Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Τ.Σ. Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot) , Φονικό στην Εκκλησιά

  


Τ.Σ. Έλιοτ (Τ.S. Eliot) Τόμας Στερνς Έλιοτ [πηγή: Βικιπαίδεια]

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2710/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_G-Lykeiou_html-empl/index_d_01_01.html

Φονικό στην εκκλησιά

(Χορικό)

Ο Αγγλος Ποιητης και Δοκιμιογραφος Τ.Σ. Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 1888-1964) είναι από τους κορυφαίους ποιητές του αιώνα μας. 

Αμερικανικής καταγωγής, γεννήθηκε στο Saint Louis, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αγγλία. 

Το 1948 πήρε το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας


Με το έργο του εγκαινίασε ένα νέο μορφικό είδος ποίησης,

φαινομενικά χωρίς λογική αλληλουχία, 

στο ύφος της κοινότατης καθημερινής ομιλίας,

με ελλειπτικούς διαλόγους, ξαφνικές λυρικές εξάρσεις 

και με παρεμβολές ξένων κειμένων



Η ποίησή του είναι βαθιά θρησκευτική και απηχεί μια εποχή πνευματικής διάλυσης και εκφυλισμού των αισθημάτων.

Στην Ελλάδα έγινε γνωστός κυρίως από τις μεταφράσεις του Γιώργου Σεφέρη (Φονικό στην Εκκλησιά, Έρημη Χώρα).  


Το Φονικό στην Εκκλησιά είναι ποιητικό όραμα και γράφτηκε για τις γιορτές του Καντέρμπουρι το 1935. 

Η υπόθεση του έργου στηρίζεται σε περιστατικά της ιστορίας της Αγγλίας του 12ου αι. 

Ο Θωμάς Μπέκετ, καγκελάριος του βασιλιά Ερρίκου Β' και έπειτα αρχιεπίσκοπος της Καντερβουρίας (Canterbury) αγωνίστηκε με πάθος για τα δικαιώματα της εκκλησίας, και αυτό τον έφερε σε διαμάχη με το βασιλιά. 

Ο Θωμάς φεύγει στη Γαλλία. Ύστερα από μια επιφανειακή συμφιλίωση ξαναγυρίζει στην Αγγλία και σε λίγο δολοφονείται από τέσσερις ιππότες μέσα στο μητροπολιτικό ναό. 

Ο Έλιοτ συνοψίζει ως εξής την υπόθεση του έργου: 

«Ένας άνθρωπος γυρίζει στην πατρίδα του προβλέποντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν».

 Κεντρικό πρόσωπο στο έργο είναι ο Αρχιεπίσκοπος Θωμάς. 

 Ο Γ. Σεφέρης στην εισαγωγή της μετάφρασής του λέει:

«Θα ήταν λάθος να κρίνει κανείς το έργο ιστορικά, με τις επιχειρηματολογίες της σκοπιμότητας... Η πράξη του έργου ξετυλίγεται σε άλλη στάθμη· είναι η μάχη με το αξεχώριστο κακό... Είναι ο αγώνας ενός ανθρώπου με την περηφάνια του. Με τον ίδιο τρόπο θα ήταν επίσης λάθος αν έβλεπε κανείς τον ήρωα του δράματος σαν έναν κομματάρχη του ιερατείου που έστησε πόλεμο με τον οποιοδήποτε φορέα της κοσμικής εξουσίας». 

Βασικό ρόλο στο έργο παίζει ο χορός που αποτελείται από ταπεινές γυναίκες της Καντερβουρίας, που αντιπροσωπεύουν το λαό, πάνω στον οποίο έχουν τον αντίχτυπό τους τα πάθη των προσώπων. 

«Ένα κακό», λέει ο Σεφέρης, «δεν είναι ιδιωτική υπόθεση· απλώνεται σ' όλον τον κόσμο — κι όλοι πληρώνουν». Αυτή τη συνείδηση εκφράζει το χορικό που παραθέτουμε. 

 Η σκηνή τοποθετείται στην Αρχιεπισκοπή της Καντερβουρίας, λίγο πριν φτάσει ο Θωμάς. Ένας μαντατοφόρος έχει αναγγείλει την επιστροφή του από την εξορία και την επιφανειακή συμφιλίωση με το βασιλιά.  


ΧΟΡΟΣ

 

Δεν έχουμε εδώ μένουσα πόλη1, δεν είναι εδώ γωνιά

ν' ακουμπήσεις.

Κακός ο αγέρας, κακός ο καιρός, αβέβαιο το κέρδος,

βέβαιος ο κίνδυνος.

Ω αργά αργά αργά, αργοπορεμένος ο καιρός, αργά

πολύ αργά, και σάπιος ο χρόνος·

Ο άνεμος πονηρός, το πέλαγο πικρό, και στάχτη ο ουρανός,

στάχτη στάχτη στάχτη.

5

Ω Θωμά, γύρισε πίσω, Αρχιεπίσκοπε· γύρισε,

γύρισε στη Γαλλία.

 

Γύρισε. Γρήγορα. Ήσυχα. Κι άσε μας ήσυχα ν' αφανιστούμε.

Έρχεσαι με γιορτές, έρχεσαι με χαρές, μα έρχεσαι φέρνοντας

θάνατο στην Καντερβουρία:

Μια μοίρα πάνω στο σπίτι, μια μοίρα πάνω σου, μια μοίρα πάνω

στον κόσμο.

Τίποτα δε γυρεύουμε να γίνει.

10

Εφτά χρόνια2 ζήσαμε ήσυχα.

Πετύχαμε να μη μας προσέχουν.

Ζώντας και ψευτοζώντας.

Είχαμε τυραννία και χλιδή,

Είχαμε φτώχια και παραλυσία,

15Είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες
 

Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,

Ζώντας και ψευτοζώντας.

Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,

Κάποτε έχουμε καλή σοδειά.

20

Τον ένα χρόνο έχουμε βροχές,

 

Τον άλλο χρόνο αναβροχιά,

Τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,

Τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.

Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας.

25Ζώντας και ψευτοζώντας.
 

Γιορτάσαμε τις γιορτές, πήγαμε στην εκκλησιά,

Φτιάξαμε μπίρα και μηλίτη*,

Μαζέψαμε ξύλα για το χειμώνα,

Κουβεντιάσαμε στη γωνιά του τζακιού,

30Κουβεντιάσαμε στη γωνιά του δρόμου,
 

Κουβεντιάσαμε κι όχι πάντα ψιθυριστά,

Ζώντας και ψευτοζώντας.

Είδαμε γέννες, γάμους και θανάτους,

Είχαμε σκάνδαλα λογής λογής.

35Είχαμε φόρους που μας βασανίζαν.
 

Είχαμε γέλια και κουτσομπολιά,

Εξαφανίστηκαν πολλές κοπέλες

Ανεξήγητα, και κάποιες δεν ήτανε γι' αυτά.

Όλοι μας είχαμε τους προσωπικούς μας τρόμους

40Τους ιδιαίτερους ίσκιους μας, τους μυστικούς μας φόβους.
 

Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε απάνω μας, φόβος όχι

του ενός μα των πολλών.

Ένας φόβος σαν τη γέννηση και το θάνατο, καθώς βλέπουμε

τη γέννηση και το θάνατο μόνους

Μέσα σ' ένα κενό, ξεχωριστά.

Φοβούμαστε ένα φόβο που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε, που

δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε που κανείς δεν καταλαβαίνει,

45Κι οι καρδιές μας ξεριζώνονται το μυαλό μας ξεφλουδίζεται

σαν τις φλούδες κρεμμυδιού, κι ο εαυτός μας

χαμένος χαμένος

 

Σ' έναν τελικό φόβο που κανείς δεν καταλαβαίνει. Ω

Θωμά Αρχιεπίσκοπε.

Ω Θωμά Άρχοντέ μας, άφησέ μας κι άφησέ μας να

μείνουμε μέσα στην ταπεινή την ξεθωριασμένη

κορνίζα της ύπαρξής μας, άφησέ μας μη μας ζητάς

Ν' αντισταθούμε στη μοίρα του σπιτιού, στη μοίρα του

Αρχιεπίσκοπου, στη μοίρα του κόσμου.

Αρχιεπίσκοπε, σίγουρος κι ασφαλισμένος για το

πεπρωμένο σου, άφοβος μέσα στους ίσκιους, τάχα

λογάριασες τι ζητάς, λογάριασες τι σημαίνει

50

Για το μικρό λαό, τον τραβηγμένο μέσα στο υφάδι του

πεπρωμένου, το μικρό λαό που ζει μέσα σε

μικροπράγματα.

 

Το τέντωμα του νου του μικρού λαού που αντιστέκεται

στη μοίρα του σπιτιού, στη μοίρα τ' αφέντη του,

στη μοίρα του κόσμου:

52

Ω Θωμά. Αρχιεπίσκοπε, άφησέ μας, άφησέ μας, άφησε

το Δούβρο*, το σκυθρωπό, και κάνε πανιά για τη

Γαλλία. Θωμά Αρχιεπίσκοπέ μας, Αρχιεπίσκοπέ

μας ακόμη και στη Γαλλία. Θωμά Αρχιεπίσκοπε,

σήκωσε τ' άσπρο πανί ανάμεσα στη στάχτη

τ' ουρανού και το πικρό το πέλαγο, άφησέ μας, άφησέ

μας για τη Γαλλία.




μτφρ: Γιωργος Σεφερης

Τ.Σ. Έλιοτ, «Δυσκολίες πολιτευομένου» [Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου]

 Τ.Σ. Έλιοτ, «Δυσκολίες πολιτευομένου» [Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου]  


1. Πρβλ.: «οὐ γάρ ἔχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ. 13-14). 

 2. εφτά χρόνια: τα χρόνια που ο Θωμάς απουσίαζε εξόριστος στη Γαλλία (1163-1170).  μηλίτης: κρασί από μήλα. 

 Δούβρο: το Ντόβερ, στην αγγλική ακτή, στα στενά του Καλαί. 

  

Τ.Σ. Έλιοτ, «Δυσκολίες πολιτευομένου» [Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία Β΄ Λυκείου]

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ  

Το χορικό χωρίζεται σε τρεις βασικές ενότητες. Να τις βρείτε και να προσδιορίσετε το περιεχόμενό τους. 

Ο χορός μιλώντας για τη ζωή του την περιγράφει με αδρό τρόπο. 

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της ζωής; 

Ποια είναι η αγωνία του χορού; 

Πώς την ερμηνεύετε και πώς την κρίνετε;


ΔΕΣ:http://www.pi-schools.gr/download/lessons/hellenic/lykeio/neoel_logo/kath

_c.pdf: ΕΛΙΟΤ-ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ:

ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ,ΣΕΛ. 84-90

ΔΕΣ ΚΑΙ:https://babisvourlidas.files.wordpress.com/2015/12/unnamed-file6.pdf :ερμηνεία ,σελ.532






https://www.youtube.com/watch?v=pbio-A31Bpo

ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ TS ELIOT στο Θέατρο Τέχνης


Τόμας Στερνς Έλιοτ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
%CE%88%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%84
Μετάβαση στην πλοήγησηΠήδηση στην αναζήτηση
Τόμας Στερνς Έλιοτ
T S Eliot Simon Fieldhouse.jpg
ΌνομαΤόμας Στερνς Έλιοτ
Γέννηση26 Σεπτεμβρίου 1888
Σαιντ ΛούιςΜιζούριΗ.Π.Α.
Θάνατος4 Ιανουαρίου 1965 (76 ετών)
ΛονδίνοΗνωμένο Βασίλειο
Επάγγελμα/
ιδιότητες
θεατρικός συγγραφέας[1]ποιητής[2][3][4]δοκιμιογράφος[1]κριτικός λογοτεχνίας[1]social criticδιηγηματογράφοςΚαθηγητής πανεπιστημίουσεναριογράφοςστιχουργόςσυγγραφέας παιδικής λογοτεχνίαςδημοσιογράφος και κριτικός
ΕθνικότηταΒρετανός
ΥπηκοότηταΑμερικανική από τη γέννηση και βρετανική από το 1927
Σχολές φοίτησηςΠανεπιστήμιο του ΠαρισιούΠανεπιστήμιο ΧάρβαρντΚολέγιο ΜέρτονΑκαδημία Μίλτον και Κολέγιο Χάρβαρντ
Περίοδος1905 - 1965
Αξιοσημείωτα έργαΤο Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1915), Έρημη Χώρα (1922), Τέσσερα κουαρτέτα (1944)
Αξιοσημείωτες διακρίσειςΒραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1948)
Μέλος του Τάγματος της Αξίας
Σύζυγος(οι)Βίβιεν Χέι-Γουντ (1915-1932)
Βάλερι Φλέτσερ (1957-1965)

Υπογραφή
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965) ήταν Αγγλός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1915), η Έρημη Χώρα (1922), οι Κούφιοι Άνθρωποι (1925) τα Τέσσερα κουαρτέτα (1943) καθώς και το θεατρικό έργο Φονικό στην Εκκλησιά (1935).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεανικά χρόνια και εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έλιοτ γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1888, στο Σαιντ Λιούις του Μιζούρι[5]. Ο παππούς του, Γουίλιαμ Γκρήνλιφ Έλιοτ (1811-1887), ήταν ουνιταριστής κληρικός, συνιδρυτής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον του Μιζούρι και δεσπόζουσα φυσιογνωμία της οικογένειας του, αν και ο ίδιος ο Έλιοτ δεν τον γνώρισε καθώς είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν τη γέννησή του. Ο πατέρας του, Χένρυ Γουερ Έλιοτ (1843-1919) ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, πρόεδρος της κερδοφόρας εταιρείας Hydraulic-Press Brick Company, και φημιζόταν για την ικανότητά του σε οικονομικά ζητήματα. Η μητέρα του, Σαρλότ Σαμπ Στερνς (1843-1929), εργαζόταν ως δασκάλα και παράλληλα έγγραφε ποιήματα, τα οποία συνήθιζε να στέλνει σε φίλους ή να δημοσιεύει σε εφημερίδες. Σύμφωνα με τη μητέρα του, οι πρόγονοί τους ήταν Άγγλοι και Γάλλοι. Ο Έλιοτ ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένειας και οι γονείς του τον απέκτησαν όταν είχαν ήδη ξεπεράσει την ηλικία των σαράντα ετών. Οι τέσσερις αδελφές του ήταν έντεκα έως δεκαεννέα χρόνια μεγαλύτερες από εκείνον, ενώ ο αδελφός του οκτώ χρόνια μεγαλύτερος. Υπήρξε ευπαθές παιδί και γεννήθηκε με συγγενή διπλή κήλη, γεγονός που τον ανάγκαζε να φοράει ειδικό επίδεσμο κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.

Σε ηλικία επτά ή οκτώ ετών, ο Έλιοτ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σε ένα τοπικό σχολείο και το 1898 ξεκίνησε να φοιτά στην «Ακαδημία Σμιθ» (Smith Academy) του Σαιντ Λιούις, που αποτελούσε προπαρασκευαστική σχολή για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον. Το πρόγραμμα των σπουδών του περιλάμβανε ελληνικάλατινικάγαλλικάγερμανικά, αρχαία ιστορία και αγγλική φιλολογία. Στην ακαδημία, ο Έλιοτ έδειξε δείγματα μελετηρού μαθητή με καλούς βαθμούς, ενώ παράλληλα εξέδιδε μόνος του ένα περιοδικό ποικίλης ύλης με τίτλο The Fireside, ερχόμενος από νωρίς σε επαφή με τη συγγραφή. Παρά τις καλές του επιδόσεις και ενώ είχε τη δυνατότητα να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, οι γονείς του αποφάσισαν να φοιτήσει για ένα χρόνο στο προπαρασκευαστικό σχολείο της ιδιωτικής Ακαδημίας Μίλτον στη Βοστόνη. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ο Έλιοτ εγκατέλειπε το προστατευτικό οικογενειακό του περιβάλλον.

Τον Ιούνιο του 1906, πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές εξετάσεις του Χάρβαρντ. Κατά το πρώτο έτος σπουδών, επέλεξε τα μαθήματα του συνταγματικού δικαίου, της ελληνικής και αγγλικής φιλολογίας, της μεσαιωνικής ιστορίας και της γερμανικής γραμματικής. Παράλληλα, έγινε γρήγορα μέλος σε όλους τους σημαντικούς πανεπιστημιακούς συλλόγους. Υπήρξε επίσης μέλος του συμβουλίου του λογοτεχνικού περιοδικού The Harvard Advocate, στο οποίο είχε δημοσιεύσει και ο ίδιος ορισμένα ποιήματά του. Τον Ιούνιο του 1909 πήρε το πτυχίο του και αποφάσισε να ακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Την ίδια περίοδο, γνώρισε τον αμερικανό συγγραφέα Κόνραντ Άικεν, με τον οποίο διατήρησε μακροχρόνια φιλία. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του, ο Έλιοτ συνεργάστηκε με δύο διακεκριμένους καθηγητές, τον ποιητή και φιλόσοφο Τζωρτζ Σανταγιάνα και τον Ίρβινγκ Μπάμπιτ, ο οποίος άσκησε σημαντική επιρροή πάνω του. Τον Οκτώβριο του 1910 αποφάσισε να ταξιδέψει στην Ευρώπη και επισκέφτηκε κυρίως το Παρίσι. Στη διάρκεια της παραμονής του μελετούσε παράλληλα γαλλική φιλολογία, κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών και παρακολούθησε παραδόσεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν. Την ίδια περίοδο ολοκλήρωσε τα δύο μεγάλα ποιήματα της νεότητάς του, The Love Song of J. Alfred Prufrock και Portrait of a Lady. Εκτός από το Παρίσι, ο Έλιοτ επισκέφτηκε επίσης το Μόναχο και πιθανότατα το Λονδίνο.

Το 1911 επέστρεψε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και εγγράφτηκε ως διδακτορικός φοιτητής στο τμήμα της φιλοσοφίας. Μελέτησε σανσκριτικά παρακολουθώντας το μάθημα της ινδικής φιλολογίας και αργότερα ινδική φιλοσοφία, ακολουθώντας τη διαδρομή άλλων Αμερικανών διανοουμένων, προς τη διερεύνηση της ανατολικής θρησκείας. Αργότερα, ο Έλιοτ εγκατέλειψε αυτή την πορεία και στράφηκε σε περισσότερο «συμβατικούς» τομείς της φιλοσοφίας και της συγκριτικής μεθοδολογίας, παρακολουθώντας διαλέξεις των Τσαρλς ΛάνμανΤζοσάια Ρόυς και Μπέρτραντ Ράσελ. Στις αρχές του 1914, εκμεταλλευόμενος μία υποτροφία που του πρόσφερε το πανεπιστήμιο, επέστρεψε στην Ευρώπη με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στο Merton College της Οξφόρδης, όπου επρόκειτο να ολοκληρώσει τη διατριβή του για τον βρετανό φιλόσοφο Φ. Χ. Μράντλεϋ, υπό την εποπτεία του Χάρολντ Γιόακιμ.

Αγγλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έλιοτ έφθασε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1914 και αφού νωρίτερα είχε φροντίσει να επισκεφτεί το Βέλγιο και την Ιταλία. Το πρώτο διάστημα της παραμονής του στην αγγλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Έζρα Πάουντ, που ήδη ζούσε εκεί για περίπου πέντε χρόνια και είχε γνώση του λογοτεχνικού έργου του Έλιοτ από τον Κόνραντ Άικεν. Ο Πάουντ ήταν ενθουσιασμένος με τα ποιήματα του Έλιοτ και τον σύστησε σε άλλους Αμερικανούς συγγραφείς, προσφέροντας του την ευκαιρία να βρεθεί σε ένα γόνιμο καλλιτεχνικό περιβάλλον, αλλά και να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο του. Με την έναρξη του φθινοπωρινού τριμήνου, Ο Έλιοτ ξεκίνησε τα μαθήματα φιλοσοφίας, συνεχίζοντας να εργάζεται πάνω στη διδακτορική του διατριβή. Το 1915 ήταν το έτος που σημάδεψε την προσωπική του ζωή, καθώς γνώρισε την Βίβιεν Χέι-Γουντ (1888-1947), την οποία παντρεύτηκε στις 26 Ιουνίου του ίδιου έτους στο Ληξιαρχείο του Χάμστεντ, κρατώντας αρχικά κρυφό το γάμο από τους γονείς του. Λίγο αργότερα, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση προκειμένου να συντηρούνται. Εκείνη την περίοδο, ο Μπέρτραντ Ράσελ είχε στενή σχέση με το ζεύγος, πατερναλιστική όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος, και για ένα διάστημα συγκατοικούσαν στο διαμέρισμα του. Χάρη σε μεσολάβηση του Ράσελ, ο Έλιοτ ανέλαβε να γράφει κριτικές αναλύσεις στο περιοδικό International Journal of Ethics ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με το φιλολογικό περιοδικό New Statesman.

Τον Απρίλιο του 1916 παρέδωσε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τη διατριβή του, με τίτλο Experience and the Objects of Knowledge in the Philosophy of F.H. Bradley, αποφασισμένος να μην συνεχίσει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στη φιλοσοφία, σε αντίθεση με τις επιθυμίες των γονέων του, και να εγκατασταθεί μόνιμα στο Λονδίνο. Στα τέλη του έτους, παραιτήθηκε από το δημοτικό σχολείο και παρά την αρχική του πρόθεση να συντηρηθεί αποκλειστικά από τις κριτικές του, χρειάστηκε για οικονομικούς λόγους να δεχθεί μία θέση στην τράπεζα Lloyds, την οποία εξασφάλισε χάρη σε ενέργεια του γενικού διευθυντή της, που ήταν φίλος της οικογένειας των Χέι-Γουντ. Την ίδια περίπου περίοδο εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο του, χάρη στην μεσολάβηση του Πάουντ, και ο Έλιοτ προσελήφθη ως βοηθός εκδότη στο περιοδικό Egoist. Όταν το 1917 η Αμερική εισήλθε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία, ωστόσο εξαιτίας της κήλης του και ενός προβλήματος ταχυκαρδίας κρίθηκε ακατάλληλος για ενεργό υπηρεσία. Επιχείρησε να ενταχθεί στην Υπηρεσία ΠΛηροφοριών του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς επιτυχία, και αργότερα του προτάθηκε μία θέση στο Γραφείο Πληροφοριών του Στρατού, ωστόσο εξαιτίας καθυστερήσεων, ο Έλιοτ τελικά δεν υπηρέτησε, παρά τις προσπάθειες του.

Ο ποιητής με την Βιρτζίνια Γουλφ πρώτη εκδότρια της «Έρημης χώρας», σε φωτογραφία του 1924

Το επόμενο διάστημα χαρακτηρίστηκε από βαρύ φόρτο εργασίας για τον Έλιοτ, αναγκασμένος να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην τράπεζα, τη βιβλιοκριτική ή τα δοκίμια του και τη συζυγική ζωή, συγχρόνως με οικονομικές δυσχέρειες αλλά και προβλήματα υγείας τόσο της συζύγου του όσο και δικά του, για τα οποία κατέφυγε κάποια στιγμή στη θεραπεία του ψυχαναλυτή δρ. Βιτόζ, στη Λωζάννη. Το 1922 εκδόθηκε το ποίημα Έρημη Χώρα, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του. Με την Έρημη Χώρα καταδίκασε τη ματαιότητα της σύγχρονης ζωής και γνώρισε παγκόσμια αποδοχή και αναγνώριση. Την ίδια χρονιά άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Criterion (Κριτήριο) στο οποίο δημοσίευσε πολυάριθμες κριτικές και θεωρητικά κείμενα, συμβάλλοντας παράλληλα στη διάδοση των έργων άλλων Ευρωπαίων συγγραφέων. Μέσα στο πρώτο έτος κυκλοφορίας του, ο Έλιοτ συγκέντρωσε αρκετούς ικανούς συνεργάτες μεταξύ των οποίων ο Λουίτζι Πιραντέλο, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Πωλ Βαλερύ. Την περίοδο αυτή, η αυξανόμενη θρησκευτική του πίστη, τον έστρεψε προς την Αγγλικανική Εκκλησία και στις 29 Ιουνίου βαφτίστηκε με μεγάλη μυστικότητα και έγινε επίσημα δεκτός στους κόλπους της Εκκλησίας της Αγγλίας. Ο Έλιοτ διέκρινε στο αγγλοκαθολικό ρεύμα τη συνέχεια μίας παράδοσης και ένα είδος επιστροφής του στη θρησκεία των Άγγλων προγόνων του. Η θρησκευτική τάση του αποτυπώθηκε και στα κείμενά του στο Criterion, τα οποία δεν αφορούσαν τόσο λογοτεχνικά ζητήματα, όσο εξέφραζαν τις αναλύσεις του για δημόσια θέματα, τα οποία προσέγγιζε κατά ομολογία του ως «ηθικολόγος», παρά ως καλλιτέχνης. Η χριστιανική του μεταστροφή αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με καχυποψία από τους παλιούς του φίλους λογοτέχνες, όπως τον Πάουντ και τον Γουίνταμ Λιούις. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους έγινε Βρετανός πολίτης, σε μία περιόδο που σταδιακά αναγνωριζόταν ως εκπρόσωπος των αγγλικών γραμμάτων.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο γάμος του με την Βίβιεν είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει κρίση, η οποία οδήγησε τελικά στο χωρισμό τους, το 1933, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα ενός νέου ξεκινήματος για τον Έλιοτ. Τα επόμενα δύο χρόνια ολοκλήρωσε τα πρώτα του θεατρικά έργα The Rock (1934) και Το Φονικό στην Εκκλησιά (1935). Το τελευταίο είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό και ταυτόχρονα επαινέθηκε από τους κριτικούς. Η Βίβιεν Χέι-Γουντ πέθανε αργότερα σε μία ιδιωτική ψυχιατρική κλινική του βόρειου Λονδίνου, το 1947. Στις αρχές του 1938, εκδόθηκαν δύο συλλογές του έργου του, το Essays Ancient and Modern, με δοκίμιά του, καθώς και η συλλογή Collected Poems 1909-1935 που περιλάμβανε την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος Burnt Norton, και έλαβε ευμενείς κριτικές, ανάλογες του κύρους που είχε αποκτήσει πλέον ο Έλιοτ.

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Νοέμβριο του 1948 τού ανακοινώθηκε πως κέρδισε το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας και μετέβη στη Στοκχόλμη για την απονομή του. Παρά την ικανοποίησή του, ο Έλιοτ ανησυχούσε για τα επακόλουθα της μεγάλης φήμης που αποκτούσε, συνδέοντας τον εαυτό του με άλλες περιπτώσεις συγγραφέων που μετά από ανάλογη βράβευση δεν δημιούργησαν ξανά κάποιο αξιόλογο έργο. Η ανασφάλεια του γύρω από το ποιητικό του έργο ή το κατά πόσο θα κατόρθωνε να αντεπεξέλθει σε αυτό, υπήρξε χαρακτηριστικό του γνώρισμα, από τα πρώτα βήματά του. Τη βράβευσή του με το Νόμπελ, ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια πολυάριθμες απονομές τιμητικών τίτλων και απονομών.

Στις 10 Ιανουαρίου του 1957, παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με την τριαντάχρονη Βάλερι Φλέτσερ, η οποία στο παρελθόν υπήρξε γραμματέας του. Ο δεύτερος γάμος του τελέστηκε, όπως και ο πρώτος, με μυστικότητα, και ήταν περισσότερο ευτυχισμένος, αν και συντομότερος σε διάρκεια. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιμετώπισε έντονα προβλήματα υγείας. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1964 ταξίδεψε για τελευταία φορά στη γενέτειρά του και μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 1964, κατέρρευσε στο σπίτι του και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε βαθύ κώμα και παράλυτος από την αριστερή πλευρά. Πέθανε τελικά στις 4 Ιανουαρίου 1965 από εμφύσημα. Είχε δώσει εντολή να αποτεφρωθεί η σορός του και τον Απρίλιο η τέφρα του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στο Ιστ Κόκερ, χωριό από το οποίο κατάγονταν οι πρόγονοί του.

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχή της σταδιοδρομίας του Έλιοτ ως ποιητή, χρονολογείται το 1915, χρονιά κατά την οποία δημοσιεύτηκε το ποίημα Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (The Love Song of J. Alfred Prufrock), στο περιοδικό του Σικάγο Poetry και χάρη σε παρότρυνση του Έζρα Πάουντ προς τη Χάριετ Μονρόε, ιδρυτή του περιοδικού. Ο Έλιοτ είχε συνθέσει το ποίημα νωρίτερα, την περίοδο από το Φεβρουάριο του 1910 έως τον Ιούλιο του επόμενου έτους. Ο Έζρα Πάουντ είχε συμβολή και στην έκδοση του πρώτου βιβλίου του Έλιοτ, καθώς ήταν εκείνος που καταρχήν είχε την ιδέα αλλά και οργάνωσε το υλικό που περιείχε. Το Prufrock and Other Observations εκδόθηκε το 1917 και αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον με σύντομες και αρνητικές κριτικές στον αγγλικό τύπο. Η κριτική του The Times Literary Supplement, σύμφωνα με την οποία «[...] τα ποιήματά του δύσκολα θα διαβαστούν από πολλούς με ευχαρίστηση»[6], στο τεύχος της 21ης Ιουνίου του 1917, αποτυπώνει την γενικευμένη εντύπωση που προκάλεσε το έργο στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.

Τον Οκτώβριο του 1922, ο Έλιοτ δημοσίευσε την Έρημη Χώρα στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Criterion. Η ακριβής περίοδος κατά την οποία γράφτηκε παραμένει άγνωστη, ωστόσο θεωρείται πιθανό πως σημαντικό μέρος του ποιήματος άρχισε να προετοιμάζεται το αργότερο στις αρχές του 1921. Οι πρώτες εκδοχές του ποιήματος διέφεραν σημαντικά από την τελική του μορφή και είχαν περίπου διπλάσια έκταση. Σημαντική συμβολή στον περιορισμό των αρχικών χειρογράφων του Έλιοτ είχε ο Έζρα Πάουντ, ο οποίος προέβη γενικά σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο ποίημα, συμβάλλοντας καθοριστικά στη μορφή που τελικά δημοσιεύτηκε και αργότερα εκδόθηκε με συνοδευτικές σημειώσεις του Έλιοτ. Η Έρημη Χώρα δέχθηκε πολλαπλές ερμηνείες και χαρακτηρίστηκε ως περιγραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρνου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική[7]. Οι υπερασπιστές του το ερμήνευσαν περισσότερο ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου πάνω στην «παρακμή της εποχής» ενώ για τους αρνητές του υπήρξε απλά ένα λογοτεχνικό παιχνίδι ή ακατανόητο. Ο κριτικός και συγγραφέας Έντμουντ Γουίλσον θεωρούσε την Έρημη Χώρα «ό,τι καλύτερο παρουσιάστηκε»[8].

Στα σημαντικότερα έργα του Έλιοτ ανήκει και η συλλογή Τέσσερα Κουαρτέτα (Four Quartets) η οποία εκδόθηκε το 1943, αποτελούμενη από τα ποιήματα Burnt Norton (1935), East Coker (1940), The Dry Salvages (1941) και Little Gidding (1942), τα οποία είχαν παλαιότερα δημοσιευτεί ανεξάρτητα, λαμβάνοντας ευνοϊκες κριτικές στον αγγλικό τύπο. Υπήρξε το πρώτο ποιητικό έργο με το οποίο κατάφερε να απευθυνθεί σε ένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό και μέσα από το οποίο κατάφερε να εκφράσει με τον πιο καθαρό τρόπο τις χριστιανικές του πεποιθήσεις[9] παρέχοντας συγχρόνως μία ολοκληρωμένη εικόνα της ευρωπαϊκής παράδοσης. Ο ίδιος ο Έλιοτ θεωρούσε τα Τέσσερα Κουαρτέτα ως το καλύτερο έργο του.

Θέατρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο χρονικό διάστημα μετά την Έρημη Χώρα, κατά το οποίο ο Έλιοτ δεν παρήγαγε κάτι ουσιαστικό, ξεκίνησε να επεξεργάζεται την ιδέα να προσανατολιστεί στο θέατρο. Επιθυμούσε τότε να απομακρυνθεί από την τεχνοτροπία της Έρημης Χώρας και κατά αναλογία με την επιτυχία της να δημιουργήσει μία νέα μορφή ποίησης, επιδίωκε να οικοδομήσει ένα νέο είδος θεατρικού έργου, πρόθεση που αποτυπώθηκε στο πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Sweeney Agonistes, το οποίο έγραφε από το 1923 και εκδόθηκε το 1926. Το 1934 ολοκλήρωσε τη φαντασμαγορία The Rock που εντάσσεται στο είδος του ποιητικού δράματος της δεκαετίας του '30 και εξιστορεί την κατασκευή μίας εκκλησίας. Το έργο είχε απήχηση στο κοινό και στους κριτικούς. Ιδιαίτερη επιτυχία είχε επίσης στους εκκλησιαστικούς κύκλους, γεγονός που οδήγησε στην παραγγελία ενός θεατρικού έργου του Έλιοτ για το φεστιβάλ του Καντέρμπουρι που επρόκειτο να διεξαχθεί τον επόμενο χρόνο. Ο Έλιοτ ολοκλήρωσε για το σκοπό αυτό το Φονικό στην Εκκλησιά που παρουσιάστηκε στον καθεδρικό ναό του Καντέρμπουρι στις 19 Ιουνίου του 1935 και έλαβε επαινετικές κριτικές. Κεντρικό θέμα του έργου αποτελεί ο φόνος του μάρτυρα και αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρι Τόμας Μπέκετ. Ο Έλιοτ κλήθηκε να γράψει αργότερα και άλλα ιστορικά και θρησκευτικά έργα, ωστόσο ο ίδιος αρνήθηκε την επανάληψη, θεωρώντας πως ένα ποιητής οφείλει να αποστρέφεται τις δημιουργίες του παρελθόντος του.

Μικρότερη επιτυχία και κριτική αποδοχή είχε το επόμενο θεατρικό έργο του Έλιοτ The Family Reunion, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Γουέστμινστερ στις 21 Μαρτίου του 1939. Σε αυτό, ο Έλιοτ επεδίωκε τη επανασύνδεση θρησκευτικού και κοσμικού δράματος ενώ κύρια πηγή έμπνευσής του υπήρξε η τραγωδία Ευμενίδες του Αισχύλου. Περίπου στις αρχές του 1948 καταπιάστηκε με τη συγγραφή του θεατρικού έργου The Cocktail Party, το οποίο παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον επόμενο χρόνο και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν τα θεατρικά έργα The Confidential Clerk (1953) και The Elder Statesman (1958).

Επίδραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Τ.Σ. Έλιοτ είναι άρρηκτα δεμένο με τις κοινωνικές και πολιτιστικές ανακατατάξεις της περιόδου μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Απογοητευμένος από την εποχή του στράφηκε στο παρελθόν, αντλώντας από τις αξίες και παραδόσεις του. Υποστήριζε ότι η ποίηση δεν απευθύνεται στις μάζες αλλά σε μια πνευματική ελίτ και δημιούργησε τομή στο χώρο της λογοτεχνικής κριτικής αναδεικνύοντας την αυτονομία του κειμένου ως μοναδικού φορέα του νοήματος. Η επίδραση που άσκησε ο Έλιοτ στον Γιώργο Σεφέρη είναι ιδιαίτερη και σημαντική. Ο Έλληνας νομπελίστας εκτός από την Έρημη Χώρα μετέφρασε και το έμμετρο θεατρικό έργο Φονικό Στην Εκκλησία[10].

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποίηση
  • The Love Song of J. Alfred Prufrock and Other Observations (1917)
  • Poems (1920)
  • Whispers of Immortality (1920)
  • The Waste Land (1922)
    • Η Έρημη Χώρα, μετάφραση Γιώργος Σεφέρης (Η Έρημη Χώρα και άλλα ποιήματα, Εισαγωγή, Σχόλια)
    • Η ρημαγμένη γη, μετάφραση Κλείτος Κύρου - 2η έκδ. - Αθήνα: Ύψιλον, 2006
    • The Waste Land, μετάφραση Ανδρέας Κάππα, 24 γράμματα, 2020
  • The Hollow Men (Οι Κούφιοι Άνθρωποι) (1925)
  • The Journey of the Magi (1927)
  • Ash Wednesday (Τετάρτη των Τεφρών) (1930)
  • Ariel Poems (Τα τραγούδια του Άριελ) (1930)
  • Coriolan (1931)
  • Old Possum's Book of Practical Cats (Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ) (1939)
    • μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη και Γιάννης Ζέρβας (2η έκδ. Άγρα, 2005)
  • Four Quartets (Τα Τέσσερα Κουαρτέτα) (1945)
    • μετάφραση Έφη Αθανασίου (Ίκαρος, 2002)
Θέατρο
  • Sweeney Agonistes (έκδοση 1926, πρώτη παρουσίαση 1934)
  • The Rock (1934)
  • Murder in the Cathedral (Φονικό στην Εκκλησιά) (1935)
  • The Family Reunion (Οικογενειακή Συγκέντρωση) (1939)
    • μτφ. Ζωή Καρέλλη ("Κωνσταντινίδης")
    • μτφ. Γιώργος Θ. Δραγώνας ("Εξάντας", 2001)
  • The Cocktail Party (Κοκταίηλ Πάρτυ) (1949)
  • The Confidential Clerk (1954)
  • The Elder Statesman (πρώτη παρουσίαση 1958, έκδοση 1959)
Κριτικές μελέτες και δοκίμια
  • The Sacred Wood: Essays on Poetry and Criticism (1920)
  • The Second-Order Mind (1920)
  • Tradition and the individual talent (1920)
  • Homage to John Dryden (1924)
  • Shakespeare and the Stoicism of Seneca (1928)
  • For Lancelot Andrewes (1928)
  • Dante (1929)
  • Selected Essays, 1917–1932 (1932)
  • The Use of Poetry and the Use of Criticism (1933)
  • After Strange Gods (1934)
  • Elizabethan Essays (1934)
  • Essays Ancient and Modern (1936)
  • The Idea of a Christian Society (1940)
  • Notes Towards the Definition of Culture (1948)
  • Poetry and Drama (1951)
  • The Three Voices of Poetry (1954)
  • On Poetry and Poets (1957)
Άλλες ελληνικές μεταφράσεις
  • T. S. Eliot, μετάφραση Παυλίνα Παμπούδη, επιμέλεια σειράς Παυλίνα Παμπούδη, Αθήνα : Printa, 2002.
  • Δεν είναι η ποίηση που προέχει: Δοκίμια για την ποίηση και τους ποιητές, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκης, 2003.
  • Ποιήματα 1909-1962 = Collected poems 1909-1962, μετάφραση Αλκή Τσελέντη, Αθήνα: Δωδώνη, 2004
  • Δέκα χορικά απ' το "Βράχο", μετάφραση Ε. Ν. Μόσχος. - 3η έκδ. - Αθήνα: Ίκαρος, 2005.
  • Δάντης: Θεία Κωμωδία και Νέα Ζωή, μετάφραση Στέφανος Μπεκατώρος, Αθήνα: Πατάκη, 2005.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 1,2 The Fine Art Archivecs.isabart.org/person/14568. Ανακτήθηκε στις 1  Απριλίου 2021.
  2.  Archivio Storico Ricordi902. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  3.  Archivio Storico Ricordi3176. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  4.  (ΑγγλικάNNDBwww.nndb.com/people/247/000044115/. Ανακτήθηκε στις 31  Ιανουαρίου 2021.
  5.  «T.S. Eliot - Facts». Nobelprize.org. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2013.
  6.  Times Literary Supplement 21 Ιουνίου 1917, no. 805, 299 Ανακτήθηκε από www.usask.ca, 15 Αυγούστου 2006.
  7.  Πήτερ Άκροϊντ, T.S. Eliot: Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, εκδ. Νεφέλη 2002, σ.130
  8.  ό.π., σ. 131
  9.  The Four Quartets Αρχειοθετήθηκε 2007-02-10 στο Wayback Machine., Encyclopædia Britannica 1997
  10.  Φεύγουν από τη ζωή πολυσχιδείς προσωπικότητες, Ιστορικό Λεύκωμα 1965, σελ. 150, Καθημερινή (1997)

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πήτερ Άκροϊντ, T.S. Eliot: Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα, εκδ. Νεφέλη 2002, ISBN 960-211-630-7
  • Kenneth Asher, T.S. Eliot and Ideology, Cambridge University Press 1998, ISBN 0-521-62760-5
  • Ronald Bush, T. S. Eliot: The Modernist in History, Cambridge University Press 1991, ISBN 0-521-39074-5
  • Valerie Eliot (εκδ.), The Letters of T.S. Eliot: 1898-1922, Harvest/HBJ Book, ISBN 0-15-650850-8
  • Lyndall Gordon, T.S. Eliot: An Imperfect Life, W. W. Norton & Company 1998, ISBN 0-393-32093-6
  • James E. Miller Jr., T. S. Eliot. The Making of an American Poet, 1888-1922. The Pennsylvania State University Press 2005, ISBN 0-271-02681-2
  • Joseph Chiari, T.S. Eliot: a memoir, Enitharmon Press 1982, ISBN 0-905289-33-1
  • David A. Moody (εκδ.), The Cambridge Companion to T. S. Eliot, Cambridge University Press 1994, ISBN 0-521-42127-6
  • Κυριακή Κεφαλέα , «Ερημότοπος, ‘Έρμη Χώρα΄, Έρημη Χώρα, Έρημη Γη: Σχόλια στην ελληνική πρόσληψη της ποίησης του Έλιοτ». Περιοδικό Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 37, Ιανουάριος-Ιούλιος 2008, σ. 84-109
  • Εμμανουήλ Ρακιτζής, «T. S. Eliot: ένας μεταφυσικός ποιητής», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 6 (1989), 66-68.
  • Ραΐζης, Μ. Β, «Bergson και μπερξονισμός στον Έλιοτ», Νέα Εστία 124 (1988), 16-29.
  • Μακρής Νίκος, «Μεταφυσική θεώρηση της ‘έρημης χώρας’». Νέα Εστία 124 (1988), 35-44.
  • Γιανναράς Χρήστος, «Μνήμη T. S. Eliot», Νέα Εστία 124 (1988), 12-15.
  • Κριστ Ρόμπερτ: «Η αχρονική στιγμή. Η λογοτεχνική θεωρία του Τ. Σ. Έλιοτ». Μετάφρ. Ιουλία Ραλλίδη. Διαβάζω 133 (1985), 88-92

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Κείμενα

Έλιοτ Τ.Σ. (1888-

1965)



Έλιοτ Τ.Σ.

Σύντομο βιογραφικό για σχολική 

χρήση. Κατέβασε σε αρχείο 












Γεννήθηκε στον Άγιο Λουδοβίκο του Μισούρι, στις ΗΠΑ, το 1888 από πουριτα

νή αριστοκρατική οικογένεια διαπρεπών επιστημόνων και ανατράφηκε με τις 

αρχές του παππού του που ήταν θεολόγος. Σπούδασε στην Ακαδημία 

Σμιθ της Μασαχουσέτης τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, γερ

μανικά και συνάμα μεσαιωνική ιστορία, συγκριτική φιλολογία και ιστορία νεό

τερης φιλοσοφίας. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα φιλοσοφίας στο

 Χάρβαρντ από τον Μπ. Ράσελ, το 1914 καθώς και σανσκριτική και νεότερη 

ινδική φιλοσοφία. Γνώστης της γαλλικής φιλολογίας επιδόθηκε στην ποί

ηση. Το 1915 ο Έλιοτ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο παραδίνοντας μαθήματα 

σε σχολεία και αργότερα διορίστηκε στη Lloyd' s Bank του Λονδίνου όπου ερ

γάστηκε οχτώ χρόνια. Η ποίηση του κατατάσσεται σε πέντε περιόδους. Στη 

δεύτερη περίοδο (1920-1925) ανήκει "Η έρημη χώρα". Έγραψε και θεατρικά 

έργα όπως το "Φονικό στην εκκλησιά" και το "Κοκτέιλ πάρτι" κ.ά. Το 1948

 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1965.

Η Έρημη Χώρα δέχθηκε πολλαπλές ερμηνείες και χαρακτηρίστηκε ως περι

γραφή μίας παρακμάζουσας κοινωνίας, αλληγορία ή αυτοβιογραφία. Ο

 Πάουντ χαρακτήρισε το έργο ως μία «δικαίωση του κινήματος του μοντέρ

νου πειράματος» ενώ ο Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ το θεώρησε πλήγμα κατά

 της «νέας τέχνης» που ξεπρόβαλε στην Αμερική. Οι υπερασπιστές του το 

ερμήνευσαν περισσότερο ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου πάνω στην «παρ

ακμή της εποχής» ενώ για τους αρνητές του υπήρξε απλά ένα λογοτεχνικό παι

χνίδι ή ακατανόητο.

Γενικότερα με το έργο του εγκαινίασε ένα νέο μορφικό είδος ποίησης, φα

ινομενικά χωρίς λογική αλληλουχία, στο ύφος της κοινότατης καθημερινής 

ομιλίας, με ελλειπτικούς διαλόγους, ξαφνικές λυρικές εξάρσεις και με πα

ρεμβολές ξένων κειμένων. Η ποίησή του είναι βαθιά θρησκευτική και απηχεί

 μια εποχή πνευματικής διάλυσης και εκφυλισμού των αισθημάτων. Στην Ελ

λάδα έγινε γνωστός κυρίως από τις μεταφράσεις του Γιώργου Σεφέρη (Φονικό

 στην Εκκλησιά, Έρημη Χώρα). Άλλωστε η ποίηση του Σεφέρη είναι βαθιά επη

ρεασμένη από την ποίηση του Έλιοτ.

Πη

γή: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, Βικιπαίδεια, Σχολικό βιβλίο γ' λυκείου

 

Ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία:

Φονικό στην εκκλησιά

 

 

Άλλα βιογραφικά

Ο άγγλος ποιητής και δοκιμιογράφος Τ.Σ. Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 1888-

1965) είναι από τους κορυφαίους ποιητές του αιώνα μας. Αμερικανικής

 καταγωγής, γεννήθηκε στο Saint Louis, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της

 ζωής του στην Αγγλία. Το 1948 πήρε το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας. Με

 το έργο του εγκαινίασε ένα νέο μορφικό είδος ποίησης, φαινομενικά χωρίς λο

γική αλληλουχία, στο ύφος της κοινότατης καθημερινής ομιλίας, με ελλει

πτικούς διαλόγους, ξαφνικές λυρικές εξάρσεις και με παρεμβολές ξένων κειμέ

νων. Η ποίησή του είναι βαθιά θρησκευτική και απηχεί μια εποχή πνευματικής 

διάλυσης και εκφυλισμού των αισθημάτων. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός κυρίως 

από τις μεταφράσεις του Γιώργου Σεφέρη (Φονικό στην Εκκλησιά, Έρημη Χώρα).



 

Πηγή: Σχολικό βιβλίο γ' λυκείου

 

Γεννήθηκε στον Άγιο Λουδοβίκο του Μισούρι, στις ΗΠΑ, το 1888 από πουριτανή 

αριστοκρατική οικογένεια διαπρεπών επιστημόνων και ανατράφηκε με τις αρ

χές του παππού του που ήταν θεολόγος. Σπούδασε στην Ακαδημία Σμιθ της

 Μασαχουσέτης, βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο στα λατινικά από την

 Milton Academy. Σπούδασε τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, λατινικά, γαλλικά,

 γερμανικά και συνάμα μεσαιωνική ιστορία, συγκριτική φιλολογία και ιστορία

 νεότερης φιλοσοφίας. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα φιλοσοφίας στο

 Χάρβαρντ από τον Μπ. Ράσελ, το 1914 καθώς και σανσκριτική και νεότερη 

ινδική φιλοσοφία. Γνώστης της γαλλικής φιλολογίας επιδόθηκε στην ποίηση. Το 

1915 ο Έλιοτ εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο παραδίνοντας μαθήματα σε σχολεία 

και αργότερα διορίστηκε στη Lloyd' s Bank του Λονδίνου όπου εργάστηκε οχτώ

 χρόνια. Η ποίηση του κατατάσσεται σε πέντε περιόδους. Η πρώτη περίοδος 

(1909-1919) περιλαμβάνει τα ποιήματα: "Το τραγούδι της αγάπης του Άλφρεντ

 Προύλφροκ", "Το πορτρέτο μιας κυρίας", "Πρελούδια", κ.ά. Η δεύτερη περίο

δος (1920-1925) περιλαμβάνει τα ποιήματα: "Γερόντιον", "Ιπποπόταμος", "Η 

έρημη χώρα", κ.ά. Στην τρίτη περίοδο ανήκουν "Οι άδειοι άνθρωποι", ενώ

 στην τέταρτη περίοδο (1927-1934) περιλαμβάνονται τα ποιήματα: "Το ταξίδι 

των Μάγων", "Ένα τραγούδι για τον Συμεών", "Animula", "Βράχος", κ.ά. 

Στην πέμπτη περίοδο (1935-1942) ανήκουν τα "Τέσσερα κουαρτέτα". Τα θεατρι

κά του έργα είναι τα "Φονικό στην εκκλησιά" ("Murder in the Cathedral"), 

"Sweeny Agonistes", "Κοκτέιλ πάρτι" κ.ά. Ως δημοσιογράφος και κριτικός έδωσε

 αξιόλογα δείγματα. Από το 1922 που ήταν εκδότης του περιοδικού "Κριτήρι

ον" σκοπό είχε να δημιουργήσει μια θέση για τις νέες τάσεις της λογοτεχνίας 

και την κριτική. Στα δοκίμια και τις μελέτες ανήκουν: "Η παράδοση και το ατομι

κό ταλέντο", 1919, "Η χρήση της ποίησης και η χρήση της κριτικής", 1933, 

"Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας", 1948, "Ποίηση και δράμα", 

1951, κ.ά. Το 1948 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στις 4 Ιανουαρί

ου 1965.

 

Πηγή: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ

Τίτλοι στα ελληνικά

 

Τέσσερα κουαρτέτα

Δέκα χορικά απ' το Βράχο

Επτά δοκίμια για την ποίηση

Η ενότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού

Η ιδέα μιας χριστιανικής κοινωνίας

Τέσσερα κουαρτέτα

Τα ποιήματα 1909-1962

Φονικό στην εκκλησιά

Άμλετ. Θρησκεία και λογοτεχνία

Η έρημη χώρα

Κοκτέιλ πάρτι

Τα θεατρικά

Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας

Οικογενειακή αντάμωση

Δεν είναι η ποίηση που προέχει

Δάντης

Το εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο-Πόσουμ

Η ρημαγμένη γη



 

Βιβλιοnet Βιβλιοnet

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

 



«Ένας άνθρωπος γυρίζει στην πατρίδα του προβλέποντας ότι θα τον σκοτώσουν και τον σκοτώνουν» – T.S Eliot

Γράφει η Ειρήνη Αναστασίου //

 

T.S. Eliot «Φονικό στην Εκκλησιά» (Murder in Cathedral- 1935), Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Ίκαρος

 

Ένα σπουδαίο θεατρικό έργο γραμμένο από τον κορυφαίο νομπελίστα ποιητή του μοντερνισμού τον Thomas Sterns Eliot (1888-1965).

Γράφτηκε για το Φεστιβάλ του Καντέρμπουρι το 1935 και  μεταφράστηκε το 1963 από τον επίσης σπουδαίο ποιητή Γιώργο Σεφέρη, λίγους μήνες πριν την βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία με το βραβείο Νόμπελ.

Αναφέρεται στη δολοφονία του Αρχιεπισκόπου της Καντερβουρίας Τόμας Μπέκετ, από τους ιππότες του Βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου του Β΄ μέσα στο καθεδρικό ναό του Καντέρμπουρι στο Κεντ στις 30 Δεκεμβρίου 1170.

Τρία χρόνια μετά το θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος.

Ο Τόμας Μπέκετ  (1118-1170) γεννήθηκε στο Λονδίνο και ήταν ένας έξυπνος και μορφωμένος άνθρωπος για την εποχή του Μεσαίωνα. Ο Βασιλιάς Ερρίκος ο Β΄ γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του, έγιναν φίλοι  και τον διόρισε καγκελάριο της Αγγλίας.

Ο Μπέκετ έζησε μια έντονη ζωή, ήταν σκληρός και άξιος στις μάχες αλλά όταν ο θρόνος της Καντερβουρίας(1162) χήρεψε, ο βασιλιάς τον διόρισε και αρχιεπίσκοπο. Ο Τόμας Μπέκετ παραιτήθηκε από την καγκελαρία και ως αρχιεπίσκοπος αγωνίστηκε για τα δικαιώματα της Εκκλησίας και για το ποίμνιό του. Έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη διαμάχη με τον Βασιλιά που οδήγησε τον Μπέκετ σε αυτοεξορία στη Γαλλία και γυρίζοντας μετά από επτά χρόνια στην Καντερβουρία, πριν περάσει καν ένας μήνας δολοφονήθηκε  από τέσσερις ιππότες του Βασιλιά Ερρίκου του Β΄ μέσα στον καθεδρικό Ναό. Αυτό είναι περίπου  το ιστορικό πλαίσιο  του θεατρικού έργου.

Το έργο όμως  στην ουσία του δεν είναι ιστορικό, είναι μαρτυρικό, υπερβατικό. Είναι η συνένωση του χριστιανικού μυστηρίου με την αρχαία τραγωδία.

Όπως συνηθίζει και στα ποιήματά του ο Τ.Σ Έλιοτ μάς δίνει και πάλι την υπέρβαση των συναισθημάτων, την κάθαρση, την ταπεινότητα που οδηγούν στον Θεό.

Το κύριο πρόσωπο του έργου είναι ο Τόμας Μπέκετ, ο άνθρωπος που αφήνει τον έντονο και έκλυτο βίο για να αφιερωθεί στον Θεό.

Αυτή είναι η πρώτη υπέρβαση στη ζωή του Αγίου.

Οι πειρασμοί που τον πλησιάζουν μπορούν να παραλληλιστούν με τους τρεις πειρασμούς που συνάντησε ο Χριστός στην πορεία του στην έρημο.

Οι τέσσερις πειρασμοί είναι η εσωτερική σύγκρουσή του με τα εξωτερικά γεγονότα της εποχής, με τα κοσμικά προνόμια και την εξουσία και την υπερηφάνειά του, μαχόμενος με τη συνείδηση του, ωστόσο αποφασισμένος ως προς τη μοίρα του: «Το τέλος θα είναι απλό, ξαφνικό, Θεόσταλτο» .

Ένας άνθρωπος που προσπαθεί να υπερβεί την υπερηφάνειά του ακόμα και τη δόξα που θα αποκτήσει όταν γίνει μάρτυρας με το θάνατό του. Υπερβαίνει το θάνατο, υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού, η θέλησή του χάνεται μέσα στο Θέλημα του Θεού επιστρέφοντας του τη θυσία του Χριστού πάνω στο Σταυρό:

«Το αίμα Του δοσμένο για να αγοράσει τη ζωή μου, το αίμα μου δοσμένο για να πληρώσω το θάνατό Του, ο θάνατός μου για το Θάνατό Του».

Δίνει εντολή στους Ιερείς να φιλοξενήσουν και να παραθέσουν δείπνο στους τέσσερις ιππότες – δολοφόνους του. Τα πάντα για τον Μπέκετ είναι μέρος του θεϊκού σχεδίου, πέρα από το καλό και το κακό, στον τροχό της ζωής που γυρίζει από τη μοίρα ως  βούληση του Θεού ενώ ο άνθρωπος ζει  με την ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος ορίζει τη ζωή του.

«Μονάχα ο ανόητος, καρφωμένος στην ανοησία, νομίζει πως γυρνά τον τροχό που απάνω του ο ίδιος γυρίζει».

Υπομένει αδιαμαρτύρητα το τέλος του ακόμα κι όταν οι ιππότες μπήγουν  τα ξίφη τους στο σώμα του.

 

T.S. Eliot

 

Ο ρόλος του Χορού των γυναικών σηκώνει το περισσότερο βάρος του έργου σαν σε Αρχαιοελληνική τραγωδία.  Είναι ο Χορός που αποδίδει τα συναισθήματα μέσα στο έργο που  τα βιώνει ψυχικά και σωματικά ως βιασμό. Περιγράφει τον πόνο, την αγωνία, τις δυσκολίες, την ανασφάλεια, τη βία  της εποχής του Μεσαίωνα αλλά και το θρήνο της δολοφονίας του Μπέκετ.

« Ζώντας και ψευτοζώντας» αυτές οι γυναίκες βρίσκουν μια κάποια παρηγοριά και ασφάλεια στο Ναό της Καντερβουρίας όλα αυτά τα χρόνια, ωστόσο και  κάτι ασυνείδητο τις οδηγεί  να παραβρεθούν εκεί διαισθανόμενες το κακό που έρχεται, μέρος και αυτές του θεϊκού σχεδίου, παρακαλούν να γυρίσει ο αρχιεπίσκοπός τους  πίσω στη Γαλλία  ώστε να σωθεί.

Ο ρόλος του χορού μετά τη δολοφονία του Τόμας Μπέκετ μέσα στο ιερό είναι συγκλονιστικός, ανατριχιαστικός. Το φονικό όχι απλά επισκιάζει αλλά μολύνει βαθιά τα πάντα, τη φύση, τους ανθρώπους, ολάκερη την πλάση.

« Λαγάρισε τον αέρα! Καθάρισε τον ουρανό! Πλύνε τον άνεμο! Χώρισε την πέτρα από την πέτρα και πλύνε τις. Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό, τα ζωντανά μας και εμάς μας μόλεψε το αίμα Το αίμα βροχή μού τύφλωσε τα μάτια. Που είναι η Αγγλία; Που είναι το Κεντ; Που είναι η Καντερβουρία; … Πλύνε την πέτρα, πλύνε το κόκαλο, πλύνε το μυαλό, πλύνε την ψυχή, πλύνε τα πλύνε τα!».

Οι ιππότες μετά το φονικό στρέφονται προς το ακροατήριο για να απολογηθούν μέσα από δικαιολογίες συνυφασμένες με την εξουσία και τα κοσμικά προνόμια, μπροστά σε ένα μεταγενέστερο κοινό περίπου οχτακόσιων χρόνων σε μια πρόζα εμπνευσμένη από την «Αγία Ιωάννα» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο (1923).

Το θεατρικό κλείνει με τον Χορό που εξυμνεί το Θεό που τους χάρισε  έναν ακόμα Άγιο και ευλογήθηκε ο τόπος τους δίνοντάς τους δύναμη στα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν.

Κλείνοντας είναι σημαντικό να αναφερθεί ό,τι δεν συμπεριέλαβε ο ποιητής σε αυτό το θεατρικό έργο, δημιούργησε το ποίημά του

Burnτ Norton (1936) ένα από τ’ αριστουργηματικά «Τέσσερα Κουαρτέτα».

Το «Φονικό στην Εκκλησιά» μπορεί να διαβαστεί δυνατά όπως και η ποίηση του Έλιοτ και να γίνει ακόμα περισσότερο κατανοητό αλλά και για να προσφέρει μεγαλύτερη αισθητική κάλυψη στον αναγνώστη.


Τόμας Στερνς Έλιοτ

Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot), ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος τιμημένος με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του έτους 1948, γεννήθηκε το 1888 στις ΗΠΑ, στον Σαιντ Λιούις του Μισισιπή. 
Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ (1906-1909), στο περιοδικό του οποίου δημοσιεύτηκαν τα πρώτα του ποιήματα. Τα έτη 1909-1911 παρακολούθησε στη Σορβόννη, στο Παρίσι, μαθήματα φιλοσοφίας (διαλέξεις του Μπερξόν) και γαλλικής λογοτεχνίας και επέστρεψε στο Χάρβαρντ, όπου μελέτησε ψυχολογία, φιλοσοφία, και σανσκριτικά ως το 1914. 

Γοητευμένος για ένα διάστημα από τον βουδισμό, όπως πολλοί Αμερικανοί φοιτητές της εποχής του, μελέτησε και τα ιερά βουδιστικά βιβλία. Ακολούθησαν σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ (Γερμανία) το 1914. Την εποχή αυτή σε ένα ταξίδι του στο Λονδίνο συνάντησε τον λίγο μεγαλύτερό του σε ηλικία αμερικανό ποιητή Έζρα Πάουντ, γνωριμία που στάθηκε καθοριστική για τη ζωή και τις επιλογές του. 

Η επόμενη φάση των σπουδών του περιλάμβανε μελέτη φιλοσοφίας και ενασχόληση με τα αρχαία ελληνικά στο κολέγιο Μέρτον στην Οξφόρδη. Το 1916 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή (με θέμα τη φιλοσοφία του F.H.Bradley), αλλά η μετάβασή του από την Ευρώπη στο Χάρβαρντ για την υποστήριξή της εμποδίστηκε από τον πόλεμο. Έχοντας εν τω μεταξύ νυμφευτεί την Βίβιεν Χέυ Γουντ, μια γυναίκα που αργότερα παρουσίασε έντονη ψυχική διαταραχή και πέθανε έγκλειστη σε κλινική, εργάστηκε στην αρχή (1915) ως δάσκαλος, κατόπιν ως τραπεζοϋπάλληλος και, από το 1925, ως διευθυντής σε εκδοτικό οίκο. Παράλληλα, τα έτη 1922-1939, εξέδιδε το περιοδικό Kriterion, που θεωρήθηκε από τα πιο έγκριτα κριτικά “βήματα” της εποχής του. Γοητευμένος από τη ζωή στην Αγγλία το 1927 ασπάστηκε το Αγγλικανικό δόγμα εγκαταλείποντας τον καλβινιστικό ουνιταρισμό της οικογενειακής του ανατροφής και πήρε την αγγλική υπηκοότητα.


Το έργο του περιλαμβάνει τις ποιητικές συλλογές:
 Prufrock and other Observations (1917), Poems (1919), Ara Vos Prec (1920), The Waste Land (1922), Poems 1909-1925 (1925), Ash-Wednesday (1930), Sweeney Agonistes (1932), Collected poems 1909-1935 (1936), East Coker (1940), Burnt Norton (1941), The Dry Salvages (1941), Little Gidding (1942), Four Quartets (1944), τα θεατρικά έργα The Rock (1934), Murder in the Cathedral (1935), The family reunion (1939), The cocktail Party (1950), The confidential clerk, (1954), The Elder Statesman (1959). 

Δημοσίευσε επίσης και εξέδωσε ένα πλήθος κριτικών και θεωρητικών έργων, κυρίως για τη θέση και τον ρόλο της τέχνης στην κοινωνία.


Ως ποιητής, κυρίως, και κριτικός, αλλά και ως δραματουργός επηρέασε έντονα την αγγλόφωνη ιδίως λογοτεχνία καθώς και την κριτική αντίληψη (θεωρήθηκε ως ο ουσιαστικός εισηγητής της Νέας Κριτικής). Ενώ στην κριτική του δραστηριότητα είναι σαφώς διδακτικός και με έντονη την αίσθηση της ευθύνης, καθώς με την πάροδο των ετών φάνηκε να εισάγει στην ανάλυση της λογοτεχνίας τις έννοιες του καλού και του κακού, στα ποιήματά του δεν άφησε τη διδακτικότητα να υπεισέλθει. 

Αποπειράθηκε να δημιουργήσει ποίηση που απευθύνεται πρωταρχικά στο συναίσθημα και όχι στη νόηση, ακολουθώντας τα διδάγματα των Πόου, Μαλλαρμέ και Βαλερύ. Με μεγάλες επιρροές επίσης από τον Δάντη, τον Μπωντλαίρ, τον Ζυλ Λαφόργκ και κυρίως με την κριτική υποστήριξη του Έζρα Πάουντ, κατέληξε σε έναν ελεύθερο αλλά έρρυθμο στίχο που παρουσίαζε με καθημερινό λόγο και δραματική ένταση αδιευκρίνιστες και ασαφείς ή τουλάχιστον δυσανάγνωστες ιστορίες.

 Απεικονίζοντας κυρίως τη ζωή της πόλης και την αθλιότητά της απέδωσε ποιητικά την επισφαλή και στιγμιαία θέαση της αλήθειας, το στήριγμα για τον άνθρωπο που, παγιδευμένος στον σύγχρονο κόσμο, ζητάει να τον κατανοήσει και να τον βάλει σε τάξη. Η ανάμειξη του θεατρικού και τελετουργικού στοιχείου με τον λαϊκό λόγο, οι επίμονοι ρυθμοί που διακοπτόμενοι επανέρχονται, αμφισβητήθηκαν, αλλά και αγαπήθηκαν, επηρέασαν πάντως πολύ τους ποιητές της εποχής του. Θεωρήθηκε εκείνος που κατόρθωσε να δώσει μορφή σε ένα είδος κλασικισμού (υιοθέτησε για την αυτοπαρουσίασή του τους όρους “κλασικιστής, βασιλόφρων, αγγλοκαθολικός”), που θα οικοδομούσε την νέα ποιητική έκφραση στα ερείπια του ρομαντικού πάθους. Ωστόσο, παρά τις προσωπικές του δηλώσεις, η ποίησή του δεν έχει τη σαφήνεια και τη διδακτικότητα που εύκολα διακρίνονται στην κλασικιστική ποίηση. 

Τα ποιήματά του παρουσιάζονται συνήθως σαν ένα σύνολο από ετερόκλητα αποσπάσματα που μόνο χάρη στο ρυθμό ή (μερικές φορές) και τη σταθερή ομοιοκαταληξία, σε μια μουσική διάσταση, δηλαδή, κληρονομιά των συμβολιστών ποιητών, μπορούν να αποκτήσουν συνοχή. 

Η πυκνή και δυσνόητη έκφραση που αντιστέκεται στην ερμηνεία και εμπλέκει τον αναγνώστη σε μια προσωπική ανάγνωση, η εμφανής ειρωνεία και η ταχεία διαδοχή των εικόνων, συνήθως ψυχρών και σκληρών, αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά του έργου του που του απέδωσε τον τίτλο του εκφραστή της ευαισθησίας του 20ού αιώνα. 

Η χρήση των ρυθμών της τζαζ και των ανθρωπολογικών μύθων, οι εικόνες από την αστική και την επαρχιώτικη κοινωνική ζωή, η παράθεση δανείων από άλλους ποιητές που φτάνει ως την παρωδία θεωρήθηκε από την κριτική πολύ σημαντικό βήμα στην ποιητική έκφραση. Το έργο του, με τις ακριβείς και παράλληλα απροσδιόριστες εικόνες του, υπήρξε, όπως γράφτηκε, η λαμπρή άνθιση μιας φθίνουσας κουλτούρας. 

Με το σκοτεινό μεγαλείο και τη γύμνια της ποίησής του, με τη γλαφυρή και ελλιπή έκφραση, με τη δύναμη του ρυθμού και τις ασάφειες του νοήματος, δημιούργησε μια περίεργη ποιητική τάξη γύρω από τη δυσκολία ανεύρεσης του νοήματος των πραγμάτων.

Η κριτική για το έργο του

«Ένα από τα δράματα του Έλιοτ, το πρώτο σκηνικά ολοκληρωμένο, ο Φόνος στη Μητρόπολη, είχε την ευτυχία να αποτελέσει ένα πραγματικά εθνικό μνημείο. Η δραματική του ιστορική βάση, η σύγκρουση μιας σαθρής και διεφθαρμένης πολιτείας με την Εκκλησία, εκπροσωπούμενη από έναν άτεγκτο κι οπλισμένο στην απόλυτη πίστη του Αρχιεπίσκοπο, η πάλη ανθρώπου και Θεού, η τραγική κατάληξη, που αποτελούσε μαζί και τον θρίαμβο της πίστης, συμβολιζόμενο από την μετάταξη του θυσιασθέντος στην τάξη των Αγίων, αποτελεί το πιο δοξαστικό μαρτυρολόγιο του Άγιου Θωμά Μπέκετ. 

Η μεγαλοπρέπεια κι η διάχυτη ευλάβεια, αλλά και η τεχνική αρτιότητα της σκηνικής επεξεργασίας, αποτελούν στο δράμα αυτό σπάνιο μνημείο, που μόνο του θ’ αρκούσε να στηρίζει τη δόξα του δημιουργού του».

(Τ.Κ. Παπατσώνης, “Τ. Σ. Έλιοτ”, Νέα Εστία τεύχος 77 15 Ιανουαρίου 1965, σ. 111)

« “Το τέλος θα είναι απλό, ξαφνικό, θεόσταλτο. Στο μεταξύ η ουσία της πρώτης μας πράξης Θα είναι σκιές και μάχη με σκιές” Οι σκιές αυτές παίρνουν την όψη τέσσερων πειρασμών, που κατά βάθος δεν είναι άλλο παρά κινήματα της ψυχής του Θωμά. Στο Ιντερλούδιο ακούμε το κήρυγμα του Αρχιεπισκόπου από τον άμβωνα της εκκλησιάς του την ημέρα των Χριστουγέννων.

 Στο δεύτερο μέρος ο Θωμάς αντικρίζει τους τέσσερεις ιππότες, που τελικά τον σκοτώνουν. και τούτοι δεν είναι άλλο παρά φερσίματα και χειρονομίες της κοσμικής εξουσίας. το βλέπει κανείς όταν, μετά τη δολοφονία, στρέφονται προς το ακροατήριο -ένα σύγχρονο ακροατήριο, οχτακόσια χρόνια μεταγενέστερο- για να απολογηθούν σε μια πρόζα εμπνευσμένη από την Αγία Ιωάννα του Bernard Shaw.

Το υποτυπώδες αυτό διάγραμμα δείχνει πως ο Έλιοτ δε μοιάζει να θέλησε να παρουσιάσει την πράξη του έργου του παρά με μια ή δυο πολύ αδρές γραμμές. θα ήταν ανεπαρκείς αν δεν υπήρχε ο Χορός. Είναι ο Χορός, από φτωχές λαϊκές γυναίκες της Καντερβουρίας, που σηκώνει κυρίως το βάρος του πάθους, που σαρκώνει, αν μπορώ να πω, το έργο. Πρέπει να ομολογήσω πως είναι συνάμα από τις ωραιότερες ανθρώπινες εκφράσεις που έγραψε ποτέ ο Έλιοτ.


Έλεγα πως θα ήταν λάθος να κρίνει κανείς το έργο ιστορικά, με τις επιχειρηματολογίες της σκοπιμότητας. αν ήταν έτσι, έπρεπε να χειροκροτήσει τον β΄ ιππότη που μας λέει, στη στυγνή απολογία του: “...αν έχετε φτάσει τώρα σε μια δίκαιη υποταγή της Εκκλησίας στην ευημερία του Κράτους, θυμηθείτε ότι εμείς κάναμε το πρώτο βήμα”. Η πράξη του έργου ξετυλίγεται σε άλλη στάθμη. είναι η μάχη με το αξεχώριστο κακό. είναι ο αγώνας ενός ανθρώπου με την υπερηφάνειά του, για να καθαριστεί από την υπερηφάνειά του».

(Γιώργος Σεφέρης, από το Προλόγισμα στο έργο Θ.Σ.΄Ελιοτ, Φονικό στην εκκλησιά, ΄Ικαρος, Αθήνα 1974, σελ. 11-12)

«Τυπικός Αγγλοσάξονας ο Έλιοτ, και πολέμιος του Ρομαντικού υποκειμενισμού, αναζήτησε τρόπους έκφρασης, ή μάλλον πρόκλησης, του συναισθήματος (emotion), με μέσα πλάγια κι άσχετα με τις τετριμμένες και σχεδόν γελοιοποιημένες λεκτικές διατυπώσεις της φορτισμένης ρητορικής του μελοδραματικού ύφους. Άλλωστε η αγγλόφωνη ποίηση ουδέποτε ξέπεσε στις καταχρήσεις των Γάλλων (Lamartine, π.χ.), των Ιταλών, ή των Ελλήνων (Α. Παράσχος), στην έκφραση του συναισθήματος. Δεν αρκούσε όμως η αποφυγή λέξεων όπως: λύπη-λυπούμαι, χαρά-χαίρομαι, πόνος-πονώ, ανία-ανιώ, οδύνη- υποφέρω, μελαγχολία-μελαγχολώ κ.τ.λ. 

Έπρεπε να βρεθεί κι ένα τέχνασμα, ή μία μέθοδος, για να επιτευχθεί αυτό το απαραίτητο στοιχείο στην ποίηση. Γιατί δεν νοείται ποίημα χωρίς την επικοινωνία συναισθημάτων. Η ποίηση δεν είναι άρθρο εφημερίδας, φιλοσοφικό δοκίμιο ή εγκύκλιος.

 Ο Έλιοτ με τη διαίσθησή του επινόησε αυτό που ονόμασε “αντικειμενικό συσχετικό” (objective correlative), και το εφάρμοσε όπου έπρεπε με συνέπεια, πριν και μετά τη θεωρητική ανάπτυξή του στο δοκίμιο: “Ο Άμλετ και τα προβλήματά του” (πρώτη δημοσίευση, 1919). Διαβάζουμε εκεί τα εξής: “Ο μόνος τρόπος έκφρασης συναισθήματος στη μορφή της τέχνης είναι η εξεύρεση ενός “αντικειμενικού συσχετικού”. Με άλλα λόγια ενός συνόλου αντικειμένων [πραγμάτων], μιας κατάστασης, μιας αλυσίδας γεγονότων που θ’ αποτελέσουν τη συνταγή αυτού του ιδιαίτερου συναισθήματος, τέτοια ώστε όταν τα εξωτερικά γεγονότα, που πρέπει να καταλήγουν σ’ αισθησιακή εμπειρία, δοθούνε, το συναίσθημα προκαλείται αμέσως”.


Ο ορισμός αυτός μου θυμίζει το στίχο της μεγάλης Αμερικανίδας ποιήτριας Emily Dickinson, “Πες την αλήθεια, μα πες την πλαγίως”. Παράλληλα, ρίχνει φως και στην αρχική κλίση του Έλιοτ προς την τεχνική των Εικονιστών (Imagists), όπως η Amy Lowell, που, περιγράφοντας μια σειρά φαινομενικά ασύνδετων κι άσχετων μεταξύ τους εικόνων, προσπαθούσαν να προκαλέσουν μια συναισθηματική εμπειρία ανάλογη μ’ αυτήν που είχαν οι ίδιοι στην έμπνευσή τους και που δεν ήθελαν να τη διατυπώσουν απευθείας με λέξεις. 

Χρησιμοποιούσαν μια πλάγια μέθοδο επικοινωνίας “πομπού με αποδέκτη” του μηνύματος, ανάλογη μ’ αυτή των ιμπρεσιονιστών ζωγράφων: οι εικόνες, τα χρώματα, τα σχήματα, εξωτερίκευαν εσωτερικές καταστάσεις του “πομπού”, δεν ήταν πλέον μια απομίμηση της φύσης ή της ζωής. Η τέχνη των Εικονιστών -που αποτελούσε νεοτερισμό στην αρχή του αιώνα- επιδέξια προσαρμοσμένη από τον Έλιοτ στα δικά του καλλιτεχνικά πλαίσια με τη χρήση του “αντικειμενικού συσχετικού”, του έδωσε τη δυνατότητα να υπονοεί, ή εισηγείται, πολλά και λεπτεπίλεπτα αποφεύγοντας την άμεση λεκτική κατονομασία τους. Δηλαδή έλεγε αλήθεια, αλλά την έλεγε πλαγίως, όπως πρέσβευε και η Dickinson -η προικισμένη ποιήτρια ψυχικών καταστάσεων.

 Προκαλούσε το επιθυμητό συναίσθημα με την εντύπωση των εικόνων, όχι με τη γλωσσική διατύπωση -μια εξέλιξη στη μαγεία της ποίησης του Μαλλαρμέ. Το τέχνασμα αυτό αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία όταν το συναίσθημα στο οποίο απέβλεπε ο Έλιοτ ήταν μεικτό, ακαθόριστο, ή εξεζητημένο. Π.χ., η εικόνα των κούφιων σκιάχτρων του, ξεραμένα και παραγεμισμένα μ’ άχυρα δεσπόζουν στο ποίημα “Οι Κούφιοι Άνθρωποι”, πολύ λεπτά και πλάγια ενεργοποιεί την ευαισθησία του αποδέκτη να αισθανθεί κάτι και ν’ αντιδράσει “εκ των ένδον” σ’ ότι τον κάνει να βλέπει ο πομπός. Ανάλογα συμβαίνουν και στο “Γερόντιον”. Ο οπτικός ερεθισμός κυριαρχεί κι έντεχνα υποβάλλει μια εσωτερική κατάσταση. Στο “Ερωτικό Τραγούδι του Τζέυ Άλφρεντ Προύφροκ”, αν προσέξουμε, θα διακρίνουμε αρκετά αντικειμενικά συσχετικά που λειτουργούν σαν εισηγητές, ή ρυθμιστές των αντιδράσεων μας.


Η εικόνα, λόγου χάρη, με την παρομοίωση “σαν ναρκωμένος άρρωστος επάνω στο τραπέζι”, επιτυγχάνει μια έντονη οπτική εντύπωση που λειτουργεί πρωτότυπα αντικαθιστώντας περιγραφές ή επεξηγήσεις. Η οικονομία μέσων που επιτυγχάνεται μ’ αυτό τον πλάγιο τρόπο είναι μία από τις αρετές κάθε καλής σύνθεσης. Multu min parvo, λέγανε οι Ρωμαίοι. Σ’ όλα αυτά τα παραδείγματα δεν είναι εύκολο να κατονομάσουμε λεκτικά τα παράξενα συναισθήματα που μας προκαλούν τα οπτικά ερεθίσματα. Τα νιώθουμε, σίγουρα, αλλά δυσκολευόμαστε “να τα πούμε”».

(Μ. Β. Ραΐζης, “Οι νεοτερισμοί της ποιητικής του Τ. Σ. Έλιοτ και οι διεθνείς επιδράσεις της”, Διαβάζω 133 [18 Φεβρ. 1985, Αφιέρωμα στον Τ. Σ. Έλιοτ] σελ. 78 87)

«Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η ποίηση του Έλιοτ υπήρξε εκείνη που προσδιόρισε τη δική μας γενιά. Ο τρόπος της γραφής της νέας ποίησης, το ποιητικό της λεξιλόγιο, ακόμα και ο τρόπος που, εξοβελίζοντας το συναισθηματισμό και επιδιώκοντας την απόλυτη ακριβολεξία, επέβαλε στη γλώσσα της ποίησης μιαν άλλη, εξωσυναισθηματική, διάσταση, αποτελούν μέχρι σήμερα επιτεύγματα, που τα χρωστάμε στον Έλιοτ. 
Περισσότερο από ένα ορόσημο ή ένα σελιδοδείκτη στην πορεία της ποιητικής αίσθησης, είναι στην ποιητική μας γεωγραφία ένα όριο λεκάνης απορροής: πριν από τον Έλιοτ ολόκληρη η ποίηση γραφόταν αλλιώς απ’ ό,τι γράφεται μετά απ’ αυτόν.


[…] Ή μπορούμε να φανταστούμε πως χωρίς τον Έλιοτ θα ’γραφε, όπως γράφει, ο Πάμπλο Νερούντα, ο Γεβγένη Γεφτουσένκο, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Γιάννης Ρίτσος; Απλή ανάγνωση των κειμένων τους που γράφτηκαν πριν και μετά τη γνωριμία τους με την ποίηση του Έλιοτ, μας πείθει. […] όχι μόνο αποδέσμευσε την ποίηση από ένα σωρό μορφολογικά και άλλα διαποικίλματα και αυτοδεσμεύσεις —διακοσμητικού κυρίως χαρακτήρα, όπως το μέτρο ή η ρίμα- αποδείχνοντας πως η ποίηση υπάρχει πέρα από τα ρηχά εξωτερικά της χαρακτηριστικά […]. 

Αλλά ταυτόχρονα προσέδωσε στην ποίηση μια διανοητική ευκαμψία, εισάγοντάς την στον αναγνώστη τροποποιημένη και εμπλουτισμένη με τέσσερα ακόμη νέα στοιχεία: την αίσθηση του χιούμορ, την ευρυμάθεια μιας “ποικίλης δράσης των στοχαστικών προσαρμογών”, όπως θα ’λεγε ο Καβάφης, την απαλλαγή από τον κάθε λογής, φτηνό ή πολύτιμο, συναισθηματισμό, και την ξηρή, σχεδόν ιατρική αμέτοχη δυνατότητα διαπίστωσης των λεπτότερων ψυχικών διακυμάνσεων μιας συνείδησης μαθημένης ν’ αναγνωρίζει το ιστορικά καίριο, απομονώνοντάς το.


[…] Ο Έλιοτ είναι, πάνω απ’ όλα, ένας ποιητής με έντονο ιστορικό συναίσθημα. Με τούτο θέλω να πω όχι πως είναι ένας μελετητής της ιστορίας ή ένας ιστοριοδίφης που εκφράζεται ποιητικά -όπως θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον Καβάφη. Θέλω να πω πως η ιστορία, για τον Έλιοτ -αυτή η σχεδόν αλλοπρόσαλλη αλλά πάντα θεμελιακά αιτιολογημένη πορεία του ανθρώπινου γένους στη γη -είναι ένα συνεχές “παρόν” όχι μόνο στη μνήμη του, αλλά και στη συνείδησή του: Η Ιστορία δεν είναι μια λιτάνευση των περασμένων, μια μνημόνευση νεκρών, αλλά κάτι το απόλυτα σύγχρονο και ζωντανό, μια διαρκής και μη διακοπτόμενη ροή, που βρίσκεται σε συνεχή κατάσταση βρασμού, κάτι που επομένως ρέει όχι διαδοχικά, σε εύκολα διακρινόμενες μεταξύ τους στιγμές, αλλά παράλληλα, ταυτόχρονα και με ορυμαγδό φωνών, που συμπλέκονται σ’ ένα σύνολο, απ’ όπου βγαίνει μια νοηματική αποσαφήνιση και μια χρονική όσο και τοπική αποτίμηση της ζωής.

 Με το ιστορικό συναίσθημα του Έλιοτ όλο το παρελθόν εκσυγχρονίζεται: τα όρια επομένως ανάμεσα στις διαφορετικές ιστορικές μορφές μειώνονται και καταργείται η απόσταση του χρόνου και των ειδοποιών του διαφορών. Καταργείται, φοβάμαι, ακόμα και η απόσταση ανάμεσα στο εγώ και στον εξώκοσμο».

(Θ.Δ.Φραγκόπουλος, “Η ποιητική παρουσία του Τ.Σ.Έλιοτ”, Νέα Εστία τ. 1474-5, Χριστούγεννα 1988, σελ. 52-57 passim)

«Μιλώντας για τον Τζόυς, ο Έλιοτ εισήγαγε τον όρο “μυθική μέθοδος”, προκειμένου να περιγράψει και να οριοθετήσει την καινούργια αντίληψη της μυθοπλασίας, την οποία έφερε ο μοντερνισμός στη δόμηση του καλλιτεχνικού- λογοτεχνικού έργου. Με τον όρο αυτόν, ο Έλιοτ εξέφρασε την καινούργια θέση που ο μύθος κατέχει μέσα στο μοντερνιστικό κοσμοείδωλο. 

Η γραφή εξελίσσεται ως μία παραλληλία μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μια παραλληλία μεταξύ μύθου και εσωτερικής πραγματικότητας του κόσμου τον οποίο αναδεικνύει ο μοντερνιστικός συγγραφέας. Αυτή η παραλληλία, τόσο εμφανής ως δομικό στοιχείο στον Οδυσσέα του Τζόυς, στα κάντος του Πάουντ αλλά και στην Έρημη Χώρα του Έλιοτ, όφειλε να καθοδηγείται από μια “αντικειμενική συστοιχία”. Ο όρος αυτός, αν και παρουσιάζει έντονη ασάφεια, επικράτησε ως ένας βασικός όρος της μοντέρνας γραφής και μαζί με τον όρο “μυθική μέθοδος” αποτέλεσε ένα κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος των μοντερνικών συγγραφέων».

(Στέφανος Ροζάνης, “Μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός”, Παγκόσμια Λογοτεχνία,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997, σελ. 298)


https://www.facebook.com/poiisisentosmas/photos/%CF%84%CF%8C%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BD%CF%82-%CE%AD%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%84-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%BD%CE%AE%CE%B8%CE%B7%CE%BA%CE%B5-%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%AD%CF%81%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CE%B9%CF%83/563369640540214/

Τόμας Στερνς Έλιοτ γεννήθηκε σαν σήμερα...

Η Ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας αλλά η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και προσωπικότητα για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά.

Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ένα πάθος σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει, όπως δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το φως σε έναν εκ γενετής τυφλό.

Έτσι τελειώνει ο κόσμος: όχι με μια θεαματική έκρηξη αλλά με ένα αδύναμο κλαψούρισμα.

Μόνο αυτός που ρισκάρει να πάει πολύ μακριά μπορεί να ανακαλύψει πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς.

Πού είναι η όλη η σοφία που χάσαμε μέσα στη γνώση; Πού είναι όλη η γνώση που χάσαμε μέσα στην πληροφόρηση;

Το μισό από το κακό που γίνεται στον κόσμο γίνεται από ανθρώπους που θέλουν να αισθανθούν σπουδαίοι. Δεν έχουν την πρόθεση να κάνουν κακό. Αλλά το κακό δεν τους απασχολεί.

Η αυθεντική ποίηση μπορεί να αρέσει προτού γίνει κατανοητή.

Δεν θα σταματήσουμε να εξερευνούμε. Και το τέλος της εξερεύνησής μας θα είναι όταν θα φτάσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε και θα ανακαλύψουμε το μέρος για πρώτη φορά.

Δεν πιστεύω ότι γερνάει κανείς. Νομίζω πως αυτό που συμβαίνει είναι ότι νωρίς στη ζωή, σε μια ορισμένη ηλικία μένει κάποιος ακίνητος και βαλτώνει.

Οι άνθρωποι στους οποίους δεν έχει συμβεί ποτέ τίποτε δεν μπορούν να καταλάβουν την ασημαντότητα των γεγονότων.

Όπου δεν υπάρχει ναός δεν θα υπάρχουν σπίτια.

Τα χρόνια ανάμεσα στα πενήντα και τα εβδομήντα είναι τα χειρότερα. Συνεχώς σου ζητούν να κάνεις πράγματα και δεν είσαι αρκετά ετοιμόρροπος για να τα απορρίψεις.

Δεν είναι φρόνιμο να παραβαίνεις τους κανόνες προτού να μάθεις πώς να τους τηρείς.

Ένα θεατρικό έργο πρέπει να σου δίνει να σκεφθείς κάτι. Όταν βλέπω ένα έργο και το καταλαβαίνω με τη πρώτη, τότε ξέρω ότι δεν είναι και πολύ καλό.

Δεν υπάρχει πιο αηδιαστικό θέαμα από έναν γέρο που αρνείται να εγκαταλείψει τον κόσμο, που έχει εγκαταλείψει τον ίδιο.

Ένας πονόδοντος ή ένα βίαιο πάθος δεν μειώνεται απαραίτητα με τη γνώση της αιτίας του, του χαρακτήρα του, της σπουδαιότητάς του ή της ασημαντότητάς του.

Είπα στην ψυχή μου, στάσου ακίνητη και περίμενε χωρίς ελπίδα
Γιατί η ελπίδα μπορεί να είναι ελπίδα για κάτι που είναι λάθος

O Τόμας Στερνς Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot,26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965) ήταν 'Αγγλό-Αμερικάνος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα και ηγετική φυσιογνωμία του μοντερνιστικού κινήματος στην ποίηση. Το 1948 βραβεύτηκε με τοΝόμπελ λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Προύφροκ (1910), η Έρημη Χώρα (1922), τα Τέσσερα κουαρτέτα (1943) καθώς και το θεατρικό έργο Φονικό στην Εκκλησιά (1935).

ΔΕΣ :https://www.academia.edu/34134030/%CE%A4%CF%8C%CE%BC%CE%B1%CF%82_%CE%A3%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BD%CF%82_%CE%88%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%84_%CE%88%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CE%B1%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%AF%CE%B2%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82_%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%BC%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82_%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B1_%CE%B1%CF%80%CF%8C_%CE%BC%CE%B9%CE%B1_%CF%83%CF%8D%CE%B3%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B7_%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%AC_._._