποφοιτάτε, φτύνετε.
Μέσα στην τρίχινη νυχτικιά της
Έχει γεράσει σερβίροντας.


Αλλά με τα γυαλιά ταρταρούγας,
Τα δύο κρινάκια στο ανθοδοχείο,
Το ασήμι που παγώνει στα πόδια της,
Μένει σοφή σαν ένα μαχαίρι.
Ένας σεπτός αποκεφαλισμός.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Η προτομή, σελ. 39, Το ελάχιστο ψωμί της συνεί

δη

σης, Εκδόσεις Μελάνι, 2014

Πίνακας:Vilhelm Hammershøi

.


 


Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Κοσμική τάξη

 

.

Ο ήλιος, ένας άντρας ώριμος
Που δεν μπορείς πια να αγνοήσεις,
Χαμογελούσε (μ’ επιφύλαξη,
Σαν να ’χε σκόνη ανάμεσα στα δόντια).
Το σπίτι βολεμένο στις στάχτες του
– Μπορούσαν πια ανεπιφύλακτα
Να χάσκουν οι ξυλοδεσιές του –
Όλο τούτο το μασκάρεμα το ’λεγε
Μεσημέρι του πένθους.

«Ποια τάξη αποκατέστησες τάχα»,
Του ψιθύριζε, «ποια ενσάρκωση πείρας…
Πέρα, όχι μακριά, προς τα μνήματα,
Σε χρόνο νυχτερινής λεωφόρου,
Τους ξετρυπώνουνε τους επιζώντες οι σκύλοι,
Ο μπόγος τους μυρίζει βενζίνη,
Δεν έχουνε χαρτιά, δεν ξέρουν γλώσσα,
Πώς να σταθούν κάτω από αιώνιο φως».

 


(Από Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Μελάνι 2014 )

Photo: Jerry Uelsmann

Καλά ταξίδια στην Ποίηση!

.

.

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Δέντρο ως περίπλοκη ανάμνηση

 

 










Το χαμόγελο αυτό σού ανήκει. Θα σε πολιορκώ με τη στάχτη του. Κάποτε θα το ανταποδώσεις κατεβάζοντας τα μάτια ντροπαλά. Τότε θα γείρω στον ίδιο μου τον ώμο, όπου βρίσκω ανάπαυση όλον αυτόν τον παρατεταμένο χειμώνα. Πίσω μου θα σταθεί αμήχανο το τελευταίο δέντρο του κόσμου: Ένα λιγνό, αφτιασίδωτο κορίτσι, με τα δάχτυλα γεμάτα χαρακιές και τα φουντωτά μαλλιά του σκονισμένα. Τολμάς να σηκώσεις τα βλέφαρα; Η μικρή Δέντρο θα ενηλικιωθεί μ’ ένα στεναγμό μελαγχολίας, όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Όλοι αποκτούν την ηλικία τους μ’ ένα αιφνίδιο φούσκωμα του στήθους πριν ή μετά την πλήρωση του χρόνου.

Δεν τολμάς πάλι; Γνωρίζω την περιπλάνησή σου στη δόξα, την υστερία που σε καταπονεί. Τα ευτελέστερα των αιτημάτων σου μου είναι εντελώς οικεία σαν πείσματα μοναχογιού, σαν αταξίες θείου βρέφους. Χαμογελώ μ’ ένα δύο δάκρυα που δεν μπορούν να εξευμενίσουν τη Μοίρα αλλά μπορούν να δώσουν στην κοκεταρία μου τα στρας ενός μικρού μυστηρίου. Ύστερα σου γυρίζω την πλάτη και περπατώ προς την άκρη της γης με την ουρά τής ντεμοντέ τουαλέτας μου να σέρνει πίσω της φύλλα και κλαριά. Είμαι καλύτερη από τους πόθους σου και αγριότερη του πνεύματός σου. Δεν υπάρχει μέρα εργάσιμη που θα μπορούσες να μου φιλήσεις το χέρι.

Δήμητρα Χριστοδούλου, από τη συλλογή Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι, Δέντρο ως περίπλοκη ανάμνηση, σελ. 57, Εκδόσεις Πατάκη, 2010

.

.


 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Οι ρίζες

.

Όλα όσα διδαχτήκαμε συγκλίνουν:
Eχθροί του νερού και του χώματος.
Αμαθείς, εμπαθείς, πληγωμένοι.
Βγαλμένοι από ’να κόκκινο πανί
Που ποιος ξέρει τι τυλίξανε μέσα

Δήμητρα Χριστοδούλου, Οι ρίζες από τη συλλογή Πώς αυτοκτονούν οι Ασσύ

ριοι,

 σελ. 25, Εκδόσεις Πατάκη, 2010

Πίνακας: Margo Selski

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ο ανώνυμος

Slide1

http://www.pella-museum.gr/explore/archaiological-site/dead-city-of-pelle/proistoriko-nekrotafeio

Yπάρχει μια γη με την κοιλιά φουσκωμένη.
Εγκυμονεί τους νεκρούς.
Παίρνουν σιγά σιγά τη στάση του εμβρύου.
Τέλος, τη στάση του βολβού.
Μια άλλη γη που γυρίζει σαν σβούρα
Στα πατώματα των ετών του φωτός.
Μια τρίτη, φθονερός πλανήτης,
Που φέρνει βόλτες μέσα στο κεφάλι σου.
Κι άλλες πολλές που στριφογυρίζουν
Κρεμασμένες στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

.


Μόνο εσύ παραμένεις ακίνητος.
Σε δυο σανίδες καρφωμένος.
Μιλούν για σένα συνεχώς στις οθόνες.
Μα ποιος πατέρας να σε λυπηθεί και ποια μάνα…
Εκεί, εκεί, σε τρώει η έγνοια,
Να περιμένεις ή να δώσεις μια
Και να πηδήσεις από τις σανίδες στο χάος…

Δήμητρα Χριστοδούλου, Ο ανώνυμος, σελ. 89, από τη συλλογή Ο τρόμος ως απλή μηχανή, Εκδόσεις Πατάκη, 2012

Αrtwork: Joel-Peter Witkin

.

.

 

 


 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Χώμα και Νερό

TOMMY

Άρχισε πάλι η βροχή να σκουραίνει
Σαν να πέσανε φύλλα τσαγιού στα σύννεφα.
Α, τι εξαίσιο ρόφημα θα γίνει
Μια ολόκληρη μουντζουρωμένη πόλη
Που αργά διαλύει με το κουταλάκι της η φτώχεια…
Α, στίγματα στα μάτια μου πίσω απ’ τα τζάμια,
Μικροτυφλότητες στο παζάρι του χάους,
Καθώς πετούν οι περαστικοί τα καπέλα τους
Σαν να ζητωκραυγάζουν απ’ τον τάφο…
Πόσος θυμός πατικωμένος στα ρείθρα
Που ξέπλυνε η λασποβροχή…


Εγώ κι η σκέψη μου κι ανάμεσά μας
Ο δαίμονας, ο ανυπόφορος τρίτος,
Που κάνει μούσκεμα τη θλίψη μας
Με τ’ απόνερα του λυρισμού της.
Ποτέ του δεν δαγκώνει στ’ αλήθεια
Ένας στίχος μπουκωμένος ψωμί
Και δώσ’ του να βαρούν ντενεκέδες
Πίσω από τα φοβισμένα βουνά.
Θα μας βρίσκει η νεροποντή καταγέλαστους
Που παριστάνουμε τα κυβάκια της ζάχαρης
Μέσα σε μια τεράστια κούπα από τσιμέντο.


Καημένα σπίτια, φαμελιές αμήχανες,
Τα μαξιλάρια σας χιονισμένοι πανσέδες,
Πρωτοβουλίες που δεν ξέρουν αν μπορούν,
Κλάματα που δεν ξέρουν αν θέλουν,
Μωρά που κλωτσάν τα σεντόνια τους,
Για να ρίξουν μια γερή μπαλιά… Ίσα με τ’ άστρα!

.

.

Ανέκδοτο (2013)

.

.DC

.



IMAGE

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Πολεμικές αλληγορί

ε

ς

.

Θα ήθελα να σηκώσω το μέτωπο
όπως σηκώνει η θέρμη τη θάλασσα
και παντιέρες υδρατμών μοσκοβολώντας
αλατίζουνε τα κεφάλια των βράχων.
Σαν μια σύναξη γερόντων
εκείνοι συγκατανεύουν βλοσυρά.

Και παίρνεται η μεγάλη απόφαση.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Πολεμικές αλληγορίες (20, απόσπασμα)

Πίνακας: D. Colibarov

 


 

 


Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου


Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. 

Σπούδασε νομικά και φιλολογία. Εργάζεται στη δημόσια μέση εκπαίδευση. 

Έχει εκδώσει δεκατρία βιβλία ποίησης ("Τα άλογα του Μυροβλήτου", Αθήνα, 1974· "Ηγησώ", 

Κείμενα, 1979· "Χώμα", Κέδρος, 1985· "Η προσευχή του αναιδούς", Καστανιώτης, 1991· 

"Το κυπαρίσσι των εργατικών", Καστανιώτης, 1995· "Φορτίο", Καστανιώτης, 1997· 

"Προς τα κάτω", Νεφέλη, 1999· "Ελάχιστα πριν", Νεφέλη, 2005· "Λιμός", Νεφέλη, 2007, κ.ά.), 

ένα βιβλίο µε πεζά κείμενα ("Ακτή στο φως του χειμώνα", Καστανιώτης, 1994) και ένα με μετα

φρασμένη αρχαία ελληνική λυρική ποίηση. Ποίησή της έχει μεταφραστεί σε διάφορες γλώσ

σες. Το 2008 της απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο της "Λιμός" ενώ το 

2014 της απονεμήθη το Βραβείο Ποίησης του ηλεκτρονικού λογοτεχνικού περιοδικού Αναγνώ

στης για το βιβλίο της "Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης").

(Φωτογραφία: Κώστας Μητρόπουλος, 2001)

Τίτλοι:
Συγγραφέας
Μετάφραση
Επιμέλεια
Κριτικές - Παρουσιάσεις:
Κώστας Λάνταβος: Η δύναμη του απλούΚώστας ΛάνταβοςΗ αγρύπνια του εντός μου ]Περιοδικό "Εμβόλιμον"τχ.91Δεκέμβριος 2020
Η αλήθεια και η απόδειξή της (Διονύσης ΑναπολιτάνοςΔιονύσιος Α. ΑναπολιτάνοςΦιλοσοφικές εξεικονίσεις, αφηγήσεις και σχήματα ]"The Books' Journal"τχ.104Δεκέμβριος 2019
Επιστολές με παραλήπτη την ποίησηRainer Maria RilkeΕπιστολές σε έναν νεαρό ποιητή ]Περιοδικό "Ποιητική"τχ.8Φθινόπωρο-Χειμώνας 2011
Σονέτα σε τονισμό μεταμοντέρνοΧάρης ΒλαβιανόςΔιακοπές στην πραγματικότητα ]"Athens Voice"τχ.34214/4/2011
Ένα μουσικό στοίχημαΔήμητρα Χ. ΧριστοδούλουΠώς αυτοκτονούν οι Ασσύριοι ]"Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη"τχ.60023/4/2010